Στρατιωτική βιβλιογραφία και ιστοριογραφία στην Αργολίδα μετά την Επανάσταση: Η περίπτωση της έκδοσης Έφορος Στρατιωτικός (1835) και του συγγραφέα της Παναγιώτη Ρόδιου – Παναγιώτης Σαβοριανάκης
Το περίγραμμα της ζωής του συγγραφέα:
Εξ αρχής οφείλουμε να επισημάνουμε ότι εκδότης και συγγραφέας των κειμένων του Έφορου Στρατιωτικού[1] στα 1835 υπήρξε ο Παναγιώτης Ρόδιος, αξιοσημείωτο παράδειγμα δημοσίου προσώπου της εποχής με αρκετά σημαντικό ρόλο στα ελληνικά πολιτικά και στρατιωτικά πράγματα κατά την περίοδο 1821-1848.
Ας δούμε συνοπτικά λοιπόν τη ζωή του εμπνευστή της έκδοσης του εντύπου και ας τον τοποθετήσουμε στα καίρια γεγονότα της εποχής του: Γόνος οικογένειας καραβοκύρη, γεννήθηκε στη Ρόδο το 1789, τη χρονιά της έκρηξης της Γαλλικής Επανάστασης, και γρήγορα «ξενιτεύτηκε» στη Σμύρνη για σπουδές. Φοίτησε στην πρωτοποριακή Σχολή της Σμύρνης, μέσα στο πνευματικό κλίμα του Διαφωτισμού, με διαπρεπείς δασκάλους του τότε κύκλου του Κοραή. Λίγα χρόνια πριν την Επανάσταση βρέθηκε για λίγο στην ιταλική Πάδουα και – κυρίως – στο Παρίσι, όπου, ενταγμένος στον κύκλο του Κοραή, φοιτούσε στην ιατρική Σχολή, αρθρογραφούσε στον βιεννέζικο Ερμή το Λόγιο και μετέφραζε τραγωδίες του Σοφοκλή, τις οποίες σχεδίαζε να εκδώσει[2].
Με την έκρηξη της Επανάστασης βρέθηκε στην Ελλάδα ταξιδεύοντας στο ίδιο πλοίο με το φημισμένο Σκωτσέζο αξιωματικό των ναπολεόντειων πολέμων Γκόρντον και ορισμένους Γάλλους ομότεχνούς του. Σε αυτούς οφείλει πιθανότατα την πίστη και τη μετέπειτα επιμονή του στην ιδέα της σύστασης ελληνικού τακτικού εθνικού στρατού.
Πήρε μέρος σε σημαντικές μάχες των πρώτων ετών της Επανάστασης, ανάμεσά τους και στην κατάληψη του Ναυπλίου, ως αξιωματικός του μικρού τακτικού στρατιωτικού σώματος, στο οποίο συμμετείχαν πολλοί φιλέλληνες. Με αφορμή την ένταξή του στο πρώτο ελληνικό τακτικό σώμα στρατού κατά τις επιχειρήσεις του 1822 στη Στερεά και την Ήπειρο και συμμεριζόμενος τις ίδιες απόψεις σχετικά με την αναγκαιότητα ύπαρξης τακτικού εθνικού στρατού, συμπορεύτηκε πολιτικά με τον Μαυροκορδάτο, πολιτικό και στρατιωτικό ηγέτη της Στερεάς σε εκείνη τη φάση.
Το καλοκαίρι του 1824, ενώ ήδη είχε διαλυθεί το τακτικό σώμα στρατού και μαινόταν ο πρώτος εμφύλιος πόλεμος, ανέλαβε για αρκετούς μήνες τη θέση του Προσωρινού Γενικού Γραμματέα τον εκτελεστικού στην κυβέρνηση Κουντουριώτη αντικαθιστώντας το Μαυροκορδάτο. Έπαιξε ρόλο και στις υπό διαμόρφωση ακόμη ελληνοβρετανικές διπλωματικές σχέσεις με την περίφημη και αρκετά τολμηρή μέσα στα συμφραζόμενα εκείνης της εποχής επιστολή του προς τον Κάνιγκ, στην οποία καταδίκαζε το ενδεχόμενο επιβολής στην Ελλάδα καθεστώτος φόρου υποτέλειας στην οθωμανική Πύλη.
Το καλοκαίρι του 1825 – ενώ συνεχιζόταν ο δεύτερος εμφύλιος πόλεμος, αυτή τη φορά μεταξύ Ρουμελιωτών και Πελοποννησίων – ανέλαβε την ηγεσία του τακτικού σώματος του ελληνικού στρατού και κατάφερε την πρώτη του σημαντική επιτυχία με τη συμβολή του στην απόκρουση των αιγυπτιακών στρατευμάτων του Ιμπραήμ στους Μύλους της Αργολίδας. Πικραμένος, έχοντας την αίσθηση της προδοσίας από την πολιτική ηγεσία των δυτικοσπουδασμένων Ελλήνων στους οποίους εξάλλου ανήκε και ο ίδιος, αναγκάστηκε να παραχωρήσει, το 1826, την ηγεσία του τακτικού στρατού στον Γάλλο πρώην αξιωματικό του Ναπολέοντα Φαβιέρο. Από τότε αρχίζει η σταδιακή μεταστροφή του από το αγγλικό στο ρωσικό κόμμα. Το 1827 αγόρευσε στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας δίνοντας έμφαση – όπως συνήθιζε – στη σημασία της οργάνωσης εθνικού τακτικού στρατού.[3]
Το 1829 εντάχθηκε στην καποδιστριακή παράταξη ενάντια στον παλαιότερο πολιτικό του φίλο Μαυροκορδάτο. Πήρε τη θέση του Υπουργού των Στρατιωτικών του Καποδίστρια και κέρδισε την απόλυτη εμπιστοσύνη, τόσο του κυβερνήτη, όσο και του αδελφού του Αυγουστίνου. Στις 6 Σεπτεμβρίου 1829 ορίσθηκε και Γενικός Επιθεωρητής τον Στρατού. Όπως μας πληροφορεί ο Κασομούλης, ο Ρόδιος, εξαιτίας των σπουδών του στη Γαλλία και της στρατιωτικής του προϋπηρεσίας, κρίθηκε ο πιο κατάλληλος για να μεταφράσει τα γαλλικά στρατιωτικά παραγγέλματα και να τα προσαρμόσει στα ελληνικά δεδομένα, έναντι μάλιστα ειδικής πρόσθετης αμοιβής.[4]
Συνέβαλε καθοριστικά στο σχεδίασμά και τη μεθόδευση των καίριων στρατιωτικών μεταρρυθμίσεων της περιόδου και διατήρησε τη θέση του Υπουργού για λίγο, ακόμη και μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, το Σεπτέμβριο του 1831. Τέλη Νοεμβρίου 1831 συγκεντρώθηκαν στο Άργος οι αντιπρόσωποι της Ε’ Εθνοσυνέλευσης που είχε συγκαλέσει παλαιότερα ο Αυγουστίνος Καποδίστριας, όμως σύντομα ήλθε σε ρήξη μαζί τους, με αποτέλεσμα στις 8 Δεκεμβρίου 1831 να διαλυθεί η διοικούσα επιτροπή των Κολοκοτρώνη, Κωλέττη, Αυγουστίνου και να ξεσπάσει αιματοχυσία. Τότε παρενέβη στο Άργος ο τακτικός στρατός κάτω από τις διαταγές του Ρόδιου και αποσόβησε τα χειρότερα[5].
Στη συνέχεια, κατά τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Όθωνα και κυρίως κατά την περίοδο της Αντιβασιλείας, ο Ρόδιος περιθωριοποιήθηκε ζώντας στο Ναύπλιο. Το κίνημα του 1843, με το οποίο οι’Ελληνες απαίτησαν από τον Όθωνα την ψήφιση Συντάγματος, στάθηκε ουσιαστικά η αφορμή να επανενεργοποιηθεί πλήρως πολιτικά ο Ρόδιος, που από χρόνια ήταν απασχολημένος είτε με τις γεωργικές εργασίες του αγροκτήματος του στο Ναύπλιο είτε με το μονήρες συγγραφικό του έργο. Ανακλήθηκε στο πολιτικό προσκήνιο ως ένα είδος εφεδρείας. Διορίσθηκε από τους κινηματίες, στις 3 Σεπτεμβρίου, Στρατιωτικός Διοικητής Αργολίδος. Λίγες εβδομάδες αργότερα, στις εκλογές που ακολούθησαν τον Οκτώβριο του 1843, εκλέχθηκε πληρεξούσιος της Ναυπλίας για την επικείμενη Εθνοσυνέλευση[6].
Στην Εθνοσυνέλευση εκλέχθηκε μέλος της επιτροπής που θα συνέτασσε το αρχικό σχέδιο του προς ψήφιση Συντάγματος. Αμέσως μετά την Εθνοσυνέλευση, στη μακρά περίοδο διεξαγωγής των πρώτων εκλογών, συμμετέχει για μερικούς μήνες στην κυβέρνηση Μαυροκορδάτου, κατέχοντας πάλι τη θέση του Υπουργού των Στρατιωτικών. Για τελευταία φορά πήρε τη θέση Υπουργού στην κυβέρνηση Κουντουριώτη, κατά τη δύσκολη τόσο διεθνώς όσο και για την Ελλάδα, συγκυρία των εξεγέρσεων του 1848. Τρία χρόνια αργότερα, το 1851, πεθαίνει πάμπτωχος σε ηλικία 62 ετών[7].
Η ιδεολογία του συγγραφέα των κειμένων ως μέλους της δυτικοσπουδασμένης διοικητικής ελίτ:
Ο συγγραφέας του Εφόρου Στρατιωτικού Ρόδιος κινήθηκε γύρω ή και μέσα στο στενό πυρήνα της ελληνικής πολιτικής και διοικητικής ελίτ της εποχής του, χωρίς ποτέ να αναχθεί στο ηγετικό επίπεδο προσωπικοτήτων της εμβέλειας ενός Μαυροκορδάτου ή ενός Κωλέττη.
Στην περίπτωση του Ρόδιου, ωστόσο, μία εξαίρεση προσλαμβάνει καταλυτικό χαρακτήρα για την αντιμετώπιση της προσωπικότητας και της δράσης του: Η αντίληψή του για τη στρατιωτική οργάνωση στη σύγκρουση με τους Οθωμανούς. Σε μία συγκυρία κατά την οποία το κυρίαρχο πρότυπο ήταν ο κλεφτοπόλεμος, εκείνος, ήδη από το 1822, οραματιζόταν την οργάνωση εθνικού τακτικού στρατού.
