Έγγραφα Επιστράτευσης της Επαρχίας Ναυπλίου το 1825 και η θυσία στο Μανιάκι – Αντώνης Δ. Ξυπολιάς, Ιστοριοδίφης, Εταιρεία Πελοποννησιακών Σπουδών, τόμος ΛΒ’ – 2022.
Το καλοκαίρι του 1824 κυκλοφορούσαν έντονα οι φήμες ότι ο αιγυπτιακός στόλος του Μεχμέτ Αλή με 200 πλοία και 12.000 οπλίτες ήταν έτοιμα να αποπλεύσουν από την Αλεξάνδρεια με προορισμό τα νησιά των Σπετσών και της Ύδρας. Αρχές Ιουλίου 1824 η Διοίκηση εν μέσω εμφυλίων διαιρέσεων και συγκρούσεων υποχρεώθηκε να λάβει μέτρα ασφαλείας των Σπετσών και ο Υπουργός Εσωτερικών Γρηγόριος Δικαίος διέταξε στρατιωτικά σώματα από τις επαρχίες Άργους και Κυνουρίας με αρχηγούς τους Δημήτρη Τσώκρη και Παναγή Ζαφειρόπουλο, αντίστοιχα με 200 οπλίτες ο καθένας, να κινήσουν προς το νησί των Σπετσών.
Διατάχθηκε επίσης και η επαρχία Ναυπλίου με 200 στρατιώτες υπό την ηγεσία των Μήτρου Λυγουριάτη, Αναγνώστη Κακάνη και Αναγνώστη Τασόπουλου να κινήσουν για τις Σπέτσες και υπό τις οδηγίες του Νικηταρά να προκαταλάβουν κατάλληλες θέσεις, που θα εμπόδιζαν την αναμενόμενη εχθρική απόβαση στο νησί. Ανάλογες διαταγές εκδόθηκαν και για την Ύδρα. Οι διαταγές όμως της Διοίκησης συνάντησαν δυσκολίες στην υλοποίησή τους και δεν εκτελέσθηκαν. Οι εμφύλιες διαιρέσεις είχαν δηλητηριάσει την υπακοή και την συνοχή στις τάξεις των στρατιωτικών.
[…] Ο αναμενόμενος στόλος των Αιγυπτίων υπό τον Ιμπραήμ πασά – γιό του Μεχμέτ Αλή – είχε φθάσει ανενόχλητος στον Μεσσηνιακό κόλπο και ξημερώματα της 10ης Φεβρουαρίου 1825 εμφανίσθηκε ανοικτά της Σαπιέντζας, απέναντι από τα φρούρια της Μεθώνης και Κορώνης. Ένα ψαροκάικο από την Κορώνη μέτρησε πενήντα δύο εχθρικά πλοία και ενημέρωσε τις αρχές. Οι πληροφορίες έφθασαν αμέσως και στην Διοίκηση στο Ναύπλιο, που έστειλε ταχέως σειρά διαταγών για να κινηθούν κατάλληλα στρατεύματα προς τον Μεσσηνιακό κόλπο.
Την 12η Φεβρουαρίου το Εκτελεστικό έγραφε στο Υπουργείο Πολέμου ότι ο εχθρικός στόλος έφθασε στον Μοθοκόρωνα και ήταν ενδεχόμενο η απόβαση να γίνει στα εκεί παράλια η ακόμη και στην περιοχή της Πάτρας, αφού δεν υπήρχε κάποια σίγουρη πληροφορία. Το Υπουργείο έπρεπε να διαβιβάσει αμέσως ανάλογες διαταγές στους αρχηγούς των στρατευμάτων, που θα έπρεπε να αποτρέψουν την απόβαση του εχθρού, προκαταλαμβάνοντας τις αναγκαίες θέσεις.

Προσωπογραφία του αγωνιστή Βάσου Μαυροβουνιώτη (1797-1847). Λάδι σε μουσαμά, έργο του Νικηφόρου Λύτρα, Μουσείο Μπενάκη.
