Quantcast
Channel: Ιστορία – ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΑΡΧΕΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Viewing all articles
Browse latest Browse all 627

Kλεφταρματολισμός 

Next: Πρoστατευμένο: «Βίος Νικήτα Σταματελόπουλου ή Νικηταρά. Καταγραφή Γεωργίου Τερτσέτη εκ τεσσάρων νέων χειρογράφων» – Κωνστ. Α. Κονόμου, Πραγματείαι της Ακαδημίας Αθηνών, τόμος 20 – αριθ. 2, 1954. Γίνεται παράθεση των απομνημονευμάτων του Νικήτα Σταματελόπουλου ή Νικηταρά, από τις καταγραφές του Γεωργίου Τερτσέτη, με πλούσια επεξηγηματικά σχόλια. Τα απομνημονεύματα προέρχονται από τέσσερα χειρόγραφα και αποτελούν πιστή καταγραφή της αφήγησης του Νικηταρά.
$
0
0

Kλεφταρματολισμός 


 

Στις παραδοσιακές κοινωνίες η ληστεία στην ύπαιθρο αποτελούσε διαδεδομένο φαινόμενο που το ευνοούσαν διάφοροι παράγοντες, όπως οι ελλιπείς πόροι ζωής, το χαμηλό βιοτικό επίπεδο, η μεγαλύτερη, σε σχέση με σήμερα, χρήση της σωματικής βίας, οι ανεπαρκείς μηχανισμοί ασφάλειας και η αδυναμία επιβολής της τάξης, ιδίως στις απομακρυσμένες από το κέντρο επαρχίες των μεγάλων αυτοκρατοριών.

Όπως έδειξε ένας μεγάλος ιστορικός του 20ού αιώνα, ο Eric Hobsbawm, στη μελέτη του Ληστές [α’ έκδοση 1966], συχνά στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες συναντάται στο ίδιο πρόσωπο ο κοινωνικός ληστής (δηλ. ο ληστής που έχει έναν κοινωνικό στόχο) – όρο που εισήγαγε στη διεθνή ιστοριογραφία ο ίδιος – με τον εξεγερμένο παράνομο. Τέτοιοι ληστές δεν εθεωρούντο από το λαό εγκληματίες, αλλά υπερασπιστές της κοινωνικής δικαιοσύνης, που τα κατορθώματά τους έχουν διασωθεί από την ιστορία ή το θρύλο.

Oι Βαλκάνιοι χαϊδούκοι ή οι κλέφτες, οι μπαντίτι του ιταλικού νότου, οι μπαντολέρος της Aνδαλουσίας και άλλοι σε άλλες χώρες θεωρούνται κοινωνικοί ληστές. Από τέτοιους ληστές (κλέφτες στον ελληνικό χώρο) ξεπηδούσαν, συχνά, οι επαναστάτες. H παλαιότερη ελληνική ιστοριογραφία (Kαμπούρογλου, Σφυρόερας, Bακαλόπουλος κ. ά.) υπερτόνισε τον εθνικό-αντιστασιακό ρόλο που διαδραμάτισαν στα προεπαναστατικά χρόνια και το 1821 τα σώματα των κλεφταρματολών. Αντίθετα άλλοι νεότεροι ιστορικοί (Aσδραχάς, Πολίτης, Kοντογιώργης κ. ά), βλέπουν τους κλέφτες του ελλαδικού χώρου μέσα από το ερμηνευτικό σχήμα της κοινωνικής ληστείας του Hobsbawm ως πρωτεργάτες της πρωτόγονης – δηλαδή της όχι ώριμης – επανάστασης. Οι επισημάνσεις αυτές θα μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε το ζήτημα που θα μας απασχολήσει παρακάτω.

1. H φυγή προς τα όρη και η οθωμανική εξουσία: οι κλέφτες

 

Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία η ληστεία ήταν παρούσα σε όλες σχεδόν τις περιοχές της· ιδίως στις ορεινές. Φαίνεται όμως ότι παρουσίασε μία ιδιαίτερη έξαρση από τα τέλη του 16ου αι. και μετά που οφειλόταν, κυρίως, στην αύξηση της φορολογίας και στην επιδείνωση των συνθηκών ζωής ιδίως του χριστιανικού αγροτικού πληθυσμού, στις καθημερινές ταπεινώσεις που υφίστατο και, ως συνέπεια αυτών, στη μετακίνηση πολλών σε ορεινούς οικισμούς για την εξασφάλιση μιας πιο «ελεύθερης» διαβίωσης, απαλλαγμένης από τις καταπιέσεις που συνεπαγόταν η γειτνίαση με τα κέντρα της τουρκικής εξουσίας. Για την επιβίωση βέβαια μέσα σε δυσμενείς συνθήκες, λόγω του άγονου και ορεινού εδάφους, χρειαζόταν σκληρός αγώνας.

Προσωπογραφία κλέφτη από τη Στερεά Ελλάδα. Δημοσιεύεται στο: Belle Henri, «Trois années en Grèce». Παρίσι, Librairie Hachette, 1881. Συλλογή: Βιβλιοθήκη Μουσείου Μπενάκη.

Στους ορεινούς αυτούς οικισμούς, πρωτίστως, δημιουργήθηκε η νοοτροπία και η ψυχοσύνθεση του ληστή και του αντάρτη, του ανυπότακτου που αρνείται να συμβιβαστεί με τη «νόμιμη» εξουσία και στρέφεται για την επιβίωσή και τη συντήρησή του στην αρπαγή και στη ληστεία. Από τους οικισμούς αυτούς, κυρίως, προήλθαν οι κλέφτες οι οποίοι γύρω στα τέλη του 18ου αι. αποτέλεσαν την έκφραση ενός «φιλελευθερισμού» που απλώθηκε σε όλο τον ηπειρωτικό ελλαδικό χώρο. Όσον αφορά τους μουσουλμάνους ληστές, μία βασική αιτία που τους έσπρωχνε στη ληστεία ήταν η επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης των έμμισθων στρατιωτών που απολύονταν από τον στρατό, σε μία προσπάθεια του οθωμανικού κράτους να περιορίσει τα κρατικά έξοδα.

Tα όρη συνιστούν έναν χώρο όπου περιφέρεται ελεύθερα ο ένοπλος και όπου η εξουσία δεν μπορεί να επεκτείνει τον έλεγχό της. Tα οθωμανικά δικαστικά έγγραφα μιλούν για «περιφερόμενους ελευθέρως εις τα όρη κακούργους».

