Quantcast
Channel: Ιστορία – ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΑΡΧΕΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Viewing all articles
Browse latest Browse all 640

Το κρασί στους οθωμανικούς χρόνους

$
0
0

Το κρασί στους οθωμανικούς χρόνους – Ευαγγελία Μπαλτά | Διευθύντρια Ερευνών, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών, ΕΙΕ


 

Το κρασί στους οθωμανικούς χρόνους αποτελεί ένα προκλητικό αντικείμενο έρευνας και άκρως ενδιαφέ­ρον, καθώς ελάχιστα έχει μελετηθεί. Θα σας παρουσιάσω τον πολιτισμό του κρασιού στην οθωμανική αυτοκρατορία, την πρόσληψή του από δυο κόσμους: τον κόσμο των κατακτητών, τον μουσουλμανικό, και τον κόσμο των κατακτημένων, από τους οποίους θα μας απασχολήσει μόνον ο χριστιανικός.

Εκ προοιμίου υπογραμμίζω ότι δεν υπάρχει στο Κοράνι, όπως συνήθως ακούμε να επαναλαμβάνεται, κάποια ρητή απαγόρευση του κρασιού. Υπάρχουν χωρία όπου ο Προφήτης Μωάμεθ υπόσχεται στους πιστούς του μαζί με άλλες απολαύσεις και ποταμούς εκλεκτού κρασιού, σε άλλα εδάφια όμως τους προτρέπει να μην προσέρχονται στην προσευχή σε κατά­σταση μέθης και αλλού πάλι οι πιστοί παρακινούνται να αποφεύγουν το κρασί ως έργο του Σατανά. Γενικώς διίστανται οι γνώμες κατά πόσον το Κοράνι απαγο­ρεύει ή όχι το κρασί και τα λοιπά οινοπνευματώδη ποτά, θεωρείται ότι η απαγόρευση της οινοποσίας συνδέεται κατά κύριο λόγο με την κατοπινή ισλαμική θεολογική παράδοση και τις διάφορες ιερατικές σχολές ερμηνείας του Κορανίου. Τα hadis (παραδόσεις που σχετίζονται με λόγους του Προφήτη) υπαγόρευαν την αποχή από το κρασί, καθώς Hamr (=κρασί) είναι Haram (=απαγορευμένο). Αναφέρω ένα τέτοιο hadis όπως διαμορφώθηκε στα τουρκικά: «Sarhoşluk veren her şey hamr ve sarhoşluk veren her şey haram»: Το κρασί είναι από τα πράγματα που φέρνουν μέθη και καθετί που φέρει μέθη απαγορεύεται από τη θρη­σκεία.

Αυτές τις υποδείξει ακολούθησε ο μουσουλμανικός κόσμος της οθωμανικής αυτοκρατορίας, όχι βέβαια όλος. Μόνο οι σουνίτες, διότι σιίτες, σουφί, αλεβίδες και λοιπές ισλαμικές σέκτες, από τους Κιζιλμπάσηδες της Ροδόπης ως τους μπεκτασήδες της Ανατολίας  και τους εκλεπτυσμένους Πέρσες σουφί, όχι μόνο δεν απέκλεισαν ποτέ την οινοποσία αλλά ύμνησαν το κρασί στην ποίηση τους και το συμπεριέλαβαν στο τυπικό των ιεροτελεστιών τους.

Οι σουνίτες υπήκοοι της οθωμανικής αυτοκρατορίας. δηλαδή π πλειονότης, ήσαν αναγκασμένοι να ζήσουν σε έναν χώρο όπου υπήρχε η οικονομία και ο πολιτισμός του αμπελιού. Ζούσαν σε μια αυτοκρατορία που ξεκίνησε από την Ανατολή, τη γενέτειρα του αμπελιού, και εξα­πλώθηκε προς Δυσμάς, στον χώρο της Μεσογείου όπου, από την αρχαιότητα, κυριαρχούσε το σχήμα σιτάρι, αμπέλι, ελιά. Καλλιεργούσαν λοιπόν κι αυτοί αναγκαστικά αμπέλια για να ζήσουν, κατανάλωναν σταφύλια, πεκμέζ (πρόκειται για βρασμένο μούστο, το γνωστό πετιμέζι) σταφίδες, και ορισμένοι, και κρα­σί παρά τις προσταγές του Ισλάμ.

 

Εορτασμός νίκης στο στρατόπεδο του Τιμούρ. Ο ίδιος κάθεται σε πρόχειρα φτιαγμένο θρόνο και παρίστανται ευγενείς, σωματοφύλακες, χορεύτριες και μουσικοί. Μικρογραφία από το χφ. Zafernâme του Serefeddin Ali Yezdî 1436. Siraz, Iran, Turk ve Islam Eserlerì Müzesi, Istanbul.

 

Την οινοποσία μου­σουλμάνων μαρτυρούν περιηγητές αλλά και οθωμανικές πηγές, όπως για παράδειγμα κώδικες καδήδων, όταν σ’ αυτούς τους τελευταίους, κατέφευγαν οι μουσουλμάνες με το συχνότατο αίτημα διαζυγίου για την κατ’ εξακολούθηση οινοποσία και μέθη του συζύγου τους.

Evliyâ Çelebi

Τα καπηλειά πάντα μακριά από τα τζαμιά, και ποτέ, όπως είναι λογικό, στον χώρο των μουσουλμα­νικών συνοικιών, βρίσκονταν στις παρυφές των πόλε­ων, κοντά σε χάνια και δρόμους. Ο νόμος απαγόρευε τη λειτουργία τους μέσα στον τειχισμένο χώρο της πόλης, το κάστρο. Τόπος τους κυρίως το λιμάνι, όταν υπήρχε, οι σκάλες, αφού η συνήθης πελατεία των ταβερνών ήταν ναυτικοί, αχθοφόροι και άνθρωποι που μετείχαν στο εμπόριο, στη διακίνηση αγαθών. Ο Εβλιά Τσελεμπή περιγράφοντας τα καπηλειά της Πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας αναφέρει:

 

«Αυτά τα κακόφημα μέρη, που τα κρατούσαν οι άπιστοι, ανέρχονταν σε 1.060 και βρίσκονταν στα Σαμαθιά, στο Κούμ Καπί, Ούν Καπανί, Τζιμπαλί, στο  Φανάρι στις όχθες του Κερατίου, στο Χάσκιοϊ και αλλού. Τέλος όταν λες Γαλατάς, είναι σαν να λες ταβέρνες… Ως τα στενά της Μαύρης Θάλασσας, σε κάθε χωριό υπάρ­χει κι ένα καπηλειό».

