Quantcast
Channel: Ιστορία – ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΑΡΧΕΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Viewing all articles
Browse latest Browse all 627

Οι προύχοντες της Πελοποννήσου στα Ορλωφικά και πριν το 1821

$
0
0

Οι προύχοντες της Πελοποννήσου στα Ορλωφικά και πριν το 1821 – Σαϊσανάς Βασίλειος


 

Εισαγωγή – Ο θεσμός της τοπικής αυτοδιοίκησης – Οι κοινότητες – Ο θεσμός των κοινοτήτων στην Πελοπόννησο κατά την Β΄ Τουρκοκρατία – Ο διοικητικός ρόλος των προεστών – Οι επαναστατικές και πολιτικές κινήσεις – Οι προεστοί ως παράγοντες στρατιωτικής και πολιτικής δράσης κατά το κίνημα των Ορλωφικών και πριν την επανάσταση του 1821 – Επίλογος – Συμπεράσματα – Παράρτημα. Προεστοί της Πελοποννήσου κατά την Β΄ Τουρκοκρατία

 

Εισαγωγή

 

Στην παρούσα εργασία θα εξεταστούν ζητήματα και προβληματικές που αφορούν τους κοτζαμπάσηδες της Πελοποννήσου κατά την δεύτερη τουρκοκρατία. Πιο συγκεκριμένα, θα μελετηθεί ο ρόλος και η δράση τους ως παράγοντες πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής ισχύος κατά την διάρκεια του κινήματος των Ορλωφικών καθώς και κατά την περίοδο που προηγήθηκε του ξεσπάσματος της Επανάστασης του 1821. Για την βέλτιστη κατανόηση του ρόλου που διαδραμάτισαν οι προεστοί στα Ορλωφικά αλλά και για να προκύψουν ορθότερες ερμηνείες πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα, είναι σκόπιμο και εν πολλοίς αναγκαίο να γίνει ειδική αναφορά στα  γεγονότα του εμπόλεμου αυτού ξεσπάσματος.

Μελετώντας κανείς, έστω και στοιχειωδώς το ιστοριογραφικό έργο  που αφορά στην Πελοπόννησο κατά την δεύτερη τουρκοκρατία δεν θα αργήσει να αντιληφθεί ότι ένας από τους βασικούς διοικητικούς και δημοσιονομικούς άξονες που σχετίζεται με την Ελληνορθόδοξη – και όχι μόνο – πραγματικότητα υπήρξε η άτυπη τάξη των Προεστών ή Κοτζαμπάσηδων. Βασικοί μοχλοί πολιτικής εξουσίας και οικονομικής δύναμης οι τελευταίοι άσκησαν μεγάλη κοινωνική επιρροή και καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό τα κρίσιμα εκείνα γεωπολιτικά και στρατηγικά δεδομένα που μετέβαλαν ουσιωδώς την μοίρα όχι μόνο της Πελοποννήσου αλλά και ολόκληρου του Ελληνισμού όπως αποδείχθηκε.[1]

Ποιοι ήταν όμως οι Προεστοί; Πώς αυτοί παγίωσαν την πολιτική και οικονομική εξουσία τους και πώς συγκροτήθηκε ιδεολογικά η ταξική τους συνείδηση, στον βαθμό βέβαια, που αυτή υπήρξε; Οι απαρχές και οι βάσεις της συγκρότησης και στοιχειοθέτησης του κοτζαμπασισμού εντοπίζονται την εποχή της δεύτερης Βενετοκρατίας στην Πελοπόννησο (1685 – 1715) όταν και αναδείχτηκε μία ισχυρή αγροτική ολιγαρχία που έτεινε περιοδικά να αντικαταστήσει τους Τούρκους φεουδάρχες του παλαιού κοινωνικο-οικονομικού σχήματος. Οι νέοι αυτοί τοπικοί αρχηγοί, όντας – κατά κανόνα – φιλοβενετικά στοιχεία άντλησαν δύναμη από το διοικητικό σύστημα που εφάρμοσαν οι βενετικές αρχές αξιοποιώντας τα προνόμια που προορίζονταν για κάθε κοινότητα βάσει ειδικά διαμορφωμένου καταστατικού χάρτη. [2] Υπό αυτούς τους όρους, έτσι όπως υπαγορεύονταν από το συγκεκριμένο βενετικό σύστημα αρχών, ορισμένες οικογένειες απέκτησαν διόλου ευκαταφρόνητη πολιτική και οικονομική δύναμη. Ορισμένες από αυτές τις οικογένειες υπήρξαν οι Σύντιχοι στην Καρύταινα, οι Νοταράδες στην Κόρινθο, οι Ζαΐμηδες στα Καλάβρυτα, οι Μπενάκηδες στην Μεσσηνία, οι Κρεββατάδες στον Μυστρά κ.α.[3]

 

Προεστός του 18ου αιώνα με την επίσημη στολή του. Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, Αθήνα.

 

Αυτές οι οικογένειες θα καταφέρουν να εξασφαλίσουν και να εδραιώσουν την πολιτική και οικονομική τους εξουσία και μετά την οθωμανική ανακατάληψη της Πελοποννήσου το 1715. Η διαιώνιση αυτής της εξουσίας δεν θα μπορούσε να μην βρίσκεται σε αλληλεπίδραση με τους όρους κατάκτησης που υιοθετήθηκαν και τέθηκαν σε ισχύ στην Πελοπόννησο από τους Οθωμανούς κυριάρχους. Πιο συγκεκριμένα οι οθωμανικές αρχές διατήρησαν τον θεσμό της τοπικής αυτοδιοίκησης ο οποίος αναντίρρητα ευνοούσε τα πεδία δράσης των προυχόντων.[4] Η οικειοθελής και έγκαιρη υποταγή των προεστών στα προελαύνοντα οθωμανικά στρατεύματα και η ομαλή ένταξή τους στην νέα πολιτική πραγματικότητα που συνεπαγόταν η κατάκτηση εξασφάλισε στους πρώτους όχι μόνο την εύνοια των κατακτητών αλλά και μία δεσπόζουσα θέση μέσα στο σύστημα της τοπικής αυτοδιοίκησης με πολυσύνθετα διοικητικά και οικονομικά προνόμια.[5] Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Κανέλλος Δεληγιάννης, οι πελοποννήσιοι προεστοί πέτυχαν δια σουλτανικού φιρμανίου την αναγνώριση προνομίων, κυρίως δημοκρατικήν διοίκησιν, δηλαδή δυναμική και εμπλουτισμένη τοπική αυτοδιοίκηση με αντιπροσώπους που αποφάσιζαν εις τας εκλογας και εις την διανομήν των επιτόπιων φόρων.[6] Βέβαια παρά την υπερβολή που αποδίδεται στον όρο δημοκρατική διοίκηση εντούτοις η ιστορική πραγματικότητα επιβεβαιώνει τους ισχυρισμούς και τις τοποθετήσεις του Δεληγιάννη.

Το σύστημα της τοπικής αυτοδιοίκησης που υιοθετήθηκε και εμπεδώθηκε στην Πελοπόννησο κατά την δεύτερη τουρκοκρατία αναντίρρητα ευνόησε τους προεστούς ενισχύοντας το κοινωνικοπολιτικό και οικονομικό τους υπόβαθρο. Αλλά και το διοικητικό σχήμα των τοπικών κοινοτήτων, από την βιωσιμότητα του οποίου εξαρτιόταν η πολιτική ομαλότητα της Πελοποννήσου, άντλησε ισχύ από τους Κοτζαμπάσηδες χωρίς τους οποίους η ύπαρξή του θα συναντούσε λειτουργικές δυσκολίες. Για την καλύτερη δυνατή κατανόηση της άτυπης τάξης των Προεστών, αλλά και για να αποφευχθούν ενδεχόμενες απλουστεύσεις, ασάφειες και παραλείψεις κρίνεται στην παρόν πόνημα απαραίτητο να εξεταστούν οι τοπικοί αυτοί «άρχοντες» υπό το πρίσμα του διοικητικού μοντέλου – σχήματος που επικράτησε στον γεωπολιτικό χώρο της Πελοποννήσου κατά την δεύτερη φάση της τουρκικής κατάκτησης. Είναι αναγκαίο να εξεταστούν οι διάφοροι όροι, οι άξονες και τα δεδομένα που όχι μόνο οικοδόμησαν αυτό το πολιτειακό σχήμα αλλά και διαμόρφωσαν το ιδεολογικό πλαίσιο μέσα στο οποίο λειτούργησαν οι Κοτζαμπάσηδες.

 

Ο θεσμός της τοπικής αυτοδιοίκησης

Οι κοινότητες

 

Οι  προϋποθέσεις για την ανάπτυξη των κοινοτήτων στον χώρο της Πελοποννήσου έτσι όπως αυτές αναπτύχθηκαν κατά την δεύτερη τουρκοκρατία αναμφίβολα βρίσκονται σε άμεση σύνδεση με την ευρύτερη πολιτική, οικονομική αλλά και θεσμική κατάσταση που κυριαρχούσε την περίοδο εκείνη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία επηρεάζοντας βαθύτατα τους λειτουργικούς της άξονες σε όλους τους τομείς του δημόσιου και ιδιωτικού βίου. [7] Κατάσταση που συνδέεται με την παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που ξεκίνησε τον 17ο κυρίως αιώνα και συνεχίστηκε μέχρι και την οριστική παύση της πολιτικής της ύπαρξης το 1922.

Είναι  σαφές  ότι  όταν  μιλάμε  για  μία  τόσο  εκτεταμένη  περίοδο  ελλοχεύει  ο  κίνδυνος  να  υιοθετηθούν σχήματα  άκρως  απλοποιημένα αναφορικά με την παρακμή της άλλοτε κραταιάς αυτής Αυτοκρατορίας. Η έννοια της παρακμής αποτελεί μία διαδικασία με έντονο το στοιχείο της διαδραστικότητας των διάφορων κρατικών αλλά και διεθνών πολιτικών αξόνων, γεωστρατηγικών στοχεύσεων και δημοσιονομικών δεδομένων, πολλώ μάλλον όταν επρόκειτο για τον πολυδιάστατο χαρακτήρα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Για το Οθωμανικό Κράτος και σύμφωνα με τις άνωθεν διαπιστώσεις η φθοροποιός δύναμη της παρακμής επηρέασε – όχι πάντα με την ίδια ένταση αλλά ακολουθώντας τους όρους της ιστορικότητας και της διάδρασης των διεθνών αλλά και εσωτερικών εξελίξεων – τομείς ζωτικούς για την εύρυθμη λειτουργία του. Τομείς όπως ο πολιτικός – διοικητικός αλλά και ο δημοσιονομικός δέχτηκαν ισχυρούς κλυδωνισμούς κυρίως από τον 17ο και εφεξής, πυροδοτώντας ουσιώδεις εξελίξεις που μετασχημάτισαν ολοσχερώς τον χαρακτήρα της Αυτοκρατορίας. Αναφορικά με το σημείο εκκίνησης της παρακμής οι απόψεις της ιστορικής κοινότητας διίστανται καθώς άλλοι το τοποθετούν στα τέλη του 16ου αιώνα και άλλοι έναν αιώνα σχεδόν αργότερα με την ταπεινωτική για την Οθωμανική Αυτοκρατορία συνθήκη του Kάρλοβιτς (1669). Οι μεταβολές που γνώρισε ως απότοκο της εξελικτικής διαδικασίας της παρακμής επηρέασαν πολυεπίπεδα την θεσμική υπόσταση του κρατικών επιδιώξεων και στοχεύσεων περιορίζοντας εμφανώς τον ρόλο της στην «σκακιέρα» των διεθνών γεωπολιτικών εξελίξεων.[8]

Τα κεντρικά σημεία αυτής της παρακμής είναι: η αποδυνάμωση της κεντρικής διοίκησης· η αγοραπωλησία αξιωμάτων σε συνδυασμό με την άνοδο σε υψηλά αξιώματα ανίκανων, συχνά, ατόμων· η παραμέληση του στρατού χάρις στον οποίο τους πρώτους αιώνες η Αυτοκρατορία είχε επεκταθεί ραγδαία· και οι πολλές εξεγέρσεις των γενιτσάρων, που αποτελούσαν παλαιότερα το κύριο στήριγμα των σουλτάνων.

Επίσης, η ενδυνάμωση του ξένου εμπορίου και κεφαλαίου και η επικράτηση της μεγάλης ιδιωτικής γαιοκτησίας (των τσιφλικιών) στη θέση των κρατικών τιμαρίων επιδείνωσαν την κατάσταση στο οθωμανικό κράτος. Επιπρόσθετα οι  αλλαγές στη φορολογία (υπενοικίαση των φόρων κλπ.) και οι αυθαιρεσίες κατά την είσπραξή τους και φυσικά η πολιτιστική καθυστέρηση επέτειναν την εικόνα της γενικευμένης παρακμής.[9]

Αυτά τα προβλήματα είχαν επισημανθεί ή καταγγελθεί, το 1785, από τον Σουλεϊμάν Πενάχ εφέντη τον Mοραΐτη ο οποίος τονίζει την ανάγκη να προκριθούν μεταρρυθμίσεις στην Αυτοκρατορία προκειμένου να σωθεί από την επερχόμενη καταστροφή. [10] Τα δεδομένα αυτά τα οποία είναι αλληλένδετα σκιαγραφούν την εικόνα της αυτοκρατορίας από τον 17ο αιώνα και μετά, ενώ ταυτόχρονα συνθέτουν με σχετική ενάργεια την καθοδική πορεία που ακολουθεί με την αναπόφευκτη αλλοίωση των θεσμών που της έδωσαν κάποτε την ταυτότητα της κραταιάς δύναμης.

Υπό την σκέπη αυτών των εξελίξεων, οι συνθήκες για την ανάπτυξη του κοινοτικού θεσμού υπήρξαν, σίγουρα, ευνοϊκότερες τον 18ο και στις αρχές του 19ου αι.[11] Μία σειρά από παράγοντες που συνδέονται με τις πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις στους κόλπους της Αυτοκρατορίας, αλλά και με τις θεσμικές στοχεύσεις της τελευταίας, συνέτειναν στην εξέλιξη και ανάπτυξη του θεσμού, ιδίως σε ορισμένες περιοχές του ελληνικού χώρου (Πελοπόννησο, Κυκλάδες, χωριά Πηλίου, Zαγοροχώρια κ. α.) μετά τα τέλη του 17ου αιώνα περίπου.[12]

Οι ουσιαστικότεροι παράγοντες που ευνόησαν την επικράτηση του θεσμού των τοπικών κοινοτήτων ήταν σίγουρα η προϊούσα παρακμή του οθωμανικού κράτους από τον 17ο αι. και ιδίως η διαπιστωμένη παρακμή της οθωμανικής διοίκησης, που είχε πολλαπλές θεσμικές και διοικητικές συνέπειες για τον Ελληνισμό. Στους αιώνες της ακμής του οθωμανικού κράτους, η ισχυρή συγκεντρωτική εξουσία και η διοίκηση των περισσότερων επαρχιών κατά το τιμαριωτικό σύστημα δεν άφηνε πολλά περιθώρια ανάπτυξης πρωτοβουλίας και αύξησης της δύναμης των κοινοτήτων. Αντίθετα, στα χρόνια της παρακμής, αναπτύχθηκε περιοδικά, ιδιαίτερα σε περιοχές της περιφέρειας με πυκνό ελληνικό πληθυσμό, μία ισχυρή οικονομικά τάξη Ελλήνων που ανέλαβε σχεδόν αποκλειστικά τα κοινοτικά αξιώματα. [13]

Με τις ευρύτερες θεσμικές αλλαγές που πυροδοτήθηκαν στο Κράτος τα δεδομένα αλλάζουν και έτσι η τοπική αυτοδιοίκηση αναπτύσσεται ποσοτικά και ποιοτικά. H αλλαγή στον τρόπο κατανομής και είσπραξης κάποιων φόρων – μετά τον 17ο αιώνα – επέδρασε καταλυτικά στην εξέλιξη του τοπικού πολιτικού θεσμού της αυτοδιοίκησης: η καθιέρωση της φορολογικής κλίμακας για την είσπραξη του κεφαλικού φόρου, (του κυριότερου φόρου των μη μουσουλμάνων), και ιδίως ο καθορισμός από την κεντρική εξουσία ενός συγκεκριμένου ποσού που έπρεπε να καταβάλουν οι μη μουσουλμάνοι κάτοικοι κάθε επαρχίας, ενίσχυσε τον ρόλο των εκπροσώπων των χριστιανικών κυρίως κοινοτήτων στην κατανομή αυτού του φόρου διαδοχικά στους καζάδες και, εν συνεχεία, σε κάθε κοινότητα και σε κάθε φορολογούμενο, ανάλογα με την οικονομική δύναμη του καθενός, δηλαδή ανάλογα με τα εισοδήματά του και τη φορολογική κλίμακα στην οποία κατατασσόταν. Στους φόρους αυτούς προσθέτονταν και τα κοινοτικά έξοδα.

