Λυρικοί ποιητές, διθυραμβοποιοί και μουσικοί της Ερμιόνης του 6ου και του 5ου αιώνα π.Χ.
Η αρχή της ελληνικής μουσικής χάνεται στα βάθη των αιώνων. Ο απόηχος εκείνης της πραγματικότητας κρύβεται σε παμπάλαιους μύθους, που η σύγχρονη επιστήμη, έχοντας πλέον στη διάθεσή της ένα πλήθος πληροφοριών από ανασκαφές σε ολόκληρο τον Ελληνικό χώρο, καλείται σήμερα να απομυθοποιήσει, ώστε να αποκαλυφθεί η ιστορικά αλήθεια που έχει ταφεί κάτω από τους μύθους αυτούς.
Η εμφάνιση της αρχαίας ελληνικής μουσικής χάνεται στους απώτερους προϊστορικούς χρόνους (πολύ πριν από το 1100 π.Χ.). Συγκεκριμένη χρονολογία εμφάνισής της δεν μπορεί να ορισθεί, γιατί τα αρχαιολογικά ευρήματα μεταθέτουν διαρκώς τα όρια αυτά όλο και σε παλαιότερες εποχές.
Στους Αρχαϊκούς χρόνους (750 έως 479 π.Χ.), οι σχετικές πληροφορίες είναι αρκετές, ώστε να είμαστε σε θέση να σχηματίσουμε μια περισσότερο σαφή εικόνα για τη μουσικά κίνηση της εποχής. Φαίνεται ότι σε ολόκληρη την Ελλάδα τότε, πριν από τους περίφημους χρόνους της Κλασικής Αρχαιότητας, είχαμε μια εποχή ακμής, μια θαυμαστή ανάπτυξη της μουσικής. Τότε παρουσιάζονται μεγάλες μουσικές μορφές, όπως ο Τέρπανδρος, ο Κηπίων, ο Αλκαίος, η Σαπφώ, ο Αλκμάν, ο Αριστόνικος, ο Ιέραξ, ο Σακάδας, ο Λάσος, ο Σιμωνίδης και πολλοί άλλοι, που πραγματοποίησαν βασικές και κεφαλαιώδεις μεταρρυθμίσεις στη μουσικά.

Κιθαρωδός σε ερυθρόμορφο αττικό αμφορέα του 5ου π.Χ. αιώνα του αγγειογράφου Ανδοκίδου. Παρίσι Μουσείο Λούβρου, G 1. Φωτογραφία της RMN. Φωτογράφος Hervé Lewandowski.
Έχει ενδιαφέρον ότι μεταξύ των τετρακοσίων (400) ποιητών και μουσικών της Αρχαίας Ελλάδας, των οποίων τα ονόματα διασώθηκαν, οκτώ κατάγονταν από την Ερμιόνη.
Το φιλόμουσο πνεύμα των Ερμιονέων, όπως διηγείται ο Παυσανίας φαίνεται και στην ετήσια διοργάνωση του «τρίαθλου», δηλαδή των αγώνων μεταξύ των νέων που περιλάμβανε μουσική, κολύμβηση και ιστιοπλοΐα. Στους νικητές εκείνων των αγώνων, που τελούνταν προς τιμή του Διόνυσου του Μελαναίγιδος, δίνονταν και ανάλογα έπαθλα.[1]
Ήδη η πόλη-κράτος της Ερμιόνης από τον 6ο π.Χ. αιώνα είχε αρχίσει να προβάλει ως ιδιαίτερα ισχυρό και εύπορο κράτος με «αιχμή του δόρατος» το εμπόριο και τη βαφή της ονομαστής πορφύρας.
Η οικονομική αυτή ευημερία βοήθησε την ανάπτυξη των Γραμμάτων και των Τεχνών και γενικότερα του Πολιτισμού της Ερμιόνης. Υψώθηκαν ονομαστοί ναοί και βωμοί, αποτυπώθηκαν θαυμάσιες επιγραφές, διασώθηκαν τα ονόματα και τα έργα λαμπρών μουσικών, διοργανώνονταν περίφημοι αθλητικοί αγώνες, ενώ οι αρχαίοι Ερμιονείς, όπως οι ιστορικοί μάς παρέδωσαν, συμμετείχαν στις κορυφαίες μάχες των Ελλήνων εναντίον των Περσών.