Οι ιδέες για τον στρατό και το έθνος, που ο συγγραφέας των κειμένων ενστερνιζόταν, δεν προέρχονταν, βέβαια, από την παραδοσιακή προεπαναστατική αγροτική κοινωνία. Οι Έλληνες έμποροι της διασποράς στην κεντρική και δυτική Ευρώπη, στην Οθωμανική αυτοκρατορία και στη Ρωσία, όπως και τα παιδιά τους, διαχειρίζονταν τα οικονομικά τους συμφέροντα στη δυτική Ευρώπη, σπούδαζαν στη Δύση – όπως και στην περίπτωση του συγγραφέα μας – και ήταν οι φορείς διάδοσης των ιδεών του Διαφωτισμού και των συνακόλουθων επαναστατικών ιδεών. Με την έναρξη της ελληνικής Επανάστασης, ο σχηματισμός τακτικού στρατού συνδέθηκε με την απόπειρα του αναδυόμενου κράτους να μιμηθεί δυτικά πρότυπα και να ενσωματώσει σύγχρονους θεσμούς. Η απόπειρα αυτή βρήκε σημαντικά εμπόδια από παραδοσιακές πρακτικές που αντιστέκονταν στο νέο. Το αποτέλεσμα που προέκυψε ήταν – για τους εμπνευστές του – απογοητευτικό σε όλη την περίοδο της Επανάστασης. Ο κλεφτοπόλεμος ήταν η πάγια σχεδόν πρακτική διεξαγωγής του πολέμου, ενώ οι ηρωικές αρχές του θάρρους και του ανδρισμού φαίνεται πως κυριαρχούσαν απέναντι στην πειθαρχία και το σεβασμό της ιεραρχίας[8].
Σε αυτά τα συμφραζόμενα, τα εκδομένα στην Αργολίδα περί στρατιωτικής οργάνωσης κείμενα του Ρόδιου που εντοπίσαμε στον Έφορο Στρατιωτικό, προσφέρουν τη δυνατότητα να ανιχνευθούν σημαντικές πληροφορίες για τη νοοτροπία και τις ιδέες της ελληνικής πολιτικής-διοικητικής ελίτ κατά την περίοδο της Επανάστασης και των πρώτων χρόνων μετά από αυτήν.
Αν σταθούμε διεξοδικότερα στις καταβολές των ιδεών και της στρατιωτικής πρακτικής που εκπροσωπούν τα κείμενα αυτά, οφείλουμε να στραφούμε σε πρώτη φάση στις σημαντικές μεταρρυθμίσεις στην οργάνωση και λειτουργία του στρατού, οι οποίες είχαν ως επίκεντρο το 18ο και 19ο αιώνα τη Γαλλία, χώρα στην οποία έζησε ο Ρόδιος πριν την άφιξή του στην Ελλάδα.
Οι σημαντικότατες επιστημονικές κατακτήσεις της περιόδου πριν τη Γαλλική Επανάσταση του 1789 οδήγησαν σε μεγαλύτερη αναγνώριση των επιστημών και της τεχνολογίας που απέκτησαν πλέον κυρίαρχη θέση στα κολέγια, τα πανεπιστήμια ή ακόμη και στις στρατιωτικές ακαδημίες. Συγχρόνως αυξανόταν συνεχώς η επαγγελματική διάστασή τους. Το πιο φημισμένο παράδειγμα ήταν η ιδρυμένη το 1794 Ecole Polytechnique, ενώ νέα πνοή δίδεται στο γαλλικό πανεπιστημιακό σύστημα μετά το 1808. Ο Ρόδιος επρόκειτο αργότερα να αναδειχθεί σε έναν από τους πρωταγωνιστές στην εισαγωγή των νέων μεθόδων στρατιωτικής εκπαίδευσης και οργάνωσης στην Ελλάδα.
Από κείμενα της ώριμης ηλικίας του, διαπιστώνουμε ότι είχε μελετήσει μέρος της σχετικής γαλλικής βιβλιογραφίας. Σε αυτά τα πλαίσια – με τη σημαντική συμβολή του Ρόδιου – υπήρξαν και στην Ελλάδα πρώιμες απόπειρες εφαρμογής των νέων μεθόδων στο πεδίο της στρατιωτικής εκπαίδευσης ήδη αρκετά νωρίς, λίγο μετά την άφιξη του κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, το 1828. Τη χρονιά εκείνη συστάθηκε ελληνική Στρατιωτική Ακαδημία. Σύμφωνα με τη συνήθεια της εποχής εκείνης, τα γαλλικά κείμενα, μεταφρασμένα ή όχι, πρόσφεραν την κύρια πηγή διδασκαλίας[9].
Ακόμη και το 1833, πριν η Αντιβασιλεία προχωρήσει σε στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις, η αναλογία ατάκτων – τακτικών στρατιωτών ήταν επτά άτακτοι προς έναν τακτικό. Οι 5.000 Βαυαροί στρατιώτες που αντικατέστησαν τους ατάκτους αντιμετώπισαν μεγάλη αντίσταση μέχρι να σταθεροποιήσουν την κεντρική εξουσία του οθωνικού καθεστώτος. Ο Πετρόπουλος προσεγγίζει ερμηνευτικά τη νέα κατάσταση που προέκυψε, επισημαίνοντας ότι απόστρατοι αξιωματικοί του τακτικού στρατού ετερόχθονες Έλληνες, κατηγορίες στις οποίες εντάσσεται και η περίπτωση του Ρόδιου, με καμία προγενέστερη πολιτική ή κοινωνική επιρροή στους αυτόχθονες, ήταν περισσότερο εξαρτημένοι από την κεντρική εξουσία σε σχέση με τους ατάκτους, ακριβώς επειδή όφειλαν τα πάντα στο Στέμμα και τίποτε στους τοπικούς προύχοντες. Με τη διάλυση των ατάκτων η Αντιβασιλεία προσπαθούσε να στερήσει τα κόμματα από την επιρροή τους στο στρατό[10]. Η διαδικασία, λοιπόν, ολοκληρωτικής κατάργησης των ατάκτων στρατιωτικών σωμάτων που ξεκίνησε από τον κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια – με τη στήριξη και συνεργασία του επί αρκετό διάστημα Γραμματέα επί των στρατιωτικών Ρόδιου – κατά την περίοδο 1828-1831, ολοκληρώθηκε από τον Όθωνα.[11]
Η συμβολή του Εφόρου Στρατιωτικού στη στρατιωτική βιβλιογραφία της εποχής του Όθωνα και τα ιστορικά δεδομένα της περιόδου:
Στη συνέχεια θα επικεντρώσουμε στα πραγματικά δυσεύρετα και εξαιρετικά ενδιαφέροντα κείμενα του Εφόρου Στρατιωτικού. Το έντυπο εντοπίσαμε στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Οι εν πολλοίς άγνωστες έως τώρα μελέτες του Ρόδιου που περιέχει ο Έφορος Στρατιωτικός, ουσιαστικά προηγούνται χρονολογικά ακόμη και του περίφημου έργου του Χρήστου Βυζάντιου, του πρωτοπόρου ιστορικού του ελληνικού κράτους που μελέτησε, ήδη από το 1837, το ελληνικό στρατιωτικό φαινόμενο. Ο Βυζάντιος, σύγχρονος του Ρόδιου, στα χρόνια της Επανάστασης, είχε λάβει μέρος στο μικρό τακτικό σώμα στρατού του Φαβιέρου και παρουσίασε τη μαρτυρία του στο θεμελιώδες έργο Η Ιστορία της οργανώσεως τον τακτικού στρατού εν Ελλάδι.[12]
Στην εισαγωγή του Εφόρου Στρατιωτικού, τον οποίο ο Ρόδιος φιλοδοξούσε να καταστήσει περιοδική έκδοση, χωρίς τελικά να υπάρξει συνέχεια, αναφερόμενος στα περιεχόμενά του, επισημαίνει ότι «δια της προκηρύξεως του περιοδικού τούτου συγγράμματος φθάσαντες εδηλώσαμεν το τε πραγματικόν και την διαίρεσιν αυτού εις τέσσερα μέρη. Εν μεν εις στρατιωτικάς πράξεις, εν δε εις βίους ανδρών ευδοκιμησάντων κατά τον αγώνα, άλλο δε εις στρατιωτικόν εν γένει και τακτικόν της Ελλάδος και άλλο εις αποσπάσματα εκ στρατιωτικών συγγραμμάτων και διατάγματα [σε όλα τα αποσπάσματα των κειμένων που παραθέτουμε διατηρούμε την ορθογραφία του πρωτοτύπου]».
Δεν παραλείπει επίσης, με αφορμή το δικό του συγγραφικό έργο, να αναφερθεί και στη γενικότερη προβληματική του για την αξιοπιστία της συγγραφής ιστορικών έργων για τα γεγονότα της Επανάστασης του 21: «Δεν θέλομεν εκφρασθή ποτέ προς χάριν, αλλ’ ουδέ προς απέχθειαν. Θέλομεν διατηρήσει αμεροληψίαν και παραστήσει τα μεν πρόσωπα όπως έπραξαν, τα δε πράγματα όπως συνέβησαν. Δεν γράφωμεν ίν’ αρέσωμεν, αλλ’ ίνα ωφελήσωμεν τους παρόντας και εγκαταλείψωμεν εις τους επερχομένους υπομνήματα ουχί ανάξια της σκέψεως και μελέτης των. Μόνη λοιπόν η αλήθεια θέλει είσθαι ο χειραγωγός μας, αλλ’ η εύρεσίς της είναι πολύπονος δια το φύσει περιφίλαυτον του ανθρώπου, όστις αποδίδων πάντοτε τα κατά το έργον ατυχήματα προς άλλους, αποταμιεύει υπέρ αυτού ό,τι φρόνιμον ή γενναίον επράχθη. Επομένως είναι δύσκολον να εξακριβώση τις κατά την μάχην μάλιστα διατρέξαντα. Εάν δε υποτεθή και δυστύχημα, είναι σχεδόν αδύνατον. Ο φεύγων έτρεχε κίνδυνον ζωής. Πολλάκις δεν παρετήρει ούδ’ αυτά τα προ ποδών, πολύ περισσότερον τα όπισθεν. Διά τούτο ουδέ προς ημάς θέλομεν δόσει τελείαν πίστην, αν και συναγωνισταί απαρχής υπέρ της ελευθερίας, αλλά θέλομεν σπεύσει εκ πολλών περί του αυτού μαρτυριών και παρά των ιδίων αντιπάλων να εξιχνιάσωμεν την αλήθειαν».
Επιπλέον, στην Εισαγωγή του εντύπου δεν παραλείπει και κριτική προσέγγιση για το ύφος του ίδιου του γραπτού λόγου του και για το χαρακτήρα του. Θεωρεί τον εαυτό του επαγγελματία στρατιωτικό που από τη φύση του είναι τραχύς στην έκφρασή του και ταγμένος να αποφεύγει τις ωραιολογίες. Γράφει ότι «περί του λεκτικού χαρακτήρος μας αρκεί να παρατηρήσωμεν ότι είμεθα εκ κλίσεως και εξ επαγγέλματος στρατιωτικοί. Δεν θέλει λοιπόν είσθαι παράδοξον, αν, αντί χαρίσματος και ηδύτητος εις την σύνθεσιν των ονομάτων, απαντήση τις τραχύτητα εις την ερμηνείαν μας. Οι άνθρωποι εν γένει κατ’επαγγέλματα φυλάττουσιν αναλογίαν τινά εις τους λόγους και τας πράξεις τους».[13]
Κατά την περίοδο της Αντιβασιλείας, οι παλαιοί οπλαρχηγοί και γενικότερα οι άτακτοι ή ημιάτακτοι ένοπλοι ήταν από εκείνους που κυρίως επηρεάστηκαν από την προσπάθεια συγκρότησης εκδυτικισμένου κράτους και από την εγκατάσταση τακτικού βαυαρικού στρατού στην Ελλάδα. Ο βαυαρικός στρατός, που εν τω μεταξύ είχε φτάσει στην Ελλάδα, ανταποκρινόταν ουσιαστικά στο στρατιωτικό μοντέλο της Παλινόρθωσης των μοναρχικών καθεστώτων της Ευρώπης, δηλαδή εκείνο του 18ου αιώνα, κατά το οποίο τα μακράς θητείας επαγγελματικά στρατεύματα ήταν απολύτως ξεκομμένα από την υπόλοιπη κοινότητα.
