Quantcast
Channel: Ιστορία – ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΑΡΧΕΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Viewing all articles
Browse latest Browse all 628

Καταστήματα και Δημόσιοι χώροι στη Δαλαμανάρα Άργους (1945-1960)

$
0
0

Καταστήματα και Δημόσιοι χώροι στη Δαλαμανάρα Άργους (1945-1960)


 

«Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Ο κ. Χρήστος Πίκης σε νεαρή ηλικία (1970).

Σήμερα στο «Ελεύθερο Βήμα», ο κύριος Χρήστος Πίκης, Οικονομολόγος, τέως Αντιπρόεδρος της Ελληνικής Βιομηχανίας Οχημάτων (ΕΛΒΟ) και Διευθυντής Συμμετοχών της Ελληνικής Τράπεζας Βιομηχανικής Αναπτύξεως (ΕΤΒΑ), μέσα από τις βιογραφικές του σημειώσεις, μας «μεταφέρει» στη γενέτειρά του Δαλαμανάρα και μας παρουσιάζει τα καταστήματα και τους δημόσιους χώρους του χωριού του την περίοδο, 1945-1960.  Πρόσωπα, χαρακτήρες και γεγονότα, σημαντικά για την εποχή, ξεπροβάλλουν  μέσα από την περιγραφή του…

 

 «Καταστήματα και Δημόσιοι χώροι στη Δαλαμανάρα Άργους (1945-1960)»

 

1. Παντοπωλείον «Η Αγάπη», Ανδρ. Χρ. Ρούσσου

 

Έτσι έγραφε η ταμπέλα του παλιότερου και καλύτερου μπακάλικου του χωριού (Δαλαμανάρας). Το είχε ο Μίμης Ρούσσος ή Μανέλης, ένας έξυπνος γλυκομίλητος έμπορος, και ήταν καλά εφοδιασμένο με τα απαραίτητα για κάθε σπίτι, (αλεύρι, όσπρια, ζυμαρικά, λάδι, βούτυρο, τυρί, κρασί, ελιές, σαρδέλες. ρέγκες., μπαχαρικά, κλπ). Ο Μανέλης είχε έναν ιδιαίτερο τρόπο προβολής των εμπορευμάτων του, που ήταν αντικείμενο πλάκας των συγχωριανών Π.χ. για να διαφημίσει τις ρέγκες του φώναζε μέσα από το μαγαζί στο σπίτι, στη γυναίκα του: «Κατίνα, σήμερα μη μου βάλεις κοτόπουλο. Θα φάω ρέγκα». Στο ιδιαίτερο, πλαϊνό χώρο στο κυρίως κατάστημα, όπου ήσαν τα βαρέλια με το κρασί, έβαζε δύο τραπεζάκια όπου κάθονταν για το κρασάκι τους κάποιοι από σοβαρούς πελάτες. Οι προχωρημένοι στο κρασί. (Γιωργοκούνουπας, Κωτσιολάρας, Παντελής, Κωτσιοκούνουπας, κ.α.), πήγαιναν στου Σκουλή.

Τα καλοκαίρια τα τραπεζάκια έβγαιναν έξω, απέναντι από το μαγαζί, κάτω από πανύψηλες λεύκες. Μπροστά στο μαγαζί υπήρχε μια τρόμπα και στέρνα, όπου μονίμως έβγαζε νερό η μάνα του Μίμη, η Μανέλενα. Ο Μανέλης έφερε πρώτος στο χωριό ένα όρθιο βυτίο της HP και πουλούσε πετρέλαιο, απαραίτητο τότε για τους κινητήρες DIESEL με τους οποίους ποτίζονταν τα χωράφια. Το πετρέλαιο πουλιόταν σε μικρά μπετόνια ή για τους προ έχοντες. σε «κανίστρες», λάφυρά από Γερμανικά φορτηγά. Τότε, ο Μανώλης, προσέλαβε. για το πετρέλαιο κυρίως, βοηθό, τον Χρήστο της Μουτσούναινας (Γκούμα). Σε αρκετά μεγάλη για την εποχή ηλικία, ο Μανώλης παντρεύτηκε την στρουμπουλή και ζωηρή Κατίνα από το Άργος και απέκτησαν τη χαριτωμένη Μαιρούλα.

