Το Φράγκικο πριγκιπάτο της Πελοποννήσου (τιμάριο Άργους, Ναυπλίου, Θερμησίας κατά τον 13º – 14º αιώνα)
Είναι γνωστό από τα ιστορικά δεδομένα ότι στο Βυζαντινό κράτος, κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας, η Αθήνα είχε γίνει από τους Σταυροφόρους χωριστό φράγκικο κράτος το έτος 1205, με την επισημείωση ότι ο Βονιφάτιος Μομφερατικός παραχώρησε αυτό στον Όθωνα ντε Λα Ρος (Otto de la Roche), γιο τού Βουργούνδιου ευγενούς. Αυτό συμπεριελάμβανε τις περιοχές της Αττικής και Μεγαρίδας, ενώ μετέπειτα προστέθηκε και το τμήμα του Άργους, του Ναυπλίου και της Θερμησίας.

Άργος – Κάστρο των Φράγκων βαρώνων του Άργους από τον οίκο των Enghien, 1843. Σχέδιο του Jean – Alexandre Buchon (1791-1846).
Το 1260 απονεμήθηκε στους διαδόχους του Όθωνα ντε Λα Ρος και ο τίτλος του Δούκα. Μετά τη Μάχη της Κωπαΐδας το 1311, όπου οι Φράγκοι νικήθηκαν από τους Καταλανούς και σκοτώθηκε ο δούκας της Αθήνας, το δουκάτο μαζί με το τμήμα της Ναυπλίας – Θερμησίας (Ερμιονίδας) θεωρητικά πέρασε στην κυριαρχία των Καταλανών (εθνότητα της βόρειας Ιβηρικής χερσονήσου στην Ισπανία, στα σύνορα με τη Γαλλία και στους πρόποδες των Πυρηναίων), που πρόσφεραν την ηγεμονία στο στέμμα των βασιλέων της Αραγωνίας (αυτόνομη περιφέρεια της Ισπανίας).
Η κυριαρχία των Καταλανών καταλύθηκε το 1388 με την κατάληψη της Ακρόπολης από τον Φλωρεντινό τραπεζίτη και τυχοδιώκτη Νέριο Ατσαγιόλι, που από το 1385 είχε καταλάβει την πόλη της Αθήνας. Με εξαίρεση μια βραχύχρονη βενετική κατοχή (1395 – 1403) ο οίκος των Ατσαγιόλι ηγεμόνευσε μέχρι το 1458, όταν οι Τούρκοι, που από το 1456 είχαν καταλάβει την Αθήνα, έγιναν κύριοι και της Ακρόπολης.[1]
Πριν φθάσουμε στην Τουρκοκρατία και την κατάλυση του Φράγκικου τιμαρίου, κατά τον 14º αιώνα συνέβησαν στην Αργολίδα κάποια ιδιαίτερα γεγονότα, που σημάδεψαν και επηρέασαν και την περιοχή της Ερμιονίδας.
Σύμφωνα με τα διασωθέντα ιστορικά στοιχεία πληροφορούμεθα από τον Γερμανό ιστορικό Κάρολο Χοπφ (Hopf) ότι το 1311 ή 1316 η Ερμιόνη (Καστρί) βρισκόταν υπό τη δικαιοδοσία του βαΐλου Γουλιέλμου Guillame (τοπικού αξιωματούχου), πιθανότατα γαλλικής καταγωγής. Στη συνέχεια τον κληρονόμησε στο Καστρί η αδελφή του Βεατρίκη, που παντρεύτηκε το 1316 τον Καταλανό Bertant Gauselmi, που έζησε στην περιοχή μέχρι το 1324.[2]
