Λόγος Επιτάφιος Εις τον Κυβερνήτην της Ελλάδος Ιωάννην Α. Καποδίστριαν – Αλέξανδρος Στούρτζας
Λόγος Επιτάφιος
Εις τον Κυβερνήτην της Ελλάδος
Ιωάννην Α. Καποδίστριαν
(Συντεθείς υπό του Εξοχωτάτου Κυρίου Αλ. Στούρζα)
Ο Αλέξανδρος Στούρτζας γεννήθηκε το 1791 στο Ιάσιο της Μολδαβίας. Ήταν πέντε χρόνια μικρότερος της Ρωξάνδρας αλλά στάθηκε μέχρι τέλους ο αγαπημένος της αδερφός και ταυτόχρονα, ο έμπιστος του Καποδίστρια.
Ο πατέρας του Σκαρλάτος Στούρτζας καταγόταν από πάμπλουτη ευγενή οικογένεια, που ήταν εγκατεστημένη στη Μολδαβία. Η μητέρα του ήταν πριγκίπισσα, κόρη του Έλληνα πρίγκιπα Κωνσταντίνου Μουρούζη. Μετά τη συνθήκη του Ιασίου το 1792 και έπειτα από πρόσκληση της Αικατερίνης Β’, η οικογένεια Στούρτζα εγκαταστάθηκε οριστικά στην Πετρούπολη.
Η οικογένεια Στούρτζα γνώρισε τον Καποδίστρια το 1809 όταν εκείνος έφθασε στην Πετρούπολη, επίσημα προσκεκλημένος από τον Τσάρο, και διορίστηκε στο Υπουργείο Εξωτερικών. Στα επίσημα δείπνα που έδινε η οικογένεια, απαραίτητοι ήταν και ο κόμης Ιωάννης Καποδίστριας και ο πρίγκιπας Αλέξανδρος Υψηλάντης, που ήταν και συγγενής τους.
Για τρία χρόνια ο Καποδίστριας ήταν ο καθημερινός επισκέπτης της οικογένειας Στούρτζα. Όταν έφυγε, ο Αλέξανδρος τον ακολούθησε και η τοποθέτησή του στο διπλωματικό γραφείο του είχε γίνει με τη πρωτοβουλία του ίδιου του Καποδίστρια. Ο Αλέξανδρος παρέμεινε δίπλα στον Καποδίστρια μέχρι τέλους. Δικό του είναι και το «Σχέδιον περί εθνικής ανατροφής και δημοσίου παιδείας εις την Ελλάδα. Ιδέαι προκαταρκτικαί» για την οργάνωση της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, που επιχειρούσε ο Καποδίστριας το 1829.
Αυτός ο πιστός συνεργάτης και πολύτιμος φίλος και πρώτος βιογράφος του Καποδίστρια, θρήνησε το θάνατο του Κυβερνήτη και εκφώνησε στην εκκλησία της Οδησσού τον επικήδειο λόγο [1]:
«Μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις την
Ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού.»
(Ιωάννης ο Ιερός Ευαγγελιστής, κεφ. 15 στιχ.13)
Ως ανεξερεύνητα τα κρίματά Σου, Κύριε Παντοκράτορ! Επότισας ημάς πάλιν οίνον κατανύξεως.
Απέστρεψας το πρόσωπόν Σου από του λαού Σου. Εσαλεύθη και έντρομος εγεννήθη η γη των προγόνων μας διότι παρέδωκας ημάς εις αδόκιμον νουν, και ετελειώθη, κατά παραχώρησιν Σου, η πατροκτονία! Χείρες ανόσιοι, θηρία ανθρωπόμορφα, άνδρες αιμάτων επεβουλεύθησαν την πλέον πολύτιμον ζωήν, και την ύπαρξιν έθνους ολοκλήρου μετά του εκλεκτού Σου συνέκλεισαν εις ένα τάφον. Τω όντι, τά κρίματά Σου, Κύριε, άβυσσος πολλή, και εις το μυστήριον της ανοχής και προνοίας Σου ουδείς δύναται παρακύψαι.
