Quantcast
Channel: Ιστορία – ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΑΡΧΕΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Viewing all articles
Browse latest Browse all 633

Κείμενα και συμβολισμοί στα επιτύμβια μνημεία γυναικών: Ενδείξεις κοινωνικής και πνευματικής παρουσίας

$
0
0

Κείμενα και συμβολισμοί στα επιτύμβια μνημεία γυναικών: Ενδείξεις κοινωνικής και πνευματικής παρουσίας – © Γεωργία Κ. Κατσαγάνη, Δρ. Κλασικής Φιλολογίας.


 

Στην Ελληνιστική εποχή η υποχώρηση του πολιτειακού συστήματος της πόλης – κράτους και η επικράτηση της μοναρχίας επέφερε αλλαγές και στο κοινωνικό σύστημα. Χαρακτηριστικό της νέας εποχής ήταν η αυξανόμενη ανισότητα στην κατανομή του πλούτου και η εμφάνιση μιας αριστοκρατίας αστών [1]. Ο πλούτος αποτελούσε προϋπόθεση πλέον, για την ανάληψη διάφορων δημόσιων αξιωμάτων τόσο από τους άνδρες όσο και από τις γυναίκες [2].

Όπως οι βασίλισσες και οι ιέρειες της Eλληνιστικής εποχής, έτσι και εύπορες γυναίκες της ανώτερης κοινωνικής τάξης απολάμβαναν δημόσιων τιμών, λόγω ανάληψης πολιτικών αξιωμάτων ή κοινωνικής προσφοράς τους στην πόλη και τους συμπολίτες τους. Τιμές απολάμβαναν, επίσης, και γυναίκες κοινές θνητές, γυναίκες ελεύθερες που κατόρθωσαν να διαμορφώσουν την προσωπική τους ζωή, σύμφωνα με τις απόψεις και τις επιθυμίες τους, που πέτυχαν να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους και έξω από την ιδιωτική σφαίρα του οικογενειακού τους περιβάλλοντος και απέκτησαν, όχι σπάνια, οικονομική ανεξαρτησία και επιρροή στον δημόσιο βίο [3]. Πληροφορίες γι΄ αυτές αντλούμε από επιτύμβιες ή τιμητικές επιγραφές της Ελληνιστικής περιόδου, καθώς και από λογοτεχνικές πηγές (Νέα Κωμωδία, Φιλοσοφία).

Έχοντας υπόψη τα παραπάνω και χωρίς να επιδιώκουμε την εξάντληση του θέματος [4], στην παρούσα μελέτη ασχολούμαστε με τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία της ελληνιστικής Ανατολής, με βάση τους ενεπίγραφους συμβολισμούς της εν ζωή πνευματικής/κοινωνικής παρουσίας της. Χρησιμοποιούμε προς τούτο τρεις επιγραφές: Η πρώτη προέρχεται από τις Σάρδεις (Sardis 7,1 111), ενώ οι δύο επόμενες από το Βυζάντιο (IK Byzantion 128 και IK Byzantion 368).

 

Η επιτύμβια στήλη της Μηνοφίλας (Sardis 7,1 111)

 

Η λευκή μαρμάρινη στήλη με τα γλυπτά σύμβολα, που προέρχεται από τις Σάρδεις, σήμερα βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Κωνσταντινούπολης (αρ. ευρ. 4033).

Στο κυρίως μέρος της στήλης, σε πρώτο πλάνο, παρουσιάζεται μία γυναίκα όρθια και στεφανωμένη. Δίπλα της ένθεν και ένθεν, δύο θεραπαινίδες: Αριστερά της, σε πρώτο πλάνο στέκεται η μία θεραπαινίδα, η οποία κοιτά προς τα δεξιά, τείνοντας προς τα εμπρός τον δεξιό της ώμο και τον βραχίονά της, ενώ ανάμεσα στα χέρια της κρατά ένα κουτί, πιθανότατα, μια πυξίδα. Στα δεξιά της κεντρικής μορφής, η άλλη θεραπαινίδα στην ίδια ικετευτική θέση με αυτή, κρατά στο δεξί της χέρι, εμπρός από τον λαιμό της, πιθανότατα, ένα μικρό αντικείμενο [5].

Πίσω από τη γυναίκα, στα αριστερά της υπάρχει ανάγλυφος κρίνος, ενώ στα δεξιά της ένας κύλινδρος με παπύρους, καθώς και ένα καλάθι για το μαλλί. Από την ανωτέρω περιγραφή της στήλης γίνεται φανερό ότι αυτή έχει τα χαρακτηριστικά των επιτύμβιων στηλών της Σμύρνης [6]. Κατά τον Smith [7] η στήλη της Μηνοφίλας οφείλει σε μεγάλο βαθμό τα χαρακτηριστικά της σε σμυρναϊκά πρότυπα και η γυναίκα που παριστάνεται σε μετωπική στάση αντιστοιχεί στην Pudicitia του τύπου της Saufeia από τη Σμύρνη [8].

Κάτω από αυτά τα αντικείμενα, στα δεξιά της, είναι χαραγμένο ένα κεφαλαίο άλφα. Επάνω από την κυρίως παράσταση, σε ένα επίπεδο τόξο παριστάνονται δύο κλαδιά ελιάς, τοποθετημένα το ένα απέναντι από το άλλο.

Η στήλη καταλήγει σε αέτωμα, στο οποίο υπάρχει ρόδακας. Γύρω από τα ακρωτήρια του αετώματος είναι χαραγμένοι οφιοειδείς δράκοντες· οι επάνω έχουν κατεύθυνση προς τα κάτω ενώ οι κάτω έχουν κατεύθυνση προς τα επάνω.

Η επιγραφή χρονολογείται στον 2ο ή 1ο αι. π.Χ. [9]

 

Η επιτύμβια στήλη της Μηνοφίλας

 

Κάτω από την παράσταση βρίσκεται η έμμετρη επιτύμβια, και με χαρακτηριστικά τιμητικής, επιγραφή.

Ὁ δῆμος Μηνοφίλαν Ἑρμαγένου.

Κομψὰν̣ καὶ χαρίεσσα<ν> πέτρος δείκνυσι· τίς ἐντι,

                μουσῶν̣ μανύει γράμματα, Μηνοφίλαν. —

Τεῦ δ’ ἕν̣εκ’ ἐν στάλᾳ γλυπτὸν κρίνον ἠδὲ καὶ ἄλφα,

                  βύβλος̣ καὶ τάλαρος τοῖς δ’ ἔ<π>ι καὶ στέφανος; —

5                    Ἡ σοφίᾳ<μ> μὲν βίβλος, ὁ δ’ αὖ περὶ κρατὶ φορηθεὶς

                ἀρχὰν̣ μανύει, μουνογόναν δὲ τὸ ἕν,

εὐτά̣κτου δ’ ἀρετᾶς τάλαρος μάνυμα, τὸ δ’ ἄνθος

               τὰν ἀ̣κμὰν δαίμων ἅ̣ντινἐληΐσατο.

Κού[φ]α τοι κόνις ἀμφιπέλοι τοιῇδε θανούσῃ.

10                              Αἴ, ἄγονοι δὲ γονεῖς, τοῖς ἔλιπες δάκρυα.

 

Ο δήμος (ίδρυσε) τη Μηνοφίλα (την κόρη) του Ερμαγένη [10].

(Μια γυναίκα) κομψή και χαριτωμένη παριστάνει ο λίθος. Ποια είναι;

Τα γραπτά των μουσών αποκαλύπτουν τη Μηνοφίλα.

Γιατί είναι σκαλισμένα επάνω στη στήλη ένας κρίνος, το γράμμα άλφα,

ένα βιβλίο, ένα καλάθι για το μαλλί και, επιπλέον, ένα στεφάνι;

Το βιβλίο (μας) δείχνει τη σοφία της, αυτό που φοράει στο κεφάλι της

δηλώνει το αξίωμά της, ο αριθμός ένα ότι ήταν μοναχοπαίδι.

Το καλάθι για το μαλλί είναι σημάδι της μεγάλης αρετής της, το άνθος

μαρτυρεί τα νιάτα της που τα άρπαξε ένας δαίμονας.

Ας είναι ελαφρύ το χώμα που σκεπάζει αυτή τη νεκρή.

Όμως, αλίμονο, οι γονείς σου έμειναν άτεκνοι· σ’ αυτούς άφησες δάκρυα.