 

2. Σκούλης

 

Καφενείο κυρίως, οινοπωλείο και λίγα είδη μπακαλικής. Ήταν πλάι στο εργοστάσιο του «Κύκνου», πιο προσιτό σε όσους ήθελαν να πιούν το κρασί τους και να κουβεντιάσουν, με «ιδιαίτερο» χώρο για τους πιο προχωρημένους πότες Είχε και τραπεζάκια έξω στην αυλή, όπου αργότερα εγκατέστησε πρατήριο βενζίνης. Στο Σκουλή πήγαινε και το ταχυδρομείο, και θυμάμαι με πόση αδημονία περίμενα γράμματα, όταν άρχισα να αλληλογραφώ, με το συμμαθητή μου στο Γυμνάσιο Βασίλη Σκούμπη από το Σκαφιδάκι τα καλοκαίρια που είχαμε διακοπές και με εκδοτικούς οίκους στην Αθήνα, (Σαλίβερος, κλπ), που ζητούσα και μου έστελναν καταλόγους των βιβλίων τους, που τους διάβαζα και χανόμουν, θέλοντας, αν γινόταν, να τα διαβάσω όλα. Το μαγαζί κρατούσε παλιά ο πατέρας Κώστας Σκουλής και μετά τα παιδιά του, ο Γιώργος, ο Βαγγέλης και ο Τάσος, που πέθανε ξαφνικά νεότατος ενώ έπαιζε ποδόσφαιρο στ’ αλώνια του χωριού. Στους τοίχους του μαγαζιού περιεργαζόμουνα παλιές λιθογραφίες που απεικόνιζαν σκηνές μαχών από τους Βαλκανικούς Πολέμους και το πόλεμο του 1940 στην Αλβανία. Εκεί, όταν ήμουν πολύ μικρός, μερικές βραδιές με πήγαιναν τα ξαδέλφια μου, ο Βαγγέλης, ο Μίμης Δριμούρας και ο Μίμης του Κωτστοκούνουπα, και βλέπαμε τις προετοιμασίες για παράσταση Καραγκιόζη, ενώ άλλες φορές έπαιζε κλαρίνο ο Ρέλιας, συνοδευόμενος από τον γιό του Νίκο στο σαντούρι.

 

3. Κακαράπης – Λουλούκας

 

Καφενείο απέναντι στο Σιδηροδρομικό Σταθμό, με πιο ευρεία πελατεία, κυρίως από νεότερες ηλικίες. Το λειτουργούσε αρχικά ο Κακαράπης (Μπεσίρης) και μετά ο Λουλούκας (Γιώργος Στάμος) με τη γυναίκα του, τη Θανάσω, που έδινε χαρακτηριστικό προσωπικό ύφος στο μαγαζί. Εκεί σύχναζα με την παρέα μου, τον Ηλία Ρόκιζα, τον Τάσο Χειβιδόπουλο, τον Τάκη Σταυρόπουλο, τον Τάκη Γκουμάκη (Ράτσα) κλπ. Γίνονταν μακρές πολιτικές συζητήσεις, γιατί στο μαγαζί συγκεντρώνονταν οι δημοκρατικοί και προοδευτικοί συγχωριανοί κυρίως την εποχή του ανέκδοτου και της επικράτησης της Ένωσης Κέντρου, ενώ οι δεξιοί και βασιλόφρονες σύχναζαν στου Σκουλή. Το κατάστημα διέθετε και JUKE-BOX και συχνά τα βράδια η παρέα μου διασκέδαζε με άφθονο ποτό και ενίοτε χορό και σπασίματα.

 

4. Τζέμος

 

Καφενείο πάνω στο δρόμο Άργους – Ναυπλίου, το πρώτο καθώς ερχόταν κάνεις από το Άργος, αριστερά, στη γωνία με το δρόμο που οδηγούσε στο Σχολείο και στο Λυκόρεμα. Λειτουργούσε μέχρι τα πρώτα χρόνια που πήγαινα στο Γυμνάσιο και μετά έκλεισε. Είχε μεγάλα γαλάζια παραθυρόφυλλα και μια ψηλή αμυγδαλιά στο πλάι. Λιτό και φτωχικό, με περιορισμένη πελατεία.

