Quantcast
Channel: Ιστορία – ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΑΡΧΕΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Viewing all articles
Browse latest Browse all 635

Χωροφυλακή και Αστυνομία – Ιστορία και Εξέλιξη, 1821-1940

$
0
0

Χωροφυλακή και Αστυνομία – Ιστορία και Εξέλιξη, 1821-1940 – Νικόλαος Α. Αναστασόπουλος – Επίκουρος Καθηγητής, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων


 

Χωρίς αμφιβολία, το παραβατικό φαινόμενο της ληστείας κυριάρχησε από την ίδρυση του ελληνικού κράτους έως περίπου τη δεκαετία του 1930, επηρεάζοντας καθοριστικά την εύρυθμη λειτουργία του δημόσιου βίου.[1] Παράλληλα, η πολιτική και η οικονομική αστάθεια, η οποία έπληξε τον ελληνικό πληθυσμό καθ’ όλον τον 19ο αιώνα και ο παραγκωνισμός των αγωνιστών της Επανάστασης του 1821 ενίσχυσαν τη δημιουργία επαναστατικών ληστανταρτικών ομάδων στις ορεινές, κυρίως, περιοχές.[2] Ομοίως, το αγροτικό ζήτημα, καθ’ όλον τον 19ο αιώνα αποτελούσε σημαντική αιτία δυσαρέσκειας για τον αγροτοποιμενικό πληθυσμό με αποτέλεσμα τη δημιουργία εργασιακών και οικονομικών, γενικότερα, προβλημάτων.[3]

Σε αυτό, λοιπόν, το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο, πρωταρχικό μέλημα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους από την εποχή του Καποδίστρια ήταν η διαμόρφωση των στοιχειωδών μηχανισμών ελέγχου και καταστολής. Άλλωστε, η οργάνωση του κρατικού μηχανισμού δεχόταν μια διαρκή αμφισβήτηση, καθώς ομάδες ένοπλων «παραπονούμενων» πολιτών, κυρίως στην αγροτική ενδοχώρα, πραγματοποιούσαν ληστείες ή κάποιες φορές και γενικευμένες τοπικές εξεγέρσεις.[4] Συνεπώς, καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, οι κυβερνήσεις ανέπτυξαν μια διαρκή κατασταλτική πολιτική, η οποία εκδηλώθηκε με τη χρησιμοποίηση διωκτικών αρχών, δηλαδή τη δράση του στρατού, των μεταβατικών αποσπασμάτων, της Οροφυλακής, της Αστυνομίας και της Χωροφυλακής.[5]

Προσεγγίζοντας αυτά τα σώματα ασφαλείας και ανιχνεύοντας τις στοχεύσεις τους, η απαρχή οργάνωσης της Αστυνομίας εντοπίζεται αμέσως μετά την κήρυξη της Επανάστασης του 1821 με κύριο στόχο την τήρηση της έννομης τάξης και της ασφάλειας. Επισημαίνεται ότι από τη στιγμή αυτή και εξής εξελίσσεται η διαδοχική και σταθερή συγκρότηση ή ενίοτε και ο μετασχηματισμός των συγκεκριμένων σωμάτων, καθ’ όλον τον 19ο αιώνα, διακρίνοντας από πλευράς κράτους την αποφασιστική θέληση για εδραίωση των διωκτικών αρχών.

Προσωπογραφία του Αναστασίου Τσαμαδού, ελαιογραφία σε μουσαμά του Διονυσίου Τσόκου, 1860. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.

Έτσι, τον Μάιο του 1821 η Πελοποννησιακή Γερουσία ανέθεσε στους τοπικούς εφόρους των επαρχιών της αστυνομικά καθήκοντα και τους παραχώρησε το δικαίωμα της εκδίκασης και της τιμωρίας πταισματικών ποινικών παραβάσεων. Ταυτόχρονα, ο Άρειος Πάγος, τον Νοέμβριο του 1821 εγκατέστησε σε όλες τις επαρχίες της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδας τους «προεστώτες» με καθήκοντα ευρείας αστυνομικής εξουσίας, ενώ ανάλογες αρμοδιότητες, την ίδια περίοδο, δόθηκαν και από τον οργανισμό της Δυτικής Χέρσου Ελλάδας στους εφόρους των επαρχιών.[6] Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, παρουσιάζει, κατά τον πρώτο χρόνο της Επανάστασης και η σύσταση της Αστυνομίας της Ύδρας, μετά από πρωτοβουλία των καραβοκύρηδων του νησιού και ανάλογη εισήγηση του Αναστάσιου Τσαμαδού. Το συγκεκριμένο αστυνομικό σώμα, πέραν των γενικών καθηκόντων ασφάλειας, διέθετε και τομέα αντικατασκοπείας, το οποίο στόχευε στην παρακολούθηση των ξένων που έφθαναν στο νησί.[7]

Ακολούθως, η Α’ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, τον Ιανουάριο του 1822, σύστησε ειδικό Υπουργείο, το Μινιστέριο της Αστυνομίας με σκοπό τη διαφύλαξη της τάξης και της ασφάλειας του επαναστατημένου ή απελεύθερου τόπου και κατ’ αναλογία διόρισε σε κάθε επαρχία ειδικό υπάλληλο για την εμπέδωση της δημόσιας τάξης, τον λεγόμενο «αστυνόμο».[8]

Μεταξάς Π. Ανδρέας

Πρώτος μινίστρος της Αστυνομίας το 1822 διετέλεσε ο Λάμπρος Νάκος από τη Λειβαδιά και στη συνέχεια το 1823 τα ίδια καθήκοντα, μετά τη Β’ Εθνοσυνέλευση του Άστρους, ανέλαβαν διαδοχικά ο Ανδρέας Μεταξάς, ο Γεώργιος Αινιάν και ο Γρηγόριος Δικαίος (Παπαφλέσσας).[9] Στις 24 Σεπτεμβρίου του 1825 ο υπουργός Αστυνομίας Δημήτριος Δεσύλλας εξέδωσε διαταγή ορίζοντας με σαφήνεια τα καθήκοντα των γενικών αστυνόμων.[10]