Διαταγές των πρώτων ημερών στάλθηκαν από τον Πρόεδρο του Εκτελεστικού Γεώργιο Κουντουριώτη στους στρατηγούς αδελφούς Νικόλαο και Παναγιώτη Γιατράκο και στον Βάσο Μαυροβουνιώτη στα Κοντοβούνια, οι οποίοι έπρεπε να αποτρέψουν την εχθρική απόβαση στα παράλια του Μοθοκόρωνα. Στους στρατηγούς αυτούς έγραφε ότι είχαν ήδη ενημερωθεί και οι πρόκριτοι Ύδρας και Σπετσών να βάλουν στα πανιά των πολεμικών «τις προσδιορισθείσες μοίρες» και να κινήσουν αμέσως με κατεύθυνση τον Μεσσηνιακό κόλπο.
Έγγραφα στάλθηκαν τις ίδιες ημέρες και στους δημογέροντες του Νεοκάστρου με σκοπό να τους καθησυχάσουν από την παρουσία των εχθρικών δυνάμεων, υπογραμμίζοντάς τους το αξιόμαχο των πελοποννησιακών στρατευμάτων και ιδιαίτερα των 12.000 Ρουμελιωτών, που θα ματαίωναν τα σχεδια του εχθρού.
Επιστολή επίσης του Προέδρου Κουντουριώτη τους έγραφε ότι 4.000 στρατιώτες «από την αρμάδα της Κυβερνήσεως» υπό την οδηγία των έμπειρων στρατηγών Βάσου Μαυροβουνιώτη, Κίτσου Τζαβέλα και Γιατράκου είναι έτοιμοι να κινηθούν προς την περιοχή, όπως και τα ελληνικά πλοία, που «θέλει εξολοθρευθούν καθώς και άλλοτε αυτοί οι αράπηδες καθότι ετόλμησαν να πατήσουν τα ιερά εδάφη…».
Ακολούθησε η απόβαση των Αιγυπτίων στη Μεθώνη, όπου και εκτός του φρουρίου στήθηκαν τουλάχιστον εξακόσιες σκηνές. Οι πρώτες πληροφορίες από τον Γενικό Αστυνόμο Νεοκάστρου και Μεθώνης Ν. Τζικλητήρα ανέφεραν ότι αποβιβάστηκαν «4.000 στρατιώτες, από τους οποίους τετρακόσιοι ιππείς» με 18 κανόνια μπρούτζινα του κάμπου και 3 η 4 «μουρτάρια», ενώ τα καράβια του Ιμπραήμ κίνησαν για την Κρήτη για να φέρουν 12.000 ακόμη στρατιώτες. Ο ίδιος ο Ιμπραήμ φώναξε έναν Κεφαλλονίτη καραβοκύρη και τον ρώτησε που είναι ο Κολοκοτρώνης, ο Οδυσσέας και άλλοι και απόρησε όταν έμαθε ότι είναι στο Ναύπλιο. Την 3η ώρα της ίδιας ημέρας και υπό ραγδαία βροχή μονάδα του εχθρικού ιππικού κινήθηκε προς διερεύνηση της περιοχής μέχρι τον Άγιο Ηλία στα Χίλια Χωριά, όπου προέβη και στην αρπαγή τροφίμων, «επήραν μία στάνην και δύο βόδια…». Τα χωριά άδειασαν, ο κόσμος έφυγε.
Τις επόμενες εκατό ημέρες ο Μεσσηνιακός κόλπος έγινε το επίκεντρο των πολεμικών επιχειρήσεων της επαναστατημένης Ελλάδας. Τον Απρίλιο του 1824, μετά την μάχη στο Κρεμμύδι και την φυγή των ρουμελιώτικων στρατευμάτων από την εμπόλεμη περιοχή, έγινε φανερός ο κίνδυνος απώλειας του σημαντικού Νεοκάστρου, κάτι που «θα επέφερε μεγάλη ζημιά και φθορά στα ελληνικά πράγματα».