 

Ο στίχος που έχει τεθεί ως προμετωπίδα επάνω από το ανάγλυφο, προέρχεται από τις αρχές της πόλης των Σάρδεων. Δηλώνει ότι η Μηνοφίλα, όταν πέθανε, απήλαυσε δημόσιας κηδείας, μια τιμή την οποία επιφύλασσαν οι ελληνικές πόλεις στους επιφανέστερους πολίτες τους [11].

Η Bielman [12] θεωρεί ότι το όνομα Μηνοφίλα έχει, πιθανότατα, νοηματική συνάφεια με τη μητέρα των Μουσών, Μνημοσύνη, την ενσάρκωση της μνήμης. Εμείς θεωρούμε ότι το όνομα Μηνοφίλα είναι θεοφορικό [13], από την ανατολικής προέλευσης θεότητα Μήνη [14], ενώ, κατά τον Coşkun [15] αυτό προέρχεται από τη Φρυγική θεότητα Μην. Κατά τον ίδιο συγγραφέα [16], η δευτερογενής χρήση ενός θεοφορικού ονόματος ως ανθρωπωνυμίου αποφεύχθηκε σε μεγάλο βαθμό στον ελληνικό κόσμο αλλά ήταν δημοφιλές σε μερικές τουλάχιστον θεότητες στη Μ. Ασία.

Το κύριο όνομα Μηνοφίλα απαντά συχνά στην περιοχή της Μ. Ασίας από τον Πόντο έως την Ιωνία, από τον 3ο αι. π.Χ. έως τον 3ο αι. μ.Χ., σπανιότατα στα νησιά του Αιγαίου, στην Πελοπόννησο, στην Αττική, στη Θράκη, στην περιοχή της Μ. Ασίας από την Καρία έως την Κιλικία, και καθόλου στην Κεντρική Ελλάδα. Η μορφή Ἑρμαγένου είναι ασυνήθιστη· θα μπορούσε να είναι ένα λάθος του χαράκτη [17] ή μια διαλεκτική μορφή της λέξης.

Το ανάγλυφο και η έμμετρη επιγραφή ερμηνεύουν το ένα το άλλο και αποτελούν έναν κατάλογο των αρετών της Μηνοφίλας: Το πρώτο υπό μορφή εικόνας, το δεύτερο υπό μορφή κειμένου.

Για το ότι η επιγραφή αποτελεί ένα διαλογικό ποίημα, δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία, ύστερα από την παρουσία της φράσης τίς ἐντι στον 1ο στίχο και του τεῦ δ’ ἕν̣εκ’ στον 4ο: Συγκεκριμένα, στην 1η ενότητα, μετά τη διατύπωση της θέσης ότι ο λίθος παριστάνει μια κομψή γυναίκα, ο διαβάτης απευθύνεται στη στήλη για το ποια γυναίκα απεικονίζει αυτή, και αυτός λαμβάνει τη σχετική απάντηση. Στη δεύτερη ερώτηση του διαβάτη (2η ενότητα) για τη σημασία των συμβόλων (κρίνος, ἄλφα, βίβλος, τάλαρος, στέφανος) στον λίθο, η απάντηση εμπεριέχει την ερμηνεία τους: σοφία=βίβλος, ὁ . . . περὶ κρατὶ φορηθεὶς = ἀρχὰν̣ [18], μουνογόνα = ἕν (ἄλφα), εὔτακτος ἀρετὴ = τάλαρος, ἄνθος = ἀ̣κμὰν [19].

Στους στίχους 1-9 η αφήγηση είναι τριτοπρόσωπη, διότι παρουσιάζονται αντικειμενικές ειδήσεις, ενώ στον 10 στίχο που εκφράζεται λύπη για τους γονείς της που έχασαν το μοναχοπαίδι τους, η αφήγηση γίνεται σε β΄ ενικό πρόσωπο, για να δηλωθεί αμεσότητα.

Αν και η επιγραφή χρονολογείται στα μέσα περίπου της Ελληνιστικής εποχής, διαπιστώνεται η παρουσία πολλών δωρικών τύπων (κομψὰν̣, ἐντὶ, μανύει, στάλᾳ, ἀρχὰν̣, ἀρετᾶς, τὰν ἀ̣κμὰν, κού[φ]α), με τη χρήση των οποίων επιδιώκεται η δημιουργία μιας άκρως υποβλητικής ατμόσφαιρας και ενός υψηλού και μεγαλοπρεπούς ύφους.

Στην α΄ ενότητα το κομψὰν, το οποίο εξαίρεται ιδιαίτερα, λόγω της θέσης του, υποδηλώνει την εξωτερική εμφάνιση της Μηνοφίλας. Στον 3ο στίχο, στην περιγραφή των συμβόλων της στήλης αναφέρεται η λέξη κρίνος (στ. 3), ενώ στην ερμηνεία των συμβόλων αυτών υπάρχει η λέξη ἄνθος (στ. 6). Το στοιχείο αυτό παραπέμπει στο σχήμα του κύκλου, η περιγραφή δηλ. αρχίζει και τελειώνει με την ίδια λέξη [20]. Η Engelen [21] δίνει μια φιλοσοφική διάσταση στην παρουσία αυτού του λογοτεχνικού σχήματος∙ πιστεύει ότι ο κύκλος οδηγεί στην ιδέα του σύμπαντος, η οποία, στον Πλάτωνα [22] συνδέεται με την έννοια του όλου και ότι η κυκλική διάταξη των συμβόλων της παρούσας επιγραφής έχει δεχτεί επίδραση από τον Μέσο Πλατωνισμό ή τις Νεοπυθαγόρειες αντιλήψεις [23]. Κατά βάση, το ποίημα αυτό δεν περιέχει φιλοσοφικά επιχειρήματα αλλά αποτελεί φιλοσοφική κληρονομιά, η οποία είχε ενσωματωθεί στην κοσμοθεωρία των μορφωμένων κοινωνικών στρωμάτων [24].

Συνεχίζοντας την περιγραφή των συμβόλων της στήλης, βλέπουμε ότι ακολουθεί το πρώτο γράμμα της αλφαβήτου (ἄλφα), που σημαίνει ένα, πρώτο, και δείχνει ότι η Μηνοφίλα υπήρξε μοναχοπαίδι, το οποίο αντιπροσωπεύει τη μοναδικότητα και, όπως το ἕν, και την απαρχή. Η έμφαση στο ἕν δίνεται με τη λέξη μουνογόναν. Και οι δύο λέξεις εκφράζουν το γεγονός ότι η Μηνοφίλα ήταν το μοναδικό παιδί που απέκτησαν οι γονείς της ή που επέζησε [25].

Στους δύο επόμενους στίχους, άξια αναφοράς είναι η διττή γραφή της λ. βύβλος (στ. 4) και βίβλος [26] (στ. 5)· το στοιχείο αυτό υποδεικνύει, πιθανότατα, ότι δεν υπήρχε διαφοροποίηση στη σημασία. Ο Herzog [27] θεωρεί ότι πρόκειται για έναν κύλινδρο παπύρου που εξείχε από σταθερό κάλυμμα, το οποίο εμπρός έκλεινε με έναν χαλαρό ιμάντα. Πρόκειται, προφανώς, για τη διφθέρα, τη φαινόλη, την paenula, τη membrana, το προστατευτικό κάλυμμα δηλαδή από περγαμηνή, τον κύλινδρο παπύρου με τον ιμάντα [28]. Η Bielman [29] περιγράφει το γλυπτό σύμβολο ως κυλίνδρους παπύρων, δεμένους με σχοινί.

Αυτό το σύμβολο μαζί με την ερμηνεία που δίνεται από το ίδιο το κείμενο αποτελούν τα σημαντικότερα στοιχεία του ποιήματος: Το γεγονός ότι το βιβλίο που συμβολίζει τη σοφία [30], εμφανίζεται σε γυναικεία στήλη, καθώς και ο χαρακτηρισμός της νεκρής ως σοφής, μέσω της χρήσης του όρου σοφία [31], μαρτυρούν την εξαιρετική προσωπικότητα της Μηνοφίλας. Η λέξη σοφία αρχικά σήμαινε μόνο την επιδεξιότητα και την επιμέλεια στη χειροτεχνία, έπειτα στη σκέψη του Σόλωνα, έλαβε την έννοια της γνώσης, για να τονιστεί, τελικά, από τον Ξενοφάνη, για πρώτη φορά η σημασία της ως εξέχουσας αρετής, πρβ. Ισοκράτης Πρὸς Δημ. 4, 19 Σοφία γὰρ μόνον τῶν κτημάτων ἀθάνατον  και Πλάτων Πρωτ. 330Α: καὶ μέγιστόν γε ἡ σοφία τῶν μορίων [32].