Στην πράξη, όμως, το πρώτο συγκροτημένο σώμα ασφάλειας του ελληνικού κράτους ήταν η Πολιταρχία, η οποία ιδρύθηκε το 1829 από τον κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, αποτελούμενη, επί της ουσίας, από πρώην πολεμιστές της Επανάστασης και ατάκτους του Αγώνα.[11] Στα στελέχη του σώματος παραχωρήθηκαν αστυνομικά καθήκοντα, τα οποία αφαιρέθηκαν από τις δημογεροντίες, που διέθεταν, έως τότε, τη σχετική εποπτεία. Η Πολιταρχία εγκαθιδρύθηκε στην Πάτρα, την Τρίπολη, τη Σύρο και βεβαίως στην πρωτεύουσα το Ναύπλιο, στο οποίο τοποθετήθηκαν τέσσερις Δωδεκαρχίες, αποτελούμενες από οκτώ Εξαρχίες των σαράντα οκτώ ανδρών.[12] Η Πολιταρχία της πρωτεύουσας διοικούνταν από τον Ιταλό φιλέλληνα συνταγματάρχη Βικέντιο Πίζα, ενώ με ενέργειες του Καποδίστρια ο στρατηγός Ιωάννης Μακρυγιάννης είχε οριστεί «γενικός αρχηγός της Εκτελεστικής Δυνάμεως Πελοποννήσου».[13]

Έτσι, στον τομέα της γενικής εσωτερικής διοίκησης, δημοσιεύθηκε στις 29 Δεκεμβρίου του 1829 ο «Κανονισμός της Αστυνομίας και των καθηκόντων αυτής», με τον οποίο τέθηκαν οι βάσεις της οργάνωσης των σωμάτων ασφαλείας, στα οποία παραχωρήθηκαν και αρμοδιότητες δικαστικής αστυνομίας.[14] Στις αρμοδιότητες του νέου σώματος, ασφαλώς, αντανακλώνται οι αναγκαίες προτεραιότητες της κυβέρνησης Καποδίστρια σε κοινωνικοπολιτικό επίπεδο αφού, μεταξύ άλλων, στα αστυνομικά καθήκοντα περιλαμβάνονταν η επίβλεψη των ξένων και των εξ άλλων επαρχιών εισερχομένων σε κάθε περιφέρεια, η επίβλεψη ως προς τη χρήση των όπλων καθώς και η απαγόρευση των μυστικών ενώσεων και συνάξεων.[15] Σε κάθε περίπτωση, από τη γενική θεώρηση της καποδιστριακής νομοθεσίας διακρίνονται οι πολύπτυχες δικαιοδοσίες που παραχωρήθηκαν στο νέο σώμα, όπως η ιδιότητα των ανακριτικών υπαλλήλων στους αστυνομικούς. Πράγμα, το οποίο γεννά ερωτηματικά για τις προθέσεις του Καποδίστρια σχετικά με την πολιτική εκμετάλλευση της Πολιταρχίας και τη χρησιμοποίησή της έναντι των πολιτικών του αντιπάλων.[16]

Μετά τη σύσταση του ελληνικού κράτους, κύριος στόχος της κατασταλτικής πολιτικής ήταν η καθιέρωση της εσωτερικής ασφάλειας. Για τον σκοπό αυτό, ιδρύθηκε η Χωροφυλακή,[17] την 3η Ιουνίου του 1833, με το Βασιλικό Διάταγμα της Αντιβασιλείας του Όθωνα, «Περί σχηματισμού Χωροφυλακής», το οποίο προέβλεπε πως σκοπός του σώματος ήταν «…να στερεώση και να διαφυλάττη την κοινήν ασφάλειαν επιτηρούσα με άγρυπνον όμμα εις το να προλαμβάνηται πάσα διατάραξις της κοινής ησυχίας, και να εμποδίζηται πάσα εγκληματική επιχείρησις…».[18]

Ο τρόπος σύστασης και οργάνωσης της Χωροφυλακής βασίστηκε στα αντίστοιχα δεδομένα της Γαλλίας, στην οποία το αντίστοιχο σώμα είχε συσταθεί με σκοπό τη διατήρηση της τάξης και την καταπίεση των εξεγέρσεων στο Παρίσι το 1667.[19]

 

Έφιπποι και πεζοί χωροφύλακες και ναύτες στη Χαλκίδα (1835), κατά τα πρώτα έτη της βασιλείας του Όθωνα. Υδατογραφία του Βαυαρού λοχαγού του Βαυαρικού Εκστρατευτικού Σώματος και κατόπιν του Ελληνικού Στρατού, Ludwig Köllnberger.

 

Με την επιλογή της ονομασίας Χωροφυλακή (δηλαδή ετυμολογικά Χωροφυλακή: φύλαξη του χώρου και χωροφύλακες: φύλακες του χώρου) οι ιδρυτές της ήθελαν να τονίσουν την ευρύτητα της αποστολής της. Άλλωστε, το αρχικό πολυπληθές διοικητικό σχεδιάγραμμα στελέχωσης, σε ένα κράτος 800.000 κατοίκων, δεικνύει αυτήν τη στόχευση καθώς στελεχώθηκε με 1.200 (1.059) άνδρες, δηλαδή: έναν αρχηγό, 10 μοιράρχους, 24 υπομοιράρχους, έναν καταλυματία, 103 ενωμοτάρχες, 120 έφιππους χωροφύλακες και 800 πεζούς.[20]

Η Χωροφυλακή υπήχθη στη Γραμματεία των Στρατιωτικών και αποτελούσε βοηθητικό κλάδο του τακτικού στρατού, στου οποίου τον κανονισμό υπάκουε.[21] Άλλωστε και η Σχολή της Χωροφυλακής, η οποία ιδρύθηκε το 1861, αποτελούσε τμήμα του υπουργείου Στρατιωτικών και η εκπαίδευση του προσωπικού της γινόταν σε εγκαταστάσεις του στρατού.