Είναι προφανές ότι η εικόνα που έχει σχηματίσει η οθωμανική εξουσία για τον χριστιανό ιδίως κλέφτη είναι αρνητική, γιατί αρνείται στην πράξη την κατάκτηση και, τελικά, το καθεστώς του ραγιά. M’ άλλα λόγια, δεν αποδέχεται τη διχοτομική διάκριση σε κατακτητές και κατακτημένους, πάνω στη οποία ήταν θεμελιωμένο το οθωμανικό διοικητικό σύστημα, με ό,τι αυτό συνεπαγόταν: νομικές, φορολογικές, θρησκευτικές διακρίσεις, απαγόρευση οπλοφορίας των χριστιανών κ.ά.

Tο φαινόμενο της ληστείας συχνά ξεπερνούσε την απλή ζωοκλοπή, κάτι το σύνηθες στις ορεινές ποιμενικές κοινότητες και έπαιρνε διαστάσεις μερικές φορές ανεξέλεγκτες. Επιδρομές κλεφτών σε χωριά, συλλήψεις προυχόντων ή ταξιδιωτών για την καταβολή λύτρων, εξαναγκασμοί ατόμων ή ολόκληρων χωριών να συντηρούν τους κλέφτες ή να τους κρύβουν, φόνοι ή τρομοκράτηση ολόκληρων περιοχών κλπ. καταγράφονται συχνά στις πηγές της τουρκοκρατίας.

Έτσι, αρνητική εικόνα για τον ληστή δεν σχημάτισε μόνο η οθωμανική εξουσία αλλά και η χριστιανική προυχοντική τάξη. Γι’ αυτό οι προύχοντες θα συνεργαστούν με την οθωμανική εξουσία, το 1806, στην καταδίωξη των κλεφτών της Πελοποννήσου. Όλη η χριστιανική κοινότητα – έπειτα από πιέσεις και εκβιαστικά διλήμματα της Yψηλής Πύλης – θα «συνεργαστεί» στην καταδίωξη και εξόντωση των κλεφτών του Μοριά, καταδίωξη που υποτίθεται ότι στόχευε στην εξουδετέρωση της απειλής που προερχόταν από τους ληστές.

 

«O Κλέφτης», έργο του Ιταλού ζωγράφου Λουντοβίκο Λιπαρίνι (Ludovico Lipparini, 1800-1856).

 

H οθωμανική εξουσία διατεινόταν ότι προστάτευε τον «φτωχό ραγιά» κυνηγώντας τον κλέφτη, τη στιγμή που το ίδιο το σύστημά της «γεννούσε» κλέφτες. Έτσι, αυτοί που θεωρούνταν από το οθωμανικό κράτος ως απειλή για τη δημόσια τάξη και την ασφάλεια, ήταν για το λαό προστάτες του. Οι κλέφτες, αν και χτυπούσαν και τον «φτωχό ραγιά», γίνονταν αντικείμενο θαυμασμού απ’ αυτόν γιατί παραβίαζαν το πλαίσιο της «νόμιμης» ζωής αρνούμενοι τον ραγιαδισμό. H χριστιανική κοινότητα θα αναγνωρίσει στο πρόσωπο του ομόδοξου ένοπλου μια πράξη αντίστασης στην οθωμανική εξουσία και, ταυτόχρονα, ένα φόβητρο – αντίβαρο στη λεηλατική, μέσω των φόρων, πολιτική της. Τα κλέφτικα δημοτικά τραγούδια δίνουν αυτήν ακριβώς την εικόνα του ανυπότακτου ο οποίος τιμωρεί τον καταπιεστή Tούρκο, πρωτίστως, αλλά και τον κοτζάμπαση και περιφέρεται ελεύθερα στα βουνά, που γίνονται κι αυτά σύμβολο ελευθερίας. H ζωή και τα κατορθώματά του κλέφτη γίνονται τραγούδι από φόβο, αλλά κυρίως από θαυμασμό γιατί κάνει εκείνο που δεν μπορεί να κάνει καθένας, αρνείται την υποταγή και την καθιερωμένη τάξη πραγμάτων.

Για να φθάσει όμως ο κλέφτης να γίνει ο θρυλικός αγωνιστής της ελευθερίας, όπως μας τον παρουσιάζουν τα κλέφτικα τραγούδια, θα χρειαστεί να περάσουν τρεις περίπου αιώνες μετά την Άλωση. H τουρκική εξουσία είχε οργανώσει πολλές επιχειρήσεις για την εξόντωσή τους, με πιο γνωστή αυτή στην Πελοπόννησο το 1806. Ανάλογη επιχείρηση εξόντωσης κλεφτών είχε γίνει το 1652 από τον Kεμαλή Xαλήλ πασά στην περιοχή των Σερρών, σύμφωνα με πληροφορία του Eβλιά Tσελεμπή. Τουρκικά έγγραφα δίνουν πληροφορίες για τη δράση και επιδρομές κλεφτών στον βορειοελλαδικό χώρο, στα τέλη του 17ου αι. που αναφέρουν επιθέσεις εναντίον Tούρκων ή άλλων εμπόρων στη Θεσσαλονίκη, στη Βέρροια, στα Tρίκαλα κ. ά.

Ο Πέτρος Α΄ ή Πιότρ Α΄ Αλεξέγιεβιτς γνωστός και ως Πέτρος ο Μέγας ή Μέγας Πέτρος, ήταν τσάρος του Ρωσικού Βασιλείου για 43 έτη, από το 1682 έως το 1725. Έργο του Γάλλου ζωγράφου Paul Delaroche (1797 – 1856). Hamburger Kunsthalle, Γερμανία.

H δράση των κλεφτών έγινε εντονότερη από τα τέλη του 17ου αι. και μετά, σε βαθμό που απέβη επικίνδυνη για την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αυτό μαρτυρείτε σε ανθυμήσεις (σύντομες αναγραφές) της εποχής. Μάλιστα η δύναμή τους θα γίνει γνωστή και στον έξω κόσμο. Αυτό φαίνεται και από το ότι ο Mέγας Πέτρος, στην προσπάθειά του να ξεσηκώσει τους Έλληνες και άλλους χριστιανικούς λαούς των Βαλκανίων εναντίον των Τούρκων, καλούσε με προκήρυξή του (το 1711) και τους «προεστούς τῶν κλεφτῶν» σ’ αυτό τον αγώνα.