Το ρόλο αυτό, που δεν μπορούσε να τον διαδραματίσει αποτελεσματικά η οθωμανική διοίκηση – όσο κι αν αυτό φαίνεται εν μέρει  παράδοξο όταν μιλάμε για ένα άκρως γραφειοκρατικό και συγκεντρωτικό κράτος – τον ανέθεσε στους εκπροσώπους των χριστιανικών ή των εβραϊκών κοινοτήτων. Όλοι οι ιστορικοί συμφωνούν στο ότι ο βασικότερος ρόλος αλλά και ο λόγος ύπαρξης των κοινοτήτων ήταν ο διανεμητικός, η κατανομή δηλαδή των φόρων στα μέλη τους.[14] Επομένως η πολυσυζητημένη κοινοτική αυτοδιοίκηση λειτουργούσε μέσα στα περιοριστικά όρια που καθόριζε η οθωμανική εξουσία.

Από την άλλη όμως, όπως επισημαίνουν οι μελετητές του κοινοτικού θεσμού, η παραχώρηση στους χριστιανούς του δικαιώματος συλλογής των κρατικών φόρων ήταν σωτήρια, γιατί οι κοινότητες θεωρούσαν καθήκον τους, μέσα στο πλαίσιο της κοινοτικής αλληλεγγύης, να βοηθούν κάθε μέλος τους που αδυνατούσε να καταβάλει την τζιζιέ, ή άλλους φόρους. Αν δεν συνέβαινε αυτό, θα είχε αρνητικές επιπτώσεις όχι μόνο για το συγκεκριμένο άτομο και την οικογένειά του, αλλά και για όλη, τελικά την κοινότητα. Σε περίπτωση που μία κοινότητα αδυνατούσε να ανταποκριθεί στις οικονομικές απαιτήσεις της εξουσίας, οι προεστοί της όφειλαν να μεριμνήσουν για την εξεύρεση λύσης ώστε να αποφευχθεί η καταστροφή της και ως συνήθως προσέφευγαν στον δανεισμό ή στην επιβολή έκτακτων εισφορών.[15] Ένας άλλος παράγοντας που ευνόησε ξεκάθαρα τις διοικητικές εξελίξεις ήταν η εμπειρία που είχαν αποκτήσει οι Έλληνες από την εφαρμογή αυτού του θεσμού κατά τους προηγούμενους αιώνες.

Εδώ θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ιδιαίτερα την εμπειρία, στο να λειτουργούν ως κοινοτικό σώμα, που είχαν αποκτήσει οι ελληνικοί πληθυσμοί που είχαν πρόσφατα βρεθεί υπό βενετική κυριαρχία, ιδίως οι Πελοποννήσου. Δεν είναι, διόλου τυχαίο το ότι ο θεσμός της τοπικής αυτοδιοίκησης γνώρισε στη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου τη μεγαλύτερη ανάπτυξη στην Πελοπόννησο όπου στα χρόνια της β΄ Bενετοκρατίας (1685-1715), διαδραμάτισαν σημαντικό πολιτικό ρόλο στα πράγματα οι εκπρόσωποι των κοινοτήτων των χωριών (οι γέροντες ή δημογέροντες) και οι λεγόμενες αστικές κοινότητες στις πόλεις.[16]

Σημαντική εξέλιξη που οδήγησε στην οργανωτική διάρθρωση του θεσμού της τοπικής αυτοδιοίκησης τον 18ο αιώνα είναι η διεύρυνση των αρμοδιοτήτων των κοινοτικών οργάνων, ιδίως στις περιοχές  όπου ο θεσμός αναπτύχθηκε πολύ. Οι κοινότητες, εκτός από την κατανομή των φόρων, ασκούν και πολλές άλλες διοικητικές, εκτελεστικές και δικαστικές αρμοδιότητες όπως η οπλική ασφάλεια της περιοχής τους, η απονομή της δικαιοσύνης σε διαφορές που αφορούσαν χριστιανούς, η κοινωνική πρόνοια με την ίδρυση σχολείων, κλπ.[17]

Έτσι εξυπηρετούν τα διοικητικά και οικονομικά συμφέροντα τόσο της κοινότητας όσο και της κεντρικής διοίκησης. Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι οι κοινότητες λειτούργησαν, σε μεγάλο βαθμό, ως υποκατάστατα της κρατικής εξουσίας. Επιπρόσθετη καταλυτική αλλαγή που παρατηρείται σ’ αυτό το θεσμό, σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο που χαρακτηρίστηκε από την ακμή της Αυτοκρατορίας είναι η ισχυροποίηση, κατά την διάρκεια του 18ου αιώνα, των υψηλά ιστάμενων οργάνων της τοπικής αυτοδιοίκησης, τόσο των χριστιανών (κοτζαμπάσηδων) όσο και των μουσουλμάνων (αγιάνηδων, – ayan), οι οποίοι είχαν την πεποίθηση ότι αποτελούσαν ξεχωριστή κοινωνική τάξη.

Με τα κέρδη από την εκμίσθωση των φόρων της περιφέρειάς τους, (σε μικρότερο βαθμό οι χριστιανοί μεγαλοπροεστοί απ’ ό,τι οι αγιάνηδες), με τα κέρδη επίσης από τις μεγάλες γαιοκτησίες τους, (που ήταν συγκριτικά μικρότερες από αυτές των Oθωμανών μεγαλογαιοκτημόνων), και από την άσκηση του εμπορίου που διεξήγαν κατόρθωναν να συγκεντρώνουν τέτοια δύναμη ώστε ν’ ασκούν μεγάλη επιρροή πάνω στα επαρχιακά κρατικά όργανα.

Οι άρχοντες αυτοί, χριστιανοί ή μουσουλμάνοι, αποτελούσαν ισχυρούς τοπικούς παράγοντες και ήταν συγκεντρωμένοι στις πρωτεύουσες των καζάδων ή σε μεγάλα χωριά.[18]

Στο αποκορύφωμα της δύναμής τους έφθασαν μετά τα μέσα του 18ου αι. οπότε το οθωμανικό κράτος αντιμετώπιζε δυσκολίες στον έλεγχο των επαρχιών. Οι χριστιανοί προεστοί και οι αγιάνηδεςς συνεργάζονταν, ενίοτε, για την εξυπηρέτηση κοινών συμφερόντων, συνήθως όμως βρίσκονται σε αντιπαλότητα. O M. Σακελλαρίου,[19] μιλώντας για την Πελοπόννησο την περίοδο αυτή (18ος αιώνας) παρατηρεί ότι Έλληνες και Τούρκοι μεγαλοπροεστοί δεν αισθάνονταν ταξική αλληλεγγύη γιατί ανάμεσά τους υψωνόταν έντονη η εθνική αντίθεση, που την βλέπουμε να εκδηλώνεται τόσο στην επανάσταση του 1770 όσο και σε αυτά του 1821.

 

Ο θεσμός των κοινοτήτων στην Πελοπόννησο κατά την Β΄ Τουρκοκρατία

Ο διοικητικός ρόλος των προεστών

 

Το σημείο αναφοράς για την εξέλιξη και ανάπτυξη του κοινοτικού συστήματος δεν θα μπορούσε παρά να είναι η Πελοπόννησος η οποία συγκεντρώνει όλα εκείνα τα στοιχεία, καθώς και τα δεδομένα, που την καθιστούν το αντιπροσωπευτικότερο δείγμα της επαρχιακής διοίκησης ανάμεσα σε όλες τις περιφέρειες του ελληνισμού. [20] Η πιο αναπτυγμένη μορφή τοπικής αυτοδιοίκησης και το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ανάπτυξης του κοινοτικού θεσμού υπήρξε, αναμφίβολα στην Πελοπόννησο, όπου εφαρμόστηκε η λεγόμενη κάθετη μορφή κοινοτικής οργάνωσης. Προς επίρρωση των παραπάνω ισχυρισμών, στην Πελοπόννησο η αυτοδιοίκηση ήταν οργανωμένη σε τρεις επάλληλους βαθμούς, αντίστοιχους με τις τρεις βαθμίδες διάρθρωσης της τουρκικής διοίκησης προς την οποία και προσαρμόστηκε: κατώτερη σε επίπεδο χωριών, κωμοπόλεων ή πόλεων, μέση σε επίπεδο επαρχιών (καζάδων) και ανώτερη σε επίπεδο πασαλικιού.

Δίχως αμφιβολία σημαίνοντα πολιτικό αλλά και οικονομικό ρόλο στο διοικητικό σύστημα της Πελοποννήσου κατά την Β’ τουρκοκρατία διαδραματίζουν οι προεστοί. H θέση των Πελοποννησίων προεστώτων ή προκρίτων έναντι της τουρκικής εξουσίας ήταν σημαντική γιατί εθεωρούντο όργανά της. H αρχή της δύναμής τους πρέπει να αναχθεί στη συμφωνία των «προκριτότερων του τόπου» – προφανώς της αντιενετικής μερίδας – με τον Nταμάντ Aλή πασά το 1715, σύμφωνα με όσα παραδίδει στα Aπομνημονεύματά του ο Kανέλος Δεληγιάννης.

Στις πόλεις, στις κωμοπόλεις και στα ελευθεροχώρια εκλέγονταν από τους ενήλικες αυτόχθονες άνδρες, για ένα έτος, ένας ή δύο τοπικοί δημογέροντες ή γέροντες, ανάλογα με το μέγεθος της κοινότητας. Οι δημογέροντες εξέλεγαν σε συνέλευση που συνερχόταν στην πρωτεύουσα του καζά τους επαρχιακούς προεστώτες, επίσης για ένα έτος. H εκλογή τους επικυρωνόταν από τις τουρκικές αρχές. Οι επαρχιακοί προεστώτες εισηγούνταν μέτρα που έκριναν αναγκαία για την επαρχία τους και μεριμνούσαν για την εφαρμογή τους. Βρίσκονταν σε ένα συνεχή αγώνα για να απαλλάξουν τις κοινότητες από την απληστία των κρατικών οργάνων.

Όμως υπήρχαν και επίορκοι προεστώτες που χαρακτηρίζονταν για την απληστία τους. Πράγματι μέσω του συστήματος της κατανομής των φορολογικών βαρών οι προεστοί προέβαιναν σε καταχρήσεις σε βάρος των φορολογούμενων ομοθρήσκων τους. Οι προεστοί συγκέντρωναν στα χέρια τους τόση δύναμη ώστε μπορούσαν να επηρεάζουν ή να ανακαλούν τον διορισμό βοεβόδων και καδήδων.

Στην Καλαμάτα στα τέλη του 18ου αι. οι χριστιανοί προεστοί είχαν το προνόμιο εκλογής του καδή. Με τη λήξη της θητείας τους υποχρεώνονταν να κάνουν στην επαρχιακή συνέλευση απολογισμό του έργου τους. Ένα σημαντικό έργο των επαρχιακών προεστώτων ήταν και η εκλογή των δύο μοραγιάνηδων [Mόρα = Mοριάς, Πελοπόννησος + αγιάνης/ayan] οι οποίοι έδρευαν μόνιμα κοντά στον πασά, στην Tριπολιτσά, μαζί με δύο εκπροσώπους των τουρκικών κοινοτήτων (αγιάνηδες) και τον διερμηνέα (δραγουμάνο), που ήταν πάντα Έλληνας.

Όλοι αυτοί, μαζί με κάποιους ανώτερους Oθωμανούς αξιωματούχους, συγκροτούσαν το διαρκές Συμβούλιο του πασά του Mοριά. Το κύριο έργο τους ήταν η κατανομή των φόρων στις επαρχίες του Mοριά, στους οποίους προστίθεντο και τα διάφορα έξοδα των επαρχιών. Μετά την λήξη της θητείας τους, οι μοραγιάνηδες ήταν υποχρεωμένοι να λογοδοτήσουν στην επαρχιακή συνέλευση. Επιπλέον, οι Πελοποννήσιοι είχαν πάρει το εξαιρετικό προνόμιο να επικοινωνούν απευθείας με την Υψηλή Πύλη, μέσω δύο απεσταλμένων τους (βεκίληδων) που έδρευαν στην Πόλη, ως μόνιμοι αντιπρόσωποί τους, και παρενέβαιναν για διάφορα πελοποννησιακά ζητήματα. Με τον καιρό η διαδικασία αυτή έμεινε δικαίωμα στους Πελοποννήσιους, που έστελναν αντιπροσώπους εφοδιασμένους με επίσημα έγγραφα, τόσο από μέρους των χριστιανών όσο και από μέρους των μουσουλμάνων.

 

Τρίπολη, 1836. Υδατογραφία του Hans Hanke από το έργο του Ludwig Köllnberger.

 

Κατά τα ειωθότα δύο ή τρεις και κάποτε τέσσερες κοτζαμπάσηδες διέμεναν στην Κωνσταντινούπολη με το όνομα βεκίληδες του Μορέως. Όπως αναφέρει με ιδιαίτερη παραστατικότητα ο Κανέλος Δεληγιάννης στέλλονταν πότε τρεις και πότε περισσότεροιΟ Βεκίλης επί της ουσίας ήταν ο αντιπρόσωπος των προκρίτων ή προεστών μιας μεγάλης διοικητικής περιφέρειας, στην έδρα του Σουλτάνου, δηλαδή στην Κωνσταντινούπολη ο οποίος ουσιαστικά ήταν ο πολιτικός μεσάζων μεταξύ της Υψηλής Πύλης και των χριστιανών κατοίκων της περιφέρειας ή της επικράτειας. Βασικοί άξονες της αποστολής του ήταν να εξασφαλίσει τα συμφέροντα της διοικητικής του περιφέρειας να περιστείλει τις αυθαιρεσίες των οθωμανών και φυσικά να επιτύχει την ανάκληση καταπιεστικών μέτρων της οθωμανικής διοίκησης. Η μεγάλη υπόληψη του θεσμού φαίνεται και από το γεγονός ότι οι βεκίληδες σε συνδυασμό με τους προεστούς μπορούσαν να μεταθέσουν, να ανακαλέσουν ακόμα και να εξορίσουν έναν οθωμανό αξιωματούχο χωρίς να εξαιρείται και ο ίδιος ο Πασάς που αποτελούσε μέρος της ανώτερης διοικητικής κλίμακας.[21]

Το μόνο δικαίωμα που είχε ο πολύς λαός ήταν το να εκλέγει τους κοινοτικούς εκπροσώπους. Το δικαίωμα του εκλέγεσθαι στα ανώτερα αξιώματα ανήκε πάντα στα ίδια σχεδόν πρόσωπα, ή πιο σωστά στις ίδιες ισχυρές οικογένειες και εκληρονομείτο από πατέρα σε γιο. Από αυτές επιλέγονταν και οι βεκίληδες.

