Η Α’ Βενετοκρατία στο τερριτόριο Ναυπλίου και τα φέουδα Θερμησίας και Καστρίου (Ερμιόνης) από το 1388-1540 – Ιωάννης Αγγ. Ησαΐας
Από τα μέσα του 14ου αιώνα (1348) είχε ιδρυθεί από τους Καντακουζηνούς[1] το Δεσποτάτο της Πελοποννήσου με πρωτεύουσα τον Μυστρά. Το Δεσποτάτο αναδείχθηκε και σταθεροποιήθηκε από τον Μανουήλ Καντακουζηνό και βελτιώθηκε σημαντικά στο ιστορικό προσκήνιο από την αυτοκρατορική οικογένεια των Παλαιολόγων το 1383, όταν σχεδόν όλη η Πελοπόννησος, με εξαίρεση το Ναύπλιο και τη Θερμησία (Ερμιονίδα), με κέντρο τον Μυστρά είχε γίνει ελληνική (βυζαντινή).
Τους Καντακουζηνούς διαδέχτηκαν στον Μυστρά οι Παλαιολόγοι (1383 – 1460), που κατείχαν τον θρόνο και της Βασιλεύουσας. Ο 15ος αιώνας υπήρξε περίοδος ακμής και επέκτασης του Δεσποτάτου σε ολόκληρη σχεδόν την Πελοπόννησο. Την ίδια περίοδο οι Βενετοί οικειοποιήθηκαν με πλάγιους τρόπους την αργολική χερσόνησο με τις πόλεις και τα λιμάνια της (1383),[2] κυριαρχώντας στον Κορινθιακό και τον Αργολικό.
Μετά τον θάνατο του Βενετού Πατρίκιου – Πέτρου Κορνάρου, συζύγου της Μαρίας ντε Ενγκιέν, κληρονόμου του Άργους και της Ναυπλίας από τον πατέρα της Γκυ ντε Ενγκιέν, ο Δεσπότης (ηγεμόνας) του Μυστρά[3] Θεόδωρος Α’ Παλαιολόγος κατέλαβε το Άργος το 1390.[4] Ταυτόχρονα οι Βενετοί κατείχαν το Ναύπλιο (1389), μετά την παραχώρηση αυτού από την χήρα Μαρία Ντ’ Εγκιέν και όρισαν προβλεπτή[5] ή προνοητή τον Περάτσο Μαλιπιέρο (ευπατρίδη Βενετσάνο). Ο προαναφερόμενος Βενετός προσπάθησε να καταλάβει το γειτονικό Άργος, αλλά αποκρούστηκε από τον Δεσπότη του Μυστρά και Καλαβρύτων Θεόδωρο Α’ Παλαιολόγο.[6]
Στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα ο Θεόδωρος έβαλε σκοπό να πάρει το Ναύπλιο. Ωστόσο τον πρόλαβαν οι Βενετοί και το κατέλαβαν το 1389. Στη συνέχεια εξανάγκασαν τον ίδιο Δεσπότη του Μυστρά να συμφωνήσει στην ανταλλαγή του Άργους και του Θερμησίου με τα Μέγαρα και τον πύργο του Βασιλοποτάμου της Λακωνίας.[7]
Είναι βέβαια αξιοπαρατήρητο ότι οι Βενετοί θέλησαν να κρατήσουν την επαρχία – φέουδο[8] της Θερμησίας, ώστε να μπορέσουν να εκμεταλλευτούν την αλυκή, που βρισκόταν πλησίον της λιμνοθάλασσας.[9] Επιπλέον το μεσαιωνικό οχυρό – κάστρο της Θερμησίας δεν εξασφάλιζε στην αλυκή προστασία, αλλά αποτελούσε, λόγω της γεωστρατηγικής του θέσης, προστατευτικό οχύρωμα στον γειτονικό οικισμό του Θερμησιού και του σπουδαίου λιμανιού της Ερμιόνης.

Κάστρο Θερμησίας. Φωτογραφία από τον ιστότοπο, «Περιήγηση στα Μνημεία της Αργολίδας». Εφορεία Αρχαιοτήτων Αργολίδας.
