Quantcast
Channel: Ιστορία – ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΑΡΧΕΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Viewing all articles
Browse latest Browse all 629

Οι Γυναίκες στην Ελληνική Επανάσταση

$
0
0

Οι Γυναίκες στην Ελληνική Επανάσταση – Αννίτα Πρασσά


 

Η Επανάσταση του 1821 είναι μια κατ’ εξοχήν ηρωική εποχή, κατά την οποία οι ξεσηκωμένοι κατά του μακραίωνου οθωμανικού ζυγού Έλληνες αγωνίζονται με άνισες δυνάμεις και στο τέλος βγαίνουν νικητές με τις πολλές, βεβαίως, και γνωστές υλικές και ηθικές απώλειες.

Η εποχή αυτή, εποχή ρήξης με το παρελθόν, καθώς και η όλη προεπαναστατική προετοιμασία με τους αγώνες των κλεφτών και των αρματολών, σφυρηλάτησε εκείνες τις γενιές για τις οποίες το ιδεώδες ήταν ο ήρωας που αντιστεκόταν στην καταπίεση και στην αδικία σε βάρος του λαού.

Μολονότι είναι μια εποχή που έχει ταυτιστεί με την αξιοσύνη και τη γενναιότητα των ανδρών της, δοκιμάστηκαν και οι αντοχές των γυναικών τους ως μανάδων, θυγατέρων, συντρόφων. Άλλωστε μια ηρωική εποχή δεν γεννά μόνο γενναίους άνδρες, αλλά και γενναίες γυναίκες, οι οποίες ανατρέφονται από τους ίδιους γονείς και γαλουχούνται μέσα στις ίδιες συνθήκες. Ωστόσο, η πλειονότητα των γυναικών έμεινε στην αφάνεια, ενώ ελάχιστες ξεχώρισε η ιστορική μνήμη.

Σκοπός του αφιερώματος αυτού δεν είναι η ξεχωριστή μνεία όλων αυτών των γυναικών, αλλά ενδεικτικές αναφορές αντιπροσωπευτικών περιπτώσεων, προκειμένου να αποδοθεί το μέγεθος της συμβολής τους στον Αγώνα για την ανεξαρτησία.

 

Οι γυναίκες των κλεφτών και αρματολών

 

Εκτός λοιπόν από τις γυναίκες που μένουν πίσω, είναι και εκείνες που αγωνίζονται δίπλα στους άνδρες ισότιμα, αξίζοντας το ίδιο μερίδιο ανδρείας. Είναι οι γυναίκες που αποφασίζουν να παίξουν ενεργητικό ρόλο, να βγουν κι αυτές στα βουνά για να πολεμήσουν τον εχθρό και το δημοτικό τραγούδι διασώζει στη συλλογική μνήμη αυτά τα παραδείγματα διαποτίζοντας τη συνείδηση του λαού της προεπαναστατικής κοινωνίας.

 

«Το θάρρος των Σουλιωτισσών». Λιθογραφία, έργο του Γάλλου ζωγράφου Αλφόνς ντε Νεβίλ (Alphonse de Neuville).

 

Παροιμιώδης είναι η συμπεριφορά των Σουλιωτισσών,[1] οι οποίες είχαν όλα τα χαρακτηριστικά των ανδρών συμπατριωτών τους. Μεγαλωμένες στο άγριο και άγονο περιβάλλον των χωριών του Σουλίου, μαθημένες στη σκληρή και κακοτράχαλη ζωή, λιτοδίαιτες, εξοικειωμένες με τον κίνδυνο, πολεμούν δίπλα στους άνδρες τους δημιουργώντας διαχρονικά πρότυπα ηρωισμού και λεβεντιάς.

 

Θύματα των καταστροφών

 

Στη διάρκεια της Επανάστασης. οι γυναίκες, ως άμαχος πληθυσμός, γίνονται θύματα της θηριωδίας του κατακτητή και υφίστανται την εκδικητική του μανία. Ύστερα από κάθε καταστροφή ακολουθούν φοβερές λεηλασίες, σφαγές, βιασμοί και αιχμαλωσίες. Ψαριανές, Χιώτισσες, Κυδωνιάτισσες, Κρητικές, Ναουσαίες, γυναίκες από διάφορα άλλα μέρη της επαναστατημένης Ελλάδας, δοκίμασαν τη φρίκη και τη βιαιότητα του κατακτητή. «Η λεία εξετέθη ενώπιον των Τούρκων. Οι γυναίκες, οι κόρες και τα παιδιά, ως και τα αργυρά των ναών σκεύη διηρέθησαν σε λαχνούς και μοιράστηκαν, ενώ οι αρχηγοί εν ονόματι του σουλτάνου άρπαξαν ότι βρήκαν σε χρήμα», σχολιάζει ο François Pouqueville.[2]

Σκηνές απίστευτα δραματικές, που κινητοποίησαν τα φιλελληνικά αισθήματα των Ευρωπαίων και ενέπνευσαν τις εικαστικές τέχνες και τη λογοτεχνία.

Οι σφαγές της Χίου τον Ιούνιο του 1822 εμπνέουν τον Γάλλο ζωγράφο Ευγένιο Ντελακρουά (Eugène Delacroix), που στον γνωστό του πίνακα αποτυπώνει όλη τη φρίκη αυτής της τραγωδίας. Από τους 100.000 κατοίκους στο νησί έμειναν λιγότεροι από 2.000.[3] «Χιλιάδες γυναίκες, κορίτσια κι αγόρια πουλιόνταν κάθε μέρα στο παζάρι. Πολλά απ’ αυτά τα δυστυχισμένα πλάσματα αυτοκτόνησαν κατά τη μεταφορά. Βλέπεις γυναίκες να μη δέχονται τροφή μ’ όλο που μαστιγώνονται, για να πεθάνουν από την πείνα» και να γλιτώσουν τα σκλαβοπάζαρα, όπως δημοσιεύεται στην εφημερίδα Courrier Francais στις 10 Ιουλίου 1822.[4]

 

Η Σφαγή της Χίου (λεπτομέρεια), 1824. Ευγένιος Ντελακρουά, ελαιογραφία σε μουσαμά. Παρίσι, Μουσείο Λούβρου.

 

Μια γυναίκα που κατάφερε να σωθεί από τη σφαγή ήταν η σύζυγος του Χιώτη γιατρού και μετέπειτα πολιτικού Γεωργίου Γλαράκη, Μαρία. Ο Pouqueville αφηγείται τη μυθιστορηματική ιστορία της διάσωσής της. Ήταν έγκυος όταν καταστράφηκε το νησί της τον Ιούνιο του 1822, και περιπλανήθηκε τόσο πολύ ανάμεσα στους ερημικούς βράχους ώσπου λιποθύμησε εξαντλημένη από την αγωνία και την κούραση. Συνήλθε από τους πόνους της γέννας. «Η φύση είχε θριαμβεύσει». Βρέθηκε αργότερα από ένα καράβι που ερευνούσε καθημερινά την περιοχή, αράζοντας τυχαία στο σημείο όπου βρισκόταν. Ο δε άνδρας της, κατά τον Olivier Voutier, έκανε προσπάθειες να εξαγοράσει τις αδελφές του που είχαν οδηγηθεί αιχμάλωτες στη Σμύρνη.[5]

Από περιηγητή επίσης μαθαίνουμε για μια άλλη Χιώτισσα που και αυτή κατάφερε υπό δραματικές συνθήκες να διασωθεί. Ο Άγγλος James Emerson το 1824, δύο χρόνια μετά την καταστροφή, συνταξίδευε για τη Σμύρνη με την 22χρονη Φροσύνη Καλέρτζη, που του αφηγήθηκε την ιστορία της. Ο πατέρας και ο αδελφός της είχαν σταλεί όμηροι στην Κωνσταντινούπολη πριν από την εξέγερση του νησιού και είχε μείνει αυτή με τις αδελφές και τη μητέρα τους.

 

Η Φροσύνη είδε από την κρυψώνα της την τραγική σφαγή των αδερφάδων της, που προηγουμένως είχαν ατιμασθεί με βαναυσότητα, ενώ η μητέρα της, ξέφρενη, μαχαιρωνόταν πάνω στα πτώματα των βιασμένων θυγατέρων της. Χορτασμένα από τα λάφυρα, τα τέρατα έφυγαν από το αρχοντικό αναζητώντας άλλα θύματα. Και η Φροσύνη βγήκε από την κρυψώνα για να καταφύγει στα βουνά. Αλλά, ανοίγοντας την πόρτα, βρέθηκε μπροστά σε μια καινούρια ορδή δαιμόνων. Να ξανακρυφτεί αδύνατο, ήταν πια αργά. Έτρεξε στα πτώματα, αλείφτηκε με το ζεστό ακόμα αίμα της μάνας της κι έπεσε πλάι της παρασταίνοντας τη σκοτωμένη. Οι Τούρκοι, βλέποντας πως είχαν προλάβει άλλοι, κίνησαν να φύγουν. Αλλά ένας απ’ αυτούς πρόσεξε ένα μπριλάντι στο δάχτυλο της Φροσύνης και γύρισε να το πάρει και επειδή δεν έβγαινε το δαχτυλίδι, ο Τούρκος τράβηξε ένα μαχαίρι από το ζουνάρι του κι άρχισε να ξεσαρκώνει το δάχτυλο. Ήταν το τελευταίο που θυμόταν. Συνήλθε κατά τα μεσάνυχτα από τη λιποθυμία και το λήθαργο όπου η αγωνία της να μη φανερωθεί την είχε βυθίσει. Η ανάγκη την όπλισε με ενεργητικότητα. Σηκώθηκε και ξεπνοϊσμένη από τον τρόμο και την αιμορραγία πήρε τα τιμαλφή της οικογένειας από την κρύπτη και έτρεξε στα βουνά. Όταν έφυγε ο οθωμανικός στόλος, επιβιβάστηκε σε ένα αυστριακό καράβι. Ο καπετάνιος δέχτηκε να τη μεταφέρει στην Ύδρα με αντάλλαγμα όλα τα διαμαντικά και το χρυσάφι που είχε μαζί της.

 

Ο Emerson ήταν εντυπωσιασμένος από τη δύναμή της. «Δεν δάκρυσε καθόλου καθώς διηγόταν τα βάσανά της. Πήγαινε στη Σμύρνη για να συναντήσει κάποιον συγγενή της. Δεν ήξερε αν θα τον έβρισκε ζωντανό. Ήταν η τελευταία της ελπίδα. Ύστερα θάνατος».[6]

Η Ψαριανή Δέσποινα Κανάρη, η αγαπημένη σύζυγος του γενναίου πυρπολητή, είναι από τις λίγες γυναίκες που κατάφεραν να επιζήσουν από την καταστροφή του νησιού της το 1824. Δεινή κολυμβήτρια, έπεσε έγκυος στη θάλασσα κρατώντας στην αγκαλιά τα δύο νήπια παιδιά της και κολύμπησε μέχρι να επιβιβαστεί σε πλοίο που τη μετέφερε με άλλους συμπατριώτες της στην επαναστατημένη Ελλάδα, καταλήγοντας στην Αίγινα. Έκτοτε συνέχισε να συμπαραστέκεται στον Κανάρη στα εύκολα και στα δύσκολα της περιπετειώδους ζωής τους.