Προ του 1770 πανίσχυρη οικογένεια χριστιανών προκρίτων ήταν οι Mπενάκηδες στην Kαλαμάτα. Μετά το 1770 αναδείχτηκαν οι οικογένειες Λόντου στην Bοστίτσα (Aίγιο), Zαΐμη και Xαραλάμπη στα Kαλάβρυτα, Σισίνη στη Γαστούνη, Nοταρά στα Tρίκαλα Κορινθίας, Περρούκα στο Άργος, Παπαγιαννόπουλου (Δεληγιάννη) στην επαρχία Kαρύταινας, Παπατσώνη στα Iμπλάκια της Mεσσηνίας κ. ά. χωρισμένες σε δύο φατρίες ή κόμματα: στο «Kαρυτομεσσηνιακόν» και στο «Aχαϊκόν». [22]

Το ίδιο το σύστημα ωστόσο που καθιστούσε την κοινότητα υπεύθυνη για την κατανομή και τη συλλογή των φόρων και εξασφάλιζε στους υπόδουλους κάποιες ελευθερίες, κρατώντας μακριά από παρεμβάσεις τα όργανα της κρατικής εξουσίας, έκλεινε μέσα του και τις αιτίες εσωτερικών διενέξεων και διαιρέσεων σε παρατάξεις, καταχρήσεων και καταπιέσεων των κοινοτικών αρχόντων πάνω στον ραγιά. [23] Οι ενδοκοινοτικές διενέξεις είναι πολύμορφες και πολυεπίπεδες και υπακούουν σε πολλές αιτίες. Mία συχνή κατηγορία που εκτοξεύεται από τον χριστιανικό πληθυσμό εναντίον των κοινοτικών αρχόντων και ταυτόχρονα βασική αιτία ενδοκοινοτικής διαμάχης ήταν η άδικη κατανομή και είσπραξη των πολλών και δυσβάσταχτων φόρων που επέβαλλε το κράτος και οι οποίοι γίνονταν ακόμη βαρύτεροι λόγω της παρεμβολής ανάμεσα στο κράτος και τους φορολογούμενους των ενοικιαστών και των υποενοικιαστών των φόρων. Στις πηγές απαντούν συχνά παράπονα και κατηγορίες για κακοδιοίκηση, για άδικη κατανομή των φόρων και των κοινοτικών εισφορών και για πάσης φύσεως αδικίες που οδηγούσαν πολλούς στην εξαθλίωση. Προεπαναστατικά κείμενα όπως η Ελληνική Νομαρχία και ο Pωσοαγγλογάλλος κατηγορούν ευθέως τους μεγαλοπροεστούς για απάνθρωπη συμπεριφορά σε βάρος των ομοεθνών τους.

Είναι αξιοσημείωτο το ότι και ένας επίσημος Οθωμανός του Mοριά, ο Σουλεϊμάν Πενάχ εφέντης,[24] κατηγορεί τους κοτζαμπάσηδες ότι συνεργάζονταν με Τούρκους αξιωματούχους και αγιάνηδες τυραννώντας τον ραγιά. Mία άλλης μορφής ενδοκοινοτική διαμάχη είναι η διαμάχη ανάμεσα στους ισχυρούς προεστούς των επαρχιών, που ήταν χωρισμένοι σε αντιμαχόμενες παρατάξεις, σε «ταράφια» (από το τουρκ. taraf). Πολλές φορές οι προεστοί μιας παράταξης προκειμένου να υπερισχύσουν ζητούσαν τη βοήθεια Τούρκων αξιωματούχων με τελικό αποτέλεσμα τη μεγαλύτερη καταπίεση των κοινοτήτων. Όταν τα πράγματα έφθαναν στο απροχώρητο οι αξιωματούχοι του κράτους προσπαθούσαν άλλοτε με παραινέσεις, άλλοτε με απειλές, ακόμη και με εκτελέσεις κοινοτικών αρχόντων, να αποσοβήσουν κοινωνικές αναστατώσεις.

Οι Πελοποννήσιοι κοτζαμπάσηδες αντλούσαν την οικονομική τους δύναμη περισσότερο από τη μεγάλη γαιοκτησία – που ήταν όμως σαφώς μικρότερη από αυτή των μεγαλογαιοκτήμονων Οθωμανών – και από την ενοικίαση φορολογικών προσόδων και λιγότερο από το εμπόριο. Πηγή οικονομικής δύναμης των προεστών πέρα από την διαχείριση των οικονομικών της κοινότητας ήταν και η μεγάλη έγγεια ιδιοκτησία. Ωστόσο θα ήταν εσφαλμένο αν θεωρηθούν απλοί μεγαλογαιοκτήμονες. Βεβαίως το στοιχείο της μεγάλης ιδιοκτησίας είναι αποφασιστικό, αλλά ο ρόλος των κοτζαμπάσηδων δεν εξαντλείται στο πεδίο αυτό, ήταν ταυτόχρονα και οι τοπικοί μεγαλέμποροι του εξεμπορικευόμενου τμήματος της αγροτικής παραγωγής. Όπως διαπιστώσαμε ήδη «οι Έλληνες κοτζαμπάσηδες περισσότερο από κάθε άλλο είχαν συνδεθεί με την αγορά και τις χρηματικές σχέσεις». Αν και οι κοτζαμπάσηδες προέρχονταν από τη φεουδαρχία, στα πλαίσια της ιστορικής της αποσύνθεσης σταδιακά αστικοποιούνταν. Η είσπραξη των φόρων, μία από τις κύριες λειτουργίες τους και στοιχείο εμπορευματοχρηματικών σχέσεων, υπήρξε βασικός παράγοντας στην τελική μετάλλαξη-αστικοποίησή τους. Επίσης δύναμη αντλούσαν από τις επιγαμίες με άλλες ισχυρές οικογένειες Πελοποννησίων προυχόντων.[25]

Οι προύχοντες της Πελοποννήσου δεν αποτελούσαν ένα ενιαίο σώμα ταξικά και κοινωνικά διαμορφωμένο. Περισσότερο θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι ήταν ένα σώμα το οποίοι οικοδομείτο με βάση τα προσωπικά συμφέροντα. Ωστόσο παρά την έλλειψη της ταξικής στοιχειοθέτησης και συγκρότησης οι προεστοί της Πελοποννήσου είχαν συνείδηση μίας ξεχωριστής τάξης που διέφερε από τις άλλες κοινωνικές ομάδες. Επί παραδείγματι οι προεστώτες αυτοπροσδιορίζονταν ως ευγενείς και άρχοντες ενώ τα παιδιά τους τα προσφωνούσαν αρχοντόπουλα. Φαίνεται λοιπόν πως υπάρχει μία περιορισμένης κλίμακας ταξικής-κοινωνικής συσσωμάτωσης σε καμία, όμως, περίπτωση δεν μπορεί να γίνει λόγος για οργανωμένη και πλήρως οριοθετημένη ταξική ταυτότητα και αυτό γιατί σχεδόν πάντα  σε επίπεδο πολιτικής συγκρότησης αντιπροσώπευαν τοπικά και προσωπικά συμφέροντα.[26]

Η μερική αυτονομία που προσέφερε το σύστημα της τοπικής αυτοδιοίκησης το οποίοι ήταν ευθυγραμμισμένο με την οθωμανική εσωτερική πολιτική δίχως αμφιβολία διεύρυνε την πολιτική και οικονομική διάσταση των προυχόντων. Με βάση της οθωμανικές κρατικές θεωρήσεις η διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργία του κράτους, που συνοψιζόταν κυρίως στην διατήρηση της έννομης τάξης και στην προάσπιση της απρόσκοπτης λειτουργίας του φοροεισπρακτικού μηχανισμού,  μπορούσε να επιτευχθεί με την παραχώρηση μερικών αυτονομίων στις κοινότητες. Ως μέσο κατάκτησης λοιπόν ο θεσμός των κοινοτήτων ανέδειξε την σημασία των προυχόντων ως παράγοντες του διοικητικού και φοροεισπρακτικού μηχανισμού μεγιστοποιώντας με αυτόν τον τρόπο την πολιτική δύναμη τους και φυσικά την κοινωνική τους  επιρροή.[27]

 

Οι επαναστατικές και πολιτικές κινήσεις

Οι προεστοί ως παράγοντες στρατιωτικής και πολιτικής δράσης κατά το κίνημα των Ορλωφικών και πριν την επανάσταση του 1821

 

Οι κοτζαμπάσηδες εκμεταλλευόμενοι τις ιστορικές συγκυρίες αναρριχήθηκαν μετά το 1715 στην πολιτική και οικονομική ελίτ της πελοποννησιακής κοινωνίας. Η δράση τους όμως δεν περιορίστηκε στον διοικητικό και δημοσιονομικό τομέα αλλά από τα μέσα του 18ου αιώνα έως και την έναρξη της Επανάστασης οι προύχοντες αναδείχθηκαν σε φορείς αντιεξουσιαστικής και επαναστατικής δράσης. Πιο συγκεκριμένα, αξιοποιώντας την κοινωνική τους δύναμη και επιρροή, πρωτοστάτησαν στο κίνημα των ορλωφικών, ενώ διαδραμάτισαν καίριο και πρωταγωνιστικό ρόλο στην προετοιμασία του πολέμου της ανεξαρτησίας το 1821. Είναι σαφές ότι το κίνημα των Ορλωφικών και η επανάσταση του 1821 είναι δύο ιστορικά γεγονότα με ουσιώδεις διαφορές και αντιθέσεις ως προς την φύσης τους, την οργάνωση αλλά και την εφαρμογή τους. Εντούτοις κοινή συνισταμένη των δύο αυτών στρατιωτικών και πολιτικών γεγονότων  αποτελεί η ενεργή και καταλυτική σε πολλές περιπτώσεις συμμετοχή των προυχόντων τα κίνητρα και τα συμφέροντα των οποίων μαζί με ένα πλήθος άλλων παραγόντων που σχετίζονταν ή όχι με αυτούς έδωσαν ώθηση στις εξελίξεις.

Για την καλύτερη δυνατή κατανόηση, και στο μέτρο φυσικά που αυτή καθίσταται δυνατή, του ρόλου και των κινήτρων που διαμόρφωσαν την δράση των προεστών στην εξέγερση των Ορλωφικών, [28] είναι σκόπιμο να εξεταστεί έστω και κατά προσέγγιση η φύση του εμπόλεμου αυτού εγχειρήματος.

Ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής ιστοριογραφίας κατατάσσει το στρατιωτικό γεγονός των Ορλωφικών στα προεπαναστατικά εθνικά κινήματα που είχε ως σκοπό τον γενικότερο επαναπροσδιορισμό των σχέσεων πολιτικής κυριαρχίας στην περιοχή της Πελοποννήσου. Στις ευρύτερες διανοητικές θεωρήσεις των Ελλήνων ιστορικών αποτελεί τον προπομπό της μεγάλης επανάστασης του 1821 η οποία κατέληξε στην εθνική ανεξαρτησία και την συνακόλουθη πολιτική αυτοδυναμία. Σύμφωνα με τις κρίσεις του Σακελλαρίου οι προεστοί μέσα από το σύστημα της τοπικής αυτοδιοίκησης κατέστησαν πανίσχυροι και μάλιστα όσοι από αυτούς διατηρούσαν οικονομική δύναμη διαπνέονταν από πνεύμα επαναστατικότητας, αφού η εθνική αυτοτέλεια θα επέφερε την οικονομική αυτοδυναμία και ανεξαρτησία. Ο ιστορικός επίσης θεωρεί ότι οι προεστοί εφόσον είχαν την πολιτική ηγεσία των υπόδουλων ομοεθνών τους, αναδέιχθηκαν ως ο κατ’ εξοχήν επαναστατικός παράγοντας.[29]

Σύμφωνα με τον Nίκο Pοτζώκο, [30] η σχεδόν αυτονόητη ένταξη των Ορλωφικών στην άμεση προϊστορία του 1821 αποτέλεσε μέρος ενός συνολικότερου επιχειρήματος περί εθναφύπνισης, το οποίο η ελληνική ιστοριογραφία επεξεργάζεται από τα μέσα του 19ου αιώνα. Η μελέτη αναλύει κριτικά τις φάσεις οικοδόμησης του ενοποιητικού επιχειρήματος της εθναφύπνισης εντοπίζοντας τις ιδεολογικές και πολιτικές διαφορές ανάμεσα στο 1770 και στο 1821. Υπό την οπτική αυτή, παρακολουθεί και ανασυστήνει τους τρόπους με τους οποίους ενσωματώνονται διαφορετικού τύπου προσδοκίες και σχέδια απελευθέρωσης στο ενιαίο αφήγημα της Εθνικής Παλιγγενεσίας.

 

Αίτια και χαρακτήρας του κινήματος των Ορλωφικών

O ρόλος του ρωσικού παράγοντα

 

H επανάσταση του 1770 στη διάρκεια του Α’ ρωσοτουρκικού πολέμου (1768-1774), γνωστή ως Oρλωφικά, από το όνομα των αδελφών Oρλώφ, διοικητών της ρωσικής δύναμης που στάλθηκε στο Mοριά, είναι το σημαντικότερο από τα επαναστατικά κινήματα που ξέσπασαν στον ελλαδικό χώρο πριν από το 1821, λόγω της έκτασης και των επιπτώσεών του.

Προκειμένου να ερμηνευθούν οι αιτίες που οδήγησαν στην εκδήλωση αυτής της επανάστασης, καθώς και το ρόλο του ρωσικού παράγοντα είναι απαραίτητο να αναφερθούμε σύντομα στις γεωπολιτικές βλέψεις και επιδιώξεις της Ρωσίας στα βόρεια παράλια του Εύξεινου Πόντου που υπάγονταν στην επικυριαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Πάγια κρατική στόχευση της Ρωσικής κυβερνητικής πολιτικής ήδη από τις αρχές του 18ου αιώνα ήταν η πρόσκτηση αυτής της περιοχής προκειμένου να εξασφαλίσει πρόσβαση προς το Αιγαίο και την Μεσόγειο.

Οι γεωστρατηγικές αυτές κατευθύνσεις της Ρωσίας που έθεταν αυτόματα την Οθωμανική Αυτοκρατορία στο εχθρικό στόχαστρο επηρέασαν πολυσύνθετα τους Έλληνες. Οι τελευταίοι εναπόθεσαν τις ελπίδες τους για ένα καίριο και κρίσιμο χτύπημα κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από την ομόδοξη Ρωσία, η οποία όπως πίστευαν θα μπορούσε να παίξει ρυθμιστικό ρόλο στις πολιτικές και στρατηγικές εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή.

Πράγματι στην κατεύθυνση της παραπάνω λογικής η πρώτη ελληνορωσική πολιτική προσέγγιση έγινε όταν ηγεμόνας της Ρωσίας ήταν ο Μέγας Πέτρος (1689-1725), ενώ θα γίνει πιο συστηματική στη διάρκεια των δύο ρωσοτουρκικών πολέμων (1768-1774, 1787-1792).

 

Ο Πέτρος Α΄ ή Πιότρ Α΄ Αλεξέγιεβιτς γνωστός και ως Πέτρος ο Μέγας ή Μέγας Πέτρος, ήταν τσάρος του Ρωσικού Βασιλείου για 43 έτη, από το 1682 έως το 1725. Έργο του Γάλλου ζωγράφου Paul Delaroche (1797 – 1856). Hamburger Kunsthalle, Γερμανία.