Η διάλυση των παλαιότερων στρατιωτικών σωμάτων από τη βαυαρική μοναρχία και το μονοπώλιο της στρατιωτικής εξουσίας από το κράτος, εξώθησε πολλούς στο κοινωνικό περιθώριο. Οι ληστές που λυμαίνονταν την ύπαιθρο το 19ο αιώνα ήταν τα εξαθλιωμένα απομεινάρια μιας φθίνουσας κοινωνικής κατηγορίας παραδοσιακά ενόπλων ομάδων. Ο Μάουρερ σημείωνε ότι, όταν έφτασε ο Όθων στην Ελλάδα, βρήκε έναν στρατό από «χίλιους περίπου στρατηγούς, πολλές χιλιάδες αξιωματικούς και εκατόν πενήντα στρατιώτες […], αλλά και αυτοί πειναλέοι και ρακένδυτοι. Στο μεταξύ, χιλιάδες παληκάρια τριγύριζαν εδώ και εκεί αρπάζοντας ό,τι έβρισκαν μπροστά τους».[14]
Για να απομακρύνει τους ένοπλους από τη ληστεία και να προλάβει τη δημιουργία ισχυρής αντιπολίτευσης, τελικά η Αντιβασιλεία ενέταξε πολλούς οπλαρχηγούς και τα «παληκάρια» τους σε νέα στρατιωτικά σώματα. Η προνομιακή κατάταξη των στρατιωτικών ή ο αποκλεισμός άλλων από τα νεοσυσταθέντα αυτά σώματα ήταν, εξάλλου, αποτέλεσμα και της δραστηριότητας των δικτύων πελατείας-προστασίας, μέσα στα οποία διαπλέκονταν ποικίλα πολιτικά και στρατιωτικά συμφέροντα. Ο στρατός λειτουργούσε λοιπόν και ως μηχανισμός ενσωμάτωσης των πιο «επικίνδυνων» για την τάξη στοιχείων. Οι αποκλεισμένοι στράφηκαν σε προσφιλείς τους κατά το παρελθόν μορφές δράσης, όπως η ληστεία και η παρανομία. Τα νεοσυσταθέντα στρατιωτικά σώματα της περιόδου της Αντιβασιλείας περιλάμβαναν τα τάγματα ακροβολιστών, τη Χωροφυλακή και τη Βασιλική Φάλαγγα. Η τελευταία ήταν το ανενεργό σώμα αξιωματικών του στρατού, το οποίο ιδρύθηκε για να διασκεδαστεί η δυσαρέσκεια των παλαιών αγωνιστών και για να τους παρασχεθεί μια μικρή οικονομική βοήθεια.
Τις εξελίξεις σε στρατιωτικά ζητήματα σαν τα παραπάνω παρακολουθεί ο συγγραφέας του Εφόρου Στρατιωτικού, με αφορμή και το Διάταγμα διοργανισμού του Στρατιωτικού που εξέδωσε στις 9 Μαρτίου 1833 η Αντιβασιλεία.
Το καλοκαίρι του 1835 τον ελληνικό στρατό αποτελούσαν 5.000 Βαυαροί και 3.000 Έλληνες. Οι Βαυαροί εξακολουθούσαν μάλιστα να αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού στρατού έως το 1843. Υπολογίζεται ότι το ένα τρίτο του δανείου που έλαβε η Ελλάδα το 1833 με την εγγύηση των τριών Δυνάμεων αναλώθηκε στη μισθοδοσία Βαυαρών στρατιωτικών. Όταν πήραν τη θέση τους αποκλειστικά Έλληνες, οι ετήσιες στρατιωτικές δαπάνες μειώθηκαν κατά το ένα τρίτο τους. Το μόνο στρατιωτικό τμήμα που έμεινε ανέπαφο από την Αντιβασιλεία ήταν η Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, η οποία είχε ιδρυθεί κατά την καποδιστριακή περίοδο με τη συμβολή και του Ρόδιου. Η Σχολή εξακολουθούσε, με κάποιες μεταβολές και επιμήκυνση του χρόνου σπουδών από το 1834, να λειτουργεί όλα τα επόμενα χρόνια πάντα κατά τα πρότυπα της École polytechnique. Η συμβολή ωστόσο των Βαυαρών στον τομέα της στρατιωτικής κατάρτισης, σε τεχνικό επίπεδο, ήταν πραγματικά αξιόλογη.[15]
Ο Ρόδιος, το 1835, στον Έφορο Στρατιωτικό, μετά από περίπου μία δεκαετία διαδοχικών προσπαθειών οργάνωσης του τακτικού στρατού έδειχνε απογοητευμένος. Σε κείμενό του που προσπάθησε να εξηγήσει τις επικρατούσες συνθήκες, περιόριζε τις αιτίες, μάλλον επιφανειακά, στην κακή λειτουργία της απονομής της στρατιωτικής δικαιοσύνης. Ο ίδιος εξάλλου διετέλεσε υπεύθυνος της στρατιωτικής δικαιοσύνης για ένα μικρό διάστημα της περιόδου της βασιλείας του Όθωνα. Έγραφε συγκεκριμένα ότι «με μεγίστην θλίψιν ψυχής θεωρούμεν την οποίαν έχουσιν απέχθειαν οι Έλληνες εις τον τακτικόν στρατόν και με πόσην δυσκολίαν κατατάσσονται εις αυτόν. Είναι άξιον θαυμασμού να βλέπη τις εκείνους τους Έλληνας, οίτινες, διαρκούντος του πολέμου και μ’ όλην την έλλειψιν των προς συντήρησιν αναγκαίων επρόκρινον την υπηρεσίαν ταύτην, σήμερον ανελπίστως να την αποφεύγωσι, και το ουσιωδέστερον, να κωφεύουωσιν εις παντός είδους προκλήσεις και προσφοράς της Κυβερνήσεως. Πολλάκις εσκέφθημεν οποία τα αίτια και η διόρθωσις του κακού τούτου και είμεθα πεπεισμένοι ότι έν των σημαντικωτέρων επίσης προσκομμάτων της αναπτύξεως και προόδου του τακτικού είναι η διαχείρισις της διακιοσύνης ως προς τα πειθαρχικά πταίσματα. Διά την ελαχίστην σχεδόν παράβασιν των κανονισμών, οι στρατιώται παραπέμπονται εις τα διαρκή δικαστήρια, άτινα μόνον δύο εφόλου του στρατού, και αν οι εισηγηταί εργάζωνται 24 ώρας την ημέραν δεν θέλουσι εξαρκέσει προς αποπεράτωσιν των υποθέσεων. Επομένως οι δυστυχείς εγκαλούμενοι, ενίοτε δε και αθώοι όντες, μένουσι δι’ολοκλήρους μήνας εις τας φυλακάς, περιμένοντες απόφασιν δικαστικήν».[16]
Τα κείμενα του Εφόρου Στρατιωτικού μπορούν να θεωρηθούν αξιόλογη συμβολή στην ελληνική στρατιωτική βιβλιογραφία της εποχής. Δεν μας ξενίζει η συχνότατη χρήση γαλλικής βιβλιογραφίας ούτε οι απόψεις που διατυπώνονταν για την «τακτικοποίηση» των πολεμιστών της Επανάστασης. Έως τότε οι εκδόσεις ελληνικών βιβλίων σχετικά με την οργάνωση του στρατού και την τέχνη του πολέμου ήταν ελάχιστες.
Το πρώτο βιβλίο τέτοιας θεματικής ήταν το Ονησάνδρου Στρατηγικός και Τυρταίου το πρώτο ελεγείον, που είχε εκδοθεί στο Παρίσι το 1822 με εκδότη τον Αδαμάντιο Κοραή, για να ακολουθήσουν οι Συνεισφοραί ενός στρατιωτικού – Περί των μέσων του ενώσαι εις το πεζικόν την βοήθειαν του ελαφρού ιππικού δια τας εκδουλεύσεις των προφυλακών, που εκδόθηκε στο Λονδίνο το 1825 και το Σχέδιον οργανισμού του ατάκτου στρατού της Ελλάδος, που εκδόθηκε στην Αθήνα το 1826.
Με Ψήφισμα του Δεκεμβρίου του 1828, εξάλλου, η γαλλική στρατιωτική νομοθεσία είχε καταστεί επίσημα το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας του ελληνικού στρατού. Τέλος, αξιοσημείωτη συμβολή στη σχετική βιβλιογραφία πρέπει να ήταν και το μη διασωθέν βιβλίο του Κωνσταντίνου Αξελού, Πίνακες επί της στρατιωτικής τέχνης. Ο Αξελός, γόνος εύπορης οικογένειας από την Κωνσταντινούπολη, στρατιώτης και αξιωματικός του τακτικού στρατού κατά την Επανάσταση, διετέλεσε διοικητής της Σχολής Ευελπίδων το 1832 και ήταν ανάμεσα στους εισηγητές του στρατοδικείου που δίκασε τους δολοφόνους του Καποδίστρια. Υπήρξε φίλος και συνεργάτης του Ρόδιου.[17]
Εξαιτίας της σπανιότητας των σχετικών ελληνικών εγχειριδίων, η στρατιωτική εκπαίδευση ήταν δυσχερής, γι’ αυτό, όπως ήδη επισημάνθηκε, ήταν σύνηθες να μεταφράζονται στρατιωτικά εγχειρίδια από τα γαλλικά, όπως συνέβη με τον Έφορο Στρατιωτικό το 1835.
Είναι ενδεικτικό ότι στα κεφάλαια του Εφόρου Στρατιωτικού «περί προπαιδεύσεως του στρατιώτου», «περί νομοθεσίας και ανάγκης αναθεωρήσεως του στρατιωτικού ποινικού κώδικος» και «περί προσβολής των τετραγώνων παρά του ιππικού», ο Ρόδιος μετέφρασε τα σχετικά χωρία από το γαλλικό Journal de l’armée française, έκδοσης 1802, και χρησιμοποίησε στοιχεία από το Philosophie de la guerre (για να στηρίξει τις απόψεις του περί στρατιωτικής δικαιοσύνης και απονομής ευσήμων) ή τη μεταφρασμένη πρόσφατα από τα γαλλικά Εφημερίδα της Προυσίας επί των Στρατιωτικών Επιστημών (για να αντλήσει πληροφορίες για τη δράση του ιππικού με υπόδειγμα το πρωσικό ιππικό).
Ο Ρόδιος έφτασε μάλιστα στο σημείο να παραθέτει, στον Έφορο Στρατιωτικό, παράλληλη μετάφραση των κειμένων του στα γαλλικά επιχειρώντας να τα εντάξει στη διεθνή στρατιωτική βιβλιογραφία της εποχής. Μολονότι δεν μπορούμε να αποκλείσουμε ότι η γαλλική μετάφραση εξυπηρετούσε αδιακήρυκτες υπέρμετρες φιλοδοξίες ή, ακόμη, την διαρκή εμμονή του γύρω από τα στρατιωτικά θέματα, δεν πρέπει να ξεχνάμε, από την άλλη πλευρά, την ευρύτατη διάδοση της στρατιωτικής φιλολογίας εκείνη την εποχή στη δυτική Ευρώπη και ιδιαίτερα στη Γαλλία. Όπως υπογράμμισε ο Howard, τα συναφή πονήματα κατέστησαν «μία ανεξέλεγκτη πλημμύρα κατά τη διάρκεια και μετά το τέλος των [ναπολεόντειων] πολέμων, καθώς οι στρατιώτες όλων των βαθμών και όλων των εθνών έσπευδαν να καταγράψουν τις εμπειρίες τους και να διατυπώσουν δογματικά τα συμπεράσματα που θα έπρεπε να εξαγάγει κανείς από αυτούς τους πολέμους».