 

5. Κωτσιοκούνουπας (Κώστας Δριμούρας) 

 

Ο θείος μου αυτός λειτουργούσε για λίγο καιρό, γύρω στα 1948-1950, έναν αποθηκευτικό χώρο μετά το καφενείο του Σκουλή, σαν ταβέρνα. Οι τοίχοι ήταν από πλίθρες ασοβάντιστες και πάνω τους κρέμονταν λυχνάρια λαδιού και λάμπες πετρελαίου για φωτισμό. Στο βάθος η γυναίκα του Αγγελικώ τηγάνιζε μαρίδες ή συκωτάκια προερχόμενα από τα πρόβατα που είχε ο Κωτσιοκούνουπας, και το μαγαζί ήταν ντουμανιασμένο από τον καπνό. Πρέπει να πω ότι αυτή η Luben κατάσταση με γοήτευε, σαν μικρό παιδί, πολύ. Άλλωστε, ο θείος μου, που πάντοτε με κερνούσε μια καραμέλα Τσάρλεστον ή στραγάλια, ήταν πάντα έτοιμος να μου εξιστορήσει τις περιπέτειές του στη Μικρασιατική εκστρατεία, στη μάχη στο Tουλού – Μπουνάρ, κλπ. Στο χώρο αυτής της αποθήκης, πολλά χρόνια αργότερα, στο πλαίσιο πολιτιστικών πρωτοβουλιών που είχαν αναλάβει οι μορφωτικοί σύλλογοι αγροτόπαιδων των χωριών, έδωσαν θεατρική παράσταση τα παιδιά της Προσύμνης (Μπερμάτι).

 

6. Καραμέλος

 

Πολλά χρόνια αργότερα από τα μαγαζιά που προαναφέρω, άνοιξαν ένα μπακάλικο στη γειτονιά μας οι αδελφοί Καραμέροι από το Άργος, που ο ένας είχε παντρευτεί στο χωριό. Ιδιότροποι άνθρωποι χωρίς πολλές συμπάθειες. Στο «ιδιαίτερο» του μαγαζιού τους με τα βαρέλια σύχναζε ο πάπα-Μιχάλης Δανούσης και έπινε το κρασάκι του κρυφά, για να μη δίνει κακό παράδειγμα στο ποίμνιό του.

 

7. «Το μικράκι»

 

 Ήταν ο τίτλος ενός χώρου 2×2, στον κεντρικό δρόμο, κολλητά στο καφενείο του Κακαράπη, που το είχε κάνει μαγαζάκι ο μπάρμπα – Κώστας Κωσταντέλος, ξενόφερτος στο χωριό. Πουλούσε καραμέλες, στραγάλια, λάστιχο για τις σφεντόνες, γκαζόζες, κλπ. Πήγαινε στο Άργος με τα πόδια και μαζί με την κολόνα πάγο που έφερνε για τις γκαζόζες έπαιρνε και μερικές εφημερίδες, (τις εθνικόφρονες φυσικά, ΑΚΡΟΠΟΛΗ και ΕΘΝΙΚΟ ΚΗΡΥΚΑ), και τις πουλούσε διαλαλώντας κατά μήκος του δρόμου, μπροστά στα μαγαζιά. Κατά περίεργο τρόπο, το μικράκι τον χωρούσε και για να κοιμάται μέσα. Ήταν πολύ συμπαθητικός και αγαπητός, ιδιαίτερα στα παιδιά.

 

8. Ντανουκάρας

 

Μικρό παιδί στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού, θυμάμαι τον Ντανουκάρα, χασάπη από το Άργος, με τη σύντροφό του Λουλού. Πανύψηλος, με μουστάκα, φορούσε μακριά μπλε ποδιά, είχε εγκαταστήσει ένα κούτσουρο από κορμό δέντρου απέναντι στο Σιδηροδρομικό Σταθμό, και με τις μάχαιρες και τους μπαλντάδες του έκοβε και πουλούσε κρέας από αρνί κατσίκι ή προβατίνες, που έσφαζε επί τόπου. Κάπου – κάπου έβαζε και γουρουνοπούλα, που ήταν η κύρια ειδικότητά του στο παζάρι του Άργους.