 

Η Δέσποινα Κανάρη με ψαριανή φορεσιά και το χαρακτηριστικό της κεφαλόδεμα. Έργο του Νικόλαου Κεσσανλή, Λάδι σε μουσαμά, 1889. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο. Αθήνα. Η Δέσποινα, το γένος Μανιάτη, ήταν συνοδοιπόρος του γενναίου ναυτικού ήδη από τον γάμο τους το 1817. Κατά την καταστροφή των Ψαρών, τον Ιούνιο του 1824, ρίχτηκε στη θάλασσα μαζί με τα μικρά παιδιά της και κατάφερε να διασωθεί κολυμπώντας. Οι γυναίκες της Επανάστασης παραμένουν άγνωστες ή στο περιθώριο των μεγάλων γεγονότων. Ελάχιστες είναι όσες κατόρθωσαν να ξεφύγουν από την ανωνυμία και να εδραιωθούν στη συλλογική μνήμη.

 

Μια άλλη γνωστή Ψαριανή, η Μαρία Μοναρχίδη, σύζυγος του επίσης Ψαριανού πλοίαρχου και πολιτικού Αναγνώστη Μοναρχίδη και κόρη του ναύαρχου των Ψαρών Νικολή Αποστόλη, ρίχτηκε στη θάλασσα με τα δυο της παιδιά, αλλά μόνο το ένα μπόρεσε να σώσει, αφού το άλλο το παρέσυραν τα κύματα. και κατέληξε και αυτή στην Αίγινα.[7]

 

Μαρία Αναγνώστη – Μοναρχίδη από τα Ψαρά. Κυρία των Τιμών της βασίλισσας Αμαλίας.

 

Αξιοθαύμαστο θάρρος έδειξαν και οι «ελεύθερες πολιορκημένες» στο Μεσολόγγι, οι οποίες, σε όλη τη διάρκεια της μακράς πολιορκίας του προπύργιου της Δυτικής Ελλάδας. βοήθησαν με κάθε τρόπο στην άμυνα: μεταφορά υλικών για τα οχυρωματικά έργα, περίθαλψη των ασθενών και τραυματιών.

Όταν μετά τον φοβερό λιμό αποφασίστηκε η ηρωική έξοδος για τις 10 Απριλίου 1826, πολλές γυναίκες ακολούθησαν ντυμένες με ανδρική ενδυμασία και κρατώντας από το ένα χέρι το σπαθί και από το άλλο οι μάνες το μωρό τους, όπως οι Μπαϊρακτάραινα, Αλεφάντω, Αγρινιώτισα, Πιτούλαινα, Λενιώ, Τασούλα Γυφτογιάνναινα (γυναίκα του Σπύρου Γυφτογιάννη) κ.ά.

Την ανδρική μεσολογγίτικη φορεσιά δεν την έβαλαν μόνο Μεσολογγίτισσες, αλλά και άλλες γυναίκες, που βρέθηκαν τότε κλεισμένες στην πολιορκημένη πόλη, όπως η υπηρέτρια του φιλέλληνα Johann Meyer, η Σάννα. Οι άοπλες μπήκαν στη μέση της φάλαγγας μαζί με τα παιδιά τους. Όσες επέζησαν από εκείνη τη νύχτα φύλαξαν τα ρούχα αυτά σαν κάτι ιερό και πολλά χρόνια αργότερα, όταν αισθάνονταν ότι πλησιάζει ο θάνατος, άφηναν παραγγελιά στους δικούς τους να τις θάψουν με την ανδρική φορεσιά του Μεσολογγίου. Είναι γνωστή η ιστορία της Γυφτογιάνναινας, που φύλαγε στο σεντούκι της τη χρυσοκέντητη ανδρική φορεσιά και την ξαναφόρεσε το καλοκαίρι του 1880 στην έξοδό της από αυτή τη ζωή.[8] Και πόσες άλλες που η ιστορία δεν διέσωσε το όνομά τους.

Οι γυναίκες της Πελοποννήσου μετά την εκστρατεία του Ιμπραήμ το 1825 που λεηλάτησε τον τόπο, προκαλούν αισθήματα συγκίνησης και θαυμασμού στον Αυστριακό διπλωμάτη και ιστορικό Anton Prokesch von Osten για το κουράγιο που έδειχναν και την ψυχική δύναμη να συνεχίσουν τη ζωή τους και να στηρίξουν τις ίδιες και τις οικογένειές τους. Τον Σεπτέμβριο του 1825 έγραφε από το Ναύπλιο, όπου βρισκόταν τότε:

 

Κάτω από το παράθυρό μου είναι γεμάτος ο χώρος με γυναίκες και παιδιά από την Ήλιδα και τη Λακωνία που έχουν χάσει τους άνδρες και τους πατεράδες τους ήδη την άνοιξη ή πριν από λίγες βδομάδες κατά την εκστρατεία του Ιμπραήμ στη Γαστούνη και την Πάτρα ή σ’ εκείνη την περιοχή του Μυστρά. Είναι το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, είναι αίσθημα χρέους. δεν το ξέρω – αλλά είναι μια μεγάλη δύναμη που κρατάει αυτές τις δύστυχες γυναίκες και μάνες όρθιες μέσα στη μιζέρια τους. Εγώ στη θέση τους θα σκεπαζόμουν με το πανωφόρι μου και θα πέθαινα.[9]

 

Anton von Prokesch- Osten (Άντον Πρόκες φον Όστεν, 1795 – 1876), αυστριακός συνταγματάρχης, διπλωμάτης και συγγραφέας. Λιθογραφία του Josef Kriehuber, 1855.

 

Η καθημερινότητα στην ύπαιθρο

 

Εκτός από τις ξεριζωμένες, τις χήρες και τα ορφανά, οι συνθήκες ήταν εξαιρετικά δύσκολες για όλες τις γυναίκες του απλού λαού. Εξαρτημένες ολοκληρωτικά από τους άνδρες, η καθημερινότητά τους κυλούσε γεμάτη με πολλές υποχρεώσεις και λίγα δικαιώματα. Ο Αμερικανός φιλέλληνας γιατρός Samuel Gridley Howe, από τις ευγενέστερες μορφές του φιλελληνισμού, που ήλθε στην Ελλάδα στις αρχές του 1825 και πολέμησε εθελοντικά δίπλα στους επαναστατημένους Έλληνες, μεταφέρει στο ημερολόγιό του μια χαρακτηριστική εικόνα για τις Ελληνίδες της επαναστατικής περιόδου:

 

Οι γυναίκες του λαού εργάζονται τραχύτατα. Μεταφέρουν με βαρέλια το νερό απ’ τις βρύσες, μαζεύουν ξύλα από το δάσος και εν γένει κάνουν κάθε εργασία. Τα φορτία που μεταφέρουν στους ώμους τους είναι πολλάκις τεράστια. Συνάντησα πολλές φορές γυναίκες να κρατούν το νεογνό τους στα χέρια και να φέρνουν στους ώμους φορτίο με ξύλα, που εγώ δεν θα μπορούσα να τα βαστάξω. Όσον αφορά τη μόρφωση, σπάνια έτυχε να συναντήσω γυναίκα που να ξέρει να γράφει ή να διαβάζει.[10]

 

Γυναίκες των ανώτερων τάξεων

 

Σε αντίθεση με τις γυναίκες του λαού, ξεχώρισαν για τη μόρφωση και την καλλιέργειά τους οι γυναίκες των μεγάλων οικογενειών του παροικιακού ελληνισμού. Η Ευανθία Καΐρη σε μια επιστολή προς τον αδελφό της Θεόφιλο το 1825 έγραφε εντυπωσιασμένη για τη γνωριμία της με τις γυναίκες της φαναριώτικης οικογένειας του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, που συνάντησε στην Ερμούπολη. Δηλαδή τη μητέρα Σμαράγδα, το γένος Καρατζά, και τις κόρες της Ελένη, Ευφροσύνη και Αικατερίνη. Στη σεμνή και μετριόφρονα Ευανθία έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση η ευγένεια, η καλή ανατροφή και η ευπροσηγορία τους, μολονότι τις περίμενε λόγω της ευγενούς καταγωγής τους πολύ διαφορετικές, με «υψηλόφρονα» συμπεριφορά.[11]

Παραμένοντας στην οικογένεια αυτή και στις αδελφές του Μαυροκορδάτου, ο οποίος διαδραμάτισε πολύ σημαντικό ρόλο στην επαναστατική περίοδο και στα πρώτα χρόνια του ελεύθερου βίου της χώρας, θα ασχοληθούμε περισσότερο με την Αικατερίνη (1800-1871),[12] η οποία ξεχώρισε ιδιαίτερα.

Παντρεμένη από το 1826 με τον Μεσολογγίτη πολιτικό και ιστορικό Σπυρίδωνα Τρικούπη, υπήρξε πρότυπο συζύγου, μητέρας και οικοδέσποινας, στον κατ’ εξοχήν δηλαδή γυναικείο ρόλο. Υπήρξε μια σημαντική γυναικεία παρουσία και διακρινόταν για την ξεχωριστή της μόρφωση, ευγένεια και χάρη. Ο Νικόλαος Δραγούμης, γοητευμένος από την παρουσία της, τη μνημονεύει ιδιαίτερα στις αναμνήσεις του, όπου δεν κρύβει τον θαυμασμό του:

 

Εξείχε δε πασών των δεσποινών κατά τε το κάλλος, το αξιοπρεπές του ήθους και την ευγένειαν των τρόπων ή οικοδέσποινα, ήτις γόνος ούσα του αρχαιοτάτου των σωζομένων αριστοκρατικών οίκων της Κωνσταντινουπόλεως, τού των Μαυροκορδάτων, και τυχούσα ελευθερίου αγωγής, διδαχθείσα δε και παρά του ανδρός τον προς την ελευθερίαν και ισότητα έρωτα, διέπρεπε επί ευπροσηγορία. Τοσούτω δε είλκυε το σέβας και την αγάπην, ώστε εις τον οίκον αύτης, ως εις ανάπαυλαν πόνων και ταλαιπωριών, συνήρχοντο οι έγκριτοι των χρόνων εκείνων, οίοι Κουντουριώτης, Ζαΐμης, Μαυρομιχάλαι, Μιαούλης, Κλονάρης, Ζωγράφος και άλλοι. Και είδους ευπρέπεια και σχήματος σωφροσύνη και ήθων αυστηρότης και προαίρεσις φιλάνθρωπος και λόγου σειρήν και χάρις εγοήτευον και παρεμύθουν. Ει δε και είχεν ακάματον την γλώσσαν, ουδέποτε λέξις άτοπος εξέφυγε τα χείλη αύτης, αλλά και τα μη προσήκοντα ουδέποτε ηνέχθη ν’ ακούση.

