Quantcast
Channel: Ιστορία – ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΑΡΧΕΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Viewing all 636 articles
Browse latest View live

Η προστασία των αρχαιοτήτων της Αργολίδας κατά τον 19ο αιώνα: Τεκμήρια από το Αρχείο του Δήμου Ναυπλιέων

$
0
0

Η προστασία των αρχαιοτήτων της Αργολίδας κατά τον 19ο αιώνα: Τεκμήρια από το Αρχείο του Δήμου Ναυπλιέων – Δημήτρης Χ. Γεωργόπουλος, Προϊστάμενος Γ.Α.Κ. – Αρχείων Ν. Αργολίδας


 

Στα Γενικά Αρχεία του Κράτους – Αρχεία Νομού Αργολίδας απόκειται το Αρχείο του Δήμου Ναυπλιέων, τα τεκμήρια του οποίου καλύπτουν τη χρονική περίοδο από το 1835 έως το 1980. Πρόκειται για αρχειακό υλικό που συμβάλλει κυρίως στη γνώση της μικροϊστορίας. Είναι ένα σημαντικό αρχείο, αν λάβουμε υπόψη μας τη μεγάλη χρονική του διάρκεια και πληρότητα, τις αδιάσπαστες σειρές στοιχείων, καθώς και το ότι το αρχείο της Νομαρχίας Αργολίδας σώζεται από το 1965 και μετά. [1]

Στην παρούσα δημοσίευση θα προσπαθήσουμε να ερμηνεύσουμε τα σχετικά με τις αρχαιότητες τεκμήρια του Δημοτικού Αρχείου υπό το πρίσμα των τοπικών συνθηκών και του ιστορικού γίγνεσθαι της εποχής.

Είναι γνωστά τα μέτρα τα οποία έλαβε ο Καποδίστριας, η Αντιβασιλεία και ο Όθωνας για την προστασία των αρχαιοτήτων. Όμως, παρά τα μέτρα που είχαν ληφθεί, υπήρξε πληθώρα περιπτώσεων αρχαίων που πουλήθηκαν σε ξένους, λεηλατήθηκαν από ξένους και δωρίστηκαν από το Ελληνικό Κράτος σε ξένους. [2]

Επιπλέον, ενώ ο αρχαιολογικός νόμος της Αντιβασιλείας, τον Ιούνιο του 1834, προστάτευε τα μνημεία και τα ερείπια, εντούτοις υπήρξαν περιπτώσεις, όπου λίθοι αρχαίων ερειπίων χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή οικοδομημάτων κατά τον οικοδομικό οργασμό που ακολούθησε τη δημιουργία του ελληνικού κράτους και το κτίσιμο των νέων πόλεων.

Βέβαια κάτι τέτοιο θα μπορούσε να δικαιολογηθεί πριν τη δημοσίευση του αρχαιολογικού νόμου, αν λάβουμε υπόψη μας τί θεωρείτο ως αρχαίο, το οποίο και θα έπρεπε να προστατευθεί. Διαφωτιστικό γι’ αυτό το θέμα είναι έγγραφο του 1829 που απέβλεπε αφενός να ευαισθητοποιηθούν οι κάτοικοι για τα λείψανα της αρχαιότητας και αφετέρου να μάθουν να τα αναγνωρίζουν και να τα καταλαβαίνουν. [3]

Το έγγραφο υπογράφει ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος, ο γνωστός Φιλικός, ο οποίος τότε κατείχε τη θέση του Εκτάκτου Επιτρόπου της Ήλιδας. Το παραθέτω:

 

Μουσείον ονομάζεται το μέρος, όπου τίθενται αι αρχαιότητες και φυλάττονται. Αρχαιότητες λέγονται αι παλαιότητες, όσα δηλαδή είναι έργα των προγόνων Ελλήνων και διεσώθησαν υποκάτω ή επάνω της γης. Συνίστανται αι αρχαιότητες από είδωλα λίθινα, ή από μάρμαρον, ή χρυσόν, άργυρον, χαλκόν, ή ορείχαλκον (προύντζος), σχηματίζοντα είδος ανθρώπου ή άλλου ζώου, γερά ή σπασμένα. Συνίστανται από δουλευμένας πέτρας, οπού έχουν επιγράμματα. Συνίστανται από αγγεία αργυρά, χρυσά, ορειχάλκινα, χάλκινα, πήλινα, ευρισκόμενα πολλάκις θαμμένα εις την γην ανάμεσα εις παλαιά ερείπια, ή τους ελληνικούς παλαιούς τάφους. Συνίστανται από διάφορα νομίσματα (μονέδες) χρυσά, αργυρά, ορειχάλκινα, χάλκινα και μολυβένια διαφόρου μεγέθους και βαρύτητος. Συνίστανται από βιβλία εις μεμβράνας. Και τέλος συνίστανται αι αρχαιότητες και εις άλλα διάφορα τεχνητά, δηλαδή εις δακτυλίδια χρυσά, ή αργυρά, εις δακτυλιδόπετρες με έγγλυφα ή ανάγλυφα, παριστώντα μορφήν ανθρώπων, ζώων, πτηνών, εντόμων, όφεων, φυτών. Όλα αυτά συνιστώσι τας αρχαιότητας, και δι’ αυτάς η Σ. Κυβέρνησις εσύστησε το Μουσείον και τας συναθροίζει.

 

Πουθενά στο έγγραφο δε γίνεται λόγος για ερείπια δημόσιων ή ιδιωτικών κτισμάτων είτε αυτά είναι τείχη, είτε είναι ναοί, είτε είναι ιερά, είτε είναι κατοικίες κ.λπ.. Άρα στη συνείδηση των διοικούντων, και βέβαια πολύ περισσότερο του λαού, τα παραπάνω κτίσματα δεν ήταν «αρχαία», οπότε δεν έχριζαν προστασίας και μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τις όποιες ανάγκες από τον οποιοδήποτε. Έτσι εξηγείται γιατί ξηλώθηκαν τα θεμέλια του ναού του Απόλλωνα στην Αίγινα για να κατασκευαστεί η προκυμαία, γιατί κατεδαφίστηκε στο Γαλαξείδι το αρχαίο τείχος για να κατασκευαστεί και εκεί η προκυμαία, [4] γιατί δημοπρατήθηκε το τείχος της Αθήνας και γιατί στο Ναύπλιο χρησιμοποιήθηκαν πέτρες από «τα παλαιά τείχη» [5], οι οποίες μάλιστα μεταφέρθηκαν με τις εθνικές άμαξες, προκειμένου να κατασκευαστεί προκυμαία και λιμενοβραχίονες μετά την πώληση των οικοπέδων στην παραλία το 1832, [6] για να δημιουργηθεί το «Προάστειον του Αιγιαλού».

Η παραπάνω πρακτική, λοιπόν, ανάγκασε το Μάιο του 1837 την επί των Εσωτερικών Βασιλική Γραμματεία να αποστείλει εγκύκλιο, [7] με την οποία, μέσω του Διοικητών των Νομών, έδινε εντολή στους Δημάρχους αφενός να εκδώσουν αυστηρές διαταγές προς τους δημότες και αφετέρου οι ίδιες οι Δημοτικές Αρχές να δείχνουν ιδιαίτερη προσοχή «εις την διατήρησιν των σωζομένων αρχαιοτήτων». Και τούτο γιατί η Κυβέρνηση είχε πληροφορίες «από υποκείμενα αξιόπιστα περιελθόντα διαφόρους Επαρχίας… ότι εις πολλά μέρη συντρίβονται και ακρωτηριάζονται αρχαίοι λίθοι, μεταφερόμενοι από ναούς και άλλα μνημεία εις τας πόλεις και τα χωρία προς χρήσιν δημοσίων και ιδιωτικών οικοδομών». Μάλιστα, προειδοποιούσε τους δημότες ότι «όστις συντρίψει ή ακρωτηριάσει αρχαιότητά τινα θέλει καταμηνύεται εις τον αρμόδιον εισαγγελέα διά να ενεργούνται κατ’ αυτού τα παρά του νόμου διακελευόμενα».

 

Εγκύκλιος

 

Ένας άλλος τρόπος προστασίας των αρχαιοτήτων ήταν η συγκέντρωση και φύλαξή τους. Έτσι μετά τρία χρόνια, το Μάιο του 1840, ο υπουργός της «επί των εκκλησιαστικών και της δημοσίου εκπαιδεύσεως» απέστειλε εγκύκλιο [8] προς στους διοικητές με το ερώτημα εάν ήταν δυνατή η σύσταση μουσείου, προκειμένου να συγκεντρωθούν οι αρχαιότητες. Ο διοικητής Αργολίδας τη διαβίβασε προς στους Δημάρχους του Νομού. Όσον αφορά την πόλη του Ναυπλίου ο Δήμαρχος προέβη σε κάποιες ενέργειες χωρίς αποτέλεσμα. Το θέμα ούτε καν συζητήθηκε στο Δημοτικό Συμβούλιο. Ίσως, δεν πρέπει να παραβλέπεται και η οικονομική κατάσταση του Δήμου, η οποία χαρακτηρίζεται από το Δήμαρχο ως «ελεεινή». Προφανώς, υπήρχαν άλλες προτεραιότητες. [9]

Το Μάρτιο του 1843 ο Διοικητής Αργολίδας επανήλθε με μακροσκελή εγκύκλιο προς τους Δημάρχους της Διοίκησής του, με την οποία τους καθιστούσε προσωπικά υπεύθυνους «διά πάσαν βλάβην ή αφαίρεσιν αρχαιοτήτων» [10]. Την εγκύκλιο αυτή προκάλεσε η επιδεινούμενη κατάσταση σχετικά με τα λείψανα της αρχαιότητας, τα οποία «φθείρονται και εξαφανίζονται από χείρας βεβήλους και απειροκάλους άλλοτε μεν συντριβόμενα, άλλοτε δε καιόμενα, [11] άλλοτε εντοιχιζόμενα και άλλοτε τέλος απαγόμενα ακαταζητήτως». Τέλος, έδινε οδηγίες για τη συλλογή και φύλαξη των αρχαιοτήτων.

Όμως, η κατάσταση όχι μόνο δεν βελτιωνόταν, αλλά μάλλον χειροτέρευε. Οι αρχαιότητες ήταν στο έλεος των αρχαιοκάπηλων σε σημείο που το Μάρτιο του 1854 το υπουργείο των Εσωτερικών να αποστείλει εγκύκλιο [12] προς τους Νομάρχες ζητώντας επαγρύπνηση για τη διαφύλαξη των αρχαιοτήτων και την παρεμπόδιση των ανασκαφών. Και ενώ η περίληψη της εγκυκλίου είχε τον τίτλο «Περί αρχαιοτήτων», ο Γραμματέας σημειώνει χαρακτηριστικά στο κάτω μέρος του εγγράφου «περί παρεμποδίσεως ανασκαφών», δηλαδή την πραγματική αιτία που προκάλεσε την αποστολή της εγκυκλίου.

Σε άλλη εγκύκλιο [13] προς τους Δημάρχους, τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου, ο Νομάρχης Αργολίδας και Κορινθίας χρησιμοποιεί σκληρή γλώσσα γράφοντας ότι «ουδείς εξ υμών κατεννόησεν οπόσον ενδιαφέρει την πατρίδα κοινώς και έκαστον Δήμον, ιδίως η καλή διατήρησις των επιτοπίως ανευρισκομένων εκάστοτε, ή και σωζομένων έκπαλαι αρχαιοτήτων» και συνεχίζει κατηγορώντας τους Δημάρχους και τους Παρέδρους ότι, είτε από ραθυμία, είτε από απειροκαλία, είτε από αισχροκέρδεια οι αρχαιότητες καταστρέφονται ή εξάγονται «εις ξένην γην». Μάλιστα, καθιστούσε τους Δημάρχους και τους Παρέδρους προσωπικά υπεύθυνους. Κατέληγε δε με την αναγγελία ότι «εντός ολίγου θέλουν διορισθεί εκ των απομάχων φύλακες παρ’ εκάστω Δήμω περιέχοντα λείψανα αρχαιότητος». [14] Γενικώς αυτή τη χρονιά υπήρξε μεγάλη κινητικότητα σχετικά με τις αρχαιότητες. Μένει να ερευνηθεί εάν η αρχαιοκαπηλία και η καταστροφή των αρχαίων είχε τέτοια έκταση, ώστε να σταλεί από το υπουργείο των εκκλησιαστικών η εγκύκλιος του 1854, [15] η οποία μάλιστα επρόκειτο να διαβαστεί στις εκκλησίες των Δήμων και των χωριών του νομού και η οποία όριζε «ότι όστις καταστρέψει αρχαιότητας, ήτοι αγάλματα, επιγραφάς, αρχαία τείχη και παν ότι είναι έργον των αρχαίων ημών προγόνων ούτος εκτός της προσωπικής αυτού κρατήσεως… θέλει υπόκειται και εις πρόστιμον, ανάλογον της τιμής της Αρχαιότητος εκείνης, την οποίαν κατέστρεψεν,…». Μάλιστα, προβλεπόταν και αμοιβή για εκείνον ο οποίος θα έκανε την καταμήνυση, η οποία αμοιβή ανερχόταν στο μισό του προστίμου, που θα κατέβαλλε ο καταστροφέας. Η εγκύκλιος επιστράφηκε στο Δήμο Ναυπλίου με τη σημείωση «ανέγνωσα την Διαταγίν σας … επεκλισίαις την εν Μουράταγα [16] 7 Σεπτεμβρίου 1854 ο εφιμεριος Παππά Αθ: (ανάσιος) Τσιπόκας»(sic). [17]

 

Εγκύκλιος

 

Μεσολαβεί ένα διάστημα άνω των 15 χρόνων χωρίς να ανιχνεύονται αρχειακά τεκμήρια για τις αρχαιότητες. Το 1870 το Υπουργείο των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως αποστέλλει μακροσκελή εγκύκλιο [18] προς τους Νομάρχες και τους Επάρχους. Ο συντάκτης της εγκυκλίου περιγράφει το πρόβλημα της καταστροφής και της καπήλευσης των αρχαιοτήτων ξεκάθαρα, χωρίς υπεκφυγές και συγκαλύψεις. Καυτηριάζει την αρχαιοκαπηλία, που, παρά τα μέτρα που λαμβάνονται για την περιστολή της, όχι μόνο αυξάνει, αλλά και κάποιοι το έχουν καταστήσει επάγγελμα. Παρομοιάζει τους αρχαιοκάπηλους με τυμβωρύχους «οίτινες του κέρδους χάριν ήθελον ανορύττει τους τάφους των πατέρων των». Χαρακτηρίζει ως «μεγίστην καταισχύνην» τα αρχαία να κοσμούν τα Μουσεία της Ευρώπης και όχι το Εθνικό Μουσείο της Ελλάδας. Καταλήγει ότι η σωτηρία των αρχαίων επαφίεται στην ευσυνείδητη εκτέλεση των καθηκόντων εκ μέρους των Δημάρχων, των συμβούλων τους και των λοιπών υπαλλήλων.

Το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα παρατηρείται μεγάλη κινητικότητα σχετικά με τις αρχαιότητες. Βέβαια δεν είναι άμοιρο ότι ιδρύονται οι περισσότερες ξένες Αρχαιολογικές Σχολές και Ινστιτούτα, οι οποίες και αναλαμβάνουν να εκτελέσουν ανασκαφές. Επίσης, ιδρύεται και η Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος. [19]  Είναι χαρακτηριστικό το έγγραφο που αποστέλλει το Υπουργείο των Εκκλησιαστικών και της Δημόσιας Εκπαίδευσης προς το Νομάρχη Αργολίδας και Κορινθίας, με το οποίο του γνωστοποιεί το διορισμό του Αθανάσιου Δημητριάδη, ως Εφόρου Αρχαιοτήτων Πελοποννήσου [20] και Επιτρόπου της Κυβέρνησης «διά τας εν τη αρχαία Ολυμπία ανασκαφάς, ας ανέλαβε να εκτελέσει η Γερμανική αυτοκρατορική κυβέρνησις ιδία δαπάνη εκ συμφώνου μετά της Ελληνικής κυβερνήσεως». [21]

 

Εγκύκλιος

 

Ειδικότερα για την Αργολίδα το αρχειακό υλικό μας πληροφορεί ότι με δαπάνες της Αρχαιολογικής Εταιρείας είχε πραγματοποιηθεί ανασκαφή τάφων στη βόρεια πλαγιά του Παλαμηδιού από το Νομάρχη Αργολιδοκορινθίας Κονδάκη (1873). [22] Η Εταιρεία επανήλθε το 1892 και ζητούσε πληροφορίες για το εάν η απέναντι από αυτή την ανασκαφή πλαγιά είναι εθνικός ή ιδιόκτητος τόπος, προκειμένου να αναθέσει ανασκαφή στον Έφορο Αρχαιοτήτων Βαλέριο Στάη. Επίσης, πληροφορούμαστε ότι, προκειμένου η Αρχαιολογική Εταιρεία να καλύψει τις οικονομικές ανάγκες της, της επιτράπηκε το 1874 «να προκηρύξει λαχείον εκ δραχμών νέων ή φράγκων ενός εκατομμυρίου». [23] Μάλιστα, το υπουργείο των εσωτερικών προέτρεπε μέσω των Νομαρχών τις δημοτικές αρχές «να λάβωσι τοιαύτα γραμμάτια» και «να συντελέσωσιν όπως τα οικία Δημοτικά Συμβούλια ψηφίσωσι ποσόν τι προς αγοράν τοιούτων». [24]

Όμως, παράλληλα με τις επίσημες ανασκαφές συνέχιζαν να εκτελούνται και παράνομες και μάλιστα από άτομα της διοίκησης. Το φαινόμενο αυτό ανάγκασε το Υπουργείο Εσωτερικών να αποστείλει εγκύκλιο με την οποία απαγόρευε αυστηρώς να εκτελούνται ανασκαφές από διοικητικούς και δημοτικούς υπαλλήλους, καθώς και την αγορά εκ μέρους τους αρχαιοτήτων από χωρικούς και τη μεταπώλησή τους σε αρχαιοκάπηλους· δηλαδή οι εντεταλμένοι από το νόμο υπάλληλοι να προστατεύουν τις αρχαιότητες, αντί να τις προστατεύουν συνεργάζονταν με αρχαιοκάπηλους. [25]

 

Εγκύκλιος

 

Τέλος, τα έτη 1889-1891 παρατηρείται κινητικότητα σχετικά με τους Φύλακες Αρχαιοτήτων. Υπάρχουν αρκετά έγγραφα τα οποία μας πληροφορούν για απολύσεις και μετακινήσεις Φυλάκων Αρχαιοτήτων, β΄ και γ΄ τάξης, οι οποίοι είχαν τοποθετηθεί σε αρχαιολογικούς χώρους, όπως η Τίρυνθα, οι τάφοι της Επιδαύρου και της Πρόνοιας, καθώς και το Ηραίο. Μάλιστα, πληροφορούμαστε ότι ο Φύλακας της Τίρυνθας Ι. Μιντζόπουλος το 1891 πληρωνόταν από την Αρχαιολογική Εταιρεία και λάμβανε μισθό 60 δρχ..

Κλείνοντας θα πρέπει να σημειώσουμε ότι, αν και τα στοιχεία που παραθέσαμε είναι αποσπασματικά, η παρούσα έρευνα, θέλουμε να πιστεύουμε, ότι έδειξε:

  1. Το μέγεθος της καταστροφής των αρχαιοτήτων αλλά και την έκταση της αρχαιοκαπηλίας. Προφανώς η ρήση του Μακρυγιάννη, «γι’ αυτά πολεμήσαμε», δεν εισακούστηκε από ένα τμήμα του πληθυσμού του ελεύθερου ελληνικού κράτους, το οποίο τμήμα δεν θα πρέπει να ήταν μικρό. [26]
  1. Τον τρόπο αντιμετώπισης από τη Νομαρχιακή και Δημοτική Αρχή του προβλήματος της καταστροφής των αρχαίων και της αρχαιοκαπηλίας, οποίος τρόπος θυμίζει περισσότερο γραφειοκρατική διεκπεραίωση μιας υπόθεσης, παρά επίδειξη ζήλου και αγωνιστικότητας για τη διάσωση της εθνικής κληρονομιάς.
  1. Τη σχετικά μικρή εμπλοκή της Δημοτικής Αρχής στο θέμα των αρχαιοτήτων, αν λάβουμε υπόψη μας ότι το 19ο αιώνα ο Δήμαρχος ήταν ισχυρός τοπικός άρχοντας.

Τέλος, θα ήταν καλό, εάν υπάρχει αρχειακό υλικό σε άλλες αρχειακές μονάδες, αυτό να δημοσιοποιηθεί, ώστε να γνωρίζουμε πως αντιμετώπισαν την καταστροφή των αρχαίων και την αρχαιοκαπηλία άλλες νομαρχιακές και δημοτικές αρχές.

 

Υποσημειώσεις


 

 [1] Το κτίριο της Νομαρχίας κάηκε για πρώτη φορά το 1929. Τότε η Νομαρχία στεγαζόταν στο «παλατάκι του Καποδίστρια», εκεί που σήμερα βρίσκεται ο ανδριάντας του Όθωνα. Για δεύτερη φορά κάηκε το 1964, όταν στεγαζόταν σε κτίριο της Πλατείας Συντάγματος, όπου σήμερα λειτουργεί το καφενείο «Κεντρικόν». Οι πυρκαγιές κατέστρεψαν το Αρχείο της Νομαρχίας, όμως στο Αρχείο του Δήμου Ναυπλιέων έχουν σωθεί αφενός η αλληλογραφία του Δήμου με τη Νομαρχία (σχέδια εγγράφων και απαντήσεις του Νομάρχη) και αφετέρου οι εγκύκλιοι που έστελνε ο Νομάρχης, αλλά και οι εγκύκλιοι των διαφόρων Υπουργείων που διαβίβαζε ο Νομάρχης προς όλους τους Δήμους και τις Κοινότητες.

[2] Κόκκου 2009.

[3] Πρωτοψάλτης 1967, 107-109, αρ. 82, στο Κόκκου 2009, 54.

[4] Κόκκου 2009, 55.

[5] Κυριαζής 1973, 64.

[6] Εθνική Εφημερίς 1832, 266.

[7] ΔΑΝ 1837, φ. 27 90, αρ.πρωτ. 4436/9 Ιουνίου 1837.

[8] ΔΑΝ 1840, φ. Ρ 36, αρ.πρωτ. 1046/13 Μαϊου 1840.

[9] Γεωργόπουλος 2009, 99.

[10]ΔΑΝ 1843, φ. Ρ 36 ε, αρ.πρωτ. 870/1 Μαρτίου 1843. Βλ. και Μπίχτα 2008, 23.

[11] Εννοεί τα ασβεστοκάμινα, όπου ως πρώτη ύλη για την παρασκευή ασβέστη χρησιμοποιούσαν λίθους από αρχαία κτίσματα. Για το λόγο αυτό ο αρχαιολογικός νόμος, άρθρο 85, παρ. β΄ (δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως αρ. 22/16 Ιουνίου 1834) αναφέρει ότι απαγορεύεται στους ιδιώτες, χωρίς άδεια, «να κατασκευάζουν εις περιφέρειαν ενός τετάρτου μυριομέτρου Ελληνικών λειψάνων ασβεστοκαμίνους, διά να μη δίδεται αφορμή και περίστασις εις βλάβην και φθορά των αρχαιοτήτων». Βλ. και Κόκκου 2009, 105, όπου αναφέρεται ότι ο Κυριάκος Πιττάκης σε έγγραφό του προς την «των Εκκλησιαστικών και Δημοσίου Εκπαιδεύσεως Β. Γραμματείαν» με ημερομηνία 15/2/1838 προτείνει, να διαταχθούν οι Δασονόμοι να προσέχουν «εις τα χωρία και ερήμους τόπους, όπου κατασκευάζεται άσβεστος, διά να μη λαμβάνωσιν οι ασβεστοποιοί αρχαίας πέτρας από οικοδομάς, …».

[12] ΔΑΝ 1854, φ. 02, αρ. εγκυκλίου 19/6 Μαρτίου 1854 (Βλ. Παράρτημα, έγγραφο 1).

[13] ΔΑΝ 1854, φ. 02, αρ.πρωτ. 7370/ Αύγουστος 1854 (Βλ. Παράρτημα, έγγραφο 2).

[14] Ήδη από το 1835 απόμαχοι είχαν αναλάβει τη φύλαξη της Ακρόπολης. Βλ. Χαραλαμπίδης

2008, 15.

[15] ΔΑΝ 1854, φ. 02, αρ.πρωτ. 3766/ Αύγουστος 1854.

[16] Το χωριό Μουράταγα είναι η σημερινή Καλλιθέα μεταξύ Ασίνης και Δρεπάνου.

[17] ΔΑΝ 1854, φ. 02, αρ.πρωτ. 668/ 1 Σεπτεμβρίου 1854.

[18] ΔΑΝ 1870, φ. Ω 39, αρ.πρωτ. 7600/ 23 Οκτωβρίου 1870. Την ίδια κατάσταση περιέγραφε σε εγκύκλιό του ο υπουργός Παιδείας Ν. Δρόσος, Κόκκου 2009, 124.

[19] Είναι χαρακτηριστική η επιστολή που αποστέλλεται από την Εταιρεία προς το Δήμαρχο, όπου περιγράφεται το έργο της και ζητείται συνδρομή του Δήμου τακτική ή έκτακτη. ΔΑΝ 1892, φ. Ω 39, αρ. πρωτ. 87/ 30 Οκτωβρίου 1892.

[20] Ο Αθανάσιος Δημητριάδης ήταν Έφορος Αρχαιοτήτων Στερεάς Ελλάδας. Στη θέση του

μετακινήθηκε ο Παναγιώτης Σταματάκης, Έφορος Αρχαιοτήτων Πελοποννήσου. ΔΑΝ 1875, φ. Ω40, αρ.πρωτ. 6423/ 25 Αυγούστου 1875. (Ο Σταματάκης αναβαθμίστηκε από βοηθός του

Αρχαιολογικού Γραφείου και διορίστηκε Έφορος αρχαιοτήτων Πελοποννήσου τον Απρίλιο του

ίδιου έτους. Βλ. ΔΑΝ 1875, φ. Ω 40, αρ.πρωτ. 2718/ 11 Απριλίου 1875).

[21] Βλ. ό.π. Σχετικά με τη συμφωνία και την ανασκαφή βλ. Παπαθεοδώρου 2008, 19.

[22] ΔΑΝ 1870, φ. Ω 39, αρ.πρωτ. 7600/ 23 Οκτωβρίου 1870 (Βλ. Παράρτημα, έγγραφο 3).

[23] Εφημερίς της Κυβερνήσεως 1874, φ. 44.

[24] ΔΑΝ 1875, φ. Ω 40, αρ. εγκυλ. 4/12 Φεβρουαρίου 1875 (Βλ. Παράρτημα, έγγραφο 4).

[25] ΔΑΝ 1875, φ. Ω 40, αρ. 95/ 16 Ιανουαρίου 1875 (Βλ. Παράρτημα, έγγραφο 5).

[26] Δε γνωρίζω εάν έχουν εντοπιστεί και καταγραφεί οι ελληνικές αρχαιότητες που έχουν εξαχθεί νόμιμα ή παράνομα από τον ελλαδικό χώρο και βρίσκονται σε μουσεία και ιδιωτικές συλλογές απανταχού του πλανήτη. Εάν δεν υπάρχει κάτι τέτοιο, νομίζω ότι είναι υποχρέωση της Ελληνικής Πολιτείας να το δρομολογήσει. Για δε τους νέους επιστήμονες «ιδού στάδιον δόξης λαμπρόν».

 

Βιβλιογραφία


 

  • Δ. Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ, Το Αρχαιολογικό Μουσείο Ναυπλίου και η συμβολή των Σουηδών στην οργάνωσή του (1833-1933), ΜΝΗΜΗ ΤΑΣΟΥΛΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ (1998-2008), Βόλος 2009, 97-118.
  • ΕΘΝΙΚΗ ΕΦΗΜΕΡΙΣ, αρ. φύλου 50, 13 Οκτωβρίου 1832.
  • Α. ΚΟΚΚΟΥ, Η μέριμνα για τις αρχαιότητες στην Ελλάδα και τα πρώτα μουσεία, Αθήνα 2009 (α΄ έκδοση 1977).
  • Π. ΚΥΡΙΑΖΗΣ, Σταμάτης Βούλγαρης. Ο πρώτος πολεοδόμος της νεωτέρας Ελλάδος, Ιστορία, 1973, τχ. 64, 60-69.
  • Κ. ΜΠΙΧΤΑ, Το επίπονο έργο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας κατά τον 19ο αιώνα: Περισυλλογή και καταγραφή των αρχαιοτήτων, «… ανέφερα εγγράφως» ΘΗΣΑΥΡΟΙ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΑΡΧΕΙΟΥ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Αθήνα 2008, 23-31.
  • ΕΡ. ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ, Σύμβαση μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας για την ανασκαφή της αρχαίας Ολυμπίας, «… ανέφερα εγγράφως» ΘΗΣΑΥΡΟΙ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΑΡΧΕΙΟΥ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Αθήνα 2008, 19-21.
  • ΕΜΜ. ΠΡΩΤΟΨΑΛΤΗΣ, Ιστορικά έγγραφα περί αρχαιοτήτων και λοιπών μνημείων κατά τους χρόνους της Επαναστάσεως και του Καποδίστρια, Αθήναι 1967.
  • Δ. ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ, Θεσμοθέτηση και ίδρυση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, «… ανέφερα εγγράφως» ΘΗΣΑΥΡΟΙ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΑΡΧΕΙΟΥ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Αθήνα 2008, 13-17.

 

Πηγές


  • Δημοτικό Αρχείο Ναυπλίου (ΔΑΝ), Γενικά Αρχεία του Κράτους – Αρχεία Ν. Αργολίδας, ΔΗΜ.1.1.

 

Δημήτρης Χ. Γεωργόπουλος

Προϊστάμενος Γ.Α.Κ. – Αρχείων Ν. Αργολίδας

Διημερίδα «Η Ιστορική και σρχαιολογική ερευνά στην Πελοπόννησο, όπως προκύπτει από τα αρχεία των Γ.Α.Κ. Νομών Πελοποννήσου και αρχεία άλλων φορέων». Τρίπολη, 04 & 05 Οκτωβρίου 2013. Πρακτικά. Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Πελοποννησιακών Σπουδών, Τρίπολη 2014.

 

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα  έγιναν από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

Σχετικά θέματα:

 


Το Αρχαιολογικό Μουσείο Άργους όπως δεν φαίνεται

$
0
0

Το Αρχαιολογικό Μουσείο Άργους όπως δεν φαίνεται – Άννα Μπανάκα, Δρ. Αρχαιολόγος, Αναπληρώτρια Διευθύντρια στην Δ΄ ΕΠΚΑ Ναυπλίου. Διημερίδα «Η Ιστορική και Αρχαιολογική ερευνά στην Πελοπόννησο, όπως προκύπτει από τα αρχεία των Γ.Α.Κ. Νομών Πελοποννήσου και αρχεία άλλων φορέων». Τρίπολη, 04 & 05 Οκτωβρίου 2013. Πρακτικά. Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Πελοποννησιακών Σπουδών, Τρίπολη 2014.


 

Καθώς πληθαίνουν με την πάροδο του χρόνου οι έρευνες στην Ελλάδα και αρχίζει η συλλογή αρχαίων, η συσταθείσα από το 1837 Αρχαιολογική Εταιρεία [1] ενεργοποιείται στη διάσωση των αρχαιοτήτων στις Επαρχίες και ζητάει από την Κυβέρνηση την άδεια να διορίζει Εφόρους, υπεύθυνους για την προστασία των αρχαίων μνημείων. Οι ενέργειές της καταγράφονται στις αναφορές πεπραγμένων στο έγκυρο επιστημονικό περιοδικό υπό τον τίτλο Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας [2]. Ο Αντώνιος Βλαστός [3], σχολάρχης στην Ερμούπολη της Σύρου, και ο αυτοδίδακτος αρχαιολόγος Παναγιώτης Σταματάκης [4] ορίσθηκαν για το σκοπό αυτό. Ο πρώτος περιόδευσε στην Πελοπόννησο και ο δεύτερος στη Στερεά Ελλάδα αρχικά και στην Πελοπόννησο αργότερα [5] καθιστώντας σαφή την εποπτεία και εκπροσώπηση του ελληνικού κράτους στη διάρκεια ανασκαφικών ερευνών σε περιοχές με ιδιαίτερο επιστημονικό ενδιαφέρον (Μυκήνες) [6]. Τα αποτελέσματα της προσπάθειας αυτής ήταν εξαιρετικά και με πρόταση της Αρχαιολογικής Εταιρείας στην Κυβέρνηση ψηφίσθηκε ειδικός νόμος για την καθιέρωση των επαρχιακών Εφόρων [7].

Οι περιοδείες αποφέρουν καρπούς και με τη φροντίδα του Π. Σταματάκη ιδρύονται αρχαιολογικές συλλογές στη Στερεά Ελλάδα (Θήβα, Χαιρώνεια, Πλαταιές, Τανάγρα, Δελφοί, Αυλίδα, Θεσπιές) [8], Μύκονο [9] και στην Πελοπόννησο (Άργος, Νεμέα, Αίγιο) [10]. Όπως φαίνεται από τις αναφορές των περιηγητών που είχαν επισκεφθεί το Άργος τα ευρήματα είχαν συγκεντρωθεί στο κτήριο του Δημαρχείου ήδη στα τέλη του 1850 [11]. Η συλλογή αποκτά επιστημονική οντότητα την 1η Δεκεμβρίου του 1878 όταν ο Π. Σταματάκης καταγράφει και ταξινομεί γλυπτά και ανάγλυφα προερχόμενα από την πόλη αλλά και την ευρύτερη περιοχή [12].  Οι αδιαμφισβήτητες ικανότητές του επιβραβεύονται με τον διορισμό του αρχικά ως αναπληρωτή του Παναγιώτη Ευστρατιάδη, Γενικού Εφόρου Αρχαιοτήτων στις 24 Φεβρουαρίου του 1884. Το ίδιο έτος προήχθη σε Γενικό Έφορο, θέση την οποία τίμησε μέχρι το θάνατό του το 1885 [13]. Στην επιστημονική ιεραρχία ακολούθησε ο Παναγιώτης Καββαδίας [14], ο οποίος σύμφωνα με δημοσιεύματα στον αργειακό τύπο επισκέφθηκε το Άργος το ίδιο έτος, όταν προσδιορίζεται χρονικά μεταφορά αρχαίων από το Μουσείο του Άργους στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στην Αθήνα [15]. Με την ενέργεια αυτή μπορεί να συνδυασθεί η χειρόγραφη επανάληψη του καταλόγου του Σταματάκη με την επισήμανση «ότι ακριβές αντίγραφον. Εν Άργει την 8 Αυγούστου 1885. Ο Δήμαρχος Αργείων» [16]. Σε κάθε περίπτωση όταν ο Π. Καββαδίας συντάσσει τον πρώτο οδηγό της έκθεσης του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου και των γλυπτών [17] περιλαμβάνονται αρχαία έργα από το Άργος και τη γύρω περιοχή.

Στο ενδιαφέρον της τοπικής κοινωνίας εντάσσεται και η πρωτοβουλία εκ μέρους των λογίων για διεξαγωγή έρευνας. Το 1888 οι έρευνες του Ι. Κοφινιώτη στο ύψωμα της Λυκώνης, νότια της Λάρισας [18] προσθέτουν σημαντικά στοιχεία για την τοπογραφία της πόλης στους ιστορικούς χρόνους φέρνοντας στην επιφάνεια κατάλοιπα που συνδέονται με την αναφορά του Παυσανία για το ιερό της Ορθίας Αρτέμιδος. Σύμφωνα με την μαρτυρία του περιηγητή στο ιερό υπήρχαν αγάλματα του Απόλλωνα, της Άρτεμης και της Λητούς, έργα αποδιδόμενα στον Πολύκλειτο [19]. Τέσσερα χρόνια αργότερα δημοσιεύεται το βιβλίο του Κοφινιώτη για τις αρχαιότητες του Άργους, Ιστορία του Άργους μετ΄ εικόνων από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρις ημών (1892 – 1893) [20].

Έχουμε φθάσει χρονικά κοντά στην περίοδο που η πόλη θα αναδειχθεί σταδιακά με τα ερευνητικά προγράμματα μελών της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής [21]. Ο Ολλανδός αρχαιολόγος Wilhelm Vollgraff έρχεται το 1902 [22] και επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στον Λόφο του Προφήτη Ηλία και στο μυκηναϊκό νεκροταφείο της Δειράδας [23]. Στην πρώτη σελίδα του ημερολογίου του σημειώνει : «17 Μαΐου 1902. Έφθασα με το τραίνο στη μία η ώρα. Το απόγευμα ανέβηκα στην Ασπίδα και μάζεψα μια συλλογή από όστρακα μυκηναϊκά και άλλα». Ο Vollgraff αναφέρεται στο Λόφο του Προφήτη Ηλία [24]. Η παρουσία του δεν περνά απαρατήρητη από τους κατοίκους του Άργους οι οποίοι του υποδεικνύουν αρχαιότητες [25]. Η περιοχή δεν άργησε να προσελκύσει ειδικούς επιστήμονες οι οποίοι την επισκέπτονται ως εκδρομείς στο πλαίσιο του Διεθνούς Αρχαιολογικού Συνεδρίου που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα [26].

Πιθανότατα το πρόγραμμα του Vollgraff ευνοείται από την εξέλιξη αυτή και φαίνεται ότι ανταλλάσσεται σχετική αλληλογραφία με το Υπουργείο για τη διεξαγωγή συστηματικών ερευνών. Το Αρχαιολογικό Συμβούλιο γνωμοδοτεί θετικά και ενημερώνει εγγράφως την αρμόδια υπηρεσία (εικ. 1)· οι έρευνές του τελούν υπό την εποπτεία του Εφόρου Αρχαιοτήτων Αργολίδος : «Γνωρίζομεν υμίν ότι κατά γνώμην του Αρχαιολογικού Συμβουλίου ενεκρίναμεν όπως η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή συνεχίση εν Άργει ας από ετών ενεργεί δια του κ. Vollgraff ανασκαφάς. Η εποπτεία τούτων ανατίθεται υμίν, θέλετε δε γνωρίση εγκαίρως τω ενεργήσοντι τας ανασκαφάς ότι πάσα ζημία επενεχθησομένη εν μη δημοσίοις κτήμασι θέλει βαρύνη την άνω Σχολήν ή ατομικώς τον ενεργήσοντα τας ανασκαφάς. Δια τούτο προ πάσης ενεργείας αναγκαίον νομίζομεν να προηγήται η μετά του ιδιοκτήτου συνεννόησις και η προ της ανασκαφής του κτήματος συγκατάθεσις αυτού. Ο Υπουργός» [27]. Μετά από μεγάλη διακοπή συνεχίζει τις έρευνες στο ύψωμα της Λάρισας τη διετία 1928 -1930 [28]. Σύμφωνα με τα αναγραφόμενα σε δύο πρωτόκολλα παράδοσης και παραλαβής που συντάσσονται μεταξύ του ανασκαφέα και του εκπροσώπου της Ζ΄ Αρχαιολογικής Περιφέρειας στις 27 Αυγούστου 1928 και 1930 τα ευρήματα παραλαμβάνει ο Ιωάννης Ιωακείμ, «ως ο επί των ενεργουμένων ενταύθα παρά της Γαλλικής Σχολής ανασκαφών επιμελητής αυτών διορισθείς» [29]. Στα ενδιαφέροντα του Vollgraff περιλαμβάνονται και περιοχές γύρω από το Άργος (Σχ(ο)ινοχώρι [30], Μαγούλα Κεφαλαρίου [31]) όπου διεξάγονται βραχύχρονες έρευνες. Τα ευρήματα συγκεντρώνονται σε χώρο του Δημαρχείου [32], όπου στη διάρκεια της κατοχής δέχονται δύο φορές την επέμβαση φιλομάθειας των ιταλικών στρατευμάτων [33]. Η περιγραφή του σοβαρότερου περιστατικού σε έγγραφο αποτελεί ένα δείγμα των δοκιμασιών της πολιτιστικής κληρονομιάς στην πόλη του Άργους.

 

(εικ. 1)

 

«Ιταλοί της εκεί στρατιωτικής διοικήσεως διέρρηξαν το παράθυρο του Μουσείου και έκλεψαν πολλά αντικείμενα αυτού. Μεταξύ των κλαπέντων είναι εις χρυσούς δακτύλιος, γλυπτά και πήλινα αντικείμενα και άλλα άτινα αγνοούνται, καθόσον προήρχοντο εκ των ανασκαφών Vollgraff και ευρίσκοντο εις εσφραγισμένα κιβώτια προκειμένου να μελετηθούν από τον ίδιον τον διενεργήσαντα την ανασκαφή. Μεταξύ των κλαπέντων υπήρχε και κιβώτιον πλήρες εκ των ανασκαφών τούτων. Πολλά των αριθμημένων αντικειμένων ελλείπουν. Την 24η Οκτωβρίου 1941 ο λοχαγός διοικητής του Άργους Aurelio Marcarino υπό τας διαταγάς του στρατηγού U. Ricagno αφήρεσε εκ του Μουσείου του Άργους διάφορα αντικείμενα μεταξύ των οποίων εν ιππάριον, πέντε αγγεία, δύο λύχνους και δύο ειδώλια γυναικών. Πληροφορηθείς όμως προφανώς ότι θα του ζητηθεί να επιστρέψει τα αντικείμενα εσκηνοθέτησε και πραγματοποίησε διάρρηξη του Μουσείου προς κάλυψη της κλοπής στις 30 του ιδίου μηνός κατά την οποία αφαιρέθηκαν αρκετά ακόμα αντικείμενα του Μουσείου δυσεξακρίβωτα λόγω του ότι εκλάπη και ο κατάλογος.

Όταν εζητήθη από τον λοχαγό Marcarino να επιστρέψει τα κλαπέντα, τα επέστρεψε・ συναινούσης δε και της προϊσταμένης του αρχής επεχείρησε να δικαιολογήσει την πρώτη του κλοπή με την πρόφασιν ότι κατεγίνετο με την ιστορία του Άργους. Σημειωθήτω όμως ότι τρία εκ των ως άνω αναφερομένων πήλινων αγγείων, άτινα είχε κλέψει κατά την πρώτην του κλοπή δεν επέστρεψεν» [34]. Σχεδόν ένα μήνα μετά το συμβάν ο Επιμελητής Αρχαιοτήτων ενημερώνεται ότι «η Ιταλική διοίκησις προέβη εις το κλείσιμο των παραθύρων δια τούβλων, ώστε είναι αδύνατος πλέον η είσοδος ανθρώπου δια τούτων. …. Όσον αφορά τα αντικείμενα του μουσείου θέλομεν σας αναφέρει κατά την εδώ άφιξή σας [35]».

Η φύλαξη των επιστραφέντων γίνεται με τη μεταφορά τους – άγνωστο πότε – στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο και μετά από πολλά χρόνια στο Μουσείο Άργους [36]. Το υλικό, που περιλαμβάνει ευρήματα από την αρχαϊκή έως την ελληνιστική εποχή, αποθηκεύεται στη διδακτική συλλογή της Σχολής, στο υπόγειο της νέας πτέρυγας του Μουσείου, με την ένδειξη «ανασκαφές Vollgraff» [37].