 

Μια έρευνα βασισμένη σε οθω­μανικό αρχειακό υλικό έδειξε ότι και το 1829 λει­τουργούσαν στις αναφερόμενες παραπάνω περιοχές της Πόλης πάνω από 500 ταβέρνες και ιδιοκτήτες τους ήσαν Ρωμιοί, Αρμένιοι, Εβραίοι. Βασικοί πελάτες των ταβερνείων των οθωμανικών πόλεων ήσαν και οι γενίτσαροι που περιφερόμενοι μεθυσμένοι στην πόλη, παρά την όποια επαγρύπνιση, πρωταγωνιστού­σαν σε σκάνδαλα και βιαιότητες. Να είναι άραγε συμπτωματική η υπαγωγή του ταϊφέ των οινοποτών δερβίσηδων στα γενιτσαρικά τάγματα;

Μεγάλος ο αριθμός των εγγράφων που καταγράφουν τις διαμαρτυρίες κατοίκων αστικών κέντρων για τη βίαιη και πολλές φορές εγκληματική συμπεριφορά μεθυσμέ­νων, όπως πολλά είναι και τα έγγραφα που μαρτυ­ρούν τις σκληρές, σκληρότατες, ποινές που τους επι­βάλλονταν, όταν συλλαμβάνονταν. Τα καπηλειά θεωρήθηκαν κέντρα ακολασίας αλλά και χώροι από όπου ξεκινούσαν οι μεγάλες πυρκαγιές που κατέ­στρεφαν τις πόλεις, αφού το ποτό συνοδευόταν από ναργιλέδες και καπνό πίπας.

 

«Επίγεια και υπερκόσμια μέθη» από το Ντιβάν του Πέρση ποιητή Χαφίζ. Στην κορυφή της μικρογραφίας γραμμένα τα λόγια του ποιητή: «Ο άγγελος του ελέους λαμβάνει την κούπα της αποκάλυψης». Πάνω από τα μεγάλα πιθάρια του κρασιού, στο παράθυρο ο ίδιος ο Χαφίζ σε θρησκευτική έμπνευση. Περσικό χφ. περίπου 1527, φ. 135α, Fogg Museum of Art, Harvard University.

 

Με την αιτιολογία αυτή κατά καιρούς εκδόθηκαν φιρμάνια που απαγόρευαν τη λειτουργία τους. Ο Μουράτ ο Δ’ έμεινε γνωστός στην ιστορία ως Γαζή (Ευλαβής θα λέγαμε) επειδή απαγόρευσε, στις πρώτες δεκαετίες του 17ου αιώνα, την οινοποσία αλλά και τη χρήση καφέ, οπίου και καπνού.

Ο Μπεκρή αγάς είναι ο θρυλικός μέθυσος της εποχής του Μουράτ του Δ’ (1629-1640) ο Μπε­κρή Μουσταφά αγά, που το όνομά του έγινε στα τουρ­κικά, αλλά και στα ελληνικά, συνώνυμο των αντίστοι­χων sarhoş και μέθυσος μέχρι που και μερικώς τα αντι­κατέστησε. Υπάρχει μια ωραία παράδοση που τον συνδέει με τον σουλτάνο Μουράτ, η οποία αναφέρει ότι ο Μπεκρής συνελήφθη μεθυσμένος να φωνάζει ότι είναι ισχυρότερος του Μεγαλέξανδρου και πλουσιότερος κι αυτού του σουλτάνου. Όταν κλήθηκε να το αποδείξει ενώπιον του Μουράτ έβγαλε το γεμάτο παγούρι του λέγοντας ότι εκεί υπάρχει κάτι πιο πολύ­τιμο από όλους τους θησαυρούς του κόσμου, ικανό να κάνει τον φτωχό ζάπλουτο και τον κακομοίρη ισχυ­ρό σαν καταχτητή. Η παράδοση θέλει τον σουλτάνο να αρπάζει και να αδειάζει με μια ρουφηξιά το παγού­ρι και να κάνει τον Μουσταφά Μπεκρή σύμβουλό του.

 

«Η γιορτή του Ιντ αρχίζει» από το Ντιβάν του ποιητή Χαφίζ. Στο δεξί μέρος της ενεπίγραφης ζώνης που διατρέχει την κορυφή του κτιρίου είναι γραμμένοι οι στίχοι: «Ρόδα και φίλοι ανυπόμονα προσμένουν, γιατί είναι η ώρα του Ιντ. Οινοχόε! Κοίτα στου βασιλιά τη λαμπερή την όψη του φεγγαριού την λάμψη και φέρε το κρασί!». Περσικό χφ. περίπου 1527, φ. 86α, Fogg Museum of An, Harvard University.

 

Και για να επιστρέφουμε στην πραγματικότητα (αλήθεια, ποιά;) αναφέρω ότι στους ιεροδικαστικούς κώδικες  της Θεσσαλονίκης είναι καταγεγραμμένο το φιρμάνι με το οποίο ο Μουράτ διατάσσει την κατεδά­φιση των ταβερνών της πόλης, κίνηση που δηλώνει ουσιαστικά την αντίδραση του κράτους απέναντι στη λειτουργία ενός δημόσιου χώρου, όπως είναι αυτός των ταβερνών και των καφενείων, που δεν μπορούν να ελέγξουν. Πρέπει να σημειωθεί ωστόσο ότι «ποτοαπαγορεύσεις» αυτού του τύπου έληγαν πάντα με την αγόρευση στον θρόνο του νέου σουλτάνου. Και οι λόγοι ήσαν κυρίως οικονομικοί και κοινωνικοί όπως θα διαπιστώσουμε στη συνέχεια, όταν θα αναφερ­θούμε στον ρόλο που διαδραμάτιζε το κρασί στην οικονομία της εποχής.

Αξίζει όμως να αναφερθεί και η περίπτωση ενός προγενέστερου σουλτάνου του Σελίμ Β’, γιου του σουλτάνου Σουλεϋμάν του Μεγαλοπρεπή, που έμεινε στην ιστορία ως Μέθυσος (Σαρχός), για την αγάπη του για το κρασί. Λέγεται μάλιστα ότι, ακριβώς επειδή εκτιμούσε το καλό κρα­σί της Κύπρου, επεδίωξε να την πάρει από τους Βενετούς το 1570. Και στη βιβλιογραφία αναφέρεται ότι η εύνοιά του προς τον πλούσιο Εβραίο έμπορο και τρα­πεζίτη Ιωσήφ Νάζη, τον κατοπινό δούκα της Νάξου, συνδέεται με τα εκλεκτά κρασιά των αιγαιοπελαγίτικων νησιών που ο τελευταίος του προμήθευε.

Ας μεταφερθούμε όμως και στον κόσμο των απίστων, των γκιαούρηδων, αυτών που συνέχισαν και στους οθωμανικούς χρόνους τη βυζαντινή οινική παράδοση αυτού του χώρου, όπου μετά από αιώνες, θα ιδρυθεί το ελληνικό κράτος. Στην έκταση που περιλαμβάνεται από τη Μακεδονία και τη Θράκη ως τον Μοριά και την Κρήτη, τα νησιά και τα παράλια του Αιγαίου, παραγόταν εκλεκτό κρασί κατά γενική εκτίμηση και στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Η μαρτυρία προέρχεται από τους ξένους περιηγητές, γερούς πότες και γνώστες των κρασιών, οι οποίοι σημειώνουν αν το κρασί που τους πρόσφεραν κάπου ήταν καλό ή όχι και καταχωρίζουν ανάμεσα στις εντυπώσεις τους και τον θαυμασμό τους για τις κατάφυτες με κλήματα πλαγιές του τόπου που επισκέφθηκαν. Πρέπει όμως να σημει­ωθεί ότι οι περιηγητές από τον φόβο ασθενειών απέ­φευγαν γενικά το νερό και όταν το έπιναν, υποχρεω­τικά έπρεπε να περιέχει κρασί. Παραλλήλως με την περιηγητική μαρτυρία οι προξενικές εκθέσεις έδιναν στοιχεία για το εμπόριο του κρασιού ή της σταφίδας ορισμένων περιοχών, όπως η βορειοδυτική Πελοπόννησος, η Κρήτη, τα αιγαιοπελαγίτικα νησιά, τα Επτάνησα κ.λπ. Ως πριν δυο δεκαετίες αποκλειστικές πηγές πληροφοριών για την ιστορία του κρασιού ήταν οι δυτικές. Για πρώτη φορά σε αμπελοοινικό συνέ­δριο, σε συνέδριο που οργάνωσε το Πολιτιστικό Ίδρυμα της ΕΤΒΑ το 1993 στη Νάουσα, ο Βασίλης Δημητριάδης υποστήριξε την αξία των φορολογικών οθωμανικών κατάστιχων για την ιστορία της αμπελο­καλλιέργειας στον μακεδονικό χώρο. Είχε προηγηθεί στο μεταξύ η δημοσίευση σημαντικών συμβολών στον τομέα αυτόν από Έλληνες ιστορικούς.