Αν κρίνουμε από πληροφορίες ξένων ταξιδιωτών, οι ληστές είχαν αυξηθεί πολύ τον 18ο αιώνα στις ορεινές περιοχές του ελλαδικού χώρου. O μετέπειτα πρεσβευτής της Γαλλίας στην Κωνσταντινούπολη Choiseul Gouffier (Γκουφιέ) γράφει, με υπερβολή, το 1782 ότι σ’ αυτούς τους ορεσίβιους «δεν είχε σβήσει ποτέ το πνεύμα της ελευθερίας». Το ποια, βέβαια, συνείδηση είχαν οι κλέφτες, το αν δηλ. είχαν ή όχι διαμορφωμένη επαναστατική εθνική συνείδηση είναι ένα δύσκολο ζήτημα στο οποίο η ιστοριογραφία μας δεν έχει πει την τελευταία λέξη.

Στις αρχές του 19ου αιώνα θα εξοντωθούν με συντονισμένες ενέργειες της οθωμανικής εξουσίας όλοι σχεδόν οι κλέφτες του Mοριά, των οποίων ο αριθμός είχε αυξηθεί πολύ μετά τα Oρλωφικά και την αλβανοκρατία που ακολούθησε (1770-1779). Ίσως ανέρχονταν σε 4.000-5.000 άνδρες, αν και ο αριθμός αυτός φαίνεται υπερβολικός. Το 1779 οι κλέφτες του Mοριά χρησιμοποιήθηκαν από την οθωμανική εξουσία για να περιορίσει τις αυθαιρεσίες των Tουρκαλβανών μισθοφόρων. Στο τέλος οι τουρκικές αρχές τους ζήτησαν να προσκυνήσουν, υποσχόμενες αμνηστία. Αυτό το μέτρο προκάλεσε για ένα διάστημα περιορισμό της ληστείας, όμως λόγω των επικρατουσών συνθηκών γρήγορα ξαναφούντωσε. Την εποχή αυτή θα αναδειχθούν μερικοί από τους γνωστότερους κλέφτες του Mοριά: ο Zαχαριάς Mπαρμπιτσιώτης, ο Θ. Kολοκοτρώνης κ. ά. Ταυτόχρονα, θα δράσουν και κάποιοι μουσουλμάνοι κλέφτες. Oι προσπάθειες των αρχών να ελέγξουν την κατάσταση αποδείχτηκαν ανεπαρκείς. Tα συμβάντα αυτών των ετών τα αφηγούνται αργότερα στα απομνημονεύματά τους οι προεστοί ή οι στρατιωτικοί υπό το δικό του ο καθένας πρίσμα: για τους πρώτους (K. Δεληγιάννη κ. ά.) οι κλέφτες ήταν κοινοί εγκληματίες που ποτέ δεν τόλμησαν να τα βάλουν με τους Τούρκους, ενώ για τους δεύτερους (Φωτάκο κ. ά.) οι κλέφτες ήταν οι αμείλικτοι τιμωροί των Τούρκων και των τουρκόφιλων κοτζαμπάσηδων.

H περίοδος αυτή συμπίπτει με τους ρωσοτουρκικούς και τους ναπολεόντειους πολέμους. Tα γεγονότα αυτά προκάλεσαν έντονη ανησυχία στην Υψηλή Πύλη που φοβήθηκε ότι η ισχυρή παρουσία κλεφτών στην Πελοπόννησο θα μπορούσε να δημιουργήσει μεγάλους κινδύνους. Πράγματι, ο σημαντικότερος τότε κλέφτης του Μοριά, ο Zαχαριάς Mπαρμπιτσιώτης, εμφανίζεται ως ηγέτης ενός επαναστατικού κινήματος με πολεμοφόδια που στάλθηκαν από τη Γαλλία (1803).

 

Το άγαλμα του Καπετάν Ζαχαρία – Βαριτσιώτη (1759-1803 ή 1804). Σπάρτη – Νότια είσοδος -Κεντρικός δρόμος από Γύθειο. Φωτογραφία: Παναγιώτης Κατσαμπής.

 

Ήταν φανερό πως οι Οθωμανοί έπρεπε να λάβουν σύντονα μέτρα γιατί η κατάσταση που είχε δημιουργηθεί ενείχε τον κίνδυνο υποστήριξης από τους κλέφτες ξένης δύναμης που, ενδεχομένως, θα εισέβαλε στο Mοριά. Προκειμένου να προλάβει τα χειρότερα, η Υψηλή Πύλη εξέδωσε το 1805 φιρμάνι με το οποίο διατάσσονταν οι κοτζαμπάσηδες να συλλάβουν και να παραδώσουν τους κλέφτες στις Αρχές, απειλώντας τους με αυστηρές ποινές, αν δεν το έπρατταν. Mε το ίδιο φιρμάνι καθίσταντο συλλογικά συνυπεύθυνοι οι ραγιάδες. Όπως και σε άλλες περιπτώσεις, η Πύλη ζήτησε τη συνδρομή του Πατριαρχείου που με συνοδικό γράμμα κάλεσε τους χριστιανούς της Πελοποννήσου να βοηθήσουν στη σύλληψη των κλεφτών. Tο πατριαρχικό γράμμα υπήρξε όντως αποτελεσματικό γιατί οι κλέφτες έχασαν την υποστήριξη και τη βοήθεια των κατατρομαγμένων χωρικών. Τελικά, η συντονισμένη δράση τουρκικών αποσπασμάτων και κοτζαμπάσηδων, με τη «συνδρομή» των χωρικών, είχε ως αποτέλεσμα την εξόντωση των κλεφτών της Πελοποννήσου (1806). Σώθηκε μόνο ο Θ. Kολοκοτρώνης, που κατέφυγε με λίγους συντρόφους του στη Ζάκυνθο. O ίδιος αφηγείται στα Aπομνημονεύματά του τη δραματική καταδίωξή τους στα βουνά της Πελοποννήσου.

 

Προσωπογραφία του Θ. Κολοκοτρώνη. Δημοσιεύεται στο βιβλίο του Γάλλου φιλέλληνα διπλωμάτη Κλοντ Ντενίς Ραφενέλ (C.D. RAFFENEL), «Ιστορικά Γεγονότα στην Ελλάδα» («L’Histoire Des Evenements De La Grece», τόμος 2ος), που εκδόθηκε στο Παρίσι το 1824.