Μουσικοί της αρχαιότητας από την Ερμιόνη ήσαν ο ονομαστός Λάσος ο Ερμιονεύς, ο διθυραμβικός ποιητής Κηκείδης, ο κιθαρωδός και ποιητής Κυδίας, ο αυλητής Θεόπομπος, ο κιθαριστής Επικλής, οι ποιητές – μουσικοί Πυθοκλής και Παντοκλής και ο ταλαντούχος ποιητής κωμωδιών Ευάγης ο Υδρεάτης.
Λάσος ο Ερμιονεύς[2]
Στα μέσα του 6ου π.Χ. αιώνα, μεταξύ των ετών 548-545, γεννήθηκε στην Ερμιόνη της Αργολίδας ο Λάσος ο Ερμιονεύς, γυιός του Χαρμαντίδου ή Σισυμβρίνου ή, κατά τον Αριστόξενο, του Χαβρίνου. Τον Λάσο τον θαύμαζαν πολύ κατά την Αρχαιότητα, γιατί υπήρξε σημαντική μορφή της αρχαίας ελληνικής μουσικής, αλλά και σοφιστής μεγάλης φήμης. Ο Διογένης ο Λαέρτιος[3] μας μεταφέρει την πληροφορία ότι ο Έρμιππος τον είχε συγκαταλέξει μεταξύ των 17 σοφών, ενώ ο Σουΐδας τον κατατάσσει μεταξύ των 7 σοφών της Αρχαιότητας, αντί του Περιάνδρου.
Ο Λάσος έζησε μεγάλο διάστημα της ζωής του στην Αθήνα την εποχή των Πεισιστρατιδών, όπου ανέπτυξε έντονη αντιπαλότητα προς τον Σιμωνίδη τον Κείο. Υπήρξε ο δάσκαλος στη μουσική του Πινδάρου.
Ο Λάσος θεωρείται ο ιδρυτής της ελληνικής μουσικής επιστήμης, διότι, κατά τον Σουΐδα, «πρῶτος δὲ οὗτος περὶ μουσικῆς λόγον ἔγραψε», είναι δηλαδή ο πρώτος που αντιμετώπισε την τέχνη των ήχων θεωρητικά σε επιστημονικό επίπεδο με τη συγγραφή έργου περί μουσικής. Το έργο αυτό του Λάσου δεν έχει σωθεί, αλλά μας έχει διασωθεί το σχέδιό του, που δημοσιεύθηκε από τον Martianus Capella[4]. Μετά τον Λάσο, διάδοχοί του στην επιστημονική μελέτη της μουσικής αναφέρονται: ο Ερατοκλής, ο Αγήνωρ και ο Πυθαγόρας ο Ζακύνθιος, όλοι αυτοί υπήρξαν θεωρητικοί της μουσικής και συνεργάστηκαν με τους Πυθαγορείους θεωρητικούς, τους οπαδούς του Πυθαγόρου του Σαμίου.
Κατά μία παράδοση ο Λάσος ήταν εκείνος που διαπίστωσε πρώτος ότι ο ήχος παράγεται από τις παλμικές κινήσεις των διαφόρων σωμάτων (και όχι ο Αρχύτας ο Ταραντίνος, όπως υποστηρίζεται γενικά, ο τελευταίος βεβαίως κατόρθωσε να προσδιορίσει τις αριθμητικές σχέσεις των διαστημάτων των φθόγγων της μουσικής). Άλλη παράδοση υποστηρίζει ότι ο Λάσος ενδιαφέρθηκε και για την ακουστική και ότι έκαμε σχετικά πειράματα μαζί με τον Πυθαγόρειο Ίππασο τον Μεταποντίνο. Από τον Αθήναιο[5] πληροφορούμεθα επίσης την ευαισθησία που είχε για την ακουστική εκλέπτυνση της γλώσσας, συνθέτοντας ποιήματα, στα οποία απέφευγε το γράμμα Σ, που το θεωρούσε τραχύ. Ο Αθήναιος μάλιστα μας διέσωσε τρεις στίχους από ένα «άσιγμο» Ύμνο του Λάσου, αφιερωμένο στη Δήμητρα που τιμούσαν ιδιαίτερα στην Ερμιόνη:
«Δάματρα μέλπω Κόραν τε Κλυμένοι ἄλοχον,
μελιβόαν ὕμνον ἀναγνέων
αἰολίδ’ ἀνὰ βαρύβρομον ἁρμονίαν∙»
δηλαδή:
Την Δήμητρα υμνώ και την Κόρη, την γυναίκα του Πλούτωνα,
με το να αναπέμπω ένα γλυκόφωνο ύμνο
με τη βαρύτονη αιολική αρμονία.