Η επικίνδυνη εξέλιξη στον Μεσσηνιακό κόλπο υποχρέωσε την Διοίκηση να λάβει έκτακτα μέτρα και να ανακοινώσει την επιστράτευση χιλιάδων στρατιωτών απ᾽ όλες τις επαρχίες της Πελοποννήσου. Τα κείμενα των διαταγών τόνιζαν την εχθρική απειλή, αφού οι ξένοι επίδοξοι κατακτητές ήταν έτοιμοι να ορμήσουν εναντίον της ελεύθερης Ελλάδας και να υποβάλουν εκ νέου τους Έλληνες στο ζυγό της απάνθρωπης τυραννίας. Έπρεπε λοιπόν το ταχύτερον να συγκεντρωθούν ισόρροπα με τα αντίπαλα στρατιωτικά σώματα, που θα ματαίωναν τους σκοπούς του εχθρού.
Η ευθύνη της στρατολόγησης τον Απρίλιο του 1825 ανατέθηκε στα επί τόπου Επαρχεία και στους επιστάτες δημογέροντες. Όλοι οι πολίτες σε όλα τα χωριά και τις πόλεις έπρεπε να συνειδητοποιήσουν τον επερχόμενο κίνδυνο και σ᾽ αυτήν την αποστολή συμμετείχαν και οι ιερείς. Με εντολή του Υπουργού της Θρησκείας Ιωσήφ Ανδρούσης οι ιερείς της επαρχίας Ναυπλίου έπρεπε από το βήμα των εκκλησιών να «ερεθίζουν» το προσκύνημα για το πατριωτικό τους χρέος. Οι εμφύλιες διαιρέσεις που είχαν δηλητηριάσει την σύμπνοια και συνοχή του λαού έπρεπε να ξεπεραστούν και όλοι οι υγιείς άνδρες ηλικίας 19 έως 40 χρόνων, με ανάστημα μεγαλύτερο των πέντε ποδών, έπρεπε να στρατευτούν, έγραφε σχετική διαταγή του Υπουργείου Εσωτερικών.
Οι πρώτες διαταγές στράτευσης στάλθηκαν από το Εκτελεστικό την 20η Απριλίου στο Υπουργείο Πολέμου και αφορούσαν στα Επαρχεία του Άργους διακοσίων στρατιωτών και πεντακοσίων ανδρών αντίστοιχα. Την επομένη το Υπουργείο Πολέμου απευθύνθηκε στο Επαρχείο και τους επιστατοδημογέροντες, που έπρεπε να κλητεύσουν 200 άνδρες υπό τον αντιστράτηγο Τάσο Νέζο από την επαρχία Άργους, 500 από την Κορινθία υπό τον στρατηγό Μήτρο Μελετόπουλο, αλλά και 300 από την επαρχία Ναυπλίου υπό την ηγεσία του στρατηγού Κωνσταντίνου Κακάνη.
Το Επαρχείο Ναυπλίου διαβίβασε τη διαταγή στράτευσης στους δημογέροντες όλων των χωριών και τους καλούσε να μεταβούν αμέσως στην έδρα και να ενημερωθούν για την στρατολογία. Οι διαταγές έπρεπε να αναγνωσθούν και από το βήμα των εκκλησιών στο εκκλησίασμα του κάθε χωριού από τους ιερείς.

Louis Duprè. Προσωπογραφία του Μωχάμετ Άλη, Αντιβασιλέα της Αιγύπτου. Λιθογραφία, Παρίσι, περίπου 1836.
Μέσα στην ένταση και τη βία των στιγμών το Επαρχείο Ναυπλίου έστειλε την υπ. αρ. 315/22/4/1825 πρόσκληση στράτευσης λανθασμένα και σε γειτονικά χωριά του Ναυπλίου (Άρεια, Κουρτάκι κ.λπ.), τα οποία όμως διοικητικά καιφορολογικά ανήκαν στην επαρχία του Άργους. Η στρεβλή αυτή διοικητική οργάνωση είχε δημιουργηθεί τα χρόνια της τουρκοκρατίας, όταν έτσι είχαν αποφασίσει ο τοπικός καδής και βοεβόδας και είχε συνέχεια στα πρώτα χρόνια της Επανάστασης και «οι κάτοικοι εκεί ψήφιζαν και εκεί στρατολογούντο».