Όντως χάρη στην εκμετάλλευση των οθωμανικών φορολο­γικών πηγών, που εν μέρει η έρευνά τους υποστηρίχθηκε ορισμένες φορές οικονομικά από φιλίστωρες οινοπαραγωγούς, σήμερα διαθέτουμε ένα σώμα πληροφοριών για την αμπελοκαλλιέργεια και την οινοπαραγωγή στην Εύβοια, τη Λοκρίδα και τα Μέγα­ρα του 15ου και 16ου αιώνα, στη Σαντορίνη και την Κρήτη στα τέλη του 17ου, στο Άγιον Όρος τον 18ο αιώνα, στην Επανομή και την περιοχή της Χαλκιδικής στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού, κ.λπ.

Τον Δεκέμβριο συμπληρώνεται με την έρευνα της Μαντίνειας και του οροπεδίου της Τριπολιτσάς, έρευνα που με τη βοήθεια συναδέλφων φιλοδοξεί να καλύψει την πρώτη τουρκοκρατία, το ιντερμέτζο της βενετικής κυριαρχίας και τη δεύτερη τουρκοκρατία ως τις παραμονές της επανάστασης.

Τα αμπέλια στις φορολογικές απογραφές των πρώτων αιώνων της οθωμανικής κυριαρχίας καταγράφονται με δυο τρόπους: Ως εδα­φική έκταση όταν πρόκειται για αμπέλια που ανήκουν σε μουσουλμάνους και ως δεκάτη, όταν ανήκουν σε χριστιανούς. Στους επόμενους αιώνες, από τα τέλη του 17ου αιώνα για τα νησιά και την Κρήτη, και από τον 18ο για τον Μοριά, καταγράφονται οι εκτάσεις των αμπελοφυτειών και ο φόρος γίνεται στρεμματικός. Μην φανταστείτε ότι σ’ αυτές τις πηγές ανιχνεύονται πληροφορίες για καλλιεργητικές πρακτικές ή ποικιλίες.

Οι λίγες μέχρι τώρα μελέτες που έγιναν και θα ευχόμουν να συνεχιστούν από νεότερους ημών ιστορικούς, συγκλίνουν σε κάποια κοινά συμπεράσματα ως προς τη διάδοση της αμπελοκαλλιέργειας, τις αποδόσεις, την ανυπαρξία εξειδίκευσης κ.λπ. Ας συγκρατήσουμε όμως τα δυο βασικά τα οποία κατέ­δειξε η μέχρι τώρα έρευνα: ότι το αμπέλι είχε μεγάλη γεωγραφική διάδοση στον ελλαδικό χώρο και αποτε­λούσε βασικό παράγοντα στο εισόδημα του καλλιερ­γητή. Σ’ αυτό συνέτεινε το γεγονός ότι το κρασί αποτε­λούσε βασικό συμπλήρωμα διατροφής και ότι η εμπορευματοποίησή του, η πώλησή του στην αγορά της γειτονικής πόλης ή στον έμπορο που κατέφτανε στο λιμάνι για να φορτώσει, άφηνε στον παραγωγό το χρήμα που κάλυπτε τις άλλες του υποχρεώσεις.

Πολύ επιγραμματικά θα αναφερθώ πρώτα στον δια­τροφικό ρόλο του κρασιού. Το κρασί που φυλασσό­ταν στο κατώγι κάθε αγροτικού σπιτιού δίπλα στα πιθάρια με το λάδι και τις ελιές, αλλά και τα σεντού­κια με τα γεννήματα συντρόφευε καθημερινά το αγροτικό και αστικό τραπέζι, καταξιωμένο από τη θρησκεία και τη λαϊκή ιατρική της εποχής. Δεύτερο βασικό προϊόν μετά το ψωμί, το κρασί αποτελούσε από άποψη ποσότητας το θεμελιώδες στοιχείο της καθημερινής δίαιτας των αγροτικών πληθυσμών, όπως και των εργατών και των φτωχών της πόλης και συμπλήρωνε σημαντικό μέρος του συνόλου των ημε­ρησίων θερμίδων. Δεν έλειπε από τα μοναστηριακά Τυπικά και συνιστούσε μέρος του ημερομισθίου που δίνονταν στους εργάτες γης και τους κτιστάδες, όπως δείχνουν ελληνικά κατάστιχα που κρατούσαν κοτζα­μπάσηδες της περιοχής Τριπολιτσάς στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα.

«Φίλοι του Βάκχου του θεού τον μαστραπάν γεμάτον. Καθείς ας πιούμε από εν να βρή η κορφή τον πάτον». Επιγραφή σε τριφυλόσχημο μαστραπά. Ιταλία (Πέζαρο), όψιμος 18os αι. Μουσείο Μπενάκη.

Τα κατάστιχα του εύπορου εμπόρου Χριστόδουλου Ευθυμίου, ο οποί­ος έζησε στα μέσα του 19ου αιώνα στην Αθήνα, δεί­χνουν ότι η ημερήσια κατανάλωση της οικογένειάς του ήταν 2,5 οκάδες ψωμί, και λίγο παραπάνω από 1,5 οκά κρασί ενώ σε εξαιρετικά μικρότερες ποσότη­τες ακολουθούσε το κρέας και το τυρί. Καθημερινώς εκάστην εσπέραν απολάμβανε και ο αυθέντης Σούτσος «ολίγον οίνον μετά τυρού και άρτου», όπως σημειώνει στα απομνημονεύματά του, ενδεχομένως εκλεκτόν, μη παρεκλίνων κι αυτός από το διαιτητικό πρότυπο της εποχής. Κρασί έπιναν και οι γυναίκες. Ορισμένες μάλιστα όπως οι Αρβανίτισσες της ηπειρω­τικής Ελλάδας και της Πελοποννήσου έδιναν και στα παιδιά τους να πιούν από πολύ νωρίς.

Η οινοποσία ελέγχεται ποικιλοτρόπως. Καταρχήν από τον πνευμα­τικό που δεν επιτρέπει Τετάρτη και Παρασκευή το κρασί στο φαγητό. Από την άλλη συνταγολόγια της εποχής καθορίζουν τη σχέση φαγητού και ποτού: «να ήναι το φαγί από το ποτόν διπλάσιον» και συμβου­λεύουν τους «γέροντες» να νερώνουν τα κρασιά που έχουν «αψάδα», δηλαδή τα κρασιά της Κρήτης, Κύπρου και Χίου.