Πενθούντες, ιδού παριστάμεθα έμπροσθεν του θρόνου της μεγαλωσύνης εν υψηλοίς, και, βαρέως στενάζοντες, εκφωνούμεν· Κύριε, έως πότε; Ευχάς και δάκρυα και δέησιν προσφέρομέν Σοι εκτενή υπέρ αναπαύσεως, εν ταις άγιαις Σου μοναίς, του δούλου Σου Ιωάννου Αντωνίου του Καποδίστρια, όστις, εναθλήσας μέχρις αίματος, ηρπάσθη αφ’ ημών, εν τω μέσω των αγώνων και της δόξης του.
Αλλά τί εγκαυχάται εν κακία ο ασεβής, και μίσος χορτάσας το βδελυρόν, νομίζει, ότι ενέπαιξε Σε τον Παντοδύναμον Θεόν, ότι εξύβρισε την Ελλάδα και όλην την ανθρωπότητα! Μήπως φαντάζεται η κακία, ότι αυθαιρέτως συνέτριψε το σκεύος της εκλογής Σου; Μήπως ο αείμνηστος Ανήρ και μέγας πολίτης, τον όποιον την σήμερον κλαίοντες μνημονεύομεν, δεν εδύνατο να αποφυγή την δολοφονίαν, να, πατήση επί όφιν και σκορπίον, ενώ Σε είχεν υπερασπιστήν της ζωής του; εδύνατο βέβαια. Αλλ’ η αγάπη, η ισχυρά ως ο θάνατος, η αγάπη, η μη ζητούσα τα εαυτής, η αγάπη, η έξω βάλλουσα τόν φόβον, κατά τον λόγον Σου, η αγάπη προς τον Θεόν και τους αδελφούς του Έλληνας τον έσυρεν εις τον θάνατον, ως προαιρετικής θυσίας ολοκάρπωμα, και η μακάρια Του ψυχή ήρπασε της αφθαρσίας τον στέφανον.
«Μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, «ίνα τις την ψυχή αυτού θη υπέρ των «φίλων αυτού».
Τεθλιμμένοι χριστιανοί, οι τιμώντες την μνήμην του Κυβερνήτου της Ελλάδος, ζητήσατε παραμυθίαν της λύπης σας εις αυτό το θείον ρητόν της πανσόφου και ουρανίου αγάπης. Κατατρυφήσατε του Κυρίου, και δώσει τα αιτήματα των καρδιών σας. Υψώσατε τον νουν εις την θεωρίαν των άνω πραγμάτων τότε μόνον θέλετε εκτιμήσει πρεπόντως το έπιγειον στάδιον του Καποδίστρια, και δοξάσει εν εκστάσει ψυχής τον αγωνοθέτην της σωτηρίας Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, τον δόντα χάριν ολοτελούς απαρνήσεως και τελείας αγάπης εις ολίγους τινάς εκλεκτούς ανθρώπους.
Ο Θεός αγάπη εστί, είπεν ο επιστήθιος μαθητής της αγάπης· όθεν πας πιστός, φέρων την εικόνα και ομοίωσιν του Δημιουργού του, πας μιμητής του Χριστού, ως δι’ αυτού λαμβάνων το χάρισμα της αναπλάσεως, πρέπει να φθάση εις βαθμόν, ώστε να κατασταθή όλος αγάπη. Όλοι οι κατά καιρούς αληθείς ευεργέται της ανθρωπότητος, εμψυχωθέντες υπό της αγάπης, κατώρθωσαν τα ακατόρθωτα, και, κατ’ αναλογίαν της ενδομυχούσης εν αύτοις αγάπης, ενεδύθησαν δύναμιν εξ ύψους. Αύτη η ζωογόνος πνοή του Θεού φωτίζει τον νουν, θερμαίνει την καρδίαν, απαλύνει τα πάθη, εμποιεί πειθώ εις τους λόγους, ρυθμίζει τα έργα των πιστών, και τους διαθέτει εις το να απαρνηθώσι παν ίδιον συμφέρον, πάσαν ιδίαν απόλαυσιν, και αυτήν την πρόσκαιρον ζωήν των. Τοιούτος εκ νεαράς του ηλικίας και μέχρι θανάτου εφάνη ο Ιωάννης Καποδίστριας.