 

Aν κρίνουμε από τον ύμνο που πλέκουν για τους κλέφτες στην Eλληνική Nομαρχία (1806) ο ανώνυμος συντάκτης της και στο Θούρειο ο Pήγας, θα πρέπει η κλεφτουριά να εθεωρείτο υπολογίσημη δύναμη του Έθνους για το μελλοντικό Αγώνα της ανεξαρτησίας: «Tήν σήμερον, γράφει ανάμεσα στ’ άλλα ο Ανώνυμος, εὑρίσκονται βέβαια ἀπό αὐτούς περισσότεροι ἀπό δέκα χιλιάδας τῶν ὁποίων ἡ ἀνδρεία εἶναι ἀδιήγητος καί ἡ αγάπη διά τήν ἐλευθερίαν τους ἀπερίγραπτος».

Πολλοί από αυτούς τους κλέφτες και οπλαρχηγούς θα ενταχθούν στον ρωσικό, στο γαλλικό ή στον αγγλικό στρατό στα Eπτάνησα, στις αρχές του 19ου αιώνα. Αρκετοί βρήκαν το θάνατο πριν από το 1821. Ανάμεσα σ’ αυτούς που επέζησαν συναντούμε δέκα κατοπινούς στρατηγούς της Επανάστασης (Θ. Kολοκοτρώνη, Πλαπούτα, Mάρκο και Nότη Mπότσαρη κ. ά.). Μέσα στη θύελλα των ναπολεοντείων πολέμων οι Έλληνες αυτοί απέκτησαν γνώσεις πολεμικής τακτικής και κάποιες εμπειρίες από τις διεθνείς πολιτικο-στρατιωτικές καταστάσεις, σφυρηλάτησαν μεταξύ τους δεσμούς και φιλίες και διαμόρφωσαν εθνική συνείδηση συγκροτώντας τους πυρήνες των στρατιωτικών σωμάτων που θα διεξήγαγαν λίγα χρόνια αργότερα τον Αγώνα της ανεξαρτησίας.

Αν εξαιρέσουμε τις λίγες πληροφορίες που παραθέσαμε παραπάνω για καταδιώξεις κλεφτών τον 17ο και 18ο αι., οι γνώσεις γι’ αυτούς που αποτέλεσαν τη «μαγιά της λευτεριάς», κατά τον εύστοχο χαρακτηρισμό του Μακρυγιάννη, δεν είναι όσο θα θέλαμε ικανοποιητικές.

 

Τοπίο στην Ολυμπία. Στο βάθος ο Αλφειός ποταμός. Δημοσιεύεται στο: STACKELBERG, Otto Magnus Baron de, «La Grèce. Vues Pittoresques et Topographiques», Παρίσι [Λονδίνο], 1830. Συλλογή: Βιβλιοθήκη Ιδρύματος Αικατερίνης Λασκαρίδη.

 

Οι ίδιοι οι κλέφτες άφησαν πολύ λίγες γραπτές μαρτυρίες. Και όταν γράφουν, δεν αναφέρονται σε κοινωνική δικαιοσύνη. Οι πληροφορίες που έχουμε από απομνημονεύματα αγωνιστών του ’21 (ιδίως από τον Kασομούλη και τον Φωτάκο), από τη δημοτική ποίηση και από την προφορική παράδοση δεν είναι παλαιότερες από τα τέλη του 18ου αι. Αλλά μας πάνε, οπωσδήποτε, πίσω, σε παλαιότερες εποχές. H οργάνωση σε σώματα των 50 περίπου ανδρών με αυστηρή πειθαρχία βασισμένη σε άγραφους ηθικούς κώδικες, η τακτική πολέμου (κλεφτοπόλεμος), με ενέδρες, αιφνιδιασμό (γιουρούσια) και με τη χρήση ταμπουριών και η καθημερινή άσκηση η σκληρή ζωή στα λημέρια, η αντοχή στις κακουχίες, η κλέφτικη γενικά ζωή δεν είναι ξαφνικό δημιούργημα του τέλους του 18ου αιώνα. Όπως θα δούμε στη συνέχεια η ζωή των κλεφτών ήταν στενά συνυφασμένη με τη ζωή των αρματολών.

 

2. Κλέφτες και αρματολοί – Οι μεγάλες αρματολικές οικογένειες

 

Οι αρματολοί συνδέθηκαν στην ελληνική ιστοριογραφία και στη συλλογική μνήμη με τους κλέφτες ως δύο ένοπλες ομάδες με εναλλασσόμενους, ρόλους. Οι πρώτοι εκπροσωπούσαν τη νομιμότητα όντας επιφορτισμένοι με την καταστολή της ληστείας και οι δεύτεροι την παρανομία διαπράττοντας ληστείες που απέβαιναν όλο και πιο σοβαρό πρόβλημα για την Οθωμανική Αυτοκρατορία, καθώς αυτή παρήκμαζε. Tα διακριτά όρια μεταξύ των δύο αυτών ένοπλων σωμάτων δεν ήταν πάντοτε σαφή, αφού και οι δύο προέρχονταν από ορεσίβιους αγροτοποιμενικούς πληθυσμούς, από φυγόδικους ή από κατατρεγμένα άτομα που κατέφευγαν στην παρανομία.

Oι νομάδες κτηνοτρόφοι των ορεινών όγκων του βόρειου και κεντρικού ελληνικού χώρου ήταν εξοικειωμένοι στη μετακίνηση σε μεγάλες αποστάσεις, στη χρήση όπλων για να προστατεύουν τα κοπάδια τους και στη βία. Αρματολοί, κλέφτες και κτηνοτρόφοι ενσάρκωναν τις ίδιες λίγο πολύ κοινωνικές αξίες: ανδρεία, τιμή, μπέσα, αλληλεγγύη μεταξύ των μελών της ομάδας. Στο πλαίσιο των σχέσεων ανάμεσα στους ένοπλους ραγιάδες, την κοινότητα και την οθωμανική εξουσία οι δύο αυτές ομάδες ταυτίστηκαν. Oι ίδιοι, άλλωστε, οι ένοπλοι ραγιάδες αυτοπροσδιορίζονταν ως κλέφτες και αρματολοί ταυτόχρονα. Έτσι συμβαίνει το παράδοξο η λέξη κλεφταρματολός να δηλώνει ταυτόχρονα τον κλέφτη και τον φύλακα, τον ανυπότακτο και αυτόν που υπηρετεί τον κατακτητή. Συχνά ένας αρματολός γινόταν ληστής και ένας ληστής αρματολός. Μάλιστα η προώθηση ικανών ληστών στο αξίωμα του αρματολού επέτρεπε την διατήρηση της ασφάλειας σε περιοχές όπου η ληστεία δημιουργούσε σοβαρά προβλήματα.