Η γυνή, ήκουσα πολλάκις λέγοντας τους πολλούς, ρέει απαλή ως το ύδωρ, όπερ, διαρρήξαν άπαξ τον φραγμόν, κατακυλίεται, ούδε δύναται πλέον να επιστρέψει. Εις της ωραίας ταύτης μεταφορας την έννοιαν εβάθυνεν είπερ τις και άλλη εκείνη· όθεν και ενταύθα κει εν τη δυτική Ευρώπη, όπου διέτριψε πολυετώς μετά του συζύγου, αντιπροσώπου της Ελλάδος, απέλαυεν εξαιρέτου αγάπης και τιμής.[13]

 

Προσωπογραφία της Ελένης Λαζάρου Κουντουριώτη. Ελαιογραφία σε μουσαμά, πιθανώς του Διονύσιου Τσόκου. Ιστορική οικία Λαζάρου Κουντουριώτη, Ύδρα.

 

Οι λόγιες γυναίκες

 

Η καλλιέργεια και οι καλοί τρόποι ήταν βασικό στοιχείο της ανατροφής για τις γυναίκες των ανωτέρων τάξεων, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι μπορούσαν να κυκλοφορούν ελεύθερα έξω από το σπίτι και να έχουν κάποια δημιουργική ασχολία που ξέφευγε από τον παραδοσιακό τους ρόλο.

Στις εξαιρέσεις ανήκει η Ζακυνθινή λογία και φεμινίστρια της εποχής Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου (1800-1832), μια γυναίκα με πνευματικές ανησυχίες και αναζητήσεις, που ασφυκτιούσε από τους περιορισμούς της εποχής και της κοινωνικής της τάξης. Γόνος και από τους δύο της γονείς αριστοκρατικών οικογενειών του νησιού, είχε από μικρή ξεχωριστή κλίση για τα γράμματα. Διδάχθηκε περιορισμένη κατ’ οίκον από τρεις κληρικούς τα στοιχειώδη γράμματα, ενώ παράλληλα με αυτομόρφωση έμαθε αρχαία ελληνικά, ιταλικά και γαλλικά.

 

Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου (περ. 1832). Λάδι σε μουσαμά, 88 x 68,5 εκ. έργο του Νικόλαου Καντούνη (1768-1834). Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου, Αθήνα.

 

Στη συντομότατη ζωή της έγραψε 22 θεατρικά έργα, διαλόγους και μεταφράσεις. Επιθυμία της ήταν να μην παντρευτεί και να αφοσιωθεί στη μελέτη και στη συγγραφή. Υποκύπτοντας στις αντιρρήσεις της οικογένειάς της, αναγκάστηκε να παντρευτεί το 1831, αλλά πέθανε λίγο μετά τη γέννηση του γιου της. Η αυτοβιογραφία της, που ολοκληρώθηκε το 1831, αλλά βρέθηκε μισόν αιώνα αργότερα από τον γιο της, ο οποίος και φρόντισε για την έκδοσή της με

επεμβάσεις στο κείμενο, αποκαλύπτει το «βάρβαρον ήθος της Ζακύνθου, όπου βαστά ταις κοπέλλαις κλεισμέναις».[14] Το συγγραφικό της έργο είναι η «αόρατη» γυναικεία γραφή, όπως πολύ εύστοχα έχουν χαρακτηριστεί οι περιπτώσεις αυτών των γυναικών δημιουργών.[15] Στην αυτοβιογραφία της αναφέρεται και στην έκρηξη της Επανάστασης του 1821, όταν ήταν μόλις 21 ετών:

 

Εις τούτον τον καιρόν, δηλαδή τη 25 Μαρτίου 1821, την ημέραν του Ευαγγελισμού, έρχεται ο ποτέ διδάσκαλος μου Θεοδόσιος Δημάδης, και μας κάμνει γνωστόν με πολλήν του χαράν πώς οι Γραικοί ανήγειραν τα όπλα εναντίον των Οθωμανών. […] Εγώ εις τα λόγια του άκουσα το αίμα μου να ζεσταίνει, επεθύμησα από καρδίας να ήθελεν μπορώ να ζωστώ άρματα, επεθύμησα από καρδίας να ήθελε μπορώ να τρέξω διά να δώσω βοήθειαν εις ανθρώπους, όπου δι’ άλλο – καθώς εφαίνετο – δεν επολεμούσαν, παρά διά θρησκείαν και διά πατρίδα και διά εκείνην την ποθητήν ελευθερίαν, ή οποία, καλώς μεταχειριζόμενη, συνηθά να προξενεί την αθανασίαν, την δόξαν, την εϋτυχίαν των λαών. Επεθύμησα, είπα από καρδίας, αλλά εκοίταξα τους τοίχους του σπιτιού, όπου με εκρατούσαν κλεισμένην, εκοίταξα τα μακρά φορέματα της γυναικείας  σκλαβιάς και ενθυμήθηκα πώς είμαι γυναίκα, και περιπλέον γυναίκα Ζακυνθία, και αναστέναξα, αλλά δεν έλειψα όμως από το να παρακαλέσω τον Ουρανόν διά να ήθελε τους βοηθήσει να νικήσουν, και τοιούτης λογής να αξιωθώ και εγώ η ταλαίπωρος, να ιδώ εις την Ελλάδα επιστρεμμένην την ελευθερίαν και, μαζί με αυτήν, επιστρεμμένας εις τας καθέδρας τους τας σεμνάς Μούσας, από τας οποίας η τυραννία των Τούρκων τόσον και τόσον καιρόν τας εκρατούσε διωγμένας […].

 

Έναν χρόνο μεγαλύτερή της ήταν η Ευανθία Καΐρη (1799-1866)[16] από την Άνδρο, η οποία αποτελεί μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση. Είναι η γυναίκα λογία της εποχής, που, αντίθετα με τη Μουτζάν-Μαρτινέγκου, το έργο της όχι μόνο δημοσιεύθηκε και τιμήθηκε εν ζωή, αλλά και η ίδια ενθαρρύνθηκε και υποστηρίχθηκε από το οικογενειακό της περιβάλλον. Ανήκε σε αρχοντική οικογένεια της Άνδρου με μακρά ιστορική παράδοση και από τους δυο γονείς. Κόρη του Νικόλαου, προκρίτου του νησιού, και της Ασημίνας, το γένος Καμπάνη ή Καμπανάκη, και νεότερη από έξι μεγαλύτερα αδέλφια της, η ζωή της συνδέθηκε άρρηκτα με τον αδελφό της Θεόφιλο (1784-1853), από τον οποίο επηρεάστηκε βαθύτατα.

Το 1812, ο Θεόφιλος, που τότε δίδασκε στην Ακαδημία των Κυδωνιών, πήρε μαζί του την 13χρονη Ευανθία, για την οποία άρχιζε μια νέα εποχή σ’ ένα πρωτόγνωρο γι’ αυτήν περιβάλλον – εκπαιδευτικό, κοινωνικό και οικονομικό – όπου πέρασε τα εφηβικά και τα πρώτα νεανικά της χρόνια και έλαβε μια εξαιρετική μόρφωση, όχι συνήθη για τις γυναίκες της εποχής της. Μαθήτρια του αδελφού της, με παράλληλη κατ’ οίκον διδασκαλία γαλλικών και ιταλικών.

Έχοντας στη διάθεσή της μια πλούσια βιβλιοθήκη, μελέτησε τις νεωτερικές ιδέες του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού διευρύνοντας της σκέψη της. Αργότερα δίδαξε στο παρθεναγωγείο των Κυδωνιών και ανέπτυξε πλούσιο μεταφραστικό έργο. Η πνευματική της εξέλιξη συμβάδιζε με την εξωτερική της εμφάνιση, αλλά και με μία υπερβολική συστολή λόγω του θρησκευόμενου οικογενειακού περιβάλλοντος (τρία αδέλφια της ήταν ιερείς και μοναχοί) που θα τη χαρακτηρίζει σε όλη της τη ζωή, μολονότι συναναστρεφόταν και αλληλογραφούσε με πολύ σημαντικούς ανθρώπους, μεταξύ των οποίων και ο Κοραής, ο οποίος επίσης την επηρέασε.

Η έκρηξη της Επανάστασης έφερε τα δύο αδέλφια στην Άνδρο, όπου ο μυημένος στη Φιλική Εταιρεία Θεόφιλος σήκωσε στις 10 Μαΐου 1821 την επαναστατική σημαία. Λόγω της πολύπλευρης συμμετοχής του στον Αγώνα, η Ευανθία από το 1824 εγκαταστάθηκε στην Ερμούπολη κοντά στον αδελφό της Δημήτριο, ασχολούμενο με το εμπόριο, όπου παρέμεινε μέχρι το 1839 παραδίδοντας μαθήματα σε κορίτσια. Είναι τα χρόνια που δημιουργείτο η πόλη από τους πρόσφυγες και που σταδιακά μετατρεπόταν σε ένα ακμαίο οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο.

Η Ευανθία παράλληλα παρακολουθούσε την πορεία της Επανάστασης επηρεασμένη από την ενεργό συμμετοχή του αδελφού της Θεόφιλου, με τον οποίο αλληλογραφούσε συχνά. Τον Απρίλιο του 1825, καθώς η Επανάσταση φυλλορρούσε λόγω της εισβολής του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο απηύθυνε δημόσια επιστολή-έκκληση (στα ελληνικά και γαλλικά) προς τις Ελληνίδες και φιλελληνίδες, που τυπώθηκε στο ελληνικό τυπογραφείο της Ύδρας και το 1826 μεταφράστηκε στα αγγλικά. Με την επιστολή της αυτή η Ευανθία πήρε δημόσια θέση και, χρησιμοποιώντας σκληρή γλώσσα και έντονο και καταγγελτικό ύφος, επιδίωξε την ευαισθητοποίηση των γυναικών, προκειμένου να εγκαταλείψουν οι ευρωπαϊκές Δυνάμεις την ουδετερότητά τους και να πάρουν θέση υπέρ του δίκαιου ελληνικού Αγώνα. Η έκκληση είχε μεγάλη ανταπόκριση, όπως τουλάχιστον διαπιστώνεται από τις απαντήσεις συμπαράστασης και τις αποστολές βοήθειας πολλών γυναικών της Ευρώπης και της Αμερικής, οι οποίες φανερά συγκινημένες κινητοποιήθηκαν.[17] Στην Ευανθία αποδίδεται και η έκκληση προς τις φιλελληνίδες της Αμερικής που απηύθυναν στις 13 Αυγούστου 1828 οι Κυδωνιάτισσες πάροικοι στη Σύρο, και η οποία δημοσιεύθηκε στη Γενική Εφημερίδα.[18] Με τις δυναμικές της παρεμβάσεις, η Ευανθία εκδήλωνε δημόσια τα πατριωτικά της αισθήματα και αγωνιζόταν με τον δικό της τρόπο για την Επανάσταση. Δεν αγωνίστηκε στα πεδία των μαχών, αλλά με τη γραφίδα της έδωσε το δικό της παρών για την αγωνιζόμενη πατρίδα της.