Η σύνδεση της σοφίας και της γνώσης που προκύπτει από τη μελέτη των βιβλίων είναι κατανοητή, αν αποσαφηνίσει κανείς ότι η μόρφωση που επιτυγχάνεται μέσω της γνώσης και της ενασχόλησης με τις επιστήμες είναι, τουλάχιστον για τον Πλάτωνα [33], μια βαθμίδα για την πρόσβαση στην αλήθεια και την αθανασία.

Έχει, συνεπώς, ιδιαίτερη σημασία για την απόδοση της αθανασίας στη Μηνοφίλα το γεγονός ότι και σε αυτήν αποδίδονται μόρφωση και ιδιαίτερες πνευματικές ικανότητες, μέσω του κυλίνδρου του παπύρου, ο οποίος αντιπροσωπεύει τη σοφία. Όμως, όπως προαναφέραμε, η σοφία την εποχή αυτή αποτελούσε χαρακτηριστικό, κυρίως, μόνο των ανδρών. Επειδή όμως οι γονείς της Μηνοφίλας είχαν μόνο μια κόρη, πιθανώς της παρείχαν ανατροφή, η οποία παρεχόταν μόνο σε άνδρες. Μπορούσε, συνεπώς, η Μηνοφίλα με τον τρόπο αυτό να αποκτήσει, τουλάχιστον, σύμφωνα με τη θεωρία του Πλάτωνα, αθανασία μέσω της μόρφωσης και της κοινωνικής καταξίωσης.

Από την ύπαρξη τον γλυπτού κρίνου στη στήλη και τη λεκτική αναφορά τὸ δ’ ἄνθος τὰν ἀ̣κμὰν γίνεται φανερό ότι η Μηνοφίλα πέθανε νέα. Παρ’ όλα αυτά πρόλαβε να τεθεί στην υπηρεσία της πόλης· είχε μάλιστα εκπληρώσει το δαπανηρό λειτούργημα της στεφανηφόρου [34], και παρά το γεγονός ότι αυτή δεν αποκαλείται στεφανηφόρος στο κείμενο, το μνημείο απεικονίζει το επίσημο στεφάνι που φέρεται από μια στεφανηφόρο [35]. Το γεγονός ότι μέσα σε αυτήν την κοινωνία της εμπιστεύτηκαν ένα τόσο σημαντικό αξίωμα δείχνει την υπεροχή της από την κοινότητά της [36].

Το ότι το λουλούδι πρέπει να παραπέμπει στο νεαρό της ηλικίας της εκλιπούσας, όπως μας πληροφορεί το ποίημα, ανταποκρίνεται πλήρως στην διαδεδομένη τόσο στη λογοτεχνία όσο και στις επιτύμβιες έμμετρες επιγραφές, εικόνα του ανθού της νιότης». πρβ. και το ρόδο ως σύμβολο των νεκρών που άρπαξε ο θάνατος στον Peek (1988 ανατ.) 1595 (Ρώμη 2ος αι. μ.Χ.) και στον Peek W. (1988 ανατ.) 1482 (Μακεδονία 3ος/4ος αι.;). Η μετάφραση του θανάτου μέσω της έννοιας ενός ληστρικού δαίμονα (δαίμων… ἐληίσατο) πρέπει μάλλον να παραπέμπει σε θάνατο υπερβολικά πρόωρο ή αιφνίδιο [37].

Η Μηνοφίλα περιβάλλεται, επίσης, με την ηθική πειθαρχία (εὔτακτος ἀρετὴ) και το οικιακό σύμβολό της, το καλάθι [38] για το μαλλί είναι το σύμβολο της επιμέλειας και του ενάρετου βίου της. Παλαιότερα, βέβαια, το καλάθι για το μαλλί εικονιζόταν στις επιτύμβιες στήλες γυναικών δούλων και θεραπαινίδων, προφανώς για να εκφραστεί η επιμέλειά τους ως προς την εκτέλεση συγκεκριμένης χειρωνακτικής εργασίας· κατά την Ελληνιστική περίοδο όμως χρησιμοποιείται ως σύμβολο του ρόλου της ύπανδρης γυναίκας ως «νοικοκυράς» [39]. Το καλάθι για το μαλλί, ένα παραδοσιακό χαρακτηριστικό, με συχνή την παρουσία του στις στήλες, δεν είναι πλέον, κατά κύριο λόγο, σύμβολο της νοικοκυράς που έκανε την οικιακή της εργασία, αλλά είχε, προφανώς, ευρύτερη σημασία, ως σύμβολο γυναικείας αρετής και υπακοής [40]. Αυτό δεν ισχύει στην περίπτωση της Μηνοφίλας, η οποία πέθανε άγαμη. Ίσως όμως, μέσω του καλαθιού, να γίνεται αναφορά σε συγκεκριμένες γυναικείες αρετές, για τις οποίες η Μηνοφίλα πιθανώς είχε γίνει ξακουστή [41]. Συνεπώς, μπορούμε να συμπεράνουμε, ότι το καλάθι στη στήλη της Μηνοφίλας έχει υποστεί μια αλλαγή στη συμβολική σημασία του και δεν παραπέμπει πλέον αποκλειστικά και μόνο στην επιδεξιότητά της ως προς την οικιακή οικονομία αλλά στην καταξίωσή της [42].

Στη στήλη τονίζεται, επίσης, ότι η συγκεκριμένη κόρη υπήρξε το μοναδικό παιδί των γονέων της και ότι η συνέχεια των γενεών διακόπηκε με τον θάνατό της. Όμως μπορεί οι γονείς της να έχασαν το μοναχοπαίδι τους και συνεπώς να μην μπορούν, πλέον, να καθορίσουν τη συνέχεια των γενεών, ωστόσο η κόρη τους, παρά τον πρόωρο θάνατό της, είναι αθάνατη. Συνεπώς, ο πόθος για απόκτηση σοφίας δεν είναι μόνο μια προσπάθεια για προσωπική ολοκλήρωση αλλά και μια υπέρβαση των ορίων της θνητότητας [43].

Η επιγραφή, επομένως, χρησιμεύει τόσο για να χαρακτηριστεί η Μηνοφίλα ως άτομο όσο και να συντείνει στην αύξηση του κύρους ολόκληρης της οικογένειας, αφού η αθανασία της Μηνοφίλας δεν περιορίζεται μόνο σε αυτή. Σύμφωνα με την αρχαία ελληνική αντίληψη, η συνέχεια των γενεών είναι ένας τρόπος απόκτησης της αθανασίας. Και επειδή οι άνθρωποι δεν κατορθώνουν με δική τους ευθύνη να φθάσουν στο αγαθό και να επιτύχουν την αθανασία, ευρισκόμενοι ενώπιον του μηδενισμού της ύπαρξής τους, που τους απειλεί, προσπαθούν να επιτύχουν την αθανασία με την αναπαραγωγή, αφήνοντας πίσω τους παιδιά για να διαιωνίζεται το είδος τους [44].

Στη στήλη όπως προαναφέραμε, εξαίρεται το γεγονός ότι η Μηνοφίλα υπήρξε το μοναδικό παιδί των γονέων της. Η συνέχεια των γενεών διακόπηκε μεν με τον θάνατο της Μηνοφίλας, αλλά η ιδιαίτερη έμφαση που δίνει η παρούσα επιγραφή στην αθανασία λειτουργεί παρηγορητικά για τους γονείς της Μηνοφίλας [45].

Η επιγραφή όμως, όπως αναφέραμε προηγουμένως, εκτός από τιμητική, είναι και επιτύμβια. Ο στίχος 9 περιλαμβάνει τη γνωστή από την εποχή του Ευριπίδη [47] ευχή, κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι, όπου τονίζεται, μέσω της θέσης της, η κεντρική λέξη (κού[φ]α). Η έκφραση κού[φ]α κόνις είναι συνηθισμένη, προκειμένου να αποδώσει την ελαφρότητα του χώματος που τη σκεπάζει.

Την κατακλείδα του ποιήματος αποτελεί η δήλωση ότι η νεκρή άφησε στους επιζώντες γονείς της πόνο και θλίψη, μια έκφραση η οποία ήδη από τους πολύ πρώιμους χρόνους είχε γίνει στερεότυπη. Ενώ αυτό το δεδομένο στα περισσότερα ποιήματα εκφράζεται με τρόπο τυπικό, δηλ. μέσω στερεότυπων εκφράσεων (δάκρυα, πένθος, γόους ἔλιπεν), εδώ η δήλωση αυτή (δάκρυα λείπεις) εξευγενίζεται με ποιητικά και υφολογικά μέσα, όπως το επιφώνημα του πόνου (αἴ), ο τρόπος με τον οποίον ο ποιητής απευθύνεται στους γονείς και το οξύμωρο ἄγονοι δὲ γονεῖς [48]. Με τον τρόπο αυτό ο αναγνώστης θα μπορούσε να συναισθανθεί περισσότερο τους γονείς.