Εκτός των άλλων, μετά το 1311, έτος κατάλυσης του Δουκάτου των Αθηνών, στο οποίο ανήκε και το φράγκικο τμήμα του Άργους, Ναυπλίου και Θερμησίας, ο νόμιμος διάδοχος Φράγκος Δούκας Οάλτερ ο Β’ ντε Μπριέν (της Βρυέννης) ζούσε αναγκαστικά εξόριστος στη Ν. Ιταλία. Το 1325 νυμφεύθηκε την κόρη του βασιλιά Τάραντα Φιλίππου του Α’, επικυρίαρχου του φράγκικου πριγκιπάτου της Πελοποννήσου. Βέβαια ποτέ δεν ξέχασε τα κληρονομικά κυριαρχικά δικαιώματα στο Δουκάτο των Αθηνών και την Αργολίδα και για τούτο εξακολουθούσε να στέλνει ενισχύσεις στις πόλεις του Ναυπλίου, του Άργους, του Κιβερίου και στην περιοχή Ερμιονίδας, που τις διοικούσαν αντιπρόσωποι της αρεσκείας του.[3]
Στη διαθήκη του το 1356 ο Οάλτερ ο Β’ της Βρυέννης άφηνε όλες τις κτήσεις των Ντε Μπριέν στην Ελλάδα στην αδελφή του Ισαβέλλα, νυμφευμένη τον κόμη Γκωτιέ του Ενγκιέν. Ανάμεσα στα αναγραφόμενα στοιχεία της διαθήκης σημειώνεται και κάποιο κάστρο με την ονομασία «ΛΑ ΤΡΕΜΙΣ», που τελικά οι εκδότες της διαθήκης το εντόπισαν στο κάστρο της Θερμησίας.[4] Μεταξύ των πολλών παιδιών της Ισαβέλλας, στον Γκυ ντε Ενγκιέν δόθηκαν οι κτήσεις όλης της Αργολίδας (1356-1377) και θεωρητικά όλο το κατειλημμένο από τους Καταλανούς Δουκάτο των Αθηνών.
Στην Αργολίδα, όμως, ασκούσε διοίκηση ως «καπετάνιος» από το 1347- 1356 ο Φράγκος άρχοντας Νικόλαος Φοσερόλ με τη σύμφωνη γνώμη του Ουάλτερ Β’ (κανονικού διαδόχου του Δουκάτου). Κατά την περίοδο 1357-1363 ο κύριος της Αργολίδας Γκυ ντε Ενγκιέν τοποθέτησε νέους βαΐλους (αντιπροσώπους), των οποίων η διοίκηση δεν ήταν αρεστή στους ντόπιους κατοίκους και ξέσπασε το 1360 επαναστατική αναταραχή με υποδαύλιση πιθανότατα των Φοσερόλ. Τότε κατέφθασε ο Γκυ ντε Ενγκιέν στο Ναύπλιο για την επίλυση του ζητήματος και κατά την περίοδο αυτή, το 1363, παντρεύτηκε την Μπον, κόρη του Νικ. Φοσερόλ, με την οποία απέκτησε μία κόρη την Μαρία Ντ’ Ενγκιέν. Το έτος 1377 η Μαρία παντρεύτηκε τον Πέτρο Κορνάρο, Βενετό του Άργους και γιο πλούσιου ευγενούς της Βενετίας. Οι δυο τους κυβερνούσαν την Αργολίδα και την περιοχή Θερμησίας (Ερμιονίδας) για μερικά χρόνια και ο Πέτρος ασχολήθηκε περισσότερο με το εμπόριο του αλατιού, ενός από τα πιο εξαγώγιμα προϊόντα στην Αργολίδα και ιδιαίτερα στις αλυκές της Θερμησίας. Το 1388 ο Κορνάρο απεβίωσε και η Μαρία ντε Ενγκιέν το ίδιο έτος πούλησε όλες τις κτήσεις των Φράγκων στους Βενετούς λαμβάνοντας ετησίως 500 χρυσά δουκάτα.[5]
Το 1388 ο Δεσπότης του Μυστρά Θεόδωρος Α’ Παλαιολόγος (1382-1407) κατέλαβε το Άργος, το Κιβέρι και τη Θερμησία, μαζί με τον πεθερό του τον Φλωρεντινό Νέριο Α’ Ατζαγιόλι άρχοντα της Κορίνθου και δούκα των Αθηνών, ο οποίος στη συνέχεια ήθελε και προσπαθούσε να καταλάβει το Ναύπλιο. Οι δύο αυτές πόλεις (Άργος και Ναύπλιο) ανήκαν, όπως έχουμε αναφέρει, στη Βενετία και δημιουργήθηκε μεγάλη αναστάτωση.
