«Θέλω να σταβρωθώ κι εγώ»: Μιχαήλ Ακύλα, Οι τελευταίες μέρες του Ιούδα. Μια βιβλική παράφραση – Αννίτα Π. Παναρέτου
Η ύπαρξη του έργου Οι τελευταίες μέρες του Ιούδα μού έγινε γνωστή κατά τη διάρκεια συστηματικής έρευνάς μου για την ανάδειξη της φυσιογνωμίας του Μιχαήλ Ακύλα. Έτσι, θα περιοριστώ σε μια παρουσίαση του έργου, με αναφορά στον βίο και την προσωπικότητα του συγγραφέα του.
Ο Μιχαήλ Ακύλας, με καταγωγή από τη Σαντορίνη, γεννήθηκε στο Άργος, τον Ιανουάριο του 1900. Έχασε νωρίς τη μητέρα του και ο πατέρας του, που λόγω επαγγέλματος – ήταν νομομηχανικός – μετακινείτο συχνά με μετάθεση, τον ενέγραψε οικότροφο στη Λεόντειο Σχολή. Στα δεκαέξι του εισήχθη στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, από την οποία αποφοίτησε ως μάχιμος σημαιοφόρος για να φτάσει, το 1929, στον βαθμό του υποπλοιάρχου. Το 1931 μετατάχθηκε στη νεοσύστατη τότε πολεμική αεροπορία με τον βαθμό του σμηναγού. Το 1932 προήχθη σε επισμηναγό. Δεν ξέρουμε πότε ακριβώς, πάντως μετά τα μέσα του 1932 και πριν την άνοιξη του 1934 παραιτήθηκε.
Τον ξαναβρίσκουμε στα τέλη Νοεμβρίου του 1941, όταν, σύμφωνα με μαρτυρία του φίλου του συγγραφέα Γιάννη Μαγκλή, αναζητούσε τρόπο να διαφύγει στη Μέση Ανατολή. Τον Μάρτιο του 1942 η προσπάθεια ευοδώνεται και τη νύχτα της 31η Μαρτίου προς 1η Απριλίου ο Ακύλας αποπλέει από το Νέο Φάληρο πάνω σε ένα καΐκι, μαζί με άλλους 13 επιβάτες, αξιωματικούς και πολίτες. Η επιχείρηση προδίδεται. Σε απόσταση μικρότερη των δύο μιλίων από την ακτή τούς πλησιάζει μια γερμανική τορπιλάκατος και συλλαμβάνονται όλοι, καθώς και οι 15 επιβάτες ενός δεύτερου καϊκιού που ακολουθούσε. Κλείνονται στις φυλακές Αβέρωφ και στις 4 Μαΐου μεταφέρονται στις φυλακές Παραπηγμάτων της οδού Βουλιαγμένης. Εκεί, στις 29 Μαΐου, τους ανακοινώνεται ότι θεωρούνται όμηροι και ότι σε περίπτωση οποιασδήποτε δολιοφθοράς κατά του Άξονα θα τουφεκιστούν.
Στις 4 Ιουνίου τους ανακοινώνεται ότι έγινε δολιοφθορά σε μικρό μέρος της σιδηροδρομικής γραμμής κοντά στα Λιόσια. Επιλέγονται 3 αξιωματικοί και 3 πολίτες, στους οποίους προστέθηκαν στη συνέχεια δύο φοιτητές. Στην ομάδα των οκτώ συμπεριλαμβανόταν ο Ακύλας.
Το ξημέρωμα της 5ης Ιουνίου εκτελούνται στην Καισαριανή. Επρόκειτο για τη δεύτερη εκτέλεση που έγινε στο Σκοπευτήριο και ήταν οι πρώτοι Έλληνες που εκτελέστηκαν ως όμηροι, εξ ου και ο χαρακτηρισμός «Οι οκτώ πρώτοι». Επίσης, ήταν η πρώτη φορά που ακούστηκε από το στόμα μελλοθανάτων – με πρώτους τους 3 αξιωματικούς – ο Εθνικός Ύμνος και η κραυγή «Ζήτω η Ελλάς».