Η στροφή προς τη γαλλική στρατιωτική βιβλιογραφία ή ειδικότερα προς τη σχετική νομοθεσία, η οποία φυσικά δεν ήταν άμοιρη και ιδεολογικών επιρροών, ήταν εμφανής και στην οργάνωση της Χωροφυλακής κατά τα γαλλικά πρότυπα της Gendarmerie, όπως και με την έκδοση του Οδηγού των Στρατοδικών, το 1840 (μετάφραση όλων των στρατιωτικών νόμων που ίσχυαν στη Γαλλία) και της μελέτης με τον τίτλο Σκέψεις περί του στρατιωτικού βαθμού, το 1842 (ανάλυση θεσμικών θεμάτων της οργάνωσης του στρατού μέσα από το πνεύμα των σχετικών νόμων της περιόδου της Γαλλικής Επανάστασης). Ο Χρήστος Βυζάντιος έγραφε το Μάρτιο του 1844 στο περιοδικό Στρατιωτικός Άγγελος ότι «απ’ αρχής της αυτονομίας του το Ελληνικόν Έθνος παρεδέχθη τους πολιτικούς και δικαστικούς νόμους των Ευρωπαϊκών Εθνών εις την οργάνωσιν της πολιτείας του τους δε Γαλλικούς στρατιωτικούς νόμους και διατάξεις εις τον στρατόν του».[18]
Μπορούμε εξάλλου να εντάξουμε τα παραπάνω κείμενα στα πλαίσια της εξάπλωσης της ιδέας περί στρατιωτικού επαγγελματισμού. Η ιδέα αυτή εμφανίσθηκε μαζί με την επιστημονική στρατιωτική θεωρία για την πολεμική τέχνη. Στις αρχές του 190υ αιώνα, η άποψη αυτή αποτέλεσε τη βάση για την οργάνωση της συστηματικής στρατιωτικής εκπαίδευσης σε χώρες της δυτικής Ευρώπης, στοιχείο που θεωρήθηκε απαραίτητο για την αποτελεσματικότητα των στελεχών του στρατού εκείνης της εποχής. Όπως γενικότερα τα περισσότερα νέα επαγγέλματα, έτσι και ο στρατιωτικός επαγγελματισμός ήταν απόρροια των ιδεών του Διαφωτισμού και της Βιομηχανικής Επανάστασης, με άμεσο επακόλουθο την εμφάνιση στρατιωτικών σχολών στις αρχές του 19ου αιώνα. Κάτω από το μακρινό απόηχο αυτών επιδράσεων είχε ιδρυθεί κατά την καποδιστριακή περίοδο – τον Ιούλιο του 1828 – η πρώτη ελληνική στρατιωτική σχολή, μία επταετία πριν γράψει ο Ρόδιος τα κείμενά του περί στρατιωτικής τεχνικής.
Ο Ρόδιος ως Γραμματέας επί των στρατιωτικών κατά την καποδιστριακή περίοδο είχε υπό τη διοικητική του ευθύνη τη Σχολή, η οποία εξακολουθούσε να λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο ως τις 19 Φεβρουαρίου 1834, ημερομηνία έναρξης της εφαρμογής του νέου οθωνικού Οργανισμού.[19]
Στον Έφορο Στρατιωτικό υπάρχει ειδικό εκτεταμένο άρθρο του με τίτλο «θελ’ είσθαι σαθρόν δοκιμαζόμενον εν κινδύνω».
Ακολουθούν δώδεκα ειδικότερα υποκεφάλαια που καλύπτουν όλες τις παραμέτρους της οργάνωσης και λειτουργίας του στρατιωτικού μηχανισμού (περί στρατολογίας, περί χρόνου στρατιωτικής υπηρεσίας, περί διαιρέσεως ενόπλου δυνάμεως εις συστήματα, περί γυμνασίων και εξελιγμών, περί καταχωρήσεως, περί βαθμών, περί παρατάξεως, περί αρχηγίας, περί στρατιωτικής οικονομίας, περί πειθαρχίας, περί στρατιωτικής νομοθεσίας, περί συντάξεων και ανταμοιβών).
Στο υποκεφάλαιο «περί στρατολογίας» ο Ρόδιος φαίνεται να ακροβατεί ανάμεσα σε αρχές που υιοθέτησε από τα διαβάσματά του και στην αντίρροπη πολιτική πραγματικότητα της περιόδου της Αντιβασιλείας. Ασκεί λοιπόν έμμεσα κριτική στην έως τότε παρουσία των βαυαρικών στρατευμάτων, υιοθετώντας τη λογική του εθνικού στρατού που θα τον αποτελούσαν πολίτες, κατά τα γαλλικά ναπολεόντεια πρότυπα. Έγραφε χαρακτηριστικά ότι «εκάστου έθνους η στρατιωτική δύναμις πρέπει να είναι πολιτική. Προσκαλεί διά νόμου τους πολίτας και αφιερώνει την ασφάλειαν αυτού εις την άγρυπνον φυλακήν των. Όσα έθνη παραβλέψαντα την αρχήν ταύτην, ενεπιστεύθησαν εις ξενολογίας και ξενικά, ελάνθαναν υπορρύττοντα το βάραθρον της απωλείας των. Ίσως ποτέ ωφέλησαν τους κατακτητάς, αλλά και τούτους εν όσω κατέκτουν. Εν γένει τα πλανητικά ταύτα συναθροίσματα δεν περιστρέφονται, ειμή περί το πλέον έχειν και ωθούνται ή ελκύονται διά της αυξήσεως ή ελαττώσεως της ελκυστικής δυνάμεως του χρυσίου». Φοβούμενος ωστόσο, την πιθανή δυσαρέσκεια του καθεστώτος, έσπευσε, με ειδική παραπομπή, να διευκρινίσει ότι «δεν εννοούμεν ποσώς ξενικά τους εις την υπηρεσίαν της Αυτού Μεγαλειότητος εθελοντάς ελθόντας δι’ αποφάσεως του εν Λονδίνω Συμβουλίου και διά της μεταξύ της Αυτού Μεγαλειότητος του Βασιλέως της Βαυαρίας και της Αυτού Μεγαλειότητος του Βασιλέως της Ελλάδος συνθήκης, μόνον ίνα σχηματίσωσι τον Ελληνικόν στρατόν».[20]
Ιστορικές ερμηνείες και πολιτικές ιδέες: «Η παρηγορούσα θρησκεία και η διατηρούσα προγονική γλώσσα»:
Στο επίπεδο των φιλοσοφικών και πολιτικών ιδεών ο ρομαντικός νεοκλασικισμός των Βαυαρών ήταν αρκετά μακριά από τον πολιτικό κλασικισμό του Διαφωτισμού με τις ριζοσπαστικές και συχνά επαναστατικές πολιτικές αρχές. Πολλοί άνθρωποι της πολιτικής και των γραμμάτων μετά την άφιξη των Βαυαρών διαφοροποίησαν το δημόσιο λόγο τους, φτάνοντας στα όρια της μεταστροφής.
Μία από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις ήταν εκείνη του Κωνσταντίνου Οικονόμου, του δασκάλου του Ρόδιου μερικές δεκαετίες πριν στο σχολείο της Σμύρνης, ο οποίος, αφού εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα το 1834, μετά από μακροχρόνια διαμονή στη Ρωσία, ανέπτυξε εντονότατη δράση κατά των ιδεών του Διαφωτισμού.
Την ίδια εποχή, Ρόδιος και Οικονόμου, ευρισκόμενοι πια και οι δύο μέσα στα όρια του ελληνικού κράτους, φαίνεται πως διατηρούσαν άρρηκτους τους πνευματικούς δεσμούς τους. Αντίθετα δεν φαίνεται να συνέβαινε το ίδιο με τον Κοραή και τις ιδέες του, σε μία συγκυρία κατά την οποία ο παλαιός τους δάσκαλος, πεθαίνοντας στο Παρίσι, μάθαινε για την καύση των βιβλίων του από οπαδούς του Καποδίστρια στο Ναύπλιο.[21]
Είναι σαφές ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μία σταδιακή ιδεολογική συντηρητικοποίηση καθώς και το ευρύτερο ιδεολογικό κλίμα της εποχής υποδείκνυε ότι η εθνική συνείδηση έτεινε πλέον να δομείται κυρίως στη βάση του πολιτισμικού (κατά τις ιδεολογικές αρχές του γερμανικού εθνικισμού και του ρομαντισμού) και όχι του πολιτικού έθνους (κατά τις ιδεολογικές αρχές του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης).
Σε αυτά τα συμφραζόμενα, αξιοσημείωτη είναι και η παρακολούθηση της πνευματικής πορείας του συγγραφέα του Εφόρου Στρατιωτικού Ρόδιου. Η πλούσια παιδεία του και η διαμορφωμένη κατά τα πρότυπα της εποχής του Διαφωτισμού εθνική του συνείδηση διαφαίνεται στο κείμενο εκείνο του εντύπου, στο οποίο επιχειρεί να δώσει ένα ερμηνευτικό σχήμα για τις συνθήκες που οδήγησαν στην ελληνική Επανάσταση, παραπέμποντας στον Θουκυδίδη και σχολιάζοντάς τον. Αυτή η ιστοριογραφική απόπειρα συνιστά από μόνη της αξιομνημόνευτη συνεισφορά σε μία από τις βασικές φροντίδες της λογιοσύνης στα χρόνια του Διαφωτισμού, δηλαδή στην Ιστορία. Το παρακάτω απόσπασμα από το άρθρο του «Περί στρατιωτικής Ιστορίας», το οποίο επίσης παρατίθεται στον Έφορο Στρατιωτικό, αποτελεί δείγμα των ιστοριογραφικών ανησυχιών του, επηρεασμένων από τα πρότυπα ιστοριογραφικά πονήματα της εποχής που είχε συνθέσει ο δάσκαλός του στη Σμύρνη Κωνσταντίνος Κούμας.