Το θέμα προκάλεσε σχετική έρευνα από το Εκτελεστικό και ύστερα από προβούλευμα του Βουλευτικού αποφάσισε μετά από ένα μήνα ότι εις το εξής τα εθνικά δικαιώματα του κάθε χωριού θα δίδονται στην επαρχία εκείνη, εις της οποίας τα όρια αναφέρεται, εις την οποία «ανάγονται πολιτικώς». Επίσης ενημέρωσε σχετικά το Υπουργείο της Οικονομίας παρά τις αντιδράσεις των επιστατοδημογερόντων Άργους.
Η έκδοση ωστόσο της λανθασμένης διαταγής στράτευσης υποχρέωσε το Επαρχείο Ναυπλίου να επανορθώσει και στη νέα διαταγή που ακολούθησε περιορίσθηκε μόνο στα χωριά που ανήκαν στην δικαιοδοσία του. Τα χωριά Άρεια, Μέρμπακα, Γκέρμπεσι, Κουρτάκι και Σερεμέτη, που ανήκαν στο Άργος, δεν αναγράφονται στη νέα διαταγή με αποτέλεσμα ο συνολικός αριθμός των στρατεύσιμων να μειωθεί στους 226 αντί των 300 ανδρών που όριζε η αρχική διαταγή του Εκτελεστικού. Την υποχρέωση κάλυψης του κενού αυτών των 74 ανδρών δεσμεύτηκε να συμπληρώσει ο ίδιος ο στρατηγός Κακάνης, όπου η επιστράτευση παρουσίαζε μεγαλύτερες δυσκολίες.
Για την επίσπευση της στράτευσης των οπλιτών από τα χωριά της επαρχίας Ναυπλίου ο Κακάνης ζήτησε την άδεια της Διοίκησης να χρησιμοποιήσει δυναμικά μέτρα και πρότεινε οι δημογέροντες να ορίσουν σε κατάλογο τα ονόματα των επιλεγμένων οπλιτών και να προπληρώσουν και τα έξοδά τους. Έπρεπε με τα χρήματα να καλυφθούν τα σιτηρέσια, η αγορά τσαρουχιών, ιματισμού, αλλά και να αφήσουν τα μηνιαία τους πίσω στις οικογένειές τους, όπου οι συνθήκες διαβίωσης ήταν τραγικές. Οι διαταγές με τις συγκεκριμένες προτάσεις διαβιβάστηκαν ιεραρχικά από το Εκτελεστικό στο Υπουργείο Πολέμου, στο Επαρχείο, στους δημογέροντες και στους κατοίκους των χωριών της επαρχίας Ναυπλίου.
[…] Σε όλες τις επαρχίες ήταν εμφανή τα προβλήματα λόγω κυρίως του εμφυλίου διχασμού. Η φυλάκιση του Κολοκοτρώνη και των 14 άλλων ηγετών της Πελοποννήσου στη μονή της Ύδρας «για ανταρσία» και ο εμφύλιος διχασμός είχε αρνητικές συνέπειες στη στράτευση εξίσου. Κυβερνητικοί αναφέρονται σε κακούς πατριώτες που έσπερναν ζιζάνια διχόνοιας, προέβαιναν σε αντενέργειες και καθυστερούσαν τη συλλογή διαληφθέντων στρατιωτών και οι κοινωνίες ήταν σε «βρασμό». Ο Υπουργός της Αστυνομίας Δεσύλλας ζήτησε από το Εκτελεστικό όπως οι ιερείς σε όλη την επικράτεια «αφορίζουν, αναθεματίζουν και καταριώνται όλους εκείνους που εμποδίζουν τον λαόν να εκστρατεύσει κατά του εχθρού». Στα Καλάβρυτα ο έπαρχος απειλούσε τους αμετανόητους αντάρτες με κάψιμο των σπιτιών τους. Στα χωριά της Καρύταινας Δίβρη, Κούμανι, Λάλα αναφέρεται ότι οι αντάρτες «εξαπέστειλαν αποστόλους διεγείροντας τον λαόν».