 

«Αποχαιρετισμός στο Σούνιο». Ελαιογραφία του Θεόδωρου Βρυζάκη, 1863. Αθήνα, Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου. Το έργο εκφράζει μια από τις πιο ενδιαφέρουσες πλευρές στη θεματογραφία του Θεόδωρου Βρυζάκη, την προσπάθειά του να δώσει την Ελληνική Επανάσταση μέσα από το δράμα και τους καημούς των απλών ανθρώπων. Στο έργο αυτό οι ανθρώπινες μορφές αποδίδονται σε πρώτο επίπεδο και το τοπίο εμφανίζεται απέραντο στο βάθος. Η παράσταση αναφέρεται στον αποχαιρετισμό του πολεμιστή και τον αποχωρισμό του από την αγαπημένη του, ένα θέμα που απαντά συχνά στα έργα τέχνης. Η ατμόσφαιρα συνολικά δεν παραπέμπει βέβαια σε αποχωρισμό. Στον αποχωρισμό παραπέμπει μόνο το θεατρικό αγκάλιασμα των δύο νέων.

 

Το 1826, η πτώση του Μεσολογγίου, του προπύργιου της επαναστατημένης Ελλάδας, συγκίνησε την κοινή γνώμη και αναζωπύρωσε το φιλελληνικό κίνημα. Το γεγονός αυτό δεν άφησε ανεπηρέαστη την 27χρονη τότε και πνευματικά ώριμη Ευανθία, που συνέθεσε το τρίπρακτο δράμα Νικήρατος, αφιερωμένο στις θυσιασθείσες Ελληνίδες, και το τύπωσε τον ίδιο χρόνο στο Ναύπλιο. Γραμμένο από γυναίκα για γυναίκες, σφραγίζει τη θηλυκή γενναιότητα και παράλληλα επικρίνει τη διχόνοια των Ελλήνων.

 

Σκηνή από τις τελευταίες στιγμές του Μεσολογγίου. Μεσολογγίτισσα έχει σκοτώσει το παιδί της, τον Τούρκο που αποπειράθηκε να τη βιάσει και ετοιμάζεται να αυτοκτονήσει. Ελαιογραφία του François-Émile de Lansac, 1827. Πινακοθήκη Δήμου Μεσολογγίου.

 

Είναι το πρώτο γυναικείο θεατρικό έργο της νεότερης Ελλάδας και πρωτοπαίχτηκε το 1826 στην Ερμούπολη από μια ομάδα ερασιτεχνών, αποτελώντας την πρώτη θεατρική παράσταση στη νεοϊδρυθείσα πόλη. Ο πρωταγωνιστής Νικήρατος είναι ο πρόκριτος του Μεσολογγίου Χρήστος Καψάλης (1751-1826), που, ως γνωστό, το βράδυ της ηρωικής Εξόδου ανατίναξε την πυριτιδαποθήκη στην οποία είχαν καταφύγει άρρωστοι και γυναικόπαιδα. Με την παροιμιώδη μετριοφροσύνη της, η Ευανθία το εξέδωσε ανώνυμα («ύπό Έλληνίδος τινός συντεθέν») και δημοσίευσε επιστολή αντί προλόγου, αναφερόμενη στους λόγους που την ώθησαν να γράψει: «ήτο αδύνατον να εφησυχάσω αν δεν αποφάσιζα να εκθέσω εγγράφως όσα ενόμιζα ότι έβλεπα και ήκουα».

Η υποδοχή του έργου ήταν πολύ θετική και δέχτηκε πολύ επαινετικά σχόλια. Ο Φαναριώτης ποιητής Αλέξανδρος Σούτσος (1803-1863), εξέχουσα μορφή του ελληνικού ρομαντισμού, που ενθουσιάστηκε από την παράσταση, εντυπωσιάστηκε ακόμη περισσότερο από τη σεμνότητα της Ευανθίας όταν την επισκέφθηκε στο σπίτι της, όπου τότε βρισκόταν και ο Θεόφιλος:

 

Εισερχόμενος εις την οικίαν ταύτην είδον κατά πρώτην φοράν την Ευανθίαν, νέαν ταπεινόφρονα, συναινούσα τα θέλγητρα της ωραιότητος με εκείνα της μορφώσεως. Την συνεχάρην διά την επιτυχή έκβασιν του «Νικηράτου». Γεμάτος από ενθουσιασμόν διά τα φυσικά της προτερήματα, ετόλμησα να εκφράσω την επιθυμίαν να ακούσω να απαγγέλλη η ίδια ένα απόσπασμα του δράματος.

 

Το 1839, η Ευανθία επέστρεψε οριστικά στην Άνδρο και έζησε εκεί μέχρι τον θάνατό της (1866). Στα χρόνια της Άνδρου, η Ευανθία δοκίμασε την ανείπωτη πικρία λόγω των γνωστών διώξεων του αγαπημένου της αδελφού και μέντορά της Θεόφιλου, οφειλόμενων στο φιλοσοφικό του σύστημα «θεοσέβεια».

Τον Θεόφιλο θεωρούσε ως «την μόνην παρηγορίαν και την μόνην χαράν, την οποίαν εις τούτον τον κόσμον έχω».[19] Ο θάνατός του τον Ιανουάριο του 1853 στις φυλακές της Σύρου και η βάρβαρη συμπεριφορά προς τον νεκρό, αλλά και όλοι οι διωγμοί που είχε μέχρι τότε δεχθεί, πίκραναν αφάνταστα την Ευανθία, η οποία έκτοτε απομονώθηκε ακόμη περισσότερο. Από τη δημοσιευμένη από τον Δημήτρη Πολέμη επιστολογραφία της, αποκαλύπτεται ένας πολύ ευαίσθητος άνθρωπος, μια ρομαντική και εύθραυστη ψυχή, με λεπτά αισθήματα, που την ενίσχυε η εσωστρέφειά της. Η Ευανθία πέθανε στις 8 Αυγούστου 1866 και τάφηκε χωρίς θρησκευτική τελετή.

Όπως η Ευανθία, με το διδασκαλικό έργο ασχολήθηκαν και ορισμένες άλλες γυναίκες, πολύ μικρότερης εμβέλειας όμως, που βρέθηκαν ως πρόσφυγες στην Ελλάδα στα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια και, κινούμενες από βιοποριστικούς κυρίως λόγους, βγήκαν από την οικογενειακή σφαίρα για να εργαστούν στον δημόσιο βίο.

Η Ελένη Δανέζη, πάροικος από τα Χανιά της Κρήτης, είχε διδαχθεί την αλληλοδιδακτική μέθοδο στα Κύθηρα, όπου επίσης δίδασκε γύρω στα 1826. Αργότερα, το 1828, ίδρυσε στο Ναύπλιο το πρώτο στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος αλληλοδιδακτικό σχολείο θηλέων με οργανισμό, όπου δίδασκε με την ανιψιά της Αργυρούλα Χαραλάμπους. και το ονόμασε «Γυναικεία Σχολή».[20]

Επίσης από την Κρήτη ήταν η Μαρία Παπα-Χατσή Παναγ. Φανδρίδη, μητέρα του αλληλοδιδασκάλου Νικόλαου Φανδρίδη, η οποία τον ίδιο χρόνο ίδρυσε στο Άργος το «ιδιαίτερο» (ιδιωτικό) σχολείο «Παρθεναγωγείον Άργους», όπου δίδασκε με την κόρη της, αμειβόμενες από τους γονείς των μαθητριών τους.[21]

Στην Ερμούπολη, αναπτυσσόμενο αστικό κέντρο, είναι γνωστές οι επίσης Κρητικές δασκάλες Αναστασία Ελευθερίου-Μαγκάκη (σύζυγος του δασκάλου Εμμανουήλ Μαγκάκη) και Ελένη Ελευθερίου οι οποίες δίδασκαν στο σχολείο θηλέων που είχε ιδρύσει ο Γερμανός μισσιονάριος Christian Ludwig Korck, μέλος της ιεραποστολής της Church Missionary Society. Η μεν πρώτη απασχολείτο στη διδασκαλία μαθημάτων και η δεύτερη εργόχειρων. Σε ένα δεύτερο ιδιωτικό παρθεναγωγείο της Ερμούπολης δίδασκαν δύο δασκάλες από τις Κυδωνιές, η Αικατερίνη Ζωντανού και η Μαρία Δημητρίου.[22]

Η προσφυγική καταγωγή των διδασκαλισσών δεν ήταν τυχαία, αφού το διδασκαλικό επάγγελμα, δηλαδή η παράδοση μαθημάτων σε κορίτσια, ήταν ο μόνος τρόπος βιοπορισμού για τις γυναίκες που διέθεταν κάποια στοιχειώδη μόρφωση.

Χαρακτηριστικό επίσης για τις νοοτροπίες της εποχής σε ό,τι αφορά τη γυναικεία εκπαίδευση είναι ότι τα ποσοστά φοίτησης των κοριτσιών ήταν πολύ πιο χαμηλά σε σύγκριση με των αγοριών λόγω της επιφυλακτικής θέσης των γονέων και της έλλειψης οικονομικών πόρων, μολονότι από την αρχή του Αγώνα η Πελοποννησιακή Γερουσία στην προκήρυξή της στις 27 Απριλίου 1822 καλούσε τους γονείς να μην αμελούν την παιδεία των τέκνων τους, «αρρένων τε και θηλέων».[23]

 

Η μητρική φροντίδα

 

Ελισάβετ Υψηλάντη, η μητέρα του Αλέξανδρου.

Από τις ευγενέστερες γυναικείες μορφές του Εικοσιένα είναι η πριγκίπισσα Ελισάβετ Υψηλάντη,[24] της γνωστής και ισχυρής φαναριώτικης οικογένειας, μητέρα των πρωτεργατών της Επανάστασης, Αλέξανδρου, Νικόλαου, Γεωργίου και Δημητρίου. Με τις ευλογίες της, οι γιοι της μυήθηκαν στη Φιλική Εταιρεία, στο σπίτι τους στο Κισινόφ της Βεσσαραβίας (πρωτεύουσα της Μολδαβίας), όπου γίνονταν οι μυστικές συγκεντρώσεις της Εταιρείας κα όταν το 1821 αναχώρησαν από εκεί, τους έδωσε την ευχή της και στη συνέχεια προσέφερε όλη την περιουσία της οικογένειας στον Αγώνα.

Έζησε την τραγωδία της φυλάκισης των τριών μεγαλύτερων γιων της και στη συνέχεια του θανάτου τους. Και παράλληλα αποχωρίστηκε και τον νεότερο τον Δημήτριο, όταν κατέβηκε στην επαναστατημένη Ελλάδα ως αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας.

Οι αδελφοί Αλέξανδρος, Νικόλαος και Γεώργιος Υψηλάντη, μετά την αποτυχημένη επανάσταση στη Μολδοβλαχία, συνελήφθησαν από την αυστριακή αστυνομία και έμειναν αρχικά φυλακισμένοι και απομονωμένοι για δύο χρόνια στο υγρό φρούριο του Μούνκατς της Ουγγαρίας.