Αναμφισβήτητα, η Χωροφυλακή συστάθηκε με σκοπό να εξομαλυνθούν οι αντιδράσεις των ατάκτων, καθώς η Αντιβασιλεία με το Βασιλικό Διάταγμα της 2/14 Μαρτίου του 1833 «Περί διαλύσεως των ατάκτων στρατευμάτων» διέλυσε τον έως τότε άτακτο στρατό και επανασύστησε νέο τακτικό στρατό. Έτσι, η Αντιβασιλεία προσπάθησε να περιορίσει τις ανεξέλεγκτες ένοπλες ομάδες των στρατιωτικών της Επανάστασης, που διέθεταν ισχυρό οπλισμό, με στόχο την εμπέδωση της δημόσιας τάξης.[22] Στρατηγοί, όπως οι Κωνσταντίνος Βλαχόπουλος, Μήτρος Δεληγιώργης, Αντώνης Μαυρομιχάλης, Μιχαήλ Σισίνης, Νικόλαος Πετμεζάς και Ιωάννης Βλέντζας κατατάχθηκαν στη Χωροφυλακή με τον βαθμό του μοιράρχου.[23]

Πάντως, η ίδρυση της Χωροφυλακής δεν αντιμετώπισε το ζήτημα της εργασιακής αποκατάστασης των αγωνιστών, καθώς οι περισσότεροι από αυτούς παρέμεναν στο όριο μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας και αναζητούσαν διέξοδο στις πρακτικές της κλεφταρματολίτικης παράδοσης που υποδαύλιζαν τη ληστεία.[24] Είναι χαρακτηριστικό ότι η ισχυρή ανυπακοή των αγωνιστών της Επανάστασης και η καχυποψία προς το νέο σώμα της Χωροφυλακής οδήγησε στην αρχική υποστελέχωσή του, με αποτέλεσμα έναν χρόνο μετά την ίδρυσή του να διαθέτει μόνον 400 άνδρες.[25] Βέβαια, στην πορεία του χρόνου, κατά τον 19ο αιώνα, η Χωροφυλακή εξελίχθηκε σε ένα σώμα με μεγάλη ποσοτική δύναμη ανδρών, καθώς περί τα τέλη του αιώνα ο αριθμός του προσωπικού της ήταν κατά 50% μεγαλύτερος ακόμα και από αυτόν του αντίστοιχου σώματος της Αγγλίας.[26]

Ωστόσο, η συχνή εκδήλωση παραβατικών συμπεριφορών και ειδικότερα ληστρικών κρουσμάτων, κυρίως στις μεθόριες περιοχές, οδήγησε τον κρατικό μηχανισμό στην οργάνωση, κατά την περίοδο από το 1838 έως το 1854, της «Οροφυλακής», ενός είδους, δηλαδή, Ελαφρού Πεζικού, το οποίο ενεργούσε παράλληλα με τη Χωροφυλακή.[27] Η Οροφυλακή ήταν ένα σώμα το οποίο απαρτιζόταν από οκτώ Ελαφρά Τάγματα στις συνοριακές περιοχές με τα οθωμανικά εδάφη, στις οποίες σημειώνονταν επιθέσεις ληστών.[28] Παρά την αυστηροποίηση, πάντως, του θεσμικού πλαισίου, οι παραβατικές συμπεριφορές και οι επαναστατικές ομάδες δεν περιορίστηκαν και η δράση των Μεταβατικών Αποσπασμάτων της Χωροφυλακής και των Οροφυλάκων δεν ικανοποίησαν τις προσδοκίες των κρατικών Αρχών.

Σε ένα παράλληλο επίπεδο, τα γεγονότα της έξωσης και της κατάργησης της βασιλείας του Όθωνα το 1862 επηρέασαν τη λειτουργία του Χωροφυλακής, αφού αποτελούσε το προνομιούχο σώμα της βαυαρικής κυβέρνησης. Έτσι, με τη μεταπολίτευση, αναπόφευκτη ήταν η στοχοποίηση της Χωροφυλακής και η επακόλουθη κατάργηση του Αρχηγείου της από τους Επαναστάτες.[29] Μάλιστα, στην Αθήνα ξεκίνησαν προκαταρκτικές ενέργειες για την απομάκρυνση του Σώματος από την πρωτεύουσα. Ωστόσο, το τεταμένο πολιτικό κλίμα αναρχίας και η ένταση του ληστρικού φαινομένου, συνδεδεμένα με τις επικρατούσες κοινωνικές παραμέτρους, τόνισαν την αναγκαιότητα της Χωροφυλακής με αποτέλεσμα την υπογραφή του διατάγματος της 22ας Νοεμβρίου του 1863 από τον πρωθυπουργό Αλέξανδρο Κουμουνδούρο για επανασύσταση του Αρχηγείου της Χωροφυλακής.[30] Μάλιστα, είκοσι χρόνια αργότερα, το 1893, με τον νόμο ΒΡΠΗ΄, η Χωροφυλακή επιφορτίστηκε και με την άσκηση αστυνόμευσης της υπαίθρου, την οποία προηγουμένως διαχειρίζονταν οι δήμοι.