 

9. Αδελφοί Καμπίτση

 

Πολλά χρόνια αργότερα, άνοιξαν κανονικό χασάπικο δύο αδέλφια από το Άργος, οι Καμπίτσηδες. Ήταν αγαπητοί στο χωριό, ιδιαίτερα ο μικρός αδελφός Μενέλαος. Το έκλεισαν μετά λίγο καιρό γιατί μετανάστευσαν στη Βενεζουέλα. Για λίγα χρόνια, γύρω στο 1950, λειτουργούσε φούρνος από κάποιον φούρναρη από την Πρόνοια. Έφτιαχνε ωραία καρβέλια και έπαιρνε ταψιά με κρέας για ψήσιμο, αλλά δεν είχε αρκετή δουλειά και έκλεισε.

 

10. Θανάσης Λουδούμης

 

Πλάι στο Σιδηροδρομικό Σταθμό άνοιξε, αρχές της δεκαετίας του ’50, περίπτερο, ως ανάπηρος πολέμου, ο Θανάσης Λουδούμης, (Τσιεφάλης), ένας στρυφνός άνθρωπος, που αντιμετώπισε σκληρά και τις οικογενειακές του υποθέσεις. Αρχικά αποκλήρωσε τη μοναχοκόρη του Μαρίνα γιατί τα έφτιαξε με κάποιον Κουμπούρα από το Πολύγωνο Ναυπλίου και κλέφτηκαν. Αργότερα ήρθε σε διένεξη με τον γιό του Ηλία, συμπαθέστατο και φίλο μου, που ανέλαβε το περίπτερο μετά το θάνατο του πατέρα του. Ο λόγος ήταν γιατί ο Ηλίας ήταν ο πρώτος που έσπασε κώδικα Apartheid (απαρτχάιντ) της περιοχής και παντρεύτηκε κοπέλα από τη Νέα Κίο, τη συμπαθέστατη Ελένη, που ερχόταν κάθε μέρα, με πολλές ακόμη εργάτριες, για να δουλέψει στον ΚΥΚΝΟ. Αργότερα, με τη βοή0εια του Ηλία, πήγε στην Αθήνα και έμαθε κομμώτρια στον Αμάραντο, όπου της πήγαινα γράμματα από τον Ηλία, όταν ήμουν φοιτητής. Ο πατέρας της μπάρμπα Πέτρος Καλογεράκης ή Αγγλίας, είχε στο σπίτι τους στη Νέα Κίο διαμορφώσει το ένα δωμάτιο του σπιτιού σε υποτυπώδη ταβέρνα και κάποιες φορές, με τον Ηλία Ρόκιζα και τον Τάκη Σταυρόπουλο, απολαμβάναμε την εξαιρετική φιλοξενία του, με λίγες μαρίδες, κρασί, τραγούδι και χορό.

 

11. Κουρείο

 

Το χωριό, λίγο μετά τον πόλεμοι απόκτησε καιι κουρείο. Το λειτουργούσε αρχικά ο Μανώλης, ένας κουρέας από την Πρόνοια που πηγαινοερχότανε κάθε μέρα με το τραίνο. Με είχε κουρέψει πολλές ψαρές, όταν είχαμε σχολείο με τη ψιλή μηχανή, τα καλοκαίρια με τη χοντρή. Ότανέφυγε ο Μανώλης το δούλεψε ο συγχωριανός Ανδρέας Κατσάνης και είχα γίνει νονός του καταστήματος βαφτίζοντάς το «ο κουρέας της Σεβίλλης». Δυστυχώς, ο αγαπητός Ανδρέας, μετά μερικά χρόνια είχε ένα ατύχημα που τον καθήλωσε με κινητικά προβλήματα και το κουρείο έκλεισε.

