Υπηρεσίες Πληροφοριών και Εθνική Ασφάλεια – Παύλος Αποστολίδης, Πρέσβυς ε.τ., Πρώην Διοικητής ΕΥΠ (1999-2004)
Ο συνήθως αποδεκτός ορισμός της εθνικής ασφάλειας είναι η προστασία του κράτους και των θεσμών του από εσωτερικές ή εξωτερικές απειλές. Υπό την έννοια αυτή, κατ’ εξοχήν αρμόδιοι για την προάσπιση της εθνικής ασφάλειας είναι η Αστυνομία για τις εσωτερικές απειλές και οι ένοπλες δυνάμεις για τις εξωτερικές. Οι υπηρεσίες πληροφοριών, ή αλλιώς μυστικές υπηρεσίες, προσθέτουν ένα επιπλέον επίπεδο προστασίας στο κράτος και τους θεσμούς του, κατά κύριο λόγο πληροφοριακά, δηλαδή συλλέγοντας πληροφορίες που αφορούν την εθνική ασφάλεια και δεν είναι προσβάσιμες, και ενημερώνοντας τις αρμόδιες αρχές.
Η συλλογή πληροφοριών εσωτερικού αφορά κατά κύριο λόγο την κατασκοπεία, την τρομοκρατία, την προπαγάνδα και παραπληροφόρηση καθώς και τις κυβερνοεπιθέσεις. Σε ορισμένα κράτη οι υπηρεσίες εσωτερικού έχουν αρμοδιότητα σύλληψης υπόπτων, ενώ στην Ελλάδα ούτε καν το δικαίωμα προανάκρισης.
Η αναζήτηση πληροφοριών στο εξωτερικό καλύπτει τις περιοχές/χώρες ενδιαφέροντος του κάθε κράτους, αφορά πολιτικο-οικονομικές και στρατιωτικές πληροφορίες και γίνεται με ανθρώπινα ή τεχνικά μέσα που αποκαλούνται πηγές. Σημαντική διαφορά μεταξύ υπηρεσιών εσωτερικού και εξωτερικού είναι ότι οι πρώτες κινούνται σε ένα νομικό περιοριστικό πλαίσιο που θεσπίζει διαδικασίες προς προστασία των πολιτών, ενώ οι δεύτερες, που συνήθως αποκαλούνται μυστικές, κινούνται εκτός νομικού πλαισίου, διότι η δράση τους είναι παράνομη στα κράτη όπου δραστηριοποιούνται.
Η Διεθνής Πρακτική
Οι απειλές κατά της εθνικής ασφάλειας διαφέρουν σε κάθε κράτος και αλλάζουν με την πάροδο του χρόνου αλλά και με το είδος της διακυβέρνησης. Στα απολυταρχικά κράτη η εθνική ασφάλεια εξισώνεται με τη στήριξη του καθεστώτος, επομένως οι εσωτερικές τους υπηρεσίες είναι παντοδύναμες και δρουν συνήθως εκτός νομιμότητας. Εξ άλλου τα μικρά κράτη στην Ευρώπη έχουν μόνον υπηρεσίες εσωτερικού, εφ’ όσον δεν δραστηριοποιούνται ή δεν ενδιαφέρονται για πληροφορίες εξωτερικού, πέραν όσων λαμβάνουν μέσω των διπλωματικών αρχών τους. Μόνο σε περιπτώσεις συμμετοχής σε ειρηνευτικές δυνάμεις μπορεί να αναπτύξουν πληροφοριακή δραστηριότητα για το συγκεκριμένο κράτος, συνήθως από τις στρατιωτικές τους υπηρεσίες.