Επιστρέφοντας στο ιστορικό οδοιπορικό του Μουσείου, στο κτήριο του Δημαρχείου Άργους η από 21-3-49 αναφορά του Παναγιώτη Διακουμή, φύλακα αρχαιοτήτων στις Μυκήνες, προς το Σεβαστόν Υπουργείον Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας – Διεύθυνσις Αρχαιοτήτων περιγράφει την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στο χώρο των αρχαίων: «Λαμβάνω την τιμήν να αναφέρω ευσεβάστως υμίν τα κάτωθι. Υποδιεύθυνσις Χωροφυλακής Άργους επίταξε το Μουσείον Άργους και έχη τοποθετήση εντός του Μουσείου πυρομαχικά και (ε)ίδη τροφίμων. Υποβάλλεται η Παράκλησις όπως προβήτε εις την λήψιν των ενδεδειγμένων μέτρων. Ευπειθέστατος (υπογραφή)».

Στο έγγραφο με αρ. πρωτ. 24, Μάρτιος 1949 που εστάλη από τον Προϊστάμενο προς το Υπουργείο αναφέρεται το γεγονός και επιπροσθέτως τα ακόλουθα: «Δια ταύτα παρακαλώ όπως ως τάχιστα τηλεγραφικώς διαταχθή η εκκένωσις της Συλλογής από παντός ξένου προς τας αρχαιότητας αντικειμένου και η παράδοσις των κλειδιών εις τον εκεί Επιμελητήν. Δεν παραλείπω να αναφέρω ότι εντός των προθηκών, αίτινες δεν είναι ασφαλείς, φυλάσσονται σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα. Ευπειθέστατος (χωρίς υπογραφή)». Δεν γνωρίζουμε τα σχετικά με την αποκατάσταση του χώρου αλλά από το περιεχόμενο του εγγράφου προκύπτει ότι έχει διαμορφωθεί μία έκθεση αντικειμένων γνωστή σε αρχαιογνωστικούς – περιηγητικούς οδηγούς (Les Guides Bleus), οι συντελεστές των οποίων επιθυμούν να την συμπεριλάβουν στην ύλη τους [38] συμπληρώνοντας κατ΄ αυτόν τον τρόπο την αρχαιολογική εικόνα της Αργολίδας [39].

Στον νομό έχει συγκροτηθεί η Τοπική Επιτροπή Τουρισμού Ναυπλίου, η οποία απευθύνεται ως εξής προς την αρμόδια Υπηρεσία: «Προς τον κ. Έφορον Αρχαιοτήτων Ναυπλίου – Ενταύθα. Έχομεν την τιμήν να σας διαβιβάσωμεν παράκλησιν της Επιτροπής Τουρισμού Ναυπλίου όπως παραχωρήσητε εις τον Δήμον Αργείων τας κλείδας του εν Άργει Αρχαιολογικού Μουσείου ίνα ευχεραίνηται η επίσκεψις αυτού ως άλλωστε μέχρι τούδε εγίγνετο. Την παράκλησιν ημών ταύτην διαβιβάζωμεν εν τη πεποιθήσει ότι η φύλαξις των αρχαιολογικών ευρημάτων θα είναι ασφαλής και εις χείρας του Δήμου Άργους, ώστε να μη υπάρξη δισταγμός τις εκ του λόγου τούτου, εφ΄ ΄οσον δε και υμείς συμφωνείτε εις τούτο, ελπίζομεν, ότι θέλετε αποδεχθή την παρακλήσιν μας προς διευκόλυνσιν των επιθυμούντων να επισκευθούν το Μουσείον Άργους. Μετά τιμής, Ο πρόεδρος Παν. Μελισσηνός». [40]

Η παράκληση αυτή αναδεικνύει εμμέσως πλην σαφώς την έλλειψη προσωπικού φύλαξης με αποτέλεσμα την αδυναμία της λειτουργίας της συλλογής ως επισκέψιμου χώρου. Το πρόβλημα της ασφάλειας απασχολεί τον Σ. Ι. Χαριτωνίδη, Επιμελητή Αρχαιοτήτων στο Ναύπλιο, και, καθώς δεν επιλύεται άμεσα, απευθύνεται εγγράφως για συνδρομή στην Αστυνομία Άργους: «έχομεν την τιμήν να παρακαλέσωμεν υμάς, όπως αναλάβητε την διαφύλαξιν του κλείθρου της εν Άργει αποθήκης αρχαίων και το άνοιγμα και κλείσιμον της θύρας, οσάκις προσέρχονται προς μελέτην εν αυτή οι εν τη πόλει σας διενεργούντες ανασκαφάς αρχαιολόγοι, μέλη της Γαλλικής Σχολής Αθηνών κ.κ. Roux, Courbin, Charneux, Martin και Boddah. Ούτοι ενδεχομένως δύνανται να συνοδεύονται υπό 2-3 εργατών και του τεχνίτου συγκολλητού. Μετά τιμής, ο Επιμελητής των Αρχαιοτήτων, Σ .Ι. Χαριτωνίδης» [41].

Ένα μήνα σχεδόν μετά επανερχόμενος με το αρ. 532/26 Ιουλίου 1952 έγγραφό του προς την ίδια αρχή γράφει: «έχομεν την τιμήν να παρακαλέσωμεν υμάς, όπως επιστρέψητε ημίν την κλείδα της Αποθήκης Αρχαίων, την οποίαν ανελάβητε προσωρινώς να διαφυλάξητε κατόπιν του υπ΄ αρθ. 487/12-6-52 ημετέρου εγγράφου. Μετά τιμής, ο Επιμελητής των Αρχαιοτήτων (Μονογραφή)» [42].

Οι ημερομηνίες των δύο εγγράφων αντιστοιχούν στο διάστημα των συστηματικών ανασκαφικών ερευνών της ΓΑΣ στο Άργος [43]. Στην ακόλουθη αλληλογραφία είναι εμφανής η προσπάθεια για τη φύλαξη των συγκεντρωμένων αρχαίων, τη δυνατότητα επίσκεψης της συλλογής και τη διευκόλυνση όσων είχαν αποδεδειγμένα λόγο εργασίας εκεί. Απευθυνόμενος προς τον Ι. Παπαδημητρίου, Έφορο Αρχαιοτήτων, γράφει:

«Λαμβάνω την τιμή να σας αναφέρω ότι επραγματοποιήθη η υπό του Δήμου Άργους παραχώρησις της μεγάλης αιθούσης του ισογείου του Δημαρχείου, ένθα η Γαλλική Σχολή ετοιμάζεται να οργανώση έκθεσιν των ευρημάτων των τελευταίων της ανασκαφών [44]. Κατόπιν τούτου η δικαία απαίτησις της επισκέψεως του προσωρινού τούτου Μουσείου (εικ. 2 -4) [45]  θα είναι υπέρποτε επίμονος και είναι ανάγκη να υπάρχη φύλαξ εν Άργει, η παρουσία του οποίου είναι μάλιστα σήμερον απαραίτητος μετά την προσθήκη εις τα προς φύλαξιν αρχαία και του πλήρως αποκαλυφθέντος Ωδείου με τα μωσαϊκά δάπεδα. Ως εκ τούτου μέχρι επιτεύξεως διορισμού νέου φύλακος θα έδει να μεταβαίνη εις Άργος ο μάλλον διαθέσιμος και πλησιέστερα κατοικών φύλαξ του Ηραίου κατόπιν διαταγής σας ή αποσπώμενος δια προτάσεώς σας υπό του Υπουργείου. Ευπειθώς, ο Επιμελητής των Αρχαιοτήτων» [46].

 

(εικ. 2)

 

(εικ. 3)

 

(εικ. 4)

 

Η εισήγηση έγινε δεκτή και ο Χαριτωνίδης ανέθεσε εγγράφως καθήκοντα στον φύλακα αρχαιοτήτων Ηραίου: «Κατόπιν εντολής του κ. Εφόρου παραγγέλλομεν υμίν, όπως εις το εξής μεταβαίνητε τρις της εβδομάδος, ήτοι εκάστην Τετάρτην, Σάββατον και Κυριακήν εις Άργος, ίνα ανοίγητε την εν τω ισογείω της Δημαρχίας προσωρινήν έκθεσιν του Μουσείου προς επίσκεψιν υπό του κοινού από της 9ης μέχρι 14ης ώρας. ‘Απαξ τουλάχιστον της εβδομάδος δέον, όπως επιθεωρήτε το Θέατρον μετά του Ωδείου και τον παρακείμενον χώρον των ανασκαφών. Την εν τω ισογείω της Εμπορικής Σχολής αποθήκην θα ανοίγετε μόνον κατόπιν σημειώματος του Εφόρου ή του Επιμελητού. Ο Επιμελητής των Αρχαιοτήτων (μονογραφή Σ.Χ).[47]

Τα σωρευμένα από τις ανασκαφές αρχαία και η μικρή έκθεση στο Δημαρχείο δημιουργούν κλίμα κοινωνικής πίεσης και συμβάλλουν στην υλοποίηση της επιθυμίας των κληρονόμων του Δ. Καλλέργη για τη χρήση της οικίας του ως μουσείου. Άλλωστε υπό την προϋπόθεση αυτή και μετά από τις απαραίτητες επισκευές του κτηρίου συναινεί, μετά από γνωμοδότηση του Αρχαιολογικού Συμβουλίου στην αρ. 12/30-3-54 Συνεδρία του, η Διεύθυνση Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας σε σχετικό έγγραφο προς τον Δήμο Άργους για την ίδρυση αρχαιολογικής συλλογής στην πόλη του Άργους. «Προ της επισκευής τούτου, δεν φρονούμεν ότι ενδείκνυται η ίδρυσις αρχαιολογικής συλλογής εν Άργει, δεδομένου ότι και η χρησιμοποιουμένη σήμερον δια την διαφύλαξιν δευτερευουσών αρχαιοτήτων αποθήκη του Δημαρχιακού Μεγάρου είναι ακατάλληλος δια τον σκοπόν τούτον» [48].

Στις 21/5/1955 ο Δήμος Άργους ανακοινώνει στον Νομάρχη Αργολίδος την αρ. 144/55 Απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου «εν σχέσει προς την κατά παράκλησιν παραχώρησιν ιδιοκτησιών Δήμου προς το Ελληνικόν Δημόσιον δια τας ανάγκας του Μουσείου Άργους» και  «άνευ ανταλλάγματος» – όπως συμπληρώνεται στον δεύτερο όρο της Απόφασης [49]. Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της σχετικής αλληλογραφίας ακολουθεί και μια δεύτερη Απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, η αρ. 405/55, που κοινοποιείται στο Νομάρχη Αργολίδος και στο Υπουργείο Εθνικής Παιδείας. Από σχετική ερμηνεία τους προκύπτει ότι η δεύτερη Απόφαση είχε σχέση με τον περιβάλλοντα χώρο της οικίας Καλλέργη. Το Υπουργείο ενημερώνει εγγράφως τον Νομάρχη με κοινοποίηση προς τον Έφορο της Δ΄ Αρχαιολογικής Περιφέρειας ότι «συμφωνούμε προς τα εν τη υπ’ αριθ. 405/1955 αποφάσει διαλαμβανόμενα, υπό τον όρο μόνον, ότι εντός του κήπου, περί ου το εδάφιο 4, δεν θέλει επιτραπή εγκατάστασις οιασδήποτε επιχειρήσεως απαδούσης προς την ιερότητα του χώρου» [50].

Για την επίσπευση δε του θέματος ζητείται η συνέχιση της οικονομικής ενίσχυσης από την Αρχαιολογική Εταιρεία. Ακολουθεί η έκδοση χρηματικού εντάλματος στο όνομα του καθηγητή Αν. Ορλάνδου «εκ του προϋπολογισμού της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας δια τας εργασίας αποπερατώσεως του Μουσείου Καλλέργη εν Άργει» [51] (εικ. 5-6) και με δεύτερο, αντίστοιχου περιεχομένου, η συνέχιση της οικονομικής ενίσχυσης «προς έτι μεγαλύτερον βαθμόν, ίνα είναι σύμμετρος και η ενίσχυσις της εν λόγω Σχολής προς τα αναληφθέντα παρ΄ αυτής έργα πλησίον του εν λόγω Μουσείου» [52].

 

(εικ. 5) Οικία στρατηγού Δημητρίου Καλλέργη.

 

(εικ. 6)

 

Για την ολοκλήρωση του μουσειολογικού προγράμματος είναι απαραίτητη η παραχώρηση από τον Δήμο Άργους «και του υπολοίπου οικοπέδου, του κειμένου παραπλεύρως του ανεγειρομένου υπό της εν λόγω Σχολής μουσείου, προκειμένου η Γαλλική Σχολή να προέλθη εις την ανέγερσιν υποστέγου προς τον σκοπόν της στεγάσεως των αυτόθι μωσαϊκών. Τονίζομεν ότι η προς το Δημόσιον μεταβίβασις της κυριότητος, τόσον του εν λόγω οικοπέδου, όσον και του οικοπέδου του νέου μουσείου, αποτελεί βασικήν προϋπόθεσιν δια την χορήγησιν αδείας συνεχίσεως των εργασιών αποπερατώσεως του ανεγειρομένου μουσείου» [53].

Οι κατά νόμο προβλεπόμενες διαδικασίες επικυρώνονται με Γνωμοδότηση του Αρχαιολογικού Συμβουλίου [54] και ενημέρωση του Συμβουλίου Εθνικών Κληροδοτημάτων του Υπουργείου Οικονομικών για την αποδοχή «της δωρεάν παραχωρήσεως προς το Ελληνικό Δημόσιο του εν Άργει και παρά το Καλλέργειον οίκημα, οικοπέδου του, δια τας μουσειακάς ανάγκας της πόλεως….. υπό τον όρο της απαλείψεως εκ της ανωτέρω αποφάσεως του υπ΄ αρ. 10 όρου της» [55].

Πριν τις οικοδομικές εργασίες διενεργείται εκτεταμένη ανασκαφική έρευνα από την Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, στο χώρο ανέγερσης της νέας πτέρυγας του Μουσείου που  προσαρτήθηκε στην οικία Καλλέργη [56] και της στοάς [57].

Ωστόσο η πρόοδος των εργασιών δεν ικανοποιεί κάποιους φορείς. Ο Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού απευθυνόμενος προς το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας επισυνάπτει σχετικό απόκομμα της εφημερίδας ΤΑ ΝΕΑ, ο ανταποκριτής της οποίας στις 18 Αυγούστου 1958 (εικ. 7) γράφει ότι: «Ελλείψει μικράς πιστώσεως δεν λειτουργεί κανένα από τα δύο αρχαιολογικά μουσεία του Άργους. Βαρέα η ευθύνη του κράτους» και συνεχίζει αναφέροντας τις δυσκολίες που έχουν παρουσιασθεί. Το Υπουργείο ζητάει εγγράφως ενημέρωση από τον Έφορο Αρχαιοτήτων [58]. Η απάντηση του Προϊσταμένου αναδεικνύει και πάλι το πρόβλημα της έλλειψης προσωπικού «ειδικώς για την πόλιν του Άργους, όπου ως γνωστόν υπηρετεί εις μόνον φύλαξ, καθωρίσαμεν όπως ούτος τας μεν πρωϊνάς ώρας παρευρίσκηται εις το νεόδμητον Μουσείον, τας δε απογευματινάς εις τον αρχαιολογικόν χώρον. Άλλως τε δεν υπάρχει ακόμη εις την πόλιν ωργανωμένον Μουσείον, τα δε αποθηκευμένα κάτωθεν της Δημαρχίας αρχαία αντικείμενα καθ΄ όν τρόπον είναι συσωρευμένα δεν καθίστανται προσιτά εις τους πάσης φύσεως επισκέπτας, ει μη μόνον εις τους ειδικούς, τους οποίους πάντοτε εξυπηρετούμεν. Ευπειθέστατος» [59].

 

(εικ. 7)

 

Μικρή καθυστέρηση των εκθεσιακών εργασιών προκαλεί ανησυχία στην Παναργειακή Ένωση Αθηνών [60], η οποία απευθύνει εγγράφως ερώτημα στο Υπουργείο Εθνικής Παιδείας. Το θέμα τίθεται υπόψη του Ν. Βερδελή, Εφόρου Αρχαιοτήτων της Δ΄ Περιφέρειας [61], ο οποίος απαντά «περί του εν περιλήψει θέματος και συν τη επιστροφή της αιτήσεως της Παναργειακής Ενώσεως Αθηνών λαμβάνω την τιμήν να αναφέρω ότι, ως τυγχάνει και ημίν γνωστόν, ήρχισαν ήδη αι προκαταρκτικαί εργασίαι δια την επανέκθεσιν των αντικειμένων εις το Μουσείον Άργους τόσον εις την ανεγερθείσαν υπό της Γαλλικής σχολής πτέρυγα όσον και εις την πτέρυγαν του Καλλεργείου. Ελπίζομεν δε ότι μέχρι τέλους του έτους θα είναι δυνατόν να αρχίση η λειτουργία τούτου. Ευπειθέστατος» [62].

Στην απάντηση αυτή ο Έφορος έχει λάβει υπόψη του ότι οι διαδικασίες προχωρούν με εγκρίσεις από το Αρχαιολογικό Συμβούλιο των σχεδίων που εκπονήθηκαν από τον αρχιτέκτονα Youri Fomine και συγκεκριμένες οδηγίες για την παρουσίαση της εκθεσιακής πρότασης. Σύμφωνα με συμφωνητικό που συντάχθηκε στις 29/4/1959 στο πλαίσιο μειοδοτικής δημοπρασίας για τις προθήκες, «άπασαι αι προθήκαι θα κατασκευασθούν συμφώνως προς τας διαστάσεις και τα σχέδια της Δ/σεως Αναστηλώσεως, ως προς δε την μορφήν και τας λεπτομέρειας θα ληφθούν ως υπόδειγμα αι προθήκαι της αιθούσης Μυκηνών του ΕΑΜ» [63]. Παράλληλα με τις εργασίες για το εσωτερικό του Μουσείου έχει ληφθεί πρόνοια και για τον αύλειο χώρο με μελέτη η οποία εγκρίθηκε από το Αρχαιολογικό Συμβούλιο [64].

Σε συνεννόηση με την Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή ακολουθεί η σταδιακή μεταφορά των αρχαίων από το κτήριο του Δημαρχείου και την αποθήκη της Εμπορικής Σχολής στις αποθήκες του νέου Μουσείου. Με έγγραφο του Υπουργείου Παιδείας προς τη Διοίκηση Χωροφυλακής Ναυπλίου τίθεται το θέμα της ρύθμισης της διέλευσης οχημάτων μπροστά από το κτήριο «εις το σημείον τούτο της πόλεως εις τρόπον ώστε παρά το Μουσείον να επιτρέπηται η διέλευσις μικρών οχημάτων, τα δε βαρέα να διέρχονται άλλοθεν…… διότι η διέλευσις βαρέων οχημάτων δια της οδού της διερχομένης έμπροσθεν του Μουσείου Άργους δημιουργεί συνεχή όχλησιν εις τους επισκέπτας του Μουσείου και εν γένει κατάστασιν αντικειμένην εις τον χαρακτήρα του Ιδρύματος» [65]. Στο εσωτερικό του Μουσείου αναρτάται η επιτοίχια αναμνηστική πλάκα προς τιμήν της Σχολής και η ημερομηνία των εγκαινίων του Μουσείου στις 25 Ιουνίου 1961 [66]. Η εφημερίδα ΒΗΜΑ στο φύλλο της 25ης /06/ 1961 χαιρετίζει το γεγονός με τίτλο «Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΤΕΛΕΤΗ ΕΙΣ ΤΟ ΑΡΓΟΣ. Η ΑΡΧΑΙΟΤΕΡΗ ΠΟΛΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΕΓΚΑΙΝΙΑΖΕΙ ΤΟ ΝΕΟΝ ΜΟΥΣΕΙΟΝ ΤΗΣ» και υπότιτλο «Μια χορηγία του γαλλικού κράτους – Προ ενενήντα ετών κραυγή κινδύνου για τις αρχαιότητες – Η ηρωϊκή εποχή της αρχαιολογίας». Μετά την ρύθμιση τελευταίων λεπτομερειών σχετικά με την καταβολή εισιτηρίου εκ μέρους των επισκεπτών είναι έτοιμο να δεχθεί τους επισκέπτες. Ένα μήνα αργότερα ο Δήμος Άργους, με την αρ. 85/13-7-1961 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, απονέμει τον τίτλο του επίτιμου δημότη στον Διευθυντή και στα μέλη της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής που συνέβαλαν στην υλοποίηση της έκθεσης. Λίγα χρόνια μετά τα εγκαίνια διαμορφώνεται τμήμα του εσωτερικού του προθαλάμου αριστερά της εισόδου σε μικρό πωλητήριο – εκθετήριο (εικ. 8).

 

(εικ. 8)

 

Παρά την ίδρυση του Μουσείου η αρμόδια Υπηρεσία, η οποία εποπτεύει και τον Ν. Κορινθίας, παραμένει για μεγάλο χρονικό διάστημα υποστελεχωμένη. Από αναφορές στο Αρχαιολογικό Δελτίο φαίνεται ότι στο Ναύπλιο υπηρετούν τρεις αρχαιολόγοι συμπεριλαμβανομένου του Προϊσταμένου [67]. Στο Άργος διενεργείται στοιχειώδης και κατά περίπτωση έλεγχος του υπεδάφους, κυρίως εντός του περιγράμματος των πεδίλων θεμελίωσης των νέων οικοδομών [68]. Όπως και στο παρελθόν [69] κάποιες φορές κρίνεται απαραίτητη η συνδρομή της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής στο ανασκαφικό έργο της Εφορείας [70], σε χρονικά διαστήματα που δεν διεξάγει συστηματικές έρευνες στο αρχαίο Θέατρο και την Αγορά. Ο αρχαιολογικός έλεγχος της πόλης γίνεται πιο συστηματικός από το 1970 και εξής και τα κινητά ευρήματα των ανασκαφών φυλάσσονται στις αποθήκες του μουσείου.

Η έκθεση πλαισιώνεται με αντικείμενα από τις συστηματικές έρευνες της ΓΑΣ στην αρχαία Αγορά, το Θέατρο, το Μυκηναϊκό Νεκροταφείο της Δειράδας (Λόφος του Προφήτη Ηλία) και τη Λέρνα (Μύλοι) [71]. Από τα χίλια περίπου έργα που εκτίθενται, ελάχιστα είναι αυτά που προέρχονται από σωστικές έρευνες της Εφορείας Αρχαιοτήτων. Μέχρι τα εγκαίνια του Μουσείου είχαν έρθει στο φως διακόσιοι πενήντα τάφοι, από τους οποίους έγινε επιλογή για το εκθεσιακό υλικό της πρώτης αίθουσας. Πρωτότυπη για την εποχή εκείνη είναι η ιδέα της απόδοσης της σφυρήλατης πόρτας της εισόδου (εικ. 9) με αντιγραφή θεμάτων από αγγεία των υστερογεωμετρικών χρόνων (πομπή χορευτριών, ελάφια, πουλιά, ψάρια, παλαιστές, άλογα, ιχνηλάτες) [72] καθώς και τα μοτίβα των ενάλληλων γωνιών στο δάπεδο του προθαλάμου του Μουσείου.

 

(εικ. 9)

 

Στην πρώτη αίθουσα (εικ. 10) ευρήματα από τη Μεσοελλαδική περίοδο έως την Κλασική εποχή αναδεικνύουν το μεγαλείο του Άργους με αναμφισβήτητη την ακμή της πόλης – κράτους στα γεωμετρικά χρόνια. Τα εκθέματα είναι τοποθετημένα σε γυάλινες εύθραυστες στη ματιά προθήκες. Στερεωμένες σε τέσσερις λεπτές και ελαφρά συγκλίνουσες κυλινδρικές ράβδους φέρνουν κοντά στο βλέμμα του θεατή το παρελθόν των Αργείων που αντικατοπτρίζεται από τη μια προθήκη στην άλλη, σε μια προσπάθεια να δηλωθεί η συνέχεια στη ζωή της αρχαίας πόλης [73]. Μια συνέχεια όμως η οποία, συνδεδεμένη με την αυστηρά επιστημονική πλευρά της αρχαιολογίας και της ιστορίας της τέχνης, δεν απομακρύνθηκε από ζητήματα χρονολόγησης, απόδοσης και τεχνοτροπίας, που επισημαίνει και διαχωρίζει το «πρώϊμο» και το «ύστερο». Είναι εμφανές ότι το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας, το Εθνικό Αρχαιολογικό, είχε διαμορφώσει μία αντίληψη – πρότυπο, που μεταφερόταν σε μουσεία της περιφέρειας επί σειρά ετών. Με επίκεντρο ενδιαφέροντος έργα ταξινομημένα πολλές φορές ανάλογα με το υλικό κατασκευής τους, συνοδευόμενα από μια συνοπτική μνεία χρονολόγησης και ιστορικής περιόδου, απευθύνονταν σε επισκέπτες – αποκρυπτογράφους μιας ή πολλών αφηγήσεων.

 

(εικ. 10)

 

Το «ιππόβοτον» και «πολυδίψιον» Άργος με τις λιγόλογες στερεότυπες λεζάντες των προθηκών αφυπνίζει η μοναδικότητα ορισμένων εκθεμάτων. Η έρευνα του «τάφου του πολεμιστή» στα ανατολικά του ρωμαϊκού Ωδείου έφερε στο φως τον χάλκινο κωδωνόσχημο θώρακα με το κράνος [74]. Οι λαθρανασκαφείς της αρχαιότητας κατέλιπαν το σημαντικότερο για τις επόμενες γενιές εύρημα, όπου η ζωή και ο θάνατος συμπορεύονται τόσο εύγλωτα: πλούτος, κοινωνική – αριστοκρατική τάξη, στρατιωτική δύναμη στο Άργος των ύστερων γεωμετρικών χρόνων. Τα έθιμα των συμποσίων είχαν ιδιαίτερη σημασία και αντικείμενα που χρησιμοποίησε εν ζωή (κρατευτές, οβελοί) ο Αργείος πολεμιστής τον συνόδευαν και στο θάνατο [75]. Μειώνοντας την απαγορευτική μεσολάβηση της προθήκης με τους αυθεντικούς οβελούς οι συντελεστές της έκθεσης αντιγράφουν έξι αντικείμενα αυτής της κατηγορίας και τα αναρτούν (εικ. 11) στο νότιο τοίχο της πρώτης αίθουσας [76], προσκαλώντας τους επισκέπτες να αφουγκρασθούν στο βάρος του μετάλλου την ιστορία του Άργους. Η επιδεξιότητα των Αργείων τεχνιτών αναδεικνύεται σε πλήθος έργων: στον αμυντικό και επιθετικό οπλισμό [77], χάλκινες περόνες, πόρπες, δαχτυλίδια, αναθηματικές φιάλες, στα χρυσά [78], γυάλινα και ελεφαντοστέϊνα κοσμήματα.

 

(εικ. 11)

Κεραμική με μοτίβα «ανατολίζοντος ρυθμού», τροχήλατα ή χειροποίητα έργα κοροπλαστικής, (ασπιδοφόροι ιππείς, ένθρονες γυναικείες θεότητες, ομοιώματα κύκλιων χορών κ.α.), αποτελούν χαρακτηριστικές δημιουργίες εγχώριων εργαστηρίων στη διάρκεια της αρχαϊκής περιόδου. Οι γνώσεις διαδίδονται είτε με τις μετακινήσεις Αργείων τεχνιτών είτε με τεχνοτροπικές αντιγραφές από εργαστήρια κεραμικής διαφόρων περιοχών εντός και εκτός Πελοποννήσου [79]. Μύθος, τέχνη, ιστορικό παρελθόν συνδυάζονται στο τμήμα αργείου κρατήρα με τη σκηνή της τύφλωσης του Πολύφημου από τον Οδυσσέα και τους συντρόφους του (670 π.Χ.), εμπνευσμένη από την Οδύσσεια [80]. Αντίστοιχα μηνύματα ανιχνεύονται σε ευρήματα κλασικών χρόνων, όπως ο αττικός ερυθρόμορφος κωδωνόσχημος κρατήρας του «ζωγράφου του Ερμώνακτα» (460 – 450 π.Χ.) με τη σκηνή της μονομαχίας του Θησέα με τον Μινώταυρο και την παρουσία της Αριάδνης [81]. Στους χρόνους του περιηγητή Παυσανία, ο οποίος επισκέφθηκε το Άργος (2ος αι. μ.Χ.), μεταφέρει τον επισκέπτη η μακέτα των αρχαιολογικών χώρων (Αγορά, Θέατρο), δωρεά της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής [82].

Στο διάδρομο και το ισόγειο του Καλλέργειου παρουσιάζεται η συλλογή της Λέρνας [83]. Ο προϊστορικός οικισμός με τα σπουδαία ευρήματα, που ήρθε στο φως στη διάρκεια ανασκαφών (1952 – 1958) από την Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών υπό την εποπτεία του John L. Caskey. Η ανάπτυξη, η ζωή και η τέχνη του οικισμού, που κατοικείται συνεχώς από τα Νεολιθικά χρόνια έως το τέλος της Εποχής του Χαλκού, ευνοήθηκε ιδιαίτερα από την γειτνίαση με τη θάλασσα, όπως αποδεικνύουν τα εισηγμένα αγγεία από τις Κυκλάδες (Μήλος), Κρήτη, Κύθηρα, Αίγινα και την Τροία. Στα πολυταξιδεμένα στο εσωτερικό και το εξωτερικό έργα της συλλογής περιλαμβάνεται το πήλινο γυναικείο ειδώλιο της Μέσης Νεολιθικής Εποχής που συμβολίζει την πνευματική ζωή του νεολιθικού ανθρώπου [84]. Η Πρωτοελλαδική εστία και τα πήλινα σφραγίσματα από τις αποθήκες της Οικίας των Κεράμων [85] αναδεικνύουν ιδιαίτερες αντιλήψεις, κοινωνική δομή και έλεγχο της ατομικής ιδιοκτησίας και η αποκάλυψη του οικισμού περιλαμβάνεται σε εκτενές άρθρο εφημερίδας (εικ. 12) με ευρύτατη κυκλοφορία [86].  Επιπλέον, για ενημέρωση του κοινού σχετικά με την ευρύτερη περιοχή της Λέρνας, εγκρίθηκε με γνωμοδότηση του Αρχαιολογικού Συμβουλίου η πώληση βιβλίου στα μουσεία Ναυπλίου και Άργους και στους αρχαιολογικούς χώρους Μυκηνών, Τίρυνθας, Επιδαύρου και Μύλων [87].

 

(εικ. 12)

 

Στον πρώτο όροφο του Καλλέργειου περίοπτα έργα γλυπτικής, στήλες και ανάγλυφα σώζουν στην επιδερμίδα τους την πάτινα του χρόνου ανάμεικτη με το χώμα της ανασκαφής που δεν εμπόδισε την παρουσίασή τους στα μάτια των επισκεπτών. Αντίθετα, η εξέλιξη των τεχνολογικών μεθόδων και της επιστήμης αναδεικνύουν πολύτιμες λεπτομέρειες της ικανότητας των δημιουργών τους [88]. Ρωμαϊκά αντίγραφα έργων των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων, τα περισσότερα από τα οποία προέρχονται από τις ανασκαφές της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής στην αρχαία Αγορά και το Θέατρο [89], έχουν τοποθετηθεί με έναν θεατρικό τρόπο καθώς επιτρέπουν στον επισκέπτη να γλιστρήσει ανάμεσά τους σε μια προσπάθεια αποκωδικοποίησης της σιωπής τους και συμπλήρωσης της λιγόλογης λεζάντας. Θεότητες, ημίθεοι, ήρωες, μορφές θνητών, απηχούν το δημόσιο και ιδιωτικό βίο, τη μουσική παιδεία, την επίσημη και λαϊκή θρησκεία των Αργείων.

(εικ. 13)

Ψηφιδωτά από ανασκαφές κοντά στο αρχαίο Θέατρο έχουν ενσωματωθεί στο δάπεδο της Στοάς στον κήπο του Μουσείου, με ποικιλία διακόσμου [90]. Σύμφωνα με σχετικά έγγραφα η αποκόλληση, συντήρηση και τοποθέτησή τους έγινε υπό την εποπτεία ειδικού συντηρητή. Στον ίδιο χώρο εκτίθενται έργα ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων. Ανάμεσά τους ανάγλυφη κεφαλή Μέδουσας με φίδια [91] (εικ. 13).

Το παγωμένο βλέμμα της δεν απέτρεψε το ζωντάνεμα του αρχαιολογικού πλούτου του Μουσείου Άργους με τα παιχνίδια πολιτισμού του προγράμματος ΜΕΛΙΝΑ. Σε συνεργασία με το Δήμο Άργους, διοργανώθηκε πολιτιστική εκδήλωση στον κήπο του Μουσείου με ανάγνωση κειμένων με θέμα «Άθλος, άθλημα, έπαθλο, αθλητής, αθλητισμός» [92]. Παρά τις όποιες δυσκολίες υποδομής ο προθάλαμος του Μουσείου διαμορφώθηκε σε εκθεσιακό χώρο για περιοδικές εκθέσεις. Με τη συνεργασία του Δήμου Άργους και των ΕΛΤΑ παρουσιάσθηκε έκθεση γραμματοσήμων με θέματα από την αρχαία ελληνική τέχνη [93]. Στον ίδιο χώρο η μικρή σε έκταση αλλά περιεκτική έκθεση με θέμα «Πολυδίψιον Άργος – Ο Υδάτινος πλούτος της Αργολίδας» αποτελεί μία μυθική και ιστορική διαδρομή της ανθρώπινης προσπάθειας από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα για την ορθή εκμετάλλευση του θαύματος του νερού, που ταυτίζεται με την ίδια τη ζωή [94]. Θεοί και άνθρωποι, ήρωες και ημίθεοι αγωνίζονται και επιδιώκουν να καθιερώσουν την παρουσία τους σε συνδυασμό με κάποια μορφή του υδάτινου στοιχείου: θάλασσα, ποτάμι, λίμνη, πηγή, πηγάδι, κρήνες, βροχή. Στο κέντρο της έκθεσης το ανάγλυφο της Λήδας με τον Δία μεταμορφωμένο σε Κύκνο σε μια μυθολογική ερωτική συνύπαρξη προσελκύει τον επισκέπτη που μαγεύεται από τη θεϊκή αταξία [95].

Πολλές φορές χρησιμοποιούμε εκφράσεις όπως η ιστορία επαναλαμβάνεται, όλα τα γεγονότα κάνουν τον κύκλο τους και πάλι από την αρχή.

Το 2008 η Δ΄ ΕΠΚΑ έλαβε αίτημα από το κολλέγιο Beloit στο Σικάγο που αφορούσε στη συλλογή πληροφοριών σχετικά με την προέλευση ενός αντιγράφου αρχαίου έργου με απεικόνιση της κεφαλής της Μέδουσας. Το αντίγραφο είχε δωρηθεί από την Ελληνική Κυβέρνηση το 1893 στο πλαίσιο της Διεθνούς Έκθεσης στο Σικάγο. Το νήμα μας οδηγεί στον κατάλογο του εκμαγέα Napoleone Martinelli, ο οποίος είχε ιδρύσει επιχείρηση στην Αθήνα, γύρω στο 1870, από εκεί που ξεκινήσαμε το οδοιπορικό του άρθρου μας. Ταξιδιώτες και ξένοι οργανισμοί προμηθεύονται από αυτόν εκμαγεία, μεταφέροντας την ελληνική τέχνη στην οικουμένη. Προς διευκόλυνση των αγοραστών τα έργα του απαρτίζουν κατάλογο και, σε αυτόν που εξέδωσε ο ίδιος το 1875, περιλαμβάνεται έξεργο ανάγλυφο με κεφαλή Μέδουσας που περιβάλλεται από δύο φίδια. Το έργο έχει ύψος 60 εκ. και πλάτος 50 εκ. Τιμή πώλησης 60 φράγκα [96]. Ταυτίζεται με το ανάγλυφο έργο που εκτίθεται στη Στοά των Ψηφιδωτών του Μουσείου Άργους.

Τόπος, χρόνος, άνθρωποι δημιουργούν μια γοητευτική και ατελείωτη αφήγηση που ανανεώνεται, εμπλουτίζεται και συνεχίζει το ταξίδι αναζήτησης. Συμβολική παράθεση της εικόνας του χθες για το Αρχαιολογικό Μουσείο Άργους που αναβαθμίζεται [97] η παρούσα μελέτη. Ποιος άραγε μπορεί να βάλει την τελευταία τελεία στη γνώση και την ιστορία του πολιτισμού;

Αφιερωμένο στους συναδέλφους πολύτιμους συνεργάτες της Δ΄ ΕΠΚΑ που απολύονται.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Πετράκος 2004.

[2] ΠΑΕ 1871, 17. Καββαδίας 1900, 79.

[3] Πετράκος 1987, 75 -76.

[4] Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 1991, τ. 9Α , 378.

[5] ΠΑΕ 1872, 13 –16.

[6] Πετράκος 1987, 75 – 77. Πετράκος 1990, 106 – 112.

[7]ΠΑΕ 1872, 16. Σχετικά με τη θητεία των Εφόρων Αρχαιοτήτων σε γεωγραφικά διαμερίσματα της χώρας βλ. Γενική Εφορεία των Αρχαιοτήτων και Μουσείων, Συλλογή αρχαιολογικών νόμων, διαταγμάτων και εγκυκλίων (εν Αθήναις 1892), 5 – 6. Πετράκος 1987, 75, 77.

[8] ΠΑΕ 1872, 14. ΠΑΕ 1874, 29-31. ΠΑΕ 1876, 40. ΠΑΕ 1877, 29. ΠΑΕ 1878, 25 –26.

[9] ΠΑΕ 1873, 29.

[10] ΠΑΕ 1871 –1872, 14 (Άργος). Α. Ρ. Ραγκαβής, Απομνημονεύματα, Β΄(Αθήναι 1894 – 1930), 307. ΠΑΕ 1877, 29 (Νεμέα). Κόκκου 1977, 152.

[11] Δωροβίνης 1989, 61-69. Seve 1993, 22. Μάντης 2013, 25 και σημ. 30 (γίνεται αναφορά σε μαρτυρία για μουσειακή συλλογή το 1855).

[12] ΑΜ 4 (1879), 148. Μάντης 2013. Η μέριμνα για τη σύνταξη καταλόγων και κατάταξη των ευρημάτων των συλλογών συνιστά βασική επιστημονική υποχρέωση.

[13] Γενική Εφορεία των Αρχαιοτήτων και Μουσείων, Συλλογή αρχαιολογικών νόμων, διαταγμάτων και εγκυκλίων (εν Αθήναις 1892), 5 – 6. Πετράκος 1987, 135.

[14] Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 1991, τ. 4, 194 – 195.

[15] Κόκκου 1977, 187 -188 (σχετικά με τη μεταφορά αρχαίων το 1877 με φροντίδα της Αρχαιολογικής Εταιρείας από τις Μυκήνες και το Άργος στο δεύτερο όροφο του Πολυτεχνείου). Μάντης 2013, 30 (μεταφορά το 1885 σημαντικών ευρημάτων από το μουσείο Άργους – Δημαρχείο- στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο).

[16] Ευχαριστώ θερμά και από τη θέση αυτή τους συναδέλφους Αναστασία Παναγιωτοπούλου και Μιχάλη Πετρόπουλο, Επίτιμους Εφόρους Αρχαιοτήτων, οι οποίοι στη διάρκεια της θητείας τους ως Προϊστάμενοι στην Ε΄ ΕΠΚΑ Σπάρτης έθεσαν υπόψη μου καταγραφή στον επίσημο κατάλογο αρχαίων με τίτλο «ΜΟΥΣΕΙΑ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ», για τις αρχαιότητες του Μουσείου Άργους το έτος 1878. Σύμφωνα με τον κατάλογο των Δημάρχων που παραθέτει ο Ζεγκίνης η αντιγραφή του καταλόγου του Σταματάκη εμπίπτει στο διάστημα της δεύτερης δημαρχίας (1883 – 1891) του Σπήλιου Καλμούχου (βλ. Ζεγκίνης 1968, 304).

[17] Καρούζου 1967, ιδ΄.

[18] Καββαδίας 1888, 205. Μάντης 2013, 30.

[19] Παυσανίας ΙΙ, 24, 5.

[20] Για την εργογραφία του Ι. Κοφινιώτη βλ. Δωροβίνης 2009.

[21] Οι Ξένες Αρχαιολογικές Σχολές στην Ελλάδα. Από τον 19ο στον 21ο αιώνα (Υπουργείο Πολιτισμού, Αθήνα 2007), 76- 87.

[22] Pierart 2013. Δωροβίνης 2013.

[23] BCH 28 (1904), 364-399.

[24] Μπανάκα – Δημάκη 2009, 52 σημ. 6 και εικ. 2.

[25] Ενδεικτικά βλ. BCH 27 (1903), 260 – 279 όπου ο Vollgraff εκφράζει τις ευχαριστίες του προς τον δικηγόρο Ξενοφώντα Οικονομόπουλο για τον εντοπισμό επιγραφικού υλικού. Το επόμενο έτος ο Απόστολος Ζεγκίνης με την από 12 Ιανουαρίου 1904 δήλωση του γνωστοποιεί «προς τον κ. Πέτρον Φαρμακόπουλον, Γενικόν Επιμελητήν των κατά την Αργολίδα Αρχαιοτήτων. Κύριε Επιμελητά λαμβάνω την τιμήν να δηλώσω υμιν ότι η τελευταία εκ των βροχών επελθούσα πλημμύρα απεκάλυψεν εις το προς ανατολάς μέρος της εν Άργει σταφιδαμπέλου μου, κειμένης εις θέσιν (Π)αλαιόν (Λ)ουτρόν πλάκα εκ λίθου σκληρού, η οποία εκ της επ΄ αυτής υπαρχόντων αναγλύφων παραστάσεων /γυνή προσευχομένη/ φαίνεται ότι είνε αρχαία. Την δήλωσιν μου ταύτην ποιών προς υμάς παρακαλώ, ίνα έλθητε και παραλάβητε αυτήν και εφαρμόσητε τα υπό του νόμου διατασσόμενα, όπως αποδοθή ημίν η νόμιμος αμοιβή. Ο δηλών». Πρόκειται για την ενεπίγραφη επιτύμβια στήλη που δημοσιεύεται από τον Vollgraff στο BCH 33 (1909), 458 – 460, 459 αρ. 24. Η στήλη χρονολογείται στον 1ο αι. π.Χ., φέρει αρ. καταγραφής Ε 196 (ΓΑΣ, κατάλογος Cl. Pretre) και περιλαμβάνεται στα έργα που εκτίθενται στη Στοά των Ψηφιδωτών του Μουσείου Άργους.

[26]  Πρόκειται για το Διεθνές Αρχαιολογικό Συνέδριο που έγινε στην Αθήνα τον Απρίλιο του 1905. Το γεγονός ανακοινώνεται με μεγάλη επισημότητα στις Εφορείες Αρχαιοτήτων, στις διοικητικές, αστυνομικές και δημοτικές αρχές. Στο πρόγραμμα του Συνεδρίου περιλαμβάνονται εκπαιδευτικές εκδρομές στις Μυκήνες (1/4), στην Τίρυνθα και το Άργος (2/4) και στην Επίδαυρο 2-3/4 (βλ. Καββαδίας 1892, 400 – 402).

[27] Υπ’ αρ. πρωτ. 5261/15-3-1912 (αρ. διεκπεραίωσης 4686) έγγραφη άδεια του Υπουργείου των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως.

[28] BCH 30 (1907), 148-149. BCH 52 (1928), 476-477. BCH 54 (1930), 479-480. Mnemosyne 1929, 206-234.