Οι διαπραγματεύσεις Βενετών Νέριο Α’ Ατζαγιόλι αποδείχθηκαν, όμως, ατελέσφορες και η Βενετία ενίσχυσε την άμυνα του Ναυπλίου και προχώρησε στον εμπορικό αποκλεισμό των αντιπάλων της με τον Βενετικό στόλο, ώστε να τους πιέσει περισσότερο. Η έλλειψη εφοδίων δυσκόλευε τους Βενετούς να διεξάγουν αποτελεσματική πολιορκία στο Άργος για ανακατάληψη και άμυνα στο πολιορκούμενο Ναύπλιο, ενώ επιπλέον πρόβλημα αποτελούσε η αναμενόμενη έλευση των Τούρκων, ύστερα από πρόσκληση του Δεσπότη του Μυστρά, που υπερασπιζόταν την περίοδο εκείνη το Άργος.
Ο Βενετός διοικητής του Ναυπλίου Peratio Maripetro εκμεταλλεύτηκε τον βενετικό στόλο (στην ανατολική Πελοπόννησο), εξαπέλυσε επίθεση και κατέλαβε αιφνιδιαστικά το κάστρο[6] του Βασιλοπόταμου[7] ή Μυλοποτάμου.[8] Ωστόσο, στις 27 Μαΐου 1394 ο Θεόδωρος Α’ Παλαιολόγος αναγκάστηκε, λόγω των εσωτερικών δυσχερειών του κράτους του αλλά και μιας επικείμενης επιδρομής των Τούρκων, να παραδώσει το Άργος και τα άλλα κάστρα της Αργολίδας (Θερμήσιο, Κιβέρι) στους Βενετούς. Πίστευε ότι έτσι θα εξευμένιζε τη Βενετία, ώστε να μπορέσει να ελπίζει σε μελλοντική βοήθεια της.
Η συμφωνία υπογράφτηκε στη Μεθώνη, και το Άργος παραδόθηκε κανονικά στον Διοικητή του Ναυπλίου στις 11 Ιουνίου. Στις 2 Ιουλίου οι Βενετοί επέστρεψαν στον Φλωρεντινό Νέριο Ατζαγιόλι τα Μέγαρα, που είχε καταλάβει προγενεστέρως, κι ένα μεγάλο χρηματικό ποσό που του παρακρατούσαν. Τέλος, παρέδωσαν στον Θεόδωρο τον Α’ το κάστρο του Βασιλοπόταμου στη Λακωνία και υποσχέθηκαν να του παράσχουν και άσυλο, αν ποτέ το χρειάζονταν.[9] Εκτός των άλλων σε μια άλλη παρεμφερή μαρτυρία στο «Χρονικόν Σύντομον» σημειώνονται τα εξής: «Εις το 1394 εσυμφώνησεν ο Δεσπότης του Μορέως με την Αφεντία μας (Βενετία) και έδωσεν ο Δεσπότης της Αφεντίας μας (της Βενετίας) το Άργος και το Θερμίσον, και η Αφεντία μας έδωσεν του Δεσπότη τα Μέγαρα και τον Πύργον του Μυλοποτάμου».[10]

Κάστρο Θερμησίας. Φωτογραφία από τον ιστότοπο, «Περιήγηση στα Μνημεία της Αργολίδας». Εφορεία Αρχαιοτήτων Αργολίδας.
Τον επόμενο αιώνα και μάλιστα το έτος 1441 το κάστρο του Θερμησίου θα βρεθεί στα χέρια του Θεόδωρου Β’ Παλαιολόγου (1396-1448) Δεσπότη του Μυστρά και ανιψιού του προκατόχου του Θεοδώρου Α’ Παλαιολόγου.[11]
Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι το δεύτερο μισό του 14ου αιώνα ήταν εποχή αλλαγών για την Αργολίδα. Οι τελευταίοι Φράγκοι επικυρίαρχοι αγωνίστηκαν και κατάφεραν να διατηρήσουν τα εδάφη τους απέναντι σε άλλους επίδοξους κατακτητές Έλληνες (Φράγκους, Καταλανούς, Φλωρεντινούς). Η Βενετία μετά το 1370 διέγνωσε τις καλές εμπορικές και στρατιωτικές προοπτικές της Αργολίδας με τα λιμάνια της, τις οχυρωματικές της θέσεις, αλλά και τη σύνδεση με την ανατολική Μεσόγειο και για τούτο το 1388 κατάφερε να την ενσωματώσει στο κράτος της, όχι βέβαια χωρίς αγώνα απέναντι στους άλλους διεκδικητές.