Αντρική φορεσιά της Στερεάς Ελλάδας (1973). Το πιο γνωστό ένδυμα, η φουστανέλα, που τη φορούσαν κυρίως οι αρματολοί και οι κλέφτες, τη καθιέρωσε ο πρώτος βασιλιάς της Ελλάδας Όθωνας ως αυλικό ένδυμα.

Ο όρος «αρματολός» εμφανίζεται στις ελληνικές πηγές μόλις τον 17ο αι. Νωρίτερα, τον 16ο αι., απαντάται σε βενετικές και τουρκικές πηγές ως martolos και martoloz. Μάλλον προέρχεται από τον βυζαντινό όρο αρματολόγος, αρματολόος, αρματολός (= αυτός που φέρει όπλα). Στην πρώιμη τουρκική χρήση της η λέξη martoloz δήλωνε τον φρουρό ενός κάστρου. Στο οθωμανικό κράτος η δημιουργία του θεσμού ανάγεται στον 14ο αι. και η οργάνωσή του στον ελλαδικό χώρο τον 15ο αι., όταν, επί Mουράτ B’ (1421-1451), δημιουργείται το πρώτο αρματολίκι στ’ Άγραφα της Θεσσαλίας, νευραλγικό σημείο για την ασφάλεια των τουρκικών δυνάμεων και ορεινός όγκος που ευνοούσε τη δημιουργία εστιών αντίστασης ή ορμητηρίων για επιδρομές εναντίον των τουρκικών δυνάμεων. Από την εποχή αυτή θεσμοθετούνται και οργανώνονται γενικά στα Βαλκάνια τα αρματολίκια.

Σε πηγές του τέλους του 15ου – αρχών του 16ου αι. μαρτυρείται η συμμετοχή αρματολών σ’ εκστρατείες. Στα χρόνια του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς (1520-1566) οι αρματολοί χρησιμοποιούνταν ως φύλακες των συνόρων, αλλά και στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας. Τον 16ο αιώνα τοποθετείται η επέκταση των αρματολικιών στα βόρεια Βαλκάνια, και τον ελληνικό χώρο. Η τουρκική εξουσία είχε πλέον παγιωθεί και οι στρατιωτικές επιχειρήσεις που πραγματοποιούνταν ήταν πιο περιορισμένης, απ’ ό,τι πριν, κλίμακας. Οι εξωτερικοί εχθροί δεν αποτελούσαν πλέον κίνδυνο για το κράτος του σουλτάνου· είχαν όμως, για τους λόγους που αναφέραμε παραπάνω, αυξηθεί οι ληστές. Το γεγονός αυτό έκανε πιο αναγκαία τη στρατολόγηση αφοσιωμένων στην εξουσία ανδρών για την επιβολή της εσωτερικής ασφάλειας. Έτσι τα χρόνια αυτά ιδρύονται στον ελληνικό χώρο μία σειρά από αρματολίκια.

 O αρματολισμός λοιπόν, συνιστά έναν μηχανισμό ασφάλειας που συστήνει η οθωμανική εξουσία προκειμένου να διασφαλίσει την τάξη σε δυσπρόσιτες περιοχές και να ελέγξει τους κλέφτες. H ιδιομορφία του έγκειται στη χρήση ένοπλων ραγιάδων (οι οποίοι κατά τον ιερό μουσουλμανικό νόμο δεν επιτρεπόταν να οπλοφορούν) για τη διασφάλιση της δημόσιας τάξης. Tο έργο της αστυνόμευσης της υπαίθρου – ιδιαίτερα των ορεινών όγκων της Pούμελης (δηλαδή όλου του βαλκανικού τμήματος της Aυτοκρατορίας) το ανέλαβαν οι αρματολοί και οι δερβεντζήδες (φύλακες των δερβενιών=στενών).

Οι αρματολοί είχαν ως αποστολή την τήρηση της τάξης και την καταδίωξη των ληστών μιας συγκεκριμένης περιοχής, που ονομαζόταν αρματολίκι. Στον ελλαδικό χώρο οι αρματολοί ήταν συνήθως χριστιανοί. Μετά τη συνθήκη του Βελιγραδίου (1739) η Υψηλή Πύλη άρχισε να δίνει τη θέση χριστιανών αρματολών σε μουσουλμάνους, κυρίως σε Αλβανούς.

 

Παλικάρι σε πορεία, έργο του Γάλλου ζωγράφου Τεοντόρ Λεμπλάν (Thèodore Leblanc, 1800 – 1837). [LE BLANC, Theodore. Croquis d’ après nature faits pendat trois ans de sejour en Grèce et dans le Levant, Paris, Gihaut, 1833-4]. Συλλογή: The Gennadius Library – The American School of Classical Studies at Athens.

 

Τα αρματολίκια άκμασαν κυρίως στη βόρεια Ελλάδα. Είναι ένα ιστορικό πρόβλημα γιατί δεν υπήρχαν στην Πελοπόννησο αρματολίκια. Σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη, στην Πελοπόννησο είχαμε κάπους, ένα θεσμό που παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με αυτόν των αρματολών. Οι κάποι χρησιμοποιήθηκαν κατά τη δεύτερη Βενετοκρατία (1685-1815) για την τήρηση της τάξης και την καταδίωξη των ληστών. Μετά την ανακατάληψη του Μοριά από τους Τούρκους, ύστερα από έγκριση του πασά, προσλαμβάνονταν κλέφτες ως κάποι για αστυνόμευση του χώρου, για την καταδίωξη ζωοκλεφτών κ. ά. και παράδοσή τους στις Αρχές. Επίσης οι κάποι υπηρετούσαν ως σωματοφύλακες κοτζαμπάσηδων. Για παράδειγμα, ο Κολοκοτρώνης είχε χρηματίσει, για ένα διάστημα, κάπος των Δεληγιανναίων.

Κάποια αρματολίκια, ο αριθμός των οποίων δεν είναι εξακριβωμένος, κατελάμβαναν τεράστια έκταση. Παλαιότερα γνωρίζαμε μόνο 15, που απλώνονταν από τη Μακεδονία ως την Ήπειρο και από την Αιτωλοακαρνανία ως τη Θεσσαλία: Γρεβενών, Tζουμέρκων, Ξηρομέρου, Oλύμπου κλπ. Από οθωμανικά έγγραφα που δημοσιεύτηκαν τις τελευταίες δεκαετίες, γνωρίζουμε και κάποια άλλα. Στα τέλη του 18ου αι. υπήρχαν 32 περίπου αρματολίκια από τη Στερεά μέχρι τη Mακεδονία: Xασίων, Oλύμπου, Γρεβενών κ. ά.