[29] Ο Ι. Ιωακείμ είχε ορισθεί με το αρ. 25236/1277/27 Ιουνίου 1928 (αρ. διεκπ. 1058) έγγραφο ως αντιπρόσωπος του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων (Τμήμα Αρχαιολογίας) για την εποπτεία των ερευνών του Vollgraff στο Άργος, μετά από εισήγηση του Ν. Μπέρτου, Εφόρου της Ζ΄ Αρχαιολογικής Περιφέρειας. Ο ίδιος επιμελητής συνυπογράφει πρωτόκολλο (27 Αυγούστου 1930) με κατάλογο αντικειμένων από έρευνες στο αρχαίο Θέατρο. Τα ευρήματα μεταφέρονται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο για συντήρηση (αρ. πρωτ. 50153/2192/16-8-1930). Σύμφωνα δε με σχετική σημείωση στο Ευρετήριο του Μουσείου Ναυπλίου (τόμος Δ΄) προκύπτει ότι ο ίδιος εκπρόσωπος παραλαμβάνει ευρήματα και από άλλη περιοχή του Ν. Αργολίδας (ανασκαφή στο χωριό Μπόρσα δυτικά των Μυκηνών). Το 1931 ο Ι. Ιωακείμ μετατίθεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο με έγγραφο του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων (58906/3206 /8 Οκτωβρίου 1931). Ο θεσμός του διορισμού Επιμελητή συμβάλλει στην περισυλλογή και διάσωση αρχαιοτήτων σε διάφορες περιοχές της Αργολίδας (πρβλ. Μ. Μιτσός, Πολιτική Ιστορία του Άργους. Από του τέλους του Πελοποννησιακού πολέμου μέχρι του έτους 146 π.Χ. Αθήνα 1945, 72, σημ. 1).

[30] BCH 44 (1920), 225. Πρόκειται για το μυκηναϊκό νεκροταφείο στη θέση «Μελίσσι» στο Σχ(ο)ινοχώρι. Ο Vollgraff ερεύνησε πέντε από τους οκτώ θαλαμοειδείς τάφους με ενδιαφέροντα ευρήματα. Η συνέχιση της ανασκαφής και η δημοσίευση έγινε από τον L. Renaudin, BCH 47 (1923), 190-240. Η αναζήτηση περισσότερων πληροφοριών στο αρχείο της Γαλλικής Σχολής Αθηνών δεν απέδωσε διότι «οι ερευνητές εργάστηκαν σε μία εποχή όπου δεν υπήρχε ακόμη η κεντρική διαχείριση των επιστημονικών αρχείων». Ο εντοπισμός της θέσης της ανασκαφής έγινε επιτακτική ανάγκη καθώς η περιοχή του Σχ(ο)ινοχωρίου άρχισε να προσελκύει το ενδιαφέρον για ανάπτυξη ποικίλων αγροτικών και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων. Το 2002 στη διάρκεια περιήγησής μας εντοπίσθηκε η θέση «Μελίσσι» με τμήμα του νεκροταφείου σε αγρό με εσπεριδοειδή λίγο δυτικότερα από την περιοχή «Δρακονέρα», όπου σώζονται κατάλοιπα του Αδριάνειου Υδραγωγείου Άργους. Η επί σειρά ετών καλλιέργεια του κτήματος χωρίς την απαραίτητη άδεια και συνακόλουθη εποπτεία της αρμόδιας Εφορείας έχει διαταράξει την εικόνα του μυκηναϊκού νεκροταφείου. Ορισμένοι εκ των θαλάμων εισχωρούν κάτω από τις εγκαταστάσεις όμορου ποιμνιοστασίου.

[31]BCH 31 (1907), 179 – 180. Στη Μαγούλα Κεφαλαρίου αποκαλύφθηκε η γωνία μικρού οικοδομήματος, ένας δωρικός μονολιθικός κίονας, μαρμάρινο θραύσμα αγάλματος και αποθέτης με ειδώλια και πλήθος αγγείων του 7ου και 6ου αι. π.Χ. Πολλά χρόνια αργότερα, το 1984, ανασκαφή που έγινε από την Δρα Αγγέλικα Ντούζουγλη, Επιμελήτρια Αρχ/των τότε στον Ν. Αργολίδας, την οποία ευχαριστώ θερμά και από τη θέση αυτή για την άδεια μελέτης του υλικού, πρόσθεσε σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα για τα εξωαστικά ιερά του Άργους (Βλ. Μπανάκα – Δημάκη 2009, 51-64).

[32] Στο από 1-12-1959 έγγραφο του Δημάρχου Άργους προς τον Έφορον Αρχαιοτήτων Αργολίδος αναφέρεται ότι «Από τας πρώτας ανασκαφάς του Ολλανδού αρχαιολόγου Καθηγητού Βόλκραφ εν Άργει κατά το έτος 1901, παρεχωρήθη κατά παράκλησιν υπό της τότε Δημοτικής Αρχής Άργους η χρήσις μιας ισογείου αιθούσης – αποθήκης επί της οδού Ναυπλίου, νυν Β. Σοφίας, ίνα χρησιμοποιηθή αύτη προς τοποθέτησιν και διαφύλαξιν Αρχαιοτήτων. (Έ)κτοτε και εν συνεχεία μέχρισήμερον εχρησιμοποιήθη παρά της Υπηρεσίας Υμών άνευ καταβολής ενοικίου. Ήδη εκλιπόντος του λόγου και μετά την μεταφοράν των αρχαιοτήτων και εκκένωσιν ταύτης παρακαλούμεν όπως παραδώσητε ημίν τας κλείδας της ανωτέρω αιθούσης – αποθήκης. Ισχυρισμός τις της Σχολικής Εφορείας Γυμνασίου Άργους ότι αύτη ανήκει εις το Νομικό Πρόσωπον της Σχολικής Εφορείας Γυμνασίου Άργους, είναι άνευ σημασίας …».

[33] Σιμόπουλος 1993, 63. Για τις περιπέτειες της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς με την έναρξη του πολέμου το 1940 βλ. «Η αλήθεια για τα κλεμμένα της Κατοχής», Εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακή 19 Μαΐου 2013. Τιβέριος 2013.

[34] Η σημαντική αυτή μαρτυρία καταγράφεται σε έκδοση του Υπουργείου Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας – Διεύθυνσις Αρχαιοτήτων και Ιστορικών Μνημείων με τίτλο Ζημίαι των Αρχαιοτήτων εκ του Πολέμου και των Στρατών Κατοχής. Εκ του Εθνικού Τυπογραφείου (Αθήναι 1946), 25.

[35] Η Υπηρεσία ενημερώθηκε για το συμβάν με την από 27 -11-1941 αναφορά του Κ. Δράμαλη, αρχαιοφύλακα Άργους.

[36] Σε εντολή μεταφοράς ευρημάτων των ανασκαφών του Vollgraff από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στο Μουσείο Άργους αφορά το αρ. 14512/11-8-1965 (Δ΄ ΕΠΚΑ 1657/17-8-1965) έγγραφο που εξεδόθη από την Προεδρία της Κυβερνήσεως (Υπηρεσία Αρχαιοτήτων και Αναστηλώσεως, Δ/νση Αρχαιοτήτων, Τμήμα Μουσείων) χωρίς συνημμένο κατάλογο. Μια δεύτερη μεταφορά φαίνεται ότι έγινε στη δεκαετία του ΄70, σύμφωνα με πληροφορία την οποία οφείλω στον Χαρ. Κριτζά, Επίτιμο Δ/ντή του Επιγραφικού Μουσείου, Επιμελητή Αρχ/των τότε στο Ν. Αργολίδος, τον οποίο ευχαριστώ θερμά.

[37] Μια πρώτη παρουσίαση των ευρημάτων των αρχαϊκών χρόνων έγινε από την γράφουσα με ανακοίνωση με τίτλο «Αργείτικη κοροπλαστική αρχαϊκών χρόνων. Ανασκαφικές μαρτυρίες και ευρήματα», Επιστημονική Συνάντηση προς τιμήν της ΑΓΓΕΛΙΚΑΣ ΝΤΟΥΖΟΥΓΛΗ και του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΖΑΧΟΥ (Ιωάννινα, 1-3 Νοεμβρίου 2012. Πρακτικά υπό έκδοση).

[38] Το από 4-6-1950 (αρ. εισερχόμενου στην Εφορεία Ναυπλίου 129/24-7-1950) αίτημα. Les Guides Bleus.

[39] «Από της συστάσεως του νέου κράτους μέχρι σήμερα ποικίλαι υπήρξαν αι διοικητικαί μεταβολαί της Αργολίδος. Κατά την πρώτη διοικητική διαίρεση του 1828 ένα των επτά τμημάτων της Πελοποννήσου εκλήθη Αργολίς, περιλαμβάνον τας επαρχίας Άργους, Ναυπλίου, Κάτω Ναχαγιέ και Κορίνθου. Κατά το 1833 ιδρύθη ο Ν. Αργολίδος και Κορινθίας. Έκτοτε άλλοτε διεχωρίζετο η Κορινθία και άλλοτε ηνούτο, δια να έχωμεν το 1949 τον ιδιαίτερο νομό Αργολίδος με τρείς επαρχίες: Άργος (με πρωτεύουσα το Άργος), Ναυπλίου (Ναύπλιο) και Ερμιονίδα (Κρανίδι), αφού η επαρχία Τροιζηνίας από το 1946 υπήχθη διοικητικά στην επαρχίαν Αττικής» (βλ. Δ. Β. Βαγιακάκος, Σύγχρονον τοπωνυμικόν Αργολίδος, ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΑ-Πρακτικά του Β΄ Τοπικού Συνεδρίου Αργολικών Σπουδών. Αθήνα 1989, 339 – 360).

[40] Το αρ. πρωτ. 158/10-12-1950 (αρ. πρωτ. εισερχόμενου 209/15-12-1950) έγγραφο της Γενικής Γραμματείας Τουρισμού – Τοπική Επιτροπή Τουρισμού Ναυπλίου.

[41] Έγγραφο (σχέδιον), αρ. πρωτ. 487 – Ναύπλιο 12 Ιουνίου 1952.

[42] Έγγραφο (σχέδιον), αρ. πρωτ. 532 / 26 Ιουλίου 1952.

[43] Από το 1952 και εξής το ερευνητικό πρόγραμμα των αρχαιολόγων – μελών της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής στο Άργος γίνεται πιο συστηματικό με τη συμμετοχή επιστημόνων και άλλων ειδικοτήτων (BCH 1952 -54, Chronique des Fouilles en 1952, 243 σημ. 1).

[44] BCH 78 (1954), 183 και 184 εικ. 50

[45] Οι αρ. 2 -6 και 8 -11 φωτογραφίες προέρχονται από το αρχείο της Γαλλικής Σχολής. Ευχαριστώ θερμά για την βοήθεια τους συναδέλφους της Γαλλικής Σχολής κ.κ. G. Touchais και Cl. Pretre.

[46] Έγγραφο, αρ. πρωτ. 778 / 13 Ιουνίου 1953.

[47] Τα καθήκοντα ανετέθησαν στον φύλακα Θεόδωρο Μπιτζή (έγγραφο αρ. 882 / 1 Οκτωβρίου 1953).

[48] Υπουργείον Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων – Διεύθυνσις Αρχαιοτήτων – Τμήμα

Διοικητικού αρ. πρωτ. 41609/1943/17-4-1954 (Βασίλειον της Ελλάδος, Εφορεία των Αρχαιοτήτων της Δ΄ Αρχαιολογικής Περιφέρειας, αρ. Πρωτ. 1007/24-4-54).

[49] Έγγραφο Δήμου Άργους, αρ. πρωτ. 1987/21 Μαϊου 1955 με συνημμένο αντίγραφο Πράξεως του Δημοτικού Συμβουλίου και κοινοποίηση στο Υπουργείο Παιδείας, στην Εφορεία Αρχαιοτήτων Δ΄ Περιφερείας και την Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή (αρ. εισ. Εφορεία Αρχαιοτήτων 752/25-5-55).

[50] Έγγραφο αρ. πρωτ. 150850/1694 π.έ./16-8-1956.

[51] Έγγραφο αρ. Πρωτ. 75.236/1233/13-8-1956.

[52] Έγγραφο αρ. Πρωτ. 125553/5553/5-11-56.

[53] Έγγραφο αρ. πρωτ. 9103/328/22-1-1957 του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων προς τον Δήμο Άργους με κοινοποίηση στη Νομαρχία Αργολίδος και στον Έφορο Αρχαιοτήτων της Δ΄Περιφέρειας.

[54] Το θέμα εξετάσθηκε στην αρ.31/25 -7-57 Συνεδρία του Αρχαιολογικού Συμβουλίου.

[55] Αρ. πρωτ. 75476/3169/17-12-1957 έγγραφο.

[56] Δωροβίνης 2012

[57] BCH 81 (1957), 647 – 660. BCH 83 (1959), 764 – 768. Courbin 1974, 63 -64. Οι ανασκαφικές τομές είναι ευδιάκριτες σε αεροφωτογραφία του Άργους που ελήφθη το 1958 (βλ. Π. Ξηνταρόπουλος, Η Αρχιτεκτονική της κατοικίας στο Άργος το 19ο αιώνα. Άργος 2006).

[58] Έγγραφο αρ. Πρωτ. 109931/ 4677/ 18-9-1958 του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων.

[59] Έγγραφο αρ. πρωτ. 445/30-9-1958 της Δ΄ Περιφέρειας Αρχαιοτήτων.

[60] ΒΔ της 24.1.1897 «Περί εγκρίσεως καταστατικού της Αδελφότητος των εν Αθήνησι Αργείων» (ΦΕΚ Β΄ 13). Στους σκοπούς του καταστατικού αναφέρεται «η εν τη πόλει Άργους ίδρυσις Μουσείου δια τας εν αυτή αρχαιότητας».

[61] Έγγραφο αρ. πρωτ. 43183/2644/27-4-1959 Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (Δ/νσις Αρχαιοτήτων, Τμήμα Διοικητικού).

[62] Το αρ. πρωτ. 310/14-5-1959 έγγραφο της Δ΄ Περιφέρειας Αρχαιοτήτων.

[63] BCH 82 (1958), 646 – 648. Ωστόσο στο υπόδειγμα των προθηκών της μυκηναϊκής αίθουσας του ΕΑΜ προσαρμόσθηκαν σχεδιαστικά και κατασκευαστικά μόνο οι προθήκες της προϊστορικής συλλογής της Λέρνας στο ισόγειο του Καλλέργειου. Σχετικά με τις εργασίες βελτίωσης και ανανέωσης της έκθεσης των μυκηναϊκών χρόνων στο ΕΑΜ βλ. Δημακοπούλου 1997, 74 -75.

[64] Αρ. πρωτ. 95301/4485/17 – 2-1956 έγγραφο του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων προς την Γαλλική Αρχαιολογική σχολή με κοινοποίηση στον Έφορον Αρχαιοτήτων Δ΄Περιφέρειας.

[65] Αρ. πρωτ. 88341/5461/2617/ 25-7-1960 έγγραφο.

[66] BCH 86 (1962), 905 -906.

[67] Το ολιγάριθμο επιστημονικό προσωπικό της Υπηρεσίας προκύπτει από τις ενυπόγραφες αναφορές των πεπραγμένων στο ΑΔ 16 (1960) έως ΑΔ 20 (1965): Χρονικά Β’1.

[68] Ανασκαφικές εκθέσεις στο ΑΔ 22 (1967): Χρονικά Β’1 έως ΑΔ 24 (1969

[69] BCH 78 (1954), 167.

[70] BCH 91 (1967), 802 – 846. BCH 94 (1970), 788 – 798. BCH 95 (1971), 769 – 770.

[71] Σε συνολικό εμβαδόν 1365 τ.μ. περίπου μόνο τα 416 τ.μ. χρησιμοποιήθηκαν ως εσωτερικοί εκθεσιακοί χώροι. Τις εκθεσιακές ενότητες (α΄ αίθουσα) ανέλαβε ο P. Courbin (BCH 84, 1960, 853). Λαμπρινουδάκης ΑΡΓΟΛΙΔΑ, 85 – 91. Μπανάκα – Δημάκη 2003. Σπαθάρη 2010, 114 – 117.

[72] BCH 85 (1961), 900 εικ. 1.

[73] BCH 85 (1961), 899, 900 εικ. 1-2, 901 εικ. 3-4 και 902 εικ. 5.

[74] Λαμπρινουδάκης ΑΡΓΟΛΙΔΑ, 91. Σπαθάρη 2010, 114 εικ. 106

[75] BCH 81 (1957), 322 – 386.

[76] BCH 85 (1961), 902 εικ. 5. Στο αρχείο της Εφορείας δεν βρέθηκαν πληροφορίες σχετικά με την απομάκρυνση των αντιγράφων των οβελών από την έκθεση του Μουσείου.

[77] P. Courbin, Tombes geometriques d’ Argos, I, 1952 – 1958 (Etudes Peloponnesiennes VII), Paris 1974.

[78] Τα αρ. ευρ. ΜΑ 3426 και ΜΑ 3427 χρυσά ελικοειδή σκουλαρίκια που απολήγουν σε εγχάρακτη ιχθυάκανθα (875 -825 π.Χ.) μαζί με παρεμφερή της Συλλογής Ελ. Σταθάτου στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, κατέχουν σημαντική θέση στη μελέτη της εξέλιξης της αρχαίας κοσμηματοποιίας. Για τα ευρήματα βλ. ΑΔ 27 (1972): Χρονικά Β΄1, 192, πίν. 134 α. Επίσης Αικ. Δεσποίνη, Αρχαία χρυσά κοσμήματα, Ελληνική Τέχνη (Εκδοτική Αθηνών 1996), 220 αρ. 48.

[79] Ενδεικτικά βλ.Villard 1983, 133 κ.ε. Λαμπρινουδάκης 1988, 104 -109.

[80] P. Courbin, BCH 79 (1955), 1- 49, εικ. 1 -4, πίν. Ι. Λαμπρινουδάκης ΑΡΓΟΛΙΔΑ, 87. Κατάλογος Έκθεσης «Θεοί και Ήρωες της Εποχής του Χαλκού. Η Ευρώπη στις ρίζες του Οδυσσέα» (Αθήνα 2000), 279, αρ. 235, εικ. σ. 182. Σπαθάρη 2010, 115 εικ. 108.

[81] Η απόδοση του έργου στο «ζωγράφο του Ερμώνακτα» οφείλεται στην οξυδέρκεια της Σ. Παπασπυρίδη – Καρούζου. Η ταύτιση έγινε αποδεκτή από τον διακεκριμένο μελετητή της αγγειογραφίας Sir John Beazley.

[82] Η μακέτα δωρήθηκε το 2002 και τοποθετήθηκε στην α΄ αίθουσα της έκθεσης.

[83] Το 2001 έγιναν εργασίες βελτίωσης της έκθεσης της προϊστορικής συλλογής της Λέρνας, η οποία όμως δεν ολοκληρώθηκε με εποπτικό υλικό (σχέδια, φωτογραφίες, χάρτες κ.λ.π.) λόγω ελλιπούς χρηματοδότησης (ΑΔ 56 -59, 2001 -2004 : Χρονικά Β΄4, Πελοπόννησος, 11).

[84] Το νεολιθικό ειδώλιο της Λέρνας έχει πλαισιώσει σημαντικές περιοδικές εκθέσεις του Υπουργείου Πολιτισμού. Ενδεικτικά βλ. Mediteraenean Godesses 2000, 149 – 150.

[85] J. L. Caskey, Lerna in the Argolid. A Short Guide. ASCS (Athens 1997).

[86] Εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ αρ. 12319, έτος 34/20 Οκτωβρίου 1952.

[87] Δημ. Α. Λαμπρόπουλος, Η ΛΕΡΝΑ. Μεθ΄ ιστορικών σημειώσεων περί των αρχαιοτάτων πολιχνών : ΑΠΟΒΑΘΜΩΝ – ΓΕΝΕΣΙΟΥ – ΕΛΑΙΟΥΣΗΣ και ΥΣΙΩΝ της Αργολίδος (Αθήναι 1959) Αρ. 8/16-12-1960 Συνεδρία του Αρχαιολογικού Συμβουλίου.

[88] Στο αρ. ΜΑ 60 (ΓΑΣ 99) αγαλματίδιο Αθηνάς (α΄ μισό 2ου αι. μ. Χ.) παρατηρούνται ίχνη αρχαίου χρώματος στην αιγίδα κοντά στους δεξιούς βόστρυχους της μορφής.

[89] BCH 81 (1957), 405-474. BCH 87 (1963), 33-187. BCH Suppl. VI (1980), 133-184 και 185 – 194.

[90] Π. Ασημακοπούλου – Ατζακά, Σύνταγμα των παλαιοχριστιανικών ψηφιδωτών δαπέδων της Ελλάδος, ΙΙ. Πελοπόννησος – Στερεά Ελλάδα (Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών). Θεσσαλονίκη 1987, σ. 51 κ.π.

[91] Marcade, Raftopoulou 1963, 185 -187, αρ. 179, εικ. 107.

[92] Η εκδήλωση πλαισίωσε το Φεστιβάλ Άργους 1997.

[93] Η έκθεση διοργανώθηκε το 1998. Για εκπαιδευτικά προγράμματα της Δ΄ ΕΠΚΑ βλ. Ε. Σπαθάρη, «Αρχαιολογικά εκπαιδευτικά προγράμματα της Δ΄ ΕΠΚΑ στην Αργολίδα και την Κορινθία», ανακοίνωση στη Συνάντηση εργασίας για τις αρχαιολογικές εκπαιδευτικές δράσεις και τα εκπαιδευτικά πολιτιστικά δίκτυα του ΥΠ.ΠΟ. (διοργάνωση Δ/νση Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων – Τμήμα Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων και Διεύθυνση Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων – Τμήμα Μουσείων. Αμφιθέατρο Υπουργείου Πολιτισμού. Αθήνα 24 – 25 Ιουνίου 1998). Επίσης Το έργο του ΥΠ.ΠΟ. στον τομέα της Πολιτιστικής Κληρονομιάς (Αθήνα 1998), 79, 81.

[94] Ε. Σπαθάρη, «Πολυδίψιον Άργος – Ο Υδάτινος πλούτος της Αργολίδας», ένθετο στο περιοδικό Ματιές στην Αργολίδα, τχ. 8 (Ιανουάριος – Φεβρουάριος 2002), 25 – 40.

[95] Α. Μπανάκα – Δημάκη, «Οι μύθοι του νερού στην Αργολίδα», ανακοίνωση στην ημερίδα με θέμα Τα προβλήματα του νερού στη Μεσόγειο και την Αργολίδα (Cornell University, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Υπουργείο Τουριστικής Ανάπτυξης & ΤΕΔΚ Αργολίδος. Ναύπλιο, 14 Ιουνίου 2008). Παρουσίαση εκπαιδευτικού προγράμματος για το νερό στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του ΥΠΠΟΤ Φωνές νερού μυριάδες με εποπτικό υλικό και ξεναγήσεις εκπαιδευτικών και μαθητών στο Κεφαλάρι (πηγές Ερασίνου ποταμού) και στο Μουσείο Άργους (2011).

[96] Μάντης 2013, 28.

[97] Με το από 16-5-2014 Δελτίο Τύπου της Δ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων ανακοινώθηκε το κλείσιμο του Αρχαιολογικού Μουσείου Άργους στο πλαίσιο της εκτέλεσης έργου για την αναβάθμισή του. Ευκταίον η τοπική κοινωνία να αντιληφθεί την προσφορά των Υπηρεσιών του ΥΠ.ΠΟ.Α που αναδεικνύουν τον διαχρονικό πλούτο της πόλης, αξιοποιώντας ιστορικές υποδομές στον πυρήνα του αστικού ιστού.

 

Βιβλιογραφία


 

  • ΑΕ  Αρχαιολογική Εφημερίδα
  • ΠΑΕ  Πρακτικά Αρχαιολογικής Εταιρείας
  • ΑΜ  Mitteilungen des Deutschen Archaologishen Institutes, Athenische Abteilung
  • BCH  Bulletin de Correspondence Hellenique
  • Δημακοπούλου 1997 – Αικ. Δημακοπούλου, Προβλήματα και προοπτικές της σύγχρονης μουσειολογίας. Η εμπειρία από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, στο Μ. Σκαλτσά (επιμ.), Η ΜΟΥΣΕΙΟΛΟΓΙΑ ΣΤΟΝ 21ο ΑΙΩΝΑ. Θεωρία και πράξη, Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου (Θεσσαλονίκη, 21 – 24 Νοεμβρίου 1997), 73 – 77.
  • Δωροβίνης 1989 – Β. Κ. Δωροβίνης, Συμβολές στην ιστορία της Κτιριοδομίας της Καποδιστριακής εποχής (1828-1833), ΙΙ. Το «Δημόσιον Κατάστημα Άργους», ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ, τ. 31 (1989), 61-69.
  • Δωροβίνης 2009 – Β. Κ. Δωροβίνης, Ο Ιωάννης Κ. Κοφινιώτης και η Ιστορία του Άργους. Αργείοι λόγιοι και ιστορική μνήμη (Άργος 2009).
  • Δωροβίνης 2012 –  Β. Κ. Δωροβίνης, 1961 -2011: Μισός αιώνας λειτουργίας του Μουσείου Άργους, Αργειακή Γη, Επιστημονική και Λογοτεχνική έκδοση της Κοινωφελούς Επιχείρησης Δήμου Άργους – Μυκηνών, τχ. 5 (Μάρτιος 2012).
  • Δωροβίνης 2013 – Β. Κ. Δωροβίνης, Γαλλικές ανασκαφές στο Άργος και η αντίδραση του κοινού. Η περίπτωση του Wilhelm Vollgraff, στο D. Mulliez, Α. Banaka – Dimaki (επιμ.), Sur les pas de Wilhelm Vollgraff. Cent ans d’activites archeologiques a Argos, Actes du Colloque international organise par la IVe EPΚΑ et l’ EFA. Athenes, 25 -28 Septembre 2003 (Paris 2013), 41 – 57.
  • Ζεγκίνης 1968 – Ι. Ε. Ζεγκίνης, Το Άργος δια μέσου των αιώνων² (Πύργος 1968).
  • Καββαδίας 1888 – Π. Καββαδίας, Ανασκαφαί εν Αργολίδι, ΑΔ 1888 (Νοέμβριος).
  • Καββαδίας 1900 – Γ. Καββαδίας, Ιστορία της Αρχαιολογικής Εταιρείας από της εν έτει 1837 ιδρύσεως αυτής μέχρι του 1900 (Αθήναι 1900).
  • Καρούζου 1967  – Σ. Καρούζου, Εθνικόν Αρχαιολογικόν Μουσείον. Συλλογή Γλυπτών (Αθήναι 1967).
  • Κόκκου 1977 –  Α. Κόκκου, Η μέριμνα για τις αρχαιότητες στην Ελλάδα και τα πρώτα Μουσεία (Αθήνα 1977).
  • Λαμπρινουδάκης ΑΡΓΟΛΙΔΑ – Β. Κ. Λαμπρινουδάκης, ΑΡΓΟΛΙΔΑ. Αρχαιολογικοί Χώροι και Μουσεία (Εκδόσεις ΑΠΟΛΛΩΝ).
  • Λαμπρινουδάκης 1988 – Β. Κ. Λαμπρινουδάκης, Η αρχαϊκή ελληνική αγγειογραφία. Η πρώϊμη αρχαϊκή εποχή (Αθήνα 1988).
  • Μάντης 2013 – Α. Μάντης, Η μέριμνα για τις αρχαιότητες του Άργους κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, D. Mulliez, Α. Banaka – Dimaki (επιμ.), Sur les pas de Wilhelm Vollgraff. Cent ans d’activites archeologiques a Argos, Actes du Colloque international organise par la IVe EPΚΑ et l’ EFA. Athenes, 25 -28 Septembre 2003 (Paris 2013), 17 -30.
  • Μπανάκα – Δημάκη 2003 – Α. Μπανάκα – Δημάκη, Αρχαιολογικό Μουσείο Άργους, στο περιοδικό ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ & ΤΕΧΝΕΣ, τεύχος 89 (2003), 107-110.
  • Μπανάκα – Δημάκη 2009 – Α. Μπανάκα – Δημάκη, Μαγούλα Κεφαλαρίου 1984. Σωστική ανασκαφική έρευνα σε ιερό αρχαϊκών χρόνων (αγρός Ανδρέα Καντζάβελου), στο ΜΝΗΜΗ ΤΑΣΟΥΛΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ (1998-2008), Ι.Δ.Βαραλής – Γ.Α.Πίκουλας (επιμ.), Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας – Τμήμα ιστορίας Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, Δημοτική  Επιχείρηση Πολιτισμού Δ. Άργους. Άργος 15.11.2008 (Βόλος 2009), 51-64.
  • Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 1991 – Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό (Εκδοτική Αθηνών 1991).
  • Πετράκος 1987 – Β. Χ. Πετράκος, Ιδεογραφία της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, ΑΕ 126 (1987), 25 – 197.
  • Πετράκος 1990 – Β. Χ. Πετράκος, Ο Παναγιώτης Σταματάκης και η ανασκαφή των Μυκηνών, κατάλογο έκθεσης (επιμ. Κ. Δημακοπούλου), ΤΡΟΙΑ, ΜΥΚΗΝΕΣ, ΤΙΡΥΝΣ, ΟΡΧΟΜΕΝΟΣ. Εκατό χρόνια από το θάνατο του Ερρίκου Σλήμαν (Αθήνα 1990), 106 – 112.
  • Πετράκος 2004 – Β. Χ. Πετράκος, Η απαρχή της Ελληνικής Αρχαιολογίας και η ίδρυση της Αρχαιολογικής Εταιρείας (Αθήνα 2004).
  • Σιμόπουλος 1993 – Κ. Σιμόπουλος, Η λεηλασία και καταστροφή των ελληνικών αρχαιοτήτων (Αθήνα 1993).
  • Σπαθάρη 2010 – Ε. Σπαθάρη, ΚΟΡΙΝΘΙΑ – ΑΡΓΟΛΙΔΑ (Εκδόσεις ΕΣΠΕΡΟΣ. Αθήνα 2010).
  • Τιβέριος 2013 –  Μ. Τιβέριος, Μνήσθητε των εν τοις πολέμοις παραλόγων. Οι αρχαιότητες στην κατοχή (Πρακτικά Ακαδημίας Αθηνών, τ. 88 Β΄, 20130, 159-202).
  • Courbin 1974 – P. Courbin, Tombes Geometriques d’ Argos, I (1952 – 1958), Etudes Peloponnesienes VII (Paris 1974).
  • Marcadé, Raftopoulou 1963 – J. Marcade– E. Raftopoulou, Sculptures argiennes II , BCH 87 (1963), 33 – 187.
  • Mediteraenean Godesses 2000 – Κατάλογος έκθεσης «Godesses – Mediteraenean female images from Prehistoric times to the Roman period» (Βαρκελώνη 21/6 – 5/11/2000).
  • Pierart 2013  – M. Pierart, “Arrive au train d’ une heure’’. Les foulles de Wilhelm Vollgraff a Argos, D. Mulliez, Α. Banaka – Dimaki (επιμ.), Sur les pas de Wilhelm Vollgraff. Cent ans d’activites archeologiques a Argos, Actes du Colloque international organise par la IVe EPΚΑ et l’ EFA. Athenes, 25 -28 Septembre 2003 (Paris 2013), 31-39.
  • Seve 1993  – M. Seve, Οι Γάλλοι ταξιδιώτες στο Άργος, Sites et Monuments XII (Αθήνα 1993).
  • Villard 1983  – F. Villard, La ceramique polychrome du VIIe siecle en Grece, en Italie du Sud et en Sicile et sa situation par rapport a la ceramique protocorinthienne, Grecia, Italia e Sicilia nell’ VIII e VII secolo a. c. Atene 15 – 20 Ottombre 1979, Tomo I, ASAtene N. S. LIX (1983).

 

Άννα Μπανάκα – Δημάκη

Δρ. Αρχαιολόγος – Αναπληρώτρια Διευθύντρια στην Δ΄ ΕΠΚΑ Ναυπλίου

 

Διημερίδα «Η Ιστορική και Αρχαιολογική ερευνά στην Πελοπόννησο, όπως προκύπτει από τα αρχεία των Γ.Α.Κ. Νομών Πελοποννήσου και αρχεία άλλων φορέων». Τρίπολη, 04 & 05 Οκτωβρίου 2013. Πρακτικά. Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Πελοποννησιακών Σπουδών, Τρίπολη 2014.

 

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα  έγιναν από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

Σχετικά θέματα:

 

Πέντε Αργείτικα του Αναπλιώτη

$
0
0

 Πέντε Αργείτικα του Αναπλιώτη 


 

«Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Σήμερα στο «Ελεύθερο Βήμα», ο Γιώργος Γιαννούσης, Οικονομολόγος και Πρόεδρος της Αργολικής Αρχειακής Βιβλιοθήκης Ιστορίας και Πολιτισμού, σκιαγραφεί με απλά λόγια τον Ναυπλιώτη ποιητή  Αντώνη Αναπλιώτη  και παραθέτει  πέντε ποιήματά του αφιερωμένα στο Άργος.

 

«Πέντε Αργείτικα του Αναπλιώτη»

 

Το βιβλίο «Αναπλιώτικα» του Αντώνη Αναπλιώτη, εκδόθηκε στην Αθήνα το 1958, εφτά χρόνια μετά το θάνατο του ποιητή. Είναι μια υπέροχη έκδοση που επιμελήθηκαν οι φίλοι του λογοτέχνες Σπύρος Παναγιωτόπουλος, Γιώργος Τσουκαντάς, και Νίκος Δεληβοριάς.

Σκίτσο του Αντώνη Αναπλιώτη που φιλοτέχνησε ο Νίκος Καστανάκης.

Ο Αναπλιώτης, λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Αντώνη Λεκόπουλου, που γεννήθηκε στο Ναύπλιο το 1888 και πέθανε στη Αθήνα το 1951, υπήρξε ένας μοναδικός βάρδος που ύμνησε και τραγούδησε την Αργολίδα και ιδιαίτερα την πατρίδα του, το πολυαγαπημένο του Ανάπλι. Και είναι μεγάλη αλήθεια αυτό που οι φίλοι του τονίζουν στη εισαγωγή του στο βιβλίο, ότι «σπάνια ποιητής αγαπήθηκε τόσο πολύ από το λαό όσο ο Αναπλιώτης». Και όχι μόνο από τους συμπολίτες του, που του έστησαν  την προτομή του στον περίβολο της Δημοσίας Βιβλιοθήκης Ναυπλίου «Ο Παλαμήδης», αλλά και οι άνθρωποι της τέχνης και της επιστήμης τον αναγνώρισαν καθολικά ως μεγάλο έλληνα λυρικό ποιητή και συγχρόνως λαϊκό υμνητή – τραγουδιστή της ιδιαίτερης πατρίδας του.

Ζώντας μακριά από το Ανάπλι του, ήταν ανώτερος κρατικός λειτουργός και υπηρετούσε στην Αθήνα, η αγάπη και η νοσταλγία για την πατρίδα του, οδήγησαν το μοναδικό ταλέντο του να περιγράψει τις αναμνήσεις του υμνώντας και τραγουδώντας τα παλιά ξέγνοιαστα νεανικά του χρόνια, τις ομορφιές της πόλης του, τους ανθρώπους, όχι μόνο τα γνωστά ή συγγενικά του πρόσωπα, αλλά και κάθε ιδιαίτερο, μοναδικό, αλλιώτικο ή γραφικό, τα ήθη και έθιμα, τα πανηγύρια και τις γιορτές, τις λύπες και τις χαρές, τους έρωτες και τους καημούς, μ’ ένα μοναδικό τρόπο, που ξεχειλίζει από συναίσθημα και λυρισμό.

Για το γειτονικό Άργος, ο Αντώνης Αναπλιώτης, με πολύ αγάπη και νοσταλγία, θυμάται και τραγουδά τις γυναίκες του Άργους τις όμορφες, «τις καλοφτιαγμένες και κοσμοξακουσμένες»,  τους άνδρες με τα μάγκικα τραγούδια τους, τους χορούς και τα γλέντια, τα πανηγύρια με τους υπέροχους λαϊκούς μουσικούς, ένα Άργος που φαντάζει μέσα από τις περιγραφές του λεβέντικό και εργατικό και συγχρόνως μερακλίδικο, γλετζέδικο και ερωτικό.

Ας απολαύσουμε  πέντε ποιήματα – τραγούδια αφιερωμένα στο Άργος, τα οποία συμπεριλαμβάνονται στο βιβλίο του  τα «Αναπλιώτικα», για να τον γνωρίσουν και οι νεώτεροι Αργείτες. Και ίσως να τους βοηθήσουν τα τραγούδια αυτά να γνωρίσουν  καλύτερα το Άργος των πατεράδων και  των παππούδων  τους  και να αγαπήσουν και αυτοί σήμερα την πόλη τους, τόσο, όσο και ο Ναυπλιώτης ποιητής.

 

ΑΡΓΕΙΤΙΚΟ

 

Ο Μπίρμπος κι’ ο Νταή – Αρματάς,

Με κλαριτζή το Φέκα,

Τραγούδησαν στην Κοτσινιά,

Τσ’ ακούστη στη Χαλιέπα!…

 

Ρεμπούμπλικες, ψηλά – στραβά

– Κλαρίνο Αργείτικον – χαβά –

Μουστάκες ξαγριεμένες

Και «πατατούκες» στόνα τους

Μανίκι, φορεμένες !…

– Ζουνάρες – κρεμασμένες…

 

Ο Μπίρμπος κι’ ο Νταή – Αρματάς,

Με κλαριτζή το Φέκα,

Τραγούδησαν στην Κοτσινιά,

Τσε τα’ ακούσε η Χαλιέπα,

 

Για μιάν Αργείτισσα γλυτσά

Νταρντάνα και δουλιεύτρα…

 

Άργος. Το βόρειο τμήμα της πλατείας του Αγίου Πέτρου και η αρχή της Βασ. Κωνσταντίνου. Το πρώτο κτίριο δεξιά κατεδαφίστηκε και παραχώρησε τη θέση του σε πολυκατοικία. Το επόμενο κτίσμα ήταν το ξενοδοχείο «Αγαμέμνων». Αριστερά της οδού, το πρώτο κτίσμα ήταν το γραφικό «Γιαλί Καφενέ», που κατεδαφίστηκε το 1958, για να παραχωρήσει τη θέση του σε άλλη μία πολυκατοικία. (Φώτο του 1930;).

 

 

ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΟΥ ΑΡΓΟΥΣ

 

(Mιά φορά κι’ έναν καιρό…)

Eις μνήμην Σαρδέλλη – Νίνου – Μπουμπούκη, παληών αμαξάδων Του Άργους, που μετέφεραν την Παιδική ψυχή στο «πανηγύρι!»…   

 

– Άϊντες!.. Να ιδής τις νειόπαντρες,

Στ’ Άργους το πανηγύρι…

– Κιλίμι ασημοπότηρο,

Γυαλί, μαλλί, μπακίρι

Λάμπα, καθρέφτη, εικόνισμα,

Μύλο, λιβανιστήρι,

– Άϊντες!.. να ιδής τις νειόπαντρες,

Στ’ Άργους το πανηγύρι…

 

Και μιά μικρή, μιά νειόνυφη,

Αργείτικο καμάρι,

– Ψηλά – στραβά το φέσι της,

– Η φούντα του, ως τη μέση της –

Κι’ ασίκικο «μπουμπάρι»*,

Και μιά μικρή, μιά νειόνυφη.

Μιά μικροπαντρεμένη,

Στο πανηγύρι μπαίνει…

 

Κρατάει το νηό – το ταίρι της,

– Στο χέρι του το χέρι της –

Πυρρή και ξαναμμένη,

(Μικρούλα και πρωτόβγαλτη

Στο πανηγύρι μπαίνει…)

 

Και γουρνοπούλα Άργείτικη,

Ροδοκοκκινισμένη,

– Μαστόρικα ψημμένη,

(Η κοσμοξακουσμένη !…)

Μυρίζει της – μυρίζει της,

Και στέκει ζαλισμένη,

Ως ναν της φέρουν το «μεζέ»·

Γιατ’ είναι… γκαστρωμένη…

* Μπουμπάρι: Παραδοσιακός πικάντικος μεζές. Είναι λουκάνικο με γέμιση κρέας μοσχαρίσιο ή αρνί ή κατσίκι και τα εντόσθια του, εκτός από το συκώτι.

 

ΣΤΗ «ΣΟΥΣΤΑ» ΤΗΝ ΑΡΓΕΙΤΙΚΗ…

 

Στη «σούστα» την Αργείτικη

– Άργος – Άργος –

Στη «σούστα» την καμπίτικη,

– Κάμπος – κάμπος –

τη «μέγκλα* – μερακλίτικη»·

– Καθρέφτες μ’ αγγελάκια –

Ζουγραφιστά, πολύχρωμα,

Του κάμπου λουλουδάκια,

Και με τα χρυσοκόκκινα

στις ρόδες της «παρμάκια»,

Στη «σούστα» την Αργείτικη

– Τη «μέγκλα – μερακλίτικη»,

Νά ξανακαβαλλήσω,

Κανονικό κι ανάλαφρο

Κουδούνι ν’ αγροικήσω

Με της αυγούλας τη δροσιά,

– Κορδέλλα – πέρα ή δημοσιά,

Να σιγοτραγουδήσω…

 

Στη «σούστα» την Αργείτικη

– Βλάγκα φοράδα**

(Φέλπα ή γυαλάδα!)***

Λεβεντιά κι’ ωμορφάδα

(Το βελουδένιο σου πετσί,)

Πως να σηκώση καμουτσί;

– Στράκες,**** μονάχα, αράδα…

– Γκέμι – γερό!

– Σούζες – σωρό!

– Τρέκλες – Χορό!

– Βλάγκα – φοράδα,

(Ομήρου Ιλιάδα…)

Με μπάσταρδο πουλάρι

Καμπίσιο θρεφτάρι

– Καμπίσιο βλαστάρι!

Του κάμπου καμάρι.

 

Στη «σούστα» την Αργείτικη

– Άργος – Άργος –

τη «μέγκλα – μερακλίτικη»·

– Κάμπος – κάμπος –

Στου χρόνου τα γυρίσματα,

Για τα καλωσωρίσματα,

Σούς «μπάγκους» – στα καθίσματα –

Αργείτικα κιλίμια

Στο καμουτσί, στα γκέμια της

Αργείτικα «τσαλίμια…»

 

* Μέγκλα: Μάγκικη λέξη που εννοεί το άριστο, το πολύ καλό.

** Βλέγκα: Λέξη στην Κύπρο. Εννοούν το πολύ θερμό κλίμα, την ζεστή ατμόσφαιρα.

*** Φέλπα ή γυαλάδα: Ιταλική λέξη για το μαλακό ύφασμα με τη βελούδινη υφή.

**** Στράκα: Ξερός διαπεραστικός ήχος που παράγεται όταν κτυπάς το καμουτσίκι στον αέρα.

 

 

Άργος. Η οδός Βασ. Κωνσταντίνου (1930;). Στο βάθος διακρίνεται το κάστρο της Λάρισας και η Παναγία η Κατακεκρυμμένη.

 

ΤΟ ΤΟΥΜΠΟΥΡΛΟΥ

 

«Τουμπουρλού μωρή,

Το σαλβάρι* σου,

Στρογγυλό παχύ,

Το ποδάρι σου».

 

Τουμπουρλού μωρή

Τουμπουρλού μωρή

Μπήκε η Αποκρηά,

Στρώσανε οι χοροί,

Τουμπουρλού μωρή…

 

Του Φέκα το κλαρίνο,

Κανείς δεν το βαρεί,

Τουμπουρλού μωρή

Του Μπόγια το ζουνάρι,

Κανείς δεν το φορεί,

Τουμπουρλού μωρή…

 

Του Μπόγια, του Μπεκιάρη**

– Άργείτη μακελλάρι –

Ο Χάρος χάρισέ του,

Λεπίδα κοφτερή,

Τουμπουρλού μωρή…

Κι’ έκοβεν ανθρώπους

(Χρόνια καί καιροί)

Τουμπουρλού μωρή…

 

Τ’  Αργείτικο μαχαίρι,

(Δεν το πιάνει χέρι)

Βγήκε απ’ το θηκάρι

Κι’ άσπλαχνο βαρεί,

Τουμπουρλού μωρή…

 

Ο Μάνος ο Καλλέργης,***

Άγάπησε Κορώνα,

Βασίλισσα, γοργόνα,

Να ζήση δεν μπορεί,

Τουμπουρλού μωρή.