Οι εθνικές διαιρέσεις είχαν δηλητηριάσει τη συνοχή οπλιτών και στρατιωτικών με τραγικά αποτελέσματα, ενώ η εχθρική απειλή ήταν ορατή για τον Αγώνα της Ελευθερίας. Άνθρωποι που ανήκαν στο περιβάλλον του Κολοκοτρώνη, όπως ο Φωτάκος, φυλακίζονται. Στο εμπόλεμο Νεόκαστρο σε συνέλευση των οπλαρχηγών την 15η Απριλίου (1825) οι Ράγκος, Καρατάσος και Κανάς ανέγνωσαν κείμενο για την απελευθέρωση του Κολοκοτρώνη και ζήτησαν την υπογραφή και των υπολοίπων, παρουσία του Υπουργού Πολέμου, ο οποίος και το έσκισε.

Πανούτσος Νοταράς, Υπουργός των Οικονομικών και Πρόεδρος του Εκτελεστικού Σώματος της Προσωρινής διοικήσεως της Ελλάδος κατά την Ελληνική Επανάσταση. Λιθογραφία, Adam Friedel, 1826.
Στην Κόρινθο για τα ίδια γεγονότα καταγράφονται διαμετρικά αντίθετες θέσεις από κυβερνητικούς και αντίθετους. Οι κυβερνητικοί αναφέρουν συλλήψεις φατριαστών, γιατί εμπόδιζαν στρατιώτες να εκστρατεύσουν. Στα χωριά Στεφάνι και Ζάχολη οι κάτοικοι διαμαρτυρήθηκαν για παράνομες διώξεις κατοίκων. Το ίδιο και στο Χέλι, γιατί άνδρες του χωριού συνελήφθηκαν και μεταφέρθηκαν δέσμιοι από τον πολιτάρχη στην Κόρινθο. Κάτοικοι πέντε χωριών της επαρχίας Κορίνθου διαμαρτυρήθηκαν για παράνομη συμπεριφορά του πολιτάρχη. Ο Πρόεδρος του Βουλευτικού Πανούτσος Νοταράς έγραφε για τα παράνομα έργα του πολιτάρχη στο Εκτελεστικό την 6η Μαΐου 1825. Το Εκτελεστικό αποφάσισε δύο εβδομάδες αργότερα· ανέθεσε την υπόθεση στο Υπουργείο Εσωτερικών για σχετική έρευνα.
Αποτέλεσμα όλων αυτών των ενεργειών ήταν να αναχωρήσει ο πολιτάρχης Κορίνθου με εξήντα μόνο στρατιώτες για το Νεόκαστρο την 14η Μαΐου, αφού το φρούριο είχε πέσει στην κατοχή του Ιμπραήμ πασά, όταν η αρχική διαταγή της 20ης Απριλίου του Εκτελεστικού του ζητούσε τη στρατολόγηση πεντακοσίων ανδρών.
Στο Άργος καταγράφονται και αντιδράσεις για τον διορισμένο επικεφαλής της επαρχίας αντιστράτηγο Τάσο Νέζο (δεν ευχαριστούνται να εκστρατεύσουν υπό την οδηγία του…), ενώ άνδρες της περιοχής, υπό τις οδηγίες του Δημ. Τσώκρη, πολεμούσαν στο Ναβαρίνο. Στην πόλη του Άργους και τα περίχωρα είχαν συγκεντρωθεί από πολλές ημέρες ασύντακτοι στρατιώτες της Πελοποννήσου, που ζητούσαν τα δεδουλευμένα και δημιουργούσαν αφ᾽ ενός τεράστιες καταχρήσεις και αφ᾽ ετέρου απαιτούσαν οι τοπικοί δημογέροντες να πληρώσουν τα έξοδα των πληγωμένων που είχαν μεταφέρει εκεί.