Η δημοσιευμένη από τον Πολυχρόνη Ενεπεκίδη αλληλογραφία της Ελισάβετ με τους γιους της[25] είναι πολύ συγκινητική και αποκαλύπτει μια πολύ δεμένη οικογένεια, με πατριωτικά και γενναιόψυχα συναισθήματα. Ο Αλέξανδρος άρχιζε τα γράμματά του με τη φράση: «Της αγαπημένης μου μητέρας ασπάζομαι την χείρα».

Ο καγκελάριος της Αυστρίας Klemens von Metternich είχε υποχρεώσει τους τρεις αδελφούς Υψηλάντη και τους συντρόφους τους να επιβαρυνθούν οι ίδιοι με τα έξοδα της συντήρησής τους. Από το Κισινόφ η μητέρα τους φρόντιζε για την αποστολή των εμβασμάτων με πολύ κόπο, γιατί τα εισοδήματα της οικογένειας συνεχώς ελαττώνονταν. Η επιστολή της στις 16 Ιουλίου 1822 είναι από τις συγκινητικότερες και δείχνουν τα συναισθήματα της ηρωικής αυτής μητέρας και γυναίκας:

 

Πολυαγαπημένα μου παιδιά, Αλέξανδρε, Γεώργιε και Νικόλαε, σας αγκαλιάζω μητρικά και σας δίνω την ευλογία μου μέσα από την ψυχή μου. Έλαβα το γράμμα σας διά μέσου του υπουργείου και έτσι έμαθα ότι είσθε καλά στην υγειά σας. Εδόξαζα τον Θεόν και παρακαλούσα με τα δάκρυα στα μάτια την θεία πρόνοια και ευσπλαχνία να σας έχη και εις το μέλλον υπό την σκέπη της και να σας χαρίζη πλήρη υγειά. Δόξα τω Θεώ και ημείς όλοι είμεθα στην υγειά μας καλά, το πόσο όμως υποφέρει η ψυχή μου που είσθε μάκρυά μου, αυτό αφήνω σεις να το κρίνετε.

Εδώ και πολύν καιρό προσπαθώ, παιδία μου, να μαζέψω μερικά δουκάτα για να σας τα στείλω, επειδή γνωρίζω πόσο πρέπει να υποφέρετε την έλλειψι χρημάτων. Με πολύν κόπον δανείσθηκα 1.000 δουκάτα και σας τα στέλνω μαζί με την παρούσα στην διεύθυνσι της Α. Εξοχότητας του κόμιτος [Μπελλεγκάρντε], όπως έκαμα και στην προηγούμενη αποστολή. Μόλις τα πάρετε να μου γράψετε, καθώς και για την καλή σας υγεία για την οποία είμαι πολύ στενοχωρημένη. Σας εξορκίζω στην αγάπη μας να φροντίζετε όσον το δυνατόν για την υγεία σας, για να είναι ήσυχη η λυπημένη σας μητέρα που σας αγκαλιάζει και σας φιλεί και σας ευλογεί άπ’ όλην της την ψυχή.

Υ.Γ. Για κείνο που μου γράφεις, αγαπητέ Αλέξανδρε, το τελείωσα κατά την επιθυμία σου. Σας ευλογώ και πάλι μέσα από την καρδιά μου και σε αγκαλιάζω μαζί με τα δύο άλλα αγαπημένα μου παιδιά. Δεν ξέρω τι να σας γράψω. Η λύπη μου και η ανυπομονησία μου δεν θα σας είναι βέβαια άγνωστος. Ας με ευσπλαχνισθή ο πανάγαθος Θεός και ας μου δώση την χάρι να σας σφίξω στη μητρική μου αγκαλιά, και το περίμενω από την άπειρη φιλευσπλαχνία του, γιατί ποτέ δεν μου αρνήθηκε αυτό για το οποίον τον παρεκάλεσα με δάκρυα στα μάτια. Παρηγοριά μου θα είναι αν προσέξετε και δεν καταστρέψετε την υγεία σας με στενοχώριες.[26]

 

Ο ιερολοχίτης Νικόλαος έγραφε στη μητέρα του: «Τι συμβαίνει λοιπόν σεβαστή μας μητέρα; Εξέχασες εντελώς τον χαρακτηρα των παιδιών σου; Εξέχασες λοιπόν ότι από τρυφεράς ηλικίας είχαμε συνηθίσει στην καρτερικότητα;». Και άλλοτε ο Γεώργιος: «[…] μπορείτε να καταλάβετε πόσον με καταβάλλει ψυχικά ο μακροχρόνιος χωρισμός από σας. Όμως υπομένω τα πάντα κατά τας διαταγάς σας με καρτερίαν. Αν θα ήτο δυνατόν μόνον το θάρρος το ανθρώπου να είναι τόσον μεγάλο, διά να μπορή να υπομένη τον χωρισμόν από μίαν τόσον καλήν μητέρα».[27]

Η τύχη των αδελφών Υψηλάντη είναι γνωστή. Η μητέρα Ελισάβετ έζησε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής της σε μεγάλη στέρηση έχοντας χάσει την περιουσία τους, μετά τη δήμευσή της από τον τσάρο. Πέθανε πάμφτωχη το 1866. Στη νεκρολογία της που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Αλήθεια, επισημαίνεται η αυταπάρνηση της μητέρας όταν αποχωρίστηκε και τον νεότερο γιο της, τον Δημήτριο, για να κατέβει στην επαναστατημένη Ελλάδα ως αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας: «Όταν είναι να ελευθερωθή η Ελλάς από την αποστολήν και αυτού του παιδιού μου, που μ’ έμεινε, στερούμαι και αυτό· ας υπάγη με την ευχή μου!».[28]

Μία άλλη υποδειγματική μητέρα είναι η καπετάνισσα Δόμνα Βισβίζη (1783-1850)[29] από την Αίνο της Ανατολικής Θράκης, κόρη πλούσιου γαιοκτήμονα και παντρεμένη από το 1808 με τον πλούσιο συμπατριώτη της πλοιοκτήτη Χατζη-Αντώνη Βισβίζη. Ο Βισβίζης, ένθερμος πατριώτης, μετά την έκρηξη της Επανάστασης έλαβε μέρος στον ναυτικό Αγώνα με το βρίκι του «Καλομοίρα», στο οποίο επιβιβάστηκαν επίσης η Δόμνα και τα πέντε ανήλικα παιδιά τους. Θεωρώντας την απελευθέρωση της πατρίδας οικογενειακή υπόθεση και διαποτίζοντας παράλληλα τις τρυφερές παιδικές ψυχές με την αγάπη για την πατρίδα και την ελευθερία.

Όταν στις αρχές του 1822 ο Βισβίζης έχασε τη ζωή του στη διάρκεια ναυτικής επιχείρησης στον Εύριπο, ανέλαβε η Δόμνα, δείχνοντας απίστευτο θάρρος και ηρωισμό. Οι συνθήκες δεν της επέτρεψαν να λυγίσει και διέταξε να μεταφέρουν το νεκρό σώμα του άντρα της στο αμπάρι για να τον θρηνήσουν τα παιδιά της, ενώ η ίδια, μαζί με τον υπαρχηγό του πλοίου καπετάν Σταυρή, συνέχισε παίρνοντας αμέσως το τιμόνι.

Η δυναμική καπετάνισσα, χωρίς να προλάβει καν να πενθήσει τον σύζυγό της, συνέχισε επί σχεδόν μία τριετία, ξοδεύοντας όλη της την περιουσία για τα πολεμοφόδια και τη συντήρηση του πλοίου. Συμμετείχε στις πολεμικές επιχειρήσεις στα παράλια της Εύβοιας και της Στερεάς. Χάρη στην τόλμη και στη γενναιότητά της, στη σύνεση και στη συγκροτημένη της προσωπικότητα, στον δυναμισμό και στην επιβλητική παρουσία της, αναδείχθηκε σε μία από τις σημαντικότερες γυναικείες μορφές του Αγώνα. Ενέπνεε εμπιστοσύνη και σεβασμό όχι μόνο στους ναύτες και συμπολεμιστές της, αλλά προκαλούσε και τον θαυμασμό των αρχηγών τους, οι οποίοι μάλιστα για την επίλυση τωνδιαφορών τους επέλεγαν το πλοίο της ως φιλικό έδαφος. Το «Καλομοίρα» επίσης χρησίμευε ως κυβερνείο και ανώτατο στρατηγείο του Αρείου Πάγου, της πολιτικής αρχής της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος.

Όταν οι οικονομικοί πόροι της Δόμνας τελείωσαν και το πλοίο είχε υποστεί πλέον μεγάλη ζημιά, αναγκάστηκε να το παραχωρήσει τον Σεπτέμβριο του 1824 στην τοπική διοίκηση της Ύδρας, η οποία το μετέτρεψε σε πυρπολικό.

Έκτοτε η ένδοξη αυτή γυναίκα έζησε με μεγάλη ανέχεια, έχοντας προσφέρει όλη της την περιουσία στον Αγώνα και χωρίς να εισπράξει απολύτως τίποτα παρά τις αλλεπάλληλες εκκλήσεις της τόσο στις επαναστατικές διοικήσεις όσο και στην ελεύθερη πολιτεία. Μετά την παράδοση του πλοίου της, εγκαταστάθηκε αρχικά στο Ναύπλιο και μετά στην Ερμούπολη της Σύρου, πάμπτωχη και εγκαταλειμμένη, προσπαθώντας να αντιπαλέψει ολομόναχη με επίδοξους καλοθελητές που εκμεταλλεύονταν την αδυναμία και την πενία της υποσχόμενοι βοήθεια. Παρ’ όλα αυτά, δεν έχασε την αξιοπρέπεια και την εμπιστοσύνη της στην πατρίδα. Αποδεικτικό της μεγαλοψυχίας της είναι η προσφορά της το 1827, όταν πλέον διέμενε στην Ερμούπολη, 46 ισπανικών ταλλήρων για την ενίσχυση της προσπάθειας απελευθέρωσης της Χίου.[30]

Η Ερμούπολη ήταν τότε μια νεοσυσταθείσα πόλη που είχε δημιουργηθεί από πρόσφυγες από κάθε ελληνική γωνιά. Πρόσφυγας και η ίδια, δεν μπορούσε να μείνει ασυγκίνητη από τις προσπάθειες των Χίων για την απελευθέρωση του νησιού τους και να μην δώσει από το υστέρημά της.