Αλλού ο Αθήναιος[6] αναφέρεται σε μια άσιγμο ωδή του Λάσου (προφανώς όχι στην ανωτέρω), λέγοντας ότι «ἐπιγράφεται Κένταυροι»[7].
Μερικοί αρχαίοι γραμματικοί αποδίδουν στον Λάσο την δημιουργία του αττικού διθυράμβου. Γεγονός πάντως είναι ότι ο Λάσος είναι ο μεγαλύτερος μετά τον Αρίωνα ποιητής διθυράμβων και, χάρη στην επιρροή που ασκούσε στον Ίππαρχο, γυιό και διάδοχο του Πεισιστράτου, κατόρθωσε ώστε να εισαχθεί ο διθύραμβος σαν ξεχωριστό αγώνισμα στους μουσικούς αγώνες των Διονυσίων ήδη από το 509 π.Χ. και τελικά να αποτελεί αναπόσπαστο και πρωταρχικό στοιχείο των Διονυσίων, μεγάλων και μικρών, στην Αθήνα, αλλά και σε όλους σχεδόν τους μουσικούς αγώνες, όπου και αν διεξήγοντο στον τότε ελληνικό κόσμο. Κατά τον Ψευδο-Πλούταρχο[8] ο Λάσος άλλαξε τη ρυθμική αγωγή των διθυράμβων και, εκμεταλλευόμενος τους πολλούς φθόγγους που μπορεί να αποδώσει ο αυλός, μεταμόρφωσε την αυλητική συνοδεία του διθυράμβου.
Επικλής
Ο Πλούταρχος μάς πληροφορεί ότι από την Ερμιόνη καταγόταν και ο κιθαριστής Επικλής. Στην Αθήνα, όπου είχε εγκατασταθεί, είχε αποκτήσει μεγάλη φήμη για τις μουσικές του ικανότητες. Έτσι ο νεαρός και άγνωστος τότε Θεμιστοκλής παρακάλεσε τον περιζήτητο κιθαριστή να τον διδάξει.[9] Είναι άλλωστε γνωστό πως ο Θεμιστοκλής από τα νεανικά χρόνια ήθελε να γνωρίσει και να συναναστρέφεται τους πιο επιφανείς και διάσημους ανθρώπους της εποχής του. Αν λοιπόν ο Θεμιστοκλής έζησε το 525 – 461 π.Χ., υποθέτουμε πως ο Επικλής έζησε τις τελευταίες δεκαετίες του 6ου αιώνα και τις πρώτες του 5ου αι. με πιθανότερο διάστημα από το 540 ως το 480 π.Χ. Φαίνεται, λοιπόν, να ήταν σύγχρονος του Λάσου, ίσως μερικά χρόνια νεότερος.
Οι δύο αυτοί Ερμιονίτες μουσικοί έδρασαν και διακρίθηκαν σε διαφορετικούς τομείς της Μουσικής. Ο Λάσος διέπρεψε ως συνθέτης και θεωρητικός της Μουσικής ενώ ο Επικλής ως φημισμένος κιθαριστής.[10]
Κηκείδης
Φέρεται και με τα ονόματα Κηθείδης και Κηδί(ει)δης. Ήταν διθυραμβοποιός και άκμασε τον 5ο π.Χ. αιώνα. Ο Αριστοτέλης τον κατατάσσει μεταξύ των διθυραμβικών ποιητών της καλής εποχής, ενώ ο σχολιαστής του Αριστοτέλη παρατηρεί ότι ο Κηκείδης αναφερόταν και από τον κωμικό ποιητή Κρατίνο (εν Πανόπταις). Ο Αριστοφάνης, μάλιστα, παρατηρεί πως τα ποιήματα του Κηκείδη διδάσκονταν στα σχολεία της Αθήνας. Ο γραμματικός και λεξικογράφος Ησύχιος (5ος αι. μ.Χ.) καθώς και ο λεξικογράφος Φώτιος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (9ος αι. μ.Χ.), αναφέρει: «Κηκείδης διθυραμβοποιός αρχαίος». Επίσης ο Σ. Σκαρλάτος Βυζάντιος (1791-1878 μ.Χ.) στο λεξικό του σημειώνει: «Κηδίδης, αρχαίος τις διθυραμβοποιός εξ Ερμιόνης παρά Φωτίω Κηκείδης = Κηδίδης».