Τομή στην ιστορία της Χωροφυλακής αλλά και της αστυνόμευσης της χώρας αποτέλεσε ο Νόμος ΓΡΞΕ΄ του 1906 «Περί Αστυνομίας του Κράτους» σύμφωνα με τον οποίο η Χωροφυλακή ανέλαβε την άσκηση της Αστυνομίας σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια, στο πλαίσιο, βέβαια, των γενικότερων μεταβολών που συντελέσθηκαν την εποχή εκείνη μετά τον ατυχή πόλεμο του 1897.[31]

 

Έλληνες χωροφύλακες στην αρχή του 20ου αιώνα. Εκδ. Αφών Γ. Ασπιώτη, Κέρκυρα.

 

Ο θεωρητικός της Χωροφυλακής εκείνης της περιόδου μοίραρχος Νικόλαος Τρουπάκης εισήγαγε στο Σώμα νέες επιστημονικοτεχνικές μεθόδους δίωξης του εγκλήματος, όπως τις εργαστηριακές και χημικές εξετάσεις για την έρευνα των πειστηρίων.[32] Ταυτόχρονα, με τον ίδιο νόμο αυξήθηκε σημαντικά και η δύναμη της Χωροφυλακής καθώς επίσης καινοτομία αποτέλεσε η κατάργηση των Μοιραρχιών, των Υπομοιραρχιών και των Ενωμοτιών και η αντικατάστασή τους αντίστοιχα από τις Διευθύνσεις Αστυνομίας, Υποδιευθύνσεις Αστυνομίας και τους Σταθμούς Χωροφυλακής. Στον τομέα της εκπαίδευσης το ίδιο έτος συστάθηκε στην Αθήνα το «Σχολείον των οπλιτών της Χωροφυλακής», το οποίο είχε επιμορφωτικό και εκπαιδευτικό χαρακτήρα για τους υπαξιωματικούς και τους χωροφύλακες, ενώ, επί της ουσίας, για τους αξιωματικούς ο νόμος ΓΦΟΘ΄ του 1910 «Περί μορφώσεως των Αξιωματικών της Χωροφυλακής» έθεσε τα θεμέλια της σύγχρονης εκπαίδευσης.[33] Αξίζει να επισημανθεί ότι για όλες αυτές τις διεργασίες αφ’ ενός για την καθιέρωση της γενικής αστυνόμευσης από τη Χωροφυλακή και αφ’ ετέρου για την αναδιοργάνωσή της, καθοριστική υπήρξε η συμβολή στελεχών της, όπως του Νικόλαου Τρουπάκη, του Παύλου Ραζέλου, του Σπύρου Σπυρομήλιου, του Αθανασίου Λελούδα, του Εμμανουήλ Ζυμβρακάκη και του Ιωάννη Μαρούδα.[34]

 

Τμήμα Χωροφυλακής με επικεφαλής τον τότε Υπομοίραρχο Μανωλκίδη κατά την είσοδο στην απελευθερούμενη Θεσσαλονίκη, πίνακας Χωροφ Δ. Ζαβερδινού από ιστορική φωτογραφία.

 

Κατά τα άλλα, το ανθρώπινο δυναμικό της Χωροφυλακής ενισχύθηκε σημαντικά μετά τη συγχώνευση με την Κρητική Χωροφυλακή, όταν ενσωματώθηκε η Κρήτη με την Ελλάδα την 1η Δεκεμβρίου του 1913. Ιδρυθείσα το 1899 η Κρητική Χωροφυλακή διακρινόταν για την καλή της οργάνωση, ενώ χρησιμοποιήθηκε κατ’ εξοχήν για την ασφάλεια στη Θεσσαλονίκη μετά τους Βαλκανικούς πολέμους και ευρύτερα σε στρατιωτικό επίπεδο την ίδια περίοδο.[35] Άλλωστε, σε ένα γενικότερο επίπεδο, η Χωροφυλακή υπαγόμενη στο υπουργείο Στρατιωτικών, κατά τον 19ο αιώνα, διατηρούσε τη στρατιωτική της δομή και πολλοί χωροφύλακες, εξοικειωμένοι με επιχειρήσεις στις ορεινές περιοχές, συνδέθηκαν με την αλυτρωτική πολιτική,[36] καθώς περνούσαν τα σύνορα και συνέβαλαν σε επαναστατικά κινήματα. Βεβαίως, άνδρες της Χωροφυλακής πολέμησαν κατά την Κρητική Επανάσταση, κατά τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, τον Μακεδονικό Αγώνα, τους Βαλκανικούς πολέμους και στη Μικρασιατική Εκστρατεία.[37]

 

Άνδρες της Κρητικής Χωροφυλακής που συμμετέχουν ενεργά στην απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης το 1913 λίγο πριν ενσωματωθούν στο κυρίως Σώμα της Χωροφυλακής.

 