Γράφει στα Φύλλα Κατοχής η Ιωάννα Τσάτσου:
5 Ιουνίου 1942
Τούτο το σημερινό είναι αφόρητο. Τέλειωσαν οι προπολεμικές ώρες πνευματικής χαράς. Δε θα τις ξαναβρούμε ποτέ πια όπως ήταν τότε. Ένα βόλι έκοψε τη ζωή του Μιχάλη Ακύλα. Δεν καταλαβαίνουν αυτοί οι Ούνοι ποιους έχουν μπροστά τους και σκοτώνουν. Σκοτώνουν το πνεύμα, σκοτώνουν αυτή τη σπάνια ευαισθησία πούναι χίλιες ζωές μαζί.
Και τώρα γύρω μας ο «Ιούδας» του, οι «Σωκρατικοί του διάλογου», απογυμνωμένοι μοιρολογάνε.
Στο σαλόνι μας, στην ίδια πάντα θέση, είναι η πολυθρόνα οπού καθότανε, διαλεκτικός, απλός, αληθινός.[1]
Γράφει ο Γιώργος Θεοτοκάς:
Σήμερα το πρωί οι Γερμανοί τουφέκισαν οκτώ κρατουμένους που τους θεώρησαν ομήρους στο Εθνικό Σκοπευτήριο, στην Καισαριανή. Ανάμεσά τους δυο προσωπικοί μου φίλοι, ο Μιχάλης Ακύλας και ο Γιώργος Κωτούλας. Ο πρώτος, αξιωματικός της Αεροπορίας και λογοτέχνης. Ο δεύτερος, συμφοιτητής μου και φίλος μου από το 1922. Είχε γίνει λιμενικός αξιωματικός. […] Ήτανε δυο καλοί φίλοι, δυο παιδιά με πολλή καρδιά, αγνά και γενναία. Τι πολλοί νεκροί φίλοι μαζεύτηκαν κιόλας τριγύρω μου![2]
Στο Κάιρο, ο συνομήλικος του Ακύλα Γιώργος Σεφέρης, σημειώνει στις 29 Ιουνίου 1942:
«Έμαθα τον τουφεκισμό του Βοΐιλα. Ο τρίτος φίλος μας μέσα σε λίγες εβδομάδες: Αδοσίδης, Μιχάλης Ακύλας οι δυο άλλοι».[3]
Γράφει ο Ηλίας Τσιριμώκος μεσούσης της Κατοχής, στην παράνομη εφημερίδα του:[4]
Έκλεισε ένας χρόνος από την ημέρα που οι Γερμανοϊταλοί άρχισαν ομαδικές δολοφονίες ομήρων στην Αθήνα. Ο ποιητής Μιχαήλ Ακύλας, επισμηναγός της Ελληνικής Αεροπορίας, έπεσε σαν ήρωας με το όνομα της Ελλάδος στα χείλη του, την αυγήν της 5ης Ιουνίου 1942 στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής.
Στον αγνόν αυτόν πατριώτη, στον εξαίσιο φίλο δεν αρμόζουν συνηθισμένες νεκρολογίες θρήνοι και κοπετοί. Το πένθος θα ήτο ασέβεια στη μνήμη του Ακύλα.
Γράφει ο Μυριβήλης για τον Ακύλα:
Βγήκε από την οικογένεια των Ελλήνων Λογοτεχνών και πέθανε έτσι ωραία για την Ελλάδα όπως πέθανε ο Μαβίλης.
Πολλά είδαμε κι ακούσαμε να γράφουν στα φύλλα και να φωνάζουν στους δρόμους και στα μεγάφωνα οι λογοτέχνες μας, όσοι κάνουν πολιτική. Κανέναν δεν είδαμε, δεν ακούσαμε, να θυμηθεί τον Ακύλα. Τον σεμνόν Ακύλα μας.
Είταν από κείνους που δεν ανήκουν σε καμμιά κομματική οργάνωση, γιατί ανήκουν στην Ελλάδα την ολάκερη, την αδιαίρετη, την πανελληνική Ελλάδα.[5]
Από την τρίτη (και σε όλες όσες ακολούθησαν) έκδοση της Αιολικής Γης θα διαβάζουμε την αφιέρωση του Βενέζη:
ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΦΙΛΟΥ ΜΟΥ
ΜΙΧΑΛΗ ΑΚΥΛΑ
ΑΝΤΙΣΜΗΝΑΡΧΟΥ-ΠΟΙΗΤΗ
ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
ΑΠΟ ΣΦΑΙΡΕΣ ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΩΝ ΣΤΑ 1942
Ξανά ο Βενέζης ενσαρκώνει τον Ακύλα στο Μπλοκ C, στο πρόσωπο του αντισμήναρχου Παύλου Δεσύλλα.