Ιστορικά, οι πόλεμοι στην Ευρώπη του 20ού αιώνα είναι αυτοί που προκάλεσαν τη δημιουργία υπηρεσιών πληροφοριών. Η Γαλλία πρωτοστάτησε στις αρχές του αιώνα με τον σχηματισμό Υπηρεσίας Κρυπτανάλυσης (υποκλοπής και αποκρυπτογράφησης τηλεγραφημάτων ξένων διπλωματικών αποστολών στο Παρίσι).[1] Αντίθετα, τόσο οι Γερμανοί όσο και οι Βρετανοί περίμεναν να αρχίσει ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος για να συγκροτήσουν αντίστοιχες υπηρεσίες. Κατάφεραν όμως να αποκρυπτογραφήσουν το 1917 το τηλεγράφημα του Γερμανού υπουργού Εξωτερικών Τσίμερμαν (Arthur Zimmerman) προς τον Γερμανό πρέσβυ στην Ουάσιγκτον. Το τηλεγράφημα ενημέρωνε ότι η Γερμανία θα άρχιζε απεριόριστο υποβρυχιακό πόλεμο από την 1η Φεβρουαρίου 1917 και έδινε εντολή στον πρέσβυ να ζητήσει κοινό μέτωπο από το Μεξικό, αν οι ΗΠΑ έμπαιναν στον πόλεμο.
Η αποκρυπτογράφησή του επέσπευσε την αμερικανική συμμετοχή στον πόλεμο. Οι Βρετανοί τελικά ίδρυσαν το 1919 Υπηρεσία Κρυπτανάλυσης με την αθώα επωνυμία Government Code and Cypher School, που σε μικρό διάστημα έσπασε τους σοβιετικούς κώδικες και αργότερα τους αμερικανικούς και τους γαλλικούς.[2] Κατά τη διάρκεια του πολέμου αποτελεί λεπτομέρεια η υποκλοπή ή μη των πληροφοριών φίλων κρατών.
Ο αγώνας μεταξύ της κρυπτογράφησης των κρατικών επικοινωνιών και από την άλλη πλευρά αποκρυπτογράφησης των εχθρικών, ή γενικά ξένων επικοινωνιών εντάθηκε στα χρόνια πριν τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και βέβαια κατά τη διάρκειά του. Μερικές φορές είχε και απρόβλεπτα αποτελέσματα, όπως όταν στις παραμονές του πολέμου ο Βρετανός πρωθυπουργός Νέβιλ Τσάμπερλαιν (Neville Chamberlain) διάβασε αποκρυπτογραφημένα τσεχικά τηλεγραφήματα που αποκάλυπταν ότι οι Τσέχοι είχαν μυστικές επαφές με τον Ουίνστον Τσώρτσιλ (Winston Churchill), καθώς και γερμανικά που τον υποτιμούσαν προσωπικά.[3]
Η άντληση πληροφοριών με τεχνικά μέσα αποκαλείται στη γλώσσα των υπηρεσιών sigint (signal intelligence), ενώ μέσω ανθρωπίνων πηγών humint (human intelligence). Δύσκολα μπορεί να υποστηρίξει κάποιος ότι η κατασκοπεία ή οι υποκλοπές επικοινωνιών άλλου κράτους δικαιολογούνται σε καιρό ειρήνης. Είναι προφανές ότι σε ειρηνικές περιόδους δεν διακινδυνεύει η εθνική ασφάλεια με τη στενή της έννοια, απλώς ωφελείται η χώρα που συλλέγει τις πληροφορίες. Αρκεί η κατά περίπτωση υπηρεσία να είναι σε θέση να εντοπίζει χρήσιμες πληροφορίες, να τις αξιολογεί σωστά και η αξιολόγησή της να γίνεται αποδεκτή από τον τελικό κυβερνητικό αποδέκτη, που συχνά δέχεται ό,τι ταιριάζει στην πολιτική του και απορρίπτει τις αντίθετες πληροφορίες ή αξιολογήσεις.
Στη διάκριση υπηρεσιών εσωτερικού-εξωτερικού έχουν επέλθει τροποποιήσεις τις τελευταίες δεκαετίες. Η κύρια αλλαγή αφορά την αντιμετώπιση της ισλαμικής τρομοκρατίας μετά την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους το 2001. Λόγω αυτής, υπηρεσίες εξωτερικού όπως η γερμανική BND απέκτησαν το δικαίωμα παρακολούθησης υπόπτων τρομοκρατών στο εσωτερικό της Γερμανίας, εφ’ όσον κάτι τέτοιο αποτελούσε συνέχεια εντοπισμού τους στο εξωτερικό. Αντίστοιχα, υπηρεσίες εσωτερικού απέκτησαν και αρμοδιότητες εξωτερικού, ώστε να εντοπίζουν έγκαιρα τους υπόπτους πριν αυτοί δραστηριοποιηθούν στη χώρα τους.