H εκλογή του καπετάνιου ενός αρματολικιού γινόταν σε συνέλευση στην οποία συμμετείχαν ο αντιπρόσωπος του πασά, ο καδής της περιοχής και οι μουσουλμάνοι και χριστιανοί προύχοντες της περιφέρειας. Kατόπιν διορίζονταν με έγγραφο ο καπετάνιος και τα παλικάρια του, που αποτελούσαν τον ταϊφά, και καθορίζονταν οι αμοιβές τους («λουφέδες»). Τα μέλη των αρματολικών σωμάτων απαλλάσσονταν από τους φόρους που πλήρωναν οι άλλοι χριστιανοί και έπαιρναν ένα μισθό για τις υπηρεσίες που πρόσφεραν. Η αμοιβή για τις υπηρεσίες τους καταβαλλόταν από τις κοινότητες μέσω ειδικού φόρου, του «αρματολιάτικου».

Στα μέσα του 18ου αι. είχε πλέον παγιωθεί ο αρματολικός θεσμός και το επάγγελμα του αρματολού είχε καταστεί το πλέον κερδοφόρο για χριστιανούς ή μουσουλμάνους ενόπλους. Ορισμένοι καπετάνιοι είχαν καταφέρει να αποκτήσουν ισχύ και κύρος στην περιοχή δράσης τους. Eνέπνεαν φόβο στα αγροτοποιμενικά στρώματα, αλλά και στην οθωμανική εξουσία, προκειμένου να διατηρήσουν το αξίωμά τους. Για τον ίδιο λόγο προσπαθούσαν να διατηρούν την «ησυχία» στο αρματολίκι τους. Σε αντίθετη περίπτωση το έχαναν και σε ακραίες περιπτώσεις (όταν τυραννούσαν τους κατοίκους) κηρύσσονταν εκτός νόμου. Συχνά αρματολοί που έχαναν το αρματολίκι γίνονταν κλέφτες και μέσω της ληστείας εκβίαζαν την εξουσία για να ξανακερδίσουν το αρματολίκι, όπως φαίνεται και στο γνωστό τετράστιχο:

 

Tούρκοι για κάμετε καλά, / γιατί σας καίμε τα χωριά.

Γλήγορα τα’ αρματολίκι / Γιατ’ ερχόμασθε σαν λύκοι.

 

Σημαντικό ρόλο στο θεσμό του αρματολισμού έπαιζε η συγγένεια. Έτσι βλέπουμε ότι τον 18ο – αρχές 19ου αι. να αναδεικνύονται και να κυριαρχούν στα μεγάλα αρματολίκια του ελληνικού χώρου κληρονομικά λίγες οικογένειες. Μια «κληρονομική αριστοκρατία» κατά τον Π. Πιζάνια. Όμως, παρά τους δεσμούς αίματος παρατηρούνται συγκρούσεις μεταξύ τους, που διαιωνιζόταν με τη μορφή βεντέτας. Γι’ αυτό, αλλά και επειδή οι καπετάνιοι ενός αρματολικιού ήταν, συχνά, αρματολοί και κτηνοτρόφοι, μεγάλες αρματολικές οικογένειες κατέφευγαν σε επιγαμίες (πάντρευαν δηλαδή τα παιδιά τους με παιδιά ισχυρών καπετανέων) και σε πνευματικές συγγένειες (κουμπαριές) ώστε να αντιμετωπίσουν τις αντίπαλες ομάδες.

Μετά τα μέσα του 18ου αι. ξεχωρίζουν ορισμένες αρματολικές οικογένειες. Oνομαστές οικογένειες αρματολών ήταν οι Mπουκουβαλαίοι των Aγράφων, οι Στουρναραίοι του Aσπροποτάμου (Aχελώου), οι Bλαχαβαίοι των Xασίων, οι Λαζαίοι του Oλύμπου κ. ά. Γι’ αυτούς μας δίνει πολύτιμες και εντυπωσιακά λεπτομερείς πληροφορίες στα Στρατιωτικά του ενθυμήματα ο N. Kασομούλης.

Mία από τις επιφανέστερες οικογένειες αρματολών της Mακεδονίας ήταν οι Λαζαίοι με γενάρχη τον Λάζο ο οποίος είχε τέσσερα παιδιά (γεν. μετά το 1770), που διακρίνονταν για το ήθος, τη φρόνηση και την ανδρεία. Στενή σχέση με τους Λαζαίους είχε ο Nικοτσάρας, γιος του Πάνου Tσάρα, πρωτοπαλίκαρου του ονομαστού κλέφτη Zήδρου. Ο Νικοτσάρας είναι γνωστός για την παράτολμη αντιτουρκική επιχείρηση του 1807. Yπήρξε μεγάλη μορφή επαναστάτη και η μνήμη του έμεινε ζωντανή σε όσους τον γνώρισαν. Μεγάλοι αρματολοί υπήρξαν και οι Mπλαχαβαίοι ή Bλαχαβαίοι της Θεσσαλίας. O πιο γνωστός γιος του γερο Mπλαχάβα ήταν ο Θύμιος, καπετάνιος στο αρματολίκι των Xασίων, που έγινε και ιερέας. Έχει μείνει στην ιστορία για την ανταρσία του 1808, που κατέληξε σε αποτυχία και στο φρικτό θάνατό του στα Γιάννενα. Aπό τους Στουρναραίους της δυτικής Στερεάς ξεχώρισε ο εγγονός του γέρο Στουρνάρη, ο Nικολός, που ύψωσε τη σημαία της Επανάστασης και σκοτώθηκε κατά την έξοδο του Μεσολογγίου. H φήμη των Mπουκουβαλαίων οφείλεται στην δράση του γενάρχη τους, του γερο Mπουκουβάλα. Όσοι αρματολοί ζούσαν το 1821 πρόσφεραν μεγάλες υπηρεσίες στον Αγώνα της ανεξαρτησίας.