Στα τέλη του 14ου αιώνα η Βενετία είχε πλέον σταθεροποιηθεί στην Αργολίδα και στις πόλεις της, αν και διέβλεπε ότι η σύγκρουση με τους Τούρκους δεν θα αργούσε. Είχε γίνει αντιληπτό σε όλες τις αντιμαχόμενες μερίδες στην Αργολίδα και γενικότερα στις παρακείμενες περιοχές ότι οι Τούρκοι ήταν προετοιμασμένοι παντοιοτρόπως και θα μπορούσαν να αναμειχθούν στις υποθέσεις της Πελοποννήσου.[12]
Έτσι, λοιπόν, κατά την προαναφερόμενη περίοδο δημιουργήθηκε στη Βενετοκρατούμενη Ερμιονίδα (περιοχή του Θερμησίου) μέχρι τα δυτικά όριά της στη Ναυπλία και τα βορεινά μέχρι τη Δρυόπη και τις κορυφογραμμές των Αδέρων ένα ιδιότυπο διοικητικό και ιδιοκτησιακό καθεστώς, που έδινε την εντύπωση ότι είχε συγκροτηθεί ένα φραγκοελληνικό ή Ελληνοβενετικό τιμάριο.
Λησμονούμε, όμως, την ύπαρξη του Δεσποτάτου του Μορέως απλωμένου στην Πελοπόννησο ως ένα «κρατίδιον» από το 1262 μέχρι το 1460 και την κατάτμηση του ιδιαίτερου αυτού επαρχιακού τμήματος σε φέουδα (τμήματα γης εκχωρημένα από τον κυρίαρχο ηγεμόνα ή αυτοκράτορα με αντάλλαγμα την καλή συνεργασία). Συνάμα, το βυζαντινό αρχοντολόι της Πελοποννήσου εξ ανάγκης, όπως προαναφέρθηκε, συμβιβαζόταν με τους Φράγκους για να διατηρήσει τα προνομιακές εξυπηρετήσεις και παραχωρήσεις.
Η τάξη των αρχόντων και αξιωματούχων από την άλλη πλευρά προσέφερε στρατιωτικές και άλλες διοικητικές υπηρεσίες και όρκους πίστεως με τους Φράγκους και στη συνέχεια τους Βενετούς κατακτητές. Επιπλέον, οι βυζαντινοί αξιωματούχοι, και πάλι ακολούθησαν την προγενέστερη πολιτική και για τούτο εισέβαλαν, όπως και τα προηγούμενα χρόνια, μέσα στη φεουδαρχική και κοινωνική ιεραρχία, ως άρχοντες «de jure» (εκ του δικαίου) και όχι «de facto» (εκ των πραγμάτων). Συχνά συνεταιρίζονταν με τους Φράγκους αλλά και τους Βενετούς και διένειμαν μεταξύ τους τις προσόδους κάποιων περιοχών.[13]
Το ίδιο καθεστώς, χωρίς ιδιαίτερες αλλαγές διατηρήθηκε και κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας στην περιοχή Θερμησίου (Ερμιονίδας), εφαρμοσμένο ήδη και από την περίοδο της Φραγκοκρατίας. Έτσι, λοιπόν, από τα βενετικά έγγραφα και τις εκθέσεις του προνοητή ή προβλεπτή Ναυπλίου Βαρθολομαίου Μίνιο διαπιστώνουμε ότι ο Ser Francenso Alberto, τοπικός αξιωματούχος από τις βενετικές οικογένειες Alberti του Ναυπλίου, είχε ένα φέουδο στο Καστρί (Ερμιόνη), ενώ ο καθολικός επίσκοπος του Ναυπλίου άλλο φέουδο στο Θερμήσι.