Πέραν όμως της αρμοδιότητας εσωτερικού/εξωτερικού για humint και sigint, οι υπηρεσίες πληροφοριών των υπερδυνάμεων διαθέτουν μονάδες στρατιωτικής επέμβασης, είτε αυτή είναι αμυντική, όπως στην περίπτωση τρομοκρατικής επέμβασης στο έδαφος του κράτους (ρωσική FSB), είτε για καταστροφή στόχων στο εξωτερικό (CIA, εξουδετέρωση Μπιν Λάντεν στο Πακιστάν). Οι πρώην σοβιετικές, και σήμερα κυρίως η ρωσική στρατιωτική, υπηρεσίες συχνά αναλαμβάνουν την παρακολούθηση αντιφρονούντων ή πολιτικών αντιπάλων και κατά καιρούς τη δολοφονία τους (Σκριπάλ, Ναβάλνι). Στις ΗΠΑ αντίστοιχα έχουν διατυπωθεί κατηγορίες κατά της NSA για την παρακολούθηση τηλεφωνικών συνδιαλέξεων Αμερικανών υπηκόων με το εξωτερικό και πιο πρόσφατα κατά της CIA για παράνομες παρακολουθήσεις στο εσωτερικό. Το ερώτημα που πάντα ανακύπτει σε τέτοιες περιπτώσεις στα δυτικά τουλάχιστον κράτη είναι αν υπάρχει πολιτική κάλυψη και ευθύνη για προφανώς παράνομες ενέργειες.
Οι υπηρεσίες πληροφοριών του ανατολικού μπλοκ ήταν ενιαίες και πέραν των κλασικών αρμοδιοτήτων είχαν ως κύρια αποστολή την παρακολούθηση των φρονημάτων των συμπατριωτών τους. Γι’ αυτό και μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και την πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων, οι υπηρεσίες πληροφοριών χωρίστηκαν σε πολιτικές, στρατιωτικές και σημάτων, που έφθαναν μέχρι τις πέντε διαφορετικές, ώστε να μειωθεί η επιρροή τους. Παρά τα μέτρα αυτά, στις περισσότερες υπήρξαν συχνές αλλαγές των επικεφαλής τους και κατηγορίες για διαφθορά ή παράνομες ενέργειες.
Η τουρκική Yπηρεσία Πληροφοριών Millî İstihbarat Teşkilatı (MIT) ξεκίνησε ως στρατιωτική υπηρεσία, ενιαία για τη συλλογή πληροφοριών εσωτερικού και εξωτερικού και εξελίχθηκε σε πολιτική τα τελευταία 20 περίπου χρόνια. Αναπτύσσει εκτεταμένη δραστηριότητα στην παρακολούθηση αντιφρονούντων στο καθεστώς/κυβέρνηση, ιδιαίτερα μεταξύ των Τούρκων της Γερμανίας. Το 2014, η Επιτροπή Εσωτερικών Υποθέσεων της τουρκικής Βουλής διαπίστωσε ότι η ΜΙΤ παρακολουθούσε 2.473 τηλέφωνα στο εξωτερικό.[4] Η αποκάλυψη αυτή δεν εμπόδισε τη ΜΙΤ να στραφεί στη συνέχεια εναντίον των γκιουλενιστών στην Τουρκία και στο εξωτερικό, ιδίως δασκάλων των σχολείων της οργάνωσης και να απαγάγει αρκετούς απ’ αυτούς από κράτη όπου λειτουργούσαν γκιουλενικά σχολεία. Στις αρμοδιότητές της έχει πλέον και τον κυβερνοπόλεμο.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση λειτουργεί στενή συνεργασία των εσωτερικών υπηρεσιών πληροφοριών, βάσει παλαιότερης συνεργασίας ορισμένων ευρωπαϊκών κρατών. Η συνεργασία είναι εύκολη και επιβεβλημένη, διότι ως επί το πλείστον αντιμετωπίζουν τις ίδιες απειλές, όπως π.χ. τη διεθνή τρομοκρατία. Αντιθέτως η συνεργασία των ευρωπαϊκών εξωτερικών υπηρεσιών έχει μικρότερη εμβέλεια, διότι σε κάθε περίπτωση αποφεύγουν να αποκαλύψουν το εύρος των δραστηριοτήτων τους. Τα τελευταία χρόνια έχουν εγκαινιασθεί ομαδικές συνεργασίες με τρίτες χώρες.