Στην Τρίπολη ο Παπαφλέσας συναντούσε προβλήματα συγκέντρωσης στρατευσίμων και σε επιστολή του την 1η Μαΐου προς το Εκτελεστικό μετέφερε το μήνυμα στρατιωτικών και λαού της πόλης για την άμεση απελευθέρωση των φυλακισμένων στην Ύδρα. Την επομένη, 2 Μαΐου, νέα επιστολή του Γρηγορίου Δικαίου προς το Εκτελεστικό από την Τρίπολη ζητούσε την άμεση παρουσία του συντεταγμένου σώματος των 300 του Κακάνη, την οποία ήθελε να χρησιμοποιήσει ως εκτελεστική δύναμη.
Από το χωριό Βουνό Τρίπολης ο Γρηγόριος Δικαίος επαναλάμβανε για την απροθυμία στράτευσης και έγραφε στο Εκτελεστικό ότι είχε φθάσει στον «διορισμένο τόπο», αλλά απορούσε γιατί ο στρατηγός Κακάνης δεν είχε ακόμη εμφανισθεί, «τον οποίον έμελλον να τον μεταχειρισθώ ως εκτελεστικήν δύναμιν». Από το Ναύπλιο το Εκτελεστικό ενημέρωσε τον Δικαίο ότι ο Κακάνης ήταν έτοιμος να αναχωρήσει. Στο Άργος ο αρχηγός των αρμάτων της επαρχίας Ναυπλίου προσπαθούσε να συστρατεύσει τους 74 οπλίτες από την περιοχή, που θα κάλυπταν τον αριθμό των 300 της Κυβερνητικής διαταγής, για τους οποίους έπρεπε να λάβει και την μέριμνα κάλυψης των μηνιάτικων και σιτηρεσίων.
Την 4η Μαΐου με έγγραφό του ο Κακάνης ενημέρωσε το Υπουργείο Πολέμου ότι ολοκλήρωσε τη στρατολογία με τους 300 οπλίτες, ήταν έτοιμος να κινήσει για τον Μεσσηνιακό κόλπο και ζήτησε τον εφοδιασμό τους με τον αναγκαίο εξοπλισμό. Το Υπουργείο Πολέμου διόρισε τον επιστάτη πολεμοφόδιων Χαράλαμπο Μηλιάνη να εφοδιάσει κάθε στρατιώτη της επαρχίας Ναυπλίου με δύο δεσμίδες φυσέκια δεκάρια και γνωστοποίησε στον φροντιστή του στρατοπέδου Μοθωκορώνων, ότι οι 300 στρατιώτες υπό τον Κακάνη εκστρατεύουν με κατεύθυνση το εκεί στρατόπεδο για να προγραμματίσει την προμήθεια των αναγκαίων τροφών.
Για την προμήθεια τροφίμων στην εμπόλεμη περιοχή η Διοίκηση υποχρέωνε μέσω του Επαρχείου ο κάθε τόπος, το κάθε χωριό, σε όλη την Πελοπόννησο να συγκεντρώσει ποσότητες και από το Επαρχείο του Ναυπλίου απαιτούσε οι κάτοικοι των χωριών και ιδιαίτερα του Λυγουριού να φορτώσουν «χωρίς άργητα» διακόσιες οκάδες ελιές για τροφοδοσία των εμπόλεμων στον Μεσσηνιακό κόλπο.
Η στρατιωτική δύναμη Ναυπλίου αναχώρησε από το Άργος την 9η Μαΐου με κατεύθυνση τον Μεσσηνιακό κόλπο. Συνολικά 286 άνδρες, τρεις σημαιοφόροι και ένας γραμματέας. Από αυτούς οι 226 ήταν από τα χωριά της επαρχίας Ναυπλίου, οι υπόλοιποι από το Άργος. Αξιωματικοί ήταν οι Δημήτρης Λιατόπουλος από το Λυγουριό, ο Αναγνώστης Τασόπουλος από Δαλαμανάρα και ο Ανδριανός Νέζος από το Άργος.