Και ο Ανδρέας Εμπειρίκος ξεκινά το αφιερωμένο στον Ακύλα ποίημά του «Ίε παι» (ενικός του «Ίτε παίδες») με τους στίχους «Μεγαλόψυχε φίλε! / Αν μπορέσης μιαν ημέρα με την δύναμη που έχεις / Και θεούς ν’ αναστήσης και τελειώνει με τους στίχους Ν’ αναπτερώσης εσύ την σερνάμενη ζωή μας / με τον παιάνα της Νίκης».[6]
Δικαίως εγείρεται το ερώτημα: Ποιος ήταν τέλος πάντων αυτός ο Ακύλας; Ένας σύνθετος άνθρωπος, που στο μισό, το επίσημο, βιογραφικό του αναφέρεται ως αξιωματικός των ενόπλων δυνάμεων και στο άλλο μισό ως ποιητής και πεζογράφος (ναι, ήταν και ποιητής στα 1935, η συλλογή του με τον απλό τίτλο Ποιήματα ήταν ένα από τα περίπου 28 βιβλία που εξέδωσε συνολικά ο βραχύβιος αλλά εκλεκτός εκδοτικός οίκος Κασταλία, του Hermann Kaufmann). Νομίζω πάντως, ότι, αν ο ίδιος μπορούσε να αυτοβιογραφηθεί, το πρώτο μισό μπορεί και να μην το ανέφερε καν.
Η Τσάτσου κάνει λόγο για ένα έργο του με τίτλο Σωκρατικοί Διάλογοι και ο Γιάννης Μαγκλής για 2 κινηματογραφικά σενάρια – όλα ανέκδοτα. Ως εμάς έφτασαν μόνο τα Ποιήματα, εκδομένα το 1935 και Οι τελευταίες μέρες του Ιούδα, που εκδόθηκαν το 1934.
Το 1934 συνέβη το εξής παράδοξο: εκδόθηκε ένας ακόμη Ιούδας, θεατρικό έργο του Σπύρου Μελά, που έκανε πρεμιέρα στο Εθνικό Θέατρο, στις 3 Οκτωβρίου και δημοσιεύτηκε ταυτόχρονα σε συνέχειες με τη μορφή μυθιστορήματος στα Αθηναϊκά Νέα.
Γνωρίζοντας κανείς τα της προσωπικότητας του Σπύρου Μελά, και έχοντας μόλις ακούσει μερικές απόψεις για τον Ακύλα, εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι τα δύο έργα διαφέρουν ριζικά. Αντιπαρέρχομαι τον Μελά και τον Ιούδα του, έναν πλούσιο νέο της Ιερουσαλήμ και εραστή της Μαγδαληνής, και επικεντρώνομαι στον άλλο Ιούδα.
Οι τελευταίες μέρες του Ιούδα, που ο συγγραφέας τους χαρακτηρίζει διήγημα, αλλά μάλλον θα έπρεπε να χαρακτηριστούν νουβέλα, τυπώθηκαν σε ένα βιβλίο μικρού σχήματος (13Χ18 εκ.), που αριθμεί 96 σελίδες, κατανεμημένες σε 29 άνισα σε έκταση κεφάλαια (το πιο μακροσκελές καταλαμβάνει 5 σελίδες και το συντομότερο 6 αράδες). Πρόκειται για ένα αφήγημα που θα μπορούσε να θεωρηθεί αιρετικό (όπως συνέβη με ανάλογα αντισυμβατικά έργα). Παρακολουθεί τις περίπου δέκα τελευταίες ημέρες της πορείας του Ιησού προς τη Σταύρωση. Και, φυσικά, τις αντίστοιχες μέρες της πορείας του Ιούδα.
Ο Ιούδας του Ακύλα είναι κακοφτιαγμένος και αποκρουστικός. Επιπλέον, είναι μονήρης και συνεσταλμένος. Κάθε εκδήλωση της συμπεριφοράς του παρερμηνεύεται ή ενισχύει την απαξιωτική γνώμη των άλλων, που τον αντιμετωπίζουν σχεδόν με απέχθεια. «Μα είχε τόσο καλή καρδιά. Τόσο απαλή ψυχή. Γι’ αυτό τα δεχόταν όλα με εγκαρτέρηση»,[7] διαβάζουμε σε μια αναίρεση των βιβλικών καθιερωμένων.