Ο Ρόδιος επιχείρησε να δώσει ένα ερμηνευτικό σχήμα για την Επανάσταση του 1821 και τις συνθήκες που επικράτησαν από την οθωμανική κατάκτηση έως το ξέσπασμά της. Το σχετικό κείμενό του, παρά την ύπαρξη ορισμένων υπεραπλουστεύσεων, τον «φορτωμένο» και επιτηδευμένο λόγο του, που έχει το ανάλογό του σε πολλά κείμενα λογίων της εποχής, για να αξιολογηθεί πρέπει να αντιμετωπισθεί μέσα στα ιδεολογικά και πνευματικά συμφραζόμενα της εποχής του. Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζουν, ανάμεσα σε όσα παρατίθενται, η περιγραφή του καθεστώτος κάτω από το οποίο ζούσαν οι Έλληνες ραγιάδες, η έμμεσα κριτική στάση του απέναντι στην Εκκλησία – βρισκόμαστε δύο χρόνια εξάλλου μετά την κήρυξη του Αυτοκεφάλου -, η εμφανής και πάλι αρχαιογνωσία και αρχαιολατρία του, οι απόψεις του για τη νοοτροπία των Οθωμανών, την οποία ερμηνεύει στερεοτυπικά με βάση τις ασιατικές/πολεμικές τους καταβολές, η αντιπαραβολή των αντιλήψεών τους προς τις νεοτερικές δυτικοευρωπαϊκές ιδέες του Διαφωτισμού («μετά μελέτης επιστήμη»), καθώς και η νομοτελειακή θεώρηση της ιστορικής εξέλιξης με όρους ύβρεως και νεμέσεως:[22]
«Η Κυβέρνησις της Γραικορωμαϊκής Αυτοκρατορίας [Βυζαντινής Αυτοκρατορίας] διά την κακήν και ολεθρίαν αυτής Διοίκησιν, εξασθενούσα βαθμηδόν, υπέβαλε τέλος και την Ελλάδα υπό τον ισχυρόν βαραχίονα των Οθωμανών, οίτινες, σύμφωνα με τας αρχάς της πολιτικής αυτών και θρησκείας, εθεώρησαν τα τε σώματα και κτήματα των νικηθέντων ίδια [υποσημείωση: τοιαύται αρχαί, φαίνετα, εχαρακτήρισαν πάντοτε τους Ασιανούς δεσπότας. Σύμφωνα τοις έργοις των Σουλτάνων, λέγει που και Περσών ως ομοτίμους: Νόμος γαρ εν πάσιν ανθρώποις αίδιος εστίν, όταν πολεμούντες άλλω, των ελόντων είναι τα σώματα των εν τη πόλει και τα χρήματα] και καθήκον ιερόν την διά της βίας επίδοσιν Αλκορανίου. Τους μεν λοιπόν εκ των Ελλήνων τους έχοντας προγονικήν αξίωσιν, κατέσφαξαν, τους δε φέροντας επί σώμα χαρακτήρα μεγαλοπρεπείας ή κάλλους προσεβίασαν ίνα εξομώσωσι. Τους δε υπολοίπους, ουχί κατ’έλεος ή μάλλον κατ’ανάγκην ιδίου πορισμού βίου, καταστήσαντες εργάτας και δασμοφόρους, απηγόρευσαν παν είδος όπλου, προς δε και κινήματος ίχνος εχόντων γυμνάσεων στρατιωτικών [ακολουθεί υποσημείωση Ρόδιου με παραπομπή στον Ξενοφώντα και ειδικότερα στον βίο του Πέρση βασιλιά Κύρου, τον οποίον αντιμετωπίζει ως ανάλογο του Οθωμανού σουλτάνου. Και οι δύο, κατά το Ρόδιο, αποτελώντας «αρνητικά πρότυπα» ηγεμόνων, κυριαρχούνταν από αλαζονεία και ματαιοδοξία ως προς τη στάση τους επί των κατακτημένων λαών] και κατηνάγκασαν να φέρωσι προς διάκρισιν ιματισμόν και υπόδεσιν όλως διάφορον. Εν τω μεταξύ δε τοσαύτης ύβρεως προς ανθρωπότητα, περιέβαλον εξουσίαν εις το Ελληνικόν ιερατείον και απήτησαν πα’ αυτού την υποταγήν των δούλων. Αλλά και επί τούτοις υπό φόβου μη αναπαυόμενοι, υπέλαβον τας κατακτηθείσας επαρχίας στρατόπεδον και διέταξαν προς τους οπαδούς των, αδιαφόρως της ηλικίας, να γρηγορώσι νυκτός και ημέρας επί όπλων. Επομένως αι ακροπόλεις, οπλοστάσια και κανονοστάσια, εκτός των αγγαρευομένων τεκτόνων, ήσαν άβατα παρά των Ελλήνων. Αι δε πύλαι των ορμητηρίων έκλειον ανά πάσαν έκτην της εβδομάδος κατά την ώραν της προσευχής των.
Όλα δε τούτα ήσαν ανίσχυρα να εμπεδώσωσι την ασφάλεια των κρατούντων. Έκτοτε δεν έλειψαν να περιθρυλλώνται υπό μεν των Τούρκων υποψίαι και προρρήσεις υπό τινών περί της προσωρινής κατοχής, υπό δε των Ελλήνων ελπίδες παύσεως ποτε του κακού της δουλείας. Οι μεν λοιπόν προσεδώκουν την επανάστασιν και, συνεχώς διαθορυβούντες, προέτειναν αναγκαίαν την σφαγήν των Ελλήνων, οι δε ζώντες μεν μέτριοι και πάντα υπομείναντες προς εξημέρωσιν των τυράννων, απέβλεπον προς ελευθερίαν αποθνήσκοντες δε, παρήτουν κληρονομίαν διαδοχικήν την ελπίδα της ανακτήσεως. Το δε μέγεθος του δεινού και το δυσχερές του έργου προς αποφυγήν εγέννα την ιδέαν, ουχί ξένην της ανθρωπίνου φύσεως όταν κακοδαιμονή, ότι το θείον παρεχώρησεν. Διά ταύτα ανυψούντες τους οφθαλμούς προς ουρανόν, επεκαλούντο το έλεος του κυρίου και ενητένιζον ταυτοχρόνως μη έχοντες ήδη το προστησόμενον αξιόχρεον πρόσωπον, ποτέ μεν προς ταύτην, ποτέ δε προς εκείνην των χριστιανικών δυνάμεων.
Τα αντίθετα ταύτα αισθήματα παροξυνόμενα καθ’εκάστην υπό της τυραννίας προχωρησάσης επί μέγα και μέχρι των αδύτων της ιεράς φιλότητος του ανθρώπου και ενισχυούμενα υπό της διαφοράς θρησκείας, ανεζωογόνουν μίσος αδιάλακτον μεταξύ δεσποτών και δούλων. Η επανάστασις άρα ωδίνετο και έμελλε πάντως να γεννηθή. Ουδέ συνέπειαι ταύτης ηδύναντο να είναι άλλαι μετά τοσούτων παθημάτων, ειμή η εξολοθρευσις.
Οι Τούρκοι κατέχοντες ήδη γην πολλήν και αγαθήν, κύριοι των εργαζομένων, ετράπησαν εις ηδυπάθειαν και τρυφήν. Μεταξύ δε της διαφθοράς των, διετήρησαν ακέραιον και σταθερόν εις τας προγονικάς προλήψεις και το άσχετον μετά των λοιπών ανθρώπων. Διά τούτο εν μέσω της προόδου των ανθρωπίνων γνώσεων, νομίζοντες αμαρτίαν την μίμησιν του καλού, υστέριζον των εθνών της Ευρώπης. Οι κατακτηταί του Βυζαντινού θρόνου κατακτώνται και τας κακίας της αυλής ταύτης και φαίνεται ότ’είναι πεπρωμένον να δοκιμάσωσι και την αυτήν τύχην.
Η ένοπλος αυτών δύναμις επεστηρίζετο κυρίως εις το τιμαριωτικόν σύστημα και εστρατολογείτο κατ’επαρχίας ως προς την χρείαν του συμπίπτοντος πολέμου, αλλ’ άνθρωποι παντοίων επιτηδευμάτων, συναθροιζόμενοι εκ του παραχρήμα, χωρίς τάξεως και πειθαρχίας στρατιωτικής, χωρίς προηγουμένης ασκήσεως, δεν εσχημάτιζον, ειμή σωρόν άμορφον. Η λιποταξία λοιπόν ήτο άφευκτος καθ’οδόν και η βραδύτης εις τας κινήσεις επόμενον. Εφρόνουν ότι το πλήθος και η ισχύς κατορθώνει τα πάντα εν κινδύνω και ουχί η μετά μελέτης επιστήμη. Διά τούτο προς μεν τας εκ παρατάξεως και συστάδην μάχας ήσαν εν γένει δύσχρηστοι και μικρού λόγου άξιοι, προς δε τους αγώνας κατ’άνδρα οι πλειότεροι τούτων γενναίοι και τολμηροί.
Αλλαν και ασθενείς ως προς τα έθνη της Ευρώπης ασκούμενοι εκ πολλού εις τα προς πόλεμον, ήσαν όμως φοβερώτατοι ως προς άνδρας μεν, αλλ’αόπλους τους Έλληνας. Πολλαπλάσιοι το πλήθος εν γένει και πολλαπλασιωτέρας προπαρασκευάς χρημάτων και μηχανών προς πόλεμον έχοντες, ευκόλως εστρατολόγουν και παρεσκεύαζον δύναμιν πεζήν αξιόχρεων και ιππικήν εκ του τάγματος μάλιστα των σπαχίδων και ευκόλως, δυστυχήματος συμβάντος, ανεπλήρουν τους εν τη μάχη πεσόντας ή την απολεσθείσαν παρασκευήν […].
Τα ορμητήρια και τα φρούρια διετηρούντο εις κατάστασιν ουχί ευκαταφρόνητον. Εφρόντιζον κατ’ έτος περί της επισκευής, διέταττον ετήσιον επισητισμόν [sic] και απέστελλον νέας πυροβολικάς χορηγίας […]. Ήσαν ανεξαιρέτως απόρθητα υπό πολεμίων, οίτινες εν γένει δεν είχον ειμή μόνον, οψέ και τούτο, το τουφέκιον όπλον. Η κατοχή λοιπόν των οχυρών εχορήγη προς αυτούς ασφάλειαν και βάσιν εις τας πολεμικάς αυτών πράξεις. Η δε συνήθης προς τα όπλα δίαιτα ανεδείκνυεν αυτούς επιτηδειοτέρους προς την χρήσιν και επομένως ευτολμωτέρους των Ελλήνων.
Της δε θαλάσσης οι Τούρκοι παρημέλουν μάλλον, ή αντείχοντο. Ορμώμενοι εκ μεσογείου, οφείλοντες την δόξαν των κατορθωμάτων εις τας κατά γην δυνάμεις, ενόμισαν ήδη και κατακτηταί πολλών παραλίων και αυτής της Ελλάδος γενόμενοι, ικανά προς φύλαξιν τα αυτά μέσα. Ίσως δε πως εθεώρουν τον κατά θάλασσαν επίπονον βίον, ίδιον μάλλον δούλων ή ελευθέρων. Ένεκα τούτου κατεφρόνησαν τας ναυτικάς γνώσεις και ηρκέσθησαν, υπό φρονήματος Ασιατικού, εις την επίδειξιν απλώς σχεδόν της ύλης. Τω όντι η ναυτική αυτών δύναμις, καθ’όσον μεν αφορά τα σκάφη των νεών και την εξάρτυσιν, ίσως δεν ήτο υποδεεστέρα ουδενός των εθνών της Ευρώπης. Κατά την έναρξιν του πολέμου άυτη συνέκειτο εκ πεντήκοντα και ενός ναυμαχικών νεών [.. .]. Καθ’ οσον δε αποβλέπει τα πληρώματα, εκτός ενός αθροίσματος ακολάστου όχλου ναυτών και πολλών αξιωματικών και υπαξιωματικών, κατά την έκπλευσιν και κατά το ποσόν του στόλου, εναυτολόγουν εκ των νήσων εν γένει και τινων παραθαλασσίων πόλεων. Το δε πλείστον μέρος ήσαν Έλληνες διά της βίας λαμβανόμενοι. Η έλλειψις ιδίων ναυτών προσεβίαζεν αυτούς εις τούτο το μέτρον [..]. Όπως δ’αν υποτεθή, η ναυτική αύτη δύναμις ήτο φοβερά […]
Προ του δε ο πόλεμος εκραγή, στρατόπεδον ισχυρόν κατά τα Ιωάννινα επολιόρκει τον Σατράπην της Ηπείρου και κατείχε την Άρταν, Μέτζοβον και άλλα. Στολίσκος περιέπλει τα παράλια και το οθωμανικόν κράτος ευρίσκετο εις κίνησιν στρατιωτικήν […].