Ευγενής βλαστός ευγενούς οικογενείας της Κερκύρας, δευτερότοκος υιός συνετού πατρός και μητρός ευσεβεστάτης, άρχισε την επί γης παροικίαν του εις το 1776 έτος. Διέτρεξε το στάδιον της σπουδής εις την Ιταλίαν, και, εκτός των φιλολογικών και φιλοσοφικών μαθημάτων, επεμελήθη την φιλάνθρωπον και περιληπτικήν επιστήμην της Ιατρικής. Μόλις έφθασεν εις εκείνην την ακμήν της νεότητος, καθ’ ήν οι ομήλικές του δυσκολεύονται να διοικήσωσιν εαυτούς· ότε η φωνή της πατρίδος τον εκάλεσεν είς τα ίδια, και ενεπιστεύθη εις αυτόν το πηδάλιον της αρτιγεννήτου Επτανήσου Πολιτείας. Έκτοτε και έως εις το 1807 έτος δεν έπαυσε νυχθημέρως αγωνιζόμενος υπέρ του κοινού, συμβιβάζων πολλάκις τα ασυμβίβαστα, οικονόμων τα σφοδρά πάθη των ομογενών του, αναπληρών την πολιάν δια της φρονήσεως, και ως επί το πλείστον, ως άλλος Ιωάννης, κηρύσσων εν τη ηθική ε ρ ή μ ω. Κατελύθη το πολίτευμα, παρεδόθη εις τον τότε κοσμοκράτορα και ο Καποδίστριας σταθερώς αποποιησάμενος τα προβλήματα του Ναπολέοντος, δια να έμβη εις την δούλευσίν του, επρόκρινε την ομόθρησκον βασιλείαν, εις την οποίαν έκπαλαι ατενίζοντες οι πρόγονοι ημών, εύρον της ορθοδοξίας το ακτινοβόλον άσυλον. Ήλθεν εις βασιλεύουσαν ο αείμνηστος τω 1809, έτει. Δύο χρόνους ειργάσθη εν γωνία και παραβύστω, προετοιμαζόμενος με γενναίαν υπομονήν εις το μετά ταύτα στάδιόν του. Εστάλη εις Βιένναν, και εκείθεν διωρίσθη εις τον του Δουνάβεως Ρωσσικόν στρατόν, διευθυντής όλων των διπλωματικών σχέσεων. Όλοι, οι αυτόπται γενόμενοι των εξαίσιων συμβάντων εκείνης της φοβέρας εποχής, εθαύμασαν τους μόχθους, ετίμησαν τους άθλους, επαίνεσαν την βαθύνοιαν, εσεβάσθησαν την διαγωγήν, και αείποτε θέλουν ενθυμείσθαι την αγάπην του Καποδίστρια. Δεν την έσβεσαν, αλλ’ ούτε την εψύχρανάν ποτέ η αχαριστία, ο φθόνος, αι μικροπρέπειαι, των ανθρώπων. Έλληνες χριστιανοί, ούτος ο Έλλην παρευρέθη εις όλας τας μάχας, μετείχεν όλων των διαπραγματεύσεων, υπέφερεν όλους τους κινδύνους, όλας τας κακοπαθείας, μέχρι της ενδόξου αλώσεως του Παρισιού. Επέμφθη υπό του Αυτοκράτορος Αλεξάνδρου εις την Ελβετίαν, επεχειρίσθη, και ετελείωσε το δεινόν έργον της ειρηνοποιήσεώς της. Εκεί όλαι αι ευγενείς καρδίαι αντηχούν το όνομα του μεγαλοφυούς Έλληνος. Τους ηγάπησεν εμπράκτως ο αείμνηστος όθεν συμπολίτην, αδελφόν και ευεργέτην τον εκήρυξεν η ευγνώμων Ελβετία. Αλλά συγχρόνως ο αοίδιμος της Ευρώπης ελευθερωτής, Αλέξανδρος ο Πρώτος, τον οικειοποιήθη ως Γραμματέα των απορρήτων της αχανούς επικράτειάς του. Πληρεξούσιος του γενναιότατου των μοναρχών, ο Καποδίστριας ειργάσθη, και υπέγραψε τας συνθήκας της Βιέννης, του Παρισιού, του Άαχεν, και εμφρόνως κατώρθωσεν αναρίθμητους διαλλακτικούς συμβιβασμούς, εις τον παλαιόν και εις τον νέον Κόσμον. Εν ω όμως έλαμπεν, ως αστήρ, εις τον κολοφώνα των ανθρωπίνων μεγαλείων και της δόξης, η καρδία του δικαίου εμνημόνευεν αδιακόπως την πατρίδα του. Δυστυχούντων των ομογενών, δεν έστεργεν ευτυχίαν δια τον εαυτόν του. Πτωχευόντων αυτών, κατεφρόνει