Ό,τι είχε φέρει τον Ιούδα κοντά στον Ιησού «είταν η αγάπη της θείας του σκέψεως, το γαλήνεμα που σκόρπιζε ο θείος του λόγος. Απόταν πρωτάκουσε το χαροπό του κήρυγμα στάλαξε μέσα του το φως της παρηγοριάς κι έγινε από τότε ανάγκη του το βάλσαμό της. Κι έγινε ανάγκη του τ’ όνειρο της πραότητας, το γαλανόν όραμα της καλοσύνης» (σ. 15).
Η ευγνωμοσύνη για το ύψιστο δώρο μετατρέπεται σ’ ένα είδος θείου έρωτα και ταυτόχρονα σε μια ζηλότυπη κτητικότητα: «Θα επιθυμούσε να είναι αυτός ο μόνος αγαπητός του Διδασκάλου» (σ. 19), «να είναι αυτός όλοι του οι μαθητές και όλος ο λαός που τον άκουγε και τον κοιτούσε» (σ. 20). Αλλά ακόμη και ο Ιησούς δείχνει να συμμερίζεται την αντιπάθεια των άλλων, πληγώνοντας βαθιά τον Ιούδα. Σπάνια του απευθύνεται, κάποτε τον επιπλήττει και τον επιφορτίζει με πρακτικές υποχρεώσεις της καθημερινότητας. Διότι ο Ιησούς του Ακύλα δεν είναι ούτε Θεάνθρωπος ούτε Χριστός – πουθενά δεν θα συναντήσουμε αυτές τις λέξεις. Αντίστοιχα, πουθενά δεν θα συναντήσουμε θαύματα. Η ανάσταση του Λαζάρου παρουσιάζεται ως θαυματουργό γιάτρεμα από βαριά ασθένεια και μόνον ο Καϊάφας θεωρεί τον Ιησού έναν «επικίντυνο θαυματοποιό» (σ. 74).
Ο Ιησούς του Ακύλα είναι βαθιά ανθρώπινος και ταλανίζεται από μεταπτώσεις και διλήμματα – που πάντως δεν απουσιάζουν ούτε από την Καινή Διαθήκη. Οδεύοντας στο τέλος της διαδρομής και της αποστολής του ανάμεσα στους ανθρώπους, ο «μεγάλος ονειροπόλος», όπως χαρακτηριστικά και αποκαλυπτικά τον αποκαλεί ο Ακύλας, κατακλύζεται από τη θλίψη του ανέφικτου:
Έβλεπε καθαρά πως εκείνο που εκήρυξε, εκείνο που ονειρεύτηκε, η ανθρώπινη κοινωνία της Αγάπης, δεν είταν παρά λουλούδι της φαντασίας του που μάταια πάσκιζε να ρίξει τις ρίζες του στη ριχή ψυχή των ανθρώπων. Ό,τι εμάραινε το έργο του δεν ήταν τόσο η οργή των δυνατών. Όσο η αναξιότητα εκείνων που σπαταλούσε για χάρη τους την εξημμένη ψυχή του. Δε θα μπορούσε τάχα ποτέ να γλυτώσει ο άνθρωπος απ’ την κακία; Και το ιδανικό του αυτό, η προσπάθεια όλης της ζωής του, δεν είτανε παρά μια χίμαιρα έτοιμη να διαλυθεί μπροστά στα μάτια του όχλου, του όχλου αυτού που ονειρεύτηκε να λυτρώσει από τη δυστυχία που τον έτρωγε, από τον πόνο που τον κυβερνούσε; (σσ. 49-50)
Κατά τον Ακύλα, «το ανομολόγητο βασάνισμα της ψυχής» (σ. 22) του Ιησού το ένιωσε μονάχα ο Ιούδας. Ένας απλοϊκός παρεξηγημένος άνθρωπος, που η γνωριμία με τον Ναζωραίο έρχεται να τον τραντάξει συθέμελα, πιστεύει πως «είταν αδιάσπαστα ενωμένες οι ψυχές τους» (σ. 23), αναζητά τρόπο να πραγματώσει αυτήν την ταύτιση, την οποία καθιστά σκοπό της ζωής του και συλλαμβάνει την ιδέα να τον ακολουθήσει εκεί που οι άλλοι δεν θα μπορέσουν: στον θάνατο.