Κυδίας
Ο Πλάτωνας στο έργο του «Χαρμίδης» αναφέρει ότι περίοπτη θέση μεταξύ των λυρικών ποιητών και διθυραμβοποιών (μουσικών) είχε και ο Κυδίας ο Ερμιόνιος, ο οποίος έζησε μεταξύ του 6ου και 5ου αιώνα π.Χ. και φοίτησε στην ονομαστή σχολή του Σακάδα, όπου φοίτησε και ο Λάσος. Κατ’ άλλους ο Κυδίας έζησε τον 7ο αιώνα, μεταξύ των ετών 630 – 600 π.Χ. Έτσι ήταν σύγχρονος του ιαμβογράφου Αρχίλοχου του Παρίου και του Μίμνερμου από τον Κολοφώνα της Μικράς Ασίας. Από το έργο του διασώθηκαν ελάχιστα αποσπάσματα δημοσιευμένα σε έκδοση του Th. Bergk (Λειψία 1876 – 1882). Εκτός από τους τέσσερις μουσικούς και ποιητές που προαναφέραμε, ορισμένοι συγγραφείς διατυπώνουν την άποψη ότι από την Ερμιόνη κατάγονταν και οι επόμενοι τέσσερις ποιητές και μουσικοί.
Θεόπομπος
Στο βιβλίο του «Αρχαίοι Έλληνες Μουσικοί» ο Νικόλαος Ασπιώτης αναφέρει τον Θεόπομπο ως αυλητή από την Ερμιόνη. Άκμασε τον 3ο π.Χ. αιώνα και αναφέρεται από τον Αθηναίο (Δειπνοσοφισταί ΙΔ 615Β). Η πληροφορία είναι ανακριβής, γιατί ο παραπάνω στίχος έχει ως εξής: «Θεόπομπος, Έρμιππος, Λυσίμαχος…». Πιθανότητα ο συγγραφέας τη λέξη Έρμιππος να την απέδωσε με τη λέξη Ερμιόνη.
Ευάγης ο Υδρεάτης
Ο λεξικογράφος Στέφανος ο Βυζάντιος αναφέρει ότι σύμφωνα με τη μαρτυρία του Διονύσου, Έλληνα συγγραφέα της Ιστορίας της Μουσικής, από την Ερμιονίδα καταγόταν και ο Ευάγης ο Υδρεάτης. Αυτός, αν και ήταν ένας αγράμματος βοσκός χωρίς καμιά άλλη παιδεία, εν τούτοις ήταν ένας ταλαντούχος ποιητής κωμωδιών.
Πυθοκλής και Παντοκλής
Η Γιόνα Παϊδούση αναφέρει ότι από την Ερμιόνη ήσαν και οι ποιητές – μουσικοί Πυθοκλής και Παντοκλής, οι οποίοι αναδείχθηκαν νικητές κατά τα δελφικά Σωτήρια του 271 π.Χ. Δεν αναφέρεται, όπως η ίδια γράφει, σε τι είδους αγώνες νίκησαν. Πιθανολογείται όμως ότι αυτοί θα ήσαν μουσικοί αγώνες, αφού στην Ερμιόνη υπήρχε λαμπρή μουσική παράδοση.[11] Άλλωστε κατά τους χρόνους εκείνους τελούνταν στην Ερμιόνη και οι αγώνες (τρίαθλο) προς τιμή του Διόνυσου του Μελαναίγιδος που περιλάμβαναν και μουσικούς αγώνες, όπως ήδη έχουμε αναφέρει.
Υποσημειώσεις
[1] Μελαναίγις λεγόταν ο Διόνυσος που ήταν ντυμένος με μαύρο δέρμα κατσικιού, όπως συχνά εμφανίζεται στην τέχνη. Οι Ερμιονείς στον Θεό Διόνυσο τον Μελαναίγιδα και Βάκχο είχαν αφιερώσει ναό που, όπως αναφέρει ο αρχιμανδρίτης Διονύσιος Πύρρος ο Θετταλός, πιθανότατα βρισκόταν εκεί όπου σήμερα είναι ο ναός του Αγίου Ανδρέα (νεκροταφείο), επειδή στο μέρος αυτό υπήρχαν τότε πολλά αμπέλια.