Αυτό ωστόσο που κατάφερε τελικά να λάβει από την πατρίδα η καπετάνισσα ήταν να σταλεί ο γιος της Δημήτρης στη Γαλλία για σπουδές, όπως και άλλα παιδιά αγωνιστών, ως υπότροφος της Φιλανθρωπικής Εταιρείας (Φιλελληνικής Επιτροπής) του Παρισιού. Η Εταιρεία ενημέρωνε για την πρόοδό τους τον Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος από τα χρόνια της αυτοεξορίας του στη Γενεύη (έχοντας παραιτηθεί από τη θέση του υπουργού των Εξωτερικών της Ρωσίας), αλλά και αργότερα ως κυβερνήτης, έδειχνε εξαιρετικό ενδιαφέρον για τη φοίτηση και την εθνική τους διαπαιδαγώγηση μακριά από την πατρίδα.[31]

 

Η Σύρος, σχέδιο εκ του φυσικού από τον W. H. Bartlett, το 1836. Η εικόνα περιλαμβάνεται στην έκδοση: John Carne, Syria, The Holy Land, Asia Minor, &c. Illustrated. In a series of views, drawn from nature by W.H. Bartlett, William Purser, &c, London, Fisher, Son & Co., 1836-1838. Το 1827, όταν διέμενε στην Ερμούπολη, η Δόμνα Βισβίζη προσέφερε ένα σημαντικό ποσό για την ενίσχυση της προσπάθειας απελευθέρωσης της Χίου.

 

Ο Δημήτρης Βισβίζης ξεχώριζε για την επιμέλεια, την ευφυΐα και τον ζήλο για μάθηση,[32] δικαιώνοντας τους αγώνες των γονιών του. Επίσης, υπήρξε πολύ αγαπητό παιδί στους φιλελληνικούς κύκλους της γαλλικής πρωτεύουσας, που χάρη στην αρχαιολατρία τους του έδωσαν το όνομα Θεμιστοκλής, και σύντομα ανέλαβαν την προστασία του η Juliette Récamier και η δούκισσα D’ Abrantès, η οποία καυχιόταν για την ελληνική της καταγωγή. Η δε Γαλλίδα καλλιτέχνις Adélaide Tardieu φιλοτέχνησε το πορτρέτο του που το 1826 τυπώθηκε από τη Φιλελληνική Επιτροπή σε χιλιάδες δελτάρια ως αντιπροσωπευτική μορφή Ελληνόπουλου και κυκλοφόρησε σε όλη τη Γαλλία για την ενίσχυση του επαναστατικού Αγώνα των Ελλήνων.

Στο πίσω μέρος του δελταρίου είχαν τυπωθεί τα λόγια της μητέρας του, καπετάνισσας Δόμνας, όταν τον αποχαιρετούσε: «Γεια σου και μην ξεχνάς ότι ανατρέφεσαι από τη γενναιοδωρία των Γάλλων. Σαν μεγαλώσεις, ίσως εγώ δεν ζω, αλλά να εκδικηθείς τον θάνατο του πατέρα σου».[33] Ως αναγνώριση της μεγάλης προσφοράς της γνωστής άγνωστης αυτής αγωνίστριας, το 3o Γυμνάσιο Αλεξανδρούπολης έχει πάρει το όνομά της.

 

Γυναίκες Αντικομφορμίστριες

 

Αντίθετα με τη Δόμνα Βισβίζη, που ήταν χαμηλών τόνων, δύο άλλες γυναίκες κατάφεραν να ξεπεράσουν τις προκαταλήψεις της ανδροκρατούμενης εποχής, να μπουν στο προσκήνιο, να ξεχωρίσουν στη δημόσια ζωή και να εκφράσουν δημόσιο λόγο, συχνά διεκδικώντας πρωταγωνιστικό ρόλο στις εξελίξεις. Ο λόγος για τη Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα και τη Μαντώ Μαυρογένους.

Πολλά έχουν γραφεί για τη Σπετσιώτισσα κυρά, την καπετάνισσα του Εικοσιένα, για αυτή την αγέρωχη και δυναμική γυναίκα που χάρη στις ικανότητές της κατάφερε να επιβληθεί ανάμεσα στους άνδρες της εποχής της, να συμμετάσχει σε πολεμικά συμβούλια και να έχει ισότιμη γνώμη. Η καπετάνισσα Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα (1771-1825)[34] ξέφευγε από τα γυναικεία πρότυπα της εποχής της: μεγαλωμένη στη θάλασσα, από νωρίς εκδήλωσε την αγάπη της για τα πλοία και τα ταξίδια. Η μυθιστορηματική ζωή της, από τη γέννησή της ακόμη, ήταν γεμάτη περιπέτειες που σφυρηλάτησαν τον ανεξάρτητο χαρακτήρα της. Καπετάνισσα όχι μόνο στα πλοία, αλλά και στον βίο της. Η ζωή της Λασκαρίνας ήταν μια θύελλα που τη δοκίμαζε συνέχεια και ατσάλωνε τον σιδερένιο χαρακτήρα της.

 

Μπουμπουλίνα Λασκαρίνα – Ρωσική χαλκογραφία.

 

Ορφανή από πατέρα που πέθανε στις φυλακές της Κωνσταντινούπολης εξαιτίας της συμμετοχής του στα Ορλωφικά, έμεινε δύο φορές χήρα από τους συμπατριώτες της Δημήτρη Γιάννουζα (1788-1797) και Δημήτρη Μπούμπουλη (1801-1811), από τους οποίους απέκτησε συνολικά επτά παιδιά. Από το 1811, η 40χρονη Λασκαρίνα, ονομαζόμενη Μπουμπουλίνα πλέον, αφιέρωσε όλο το δυναμικό και την απίστευτη αντοχή της στην οικογένειά της και στη διατήρηση και αύξηση της τεράστιας περιουσίας της, την οποία διαχειρίστηκε με πολλή ευστροφία, ταξιδεύοντας και η ίδια με τα καράβια της.

Η περιουσία του Μπούμπουλη είχε αυξηθεί χάρη στις ευνοϊκές για την προεπαναστατική ελληνική ναυτιλία συνθήκες, όπως είχαν διαμορφωθεί κατά τους Ναπολεόντειους Πολέμους και τον αγγλογαλλικό ανταγωνισμό για την επικράτηση στη Μεσόγειο. Τα ελληνικά σιτοκάραβα ταξίδευαν παντού, έσπαγαν τους ναυτικούς αποκλεισμούς και πλούτιζαν με μεγάλο βέβαια ρίσκο, αφού είχαν επιπλέον να αντιμετωπίσουν και τον διαρκή κίνδυνο των πειρατών.

 

Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, ελαιογραφία σε μουσαμά. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα.

 

Η Μπουμπουλίνα στα προεπαναστατικά χρόνια, ευρισκόμενη στην Κωνσταντινούπολη για να διευθετήσει προσωπική της υπόθεση, παραδίδεται, χωρίς να επιβεβαιώνεται, ότι ήλθε σε επαφή με τους Φιλικούς και μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Παράλληλα την εποχή εκείνη προετοιμαζόταν για την Επανάσταση. Το 1820 ναυπήγησε στις Σπέτσες την κορβέτα «Αγαμέμνων» τη ναυαρχίδα της, ένα πλοίο 48 πήχεων, κατασκευασμένο από την αρχή για πόλεμο, με 18 κανόνια μεγάλου βεληνεκούς. Η κατασκευή του πιθανόν προξένησε τη ζήλια συμπατριωτών της, οι οποίοι την κατήγγειλαν στην Πύλη ότι ναυπηγούσε κρυφά πολεμικό πλοίο. Η ίδια, έχοντας μάθει πλέον να αντιμετωπίζει τις κακοτοπιές, δωροδόκησε τον Τούρκο απεσταλμένο και κατάφερε να το ολοκληρώσει. Πρόκειται για το πλοίο που επί Καποδίστρια εντάχθηκε στον εθνικό στόλο με το όνομα «Αι Σπέτσαι» και τον Αύγουστο του 1831 πυρπολήθηκε μαζί με τη φρεγάτα «Ελλάς» στον ναύσταθμο του Πόρου από τον Ανδρέα Μιαούλη στην έξαρση της αντικαποδιστριακής αντιπολίτευσης.[35] Στις παραμονές της Επανάστασης η Λασκαρίνα ήταν μια σημαντική προσωπικότητα στο νησί της. Χάρη στην οικονομική της δύναμη, στην ευστροφία και στην ικανότητά της να αξιοποιεί τις εκάστοτε συγκυρίες, είχε αποκτήσει περίοπτη θέση στην τοπική κοινωνία, την οποία ενίσχυσε με δεσμούς συγγένειας.

 

Ο «Αγαμέμνων» της Μπουμπουλίνας, έργο του Αντώνη Μιλάνου.

 

Οι Σπέτσες ύψωσαν την επαναστατική σημαία στις 2 προς 3 Απριλίου 1821. Ωστόσο παραδίδεται από τους βιογράφους της Μπουμπουλίνας ότι η ίδια ύψωσε στις 13 Μαρτίου τη δική της επαναστατική σημαία στο κατάρτι του πλοίου της «Αγαμέμνων» και τη χαιρέτισε με κανονιοβολισμούς.

Στον επαναστατικό Αγώνα συμμετείχαν ενεργά η ίδια και τα μεγαλύτερα παιδιά της, διαθέτοντας τα πλοία της και προσφέροντας χρήματα και πολεμοφόδια, όπως στην πολιορκία του Ναυπλίου, της Μονεμβασιάς και σε άλλες ναυτικές επιχειρήσεις. Η πρώτη και μεγαλύτερη απώλεια ήταν ο θάνατος του πρωτότοκου γιου της Γιάννου Γιάννουζα στα τέλη Απριλίου του 1821 σε μάχη έξω από το Άργος.

Η φήμη της την καθιέρωσε όχι μόνο στους συμπατριώτες της, αλλά και στους ξένους που επισκέπτονταν την Ελλάδα, οι οποίοι θαύμαζαν και ένιωθαν δέος για τη Σπετσιώτισσα αυτή χήρα και την είχαν αναγάγει σε θρυλική μορφή και εθνικό σύμβολο της ελευθερίας. Παράλληλα είχε γίνει μόδα στην Ευρώπη το ντύσιμό της (μόδα «à la Bobeline») και είχαν γίνει πολύ δημοφιλή τα γνωστά μπολερό της.

Τον Σεπτέμβριο του 1821 βρέθηκε στο στρατόπεδο του Κολοκοτρώνη στην Τρίπολη και μπήκε από τους πρώτους στην πόλη συμμετέχοντας με άλλους αρχηγούς στη λαφυραγωγία. Η συμπεριφορά της αυτή προξένησε αρνητικά σχόλια. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι η λαφυραγωγία μετά από κάποια μάχη ήταν σύνηθες φαινόμενο της εποχής και μάλιστα σημαντική πηγή μισθοδοσίας για τους στρατιώτες, όπως και για τα πληρώματα του στόλου οι λείες (πρέζες). Σε ό,τι αφορά την Μπουμπουλίνα, η ίδια κατέβαλλε τα έξοδα των πλοίων της και δεν πέθανε πλούσια.