Και παλαβωμένος,

Στα σοκάκια του Άργους

Κλαίει και καρτερεί,

Τουμπουρλού μωρή…

 

Τα κορίτσια του Άργους,

Τα καλοφτειασμένα,

Κοσμοξακουσμένα,

Τ’ Άργους οι χοροί,

Τουμπουρλού μωρή…

 

* Σαλβάρι: Περσική λέξη. Φαρδιά γυναικεία παντελόνα που φορούσαν παλιά οι χωρικές.

** Μπεκιάρης: Παλαιός δήμιος εξ Άργους.

*** Καλλέργης: Ο εραστής της αυτοκράτειρας Ευγενίας.

 

Ο ΓΙΑΛΕΛΗΣ

 

Ο Γιαλελής ο Κίτσος,

Καρίπης αμαξάς,

Κι’ ο κλαριτζής ο Γιώργης

Ο Καραμουτζάς,

Το βλάγχο τον ανέμη,

Το βλάγκο τον ασίκη,

Πού δεν σηκώνει γκέμι,

Δεν παίρνει καμουτσίκι,

Τον ζέψανε στη σούστα,

Στη φτεροσούστα τους,

Και βγήκανε στην τσάρκα,

– Αμάν, και διπλοστράκα –

Και βγήκανε να κάνουν

Στ’ Άργος τα γούστα τους.

 

Ο Αραμπάς περνάει,

Κι’ ο αραμπατζής τρελλός

Φεύγατε Αργειτοπούλες,

Να μη σας πάρη ομπρός…

 

Τα μάγκικα τραγούδια,

– Της λεβεντιάς λουλούδια –

Τα μάγκικα τραγούδια

Τ’ αποκρέψανε,

Πέντε – έξη μπαγλαρώσαν

Κάνα – δύο μαχαιρώσαν

Και… ξεζέψανε…

 

Γιώργος Γιαννούσης

Οικονομολόγος – Πρόεδρος της Αργολικής Αρχειακής Βιβλιοθήκης

Ιστορίας & Πολιτισμού

 

Σχετικά θέματα:

 

 

Πρoστατευμένο: Απάντηση – Ηλίας Παπαδημητρίου. Εισαγωγή – Επίμετρο, Κώστας Κάππος, Εκδόσεις «Αλήθεια», Αθήνα, 2004.

$
0
0

Η δημοσίευση προστατεύεται με κωδικό. Επισκευθείτε στο site και εισάγετε τον κωδικό.

Μαρτυρίες από την Κατοχή. Κλοπές αρχαιοτήτων, λαθρανασκαφές, καταστροφές αρχαιοτήτων στην Πελοπόννησο από τις γερμανικές και ιταλικές στρατιωτικές μονάδες κατοχής

$
0
0

Μαρτυρίες από την Κατοχή. Κλοπές αρχαιοτήτων, λαθρανασκαφές, καταστροφές αρχαιοτήτων στην Πελοπόννησο από τις γερμανικές και ιταλικές στρατιωτικές μονάδες κατοχής* – Κωνσταντίνος Χαρ. Τζιαμπάσης


 

Στους απολογισμούς των δεινών που επέφεραν οι ξένοι κατακτητές στη χώρα μας κατά τη διάρκεια της Κατοχής, οι καταστροφές της πολιτιστικής κληρονομιάς είναι αυτές που έχουν απασχολήσει σε μικρότερη έκταση έως σήμερα τους ερευνητές. Το ίδιο άγνωστες είναι οι καταστροφές των αρχαιολογικών θησαυρών της Πελοποννήσου, παρά τις συνοπτικές αλλά έγκαιρες καταγραφές.

Η παρούσα εργασία βασίζεται κυρίως στο βιβλίο «Ζημίαι των αρχαιοτήτων εκ του πολέμου και των στρατών Κατοχής» και αφορά την τύχη των αρχαιοτήτων της Πελοποννήσου.

Το βιβλίο «Ζημίαι των αρχαιοτήτων εκ του πολέμου και των στρατών Κατοχής» είναι μια έκθεση-μελέτη 160 σελίδων του 1946, η οποία συντάχθηκε από τη Διεύθυνση Αρχαιοτήτων και Ιστορικών Μνημείων του τότε Υπουργείου Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας, με εντολή του υπουργού Α. Παπαδήμου. Από τα όσα αναφέρονται στην έκθεση, στη διάρκεια της Κατοχής σε 37 πόλεις και περιοχές της χώρας εκλάπησαν αρχαιότητες από τους Γερμανούς κατακτητές, ενώ την ίδια περίοδο Γερμανοί αρχαιολόγοι πραγματοποίησαν παράνομες ανασκαφές σε 17 περιοχές της Ελλάδος, απ’ όπου τα ευρήματα εστάλησαν στη Γερμανία. Δεν είναι αμελητέα η συμπεριφορά των Ιταλών που ρήμαξαν ίσως και περισσότερο από τους Γερμανούς τα μουσεία και τους αρχαιολογικούς χώρους.

Σύμφωνα με τον τόμο του υπουργείου Ανοικοδομήσεως, «όλους σχεδόν τους αρχαιολογικούς τόπους τούς κατέλαβαν οι δυνάμεις του εχθρού και σε πολλούς προκάλεσαν σημαντικές καταστροφές, γιατί έκλεψαν, κατέστρεψαν, έκτισαν πυροβολικά και έργα, χωρίς να σέβωνται τίποτε. Οι Γερμανοί προκάλεσαν καταστροφές σε 87 αρχαιολογικούς ή ιστορικούς χώρους, οι Ιταλοί σε 39. Σήμερα, μερικοί σημαντικοί αρχαιολογικοί τόποι, δεν υπάρχουν». Και συνεχίζει: «Έγιναν, όμως, και αυθαίρετες ανασκαφές, που προκάλεσαν την καταστροφή και την κλοπή αρχαιολογικών θησαυρών. Ό,τι βρήκαν στις ανασκαφές αυτές, οι κατακτητές το πήραν μαζί τους και μας μένει ακόμα άγνωστο. Τέτοιες καταστροφές έγιναν από Γερμανούς σε 24 τόπους και από Ιταλούς σε 2. Σημαντικές ήταν και οι κλοπές αρχαιολογικών θησαυρών. Οι Γερμανοί, ειδικότερα, έκλεψαν αρχαιότητες από 42 μουσεία ή αρχαιολογικούς χώρους (σ.σ.: αρχαιολογικές συλλογές, αγάλματα, ανάγλυφα, νομίσματα, χρυσοί στέφανοι, ιερά σκεύη κ.λπ.). Οι Ιταλοί έκλεψαν αρχαιότητες από 33 μουσεία ή αρχαιολογικούς χώρους.

 

Η προετοιμασία για τον Πόλεμο

 

Άγνωστη επίσης στους πολλούς είναι η προετοιμασία της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας να προστατέψει τις αρχαιότητες της χώρας, ήδη από το 1939, όταν έγινε σαφές ότι ο μεγάλος πόλεμος δε θα άφηνε ανεπηρέαστη την Ελλάδα. Η γιγαντιαία επιχείρηση «εξασφάλισεως των αρχαιοτήτων», όπως χαρακτηριστικά ονομάστηκε, περιελάμβανε την πλήρη εκκένωση των μουσείων και την απόκρυψη των εκθεμάτων, σε υπόγεια, σε θησαυροφυλάκια τραπεζών, σε ορύγματα κάτω από τις αίθουσες των μουσείων που τα φιλοξενούσαν, ακόμα και σε σπηλιές. Και είναι γεγονός ότι, κατά την είσοδό τους στη χώρα, οι εισβολείς αντίκρισαν μουσεία άδεια.

Μια κατηγοριοποίηση των καταστροφών εις βάρος της πολιτιστικής κληρονομιάς της Πελοποννήσου, στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής, θα κατέληγε στο διαχωρισμό τεσσάρων βασικών κατηγοριών: 1) τις μεγάλες ζημιές στα Αρχαιολογικά Μουσεία και 2) τις καταστροφές στις επαρχιακές Αρχαιολογικές Συλλογές, 3) τις καταστρεπτικές επεμβάσεις στους αρχαιολογικούς χώρους και μνημεία, και τέλος 4) στις παράνομες αρχαιολογικές ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν σε όλους τους νομούς της Πελοποννήσου και τα στοιχεία τους δεν έχουν περιέλθει ακόμη στη Αρχαιολογική Υπηρεσία. Γεγονός πάντως είναι ότι οι καταστροφές αυτές υπήρξαν τεράστιες, παρά την πολιτική προστασίας των Ελληνικών Αρχαιοτήτων από τη Γερμανική Υπηρεσία Προστασίας Τέχνης, μέλη της οποίας υπήρχαν βέβαια και στην Πελοπόννησο.

Σε αυτό το σημείο είναι καλό να δούμε αυτές τις πράξεις και να τις απαριθμήσουμε ανά νομό της Πελοποννήσου. Ξεκινώντας πρώτα από την Αργολίδα.

 

1) Αργολίδα

 

Μυκήνες

α) Το καλοκαίρι του 1941 Γερμανοί στρατιώτες πήραν δύο πλάκες από τον κυκλικό περίβολο των τάφων.

β) Τον Αύγουστο του 1943 πέντε Γερμανοί στρατιώτες μπήκαν στο Θησαυρό του Ατρέως και με κοπίδια, σφυριά κ.λπ. κατέστρεψαν τάφους για να αφαιρέσουν πέντε χάλκινους ήλους.

γ) Άλλοι «συμβάρβαροί» τους, πυροβόλησαν με περίστροφα τα λιοντάρια στην Πύλη των Λεόντων.

δ) Στην Πύλη των Λεόντων χάραξαν και τα ονόματα τους για να μείνουν στην Ιστορία.

ε) Γερμανοί στρατιώτες μετακίνησαν ογκόλιθους από την ακρόπολη των Μυκηνών και κατέστρεψαν μια γρώνη (γούρνα).

στ) Τον Ιανουάριο του 1943 οι Ιταλοί γκρέμισαν ογκόλιθους από την ακρόπολη των Μυκηνών και τις έριξαν μέσα σε τάφους του Ά ταφικού κύκλου. Ένας στρατιώτης χάραξε το όνομα του μέσα στον τάφο του Ά ταφικού κύκλου (Locatelli Mario).

 

Ιταλός καραμπινιέρος στις Μυκήνες: Η περίφημη «Πύλη των Λεόντων», φρουρείται από τα Ιταλικά στρατεύματα κατοχής. Ιστορικό Φωτογραφικό Αρχείο της Ιταλίας.

 

Άργος

α) Από τα έγγραφα προκύπτει ότι από εσκαφικές εργασίες στρατιωτικής φύσεως κοντά στο σύγχρονο νοσοκομείο του Άργους βρέθηκαν πήλινα αντικείμενα που για χρόνια παρέμειναν στο Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο και μετά την Κατοχή επιστραφήκαν στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας.

β) Οι Ιταλοί της διοικήσεως του Άργους διέρρηξαν το παράθυρο του Αρχαιολογικού Μουσείου και έκλεψαν πολλά αντικείμενα. Το σημαντικότερο είναι ένα χρυσό δακτυλίδι, γλυπτά και πήλινα αντικείμενα τα οποία αγνοούνται έως και σήμερα. Η προέλευση ήταν από τις ανασκαφές του Vollgraff.

Μια ιστορία με πρωταγωνιστές τους Ιταλούς συνέβη την 24 Οκτωβρίου 1941, όταν ο λοχαγός Α. Marcarino αφαίρεσε από το Μουσείο του Άργους μαζί με στρατιώτες της 3a Regg. Ant. alpina διάφορα αντικείμενα, ένα ιππάριον, πέντε αγγεία γεωμετρικής περιόδου, δυο λύχνους και δύο ειδώλια γυναικών. Όταν οι Γερμανοί πληροφορήθηκαν την κλοπή των αρχαίων από το μουσείο, τον ανάγκασαν να τα επιστρέψει στην θέση τους. Τότε αυτός σκηνοθέτησε εκ νέου μια κλοπή στο μουσείο, στις 30 Οκτωβρίου, όταν και εκλάπη ακόμη ένα γεωμετρικό αγγείο, δυο οξυκόρυφοι κορινθιακοί αμφορείς, δυο αττικές λήκυθοι με ανθέμια, αβαφές ρωμαϊκό αγγείο, πήλινα ειδώλια και ο κατάλογος του μουσείου. Στον λοχαγό Marcarino ζητήθηκε να επιστρέψει τα κλοπιμαία αλλά μάταια, τα τρία αγγεία γεωμετρικής περιόδου παρέμειναν στην κατοχή του και μάλλον βρίσκονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Βενετίας.

γ) Κατά το καλοκαίρι του 1943 Ιταλοί στρατιώτες κατέστρεψαν τμήματα των παλαιών ανασκαφών του Volgraff, μετατόπισαν πέτρες από το ενετικό τείχος και τις χρησιμοποίησαν σε οχυρωματικά έργα.

 

Ναύπλιο

α) Κατά τα τέλη Φεβρουαρίου του 1942 οι Ιταλικές Αρχές διέταξαν την μεταφορά των πέντε ιστορικών κανονιών του Ναυπλίου που ονομάζονταν και «πέντε αδέρφια» και ένα άλλο μαζί με μια βομβάρδα ενετικής περιόδου με ιστορικά ακιδογραφήματα, που ήταν συνδεδεμένα με την ιστορία του Ναυπλίου. Η δικαιολογία για την κλοπή ήταν ότι επρόκειτο για παλιοσίδερα.

β) Κατά τον Φεβρουάριο του 1942, Ιταλοί στρατιώτες που διέμεναν στις «φυλακές Λεονάρδου» έσπασαν με βίαιο τρόπο την πόρτα και άνοιξαν πολλά από τα κιβώτια με αρχαία που βρίσκονταν εκεί, προκαλώντας ανεπανόρθωτες ζημιές στην επιστήμη.

 

Τίρυνθα

α) Το καλοκαίρι του 1944 οι Γερμανοί προκάλεσαν μεγάλες καταστροφές στην ακρόπολη της Τίρυνθας μιας και έκαναν εκτεταμένα οχυρωματικά έργα ανοίγοντας στο βράχο δυο καταφύγια. Σ’ ολόκληρη την ακρόπολη έφτιαξαν θέσεις για πολυβολεία προκαλώντας ζημιές στην είσοδο, στη μέση ακρόπολη και στη δυτική αυλή, ανατίναξαν δε το λίθινο κατώφλι της εισόδου προς την αυλή, μέρος από τον βωμό και τη βάση του.

β) Τον Απρίλιο του 1943 καταστράφηκαν οικίες από την αρχαία πόλη της Τίρυνθας  για οχυρωματικά έργα και έργα οδοποιίας.

 

Ασίνη

α) Το καλοκαίρι του 1943 καταστράφηκαν αρχαίοι τάφοι στο λόφο της Μπαρμπούνας. Για την ολοκληρωτική καταστροφή της Ασίνης και την μετατροπή της σε οχυρωματικό έργο, έχουν εξολοκλήρου ευθύνη οι Ιταλοί και ιδιαίτερα ο λοχαγός Bagnolesi από την Πίζα που σχεδίασε την όλη επιχείρηση.

β) Την καταστροφή της ακρόπολης της Ασίνης συνέχισαν οι Γερμανοί.

 

2) Αρκαδία

 

Άγιοι Απόστολοι – Λεοντάρι

Οι Γερμανοί κατέστρεψαν με δυναμίτη το καμπαναριό και θρυμμάτισαν τις καμπάνες, ζημιές υπέστησαν ένας κίονας και η οροφή του ναού.

 

Μεγαλόπολη

Στην Μεγαλόπολη οι Ιταλοί στρατοπέδευσαν εκεί που βρίσκονταν η αρχαιολογική συλλογή, την οποία μετέφεραν σε ένα κοντινό χοιροστάσιο. Ακόμη έχει διαπιστωθεί ότι υπήρχαν κλοπές αρχαίων αλλά και καταστράφηκε ο κατάλογος της συλλογής.

 

Λυκόσουρα 

Τον Μάρτιο του 1942, 400 Ιταλοί στρατιώτες στρατοπέδευσαν στις αρχαιότητες της Λυκόσουρας, κατέρριψαν τους τρεις όρθιους κίονες του ναού της Δέσποινας και κατέστρεψαν τέσσερεις μαρμάρινες πλάκες.

 

3) Αχαΐα

 

Πάτρα 

α) Την 31 Αυγούστου του 1943 κλάπηκαν από Ιταλούς στρατιωτικούς από το φρούριο των Πατρών δυο επιγραφές, μια ελληνική και μια λατινική. Την ίδια περίοδο ο Ιταλός πρόξενος της Πάτρας έκλεψε την συλλογή Craw, που αποτελούνταν από έναν θώρακα από την Ολυμπία, μια μεταλλική περικεφαλαία, 96 πήλινα τεμάχια, έναν μεταλλικό ίππο και άλλα μεταλλικά αντικείμενα.

β) Οι Γερμανοί γκρέμισαν την αριστερή γωνία της Α. πύλης, για να διέρχονται φορτηγά αυτοκίνητα. Οι αρχές Κατοχής επέφεραν διάφορες τροποποιήσεις στο τείχος χρησιμοποιώντας το υλικό του φρουρίου.

 

Αγία Λαύρα 

Καταστράφηκε από πυρκαγιά που έβαλαν οι Γερμανοί ο πάνω όροφος των κελίων της μονής.

 

Ρίο 

Το φρούριο στο Ρίο σε ολόκληρη την περίοδο της Κατοχής χρησιμοποιήθηκε ως οχυρό από τους Γερμανούς και τους Ιταλούς λόγω της οχυρής του θέσης.

 

4) Ηλεία

 

Ολυμπία 

α) Από την παραμονή των μηχανοκίνητων μονάδων στο χώρο, προξενήθηκαν μεγάλες ζημιές (σ.σ.: δεκάδες εξ αυτών αναφέρονται). Καταστράφηκε το πιο μεγάλο μέρος του πήλινου αγωγού του Γυμνασίου. Καταστράφηκαν εξολοκλήρου ή μερικώς οι βάσεις της εσωτερικής κιονοστοιχίας του Γυμνασίου. Καταστράφηκε τμήμα του περιβόλου της Ιεράς Άλτεως, τμήμα του αγωγού κοντά στο Πελόπιον. Και όλα αυτά έγιναν ύστερα από τη διαβεβαίωση του αντιπροσώπου του Γ’ Ράιχ, Άλτενμπουργκ, ότι η Ολυμπία είναι χώρος «που ενδιαφέρει εξαιρέτως τον Χίτλερ». Να φανταστεί κανείς και να μην τον ενδιέφερε εξαιρετικά.

β) Την 8η Ιουλίου του 1942 Ιταλοί στρατιώτες αφαίρεσαν 6 επεξεργασμένους λίθους για την κατασκευή πυροβολείου. Αργότερα οι Γερμανοί επέστρεψαν δυο από αυτούς.

 

5) Κορινθία

 

Αρχαία Κόρινθος

α) Γερμανοί αξιωματικοί και διπλωματικοί υπάλληλοι κατά διαστήματα έκλεψαν πολλά αρχαία μαρμάρινα μέλη από το Ασκληπιείο και τον ναό του Καπιταλίου Δία. Επανειλημμένα αφαιρούσαν υλικό από το δάπεδο του λουτρού κοντά στην Πειρήνη κρήνη και από τα καταστήματα της Ρωμαϊκής Αγοράς. Σοβαρές ήταν και οι κλοπές από αρχαιότητες που αφαίρεσαν από τις αποθήκες του Μουσείου Κορίνθου από το Μάιο του 1941 έως τον Απρίλιο του 1943.

β) Οι Ιταλοί που είχαν εγκατασταθεί στην Αρχαία Κόρινθο λεηλάτησαν το χώρο του Ασκληπιείου και τα αντικείμενα που φυλάσσονταν εκεί. Άλλοι από το πολεμικό ναυτικό της Ιταλίας έκλεψαν τα κιβώτια και αποκόλλησαν αρχαία μάρμαρα την 26η Ιανουαρίου 1943. Το ίδιο έγινε και την 2α Απριλίου 1943. Μετά από διαταγή του Ιταλού Στρατιωτικού Διοικητή της Πελοποννήσου που έδρευε στο Ξυλόκαστρο, τέσσερεις Ιταλοί στρατιώτες απέκοψαν δέκα τρία γλυπτά από το γείσο. Η εργασία έγινε υπό την καθοδήγηση και τις εντολές του στρατηγού Giuseppe Pafundo, commandante del 8o corpo d’armata, γνωστού συλλέκτη αρχαιοτήτων από τη βόρεια Ιταλία.

γ) Το καλοκαίρι του 1941 καταστράφηκαν αρχιτεκτονικά μέλη και πώρινος κίονας μετά από μετατόπιση μεγάλων λίθων κοντά στην Πειρήνη κρήνη. Την ίδια περίοδο Γερμανοί βρέθηκαν στο εσωτερικό του Μουσείου και κομμάτιασαν αρχαιότητες εκτός από εκείνες που έκλεψαν.

δ) Το τέλος του καλοκαιριού του 1941 οι Ιταλοί έσπασαν πολλές αρχαιότητες (πώρινα αρχιτεκτονικά μέλη), μιας και με τη βία κατέστρεψαν το χώρο των αποθηκών του Ασκληπιείου.

6) Λακωνία

 

Ο γερμανός W.v. Vacano εργάσθηκε, κατά τις πληροφορίες της DIA, σε διάφορες περιοχές της Λακωνίας, μεταξύ αυτών και στο Κουφόβουνο. Από την ανασκαφή ήρθαν στο φως όστρακα, πυρόλιθοι, οστέινα εργαλεία, που μεταφέρθηκαν στην Αυστρία και αργότερα στην Γερμανία.

 

7) Μεσσηνία

 

Καλαμάτα

Γερμανικό πυροβολικό κανονιοβόλησε το βυζαντινό μοναστήρι της Βελανιδιάς, μέσα στο οποίο υπήρχαν πολλές βυζαντινές εικόνες και πολύτιμη βιβλιοθήκη. Μετά των κανονιοβολισμό της Μονής της Βελανιδιάς καταστράφηκαν πλήθος βυζαντινών αρχαιοτήτων και η πολύτιμη βιβλιοθήκη της μονής.

 

Μεθώνη

α) Οι Γερμανοί για να εγκαταστήσουν πυροβόλα ανατίναξαν το ΒΔ μέρος του φρουρίου και ένα οικοδόμημα που βρίσκονταν κοντά στην εκκλησία του κάστρου.

β) Ιταλοί αξιωματικοί έκλεψαν μια πώρινη πλάκα με παράσταση λιονταριού – προφανώς ενετικής περιόδου – αλλά δεν πρόλαβαν να την φυγαδεύσουν και παρέμεινε σε ξενοδοχείο της περιοχής. Οι Ιταλοί κατέστρεψαν και τις παραστάδες από τις πύλες του φρουρίου για να περάσουν στρατιωτικά οχήματα σε αυτό.

 

Κορώνη

Στο κάστρο της Κορώνης οι Γερμανοί κατέστρεψαν το τείχος στο Β και στο Α μέρος, στο Ν κατέστρεψαν τον προμαχώνα και τους εξωτερικούς πυργίσκους.

 

Ιθώμη 

Τον Μάιο του 1941 οι Γερμανοί έκλεψαν τρεις ογκόλιθους και του μετακίνησαν έξω από το κάστρο. Το Σεπτέμβρη του 1943 οι Γερμανοί κατέστρεψαν το Ν τμήμα του φρουρίου.

 

Πύλος 

Οι Ιταλοί εγκαταστάθηκαν μέσα στο φρούριο και κατέστρεψαν μέρος του τείχους για να κατασκευάσουν οχυρωματικά έργα. Το ίδιο έκαναν αργότερα και οι Γερμανοί. Τέλος, λεηλατήθηκαν, καταστράφηκαν, αλλά και υπέστησαν τεράστιες ζημιές πολλές βυζαντινές αρχαιότητες. Και, βέβαια, κυρίως εκκλησίες. Εκτιμάται ότι καταστράφηκαν 15 μοναστήρια, μεταξύ των οποίων τα ιστορικής σημασίας Αγίας Λαύρας και Μεγάλου Σπηλαίου, καθώς και 300 εκκλησίες, με έργα μεγάλης πολιτιστικής αξίας.

Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να παραλείψω από την παρούσα εργασία τις ιστορίες – μαρτυρίες που έχω συλλέξει από φύλακες αρχαιοτήτων για τις βιαιότητες και τις απειλές αλλά ακόμα και τα βασανιστήρια που υπέστησαν κατά την διάρκεια της Κατοχής στο πλαίσιο άσκησης των καθηκόντων τους. Η Αργολίδα και η Κορινθία ομολογώ ότι κρατούν τα σκήπτρα. Υπόσχομαι βέβαια ότι θα επανέλθω σύντομα, όταν ολοκληρωθεί η μελέτη, με νέο άρθρο.

Μια συνολική αποτίμηση των καταστροφών που προκλήθηκαν στις αρχαιότητες στην Κατοχή συνοψίζεται στην απώλεια αρκετών εκατοντάδων – ή και χιλιάδων – αρχαίων αντικειμένων που απομακρύνθηκαν από την Πελοπόννησο. Δεν ήταν όμως λίγες και οι καταστροφές που προκλήθηκαν στα αρχαία μνημεία από τους βανδαλισμούς και κυρίως από την τετράχρονη, κατά τη διάρκεια της κατοχής, έλλειψη σοβαρής συντήρησης.

Το ελληνικό κράτος αμέσως μετά τον πόλεμο επιδίωξε την αναζήτηση των κλεμμένων θησαυρών, ουδέποτε όμως οι Γερμανικές και Ιταλικές αρχές εκλήθησαν να επανορθώσουν με κάποιο τρόπο για τις καταστροφές που προξένησαν. Τα αποτελέσματα της αναζήτησης των αρχαιοτήτων που αποσπάσθηκαν από την Πελοπόννησο, παρά τη σοβαρότητα του μεταπολεμικού εγχειρήματος, υπήρξαν τότε, δυστυχώς, απογοητευτικά.

Πρόσφατα έγινε γνωστό ότι το Υπουργείο Πολιτισμού επανεξετάζει τα αρχεία του, προκειμένου να ξεκινήσει νέο γύρο διεκδίκησης των κλεμμένων αρχαιοτήτων. Ευχόμαστε όλοι η αναζήτηση αυτή τη φορά να είναι περισσότερο επιτυχής.

 

Σημείωση

 

(*)Τις πιο θερμές ευχαριστίες στους διοργανωτές του Συνεδρίου και ιδιαίτερα στον Αν. Προϊστάμενο του Α.Ι.Π.Σ. (Τρίπολη) Σ. Ραπτόπούλο για τις όμορφες και οξυδερκείς πρωτοβουλίες του για την ιστορική γνώση και τη διάδοση της, πράγμα δύσκολο στις μέρες μας. Αμέριστη ευγνωμοσύνη στον διευθυντή της Ιταλικής Αρχαιολογικής Σχολής της Αθήνας καθ. κ. Emm. Greco, για τις διευκολύνσεις, που μου προσέφερε και την ζεστή φιλοξενία, στην πλούσια βιβλιοθήκη της Ιταλικής Αρχαιολογικής Σχολής της Αθήνας.

 

Ενδεικτική Βιβλιογαφία:


 

  • Αντωνάκης Χρ. Ν. «Το Ανταρτικό στον Ταΰγετο 1941 -1944: Πρωτοπόρα η Αλαγονία», εκδ. Τεχνική Εκδοτική, Αθήνα, 1994.
  • Αντωνόπουλος Κ., «Κατοχή 1941 -1944 – Εθνική Αντίσταση και ελευθερία», Καλαμάτα, 1980.
  • Βαζαίος Εμμ., «Τα άγνωστα παρασκήνια της Εθνικής Αντίστασης εις την Πελοπόννησο», Κόρινθος, 1961.
  • Γλέντης Κ.Α., «Εφτά χρόνια στη Σπάρτη (1936-46)», Αθήνα, 1977.
  • Ζέρβης Ν. Ι., «Καλαμάτα: Πρώτη Γερμανική Κατοχή», τ. Ά, 1941.
  • Ζέρβης Ν. Ι., Η Γερμανική Κατοχή στην Μεσσηνία: Όπως καταγράφεται στις απόρρητες ημερήσιες αναφορές του Γερμανικού Στρατού Κατοχής (Σεπτέμβριος 1943 – Σεπτέμβριος 1944), Καλαμάτα 1998.
  • Κουτσούμπος Ι., «Ζωντανές εικόνες του Ναυπλίου από τον Πόλεμο και την Κατοχή, Ναυπλιακά Ανάλεκτα τ.5, Ναύπλιο, 2005.
  • Λάγαρης Δ. «Πέντε χρόνια αίματος , δόξης και σκλαβιάς – Η Πάτρα στον πόλεμο και στην Κατοχή», Πάτρα 1946.
  • Mayer H.F., «Από την Βιέννη στα Καλάβρυτα: Τα αιματηρά ίχνη της 117ης μεραρχίας καταδρομών στην Σερβία και στην Ελλάδα» , εκδ. Εστία, Αθηνα, 2003.
  • Μπουγάς Ι., «Ματωμένες μνήμες 1940 -45», Εκδ. Πελασγός, 2009.
  • Παπακογκος Κ., Αρχείον Πέρσον: «Κατοχικά Ντοκούμέντα του Δ.Ε.Σ. Πελοποννήσου»,εκδ. Παπαζήσης, 1977.
  • Πετρόπουλος Γ., «Τα τάγματα ασφαλείας στην Πελοπόννησο», διδακτ. Πάντειο , Αθήνα 2007.
  • La Grecia ha diritto di essere diffesa, per la pace nel Mediterraneo, Societa’ editrice dell’Orso, Roma, 1949.
  • Documentazioni il drama del popolo Greco, Roma 1949.
  • «Φάκελος Ελλάς: Τα Μυστικά Αρχεία του Φόρεειν Όφφις: Δικτατορία, Πόλεμος, Κατοχή, Μέση Ανατολή, Αντάρτικο, Δεκεμβριανά» εκδ. Νέα Σύνορα,1989.
  • Πόλεμος και Κατοχή από τα Γερμανικά φωτογραφικά Αρχεία, Αθήνα, 1980.

 

Κωνσταντίνος Χαρ. Τζιαμπάσης

Ερευνητής Κλασσικής Αρχαιολογίας

University of Messina

  

Διημερίδα «Η Ιστορική και Αρχαιολογική ερευνά στην Πελοπόννησο, όπως προκύπτει από τα αρχεία των Γ.Α.Κ. Νομών Πελοποννήσου και αρχεία άλλων φορέων». Τρίπολη, 04 & 05 Οκτωβρίου 2013. Πρακτικά. Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Πελοποννησιακών Σπουδών, Τρίπολη 2014.

 

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα  έγιναν από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

Η εκλογή των πληρεξουσίων αντιπροσώπων του Κάτω Ναχαγέ (Ερμιονίδας) της «Γ΄ Σεπτεμβρίου εν Αθήναις» Εθνοσυνέλευσης (1843)

$
0
0

Η εκλογή των πληρεξουσίων αντιπροσώπων του Κάτω Ναχαγέ (Ερμιονίδας) της «Γ΄ Σεπτεμβρίου εν Αθήναις» Εθνοσυνέλευσης (1843) –  Γιάννης Μ. Σπετσιώτης


 

Εισαγωγικά

 

Ιδιαίτερα επεισοδιακές ήταν οι εκλογές στο Κάτω Ναχαγέ (Ερμιονίδα) για την ανάδειξη των πληρεξουσίων αντιπροσώπων της «Γ΄Σεπτεμβρίου εν Αθήναις» Εθνοσυνέλευσης /8 Νοεμβρίου 1843 – 18 Μαρτίου 1844. Αυτό προκύπτει από τα σχετικά έγγραφα, πολύτιμα τεκμήρια για τη γνώση της τοπικής μας Ιστορίας.

 

Εκλογικά

 

Σύμφωνα με τα πρακτικά που διασώθηκαν, στις 2 Οκτωβρίου 1843 ημέρα Σάββατο και ώρα 11η πρωινή, συνήλθαν σε πρώτη προκαταρκτική συνεδρίαση μετά από «προειδοποίησιν των αρμοδίων αρχών, εις τον εις Μάσητα (Κρανίδι) θείον Ναόν των Επιλοχίων (Σύναξη) της Θεοτόκου (Πάνω Παναγία)» οι αναλογούντες εκλογείς κατά τόπο.

Για το Κρανίδι οι παρακάτω, δεκατέσσερις (14) τον αριθμό:

Πάνος Πανούτσος, Άγγελος Γουζούασης, Βασίλειος Ανδ. Νόνης, Πάνος Φασιλής, Νικόλαος Γκίκα Λάμπρου, Αναγνώστης Γουζούασης, Κοσμάς Φωστίνης, Εμμανουήλ Δημητ. Φωστίνης, Ανδρέας Πέππας, Θεόδωρος Χαρακόπουλος. Κώ(ν)στας Στρίγκος, Κυριάκος Κ. Γουζούασης, Ιωάννης Μιχ. Τσαμαδός και Δημήτριος Αναστ. Μητσόπουλος (δημοδιδάσκαλος).

Για την Ερμιόνη τέσσερις (4) οι: Σταμάτης Μήτσας, Δημήτριος Νικολάου, Νικόλαος Λαζαρίδης και Λάζαρος Β(Μπ)αρδάκος.

Για την Τροιζήνα δύο (2) οι: Αναγνώστης Νικολάου και Αθανάσιος Δημόπουλος

Για τους Φούρνους ένας (1) ο: Αναγνώστης Γεωργίου.

Για το Δίδυμο  τρεις (3) οι: Αναγνώστης Παπα-Γιαννόπουλος, Χρήστος Καλούδης και Αναγνώστης Αντωνίου Αντωνόπουλος.

Οι δύο τελευταίοι εκλογείς του Διδύμου για άγνωστους λόγους απουσίαζαν. Έτσι παρόντες ήσαν οι προαναφερόμενοι είκοσι δύο και ένας ακόμη (22+1), ο Αντώνιος Φαρμάκης από τα Μα(γ;)ώματα, [1] του οποίου η συμμετοχή έγινε αποδεκτή απ’ όλους τους εκλογείς. Στη συνέχεια επελέγησαν, σύμφωνα με τον νόμο, «οι πέντε γεροντότεροι της Συναθροίσεως»: Νικόλαος Γκίκα Λάμπρου ετών 68, Πάνος Φασιλής ετών 70, Κοσμάς Φωστίνης ετών 62, Βασίλειος Νόνης ετών 60 και Ιωάννης Μιχ. Τσαμαδός ετών 60, για να εποπτεύσουν το αδιάβλητο των εκλογών.

Ωστόσο, με την επίμονη παρέμβαση τεσσάρων εκλογέων της Ερμιόνης και ενός του Διδύμου, οι δύο τελευταίοι της 5/μελούς Επιτροπής, Βασίλειος Νόνης και Ιωάννης Μιχ. Τσαμαδός, αντικαταστάθηκαν από τον Ερμιονίτη Λάζαρο Βαρδάκο και τον Τροιζήνιο Αναγνώστη Νικολάου αντίστοιχα, «αν και νεωτέρων την ηλικίαν».

 Κατόπιν οι εκλογείς της Ερμιόνης, του Διδύμου και του Μα(γ;)ώματος αποσύρθηκαν από τον Ναό για να συζητήσουν και επανερχόμενοι, μετά την πάροδο μισής ώρας, πρότειναν:

α) Την εκλογή των πληρεξουσίων χωρίς ψηφοφορία και β) τον ορισμό των Σταμάτη Μήτσα από την Ερμιόνη και Άγγελου Γουζούαση από το Κρανίδι, ως αντιπροσώπων.

Ο πρόεδρος της εθνοσυνέλευσης Πανούτσος Νοταράς. Εξελέγη πρόεδρος, προσωρινός στις 8 Νοεμβρίου 1843 και οριστικός λίγες μέρες αργότερα, στις 19 Νοεμβρίου. Στην εκλογή του συνέβαλε καθοριστικά ο σεβασμός που ενέπνεε η ηλικία του, αφού όλοι τον θεωρούσαν «Νέστορα των Ελλήνων πολιτικών». Ήταν 91 ετών, ενώ κατά άλλους υπερέβαινε τα 103 ή 109 έτη. Στην πραγματικότητα, έπαιξε το ρόλο ενός κατά κάποιον τρόπο «επιτίμου προέδρου», εφόσον τα προεδρικά του καθήκοντα τα άσκησαν οι κατά πολύ νεότεροί του αντιπρόεδροι Ανδρέας Μεταξάς, Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, Ιωάννης Κωλέττης και Ανδρέας Λόντος.

Το σώμα των εκλογέων δεν έκανε αποδεκτή την ως άνω πρόταση με αποτέλεσμα την αποχώρησή τους. Οι εναπομείναντες δεκαεπτά (17) διαμαρτυρήθηκαν έντονα για τη στάση τους, αλλά δεν προχώρησαν εκ νέου σε εκλογές. Ωστόσο «συνέταξαν και υπέγραψαν αυθωρί λεπτομερή έκθεσιν», την οποίαν και παρέδωσαν στον Δήμαρχο Μάσητος (Κρανιδίου), για να καταχωρηθεί στα αρχεία του Δήμου. Επιπροσθέτως με σχετικό έγγραφο ενημέρωσαν τον Διοικητή της Ύδρας – Σπετσών για τα τεκταινόμενα και αιτήθηκαν τον προγραμματισμό της περεταίρω πορείας των εργασιών. Το ανωτέρω έγγραφο (απόσπασμα από το πρακτικό) φέρει την υπογραφή των δεκαεπτά 17 εκλογέων (Μάσητος 14, Φούρνων 1 και Τροιζηνίας 2).

Μετά την πάροδο τεσσάρων ημερών, ήτοι την Τετάρτη, 6η Οκτωβρίου 1843, με την υπ. αρ. 7570 πρόσκληση του Δημάρχου Μάσητος, εκδοθείσα κατόπιν διαταγής του Διοικητή Ύδρας – Σπετσών, προσκλήθηκαν άπαντες οι εκλογείς, είκοσι πέντε (25) τον αριθμό, στον ίδιο ιερό Ναό και ώρα 11η πρωινή, για τη συνέχιση των εργασιών. Εμφανίστηκαν οι παραπάνω δεκαεπτά (17) και ένας (1) ακόμα, ο Χρήστος Καλούδης από το Δίδυμο, συνολικά δεκαοκτώ (18) εκλογείς.

Στις 11:00 ακριβώς ξεκίνησε η διαδικασία ανάδειξης του Προέδρου της «Συναθροίσεως», παρουσία των ¾ των εκλογέων, σύμφωνα με τα οριζόμενα εκ του νόμου και καθώς η προθεσμία των εκλογών έληγε. Πρόεδρος, με δεκατρείς (13) ψήφους, εκλέχθηκε ο Άγγελος Γουζούασης και στη συνέχεια ταχτοποιηθήκαν «τα ζητήματα που προέκυψαν για τον ορισμό της 5/μελούς επιτροπής και των γεροντοτέρων».

Εμφανίστηκαν, «καθυστερημένοι», οι τέσσερις (4) εκλογείς της Ερμιόνης και οι δύο (2) του Διδύμου, αν και είχαν ειδοποιηθεί για την προσέλευσή τους στον Ναό την 8η πρωινή, οι οποίοι, καθώς φαίνεται, δεν έλαβαν μέρος στις εργασίες. Στη συνέχεια οι οκτώ (8) από τους συμμετέχοντας εκλογείς «απεχωρίσθησαν εις τον γυναικωνίτην του Ναού» και σύνταξαν τον κατάλογο των οκτώ (8) υποψηφίων, προκειμένου οι δύο (2) πρώτοι εξ αυτών να εκλεγούν πληρεξούσιοι αντιπρόσωποι της επαρχίας του Κάτω Ναχαγέ.

Ο κατάλογος των υποψηφίων αναγνώσθηκε φωναχτά και ο ιερέας του Ναού παπα-Δημήτρης Παπανικολάου, κρατώντας στα χέρια του το ιερό Ευαγγέλιο, όρκισε τους υποψήφιους πληρεξουσίους, που απήγγειλαν «τον προσδιορισμένον όρκον». Ακολούθησε η ψηφοφορία με τα παρακάτω αποτελέσματα: [2]

 

α/α Ονοματεπώνυμο Ψήφοι υπέρ Ψήφοι κατά Παρατηρήσεις
1. Άγγελος Γουζούασης 17
2. Ανδρέας Πέππας 16 1
3. Βασίλειος Αν. Νόνης 4 13 Αγράμματος
4. Πάνος Πανούτσος 4 13
5. Αθανάσιος Δημόπουλος 3 14
6. ΘεόδωροςΧαρακόπουλος 3 14
7. Δημήτριος Μητσόπουλος 3 14 Δημοδιδάσκαλος
8. Δημήτριος Νικολάου 18

 

Τελικά ως πληρεξούσιοι αντιπρόσωποι του Κάτω Ναχαγέ της «Γ΄ Σεπτεμβρίου εν Αθήναις» Εθνοσυνέλευσης εξελέγησαν οι Άγγελος Γουζούασης και Ανδρέας Πέππας. Στο τέλος της ψηφοφορίας όλοι οι εκλογείς ύψωσαν ικετευτικά τα χέρια τους στον ουρανό παρακαλώντας τη Θεία Πρόνοια «ίνα ευοδώση τας Εθνοσωτηρίους εργασίας της Εθνικής Συνελεύσεως».

Το πρακτικό των εκλογών της 6ης Οκτωβρίου 1843 (ώρα 5η απογευματινή) υπογράφουν: Ο ιερέας Δημήτριος Παπανικολάου, δεκατέσσερις (14) εκλογείς του Μάσητος, δύο (2) της Τροιζήνας, ένας (1) του Διδύμου, ένας (1) των Φούρνων, ο Πρόεδρος της Συνάθροισης και αντί του Δημοτικού Γραμματέα ο δημοδιδάσκαλος του Αλληλοδιδακτικού Σχολείου Μάσητος και υποψήφιος, Δημήτριος Α. Μητσόπουλος, ο οποίος συνέταξε και έγραψε τα πρακτικά με περισσή φροντίδα και επιμέλεια .

 

Οι αναφορές

 

Παρουσιάζουμε τα συγκλονιστικά γεγονότα που ακολούθησαν μέσα από τις αναφορές των ενδιαφερομένων. Στις 18 Οκτωβρίου 1843 οι τέσσερις (4) εκλογείς της Ερμιόνης, ένας(1) του Διδύμου και ένας (1) από τα Μα(γ;)ώματα ακολουθούμενοι από πλήθος πολιτών, κυρίως του Μάσητος, της Ερμιόνης και του Διδύμου, διενήργησαν ξεχωριστές εκλογές στην Ερμιόνη αμφισβητώντας τη νομιμότητα της πρώτης εκλογής.