 Για να τονιστεί, λοιπόν, η εξέχουσα προσωπικότητα της Μηνοφίλας και να παραμείνει ανεξίτηλη η μνήμη της στην κοινότητα, ο δήμος των Σάρδεων την τίμησε με δημόσια κηδεία [49]. Αυτή ακριβώς η τιμή είναι που καθιστά την επιγραφή και τιμητική.

 

Η επιτύμβια στήλη της Μούσας (IK Byzantion 128)

 

Στήλη από άσπρο μάρμαρο με ένα τριγωνικό αέτωμα διακοσμημένο με ακρωτήρια. Βρέθηκε στο Βυζάντιο, σήμερα βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Κωνσταντινούπολης (αρ. ευρ. 5029). Στο κέντρο ενός ορθογώνιου ανάγλυφου, μια όρθια γυναίκα, ντυμένη με μακρύ χιτώνα και με το ιμάτιο ανασηκωμένο, ώστε να καλύπτεται το κεφάλι της, στέκεται ενώπιον του θεατή. Το δεξί της χέρι ακουμπά στο στήθος της· με το αριστερό της χέρι κρατάει τις πτυχές του ιματίου της και έναν κύλινδρο. Στα αριστερά της γυναίκας, δύο σκύλοι [50] τείνουν το κεφάλι προς τον κύλινδρο ενώ στα δεξιά της, στέκεται μια μικρή θεραπαινίδα.

Η στήλη και η επιγραφή χρονολογούνται στα τέλη του 2ου ή του 1ου αι. π.Χ.

 

Η επιτύμβια στήλη της Μούσας

 

Κάτω από το ανάγλυφο, βρίσκεται η ακόλουθη επιγραφή.

 

Μοῦσα Ἀγαθοκλέους ἰατρείνη.

 Μούσα του Αγαθοκλή, ιατρός.

 

Το όνομα της εκλιπούσας, Μούσα, έλκει αμέσως την προσοχή. Πιθανότατα, είναι ένα όνομα που δίνει έμφαση στην εκπαίδευση της γυναίκας, αυτό που αργότερα δίνεται από το περιβάλλον της ή υιοθετείται από την ίδια τη γυναίκα [51]. Επρόκειτο, πιθανότατα, για ένα συλλογικό θεωνυμικό, το οποίο ενδεχομένως δόθηκε ως παρωνύμιο σχετιζόμενο με τις ιδιότητες της θανούσας, προκειμένου να δηλωθεί η διάκρισή της στον τομέα της ιατρικής, μιας τέχνης θείας, μιας τέχνης θεόπνευστης. Θα μπορούσε, βέβαια, η εκλιπούσα να φέρει αυτό το προφητικό όνομα από τη γέννησή της.

Το κύριο όνομα Μούσα απαντά σπανιότατα στην Αττική και την Κεντρική Ελλάδα, σπάνια στα νησιά του Αιγαίου, στη Θράκη και στην περιοχή της Μ. Ασίας από την Καρία έως την Κιλικία, συχνά στην Πελοπόννησο και στην περιοχή της Μ. Ασίας από τον Πόντο έως την Ιωνία, από τον 1ο αι. π.Χ. έως τον 3ο αι. μ.Χ.

Το επάγγελμα της εκλιπούσας, ἰατρείνη είναι το θηλυκό γένος του ουσ. ιατρός [52]. Για τη μορφή του ουσιαστικού: τὰ γὰρ διὰ τοῦ ινη μονογενῆ, μὴ γενόμενα ἀπὸ ἐπιθέτων κύρια, ἀποστρέφονται τὴν διὰ τῆς ει διφθόγγου γραφήν· οἷον  Ὠκεανίνηb· Εὐηνίνη· ἰατρίνη, καὶ τὰ ὅμοια [53] και ἰατρίνη= ἰατρὸς γυνὴ παρὰ Γαληνῷ, Ἀλεξάνδρῳ Ἀφροδισιεῖ κ. ἄλλ. [54]. Κατά το LSJ ἰατρ-ίνη [ῑν], ἡ, είναι η μαία. Η λέξη απαντά στις IG II² 4760 κ.α., στον Φλάβιο Ιώσηπο J. Vit. 37, στον Γαληνό 8.414, στον Αλέξανδρο Αφροδισιέα Pr. 2.64, POxy. 1586.12 (iii A.D.). O αττικιστής Αίλιος Διονύσιος [55] αναφέρει ότι δεν είναι ελληνική λέξη. Ο ίδιος χρησιμοποιεί τη λ. ἰατρὸς και για τις γυναίκες [56]. Μεταγενέστερα η γυναίκα ιατρός ονομάζεται ἰατρόμαια [57]. Στον Ησύχιο s.v. μαῖα περὶ τὰς τικτούσας ἰατρός.

Πιθανότατα, μια γυναίκα ιατρός ήταν ειδικευμένη στις γυναικολογικές παθήσεις και τη μαιευτική, αλλά δραστηριοποιούνταν και σε θέματα της γενικής ιατρικής, αφού οι αρχαίες ιατρικές αντιλήψεις υποστήριζαν ότι οι εγκυμοσύνες, οι τοκετοί αλλά και οι γυναικολογικές παθήσεις επηρέαζαν το σύνολο του γυναικείου σώματος. Συνεπώς, ένας (μία) γυναικολόγος της αρχαίας εποχής ήταν σίγουρα ένας γενικός ιατρός που ήταν αφοσιωμένος σε μια, πρωτίστως, γυναικεία πελατεία [58]. Δεν γνωρίζουμε αν οι αρμοδιότητες της γυναίκας ιατρού συνέπιπταν με αυτές της μαίας, διότι οι μαίες, ανήκαν σε μια διαφορετική κατηγορία, αν και συχνά, υπάρχει μια ασάφεια, στο αν ήταν ταυτόχρονα και ιατροί-γυναικολόγοι, όπως θα λέγαμε σήμερα.

Μια επιτύμβια επιγραφή από την Αττική του 4ου αι. π.Χ., αναφέρεται στη Φανοστράτη, που ασκούσε το λειτούργημα της ιατρού και της μαίας. Το λιτό κείμενο της επιγραφής υπαινίσσεται ότι η νεκρή ήταν επιτυχημένη στην άσκηση του επαγγέλματός της και ότι δεν ήταν μια απλή μαία αλλά είχε και γνώσεις ιατρικές. Πληθώρα επιγραφών αποδεικνύουν πόσο σημαντικό ήταν αυτό το αποκλειστικά γυναικείο επάγγελμα: π.χ IG II² 11329 Αττική Ἑρμιόνη χαῖρε, ἀγαθή, σώφρων, ζήσασα καλῶς | ἔτη εἴκοσι πέντε τέχνης μεωτικῆς, Στεφάνου μάγκιπος καὶ | Στεφανίδος ἰατρομέας ἰατρομαίας (MAMA III 292), κ.ά. Υπήρχαν βέβαια και μαίες που ασκούσαν το επάγγελμα ευκαιριακά, όπως μια γυναίκα που αναφέρεται από τον Ευνάπιο, η οποία δεν ολοκλήρωσε το σερβίρισμα ποτών σε κάποιο πανδοχείο, προκειμένου να αναλάβει έναν τοκετό (ΜΑΜΑ ΙΙΙ 604).

Η σχέση μεταξύ του ονόματος Μούσα και του κυλίνδρου που κρατάει η γυναικεία μορφή στο ανάγλυφο δεν θα μπορούσε να είναι τυχαία. Ο κύλινδρος ενισχύει την υποβλητική σημασία του ονόματος καθαυτού, απηχεί τη γνώση και τη σοφία που οι Μούσες μεταβιβάζουν στους θνητούς και, ταυτόχρονα, θεωρούμε ότι υπαινίσσεται τις επαγγελματικές ικανότητες της εκλιπούσας. Πιθανότατα, η Μούσα είχε αποκτήσει ή βελτιώσει τις γνώσεις της, μέσω της ανάγνωσης ιατρικών πραγματειών, έστω και αν φαίνεται ότι η πλειοψηφία των αρχαίων Ελλήνων ιατρών, μάλλον, ακολουθούσε μια πρακτική κατάρτιση παρά μια θεωρητική εκπαίδευση [59]. Ο κύλινδρος λοιπόν που κρατούσε η Μούσα φαίνεται ότι αποτελούσε το εικονογραφικό ισοδύναμο του επιθέτου σοφός που αποδιδόταν σε αρκετούς εκλιπόντες ιατρούς που εξυμνήθηκαν για τις επαγγελματικές τους δεξιότητες. Αποτελεί μαρτυρία του γεγονότος ότι η Μούσα ήταν μια γυναίκα ενδεδυμένη τη σοφία, και αυτή η ιδιότητά της εκφράζεται με τρόπο έμμεσο και οπτικό, με τη βοήθεια του κυλίνδρου.