Κατά τη διάρκεια της θητείας του Βαρθολομαίου Μίνιο, προνοητή του Ναυπλίου, ο Βυζαντινός Θεόδωρος Β’ Παλαιολόγος έλαβε ένα φέουδο στο Καστρί (Ερμιόνη) ως αμοιβή για τις υπηρεσίες του ως capo (καπετάνιος, διοικητής ένοπλου μισθοφορικού τμήματος). Συνάμα, το φέουδο διαχειρίζονταν οι ίδιοι και οι απόγονοί τους χωρίς την ανάμιξη των Βενετών. Μάλιστα οι τοπικοί αυτοί αξιωματούχοι και άρχοντες, που νέμονταν φέουδα στην Ερμιονίδα, εμφανίζονταν εξισωμένοι με τους κοινοτικούς άρχοντες της Οθωμανοκρατίας, ενώ παράλληλα ασκούσαν κάποια συγκεκριμένη εξουσία στην περιοχή, ως εκπρόσωποι των φράγκικων ή βενετικών αρχών του Ναυπλίου και διαχειρίζονταν ταυτόχρονα τα εισοδήματα του φέουδου.[14]
Συμπερασματικά διαπιστώνουμε από τις ιστορικές πηγές ότι στο επαρχιακό τμήμα της Ερμιονίδας (φέουδο) και την ευρύτερη περιοχή της Αργολίδας, η μακρά διάρκεια της Φραγκοκρατίας (1212-1388) επί 176 χρόνια είχε εξουθενώσει τους κατοίκους, λόγω της διοικητικής ανεπάρκειας των Φράγκων αρχόντων και ιπποτών, στους οποίος περιέρχονταν κληρονομικά η εξουσία στα κατακτηθέντα φέουδα. Η καταπίεση εντάθηκε κυρίως κατά τελευταία έτη της Φραγκοκρατίας από τον φανατισμό και την πλεονεξία των καθολικών κληρικών που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Αργολίδας.[15]
Από την άλλη πλευρά οι ντόπιοι Ορθόδοξοι Έλληνες διατήρησαν αδούλωτο το ελληνορθόδοξο φρόνημα υπό την καθοδήγηση των κληρικών και ιδίως των «πρωτοπαπάδων», διότι η Αργολίδα ευτύχησε να διοικείται από εκπροσώπους της οικογένειας των De la Roch (De la Ros), που διακρίνονταν για τα καλά αισθήματα και την ανεξίθρησκη πολιτική τους.[16]
Υποσημειώσεις
[1] Ουΐλλιαμ Μίλλερ, «Η Φραγκοκρατία στην Ελλάδα (1 204-1566)», Μετάφραση Άγγελου Φουριώτη, Εκδ. Ελληνικά Γράμματα, σελ.74-75, 109-110, 282-292.
[2] Κάρολος Χοπφ, Chroniques Greco- romanes, 0. 472, όπου vi. Baronsde Geraki.
[3] http://www.argolikivivliothiki.gr Θάνος Κονδύλης, Διδάκτωρ Μεσαιωνικής Ιστορίας – Συγγραφέας/Πρακτικά της Διεθνούς Επιστημονικής Συνάντησης, Βενετία – Άργος/Σημάδια της Βενετικής Παρουσίας στο Άργος και την Περιοχή του, (Άργος, 11 Οκτωβρίου 2008). Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας – Δήμος Άργους, Αθήνα-Βενετία, 2010.
[4] Ησαΐας Ιωάννης, «Ιστορία του Κρανιδίου και των Κοινοτήτων Πορτοχελίου, Διδύμων, Φούρνων, Κοιλάδας», σελ. 168.
[5] http://www.argolikivivliothiki.gr Θάνος Κονδύλης, Διδάκτωρ Μεσαιωνικής Ιστορίας-Συγγραφέας/Πρακτικά της Διεθνούς Επιστημονικής Συνάντησης, Βενετία – Άργος… ό.π.
[6] Το κάστρο του Βασιλοποτάμου βρισκόταν στα νοτιοανατολικά της Σπάρτης, στο κεντρικότερο τμήμα της λακωνικής πεδιάδος, τόπος παρόχθιος του Ευρώτα ανάμεσα στο Μυστρά και τη Μονεμβασία. Μάλιστα ανήκε στο Territorio di Mistra της επαρχίας Λακωνίας με πρωτεύουσα τη Μονεμβασία.