[2] Οι πληροφορίες για τον Λάσο προέρχονται από το βιβλίο της αείμνηστης Κατερίνας Παπαοικονόμου – Κηπουργού, «Η Συμβολή της Αρχαίας Αργολίδας στην Ανάπτυξη της Μουσικής», μια έκδοση της Αργολικής Αρχειακής Βιβλιοθήκης Ιστορίας & Πολιτισμού, το 2012.
[3] Διογένους Λαερτίου Βίοι Φιλοσόφων Α΄, Ι, 42. Εκδόσεις Κάκτος. Αθήνα 1994. Σελ. 56.
[4] Martianus Capella De Armonia. Βιβλίο ΙΧ. Στουτγάρδη 1969. Σελ. 469 κ. εξ.
[5] Αθήναιου Δειπνοσοφισταί XIV 624 e-f, 19. Όπου ανωτέρω. Τόμος VI. 1959. Σελ. 366-368.
[6] Αθήναιου Δειπνοσοφισταί Χ 455 c-d. Τόμος IV. 1961. Σελ. 564-566.
[7] Αθήναιου Δειπνοσοφισταί Χ 455 c. Τόμος IV. 1961. Σελ. 564.
[8] Ψευδο-Πλουτάρχου Περί Μουσικῆς 1141 C, 29. Σελ. 216.
[9] «…Τη δε φιλοτιμία πάντας υπερέβαλεν, ώστ’ έτι μεν ων νέος και αφανής Επικλέα τον εξ Ερμίονος κιθαριστήν σπουδαζόμενον υπό των Αθηναίων εκλιπαρήσει μελετάν παρ’ αυτώ, φιλοτιμούμενος πολλούς την οικίαν ζητείν και φοιτάν προς αυτόν…». «Κατά την φιλοδοξίαν υπερέβαινε τους πάντας (ο Θεμιστοκλής) εις βαθμόν ώστε, όταν ήτο νέος και άσημος παρεκάλεσε τον εξ Ερμιόνης Επικλέα, κιθαριστήν περιζήτητον εις τας Αθήνας, να μελετά πλησίον του, φιλοδοξών να ζητούν πολλοί την οικίαν του και να συχνάζουν εις αυτόν». (Πλουτάρχου, Θεμιστοκλής 5).
[10] Οι κιθαριστές έπαιζαν κιθάρα χωρίς να τραγουδούν, ενώ οι κιθαρωδοί τραγουδούσαν και συνόδευαν το τραγούδι τους παίζοντας κιθάρα. Οι κιθαριστές έπαιρναν μέρος στους κιθαριστικούς νόμους (αγώνες). Η κιθάρα της αρχαιότητας έμοιαζε με τη λύρα, ήταν όμως όργανο πιο τελειοποιημένο. Στους προκλασικούς χρόνους η κιθάρα είχε τρεις ως επτά χορδές. Στον 6ο αι. άλλη μία (8) και στον 5ο αι. χρησιμοποιούσαν κιθάρες με 9,10,11 και 12 χορδές. Να σημειώσουμε επίσης ότι το Αθηναϊκό σύστημα αγωγής και εκπαίδευσης του 6ου και 5ου αιώνα απέδιδε στη Μουσική μεγάλη σημασία. Τη θεωρούσαν ως μάθηση που άρμοζε κατ’ εξοχή σε ελεύθερους ανθρώπους και ήταν το ιδανικό μέσο ηθικής και πνευματικής μόρφωσης. Γι’ αυτό από τα 7-15 χρόνια τα παιδιά διδάσκονταν το μάθημα της Μουσικής (φωνητική και ενόργανη). Τα όργανα που μάθαιναν ήσαν η λύρα και η κιθάρα.
[11] Cs. g. D. J, 2564, 2602. Pomtos Berlin Ph. Noch 1912, 574. – R.E. σελ. 838.
Πηγές
- Κατερίνα Παπαοικονόμου – Κηπουργού, «Η Συμβολή της Αρχαίας Αργολίδας στην Ανάπτυξη της Μουσικής», Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Άργος 2012.
- «Ποιητές και Μουσικοί της Αρχαίας Ερμιόνης» – Γιάννης Σπετσιώτης | Τζένη Ντεστάκου, Αθήνα, 2022.
Διαβάστε ακόμη:
- Η συμβολή του Αρχαίου Άργους στην ανάπτυξη της Μουσικής
- «Ποιητές και Μουσικοί της Αρχαίας Ερμιόνης» – Το νέο βιβλίο του Γιάννη Σπετσιώτη και της Τζένης Ντεστάκου
- Τελέσιλλα η Αργεία λυρική Μούσα