Βλέπουμε τους δύο να προχωρούν πλάι πλάι, παράλληλα, με βασανιστικούς ψυχικούς κραδασμούς, ο καθένας δοσμένος στο δικό του αδιέξοδο. Τη νύχτα πριν τη Δευτέρα των Σαββάτων είναι οι μόνοι που ξαγρυπνούν στο σπίτι του Λαζάρου.
Από την επόμενη μέρα ξεκινά η εβδομάδα, που μεταγενέστερα ονομάστηκε Μεγάλη. Από εδώ και στο εξής, ο Ιούδας, με τον νου στραμμένο σταθερά στον λόγο του Ιησού ότι, όποιος τον αγαπά, τον ακολουθεί, έχοντας πάρει την απόφασή του, και σε μια εναλλαγή διαύγειας και σύγχυσης, αναμετράται αδιάκοπα με τον εαυτό του. Προχωρεί στην ανόσια πράξη για να καταρρεύσει ύστερα εξουθενωμένος. Όταν ο Ιησούς οδηγείται μπροστά στον Πιλάτο, φωνάζει μαζί με τον όχλο: «Στάβρωσέ τον, στάβρωσέ τον» (σ. 81). Και όταν ο Πιλάτος ρωτά ποιον από τους δυο να αφήσει ελεύθερο:
«το Βαραββά, το Βαραββά», φώναξε κι ο Ιούδας και το ντελίριο σα να πλάτυνε τα μικρά του μάτια και το βλέμα του καρφώθηκε πύρινο στο ματωμένο μέτωπο του Ιησού. Κι έπειτα έγινε γλυκό, θωπευτικό αυτό το βλέμα. Πήρε σαν μια έκφραση υπέρτατης αθωότητας και τον αγκάλιασε με αγάπη, με αφωσίωση, με περιπάθεια τον Κύριό του. (σσ. 82)
Στο έργο επιβεβαιώνεται η θέση της γυναίκας, όπως την βλέπουμε σε όλη τη ροή του διηγήματος, δηλαδή, ως χαράς της ζωής:
«Οι απλοϊκές αστειότητες των μαθητών τον πειράζουν, και μόνο τα κρουστάλλινα γέλια των γυναικών είναι ικανά να ιλαρύνουν το κουρασμένο του πρόσωπο» (σ. 13). Κυρίως, όμως, ως στηρίγματος: η Μαρία, αδελφή του Λαζάρου, κρατά τον πρωταγωνιστικό ρόλο ανάμεσα στους ακόλουθους του Ιησού, όντας και ο μοναδικός άνθρωπος που κατανοεί και συμπαθεί τον Ιούδα, ενώ κάτω από τον σταυρό, «αδιάφορες για τη χλεύη όσων τις έβλεπαν, αδιάφορες για τα οργισμένα βλέματα των πρεσβύτερων και των γραμματέων, μονάχα οι γυναίκες τον πονούσαν και τον παραστεκόντουσαν στο μαρτυρικό θάνατό του. Μονάχα οι γυναίκες» (σ. 90).
Την ημέρα της Σταύρωσης ο Ακύλας τη νοεί ως ημέρα Κρίσης. Για τον λόγο αυτό, την ημέρα της Σταύρωσης αποτιμάται η αξία των υπόλοιπων μαθητών – που είναι απόντες: ο Ακύλας τους χρησιμοποιεί κατ’ ουσία για τις ανάγκες της πλοκής και σε μερικές περιπτώσεις για τη δημιουργία αντιστίξεων· ο Ιούδας τους θεωρεί ανάξιους του Ιησού. Πρωτίστως, όμως, την ημέρα της Σταύρωσης αναδεικνύεται ο αδικημένος και παραγνωρισμένος Ιούδας, που απεργάζεται, σκηνοθετεί και κατορθώνει αυτό που ποθούσε: να ενωθεί με τον Ιησού διά παντός. Χρησιμοποιεί τα τριάντα αργύρια για να δωροδοκήσει τους φρουρούς, προκειμένου να σταυρώσουν τον ίδιο δίπλα στον Ιησού, αντί για τον έναν από τους δύο ληστές.