Δεύτερον θα σχολιάσω πολύ σύντομα και πάλι τον ρόλο του κρασιού στην οικονομία των αγροτικών νοικοκυριών, χριστιανικών και μουσουλμανικών, που αποτελούν και το μεγαλύτερο ποσοστό πληθυ­σμού στους χρόνους αυτούς. Ο ρόλος του συνοψί­ζεται νομίζω με τον καλύτερο τρόπο στη ρήση του κοινοτικού άρχοντα του 17ου αιώνα που διασώζει ο Παπασυναδινός στο Χρονικό των Σερρών. «Το ένα στρέμμα να πουλήσεις τα σταφύλια δια τα δοσίματά σου· το άλλο δια το χάρτζιν και να εντύσεις τα παι­διά σου· το άλλο να κρατήσεις δια το ασπίτι σου να πίνεις εσύ και τα παιδιά σου». Το ένα τρίτο λοιπόν της κατ’ εξοχήν εμπορευματοποιήσιμης αγροτικής παραγωγής, που είναι το κρασί, θα πάει στην αγορά, και το υπόλοιπο θα μοιραστεί ανάμεσα στη φορολογική υποχρέωση και στην αυτοκατανάλωση.

Ήδη από τα μέσα του 15ου αιώνα η αμπελοκαλλιέργεια αποτε­λεί μετά τα δημητριακά, τον σημαντικότερο τομέα της αγροτικής οικονομίας. Η προτίμηση για την αμπελοκαλλιέργεια ήταν σε άμεση συνάρτηση με την εμπορευματοποίηση του κρασιού, η πώληση του οποίου εξασφάλιζε τα απαραίτητα έσοδα στον καλλιεργητή για να συμπληρώσει το εισόδημά του από την κυρίως καλλιέργεια, τα σιτηρά. Η τιμή του κρασιού ήταν εξαιρετικά υψηλή συγκρινόμενη με αυτή των δημητριακών. Οι διατιμήσεις της Αδριανούπολης του 1502 το δείχνουν καθαρά: 11 άσπρα τιμάται ένα κιλό αλεύρι, δηλαδή οι 20 οκάδες, ενώ 5,5 άσπρα κοστίζει η οκά το κρασί.

Ένα άλλο παράδειγμα, από την Κρήτη του 17ου αιώνα αυτήν τη φορά, δείχνει επίσης πόσο σημαντικός ήταν ο ρόλος της αμπελοκαλλιέργειας στην οικονομία της εποχής. Μετρήσεις στους φόρους που επέβαλαν οι Οθωμα­νοί στα σταροχώραφα και τους αμπελώνες της Ανατολικής Κρήτης, μόλις έπεσε ο Χάνδακας το 1669, έδειξαν ότι οι αμπελώνες, ενώ αντιστοιχούσαν στο 10% περίπου της επιφανείας των χωραφιών, έδιναν εισόδημα σχεδόν πενταπλάσιο της αξίας των σιτη­ρών. Τα δυο ενδεικτικά παραδείγματα που αναφέρ­θηκαν αποδεικνύουν τους λόγους για τους οποίους το αμπέλι αποτελούσε το απαραίτητο συμπλήρωμα στην οικονομία του αγροτικού νοικοκυριού αυτής της εποχής, όπως εξάλλου δηλώνεται και στο ποίη­μα «Ο χωρικός και τα παιδιά του» του Ιωάννη Βιλαρά (1771-1812):

 

Ένας γέρος χωρικός, μετρημένος, γνωστικός,

ό,τι αρχίνησε να νιώσει πώς το τέλος του είχε σώσει,

και ποθώντας μοναχή τα παιδιά του παντοχή

στη δουλειά της γης να έχουν

και σ’ εκείνη να προσέχουν, με φιλόστοργη βουλή

μιαν αυγή τα προσκαλεί στου θανάτου του την κλίνη

τέτοια διάτα τους αφήνει

—————————

Το αμπέλι είν’ αρκετό, επειδής κι εμείς μ’ αυτό

επορέψαμεν ως τώρα, οι καλύτεροι στη χώρα.

 

Αντίστοιχο, του ρόλου της αμπελοκαλλιέργειας στην οικονομία υπήρξε και το ενδιαφέρον του κυριάρχου για την επιβολή και είσπραξη του αναλογούντος φόρου από τα προϊόντα της αμπελοκαλλιέργειας, κρασί και σταφίδα. Η Υψηλή Πύλη επιβάλλει δεκάτη στην παραγωγή, φόρο για την οινοποίηση, φόρο για το κρασί που κανονικά θα πουλούσε πρώτος ο τιμαριώτης, αν συγκέντρωνε σε φυσική αξία τον μούστο, (αυτός ήταν ο περίφημος νόμος μονοπωλίου), φόρο για τη σταφίδα, δασμό για το κρασί που εισάγεται προς πώληση στην πόλη, δασμό στον έμπορο που το εξάγει, φόρο στα καπηλειά, φόρο ακόμη και για τα άδεια βαρέλια που θα γεμίσουν κρασί, φόρο και για τις κανάτες των κάπηλων που έπρεπε να έχουν σφρα­γιστεί από τον αγορανόμο για να μην κλέβουν τη πελατεία στο ζύγι κ.λπ.

 

«Πλούσιος Κληρονόμος γλεντά σε καπηλειό». Από το χφ. Hûbannânne του Fâzil bin Tahir Enderûnî (1759-1810), Istanbul Universités/ Kütüphanesi, Istanbul.

 

Πρέπει να σημειώσω ότι οι εξαγωγές του κρασιού ποτέ δεν απαγορεύτηκαν σε αντίθεση με τα άλλα δύο βασικά είδη διατροφής στά­ρι ή λάδι, που κατά τον νόμο εξάγονταν μόνο όταν είχαν καλυφθεί οι καταναλωτή ανάγκες των Οθω­μανών υπηκόων. Δεν υπήρχε δηλαδή κάποια προστατευτική πολιτική για το καταναλωτικό κοινό ενός προϊόντος, το οποίο η θρησκεία του κυριάρχου κατα­δίκαζε. Εξάλλου αυτός είναι και ο λόγος που το κρα­σί σπανίως, ως ποτέ, δεν περιλαμβάνεται σε καταλόγους διατίμησης για τα βασικά είδη διατροφής τους οποίους κάθε τόσο εκδίδει ο καδής με τη συνεργασία της λόντζας της πόλης.

Αντίθετα διαπιστώνει κανείς να υπάρχουν σε νομοθετικά κείμενα, που ρυθμίζουν φορολογικά θέματα, άρθρα όπου εμμέσως δηλώνε­ται η φροντίδα ως και η ενθαρρυντική πολιτική του οθωμανικού κράτους για τη διάδοση της προσοδο­φόρου αμπελοκαλλιέργειας. Ένα τέτοιο άρθρο περι­λαμβάνει η φορολογική νομοθεσία της Θήβας και Λειβαδιάς στον 16ο αιώνα: «Αν κάποιος φυτέψει ένα αμπέλι, πληρώνει τον πρώτο χρόνο πέντε άσπρα στρεμματικό φόρο. Αργότερα, εφόσον το αμπέλι δεν δώσει καρπό, δεν πληρώνει τίποτε».