Εξέλεξαν «παμψηφεί», ως πληρεξουσίους του Κάτω Ναχαγέ, τον Κωνσταντίνο Ζέρβα, κάτοικο Μάσητος και τον Σταμάτη Αδρ. Μήτσα, κάτοικο Ερμιόνης, με «παραπληρωματικά μέλη» τους Αναγνώστη Βασιλείου και Αναγνώστη Λέκα, αντίστοιχα, κατοίκους Μάσητος. Τις αμέσως επόμενες ημέρες κάτοικοι του Μάσητος και του Διδύμου υπέβαλαν αναφορές στις αρμόδιες αρχές υποστηρίζοντας άλλοι την προαναφερθείσα πρώτη και άλλοι τη δεύτερη εκλογική διαδικασία. Αναφορές υπέβαλαν και οι ενδιαφερόμενοι πληρεξούσιοι των δύο διαφορετικών εκλογικών αναμετρήσεων.

Πρώτη αναφορά: Στις 25 Οκτωβρίου 1843, διακόσιοι δύο (202) «πολίται» του Μάσητος υπέβαλαν ένσταση κατά της πρώτης εκλογής (Μάσητος), την οποία θεωρούν παράτυπη και άκυρη. Την αναφορά τους επικυρώνει ο ειρηνοδιακός πάρεδρος. Οι παραπάνω συντάσσονται με τις εκλογές που έγιναν στην Ερμιόνη.

Δεύτερη αναφορά: Στις 26 Οκτωβρίου 1843 εβδομήντα έξι (76) κάτοικοι του Διδύμου υποβάλουν αναφορά την οποία υπογράφει ο ειδικός πάρεδρος του χωριού, Αναγνώστης Παπαγιαννόπουλος. Ισχυρίζονται ότι οι δύο εκλέκτορες του χωριού «εις του οποίους ενεπιστεύθημεν των εκλογών… καταχρασθέντες της εμπιστοσύνης μας παρεδέχθησαν πως υπέγραψαν… τους παρανόμως και βιαίως εκλεγέντας εις Κρανίδιον Άγγελον Γουζούασην και Ανδρέαν Πέππαν». Στη συνέχεια αναφέρουν πως αποδοκιμάζουν αυτές τις εκλογές και παραδέχονται ως σύμφωνες με τον νόμο τις διενεργηθείσες στην Ερμιόνη.

Τρίτη αναφορά: Στις 27 Οκτωβρίου 1843, ορισμένοι κάτοικοι του Διδύμου έστειλαν δεύτερη αναφορά «Προς την επί την Εσωτερικών Γραμματείαν (Υπουργείο)» στην οποία ισχυρίζονται ότι καμιά ενοχή δεν πρέπει να αποδίδεται στους δύο εκλογείς αλλά ούτε και ο τρίτος ο Αναγνώστης Παπαγιαννόπουλος υπέστη εκβιασμό. Τουναντίον μάλιστα ενώ παρουσιάστηκαν σ’ αυτόν την 1η Νοεμβρίου για να επικυρώσει, ως πάρεδρος, την αναφορά τους αυτός αρνήθηκε.

Ωστόσο, εμείς με απόσταση 165 χρόνων από τα γεγονότα μπορούμε να φανταστούμε τον αναβρασμό και την αναστάτωση που επικρατούσε στην κοινωνία του Κάτω Ναχαγέ…

 

Αναφορών… συνέχεια!

 

Μετά την παρέλευση μιας εβδομάδας οι εκλεγμένοι πληρεξούσιοι των δύο εκλογικών αναμετρήσεων υποβάλλουν τις δικές τους αναφορές.

Πρώτη αναφορά: Την υποβάλλουν από την Αθήνα στις 6 Νοεμβρίου 1843 οι δύο εκλεγμένοι πληρεξούσιοι από τις δεύτερες εκλογές (Ερμιόνης) Σταμάτης Μήτσας και Κωνσταντίνος Ζέρβας «Προς την επί της εξετάσεως των πληρεξουσίων εγγράφων Σεβαστήν Επιτροπήν». Ζητούν να αναγνωριστούν εκείνοι ως οι νόμιμοι πληρεξούσιοι και να λάβουν μέρος στην Εθνική Συνέλευση «κατ’ εντολήν» των συμπολιτών τους. Στη συνέχεια αναφέρουν ότι ενώ οι εκλογές «των εκλογέων» προκηρύχθηκαν για στις 19 Σεπτεμβρίου 1843 στο Κρανίδι, ματαιώθηκαν, καθώς ένοπλοι οπαδοί με κραυγές και βία «διετάραξαν την συνέλευσιν των πολιτών». Ακολούθησαν και άλλες παράνομες ενέργειες τις οποίες περιγράφουν και επιρρίπτουν ευθύνες, κατά κύριο λόγο, στον Δήμαρχο Κρανιδίου Αναγνώστη Γουζούαση, αδελφό του υποψηφίου πληρεξουσίου, Άγγελου Γουζούαση.

«Οι πολίται του Κρανιδίου καθώς και των χωρίων, ειδότες ταύτας τας παρανομίας και βιαιοπραγίας ότι οι διορισθέντες εκλογείς οίτινες δεν έλαβον μέρος καθώς και οι πλείστοι των πολιτών του Κρανιδίου διώρισαν ημάς πληρεξουσίους δια των επισυναπτομένων εγγράφων». Και καταλήγουν: «Ελπίζομεν ότι η δικαιοσύνη της Σεβαστής επιτροπής θέλει διδάξη τους ειρημένους δια να μην τολμούν τόσο αδίκως να προσβάλλουν τα δικαιώματα των πολιτών, ρίπτοντας και τον εαυτόν των εις το αποτρόπαιον κακούργημα της πλαστογραφίας».

Δεύτερη αναφορά: Την υποβάλλουν από την Αθήνα, στις 10 Νοεμβρίου 1843, οι εκλεγμένοι, από τις πρώτες εκλογές (Μάσητος), πληρεξούσιοι Άγγελος Γουζούασης και Ανδρέας Πέππας προς την Εξεταστική Επιτροπή των πληρεξουσίων εγγράφων.

Στην αναφορά τους ισχυρίζονται πως πληροφορήθηκαν «μετά θετικότητος» ότι μόλις τελείωσαν οι εκλογές της 6ης Οκτωβρίου οι κ. Μήτσας και Ζέρβας ήλθαν στο Ναύπλιον και κατόπιν στην Αθήνα, για να συμβουλευτούν με ποιο τρόπο να διενεργήσουν δεύτερες εκλογές, τις οποίες και έκαναν τελικά στην Ερμιόνη, χωρίς να ανακοινώσουν τόπο και χρόνο. Μάλιστα «προς επιτυχίαν του σκοπού των εσχημάτισαν και νέες εκλογές… χωρίς να πράξη τι ο κ. Διοικητής…».

Τρίτη αναφορά: Την υποβάλλουν από την Αθήνα στις 11 Νοεμβρίου 1843 προς την Εξεταστική Επιτροπή των πληρεξουσίων εγγράφων οι εκλεγμένοι πληρεξούσιοι, Άγγελος Γουζούασης και Ανδρέας Πέππας.

Αναφέρουν ότι κατά τις εκλογές ο πρώτος έλαβε δεκαεπτά (17) ψήφους και ο δεύτερος δεκαέξι (16). Αλλά και ο Αναγνώστης Αντ. Αντωνόπουλος από το Δίδυμο, που την ημέρα των εκλογών βρισκόταν στο Ναύπλιο ως μάρτυρας, αυτούς θα ψήφιζε. Έτσι ο αριθμός των εκλογέων ξεπερνούσε τα ¾. Στη συνέχεια κάνουν λόγο για τους συγγενικούς και φιλικούς δεσμούς των εκλογέων της Ερμιόνης με τον Σταμάτη Μήτσα εκφράζοντας, έμμεσα, την άποψή τους πως επηρεάζονται απ’ αυτόν.

Τέταρτη αναφορά: Ενώ οι εργασίες της Εθνοσυνέλευσης είχαν ήδη ξεκινήσει, όπως στη συνέχεια θα αναφέρουμε και ως νόμιμοι πληρεξούσιοι αντιπρόσωποι του Κάτω Ναχαγέ θεωρήθηκαν οι Άγγελος Γουζούασης και Ανδρέας Πέππας, οι Σταμάτης Μήτσας και Κωνσταντίνος Ζέρβας επανήλθαν με νέα αναφορά τους από την Αθήνα στις 16 Νοεμβρίου 1843.

Σ’ αυτή επαναδιατυπώνουν τις θέσεις τους για την ακύρωση των εκλογών και παρατηρούν ότι αυτές διεξήχθησαν «παρανόμως» και σε έντονο κλίμα βίας. Τέλος παρακαλούν τη Συνέλευση να κηρύξει νόμιμη τη δική τους εκλογή και να διατάξη να λάβουν μέρος στην Εθνική Συνέλευση «κατά την εντολήν των συνεπαρχιωτών μας».

 

Η έναρξη της Εθνοσυνέλευσης

 

«Η της Γ’ Σεπτεμβρίου εν Αθήναις Εθνική των Ελλήνων Συνέλευσις» ξεκίνησε στις 8 Νοεμβρίου 1843 με πανηγυρική συνεδρίαση και διαλύθηκε στις 18 Μαρτίου 1844. Συμμετείχαν σ’ αυτή διακόσιοι σαράντα τέσσερις (244) πληρεξούσιοι, που αντιπροσώπευσαν ενενήντα δύο (92) εκλογικές επαρχίες.

 

H εκκλησία της Αγίας Ειρήνης στην οδό Αιόλου, στην Αθήνα, ήταν ο σημαντικότερος ναός της πόλης όταν ανακηρύχθηκε πρωτεύουσα της απελευθερωμένης Ελλάδας…

 

Η εναρκτήρια ημέρα χαιρετίστηκε με είκοσι τέσσερις (24) κανονιοβολισμούς, ενώ μουσικοί παιάνες και εμβατήρια δονούσαν τη φθινοπωρινή ατμόσφαιρα. Στον Μητροπολιτικό Ναό της Αγίας Ειρήνης στην οδό Αιόλου έγινε την 10η πρωινή δοξολογία χοροστατούντος του Μητροπολίτου Αττικής Νεοφύτου, ενώ τον πανηγυρικό λόγο εκφώνησε ο Νεόφυτος Βάμβας. Στη συνέχεια, στις 11:00, έγινε ορκωμοσία των πληρεξουσίων και η εκλογή του Πανούτσου Νοταρά ως Προέδρου της Εθνοσυνέλευσης. Ο Βασιλιάς Όθωνας εκφώνησε λόγο και κήρυξε την έναρξη των εργασιών. Οι πληρεξούσιοι της Ερμιονίδας, όπως και κάποιοι άλλοι, λόγω εκκρεμοτήτων, δεν ορκίσθηκαν κατά την Α’ συνεδρίαση της Εθνοσυνέλευσης αλλά στην Γ’ της 15ης Νοεμβρίου 1843.

Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από το Πρακτικό της Εθνοσυνέλευσης.

 

Απόσπασμα από το Πρακτικό της Εθνοσυνέλευσης.

 

 

Υποσημειώσεις


[1] Χωριό κοντά στην Τροιζήνα.

[2] Οι υποψήφιοι δεν μπορούσαν να ψηφίσουν τον εαυτό τους. Ο όγδοος υποψήφιος φαίνεται να ήταν ο Τροιζήνιος Αναγνώστης Νικολάου, ο οποίος εκ παραδρομής(;) έχει αναγραφεί ως Δημήτριος, ενώ πέντε από τους εκλέκτορες του Κρανιδίου ήσαν αγράμματοι.

 

Γιάννης Μ. Σπετσιώτης

Εκπαιδευτικός – Συγγραφέας

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα καθώς και η επιλογή των εικόνων,  έγιναν από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

Βασικά Βιβλία για την Κατοχή στην Ερμιονίδα, Τροιζηνία και τα γύρω νησιά

$
0
0

Βασικά Βιβλία για την Κατοχή στην Ερμιονίδα, Τροιζηνία και τα γύρω νησιά – Βασίλης Γκάτσος


 

«Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Σήμερα στο «Ελεύθερο Βήμα», ο Βασίλης Γκάτσος παρουσιάζει και σχολιάζει βασικά βιβλία για την Κατοχή, στην Ερμιονίδα, Τροιζηνία και τα γύρω νησιά και καταθέτει σκέψεις  για την έρευνα και ανάδειξη όλων των πτυχών της Εθνικής μας Αντίστασης, με σωφροσύνη και δικαιοσύνη, ώστε οι νεότερες γενιές με επίγνωση να ομονοούν στο βασικότερο: Ποτέ άλλος εμφύλιος σε αυτή τη μικρή πατρίδα όλου του κόσμου.

 

«Βασικά Βιβλία για την Κατοχή στην Ερμιονίδα, Τροιζηνία και τα γύρω νησιά…»

 

Η Ερμιονίδα, η Τροιζηνία με τα νησιά Πόρο, Ύδρα, Δοκό, Σπέτσες, ήταν την Κατοχή μια απομονωμένη περιοχή με συγκοινωνία κυρίως μέσω θαλάσσης. Τα παρακάτω βιβλία φωτίζουν την περίοδο αυτή, αλλά αποσπασματικά. Ανάγκη η συγγραφή μιας όσο γίνεται αντικειμενικής Ιστορίας, με σοβαρή μελέτη και συγκέντρωση τεκμηρίων.

 

  1. Τα άγνωστα παρασκήνια της Εθνικής Αντιστάσεως εις την Πελοπόννησον,  Εμμανουήλ Βαζαίος, Αντισυνταγματάρχης ε.α. Κόρινθος, 1961.

Τα άγνωστα παρασκήνια της Εθνικής Αντιστάσεως εις την Πελοπόννησον.

 

Είναι το σημαντικότερο βιβλίο αναφοράς  για τη δράση του θρυλικού 6ου Συντάγματος ΕΛΑΣ στην Αργολιδοκορινθία κατά την Κατοχή, γραμμένο από το Διοικητή του, ο οποίος ουδεμία σχέση είχε με την αριστερά και το ΚΚΕ. Δυσεύρετο, αλλά υπάρχει ολόκληρο αναρτημένο στο διαδίκτυο. Όλοι όσοι έχουν γράψει για την περίοδο αυτή στην ευρύτερη περιοχή μας, ξεκινούν από αυτό το βιβλίο, άσχετα το πώς χρησιμοποιούν το περιεχόμενό του. Όσοι το «αγνοούν» στα γραπτά τους, το κάνουν σκόπιμα, με σκοπό να στηρίξουν μια δικιά τους άποψη για γεγονότα και πρόσωπα.

  1. Μνήμες από την Εθνική Αντίσταση – Η δράση του ΕΛΑΝ Αργολικού. Τάσου Γεωργοπαπαδάκου, Αθήνα, 1987.

Η δράση του ΕΛΑΝ Αργολικού

 

Γράφτηκε στη Θεσσαλονίκη το καλοκαίρι του 1945. Αναδημοσιεύτηκε στο σύνολό του από την τοπική εφημερίδα «Η Φωνή της Ερμιόνης» περί το 1987 – 1988.

Είναι το δεύτερο σπουδαίο βιβλίο για την Κατοχή στην Ερμιονίδα, Τροιζηνία, Ύδρα, Πόρο. Ο συγγραφέας του Τάσος Γεωργοπαπαδάκος, καθηγητής στην Ύδρα, ήταν στέλεχος του ΕΑΜ Ύδρας. Αν και ουσιαστικά γραμμένο το 1945, είναι «Μνήμες», αφού τα αρχεία του ΕΑΜ  Ύδρας αλλά και ολόκληρης της περιοχής έπεσαν στα χέρια των Γερμανών ή χάθηκαν.

  1. Ημερολόγιο Εθνικής Αντίστασης Ερμιόνης, Απόστολου Χ. Φραγκούλη, 1988, Εκδότης: Τοπική Εφημερίδα «Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΕΡΜΙΟΝΗΣ».

Ημερολόγιο Εθνικής Αντίστασης Ερμιόνης

 

Ο συγγραφέας υπήρξε τοπικό στέλεχος του ΕΑΜ Ερμιόνης. Είναι ημερολόγιο γεγονότων που κρατούσε ο συγγραφέας κατά τη διάρκεια της Κατοχής και κατάφερε να διασώσει, και σε αυτό έγκειται η αξία του.

  1. 65η Επέτειος (1944-2009) Ηρωικού θανάτου Αγωνιστών – Εθνομαρτύρων Εθνικής Υδραϊκής Αντίστασης, Θεμιστοκλής Ε. Ραφαλιάς, Ύδρα 2009 – 2010. Ο συγγραφέας, όπως και ο αδελφός του, υπήρξε στέλεχος του ΕΑΜ Ύδρας.

65η Επέτειος (1944-2009) Ηρωικού θανάτου Αγωνιστών

  1. Η Εθνική Αντίσταση συνολικά και στην Ύδρα, Χρήστος Ι. Χριστοδούλου, Ύδρα – Πειραιάς 2007. Αγωνιστής του ΕΑΜ Ύδρας.

Η Εθνική Αντίσταση συνολικά και στην Ύδρα

 

Σημείωση: Οι Υδραίοι έχουν συγκεντρώσει λεπτομερώς όλα τα ονόματα των πεσόντων Υδραίων και τραυματιών υπέρ Πίστεως και Πατρίδος, της περιόδου 1460 – 1949, τιμώντας ευλαβώς τη μνήμη τους! Την περίοδο 1939 – 1945 τα δεκάδες θύματα από το ηρωικό νησί ήταν ναυτικοί της υπερπόντιας ναυτιλίας που τα πλοία τους βυθίστηκαν από γερμανικά υποβρύχια ή πλοία επιφανείας.

Τα παραπάνω βιβλία είναι γραμμένα από ανθρώπους σύγχρονους των γεγονότων. Επειδή υπήρχε μεγάλη μυστικότητα, ως είναι φυσικό, για τη δράση των αντιστασιακών οργανώσεων σε στεριά και θάλασσα, των κλιμακίων που φυγάδευαν κυρίως Άγγλους στη μέση Ανατολή κ.λ.π. εκτός από τον Βαζαίο, οι άλλοι συγγραφείς γνώριζαν επιμέρους γεγονότα του τομέα τους. Και ο Βαζαίος γνωρίζει κυρίως τη δράση του ΕΛΑΣ στον στρατιωτικό τομέα.

 

Πέραν αυτών των βιβλίων υπάρχουν και τα παρακάτω στα οποία υπάρχουν στοιχεία για την Κατοχή, και οι συγγραφείς έζησαν αυτά σε ηλικία που να μπορούν να κρίνουν, να αποφασίζουν και να δρουν.

  1. Κόκκινος Επιτάφιος, Γιόνα Μικέ Παΐδούση, Εκδόσεις Βιβλιόραμα, Αθήνα, 2008. Η συγγραφέας ήταν σε οργάνωση ΕΑΜ (ΕΠΟΝ) Διδύμων. Ως προς τα κύρια γεγονότα μέσα στα Δίδυμα κατά την επιδρομή των Γερμανών, οι πληροφορίες είναι λίγες.

Κόκκινος Επιτάφιος

 

  1. Θρύλοι και Παραδόσεις της Ερμιόνης, Μιχ. Αγγ. Παπαβασιλείου, Αθήνα 1988, Αυτοέκδοση. Υπάρχουν μικρές αναφορές στην Περίοδο της Κατοχής.

 

Θρύλοι και Παραδόσεις της Ερμιόνης

  1. Νικηφόρος, Ευαγγελία Τέσση, Εκδ. Τροχαλία, Αθήνα 1999. Η συγγραφέας υπήρξε μέλλος οργάνωσης του ΕΑΜ Ερμιόνης. Μικρές αναφορές σε αυτή την περίοδο.

  1. Η Περιπέτεια. Σπέτσες 1939 – 1945, Σαράντος Τσουλουχόπουλος, Εκδ. Πολιτιστικός Σύλλογος Σπετσών, 2010. Ο συγγραφέας ήταν γραμματέας ΕΑΜ Σπετσών. Συνελήφθη από τους Γερμανούς τον Ιούνιο 1944 και μεταφέρθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Γερμανία.

 

Η Περιπέτεια. Σπέτσες 1939 – 1945

 

  1. Οι αντάρτες της θάλασσας – Δράση του ΕΛΑΝ Αργοσαρωνικού – Βασίλης Λαδάς, Αθήνα, 2002.  

 

Οι αντάρτες της θάλασσας

 

  1. Το Κρανίδι και οι αλήθειες του, Βασίλης Λαδάς, Αθήνα, 2008.

 

Το Κρανίδι και οι αλήθειες του,

 

  1. Σαν Παραμύθι (Ιστορία μιας ζωής), Βασίλης Λαδάς, Αθήνα, 2005.

 

Σαν Παραμύθι (Ιστορία μιας ζωής)

 

Ο Βασίλης Λαδάς, την Κατοχή ήταν μικρό παιδί, δεν είχε, ως είναι φυσικό, υπεύθυνη θέση στο ΕΑΜ και ως εκ τούτου όσα γεγονότα έπεσαν στην αντίληψή του, τα δίνει με τα μάτια μικρού παιδιού, ή σύμφωνα με όσα άκουγε ή του διηγήθηκαν αργότερα.

 

Βιβλία συγγραφέων που δεν έζησαν την Κατοχή, ή την Κατοχή στην περιοχή μας

 

  1. Φαντάσματα του Εμφύλιου, Πλάκα Αργολίδας, 1943 – 44, Στέλιος Περάκης, Εκδόσεις Επίκεντρο, 2010.

 

Φαντάσματα του Εμφύλιου, Πλάκα Αργολίδας, 1943 – 44

 

Με αφορμή την αναζήτηση της πορείας συγγενικού του προσώπου μέχρι την σπηλιά Διδύμων όπου και εκτελέστηκε, μαζί με άλλους, αναίτια και άδικα από την ΟΠΛΑ, θέτει με την έρευνά του το σημαντικό θέμα: Οι θηριωδίες και η τρομοκρατία του περιβόητου Στάθη, πολιτικού κομισάριου του ΚΚΕ στο 6ο Σύνταγμα ΕΛΑΣ του Βαζαίου, περιορίζονταν στον χώρο και τα πρόσωπα που ο ίδιος ο Στάθης επηρέαζε,  διοικούσε και κατηύθυνε (όπως καταγγέλλει ο Βαζαίος), ή ήταν σχέδιο ευρύτερο της καθοδήγησης του ΚΚΕ, όχι μόνον στην Αργολιδοκορινθία αλλά πανελλαδικά;

Μοναδικές οι πληροφορίες του για τη σφαγή των ομήρων από την ΟΠΛΑ στη Μεγάλη Σπηλιά Διδύμων 28/29 Μαΐου 1944, πέντε μέρες πριν μπουν οι Γερμανοί στα Δίδυμα.

  1. Μνήμες Ερμιονίδος, Γη – Θάλασσα – Κόσμος, Προκοπίου Τσιμάνη, Ηπειρώτου, 1975, Αθήναι, Εκδόσεις: «Χαρτοβιβλιοεκδοτική».

 

Μνήμες Ερμιονίδος, Γη – Θάλασσα – Κόσμος

 

Μνήμες Ερμιονίδος, όπως την έζησε ως διαμένων για ορισμένα χρόνια κυρίως επί Χούντας, στο Πορτοχέλι, όμως ο ίδιος δεν έχει καμιά σχέση με την Κατοχή στην περιοχή μας. Όσον αφορά τα γεγονότα της Κατοχής στην Ερμιονίδα, συρράβει μια ιστόρηση επιλεκτικών «μνημών» από πρόσωπα της Κατοχής που ο ίδιος επιλέγει. Σκοπός δεν είναι η ιστόρηση αυτών καθ’ αυτών των γεγονότων της Κατοχής αλλά η νομιμοποίηση της Χούντας, ως «επανάστασης».

 

Ανέκδοτες σημειώσεις – ημερολόγια

 

Αναμνήσεις ανέκδοτες του Γεωργίου Σταματίου (Σπέτσες), Γεωργίου Πασαμήτρου, (Σπέτσες), Πέτρου (Δίδυμα) και άλλων, που δυστυχώς δεν έχουν βρει το δρόμο της δημοσιότητας, αν και φαίνεται να είναι πολύ σημαντικές και τεκμηριωμένες.

Αναμνήσεις – διηγήσεις – μαρτυρίες συμπατριωτών που έζησαν την Κατοχή και που έχουν καταγραφεί σε διάφορους τοπικούς ιστότοπους, υπάρχουν αρκετές αλλά για επιμέρους γεγονότα, κυρίως στον ιστότοπο του κυρίου Κουτουζή για Τροιζηνία – Πόρο, του κυρίου Χαριτάτου για Σπέτσες. Επίσης σε ιστότοπους, Ερμιονίδας, Ύδρας, Λεωνιδίου, Άργους, Ναυπλίου και γενικότερα Αργολιδοκορινθίας.

 

Γενικότερα βιβλία

 

Κυρίως όσα αναφέρονται στην Κατοχή της Πελοποννήσου όπως το «Πελοπόννησος 1940-45. Η περιπέτεια της επιβίωσης, του διχασμού και της απελευθέρωσης» του Παντελή Μουτάλα, Βιβλιόραμα, 2004. Φυσικά αυτά τα βιβλία ελάχιστα περιλαμβάνουν για την περιοχή μας.

 

Πελοπόννησος 1940-45

 

Επιπλέον τρία ιδιαίτερα βιβλία

 

Ι. Από τη Βιέννη στα Καλάβρυτα. Τα αιματηρά ίχνη της 117ης μεραρχίας καταδρομών στη Σερβία και στην Ελλάδα, Χέρμαν – Φρανκ Μάγερ, ΕΣΤΙΑ, 2003.

 

Από τη Βιέννη στα Καλάβρυτα.

 

Ο Μάγερ (Γερμανός) ερευνά εξονυχιστικά τα της 117 Μεραρχίας. Ο πατέρας του Μάγερ ήταν αξιωματικός και εκτελέστηκε από τον ΕΛΑΣ.

Η 117 Μεραρχία ορεινών καταδρομών, ονομαζόμενη και Μεραρχία κυνηγών, με διοικητή τον Karl Maximilian von le Suire, είναι αυτή που έκαψε τα Καλάβρυτα και στη συνέχεια αιματοκύλισε την Ερμιονίδα, Τροιζηνία και τα νησιά μας. Η 117 Μεραρχία αποδεκατίστηκε κατά την επιστροφή της στην Γερμανία και ο αιμοσταγής Suire πιάστηκε από τους Ρώσους, φυλακίστηκε και πέθανε στη φυλακή το 1954, χωρίς να δικαστεί ως εγκληματίας πολέμου. Στη γενέτειρα του οι συμπατριώτες του έχουν στήσει μνημείο τιμώντας τον ως στρατηγό της Βέρμαχτ, στο οποίο κάθε χρόνο συγκεντρώνονταν οι εναπομείναντες βετεράνοι της 117 Μεραρχίας εις ένδειξη τιμής.

Στην Ελλάδα ο ηρωικός συνταγματάρχης Βαζαίος ο κύριος πολέμιος της 117 Μεραρχίας που την είχε κάνει να χάσει τον ύπνο της, ήρωας του Αλβανικού Έπους, αποτάχθηκε και φυλακίστηκε.

Το βιβλίο αυτό χρησιμοποιεί κυρίως Γερμανικά αρχεία, και έχει στοιχεία για την επιδρομή των Γερμανών στην περιοχή μας. Μπορεί να γίνει αφορμή για περαιτέρω έρευνα των Γερμανικών αρχείων σχετικά με την Ερμιονίδα – Τροιζηνία – Πόρο – Ύδρα – Σπέτσες.

 

ΙΙ. Επιχείρηση «Καλάβρυτα»: Η Δράση της 117 Μεραρχίας Κυνηγών μέσα από Γερμανικά Αρχεία. Εκδότης: Γενικό Επιτελείο Στρατού, Δρ. Ηλίας Ηλιόπουλος Ιστορικός – Πολιτικός Επιστήμων, 2012.

 

Επιχείρηση «Καλάβρυτα»

 

Ένα εξαιρετικό βιβλίο (υπάρχει και στο διαδίκτυο) με όλα τα τεκμήρια, μεταφρασμένα, που αφορούν διαταγές και αλληλογραφία της 117 Μεραρχίας, όμως, μέχρι το ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων. Ασφαλώς στα γερμανικά αρχεία υπάρχουν τα τεκμήρια του αιματοκυλίσματος της Ερμιονίδας, Τροιζηνίας, Πόρου, Ύδρας, Σπετσών.

 

Καιρός να ενδιαφερθεί και να τα αναζητήσει ο Δήμος Ερμιονίδας.

 

ΙΙΙ. Εμφύλιος Ελλάδα 1943-1949. Ένας Διεθνής Πόλεμος. Η εξέλιξή του και ο αντίκτυπος στη σύγχρονη Ελλάδα, Andre Gerolymatos, Μετάφραση Διονύσης Αρκαδιανός, Εκδόσεις ΔΙΟΠΤΡΑ, 2018.

 

Εμφύλιος Ελλάδα 1943-1949.

 

Ο Εμφύλιος μέσα στην ιστορία του τόπου μας και στο παγκόσμιο πολιτικοκοινωνικό στάτους της εποχής.

Στα παραπάνω πρέπει να προσθέσουμε το δίτομο Λεύκωμα του Κ. Α. Δοξιάδη και των συνεργατών του, με το οποίο παρουσιάστηκαν παραστατικότητα στους συμμάχους μας (γι’ αυτό γραμμένο στα ελληνικά, γαλλικά, αγγλικά και ρώσικα) το 1945 «Αι Θυσίαι της Ελλάδος κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο». Ανύποπτοι οι συγγραφείς του για το τι επρόκειτο να ακολουθήσει.

 

 

Αι Θυσίαι της Ελλάδος κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

 

Έτσι παραστατικά έπρεπε να δοθούν και τα αποτελέσματα του αδελφοκτόνου εμφυλίου 1945 – 1949, έστω και σήμερα.

Και τα δύο να μοιράζονται και να διδάσκονται στους μαθητές στα σχολεία, για να αντιληφθούν ότι αυτά που πέρασε η χώρα μας την Κατοχή είναι τα χειρότερα, αλλά αυτά που έζησε και έπαθε στον εμφύλιο είναι τα χείριστα.

Τα γεγονότα της Κατοχής ήσαν καταιγιστικά ιδιαίτερα από την συνθηκολόγηση των Ιταλών και μετά.

 

Για την περιοχή μας  μπορούμε να διακρίνουμε τις παρακάτω περιόδους:

 

1η. Έναρξη Κατοχής μέχρι τον Φεβρουάριο του 1943, οπότε αρχίζει η μεγάλη αντεπίθεση των Ρώσων στο Στάλιγκραντ. Είναι η μεγάλη ανατροπή του πολέμου.

2η. Από τον Φεβρουάριο του 1943 μέχρι τις 8/9/1943 που ανακοινώνεται η συνθηκολόγηση της Ιταλίας. Τέλος Ιταλοκρατίας και έναρξη Γερμανοκρατίας στην περιοχή μας.

3η. Από τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας μέχρι τις 6/6/1944, απόβαση στη Νορμανδία, που είναι η έναρξη της κατάρρευσης της Γερμανίας.

4η. Από απόβαση στη Νορμανδία μέχρι Απελευθέρωση.

Το βέβαιο είναι ότι η χώρα μετά το έπος στα Αλβανικά βουνά και το έπος της Εθνικής Αντίστασης, οδηγήθηκε στη χειρότερη μορφή πολέμου, τον Εμφύλιο Πόλεμο (οι ρίζες του φτάνουν μέχρι την Μικρασιατική Καταστροφή για πολλούς ιστορικούς), οι πληγές του οποίου ακόμη καθορίζουν τη σκέψη μας, την πολιτική μας άποψη και τη δράση μας.

Ηγεσίες και ηγέτες, δεν στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων, την στιγμή που σε καμιά άλλη χώρα υπό Γερμανοϊταλική Κατοχή δεν συνέβη κάτι το ανάλογο μετά την απελευθέρωσή της, σε όποιο στρατόπεδο και αν βρέθηκε τελικά.

Πολλοί ιστορικοί επισημαίνουν ότι η Γαλλία απέφυγε τον εμφύλιο λόγω της χαρισματικής προσωπικότητας του Σαρλ Ντε Γκωλ ο οποίος κατόρθωσε να επιβληθεί στις αντιστασιακές οργανώσεις, στους Συμμάχους και στην προκατοχική πολιτική τάξη της χώρας του.

Και επειδή όποιοι δεν διδάσκονται από την ιστορία τους, είναι υποχρεωμένοι να την ξαναζήσουν, είναι υποχρέωση όλων να φέρουν στο φως της αλήθειας (της μη λήθης) τα γεγονότα και τα τεκμήρια της Κατοχής για την περιοχή μας, όσο και αν αυτά πονούν ή ξύνουν πληγές, ή ό,τι άλλο. Αν ήσαν αλλιώς τα πράγματα, δεν θα φτάναμε και στον εμφύλιο. Ούτε ο μεγαλειώδης Αγών της Ανεξαρτησίας του 1821 ήταν χωρίς σκοτεινές περιοχές (ο φοβερός εμφύλιος που ξέσπασε, λίγο έλειψε να μας υποδουλώσει εκ νέου στον Οθωμανικό ζυγό, αν δεν παρενέβαιναν οι ξένες δυνάμεις).

Πώς όμως μπορεί να γραφθεί και πού μπορεί να στηριχθεί η Ιστορία (μιλάμε για Ιστορία και όχι για διαμάχη ιδεοληψιών) της Κατοχής και της Εθνικής Αντίστασης για την ευρύτερη περιοχή μας, που περιλαμβάνει Ερμιονίδα, Τροιζηνία, Πόρο, Ύδρα, Δοκό, Σπέτσες, και που απλώνεται κυρίως προς την ενδοχώρα της Αργολιδοκορινθίας και τον Πειραιά;

 

Συνοπτικά:

 

1). Λείπουν τα τεκμήρια, είτε γιατί χάθηκαν, είτε γιατί καταστράφηκαν, είτε γιατί αποκρύφτηκαν, είτε γιατί δεν αναζητήθηκαν.

1.1.). Τα τεκμήρια από τη μεριά των κατακτητών, Ιταλών και Γερμανών. Ποιες στρατιωτικές δυνάμεις βρέθηκαν στον τόπο μας, οι διαταγές τους, οι προκηρύξεις, οι εκθέσεις, οι οικονομικές συναλλαγές κ.λ.π. συνιστούσαν αρχεία που φυλάσσονταν υποχρεωτικά. Οι Γερμανοί κυρίως, πέρα των δικών τους αρχείων, είχαν κατασχέσει αρχεία του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ, κ.λ.π, είχαν έγγραφη αλληλογραφία με τα Τάγματα Ασφαλείας, με την Κατοχική Κυβέρνηση, με την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Έφυγαν από τη χώρα μας συντεταγμένα και τα περισσότερα τα πήραν στη χώρα τους και υπάρχουν σήμερα σε διάσπαρτα αρχεία.  Βέβαια δεν δείχνουν ιδιαίτερη προθυμία να εξυπηρετούν τους μελετητές και ιστορικούς. Όμως οι κάτοικοι των Καλαβρύτων και άλλων μαρτυρικών ελληνικών πόλεων και χωριών, ερεύνησαν τα αρχεία αυτά και βρήκαν πλήθος στοιχείων που τεκμηριώνουν την Ιταλική και Γερμανική θηριωδία. Το ίδιο πρέπει να κάνει και η ευρύτερη περιοχή μας. Είναι γεγονός ότι τα αρχεία των τοπικών οργανώσεων του ΕΑΜ της περιοχής μας κάηκαν από τους Γερμανούς. Όλα; Δεν μετέφεραν τίποτα στην πατρίδα τους, τόσο συστηματικός λαός που είναι; Τίποτα δεν διασώθηκε στα χέρια Ελλήνων;

1.2.). Είναι γνωστό ότι στην περιοχή μας σπουδαίο ρόλο έπαιξε στη συγκρότηση και στο ηθικό των τοπικών οργανώσεων ΕΑΜ και ΕΛΑΝ, ιδιαίτερα σε Ύδρα, Πόρο, Ερμιόνη, Σπέτσες και Τροιζηνία, η Εκκλησία. Ηγετική μορφή του ΕΑΜ ο Μητροπολίτης Προκόπιος (σημειώνεται ότι ήταν φανατικός βασιλικός  βασιλικότερος του Βασιλέως!). Οι Υδραίοι ομολογούν ότι χωρίς αυτόν, το ΕΑΜ  Ύδρας και κυρίως η δράση του ΕΛΑΝ Αργολικού θα ήταν ανέφικτος. Τα μοναστήρια μας είχαν μεγάλη συμμετοχή στη φυγάδευση Εγγλέζων και άλλων προς τη Μέση Ανατολή και στο κρύψιμο αγωνιστών. Τίποτα σχετικό δεν έχει γραφτεί, ούτε καν μια προτομή του Προκόπιου δεν στήθηκε εις μνήμην της εθνικής προσφοράς του έξω από την Ύδρα.

1.3.). Οι σύμμαχοι που έστελναν τα υποβρύχιά τους σε αποστολές στην περιοχή μας, η Κυβέρνηση του Καΐρου, οι πράκτορες με τους ασυρμάτους στις Αδέρες, στην Πετροθάλασσα κ.λ.π., οι αποστολές αεροπλάνων για δράση στην περιοχή μας, είναι φυσικό να άφησαν πολλά τεκμήρια στα αρχεία των συμμάχων και μάλιστα των Άγγλων. Ούτε και αυτά αναζητήσαμε ποτέ.

1.4.). Το ΕΑΜ είχε το πολιτικό σκέλος που γρήγορα πέρασε στον πλήρη έλεγχο του ΚΚΕ. Ο ΕΛΑΣ επικράτησε, αφού διέλυσε ή αφομοίωσε όλες τις άλλες αντιστασιακές ομάδες. Είχε τριπλή δομή: Το στρατιωτικό σκέλος όπου οι μαχητές αντάρτες, στην πλειοψηφία τους αγροτόπαιδα, δεν είχαν σχέση με αριστερή ιδεολογία. Οι Διοικητές και Αξιωματικοί που κυρίως προέρχονταν από τους μονίμους που είχαν διωχθεί από το στράτευμα επί Μεταξά. Ο Καπετάνιος με το επιτελείο του που ασχολείτο με την επιμελητεία. O Πολιτικός εκπρόσωπος που διηύθυνε και την ΟΠΛΑ και επιτηρούσε τα πάντα. Και εδώ υπήρξαν αρχεία, διαταγές, αποφάσεις, επιστολές, κ.λ.π. Πολλά χάθηκαν, άλλα εξαφανίστηκαν, άλλα πρέπει να αναζητηθούν.

1.5.). Υπήρξαν τα Τάγματα Ασφαλείας του Ράλλη, τα θύματα «αριστερής» τρομοκρατίας που κατέφυγαν στα Τάγματα, τα θύματα της «δεξιάς» τρομοκρατίας που κατέφυγαν στο ΕΑΜ. Και φυσικά ο πόλεμος είναι πόλεμος, αν δεν είσαι με μένα είσαι εχθρός μου, ουδέτερη στάση δεν υπάρχει. Και εδώ υπήρξαν αρχεία, υπάρχουν αναμνήσεις κ.λ.π.

1.6.). Υπάρχουν οι άμαχοι που υπέστησαν πολλά, οι μικροϊστορίες τους, εκτελέσεις, αφανισμοί, διαρπαγές, πυρπολήσεις από τους κατακτητές. Τόποι θυσίας άγνωστοι, ηρωισμοί άγνωστοι, συνεργασίες με τον κατακτητή, εκμετάλλευση καταστάσεων, άδικοι πλουτισμοί κ.λ.π.

1.7.). Υπήρξε η κανονική ζωή που δεν σταματά ποτέ. Γεννήσεις, κοινωνικές υποχρεώσεις, παιδιά, σχολεία, δουλειές, παραγωγή, συναλλαγές, κάτω από τη μπότα του κατακτητή κ.λ.π.

 

2). Αναπάντητα ερωτήματα για την ευρύτερη περιοχή μας:

 

2.1.). Γιατί τόσο μένος από τους Γερμανούς; Ήδη στις 6/6/1944 έγινε η απόβαση στη Νορμανδία και μέσα σε 20 μέρες η ήττα της Γερμανίας ήταν οριστική. Γιατί συνέχιζαν την ίδια τακτική; Γιατί δεν υπολόγιζαν ούτε τους νεκρούς τους;

2.2.). Οι Σύμμαχοι, ουσιαστικά οι Άγγλοι, ήσαν υπέρ του ΕΑΜ, μάλιστα είχαν αποστολές και συνδέσμους στα Συντάγματα του ΕΛΑΣ. Πότε και γιατί άλλαξαν στάση; Είχαν ενδιαφέρον όσο η Πελοπόννησος ήταν στα αποβατικά τους σχέδια, και όταν τα σχέδια άλλαξαν, ουσιαστικά έβλεπαν το ΕΑΜ ως κοινό εχθρό με τους Γερμανούς;

2.3.). Οι Γερμανοί ήσαν όντως όλοι Γερμανοί; Ο Βαζαίος αναφέρει ότι το 80% των λεγόμενων κατοχικών γερμανικών στρατευμάτων Πελοποννήσου δεν ήσαν Γερμανοί αλλά Ρώσοι, Ισπανοί, Ιταλοί, Γάλλοι, κ.λ.π. (πολλοί αυτομολούσαν και πολεμούσαν με τους αντάρτες) επιστρατευμένοι με το ζόρι ή λόγω της ιδεολογίας τους από τις κατακτημένες χώρες. Πολλοί ήσαν Αυστριακοί.

Να μην ξεχνάμε ότι μόνο η Ελλάδα, χάρη στο μεγάλο συλλαλητήριο του ΕΑΜ και τις αντιστασιακές πράξεις στην Αθήνα απέτρεψε την επιστράτευση Ελλήνων που κατά κύματα θα είχαν σταλεί στο ανατολικό μέτωπο, στα εργοστάσια της Γερμανίας, και θα υπήρχαν χιλιάδες τα θύματα.

Στην περιοχή μας μιλάμε για Γερμανούς, αφού ο κόσμος έβλεπε γερμανικές στολές. Άρα, όλες οι μεμονωμένες πράξεις ευσπλαχνίας ή βοήθειας προς Έλληνες, όπως η μη εκτέλεση Διδυμιώτη με το παιδάκι του στο βουνό, ή μη ρήψη χαριστικής βολής σε άλλον πατριώτη, είχαν πιθανότητα μεγάλη να έγιναν από μη Γερμανούς.

2.4.). Η υπερκινητικότητα των Γερμανών της 117 Μεραρχίας των Κυνηγών που έδρευε στην Κόρινθο, με σκοπό τον πλήρη αφανισμό του 6ου Συντάγματος του Βαζαίου, σε τι αποσκοπούσε; Ήταν τακτική για να αποφύγουν τον εγκλεισμό σε αστικά κέντρα και την μοιραία παράδοσή τους στο ΕΛΑΣ ή τον αφανισμό τους, αφού από πουθενά δεν περίμεναν ενισχύσεις; Δηλαδή να πάθαιναν ότι οι Τούρκοι  από τον Κολοκοτρώνη όταν κλείστηκαν στην Τρίπολη;

2.5). Μετά την αντεπίθεση στο Στάλινγκραντ τον Φεβρουάριο του 1943 άρχισε πραγματικά η συνεννόηση Άγγλων με μέρος των Γερμανικών δυνάμεων για το μέλλον της χώρας μας; Έχουν βάση οι υπαινιγμοί του Γεωργοπαπαδάκου ότι παρόλο που ειδοποιούσαν την RAF για τη συγκέντρωση γερμανικών σκαφών στις επιχειρήσεις στην Ερμιονίδα, αυτοί δεν έστειλαν αεροπλάνα να τα βουλιάξουν; Δεδομένου ότι οι επιχειρήσεις αυτές συμπίπτουν με την απόβαση στη Νορμανδία, ήταν αυτό σκόπιμη ενέργεια των Άγγλων, δηλαδή να αφήσουν τους Γερμανούς ανενόχλητους να καθαρίζουν την περιοχή από τον μελλοντικό κίνδυνο ΕΑΜ, ή η RAF ήταν απασχολημένη στη μείζονα επιχείρηση της Νορμανδίας;

2.6.). Ποια ήταν τα οικονομικά της Κατοχής στην περιοχή μας; Το «δούναι και λαβείν» που δεν είναι μόνο οι μαυραγορίτες αλλά ένα τεράστιο πλέγμα «συναλλαγών» με ανταλλαγές προϊόντων, όπλων και χρυσών λιρών, εξαγοράς αιχμαλώτων, δωροδοκιών, που αγγίζει τα στρατεύματα κατοχής, τα τάγματα ασφαλείας, τους τρομοκρατημένους από κάθε πλευρά, την Αντίσταση, τους κατοίκους. Και αυτά πέρα από το σύστημα διαρπαγής παραγωγής και περιουσίας που είχαν εγκαταστήσει οι Κατακτητές. Στην περιοχή μας οι Υδραίοι και οι Σπετσιώτες δεν είχαν παραγωγή και έρχονταν στην απέναντι ακτή με λίρες, χρυσαφικά, πολύτιμα έπιπλα και σκεύη να αγοράσουν τρόφιμα.