Στις αρχές, πάντως, του 20ού αιώνα η ένταση και η έκταση των φαινομένων ποινικής παραβατικότητας οδήγησαν τις Αρχές σε αναδιοργάνωση της Χωροφυλακής και σε αναζήτηση νέων πρακτικών και μεθόδων για την αστυνόμευση.[38] Μάλιστα, μετά την επιστράτευση του 1915 και τα πολιτικοστρατιωτικά γεγονότα που ακολούθησαν, η Χωροφυλακή αναμείχθηκε στρατιωτικά και δεν απέφυγε ούτε τη φθορά ούτε και τη μείωση της επιρροής ως προς τη διαφύλαξη της δημόσιας ασφάλειας.[39] Έτσι, σε οργανωτικό επίπεδο συγκροτήθηκε νέος οργανισμός για τη Χωροφυλακή με τον σχετικό νόμο «Περί Οργανισμού της Χωροφυλακής» το 1918.[40] Ακολούθως, ο Ελευθέριος Βενιζέλος κάλεσε το 1919 μια ειδική οργανωτική αστυνομική αποστολή από τη Βρετανία για να μεταφέρει τεχνογνωσία και να εισηγηθεί τη δημιουργία ενός νέου αστυνομικού σώματος, το οποίο θα ήταν απαλλαγμένο από τα στρατιωτικά χαρακτηριστικά της Χωροφυλακής και θα ήταν οργανωμένο στη βάση σύγχρονων κανόνων κατά τα δυτικά πρότυπα. Έτσι, ο επικεφαλής της βρετανικής αποστολής σερ Φρέντερικ Χάλλιντευ εισηγήθηκε στον Ελευθέριο Βενιζέλο τη σύσταση ενός νέου αστυνομικού σώματος που θα εκτελούσε τα αστυνομικά του καθήκοντα σε ορισμένες από τις μεγαλύτερες πόλεις της Ελλάδας.[41]

Πράγματι, με τον Νόμο 2461/25.7.1920 «Σύστασις της Αστυνομίας Πόλεων» ιδρύθηκε το Σώμα της Αστυνομίας Πόλεων, μετά από εισήγηση του υπουργού Εσωτερικών Κωνσταντίνου Ρακτιβάν, ο οποίος τόνισε την αναγκαιότητα ίδρυσης του νέου Σώματος ιδιαίτερα στις πόλεις.[42]

 

Κωνσταντίνος Ρακτιβάν (1865-1935). Υπουργός δικαιοσύνης και εσωτερικών στις κυβερνήσεις του Ελευθέριου Βενιζέλου.

 

Η Αστυνομία Πόλεων λειτούργησε, αρχικά, από το 1921 στην Κέρκυρα, στην οποία ιδρύθηκε και η πρώτη Αστυνομική Σχολή του Σώματος. Θα έλεγε κανείς ότι η επιλογή της Κέρκυρας τόσο από την ελληνική κυβέρνηση όσο και από την αγγλική οργανωτική αποστολή οφειλόταν στο γεγονός ότι το νησί αποτελούσε μία γόνιμη για τους σκοπούς της Αστυνομίας Πόλεων περιοχή, καθώς ήταν τουριστικό κέντρο και γειτνίαζε περισσότερο με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης.[43] Έκτοτε, η Αστυνομία Πόλεων με αρχηγό τον ιδρυτή της, επί της ουσίας, σερ Φρέντερικ Χάλλιντευ εγκαταστάθηκε στα δύο μεγάλα λιμάνια της χώρας, δηλαδή, την πόλη των Πατρών το 1922 και τον Πειραιά το 1923 και ακολούθως στην πρωτεύουσα Αθήνα το 1925.[44] Αξίζει να επισημανθεί ότι στη Θεσσαλονίκη παρέμεινε για την αστυνόμευση η Χωροφυλακή με το αιτιολογικό της αναγκαιότητας της στρατιωτικής υπόστασης της Χωροφυλακής για τις περιοχές της βόρειας Ελλάδας.

 

Σχολή Αξιωματικών Χωροφυλακής, 1936. Πηγή: Πανελλήνιος Ομοσπονδία Αποστράτων Σωμάτων Ασφαλείας.

 

Η Αστυνομία Πόλεων κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου αριθμούσε Σώμα 12.000, περίπου, ατόμων, το οποίο ήταν σαφώς μικρότερο από αυτό της Χωροφυλακής. Είναι αυτονόητο, ότι τα πρώτα στελέχη της Αστυνομίας Πόλεων προέρχονταν μέσω μετατάξεων από επίλεκτο προσωπικό της Χωροφυλακής. Σχετικά με τις αρμοδιότητες της νέας Αστυνομίας στις τέσσερις μεγάλες πόλεις της χώρας πρέπει να σημειώσουμε ότι από το 1926 ανατέθηκε στο Σώμα η άσκηση των αγορανομικών καθηκόντων και της τροχαίας, ενώ εντάχθηκε και στην εφαρμογή του νόμου 4229 του 1929, δηλαδή του Ιδιωνύμου.[45]

 

Το επιτελείο της Αστυνομικής Διευθύνσεως Κέρκυρας, κατά τον Ελληνοιταλικό πόλεμο, μέσα σε σήραγγα του Ν. Φρουρίου, όπου είχαν μεταφερθεί τα γραφεία λόγω των συνεχών βομβαρδισμών. Πηγή: Περιοδικό «Αστυνομική Ανασκόπηση».

 

Πρωταγωνιστική είναι η δράση της Αστυνομίας Πόλεων και κατά την έναρξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου το 1940, καθώς η Αστυνομία Αθηνών επιφορτίστηκε με ζητήματα που αφορούσαν τη σύλληψη υπηκόων ξένων χωρών αλλά και την εκτέλεση των σχεδίων επιστράτευσης. Πρέπει να τονισθεί ιδιαιτέρως η συμβολή των αστυνομικών υπαλλήλων στην απόκρυψη και φυγάδευση Άγγλων στρατιωτών και Νεοζηλανδών καθώς επίσης και στη διάσωση μελών της εβραϊκής παροικίας, καθώς οι αστυνομικές υπηρεσίες των Αθηνών χορήγησαν χιλιάδες πλαστά δελτία ταυτότητας σε Εβραίους με αποτέλεσμα τη διάσωσή τους.[46] Από την άλλη πλευρά, στο επιχειρησιακό πεδίο, περισσότερο, και το Σώμα της Χωροφυλακής με το ξέσπασμα του πολέμου το 1940 εντάχθηκε, ως πολεμικό σώμα, στις στρατιωτικές δυνάμεις. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση που χωροφύλακες και υπαξιωματικοί των παραμεθορίων σταθμών Χωροφυλακής Ηπείρου και Μακεδονίας πολέμησαν κατά μήκος της συνοριακής γραμμής.[47]

 

Τμήμα Χωροφυλακής προ του Μητροπολιτικού Ναού των Αθηνών, αποδίδει τιμές κατά την Εθνική Εορτή της 25ης Μαρτίου 1945, αμέσως μετά την απελευθέρωση.