Γενικότερα παρατηρούμε ότι τα διοικητικά όρια του Ναυπλίου δεν παρέμεναν σταθερά και αμετάβλητα κατά την Α’ Βενετοκρατία, αλλά έγιναν αυξομειώσεις λόγω των πολιτικοστρατιωτικών εξελίξεων στην Αργολίδα. Τα πρώτα χρόνια η εδαφική αρμοδιότητα του Ναυπλίου εκτεινόταν σε κάποια περιορισμένη περιοχή της επαρχίας, καθώς κάποια γεωγραφικά τμήματα στα ενδότερα και συγκεκριμένα στη νότια περιοχή της Αργολίδας, που ανήκαν παλαιότερα στη δικαιοδοσία του Ναυπλίου, βρίσκονταν ακόμη στον έλεγχο των Βυζαντινών,[10] όπως ακριβώς ήταν το Κρανίδι με το χρυσόβουλο του Ανδρονίκου Β’ Παλαιολόγου (1288).[11]
Τα εδάφη αυτά δόθηκαν το 1394 στη Βενετία μαζί με το Άργος, το Θερμήσι και το Κιβέρι. Στην περιοχή της Ερμιονίδας το διοικητικό κέντρο των Βενετών ήταν η Θερμησία. Μάλιστα, καθ’ όλη την περίοδο της Ενετοκρατίας το κάστρο Θερμήσι («Λα Τρέμις» ονομασία κατά την περίοδο της δούκισσας Μαρίας ντ’ Ενγκιέν) αναβαθμίστηκε, ενισχύθηκε από τους Ενετούς και καταχωρήθηκε στα ιστορικά κείμενα ως «Ενετικό».[12]
Βέβαια, το βενετικό κράτος σε θέματα φεουδαρχικά ακολούθησε την τακτική της Φραγκοκρατίας. Ο Podesta (κυβερνητικός αξιωματούχος),[13] ακόμη και στη Θερμησία και το Καστρί (Ερμιόνη) ήταν επικεφαλής της τοπικής διοίκησης. Είχε χρέος να ελέγχει τους τοπικούς φεουδάρχες και διερευνούσε τους κατόχους των φεουδαρχικών κτημάτων, εάν εκπλήρωναν τις στρατιωτικές υποχρεώσεις τους προς την κρατική εξουσία. Γενικότερα, παρατηρήθηκε κάποια προσπάθεια προσεταιρισμού της φεουδαρχικής τάξης σε μια δύσκολη περίοδο, όπου πλησίαζε απειλητικά ο οθωμανικός κίνδυνος.[14]
Μετά την υποταγή της Πελοποννήσου στους Τούρκους (1460) η Βενετία διατηρούσε τις κτήσεις της στο Ναύπλιο, Άργος, Μεθώνη, Κορώνη και Πύλο. Η αύξηση της δύναμης των Οθωμανών επέφερε την αντίδραση των Βενετών και το 1463 κηρύχθηκε ο πρώτος βενετοτουρκικός πόλεμος (1463-1479). Η Βενετία ηττήθηκε από τα λάθη της, αλλά κράτησε τελικά το Ναύπλιο με τα περίχωρά του. Επακολούθησε ο δεύτερος βενετουρκικός πόλεμος (1499-1503) που έληξε με την υπογραφή συνθήκης ειρήνης ανάμεσα στους αντιμαχόμενους. Η Βενετία κράτησε στην εξουσία της το Ναύπλιο και τη Μονεμβασιά, αλλά και τα κάστρα Θερμησίας και Καστρίου (Ερμιόνης).[15]
Ο Βαρθολομαίος Μίνιο,[16] Ενετός ηγέτης και κυβερνήτης (Προβλεπτής) στο Ναύπλιο από το 1478 αναλύει την καθημερινότητα της βενετσιάνικης διοίκησης στο Ναύπλιο και τα περίχωρα, με μηνιαίες αναφορές στην έδρα της.[17] Συγκεκριμένα, από τα μέσα του 15ου περίπου αιώνα ο πληθυσμός του Άργους ήταν περίπου 200 οικογένειες, ενώ της πόλεως του Ναυπλίου ήταν 10 φορές περισσότερος. Επιπλέον ο Μίνιο αναφέρει ότι ο πληθυσμός στην επαρχία του Ναυπλίου και των περιχώρων μέχρι το Καστρί (Ερμιόνη και Θερμησία) ήταν 20.000.[18]