2.6.). Πόσο «καλύτερη» ήταν η διαγωγή των Ιταλών κατακτητών; Οι στρατηγική επιδίωξη τους ήταν η κατοχή της Πελοποννήσου, ώστε να αποτραπεί αναμενόμενη απόβαση των συμμάχων, ή η σταδιακή ενσωμάτωση στην Ιταλία παλαιών Ενετοκρατούμενων περιοχών και ιδιαίτερα Επτανήσων και Πελοποννήσου; Άλλωστε τα Ιταλικά στρατεύματα που εγκαταστάθηκαν στην Πελοπόννησο ήταν περί τις 80000 (!) και με βαρύ οπλισμό. Στις 16/10/1940 είχε γίνει απογραφή του πληθυσμού και η Πελοπόννησος είχε 1173541 κατοίκους.

Ένας Ιταλός ανά 14 άοπλους Έλληνες! Στους 4 Έλληνες άνδρες, ένας Ιταλός στρατιώτης!

Μήπως ο ενδόμυχος φόβος των Πελοποννησίων ήταν όχι η κυριαρχία των Ιταλών, αλλά η ενσωμάτωση της Πελοποννήσου στην Ιταλία, όπως παλιά στη Βενετία;

Αν ο Άξονας είχε επικρατήσει και σταθεροποιηθεί σε μια ευρύτατη περιοχή που γινόταν με συνθήκη αποδεκτή από ΗΠΑ, Αγγλία, Ρωσία, η Ελλάδα ως ηττημένη θα ερχόταν πίσω στα σύνορά της, θα έπαιρνε και τα Δωδεκάνησα, ή θα είχε περιοριστεί στη Στερεά, Θεσσαλία, Κρήτη και σε ορισμένα νησιά, ενώ τα υπόλοιπα θα είχαν κατά κάποιον τρόπο δωριθεί σε Ιταλία, Βουλγαρίας, Αλβανία, Τουρκία;

Το 1916 – 1917 η Ιταλία κατέλαβε σχεδόν τη μισή Ήπειρο και τα Ιωάννινα. Η τακτική της ήταν να κατάσχει τα τρόφιμα και να δίνει μικρές ποσότητες στους αδιάφορους και μεγάλες στους πρόθυμους να υπογράψουν διαβήματα προς την Ελληνική Κυβέρνηση ότι …. θέλουν να είναι υπό την ιταλική κυριαρχία. Τα ίδια δεν έκαναν οι Ιταλοί στην Πελοπόννησο, μάλιστα με μεγαλύτερη αρχικά ωμότητα από τους λίγους Γερμανούς που ήσαν αρχικά στην Πελοπόννησο; Δεν προσπάθησαν με τα τρόφιμα και τα διάφορα προνόμια και τις «ευκολίες» σε κάθε χωριό να δημιουργήσουν έναν κύκλο συμφερόντων, φιλικό προς αυτούς;

Σε τέτοιες κοσμοχαλασιές όπως ήταν για την Ευρώπη ο Α΄ και Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, η γεωπολιτική ήταν το σπουδαιότερο. Οι Γερμανοί χάσανε για πάντα τις εστίες τους στη Πρωσία και αλλού. Σήμερα τη σφαίρα που γεωπολιτικά θα μπορούσε να είχε σταθεροποιήσει υπέρ του ο Άξονας, την κατέχουν με οικονομικά μέσα, αλλά τις εστίες τους γεωπολιτικά τις έχασαν.

Επειδή λοιπόν σε αυτή την κοσμοχαλασιά η χώρα μας έδωσε παράδειγμα ανδρείας και αντίστασης, υπερασπίζοντας αξίες πέρα από γεωπολιτική και οικονομία, είναι χρέος όλων η έρευνα και ανάδειξη όλων των πτυχών της Εθνικής μας Αντίστασης, με σωφροσύνη και δικαιοσύνη, ώστε οι νεότερες γενιές με επίγνωση να ομονοούν στο βασικότερο: Ποτέ άλλος εμφύλιος σε αυτή τη μικρή πατρίδα όλου του κόσμου.

Αυτονόητο και το χρέος όλων μας στην Ερμιονίδα να τιμήσουμε τους ιερούς μας νεκρούς αυτής της περιόδου, να δούμε κατάματα τα λάθη και τις οξύτητες αυτής της περιόδου, πέρα από ιδεοληψίες, με τη σύνεση που δίνει το πέρασμα του χρόνου, να τιμήσουμε τους ήρωες, και σε κάθε μικρό τόπο όπου από βόλι εχθρικό έπεσαν συμπατριώτες, ας καίει ένα μικρό καντηλάκι. Γιατί η παραμικρή πράξη που δεν ευνοεί τον εχθρό είναι αντίσταση.

Όταν ο Διδυμιώτης βοσκός με τρόμο πήγαινε να σκορπίσει το κοπάδι να μη το πάρουν οι Γερμανοί και τα Τάγματα Ασφαλείας, είτε ήξερε την απαγόρευση στο να κυκλοφορεί στα βουνά, είτε όχι, προς όφελος της οικογένειας του και των συμπατριωτών του ενήργησε, ένα κομμάτι αντίστασης ήταν αυτό.

Ως εκ τούτου, πρέπει να συγκεντρωθούν όλα τα τεκμήρια αυτής της περιόδου, να ερευνηθούν αρχεία και να αφεθούν οι ιστορικοί στο έργο τους. Κάτι που πλέον έχει αρχίσει να γίνεται πανελλαδικά. Η λήθη είναι εθνικά ασύμφορη.

Ο Θουκυδίδης σημειώνει ότι αυτά είναι της ανθρώπινης φύσης και θα ξαναγίνονται. Αν όμως με επίγνωση αναγνωρίζουμε την αλήθεια του παρελθόντος μας και τα λάθη μας, υπάρχει ελπίς.

 

Βασίλης Γκάτσος

 

«Η Ανασυγκρότηση της Ερμιονίδας, 7ος – 20ος μ.Χ. αιώνας. Κρανιδιωτών Πολιτεία»

$
0
0

«Η Ανασυγκρότηση της Ερμιονίδας, 7ος – 20ος μ.Χ. αιώνας. Κρανιδιωτών Πολιτεία», Βασιλείου Α. Γκάτσου, Εκδόσεις Αρχιπέλαγος, Αθήνα, 2001.


 

Το βιβλίο του Βασιλείου Γκάτσου παρουσιάζει τη σταδιακή ανασυγκρότηση της Ερμιονίδας κυρίως στην περίοδο από τον 7ο μ.Χ. αιώνα μέχρι περίπου το 1960, μια περίοδο που έρχεται δημιουργικά στο προσκήνιο η Πολιτεία των Κρανιδιωτών. Γίνονται όμως αναφορές και σε περιόδους πριν τον 7ο μ.Χ. αι. που φτάνουν μέχρι και την προϊστορία, αλλά και στα σημερινά χρόνια, μετά το 1960, όταν τούτο κρίνεται ως αναγκαίο για πληρέστερη κατανόηση.

Το βιβλίο επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στην καθημερινότητα των κατοίκων της, τα παραγωγικά τους μέσα, το πλέγμα σχέσεων που διέπει την κοινωνική και πολιτική ζωή, τους όρους παραγωγής και διάθεσης προϊόντων, την υλικοτεχνική υποδομή, την παιδεία, το άπλωμά τους σε αγροτικές και θαλασσινές δραστηριότητες, την ανασφάλεια που βιώνουν επί αιώνες, τις διασυνδέσεις τους με κέντρα εξουσίας και ιεραρχικές δομές, την αυτοοργάνωσή τους. Συγχρόνως γίνεται προσπάθεια να μετρηθούν και ποσοτικοποιηθούν μεγέθη όπως η παραγωγή, η εργασία κ.α., ώστε να γίνει πιο απτή η προσπάθεια των προγόνων μας να σταθούν στα πόδια τους σε απίστευτα δύσκολες συνθήκες ζωής.

 

Η Ανασυγκρότηση της Ερμιονίδας…

 

Η παρουσίαση είναι αποσπασματική για να καταδειχθεί ότι είναι πολύ νωρίς για μια ολοκληρωμένη σύνθεση που θα δώσει την ιστορία του τόπου μας από τον 7ο μ.Χ. αιώνα έως τις μέρες μας. Η αρχαιολογική έρευνα για την περίοδο αυτή βρίσκεται απελπιστικά πίσω, ενώ η συγκέντρωση ιστορικού, λαογραφικού και γλωσσολογικού υλικού, εγγράφων, σχεδίων, φωτογραφικού υλικού, τοπογραφικών στοιχείων, αντικειμένων του υλικού βίου, περιγραφών και μετρήσεων κάθε δραστηριότητας, μόλις έχει κάνει τα πρώτα δειλά βήματα. Πόσο μάλλον η συστηματική μελέτη και παρουσίαση που θα δώσει στον κόσμο της Ερμιονίδας μνήμη, μνήμη Ελληνισμού.

Η μέχρι τώρα συστηματική αρχαιολογική έρευνα δεν είναι προϊόν παρακίνησης και ζήλου των κατοίκων της Ερμιονίδος. Η Αρχαιολογική Υπηρεσία κάνει μόνον σωστικές ανασκαφές, οι δε ξένες Αρχαιολογικές Σχολές ανέσκαψαν επιλεκτικά και βάσει οικονομικού πλάνου μικρό τμήμα του σπηλαίου Φράχθι και της πόλης των Αλιέων, απέκτησαν την πρωτοπορεία και το μονοπώλιο των γνώσεων, δημιούργησαν κέντρα μελετών διεθνούς φήμης, έβγαλαν καθηγητές αυθεντίες στα αρχαιολογικά και όχι μόνον θέματα της Ερμιονίδας και γέμισαν τις αποθήκες της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας με χιλιάδες ανεκτίμητα ευρήματα. Και έτσι που έγιναν τα πράγματα έως σήμερα, θετικά είναι για την Ερμιονίδα, παρ’ όλο που η γνώση περιήλθε σε χέρια ξένων, ως πνευματική ιδιοκτησία. Αυτό είναι και ένα καλό μάθημα για να αντιληφθούμε επιτέλους ότι η γνώση είναι πια αγαθό υψίστης σημασίας. Μένει για τους κατοίκους της Ερμιονίδας το χρέος να οργανώσουν αρχαιολογικό και λαογραφικό μουσείο, να παρακινήσουν για συνέχιση του ανασκαπτικού έργου αναλαμβάνοντας ακόμη και τη χρηματοδότησή του, να δημιουργήσουν κέντρο ιστορικών, κοινωνικών, οικονομικών και λαογραφικών μελετών, να διασώσουν και συντηρήσουν όλα όσα με μόχθο δημιούργησαν οι προηγούμενες γενιές και να εντάξουν την όλη δομή στο σύστημα παιδείας όλων των βαθμίδων.

Το ζητούμενο για το παρόν και το μέλλον των ανθρώπων της Ερμιονίδας είναι να δουν με καινούριο μάτι το παρελθόν και την παράδοση του τόπου τους και να απλώσουν τις ρίζες τους για ένα νέο ξεκίνημα.

 

«Η Ανασυγκρότηση της Ερμιονίδας, 7ος – 20ος

μ.Χ. αιώνας. Κρανιδιωτών Πολιτεία»

Βασιλείου Α. Γκάτσου

Σχήμα 17Χ24 – Σελίδες 720

ISBM: 960-7911-39-3  

Εκδόσεις Αρχιπέλαγος, Αθήνα, 2001.

 


Η ανακάλυψη της μυκηναϊκής Πελοποννήσου μέσα από τον ελληνικό εθνικό Τύπο (δεκαετία 1830-δεκαετία 1920)

$
0
0

Η ανακάλυψη της μυκηναϊκής Πελοποννήσου μέσα από τον ελληνικό εθνικό Τύπο (δεκαετία 1830-δεκαετία 1920), Δρ. Αναστασία Λερίου. Διημερίδα «Η Ιστορική και αρχαιολογική ερευνά στην Πελοπόννησο, όπως προκύπτει από τα αρχεία των Γ.Α.Κ. Νομών Πελοποννήσου και αρχεία άλλων φορέων». Τρίπολη, 04 & 05 Οκτωβρίου 2013. Πρακτικά. Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Πελοποννησιακών Σπουδών, Τρίπολη 2014.


 

Ο αρχαιολογικός όρος «μυκηναϊκός» δηλώνει τον σχετικό με τον πολιτισμό που αναπτύχθηκε στην κεντρική και νότια ηπειρωτική Ελλάδα κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού, δηλαδή από τις αρχές του 16ου έως τα τέλη του 12ου αιώνα, και χαρακτηριζόταν από σύνθετες κοινωνικο-πολιτικές και οικονομικές δομές, συστηματικές επαφές με τα κέντρα της ανατολικής Μεσογείου, εξελιγμένη τεχνολογία και εκλεπτυσμένη αισθητική. Αν και, κατά την περίοδο της ακμής του, κατά τους 13ο και 12ο αιώνες, ο μυκηναϊκός πολιτισμός έφτασε έως την Κρήτη, τα νησιά του Αιγαίου, τη Μικρά Ασία, την Κύπρο και τα παράλια της Ανατολικής Μεσογείου, κοιτίδα του αποτελεί η νότια ηπειρωτική Ελλάδα και η Πελοπόννησος, όπου έχουν εντοπισθεί τα ανακτορικά κέντρα, οι διοικητικοί και οικονομικοί πυρήνες των μυκηναϊκών «κρατών». Ο χαρακτηριστικός υλικός πολιτισμός των Μυκηναίων αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά στην αργολική θέση των Μυκηνών, η οποία έδωσε και το όνομά της σε αυτόν.

Ο Βρετανός ιστορικός Τζωρτζ Γκρόουτ (George Grote 1794-1871), συγγραφέας του θεμελιώδους έργου A history of Greece (1846-1856).

Η ανασκαφή στις Μυκήνες, που ξεκίνησε το 1876, καθώς και αυτή του ανακτορικού κέντρου της Τίρυνθας, λίγο αργότερα, σηματοδοτούν την απαρχή της ανακάλυψης της μυκηναϊκής Πελοποννήσου, αλλά και αυτής καθαυτής της μυκηναϊκής εποχής. Μέχρι τότε, οι ιστορικοί, φιλόλογοι, και αρχαιολόγοι, θεωρούσαν ότι της ακμής του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, δηλαδή του 5ου και 4ου αιώνα, είχε προηγηθεί μία «ηρωϊκή» εποχή, την οποία απηχούσαν τα ομηρικά έπη και ανέφεραν ο Ησίοδος, ο Ηρόδοτος, αλλά και ο Θουκυδίδης. Καθώς η χρονολόγηση της εποχής αυτής βασίστηκε στις πληροφορίες των αρχαίων συγγραφέων, οι πολλαπλές ερμηνείες των πηγών την καθιστούσαν ασαφή και προβληματική, με μόνο σίγουρο το terminus ante quem της πρώτης Ολυμπιάδας. Ένα επιπλέον ζήτημα ήταν και η ιστορικότητα των πληροφοριών που παρέδιδαν οι αρχαίοι συγγραφείς, κυρίως ο Όμηρος. Κατά το β΄ μισό του 18ου και τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, οι ευρωπαίοι ιστοριογράφοι πίστευαν ότι μπορούσαν να αντλήσουν ιστορικά δεδομένα από τα έπη, πεποίθηση που ανατράπηκε σημαντικά από τον θετικιστή βρετανό ιστορικό Τζωρτζ Γκρόουτ (1794-1871), συγγραφέα του θεμελιώδους έργου A history of Greece (1846-1856), ο οποίος υποστήριξε ότι κανένας αρχαίος ελληνικός μύθος δεν περιείχε αξιόπιστες ιστορικές πληροφορίες.

Αρκετοί, βέβαια, ήταν εκείνοι που δεν επηρεάστηκαν από τις απόψεις του Γκρόουτ, με γνωστότερο εκπρόσωπό τους τον γερμανό αρχαιόφιλο έμπορο και λάτρη του Ομήρου Ερρίκο Σλήμαν (1822-1890), ο οποίος το 1868, με τα ομηρικά έπη και την Ελλάδος Περιήγησιν του Παυσανία ανά χείρας, περιηγήθηκε την Ελλάδα ξεκινώντας από την Κέρκυρα, την Κεφαλονιά και την Ιθάκη και συνεχίζοντας στην Πελοπόννησο, στην Αθήνα, και στη συνέχεια στην Κωνσταντινούπολη, και την περιοχή της Τρωάδας, η οποία είχε ταυτιστεί βάσει τοπογραφικών πληροφοριών που παραδίδονταν στην Ιλιάδα. Στόχος του ταξιδιού αυτού ήταν να επισκεφθεί τις τοποθεσίες που ανέφερε ο Όμηρος, προκειμένου να εντοπίσει αρχαία ερείπια, που θα μπορούσαν να συνδεθούν με τους ομηρικούς ήρωες και την εποχή τους. Κατά την περίοδο αυτή, αν και η θέση της Τροίας δεν εντοπιζόταν με βεβαιότητα, οι περισσότεροι ερευνητές, βασισμένοι στις περιγραφές των ομηρικών κειμένων και σε επιφανειακά αρχαιολογικά κατάλοιπα, θεωρούσαν ότι τα ερείπια της πόλη του Πριάμου βρίσκονταν στο Μπουνάρμπασι, κοντά στο Τσανάκκαλε. Αφού εξέτασε με λεπτομέρεια τα τοπογραφικά χαρακτηριστικά της περιοχής και πραγματοποίησε δοκιμαστικές τομές, ο Σλήμαν πείστηκε ότι το Μπουνάρμπασι δεν ήταν σε καμία περίπτωση η θέση του Ιλίου και μετέφερε την έρευνά του βορειότερα, στο λόφο Χισαρλίκ. Εκεί τον οδήγησε η συνδυασμένη μελέτη της Ιλιάδας και της τοπογραφίας της περιοχής αυτής.

 

Ο Ερρίκος Σλήμαν μιλώντας σε ακροατήριο στο Λονδίνο για τις ανασκαφές που πραγματοποίησε στις Μυκήνες. H ομιλία έγινε στο Burlington House στην Πλατεία Piccadilly, στην Εταιρία Αρχαιοτήτων του Λονδίνου, (από Αγγλική εφημερίδα της εποχής). Αρχείο: Κώστας Καράπαυλος.

 

Η συστηματική ανασκαφή στο Χισαρλίκ ξεκίνησε το 1871, διήρκεσε τρία χρόνια κι έφερε στο φως οχυρώσεις, εκτεταμένα οικιστικά αρχιτεκτονικά κατάλοιπα και σημαντικά κινητά ευρήματα, με γνωστότερο παράδειγμα τον εντυπωσιακό «θησαυρό του Πριάμου». Τα ευρήματα αυτά προκάλεσαν, όπως ήταν αναμενόμενο, το ενδιαφέρον του ελληνικού Τύπου, που με συνεχή δημοσιεύματα παρακολουθούσε εντατικά τις εξελίξεις στο ανασκαφικό πεδίο του Χισαρλίκ. Μάλιστα, η Εφημερίς των Συζητήσεων, αθηναϊκή εφημερίδα που εκδιδόταν δύο φορές την εβδομάδα κατά την περίοδο 1870-1895, δημοσίευε τακτικά αναφορές, τις οποίες απέστελλε ο ίδιος ο Σλήμαν από την Τροία, προκειμένου να ενημερώσει το ελληνικό κοινό για την εξέλιξη των εργασιών και τα ευρήματά του. Αντίστοιχο ενδιαφέρον έδειξε ο ελληνικός Τύπος και για τις επαναληπτικές ανασκαφές, που πραγματοποίησε ο Σλήμαν στο Χισαρλίκ την περίοδο 1878-1879, το 1882 και το 1890, τις προστριβές του με την Υψηλή Πύλη σχετικά με τα δικαιώματα ιδιοκτησίας των ευρημάτων του, καθώς και για την τύχη αυτών, και για τις σχετικές δημοσιεύσεις που εξέδωσε ο γερμανός ανασκαφέας. Τέλος, υπήρχαν άρθρα, που αφορούσαν διαλέξεις, μελέτες και σχόλια ελλήνων και ξένων επιστημόνων σχετικά με την Τροία, καθώς και κάποιες αναδημοσιεύσεις άρθρων ξένων, κατεξοχήν ευρωπαϊκών, εφημερίδων σχετικά με τις ανακαλύψεις του Σλήμαν.

Χαρακτηριστική ως προς τη σημασία που απέδιδε ο ελληνικός τύπος στα αρχαιολογικά επιτεύγματα του Σλήμαν, είναι η αναφορά στην Αυγή (29.09.1873) σχετικά με τον θησαυρό του Πριάμου:

«Εκεί ευρέθησαν πλην πολυαρίθμων άλλων αντικειμένων, σκεύη εκ καθαρού χρυσού, αργυρού και ηλέκτρου πλάκες αργυραί, δύο λαμπροί γυναικείοι στολισμοί εκ καθαρού χρυσού, πολλαί χιλιάδες χρυσών μαργαριτών απεσπασμένων εκ περιδεραίων, οκτώ ψέλια και 36 χρυσά ενώτια. Ουδεμία αμφιβολία ότι ο θησαυρός ούτος ανήκεν εις τον κύριον των ανακτόρων, όστις ήτον συγχρόνως και βασιλεύς του τόπου. Αλλά ποίον το όνομα του βασιλέως εκείνου; Ήτον άρα γε ο Πρίαμος; Όπως απαντήσω εις την ερώτησιν ταύτην, έπρεπε προηγουμένως να ήμαι βέβαιος ότι η Ιλιάς δεν ομοιάζει προς τας εποποιείας της Ραμαγιάνας και Σαχ Ναμέ, εν αις ο ήλιος, η σελήνη, οι άνεμοι και τα νέφη παριστώνται υπό αρχαίων ηρώων, η δε πάλη των στοιχείων και η κοσμογονία ως συμβάντα ανθρώπινα. Οπωσδήποτε ο κ. Σχλιέμαν παρέσχε μεγάλην υπηρεσίαν εις την επιστήμην και μεγάλως ετίμησεν εαυτόν χρησιμοποιήσας τοσούτον ευγενώς πλούτον αποκτηθέντα δια των δοκιμασιών, ας αφηγήθητε».

Ο προβληματισμός που εκφράζει ο ανώνυμος συντάκτης της Αυγής σχετικά με την ιστορικότητα των επών και, συνακόλουθα, με την ταύτιση της Τροίας, αποτελούσε  θεμελιώδες επιστημονικό ζήτημα με απήχηση και στο ευρύ κοινό, όπως προκύπτει από τα δημοσιεύματα σε όλες τις ελληνικές εφημερίδες σχετικά με την τοπογραφία της Τρωάδας και τον συσχετισμό της με τις πληροφορίες που παραδίδονται στην Ιλιάδα. Η διαφωνία κάποιων ελλήνων αρχαιολόγων με την τοποθέτηση της ομηρικής Τροίας στο λόφο Χισαρλίκ ήταν τόσο έντονη, που έφτασε και στον Τύπο. Πιο δραστήριος αντιπρόσωπος της ομάδας αυτής ήταν ο Γεώργιος Νικολαΐδης (1820-1907), ο οποίος είχε εκπονήσει πραγματεία σχετικά με την ταύτιση της Τροίας με το Μπουνάρμπασι, εμμένοντας στην προ Σλήμαν επικρατούσα άποψη.

Αν και πολύ συχνά ο τελευταίος αντιμετωπιζόταν από τον ελληνικό Τύπο ως πρωτοπόρος και ικανός λόγιος και ανασκαφέας, η κριτική για την έλλειψη επιστημονικής εγκυρότητας στο έργο του δεν ήταν σπάνια, ούτε άλλωστε και τα ειρωνικά σχόλια για την τυφλή, σχεδόν γραφική του προσκόλληση στον Όμηρο. Σε άρθρο της Εφημερίδας (15.03.1891) αναφέρεται ότι ο θεός της οικίας του «ήτο ο Όμηρος, η Ιλιάς ήτο η Γραφή της. Επί όλων των θυρών, εις όλας τας γωνίας είνε γεγραμμένοι στίχοι των αρχαίων ποιητών. Εντός της οικίας δεν ήκουε τις άλλα ονόματα ειμή Αγαμέμνων, Τελαμών, Αινείας, Λαομέδων, Ανδρομάχη, Κρέουσα· και αυτοί οι υπηρέται του έφερον αρχαία ονόματα».

Επίσης, σε ορισμένες περιπτώσεις ο Σλήμαν χαρακτηρίστηκε «αρχαιοκάπηλος», καθώς ένα μεγάλο μέρος των ευρημάτων του μεταφέρθηκε στη Γερμανία, ενώ δεν έλειψαν και κατηγορίες ότι τα ευρήματά του δεν ήταν γνήσια. Χαρακτηριστική είναι η σχετική διαμάχη που ξέσπασε μεταξύ του ανασκαφέα και του διευθυντή της Εθνικής Βιβλιοθήκης Σπυρίδωνα Κόμνου, στον οποίο ο Σλήμαν απάντησε με εκτενείς επιστολές, που δημοσιεύτηκαν σε ελληνικές εφημερίδες…

Για την ανάγνωση ολόκληρης της ανακοίνωσης πατήστε διπλό κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο: Η ανακάλυψη της μυκηναϊκής Πελοποννήσου μέσα από τον ελληνικό εθνικό Τύπο

 

Κληρικοί της επαρχίας Ερμιονίδας: Αρωγοί της Παιδείας του ανεξάρτητου Ελληνικού Κράτους (1828 -1853)

$
0
0

Κληρικοί της επαρχίας Ερμιονίδας: Αρωγοί της Παιδείας του ανεξάρτητου Ελληνικού Κράτους (1828 -1853) – Γιάννης Μ. Σπετσιώτης


 

Για να τεθούν οι βάσεις της Παιδείας και ειδικότερα της εκπαίδευσης του ελεύθερου Ελληνικού Κράτους κατά την πρώτη 25/ετία της οργάνωσής του, βοήθησαν οικονομικά φορείς, ιδιώτες αλλά και ορισμένοι κληρικοί της επαρχίας Ερμιονίδας, όπως η έρευνά μας αποκάλυψε.

Βλέποντας τα ονόματά τους στους καταλόγους των συνδρομητών αισθανθήκαμε έκπληξη αλλά και χαρά. Σκεφθήκαμε πως οι άνθρωποι αυτοί, που ίσως να ήταν απαίδευτοι ή ολιγογράμματοι, αναγνώριζαν την Παιδεία ως τη μόνη ικανή δύναμη να «αναστήσει» το Έθνος. Έτσι παρά τη φτώχεια ή ακόμη και την οικονομική τους εξαθλίωση, έβρισκαν τη δύναμη να συνεισφέρουν για τις εκπαιδευτικές ανάγκες του Έθνους.

Συγκεκριμένα:

Στον κατάλογο των μελών της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας του έτους 1837 αναγράφονται τα ονόματα των: Γρηγορίου Μερτζέλου, ηγουμένου της Ι. Μ. των Αγίων Αναργύρων Ερμιόνης και Σεραφείμ, ηγουμένου της Ι. Μ. Κοιλάδας. Οι ως άνω κληρικοί, όπως αναφέρεται στα «Πρακτικά της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας, εν Αθήναις 1842» ήσαν μέλη της και κατέβαλαν εισφορά για το έργο της Εταιρείας. [1]

Ο ηγούμενος της Ι.Μ. των Αγίων Αναργύρων ιερομόναχος Χατζή Γρηγόριος Μαρτσέλος ή Με(α)ρτζέλος με καταγωγή από το Σοφικό Κορινθίας διετέλεσε ηγούμενος της Μονής πλέον της εικοσαετίας (1829/1830-1851). Ήταν κληρικός ελεήμων και φιλάνθρωπος, πρόθυμος να παρέχει ηθική και υλική συμπαράσταση σε όποιον είχε ανάγκη, γι’ αυτό και ήταν πολύ αγαπητός στην επαρχία μας. Ο ηγούμενος της Ι. Μ. Κοιλάδας ιερομόναχος Σεραφείμ ανέλαβε τη διοίκηση της Μονής το έτος 1822 και παρέμεινε σ’ αυτή «εν μέσω πολλών ταραχών» μέχρι τον Μάιο του 1837, οπότε και τον έπαυσαν.

Αλλά και σε αχρονολόγητο (όπως αναγράφεται) Παράρτημα της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως, κατά την άποψή μας του έτους 1850 ή 1852, «Η επί των συνδρομών προς ανέγερσιν Ελληνικού Πανεπιστημίου Επιτροπή» ενημερώνει ότι τελείωσε η πρώτη πτέρυγα και ξεκίνησαν οι εργασίες για την ανέγερση της δεύτερης πτέρυγας. Μεταξύ των συνδρομητών του έργου, συμπεριλαμβανομένου και του ποσού που κατέβαλαν, αναγράφονται από την επαρχία μας οι:

  • Ηγούμενος Γρηγόριος Μαρτσέλος, Ι. Μ. Αγίων Αναργύρων – 16 δραχμές και 74 λεπτά.
  • Ηγούμενος Αγάπιος Πετζάλης, Ι. Μ. Κοιλάδας.
  • Πρεσβύτερος Λουκάς Στρίγκος, εφημέριος Τιμίου Προδρόμου Κρανιδίου – 8 δραχμές.
  • Σύγκελλος Διονύσιος (Δημήτριος) Κρο(ε)μμύδας, εφημέριος Αγίου Βασιλείου Κρανιδίου – 8 δραχμές.
  • Πρεσβύτερος Ιωάννης Ρομπότ(ζ)ης, εφημέριος Μεταμόρφωσης (Χριστού) Κρανιδίου – 5 δραχμές.
  • Πρεσβύτερος Ιωάννης Σακελλαρίου, εφημέριος Εισοδίων της Θεοτόκου (Κάτω Παναγιά) Κρανιδίου – 5 δραχμές.
  • Πρεσβύτερος Γεώργιος Τσούτσας, εφημέριος Αγίου Βασιλείου Κρανιδίου – 5 δραχμές.
  • Πρεσβύτερος Ιωάννης Τσούτσας, όχι Στούτσας όπως είναι γραμμένος, εφημέριος Μεταμόρφωσης (Χριστού) Κρανιδίου – 5 δραχμές.

Θα ήταν παράλειψη όμως, αν κλείνοντας το άρθρο μας αυτό, δεν αναφερόμαστε στην προσωπικότητα και το έργο του πρωτεργάτη και θεμελιωτή της Εκπαίδευσης στην επαρχία μας, Επίσκοπο Άνθιμο Κομνηνό – κληρικό «πεπαιδευμένον με διαγωγήν αρχιερατικήν».

Άνθιμος Κομνηνός

Ο Άνθιμος χειροτονήθηκε Επίσκοπος το 1811 και τοποθετήθηκε Μητροπολίτης της Ι. Μ. Ηλιουπόλεως και Θυατείρων (Επισκοπή Εφέσου) Μ. Ασίας. Το 1821 με την έναρξη της Επανάστασης ήλθε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στα Κύθηρα, όπου παρέμεινε μέχρι το 1828. Τότε κλήθηκε να αναλάβει εκκλησιαστικός τοποτηρητής της επαρχίας Άργους και Κάτω Ναχαγέ (Ερμιονίδας), θέση στην οποία παρέμεινε για μια 5/ετία (1828 – 1833) έχοντας τον τίτλο του Μητροπολίτη «Πρώην Ηλιουπόλεως».

Κατά τους χρόνους της αρχιερατικής του θητείας συνεργάσθηκε άριστα με τους δημογέροντες της περιοχής μας και καθοδηγώντας τους αποτελούσε τον συνδετικό κρίκο μεταξύ αυτών και της Κυβέρνησης. Έτσι, τις περισσότερες φορές, τα δύσκολα εκπαιδευτικά προβλήματα που προέκυπταν, διευθετούνταν με τον ευνοϊκότερο τρόπο. Γι’ αυτούς τους λόγους ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας έτρεφε προς αυτόν μεγάλη εκτίμηση και εμπιστοσύνη.

Καθοδηγούμενοι από τον Επίσκοπο «όστις συνέδραμε πολυειδώς εις το κοινωφελές τούτου κατάστημα» οι κάτοικοι του Διδύμου (Διδύμων) σύστησαν την Ελληνοαλληλοδιδακτική τους Σχολή. Μάλιστα «κατά την 13η του παρελθόντος Οκτωβρίου (1829) τη συνεργασία του καλού μας πατρός Αγίου Ηλιουπόλεως… εσκέφθημεν πρώτον περί του ετησίου μισθού του διδασκάλου και των ενδεχομένων εξόδων εν τω σχολείω…».

Όπως είναι γνωστό, διδάσκαλος της Σχολής ανέλαβε ο ιερομόναχος Δημήτριος Βλαχογιάννης, Λέσβιος, του οποίου ο Επίσκοπος εκθειάζει την κατάρτιση και τις εκπαιδευτικές του ικανότητες (Μάιος του 1832). Λίγες ημέρες αργότερα, όμως, ο διδάσκαλος παραιτείται λόγω της μη καταβολής του μισθού του. Ο τοποτηρητής συμμερίζεται την κατάσταση και αποδίδει και αυτός την παραίτηση του ικανού διδασκάλου Δημητρίου Βλαχογιάννη αποκλειστικά στην «έλλειψιν των μισθών» του.

Να προσθέσουμε, ότι ο Μητροπολίτης Άνθιμος, κατά τη σύσκεψη της 13 Οκτωβρίου 1829, ανέλαβε να προμηθεύσει τη Σχολή του Διδύμου με τα απαραίτητα βιβλία και τη γραφική ύλη.

Μεγάλη ήταν η συμβολή του Επισκόπου και στη σύσταση της Αλληλοδιδακτικής Σχολής Κρανιδίου καθώς και στην εξεύρεση διδασκάλου. Στις 29 Μαρτίου 1830 απευθυνόμενος στον Γραμματέα (Υπουργό) της Παιδείας μεσολαβεί για την αποστολή διδασκάλου «ίνα ίδωσι ταχύτερον τους καρπούς της σχολής» οι κάτοικοι του Κρανιδίου. Τελικά η κυβέρνηση «πέμπει διδάσκαλον αλληλοδιδακτικόν εις την εκεί σχολήν τον κύριον Γεννάδιον Γεώργιον (Γεωργίου) ειδήμονα της Μεθόδου». Στη συνέχεια, όταν προέκυψαν διάφορα οικονομικά ζητήματα, για τη λειτουργία της Σχολής και τη μισθοδοσία του διδασκάλου, πάλι ο Μητροπολίτης Άνθιμος διορίζει τρεις εφόρους «τους αξιότερους και υποληπτικώτερους», για να επιταχυνθούν οι διαδικασίες αποπληρωμής των χρεών της Σχολής.

Αλλά και όταν περί τα μέσα του 1832 πολλά προβλήματα του διδακτηρίου παρέμεναν σε εκκρεμότητα, ο Επίσκοπος πρότεινε στη Γραμματεία της Παιδείας να διατεθούν οι επιτόπιοι πόροι για τις επισκευές της Σχολής «ήτις απαιτεί καθ’ όλα διόρθωσιν». Οι δημογέροντες, οι πρόκριτοι και οι κάτοικοι του Κρανιδίου αναγνωρίζοντας στο πρόσωπο του «Ηλιουπολίτη» Μητροπολίτη Ανθίμου τον θερμό συμπαραστάτη των προσπαθειών τους, έλεγαν χαρακτηριστικά: «Όσο ο Μητροπολίτης βρίσκεται στο Κρανίδι όλα πάνε καλά. Όταν φεύγει όλα χωλαίνουν». [2]

Το 1833 σε ηλικία 50 χρόνων ο Άνθιμος τοποθετείται «επί της Διοικητικής Επιτροπής» Επίσκοπος στην επαρχία Μονεμβασίας, αλλά παραιτείται άμεσα και αναλαμβάνει τη Μητρόπολη Κυκλάδων, την οποία διαποίμανε για μια περίπου 10/ετία με ιδιαίτερο ζήλο.

Ο Μητροπολίτης Άνθιμος πέθανε στη Σύρο το 1842 «προσβληθείς υπό καροτικού πυρετού». Αναγγέλλοντας τον θάνατό του το περιοδικό «Ελληνικός Ταχυδρόμος» έγραφε: «Απεβίωσεν εις Σύραν την 9(21) του ε.μ. (ενεστώτος μηνός) ο Σεβασμιώτατος Επίσκοπος Κυκλάδων αφήσας θλίψιν γενικήν καθ’ όλην την επισκοπήν του. Αι αρεταί του μακαρίου Ανθίμου επέσυρον προ καιρού εις αυτόν γενικόν σέβας και πάντες ήδη θεωρούμεν χρέος μας να αποδώσωμεν εις τας σπανίας αρετάς του τον δίκαιον έπαινον». [3]

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία ιδρύθηκε, όπως είναι γνωστό, στις 26 Ιουλίου 1836 με πρωτοβουλία του παιδαγωγού Ιωάννη Κοκκώνη, με σκοπό τη μόρφωση διδασκαλισσών και μητέρων και γενικότερα την εξάπλωση της Παιδείας σε όλη τη χώρα. Τα σχολεία της Εταιρείας που λειτουργούν μέχρι και σήμερα, έχουν το όνομα του μεγάλου ευεργέτη της Εταιρείας Αρσάκη (Αρσάκεια).

[2] Στην Ερμιόνη παρά τις μεγάλες προσπάθειες που κατέβαλαν ο τοποτηρητής Άνθιμος και οι κάτοικοι, εξαιτίας ορισμένων αδυναμιών και προσωπικών διενέξεων, Σχολή δεν λειτούργησε εκείνους τους χρόνους, αλλά δέκα χρόνια αργότερα, το 1839.

[3] «Ελληνικός Ταχυδρόμος», αρ. 19, έτος Ε΄, Εν Αθήναις 16 Ιουλίου 1842.

 

Π η γ έ ς

  • Γενικά Αρχεία του Κράτους

Β ι β λ ί α

  • Αθουσάκης Αδάμ: «Η εκπαίδευση στην Αργολίδα, Κορινθία και Μεγαρίδα κατά την Καποδιστριακή περίοδο (1828 – 1832)», Κόρινθος 2003.
  • Βασιλείου Ιωάννης: «Η Ερμιονίς από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ’ ημάς», Εν Αθήναις 1907.
  • Γκάτσος Α., Προκοπίου Γ, Γκερέκος Ι.: «Το προσκύνημα της Ερμιονίδας», Ερμιόνη 1994.
  • Ησαΐας Ιωάννης: «Η ιστορία του Κρανιδίου…», Αθήνα 2013.
  • Σπετσιώτης Γιάννης – Ντεστάκου Τζένη: «Η εκπαίδευση στην Ερμιόνη κατά την Καποδιστριακή και Οθωνική περίοδο (1829-1862)», Αθήνα 2016.
  • Χατζηστεφανίδης Θεοφάνης: «Ιστορία της Νεολληνικής Εκπαίδευσης (1821-1986)», Αθήνα 1990.

 

Γιάννης Μ. Σπετσιώτης

Η κατοχή στην Αργολίδα με τη ματιά ενός Ιταλού στρατιώτη

$
0
0

Η κατοχή στην Αργολίδα με τη ματιά ενός Ιταλού στρατιώτη


 

Ο Ιταλός ιατρός Φράνκο Ρομάνο (Franco Romano) γεννήθηκε το 1921 και υπηρέτησε ως στρατιώτης στον ελληνοϊταλικό πόλεμο με τον βαθμό του ανθυπίατρου. Ο Φράνκο  μετατέθηκε στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1942, αρχικά στην Αθήνα και κατόπιν στο Άργος, όπου έκανε πολλούς φίλους. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Άργος θεράπευσε κατοίκους της πόλης, καθώς και ανθρώπους της ευρύτερης περιοχής. Στο Άργος γνώρισε την μούσα του, την Ευαγγελία Τούμπανου, την εποχή της συνθηκολόγησης των Ιταλών (1943). Παρ’ ότι την ερωτεύτηκε εξ’ αρχής, η νεαρή Ευαγγελία θεώρησε ότι υποκρινόταν, απορρίπτοντας μάλιστα δύο φορές την πρόταση γάμου που της έκανε…

Ο Ρομάνο έγραψε για τα βιώματά του στο βιβλίο «Μία απέραντη αγάπη», το οποίο αφιέρωσε στην μνήμη της γυναίκας του. Στο βιβλίο περιγράφονται γεγονότα από την κατοχή, καθώς και η στάση των Ιταλών και Γερμανών στρατιωτών απέναντι στους κατοίκους, ιδιαίτερα στο  Άργος και στις γύρω περιοχές.

Ας δούμε τι αναφέρει, μεταξύ άλλων,  στο βιβλίο του, για το αεροδρόμιο των Φιχτίων, την πόλη του Άργους,   την εκτέλεση τριών ομήρων, τη φυλάκιση του από τους Γερμανούς, το βομβαρδισμό του Άργους και τέλος την ανατίναξη του λιμανιού του Ναυπλίου.

 

Μετάθεση στο Αεροδρόμιο των Φιχτίων

Φίxτια 30.08.1942

 

Φράνκο Ρομάνο

Μετατέθηκα στο αεροδρόμιο των Φιχτίων, ένα χωριουδάκι στην επαρχία του Άργους κοντά στις Μυκήνες, το βασίλειο του Αγαμέμνονα. Ήταν ένα μικρό αεροδρόμιο που φιλοξενούσε λίγα αεροπλάνα. Σε απόσταση διακοσίων μέτρων, ανάμεσα στους ελαιώνες, βρισκόταν το στρατόπεδό μας. Ήταν κατασκευασμένο από καλοφτιαγμένες παράγκες. Η καθεμιά είχε τη λειτουργία της. Υπήρχε ένα σωστά εξοπλισμένο νοσηλευτήριο, η κουζίνα, η τραπεζαρία, το αρχηγείο και τα προσκείμενα γραφεία, τα καταλύματα των αξιωματικών, των υπαξιωματικών, του στρατεύματος και το εργαστήρι, καθώς και τα χτιστά αποχωρητήρια και τα ντους. Δίπλα στο αναρρωτήριο είχε τοποθετηθεί μια σκηνή με τον κόκκινο σταυρό ζωγραφισμένο στο εξωτερικό της με έξι κρεβάτια για νους νοσηλευόμενους και δύο για το προσωπικό υπηρεσίας Την πρώτη νύχτα που κοιμήθηκα στη σκηνή, έγινα στόχος κουνουπιών. Ο Κάμπος ήταν γεμάτος τέτοια έντομα λόγω της υγρασίας. Έτρεξα στο καταφύγιο για να προμηθευτώ μια κουνουπιέρα και από το δεύτερο βράδυ κι έπειτα κατάφερα να κοιμάμαι ήρεμος. Σε απόσταση ενάμισι χιλιομέτρου από το αεροδρόμιό μας υπήρχε ένα άλλο, κατειλημμένο από τους Γερμανούς, το Κουτσοπόδι. Για να είμαι ειλικρινής στο αεροδρόμιο των Φιχτίων προσαρμόστηκα σύντομα και έκανα καινούργιες φιλίες. Το Τμήμα Υγιεινής αποτελούνταν από τον υπολοχαγό ιατρό, έναν επίλεκτο ειδικευμένο αεροπόρο, τρεις βοηθούς νοσοκόμους και από εμένα. Και εδώ ο κόσμος υπέφερε από την πείνα ίσως λιγότερο οι χωρικοί. Τρέφονταν κυρίως με βολβούς και ρίζες που έβγαζαν από τη γη και με φρούτα. Έδινα τα ρούχα για πλύσιμο σε μια φτωχή οικογένεια του χωριού και τούς πλήρωνα με δραχμές ή τρόφιμα. Επειδή επιθυμούσα να βοηθήσω αυτή την οικογένεια ακόμα περισσότερο, είπα σε μερικούς να κάνουν το ίδιο.