Ιδιαίτερα ανα­λυτική είναι η νομοθεσία του σουλτάνου Αχμέτ του Γ’ το 1715 για την αμπελοκαλλιέργεια του Μοριά, όταν κατακτάται για δεύτερη φορά από τους Οθωμανούς· σε ένα μακροσκελές άρθρο δίνονται οι αντιστοιχίες των μέτρων επιφανείας που χρησιμοποιούνται στις διάφορες περιοχές προκειμένου να υπάρχει μια κοινή φορολογική πολιτική.

Επίσης καταγράφονται πληροφορίες για τη φορολογία της σταφίδας, ενός προϊόντος που ως τα τέλη του 19ου αιώνα θα κάνει το λιμάνι της Πάτρας να σφύζει από δεκάδες ιστιοφόρα και ατμόπλοια, αγγλικά τα περισσότερα. Παραμένει desideratum η συστηματική συγκέντρωση πληροφο­ριών περί αμπελοκαλλιέργειας και οινικής παραγωγής στις ελλαδικές περιοχές κατά την οθωμανική περίοδο. Για παράδειγμα: Η αμπελοκαλλιέργεια στην Κρήτη θεωρείται ότι με την έλευση των Οθωμανών πέρασε σε ύφεση. Πρόξενοι και περιηγητές, βασικές πηγές, μέχρι τώρα, για τις εξαγωγές στον πρώτο αιώνα της οθωμανικής κυριαρχίας στο νησί, ενώ συχνά αναφέρονται στην παραγωγή του λαδιού και του σαπουνιού, των σημαντικότερων προϊόντων της Κρήτης την εποχή αυτή, σπάνια κάνουν λόγο για τα Κρη­τικά αμπελουργικά προϊόντα περιορίζονται να σημει­ώσουν τις περιοχές που ξεχώριζαν για το κρασί τους και δίνοντας διάσπαρτες πληροφορίες για την ποσό­τητα παράγωγης, τις εξαγωγές κρασιού και τον τρόπο καλλιέργειας των αμπελώνων. Έρευνα σε οθωμανικές πηγές παρόμοια μ’ αυτήν που έγινε για την περι­φέρεια της Ανατολικής Κρήτης θα έδινε μια ιδέα για τη διάδοση της αμπελοκαλλιέργειας στο νησί τις παραμονές της οθωμανικής κατάληψης.

 

Δείπνο στο χωριό Χρισσό του Παρνασσού, στο σπίτι του επισκόπου της Άμφισσας. Dodwell Edward, 1819.

 

Κλείνω με μερικές διαπιστώσεις για την έρευνα: Ελάχιστες είναι οι μελέτες στη διεθνή βιβλιογραφία για το κρασί στην οθωμανική αυτοκρατορία. Δεν ανα­φέρομαι σ’ αυτές που το εξετάζουν υπό το πρίσμα της ισλαμικής θεολογίας και φιλολογίας. Δεν υπήρξε ενδιαφέρον για τη μελέτη της αμπελοκαλλιέργειας ούτε της εμπορίας των προϊόντων της και φυσικά δεν έχει μελετηθεί η ιστορία των λοιπών οινοπνευματω­δών ποτών, του μποζά, του ρακιού, αποκαλούμενου και αρσλάν σουτού (=γάλα λιονταριού) και όλων των αποσταγμάτων. Πολύ περισσότερο δεν μελετήθηκε η παρουσία, η δεξίωση του κρασιού από την κοινωνία της εποχής. Πολύ τελευταία παρουσιάστηκαν ορισμένες μελέτες ως προς αυτόν τον εξαιρετικά ενδιαφέροντα τομέα. Και δεν εννοώ βεβαίως ορισμένες εκλαϊκευτικές εκδόσεις που επαναλαμβάνουν διηγήσεις περιηγητών και αναφορές Οθωμανών χρονογράφων σχετικά με το κρασί.

Αναμφίβολα η συμβολή των ελληνικών οθωμανικών σπουδών στην ιστορία της αμπελοκαλλιέργειας στην ελληνική γη και του ρόλου της στην οικονομία της εποχής είναι καθοριστική. Είμαι ευγνώμων στους ανθρώπους του κρασιού, στους Έλληνες οινοπαραγωγούς, διότι με την ενίσχυση της έρευνας του κρασι­ού ουσιαστικά στήριξαν και στηρίζουν την έρευνα για την ιστορία ελληνικών περιοχών κατά τη δεδομένη περίοδο, την περίοδο που αρεσκόμαστε να αποκαλούμε ακόμα «σκοτεινούς χρόνους».

 

Βιβλιογραφία


 

Το κρασί στο Ισλάμ και η δεξίωσή του από την ισλαμική και χριστιανική οθωμανική κοινωνία.

Οι μελέτες για το κρασί στην ισλαμική παράδοση, σουνιτική και σιιτική, είναι πολλές. Γενικά στοιχεία περί του θέματος και μια βασική βιβλιογραφία παρατίθενται στο λήμμα ms Εγκυκλοπαίδειας του Ισλάμ, βλ. J. Sadan, «Khamr», Encyclo­paedia of Islam, (δεύτερη έκδοση), vol. 4, 994. Επίσης του ιδίου, «Vin – Fait de civilisation», Studies in Memory of Gaston Wiet, (ed). Myriam Rosen-Ayalon, Jerusalem 1977, 129-160. Bλ. επίσης τη διδακτορική διατριβή της Kathryn Kueny, The Phetoric of Sobriety: Wine in Early Islam, Albany: State University of New York Press, 2001 και ποικίλα άρθρα όπως των Cl. Lo Jacono, «On the Prohibition of Fermented Drinks in islam», Studi Magrebini XXVI (1998-2002), 133­146. To κρασί ωστόσο έχει υμνηθεί από τους Άραβες, βλ. για παράδειγμα L’éloge du vin (al Khamriya). Poème mystique d’Ibn al Fâridh, traduit de l’arabe avec l’introduction et notes d’Emile Dermenghem, éditions Véga, 2002 και Yaseen Noorami, «Heterotopia and the Wine Poem in Early Islamic Culture», International Journal of Middle East Studies 36 (2004), 345-366. Για τη δεξίωση του κρασιού στην αυλή των Οθωμανών σουλτάνων, βλ. A. Navarian, Les sultans poètes (1451-1808), Paris, Librairie Orientaliste Paul Geuthner, 1936, όπου περιλαμβάνονται στίχοι για το κρασί διαφόρων σουλτάνων, όπως του Μεχμέτ του Πορθητή, Σουλεϊμάν Μεγαλοπρεπή και λοιπών, αλλά και προστατευομένων τους ποιητών, οι οποίοι έγραψαν ποίηση για το κρασί. Δεν υπάρχει, όσο γνωρίζω, κάποια συλλογή οθωμανικήε ποίησης αφιερωμένης ειδικά στο κρασί, ωστόσο στίχοι σχετικοί περιλαμβάνονται σε πλείστες συλλογές, ‘οπως για παράδειγμα του W. G. Andrews, Poetry’s Voice, Society’s Song. Ottoman Lyric Poetry, University of Washington Press, Seattle and London 1984 (ειδικότερα τα κεφ. «The Voice of Emotion» και «Ecology of the Song»), όπου παρατίθενται συμποτικοί στίχοι των ποιητών Bakî, Hayalî, Nabî (1630-1712), Ubeydi, Nedim κ. ά. Βλ. επίσης, W. G. Andrews και Μ. Kalpaklı, The Age of the Beloveds: Love and the Beloved in the Early-Modern Ottoman and European Culture and Society, Chapel Hill, Duke University Press, 2005. Η επιρροή tous από την περσική ποίηση και ειδικά από «Τα Ρουμπαγιάτ» (= τετράστιχα) του Ομάρ Καγιάμ είναι προφανής. Για «Τα Ρουμπαγιάτ» του Πέρση Ομάρ Καγιάμ (12os αι.), βλ. A. Saeidi, Τ. Unwin, «Persian Wine Tradition and Symbolism: Evidence from the Medieval Poetry of Hafiz», Journal of Wine Research 15/2 (August 2004), 97-114. «Τα Ρουμπαγιάτ» μεταφράστηκαν και στα ελληνικά από τον Παύλο Γνευτό (Αλεξάνδρεια, 1918) και Κωνσταντίνο Κατσίμπαλη (Αθήνα, 1919). Ο τελευταίος σημειώνει στο επίμετρο που συνοδεύει τη μετάφρασή του: «Δεν πρέπει να μας ξαφνιάζει το σπουδαίο μέρος που παίζει το κρασί στην περσική ποίηση».