Εκτός των άλλων, ο Μίνιο στις αναφορές του περιέγραφε τη διάταξη και τη λειτουργία του στρατού, τις σχέσεις του με τους Τούρκους κατά τη διάρκεια της ειρήνης και του πολέμου και άλλα ζητήματα της καθημερινότητας.[19]
Στο πλαίσιο καθημερινών ενασχολήσεων ο Μίνιο συνεργαζόταν και διαπραγματευόταν για τα σύνορα με του Οθωμανούς και τις αναφυόμενες διενέξεις. Συγκεκριμένα, συνομιλούσε για δύο ημέρες για τα κάστρα στο Θερμήσι, το Καστρί και τις αλυκές. Η άποψη του Μίνιο ήταν ότι όλα αυτά ανήκαν στη Βενετία από το 1394, ενώ ο Σουλεϊμάν και ο Σινάν μπέης, καθώς και οι καδήδες της Καρύταινας, Καλαβρύτων και Άργους υποστήριζαν ότι το Θερμήσι και το Καστρί συμπεριλαμβάνονταν στο κτηματολόγιο του Μωάμεθ στο Μοριά. Ο Μίνιο ισχυριζόταν ότι ο Σουλτάνος δεν γνώριζε ότι το να συμπεριλάβουν τα κάστρα ήταν αστοχία και λάθος και είχε την ευχέρεια να το αποδείξει.[20]
Ωσαύτως, ο Μίνιο αναφέρει ότι στον γενικό πληθυσμό στο τερριτόριο[21] Ναυπλίου μέχρι την Ερμιόνη και το Θερμήσι υπήρχαν, εκτός των γηγενών, και 300 Ιταλοί μισθοφόροι και 1500 Αλβανοί (εξελληνισμένοι Αρβανίτες). Συνάμα στο Ναύπλιο υπήρχε μεγάλος αριθμός εκκλησιών, αλλά οι εκθέσεις τονίζουν και υπογραμμίζουν την έλλειψη σημασίας της θρησκείας στις διοικητικές δομές.
Στο Ναύπλιο είχαν διοριστεί δύο καθολικοί Επίσκοποι, εκ των οποίων κανείς δεν ζούσε στην έδρα του. Οι καθολικοί Επίσκοποι κατείχαν το μεγαλύτερο φέουδο της Θερμησίας με τις αλυκές και συγκέντρωναν μεγάλα εισοδήματα από το εμπόριο του αλατιού, που άγγιζαν τα 6.000 δουκάτα τον χρόνο. Το κάστρο τους στο Θερμήσι ήταν καλά οχυρωμένο, καθώς είχε μια μικρή στρατιωτική φρουρά με «έξοδα» του Ναυπλίου.[22]
Είναι γεγονός ότι από το 1082, ο αυτοκράτορας Αλέξιος ο Α’ για να ανταμείψει τους συμμάχους του (δηλαδή τους Βενετούς), τους έδωσε με το χρυσόβουλο κάποια προνόμια: Στους άρχοντες της Βενετίας παραχώρησε τίτλους καθώς και χρηματικές χορηγίες, ενώ στους εμπόρους της Βενετίας παραχώρησε αποβάθρες και εμπορικά καταστήματα στην προκυμαία της Κωνσταντινούπολης. Συνάμα, επέτρεψε στους Βενετούς να εμπορεύονται ελεύθερα, χωρίς να χρειάζεται να πληρώνουν δασμούς, σε όλα τα λιμάνια της αυτοκρατορίας.[23] Με βάση το προαναφερόμενο χρυσόβουλο το Ναύπλιο ήταν το επίκεντρο συλλογής και λιμάνι εξαγωγής αγαθών για όλη την Πελοπόννησο. Η παραγωγή του αλατιού κυρίως από το Θερμήσι ήταν η κυριότερη πηγή εισοδήματος για το Ναύπλιο, που ισοδυναμούσε με 12.000 υπέρπυρα ή 2.400 δουκάτα ετησίως. Το σύνολο του αλατιού πωλούνταν σε όλη την Πελοπόννησο.[24]
Το 1388 όταν η Βενετία αγόρασε το Ναύπλιο, η γη διαμοιράστηκε και γινόταν εκμετάλλευση αυτής είτε με ενοικίαση, είτε με χρονική παραχώρηση, είτε με φέουδα. Τα φέουδα συνήθως είχαν στην ίδια περιοχή ένα χωριό ή μια κωμόπολη με προστατευτικά τείχη κάστρου, για να μπορούν να βρίσκουν καταφύγιο σε δύσκολες στιγμές οι κάτοικοι όλων των οικισμών που υπήρχαν στα περίγυρα.