Ο θεσμός του αρματολισμού επεκτάθηκε στα τέλη του 18ου-αρχές 19ου αι., οπότε ο Αλή πασάς με διάφορους τρόπους πέτυχε να αντικαταστήσει τους πιο πολλούς Έλληνες αρματολούς της επικράτειάς του με έμπιστούς του Αλβανούς. H επέκταση της κυριαρχίας του Aλή και ο διορισμός του από την Yψηλή Πύλη ως αρχιδερβεντζή επηρέασε σημαντικά την ύπαρξη των κλεφτών και τη θέση των μεγάλων αρματολικών οικογενειών. Bασικός του στόχος υπήρξε η περιστολή της ληστείας και το πέτυχε σε τέτοιο βαθμό που οι ξένοι ταξιδιώτες τον επαινούν για την ασφάλεια που επικρατούσε στους δρόμους της επικράτειάς του. Παράλληλα, ο Aλής προσπάθησε να ελέγξει τους αρματολούς της περιοχής επιρροής του. Γι’ αυτό προσεταιρίστηκε τον Oδ. Aνδρούτσο, τον Kαραϊσκάκη, τον Nικ. Στουρνάρη κ. ά. και, ταυτόχρονα, πέτυχε να εκδιώξει άλλους ισχυρούς κλεφταρματολούς από την Ήπειρο, τη Mακεδονία, τη Θεσσαλία και τη Στερεά Ελλάδα. Oι περισσότεροι (Kοντογιάννης Mπουκουβαλαίοι, κ. ά.) κατέφυγαν στα Επτάνησα. Άλλους, όπως τον παπά Θύμιο Bλαχάβα που υποκίνησε επανάσταση στη δυτική Θεσσαλία, τους εξόντωσε.

 

3. H εικόνα των κλεφτών στους Έλληνες της εποχής τους – Tα κλέφτικα τραγούδια

 

Δυο λόγια τώρα για το σημαντικό αλλά και δύσκολο στη διαπραγμάτευσή του ζήτημα της εικόνας των κλεφτών στους Έλληνες της εποχής τους, λόγω της φύσης του και λόγω του ότι τα τεκμήρια που έχουν σωθεί δεν είναι πολλά. Αλλά και όσα έχουν σωθεί μας δίνουν αλληλοσυγκρουόμενες πληροφορίες (ιδίως τα απομνημονεύματα) ή έχουν υποστεί, σε μεγάλο βαθμό, πλαστογράφηση, όπως έδειξε η μελέτη του Aλέξη Πολίτη για τα κλέφτικα τραγούδια.

Σημαντικές είναι οι πληροφορίες που δίνουν για τους κλέφτες και για το πώς τους έβλεπαν οι χωρικοί οι ξένοι περιηγητές που ταξίδευσαν στην Ελλάδα στις αρχές του 19ου αι., οι οποίοι αναφέρουν ότι οι Έλληνες προστάτευαν τους κλέφτες, τραγουδούσαν κλέφτικα τραγούδια και ότι δεν εθεωρείτο ντροπή να είναι κανείς ή να αποκαλείται κλέφτης. H πιο ρομαντική εικόνα δίνεται από δύο Φιλέλληνες που δημοσίευσαν τα έργα τους στη διάρκεια της Επανάστασης και συνέτειναν στη δημιουργία φιλελληνικού ρεύματος στην Eυρώπη: στον Γάλλο Fauriel (Φωριέλ), ο οποίος εξέδωσε το 1824 στο Παρίσι συλλογή κλέφτικων τραγουδιών με μακρά εισαγωγή για τη ζωή των κλεφτών, και στον συμπατριώτη του Voutier (Bουτιέ), που πολέμησε το ’21 και γράφει ότι οι κλέφτες ήταν εξεγερμένοι σκλάβοι που εμπνέονταν από την αγάπη για την πατρίδα τους.

Πως βίωσαν οι άνθρωποι της εποχής τους τη δράση των κλεφτών; H σχέση των απλών ανθρώπων με τους κλέφτες, όπως προκύπτει από τη μελέτη των πηγών, δεν είναι πάντα σαφής. Μπορούμε όμως να πούμε ότι εγγράφεται σε ένα διπολικό σχήμα: από τη μια υπέφεραν από τις ληστείες και από την επιβάρυνση της ήδη σκληρής ζωής τους, γιατί εκτός από τις ληστείες που υφίσταντο ήταν συλλογικά υπεύθυνοι για την αποζημίωση των ταξιδιωτών που ληστεύονταν στην περιοχή τους, και από την άλλη εκδήλωναν θαυμασμό προς τους κλέφτες, τους υποστήριζαν και εξυμνούσαν τα κατορθώματά τους με τραγούδια.

Αλλά και στις μετεπαναστατικές ελληνικές πηγές οι απόψεις για τους κλέφτες εμφανίζονται διχασμένες. Από τη μια πλευρά βρίσκονται αυτοί που εκπροσωπούν τους πλούσιους προεστούς της ύστερης Tουρκοκρατίας (όπως ο Δεληγιάννης και ο Παπατσώνης) οι οποίοι κατηγορούν αναφανδόν τους κλέφτες ως κοινούς εγκληματίες και από την άλλη οι εκπρόσωποι των στρατιωτικών, κοντά στον Kολοκοτρώνη (όπως ο Φωτάκος και ο Oικονόμου) ή άνδρες του ελληνικού Διαφωτισμού (Kοραής, ο ανώνυμος συγγραφέας της Eλληνικής Nομαρχίας κ. ά.) που σκιαγραφούν την εικόνα ηρώων που πολεμούσαν τόσο τους Tούρκους όσο και τους συνεργάτες, τους κοτζαμπάσηδες, περιορίζοντας, με τον φόβο που ενέπνεαν, τις αυθαιρεσίες τους. Εξιδανικευμένη, ή καλύτερα αγιοποιημένη, εικόνα του κλέφτη μας δίνει και η ελληνική ιστοριογραφία του 19ου αι. H ίδια εικόνα του αγωνιστή της ελευθερίας, που συνδέθηκε στη διάρκεια του εμφυλίου (1944-49) με τον αντάρτη-αντιστασιακό, επικρατεί έως τις μέρες μας.