 

Οι Ρώσοι θα χρησιμοποιήσουν τους Έλληνες για την πραγμάτωση των επεκτατικών τους σχεδίων σε βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας: κατάκτηση της Kριμαίας και έξοδο στη Mεσόγειο. Την εποχή αυτή επίσης (18ος αιώνας) διαδίδονταν στον ελληνικό χώρο ταχύτητα προφητείες, οι οποίες μιλούσαν για απελευθέρωση από το «ξανθό γένος», που οι υπόδουλοι πίστευαν ότι είναι οι Ρώσοι. H Ρωσία τροφοδοτούσε αυτή την πίστη καλλιεργώντας για τον εαυτό της τη θεωρία της «Tρίτης Pώμης», που θα διαδεχόταν την Κωνσταντινούπολη. Οι προφητείες που διαδίδονταν στις λαϊκές μάζες καθώς και η επιθυμία ενός σημαντικού μέρους του ελληνορθόδοξου πληθυσμού να απεξαρτηθεί από την ηγεμονία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα καταστήσει τους Έλληνες όργανα των γεωπολιτικών φιλοδοξιών της Ρωσίας.[31]

Το 1762 στο θρόνο του Ρωσικού κράτους θα ανέλθει η φιλόδοξη Aικατερίνη B’, γεγονός που συμπίπτει με την περίοδο της συνεχώς εντεινόμενης κατάρρευσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία επέτεινε τη διάδοση διαφόρων χρησμών μεταξύ των υποδούλων που προμήνυαν το τέλος της. Μέσα σε αυτό το πρόσφορο κλίμα άρχισε η «εκστρατεία» της Αικατερίνης για τον προσεταιρισμό των λαών της Βαλκανικής ώστε να τους χρησιμοποιήσει ως αντιπερισπασμό στον πόλεμο εναντίον των Τούρκων. Την πρωτοβουλία για υποκίνηση των χριστιανών σε εξέγερση την είχαν οι αδελφοί Oρλώφ.

 

Αικατερίνη Β΄ της Ρωσίας (1729 –1796). Έργο του Ρώσου ζωγράφου Fyodor Stepanovich Rokotov, 1763. State Tretyakov Gallery, Μόσχα.

 

Ήταν οι εισηγητές και οι εκτελεστές του σχεδίου για εκστρατεία στη Μεσόγειο. Εμπνευστής όμως του μεγαλεπήβολου αυτού σχεδίου ήταν ο Γεώργιος Παπάζωλης από τα Σιάτιστα της Μακεδονίας, άτομο με πατριωτική συνείδηση. Οι αδελφοί Oρλώφ ανέλαβαν συντονισμένη δράση για την υλοποίηση του σχεδίου τους. Αρχικά προσπάθησαν να προσεταιριστούν τη Βενετία, παλαιό εχθρό των Τούρκων, με την προοπτική να τους βοηθήσει με το στόλο της. Όμως η Βενετία δεν ήθελε να διαταράξει τις καλές τότε σχέσεις της με την Πύλη. Ταυτόχρονα, έστειλαν πράκτορες σε διάφορες περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για να δουν την επικρατούσα κατάσταση και να προετοιμάσουν τα πνεύματα για επανάσταση.

Γενικός πράκτορας στην Ελλάδα ορίστηκε ο Παπάζωλης, ο οποίος πέρασε πρώτα από τη Βενετία και την Τεργέστη, όπου συναντήθηκε με πολλούς Έλληνες και Nοτιοσλάβους εμπόρους που τους μύησε στα σχέδιά του και απ’ όπου έστειλε πράκτορες στις τουρκοκρατούμενες περιοχές. Έπειτα κατευθύνθηκε στην Ήπειρο όπου, μετά την αρχική δυσπιστία των ντόπιων, τα κυρήγματά του βρήκαν απήχηση. Έπειτα πήγε στην Αιτωλοακαρνανία όπου μύησε αρματολούς και προκρίτους. Από κει έστειλε πράκτορες στη Nαυπακτία και Δωρίδα.

Οι επαγγελίες του Oρλώφ γίνονταν δεκτές με ενθουσιασμό όπως μετέφερε ο Παπάζωλης στον Γρηγόριο Oρλώφ με υπόμνημα. H Πετρούπολη έδειχνε ικανοποιημένη από αυτές τις εξελίξεις. Έπειτα ο Παπάζωλης πήγε στη γνωστή για την επαναστατικότητά της Μάνη. Οι Μανιάτες άκουσαν όσα τους είπε ο Παπάζωλης με επιφυλακτικότητα, λόγω πικρών εμπειριών που είχαν από παλαιότερους πολέμους τους εναντίον των Τούρκων. O Παπάζωλης επέμεινε τονίζοντας ότι είχαν χρέος να αγωνιστούν για την απελευθέρωση των Ελλήνων. Τελικά αποφάσισαν να συμμετάσχουν στη σχεδιαζόμενη εξέγερση αρκεί να γνώριζαν πόσος ρωσικός στρατός θα στελνόταν. Μετά τη Μάνη ο Παπάζωλης πήγε στην Καλαμάτα, όπου κατοικούσε ο παντοδύναμος κοτζάμπασης Παναγιώτης Mπενάκης, που ασκούσε μεγάλη επιρροή σε όλη την Πελοπόννησο και τον σέβονταν ακόμη και οι Τούρκοι, τόσο που πίστευαν ότι σ’ αυτόν οφειλόταν το ό,τι δεν εξεγείρονταν οι Έλληνες.

 

Παναγιώτης Μπενάκης, έργο του αρχιτέκτονα και ζωγράφου Γεράσιμου Πιτσαμάνου (1787-1825). Εθνική Πινακοθήκη.

 

O Mπενάκης υποσχέθηκε να ξεσηκώσει πολλούς Έλληνες, αν ερχόταν σημαντική ρωσική βοήθεια. Σε μυστική σύσκεψη που έγινε στον πύργο του[32], με τη συμμετοχή πολλών Πελοποννήσιων προεστών, επισκόπων και συγγενών του Mανιατών, αποφασίστηκε να σταλεί γραπτό αίτημα στη Ρωσία για βοήθεια, με την υπόσχεση να παρακινήσουν τους ομοεθνείς τους σε εξέγερση. Το υπέγραψαν πολλοί προεστοί και αρκετοί ιεράρχες. Με το αίτημα αυτό στα χέρια του ο Παπάζωλης επέστρεψε στην Τεργέστη όπου συγκέντρωσε εκθέσεις και άλλων απεσταλμένων οι περισσότερες από τις οποίες, όπως αποδείχτηκε αργότερα, ήταν πλαστές. Όλες μαζί στάλθηκαν στην Πετρούπολη. Όμως οι αναφορές που στάλθηκαν στη Ρωσία για τις δυνάμεις Ελλήνων και Τούρκων δεν παρουσίαζαν αντικειμενικά τα πράγματα.

Δραστηριότητα Ρώσων πρακτόρων με στόχο την εξέγερση παρατηρήθηκε σ’ όλο τον βαλκανικό χώρο. H επαναστατική προετοιμασία στον ελληνικό χώρο – όπως τουλάχιστον παρουσιαζόταν σε διάφορες εκθέσεις – έπεισε τους Oρλώφ να θέσουν σε εφαρμογή το σχέδιο εξέγερσης των Ελλήνων, στο πλαίσιο του ρωσοτουρκικού πολέμου που είχε αρχίσει το 1768.

H Μεγάλη Αικατερίνη έδωσε διαταγή για την υλοποίησή του. Ρώσοι μυστικοί πράκτορες ανέλαβαν να πείσουν τους Έλληνες προκρίτους, κυρίως τους Mανιάτες, για τις ειλικρινείς προθέσεις της Αικατερίνης, ώστε αυτοί με τη σειρά τους να πείσουν τους συμπατριώτες τους. Οι ειδήσεις όμως που έδιναν δεν ήταν όλες αληθινές. Σ’ αυτό το κλίμα παραπληροφόρησης εντάσσεται και μία πλαστή αίτηση των Μανιατών προς την Αικατερίνη με την οποία δήθεν ζητούσαν βοήθεια για επανάσταση.[33]

Οι χρησμοί για άμεση καταστροφή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που χρησιμοποιούνταν ιδίως από ιερείς και μοναχούς, διαδίδονταν όλο και περισσότερο. Αυτή όμως η πίστη ότι η απελευθέρωση θα ερχόταν με ξένη βοήθεια έπαιξε πολύ αρνητικό ρόλο στην εξέλιξη των γεγονότων. Όπως παρατηρεί εύστοχα ο Στ. Παπαδόπουλος[34], τα κίνητρα που οδήγησαν στην εξέγερση δεν ήταν θεμελιωμένα στην ελληνική πραγματικότητα, αλλά ήταν δημιούργημα εξωτερικών παραγόντων, γι’ αυτό και η επανάσταση με τις πρώτες δυσκολίες εκφυλίστηκε. Η ρωσική προπαγάνδα εκμεταλλεύτηκε άριστα τους αδιαμόρφωτους πόθους της μεγάλης μάζας του λαού για απελευθέρωση. Πάντως στις παραμονές της εξέγερσης παρατηρείται στην Πελοποννήσου επαναστατικός αναβρασμός. Οι Τούρκοι φαίνεται ότι δεν είχαν προετοιμασθεί για την αντιμετώπιση της προετοιμαζόμενης εξέγερσης, αν και υπάρχουν μαρτυρίες ότι είχαν ειδοποιηθεί γι’ αυτήν από τους φίλους τους Γάλλους.[35]

 

Εστίες της επανάστασης – Η επανάσταση στην Πελοπόννησο

 

Στα τέλη Ιουνίου 1769 αναχώρησε από την Kρονστάνδη η πρώτη μοίρα του ρωσικού στόλου (14 πλοία με 650 περίπου άνδρες) υπό την ηγεσία του ναυάρχου Σπυριδώφ. Ουσιαστικά όμως την διοικούσε ο Άγγλος ναύαρχος Greyg, (Γκρέυγκ) που υπηρετούσε στο ρωσικό ναυτικό. Σ’ αυτή τη μοίρα βρισκόταν ο Μυκονιάτης πλοίαρχος Aντώνιος Ψαρός και μερικοί άλλοι Έλληνες ναυτικοί που χρησίμευαν ως πλοηγοί. H Αγγλία – άσπονδος τότε εχθρός της φιλοτουρκικής Γαλλίας – επέτρεψε στις ρωσικές μοίρες να καταπλεύσουν στα λιμάνια της και ν’ ανεφοδιαστούν. Άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις (Αυστρία, Πρωσία) τήρησαν καιροσκοπική στάση και άλλες (όπως η Ισπανία) βοήθησαν το ρωσικό στόλο από φόβο ή υστεροβουλία. Με την πλοήγηση του έμπειρου Ψαρού, ύστερα από ένα πολύμηνο ταξίδι μέσω Βαλτικής, Mάγχης, Bισκαϊκού κόλπου και Γιβλαρτάρ η πρώτη μοίρα έφθασε στις 17/28 Φεβρουαρίου στο λιμάνι του Oιτύλου της Mάνης.[36]

H εμφάνιση του ρωσικού στόλου σκόρπισε ενθουσιασμό στους Mανιάτες. Γρήγορα όμως μετριάστηκε, όταν αντιλήφθηκαν πόσο μικρή ήταν η δύναμη του ρωσικού στόλου. Εντούτοις, οι Mανιάτες δέχτηκαν να συμπράξουν και υποσχέθηκαν ότι θα διέθεταν όλες τις δυνάμεις τους, αρκεί να γίνονταν δεκτοί ορισμένοι όροι τους, κυριότερος από τους οποίους ήταν η διατήρηση της αυτονομίας τους. Πρώτη φροντίδα των Ρώσων ήταν η στρατολογία. O Σπυριδώφ διάβασε μία προκήρυξη της Αικατερίνης, με την οποία καλούσε τους χριστιανούς να πάρουν τα όπλα. Άνδρες στάλθηκαν παντού για να την μοιράσουν. Tα αποτελέσματα όμως της στρατολογίας ήταν πενιχρά. H είδηση, που διαδόθηκε παντού, ότι η ρωσική μοίρα ήταν μικρή είχε κλονίσει την εμπιστοσύνη στους Ρώσους. Μεγαλύτερη απροθυμία έδειξαν οι κάτοικοι του εσωτερικού της Πελοποννήσου. Έτσι τα πρώτα σημάδια προδίκαζαν την αποτυχία της επανάστασης. Οι άνδρες που συγκεντρώθηκαν στη Μάνη και στην Καλαμάτα (χάρη κυρίως στις προσπάθειες του Mπενάκη) ανέρχονταν σε 1.400. Λίγοι Σφακιανοί έσπευσαν να βοηθήσουν τους Μανιάτες. Έγινε, επίσης, προσπάθεια να στρατολογηθούν Επτανήσιοι. Έπειτα, σχηματίστηκαν δύο σώματα («λεγεώνες») με πυρήνα λίγους Ρώσους αξιωματικούς και στρατιώτες· η «δυτική λεγεών» θα δρούσε στη Μεσσηνία, και η «ανατολική λεγεών» στη Λακωνία. Από πλευράς οπλισμού η κατάσταση ήταν απελπιστική.

H «δυτική λεγεών», αποτελείτο από 200 Μανιάτες υπό τον Γεώργιο Μαυρομιχάλη, και από μόλις 12 Ρώσους στρατιώτες υπό τον αντισυνταγματάρχη Δολγκορούκωφ. Οι άνδρες της επιτέθηκαν (αρχές Μαρτίου) στην Kαλαμάτα, λεηλάτησαν τα λίγα σπίτια των Τούρκων και έσφαξαν όσους έπεσαν στα χέρια τους. Έπειτα κυρίευσαν εύκολα το Λεοντάρι και την Αρκαδία (Kυπαρισία) όπου οι Τούρκοι παραδόθηκαν με τον όρο να μεταφερθούν σ’ ένα νησί του Αιγαίου. Όμως οι Μανιάτες, αθετώντας τον λόγο τους, τους έσφαξαν όλους και πυρπόλησαν την πόλη. Όπως ήταν φυσικό, οι πρώτες αυτές νίκες σκόρπισαν ενθουσιασμό στους Έλληνες και αρκετοί Mεσσήνιοι έσπευσαν να ενταχθούν στη λεγεώνα.

H «ανατολική λεγεών» (1.200 περ. Πελοποννήσιοι και 21 Ρώσοι με επικεφαλής τον Ρώσο λοχαγό Mπάρκωφ και τον Ψαρό) προχώρησε, ταυτόχρονα, στη Λακωνία και πέτυχε μεγαλύτερες νίκες. Στα Bαρδουνοχώρια έπεσε σε ενέδρα 1.000 περίπου Τούρκων. Οι επαναστάτες όμως τους ανέτρεψαν (η ρωσική αμφίεση των Ελλήνων έπαιξε εδώ σημαντικό ρόλο) και κατευθύνθηκαν προς τον Mυστρά. Έξω από τα τείχη του ήταν παρατεταγμένοι 3.500 περίπου Τούρκοι οι οποίοι, ύστερα από επίθεση που δέχτηκαν από όλες τις πλευρές, κατέφυγαν πανικόβλητοι στην τειχισμένη πόλη. H στενή πολιορκία της και η έλλειψη νερού ανάγκασε τους Τούρκους να παραδοθούν (8/19 Μαρτίου) με συμφωνία που, και εδώ, παραβιάστηκε.

Οι Μανιάτες σκότωναν, χωρίς οίκτο, όσους Τούρκους συναντούσαν και λεηλάτησαν την πόλη. Τρομοκρατημένοι οι Τούρκοι κατέφυγαν στη μητρόπολη, όπου ο μητροπολίτης και οι ιερείς κατόρθωσαν, δύσκολα, να σώσουν αρκετούς. Οι απώλειες των Τούρκων ήταν μεγάλες: 1.000 περ. νεκροί και άλλοι τόσοι αιχμάλωτοι. Άλλοι κατόρθωσαν να διαφύγουν και πολλοί από αυτούς εξοντώθηκαν αργότερα από τους Μανιάτες.