Ο σοφός Γάλλος ανατολιστής  Darmesteter, τα τραγούδια αυτά τα ονομάζει ύμνους στο κρασί, όχι όμως και βακχικά, όπως της Ευρώπης· αυτά – λέγει – είναι τραγούδια μεθυστάδων, ενώ τα περσικά είναι μια διαμαρτυρία για το Κοράνι, για τους θρησκομανήδες, για την πίεση που κάνει ο Θρησκευτικός νόμος στη φύση και στη λογική. Ο άνθρωπος που πίνει είναι για τον ποιητή ο άνθρωπος ο  χειραφετημένος, ο ξεσκλαβωμένοε, και το κρασί σύμ­βολο της θεϊκής μέθης. Όσο όμως και νάναι θεϊκή, δεν εμπο­δίζει νάναι και πραγματική…. Πρέπει να σημειωθεί ότι ελά­χιστο χώρο αφιερώνουν στο κρασί μελέτες που εξετάζουν την καθημερινή ζωή στους Οθωμανικούς χρόνους βλ. για παράδειγμα το βιβλίο της Suraiya Faroqui, Κουλτούρα και καθημερινή ζωή στην οθωμανική αυτοκρατορία. Από τον Μεσαίωνα έως τις αρχές του 20ού αι., μτφ. Κατερίνα Παπα­κωνσταντίνου, Αθήνα, Έξαντας 2000, 277-280, όπου το θέμα της οινοποσίας  στριμώχνεται μαζί με την ιστορία του καφέ και του καπνού. Υπάρχουν ωστόσο ορισμένες πολύ ενδιαφέρουσες μελέτες, όπων του Μ. And, «Wine, Other Drinks and Drugs«, Istanbul in the 16th Century: The City, the Palace and Daily Life, Istanbul 1994, 185-193, όπου συγκεντρώνονται οι πληροφορίες για το κρασί στον 16ο αιώ­να· της Ayşe Saraçgil, «Generi voluttuari e ragion di Stato: Politiche repressive del consumo di vino, caffé e tabacco nell’ Impero ottomano nei secc. XVI e XVII», Turcica 28 (1996), 163-193 που αφορά στις απαγορεύσεις που επιβλήθηκαν από το οθωμανικό κράτος στην κατανάλωση κρασιού, καπνού, καφέ· η μελέτη πρέπει να αναγνωστεί παραλλήλως με την παλιότερη εργασία του Α. Matkovski, «Auftreten und Ausbreitung des Tabaks auf der Balkanhabinsel», Südost- Forshungen 28 (1969), 48-93. O François Georgeon βασίστη­κε κυρίως στη μαρτυρία των D’Ohsson και Lady Mary Worthey Montague και σε δημοσιευμένες πηγές για την κατανάλωση του αλκοόλ στην Ισταμπούλ, βλ. Fr. Georgeon, «Ottoman and Drinkers: The Consumption Alcohol in Istanbul in the Nineteenth Century», Outside in. On the Margins of the Modern Middle East, (ed.) Eugene Rogan, I. B. Tauris Publishers, London – New York, 2002, 7-30. Για τις ταβέρνες και τα καπηλειά της Ισταμπούλ εξαιρετική παραμένει η μελέτη του Reşad Ekrem Koçu, Eski İstanbul’da Meyhaneler ve Meyhane Köçekleri, [Οι παλιές ταβέρνες της Ισταμπούλ και οι χορευτές τους], Istanbul 1947 (22002). Βλ. enians I. Ortaylı, «İstanbul’un Meyhaneleri» [Οι ταβέρνες της Ισταμπούλ], İstanbul’dan Sayfalar, Istanbul 1987, 181-186.

Από τις πολύ ενδιαφέρουσες μελέτες σημειώνω αυτήν του F. Yılmaz, «Boş Vaktiniz var mı? Veya 16. Yüzyılda Anadolu’da Şarap, Eğlence ve Suç» [Έχετε ελεύθερο χρόνο; Η το κρασί, το γλέντι και η απαγόρευση στην Ανατολή τον 16ο αιώνα]. Tarih ve Toplum 241 (2005), 11-49. Παραπάνω παρατέθησαν στοι­χεία που αποδεικνύουν ότι μέρος των μουσουλμάνων Οθω­μανών ύμνησε το κρασί, όπως ακριβώς εξάλλου και έκανε και η ρωμέικη ορθόδοξη κοινότητα της αυτοκρατορίας. Στοι­χεία πολύτιμα για την ποίηση συτή στους xpovous που μας ενδιαφέρουν συγκέντρωσε η Αθηνά Γεωργαντά σε έναν τόμο της ανθολογίας «Ο oivos στην ποίηση» που εξέδωσε το 1995 το Ίδρυμα «Φανή Μπουτάρη». Η ίδια ασχολήθηκε και με τη συμποτική ποίηση πριν από την Επανάσταση του 1821, βλ. Αθηνά Γεωργαντά, «Βιβλιοθήκη ή βαρελοθήκη; Μείζων προεπανασταστικός διάλογος περί ποιήσεων», Αμπελοοινική ιστορία στο χώρο της Μακεδονίας και της Θράκης, Ε’ Τριήμε­ρο Eργασίας, Νάουσα, 17-19 Σεπτεμβρίου 1993, Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, Αθήνα 1998, 294-307.