Γιατί όμως στη στήλη της Μούσας δεν αναγράφηκαν οι όροι σοφία ή σοφός; Βασιζόμενοι στη μέτρια ποιότητα της επιτάφιας στήλης, μπορούμε να βεβαιώσουμε ότι η Μούσα ανήκε στη μεσαία τάξη της πόλης της. Αυτό το στοιχείο τη διαφοροποιεί έντονα από την Μηνοφίλα της προηγούμενης επιγραφής. Αυτό που επιτρεπόταν στην ανώτερη κοινωνική τάξη, δεν επιτρεπόταν απαραίτητα και στις άλλες κοινωνικές τάξεις. Οι κώδικες κοινωνικής συμπεριφοράς σαφώς απαγόρευαν να καταστεί μια γυναίκα –δηλ. ένας πολίτης δεύτερης κατηγορίας– κάτοχος μιας αρετής τόσο ανδρικής και τόσο ευγενούς, όπως η σοφία. Ο κύλινδρος αποτελούσε ένα εύγλωττο μεν, αλλά πολύ πιο διακριτικό εικονογραφικό στοιχείο που δήλωνε τη σοφία της Μούσας [60].

Η συντριπτική πλειοψηφία των γυναικείων επιτύμβιων στηλών μαρτυρεί αυτόν τον έλεγχο, καθώς περιορίζει τα προτερήματα των εκλιπουσών στη σύνεση (σωφροσύνη) ή στην αιδημοσύνη (αἰδώς), υπογραμμίζοντας το πόσο αυτές είχαν υπάρξει «αφοσιωμένες στα καθήκοντά τους» (ἐργάτις, χρηστή) ή «έδειχναν αγάπη στα μέλη της οικογένειά τους» (ἀγαθή, φίλη). Κατά τη Vérilhac, με τον τρόπο αυτό οι Έλληνες προσπαθούσαν να σταματήσουν μια τρέχουσα εξέλιξη, να καθυστερήσουν ή να περιορίσουν την είσοδο των γυναικών στη σφαίρα της δημόσιας ζωής και στους τομείς της ανδρικής δραστηριότητας. Έτσι, λοιπόν, απέφευγαν να αποδώσουν στις εκλιπούσες ένα χαρακτηριστικό ανδρικό όπως η σοφία [61].

 

Η επιτύμβια στήλη της Λυσάνδρας (IK Byzantion 368)

 

Λευκή μαρμάρινη στήλη σε μορφή ναΐσκου, προέρχεται, πιθανότατα, από το Βυζάντιο [62]. Σήμερα βρίσκεται στο Μουσείο J. Paul Getty Malibu, Καλιφόρνια (αρ. ευρ. 75.A.A.49). Το ανάγλυφο παριστάνει μια σκηνή συμποσίου. Ο άνδρας, στα δεξιά, ελαφρά ξαπλωμένος σε ανάκλιντρο, κρατάει με το αριστερό χέρι ένα κύπελλο, ενώ με το άλλο προσπαθεί να τοποθετήσει ένα στεφάνι στο κεφάλι της γυναίκας που βρίσκεται απέναντί του. Αυτή κάθεται σε κλισμό με πλούσια σκαλίσματα [63].

Ένας ανοιχτός πάπυρος, τον οποίο κρατά με το αριστερό της χέρι, είναι τοποθετημένος στα γόνατά της. Εμπρός από το ζευγάρι υπάρχει ένα τραπέζι με φαγητά, ενώ στη δεξιά γωνία παριστάνεται ένας μικρός υπηρέτης σε πένθιμη στάση, και αριστερά ένας μικρός υπηρέτης με ένα καλάθι. Επάνω από το κεφάλι του άντρα, σε ράφι παριστάνονται τέσσερα αντικείμενα: ένα αγγείο, ένας κύλινδρος με παπύρους, δεμένους με ιμάντα και δύο απροσδιόριστης μορφής αντικείμενα.

Η επιγραφή χρονολογείται στα τέλη της Ελληνιστικής περιόδου ή στην αρχή της Ρωμαϊκής (1ος αι. π.Χ. − 1ος αι. μ.Χ.).

 

Η επιτύμβια στήλη της Λυσάνδρας

 

Στο επιστύλιο της στήλης είναι χαραγμένη η παρακάτω επιγραφή.

 

Λ̣υσάνδρα Δώλειος, χαῖρε.

Λυσάνδρα του Δώλειου, γεια σου.

 

Ο λακωνικός χαρακτήρας του κειμένου δεν επιτρέπει να διακρίνουμε με σαφήνεια την προσωπικότητα της εκλιπούσας. Αυτή, εξάλλου, η λακωνικότητα μας προκαλεί έκπληξη, αν τη συγκρίνουμε με τον εικονογραφικό πλούτο της στήλης· σ’ αυτόν ακριβώς τον πλούτο θα πρέπει να στηριχτούμε, για να γνωρίσουμε τη Λυσάνδρα [64] και να προσπαθήσουμε να επιλύσουμε όποια προβλήματα διαπιστώσουμε.

Το πρώτο πρόβλημα είναι η μορφή της γενικής –ειος (Δώλειος), του πατρωνύμου; της Λυσάνδρας, που βεβαιώνεται μεν στο Βυζάντιο από ονομαστική ονόματος σε –ης, αλλά δεν υπάρχει κάποιο άλλο παράδειγμα του ονόματος Δώλης, ούτε μπορεί να είναι το Δόλων [65]. To SEG θεωρεί ότι πρόκειται για παραλλαγή του Θρακικού ονόματος Δόλης/Δούλης [66]. Το όνομα Δώλης δεν απαντά πουθενά στις περιοχές που εξετάζονται από το LGPN. Το όνομα Λυσάνδρα δεν απαντά στην Αττική, στα νησιά του Αιγαίου, την Πελοπόννησο και στην περιοχή της Μ. Ασίας από την Καρία έως την Κιλικία, απαντά σπάνια στην Κεντρική Ελλάδα, ενώ απαντά συχνά στην περιοχή της Μ. Ασίας από τον Πόντο έως την Ιωνία.

Η σκηνή του συμποσίου είναι συχνή στις επιτύμβιες στήλες των ελληνιστικών και αυτοκρατορικών χρόνων, ιδιαίτερη όμως στη συγκεκριμένη στήλη, για δύο λόγους: Η γυναίκα μπαίνει στο προσκήνιο χάρη στον στολισμό του καθίσματός της, το οποίο είναι τοποθετημένο σε πρώτο πλάνο στη σύνθεση, και κατά δεύτερον επειδή παριστάνεται να κρατά έναν κύλινδρο παπύρου [67].

Ο ανοιχτός πάπυρος επάνω στα γόνατα της εκλιπούσας, μας οδηγεί στην εικασία ότι αυτή διακρινόταν στον τομέα της διανόησης. Η σκηνή του συμποσίου εγγράφεται μέσα στο πλαίσιο μιας πλούσιας ιδιωτικής κατοικίας και φαίνεται ότι εξυμνεί, σε τελική ανάλυση, τις προσωπικές αρετές της εκλιπούσας, της σκεπτόμενης κυρίας του σπιτιού που, με τη μόρφωσή της, έδινε χαρά στον σύζυγό της [68].

Ο κύλινδρος ωστόσο δεν επαρκεί από μόνος του για να αποκαλέσουμε τη Λυσάνδρα ποιήτρια. Ωστόσο, η σπανιότητα του κυλίνδρου επάνω σε γυναικείες επιτύμβιες στήλες τον καθιστά ένα εικονογραφικό μοτίβο, το οποίο χρησιμοποιείται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις: Από τη στιγμή που τοποθετείται σε γυναικεία χέρια, ο κύλινδρος χαρακτηρίζει την εκλιπούσα ως μεγάλη μορφή της διανόησης, ως γυναίκα εξαιρετικής πνευματικής καλλιέργειας, της οποίας η ζωή διακόπηκε, ίσως, καθώς διάβαζε ιατρικές πραγματείες, φιλοσοφικά κείμενα ή ποιητικά έργα [69].