 

Βεβαίως, τόσο η Χωροφυλακή όσο και η Αστυνομία Πόλεων ήταν σώματα αυτόνομα με δικό τους αρχηγό, διατηρούσαν μια ανταγωνιστική τακτική και υπάγονταν στο υπουργείο Δημόσιας Τάξης. Ωστόσο, όλοι γνωρίζουμε ότι το 1984 με απόφαση της κυβέρνησης αποφασίστηκε η ένωση των δύο Σωμάτων στο γνωστό, δηλαδή, σημερινό Σώμα της Ελληνικής Αστυνομίας.[48]

 

Υποσημειώσεις


[1] Νικόλαος Α. Αναστασόπουλος, Η ληστεία στο ελληνικό κράτος (μέσα 19ου-αρχές 20ού αι.) (Αθήνα: Εστία, 2018)· Ιωάννης Σ. Κολιόπουλος, Η ληστεία στην Ελλάδα (19ος αι.): περί λύχνων αφάς (Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής, 1996)· Νίκος Θεοτοκάς και Νίκος Κοταρίδης, Η οικονομία της βίας, Παραδοσιακές και νεωτερικές εξουσίες στην Ελλάδα του 19ου αιώνα (Αθήνα: Βιβλιόραμα, 2006)· Διονύσης Τζάκης, «Ένοπλοι στην ελληνοτουρκική μεθόριο στα μέσα του 19ου αιώνα. Τα όρια των αρματολικιών και τα σύνορα των κρατών», Δοκιμές 4 (1996), 8-37.

[2] Αναστασόπουλος, Η ληστεία στο ελληνικό κράτος, 54-60· Γιάννης Κολιόπουλος, «Ληστές και λησταντάρτες στην κεντρική Ελλάδα το 1835-1836», Μνήμων 7 (1979), 118-134· Βασίλης Κ. Γούναρης, Δεν είν’ ο περσινός καιρός… Έλληνες Κλεφταρματολοί και Αλβανοί στασιαστές (1829-1831) (Αθήνα: Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, 2019)· Νίκος Θεοτοκάς και Νίκος Κοταρίδης, Η οικονομία της βίας, 75-77· Κώστας Κόμης, Σύναμμα. Κοινωνικές δομές και όψεις του νεοελληνικού χώρου: πόλεις, πληθυσμιακές μετακινήσεις, μηχανισμοί κυριαρχίας και άλλα σχετικά ζητήματα (Ιωάννινα: Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, 2007), 95-96, 324· Μάρκος Α. Γκιόλιας, Παραδοσιακό δίκαιο και οικονομία του τσελιγκάτου (Αθήνα: Πορεία, 2004), 468.

[3] Αναστασόπουλος, Η ληστεία στο ελληνικό κράτος, 54-60· Στάθης Δαμιανάκος, Παράδοση ανταρσίας και λαϊκός πολιτισμός (Αθήνα: Πλέθρον, 1997), 97· Βασίλης Νιτσιάκος, «Η ημινομαδική κτηνοτροφική κοινότητα στην Ήπειρο: σχέσεις παραγωγής και κοινωνική συγκρότηση», στο Ήπειρος, Κοινωνία – οικονομία 15ος-20ός αι. (Γιάννινα: Δήμος Ιωαννιτών, 1987), 277-288.

[4] Χρήστος Λυριντζής, «Κράτος, εξουσία, πολιτική (1830-1880)», στο Αντώνης Λιάκος και Έφη Γαζή (επιμ.), Η συγκρότηση του ελληνικού κράτους, διεθνές πλαίσιο, εξουσία και πολιτική τον 19ο αιώνα (Αθήνα: Νεφέλη, 2008), 76-77· Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος, Νέα ελληνική ιστορία 1204-1975, (Θεσσαλονίκη: χ.ε., 1979), 192-197.

[5] Νικόλαος Α. Αναστασόπουλος, «Το φαινόμενο της ληστείας και η διαμόρφωση της εσωτερικής ασφάλειας στο ελληνικό κράτος κατά τον 19ο αιώνα», στο Κωνσταντίνα Ε. Μπότσιου και Σωτήρης Ριζάς (επιμ.), 1821, από την Επανάσταση στο Κράτος (Αθήνα: Παπαδόπουλος, 2021), 378-379· Κώστας Κωστής, «Τα κακομαθημένα παιδιά της Ιστορίας». Η διαμόρφωση του νεοελληνικού κράτους 18ος-21ος αιώνας (Αθήνα: Πόλις, 2014), 214-223· Γ. Β. Δερτιλής, Ιστορία της νεότερης και σύγχρονης Ελλάδας 1750-2015 (Αθήνα: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2018), 304-308.

[6] Χαραλ. Θ. Σταμάτης, Ιστορία της Αστυνομίας Πόλεων 1921-1971 και οι αστυνομικοί θεσμοί εν Ελλάδι από της βαθείας αρχαιότητος (Αθήναι: χ.ε., 1971), 49-51· Νικόλαος Γ. Τρουπάκης, Η Αστυνομία παρ’ Έλλησιν από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ’ ημάς (εν Αθήναις: Τύποις Καταστημάτων «Νομικής Επιθεωρήσεως», 1904), 289-291· Ι. Νάσκος, Αστυνομικά μελετήματα: η Ελληνική Αστυνομία (Αθήναι: Τύποις Νικολάου Τιλπέρογλου, 1932), 166-171.