Η συμμετοχή του κρασιού στην οικονομία των οθωμανικών χρόνων

Μέχρι πολύ πρόσφατα μελέτες για την αμπελοκαλλιέργεια και την κατανάλωση κρασιού στα χρόνια της τουρκοκρατίας κατέφευγαν στη μαρτυρία περιηγητικών κειμένων, καθώς αποτελούσαν εύκολες στην πρόσβασή τους πηγέε. Μια πρό­σφατα δημοσιευμένη μελέτη που βασίστηκε σε συστηματική έρευνα των περιηγητικών κειμένων για την περιοχή της  Μεγαρίδας είναι της Ιόλης Βιγγοπούλου, «Οδοιπορώντα5 στη Μεγαρίδα: Όψεις και απόψεις των περιηγητών», Οίνον ιστορώ II (2002), 145-156, πιν. 23-24. Από δυτικές πηγές εξαιρετική πηγή πληροφοριών τουλάχιστον για τους τελευταίους χρόνους της οθωμανικής αυτοκρατορίας αποτελούν οι προξενικές εκθέσεις, οι οποίες παραμένουν σχεδόν ανεκμετάλλευτες. Παραδειγματικά αναφέρω τη μελέτη του Α. Χοτζίδη, «Παρα­γωγή και εμπορία οίνου στη Μακεδονία 1897-1909. Στοιχεία από οικονομικές  εκθέσεις των προξένων της Αυστροουγγαρίας», Τέχνη και τεχνική στα αμπέλια και τους οινεώνες της Β. Ελλάδος, Θ’ Τριήμερο Εργασίας, Αδριανή Δράμας, 25-27 Ιουνίου 1999, Αθήνα, Πολιτιστικό Τεχνολογικό ‘Ιδρυμα ΕΤΒΑ, 2002. Σε προξενικές εκθέσεις βασίστηκε η μελέτη του καθη­γητή στην Ανωτάτη Εμπορική Σχολή της Βενετίας Truffi Ferruccio, / vini della Crecla e della Turda e quelli Important! in Italia per la doğana di Venezia, Βενετία 1902, η οποία δίνει πολύτιμες πληροφορίες για ποικιλίες κλημάτων και κρασιών σε Ελλάδα και οθωμανική αυτοκρατορία.

Από τους πρώτους που ασχολήθηκε με τη φορολογία του κρασιού στην οθωμανική αυτοκρατορία εντριφώντας σε πηγές που παρήγε το δημοσιονομικό και διοικητικό της σύστημα είναι ο J. Kabrda, «Contribution à l’étude de la rente féodale dans l’empire  ottoman», Sbornik Praci Filosofiske Fakulty Brneské University 10 (Burno 1963), 33­53. Ο Σπ. Ασδραχάς εξετάζοντας τους μηχανικούς λειτουργίας τηςms αγροτικής οικονομίας στους πρώτους αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας αφιέρωσε ένα κεφάλαιο στον ρόλο της παραπληρωματικότητας της αμπελοκαλλιέργειας στο εισόδημα του καλλιεργητή, βλ. Σπ. Ασδραχάς, Μηχανι­σμοί της αγροτικής  οικονομίας στην τουρκοκρατία (ιε’-ιστ’ αιώνας), Θεμέλιο 1978. Εργασίες με αντικείμενο την ιστορία γνωστών οινοφόρων ελλαδικών περιοχών (πρβλ. Κρήτη, Εύβοια, Σαντορίνη κ.λπ.) αφιερώνουν σελίδες τους στην αμπελοκαλλιέργεια και οινοπαραγωγή των χρόνων αυτών. Ενδεικτικά: Γιολάντα Τριανταφυλλίδου-Baladié, Το εμπόριο και η οικονομία της Κρήτης (1669-1795), Ηράκλειο, Βικελαία Βιβλιοθήκη, 1988. Βλ. επίσης τη μελέτη του Μ. Πεπονάκη, «Η αμπελοκαλλιέργεια και η παραγωγή κρασιού, σταφίδας και ρακής στην Κρήτη (τέλη του 18ου – μέσα 19ου αι. )», Κρητολογικά Γράμματα 13 (1997), 281-296. Για την αμπελοκαλλιέργεια της νεοκατακτημένπς από τους Οθωμανούς Εύβοιας, βλ. Evangelia Balta, L’Eubée à la fin du XVe siède. Economie et Population. Les registres de Tannée 1474, Athènes 1989, 45-61. Για την αμπελοκαλλιέργεια της Σαντορίνης ενδεικτικά σημειώνω τις μελέτες του Α. Τσελίκα, «Το αμπέλι στα δικαιοπρακτικά έγγραφα της Σαντορίνης του 16ου και 17ου αιώνα», Ιστορία του εελληνικού κρασιού, Β’ Τριήμερο Εργασίας, Σαντορίνη, 7-9 Σεπτεμβρίου 1990, Αθή­να, Πολιτιστικό Τεχνολογικό ‘Ιδρυμα ΕΤΒΑ, 1992, 84-90. Τη συμμετοχή του αμπελιού στη σύνθεση των περιουσιών και τον ρόλο στην προικοδότηση εξέτασε στη διδακτορική της διατριβή η Μαρία Σπηλιωτοπούλου, Η Σαντορίνη στην τουρκοκρατία. Κοινωνικές και οικονομικές πρακτικές στο πλαίσιο της οικογένειας, Ρέθυμνο 2005.

Τέλος τα συνέδρια του Πολιτιστικού Ιδρύματος της ΕΤΒΑ και της εταιρείας ΟΙΝΟΝ ΙΣΤΟΡΩ συνέβαλαν στον τομέα αυτό με εργασίες τοπικής κάθε φορά εμβέλειας· βλ. Β. Δημητριάδης, «Η αμπελοκαλλιέργεια και η οινοποιία στη Μακεδονία», Αμπελοοινική ιστορία στο χώρο της Μακεδονίας και της Θράκης, Ε’ Τριήμερο Εργασίας, Νάουσα, 17-19 Σεπτεμβρίου 1993, Αθήνα, Πολιτιστικό Τεχνοδογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, 1998, 262­-27. Στη μαρτυρία των οθωμανικών φορολογικών καταστιχώσεων στηρίχτηκαν μελέτες της Ευαγγελίας Μπαλτά, «Η μαρτυρία των οθωμανικών κατάστιχων για την αμπελοκαλλιέργεια και την οινοπαραγωγή (15os-17os αι.)». Τέχνη και τεχνική στα αμπέλια και τους οινεώνες της Β. Ελλάδος, Θ’ Τριήμερο Εργασίας, Αδριανή Δράμας, 25-27 Ιουνίου 1999, Πολιτιστικό Τεχνοδογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, Αθήνα 2002, 187-­197 [αγγδική μετάφραση: «Evidence for Viticulture from the Ottoman Tax Registers: 15th to 17th Century», Türk Kültürü İncelemeleri Dergisi 5 (Istanbul 2001), 1-12]. Tης ιδίας, «Η μαρτυρία των οθωμανικών καταστιχώσεων απα­ραίτητη προϋπόθεση για τη μελέτη της αμπελοκαλλιέργειας και οινοπαραγωγής στην Πεδοπόννησο, 15os-180s αι.», Οίνον ιστορώ I Αμπελοοινική ιστορία και αρχαιολογία της ΒΔ Πελοπόννησου (2001), 135-141. Tης ιδίας, «Η Μεγαρίδα στα οθωμανικά αρχεία και η αμπελοοινική της ιστορία», Οίνον ιστορώ II Μεγαρίς. Η αμπελοοινική ιστορία (2002), 103-144, πιν. 20-22. Της ιδίας, «Η περιοχή Αταλάντης και Μουδουνίτσας στους πρώιμους οθωμανικούς χρόνους (15os-16os αι.)», στον τόμο Λοκρίδα. Ιστορία Πολιτισμός, χχ.,»Κτήμα Χατζημιχάδη», 139-171. Tης ιδίας, «Τα υπόσκα­ψα λαξευτά πατητήρια της Καππαδοκίας”, Οίνον ιστορώ IV Θλιπτήρια και πιεστήρια (2005), 215-256, πίν. 59-72. Βλ. επίσης Αγγεδική Γεωργίου, Ελένη Καραναστάση και Ευαγγελία Μπαλτά, «Αμπελώνες και κρασιά στην Επανομή. Η οθωμανική απογραφή του 1907», Οίνον ιστορώ III Τ’ αμπελανθίσματα (2004), 129-191.