Σε πολλά μέρη του ελληνιστικού κόσμου οι αυξανόμενες ευκαιρίες για εκπαίδευση των γυναικών και η επικέντρωση του ενδιαφέροντος στο άτομο συνέβαλαν στην ανάδειξη σημαντικών ποιητριών. Μερικές από αυτές ταξίδευαν (poetae vaganti), για να λάβουν μέρος σε εορτές, όπου απήγγελναν τα ποιήματά τους. Μια από αυτές, η Αριστοδάμα, Σμυρναία επική ποιήτρια, τιμήθηκε από την πόλη της Λαμίας, επειδή τη δόξασε με την ποίησή της, καθώς και από την πόλη των Χαλαίων, για τον ίδιο, πιθανώς, λόγο [70]. Άλλες σημαντικές ποιήτριες που περιφέρονταν σε διάφορες πόλεις, παρουσίαζαν την ποίησή τους ή το έργο τους, και τιμήθηκαν από αυτές ήταν η Αλκινόη από το Θρόνιο, πόλη της δυτικής Λοκρίδας, η Γλαύκη από τη Χίο, η Ανύτη από την Τεγέα, η Αριστόδεμις από την Πάφο, η Ηδέα από τις Τράλλεις, η Αριστομάχη από τις Ερυθρές, κ.ά. [71]

Τέλος, η σημασία του στεφανιού της παρούσας στήλης αποκλίνει από τη συνήθη γενική σημασία, αυτήν του χαρακτηριστικού γνωρίσματος ενός λειτουργήματος και πρόκειται, πιθανότατα, για τιμητικό στεφάνι [72].

 

Συμπεράσματα

 

Οι τρεις επιγραφές που εξετάσαμε αναφέρονται σε γυναίκες που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην πνευματική/κοινωνική ζωή της ελληνιστικής Ανατολής· η συμμετοχή σε αυτή δηλώνεται, κατά κύριο λόγο, με γλυπτά σύμβολα.

Ενδιαφέρον προκαλεί το γεγονός ότι και τα τρία αυτά μνημεία προέρχονται από τη Μικρά Ασία, περιοχή γνωστή για την παραχώρηση σημαντικής κοινωνικής θέσης στις γυναίκες. Συνεπώς, δεν είναι τυχαίο ότι οι εικόνες που συσχετίζουν τις γυναίκες και τους κυλίνδρους προέρχονται από αυτή την περιοχή που ευνοούσε περισσότερο τη συμμετοχή των γυναικών στην πνευματική και κοινωνική ζωή.

Πρόκειται για γυναίκες που είχαν τύχει προνομιακής εκπαίδευσης και είχαν απολαύσει εξαιρετικών τιμών. Παρ’ όλα αυτά, η Μούσα και η Λυσάνδρα, της δεύτερης και τρίτης επιγραφής αντίστοιχα δεν χαρακτηρίζονται ως «σοφές». Θα πρέπει λοιπόν να συμπεράνουμε ότι κάποιοι ιδιαίτεροι λόγοι που μας διαφεύγουν, δικαιολογούσαν την, κατ’ εξαίρεση, απόδοση της σοφίας στη Μηνοφίλα.

Αυτό που συμβαίνει γενικά και γίνεται φανερό και εδώ είναι ότι η δημόσια εικόνα των γυναικών ελεγχόταν από τους άνδρες, οι οποίοι, όπως φαίνεται, συνέχιζαν να δίνουν αξία στον παραδοσιακό οικιακό ρόλο των συντρόφων τους, αφού περιόριζαν τα προτερήματα των εκλιπουσών που ανέγραφαν στις στήλες, σε αυτά που αφορούσαν την οικογενειακή ζωή. Με αυτό τον τρόπο προσπαθούσαν να περιορίσουν την είσοδο των γυναικών στη σφαίρα της δημόσιας ζωής και στους τομείς της ανδρικής δραστηριότητας.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Ο Friesen 2004: 325 συνέβαλε σημαντικά στην κοινωνικοοικονομική ανάλυση των περιοχών της Ανατολικής Μεσογείου. Πρότεινε ένα μοντέλο που ονομάζει κλίμακα φτώχειας για να αναλύσει την πρόσβαση στον πλούτο των κατοίκων των πόλεων αυτών. Αυτή η κλίμακα απεικονίζει επτά βαθμίδες πρόσβασης σε οικονομικά αγαθά, που κυμαίνονται από την ανώτερη κοινωνική τάξη έως τους επαίτες. Η κοινωνικοοικονομική κατάσταση διαμορφώθηκε σε μια έντονα ιεραρχική δομή, με το 90% περίπου του πληθυσμού να ζει κοντά στα όρια της φτώχειας. Η ανώτερη κοινωνική τάξη αποτελούσε το 3%, ενώ άλλοι 7% περίπου ήταν επιτυχείς έμποροι ή ιδιοκτήτες μικρών ακινήτων που τους επέτρεπαν να έχουν έσοδα από ενοίκια ή ιδιοκτήτες ειδικευμένων σκλάβων που ανήκαν σε εργαστήρια, και αύξησαν την κερδοφορία των ιδιοκτητών. Οι έμποροι και οι ιδιοκτήτες εργαστηρίων ανήκαν στα μεσαία στρώματα, όπου η επιβίωση δεν ήταν δύσκολη υπόθεση.

[2] Bremen 1996: 193.

[3] Ξενίδου-Schild 2001: 388.

[4] Κριτήρια της έρευνάς μας στην αναζήτηση των επιγραφών της Ελληνιστικής εποχής στη Μ. Ασία ήταν η δήλωση μιας πνευματικής ιδιότητας στο κείμενο και η ύπαρξη γλυπτού κυλίνδρου παπύρου στην επιτύμβια στήλη.

[5] Pfuhl – Möbius 1977: 141 αρ. 418.

[6] Ο Zanker 1995: 212 κ.ε. αναφέρει τα χαρακτηριστικά των ελληνιστικών επιτύμβιων στηλών από τη Σμύρνη: Οι γυναικείες μορφές στέκονται η μία δίπλα στην άλλη, κοιτάζοντας τον θεατή. Πυξίδες, καθρέφτες, αλάβαστρα και χτένες εμφανίζονται σε ένα ράφι ή σε κάποια στήλη στο παρασκήνιο. Η κύρια μορφή δεν ασχολείται με κάποια δραστηριότητα και δεν κρατά κάτι στο χέρι της. Μία, και ουδέποτε περισσότερες από δύο θεραπαινίδες, στέκεται δίπλα στην κύρια μορφή. Ένα ανάγλυφο τιμητικό στεφάνι απεικονίζεται πάνω από τις μορφές, εντός του οποίου υπάρχει η επιγραφή Ὁ δῆμος, ακολουθούμενη, συνήθως, από ένα κύριο όνομα και το πατρώνυμο σε γενική.

[7] Smith 1991: 80, 140.

[8] Τα χαρακτηριστικά του τύπου αυτού είναι: Το αριστερό χέρι της γυναικείας μορφής που λυγίζει στον αγκώνα, ακουμπά στην κοιλιά της και καταλήγει στη δεξιά πλευρά της μέσης. Εκεί στηρίζει ή τουλάχιστο ακουμπά το δεξιό χέρι της, αλλά στη συνέχεια υψώνεται κάθετα ή διαγώνια προς τον αντίστοιχο ή τον αντίθετο ώμο ή προς τον λαιμό. Όσον αφορά τα πόδια, στάσιμο είναι το δεξί σκέλος και άνετο το αριστερό, Μαρκουλίδου 2006: 108.

[9] Verilhac 1985: 89. Οι Pfuhl – Möbius 1977: 141 αρ. 418 χρονολογούν την επιγραφή στα τέλη του 2ου αι. π.Χ. Κατά τον Zanker 1995: 228 οι περισσότερες επιτύμβιες στήλες από τη Σμύρνη χρονολογούνται στο διάστημα 170-100 π.Χ.

[10] Πολλές επιτύμβιες στήλες διασώζουν ένα όνομα και, αρκετά συχνά, το πατρώνυμο ή, στην περίπτωση των γυναικών, το όνομα του συζύγου. Σε πολλές περιπτώσεις καταγράφεται επίσης η εθνικότητα, η πόλη ή η περιοχή γέννησης.

[11] Bielman 2003: 80.

[12] Bielman 2003: 80.