[7] Α. Μανίκης, «Η Αστυνομία της Ύδρας κατά την Επανάσταση του 1821», Αστυνομικά Χρονικά 178 (1960), 8653-8659· Σταμάτης, Ιστορία της Αστυνομίας Πόλεων, 44-46.

[8] Θανάσης Χρήστου, Αναζητώντας τον ένοχο και επιβάλλοντας την τάξη: η αστυνομία σε αναζήτηση ρόλου τα χρόνια του αγώνα της ανεξαρτησίας (1821-1830) (Τρίπολη: Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου-Εργαστήριο Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας, 2021), 52-53· Χρήστος Κ. Ρέππας, Υποθέσεις κατασκοπίας κατά την Επανάσταση του 1821, Αρχειακά κείμενα (Αθήνα: χ.ε., 2012), 17-19· Τρουπάκης, Η Αστυνομία παρ’ Έλλησιν, 294-296.

[9] Ναπολέων Σταμ. Δοκανάρης, Ιστορία της Ελληνικής Χωροφυλακής (1833-1984) (Ιωάννινα: χ.ε., 2009), 36-37· Νικόλαος Σ. Κτενιάδης, Ελληνική Χωροφυλακή, ιστορικαί σελίδες (Αθήναι: χ.ε., 1960), 20-22.

[10] Κώστας Δανούσης, «Τα καθήκοντα της πρώτης Ελληνικής Αστυνομίας», Αστυνομική Επιθεώρηση Μάρτιος (1991), 150-154.

[11] Γεώργιος Ασπρέας, «Εξέλιξις του αστυνομικού θεσμού από της απελευθερώσεως της Ελλάδος μέχρι σήμερον», Αστυνομικά Χρονικά 1 (1953), 4-6· Κωνσταντίνος Σπ. Αντωνίου, Ιστορία Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής 1833-1964, τ. Α΄ (Αθήναι: Λαδιάς, 1964), 34-36.

[12] Σταμάτης, Ιστορία της Αστυνομίας Πόλεων, 53.

[13] Χρήστου, Αναζητώντας τον ένοχο και επιβάλλοντας την τάξη, 77· Δοκανάρης, Ιστορία της Ελληνικής Χωροφυλακής, 54-55.

[14] Αναστασόπουλος, Το φαινόμενο της ληστείας, 379-380· Στέφανος Παπαδόπουλος, «Συγκρότηση της Γερουσίας. Αναδιοργάνωση του Υπουργικού Συμβουλίου. Ίδρυση του Ελεγκτικού Συμβουλίου κλπ», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΒ΄ (Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, 1975), 528-529· Σταμάτης, Ιστορία της Αστυνομίας Πόλεων, 51-53.

[15] Κτενιάδης, Ελληνική Χωροφυλακή, 25-26· Σταμάτης, Ιστορία της Αστυνομίας Πόλεων, 51-52.

[16] Νικόλαος Πανταζόπουλος, «Η Δ΄ Εθνική Συνέλευση του Άργους (1829)», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. IB΄ (Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1975), 600-604· Δοκανάρης, Ιστορία της Ελληνικής Χωροφυλακής, 52-55.

[17] Αναστασόπουλος, Το φαινόμενο της ληστείας, 380-381· Δημήτρης Μαλέσης, «ν’ ανάψη η επανάστασις». Μεγάλη Ιδέα και Στρατός τον 19ο αιώνα (Αθήνα: Ασίνη, 2018), 112-119· Γενικό Επιτελείο Στρατού, Ιστορία του Ελληνικού Στρατού 1821-1997 (Αθήνα: Ιστορία Στρατού, 1997), 27-28· Ασπρέας, Εξέλιξις του αστυνομικού θεσμού, 6-8· Δοκανάρης, Ιστορία της Ελληνικής Χωροφυλακής, 59-101· Αντωνίου, Ιστορία Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής, τ. Α΄, 43-51· Ήβη Μαυρομούστακου, «Το ελληνικό κράτος, 1833-1871. Β. Πολιτικοί θεσμοί και Διοικητική οργάνωση», Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, τ. 4 (Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 2003), 31.

[18] Εφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος, Διάταγμα «Περί σχημα- τισμού της Χωροφυλακής», αρ. φ. 21, Ναύπλιον 3 Ιουνίου 1833.

[19] Παναγιώτης Στάθης, Κρατική επιβολή και εσωτερική ασφάλεια στην Ελλάδα του 19ου αιώνα (1833-1864), διδακτορική διατριβή, Πάντειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Κοινωνιολογίας, 1999, 99-100.

[20] Δοκανάρης, Ιστορία της Ελληνικής Χωροφυλακής, 66.

[21] Αναστασόπουλος, Το φαινόμενο της ληστείας, 380-381· John A. Petropoulos, Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο ελληνικό βασίλειο (1833-1843) (Αθήνα: ΜΙΕΤ, 1985), 202-203.

[22] Δημήτρης Α. Μαλέσης, Ο ελληνικός στρατός κατά την πρώτη οθωνική δεκαετία (1833-1843): πολιτική οργάνωση και πελατειακές σχέσεις, διδακτορική διατριβή, Πάντειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σπουδών, 1992, 81-84, 173-192.

[23] Δοκανάρης, Ιστορία της Ελληνικής Χωροφυλακής, 63-64. Ναπολέων Σταμ. Δοκανάρης, Ο στρατηγός του Αγώνα της Ανεξαρτησίας Κωνσταντίνος Βλαχόπουλος 1789-1868 (Ιωάννινα: Δωδώνη, 1987), 13-171.