Κι ο δωδέκατος μαθητής σταβρωμένος κοντά του, πρώτος αυτός τώρα και μόνος άξιος του Διδασκάλου του, βλέπει μέσα στις οπτασίες που τον κυκλώνουνε το τελευταίο βασάνισμα του Ιησού του. Και μέσα στην παθητική αλλοφροσύνη του νιώθει την ωδίνη Εκείνου να γίνεται ωδίνη του και την αγωνία του, αγωνία δική του. Καταλαβαίνει πως πλησιάζει το υπερούσιο τέλος του.
– Κύριε, του φωνάζει, πάρε με μαζί σου…
Ο Ιησούς έγειρε το κεφάλι.
Κι ο Ιούδας, στην υπέρτατη αυτή στιγμή της ζωής του, μέσα στην αναλαμπή μιας τελευταίας του έκστασης, ένιωσε καθαρά πως έγινεν εκείνος και πως εκείνος έγινεν αυτός.
Και ξεψύχισεν ο Ιούδας. (σσ. 90-91)
Όμως, ο Ακύλας δεν αρκείται στην εύκολη αυτή κάθαρση. Η παραίσθηση μέσα στην οποία κινείται ο δωδέκατος μαθητής διαχέεται στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου. Την Τετάρτη του Πάσχα, ένας άνθρωπος βρίσκεται απαγχονισμένος σε μια αγριελιά, και Οι τελευταίες μέρες του Ιούδα περατώνονται με τις φράσεις: «Κάποιος αναγνώρισε τον Βαραββά. Μα οι άλλοι, που βρέθηκαν εκεί και που έτυχε να ‘χουν πιστέψει στον Κύριο, επέμεναν πως είταν ο Ιούδας» (σ. 96).
Οι συγκυρίες της ζωής του Ακύλα, η μοναξιά της παιδικής και εφηβικής ηλικίας (ουσιαστικά χωρίς γονείς), η αρχική επαγγελματική ενασχόληση σε στρατιωτικούς κύκλους, δηλαδή σε ένα περιβάλλον χωρίς, φαντάζομαι, ιδιαίτερα πνευματικά ενδιαφέροντα, η πρώιμη παραίτησή του από τον συγκεκριμένο χώρο, προφανώς επειδή το κλίμα του ήταν ξένο, το γεγονός ότι δεν είχε αποκτήσει δική του οικογένεια (στα 42 του, μάλλον όψιμα, είναι μνηστευμένος) μαρτυρούν μια μοναχική ανθρώπινη διαδρομή.
Εξίσου μοναχικός εμφανίζεται και στη συγγραφική διαδρομή του. Πόρρω απέχει από το είδος των συστηματικών (ας πούμε των κατ’ επάγγελμα) συγγραφέων. Ουδέποτε υπήρξε συνεργάτης φιλολογικών/λογοτεχνικών περιοδικών, ουδέποτε το όνομά του συναντάται σε κάποια φιλολογική συζήτηση. Έγραφε αθόρυβα, με πολύ αργό ρυθμό και δεν ενδιαφερόταν ούτε για ταχεία δημοσίευση ούτε για πλούσια παραγωγή. Περιγράφεται ως σοβαρός και λιγόλογος και ήταν αναμφισβήτητα πολύ αγαπητός σε μια πλειάδα καταξιωμένων πνευματικών ανθρώπων.
Νομιμοποιούμαστε, επομένως, να κάνουμε λόγο για μια ελιτιστική ροπή (ο προσδιορισμός χρησιμοποιείται απαλλαγμένος από τη χροιά της υπεροψίας). Σεμνός και ταυτόχρονα υψηλόφρων, λοιπόν, ο Ακύλας εγκύπτει σε δυο εξίσου μοναχικές μορφές, που εκπροσωπούν τα δύο άκρα της ανθρώπινης φύσης.
Η εντελής ανθρώπινη φύση του Ιησού τού εμπνέει βαθύτατο σεβασμό, καθώς η ανιδιοτέλεια της προσφοράς, η γαλήνη της ψυχικής ικανοποίησης και η αυτοθυσία απηχούν προσωπικά πιστεύω του. Στους αντίποδες βρίσκεται η ταπεινότερη φύση του Ιούδα, η κατώτερη έκφανση της οποίας εκδηλώνεται στην ασταθή, αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά του πλήθους που προκαλεί απόγνωση στον Ιησού, απηχώντας και πάλι την άποψη του Ακύλα για τη δύναμη του κακού.