Ο Ρόδιος στο ίδιο κείμενο εκφράζει, αντιπροσωπευτικά για την εποχή του, την κρυστάλλωση της ελληνικής εθνικής συνείδησης του πρώτου μισού του 19ου αιώνα, πριν δηλαδή την ενσωμάτωση της βυζαντινής περιόδου στην εθνική ιστοριογραφία. Σύμφωνα με αυτό το σχήμα ιδεών του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, η ελληνική ελευθερία είχε καταλυθεί από τα χρόνια της αρχαιότητας έως πρόσφατα. Η επίσημη ιστορική θεωρία της εποχής κρατούσε στη θέση των προγόνων ζηλότυπα μόνο τους αρχαίους Έλληνες. Οι Νεοέλληνες, όποτε χρειαζόταν να αντλήσουν θάρρος ή πίστη στον εαυτό τους ή παραδείγματα προς μίμηση, κατέφευγαν στους αρχαίους προγόνους.[23]
Παρακάτω, στο ίδιο πάντα κείμενο, παρέχεται η δυνατότητα να αντιληφθούμε ακόμη πιο ξεκάθαρα το εξηγητικό σχήμα που είχε υιοθετήσει ο Ρόδιος για την Επανάσταση. Ερμηνεύοντας τον Αγώνα των Ελλήνων κατά των Οθωμανών, προέτασσε τους παράγοντες της δεσποτικής και καταπιεστικής διακυβέρνησης των κυριάρχων, τον παρηγορητικό και συνεκτικό ρόλο της κοινής θρησκείας και της προγονικής γλώσσας, τον ανυπότακτο χαρακτήρα και την πολεμική εμπειρία των Ελλήνων που κατοικούσαν σε ορεινές-δύσβατες περιοχές (κλέφτες και αρματολοί) και τη ναυτική εμπειρία, ικανότητα και πλούτο των νησιωτών της Ύδρας, των Σπετσών και των Ψαρών. Σε μια πρώιμη εποχή, που ακόμη δεν υπήρχε ιστοριογραφικό προηγούμενο για την Επανάσταση και που δεν είχαν εκδοθεί ακόμη οι βιωματικές περιγραφές των Απομνημονευμάτων των αγωνιστών, ο Ρόδιος αφαιρετικά και εύστοχα διαμορφώνει τη δική του ώριμη προσέγγιση. Ωστόσο, οι αποσιωπήσεις είναι μερικές φορές ακόμη πιο εύγλωττες.
Μέσα στο αδιάλλακτο μοναρχικό πολιτικό περιβάλλον που είχε διαμορφώσει η Αντιβασιλεία και ο βασιλιάς Όθωνας – μην ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε πλέον στα 1835 – δεν παραθέτει ούτε λέξη για την προπαρασκευαστική δράση των Ελλήνων λογίων της Διασποράς ούτε για τη δημοκρατική ή έστω συνταγματική διακυβέρνηση που αρκετοί από αυτούς επιδίωκαν – και ο ίδιος ανάμεσά τους προφανώς – φτάνοντας στην επαναστατημένη Ελλάδα και αναλαμβάνοντας πολιτικούς ρόλους. Αφ’ ενός, η θητεία του στο πλευρό του συγκεντρωτικού Καποδίστρια, υποστηρικτή των αρχών της πεφωτισμένης δεσποτείας και, αφετέρου, το ρεαλιστικό του πνεύμα εμπρός στις νέες συνθήκες της βαυαρικής μοναρχίας, φαίνεται πως συνέβαλαν καθοριστικά στην απομάκρυνσή του από το κλίμα του Κοραή και των φιλελεύθερων ιδεών του. Έγραφε τα ακόλουθα:
«Προς τοιαύτα ισχυρά αντίπαλα έμελλον να συστήσωσιν αγώνα, ολίγοι προς αναρίθμους, άοπλοι προς καθωπλισμένους, και τειχήρεις προς τοις άλλοις, οι Έλληνες, οίτινες εν γένει δεν είχον, ειμή ό,τι η δεσποτική πλεονεξία κατεφρόνει, ή η δουλική των κατάστασις συνεχώρει. Αδύνατα δε να παρασκευάσωσι τα κατά τον πόλεμον, έσπευσαν ν’αναστήσωσι την διάνοιάν των προς τα δεινά. Η μεν θρησκεία παρηγορούσα προς τα παρόντα, ενέπνεε καρτερία προς το μέλλον αγώνισμα, υποσχομένη άθλον εις τους πεσόντας έτερον βίον ευδαίμονα, η δε προγονική γλώσσα διατηρούσα τας αναμνήσεις της παλαιάς ευκλείας, ανεζωογόνει το φρόνημα […].
Η φύσις κατασκευάσασα τους τόπους ποικίλως, εδημιούργησε, φαίνεται, και τους ανθρώπους κατά συνέπειαν. Προ αμνημονεύτων χρόνων δεν έλειψαν εις πολλά της Ελλάδος άνδρες ονομαστοί μάλιστα, να συζώσι μετά των όπλων, συνεπακολουθούμενοι υπό τε συγγενών και φίλων, αν πρέπη τις να εικάση εκ των καθ’ημάς τα παλαιά. Η επιθυμία βίου ανεξαρτήτου, ή υπεροχής προς άλλους, ήτο το άμεσον αίτιον της τοιαύτης διαίτης. Η έμφυτος αύτη τάσις δεν εδύνατο να εξαλειφθή ουδέ μετά τον πολιτισμόν της Ελλάδος. Αλλ’έπρεπε, ως ημείς γνωρίζομεν, να ελαττούται ή να επαυξάνη λόγω των πολιτικών περιστάσεων. Ήτον λοιπόν επόμενον μετά την υποδούλωσιν της Ελλάδος να πολλαπλασιασθώσιν οι άνδρες ούτοι, προσλαμβάνοντες αφορμήν μάλιστα την θρησκείαν.
Οι άνθρωποι αδύνατοι να υπερνικήσωσιν αυτά τα πράγματα, πολλάκις προσαρμόζονται, ή παραφέρονται υπό του χειμάρρου τούτων, όταν ανοήτως αντιπαλαίωσιν. Η Οθωμανική αλαζωνεία [sic] αγανακτούσα κατ’αυτών εξέφερε πόλεμον ακήρυκτον. Το μέτρο τούτον καταφορούμενον και υπό θρησκευτικής δόξης, επολλαπλασίασε τους άνδρας κατά τε την Λοκρίδα, Αιτωλίαν, Ακαρνανίαν, και αλλαχού της Ηπείρου, ωσαύτως κατά την Αρκαδίαν και Αχαίαν της Πελοποννήσου. Τα μεν υψηλά και δύσβατα όρη παρείχον προς αυτούς καταφύγιον, οι δε λοιποί των Ελλήνων υπό μίσους κατά της τυρανίας, υπέθαλπον αυτούς, νομίζοντες ικανοποιούμενοι υπό της διαγωγής των, και προβλέποντες τον βίον τούτον, παιδείαν υπέρ του συστηθησομένου πολέμου.
Εσχάτως δε ο Αλής της Ηπείρου επιδέξιος τύραννος, έχων το ύπουλον της ψυχής μετά μεγάλης φρονήσεως, βλέπων μετά πολλάς αποπείρας δόλου και ισχύος, αδύνατον την καταστροφήν των, κατήλθεν ώστε να παραδεχθή τους κατά την επικράτειαν αυτού οπλοφόρους Έλληνας εις υπηρεσίαν, και χορηγήση προς αυτούς προνόμια και στρατιωτικάς τιμάς.Οι δε κατά την Πελοπόννησον δεν ευδοκίμησαν εξίσου. Αίτιον δε ήτο, φαίνεται, το μη εκτεταμένον του τόπου και των ορέων, το δε κυριότερον, οι Τούρκοι αμηχανούντες το καθεαυτούς, προσελάμβανον δια της βίας εγχωρίους, οίτινες εξερχόμενοι προς καταδίωξιν, προεμήνυον προς αυτούς την ανάγκη υποχωρήσεως.
Οι αναχωρηταί λοιπόν ούτοι της ανεξαρτησίας και της υπεροχής, διεσπαρμένοι κατά τόπους ολίγοι τον αριθμόν δι’απορίαν τροφής, σπανίως μεν ζώντες εν ειρήνη, συνεχώς δε μαχόμενοι προς πολλούς, ποτέ μεν ενεδρεύοντες, ποτέ δε αίφνης επιπίπτοντες, ενίοτε δε περικυκλούμενοι και δι’εκφοράς νυκτός εκφεύγοντες, άλλο τε καταδιωκόμενοι, προσεκτήσαντο διά κινδύνων τριβήν αληθινήν των κατά τον δραπετευτικόν πόλεμον πράξεων, και γνώσιν ακριβή της χώρας, και αυτών μάλιστα των δυσβάτων ορέων.
Προσυπήρχον δε και τινες τόποι, των οποίων το άγονον και τραχύ, ή το ορεινόν και απόκρημνον ενετύπουν χαρακτήρα εις τας ψυχάς των οικητόρων δυσπειθή και αγέρωχον. Τοιούτοι ήσαν η Σπάρτη, το Σούλιον, και τα Σφακιά […].