[…] Οι αριθμοί διέψευσαν τις προσδοκίες και δυστυχώς ο αριθμός των οπλιτών στο Μανιάκι μειώθηκε τις τελευταίες ώρες πριν από την μάχη πολύ περισσότερο. Για τις ομαδικές διαρροές εκείνων των τελευταίων ωρών, που επηρέασε καταλυτικά την έκβασή της, έχουν αναφερθεί εκτενώς οι απομνημονευτές, αλλά και ένας απλός αγωνιστής της μάχης, ο Γεώργιος Αρκαδινος, σε μεταγενέστερη επιστολή/αίτηση οικονομικής βοήθειας από τον Κυβερνήτη Καποδίστρια, περιγράφει πως από τις τρεις χιλιάδες που είχαν συγκεντρωθεί στο ύψωμα στο Μανιάκι, έμειναν στο πεδίο της μάχης μόνο επτακόσιοι και από αυτούς σώθηκαν οι εξήντα, οι οποίοι συνελήφθηκαν και βασανίστηκαν αλύπητα από τους εχθρούς.

Ρήγας Παλαμήδης, λάδι σε μουσαμά, έργο του Στέφανου Αλμαλιώτη (1910-1987). Συλλογή έργων τέχνης της Βουλής των Ελλήνων. Δημοσιεύεται στο: «Πρόεδροι της Βουλής, Γερουσίας και Εθνοσυνελεύσεων 1821-2008», Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα, 2009.
Στην περιγραφή της μάχης από τα χειρόγραφα του Ρήγα Παλαμήδη (που είχε διατελέσει φροντιστής στο πρώτο ελληνικό στρατόπεδο στα Μέγαρα το 1823, στρατιωτικός και πολιτικός), καταγράφεται η ηρωική αντίσταση των όσων έμειναν να πολεμήσουν στα οχυρώματα δίπλα στον Γρηγόριο Δικαίο και η προσπάθεια φυγής που ακολούθησε μετά τον χαμό του.
Τις επόμενες ημέρες έφθασαν οι πρώτες φήμες για την ιστορική μάχη. Έγγραφα από απλούς ανθρώπους, ιερείς και τον αστυνόμο της Κορώνης, από κατοίκους της Πολιανής, από οπλαρχηγούς, από τους επάρχους Μικρομάνης και Εμπελακίων, από τον στρατηγό Γ. Γιατράκο κ.λπ.
Όλα αυτά τα αρχικά μηνύματα περιγράφουν τις πρώτες ειδήσεις, τα πρώτα ακούσματα, από την μάχη στο Μανιάκι. Οι πληροφορίες διαφοροποιούνται ως προς τον αριθμό των δύο αντιπάλων, τον αριθμό των πεσόντων και τον χρόνο διάρκειας της μάχης. Όλοι όμως πιστοποιούν τον ηρωικό θάνατο εκείνων των αγωνιστών στο Μανιάκι σε άνισες συνθήκες. Όλοι επίσης καταλήγουν στην ίδια διαπίστωση: ότι οι λεηλασίες και οι σφαγές, που είχε ήδη αρχίσει η εχθρική καβαλλαρία, θα είχαν συνέχεια. Τα επόμενα τρία χρόνια ο Ιμπραήμ αιματοκύλισε την Πελοπόννησο. Πολλές εκατοντάδες γυναίκες και παιδιά, ακόμη και βρέφη, σύρθηκαν στο δουλεμπόριο. Στους μακροσκελείς ονομαστικούς καταλόγους, που σώζονται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, η πλειονότητα των αιχμαλώτων είναι ηλικιακά μικρότερη των 12 χρόνων…
Για την ανάγνωση ολόκληρης της ανακοίνωσης και των εγγράφων, πατήστε διπλό κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο: Έγγραφα Επιστράτευσης της Επαρχίας Ναυπλίου το 1825 και η θυσία στο Μανιάκι.