Σε αυτό το μικρό χωριό των λίγων σπιτιών οι κάτοικοι αρρώσταιναν συχνά, από υποσιτισμό, και δυστυχώς δεν μπορούσαν να βρουν τα φάρμακα για να θεραπευτούν. Οι ασθένειες χτυπούσαν περισσότερο τα παιδιά και τους ηλικιωμένους, οι οποίοι είχαν ανάγκη από ιατροφαρμακευτική περίθαλψη Ο αξιωματικός του αεροδρομίου, όταν πληροφορήθηκε την κατάσταση, συμφώνησε με τον γιατρό να δοθεί άδεια στους πολίτες που είχαν ανάγκη ιατρικής φροντίδας να παρακολουθούνται από εμάς. Έτσι όλα τα πρωινά μετά τις δέκα και μισή, αφού τελείωναν οι επισκέψεις των δικών μας στρατιωτών, βλέπαμε τους πολίτες. Πέρα από τις ιατρικές μας υπηρεσίες ασχολούμασταν με την απολύμανση των χώρων και του πόσιμου νερού, που το έφερναν, με τα αυτοκίνητα – δεξαμενές και το άδειαζαν σε κατάλληλα ντεπόζιτα, όπου για μεγαλύτερη σιγουριά ρίχναμε μέσα παστίλιες για αποστείρωση.

Το εργαστήριο λειτουργούσε από τις επτάμιση μέχρι τις εντεκάμισι. Από τις δύο μέχρι τις έξι ασχολούμασταν με φαρμακευτική περίθαλψη, οδοντιατρικές θεραπείες τραύματα, εξαρθρώσεις κ.λπ.

Θυμάμαι αμυδρά την επίσκεψη κάποιων πολιτών. Είχα θεραπεύσει την πληγή στο δεξί πόδι ενός παιδιού οκτώ ετών, που είχε έρθει με μια νεαρή γυναίκα. Ονομαζόταν Παναγιώτης Μαραγκός. Το τραύμα είχε προκληθεί από την κλοτσιά ενός μουλαριού, συγκεκριμένα από το σίδερο του πετάλου. Η πληγή, ελάχιστα φροντισμένη χειροτέρευε και η μόλυνση είχε επεκταθεί. Κάποιος χειρούργος αποφάσισε να του κόψουν το πόδι για να μη δημιουργηθεί  γάγγραινα. Ο πατέρας του παιδιού απελπισμένος το έφερε αμέσως σε εμάς στο Πρώτων Βοηθειών όπου και διαπιστώσαμε τη σοβαρότητα του πρηξίματος. Του έκανα μια τομή με το νυστέρι και πιέζοντας πετάχτηκε άφθονο πύον.

Θεραπεύτηκε σε λίγες ημέρες. Μερικές λεπτομέρειες του γεγονότος τις πήρα από τον ίδιο τον Παναγιώτη, ο οποίος σήμερα ζει στα Φίχτια.

 

Η πόλη του Άργους

Φίχτια 10.10.1942

 

Δώδεκα χιλιόμετρα από τα Φίχτια βρίσκεται το Άργος, μια από τις αρχαιότερες πόλεις του κόσμου, 5.000 χρόνια π.Χ. Είναι μια όμορφη κωμόπολη, σε μια πεδιάδα με αρχαιολογικά ευρήματα, το Θέατρο, το Κάστρο και την Αγορά. Διασχίζοντας την οδό Κορίνθου μέχρι το τέλος, φτάνουμε στη μεγάλη πλατεία του Αγίου Πέτρου, με τον καθεδρικό ναό αφιερωμένο στον προστάτη της πόλης (έναν επίσκοπο που ανακηρύχθηκε άγιος). Κάθε χρόνο την ημέρα της γιορτής του, ακόμα και σήμερα, προικίζεται η φτωχότερη κοπέλα του Άργους. Ο Άγιος είχε ζητήσει, όταν βρισκόταν στη ζωή, το γεγονός να επαναλαμβάνεται τα επόμενα χρόνια.

Στα δεξιά, μετά την οδό Βασιλέως Κωνσταντίνου και στρίβοντας αριστερά στην οδό Γεωργίου Β’, υπήρχε ένα ξενοδοχείο και ένα διώροφο σπίτι όπου έμεναν οι αρχηγοί τον γερμανικού αρχηγείου. Πίσω από την πλατεία της αγοράς ήταν τα κρεοπωλεία. Στο βάθος, στο κέντρο, ανάμεσα στην οδό Δαναού και στην οδό Καλλέργη, βρίσκονταν οι στρατώνες όπου είχε εγκατασταθεί το ιταλικό αρχηγείο. Στα αριστερά της πλατείας του Αγίου Πέτρου, στην οδό Δαναού, υπήρχε και υπάρχει μέχρι σήμερα ένα νεοκλασικό κτίσμα, το δημαρχείο του Άργους. Διασχίζοντας την οδό Δαναού, συναντούσαμε το τοπικό νοσοκομείο, ένα κτίριο χτισμένο από την οικογένεια Κωνσταντοπούλου το 1912. Η οδός Δαναού ήταν γνωστή εκείνη την εποχή σαν «Δενδροστοιχία», λόγω των εκπληκτικών πλατάνων που υπήρχαν και στις δύο πλευρές, που τα κλαριά τους σχημάτιζαν ένα διάδρομο σκιερό και δροσερό το καλοκαίρι. Στα αριστερά βρισκόταν το γυμναστήριο, το δημοτικό και το γυμνάσιο.

Στα δεξιά ήταν η οδός Θεάτρου, που στη διασταύρωση με την οδό Φείδωνος, στα αριστερά, υπήρχε μια αρχαία πηγή όπου μπορούσαν να ξεδιψάσουν τα ζώα. (Σήμερα, στη θέση της, κάτω από τη σκιά του αιωνόβιου πλατάνου υπάρχει ένα περίπτερο.) Λίγα πιο κάτω, στα αριστερά, στην οδό Τριπόλεως, φαίνονταν τα ερείπια της μεγάλης Αρχαίας Αγοράς και απέναντι, στα δεξιά, το βουνό όπου οι αρχαίοι Έλληνες είχαν σκάψει στο βράχο, που ακόμα υπάρχει, το Θέατρο με τα σκαλιά και τα πέτρινα καθίσματα σε ημικύκλιο, χωρητικότητας 20,000 θεατών, κατασκευασμένο περίπου το 300 π.Χ. από τον Πολύκλειτο.

Ψηλά φαινόταν το ολόλευκο καμπαναριό της ιστορικής εκκλησίας της Πορτοκαλούσας, που το 1821 ήταν κρυφό σχολειό. Ακόμα πιο ψηλά, στην κορυφή του βουνού, υψωνόταν το Μεσαιωνικό Κάστρο (η αρχαία Λάρισα), οχυρωμένο από τους αρχαίους Έλληνες, καλλωπισμένο από τους Βυζαντινούς και μ’ ένα οχυρωματικό τείχος από τους Βενετσιάνους. Κατακτήθηκε από τους Τούρκους, οι οποίοι κατόπιν εκδιώχθηκαν. Από την οδό Τριπόλεως άρχιζε ο Συνοικισμός, που κατοικούνταν από πρόσφυγες Έλληνες, Αρμένιους και Ρώσους που είχαν εκδιωχθεί απ’ τους Τούρκους το 1912 και το 1918. Ο Συνοικισμός εκτεινόταν μέχρι τους πρόποδες του βουνού. Η πόλη του Άργους είχε καταληφθεί από το ιταλικό και το γερμανικό στράτευμα. Ανάμεσα στα δύο αρχηγεία είχαν επέλθει συμφωνίες. Κανένας δεν υπερείχε του άλλου. Οι αποφάσεις παίρνονταν από κοινού. Οι Ιταλοί είχαν το αρχηγείο τους στην πλατεία του Άργους και οι Γερμανοί στο Ναύπλιο. Το ιταλικό αρχηγείο διέθετε περίπου χίλιους εξακόσιους άντρες – πεζικό, πυροβολικό και δυνάμεις της αστυνομίας. Εμείς της Αεροναυτικής ανήκαμε στο Στρατιωτικό Αρχηγείο της Αεροναυτικής στην Αθήνα.

 

Τρεις Έλληνες όμηροι εκτελούνται

Άργος 18.8.1943

 

Ένα άλλο γεγονός που συνέβη στο Άργος στις 18 Αυγούστου 1943, από τον τρόπο που εξελίχθηκε, μεγάλωσε τη συμπάθεια για τούς Ιταλούς. Μετά το ποδοπάτημα και το βασανισμό ενός νεαρού Γερμανού στρατιώτη από κάποιους ανεύθυνους ηλίθιους, απ’ τον οποίο πήραν το όπλο και τον μπερέ, η αντίδραση του γερμανικού αρχηγείου ήταν άμεση. Έκαναν έρευνα στην περιοχή και συνέλαβαν δέκα νεαρούς πολίτες, για αντεκδίκηση. Τέσσερις από αυτούς αφέθηκαν αμέσως ελεύθεροι, εφόσον κατά τη διάρκεια του επεισοδίου βρίσκονταν στην εργασία τους, κοντά στους Γερμανούς, και συνελήφθησαν ενώ επέστρεφαν από αυτήν. Μερικούς συλληφθέντες τους βάρυναν κατηγορίες. Πράγματι (έγινε γνωστό αργότερα), ότι δύο συμμετείχαν στην επίθεση, ενώ οι άλλοι ήταν αθώοι. Ύστερα οι Γερμανοί έβγαλαν μια διαταγή που τη μετέδωσαν από τα μεγάφωνα, τόσο στην πλατεία όσο και στην περιφέρεια: «Δίνουμε δώδεκα ώρες καιρό σε εκείνους που διέπραξαν την επίθεση να παραδοθούν στις γερμανικές Αρχές για να περάσουν από κανονική δίκη και να εκτίσουν ποινή φυλάκισης. Αν περάσουν οι δώδεκα ώρες και δεν έχει παραδοθεί κανείς, οι έξι όμηροι θα τουφεκιστούν». Σε αυτό το σημείο παρενέβη ο Ιταλός φρούραρχος, κάνοντας γνωστό ότι δεν ήταν πρέπον να τουφεκιστούν έξι άτομα για την απερίσκεπτη ενέργεια μερικών ασυνείδητων. Θα μπορούσε να υπάρξει διαφορετική τιμωρία. Ακολούθησε έντονη συζήτηση και στο τέλος συμφώνησαν. Τρεις θα κρατούσαν οι Γερμανοί και τρεις οι Ιταλοί.

Τα ονόματα των ομήρων ήταν γραμμένα σε έξι κομμάτια χαρτί, που τοποθετήθηκαν διπλωμένα σε ένα κουτί και κληρώθηκαν, ένα τη φορά. Η πρώτη κλήρωση για τους Γερμανούς, η δεύτερη για τους Ιταλούς και ούτω καθεξής. Εκείνοι που κληρώθηκαν για τους Γερμανούς μεταφέρθηκαν στο αρχηγείο τους στην οδό Τζώρη 66, στο σπίτι του Κασιδάκη που είχε μετατραπεί σε φυλακή.

Τα ονόματα όσων κληρώθηκαν για τούς Γερμανούς ήταν: Μαρλαγκούτσος Γεώργιος 26 ετών, Κασιδάκης Δημήτρης 26 ετών, Μπογοβίτης 24 ετών (δεν κατόρθωσα να μάθω το όνομά του). Αυτοί που κληρώθηκαν για τους Ιταλούς ήταν: Μαρλαγκούτσος Σωτήρης 25 ετών, Αντρέας Ηλιάδης 26 ετών, Έντμον (και αυτού δεν μπόρεσα να μάθω το όνομα).

Ο γαμπρός του Κασιδάκη, πρώην υπολοχαγός του ελληνικού στρατού, είχε προτείνει στον κουνιάδο του να τον βοηθήσει να το σκάσει κατά τη διάρκεια της νύχτας. Ο ίδιος όμως δε θέλησε, λέγοντας ότι ήταν αθώος και ότι θα τον απελευθέρωναν.

Παρά τις επαναλαμβανόμενες προσπάθειες του ιταλικού, αρχηγείου να αποφευχθεί ο τουφεκισμός των τριών κακότυχων, ο Γερμανός αρχηγός ήταν αμετακίνητος. Θεωρούσε καθήκον του να δώσει ένα παραδειγματικό μάθημα για να μην επαναληφθούν παρόμοιες πράξεις. Αφού πέρασαν οι δώδεκα ώρες και δεν εμφανίστηκε κανένας, το πρωί της 24ης Αυγούστου του 1943, οι τρεις οδηγήθηκαν στην περιοχή Μπομπέικα όπου και τουφεκίστηκαν. Η τύχη των άλλων τριών πού κρατήθηκαν από τους Ιταλούς ήταν διαφορετική. Ύστερα από μερικές μέρες φυλάκισης, αφέθηκαν ελεύθεροι. Όσο για τον Έντμον, έμαθα πως υποψιάζονταν ότι ήταν ένας από τους βασανιστές του Γερμανού στρατιώτη.

 

Φυλακισμένοι των Γερμανών

Φίχτια 9.9.1943

 

9 Σεπτεμβρίου του 1943, ώρα πέντε και μισή. Κοιμόμουν βαθιά στο κρεβάτι μου στη σκηνή, όταν αισθάνθηκα ένα απότομο τράνταγμα και ξύπνησα. Ήταν ο νοσοκόμος του διπλανού κρεβατιού. Ένας ψίθυρος ασυνήθιστος με κάνει να ξυπνήσω για τα καλά. Δύο Γερμανοί στρατιώτες με τα οπλοπολυβόλα μάς φώναξαν να σηκωθούμε και να παραδώσουμε τα όπλα. Σηκωθήκαμε, ντυθήκαμε και φορέσαμε τους βραχίονες με τον κόκκινο σταυρό. Ύστερα, τούς δώσαμε να καταλάβουν με νοήματα ότι εμείς του Τμήματος Υγιεινής δεν είχαμε όπλα. Αφού βεβαιώθηκαν ότι δεν υπήρχαν κρυμμένα όπλα, μας έκαναν νόημα να τους ακολουθήσουμε, πάντα με προτεταμένα τα όπλα. Φτάσαμε στην πλατεία όπου είχαν αρχίσει να μαζεύονται όλοι οι άλλοι στρατιώτες και αξιωματικοί, μερικοί μισοντυμένοι. Ξαφνιαστήκαμε, αλλά και να θέλαμε να αντισταθούμε, δεν ήμασταν σε θέση να το κάνουμε μόνο με τα πυροβολεία των 20 mm που διαθέταμε.

Οι Γερμανοί είχαν περικυκλώσει τον κάμπο με τανκς, ήταν καλά εξοπλισμένοι και διέθεταν ισχυρότερες δυνάμεις από τις δικές μας. Ένας αξιωματικός Γερμανός ήρθε στην πλατεία και, αφού έγινε σιωπή, σε σπασμένα ιταλικά είπε ότι ο καθένας μας έπρεπε να πάει στη θέση υπηρεσίας του. Ήθελαν να ελέγξουν τις αρμοδιότητες του καθενός. Χωρίς να χάσω χρόνο, πήγα μαζί με τους άλλους νοσοκόμους στο νοσηλευτήριο. Οι αξιωματικοί είχαν συγκεντρωθεί στο γραφείο του αρχηγού του αεροδρομίου. Ο προηγούμενος επικεφαλής ήταν τυχερός, είχε επιστρέψει στην Ιταλία πριν από δέκα μέρες. Στις επτά ήρθε ο υπολοχαγός ιατρός στο νοσηλευτήριο για να μας πει να συνεχίσουμε την υπηρεσία μας όπως και πριν. Έπειτα έφυγε γιατί έπρεπε να πάει στη συγκέντρωση μαζί με τους άλλους αξιωματικούς. Λίγα λεπτά αργότερα, ήρθε νέα διαταγή. Ένας άλλος Γερμανός αξιωματικός παρουσιάστηκε και μας είπε στα ιταλικά ότι είχαμε λίγα λεπτά για να μαζέψουμε τα προσωπικά μας είδη – έπρεπε να μεταφερθούμε σ’ ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Άργος.

Ενώ προσπαθούσα να κρυφτώ από έναν Γερμανό στρατιώτη, βιάστηκα να μαζέψω όσο περισσότερα γινόταν και να τα βάλω στη βαλίτσα για να μην τα αφήσω σε αυτούς. Είχα σκοπό να μη μείνω φυλακισμένος, αλλά να αδράξω την πρώτη ευκαιρία που θα μου δινόταν και να το σκάσω. Θυμάμαι ακόμα εκείνα που πήρα: το κουτί για την περιποίηση των δοντιών, τον καθρέφτη με όλα τα αξεσουάρ, ψαλίδια, σύριγγες, αιμοστατικά, μπουκαλάκια με αιθυλικό αιθέρα, αντιτετανικούς ορούς, νεοσίντ, καμφορά, καφεΐνη, σουλφαμίδες, γάζες, άτεμπριν, καθώς και όλο το κουτί με τα απαραίτητα για τις πρώτες βοήθειες. Ετοιμαζόμουν να πάρω τη φωτογραφική μου μηχανή, όταν ο Γερμανός υπηρεσίας μου την άρπαξε από το χέρι λέγοντας ότι κατάσχεται. Του την τράβηξα από το χέρι και την πέταξα κάτω. Μου έδωσε ένα δυνατό χαστούκι. Τότε αναγνώρισα τον υπεύθυνο που είχε ζητήσει να μαζέψουμε τα πράγματά μας και του εξήγησα τι είχε συμβεί. Απευθύνθηκε προς τον στρατιώτη, δείχνοντάς του την έξοδο. Εμένα μου υπέδειξε να μαζέψω από κάτω τη μηχανή, η οποία κατά τύχη είχε πέσει σε ένα κουτί χωρίς να πάθει ζημιά. Στις εννέα και σαράντα μας οδήγησαν στα φορτηγά παρακινώντας μας να ανεβούμε με τα πράγματά μας. Κατευθυνθήκαμε προς το Άργος. Στο δρόμο, ο κόσμος που συναντούσαμε μας χαιρετούσε με συμπάθεια. Πολλοί ξαφνιάστηκαν μόλις μας είδαν πάνω στα φορτηγά υπό την επίβλεψη των Γερμανών.

 

Ο βομβαρδισμός του Άργους

Άργος 14.10.1943

 

Το βράδυ της 13ης Οκτωβρίου, περίπου στις εννιά, ένα αγγλο-αμερικανικό αεροπλάνο έριξε πολύχρωμα πυροτεχνήματα που, στηριζόμενα στον αέρα από μικρά αλεξίπτωτα, φώτιζαν ολόκληρες περιοχές της πόλης για μερικά λεπτά. Ο κόσμος μη γνωρίζοντας τι ήταν, άρχισε να φοβάται. Εξήγησα στη μητέρα και στην Ευαγγελία ότι και στην Αφρική, στη Βεγγάζη, έριχναν σχεδόν όλα τα βράδια. Το αεροπλάνο, που τα έριξε, χωρίς αναγνωριστικό, είχε φωτογραφίσει τις επίμαχες περιοχές της πόλης με σκοπό να εντοπίσει θέσεις και γερμανικά στρατόπεδα. Την επόμενη μέρα -14 Οκτωβρίου- ειδοποίησα τη μητέρα και την Ευαγγελία ότι θα πήγαινα στον φίλο μου τον Παύλο και ότι πιθανόν να αργούσα. Πέρασα πρώτα από το καφενείο να χαιρετήσω τους φίλους. Θα ήταν περίπου δέκα και μισή τη στιγμή που βρέθηκα λίγο μακριά από το σπίτι του Βαρβάτη, όταν ένας εκκωφαντικός ήχος από αεροπλάνα που πετούσαν με ανάγκασε να σηκώσω το κεφάλι. Τα είδα να προβάλλουν πίσω από το κάστρο, να χωρίζονται και ύστερα να εξαπολύουν ένα χαλάζι από βόμβες. Μόλις που πρόλαβα να κρυφτώ κάτω από μια πόρτα. Είδα κόσμο να τρέχει από όλες τις πλευρές και να σωριάζεται κάτω χτυπημένος από τις βόμβες. Άκουγα φωνές πόνου και επικλήσεις για βοήθεια. Ένας άντρας στη μέση του δρόμου φαινόταν νεκρός. Σύννεφα σκόνης σηκώνονταν δυσκολεύοντας την όραση. Είχε ξεσπάσει πυρκαγιά και σύννεφα μαύρου καπνού έκαναν σκούρο τον ουρανό. Κραυγές πόνου από συγγενείς, ένα παιδί με κομμένα πόδια ήταν νεκρό. Μια βόμβα έσκασε κοντά στην καγκελόπορτα. Ευτυχώς, μόλις είχα μετακινηθεί στο εσωτερικό. Ο βομβαρδισμός σταμάτησε, αφήνοντας νεκρούς και τραυματίες στη γη, φωτιές και σπίτια με σπασμένα τζάμια, ερείπια παντού. Εγκατέλειψα την καγκελόπορτα, το θέαμα ήταν φρικιαστικό: σώματα διαμελισμένα, κεφάλια και μέλη αποκομμένα από το σώμα, πεταμένα σε απόσταση αρκετών μέτρων, δρόμοι πραγματικά σουρωτήρια από τις τρύπες που άφησαν οι βόμβες. Ο κόσμος συνέχιζε να τρέχει. Είχε περάσει μόλις μισή ώρα και άρχισαν να έρχονται οι πρώτες βοήθειες, όταν ξεκίνησε ο δεύτερος βομβαρδισμός, φοβερός και αυτός. Πρόλαβα να βρω ένα καταφύγιο στην οδό Νικηταρά, κοντά στο δημαρχείο. Οι επικλήσεις στην Παναγία και τους Αγίους ήταν συνεχείς. Όλα έμοιαζαν με κόλαση από τις φλόγες τον καπνό και τη σκόνη.

Η Ευαγγελία Τούμπανου το 1945. Η φωτογραφία δημοσιεύεται στο βιβλίο, Φράνκο Ρομάνο «μια απέραντη αγάπη – ο τελευταίος πόλεμος στη Ελλάδα 1941-1944»…

Οι μητέρες καλούσαν τα παιδιά τους, οι γυναίκες τους άντρες και οι άντρες τις γυναίκες. Ο βομβαρδισμός διήρκεσε όσο και ο πρώτος, προκαλώντας και άλλα θύματα. Έφτασαν οι πρώτες βοήθειες. Μερικοί Γερμανοί στρατιώτες φόρτωναν στα φορτηγά τους τραυματίες. Καρότσια που τραμπαλίζονταν στις τρύπες του δρόμου, γεμάτα πτώματα, προχωρούσαν προς τα νεκροταφεία – στην Ελλάδα κάθε συνοικία έχει το νεκροταφείο της. Προσπάθησα να βοηθήσω τους τραυματίες. Οι περισσότεροι ήταν σοβαρά και δεν αρκούσε η βοήθειά μου. Ένα αμερικανικό αεροπλάνο είχε χτυπηθεί από τους Γερμανούς. Ο πιλότος σώθηκε πέφτοντας με το αλεξίπτωτο. Οι Γερμανοί τον έψαξαν, αλλά δεν τον βρήκαν. Τον είχαν κρύψει οι κάτοικοι.

Επειδή βρισκόμουν κοντά, κατευθύνθηκα προς το σπίτι της οικογένειας Βαρβάτη. Παντού συναντούσα κόσμο και καρότσια γεμάτα νεκρούς. Όλοι προσπαθούσαν να σβήσουν τις φωτιές. Σωροί ερειπίων γέμιζαν τους δρόμους που διέσχιζα εκείνη τη στιγμή. Φτάνοντας στην οδό Καλμούχου, είδα συγκεντρωμένο κόσμο κι ένα θέαμα φρικτό. Δύο σώματα, άψυχα κείτονταν στη γη σε μια μεγάλη λίμνη αίματος. Ήταν ο πατέρας και ο γιος Βαρβάτη. Ο Παύλος βοηθούσε τον πατέρα να κρυφτούν, όταν μια βόμβα έσκασε δίπλα και τους σκότωσε. Η μητέρα του είχε τραυματιστεί. Η απελπισία των γυναικών ήταν απερίγραπτη. Μετέφεραν τα δύο πτώματα στο εσωτερικό του σπιτιού. Έκλαψα πολύ. Είχα χάσει τον καλύτερό μου φίλο. Δεν είχα το κουράγιο να εμφανιστώ, αλλά υποσχέθηκα να επιστρέψω κάποια άλλη στιγμή. Η σκέψη μου έτρεχε στο σπίτι. Προσπαθούσα να προχωρήσω γρήγορα, όμως μου ήταν δύσκολο. Οι στενοί δρόμοι ήταν γεμάτοι ερείπια και καρότσια που κατευθύνονταν προς τα νεκροταφεία.

Ανοίγοντας δρόμο, κατάλαβα ότι οι βόμβες είχαν πλήξει το νεκροταφείο του Συνοικισμού και ότι τα δύο νοσοκομεία ήταν γεμάτα τραυματίες. Το σπίτι βρισκόταν κοντά στο νεκροταφείο. Περπάτησα ακόμα πιο γρήγορα. Αν είχε συμβεί κάτι τραγικό στην Ευαγγελία, θα σκοτωνόμουν. Έφτασα στο σπίτι γύρω στις δύο, γεμάτος σκόνη. Ευτυχώς το σπίτι, όπως και τα διπλανά σπίτια, δεν είχαν πάθει τίποτα. Μόνο το νεκροταφείο είχε βομβαρδιστεί. Ανακουφίστηκα μόλις πέρασα την καγκελόπορτα και τις είδα. Η μητέρα με αγκάλιασε και με φίλησε συγκινημένη. Παρατήρησα ότι την ίδια συγκίνηση είχε και η Ευαγγελία. Αυτή τη φορά με έσφιξε περισσότερο και, παρόλα που δε με φίλησε, δεν τραβήχτηκε όταν την αγκάλιασα και τη φίλησα εγώ. Το σφίξιμο του χεριού, μου ‘δωσε ελπίδα. Απ’ τη χειρονομία της, κατάλαβα ότι κάτι αισθανόταν για μένα. Νόμιζα ότι ονειρευόμουν, αισθάνθηκα ευτυχία. Αφού πλύθηκα, της διηγήθηκα για το βομβαρδισμό. Της μίλησα για το μέρος που είχα κρυφτεί, για τους νεκρούς και τους τραυματίες και για το τραγικό τέλος των Βαρβάτηδων. Η μητέρα μου είπε ότι φοβήθηκαν μήπως μου είχε συμβεί κάτι κακό. Τους είπα ότι κι εγώ ανησύχησα μόλις βομβάρδισαν το νεκροταφείο. Η παύση των πυρών ήταν σύντομη.

Στις τρεις έγινε, η τρίτη επίθεση, που έθεσε την πόλη σε συναγερμό, αναγκάζοντας τον κόσμο να ψάχνει για ασφαλές καταφύγιο. Αυτή τη φορά στόχος ήταν το αεροδρόμιο στο Κουτσοπόδι και ένα στρατόπεδο με Γερμανούς στρατιώτες. Το χτύπησαν στο κέντρο, προκαλώντας σοβαρές ζημιές στην πίστα του. Ήταν μια ημέρα πένθους. Οι κάτοικοι δε θα ξεχνούσαν ποτέ τους δύο βομβαρδισμούς που είχαν καταστρέψει τη μισή πόλη. Τα θύματα ήταν περίπου εκατόν είκοσι. Οι τραυματίες περισσότεροι, πολλοί από αυτούς σε σοβαρή κατάσταση. Θυμάμαι κάποια ονόματα: Μαρούσης, Γεωργόπουλος, Κατερίνα Μαρλαγκούτσου, Θανασόπουλος, Χαρίλαος και Παύλος Βαρβάτης – πατέρας και γιος.

 

Οι Γερμανοί απειλούν και ανατινάζουν το λιμάνι του Ναυπλίου και στην Κόρινθο τη γέφυρα με το τρένο γεμάτο Ιταλούς στρατιώτες (14-9-1944)

 

Οι Γερμανοί δεν παρέλειψαν, εγκαταλείποντας το Ναύπλιο, να αφήσουν ένα ενθύμιο στις 14 Σεπτέμβρη 1944. Έβαλαν νάρκες στο λιμάνι και σε μερικά σπίτια και στις έντεκα ο αξιωματικός της τελευταίας περιπολίας ανατίναξε το λιμάνι προκαλώντας μερική καταστροφή. Καταστράφηκε το υδραυλικό και αποχετευτικό δίκτυο, με αποτέλεσμα να ξεχυθούν τα λύματα γεμίζοντας για αρκετές μέρες με αηδιαστικές οσμές όλο τον περιβάλλοντα χώρο.

Έκαναν όμως και μια άλλη εγκληματική πράξη, κατά τη στιγμή της αναχώρησής τους από την Κόρινθο, στις 3 Οκτωβρίου 1944, στις δώδεκα και τριάντα ακριβώς. Εκκένωσαν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης από τους Ιταλούς κρατούμενους και τους εξαπάτησαν λέγοντας ότι θα τους έστελναν πίσω στην Ιταλία μόλις να εγκατέλειπαν την Ελλάδα. Τους ανέβασαν στο τρένο, σπρώχνοντάς τους για να χωρέσουν όλοι. Στη συνέχεια, οδήγησαν το τρένο – αφού πρώτα τοποθέτησαν νάρκες – πάνω στη γέφυρα. Μόλις κατέβηκε ο οδηγός και οι βοηθοί, το ανατίναξαν. Οι καρότσες έπεσαν στο κανάλι, αναποδογύρισαν και το έφραξαν τελείως. Ήταν μια εκατόμβη νεκρών. Από τούς χίλιους εξακόσιους και περισσότερους στρατιώτες, δε σώθηκε κανένας. Αυτό ήταν το τελευταίο κατόρθωμα του γερμανικού αρχηγείου. Τώρα μπορούσαν να αποχωρήσουν περήφανοι… Ανάμεσα σ’ αυτούς θα ήμουν κι εγώ, αν δεν είχα κατορθώσει να το σκάσω…

 

Φράνκο Ρομάνο, μαρτυρίες από το βιβλίο του «μια απέραντη αγάπη – ο τελευταίος πόλεμος στη Ελλάδα 1941-1944», πρώτη έκδοση στα Ιταλικά, Ρώμη 1998, δεύτερη έκδοση στα Ελληνικά, Ναύπλιο 2004,  Εκδόσεις: ΑΤΝΑ (Αίθουσα Τέχνης Ναυπλίου). Μετάφραση Μαρία – Ιωάννα Μαρκή – Μπούρη.

 

Η Μακρόνησος μέσα από τα αρχεία του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού

$
0
0

Η Μακρόνησος μέσα από τα αρχεία του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού


 

Τασούλα Βερβενιώτη, «Αναπαραστάσεις της Ιστορίας. Η δεκαετία του 1940 μέσα από τα αρχεία του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού», Εκδόσεις Μέλισσα 2009, σελ. 112-133 (στην παρούσα δημοσίευση δεν περιλαμβάνονται οι φωτογραφίες).

Εάν το «πείραμα» των αναμορφωτηρίων κείτεται σήμερα σε άμορφα ερείπια πάνω στα γυμνά βράχια της Μακρονήσου, το πτώμα του δεν έπαψε να μυρίζει. Και πρέπει κάποτε να θαφτεί. (Νίκος Μάργαρης [1])

 

Η Μακρόνησος, το νησί από όπου πέρασε η Ωραία Ελένη, απέναντι από τα ανατολικά παράλια της Αττικής, με πρόσβαση από το Λαύριο, έχει μήκος 18 και φάρδος ένα χιλιόμετρο. Δεν έχει νερό και δεν κατοικείται, αν και υπάρχουν προϊστορικά ευρήματα. Η μνήμη της όμως είναι συνδεδεμένη με βασανιστήρια, «Νταχάου» την ονόμασαν, και με τον εξευτελισμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, που οδήγησαν σε σωρεία υπογραφών δηλώσεων μετανοίας. Τα βασανιστήρια καταγγέλθηκαν ήδη από το 1947 στην ελληνική και παγκόσμια κοινή γνώμη και συζητήθηκαν στον ΟΗΕ. Ωστόσο, την εποχή της λειτουργίας της, οι αντικομμουνιστές εξέφραζαν έναν υπέρμετρο θαυμασμό για το έργο που συντελούνταν στη Μακρόνησο και για το μεγάλο αριθμό «ανανηψάντων». Ο θαυμασμός όμως έμεινε να αιωρείται στο κενό μετά τα αποτελέσματα των εκλογών του Μαρτίου 1950, όπου πάνω από το 50% των «αναμορφωμένων» ψήφισε αριστερά ή κέντρο.

Στη Μακρόνησο λειτούργησαν πολλά στρατόπεδα. Η χρησιμοποίηση της ως χώρος εγκλεισμού αποφασίστηκε στο ΓΕΣ τον Απρίλιο του 1947 και η λειτουργία της ανατέθηκε στη Διεύθυνση Β ΧΙ, με Δ/ντη τον Ταξίαρχο Μπαϊρακτάρη. Οι στρατιώτες που στέλνονταν εκεί ονομάζονταν σκαπανείς και ήταν άοπλοι, εξαιτίας των πολιτικών τους φρονημάτων. Στη Μακρόνησο όμως λειτούργησαν και στρατόπεδα για πολίτες, ιδιώτες τους ονόμαζαν. Το παράδοξο είναι ότι, όσο μειωνόταν ο αριθμός των στρατιωτών, τόσο αυξανόταν ο αριθμός των πολιτών.

Όλα τα στρατόπεδα βρίσκονταν στη δυτική πλευρά του νησιού, από όπου διέκρινε κανείς πολύ καλά την Αττική. Στο νοτιότερο άκρο ήταν οι Στρατιωτικές Φυλακές Αθηνών (ΣΦΑ), οι οποίες είχαν μεταφερθεί από την οδό Βουλιαγμένης, και στο βορειότερο, στις θέσεις Τρισανέμι και Αη Γιώργη, τα στρατόπεδα των πολιτικών εξορίστων. Στον ενδιάμεσο χώρο ήταν τα τρία Τάγματα Σκαπανέων: το Α΄ στο μέσο, προς βορράν το Β΄ και νοτιότερα, κοντά στις ΣΦΑ, το Γ΄ Τάγμα. Ανάμεσα στο Γ΄ και στο Α΄ ήταν το «Κέντρο», όπου έδρευε ο στρατοπεδάρχης όλου του νησιού.

Η πρώτη επίσκεψη του εκπροσώπου του ΔΕΣ (Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού), Α. Λαμπέρ, στη Μακρόνησο έγινε τον Ιούνιο 1948. Τότε, εκτός από το Γ΄ Τάγμα, το επονομαζόμενο «Γαλάζιο», ήδη και το Α΄ Τάγμα, το «Κόκκινο», μετά τα αιματηρά γεγονότα του Μαρτίου 1948, τον θάνατο κρατουμένων φαντάρων και τη δίκη για «στάση» που ακολούθησε [2], είχε δεχτεί τα νάματα της «ανάνηψης». Τα βασανιστήρια είχαν ήδη δει το φως της δημοσιότητας και οι εκθέσεις του ΔΕΣ (Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού) χαρακτηρίζονται «άκρως εμπιστευτικές». Οι εκπρόσωποί του επισκέφτηκαν δύο στρατόπεδα ιδιωτών και το «Κέντρο», όπου βρισκόταν και το στρατόπεδο των αξιωματικών.

 

Το εξώφυλλο του βιβλίου της Τασούλας Βερβενιώτη, «Αναπαραστάσεις της Ιστορίας. Η δεκαετία του 1940 μέσα από τα αρχεία του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού», Εκδόσεις Μέλισσα 2009.

 

Τα ΕΤΑΞ

 

Το «Γ΄ Κέντρο Παρουσίας Αξιωματικών» ή Στρατόπεδο Δημοκρατικών Αξιωματικών ιδρύθηκε το Σεπτέμβρη του 1947 από αξιωματικούς του ΕΛΑΣ που βρίσκονταν ήδη στα νησιά της εξορίας και από έφεδρους αξιωματικούς αποδεδειγμένα μη κομμουνιστές (Βήμα 6.12.47). Σπουδαία προσωπικότητα μεταξύ των κρατουμένων ο Κ. Δεσποτόπουλος, υφηγητής τότε της Φιλοσοφίας του Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ο Διοικητής του στρατοπέδου και τότε στρατοπεδάρχης Μακρονήσου, συνταγματάρχης Δαούλης, γνωστός και ως «Γάτος», του ανέθεσε την ομιλία για την επέτειο της 25ης Μαρτίου 1948. Επειδή όμως θεώρησε ότι ο λόγος του δεν ήταν μέσα στα πλαίσια της εθνικοφροσύνης, του είπε «Σκάσε!» και αποχώρησε.

Η καθαίρεσή των αξιωματικών έγινε στις 7 Απριλίου 1948. Τους πήραν τα πηλήκια και όταν τους κούρεψαν τους έβγαλαν και φωτογραφίες. Την προηγούμενη μέρα, με την ευκαιρία της επετείου της χιτλερικής επίθεσης στην Ελλάδα, τους είχαν οδηγήσει στο Γ΄Τάγμα, όπου οι «αναμορφωμένοι» φαντάροι τους διαπόμπευσαν με φωνές, κατάρες, βλαστήμιες και λιθοβολισμούς. Όσοι δεν υπέγραψαν, 147 αρχικά και στη συνέχεια 29, μεταφέρθηκαν σε άλλο κλωβό, πιο μακριά, στη χαράδρα [3].

Τον Ιούνιο του 1948 που πήγε ο Α. Λαμπέρ, το στρατόπεδο είχε 650 άνδρες, τους οποίους η διοίκηση τους είχε κατατάξει σε τέσσερις κατηγορίες ανάλογα όχι μόνο με τα φρονήματα αλλά και με την πίστη τους στο καθεστώς. Η κατηγορία Α΄ περιλάμβανε τους νομιμόφρονες, οι οποίοι σύντομα θα επέστρεφαν στις μονάδες τους. Η Β΄ αξιωματικούς που δεν ήταν πλήρως νομιμόφρονες και είχαν ακόμα ανάγκη αναμόρφωσης. Στην Γ΄κατηγορία ανήκαν οι νεοφερμένοι που δεν θεωρούνταν ανεπίδεκτοι αναμόρφωσης. Η Δ΄ περιλάμβανε κυρίως αξιωματικούς της εφεδρείας και κάποιους άλλους όχι επικίνδυνους αλλά αμετανόητους που σκόπευαν να τους διαγράψουν από τις τάξεις του στρατού [4].

Τον Αύγουστο του 1948, οι «αναμορφωμένοι» αξιωματικοί έφυγαν από τη Μακρόνησο, πήραν όπλα, καθώς και τη σημαία από τα χέρια του βασιλιά, στη διάρκεια μιας πανηγυρικής τελετής στο Στάδιο. Έτσι δημιουργήθηκαν τα Ειδικά Τάγματα Αξιωματικών (ΕΤΑΞ), τα οποία στάλθηκαν στο μέτωπο για να πολεμήσουν τους «κομμουνιστάς». Στα ΕΤΑΞ συμμετείχαν και φαντάροι, αρχικά κυρίως από το Γ΄ Τάγμα, το «Γαλάζιο» [5]. Μετά την αποχώρηση των αξιωματικών, το «Κέντρο» παρέμεινε ως έδρα του στρατοπεδάρχη. Εκεί κτίστηκε αργότερα και το Νοσοκομείο.

 

Τα Τάγματα Σκαπανέων

 

Το Γ΄ Τάγμα Σκαπανέων ιδρύθηκε τον Ιούνιο του 1947 και άνοιξε το δρόμο για τη μαζική «ανάνηψη» των στρατιωτών. Παρομοιαζόταν με «κολυμπήθρα του Σιλωάμ», όπου οι «εαμοβούλγαροι» αναβαπτίζονταν στα νάματα της εθνικοφροσύνης και έβγαιναν απαλλαγμένοι από το μικρόβιο του κομμουνισμού. Στο γκρι τοπίο και στο βαρύ κλίμα της Μακρονήσου το γαλάζιο της θάλασσας και η δυνατότητα να κάνουν μπάνιο αποτελούσε μια παρηγοριά.

Η επιχείρηση αναμόρφωσης είναι συνδεδεμένη με το όνομα του Ταγματάρχη Π. Σκαλούμπακα, ο οποίος υπήρξε αρχικά υποδιοικητής και στη συνέχεια Διοικητής του Γ΄Τάγματος, μέχρι το Σεπτέμβριο του 1948. Άμεσος βοηθός του ο Μάκης Δόγκας, πρώην κομμουνιστής, αρχισυντάκτης του περιοδικού Σκαπανεύς, συντάκτης του Ύμνου του Γ΄Τάγματος και δημιουργός της χορωδία που το τραγουδούσε. Η εκκλησία, την οποία έκτισαν οι φαντάροι και διακόσμησαν μετά από έρανο, είχε ονομαστεί, συνδηλωτικά, Απόστολος Παύλος. Όπως ο Παύλος, από φανατικός αντίπαλος του χριστιανισμού μετατράπηκε σε φανατικό υπέρμαχο, έτσι και οι φαντάροι θα….

 

Καθαριότητα, Γ’ Ειδικό Τάγμα Οπλιτών Μακρονήσου, 1953 (ΑΣΚΙ/Φωτογραφικό Αρχείο Νίκου Μάργαρη).

 

Όταν οι εκπρόσωποι του ΔΕΣ επισκέφθηκαν τη Μακρόνησο, τον Ιούνιο του 1948, τα τρία Τάγματα είχαν 15.300 άνδρες και η Διοίκηση τους πληροφόρησε ότι 5.000 είχαν ήδη επανενταχθεί στο στρατό. Οι εκπρόσωποι του ΔΕΣ, πήγαν ή τους πήγαν στο Γ΄ Τάγμα, το οποίο εκείνη την εποχή λειτουργούσε ως «βιτρίνα». Τους έκανε εξαιρετική εντύπωση. Οι σκηνές ήταν βαλμένες τακτικά, οι κουβέρτες επαρκείς, τα κτίρια της διοίκησης καλής κατασκευής. Το μενού και οι μερίδες ήταν αναρτημένα μια εβδομάδα νωρίτερα, για να λαμβάνει γνώση ο καθένας. Η Έκθεσή του Α. Λαμπέρ αποπνέει ένα θαυμασμό. Γράφει ότι οι φαντάροι το πρωί έπιναν τσάι ή καφέ, το μεσημέρι έτρωγαν ψάρι ή κρέας με λαχανικά, το βράδυ σούπα με λαχανικά ή ζυμαρικά, όλα φτιαγμένα με λάδι. Οι εκπρόσωποι του ΔΕΣ δοκίμασαν τη σούπα και την αξιολόγησαν ως πολύ καλής ποιότητας και επαρκούς ποσότητας. Ενημερώθηκαν ότι η μερίδα του ψωμιού ήταν 250 δράμια (800 γραμ.). Σημείωσαν ότι δεν υπήρχε εστιατόριο, αλλά υπήρχε καντίνα ευπρόσιτη σε όλους, που λειτουργούσε υπό την εποπτεία της Διοίκησης και διέθετε και χυμούς. Η καντίνα διέθετε επίσης και μεγάφωνα για να ακούν ραδιόφωνο [6].