[13] Ο Κλέαρχος (Αθήναιος 448 d-e) υποδιαιρεί τα θεοφορικά ονόματα σε εκείνα που προέρχονται από το όνομα ενός θεού, σε εκείνα που προέρχονται από τα ονόματα περισσoτέρων του ενός θεών, και σε εκείνα που προέρχονται από το όνομα ενός και μόνου θεού, με την προσθήκη ενός επιθήματος σε αυτό, είτε με την προσθήκη ενός στοιχείου-λέξης που φέρει κάποιο νόημα.

[14] Sittig 1911: s.v. Μήνη. Τα θεοφορικά ονόματα επέλεγαν γονείς για τα παιδιά τους, για να τυγχάνουν αυτά της προστασίας της θεότητας της οποίας το όνομα έφεραν.

[15] Coşkun 2011: 155.

[16] Coşkun 2011: 155.

[17] Η εκδοχή αυτή φαίνεται ως η πιθανότερη, διότι στη συγκεκριμένη επιγραφή διαπιστώνονται, με βάση τις προγενέστερες εκδόσεις της, και άλλα λάθη του χαράκτη: χαρίεσσα<ν> (1ος στίχος), <π>ι (3ος στίχος), σοφίᾳ<μ> (4ος στίχος). 

[18] Όταν οι λέξεις βρίσκονται εκτός Έχει διατηρηθεί ο τονισμός του κειμένου.

[19] Pfanner 1989: 176.

[20] Engelen 2000-2002: 109.

[21] Engelen 2000-2002: 111.

[22] Πλάτων Τίμαιος 33b.

[23] Ο Bechtle 1999: 72-73 θεωρεί ότι ο διάλογος του Πλάτωνα Παρμενίδης είχε τόσο μεγάλη σημασία για τους εκπροσώπους του Μέσου Πλατωνισμού και τους Νέο-Πυθαγορείους, ώστε από τον διάλογο αυτόν ανέπτυξαν διεξοδικά τη μεταφυσική ιδέα του ενός ως απαρχή του όλου.

[24] Engelen 2000-2002: 111.

[25] Engelen 2000-2002: 112.

[26] Κατά τον Wilamowitz 1924: 10-11 παρά Merkelbach – Stauber 1998: 04/02/11 πρόκειται για απλογραφία.

[27] Herzog 1936: 340.

[28] Herzog 1936: 340. Το κάλυμμα χρησίμευε για την προστασία των κυλίνδρων, κατά τη φύλαξή τους, και πιο συγκεκριμένα, για συσκευασία ταξιδιού, καθώς το απλό τύλιγμα δεν μπορούσε να προστατέψει τους κυλίνδρους από το «πατίκωμα». Ο τρόπος παράστασης του παπύρου στη στήλη, ίσως δεν είναι τυχαίος, διότι, πιθανότατα, υποδηλώνει ότι η Μηνοφίλα ταξίδευε, δίνοντας διαλέξεις. Σε αυτό συνηγορεί η ανάγλυφη παράσταση του παπύρου στη στήλη της Λυσάνδρας (βλ. παρακάτω), όπου αυτός δεν βρίσκεται σε προστατευτική θήκη αλλά είναι τοποθετημένος ανοιχτός στα γόνατά της, εκτός εάν ο τρόπος παράστασης του παπύρου στη στήλη της Μηνοφίλας αποτελεί «γλυπτική» σύμβαση.

[29] Bielman 2003: 79.

[30] Την εποχή αυτή αναδεικνύεται ένα νέο ηθικό ιδεώδες: Τον ήρωα των αρχαίων χρόνων και τον πολίτη τη κλασικής περιόδου διαδέχεται τώρα ο σοφός πολίτης, Lévêque 2003: 150.

[31] Σχετικά με την παρουσία των λέξεων σοφός/σοφία στις ελληνικές επιτύμβιες επιγραφές, δώδεκα μόνο, από όσο γνωρίζουμε, συσχετίζουν το ουσιαστικό σοφία ή το επίθετο σοφός με γυναίκα και δέκα από αυτές τις δώδεκα περιπτώσεις χρονολογούνται στους αυτοκρατορικούς χρόνους, με τον 3ο αι. μ.Χ. να κυριαρχεί. Αυτό σημαίνει ότι, μεταξύ της αρχαϊκής εποχής και του τέλους της Ελληνιστικής, μόνο δύο γυναίκες θεωρήθηκαν άξιες να κατέχουν τη σοφία. Η μία είναι η Μηνοφίλα της παρούσας επιγραφής. Η άλλη είναι μια ανώνυμη του 4ου αι. π.Χ., Bielman 2003: 85. Η επιτύμβια στήλη της βρίσκεται σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας και φέρει το εξής κείμενο: [το όνομα της νεκρής τ]όδε σῆμα ἀγαθῆς ἢ πᾶσι | [ποθεινὴ] [σ]ωφροσύνης ἀρετ[ῆς εἵνεκα | καὶ] σοφίας, Peek 1988 ανατ. 81, 2 (Αθήνα 4ος αι. π.Χ.).

[32] Richter 1979: 54.

[33] Πλάτων Συμπόσιον 208e-209e.

[34] Στεφανηφόρος ονομαζόταν ο επώνυμος άρχοντας των Σάρδεων πριν από το 133 π.Χ., έτος που ο τελευταίος βασιλιάς του Περγάμου Άτταλος Γ΄ ο Φιλομήτωρ-Ευεργέτης (138-133 π.Χ.), γιος του Ευμένη Β΄, με τη διαθήκη του όρισε τη Ρώμη κληρονόμο του κράτους του Περγάμου. Μετά τη χρονολογία αυτή, ο επώνυμος των Σάρδεων και ο ιερέας της Ρώμης ήταν συν-επώνυμοι. Από επιγραφή (OGIS, 437) όμως, φαίνεται ότι σημειώθηκε μια περίοδος μερικών ετών, κατά την οποία ο στεφανηφόρος και ο ιερέας της Ρώμης υπήρχαν ταυτόχρονα, Troisi 1999: 61. Επίσης, σε επιγραφή των Σάρδεων (Sardis 93) είτε το ίδιο πρόσωπο (Αλέξαρχος), κατά τη διάρκεια του ίδιου έτους, αλλάζει τίτλο (ἐπὶ ἱερέως της Ῥώμ[ης Ἀλε]ξάρχου . . .ἐπὶ στε[φ]αν[η]φόρ[ου] Ἀλεξάρχου . . .) είτε αυτό συμβαίνει σε δύο διαδοχικά έτη, Sherk 1992: 244 αρ. 160.

Το αξίωμα του στεφανηφόρου ήταν κυρίως ανδρικό αξίωμα, ωστόσο στους μεταγενέστερους χρόνους το αναλάμβαναν και γυναίκες,. Ήταν ετήσιο επώνυμο αξίωμα το οποίο υποχρέωνε αυτούς που το κατείχαν να υποβάλλονται σε τεράστιες δαπάνες προς όφελος της κοινότητας, κυρίως, υπό τη μορφή θυσιών και δημόσιων δείπνων, Bielman 2003: 80. Από αυτό γίνεται σαφές ότι οι στεφανηφόροι έπρεπε να ανήκουν στην ανώτερη κοινωνική τάξη.

[35] Sherk 1992: 244 αρ. 160. Για τα τιμητικά ψηφίσματα που απευθύνονταν σε πολιτικά δραστήριες γυναίκες πβ. Pleket, 1973: 154. Δεν είναι σπάνιες οι αναπαραστάσεις στεφάνων προς στεφανηφόρους, επάνω σε τιμητικές επιγραφές, πρβ. Sauciuc 1911: 161 κ.ε.

[36] Schmitt 1991: 140.

[37] Richter 1979: 55.

[38] Το καλάθι, που ονομαζόταν και τάλαρος, χρησίμευε για τη φύλαξη του μαλλιού. Η κατεργασία του μαλλιού ήταν σχεδόν αποκλειστικά γυναικεία απασχόληση και διεκδικούσε το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας, ενώ «η Ανατολή, όπως η Ελλάδα και η Ρώμη, δεν έδινε σε καμία ιδιότητα μεγαλύτερη αξία για τη νοικοκυρά από την αξία που έδινε στην επιδεξιότητα στο γνέσιμο και την ύφανση»· αυτό αποτελούσε δείκτη αξιολόγησης της επιμέλειας των γυναικών ως νοικοκυρών, Richter 1979: 55.

[39] Schmitt 1991: 140.

[40] Zanker1995: 223.

[41] Στην Μικρά Ασία, περισσότερο συνηθισμένα γλυπτά σύμβολα σε επιγραφές που αναφέρονται σε γυναίκες είναι το καλάθι, η ρόκα και το αδράχτι παρά η χτένα, ο καθρέφτης και το μπουκαλάκι με το άρωμα ή η κοσμηματοθήκη, Vérilhac 1985: 95.