Ο Σπυρίδων Τρικούπης, με αρκετή ψυχραιμία, θυμίζει ότι ο ελληνικός λαός αποτίνασσε έναν πολυετή και δυσβάστακτο δεσποτικό ζυγό και ο Αγώνας του γινόταν εν μέσω πολλών στερήσεων και θυσιών, με ελάχιστα μέσα, χωρίς αμοιβή και τροφή.[36] Ο πρωταγωνιστικός της ρόλος δεν την άφησε αμέτοχη στις εμφύλιες διαμάχες, κατά τις οποίες υποστήριξε τους στρατιωτικούς και τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, με τον οποίον είχε συγγενέψει μετά τον γάμο της κόρης της Ελένης Μπούμπουλη με τον Πάνο Κολοκοτρώνη. Αποτέλεσμα των εμφύλιων συγκρούσεων ήταν η δολοφονία του Πάνου (1824) και η απομάκρυνση της ίδιας από την κυβέρνηση Κουντουριώτη στις Σπέτσες. Εκεί, πικραμένη και προδομένη, έζησε τους τελευταίους μήνες της ζωής της, έχοντας ξοδέψει μεγάλο μέρος της περιουσίας της για τον Αγώνα. Η φήμη της στο εξωτερικό διατηρείτο αμείωτη και οι ξένοι που επισκέπτονταν το νησί ζητούσαν να τη συναντήσουν και να γνωρίσουν από κοντά την ατρόμητη γυναίκα του ναυτικού Αγώνα.

Το άδοξο τέλος της τον Μάιο του 1825 τη βρήκε στο σπίτι της και όχι στο πεδίο της μάχης, εξαιτίας αντιδικίας της με την οικογένεια Κούτση, με κόρη των οποίων ήταν ερωτευμένος ο γιος της Δημήτρης Γιάννουζας. Το σπίτι αυτό έχει μετατραπεί σε μουσείο από τον απόγονό της αείμνηστο Δημήτρη Δεμερτζή-Μπούμπουλη. Απόγονός της επίσης από τον μικρότερο γιο της Ιωάννη Μπούμπουλη ήταν η αγωνίστρια της Εθνικής Αντίστασης Λέλα Καραγιάννη (1898-1944), γνωστή ως η «Μπουμπουλίνα της Κατοχής».

Η άλλη αντικομφορμίστρια του Εικοσιένα, Μαντώ Μαυρογένους (1796-1840),[37] ως γυναίκα ήταν το αντίθετο της Μπουμπουλίνας: εύθραυστη ομορφιά, λεπτή και λυγερή κορμοστασιά, γεννημένη και μεγαλωμένη στο κοσμοπολίτικο περιβάλλον της Τεργέστης, με ευρωπαϊκή ανατροφή και παιδεία, γόνος αρχοντικής οικογένειας με καταγωγή από τη Μύκονο.

Στις παραμονές της Επανάστασης μετά τον αιφνίδιο θάνατο του πατέρα της Νικόλαου (ανιψιού συνονόματου ηγεμόνα της Βλαχίας), η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Τήνο. Εκεί λέγεται ότι ανέλαβε την εκπαίδευση της Μαντώς, βενιαμίν της οικογένειας, ένας θείος της, ενάρετος ιερέας και γνήσιος πατριώτης, ο Νικόλαος Μαύρος, για τον οποίο αναφέρεται ότι είχε μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία και στον οποίο οφείλεται σε μεγάλο βαθμό η διαμόρφωση των ιδεών της και της πατριωτικής της δράσης.

 

Πορτρέτο της «Ηρωίδας της Μυκόνου» Μαντώς Μαυρογένους, έργο του Adam Friedel. Λιθογραφία, Λονδίνο – Παρίσι, 1827.

 

Όταν κηρύχθηκε η Επανάσταση, η Μαντώ μαζί με τον παπα-Μαύρο μετακινήθηκαν στη Μύκονο. Η 25χρονη Μαντώ, ποτισμένη από αστείρευτο πατριωτισμό και ενθουσιασμό και παρακινημένη από τον εκρηκτικό χαρακτήρα της, συνέδραμε από την αρχή και σε όλη τη διάρκεια της Επανάστασης, προσφέροντας αφειδώλευτα χρηματική βοήθεια. Η φήμη της γρήγορα ξεπέρασε τα σύνορα και έγινε πασίγνωστη στους φιλελληνικούς κύκλους του εξωτερικού και πολλοί ξένοι επισκέπτες ήθελαν να τη γνωρίσουν.

Ζώντας μέσα στη δίνη των επαναστατικών γεγονότων και των εμφύλιων πολέμων, η Μαντώ, επηρεασμένη από το φιλελληνικό πνεύμα που επικρατούσε στην Ευρώπη και στην Αμερική, θεώρησε σκόπιμο να απευθυνθεί ως γυναίκα προς τις φιλελληνίδες της Γαλλίας και της Αγγλίας, ζητώντας τη συνδρομή τους. Η πρώτη της επιστολή-έκκληση προς τις κυρίες του Παρισιού είναι αχρονολόγητη και δημοσιεύθηκε από τον J. Ginouvier στη μυθιστορηματική βιογραφία του για την ίδια το 1825, και πιθανότατα είχε συνταχθεί τον προηγούμενο χρόνο. Το κείμενο αυτό περιέχει μεν αλήθειες για τον τρόπο ζωής και τις νοοτροπίες των γυναικών του Παρισιού, αλλά έχει τόνο πολύ αυστηρό και επιτιμητικό, και σε αρκετά σημεία γίνεται εγωκεντρικό και αυτάρεσκο. Τη δεύτερη επιστολή προς τις Αγγλίδες, στις 12 Αυγούστου 1824, την έδωσε η Μαντώ στον Edward Blaquiere, απεσταλμένο της Φιλελληνικής Επιτροπής του Λονδίνου, ο οποίος τη δημοσίευσε με τον τίτλο «Address to the ladies of England by Madalena Mavrogeni of Myconos» στο χρονικό του Narrative of a second visit to Greece το 1825.

 

Μαντώ Μαυρογένους (Ελαιογραφία, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

 

Τη νεανική της ορμή και το φλογερό ταπεραμέντο της θρυμμάτισε ο άτυχος έρωτάς της με τον Δημήτριο Υψηλάντη (1794-1832). Δύο εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι στην εξωτερική τους εμφάνιση. Πολλά όμως και τα κοινά τους σημεία: η αριστοκρατική καταγωγή και των δύο, η μόρφωση και η ανατροφή τους με τη γαλλική κουλτούρα, που δημιουργούσαν κοινούς κώδικες επικοινωνίας και τους έφερναν κοντά σε εκείνη την ταραγμένη εποχή.

Η ρομαντική καρδιά της Μαντώς θα γοητεύθηκε επίσης από τον ανιδιοτελή χαρακτήρα και τον γνήσιο πατριωτισμό του, την απέραντη καλοσύνη του, την ευαισθησία του, την αντοχή του στις κακουχίες. Η χειραφετημένη Μαντώ δεν έκρυβε τη σχέση τους και τον συνόδευε στο στρατόπεδο, γεγονός που προκαλούσε τη συντηρητική κοινωνία, «σκανδάλιζε και τρόμαζε τους άνδρες της Ανατολής».[38] Αντισυμβατική σε όλες τις εκφράσεις της ζωής της, αντίθετη στα καθιερωμένα και στερεότυπα της εποχής της, δεν ήταν προφανώς διατεθειμένη να προσαρμοστεί και να συμβιβαστεί στις υποδείξεις της παραδοσιακής επαναστατικής κοινωνίας. Άλλωστε, είχαν αρραβωνιαστεί και ο Υψηλάντης είχε δηλώσει ότι θα την παντρευτεί μετά την απελευθέρωση της πατρίδας.[39]

Η σχέση τους, ενώ σκανδάλιζε τα ήθη της εποχής, ενοχλούσε τον ραδιούργο Ιωάννη Κωλέττη, που διαισθανόταν ότι η ένωση των γόνων δύο μεγάλων φαναριώτικων και ρωσόφιλων οικογενειών θα εξασθενούσε τη δική του θέση. Φρόντισε να κατηγορηθεί, άδικα, η Μαντώ για παράλληλη ερωτική σχέση με τον Edward Blaquiere, που βρισκόταν στην Ελλάδα συνοδεύοντας τη δεύτερη δόση του αγγλικού δανείου.

Κατά την απουσία του Υψηλάντη από το Ναύπλιο, την απήγαγαν και με απειλές την επιβίβασαν σε πλοίο για τη Μύκονο. Το περίεργο είναι ότι ο Υψηλάντης δεν αντέδρασε. Μήπως πείστηκε και δεν διερεύνησε περισσότερο το θέμα; Μήπως η συντηρητική κοινωνία δεν του άφηνε περιθώρια διαφορετικής αντιμετώπισης;

Το σκάνδαλο που δημιουργήθηκε έφερε σε πολύ δύσκολη θέση τη Μαντώ και αμαύρωσε τη δημόσια εικόνα της. Δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε την απελπισία της στην ανδροκρατούμενη εποχή της. Αποκορύφωμα είναι η απέλπιδα προσπάθειά της να καταγγείλει τον Υψηλάντη για αθέτηση γάμου στις 19 Μαρτίου 1827 στη διάρκεια των εργασιών της Γ’ Εθνοσυνέλευσης στην Τροιζήνα, όπου η ίδια αυτοπροσώπως κατέθεσε αναφορά της, επιμένοντας να διαβαστεί. Η καταγγελία της δεν αναγνώστηκε δημόσια αλλά σόκαρε όσους την είδαν και συγχρόνως προξένησε πικρόχολα και ειρωνικά εις βάρος της σχόλια, όπως μνημονεύει στις αναμνήσεις του ο Νικόλαος Δραγούμης.[40] Η Μαντώ, ανεπανόρθωτα ντροπιασμένη και προδομένη, επανέρχεται στο θέμα χωρίς αποτέλεσμα το 1830 απευθυνόμενη στον κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, με αποτέλεσμα να τον φέρει σε πολύ δύσκολη θέση. Ο υπουργός Δικαιοσύνης Ιωάννης Γεννατάς γνωμοδοτεί πως ούτε η Εκκλησία μπορεί να εξαναγκάσει τον Υψηλάντη σε γάμο και, σε περίπτωση που η ίδια ζητήσει αποζημίωση, θα πρέπει να προσφύγει σε ποινικό δικαστήριο. Ο Υψηλάντης πέθανε νεότατος το 1832. Έκτοτε η Μαντώ έζησε με πενιχρότατα μέσα παρά τις μεταγενέστερες διεκδικήσεις της από την πολιτεία. Παράλληλα, είχαν διαταραχθεί οι σχέσεις με τη μητέρα και την αδελφή της εξαιτίας της εκποίησης της πατρικής περιουσίας. Ο θάνατος από τυφοειδή πυρετό τη βρήκε ολότελα απογοητευμένη το 1840 στην Πάρο.

 

Υποσημειώσεις


[1] Για τους αγώνες και τη συμπεριφορά των Σουλιωτισσών. βλ. Κούλα Ξηραδάκη, Γυναίκες του 21. Προσφορές, ηρωισμοί και θυσίες. Δωδώνη. Αθήνα/Ιωάννινα 1995, σσ. 27-87.