τον πλούτον, ή τον εσκόρπιζεν εις τους χρείαν έχοντας. Έβλεπε τα αγαθά της ευνομίας, της ευμάθιας, και εζήλου ζήλον τω όντι θείον, ως τε να μεθέξωσι και οι Έλληνες των αυτών πολυτίμων αγαθών. Παραβλέψας πολλά συμφέροντα, και ευλαβούμενος μόνον το καθήκον, έσπευσεν εις Κέρκυραν, ησπάσθη το προγονικόν έδαφος και την πατρικήν εστίαν – και είπεν εις αυτήν το: Χαίρε δια πάντα! Μετ’ ου πολύ, μαύρα σύννεφα εκάλυψαν τον πολιτικόν ορίζοντα. Εσείσθη η Ευρώπη, εταράχθη η Ελλάς, διερράγη μεγάλη, βαθυτάτη πληγή – εσάλπισεν άγγελος ολοθρευτής εξ ουρανού, και άρχισεν ο επταετής αγών μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδος. Τα δεινά ταύτης της χρονικής περιόδου τίς διηγήσεται; Ο άμεμπτος Ανήρ, τον οποίον μνημονεύομεν, εδοκίμασε τότε ωδίνας θανάτου εις την ευαίσθητον καρδίαν του, ήτις έπνεεν αγάπην προς τους αδελφούς· και μ’ όλον ότι δικαίως ηγανάκτει δια το αστόχαστον και πάρωρον της επιχειρήσεως, πάντα λίθον εκίνησεν υπέρ της του έθνους σωτηρίας. Τέλος, βλέπων ότι εις μάτην ικετεύει, παρητήθη γενναίως όλα τα μεγαλεία του, και ανεχώρησε, περικλεής απόμαχος του δικαίου, εις ξένην γην, προκρίνας το να ιδιωτεύη, παρά να φανή επεμβαίνων, ή αδιαφορών εις τα πάθη των αδελφών του. Χριστιανοί! ιδού πάλιν δείγματα της φλογέρας αγάπης του αειμνήστου, όστις εφάνη ανώτερος όλων των πραγμάτων, όσα συνήθως θέλγουν, και δεσμεύουν τους υλόφρονας ανθρώπους.
Μετά παρέλευσιν τεσσάρων χρόνων, καθ’ ους εσπένδετο ο Μακαρίτης καθημερινώς υπέρ της πατρίδος, ευκαίρως, α κ α ί ρ ω ς, κατά τον Απόστολον Παύλον, ομιλών, γράφων, προτρέπων, δαπανών δι’ αυτήν – ανέτειλεν η ημέρα της εκλογής του. Ψηφίζεται επταετής Κυβερνήτης πλοίου, καταβυθιζομένου ήδη υπό άγριων κυμάτων. Τον προσκαλεί πανδήμως εθνική Συνέλευσις – άλλα πού; εις ερείπια αιματοσταγή, εις έδαφος γέμον Αφρικανών και Μουσουλμανικής ύβρεως. Προσκαλείται εις ερείπια, και ο εκλεκτός του γένους δεν έχει που να κλίνη την κεφαλήν. Οι χρηματικοί πόροι εξηντλήθησαν της αναρχίας ο πυρσός μόνος καταυγάζει τούτο το θέατρον των θορύβων και της απογνώσεως. Προσκαλείται εις ταλαιπωρίαν και θάνατον ο άμεμπτος Ανήρ, και δέχεται η αγάπη το ποτήριον. Τρέχει εις τα ανακτόρια της Ευρώπης, κινεί εις οίκτον τους δυνατούς της γης, συνάζει εκ των, ανελπίστων πόρους, σπεύδει προς τους αδελφούς, και αφοσιοί εις αυτούς το υπόλοιπον της καταστάσεως, της ισχύος, και της ζωής του.
Ας παραβάλη πας φιλαλήθης την Ελλάδα, εφ’ ης επάτησεν ο αείμνηστος εν αρχαίς του 1828, με την γην, η οποία απερρόφησε το αίμα του τη 27 Σεπτεμβρίου 1831. Ας εμβλέψη εις τα έργα του, και εις τα βδελύγματα των εχθρών του: έπειτα κρινέτω. Χριστιανοί, αν ίσως άγγελος εξ Ουρανού ήθελε προφητεύσει τω αειμνήστω, δοκιμάζων αυτόν και λέγων: μη πατήσης εις αυτήν την γην: αποβήσεται γάρ Σοι εις μαρτύριον στοχάζεσθε άραγε, ότι ήθελε σταματήσει και αποποιηθή τον σημαινόμενον θάνατον; Όποιος το φρονεί, δεν γνωρίζει την χριστιανικήν αγάπην εις την τελειότητά της.
«Μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, « ί ν α τ ι ς την ψυχήν αυτού θη υπέρ των «φίλων αυτού».
Την είχες, μακαρία ψυχή! την έλαβες άνωθεν παρά του Ζωοδότου, όστις ηξίωσέ Σε να περιθάλπης τους ορφανούς, να φωτίζης την νεολαίαν, να ενιδρύσης ναούς και δικαστήρια, να ημερόνης βάρβαρα ήθη, να πρεσβεύης ακαμάτως υπέρ Ελλάδος εις όλην την Ευρώπην, και τον απλούν αυτής λαόν να απαλλάξης της των Ολίγων καταδυναστείας, οι οποίοι δι’ αυτό τούτο θανασίμως Σε εμίσησαν, και τοι πολλάκις συγχωρηθέντες. Αναπαύου λοιπόν εις τας αιωνίους μονάς μετά πάντων των απ’ αιώνος μαρτύρων της αλήθειας. Την πληγήν, την οποίαν Σοι επέφερεν η πατροκτόνος χειρ, μη, μη γύμνωσης έμπροσθεν του φοβερού βήματος του αδέκαστου Κριτού των εθνών∙ αλλά μάλλον, ποτιζόμενος τον χείμαρρον της ουρανίου τρυφής εν Χριστώ Ιησού, εκλιπαρεί την άπειρον αυτού ευσπλαγχνίαν και αγαθότητα· όπως νεύση εις τας καρδίας των ζώντων Ελλήνων όπως αποσβέση τα μιαρά πάθη, και ενθρόνιση εν τω μέσω των απογόνων αυτών την αγάπην και την ομόνοιαν. Και, καθώς αείποτε των δικαίων το αίμα εστάθη σπόρος της αρετής, και των υπερ άνθρωπον κατορθωμάτων το θείον ελατήριον παρομοίως και την σήμερον, θεάνθρωπε, Συ η ανάστασις και η ζωή του πιστού Σου μιμητού και θεράποντος Ιωάννου, πρόσδεξαι, ευλόγησον, και πλήθυνον τους οψίμους καρπούς της πολυμόχθου ζωής και του πικρού του θανάτου. Μη ματαίωσης τον διακαή πόθον του εκλεκτού Σου, την ανέγερσιν της πενθούσης Ελλάδος, δι’ ην έπνεε ζων, και υπέρ της οποίας εξέπνευσεν, αγωνιζόμενος. Μη οργισθής ημίν σφόδρα, αλλ’ επίστρεψον την αιχμαλωσίαν των ψυχών ημών διάλυσον το σκότος, καταίσχυνον την απάτην των αθέσμων. Θραύσον επαιρομένην την ασέβειαν. Κύριε, Κύριε, Επίφανον τό πρόσωπόν Σου εφ’ Η μ ά ς, και επί την πόλιν ταύτην, και επί το πλήρωμα όλης της στρατευομένης εκκλησίας Σου, και σωθησόμεθα δια της αγάπης. Αμήν.
Αλέξανδρος Στούρτζας
Λόγος Επιτάφιος Εις τον Κυβερνήτην της Ελλάδος Ιωάννην Α. Καποδίστριαν, Συντεθείς υπό του Εξοχωτάτου Κυρίου Αλ. Στούρζα, Εν Αιγίνη, Εκ της Εθνικής Τυπογραφίας, 1832.
Ναυπλιακά Ανάλεκτα VII, Έκδοση Δήμου Ναυπλιέων, Δεκέμβριος 2009.
[1] Ο λόγος εκφωνήθηκε στην εκκλησία της Οδησσού στις 18 Νοεμβρίου 1831.
Filed under: Άρθρα - Μελέτες - Εισηγήσεις Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, Epitaph Rapporto, Άρθρα, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Αλέξανδρος Στούρτζας, Ιστορία, Ιωάννης Καποδίστριας, Λόγος Επιτάφιος, Στούρτζα Ρωξάνδρα