Η ελπίδα, όμως, δεν έχει χαθεί, επειδή ο Ακύλας πιστεύει στη δυνατότητα της υπέρβασης. Η ταύτιση του Ιούδα με τον Ιησού υποδεικνύει τη δυναμική της ανθρώπινης φύσης να εξυψωθεί, πόσο μάλλον όταν μπορεί να αξιοποιηθεί ακόμη και από έναν μη χαρισματικό άνθρωπο.
Πιστεύω ότι ο Ακύλας είχε πολύ δουλέψει τον «Ιούδα». Σε σημείο που, όσα ήθελε να πει, να βρίσκονται τόσο αφομοιωμένα μέσα στη διατύπωση, ώστε να κινδυνεύουν να μην είναι πια άμεσα διακριτά. Σε δεύτερη ανάγνωση, αντιλαμβάνεται κανείς πολλά που ακούσια αντιπαρήλθε στην πρώτη, ανάμεσά τους και την τελική ανατροπή, η οποία αρχίζει να διαφαίνεται αχνά κάπου στα μισά της αφήγησης, όταν υπαινικτικά καταλαβαίνουμε ότι έχει δρομολογηθεί η προδοσία.
Η αναφορά του Ακύλα σε συγκεκριμένα βιβλικά συμβάντα, κυρίως, όμως, η παράφραση άλλων, μαρτυρεί ότι είχε διαβάσει τα Ευαγγέλια. Ακόμη περισσότερο οι χρονικές αναφορές σε συγκεκριμένες ημέρες καθώς και η χρήση μάλλον άγνωστων τοπωνυμίων και όρων – π.χ., Εφραΐμ, Βηθφαγή, Καριώθ, Σαχερδίν – ή ονομάτων -π.χ., Σουζάνα και Ιωάννα -, φανερώνουν ότι επρόκειτο για μια ενδελεχή ανάγνωση.
Αφηγείται με λιτότητα τα τεκταινόμενα. Περιστατικά όπως το γεύμα στο σπίτι του Λάζαρου, το άλειμμα με το μύρο, η είσοδος στην Ιερουσαλήμ επί πώλου όνου, ο μυστικός δείπνος, αποδίδονται με τον τρόπο ενός απλού αφηγήματος που αφορά έναν απλό άνθρωπο, χωρίς ίχνος μεταφυσικής ή μυθοποίησης.
Οι φυσικές περιγραφές είναι λιγοστές και συνάδουν με/ή τονίζουν την περίσταση ή την εσωτερική κατάσταση των δύο πρωταγωνιστών. Ο Ακύλας εστιάζει κυρίως στα πρόσωπα και τις εκφράσεις τους, δηλωτικές σκέψεων, διαθέσεων και συναισθημάτων. Παράλληλα, χάρη στην επιλογή των κατάλληλων λέξεων, οι άνθρωποι ιχνογραφούνται και μέσα από τον τρόπο της προφορικής τους έκφρασης. Αρκετές γλωσσικές και ορθογραφικές ακρότητες (π.χ., μάγιο, βάθια, έχτρα, συλογή, κίντυνος, χαροπό, συλάβουν), συνήθεις σε κείμενα της εποχής, δίνουν σήμερα μια αίσθηση παραφωνίας στο κατά τα άλλα ρέον κείμενο.
Οι τελευταίες μέρες του Ιούδα πέρασαν απαρατήρητες από την κριτική. Μονάχα μία δημοσίευση εντοπίστηκε, της άγνωστης Μαρίας Αργυροπούλου, για την οποία βρήκα ελάχιστα στοιχεία, που συμπλήρωσε – και τον ευχαριστώ – ο κ. Λάμπρος Βαρελάς. Η δημοσίευση έγινε στη Νέα Εστία το 1934 και είναι αρκετά ενδιαφέρουσα και διεισδυτική. Δεν θα αναφερθώ σ’ αυτήν. Θα μεταφέρω μονάχα όσα αφηγήθηκε ο Μαγκλής (ενθυμούμενος τον Ακύλα, στα 1945, επίσης στη Νέα Εστία):
Βαρέθηκα να τους ακούω και πήγα στην άλλη κάμαρη: πάνω στο τραπέζι είδα ένα βιβλιαράκι: Μιχαήλ Ακύλα: Οι τελευταίες μέρες του Ιούδα, το πήρα, το άνοιξα λίγο ανόρεχτα με βαρυεστημάρα ίσως, ταυτόχρονα με κάποιαν περιέργεια.