Σε όλη την Ευρώπη η κρατική νομοθεσία προβλέπει διαδικασίες ελέγχου της νομιμότητας των ενεργειών των υπηρεσιών στο εσωτερικό, που διαφέρουν από κράτος σε κράτος, ανάλογα και με την υπαγωγή τους σε διαφορετικό κυβερνητικό προϊστάμενο. Ο έλεγχος των δραστηριοτήτων των υπηρεσιών πληροφοριών, κοινοβουλευτικός συνήθως, αν και σπάνια αποκαλύπτει εμπιστευτικές ή και παράνομες δραστηριότητες των υπηρεσιών που δεν εμπίπτουν στον όρο «εθνική ασφάλεια», οπωσδήποτε λειτουργεί περιοριστικά, εφ’ όσον τις υποχρεώνει να λογοδοτήσουν. Μάλιστα οι ευρωπαϊκές υπηρεσίες πληροφοριών έχουν ανοιχτεί τα τελευταία χρόνια αποκαλύπτοντας κατά περίπτωση ορισμένα στοιχεία της δραστηριότητάς τους με συνεντεύξεις των επικεφαλής των και με μια γενικότερη ενημέρωση της κοινής γνώμης, απαντώντας σε τυχόν κατηγορίες ή σχολιάζοντας θέματα στα οποία φέρονται να αναμίχθηκαν ή που θεωρούν ανώδυνα.
Ελλάδα
Η χώρα μας άργησε να ιδρύσει υπηρεσία πληροφοριών. Οι Βαλκανικοί πόλεμοι διεξήχθησαν με τις περιορισμένες δυνατότητες του ελληνικού στρατού. Δεν υπήρχε καν επικοινωνία με τον σερβικό και βουλγαρικό στρατό στον Α’ Βαλκανικό πόλεμο. Η στροφή προς Θεσσαλονίκη οφειλόταν σε ενημέρωση του Υπουργείου Εξωτερικών για τις κινήσεις του βουλγαρικού στρατού (κατάληψη Σαράντα Εκκλησιών και Δράμας).[5]
Λίγο μετά την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, Μεγάλη Βρετανία και Γαλλία άνοιξαν γραφεία αντικατασκοπείας στην Αθήνα με κύρια αποστολή την αντίκρουση της γερμανικής προπαγάνδας, δραστηριότητες που ενόχλησαν τη φιλοβασιλική παράταξη.[6]
Στη Μικρασιατική Εκστρατεία την αποτελεσματικότερη συλλογή πληροφοριών πέτυχε η Στρατιωτική Αποστολή στη Κωνσταντινούπολη με επικεφαλής τον συνταγματάρχη Γ. Κατεχάκη. Ο στρατός υπέκλεπτε ανοικτά τηλεγραφήματα του αντιπάλου, αλλά το ίδιο συνέβαινε από την άλλη πλευρά, διότι δεν διαθέταμε κρυπτογράφηση.[7]
Παρά το χάος που επικράτησε μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την πλημμύρα προσφύγων, η κυβέρνηση του Αλέξανδρου Παπαναστασίου ίδρυσε το 1924, μόλις δύο εβδομάδες μετά την ορκωμοσία της, Γραφείο Πληροφοριών Κερκύρας με κύριο σκοπό την αντιμετώπιση της ιταλικής/καθολικής προπαγάνδας. Υπήρχε τέτοιο θέμα μετά τον βομβαρδισμό και την κατοχή της Κέρκυρας από τους Ιταλούς; Φαίνεται ναι, σε ό,τι αφορά καθολικά σχολεία και τη χρήση της ιταλικής γλώσσας.[8]
Μεγαλύτερος κίνδυνος για την εθνική ασφάλεια ήταν η αντιμιλιταριστική προπαγάνδα, που επηρέασε μεταπολεμικά όλη την Ευρώπη, σε συνδυασμό με τη νεοεμφανιζόμενη κομμουνιστική δραστηριότητα. Με το στρατιωτικό πραξικόπημα του Παγκάλου το 1925 δημοσιεύθηκε νομοθετικό διάταγμα που απέβλεπε στη φίμωση του Τύπου, κυρίως του Ριζοσπάστη και στη δίωξη στελεχών του ΚΚΕ μετά τη δημοσίευση της απόφασης του 3ου Συνεδρίου υπέρ της ανεξαρτησίας Μακεδονίας και Θράκης.[9] Η δίωξη του κομμουνισμού θα αποτελούσε το κύριο αντικείμενο της ενασχόλησης των υπηρεσιών ασφάλειας, που προπολεμικά άλλαζαν μορφή συνεχώς ακολουθώντας τις κυβερνητικές αλλαγές, μέχρι την πτώση της Δικτατορίας το 1974.