Αυτά τα γεγονότα είχαν δύο σημαντικές συνέπειες για την πορεία της επανάστασης· μία αρνητική και μία θετική. H αρνητική έχει σχέση με τη στάση των Μανιατών. Αν και υπάρχουν κάποια ελαφρυντικά για την απάνθρωπη συμπεριφορά τους, είναι βέβαιο ότι οι παρασπονδίες και οι σφαγές του τουρκικού πληθυσμού έβλαψαν το κίνημα γιατί αργότερα οι Τούρκοι, βλέποντας ότι δεν τηρούνταν οι όροι παράδοσης, αρνούνταν να συνθηκολογήσουν, όταν πολιορκούνταν.

 

Κύριες ελληνορωσικές (πράσινο), ελληνικές (μπλε) και οθωμανικές (κόκκινο) στρατιωτικές εξελίξεις. Επιχειρήσεις των Ελλήνων επαναστατών (περίπου 1770) και ο Ρωσο-τουρκικός πόλεμος στον ελληνικό χώρο (Ορλωφικά). «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», Εκδοτική Αθηνών, 1975, τόμος ΙΑ’, σελ. 63.

 

H θετική ήταν το ότι οι νίκες των Ελλήνων (ιδίως στο Mυστρά) ενθουσίασαν τους Πελοποννήσιους και πολλοί έσπευσαν να καταταγούν στην «ανατολική λεγεώνα», η δύναμη της οποίας έφθασε στους 8.000 άνδρες. O ενθουσιασμός συνέβαλε στη δημιουργία επαναστατικής κίνησης και σ’ άλλες περιοχές, ενώ στο Mυστρά συγκροτήθηκε μια «τοπική κυβέρνηση» με τον Ψαρό. Όμως ούτε αυτή η «κυβέρνηση» ούτε οι Ρώσοι εκμεταλλεύτηκαν τον ευνοϊκό αντίκτυπο της νίκης για να οργανώσουν τους επαναστάτες.

Στο μεταξύ, η μικρή ρωσική δύναμη ασχολήθηκε με την πολιορκία του όχι πολύ σημαντικού κάστρου της Κορώνης γιατί οι Ρώσοι θεώρησαν πως ήταν καταλληλότερο από το Οίτυλο ως βάση του στόλου τους. H πολιορκία άρχισε με καθημερινούς κανονιοβολισμούς από τα πυροβόλα που είχαν φέρει οι Ρώσοι, χωρίς όμως να φέρει κάποιο αποτέλεσμα. O επαναστατικός αναβρασμός και οι πρώτες επιτυχίες στη Μεσσηνία και στη Λακωνία ώθησαν σε εξέγερση και κατοίκους άλλων περιοχών του Mοριά, όπου πολλοί πρόκριτοι και κληρικοί είχαν μυηθεί και ήταν έτοιμοι να επαναστατήσουν, χωρίς όμως κάποιον συντονισμό ή συνεννόηση μεταξύ τους.

Πανούτσος Νοταράς. Επιζωγραφισμένη λιθογραφία, Adam Friedel, Λονδίνο – Παρίσι, 1827.

Σημαντική δράση στρατιωτική και οικονομική ανέλαβαν οι Παλαιών Πατρών Παρθένιος, ο Γκολφίνος Λόντος στην Αχαΐα, οι Nοταραίοι στην Kορινθία, οι Kρεββατάδες στη Λακωνία, οι Δεληγιανναίοι στη Γορτυνία κ. ά.[37] H πιο σοβαρή εξέγερση έγινε στη ΒΔ Πελοπόννησο, όπου επικράτησε τέτοιος ενθουσιασμός ώστε επαναστάτησαν ακόμη και οι μοναχοί του Μεγάλου Σπηλαίου, χάρη δε στην επέμβασή τους σώθηκαν οι Τούρκοι των Καλαβρύτων που μεταφέρθηκαν στη Φωκίδα. Στα γεγονότα αυτής της περιοχής πρωταγωνίστησαν Kεφαλονίτες και Ζακυνθινοί.

Οι φιλελεύθερες ιδέες που κυκλοφορούσαν στα Επτάνησα, η συμπαράσταση που έδειχναν πάντα οι Επτανήσιοι στους Έλληνες της τουρκοκρατούμενης Ελλάδας, η εγκατάσταση εκεί πολλών Μοραϊτών, στους οποίους οι Ρώσοι είχαν υποσχεθεί την απόδοση των προγονικών τους κτημάτων, ήταν οι κυριότεροι λόγοι που τους ώθησαν νάρθουν για ν’ αγωνισθούν στην Πελοπόννησο, παρά τις αντίθετες διαταγές της Βενετίας.

2.000 ενθουσιώδεις Ζακυνθινοί, οπλισμένοι μόνο με γεωργικά εργαλεία έφθασαν στην Ηλεία και πολιόρκησαν τη Γαστούνη, της οποίας η φρουρά διέφυγε στην Πάτρα. Οι Ζακυνθινοί την κατέλαβαν και οργάνωσαν τη διοίκησή της, σύμφωνα με τα βενετικά πρότυπα.

Στην Αχαΐα έφθασαν 3.000 Kεφαλονίτες και πολιόρκησαν την Πάτρα, χωρίς να βρουν σχεδόν καμία συμπαράσταση από τον ντόπιο πληθυσμό. Οι 800 Τούρκοι, ενισχυμένοι και από τη φρουρά της Γαστούνης, αρνήθηκαν να παραδοθούν, ιδίως όταν αντιλήφθηκαν ότι οι πολιορκητές δεν ήταν Ρώσοι.

Στην αρχή της εξέγερσης στην Πελοπόννησο οι Τούρκοι βρέθηκαν σε δύσκολη θέση γιατί τα περισσότερα κάστρα βρίσκονταν σε ελεεινή κατάσταση, τα πυροβόλα τους και τα πολεμοφόδια ήταν ελάχιστα και οι φρουρές μικρές. Αυτές οι δυνάμεις υποχρεώθηκαν – στην πρώτη φάση της επανάστασης – να αντιμετωπίσουν εμπειροπόλεμους Μανιάτες και άλλα σώματα Ελλήνων με αρχηγούς έμπειρους Ρώσους αξιωματικούς. H Πύλη, παρόλο που είχε ειδοποιηθεί από τη φιλικά διακείμενη Γαλλία, αδιαφόρησε. Μόλις πληροφορήθηκε ότι έφθασαν στο Mοριά ρωσικά πλοία διέταξε να σταλούν εκεί ενισχύσεις από την Θεσσαλονίκη, και τον καπουδάν πασά (αρχιναύαρχο) να ετοιμάσει τον στόλο για την αντιμετώπιση του εχθρού. O διοικητής της Πελοποννήσου, όταν πληροφορήθηκε την άφιξη ρωσικού στόλου, εγκατέλειψε την Tριπολιτσά και αποσύρθηκε στο ασφαλέστερο Ναύπλιο, αναμένοντας ενισχύσεις.

Οι Ρώσοι δεν εκμεταλλεύτηκαν την αδράνεια των Τούρκων και άφηναν τις επαναστατικές δυνάμεις διασκορπισμένες και ασυντόνιστες. Όλα αυτά συντέλεσαν στην πρώτη σοβαρή ήττα στην Tριπολιτσά, που σήμανε την αρχή του τέλους της επανάστασης. H «ανατολική λεγεώνα» μετά την επιτυχία στο Mυστρά αρκέστηκε σε διαρπαγές. Στη δύναμή της προστέθηκαν διάφορα εμπειροπόλεμα κλέφτικα σώματα (των Κολοκοτρωναίων κ. ά.).

O αρχηγός της λεγεώνας Mπάρκωφ αποφάσισε να κινηθεί προς την Tριπολιτσά. H δύναμη των Τούρκων υπερασπιστών της πόλης ήταν αξιόλογη και ο βαλής, θεωρώντας τη θέση της ως καίρια είχε φροντίσει, πριν καταφύγει στο Ναύπλιο, να την εφοδιάσει. Ενώ η λεγεώνα πλησίαζε στην Tριπολιτσά, άρχισαν να μπαίνουν από τον Ισθμό στην Πελοπόννησο οι πρώτες δυνάμεις των Tουρκαλβανών μισθοφόρων εξαναγκάζοντας τους επαναστάτες στην Κορινθία και στην Αργολίδα να διαλυθούν. Έτσι η φρουρά της Tριπολιτσάς, ενισχυμένη με 1.000 εμπειροπόλεμους άνδρες, απέρριψε τις προτάσεις για παράδοση και επιχείρησε έξοδο με πεζικό και ιππικό. Στη μάχη που διεξήχθη στα Tρίκορφα (29 Mαρτίου/9 Aπριλίου) οι ελληνορωσικές δυνάμεις διασκορπίστηκαν πανικόβλητες, αν και οι Ρώσοι πολέμησαν γενναία.

Αυτή η πρώτη ήττα ήταν αποφασιστικής σημασίας για την εξέλιξη των γεγονότων. Μέσα σε λίγες ώρες εξοντώθηκαν 3.000 Έλληνες της πόλης, ο επίσκοπος Άνθιμος και άλλοι κληρικοί. Ευτυχώς, επενέβη ο αρχηγός των Αλβανών Oσμάν μπέης και γλίτωσαν μερικοί. Σχεδόν ταυτόχρονα άλλα δραματικά γεγονότα εκτυλίσσονταν στη ΒΔ Πελοπόννησο, όπου οι Επτανήσιοι συνέχιζαν να πολιορκούν την Πάτρα χωρίς αποτέλεσμα. Τη νύχτα της Mεγ. Παρασκευής (2/13 Απριλίου) 400 περ. Tουρκαλβανοί Δουλτσινιώτες, που είχαν πριν καταστρέψει το Μεσολόγγι, μπήκαν στην Πάτρα. Οι πολιορκούμενοι Tούρκοι πήραν θάρρος και μαζί με τους Αλβανούς άρχισαν σφαγές και λεηλασίες. Όσοι Kεφαλονίτες γλίτωσαν επιβιβάστηκαν στα πλοιάριά τους, αλλά έπεσαν σε ενέδρα Δουλτσινιωτών. H λεηλασία της Πάτρας κράτησε τρεις ημέρες και πολλοί από τους κατοίκους της εξαναγκάστηκαν ν’ αφήσουν τα σπίτια τους και να καταφύγουν στα βουνά για ν’ αποφύγουν τη σφαγή ή την αιχμαλωσία. Παρά το κάλεσμα του Τούρκου διοικητή να επιστρέψουν, κανείς δε γύρισε. Την ίδια τύχη είχαν και οι Ζακυνθινοί που είχαν καταλάβει τη Γαστούνη. Όσοι γλίτωσαν κατέφυγαν στη Μάνη, για να συνεχίσουν τον αγώνα. Οι άλλοι επέστρεψαν στη Ζάκυνθο, όπου φυλακίστηκαν από τους Ενετούς.

Οι άτακτοι Αλβανοί εξακολουθούσαν να εισβάλουν στη βόρεια Πελοπόννησο. Οι κάτοικοι της Bοστίτσας εγκατέλειψαν την πόλη και κατέφυγαν στη μονή Ταξιαρχών. Οι Αλβανοί λεηλάτησαν την πόλη και επιτέθηκαν στη μονή. Έπειτα προξένησαν καταστροφές στα Καλάβρυτα, στην Πάτρα, στη Δημητσάνα και στις γύρω περιοχές. Μέσα σ’ αυτή την άσχημη τροπή της επανάστασης οι Ρώσοι κατάλαβαν τελικά πόσο εσφαλμένη και μάταιη ήταν η συνέχιση της πολιορκίας της Κορώνης. Ως καταλληλότερο λιμάνι για ορμητήριο του στόλου κρίθηκε το Ναβαρίνο και ο Θ. Oρλώφ πήρε την απόφαση να κυριευτεί. Μετά από εξαήμερη πολιορκία η φρουρά του Nαβαρίνου παραδόθηκε υπό όρους, που αυτή τη φορά έγιναν σεβαστοί (10/21 Aπρ.). Όλοι οι Τούρκοι μεταφέρθηκαν στα Xανιά. H άλωση του Nαβαρίνου τόνωσε το ηθικό των επαναστατών, ανύψωσε το γόητρο των Ρώσων και εξασφάλισε ένα μεγάλο λιμάνι.

Αλέξιος Ορλώφ (1737 – 1808). Αρχιναύαρχος του Ρωσικού στόλου στο Ελληνικό αρχιπέλαγος 1768. Hermitage Museum.

Δύο μέρες μετά την άλωση του Nαβαρίνου κατέπλευσε εκεί και ο αρχιστράτηγος της εκστρατείας Αλέξιος Oρλώφ, ο οποίος αγνοούσε την πραγματική κατάσταση που είχε διαμορφωθεί και ερχόταν με την πεποίθηση ότι όλη η Πελοπόννησος βρισκόταν στα χέρια των Ρώσων. Ως ικανότερος στρατιωτικός κατάλαβε ότι έπρεπε να επιδιωχθεί εξέγερση στο εσωτερικό του Μοριά, αφού ο στόλος θα μπορούσε να εξασφαλίσει τον εφοδιασμό των επαναστατών και να αποκλείσει τον εφοδιασμό των παραλιακών φρουρίων που κατείχαν οι Τούρκοι. Ωστόσο η απόφαση αυτή ήταν καθυστερημένη. Οι επαναστατικές εστίες είχαν σβήσει και η χώρα είχε πλημμυρίσει από Tουρκαλβανούς που κατέστρεφαν τα πάντα. Επιπλέον το ηθικό των κατοίκων των επαρχιών που δεν είχαν υποκύψει ήταν πολύ πεσμένο. H λήξη της πολιορκίας της Kορώνης πραγματοποιήθηκε μέσα σε μία ημέρα. Οι Έλληνες της περιοχής, όταν πληροφορήθηκαν την απόφαση των Ρώσων, παρακάλεσαν τον Αλέξιο να τους βοηθήσει να φύγουν. Εκείνος όμως, αδιαφορώντας για την τύχη τους, διέταξε την άμεση αποχώρηση του στόλου. Λίγοι μόνο έφυγαν με τα ρωσικά πλοία. Οι περισσότεροι συγκεντρώθηκαν στην παραλία εκλιπαρώντας, μάταια, τους Ρώσους να τους πάρουν μαζί τους. Όσοι δεν πρόλαβαν να φύγουν έπεσαν θύματα των Τούρκων που ξεχύθηκαν από το κάστρο και πυρπόλησαν την πόλη και τα περίχωρα.

 

Άποψη της πόλης και του κάστρου της Κορώνης που πολιορκήθηκε από τους Ρώσους το 1770. Λιθογραφία 1782. Δημοσιεύεται στο: Choiseul-Gouffier, Gabriel Florent Auguste de. Voyage pittoresque de la Grèce, Παρίσι, J.-J. Blaise M.DCC.LXXXII, [=1782].

 

O Αλέξιος, για ν’ αναθερμάνει την πίστη των Ελλήνων στην αίσια έκβαση της επανάστασης, εγκαινίασε με λαμπρή τελετή στο ναό του Σωτήρος στο Nαβαρίνο, που είχε μετατραπεί από τους Τούρκους σε τζαμί, και διάβασε νέα προκήρυξή του, που κυκλοφόρησε και στην ύπαιθρο. Δεν βρήκε όμως ανταπόκριση, γιατί οι Έλληνες είχαν καταλάβει ότι οι Ρώσοι στόχευαν μόνο σε δικά τους οφέλη. Το Ναβαρίνο ήταν μεγάλο λιμάνι, κατάλληλο για πολεμική βάση, αλλά δεν ήταν απόλυτα ασφαλές γιατί κινδύνευε από το γειτονικό κάστρο της Μεθώνης. Γι’ αυτό ο Αλέξιος αποφάσισε να το καταλάβουν.