Αμέσως η γλώσσα του μούκανε μεγάλη εντύπωση. Ήτανε στρωτή, τέλεια δημοτική, ποιητική σχεδόν, ανάερη. Ύστερα το θέμα του με συνάρπασε, η δύναμη της πρωτότυπης ιδέας, της σύλληψης, της πλοκής. (Συγχωρείστε με, είναι έντεκα τόσα χρόνια από τότε και δε θυμούμαι καλά).
Πετάχτηκα απάνω γιομάτος χαρά κ’ ενθουσιασμό και πήγα στο διπλανό δωμάτιο κρατώντας το βιβλιαράκι στο χέρι.
– Κύριοι, είπα, αντί να συζητάτε καλύτερα θάταν ένας από σας να διάβαζε αυτό το βιβλιαράκι και οι άλλοι ν’ ακούγατε. Είναι ένα αριστούργημα, ένα μικρό ελληνικό αριστούργημα που πρέπει όλοι μας να διαβάσουμε.[8]
Κλείνοντας, δεν μπορώ να μη σημειώσω τη σύμπτωση: πέρασμα στη δικαίωση αποτελεί η σταύρωση στην Ιερουσαλήμ με την επίκληση του Ιούδα «Κύριε, πάρε με μαζί σου». Πέρασμα στη δικαίωση αποτελεί και η εκτέλεση στην Καισαριανή με την κραυγή «Ζήτω η Ελλάς». Και, επιπλέον για τον Μιχαήλ Ακύλα, συνιστά σφραγίδα υστεροφημίας.
Υποσημειώσεις
[1] Ιωάννα Τσάτσου, Φύλλα Κατοχής, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 31976, σ. 44.
[2] Γιώργος Θεοτοκάς, Τετράδια Ημερολογίου 1939-1953, πρόλ. Μαρκ Μαζάουερ, εισ. – επιμ. Δημήτρης Τιόβας, Βιβλιοπωλείον της Εστίας,⁴ 2005, σ. 353.
[3] Γιώργος Σεφέρης Μέρες Δ’. 1 Γενάρη 1941-31 Δεκέμβρη 1944 ,Ίκαρος, 1977, σσ. 215-216.
[4] Εφημερίδα Μάχη, 13.06.1943.
[5] Στράτης Μυριβήλης, Καλλιτεχνική Ελλάδα, τχ. 1-2-3, Γενάρης-Φλεβάρης-Μάρτης 1945, σ. 57.
[6] 1934. Προϊστορία ή Καταγωγή του Ανδρέα Εμπειρίκου, επιμ. Γιώργης Γιατρομανωλάκης, Άγρα, 2014, σσ. 168-169.
[7] Μιχαήλ Ακύλα, Οι τελευταίες μέρες του Ιούδα. Διήγημα, Τυπογραφείο Γεω. Η. Καλέργη, 1934, σ. 8. Οι παραπομπές εφεξής θα γίνονται παρένθετες στο κείμενο και αφορούν αυτήν την έκδοση.
[8] Γιάννης Μαγκλής, «Μιχάλης Ακύλας», Νέα Εστία, τ. 37, τχ. 429, 1 Μαΐου 1945, σ. 281.
*Αννίτα Π. Παναρέτου – Συγγραφέας
«…και Θεός ην ο Λόγος». Η διασταύρωση της θρησκείας με τη λογοτεχνία – Πρακτικά Επιστημονικού Συνεδρίου, 18-19 Νοεμβρίου 2022. Τμήμα Φιλολογίας | Τομέας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής Φιλολογίας | Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Ιωάννινα 2023.
Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που συνοδεύουν το κείμενο οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.
* Η Αννίτα Παναρέτου γεννήθηκε το 1958 στην Αθήνα. Σπούδασε στο ΕΚΠΑ Αγγλική και στη συνέχεια Ελληνική Φιλολογία. Έλαβε το διδακτορικό της δίπλωμα από το Πανεπιστήμιο της Κρήτης. Έχει ασχοληθεί με την έρευνα και τη μελέτη θεμάτων και προσώπων της ελληνικής λογοτεχνίας – κυριότατα με την ταξιδιωτική πεζογραφία, που αποτέλεσε επί σειρά ετών το επιστημονικό της αντικείμενο -, καθώς και με μεταφράσεις.