Βεβαίως στη διάρκεια του πολέμου οι στόχοι άλλαξαν. Η νεοσύστατη το 1941 στο Κάιρο Υπηρεσία Ερευνών και Πληροφοριών είχε δύο κύριους σκοπούς, τη φυγάδευση αξιωματικών και τη συλλογή πληροφοριών από την κατεχόμενη Ελλάδα, παίρνοντας επαφή με αντιστασιακές οργανώσεις. Η οικονομική εξάρτηση από τη βρετανική χρηματοδότηση προκάλεσε αντιδράσεις στην ελληνική κοινωνία του Καΐρου.[10] Πιο γνωστή είναι η αποτυχημένη αποστολή Τσιγάντε στην Ελλάδα, ενώ δεν φαίνεται να προέβλεψε τα στρατιωτικά κινήματα στη Μέση Ανατολή.
Μεταπολεμικά αρχίζουν προσπάθειες δημιουργίας υπηρεσίας πληροφοριών στο πλαίσιο του Στρατού με πενιχρά αποτελέσματα. Το 1949, επί αρχιστρατήγου Αλέξανδρου Παπάγου ιδρύθηκε υπηρεσία πληροφοριών (Διεύθυνσις Υπηρεσίας Πληροφοριών ΔΥΠΛ), πρόδρομος της σημερινής ΕΥΠ. Αρμοδιότητές της οι πληροφορίες για το ΚΚΕ, για τις γειτονικές χώρες, για κομμουνισμό στις ένοπλες δυνάμεις και τις κρατικές υπηρεσίες, καθώς και η αντικατασκοπεία. Συνάντησε την αντίδραση του υπουργείου Δημοσίας Τάξεως σε ό,τι αφορά τις μη στρατιωτικές της αρμοδιότητες. Πιο γνωστός είναι ο εντοπισμός από την τότε ΔΥΠΛ του δικτύου ασυρμάτων του ΚΚΕ το 1951.

Αλέξανδρος Παπάγος (1883-1955). Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού (1936-1941), Αρχιστράτηγος των ελληνικών δυνάμεων κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο (1940-1941) και κατά την περίοδο 1949-1951 καθώς και Πρωθυπουργός της Ελλάδας κατά την περίοδο 1952 – 1955.

Αλέξανδρος Νάτσινας (1908-1997). Ανώτατος αξιωματικός του Πυροβολικού ο οποίος διατέλεσε επικεφαλής της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών [Κ.Υ.Π.].