[2] Στο ίδιο, σ. 231.

[3] Για την καταστροφή της Χίου ενδεικτικά βλ. Ιωάννης Βλαχογιάννης (επιμ.), Χιακόν αρχείον, τ. 1. Π. Δ. Σακελλαρίου, Αθήνα 1924, σ. 20 επ.· Αρχείον της Κοινότητος Ύδρας 1778-1832, επιμ. Αντώνιος Λιγνός, τ. 8, Ζάννειο Ορφανοτροφείο, Πειραιάς. 1926, σσ. 74-76· Γ. Θ. Ζώρας. «Η εν έτει 1822 καταστροφή της Χίου κατά άγνωστον περιγραφήν του Ολλανδού προξένου (μια ενδιαφέρουσα εξιστόρησις των τραγικών γεγονότων)», Παρνασσός, 15, 1973, σσ. 607-641.

[4] Κυριάκος Σιμόπουλος. Πως είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του 21, τ. 2. χ.ε., Αθήνα 1987, σ. 135· Ξηραδάκη, Γυναίκες του 21, σ. 230.

[5] Ξηραδάκη, Γυναίκες του 21, σ. 231.

[6] Σιμόπουλος, Πώς είδαν οι ξένοι, τ. 2, σ. 146.

[7] Για τις Ψαριανές ηρωίδες βλ. Σωτηρία Ι. Αλιμπέρτη. Αι ηρωίδες της Ελληνικής Επαναστάσεως. Στεφ. Ν. Ταρουσόπουλος. Αθήναι 1933, σ. 310 έπ.· Ι. Λαζαρόπουλος, Το Πολεμικόν Ναυτικόν της Ελλάδος. Ναυτική Επιθεώρησις. Αθήνα 1936. σ. 365· Δημήτριος Γρ. Σπανός. Η συμβολή των Ψαρών εις την επιτυχίαν της Επαναστάσεως του 1821, χ.ε., Αθήνα 1958, σσ. 223-224.

[8] Αλιμπέρτη, Αι ηρωίδες, σσ. 141-184· Ξηραδάκη, Γυναίκες του 21. σσ, 125-151.

[9] . Πολυχρόνης Κ. Ενεπεκίδης, Γράμματα προς τη Βιέννη, 1824-1843. Από την αλληλογραφία του πρώτου Αυστριακού πρεσβευτή στην Αθήνα Άντον Πρόκες φον Όστεν. Ωκεανίδα. Αθήνα 2007, σ. 275.

[10] Σάμουελ Χάου, Ημερολόγιο από τον αγώνα. 1825-1829, Καραβίας, Αθήνα 1971, σ.51.

[11] Δημήτριος Ι. Πολέμης (επιμ), Αλληλογραφία Θεόφιλου Καΐρη, Μέρος Β’, Καΐρειος Βιβλιοθήκη. Άνδρος 1997, σ. 70.

[12] Νικόλαος Δραγούμης, Ιστορικαί αναμνήσεις, τ. 1. Ερμής. Αθήνα 1973, σ. 134.

[13] Στο ίδιο.

[14] Παναγιώτης Μουλλάς, «Η λογοτεχνία από τον Αγώνα ως την γενιά του 1880», Ιστορία ελληνικού έθνους, τ. 13. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1977, σ. 494.

[15] Σοφία Ντενίση,  Ανιχνεύοντας την «αόρατη» γραφή. Γυνάικες και γραφή στα χρόνια του Ελληνικού Διαφωτισμού και Ρομαντισμού, Νεφέλη, Αθήνα 2014 σς. 143-150.

[16] Για την Ευανθία Καΐρη βλ. Δημήτριος Π. Πασχάλης, Ευανθία Καΐρη, Εστία, Αθήνα 1929· Κούλα Ξηραδάκη, Ευανθία Καΐρη, 1799-1866,  Η πρώτη Ελληνίδα της νεότερης Ελλάδας που διέδωσε τη μόρφωση. Κέδρος Αθήνα² 1984· Δημήτριος Ι. Πολέμης (επιμ.), Αλληλογραφία Θεόφιλου Καΐρη, Μέρος Β’ και Μέρος Δ’, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 1997 109· Ευανθία Καΐρη   Διακόσια χρόνια από τη γέννησή της, 1799-1999, Πρακτικά συμποσίου, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 2000· Αννίτα Πρασσά, Οι αγωνίστριες του ‘21 Περισκόπιο, Αθήνα 2010, σσ. 80-97· Ντενίση, ανιχνεύοντας την «αόρατη» γραφή, σσ. 129-143, 153-154.

[17] Για την ανταπόκριση των φιλελληνίδων και τις απαντήσεις τους βλ. Ξηραδάκη, Γυναίκες του ’21, σσ. 60-76.

[18] Οι Κυδωνιάτισσες υπογράφουν ως: «Αί εις Σύραν πάροικοι Ελληνίδες και πολίτιδες των αποτεφρωθεισών Κυδωνιών, παραλίου πόλεως της Ελάσσονος Ασίας». Βλ. Γενική Εφημερίς, αρ.φ. 64. 1 Σεπτεμβρίου 1828, σσ. 264-265.

[19] Πολέμης, Αλληλογραφία Θεόφιλου Καΐρη, Μέρος Β’, σ. 93.

[20] Σιδηρούλα Ζιώγου – Καραστεργίου, Η μέση εκπαίδευση των κοριτσιών στην Ελλάδα (1830-1893), Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας – Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, Αθήνα, 1986.

[21] Αννίτα Πρασσά, «Η εκπαίδευση στο Άργος επί Καποδίστρια», Ελλέβορος, 11, 1994. σ. 89-90.

[22] Ζιώγου-Καραστεργίου, Η μέση εκπαίδευση, σ. 48. 551. 55, Αναστασία Κορδατζή – Πρασσά, Η εκπαίδευση στις Κυκλάδες κατα την καποδιστριακή περίοδο 1828-1832, Διδακτορική διατριβή,  Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα 1996, σσ. 255-256.

[23] Δημοσιεύεται από τον Αλέξη Δημαρά, Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε, τ. 1., Ερμής, Αθήνα 1988.

[24] Σχετικά βλ. Ξηραδάκη, Γυναίκες του 21, σσ. 333-336.

[25] Πολυχρόνης Κ. Ενεπεκίδης, Αλέξανδρος Υψηλάντης. Η αιχμαλωσία του εις την Αυστρίαν, 1821-1828, Παπαζήσης. Αθήνα 1969. σσ. 57-72.

[26] Στο ίδιο. σσ. 60-62.

[27] Στο ίδιο, σ. 68.

[28] Αλήθεια, 13 Οκτωβρίου 1866, σ. 3. Πρβλ. Ξηραδάκη, Γυναίκες του 21, σσ. 334-335.

[29] Αλιμπέρτη, Αι ηρωίδες, σ. 233-242, Κων. Αθ. Διαμάντης, «Οι Θράκες εις την υπηρεσίαν της πατρίδος Δόμνα Δισβίζη)», Αρχείο του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού, 85. 1960, σσ. 71-73· Ξηραδάκη, Γυναίκες του 21,  σσ. 258-265· Απόστολος Π. Ευθυμιάδης, Η συμβολή της Θράκης εις τους απελευθερωτικούς αγώνας του έθνους (από το 1361 μέχρι του 1920), Δημοσιογραφικός Οργανισμός Κονδύλη, Αλεξανδρούπολη 2002, σσ. 372-382.

[30] Εφημερίς των Κυριών, 11 Φεβρουαρίου 1896 (δημοσιεύεται από την Ξηραδάκη, Γυναίκες του 21, σ. 265).

[31] Σχετικά βλ. Ελένη Ε. Κούκκου, Ιωάννης Καποδίστριας. Ο άνθρωπος, ο διπλωμάτης, 1800-1828, Εστία, Αθήνα 1978. σ. 270 επ.

[32] Γενικά Αρχεία του Κράτους/Αρχεία Νομού Κέρκυρας, φάκ. 231, έγγρ. 10. 12.

Πρβλ. Κούκκου, Ιωάννης Καποδίστριας, σσ. 399, 404-406· Πρασσά, Οι αγωνιστριες… σσ. 57-60.

[33] Ξηραδάκη, Γυναίκες του ’21, σ. 264· Νατάσα Καστρίτη, Η Ελλάδα του ’21 με τη ματιά των φιλελλήνων, Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος, Αθήνα 2006. σ. 42.

[34] Για την Μπουμπουλίνα βλ. Αλιμπέρτη, Αι ηρωίδες, σσ. 195-232· Ξηραδάκη, Γυναίκες του 21, σσ. 267-285· Φίλιππος Δεμερτζής-Μπούμπουλης, Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, Μουσείο Μπουμπουλίνας, Σπέτσες 2001· Πρασσά, Αγωνίστριες, σσ. 8-47. Επίσης έχουν γραφτεί ιστορικά μυθιστορήματα από τους Κωστή Μπαστιά, Ελένη Κεκροπούλου, Michel de Grèce.

[35] Κωνσταντίνα Αδαμοπούλου-Παύλου & Αννίτα Πρασσά, Ανδρέας Μιαούλης, 1776-1835. Από την υπόδουλη ως την ελεύθερη Ελλάδα, Εστία, Αθήνα 2003, σσ. 459-482.

[36] Σπυρίδων Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. 2, Γιοβάνης, Αθήνα 1978, σσ. 92-93.

[37] Θεόδωρος Μπλανκάρ, Ο οίκος των Μαυρογένη, Εστία, Αθήνα 2006· Αλιμπέρτη, Αι ηρωίδες, σσ. 243-304· Κωνσταντίνος Τριανταφυλλόπουλος. «Η αναφορά της Μαντούς Μαυρογένη κατά του Δημητρίου Υψηλάντη», Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, 11, 1936. σσ. 292-297· Αθηνά Ταρσούλη. «Μαντώ Μαυρογένους», Νέα Εστία, 79, 1966, σσ. 390-393· Ξηραδάκη, Γυναίκες του ’21, σσ. 287-310· Πρασσά, Αγωνίστριες, σσ. 62-79· Λένα Διβάνη,  Ζευγάρια που έγραψαν την ιστορία της Ελλάδας, Πατάκης, Αθήνα 2019. σσ. 423-475.

[38] Μπλανκάρ, Ο οίκος των Μαυρογένη, σ. 415.

[39] Tριανταφυλλόπουλος, «Η αναφορά της Μαντούς Μαυρογένη», σ. 294.

[40] Δραγούμης, Ιστορικαί αναμνήσεις τ. 1, σ. 48.

 

Αννίτα Πρασσά

«Οι Γυναίκες στην Ελληνική Επανάσταση», στο  «1821-Η επανάσταση των Ελλήνων», Συλλογικό, Επιμέλεια, Θάνος Βερέμης, Αντώνης Κλάψης, «Ελληνικά Γράμματα», Αθήνα, 2021.

 

 Σχετικά θέματα:

 


Viewing all articles
Browse latest Browse all 629

Trending Articles