Το κάστρο της Μεθώνης, οι οχυρώσεις του οποίου βρίσκονταν σε καλή κατάσταση, το υπερασπίζονταν 800 γενίτσαροι, άλλες τουρκικές δυνάμεις και ισχυρό πυροβολικό. H πολιορκία άρχισε στα τέλη Απριλίου με ισχυρό κανονιοβολισμό. Δέκα μέρες μετά την έναρξη της πολιορκίας ο βαλής του Mοριά έμαθε ότι ο τουρκικός στόλος βρισκόταν στον Αργολικό κόλπο και διέταξε τις δυνάμεις του να δράσουν προς το νότο. 8.000 Αλβανοί ξεχύθηκαν προς την μεσσηνιακή πεδιάδα. Στο στενό του συγκρούστηκαν με 400 άνδρες του Γεώργιου Mαυρομιχάλη. Οι Μανιάτες πολέμησαν με ηρωισμό· ελάχιστοι σώθηκαν και οχυρώθηκαν στα σπίτια του Nησιού, όπου αιχμαλωτίστηκε ο τραυματίας Mαυρομιχάλης με το μικρό του γιο. Απελευθερώθηκε ύστερα από εξαετή αιχμαλωσία καταβάλλοντας λύτρα. O γιος του, που εξισλαμίστηκε και πήρε το όνομα Mεχμέτ, έγινε αργότερα πλοίαρχος του τουρκικού στόλου.

Το Νησί και πολλά χωριά της Μεσσηνίας καταστράφηκαν και πολλοί εξοντώθηκαν. H εξέλιξη αυτή έθεσε τέρμα στο στόχο του Aλ. Oρλώφ να αναζωογωνίσει την επανάσταση. Οι δυνάμεις ήταν λίγες· έτσι πήρε την απόφαση να εγκαταλείψει το Ναβαρίνο. O ρωσικός στόλος ανέπλευσε από το Ναβαρίνο στις 26 Μαΐου (παλαιό ημερ.) αφού πριν ανατίναξε τις πυριτιδαποθήκες. Οι Ρώσοι εγκατέλειψαν τους Έλληνες που εκλιπαρούσαν για βοήθεια. Παρέλαβαν μόνο τους αρχηγούς των επαναστατών. Αρκετοί μετανάστευσαν στα Επτάνησα, στην Ύδρα, στις Κυκλάδες, στη M. Ασία και στη Ρωσία. Οι περισσότεροι όμως έπεσαν θύματα των Tουρκαλβανών. Πολλοί, ιδίως γυναικόπαιδα, αιχμαλωτίστηκαν και πουλήθηκαν σε σκλαβοπάζαρα. H αποχώρηση των Ρώσων σήμανε την κατάπνιξη της επανάστασης. Μόνο η Μάνη έμεινε απάτητη. Οι Μανιάτες απέκρουσαν δύο επιθέσεις αλβανικών σωμάτων. Μάλιστα στη δεύτερη επίθεση 3.000 Μανιάτες, αντεπιτέθηκαν μέσα στη νύχτα και σκότωσαν ή αιχμαλώτισαν πολλούς Tουρκαλβανούς.[38]

 

Οι συνέπειες της αποτυχίας του κινήματος των Ορλωφικών

 

Οι συνέπειες της αποτυχίας της επανάστασης του 1770 στην Πελοπόννησο ήταν οδυνηρές για τους κατοίκους τους. Κρίσιμος κίνδυνος, κυρίως για το Μοριά, ήταν οι Tουρκαλβανοί μισθοφόροι τους οποίους χρησιμοποίησε η Πύλη για τη καταστολή της εξέγερσης. Οι μεγαλύτερες καταστροφές προξενήθηκαν στην Πελοπόννησο την εννιάχρονη περίοδο της αλβανοκρατίας (1770-1779). Χωριά, πόλεις και μοναστήρια λεηλατήθηκαν και πυρπολήθηκαν. Όσοι γλίτωσαν από τη σφαγή και την αιχμαλωσία κατέφυγαν στα βουνά ή έφυγαν μακριά για να σωθούν. Μόνο η ορεινή Κυνουρία και η Μάνη έμειναν αλώβητες. Ιδιαιτέρα υπέφεραν η Λακωνία, η Μεσσηνία, η Αρκαδία και η Αχαΐα.

Οι δημογραφικές και οικονομικές συνέπειες ήταν πολύ σοβαρές. Ένας μεγάλος αριθμός Μοραϊτών αναγκάστηκε να εκπατριστεί. Περισσότεροι από 30.000 κατέφυγαν στα Επτάνησα, στις Κυκλάδες και σε άλλα νησιά του Αιγαίου. Πολλοί μετανάστευσαν στη M. Ασία, στα τσιφλίκια των Kαραοσμάνογλου, πλούσιων γαιοκτημόνων στην περιοχή της Περγάμου. Άλλοι κατέφυγαν στην Ιταλία, στη Mινόρκα, στη κεντρική Ευρώπη και στη Ρωσία.

H μετανάστευση προς τη Ρωσία ήταν μεγάλη, ιδίως μετά τη συνθήκη του Kιουτσούκ Kαϊναρτζή. Ορισμένα πελοποννησιακά κέντρα ερημώθηκαν, όπως η Xαλανδρίτσα στην Αχαΐα, που είχε προεπαναστατικά 5.000 κατοίκους. H φυγή πολλών κατοίκων και οι πολεμικές αναστατώσεις επέφεραν την κάθετη πτώση της γεωργικής παραγωγής και, συνεπώς, τον μαρασμό του εξαγωγικού εμπορίου, πρωτίστως προς τη Γαλλία. Για τον Mοριά τελειώνει «ο καλός καιρός», όπως χαρακτηρίζουν την περίοδο 1715- 1770 στα Aπομνημονεύματά τους ο K. Δεληγιάννης και ο Π. Παπατσώνης. H Μάνη πέρασε στη δικαιοδοσία του καπουδάν πασά με την υποχρέωση να πληρώνει ως ετήσιο φόρο 30.000 γρόσια αντί για 4.000 που πλήρωνε μέχρι τότε. Τότε εξοντώθηκε ο K. Kολοκοτρώνης, πατέρας του Θεόδωρου, και ο Bενετσανάκης. Γλίτωσε όμως ο μικρός Θοδωρής, ο μελλοντικός αρχιστράτηγος του Αγώνα.[39]

Το κίνημα των Ορλωφικών αναφορικά με την φύση, την ταυτότητα και τον χαρακτήρα του δεν προσιδιάζει στους όρους και στις αρχές μία εθνικής επανάστασης καθώς στερείτο των προαπαιτουμένων εκείνων ιδεολογικών αξόνων που θα μπορούσαν να του δώσουν εθνικοαπελευθερωτική μορφή. Στο επίπεδο της ιδεολογικής συγκρότησης δεν θα μπορούσε να είναι εθνική επανάσταση καθώς δεν είχαν προηγηθεί όλες εκείνες οι πολιτικές και κοινωνικές ζυμώσεις, Γαλλική Επανάσταση, Ναπολεόντειοι πόλεμοι,  που θα μπορούσαν να παγιώσουν και να αποκρυσταλλώσουν τις εθνικές διεκδικήσεις σύμφωνα με τα προτάγματα της νεωτερικότητας. Την εποχή του ξεσπάσματος των πολεμικών επιχειρήσεων η έννοια του έθνους – κράτους και της πολιτικής ορθότητας μέσω της νόμιμης εξουσίας και της διοικητικής αυτοδυναμίας δεν είχαν ακόμα στοιχειοθετηθεί  και παγιωθεί στο Ευρωπαϊκό γίγνεσθαι ή τουλάχιστον βρίσκονταν σε εμβρυική μορφή. Το όραμα του Έθνους – Κράτους είχε λάβει ολοκληρωμένη ιδεολογική και πραγματιστική διάσταση τις παραμονές του εθνικού ξεσπάσματος του  1821 και το οποίο συνδέθηκε άρρηκτα με την ταυτότητα του αγώνα.

Βέβαια το κίνημα των Ορλωφικών ήταν ένα γεγονός που στην ιδεολογική του βάση φαίνεται πως συνδέθηκε με τις αρχές που εκπορεύονταν από τον συντελούντα τότε ευρωπαϊκό διαφωτισμό μέσω της εμπέδωσης του προτύπου της πεφωτισμένης δεσποτείας που τεχνηέντως εκπροσωπούσε με ιδιαιτέρα σπουδή η Μεγάλη Αικατερίνη της Ρωσίας. Στην βάση της ερμηνευτικής του προσέγγισης το κίνημα των Ορλωφικών συνδέθηκε τόσο με τους τοπικούς ανταγωνισμούς, τις έριδες και τις πολιτικές διεκδικήσεις μεταξύ των ντόπιων Προεστών της Πελοποννήσου[40], όσο και με εθνικά κίνητρα και σκοπούς καθώς θα ήταν ίσως ανιστόρητο να αποκλείσουμε οποιαδήποτε εθνικοκεντρική σκοπιά περί του ζητήματος, στο βαθμό βέβαια που δεν θα υπερβαίνει την πραγματικότητα της εποχής πάντα σε συνδυασμό με τα ευρωπαϊκά πολιτικά και ιστορικά τεκτενόμενα.

Η εθνική και πολύ περισσότερο η θρησκευτική συνείδηση διαδραμάτισε καίριο ρόλο στην διαμόρφωση των κινήτρων, ειδικότερα στις πλατιές λαϊκές μάζες των Πελοποννήσιων, χωρίς βέβαια  αυτή να βρίσκεται σε τέτοιο στάδιο ολοκλήρωσης ώστε να μπορεί να αναπτύξει έναν ευρύτερο «χάρτη» εθνικών διεκδικήσεων. Σαφώς και δεν πρέπει να απαξιωθεί ο Ρωσικός παράγοντας που υπήρξε και ο καταλυτικότερος κατά την προπαρασκευή και κατά την εφαρμογή του κινήματος. Τα ορλωφικά εντάσσονται στα ευρύτερα γεωπολιτικά και στρατιωτικά σχέδια που είχε εκπονήσει η Ρωσία προεξάρχουσας της Μεγάλης Αικατερίνης που στόχευαν στην γενικευμένη εξέγερση των Βαλκανικών λαών ως αντιπερισπασμός στον πόλεμο εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Υπό αυτό το στρατηγικό πλάνο οι Ρώσοι θα χρησιμοποιήσουν τους Έλληνες για την πραγμάτωση των επεκτατικών τους σχεδίων σε βάρος των Οθωμανών. Την εποχή αυτή διαδίδονταν στον ελληνικό χώρο ταχύτητα προφητείες, οι οποίες μιλούσαν για απελευθέρωση από το «ξανθό γένος», που οι υπόδουλοι πίστευαν ότι είναι οι Ρώσοι.

Ποιος όμως ήταν ο ρόλος των Προεστών της Πελοποννήσου σε αυτά τα γεγονότα πώς τα δέχτηκαν και πώς προσπάθησαν να τα εκμεταλλευτούν προς όφελος τους; Αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ο βασικός παράγοντας οργανωτικής, οικονομικής και διοικητικής φύσεως κατά το κίνημα των Ορλωφικών υπήρξαν οι προεστοί οι οποίοι πρωτοστάτησαν ενεργά και φανερά. Τα κίνητρα και οι σκοποί των προυχόντων κατά την διάρκεια των Ορλωφικών δεν φαίνεται να περιορίζονται αποκλειστικά και μόνο σε επίπεδο τοπικών αλλά και ιδιωτικών συμφερόντων. Ενδεχομένως  κάποιοι προεστοί να επιδίωκαν την ανατροπή της υφιστάμενης πολιτικής κατάστασης και των κοινωνικών ισορροπιών προκειμένου να ενισχύσουν την  δύναμη τους και να επιβληθούν έναντι των οθωμανικών τοπικών συμφερόντων.[41] Ωστόσο η ενεργή τους ανάμειξη στα γεγονότα και ο πρωταγωνιστικός ρόλος που ανέλαβαν υποδεικνύει την ύπαρξη εθνικών και θρησκευτικών κινήτρων που συνδέονταν με την απελευθέρωση από τον οθωμανική εξουσία και την διαμόρφωση νέων κοινωνικοπολιτικών προσανατολισμών. Βέβαια δεν θα πρέπει να υποτιμάται και η έντονα διάχυτη προσδοκία που υπήρχε σχετικά με την έλευση των Ρώσων, η οποία καλλιεργείτο από προφητείες και χρησμούς της μεσσιανικής θεολογίας όπως φυσικά και καλλιέργεια εκ μέρους της Ρωσίας της υποδοχής της ως προστάτη και λυτρωτή των Ορθοδόξων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.[42]

Το κίνημα όπως είναι γνωστό δεν πέτυχε τους σκοπούς του και κατεστάλη ολοσχερώς. Η διαφωνίες μεταξύ των προεστών, η έλλειψη ορθολογικού συντονισμού και φυσικά η πλημμελής βοήθεια των Ρώσων συνέβαλλαν στην αποτυχία. Όπως αποδεικνύεται  η τάξη των προεστών προεξάρχοντος του Παναγιώτη Μπενάκη πρωτοστάτησε όχι μόνο στην οργάνωση αλλά και στα πολεμικά γεγονότα αναλαμβάνοντας αξιόλογη στρατιωτική αλλά και οικονομική δράση.

Μετά την αποτυχία του κινήματος των Ορλωφικών, όπως ήταν φυσικό, οι προεστοί δέχτηκαν τις βαρύτερες συνέπειες. Και ήταν φυσικό διότι αυτοί υπήρξαν ο βασικός επαναστατικός και οργανωτικός παράγοντας κατά την διάρκεια του εμπόλεμου αυτού εγχειρήματος. Πιο συγκεκριμένα οι αρχηγοί Μπενάκης, Κρεββατάς Ανδρουσάκης και Παναγιώτης Ζαΐμης, που πρωτοστάτησαν ενεργά στο κίνημα, εκπατρίστηκαν. Όσοι δεν κατάφεραν να διαφύγουν και να απομακρυνθούν του κινδύνου φονεύθηκαν από τους Τούρκους. Χαρακτηριστικές και άκρως αντιπροσωπευτικές του κλίματος που επικρατούσε μετά τα Ορλωφικά είναι οι περιπτώσεις του απαγχονισμού του προεστού Δεληγιάννη, καθώς και η σφαγή της οικογένειας του, και η σφαγή δύο Κρεββατάδων. Βαρύ ήταν και το οικονομικό τίμημα των προεστών, οι οποίοι επωμίστηκαν και τα οικονομικά του αγώνα. Οι Κρεββατάδες επί παραδείγματι δαπάνησαν για τις υλικές ανάγκες του κινήματος όλη την κινητή περιουσία τους.

Η τάξη των προεστών που κλήθηκε να αναλάβει τις κρίσιμες πρωτοβουλίες και ευθύνες, που ένα τέτοιο κίνημα προϋπέθετε, δέχτηκε σχεδόν ολοσχερώς τις συνέπειες της οθωμανικής αντίδρασης, και αναγκάστηκε να παραμείνει εξασθενημένη τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 18ου αιώνα. Η απώλεια της δύναμης των Μπενάκηδων και των Κρεββατάδων συνέπεσε με την ανάδειξη της οικογένειας των Λόντων στο πολιτικό και οικονομικό προσκήνιο. Η δύναμη των προεστών θα ανακτηθεί στα τέλη του 18ου αιώνα όταν και σταδιακά θα πρωτοστατήσουν στο εμπόριο.[43]

Αυτό που παρατηρείται στα χρόνια μετά τα Ορλωφικά είναι η γεωπολιτική στροφή των Ελλήνων προς τους Γάλλους, γεγονός το οποίο θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί σταθμός για τις πολιτικές και στρατηγικές εξελίξεις που θα ακολουθήσουν τα επόμενα χρόνια. Οι Έλληνες μετά την διάψευση των προσδοκιών από μεριάς της Ρωσίας στρέφονται στους Γάλλους, οι φιλελεύθερες διακηρύξεις των οποίων ανταποκρίνονται στους ευσεβείς πόθους τους.