H ΚΥΠ, όπως μετονομάσθηκε το 1953, ήταν στρατιωτική υπηρεσία, διέθετε δύναμη λόγω της στενής σχέσης του αρχηγού της, στρατηγού Αλέξανδρου Νάτσινα, με τον στρατάρχη Παπάγο και κατηγορήθηκε αρκετές φορές ότι ανακατευόταν με τις εκλογές, ιδίως με την ψήφο του στρατού. Τη δεκαετία του 1950 είχε μόνιμη αντιπαράθεση με τη Διεύθυνση Αλλοδαπών στη διεκδίκηση αρμοδιοτήτων που έκλινε προς την τελευταία επί πρωθυπουργίας Καραμανλή (ίδρυση Διεύθυνσης Εθνικής Ασφαλείας, 1958). Παρά τη σχετική απώλεια της πρωθυπουργικής εύνοιας, η ΚΥΠ εγκαινίασε το Γραφείο Ειδικών Μελετών το 1959 υπό τον Γ. Παπαδόπουλο, με κύριο σκοπό την εθνική προπαγάνδα, αντίδραση στην επιτυχία της ΕΔΑ κατά τις εκλογές του 1958 (24,4% των ψήφων). Αξιοσημείωτη είναι επίσης η δημιουργία Συντονιστικής Επιτροπής του ΓΕΕΘΑ που λειτουργούσε με εισηγητή την ΚΥΠ, εν όψει των εκλογών του 1961. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής αναφέρεται σχετικά σε «κατάρτιση ανοήτων σχεδίων εν αγνοία της κυβερνήσεως».[11]
Με την έναρξη του αγώνα της ΕΟΚΑ στην Κύπρο, η ΚΥΠ ασχολείται αρχικά με δύο αντικείμενα, τον κίνδυνο του κομμουνισμού (ΑΚΕΛ) και την αποκάλυψη και εξουδετέρωση των ενεργειών των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών. Αργότερα θα εμπλακεί περισσότερο στην αναζήτηση στρατιωτικών πληροφοριών, με αποκορύφωμα τις πολύτιμες πληροφορίες που μετέδιδε για τις προετοιμασίες απόβασης των Τούρκων το 1974. Επί δικτατορίας η ΚΥΠ έγινε ίσως το κύριο όργανο παρακολούθησης των αντιφρονούντων Ελλήνων στο εσωτερικό και εξωτερικό, καθώς και της διεθνούς αντίδρασης στο καθεστώς.
Μετά το 1974 η υπηρεσία παύει προοδευτικά να ασχολείται με τον κομμουνισμό και παρακολουθεί πιο ενεργά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις που έχουν οξυνθεί μετά την τουρκική απόβαση στη Κύπρο και τη νέα διαφορά περί υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο. Στο εσωτερικό, η προσοχή της συγκεντρώνεται στην αντιμετώπιση τρομοκρατικών ενεργειών ξένων χωρών, ιδίως μεσανατολικών, στην Ελλάδα. Μετά τη δολοφονία του σταθμάρχη της CIA, Ρίτσαρντ Ουέλς (Richard Welch) το 1975 στρέφεται κατά της εσωτερικής τρομοκρατίας, σε συνεργασία, όχι πάντα εύκολη, με την Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία της Αστυνομίας. Συμμετέχει τέλος ενεργά στην ασφάλεια των Ολυμπιακών Αγώνων το 2004, εν όψει των οποίων έπρεπε να πεισθούν οι συμμετέχοντες ότι είχαμε προβεί στις κατάλληλες προετοιμασίες. Τελευταία νέα αρμοδιότητά της, η ίδρυση Κέντρου Επιχειρήσεων Κυβερνοασφάλειας που αποσκοπεί στην προστασία από κυβερνοεπιθέσεις του κρατικού συστήματος επικοινωνιών.[12]
Συμπερασματικά, ο όρος εθνική ασφάλεια είναι ευρύς. Το αντικείμενο του αυξάνεται ή μεταλλάσσεται ανάλογα με τις πολιτικές, στρατιωτικές ή τεχνικές εξελίξεις, αλλά και τις κυβερνητικές απαιτήσεις. Στην Ελλάδα παρατηρείται συχνή, μετά από κοινοβουλευτικές εκλογές, αλλαγή της υπαγωγής της ΕΥΠ, συνήθως μεταξύ του πρωθυπουργού και των υπουργών Εσωτερικών, Προστασίας του Πολίτη (πρώην Δημοσίας Τάξης) και του τέως υπουργού Προεδρίας.
Είναι περίεργο ότι ενώ οι κύριοι πελάτες των πληροφοριών της ΕΥΠ είναι τα Υπουργεία Εξωτερικών και Εθνικής Άμυνας, ουδέποτε υπήχθη η ΕΥΠ στο ένα ή στο άλλο. Ίσως επειδή έχει αρμοδιότητες τόσο για το εσωτερικό όσο και το εξωτερικό, όποτε δεν μπορούν π.χ. τα δύο υπουργεία Εξωτερικών και Εθνικής Άμυνας να κατευθύνουν και να ελέγχουν την αντιτρομοκρατική δραστηριότητα της ΕΥΠ! Εξ άλλου, λόγω της μεταπολεμικής εμπειρίας του τόπου, δεν ευδοκίμησαν μέχρι τώρα προτάσεις σχηματισμού χωριστής στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών υπό το ΓΕΕΘΑ.