[42] Bielman 2003: 88.

[43] Engelen 2000-2002: 118.

[44] Πλάτων Συμπόσιον 208b.

[45] Engelen 2000-2002: 115.

[46] Schmitt 1991: 138-139.

[47] Ευριπίδης Ἄλκηστις 463.

[48] Richter 1979: 55.

[49] Bielman 2003: 80.

[50] Κατά τη Samama 2003: 414 αρ. 310 υποσ. 26 η παράσταση των σκύλων στη στήλη, δίπλα στην ιατρό Μούσα, πιθανότατα, υπαινίσσεται τη σχέση της Μούσας με τον Ασκληπιό, αφού ο σκύλος ήταν από τα αγαπημένα ζώα του θεού αυτού.

[51] IK Byzantion 128.

[52] Στην Ελληνιστική περίοδο οι γυναίκες άρχισαν να σπουδάζουν και επισήμως την ιατρική επιστήμη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Αγνοδίκη, η πρώτη γυναίκα μαιευτήρας στην Αθήνα, η οποία σπούδασε κοντά στον Ηρόφιλο, πιθανώς, το τελευταίο τέταρτο του 4ου αι. π.Χ., Υγίνος Fabulae 274.10-11, σ. 167.

[53] Cramer 1835: 170-171.

[54] Μαυροφρύδης 1871: 487.

[55] Erbse 1950: 123.

[56] Firatli1964: 175.

[57] Firatli 1964: 176.

[58] Bielman 2003: 98.

[59] Bielman 2003: 97.

[60] Bielman 2003: 99.

[61] Bielman 2003: 89.

[62] IK Byzantion 368.

[63] Ο κλισμός, κατά κανόνα, είναι έπιπλο χωρίς γλυπτό διάκοσμο, του οποίου η χάρη και η ομορφιά βασίζoνται στις αναλογίες και τις γραμμές του. Πρόκειται για αναπαυτικό κάθισμα, πιο απλό από τον θρόνο, αλλά πιο πολυτελές από τον δίφρο.

[64] Bielman 2003: 100.

[65] BE 1989: 41.

[66] SEG 38: 729.

[67] Bielman 2003: 99.

[68] Bielman 2003: 99.

[69] Bielman 2003: 100.

[70] Rutberford 2009: 237-238.

[71] Rutberford 2009: 241-243.

[72] Schmitt 1991: 140.

 

Βιβλιογραφία


 

Ξενόγλωσση

 

  • Bain K. (2014). Women’s socioeconomic status and religious leadership in Asia Minor in the first two centuries C.E. Minneapolis: Fortress Press.
  • Bechtle G. (1999). The anonymous commentary on Plato’s «Parmenides«. Bern: Paul Haupt.
  • Bielman A. (2003). «Une vertu en rouleau ou comment la sagesse vint aux Grecques» στο F. Stolba − A. Bielman – O. Bianchi, Les femmes antiques entre sphère privée et sphère publique. Actes du Diplôme d’Études Avancées, Universités de Lausanne et Neuchâtel. Echo v. 2. Frankfurt am Main: Peter Lang.
  • Bremen R. van (1996). The limits of participation: Women and civic life in the Greek East in the Hellenistic and Roman periods. Amsterdam: J. C. Gieben.
  • Cramer J. A. (1835). Anecdota Graeca e codd. ms. bibliothecarum Oxoniensium, v. 2. Oxonii: E Typographeo Academico.
  • Cumont F. (1942). Recherches sur le symbolisme funéraire des romains. Paris: Librairie Orientaliste Paul Geuthner.
  • Erbse H. (1950). Untersuchungen zu den attizistischen Lexika. Berlin: Akademie-Verlag.
  • Firatli N. (1964). «Les stèles funéraires de Byzance gréco-romaine» στο Bibliothèque Archeologique et Historique d’Instabul, v. XV. Paris: A. Maisonneuve.
  • Friesen S. J. (2004). «Povery in Paulne Studies: Beyond the So-called New Consensus». Journal for the Study of the New Testament 26 αρ. 3, 323-361.
  • Herzog R. (1936). “Catulliana”, Hermes 71, 338-350.
  • IK Byzantion. Lajatar A. (2000). Die Inscriften von Byzantion I. Bonn (Dr. R. Habelt GMBH).
  • Merkelbach R. – Stauber J. (1998). Steinepigramme aus dem griechischen Osten. Band 1. Stuttgart: B.G. Teubner, 1998.
  • Peek W. (1988 ανατ.). Greek Verse Inscriptions. Epigrams on Funerary Stelae and Monuments, with an Index to the First Words of the Epigrams and a Concordance with G. Kaibel Epigrammata etc. [1η έκδ. 1955]. Chicago.
  • Pfanner Μ. (1989). “Ein Relief in der Münchner Glyptothek und Überlengungen zu Einigen Bemerkenswerten Aspekten hellenistischer Grabliefs”. MDAI (A) 104, 165-196.
  • Pfuhl Ε. − Möbius Η. (1977). Die Ostgriechischen Grabreliefs, Textband I. Mainz am Rhein: Von Zabern.
  • Pleket H. W. (1973). Griekse Epigrammen op steen en de «Histoire des Mentalités», στο Handelingen van het XXIX’ Vlaams Filologencongres, 145-159.
  • Pomeroy S. B. (1977). «Technikai kai Mouskai». The Education of Women in the Fourth Century and in the Hellenistic Period. American Journal of Ancient History 2, 51-68.
  • Richter J. (1979). Das Lob der Frau im Vorchristlichen Grabepigramm der Griechen. Innsbruck: Universitätsverlag Wagner.
  • Rose H. I. (1963). Hygini Fabulae. Lugduni Batavorum: in aedibus A.W. Sythoff.
  • Sardis. Buckler, Hepburn W., and Robinson D. M. (1932). Sardis, VII. Greek and Latin Inscriptions, Part I. Leiden.
  • Samama É. (2003). Les médecins dans le monde grec: sources épigraphiques sur la naissance d’un corps medical. Genève: Librairie Droz.http://epigraphy.packhum.org/book/533?location=1223
  • Sauciuc Th. (1911). “Eine Stephanophoreninschrift aus Syros”. MDAI (A) 36, 157-162.
  • Schmitt S. (1991). Hellenistische Grabreliefs: typologische und chronologische Beobachtungen. Köln: Böhlau.
  • Sherk R. (1992). “The eponymous Officials of Greek Cities, IV. The register part III: Thrace, Black Sea Area, Asia Minor”. ZPE 93, 223-272.
  • Sittig E. (1911). De Graecorum nominibus theophoris. Halis Saxonum: M.    Niemeyer.
  • Troisi F. F. (1999). «Menophila di Sardi, stephanephóros» στο Pani M. Epigrafia e territorio. Politica e società. Temi di antichità romane. Bari: Edipuglia, v. V, 59-62.
  • Vérilhac Α. Μ. (1985). «La femme dans le monde méditerranéen» στο Travaux de la Maison de l’Orient αρ. 10, 19.
  • Zanker P. (1995). “The Hellenistic Grave Stelai from Smyrna: Identity and Self-image in the Polis” στο A. Bullock ed., Images and Ideologies.

 

Ελληνόγλωσση/Μεταφρασμένη Βιβλιογραφία

 

  • Fantham E. – Foley H. P. – Kampen N. B. – Pomeroy S. B. – Shapiro H. A. (2004). Οι γυναίκες στον αρχαίο κόσμο, μτφρ. Κ. Μπούρας, επιμ. Ε. Γκαστή [τίτλος πρωτοτύπου Women in the classical world: image and text. New York: Oxford University Press, 1995].
  • Lévêque P. (2003). Ο Ελληνιστικός Κόσμος, μτφρ. Μ. Παπαηλιάδη [τίτλος πρωτ. Le monde hellénistique. Paris: A. Colin 1969].
  • Μαρκουλίδου Α. (2006). Pudicitia (διατρ.).
  • Μαυροφρύδης Δ. (1871). Δοκίμιον ιστορίας της ελληνικής γλώσσης. Εν Σμύρνη: Εκ του Τυπογραφείου της Αμαλθείας.
  • Ξενίδου-Schild B. (2001). Οι Γυναίκες στην Ελληνική Αρχαιότητα. Αθήνα: Ερμής.

 

Γεωργία Κ. Κατσαγάνη

Δρ. Κλασικής Φιλολογίας

 

Διαβάστε ακόμη:

 


Viewing all articles
Browse latest Browse all 633

Trending Articles