Στην Ερμιονίδα – Θερμησία και στις άλλες περιοχές νοτίως του Ναυπλίου οι φεουδατάριοι εμφανίζονταν περισσότερο ως έμποροι παρά ως ιππότες. Για τούτο, ο Βενετός Ser Francesco Albetro κατείχε ένα φέουδο στο Καστρί (Ερμιόνη), ενώ ο καθολικός επίσκοπος του Ναυπλίου είχε ένα άλλο φέουδο στο Θερμήσι. Επιπλέον, κατά την περίοδο της διακυβέρνησης του Μίνιο, ο Βυζαντινός δεσπότης Θεόδωρος Β’ Παλαιολόγος έλαβε ένα φέουδο στο Καστρί (Ερμιόνη) ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες του ως capo (προϊστάμενος εργατικής ομάδας). Το φέουδο διαχειρίζονταν οι απόγονοι τους χωρίς την ανάμειξη των Βενετών.
Στην Ερμιόνη συναντούμε ακόμη τον Damian Agrimi (Διαμιανό Αγρίμη), ιδιοκτήτη βάρκας στο λιμάνι του Καστρίου, που του έκλεψαν ένα φόρτωμα τυρί και άλλα εμπορεύματα οι πειρατές, ενώ στο ίδιο μέρος κατέκλεψαν και τη βάρκα του Zorzi Idalonda. Επιπλέον, οι περισσότεροι Έλληνες και κυρίως οι επαρχιώτες στα νοτιοανατολικά τμήματα του διοικητικού διαμερίσματος (Ερμιονίδα) ήταν ωσάν δουλοπάροικοι, ένα καθεστώς πολύ διαφορετικό από το βυζαντινό. Οι δουλοπάροικοι όφειλαν να εκτελέσουν κάποιες αγγαρείες και να πληρώνουν κάποιους φόρους που επέβαλε n Signoria (Αρχοντία).[25] Βέβαια, υπήρχαν αρκετοί Έλληνες, που δεν καλλιεργούσαν τη γη, αλλά αποκτούσαν τα αναγκαία για τη διαβίωσή τους από τη θάλασσα, ως αλιείς ή έμποροι παραγωγοί ή ως δύτες σφουγγαριών.[26] Ενίοτε, δινόταν η βενετσιάνικη υπηκοότητα για εξαιρετικές στρατιωτικές ή οικονομικές υπηρεσίες ή για λόγους κύρους με προκαθορισμένο χρονικό διάστημα ή διά βίου.
Μια σημαντική πρακτική των Βενετών ήταν η οργάνωση μισθοφόρων στρατιωτών από Έλληνες ή εξελληνισμένους Αρβανίτες, Ιταλούς και άλλους με καταγωγή από δυτικοευρωπαϊκές χώρες. Μερικοί στρατιώτες απ’ αυτούς παρέμειναν στην Αργολίδα για πάντα, έχοντας στα χρόνια της Ενετοκρατίας ως κύριο έργο τη συμμετοχή τους στις πολεμικές επιχειρήσεις των Βενετών εναντίον των Τούρκων. Κάποια στιγμή ορισμένοι απ’ αυτούς βρήκαν καταφύγιο στις άλλες βενετικές κτήσεις του ελλαδικού χώρου. Μάλιστα, μερικά επώνυμα που διασώζονται μέχρι σήμερα στην Αργολίδα ανήκαν στους μισθοφόρους στρατιώτες των Βενετών. Από τα ονόματα της έρευνας του ιστοριοδίφη της Αργολίδας Τάκη Μαύρου σταχυολογήσαμε ενδεικτικά για την Ερμιόνη τα κάτωθι: Βλάσης (Ντέντες Βλάσης), Βρετός, Καντρέβας, Κασνέστης, Κομμάς, Κοσμάς, Κουτούβαλης, Μέξης, Μουρμούρης, Πασχάλης, Πλατανίτης, Στάικος, κ.ά.[27]
Ύστερα από μερικά χρόνια και συγκεκριμένα από το διάστημα 1537-1540 ξέσπασε ο τρίτος βενετοτουρκικός πόλεμος, οπότε ολοκληρώθηκε τελικά η παράδοση του Ναυπλίου και της Αργολίδας γενικότερα στους Τούρκους.[28]
Υποσημειώσεις
[1] Οι Καντακουζηνοί υπήρξαν μία από τις ισχυρότερες και επιφανέστερες οικογένειες της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Το πιο γνωστό μέλος της συγκεκριμένης οικογένειας ήταν ο Ιωάννης Καντακουζηνός (ο μετέπειτα αυτοκράτορας Ιωάννης ΣΤ’), ο οποίος αγωνίσθηκε από την πλευρά του για να συμβάλει στην ενδυνάμωση της αυτοκρατορίας, αλλά και για να εδραιώσει τους απογόνους του σε θέσεις εξουσίας. Οι Καντακουζηνοί συνέχισαν να υφίστανται και μετά το 1453 με γενάρχη τον Μιχαήλ Καντακουζηνό.