[24] Αναστασόπουλος, Το φαινόμενο της ληστείας, 380-381· Γεώργιος Λασσάνης, Έκθεσις περί ληστείας, εισαγ.-μεταγρ. Στάθης Κουτρουβίδης (Αθήνα: Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων, 2018), 12-13.

[25] Κωστής, Τα κακομαθημένα παιδιά, 213-223· Δερτιλής, Ιστορία της νεότερης και σύγχρονης Ελλάδας, 304-306.

[26] Δερτιλής, Ιστορία της νεότερης και σύγχρονης Ελλάδας, 305-306.

[27] Αναστασόπουλος, Το φαινόμενο της ληστείας, 381· Εφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος, 25 Ιανουαρίου 1833.

[28] Ιωάννης Σ. Κολιόπουλος, «Ληστεία και αλυτρωτισμός στην Ελλάδα του 19ου αιώνα», στο Θάνος Βερέμης (επιμ.), Εθνική ταυτότητα και εθνικισμός στη νεότερη Ελλάδα (Αθήνα: ΜΙΕΤ, 2003), 171· Στάθης, Κρατική επιβολή, 107-108· Λασσάνης, Έκθεσις περί ληστείας, 13.

[29] Δοκανάρης, Ιστορία της Ελληνικής Χωροφυλακής, 131-133.

[30] Αντωνίου, Ιστορία Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής, τ. Α΄, 468-472.

[31] Αντωνίου, Ιστορία Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής, τ. Β΄, 807-837· Υπουργείον Εσωτερικών, Νόμοι και Βασικά Διατάγματα περί Αστυνομίας και Χωροφυλακής (Αθήναι: εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, 1911), 251-263.

[32] Δοκανάρης, Ιστορία της Ελληνικής Χωροφυλακής, 171-174.

[33] Εφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος, Νόμος ΓΦΟΘ΄ (υπ’ αριθ. 3579) «περί μορφώσεως των αξιωματικών της χωροφυλακής», τεύχ. Α΄, αρ. φ. 79, εν Αθήναις 25.2.1910.

[34] Δοκανάρης, Ιστορία της Ελληνικής Χωροφυλακής, 178-187.

[35] Πολύβιος Β. Τσάκωνας, Ιστορία της Κρητικής Χωροφυλακής (Αθήναι: χ.ε., 1963), 29-44· Δοκανάρης, Ιστορία της Ελληνικής Χωροφυλακής, 190-194.

[36] Θάνος Βερέμης – Γιάννης Κολιόπουλος, Ελλάς: η σύγχρονη συνέχεια, από το 1821 μέχρι σήμερα (Αθήνα: Καστανιώτης 2006), 91-99.

[37] Δοκανάρης, Ιστορία της Ελληνικής Χωροφυλακής, 164-203.

[38] Αναστασόπουλος, Η ληστεία στο ελληνικό κράτος, 137-147.

[39] Σταμάτης, Ιστορία της Αστυνομίας Πόλεων, 99.

[40] Εφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος, Νόμος 1370 «περί οργανισμού του Σώματος της Χωροφυλακής», τεύχ. Α΄, αρ. φ. 97, εν Αθήναις 3.5.1918.

[41] Νικόλαος Γ. Κατραμπάσας, Αστυνομία Πόλεων (Αθήναι: 1949), 27-28· Δοκανάρης, Ιστορία της Ελληνικής Χωροφυλακής, 208-209· Ιστορικά της Αστυνομίας, «Η Αστυνομία Πόλεων από της Ιδρύσεώς της μέχρι σήμερον (1921-1953)», Αστυνομικά Χρονικά 8 (1953), 341.

[42] Σταμάτης, Ιστορία της Αστυνομίας Πόλεων, 102-106· Δοκανάρης, Ιστορία της Ελληνικής Χωροφυλακής, 209-212.

[43] Αχιλλέας Φωτάκης, Η Δημιουργία της Αστυνομίας Πόλεων και η Βρετανική Αποστολή (1918-1932), διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, 2016, 338-342.

[44] Χαράλ. Θ. Σταμάτης, Παλαιοί συγγραφείς και Αστυνομικός Ορθολογισμός (Αθήνα: Σιδέρης, 1978), 113-182· Σταμάτης, Ιστορία της Αστυνομίας Πόλεων, 107-186.

[45] Σταμάτης, Ιστορία της Αστυνομίας Πόλεων, 247-256.

[46] Ό.π., 267-277· Αλέξιος Μενεξιάδης, Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και το ολοκαύτωμα των Ελλήνων Εβραίων 1941-1944 (Αθήνα: Εβραϊκό Μουσείο Ελλάδος, 2005), 24-25.

[47] Ηλίας Ηλιόπουλος, Η Ελληνική Χωροφυλακή (Αθήνα: χ.ε., χ.χ.), 49-70. Δοκανάρης,

Ιστορία της Ελληνικής Χωροφυλακής, 223-234.

[48] Εφημερίς της Κυβερνήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας, Νόμος υπ’ αριθ. 1481,   «Οργανισμός Υπουργείου Δημόσιας Τάξης», τεύχ. Α΄, αρ. φ. 152, Αθήνα 8 Οκτωβρίου 1984· «Ο νόμος: Οργανισμός Υπουργείου Δημόσιας Τάξης”», Αστυνομική Επιθεώρηση 6 (1984).

 

Νικόλαος Α. Αναστασόπουλος

Επίκουρος Καθηγητής, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας,

Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

 Τα διακόσια χρόνια του Ελληνικού Κράτους Δομές και Θεσμοί 8. «Ένοπλες δυνάμεις και εσωτερική ασφάλεια (1830-2022)», Αθήνα 2023, Τράπεζα Πειραιώς – Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που συνοδεύουν το κείμενο οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

Διαβάστε ακόμη:


Viewing all articles
Browse latest Browse all 635

Trending Articles