Τοιαύτα μεν, και είτι άλλο μη μνημονευθέν διά σμικρότητα, ήσαν τα κατά γην. Κατά δε θάλασσαν οι Έλληνες προώδευσαν επί πλέον. Οι πολλοί τούτων παραθαλάσσιοι όντες, και ουχί μεσόγειοι, ετρέποντο επί ναυτιλίαν, ποριζόμενοι εντεύθεν τον βίον […]. Οψέ δε ποτε, και ουχί τοσούτον προ ημών, συνεστήθησαν τα τρία ναυτικά τα αξιολογώτατα εν τη Ελλάδι, το τε «Ύδρας, Σπετσών και Ψαρών […]. Δοθέντες δε εις τον θαλάσσης βίον διά την φύσιν του τόπου, υπερέβαλον πάντας τους άλλους Έλληνας κατά την περί τα ναυτικά εμπειρίαν, και γενόμενοι, παρελθόντος χρόνου ουχί πολλού, δυνατοί εις περιουσίας χρημάτων και πολυανθρωπίαν, μάλιστα δε η νήσος Ύδρα δια τε άλλα και δια το προ εξήκοντα ετών πάθος της Πελοποννήσου, συνηύξησαν το τε μέγεθος και τον αριθμόν των πλοίων».[24]
Επανερχόμενος παρακάτω στις συνθήκες που επικρατούσαν πριν την Επανάσταση, δείχνει ότι είχε πλήρη επίγνωση για την πολιτική και κοινωνική κατάσταση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Περιέγραφε το οθωμανικό κράτος με όλα τα γνωρίσματα του «μεγάλου ασθενή», όπως συχνά το αποκαλούσαν οι Ευρωπαίοι:
«Ότε δε ο σουλτάνος εξ απράγμονος βίου, ήρξατο να υποφαίνη εγχειρητικόν και επίμονα τρόπον, και τα πολλά να νεωτερίζη, τους μεν πατρώαν έχοντα την δυναστείαν καταστρέφων, ανταυτών δε σατράπας καταπέμπων εξέφερεν έκτω σχεδόν μηνί προ της Επαναστάσεως πόλεμον αδιάλλακτον κατά του Αλή, καταστήσαντος εις έσχατον ήδη γήρας ακμάζουσαν τυραννίδα κατά την Ήπειρον (ο σουλτάνος βέβαια επεχείρησε μεγάλα). Αλλ’ η ηθική νόσος του Τουρκικού έθνους είναι μεγίστη, και ούτε θεία, τολμώμεν ειπείν, δύναμις, πολύ μάλλον ανθρώπινος, δύναται να εύρη φάρμακον θεραπείας. Όσον το καθ’ημάς, θεωρούμεν τας γενομένας μεταβολάς ταύτας κατά το Οθωμανικόν κράτος, ότι παρομοιάζουσι τας του ψυχορραγούντος, όστις δια τινων κινημάτων, και ομιλίας συναισθανομένου ανθρώπου, απατά τους περί αυτόν, ίνα νομίζωσι κρίσιν της νόσου επί το βέλτιον, ενώ κυρίως ταύτα δεν είναι, ειμή σημεία του τελευταίου ασπασμού».[25]
Σε άλλα κείμενα του Ρόδιου στον Έφορο Στρατιωτικό, υπογραμμιζόταν η συμβολή στην Επανάσταση των δωρεών Ελλήνων – μελών της Φιλικής Εταιρείας από το χώρο της Διασποράς – ειδική αναφορά γίνεται στον Παναγιώτη Σέκερη – ή και Ευρωπαίων φιλελλήνων. Τέλος, αλλού παραθέτει βιογραφίες αγωνιστών, όπως ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης.[26]
Κλείνουμε συνοψίζοντας: Παρακολουθήσαμε την ιδεολογία που αντικατοπτρίζεται στα κείμενα ενός εντύπου εκδομένου στην Αργολίδα του 1835, στον Έφορο Στρατιωτικό. Στα κείμενα αυτά, συγγραφέας των οποίων ήταν ο Παναγιώτης Ρόδιος, πέρα από τις γαλλικής κυρίως προέλευσης ιδέες και πληροφορίες περί στρατιωτικής τέχνης, εντοπίσαμε μια αξιόλογη συμβολή στην ελληνική στρατιωτική βιβλιογραφία της εποχής, η οποία εμπεριέχει ανάλυση θεσμικών θεμάτων στρατιωτικής οργάνωσης μέσα από το πνεύμα των σχετικών νόμων της περιόδου της Γαλλικής Επανάστασης.
Αντικατοπτρίζεται, παράλληλα, και η νέα πραγματικότητα της στρατιωτικής οργάνωσης κατά την περίοδο της Αντιβασιλείας, η οποία αναπόφευκτα, όπως περιγράψαμε παραπάνω, προκαλούσε και σημαντικούς κοινωνικούς κλυδωνισμούς. Επιπρόσθετα, τα κείμενα του Εφόρου Στρατιωτικού, εκφράζουν αρκετά αντιπροσωπευτικά για την εποχή και η κρυστάλλωση της ελληνικής εθνικής συνείδησης πριν την εγκόλπωση της βυζαντινής περιόδου από την ελληνική εθνική ιστοριογραφία του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα.
Σύμφωνα με αυτό το σχήμα ιδεών που έλκει την καταγωγή του στο Νεοελληνικό Διαφωτισμό, η ελληνική ελευθερία είχε καταλυθεί από τα χρόνια της αρχαιότητας έως πρόσφατα. Η επίσημη ιστορική θεωρία της εποχής αναγνώριζε ως άξιους λόγου προγόνους μόνο τους αρχαίους Έλληνες.
Στα κείμενα του Εφόρου Στρατιωτικού επιχειρείται να δοθεί ένα αρκετά εξορθολογισμένο για τα δεδομένα της εποχής ερμηνευτικό σχήμα για την Επανάσταση και τις συνθήκες που επικράτησαν από την οθωμανική κατάκτηση έως το ξέσπασμά της: Ο Αγώνας των Ελλήνων κατά των Οθωμανών ερμηνεύεται με την πρόταξη των ουσιωδών αιτίων-παραγόντων της δεσποτικής και καταπιεστικής διακυβέρνησης των κυριάρχων, του παρηγορητικού και συνεκτικού ρόλου της κοινής θρησκείας, όπως και της προγονικής γλώσσας.
Υποσμειώσεις
[1] Παναγιώτης Ρόδιος,Έφορος Στρατιωτικός, εκδ. Κ. Ράλλη, Ναύπλιο 1835.
[2] Για τα βιογραφικά στοιχεία σχετικά με τον Ρόδιο, βλέπε Παναγιώτης Σαβοριανάκης, o Π.Γ Ρόδιος και η εποχή του, 1789-1851, εκδ. Διεθνούς Κέντρου Λογοτεχνών και Μεταφραστών Δήμου Ρόδου/Σαββάλα, Αθήνα 2002.
[3] Ό.π.
[4] Έγγραφο 6606 Γενικής Γραμματείας Επικράτειας του Γραμματέως Ν. Σπηλιάδη προς Συνταγματάρχην Π.Γ. Ρόδιον, εν Αιγίνη 6 Σεπτεμβρίου 1829, Αρχείο Π.Γ, Ρόδιου [διορισμός Ρόδιου στη θέση του «Έκτακτου Επιθεωρητή του στρατεύματος»), Νικόλαος Σπηλιάδης, Απομνημονεύματα, Τόμος Δ’, εκδ. Βιβλιοθήκη των ΠΑ.Κ., Αθήνα 1970 [α1 έκδοση 1851-1859], σ. 163-164 και Στέφανος Παπαγεωργίου, Η στρατιωτική πολιτική του Καποδίστρια, εκδ. Εστία, Αθήνα 1986, σ. 135-136.
[5] Εγγραφο 197 του επί των Στρατιωτικών Γραμματέα Π. Γ. Ρόδιου προς τον χιλίαρχον κ. Δημήτριον Τζόκρην, εν Άργει 10 Δεκεμβρίου 1831, Αργολικόν Ιστορικόν Αρχείον, 1791-1878, εκδ. Σύλλογος Αργείων ο «Δαναός», Αθήνα 1994, σ. 186 [για την προσπάθεια επιβολής της τάξης στην πόλη του Άργους] και Χρήστος Βυζάντιος, Η Ιστορία της οργανώσεως τακτικού στρατού εν Ελλάδι, Αθήνα 1837, σ. 310-311.
[6] Έγγραφο 13314 Γραμματείας επί των Στρατιωτικών, Αθήναι 14 Οκτωβρίου 1843, Αρχείο Π.Γ Ρόδιου [ο Ρόδιος ως στρατιωτικός διοικητής Αργολίδας παίρνει άδεια μετάβασης στην Αθήνα και αφήνει στη θέση του τον Βαυαρό Ράϊνεκ], Κλεομένης Οικονόμου, Επιτάφιος εις τον Π.Γ. Ρόδιο τη 30 Ιουνίου 1851, Αθήνα 1851, σ. 6, Douglas Dakin, Η ενοποίηση της Ελλάδας. 1770-1923, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1984, σ. 126 και Ιωάννης Δημάκης, Η πολιτειακή μεταβολή του 1843 και το ζήτημα των αυτοχθόνων και ετεροχθόνων, εκδ. θεμέλιο, Αθήνα 1991, σ. 17.
7. Σαβοριανάκης, ό.π.
[8] θάνος Βερέμης, Ο στρατός στην ελληνική πολιτική, εκδ. Κούριερ, Αθήνα 2000, σ. 23-34.
[9] Ανδρέας Καστανής, Η στρατιωτική Σχολή των Ευελπίδων κατά τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας της, 1828-1834, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2000, σ.12-15.
[10] John Petropoulos, Politics and Staecraft in the Kingdom of Greece, 1833-1843, εκδ. Princeton University Press, Princeton 1968, σ. 172.
[11] Βλ. και τη βασική μελέτη ειδικά για την περίοδο του Καποδίστρια: Παπαγεωργίου, Η στρατιωτική πολιτική του Ιωάννη Καποδίστρια, ό.π.
[12] Ειδικά για τη στρατιωτική Ιστορία κατά την Επανάσταση και στα πρώτα χρόνια ζωής του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, περίοδο που έδρασε ο Ρόδιος, βλ. την παρακάτω βιβλιογραφία: Βυζάντιος, Η Ιστορία της οργανώσεως του τακτικού στρατού εν Ελλάδι, ό.π..[αφηγηματικού κυρίως χαρακτήρα περιγραφή του αυτόπτη μάρτυρα Βυζάντιου, η καλύτερη του είδους, η οποία μας παρέχει πληροφορίες για την κοινωνική σύνθεση του τακτικού στρατού και εξηγεί γιατί το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού θεωρούσε τον τακτικό στρατό ξένο σώμα στη διάρκεια της Επανάστασης], Παναγής Ζούβας, Η οργάνωσις τακτικού στρατού κατά τα πρώτα έτη της Επαναστάσεως. Αθήνα 1969 [απλή, στενά αφηγηματικού χαρακτήρα μελέτη που δεν προσθέτει κάτι νέο], Απόστολος Βακαλόπουλος, Τα ελληνικά στρατεύματα του 1821. Οργάνωση, ηγεσία, τακτική, ήθη, ψυχολογία, β’ έκδοση, εκδ. Καραγιάννη, Θεσσαλονίκη 1970 [το πιο ολοκληρωμένο έργο για τα ελληνικά στρατεύματα στη διάρκεια της Επανάστασης, είναι από τις πρώτες μελέτες στην ελληνική ιστοριογραφία που αντιμετωπίζουν τα άτακτα στρατιωτικά σώματα όχι ως κάτι ανάλογο ενός οργανωμένου και ενιαίου στρατού, αλλά ως ένοπλους απείθαρχους αγρότες και κτηνοτρόφους, των οποίων η ψυχολογία και οι συνήθειες αντικατόπτριζαν συνολικά γνωρίσματα της παραδοσιακής ελληνικής κοινωνίας], Θάνος Βερέμης, «Ο τακτικός στρατός στην Ελλάδα του 19ου αιώνα», Όψεις της ελληνικής κοινωνίας του 19ου αιώνα, εκδ. Εστία, Αθήνα 1984, Παπαγεωργίου, Η στρατιωτική πολιτική του Καποδίστρια, όπ, [βασίστηκε στο αρχειακό υλικό της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος], Δημήτης Μαλέσης, Ο ελληνικός στρατός στην πρώτη οθωνική δεκαετία (1833-1843). Πολιτική οργάνωση και πελατειακές σχέσεις, διδακτορική διατριβή, Πάντειος Σχολή, Αθήνα 1992 [βασίστηκε κυρίως σε αρχειακό υλικό των ΓΑ.Κ. και ειδικά στο ογκωδέστατο υλικό των φακέλων της Γραμματείας των Στρατιωτικών], Τριαντάφυλλος Γεροζήσης, Το σώμα των αξιωματικών και η θέση του στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία, Τόμοι Α’-Γ’, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα – Γιάννινα 1996 (πολύτιμη ιστορική μελέτη βάσης για μία καίρια πτυχή της νεότερης και σύγχρονης Ελληνινής Ιστορίας, εκείνη της θέσης και του ρόλου των στρατιωτικών. Σχετικός με την περίοδο που μας ενδιαφέρει είναι ο Α’ τόμος), Βερέμης, Ο στρατός στην ελληνική πολιτική, όπ. [συνθετική μελέτη, η οποία κινείται σε ένα ευρύτερο φάσμα, σε μετάφραση από τα αγγλικά] και Καστάνης, Η στρατιωτική Σχολή των Ευελπίδων κατά τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας της, ό.π., [στρατιωτικός και ο ίδιος, βασίστηκε στη μελέτη υλικού των ΓΑ.Κ για την εκπόνηση της συναφούς διδακτορικής του διατριβής].