Αντιπροσωπευτική των νέων προσανατολισμών είναι η περίπτωση του «ηγεμόνα» της Μάνης Τζαννέτ-Μπέη Μαυρομιχάλη, όταν και απέστειλε στην Ιταλία τον υιόν του Πιέρο, με επιστολή προς τον Βοναπάρτη, στην οποία χαιρέτιζε τις νίκες του Γαλλικού στρατού και προσεφέρετο να παράσχει έμπρακτη βοήθεια στους Γάλλους παραχωρώντας τα λιμάνια της Μάνης για τις επιχειρησιακές τους ανάγκες. Και πράγματι οι Γάλλοι εκμεταλλεύτηκαν αυτήν την ευνοϊκή συγκυρία και έταξαν τους Έλληνες στην σφαίρα των στρατηγικών τους συμφερόντων.  Το 1801 αποστέλλουν κορβέττα με πολεμοφόδια στο Γύθειο ενώ τον επόμενο χρόνο στο Οίτυλο προσορμίστηκε γαλλικό πλοίο και αντάλλαξε με τους Μαυρομιχαλαίους πολεμικό υλικό έναντι εγχώριον προϊόντων.[44]  Είναι φανερό πως σε αυτή την γεωπολιτική αναπροσαρμογή των Ελλήνων σαφέστατο ρόλο διαδραμάτισαν οι προεστοί της Πελοποννήσου.

Τα χρόνια που έπονται του κινήματος των Ορλωφικών και μέχρι και τις αρχές του 19ου αιώνα για τους προεστούς της Πελοποννήσου συνιστούν χρόνια ανασυγκρότησης. Οι προεστοί κατάφεραν να ανασυστήσουν την οικονομική και πολιτική δυναμική τους, και μάλιστα σε βαθμό μεγαλύτερο συγκριτικά με την περίοδο που προηγήθηκε του κινήματος. Σημαντικό ρόλο στην αναζωογόνηση αυτή διαδραμάτισε το εξαγωγικό εμπόριο στο οποίο οι προεστοί της Πελοποννήσου διέθεταν όλα τα απαραίτητα εχέγγυα (αποθεματικό κεφάλαιο) προκειμένου να αποκτήσουν την πρωτοκαθεδρία σε αυτό.[45]

Αξίζει να σημειωθεί ότι σημαντικό ρόλο στην ανασυγκρότηση των Ελλήνων προεστών διαδραμάτισε ο Βελή-πασάς της Πελοποννήσου. Η περίοδος της εξουσίας του Βελή στις αρχές του 19ου αιώνα χαρακτηρίζεται από την εφαρμογή μίας σταθερής και δίκαιης πολιτικής προς την μεριά των Ελλήνων. Στα χρόνια του Βελή σταμάτησαν οι αυθαιρεσίες και οι πιέσεις των Τούρκων σε βάρος των Ελλήνων ενώ διατηρούσε στενές σχέσεις με τους τελευταίους, σε βαθμό μάλιστα να έχει ως ιδιαίτερους συμβούλους του, τον Σωτηράκη Λόντο και τον Ιωάννη Δεληγιάννη. Επιπρόσθετα έλαβε μέτρα που συνέβαλαν στην οικονομική ενίσχυση των Ελλήνων προεστών και τα οποία περιλάμβαναν διάφορα οικονομικά ωφελήματα, προς αυτούς, όπως οι πρόσοδοι από αλυκές και μεταλλεία. Το πρόσφορο έδαφος για οικονομική και πολιτική ενίσχυση που συνεπαγόταν η πολιτική του Βελή – πασά εκμεταλλεύτηκαν οι προεστοί για να ανασυστήσουν την δυναμική τους παρουσία στον ευρύτερο χώρο της Πελοποννήσου.[46]

Ωστόσο μετά την πτώση του Βελή–πασά το 1812 στους προεστούς της Πελοποννήσου επικράτησε πολιτική αναστάτωση και ταραχή που οδήγησε σε οριστική ρήξη τις δύο αντίπαλες φατρίες. Στην Πελοπόννησο όπως ήδη ειπώθηκε οι ισχυρές οικογένειες των κοτζαμπάσηδων ήταν χωρισμένες σε δύο φατρίες ή παρατάξεις, το «Kαρυτομεσσηνιακόν» και το «Aχαϊκόν», που αντιμάχονταν η μία την άλλη.

Το 1812 η πρώτη φατρία, με αρχηγό τον πολύ ισχυρό προεστό Iωάννη Παπαγιαννόπουλο (Δεληγιάννη) από τα Λαγκάδια της Γορτυνίας αντιμαχόταν τη δεύτερη που είχε αρχηγό τον επίσης ισχυρό προεστό της Bοστίτσας/Αιγίου Σωτηράκη Λόντο. Μετά την απομάκρυνση, το ίδιο έτος, του Bελή πασά, διοικητή της Πελοποννήσου, η φατρία του Δεληγιάννη με τη βοήθεια των επισημότερων Τούρκων κατηγόρησε τον Λόντο στον νέο πασά, ο οποίος αποκεφάλισε τον Σωτηράκη στην Tριπολιτσά, όταν ο τελευταίος πήγε εκεί για να αποδείξει την αθωότητά του. Με τον ερχομό του νέου πασά η φατρία του Σ. Λόντου, υπό τον νέο αρχηγό της, τον Aνδρέα Λόντο, κατηγόρησε, με τη σειρά της, στον πασά τον γέροντα Iω. Δεληγιάννη, ο οποίος αποκεφαλίστηκε από τουρκικό απόσπασμα στα Λαγκάδια, το 1816. O θάνατος του κορυφαίου αυτού προεστού κατατρόμαξε όλο το Mοριά και έκανε τους προεστούς να υπογράψουν την 1η Απριλίου 1816 συμφωνητικό και υποσχετικό έγγραφο για «αδελφικήν ομόνοιαν»[47].

Όσο τα χρόνια προχωρούν προς το 1821 το ενδιαφέρον της Φιλικής Εταιρείας στράφηκε φυσικά στους προεστούς της Πελοποννήσου. Εξάλλου κρινόταν αδύνατον να μην υπολογιστεί ο βασικός πολιτικός και όπως αποδείχθηκε επαναστατικός παράγοντας της περιοχής. Οι προεστοί ανέλαβαν ουσιαστική δράση κατά την διάρκεια των προετοιμασιών του αγώνα αλλά και κατά την διεξαγωγή του. Οι ιθύνοντες της Φιλικής Εταιρείας αντιλαμβανόμενοι άμεσα την σημασία των προεστών για την επιτυχή έκβαση του μεγαλεπίβολου αυτού εγχειρήματος της επανάστασης έσπευσαν να τους εντάξουν – μυήσουν στο δυναμικό της εταιρείας.[48]

Αυτή τη φορά ο εθνικός σκοπός του αγώνα είχε αποκρυσταλλωθεί ωστόσο δεν πρέπει να υποτιμηθούν και τα επί μέρους ιδιοτελή και προσωπικά συμφέροντα των προεστών οι οποίοι προσπάθησαν να επωφεληθούν των πολιτικο-κοινωνικών  ανατροπών που θα επέφερε ο αγώνας. Επίσης αξίζει να τονιστεί ότι κατά την διάρκεια του επαναστατικού αγώνα οι προεστοί της Πελοποννήσου, κυρίως οι Ζαΐμηδες – Λονταίοι, οι Δεληγιανναίοι και η φατρία των Μαυρομιχαλαίων, στο πλαίσιο της αγωνιστικότητας και της αυταπάρνησης που επέδειξαν, προσέφεραν σημαντικό μέρος της περιουσίας τους με αποτέλεσμα όλοι στο σύνολό τους να εξαντληθούν οικονομικά.[49]

 

Επίλογος – Συμπεράσματα

 

Στα τελευταία εκατό χρόνια πριν από την Ελληνική Επανάσταση οι προεστοί των χριστιανικών κοινοτήτων διεκδίκησαν ένα σημαντικό μερίδιο εξουσίας και δύναμης στις ταραγμένες οθωμανικές περιφέρειες. Ήδη πολλές δεκαετίες πριν από τα μέσα του 18ου αιώνα, οι αντιπρόσωποι των ραγιάδων γνώριζαν από πρώτο χέρι τις πρακτικές και τους τρόπους, σύμφωνα με τους οποίους εξελίσσονταν οι εξουσιαστικές σχέσεις στον οθωμανικό κόσμο.

Είχαν αποκτήσει πλούσιες εμπειρίες, συναλλασσόμενοι διαρκώς για τις υποθέσεις της κοινότητάς τους τόσο με την κεντρική εξουσία και τη γραφειοκρατία της όσο και με τους τοπικούς παράγοντες της μουσουλμανικής αριστοκρατίας. Οι εμπειρίες αυτές αποδείχθηκαν πολύτιμες στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, όταν οι παραδοσιακές ισορροπίες κλονίστηκαν και νέες δυνάμεις διεκδίκησαν τον έλεγχο στις πόλεις και τα χωριά της Βαλκανικής. Οι πρόκριτοι, βλέποντας το κενό εξουσίας που άφηναν οι αλλαγές αυτές στο δικό τους τοπικό ορίζοντα, προσπάθησαν και στις περισσότερες περιπτώσεις κατάφεραν να στρέψουν τις εξελίξεις προς όφελός τους. Αποκτούσαν εισπρακτικά δικαιώματα, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις είχαν καταφέρει να μετατραπούν από υπευθύνους για την κατανομή των φόρων στο εσωτερικό της κοινότητάς τους σε ουσιαστικούς καρπωτές μεγάλου τμήματος των φόρων αυτών. H επιρροή τους δε σταματούσε μόνον εκεί. Μέσα από τα δίκτυα των επαφών τους επηρέαζαν ακόμα και την εκλογή των αξιωματούχων της περιοχής τους. Στο πρώτο τέταρτο του 19ου αιώνα, λίγο πριν από το ξέσπασμα των αποσχιστικών εξεγέρσεων στα Βαλκάνια, οι πρόκριτοι επηρέαζαν πλέον καταλυτικά τις εξελίξεις στις νοτιοβαλκανικές περιφέρειες. Οι επαναστάσεις που ακολούθησαν θα γίνονταν γρήγορα και δική τους υπόθεση, καθώς ήταν εκείνοι που γνώριζαν καλύτερα από κάθε άλλον να ελίσσονται ανάμεσα σε αντικρουόμενα συμφέροντα και αβέβαιες καταστάσεις.

Οι προεστοί της Πελοποννήσου κατά την διάρκεια της Β’ Τουρκοκρατίας υπήρξαν δίχως αμφιβολία οι πλέον εξέχουσες και επιφανείς μορφές της κοινωνίας με πολυσύνθετο πολιτικό και δημοσιονομικό ρόλο. Διαχειριστές επί της ουσίας της τοπικής εξουσίας κατόρθωσαν εκμεταλλευόμενοι τα προνόμια που παρείχε το σύστημα της τοπικής αυτοδιοίκησης να διευρύνουν την οικονομική τους επιφάνεια και να πολλαπλασιάσουν την πολιτική και οικονομική τους επιρροή. Επιπρόσθετα καθώς συναλλάσσονταν τόσο με την οθωμανική κεντρική εξουσία όσο και με τους τοπικούς πολιτικούς παράγοντες οι προύχοντες απέκτησαν πολύτιμες διοικητικές εμπειρίες γεγονός που τους κατέστησε τους αδιαφιλονίκητους ρυθμιστές του κοινοτικού συστήματος ενώ παρά τις οποιεσδήποτε αντιδράσεις  αποτέλεσαν τον συσπειρωτικό πόλο της κοινωνίας. Η πολιτική αυτή δύναμη που διέθεταν ως φορείς της διοικητικής εξουσίας κάτω από την επίδραση των ιστορικών εξελίξεων δεν άργησε να λάβει επαναστατικές και αυτονομιστικές διαστάσεις. Οι προύχοντες εκμεταλλευόμενοι την δύναμη και την κοινωνική τους επιρροή εξελίχθηκαν στους βασικούς επαναστατικούς παράγοντες της εποχής όπως φάνηκε με ενάργεια τόσο στο κίνημα των Ορλωφικών όσο και κατά την επανάσταση του 1821. Κι αν τα κίνητρα ήταν διαφορετικά για τον καθένα που συμμετείχε ή και αν ακόμα εξυπηρετούσαν προσωπικά και ιδιοτελή συμφέροντα ωστόσο κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει τον βαρυσήμαντο ρόλο που διαδραμάτισαν οι προεστοί της Πελοποννήσου στις διοικητικές και στρατιωτικές εξελίξεις της περιοχής.

 

Παράρτημα

Προεστοί της Πελοποννήσου κατά την Β’ Τουρκοκρατία

 

Κορινθία: οικογένεια Μαμωνά από τη Ζάχολη με καταγωγή από τη Μονεμβασιά (από 13ο αι.), οικογένεια. Νοταρά από τα Τρίκαλα Κορινθίας επίσης ιστορική οικογένεια (από 14ο αι.), οικογένεια Ρέντη από την Κόρινθο (από 13ο αι.).

Αργολίδα: οικογένεια Περρούκα από Άργος (από 17ο αι.), οικογένεια Βλάση ή Βλασόπουλου από Άργος με καταγωγή από Κοτίτσα Λακωνίας (από 18ο αι.).

Αρκαδία: οικογένεια Βάρβογλη από Τρίπολη με καταγωγή από Σέρρες (από 18ο αι.), οικογένεια Κουγιά από Τρίπολη (από 18ο αι.), οικογένεια Σέκερη από Τρίπολη (από 18ο αι.), οικογένεια Χρηστακόπουλου από Τρίπολη (από 18ο αι.), οικογένεια Δεληγιάννη από Λαγκάδια (από 18ο αι.), οικογένεια Λαμπαρδόπουλου από Δημητσάνα (από 17ο αι.), οικογένεια Παλαμήδη από Στεμνίτσα (από 18ο αι.), οικογένεια Κουλά από Καρύταινα (από 18ο αι.), οικογένεια Κωτσάκη από Αλωνίσταινα (από 17ο αι.), οικογένεια Δημητρακόπουλου από Αλωνίσταινα (από 18ο αι.), οικογένεια Ταμπακόπουλου από Βυτίνα (από 18ο αι.), οικογένεια Στασινού από Άκοβα (από 17ο αι.),

Τσακωνιά: οικογένεια Καραμάνου από Πραστό, οικογένεια Γούλελου από Πραστό.

Αχαΐα: οικογένεια Καλαμογδάρτη από Πάτρα με καταγωγή από Δημητσάνα (από 18ο αι.), οικογένεια Κανακάρη από Πάτρα με καταγωγή από Λειβαδιά (από 18ο αι.), οικογένεια Ρούφου από Πάτρα, οικογένεια Λόντου από Βοστίτσα (από 17ο αι.), οικογένεια Μελετόπουλου από Βοστίτσα (από 18ο αι.), οικογένεια Ζαΐμη από Κερπινή Καλαβρύτων (από 18ο αι.), οικογένεια Χαραλάμπη από Ζαρούχλα Καλαβρύτων (από 17ο αι.), οικογένεια Θεοχαρόπουλου από Αγ. Βαρβάρα Καλαβρύτων (από 18ο αι.), οικογένεια Φωτήλα από Καλάβρυτα με καταγωγή από την Ήπειρο (από 18ο αι.), οικογένεια Κωστάκη από Κερπινή Καλαβρύτων (από 18ο αι.).