[7] Διαμάντη Καλλιόπη, «Μια άγνωστη βυζαντινή θέση στο Λυκοβουνό της Λακωνίας», Δελτίον Χριστιανικής Αρχαιολ. Εταιρείας, 32, (201 1) σελ. 28-30 Αθήνα 2011.
[8] Ο συγγραφέας Ιωάννης Πέππας στο βιβλίο του «Μεσαιωνικές σελίδες της Αργολίδας, Αρκαδίας, Κορινθίας, Αττικής» (σ. 268 – 270) σημειώνει ότι το ύψωμα (408 μ.), που βρίσκεται γύρω στα 4 χλμ. Β.Δ. του παραλιακού Μετοχίου – Θερμησίας στις υπώρειες των Αδέρων, πλησίον του οικισμού Βλαχαίικα έφερε στα μεσαιωνικά έγγραφα το τοπωνύμιο «Πύργος του Μυλοποτάμου». [Η άποψη αυτή δεν στοιχειοθετείται και ούτε στάθηκε δυνατόν να διασταυρωθεί στο εάν ταυτίζεται με τον πύργο του Δεσπότη του Μυστρά Παλαιολόγου].
[9] http://www.argolikivivliothiki.gr Θάνος Κονδύλης, Διδάκτωρ Μεσαιωνικής Ιστορίας-Συγγραφέας/Πρακτικά της Διεθνούς Επιστημονικής Συνάντησης, Βενετία – Άργος… ό.π.
[10] Μπενάκης Λίνος, «Το Κάστρο της θερμησίας», περ. «Στην ΕΡΜΙΟΝΗ άλλοτε και τώρα», τ.3, (Οκτ. 2009), σελ.9.
[11] Παϊδούση – Παπαντωνίου Γιόνα, «Η Ερμιονίδα ανά τους αιώνας», σ. 240-241.
[12] http://www.argolikivivliothiki.gr Θάνος Κονδύλης, Διδάκτωρ Μεσαιωνικής Ιστορίας-Συγγραφέας/Πρακτικά της Διεθνούς Επιστημονικής Συνάντησης, Βενετία – Άργος… ό.π.
[13] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Θ, σελ.251-252.
[14] http://www.argolikivivliothiki.gr, Diana Gilliland Wright, διατριβή με τίτλο «Bartolomeo Minio Venetian Administration in 15th century Nauplion», Η.Π.Α., 1999 Μετάφραση – Επιμέλεια: Γιώργος Ρούβαλης.
[15] Χώρας Γεώργιος, Η Αγία Μονή Αρείας, σ. 98-102.
[16] Λαμπρυνίδης Μ., «Η Ναυπλία», σ. 44-46 και Ουΐλλιαμ Μίλλερ, «Η Φραγκοκρατία στην Ελλάδα (1204-1566)», Μετάφραση Άγγελου Φουριώτη, Εκδ. Ελληνικά Γράμματα, σελ. 209.
«Στην Ερμιόνη Άλλοτε και Τώρα», περιοδική έκδοση για την ιστορία, την τέχνη, τον πολιτισμό και την κοινωνική ζωή της Ερμιόνης, τεύχος 26, Απρίλιος, 2020.
Σχετικά θέματα:
- Το τοπωνύμιο Ερμιών ή Ερμιόνη στην ομώνυμη κωμόπολη της Ερμιονίδας – Μυθολογική και επιστημονική προσέγγιση.
- Ιωάννης Αγγ. Ησαΐας, «Η Ιστορία του Κρανιδίου και των κοινοτήτων Πορτοχελίου, Διδύμων, Φούρνων, Κοιλάδας».
- Η κατάσταση του αγροτικού πληθυσμού του Άργους στα τέλη του 14ου αιώνα.
- Minio Bartolomeo (1428-1518)
- The Greek Correspondence of Bartolomeo Minio – Volume I: Dispacci from Nauplion (1479-1483)
- Η Α’ Βενετοκρατία στο τερριτόριο Ναυπλίου και τα φέουδα Θερμησίας και Καστρίου (Ερμιόνης) από το 1388-1540
- Εκκλησιαστική ιστορία του Άργους κατά τη δεύτερη Βενετοκρατία
- Η Αργολίδα την περίοδο 1350-1400 – Το τέλος της Φραγκοκρατίας και η αρχή της Βενετοκρατίας