 

12. Γραφείο της Κοινότητας Δαλαμανάρας

 

Πλάι στο κουρείο ήταν το γραφείο της Κοινότητας Δαλαμανάρας, όπου ετηρούντο τα μητρώα, ληξιαρχεία και λοιπά στοιχεία του χωριού, από τον Γραμματέα της Κοινότητας Τάσο Καρύγιαννη. Πρόεδροι της Κοινότητας εκλέγονταν παραδοσιακά άτομα προερχόμενα από τη δεξιά παράταξη, (Πεβερεταίοι, κλπ), μέχρι τη δεκαετία του 60, οπότε η παράδοση έσπασε με την πανηγυρική εκλογή του Γιώργου Ρόκιζα, (Γιωργούλη), ανθρώπου βαθιά δημοκρατικού και με ασυνήθιστες για την περιοχή και την εποχή ευαισθησίες. Το σύνθημα με το οποίο πρωτοεξελέγη ο Γιωργούλης ήταν «χαλίκι-χαλίκι», και εξέφραζε την ανάγκη να χαλικοστρωθούν οι περισσότεροι από τους δρόμους του χωριού, (μεταξύ αυτών και αυτός που οδηγούσε στο σπίτι μας), γιατί με την πρώτη πλημμύρα που κατέβαινε, από το Λάλουκα κλπ, γίνονταν αδιάβατοι.

 

13. Γραφείο του ΟΤΕ

 

Απέναντι στο Σιδηροδρομικό Σταθμό άνοιξε κάποτε, δεκαετία του 60, γραφείο του ΟΤΕ, όπου λειτουργούσε το μοναδικό τηλέφωνο του χωριού και πήγαιναν οι συγχωριανοί για να κάνουν ή να περιμένουν κλήσεις και τηλεγραφήματα. Το λειτουργούσε η Ολυμπία, κόρη του Βαγγέλη Στάμου ή Κατούρλα, που είχε προσληφθεί με ανθρωπιστικά κριτήρια επειδή είχε μια δυσμορφία στο πρόσωπο από κλωτσιά αλόγου που είχε δεχθεί όταν ήταν μικρή.

 

14. Γραφείο Αγροτικού Συνεταιρισμού

 

Πλάι στο τηλεφωνείο ήταν το γραφείο του αγροτικού Συνεταιρισμού του χωριού, απ’ όπου έπαιρναν λιπάσματα, σπόρους, θειάφι και άλλα εφόδια οι συγχωριανοί. Υπεύθυνος του Συνεταιρισμού ήταν ο Μίμης (Τζίμης) ή Γκίντης, ένας ευγενέστατος άνθρωπος, που είχε χάσει στον πόλεμο και τα δυο πόδια του μέχρι τα γόνατα και με τα ξύλινα που φορούσε κυκλοφορούσε με το ποδήλατό του, πάντα γλυκομίλητος και αγαπητός σε όλους.

 

15. Σιδηροδρομικός σταθμός των ΣΠΑΠ

 

 Σημείο αναφοράς στο χωριό ήταν ο σιδηροδρομικός σταθμός των ΣΠΑΠ. Είχε ένα δωμάτιο γραφείο όπου εκδίδονταν τα εισιτήρια για το τραίνο Άρους-Ναυπλίου, το οποίο έκανε τέσσερα δρομολόγια κάθε μέρα, μια αποθήκη για τα διακινούμενα εμπορεύματα και συνεχόμενο το σπίτι του βαρήκοου σταθμάρχη Γιάννη Καρύγιαννη, που κατοικούσε εκεί με τη γυναίκα του, τους γιούς του Τάσο, Νίκο και Τάκη και την κόρη του Αιμιλία (Μηλιά). Τα μεσάνυχτα 17 προς 18 Σεπτεμβρίου 1948, οι αντάρτες κατέβηκαν και έκαψαν το σταθμό, το σπίτι και τις μεγάλες αποθήκες που ήταν ανατολικά του σταθμού γεμάτες με τελάρα και καφάσια για τη συσκευασία οπωρολαχανικών που στέλνονταν στην Αθήνα. Θυμάμαι το πρωί που φύγαμε από το σχολείο και πήγαμε να ιδούμε που έκαιγαν ακόμη τα αποκαΐδια και ο Νίκος έψαχνε μέσα σ’ αυτά μήπως βρει ένα στυλό που του είχε χαρίσει ο πατέρας του. Το ίδιο βράδυ είχαν κάψει το καφενείο του σιδηροδρομικού σταθμού στο Άργος και είχαν απαγάγει τρεις εργάτες, και το σταθμό του Αχλαδοκάμπου.