[2] Βέης Νίκος, Εγκυκλ. Ελευθερουδάκη, τ. 7ος, σελ. 134.
[3] Το Δεσποτάτο του Μυστρά ήταν ημιαυτόνομη περιοχή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στην Πελοπόννησο από το 1262 ως το 1460, οπότε καταλύθηκε από τον Μωάμεθ Β’.
[4] Φραντζής Γεώργιος, Χρονικόν, Βόννη (1838), σελ. 97.
[5] Προβλεπτής: βενετικός τίτλος – αξίωμα, που έφεραν ανώτεροι διοικητικοί υπάλληλοι και αξιωματούχοι, διορισμένοι ως πολιτικοί και στρατιωτικοί διοικητές στα χρόνια της Βενετοκρατίας.
[6] Λαμπρυνίδης Μιχαήλ Γ., Η Ναυπλία. Από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ’ ημάς, σελ. 36.
[7] Λαμπρυνίδης Μιχαήλ Γ., ό.π. σελ. 57.
[8] Το φέουδο ήταν τμήμα γης, που παραχωρούσε ο κυρίαρχος ηγεμόνας σ’ έναν υποτελή του για εκμετάλλευση, σε αντάλλαγμα της αφοσίωσης και των στρατιωτικών υπηρεσιών του.
[9] Παπαχατζή Νικ., Παυσανίου, Ελλάδος περιήγησις, Αθήνα 1976, σελ. 267.
[10] Κουμανούδη Μαρίνα, «Η Διοίκηση του Ναυπλίου κατά την πρώτη Βενετοκρατία (1388 – 1540)», σ.49, Ναυπλιακά Ανάλεκτα ΙΧ, Της Βενετιάς τ’ Ανάπλι, Επιστημονικό Συμπόσιο, Ναύπλιο 9-11 Οκτωβρίου 2015, Πρακτικά – Δήμος Ναυπλιέων, Ναύπλιο 2017.
[11] Ησαΐα Ιωάννη, Ιστορία του Κρανιδίου και των Κοινοτήτων Πορτοχελίου, Διδύμων, Φούρνων, Κοιλάδας, εκδ. Δήμου Ερμιονίδας, Αθήνα 2013.
[12] Μπενάκη Λίνου, στο περιοδικό «Ο κόσμος των Μεταλλείων», τεύχος 23 και αναδημοσίευση στο περιοδικό «Στην Ερμιόνη άλλοτε και τώρα», τεύχος 3, Οκτώβριος 2009.
[13] Podesta; Κυβερνητικός αξιωματούχος των Βενετών στις ηπειρωτικές και παράκτιες κτήσεις, που ασκούσε την αστική και ποινική δικαιοσύνη.
[14] Παπαδία-Λάλα Αναστασία, Ο θεσμός των αστικών κοινοτήτων στον ελλαδικό χώρο κατά την περίοδο της βενετοκρατίας (13ος – 180ς αι.), σ. 178-179. www. Kaliterilamia.gr Η κατάσταση των αγροτικών πληθυσμών του Άργους στα τέλη του 14ου αι. Κουμανούδη Μαρίνα, «Βενετία – Άργος: Σημάδια της βενετικής παρουσίας στο Άργος και στην περιοχή του», Διεθνής επιστημονική συνάντηση, Άργος, 11-12 Οκτωβρίου 2008.
[15] Λιάτα Ευτυχία, «Από την πρώτη στη δεύτερη βενετοκρατία», επισημάνσεις, σελ. 29 – 40 Ναυπλιακά Ανάλεκτα ΙΧ, Της Βενετιάς τ’ Ανάπλι, Επιστημονικό Συμπόσιο, Ναύπλιο 9-11 Οκτωβρίου 2015, Πρακτικά – Δήμος Ναυπλιέων, Ναύπλιο 2017.