Σε οθωμανικές φοροδογικές απογραφές στηρίζεται και η εργασία της Filiz Yasar, «Viticulture and Wine Production in Ottoman Monemvasia in the Sixteenth Century» (υπό έκδοση, στα Πρακτικά του Συνεδρίου «Μονεμβάσιος οίνος» που διοργάνωσε το Ινστι­τούτο Βυζαντινών Ερευνών σε συνεργασία με την εταιρεία ΟΙΝΟΝ ΙΣΤΟΡΩ, 19-20 Μαΐου 2006). Επίσης σε οθωμανικά κατάστιχα της Κριμαίας βασίζεται η σχετικά πρόσφατη μεδέ­τη του Ο. Halenko, «Wine Production, Marketing and Consumprion in the Ottoman Crimea, 1520-1542», Journal of Economic and Social History of Orient 47/4 (2004), 507­547. Μια άλλη έρευνα που βασίστηκε σε οθωμανικό αρχει­ακό υδικό είναι του A. Hezarfen, «Η. 1245’te (1829) Başmuhasebeye Gedik Olarak Kayıtlı İstanbul Meyhaneleri» [Οι ταβέρνες της Ισταμπούλ το 1829 βάσει του καταλόγου αδειών λειτουργίας], Tarih ve Toplum 129 (1994), 36-39. Κατέγραψε 554 ταβέρνες η πλειονότης των οποίων βρσκόταν στα χέρια Ρωμιών, Αρμενίων και Εβραίων και οι οποίες βρίσκονταν στον Γαλατά, το Πέραν, τα Ταταύλα, στις ακτές του Βόσπορου, στα Σαμαθειά κ.λπ.

Το κρασί στη διατροφή και λαϊκή ιατρική της εποχής

Τα Γεωπονικά του Αγάπιου Λάνδου (Βιβλίον καλούμενον Γεωπονικόν, εις το οποίον περιέχονται ερμηνείαις θαυμασιώταταις πως να κεντρώνωνται, και να φυτεύονται, τα δέν­δρα και έτερα όμοια και εξόχως πως να κυβερνάται πας ένας δια να φυλάγεται υγιής. Έτι δε και ιατρικά διάφορα αληθέ­στατα συναγμένα από ιατρούς σοφωτάτους, εις πάσαν ασθέ­νειαν· και μηνολόγιον δι όλας ταις εορταίς του χρόνου, Βενετία 1643), το Πηδάλιο του Νικόδημου Αγιορείτη (Πηδάλιον της νοητής νηός, της Μίας, Αγίας, Καθολικής, και Αποστολικής των ορθοδόξων Εκκλησίας, Λειψία 1800) και τα Τυπικά διαφόρων μονών αηοτέλεσαν πηγή πληροφοριών για τη χρήση του κρασιού και τον ρόλο του στη διατροφή του παρελθόντος. Βλ. Άννα Ματθαίου, «Το κρασί ως βασι­κό είδος διατροφής στην Τουρκοκρατία», Ιστορία του ελλη­νικού κρασιού, Β’ Τριήμερο Εργασίας, Σαντορίνη, 7-9 Σεπτεμβρίου 1990, Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, Αθήνα 1992, 183-190. Ένα κεφάλαιο επίσης της διδακτορι­κής της διατριβής αφιερώνεται και σε θέματα που αφορούν την κατανάλωση του κρασιού, βλ. Anna Matthaiou, Aspects de l’alimentation en Grèce sous la domination ottomane. Des réglements au discours normatif, Peterlang, Band 14, 1997, 105-113.

Με τη συγκέντρωση ποικίλων πληροφοριών που αναφέρονται σε αντιλήψεις διαιτητικής και θεραπευτικής ιατρικής αλλά και με τη μελέτη των κατευναστικών ιδιοτήτων φυτών που συνεχίζουν να χρησιμοποι­ούνται στη λαϊκή ιαματική για την αντιμετώπιση της μέθης ασχολήθηκε η Ευαγγελία Βαρέλλα. Βλ. Ευαγγελία Βαρέλλα, «Η χρήση του οίνου στη μεταβυζαντινή θεραπευτική και διαιτητική επί τη βάσει αγιορείτικων  χειρογράφων», Αμπελοοινική ιστορία στο χώρο της Μακεδονίας και της Θράκης, Ε’ Τριήμερο Εργασίας, Νάουσα, 17-19 Σεπτεμβρίου 1993, Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, Αθήνα 1998, 308-­330. Της ιδίας, «Η αντιμετώπιση της μέθης στον ελληνικό χώρο. Από τις ιπποκρατικές συγγραφές στα αθωνικά ιατρο­σόφια», Τέχνη και τεχνική στα αμπέλια και τους οινεώνες της Β. Ελλάδος, Θ’ Τριήμερο Εργασίας, Αδριανή Δράμας, 25-27 Ιουνίου 1999, Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, Αθή­να 2002, 168-175. Η μελέτη ιατρικών εγχειριδίων του Διαφωτισμού που συνέγραψαν ή μετέφρασαν Έλληνες γιατροί ανέδειξαν την αξία της μαρτυρίας τους για τα ελληνικά κρα­σιά στην τελευταία περίοδο της τουρκοκρατίας και τις διαιτη­τικές αντιλήψεις της εποχής, βλ. Αθηνά Γεωργαντά, «Μελε­τώντας τα ιατρικά εγχειρίδια του νεοελληνικού Διαφωτι­σμού», Τέχνη και τεχνική στα αμπέλια και τους οινεώνες της Β. Ελλάδος, Θ’ Τριήμερο Εργασίας, Αδριανή Δράμας, 25-27 Ιουνίου 1999, Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, Αθή­να 2002, 198-228.

 

Ευαγγελία Μπαλτά

Διευθύντρια Ερευνών, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών, ΕΙΕ

* Η ανακοίνωση δημοσιεύεται όπως ακριβώς εκφωνήθηκε στις 16 Μαΐου 2006 στον κύκλο των ειδικών μορφωτικών εκδηλώσε­ων «Οίνος: Πολιτισμοί και κοινωνία. Το χθες και σήμερα» που διοργάνωσε το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών (9 Μαΐου – 31 Μαΐου 2006). Προσετέθησαν μόνο ορισμένες βιβλιογραφικές αναφορές κατανεμημένες στις θεματικές που σχολιάστηκαν ή εθίγησαν στο κείμε­νο τις ομιλίας. Η παράθεση μιας ενδεικτικής βιβλιογραφίας σκοπό έχει να καθοδηγήσει τον αναγνώστη που θέλει να ενημερωθεί περαιτέρω.

*Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

Διαβάστε ακόμη:


Viewing all articles
Browse latest Browse all 640

Latest Images

Trending Articles