 

16. Μορφωτικός Σύλλογος Αγροτόπαιδων Δαλαμανάρας

 

 Για μερικά χρόνια, τέλη δεκαετίας του ‘50 αρχές του ‘60, λειτούργησε στο χωριό ο Μορφωτικός Σύλλογος Αγροτόπαιδων Δαλαμανάρας, σ’ ένα χώρο ανάμεσα στο Γραφείο της Κοινότητος και στο κουρείο του Κατσάνη. Ήταν μια ωραία πρωτοβουλία ενθαρρυνόμενη από τον Πρόεδρο της Κοινότητας Γιώργο Ρόκιζα, που είχε σκοπό να αποσπάσει τα νεαρά παιδιά από τα καφενεία, τις ταβέρνες και τη χαρτοπαιξία και να ανεβάσει το μορφωτικό τους επίπεδο. Υπήρχε αρκετή συμμετοχή, γίνονταν κάθε βράδυ συγκεντρώσεις και συζητήσεις για κοινωνικά και εκλαϊκευμένα επιστημονικά θέματα, όπου πολλές φορές ήμουν κεντρικός ομιλητής, παίζονταν επιτραπέζια παιγνίδια, (σκάκι, ντόμινο), υπήρχε βιβλιοθήκη με επιλεγμένα βιβλία, ακούγονταν και μουσική πέρα από τον Καζαντζίδη, το Μανώλη Αγγελόπουλο, τη Γιώτα Λύδια κλπ. που μέχρι τότε ήξεραν τα παιδιά. Δεν είχε όμως μέλλον και το ενδιαφέρον των παιδιών σιγά- σιγά ατόνησε, γιατί κάθε κίνηση, π.χ. τι βιβλία διαβάζονταν, τι θεατρικές παραστάσεις άλλων χωριών παρακολουθούσαμε, κλπ. ήταν αντικείμενο παρακολούθησης των εθνικοφρόνων συγχωριανών και καρφώματος στην Αστυνομία. Είχα και προσωπικά σχετικές εμπειρίες.

 

25 Μαρτίου 1961: Νέοι του χωριού, μέλη του Μορφωτικού Συλλόγου Αγροτοπαίδων Δαλαμανάρας, προ του Γραφείου του Συλλόγου, με τη γαλανόλευκη.

 

Κάποτε είχα κληθεί στο Αστυνομικό Τμήμα Άργους, για να δώσω αναφορά και εξηγήσεις, ως ο πιο μορφωμένος των παιδιών, σχετικά με τα βιβλία που διάβαζαν τα παιδιά. Είχα συναντήσει μεγάλη δυσκολία για να πείσω κάποιον κύριο Καραμέρο ότι το βιβλίο «Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν» που είχε η βιβλιοθήκη μας ήταν Αμερικάνικο και όχι Ρωσικό ή κομμουνιστικό.

Η «ενημέρωση» που του είχε γίνει ότι ο τίτλος του βιβλίου εννοούσε ότι μεγαλώνει το κομμουνιστικό κίνημα. Όταν όμως τον ενημέρωσα ότι το Μπρούκλιν είναι περιοχή της Νέας Υόρκης και απ’ αυτό προέρχεται η ονομασία Μπρούκληδες που έλεγαν στα χωριά μας τους επιστρέφοντες από την Αμερική συμπατριώτες μας, ησύχασε και με συνεχάρη για τις γνώσεις μου. Με συμβούλευσε όμως, για το καλό μου και για το μέλλον μου, να μην ασχολούμαι με τέτοια, γιατί, όπως μου είπε, του φάνηκα καλό παιδί.

 

Χρήστος Πίκης

Οικονομολόγος

 


Viewing all articles
Browse latest Browse all 628

Trending Articles