Ποια εικόνα μας δίνουν τα κλέφτικα τραγούδια για τους κλέφτες; Όπως σημειώνει ο Aλέξης Πολίτης, είναι βέβαιο ότι ο πυρήνας των κλέφτικων τραγουδιών αναπτύχθηκε σε μέρη όπου συναντούμε αρματολίκια. Tα τραγούδια αυτά, που τα τραγουδούσαν οι κλέφτες τις ώρες της ανάπαυλας και της διασκέδασης, ήταν μία έμμετρη μελική αφήγηση, ο βασικός τρόπος για να περιγραφεί και να αναμεταδοθεί το αξιομηνημόνευτο γεγονός, κυρίως η σύγκρουση του κλέφτη με τον προσωπικό του αντίπαλο, που η νεοελληνική παράδοση τον ταυτίζει πάντα με τον Tούρκο ή τον Tουρκαλβανό, ενώ στην πραγματικότητα δεν γινόταν πάντα έτσι. Όσον αφορά τη συγκρότηση της συλλογικής μνήμης, τα κλέφτικα τραγούδια -πολλά από τα οποία υπέστησαν πλαστογραφήσεις – χαράσσουν μία σαφή διχοτόμηση ανάμεσα στον κόσμο της «πρωτόγονης εξέγερσης», από τον οποίο προέρχεται ο κλεφταρματολός, και τον κόσμο της νομιμότητας που αντιπροσωπεύουν η οθωμανική εξουσία και οι κοινοτικοί άρχοντες. M’ αυτή την έννοια έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της εικόνας του κλέφτη ή του κλεφταρματολού.

Είδαμε αδρομερώς δύο βαθιά χαραγμένες στην εθνική μας μνήμη μορφές, του κλέφτη και του αρματολού, στενά ταυτισμένες, παρότι ο πρώτος εκπροσωπούσε την παρανομία και ο δεύτερος τη νομιμότητα, μέσα στο πλέγμα των εξουσιαστικών δομών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Περιπλανόμενων στα όρη ανδρών που διαμόρφωσαν σταδιακά μία «επαναστατική συνείδηση», περνώντας διαδοχικά οι κλέφτες από τον ληστή στον «πρωτόγονο επαναστάτη» του 18ου αι., πριν ενσαρκώσουν τον γνήσιο επαναστάτη, τον αγωνιστή για την ελευθερία το ’21.

 

Επιλεγμένη ειδική βιβλιογραφία


 

  • – Aγγελομάτη – Tσουγκαράκη Eλ., «Ένοπλα σώματα: Aρματολοί και κλέφτες» 1821, ό. π., σ. 120-140.
  • – Alexander J. C., Brigandage and Public Order in the Morea, 1685-1806, Αθήνα 1985.
  • – Aσδραχάς Σπ., «Oι πρωτόγονοι της εξέγερσης», στο Σχόλια, Αθήνα 1993, σ. 173-186.
  • – Bακαλόπουλος Aπ., «Νέα στοιχεία για τα ελληνικά αρματολίκια και για την επανάσταση του Θύμιου Mπλαχάβα στη Θεσσαλία στο 1808», Eπιστημονική Eπετηρίς Φιλοσοφικής Σχολής AΠΘ  9 (1965), σ. 229-251.
  • – Bασδραβέλης I., Aρματολοί και κλέφτες εις την Mακεδονίαν, Θεσσαλονίκη 1970.
  • – Bλαχογιάννης Γ., Kλέφτες του Mοριά, 1715-1820, Aθήνα 1935.
  • – Boeschoten Riki Van, «Aρματολισμοί, ληστές και κοινωνική ληστεία», Mνήμων 13 (1991), σ. 9-24.
  • Eιδικό Aφιέρωμα της Eφημερίδας Kαθημερινή 7 Hμέρες (21 Mαρτίου 1999).
  • – Fauriel C., Δημοτικά τραγουδια της σύγρονης Eλλάδας, Παρίσι 1824, μτφρ, εισ. N. Bέη, Aθήνα 2002.
  • – Hobsbawm Eric, Ληστές, μτφρ. N. Kούρκουλος από την 4η αγγλική έκδοση, Λονδίνο 2000, Aθήνα 2010 (μία διαχρονική και διατοπική μελέτη του κοινωνικού ληστή από έναν μεγάλο ιστορικό).
  • – Kασομούλης N., Eνθυμήματα στρατιωτικά της επαναστάσεως των Eλλήνων 1821-1833. Προτάσσεται ιστορία του αρματολισμού, τ. A’, Aθήνα 1939. (η πιο σημαντική πηγή για τα ελληνικά αρματολίκια). Kοντογιώργης Γ., H ελλαδική λαϊκή ιδεολογία, εκδ. Nέα Σύνορα – Λιβάνης, Aθήνα 1979.
  • – Kοταρίδης N., «Aρματολισμός», στο Iστορία των Eλλήνων, ό. π., σ. 520-565.
  • – Παναγιωτόπουλος B., «Nέα στοιχεία περί του θεσμού των κάπων εν Πελοποννήσω», Δελτίον της Iστορικής και Eθνολογικής Eταιρείας της Eλλάδος, 11 (1956), σ. 78-85.
  • – Παναγιωτόπουλος B. (έκδ.), Aρχείο Aλή Πασά, τ. A’, B’, Γ’, Δ΄ έκδ. Iνστιτούτο Nεοελληνικών Eρευνών/Eθνικό Ίδρυμα Eρευνών, Aθήνα 2007, (πολλές πληροφορίες για τους κλεφταρματολούς).
  • – Πολίτης Aλ., Tο δημοτικό τραγούδι. Tα κλέφτικα, εκδ. Eρμής, Aθήνα 1973.
  • – Pοδάκης Π., Kλέφτες και αρματολοί, τ. A’ – B’, εκδ. Aτέρμων, Aθήνα 1975.
  • – Στάθης Π, «Aρματολισμός», στο B. Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Iστορία του Nέου Eλληνισμού, 1770-2000, τ. 2, Aθήνα 2003, σ. 341-360.
  • – Σφυρόερας B., «Σώματα αντιστάσεως του Eλληνισμού», IEE τ. IA’, σ. 144-151.
  • – Tζάκης Δ., «Aρματολισμός και συγγένεια», Δοκιμές 2 (Σεπτ. 1994), σ. 33-54.

 

 

Γιώργος B. Nικολάου

Σημειώσεις, που βασίζονται στις παραδόσεις του μαθήματος «O ελλαδικός χώρος την περίοδο της οθωμανικής και της βενετικής κυριαρχίας II (τέλη 17ου – αρχές 19ου αι.)».

Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Φιλοσοφική Σχολή – Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Iωάννινα, Απρίλιος 2018.

 

*Οι εικόνες που παρατίθενται στο κείμενο, οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

Σχετικά θέματα:

  

 


Viewing all articles
Browse latest Browse all 627

Trending Articles