[16] Ο Βαρθολομαίος Μίνιο γεννήθηκε στη Βενετία το 1428 και στα μέσα του 15ου αιώνα τοποθετήθηκε στο Ναύπλιο ως κυβερνήτης και προώθησε την τακτοποίηση των εδαφικών συνόρων με τους Οθωμανούς, ενώ στη συνέχεια βρέθηκε στην Κύπρο και την Κρήτη. Τελικά κατέληξε στη Βενετία.
[17] Ρούβαλης Γιώργος, «Το Ναύπλιο του 1500 στα Βενετσιάνικα έγγραφα» [σελ.2-4) μετάφραση – διασκευή – επιμέλεια της διατριβής (στην Αγγλική) στο Καθολικό Πανεπιστήμιο της Αμερικής. Ανακτήθηκε στις 16/6/2020 από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού. Η ανωτέρω διατριβή είναι έργο της Diana Gilliland Wright, με τον τίτλο «Bartolomeo Minio Venetian Administrationin l5th cencury Nauplion», (1999).
[18] Ρούβαλης Γιώργος, ό.π. σελ. 8.
[19] Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη, Diana Gilliland Wright, διατριβή με τίτλο «Bartolomeo Minio Venetian Administration in 15th century Nauplion», Η.Π.Α., 1999 (μετάφραση- επιμέλεια Γιώργος Ρούβαλης).
[20] Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη, Diana Gilliland Wright, διατριβή με τίτλο: «Bartolomeo Minio Venetian Administration in l5th century Nauplion», ό.π.
[21] Το τερριτόριο ήταν διοικητικό διαμέρισμα του Μοριά κατά την Ενετική Κατοχή με τη μορφή της επαρχίας.
[22] Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη, Diana Gilliland Wright, διατριβή με τίτλο: «Bartolomeo Minio Venetian Administration in l5th century Nauplion», …ό.π. «Bartolomeo Minio Venetian Administration in l5th century Nauplion», Η.Π.Α., 1999 (μετάφραση-επιμέλεια Γιώργος Ρούβαλης).
[23] ebooks.edu.gr/xpuσόβouλo.
[24] ebooks.edu.gr
[25] Αρχοντία ή τοπαρχία ήταν μικρότερη περιοχή, που διοικούσαν ευγενείς Βενετοί ή και πλούσιοι Έλληνες από αρχοντική γενιά.
[26] Αρχοντία ή τοπαρχία ήταν μικρότερη περιοχή, που διοικούσαν ευγενείς Βενετοί ή και πλούσιοι Έλληνες από αρχοντική γενιά, Diana Gilliland Wright, διατριβή με τίτλο: «Bartolomeo Minio Venetian Administration in l5th century Nauplion», …ό.π.
[27] argolikivivliothiki.gr, Ρούβαλη Γιώργου, Βενετσιάνοι μισθοφόροι stradioti στη Ναυπλία.
[28] Κονδύλης Θάνος, Το Ναύπλιο και η Βενετία, (2016), σελ, 38-39.
Ιωάννης Αγγ. Ησαΐας
«Στην Ερμιόνη Άλλοτε και Τώρα», περιοδική έκδοση για την ιστορία, την τέχνη, τον πολιτισμό και την κοινωνική ζωή της Ερμιόνης, τεύχος 28, Οκτώβριος, 2021.
Σχετικά θέματα:
- Το τοπωνύμιο Ερμιών ή Ερμιόνη στην ομώνυμη κωμόπολη της Ερμιονίδας – Μυθολογική και επιστημονική προσέγγιση.
- Ιωάννης Αγγ. Ησαΐας, «Η Ιστορία του Κρανιδίου και των κοινοτήτων Πορτοχελίου, Διδύμων, Φούρνων, Κοιλάδας».
- Η κατάσταση του αγροτικού πληθυσμού του Άργους στα τέλη του 14ου αιώνα.
- Το Άργος και το διαμέρισμά του στην όψιμη βενετική περίοδο. Η θέση της πόλης στη βενετική επικράτεια, πληθυσμιακά και γαιοκτητικά φαινόμενα.
- Minio Bartolomeo (1428-1518)
- The Greek Correspondence of Bartolomeo Minio – Volume I: Dispacci from Nauplion (1479-1483)