Γεγονός πάντως είναι ότι οι κυβερνήσεις έδιναν πάντα ιδιαίτερη σημασία στον πολιτικό έλεγχο της ΕΥΠ, είτε από φόβο να μην τις υπονομεύει, είτε από επιθυμία να χρησιμοποιούν τις δυνατότητές της. Έτσι εξηγείται γιατί δεν έχει μέχρι τώρα διορισθεί διοικητής μέσα από την υπηρεσία (μια φορά μόνον υπήρξε υποδιοικητής) και ότι με κάθε αλλαγή κυβέρνησης αντικαθίστανται η πλειονότητα των διευθυντών και υποδιευθυντών, καθώς και οι αποσπασμένοι αστυνομικοί και στρατιωτικοί. Οι συχνές αλλαγές μειώνουν, έστω και προσωρινά, την αποτελεσματικότητα της υπηρεσίας.
Υποσημειώσεις
[1] Douglas Porch, The French Secret Services: a History of French Intelligence from the Dreyfus Affair to the Gulf War (New York: Farar, Straus and Giroux, 1995), 40.
[2] Christopher Andrew, Her Majesty’s Secret Service: the Making of the British Intelligence Community (New York: Viking, 1985), 108-9.
[3] Andrew, Her Majesty’s Secret Service, 400.
[4] «National Intelligence Organization», https://en.wikipedia.org/wiki/National_Intelli gence_Organization (πρόσβαση 8.12.2022).
[5] Ξενοφών Στρατηγός, Ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1912 (Αθήνα: Ελληνική, 1932), 57.
[6] Compton MacKenzie, First Athenian Memories (London: Cassell, 1931).
[7] ΓΕΣ/ΔΙΣ, Η εκστρατεία εις την Μικράν Ασίαν 1919-1922: ο ελληνικός στρατός εις την Σμύρνην, Μάιος 1919-Μάιος 1920 (Αθήνα: ΔΙΣ, 1957, ανατ. 1990), 154, 187.
[8] Γ. Θ. Φεσσόπουλος, Γυμνήν την αλήθειαν – φλέγοντα εθνικά ζητήματα ή διαφώτισις (προπαγάνδα) (Αθήναι: Τυπ. Ν. Τιλπέρογλου, 1948), 5.
[9] Δημήτρης Κούσουλας, Επιβουλή και αποτυχία: η ιστορία του ΚΚΕ, 1918-1940 (Αθήνα: Καμπανάς, 1971), 84-85.
[10] Π.Ε. Κώνστας, Αι πολεμικαί, πολιτικαί και διπλωματικαί αναμνήσεις μου της δεκαετίας 1940-1950 (Αθήναι: χ.ε., 1955), 185-216.
[11] Κωνσταντίνος Σβολόπουλος (επιμ.), Κωνσταντίνος Καραμανλής: Αρχείο, γεγονότα και κείμενα, τ. 5 (Αθήνα: Ίδρυμα Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής και Εκδοτική Αθηνών, 1995), 52, 474.
[12] Καθημερινή, 10 Απριλίου 2022.
Παύλος Αποστολίδης,
Πρέσβυς ε.τ., Πρώην Διοικητής ΕΥΠ (1999-2004)
Τα διακόσια χρόνια του Ελληνικού Κράτους Δομές και Θεσμοί 8. «Ένοπλες δυνάμεις και εσωτερική ασφάλεια (1830-2022)», Αθήνα 2023, Τράπεζα Πειραιώς – Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που συνοδεύουν το κείμενο οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.
Διαβάστε ακόμη:
- Χωροφυλακή και Αστυνομία – Ιστορία και Εξέλιξη, 1821-1940
- Γκραγιάρ Φραγκίσκος (1792-1863)
- «Τα νεύρα και οι μυς του έθνους»: ο ρόλος του στρατού στο νεοελληνικό κράτος, οι προθέσεις και οι αντιφάσεις (1828-1940)