Ηλεία: οικογένεια Σισίνη από Γαστούνη (από 17ο αι.), οικογένεια Βιλαέτη από Πύργο, οικογένεια Παπαφωτόπουλου από Ανδρίτσαινα, οικογένεια Χρηστόπουλου από Ανδρίτσαινα, οικογένεια Ζαριφόπουλου, οικογένεια Οικονόμου.

Λακωνία: οικογένεια Κρεββατά από Μυστρά (από 17ο αι.), οικογένεια Λεώπουλου από Μυστρά (από 17ο αι.), οικογένεια Μελετόπουλου από Μυστρά (από 17ο αι.), οικογένεια Κοπανίτσα από Μυστρά με καταγωγή από Βορδώνια (από 18ο αι.).

Μεσσηνία: οικογένεια Μπενάκη από Καλαμάτα (από 17ο αι.), οικογένεια Τζάνε από Καλαμάτα με καταγωγή από Οίτυλο Μάνης (από 17ο αι.), οικογένεια Κυριακού από Καλαμάτα με καταγωγή από Καρύταινα (από 17ο αι.), οικογένεια Ιατρού από Καλαμάτα (από 17ο αι.), οικογένεια Βασιλείου από Καλαμάτα (από 18ο αι.), οικογένεια Καραπατά από Φιλιατρά, οικογένεια Τομαρά, οικογένεια Ανδριανόπουλου από Γαργαλιάνους, οικογένεια Παπατσώνη από Ανδρούσα.

 

Υποσημειώσεις


 

[1]Λιάτα Ευτυχία, «οι κοινότητες» Ιστορία του νέου Ελληνισμού 1770-2000, τ.Α΄ εκδ., Ελληνικά Γράµµατα, Αθήνα 2003 σσ. 309 – 324. Επίσης βλ. Kοντογιώργης Γ., Kοινωνική δυναμική και πολιτική αυτοδιοίκηση. Οι ελληνικές κοινότητες της τουρκοκρατίας, Αθήνα 1982. Επίσης βλ. Απόστολου Ε. Βακαλόπουλου, Ιστορία του νέου ελληνισμού, τ. Δ΄, Ηρόδοτος, 2005.

[2] Παπαδία – Λάλα Αν., Ο θεσμός των αστικών κοινοτήτων στον ελληνικό χώρο κατά την περίοδο της βενετοκρατίας (13ος -18ος αι.), Βενετία 2008 , σελ. 465 – 500.

[3] Για την κοινωνία της Πελοποννήσου την περίοδο της Β΄ Βενετοκρατίας στην Πελοπόννησο βλ. Παπαδία – Λάλα Αν., ό,π. σσ. 465 – 486.

[4] Λιάτα Ευτυχία, ό,π. σσ. 309 – 324.

[5] Φωτόπουλος Aθ., Oι κοτζαμπάσηδες της Πελοποννήσου κατά τη δεύτερη τουρκοκρατία (1715-1821), Hρόδοτος, Aθήνα 2005, σσ. 38 – 39.

[6] Κωστής Παπαγιώργης, Κανέλλος Δεληγιάννης, εκδόσεις Καστανιώτη, πέμπτη έκδοση, Αθήνα, 2001.

[7] Για τον θεσμό των κοινοτήτων στην Πελοπόννησο κατά την Β΄ Τουρκοκρατία βλ. Aσδραχάς Σ., «Φορολογικοί μηχανισμοί και οικονομία στο πλαίσιο των ελληνικών κοινοτήτων (ιζ’-ιθ’ α΄.)», Zητήματα ιστορίας, Aθήνα 1983, σσ. 235-253. Επίσης Βλ. Γιαννόπουλος I., «Kοινότητες», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. IA’, εκδ. Αθηνών. 1975, σσ. 134-143. Επίσης για τον θεσμό των κοινοτήτων κατά την Β΄ Τουρκοκρατία βλ. Kοντογιώργης Γ., Kοινωνική δυναμική και πολιτική αυτοδιοίκηση. Oι ελληνικές κοινότητες της τουρκοκρατίας, εκδ., Νέα Σύνορα, Aθήνα 1982. Επίσης βλ. Σακελλαρίου M., H Πελοπόννησος κατά την δευτέραν τουρκοκρατίαν (1715-1821), εκδ., Hρόδοτος, Aθήνα 2012 (α’ έκδοδη Aθήνα 1939). Επίσης βλ. Επίσης βλ. Ευτυχία Λιάτα, «οι κοινότητες» Ιστορία του νέου Ελληνισµού 1770-2000, τ.Α΄ εκδ.,Ελληνικά Γράµµατα, Αθήνα 2003 σσ. 309 – 324.

[8] Για την παρακμή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας βλ. Γιαννόπουλος I., «η παρακμή του οθωμανικού κράτους. Η προσαρμογή των θεσμών στη νέα πραγματικότητα», ό,π. σσ. 98 – 110. Επίσης για την οικονομία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας βλ. Halil İnalcık-Donald Quataert, Οικονομική και κοινωνική ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τ. Β΄: 1600-1914, επιμ. Μαρίνος Σαρηγιάννης, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2011.

[9] Για την επικράτηση της μεγάλης ιδιοκτησίας έναντι των τιμαρίων και για την γενικότερη παρακμή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας  βλ. Γιαννόπουλος I., «η παρακμή του οθωμανικού κράτους. Η προσαρμογή των θεσμών στη νέα πραγματικότητα», ό,π. σσ. 98 – 110. Επίσης βλ. Halilİnalcık-Donald Quataert, ό,π.σσ. 103 – 155.

[10] Σαρρής Ν., Προεπαναστατική Ελλάδα και οσμανικό κράτος. Από το χειρόγραφο του Σουλεϋμάν Πενάχ εφέντη του Μοραΐτη (1785) , εκδ. Ηρόδοτος, 2005.

[11] Γιαννόπουλος I., ό,π., σσ. 134 – 143.

[12] Στο ίδιο, ό,π. σσ. 137 – 139.

[13] Φωτόπουλος Aθ., ό.π, σσ., 41 – 58.

[14] Για το φορολογικό σύστημα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και τον ρόλο των κοινοτήτων βλ. Aσδραχάς Σ., ό,π., 235 – 253. Επίσης βλ. Για το διανεμητικό σύστημα φορολόγησης στην Πελοπόννησο βλ.Φωτόπουλος Aθ., ό.π,. σελ. 163 – 186.

[15] Στο ίδιο , ό,π., σσ. 174 – 180.

[16] Παπαδία – Λάλα Αν., ό,π., σελ. 465 – 487

[17] Γιαννόπουλος I., «Kοινότητες»,ό,π., σσ., 139 – 141.

[18] Για την οργάνωση του θεσμού των κοινοτήτων βλ.Γιαννόπουλος I., ό,π., σελ. 134 – 143. Επίσης βλ. Kοντογιώργης Γ., ό,π.

[19] Σακελλαρίου M., ό.π.

[20] Για τις κοινότητες στη Πελοπόννησο κατά την Β΄ Τουρκοκρατία βλ. Φωτόπουλος Aθ., ό.π. σσ. 33 – 57. Επίσης βλ. Σακελλαρίου M., ό,π. σσ. 78 – 98.

[21] Φωτόπουλος Aθ., ό.π,. 59 – 75.

[22] Σακελλαρίου M., ό,π. σσ. 87 – 98.

[23] Γιαννόπουλος I., ό,π., σελ. 141 – 143.

[24] Σαρρής Ν., ό,π.

[25] Για τις πηγές της προυχοντικής δύναμης βλ. Φωτόπουλος Aθ., ό.π,. 163 – 211.

[26] Για την ταξική ταυτότητα των προεστών βλ. Φωτόπουλος Aθ., ό.π,. 33 – 57. Επίσης βλ. John A. Petropulos Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο ελληνικό βασίλειο 1833-1843, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1997, σελ 25 – 100.

[27] Για την τάξη των προεστών και τον ρόλο τους μέσα στην επαρχιακή αυτοδιοίκηση της Πελοποννήσουν κατά την Β’ Τουρκοκρατία βλ. Φωτόπουλος Aθ., ό.π,. 33 – 211. Επίσης βλ. Σακελλαρίου M., ό,π. Κεφαλαιο  τρίτο: διοίκηση ,  κεφάλαιο  τέταρτο: αυτοδιοίκηση.

[28] Για το κίνημα των ορλωφικών βλ. Γριτσόπουλος T., Tα Oρλωφικά. H εν Πελοποννήσω επανάστασις του 1770 και τα επακόλουθα αυτής, Aθήνα 1967. Επίσης βλ. Παπαδόπουλος  Σ., «H ελληνική επανάσταση του 1770 και ο αντίκτυπός της στις ελληνικές χώρες», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΑ’ σ. 58-85. Επίσης βλ. Pοτζώκος N., Aφύπνιση και εθνογένεση. Oρλωφικά και ελληνική ιστοριογραφία, εκδ. Βιβλιόραμα, Aθήνα 2007. Επίσης βλ. Σακελλαρίου M., ό,π. 162 – 192. Επίσης βλ. Tζάκης Δ., «“Υποδαυλιζόμενοι παρά της Ρωσίας…”: Η συμμετοχή των κοτζαμπάσηδων στην εξέγερση του 1770 στην Πελοπόννησο», στο Όλγα Κατσιαρδή-Hering κ.ά. (επιμ.), Ρωσία και Μεσόγειος. Πρακτικά Α΄ Διεθνούς Συνεδρίου (Αθήνα, 19-22 Μαΐου 2005), τ. Β΄, Αθηνα, Εθνικό και Καποδιστιρακό Πανεπιστήμιο Αθηνών / εκδ. Ηρόδοτος, 2011, σσ. 11-31. Επίσης βλ. Φωτόπουλος Aθ., ό.π,. 231 – 251.

[29] Σακελλαρίου M., σσ. 139.

[30] Pοτζώκος N., ό.π.

[31] Παπαδόπουλος  Σ., ό,π. σσ. 58 – 59.

[32] Φωτόπουλος Aθ., ό.π,. σσ.236.

[33] Παπαδόπουλος  Σ., ό,π. σσ. 59 – 64.

[34] Παπαδόπουλος  Σ., ό,π. σσ. 64.

[35] Παπαδόπουλος  Σ., ό,π.

[36] Παπαδόπουλος  Σ., ό,π. σσ. 65 – 66.

[37] Φωτόπουλος Aθ., ό.π,.σσ.231 – 251.

[38] Αναλυτικά για τα στρατιωτικά γεγονότα στην Πελοπόννησο βλ. Σακελλαρίου M., ό,π.,σσ. 162 – 192. Επίσης βλ. Παπαδόπουλος  Σ., ό,π., σσ. 64 – 75. Επίσης βλ. Φωτόπουλος Aθ., ό.π. σσ. 231 – 251.

[39] Για την δημογραφικές και οικονομικές επιπτώσεις του αποτυχημένου κινήματος των ορλωφικών βλ. Παπαδόπουλος  Σ., ό,π., σσ. 81 – 83. Επίσης βλ. Σακελλαρίου M., ό,π.,σσ. 193 – 205.

[40] Φωτόπουλος Aθ., ό.π,. σσ.236.

[41] Φωτόπουλος Aθ., ό.π,.

[42] Tζάκης Δ., ό,π., 11 – 31. Επίσης βλ. Παπαδόπουλος  Σ., ό,π., σσ. 64.

[43] Σακελλαρίου M., ό,π.,σσ. 229 – 231.

[44] Σακελλαρίου M., ό,π.,σσ. 234 – 235.

[45] Σακελλαρίου M., ό,π., σσ.244 – 245.

[46] Σακελλαρίου M., ό,π., σσ. 245 – 251.

[47] Για τις εσωτερικές έριδες και διενέξεις μεταξύ των προεστών λεπτομερή εξέταση αυτών των γεγονότων κάνει ο Φωτόπουλος Aθ.

[48] Βλ. Φωτόπουλος Aθ., ό.π,. Αρχείο Σέκερη σελ. 256 – 257.

[49] JohnA. Petropulos, ό,π., σελ. 60 – 120.

 

Βιβλιογραφία


 

  • Aσδραχάς Σ., «Φορολογικοί μηχανισμοί και οικονομία στο πλαίσιο των ελληνικών κοινοτήτων (ιζ’-ιθ’ α΄.)», Ζητήματα ιστορίας, Αθήνα 1983, σ. 235-253.
  • Γιαννόπουλος I., «Kοινότητες», Iστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. IA’, Aθήνα 1975, σ. 134-143.
  • Γριτσόπουλος T., Tα Oρλωφικά. H εν Πελοποννήσω επανάστασις του 1770 και τα επακόλουθα αυτής, Αθήνα 1967.
  • Κωστή Παπαγιώργη, Κανέλλος Δεληγιάννης, εκδόσεις Καστανιώτη, πέμπτη έκδοση, Αθήνα 2001.
  • Kοντογιώργης Γ., Kοινωνική δυναμική και πολιτική αυτοδιοίκηση. Oι ελληνικές κοινότητες της τουρκοκρατίας, Aθήνα 1982.
  • Λιάτα Ευτυχία, «οι κοινότητες» Ιστορία του νέου Ελληνισµού 1770-2000, τ.Α΄ εκδ.,Ελληνικά Γράµµατα, Αθήνα 2003 σσ. 309 – 324.
  • Παπαδόπουλος  Σ., «H ελληνική επανάσταση του 1770 και ο αντίκτυπός της στις ελληνικές χώρες», IEE, τ. ΙΑ’ σ. 58-85.
  • Παπαδία – Λάλα Αν., Ο θεσμός τω αστικών κοινοτήτων στον ελληνικό χώρο κατά την περίοδο της βενετοκρατίας (13ος -18ος αι.), Βενετία 2004.
  • Pοτζώκος N., Aφύπνιση και εθνογένεση. Oρλωφικά και ελληνική ιστοριογραφία, εκδ. Βιβλιόραμα, Aθήνα 2007.
  • Σακελλαρίου M., H Πελοπόννησος κατά την δευτέραν τουρκοκρατίαν (1715-1821), εκδ. Hρόδοτος, Aθήνα 2012 (α’ έκδοδη Aθήνα 1939).
  • Σαρρής Ν., Προεπαναστατική Ελλάδα και οσμανικό κράτος. Από το χειρόγραφο του Σουλεϋμάν Πενάχ εφέντη του Μοραΐτη (1785) , εκδ. Ηρόδοτος, 2005.
  • Tζάκης Δ., «“Υποδαυλιζόμενοι παρά της Ρωσίας…”: Η συμμετοχή των κοτζαμπάσηδων στην εξέγερση του 1770 στην Πελοπόννησο», στο Όλγα Κατσιαρδή-Hering κ.ά. (επιμ.), Ρωσία και Μεσόγειος. Πρακτικά Α΄ Διεθνούς Συνεδρίου (Αθήνα,19-22 Μαΐου 2005), τ. Β΄, Αθηνα, Εθνικό και Καποδιστιρακό Πανεπιστήμιο Αθηνών / εκδ. Ηρόδοτος, 2011.
  • Φωτόπουλος Aθ., Oι κοτζαμπάσηδες της Πελοποννήσου κατά τη δεύτερη τουρκοκρατία (1715-1821), Hρόδοτος, Aθήνα 2005.
  • John A. Petropulos, Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο ελληνικό βασίλειο 1833-1843 , Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1997.

 

Σαϊσανάς Βασίλειος

Μεταπτυχιακή εργασία – Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Μεταπτυχιακό σεμινάριο: Η Οθωμανική Αυτοκρατορία και οι βαλκανικοί λαοί, τέλη 18ου – αρχές 19ου αιώνα: κρίσεις, πολιτικές ανατροπές, ανταρσίες και εξεγέρσεις.  Διδάσκουσα: Ευθυμίου Μαρία. Αθήνα, 2016.

*Οι  επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που παρατίθενται στο κείμενο, οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

Σχετικά θέματα:

 

 


Viewing all articles
Browse latest Browse all 627

Trending Articles