[13] Ρόδιος, Έφορος Στρατιωτικός, ό.π., σ. 1, 3, 5, 7.
[14] Βερέμης, «Ο τακτικός στρατός στην Ελλάδα του 19ου αιώνα», ό.π., Μάλεσης, Ο ελληνικός στρατός στην πρώτη οθωνική δεκαετία, ό.π., σ. 25-28, 53-68, 84, 253-254, Καστάνης, Η στρατιωτική Σχολή των Ευελπίδων (1828-1834), ό.π., σ. 24, 30-31,39-40, 229 και Michael Howard, Ο ρόλος του πολέμου στη Νεότερη Ευρωπαϊκή Ιστορία, μετάφρ. Ηρακλεία Στροίκου, εκδ. Ποιότητα, Αθήνα 2000 [α’ έκδοση Oxford 1975], α. 170. ΓΠα το γενικότερο πλαίσιο – Νικηφόρος Διαμαντούρος, Οι απαρχές της συγκρότησης σύγχρονου κράτους στην Ελλάδα,1821-1828, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 2002, 0. 264, 268-269.
[15] Ρόδιος. Έφορος Στρατιωτικός, ό.π, σ. 91-95, 117-121 [παραθέτει το Διάταγμα διοργανισμού του Στρατιωτικού που εκδόθηκε από την Αντιβασιλεία στις 9 Μαρτίου 1833 και το οποίο περιλάμβανε 22 άρθρα σχετικά με την οργάνωση του στρατού. Επίσης σχολιάζοντας ο Ρόδιος τις σχετικές αποφάσεις της Αντιβασιλείας επεσήμανε την παράλειψη ορισμένων «διαπρεψάντων» κατά την Επανάσταση φίλων του στρατιωτικών από το διάταγμα μνημόνευσης και απονομής διακρίσεων, των Α. Αξελού και Δ. Μαυρομιχάλη], Βερέμης, «Ο τακτικός στρατός στην Ελλάδα του 19ου αιώνα», όπ., Μαλέσης, Ο ελληνικός στρατός στην πρώτη οθωνική δεκαετία, ό.π., σ. 25-28, 53-68, 84, 253-254 και Καστάνης, Η στρατιωτική Σχολή των Ευελπίδων (1828-1834), ό.π., ο. 24, 30-31,39-40, 229.
[16] Ρόδιος, Έφορος Στρατιωτικός, ό.π., σ. 151-154, 185-190.
[17] Ρόδιος, Έφορος Στρατιωτικός, όπ, σ, 59-63, 77-81, 81-90 και Καστάνης, Η στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων κατά τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας της, ό.π, σ. 42-43, 142-144.
[18] Ρόδιος, Έφορος Στρατιωτικός, ό.π, 59-63, 77-81, 81-90 και Μαλέσης, Ο ελληνικός στρατός στην πρώτη οθωνική δεκαετία, ό.π., σ. 173, 259. Σε εκείνη περίπου τη συγκυρία εκδόθηκε και το κλασσικό έργο του Carl von Clausewitz για τον πόλεμο (1832). Βλ. Howard, Ο ρόλος του πολέμου στη Νεότερη Ευρωπαϊκή Ιστορία, ό.π., σ. 172-173.
[19] Η στρατιωτική σχολή που ίδρυσε ο Καποδίστριας απέκτησε σύντομα οργανισμό λειτουργίας παρόμοιο με της γαλλικής Ecole Polytechnique. Βλ. Καστάνης, Η στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων κατά τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας της, όπ., σ. 45, 56-57.
[20] Ρόδιος, Έφορος Στρατιωτικός, ό.π., σ. 13.
[21] Ρόδιος, Έφορος Στρατιωτικός, όπ, σ. 29 και Πασχάλης Κιτρομηλίδης, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, εκδ. Μ.ΙΕ.Τ., Αθήνα 1996, σ. 475.
[22] Ρόδιος, Έφορος Στρατιωτικός, ο.π,, σ. 34-45, 67-78. Αυτό το κείμενο του Ρόδιου και οι αναφορές του στην Επανάσταση σε άλλα σημεία του Εφόρου Στρατιωτικού συνιστούν συνεισφορά σε μία από τις βασικές φροντίδες της λογιοσύνης στα χρόνια του Διαφωτισμού, δηλαδή στην Ιστορία. Μάλιστα, γύρω στα 1830 η ιστορική γνώση αντιπροσωπευόταν κατεξοχήν στο δωδεκάτομο εγχειρίδιο του Κωνσταντίνου Κούμα – δασκάλου του Ρόδιου στη Σμύρνη μία δεκαπενταετία πριν – με τίτλο Ιστορία των ανθρωπίνων πράξεων από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των ημερών μας, Τόμοι Α’-ΙΒ’, Βιέννη 1830- 1832. Βλ. Αλέξης Πολίτης, Ρομαντικά χρόνια Ιδεολογίες και νοοτροπίες στην Ελλάδα του 1830-1880, εκδ. Ε.Ν.Μ.Ε.-Μνήμων, Αθήνα 1998, σ. 36-37. Τέλος, ιστοριογραφικές προσεγγίσεις της Επανάστασης, περίπου σύγχρονες με εκείνη του Ρόδιου και ενδεικτικές του κλίματος της δεκαετίας του 1830 διαθέτουμε από τους Ιωάννη Φιλήμονα και Αμβρόσιο Φραντζή. Εκείνοι, αντίθετα από το Ρόδιο όμως, υπογραμμίζουν το σημαντικό ρόλο της Φιλικής Εταιρείας. Βλ. Ιωάννης Φιλήμων, Φιλική Εταιρεία. Δοκίμιον Ιστορικόν, εκδ. Α. Καραβία, Αθήνα χχ [α’ έκδοση, Ναύπλιο 1834] και Αμβρόσιος Φραντζής, Επιτομή της Ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελλάδος αρχομένη από του έτους 1715 και λήγουσα το 1835, Τόμοι Α-Δ’, Αθήνα 1839-1841.
[23] Πολίτης, Ρομαντικά χρόνια, όπ., σ. 107-111. Σχετικά με το αρχικό αφηγηματικό σχήμα της Ελληνικής Ιστορίας, περίπου ως τα μέσα του 19ου αιώνα, το οποίο περιοριζόταν στο δίπολο Αρχαιότητα – Παλιγγενεσία του ’21, όπως και για τη μεταγενέστερη εγκαθίδρυση της ενότητας και της συνέχειας της Ελληνικής Ιστορίας μέσα από τη νέα ύφανση του νεοελληνικού ιστοριογραφικού σχήματος στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι και η προγενέστερη σε σχέση με τη μελέτη του Πολίτη, αρκετά συγγενής ερμηνευτικά ωστόσο, προσέγγιση του Αντώνη Λιάκου, «Προς επισκευήν ολομελείας και ενότητος. Η δόμηση του εθνικού χρόνου», Επιστημονική συνάντηση στη μνήμη του Κ.Θ. Δημαρά, εκδ. ΚΝ.Ε./Ε.ΙΕ., Αθήνα 1994, σ. 171-199. Στα πλαίσια της ίδιας προβληματικής, ο Πασχάλης Κιτρομηλίδης, παρουσιάζοντας τη μετάβαση από την έννοια του γένους στην έννοια του έθνους αναφέρει τις συνθήκες από τις οποίες προέκυψε: «Από το γένος των Ορθόδοξων Ρωμαίων, των Χριστιανών υπηκόων του σουλτάνου, που περιελάμβανε στους κόλπους του ετερόγλωσσες και ευρύτατα διεσπαρμένες κοινωνικές ομάδες, συντελείται ήδη η μετάβαση προς την ιδέα του ελληνικού έθνους. Η συναίσθηση ότι το ελληνικό έθνος αποτελεί ενιαία κοινότητα, η οποία προσδιορίζεται από εγκόσμια πολιτισμικά και όχι θρησκευτικά κριτήρια, είχε καλλιεργηθεί από το Διαφωτισμό σε αντιδιαστολή προς τις αντιλήψεις της Εκκλησίας για την κοινή ταυτότητα των Ορθόδοξων λαών. Τα πολιτισμικά αυτά κριτήρια ήταν κατεξοχήν δύο: Η ελληνική γλώσσα και η στορική σχέση με την ελληνική αρχαιότητα. Αυτά υπήρξαν τα προσδιοριστικά συστατικά στοιχεία του ελληνικού έθνους που ανέδειξε ο Διαφωτισμός. Δεύτερον, το ελληνικό έθνος, το οποίο με τον απεγνωσμένο αγώνα κατά της «φρικώδους οθωμανικής δυναστείας» αποκτά την αυτοσυνειδησία του, αυτοπροσδιορίζεται κυρίως με γνώμονα τη διεκδίκηση της ελευθερίας του. Η από κοινού «απόσεισις του απαραδειγματίστου ζυγού της τυραννίας» είναι πράξη η οποία εκδηλώνει τη βούληση των Ελλήνων να συναπαρτίσουν μια ενιαία εθνική κοινότητα». Βλ. Πασχάλης Κιτρομηλίδης, Το όραμα της ελευθερίας στην ελληνική κοινωνία, εκδ. Πορεία, Αθήνα 1992, σ. 40-41.
[24] Ρόδιος, Έφορος Στρατιωτικός, όπ, σ. 67-75.
[25] Ρόδιος, Έφορος Στρατιωτικός, όπ, σ. 131.
[26] Ρόδιος, Έφορος Στρατιωτικός, όπ, σ. 98-117.
*Παναγιώτης Σαβοριανάκης
«Αργειακή Γη», Επιστημονική και λογοτεχνική έκδοση του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Άργους, Τεύχος 2, Δεκέμβριος 2004.
Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που συνοδεύουν το κείμενο οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.
* Παναγιώτης Σαβοριανάκης, φιλόλογος, ιστορικός, σύμβουλος εκπαίδευσης στη Δ.Δ.Ε. Γ’ Αθήνας από τον Απρίλιο του 2023.
Διαβάστε ακόμη:
- Αθηνά (Περιοδικό 1831)
- Ανεξαρτησία
- Αργολικόν Ημερολόγιον 1910
- Αργολίς – Εφημερίδα (1863)
- Δαναός – Η πρώτη εφημερίδα του Άργους
- Ασπίς του Άργους
- Δαναός – Η Εφημερίδα του Συλλόγου Αργείων «Ο Δαναός»
- Σύνταγμα (Τύπος) 1892-1970
- Εκδόσεις και αναγνωστικό κοινό στο Άργος του 19ου αιώνα
- Ελληνική Τυπογραφία στη διαδρομή πέντε αιώνων
- Δαναΐς (Τύπος) 1910-1914
- Το χρονογράφημα στο Άργος του 19ου αιώνα (1883-1889)