Τα ρούχα και τα παπούτσια τους φάνηκαν σε εξαιρετική κατάσταση και οι σχέσεις των στρατιωτών με τη διοίκηση «εγκάρδιες». Οι «ανανήψαντες» έπαιρναν και άδειες για το σπίτι τους. Όσοι θα επανεντάσσονταν σύντομα στο Στρατό έπαιρναν 2.500 δραχμές την ημέρα, όσοι ήταν υπό «επιτήρηση» 500 δραχμές. Το Τάγμα χορηγούσε και έντεκα τσιγάρα την ημέρα. Η Διοίκηση τους ενημέρωσε ότι η καταναγκαστική εργασία δεν ήταν υποχρεωτική, αλλά οι στρατιώτες «συγύριζαν» το στρατόπεδο, κατασκεύαζαν και βελτίωναν τους δρόμους που το συνέδεαν με τα άλλα. Το πρωί οι κρατούμενοι έκαναν ασκήσεις και όσοι ήταν αναλφάβητοι παρακολουθούσαν μαθήματα στοιχειώδους εκπαίδευσης. Τα απογεύματα ήταν αφιερωμένα σε θεωρητικά μαθήματα και η παρουσία όλων ήταν υποχρεωτική. Το Τάγμα διέθετε μια μικρή ορχήστρα με κιθάρες και καλούς τραγουδιστές, καθώς και μία μπάντα. Η χορωδία του είχε κάνει επιτυχή εμφάνιση στη Σύρο, όπου και η ποδοσφαιρική ομάδα «Μακρόνησος» είχε νικήσει την αντίστοιχη της Σύρου με 6-0.

Την ιατρική περίθαλψη, η οποία εξασφαλιζόταν από στρατιωτικούς γιατρούς και νοσοκόμους, τη βρήκαν επαρκή. Οι βαριά ασθενείς μεταφέρονταν στο στρατιωτικό νοσοκομείο Αθηνών, ενώ στο νοσηλευτήριο του Τάγματος βρίσκονταν 40 ασθενείς. Είχαν μεγάλη έλλειψη από φάρμακα και εργαλεία, αλλά και από ζάχαρη και ο ΔΕΣ υποσχέθηκε να συμβάλει.

Οι εκπρόσωποι του ΔΕΣ, γνώστες των δημοσιευμάτων για τα βασανιστήρια, αλλά και «ενθουσιασμένοι από τη συμπεριφορά όχι μόνο των αρχών αλλά κυρίως από την έκφραση της συμπάθειας των στρατιωτών απέναντι τους» θεώρησαν ότι στους πρώτους έξι μήνες έγιναν «κάποια λάθη κυρίως ψυχολογικού τύπου», αλλά ότι έχει γίνει μια «αξιοσημείωτη επανόρθωση» από νέους αξιωματικούς, ειδικά επιλεγμένους, οι οποίοι κατηύθυναν τη διαδικασία αναμόρφωσης. Οι νεοφερμένοι μοιράζονταν αναλογικά στα τρία τάγματα και μεγάλο μέρος της αναμόρφωσης γινόταν από τους συντρόφους τους. Και η Έκθεση καταλήγει ότι, αν και κινήθηκαν ελεύθερα μεταξύ των στρατιωτών, κανείς δεν εξέφρασε κανένα παράπονο [7].

Η επόμενη επίσκεψη των εκπροσώπων του ΔΕΣ έγινε το Δεκέμβρη 1948. Στο διάστημα των έξι μηνών που μεσολάβησε από την πρώτη επίσκεψη η δύναμη των τριών Ταγμάτων είναι μειωθεί σχεδόν στο μισό: το Α΄ Τάγμα είχε 4.000 άνδρες με Διοικητή τον Αντώνη Βασιλόπουλο, το Β΄ 2.500 άνδρες με Διοικητή το Γιώργο Τζανετάτο, ο οποίος αργότερα φυλακίστηκε για κατάχρηση του επιδόματος των κρατουμένων [8] και το Γ΄ 2.300 με Διοικητή το Γιώργο Σγούρο. Το στρατόπεδο αξιωματικών είχε 702. Επρόκειτο να ενταχθούν στο στράτευμα ακόμα 1.600 στρατιώτες.

Ο Α. Λαμπέρ σημειώνει ότι οι συνθήκες δεν είχαν αλλάξει. Οι στρατιώτες τρέφονταν με 3.300 έως 3.900 θερμίδες την ημέρα. Μόνο στην καντίνα οι τιμές είχαν αυξηθεί κατά 10%. Με τα χρήματα αυτά όμως σκόπευαν να αγοράσουν μουσικά όργανα, δίσκους γραμμοφώνου, είδη αθλητισμού, να δημιουργήσουν δικό τους ραδιοφωνικό σταθμό, να ανεβάσουν θεατρικές παραστάσεις και να βοηθήσουν τις οικογένειες των στρατιωτών που είχαν ανάγκη. Η «αναμόρφωση» είχε οργανωθεί καλύτερα. Σε κάθε στρατόπεδο είχε ιδρυθεί Γραφείο Ηθικής και Εθνικής Αγωγής, με τμήμα συνεδρίων, τμήμα τύπου (Βλ. Παράρτημα, τέχνης (μουσική, θέατρο) καθώς και τμήμα αθλητισμού. Υπήρχε μεγάλη πειθαρχία. Οι Διοικητές ενδιαφέρονταν όμως για τους άντρες τους και εκείνοι τους αποκαλούσαν «παππού» ή «μπαμπά» [9].

 

Το θέατρο του Γ’ Τάγματος Σκαπανέων, 5/7/1948 (ΑΣΚΙ/Φωτογραφικό Αρχείο Νίκου Μάργαρη).

 

Μετά από μερικούς μήνες, τον Απρίλιο του 1949, η δύναμη των τριών Ταγμάτων είχε μειωθεί ακόμα περισσότερο. Το Α΄ είχε 1.700 άντρες, το Β΄ 3.500 και το Γ΄ 2.500. Αξιωματικοί 500. Ο ραδιοφωνικός σταθμός είχε αρχίσει τις εκπομπές του και είχε αρχίσει να κατασκευάζεται μια αίθουσα φαγητού για τους αξιωματικούς καθώς και το νοσοκομείο. Ο Α. Λαμπέρ στην Έκθεσή του σημειώνει ότι είναι «αδύνατο» να περιγράψει κανείς την εντύπωση που αποκομίζει από αυτά τα στρατόπεδα, τα περιφραγμένα με αγκαθωτό σύρμα, καθώς και από το πνεύμα που τα διακατέχει. Αναφέρει ότι ρώτησε για κάποιον που ήταν κουρεμένος «γουλί», εάν ήταν νεοσύλλεκτος και του απάντησαν ότι μετά από μερικούς μήνες παραμονής στη Μακρόνησο χορηγούσαν στους φαντάρους μια 48ωρη άδεια. Ο συγκεκριμένος στρατιώτης παραβίασε την άδεια του και το κούρεμα «εν χρω» ήταν τιμωρία, γιατί κανείς, εκείνη την εποχή, δεν ήθελε να τον δουν έτσι [10].

Το γεγονός αυτό δίνει μια εξήγηση γιατί, τους αξιωματικούς, όταν τους καθαίρεσαν, τους κούρεψαν και επιπλέον τους φωτογράφισαν κουρεμένους. Στη Μακρόνησο η βία δεν ήταν μόνο σωματική. Το σύστημα αναμόρφωσης στόχευε στον εξευτελισμό του ανθρώπου, δημιουργώντας μια κατάσταση συνεχούς ψυχικής αγωνίας, άγχους και απροσδιόριστου φόβου που άγγιζε κάθε πλευρά της ανθρώπινης συγκρότησης και καθημερινότητας, ακόμα και τις «τρίχες». Εκείνη την εποχή το μουστάκι θεωρείτο συνώνυμο του ανδρισμού. Στη Μακρόνησο το ξερίζωναν. Κάποιοι, για να αποφύγουν τη σωματική βία (τον πόνο από το ξερίζωμα) και την ηθική (τον εξευτελισμό) αποφάσιζαν να το ξυρίσουν μόνοι τους. Συνειδητά ή ασυνείδητα μια τέτοια ενέργεια συνιστούσε μια πράξη υποταγής, μια άλλου είδους δήλωση μετανοίας. Ωστόσο οι εκπρόσωποι του ΔΕΣ ήταν πολύ μακριά από όλα αυτά.

 

Άποψη του Β’ Τάγματος Σκαπανέων (ΑΣΚΙ/Φωτογραφικό Αρχείο Νίκου Μάργαρη).

 

Στρατόπεδα για «ιδιώτες»

 

Μπορεί η Μακρόνησος να δημιουργήθηκε από το ΓΕΣ, η παρουσία όμως των πολιτών, οι οποίοι ανήκαν στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως και του υπουργείου Δικαιοσύνης, ήταν έντονη. Η έννοια του πολίτη, του ανθρώπου που ασχολείται με τα κοινά, με τα δημόσια, με την πολιτική, ήταν ίσως ακατανόητη για τους στρατιωτικούς που εμπνεύστηκαν και οργάνωσαν τη Μακρόνησο, γι αυτό χρησιμοποίησαν τη λέξη «ιδιώτης». Τα στρατόπεδα πολιτών τα ονόμαζαν «Στρατόπεδα Ιδιωτών». Από αυτά «πέρασαν» όλες οι προσωπικότητες της αριστεράς που δεν πήγαν φυλακή ή δεν βρέθηκαν «έξω» ως πολιτικοί πρόσφυγες, αλλά και «προληπτικοί» επαρχιώτες, συγγενείς ανταρτών, άντρες γυναίκες και παιδιά που είχαν συλληφθεί για προληπτικούς λόγους, επειδή βοηθούσαν τους αντάρτες ή πιθανόν να τους βοηθούσαν.

Στη διάρκεια της πρώτης τους επίσκεψη στη Μακρόνησο οι εκπρόσωποι του ΔΕΣ, Α. Λαμπέρ και ο Ρ. Ροθ, επισκέφτηκαν και τα δύο στρατόπεδα πολιτών. Το «Ειδικό» όπου κρατούνταν οι προληπτικοί, κυρίως από την Πελοπόννησο, το οποίο ανήκε στο Γ΄ Τάγμα Σκαπανέων και το στρατόπεδο «Ιδιωτών», το οποίο βρισκόταν στη ΣΦΑ, όπου κρατούνταν και οι στρατηγοί του ΕΛΑΣ Σ. Σαράφης [11]11, Εμ. Μάντακας (Βλ. Δεκεμβριανά) και Μ. Χατζημιχάλης [12], ο Κ. Γαβριηλίδης, αρχηγός του Αγροτικού Κόμματος, πρώην βουλευτής, κ.ά..

Τον Ιούνιο του 1948 το στρατόπεδο «ιδιωτών» στη ΣΦΑ, είχε 224 άνδρες, Διοικητή το Λοχαγό της Χωροφυλακής Μιχαλόπουλο και περιβαλλόταν από σύρμα αγκαθωτό. Στην πράξη λειτουργούσαν δύο στρατόπεδα, ένα για τους δεξιούς (δοσίλογους, Μάυδες) και ένα για τους αριστερούς, εξ ολοκλήρου χωρισμένα το ένα από το άλλο, με δικές τους εισόδους. Και η ΣΦΑ είχε δύο στρατόπεδα, ένα για τους κρατούμενους κοινού ποινικού δικαίου (κυρίως ναρκομανείς) και ένα για τους «άλλους», τους πολιτικούς. Όλοι οι κρατούμενοι ζούσαν στοιβαγμένοι σε σκηνές, στις οποίες είχαν κτίσει τοιχία και κοιμόνταν πάνω σε ψάθες ή/και κουβέρτες. Οι γηραιότεροι απολάμβαναν κάποιας εύνοιας και οι σκηνές τους είχαν κρεβάτια.

Μπαίνοντας στο στρατόπεδο ο Α. Λαμπέρ και ο Ρ. Ροθ, συνοδευόμενοι από τον Διοικητή του στρατοπέδου, από τον Γενικό Διευθυντή του υπουργείου Δικαιοσύνης και από τον Διοικητή του Γ΄ Τάγματος (Π. Σκαλούμπακα) συνάντησαν τον Α. Λούλη, μέλος της ΚΕ του ΕΑΜ, τον οποίο ο Α. Λαμπέρ γνώριζε από την Κατοχή και είχαν συνεργαστεί στη διάρκεια των Δεκεμβριανών (βλ. Δεκεμβριανά). Ο Α. Λούλης τους προσκάλεσε στη σκηνή του την οποία μοιραζόταν με πέντε άλλους, μεταξύ των οποίων και ο στρατηγός Μιχάλης Χατζημιχάλης του ΕΛΑΣ [13].

Ο Α. Λούλης, μιλώντας εν ονόματι όλων, έκανε κριτική στις συνθήκες κράτησης και επικαλέστηκε τους συγκρατούμενούς του στρατηγούς Σαράφη, Μάντακα και τον Κ. Γαβριηλίδη. Ο Α. Λαμπέρ σημειώνει «Βρισκόμαστε λοιπόν ενώπιον ενός πραγματικού κομμουνιστικού συνεδρίου» και υπογραμμίζει – μάλλον έκπληκτος – ότι μιλούσαν ελεύθερα μπροστά στους «αξιωματούχους». Ο Α. Λούλης επισήμανε ότι φοβόντουσαν κυρίως τα μέτρα που επρόκειτο να εφαρμοστούν και σε αυτό ήταν σύμφωνος και ο στρατηγός Σαράφης. Ο Α. Λαμπέρ δεν ήθελε ή/και δεν μπορούσε να μπει σε μια συζήτηση πολιτική και διευκρίνισε, όπως έκανε συνήθως, ότι η Συνθήκη της Γενεύης δεν μπορούσε να εφαρμοστεί στη δική τους περίπτωση και ότι η παρουσία του ΔΕΣ στο στρατόπεδο οφειλόταν στην καλή θέληση των ελληνικών αρχών.

Στην Έκθεση του, όσον αφορά τις συνθήκες κράτησης, μας πληροφορεί ότι η «καταναγκαστική» εργασία δεν ήταν υποχρεωτική, ότι οι κρατούμενοι μπορούσαν να κάνουν μπάνιο στη θάλασσα, ότι περνούσαν το χρόνο τους διαβάζοντας βιβλία και παίζοντας σκάκι ή τάβλι. Δεν είχαν όμως βιβλιοθήκη, ούτε ορχήστρα, ούτε ράδιο, ούτε θέαμα. Δικαιούνταν να γράφουν ένα γράμμα την εβδομάδα, αλλά δέχονταν απεριόριστα και γράμματα και δέματα. Με τα δέματα που έστελναν οι οικογένειές τους οι περισσότεροι συμπλήρωναν τη διατροφή τους. Δεν υπήρχε εστιατόριο και έτρωγαν κάτω από τις σκηνές. Φορούσαν τα δικά τους ρούχα. Το νερό το μετέφεραν δεξαμενόπλοια από το Λαύριο και θεωρητικά ο κάθε κρατούμενος δικαιούτο οκτώ λίτρα την ημέρα. Τα αποχωρητήρια απολυμαίνονταν με ασβέστη και γινόταν ψεκασμός με DTT. Στην ιατρική περίθαλψη, εκτός από το ιατρικό προσωπικό του υπουργείου Δικαιοσύνης, συμμετείχαν και έξι γιατροί κρατούμενοι και ο ΔΕΣ ενήργησε ώστε να απομακρυνθεί ένας κρατούμενος με ανοικτή φυματίωση [14].

Η επόμενη επίσκεψη στο στρατόπεδο «ιδιωτών», έγινε από τον Α. Λαμπέρ το Δεκέμβρη του 1948. Ως Διοικητής του στρατοπέδου αναφέρεται ο Διοικητής της ΣΦΑ, ο πρώην Συνταγματάρχης του ιππικού Θωμάς Σούλης, γνωστός και με το παρατσούκλι «παππούς». Ανέλαβε Διοικητής στις ΣΦΑ το Μάρτιο του 1948 και έφυγε τον Ιούλιο του 1949, κατηγορούμενος για οικονομικές ατασθαλίες αλλά και για ασέλγεια σε βάρος ανηλίκων [15].

Η σημαντικότερη διαφορά από την προηγούμενη επίσκεψη ήταν ότι ο αριθμός των κρατουμένων είχε αυξηθεί: 902 άνδρες, από τους οποίους οι 808 ήταν υπόδικοι και οι 94 καταδικασμένοι. Οι συνθήκες δεν είχαν αλλάξει. Ο ΔΕΣ έκανε ονομαστική διανομή και φρόντισε να πάρει έστω και κάτι, κάθε ένας από τους 94 καταδικασμένους. Στις γενικές παρατηρήσεις ο Α. Λαμπέρ σημειώνει ότι ένας μεγάλος αριθμός υποδίκων έχει υπογράψει δήλωση, αφού απομόνωσαν τους αρχηγούς σε ένα στρατόπεδο που βρισκόταν στο βόρειο τμήμα της Μακρονήσου, σε 13 χλμ. απόσταση, το οποίο δεν ήταν δυνατόν να το επισκεφτεί, λόγω έλλειψης μεταφορικών μέσων. Εκεί θα εγκαθιστούσαν και τους εξόριστους που θα έφερναν από την Ικαρία [16].

 

Οι πολιτικοί εξόριστοι

 

Το Δεκέμβριο του 1948, τελικά όλο το στρατόπεδο των πολιτών από το νοτιότερο άκρο του νησιού, όπου ήταν οι ΣΦΑ, μεταφέρθηκε στο βορειότερο σημείο, στο Τρισανέμι. Ονομαζόταν «Στρατόπεδο πολιτικών εξορίστων» ή «Πειθαρχημένη» (συντόμευση του «Στρατόπεδο Πειθαρχημένης Διαβίωσης») ή «Δ΄ Τάγμα» (το Α΄, Β΄ και Γ΄ αποτελούνταν από στρατιώτες) ή «Στρατόπεδο Ρέντη», γιατί ιδρύθηκε όταν Υπουργός Δημόσιας Τάξεως ήταν ο Κ. Ρέντης. Η μεταφορά των εξορίστων από τα νησιά οδήγησε και στην επέκταση του στρατοπέδου, 1.000 μ. νοτιότερα, στην περιοχή του Αη Γιώργη. Σε σύντομο χρονικό διάστημα στη θέση Τρισανέμι –  Άη Γιώργης λειτούργησε το μεγαλύτερο στρατόπεδο πολιτών του εμφυλίου πολέμου [17].

 

Πολιτικοί εξόριστοι στο Στρατόπεδο Πειθαρχημένης Διαβίωσης (Αη Γιώργης-Τρισανέμι), 5/1949, (ΑΣΚΙ/Φωτογραφικό Αρχείο Νίκου Μάργαρη).

 

Ο Α. Λαμπέρ το επισκέφτηκε στις 2 Απριλίου 1949. Είχε 5.000 άντρες, από τους οποίους οι 4.370 ήταν στο Τρισανέμι και οι 630 στον Αη Γιώργη που άρχιζε και αυτός σιγά σιγά να γεμίζει με εξόριστους. Διοικητής ήταν ο Συνταγματάρχης της Χωροφυλακής Σηφάκης. Οι κρατούμενοι έμεναν σε σκηνές υπερπλήρεις και μόνο κάποιοι ηλικιωμένοι είχαν κρεβάτια. Οι σκηνές ήταν σε κακή κατάσταση και τις επιδιόρθωναν μόνοι τους, ενώ δεν υπήρχε καμιά πρόνοια για θέρμανση. Υπήρχε μια ηλεκτρογεννήτρια, δύο εγκαταστάσεις με νιπτήρες, η μία σκεπασμένη και η άλλη υπαίθρια και κτίρια υπό κατασκευή. Οι κρατούμενοι μπορούσαν να τριγυρνούν στο στρατόπεδο και να κάνουν μπάνιο στη θάλασσα, καθώς και την τουαλέτα τους. Δεν ήταν υποχρεωμένοι να δουλεύουν και οι αγγαρείες γίνονταν εκ περιτροπής. Η θρησκευτική ζωή ήταν ανύπαρκτη, αφού οι εξόριστοι ήταν μέλη του ΚΚΕ, σύμφωνα με τον Α. Λαμπέρ. Δεν υπήρχε ούτε βιβλιοθήκη, ούτε ραδιόφωνο [18].

Τα γεύματα κανονίζονταν από το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης, με βάση το επίδομα των 3.000 δρχ. την ημέρα. Το πρωί έπιναν καφέ ή τσάι, το μεσημέρι και το βράδυ ¾ του κιλού σούπα με φασόλια ή φακές. Η μερίδα του ψωμιού ήταν 120 δράμια (384 γραμ.). Η τροφή ήταν λιγοστή, καθώς και το γάλα για τους αρρώστους. Πολλοί κρατούμενοι δεν είχαν ούτε κουβέρτες, ούτε ρούχα.

Υπήρχε γιατρός στο στρατόπεδο αλλά και γιατροί εξόριστοι. Οι φυματικοί είχαν απομονωθεί σε τέσσερις σκηνές, οι οποίες δεν είχαν καλό αερισμό. Ο γιατρός είπε στον Α. Λαμπέρ ότι υπήρχαν 80 άτομα με ανοιχτή φυματίωση και ότι τον προηγούμενο μήνα είχε πεθάνει κάποιος, ενώ τον μετέφεραν στο νοσοκομείο. Η έλλειψη φαρμάκων ήταν μεγάλη και φεύγοντας ο Α. Λαμπέρ πήρε μαζί του μία κατάσταση τεσσάρων σελίδων με τα αναγκαία φάρμακα. Στην περιοδεία του στις σκηνές των αρρώστων συνοδεύτηκε από τους Στρατηγούς Σαράφη και Μάντακα, τον Κ. Γαβριηλίδη και το γιατρό Κ. Ζωγράφο. Τους υποσχέθηκε ότι ο Ελληνικός και ο Διεθνής ΕΣ θα φροντίσουν για φάρμακα, καθώς και για τη διατροφή των αρρώστων και τη λειτουργία ενός νοσοκομείου [19].

Τέσσερις μήνες αργότερα, τον Ιούλιο 1949, ο Α. Λαμπέρ επισκέφτηκε ξανά το στρατόπεδο. Ο αριθμός των κρατουμένων είχε διπλασιαστεί: 10.494. Στο Τρισανέμι ήταν 4.994 άντρες και στον Άη Γιώργη 5.500: από 630 στις 2 Απριλίου. Μεγάλο μέρος από τις σκηνές των νεοφερμένων ήταν σε πολύ κακή κατάσταση. Σε έναν από τους «κλωβούς» μόνο οι επτά σκηνές, από τις 45, ήταν σε καλή κατάσταση. Έλειπε το σαπούνι, όπως σε όλα τα στρατόπεδα, και το μπάνιο στη θάλασσα είχε περιοριστεί στις τρεις φορές την εβδομάδα, με αιτιολογικό το μεγάλο αριθμό των εξορίστων. Το φαγητό δεν ήταν καλό. Είχε πολύ νερό και λίγο ρύζι. Οι κρατούμενοι ήταν υποχρεωμένοι να εργάζονται έξι ώρες την εβδομάδα. Στους τέσσερις μήνες που μεσολάβησαν είχαν φτιάξει φούρνο, δεξαμενές νερού, αποθήκες τροφίμων και κτίρια για τη Διοίκηση [20].

Η περίθαλψη δεν ήταν καλή, παρόλο που υπήρχαν 46 γιατροί μεταξύ των κρατουμένων. Δεν υπήρχε συνολική διαχείριση του φαρμακευτικού υλικού στα στρατόπεδα. Ο Διεθνής μαζί με τον Ελληνικό ΕΣ σχεδίαζαν να λειτουργήσουν ένα αναρρωτήριο με 80 κρεβάτια και ήδη ο Ελληνικός ΕΣ είχε πάρει δυο παραπήγματα για να οργανώσει το φαρμακείο. Οι γιατροί θεωρούσαν ότι οι 80 φυματικοί έπρεπε να σταλούν πίσω στην Ικαρία και ότι 13 έπρεπε να απομονωθούν άμεσα. Κάποιοι εξόριστοι εξέφρασαν την επιθυμία να δημιουργηθεί μια βιβλιοθήκη με βιβλία επιστημονικά αλλά και μυθιστορήματα.

 

Πολιτικοί εξόριστοι στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο (Μίκης θεοδωράκης, Μανώλης Παπουτσάκης, Μανώλης Φουρτούνης), 3/1949, (ΑΣΚΙ/Φωτογραφικό Αρχείο Νίκου Μάργαρη).

 

Μαζί με τη γυναίκα του ο Α. Λαμπέρ περιηγήθηκαν ανάμεσα στις σκηνές και μίλησαν με τους κρατούμενους. Αυτοί παραπονέθηκαν ότι τα γράμματα αλλά και τα δέματα με τα τρόφιμα που τους έστελναν οι δικοί τους ή δεν τα έπαιρναν καθόλου ή καθυστερούσαν έως και 15 μέρες και πίστευαν ότι αυτό γινόταν επίτηδες, ενώ ο Λαμπέρ θεωρούσε ως αιτία την κακή οργάνωση. Οι κρατούμενοι διαμαρτυρήθηκαν για την έλλειψη νερού και υποστήριξαν ότι, εάν η υδροφόρα ερχόταν καθημερινά, όλοι οι εξόριστοι θα μπορούσαν να είχαν τέσσερις οκάδες πόσιμο νερό την ημέρα. Διαμαρτυρήθηκαν και για τη μείωση των ημερών του θαλάσσιου μπάνιου καθώς και ότι το μπάνιο γινόταν κοντά στις αποχετεύσεις και τα μαγειρεία, πράγμα επικίνδυνο για την υγεία τους. Υποστήριξαν επίσης ότι η εργασία ήταν υποχρεωτική και κατήγγειλαν ότι τους ξυλοκοπούσαν, εάν δεν την έκαναν γρήγορα. Κατήγγειλαν ακόμα ότι δεν έστελναν στο νοσοκομείο όσους δεν είχαν υπογράψει δήλωση, ακόμα και εάν ήταν βαριά άρρωστοι. Κάποιοι κατηγόρησαν ευθέως τον ΔΕΣ ότι φέρει ευθύνη για όσα τους συμβαίνουν, γιατί δεν τα καταγγέλλει. Ο Α. Λαμπέρ σημειώνει ότι αυτές οι διαμαρτυρίες εκπορευόταν από μια συγκεκριμένη ομάδα εξορίστων, η οποία τους πολιορκούσε «στενά» σε όλη τη διάρκεια της περιοδείας τους στις σκηνές [21].

Ο Διοικητής Σηφάκης είπε στον Α. Λαμπέρ ότι επιθυμούσε να βελτιώσει τις συνθήκες στο στρατόπεδο. Κατηγόρησε τους κρατούμενους ότι δήλωναν άρρωστοι ή τρελοί χωρίς να είναι και ανέφερε την περίπτωση του Θ. Μακρίδη, στρατιωτικού στελέχους του ΚΚΕ. Ο συγκεκριμένος κρατούμενος είχε σταλεί στην Αθήνα δύο φορές ως ασθενής αλλά αποδείχτηκε ότι δεν είχε τίποτα [22]. Είπε ακόμα ότι οι φυματικοί ήθελαν να γυρίσουν στην Ικαρία, όχι γιατί εκεί θα γίνονταν καλά, αλλά γιατί εκεί η ζωή ήταν πιο ευχάριστη.

 

Οι Μάνος Κατράκης, Τ. Καρούσος, Γιάννης Ιμβριώτης, Μενέλαος Λουντέμης, Δημήτρης Φωτιάδης, Νίκος Παπαπερικλής στη Μακρόνησο, 1949 (ΑΣΚΙ/Φωτογραφικό Αρχείο Νίκου Μάργαρη).

 

Η γνώμη του Α. Λαμπέρ για τα αίτια της σωρείας των προβλημάτων που παρουσίαζε το στρατόπεδο ήταν η απότομη αύξηση του αριθμού των κρατουμένων και η παντελής έλλειψη οργάνωσης. Επιπλέον είχε τη γνώμη ότι οι κρατούμενοι, ως εξόριστοι στα νησιά, είχαν μια ζωή ασύγκριτα πιο ελεύθερη και ανεξάρτητη απ’ ό,τι στη Μακρόνησο και ότι κάποιοι ήθελαν να υπάρχει σύγχυση, ακαταστασία και βρωμιά για να έχουν μια ακόμα ευκαιρία να διαμαρτύρονται. Το «συν Αθηνά και χείρα κίνει» δεν εκτιμάται σε αυτό το στρατόπεδο, γράφει. Θεωρεί επίσης ότι μια από τις αιτίες της κακής λειτουργίας ήταν η έλλειψη απασχόλησης και ήλπιζε ότι τα πράγματα θα διορθώνονταν με τον καιρό. Ως άμεση ανάγκη, πριν πιάσει ο χειμώνας, ήταν να βρεθούν 3-4.000 κουβέρτες, παρόλο που η Λίγκα για τη Δημοκρατία στην Ελλάδα, από το Λονδίνο είχε στείλει αρκετές. Γενικότερα σημειώνει ότι σε αυτό το στρατόπεδο «οι συνθήκες ήταν αντίθετες και με τους πιο βασικούς ανθρωπιστικούς κανόνες» [23].

Μετά από δύο εβδομάδες ο Α. Λαμπέρ πήγε ξανά στο στρατόπεδο συνοδεύοντας τα φάρμακα και τα κρεβάτια για το αναρρωτήριο του Ελληνικού ΕΣ. Αυτά είχαν μεταφερθεί με καμιόνι στο Λαύριο για να φορτωθούν στο καΐκι, αλλά ο καιρός δεν το επέτρεψε και έμειναν σε μια στρατιωτική αποθήκη. Οι κρατούμενοι πίστευαν ότι η Διοίκηση του στρατοπέδου μπλόκαρε τα φάρμακα, με το αιτιολογικό ότι περίμενε γράμμα από τον Ελληνικό ΕΣ και ο Α. Λαμπέρ θεώρησε ότι πρόκειται για παρεξήγηση. Συναντήθηκε με τους κρατούμενους γιατρούς και ο Κ. Ζωγράφος τον ενημέρωσε ότι υπήρχαν πια μόνο 30 φυματικοί και ότι θα έστελναν και αυτούς στην Ικαρία. Ο αριθμός των κρατουμένων είχε λίγο μειωθεί (9.996), αφού 500 περίπου εξόριστοι είχαν απελευθερωθεί την προηγούμενη εβδομάδα [24].

 

Σκαπανεύς Μακρονήσου. Μηνιαίο περιοδικό των Μονάδων Μακρονήσου, τχ. 7 (11/1949) (Βιβλιοθήκη ΑΣΚΙ).

 

Οι «προληπτικοί»

 

Στη Μακρόνησο, εκτός από τα στρατόπεδα πολιτών στο βόρειο άκρο του νησιού, στο Τρισανέμι και τον Αη Γιώργη που δημιουργήθηκαν στα τέλη του 1948, τον Απρίλιο του 1949 συγκεντρώθηκαν πολίτες, οι οποίοι δεν ήταν ούτε εξόριστοι, ούτε φυλακισμένοι, σε ένα «Ειδικό» στρατόπεδο, το οποίο ανήκε στο Α΄ Τάγμα Σκαπανέων ή Α΄ Ειδικό Τάγμα Οπλιτών (ΑΕΤΟ), με Διοικητή τον Α. Βασιλόπουλο, από το οποίο και ηλεκτροφωτίζονταν. Τη «μαγιά» αποτέλεσαν 2.200 κρατούμενοι που είχαν συλληφθεί για προληπτικούς λόγους στη διάρκεια των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων του Στρατού στην Πελοπόννησο, οι οποίοι βρίσκονταν στη ΣΦΑ από το Δεκέμβριο του 1948 [25]. Η παρουσία ηλικιωμένων αλλά και ανηλίκων ήταν σημαντική. Το «Ειδικό» αυτό στρατόπεδο ήταν ένας από τους προάγγελους του «Οργανισμού Αναμορφωτηρίων Μακρονήσου» (ΟΑΜ), που ιδρύθηκε μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού.

Ο Α. Λαμπέρ επισκέφτηκε το «Ειδικό» στρατόπεδο το Μάιο 1949. Αποτελείτο από τέσσερις τομείς/κλωβούς, με διοικητή έναν υπολοχαγό. Είχε 7.000 άντρες από τους οποίους οι 150 ήταν ανήλικοι από 10 έως 20 χρονών. Οι κρατούμενοι έμεναν σε τεράστιες, ψηλές, στρατιωτικές σκηνές, τακτικά βαλμένες. Μπορούσαν να περιφέρονται ελεύθερα στον κλωβό τους και να κάνουν μπάνιο στη θάλασσα. Στο στρατόπεδο υπήρχαν εγκαταστάσεις με νιπτήρες, αλλά δεν υπήρχε καθόλου σαπούνι, ούτε για το πόσιμο νερό, ούτε για το νερό της θάλασσας, το οποίο συνήθως χρησιμοποιούσαν και για καθαριότητα, αφού το πόσιμο ήταν σπάνιο [26].

Τα τρία τέταρτα των κρατουμένων ήταν πολύ φτωχοί. Φορούσαν τα ρούχα που είχαν φέρει, όταν τους συνέλαβαν, αλλά δεν επαρκούσαν. Χρειάζονταν επίσης εσώρουχα, κάλτσες και κουβέρτες για να στρώνουν κάτω να κοιμούνται. Οι 3.000 την ημέρα που διατίθεντο για τον καθένα δεν κάλυπταν τις βασικές ανάγκες διατροφής τους. Η μερίδα του ψωμιού, 120 δράμια (384 γραμ.), ήταν ανεπαρκής και τα τρόφιμα στην καντίνα ήταν ακριβότερα, λόγω των εξόδων μεταφοράς.

Ο γιατρός ήταν στρατιωτικός, από το ΑΕΤΟ, αλλά υπήρχαν και γιατροί μεταξύ των κρατουμένων. Δεν υπήρχε αναρρωτήριο αλλά είχαν απομονώσει τους 80 φυματικούς. Από τότε που άνοιξε το στρατόπεδο είχαν πεθάνει δύο άνθρωποι. Δεν υπήρχε φαρμακείο, ενώ χρειάζονταν άμεσα φάρμακα. Και ενώ υπήρχαν πολλοί τεχνίτες, κουρείς, ράφτες, δεν είχαν υλικά για τη δουλειά τους. Είχαν προγραμματιστεί μαθήματα για τους αναλφάβητους, αλλά από τους 400, μόνο 150 τα παρακολουθούσαν. Δεν έκαναν αθλήματα, ούτε γυμναστική. Τις Κυριακές όμως και τις γιορτές γίνονταν λειτουργίες και Κατηχητικό μια φορά την εβδομάδα. Το Τάγμα, όταν οργάνωσε μια εκδήλωση με χορωδία και ορχήστρα και θεατρική παράσταση που συμμετείχε και ένας γνωστός ηθοποιός του Εθνικού Θεάτρου, προσκάλεσε και τους πολίτες.

Ο Α. Λαμπέρ συναντήθηκε με το Διοικητή της Μακρονήσου Ταξίαρχο Μπαϊρακτάρη, ο οποίος αρνήθηκε ότι οι πολίτες ήταν χωρισμένοι σε κατηγορίες και υποστήριξε ότι οι τέσσερις τομείς / κλωβοί του στρατοπέδου είχαν δημιουργηθεί για να διευκολύνουν την τάξη και την πειθαρχία. Είπε ακόμα ότι σιγά σιγά θα έκανε το στρατόπεδο των «ιδιωτών» να μοιάζει με το στρατιωτικό, το ΑΕΤΟ. Και ο Α. Λαμπέρ σημειώνει ότι οι σκηνές ήταν καθαρές και εσωτερικά και εξωτερικά.

Στις συνομιλίες που είχε ο Α. Λαμπέρ με τους κρατούμενους κάποιοι του εκμυστηρεύτηκαν ότι είχαν πολύ φόβο μαθαίνοντας ότι θα σταλούν στη Μακρόνησο, αλλά αναγνώριζαν ότι αντιμετωπίζονται πολύ ανθρώπινα, με καλοσύνη και μεγάλη κατανόηση. Ένας δικηγόρος όμως παρατήρησε ότι ο ΔΕΣ δεν είχε υποβάλει μέχρι τώρα καμιά Έκθεση για το τι συμβαίνει στη Μακρόνησο, ούτε έκανε κάποια διαμαρτυρία για όσα έβλεπε να γίνονται. Φεύγοντας ο Α. Λαμπέρ πήρε μαζί του μία κατάσταση με τα αναγκαία φάρμακα, με υλικά ραπτικής, με υλικά απαραίτητα για τον τσαγκάρη, για τον κουρέα και μια συγκεντρωτική κατάσταση για ρούχα, εσώρουχα και κάλτσες, που οι αριθμοί άρχιζαν από 1.500 κουβέρτες μέχρι 10.000 σαπούνια για πλύσιμο στη θάλασσα [27].

Η επόμενη επίσκεψη του εκπροσώπου του ΔΕΣ στο στρατόπεδο έγινε μετά από δυόμιση μήνες. Στο διάστημα αυτό είχαν απελευθερωθεί περίπου 2.000. Η κινητικότητα του στρατοπέδου ήταν μεγάλη, γιατί την προηγούμενη εβδομάδα, από την επίσκεψη του Α. Λαμπέρ, είχαν μεταχθεί 654 άντρες από τη Μακεδονία, ο αριθμός των ανηλίκων είχε φτάσει τους 200 και μαζί με τους 25 φυματικούς που είχαν σταλεί στο Νοσοκομείο Σωτηρία η συνολική δύναμη του στρατοπέδου ανερχόταν σε 7.780 άνδρες [28].

Η έλλειψη ρούχων, εσωρούχων, παπουτσιών, κουβερτών καθώς και σαπουνιού συνέχιζε να είναι μεγάλη. Ο Διοικητής Μακρονήσου Μπαϊρακτάρης, είπε στον Α. Λαμπέρ, ότι δεν μπορούσε να αυξήσει τη μερίδα του ψωμιού από 120 δράμια (384 γραμ) σε 140, παρόλο που ήξερε ότι δεν ήταν επαρκής, γιατί ο προϋπολογισμός του ήταν ισχνός. Συμπλήρωσε μάλιστα ότι για να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες στη διατροφή των «ιδιωτών» αύξησε τον αριθμό των αδειών των στρατιωτών, ώστε να μπορεί να χρησιμοποιεί τις μερίδες τους. Είπε ακόμα, ότι με τον ίδιο τρόπο κατόρθωσε να τους δίνει κρέας δύο φορές την εβδομάδα. Ισχυρίστηκε επίσης ότι αύξησε τις τιμές στην καντίνα από 5 έως 10% για να βελτιώσει το συσσίτιο.

Την ιατρική περίθαλψη του στρατοπέδου είχαν έξι στρατιωτικοί γιατροί και έξι κρατούμενοι. Από την προηγούμενη επίσκεψη είχαν πεθάνει δύο ακόμα άνθρωποι: ένας 77 και ένας 89 χρονών(!). Εκτός από τους ηλικιωμένους και τα παιδιά οι υπόλοιποι κρατούμενοι ήταν υποχρεωμένοι να δουλεύουν εκ περιτροπής πέντε ώρες τη μέρα, όλες τις μέρες, για την κατασκευή δρόμων και κτιρίων. Μεγάφωνα είχαν στηθεί σε όλους τους κλωβούς για να ακούν το ραδιοφωνικό σταθμό της Μακρονήσου. Όλοι έπρεπε να παρακολουθούν τα μαθήματα «κοινωνικής διαπαιδαγώγησης». Κάθε κλωβός είχε και δική του χορωδία και θέατρο που έδιναν παραστάσεις κάθε εβδομάδα, εκ περιτροπής. Ο Α. Λαμπέρ παρακολούθησε μια παράσταση του 1ου κλωβού και ενθουσιάστηκε από το χιούμορ και το πνεύμα του έργου και σημείωσε ότι η χορωδία ήταν εξαιρετική [29].

 

Μακρόνησος. Δεκαπενθήμερος έκδοσις του Ειδικού Τάγματος Αξιωματικών (Ε.Τ.ΑΞ.), αρ. φ. 4 (10/9/1948) (Βιβλιοθήκη ΑΣΚΙ).

 

Μετά τις εκλογές του Μαρτίου 1950

 

Μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού, το Νοέμβριο του 1949, ιδρύθηκε ο Οργανισμός Αναμορφωτηρίων Μακρονήσου (ΟΑΜ), ο οποίος υπαγόταν στο ΓΕΣ αλλά εποπτευόταν από ένα πενταμελές συμβούλιο που αποτελείτο από τους υπουργούς Δικαιοσύνης, Στρατιωτικών, Παιδείας, Δημοσίας Τάξεως, Τύπου και Πληροφοριών [30]. Ήταν η αποκορύφωση των «έκτακτων μέτρων». Στο πλαίσιο της λειτουργίας του ΟΑΜ ιδρύθηκαν τα Ειδικά Σχολεία Αναμορφώσεως Ιδιωτών (ΕΣΑΙ) στο Α΄ και το Β΄ Ειδικό Τάγμα Οπλιτών (ΑΕΤΟ και ΒΕΤΟ), στα οποία «αναμορφώνονταν» οι άνδρες πολιτικοί κρατούμενοι. Για τις εξόριστες που έφεραν από το Τρίκερι τον Ιανουάριο του 1950 ιδρύθηκε το Ειδικόν Σχολείον Αναμορφώσεως Γυναικών (ΕΣΑΓ). Και ενώ οι «αμετανόητοι» αποτελούσαν ένα πολύ μικρό ποσοστό, περίπου 10%, στις εκλογές του έγιναν το Μάρτιο του 1950 το 35,3% από τους «αναμορφωμένους» Μακρονησιώτες ψήφισε τη Δημοκρατική Παράταξη (αριστερά) και το 24,7% την ΕΠΕΚ (κέντρο)  [31]. Με την άνοδο των κομμάτων του Κέντρου στην εξουσία το κατασκεύασμα της «εθνικοφροσύνης» μετεωρίστηκε για μικρό χρονικό διάστημα και στη συνέχεια άρχισε να καταρρέει.

Η κυβέρνηση όρισε μια τετραμελή επιτροπή με πρόεδρο τον Υπουργό Δικαιοσύνης, η οποία στις 29 Μαρτίου πήγε στη Μακρόνησο για να εξετάσει την κατάσταση και να μιλήσει με τους κρατούμενους. Την ίδια μέρα – και την επόμενη – ο Α. Λαμπέρ που βρισκόταν και αυτός στη Μακρόνησο επισκέφτηκε σχεδόν όλα τα στρατόπεδα, το ΑΕΤΟ/ΕΣΑΙ, το ΓΕΤΟ, το ΕΣΑΓ, τις ΣΦΑ και το Πρότυπο Κέντρο Διαπαιδαγωγήσεως Ανηλίκων Φυλακισμένων. Έκανε δύο διανομές και συνέταξε επτά Εκθέσεις [32].

 

ΣΦΑ

 

Το καθεστώς στις Στρατιωτικές Φυλακές ελάχιστα είχε διαφοροποιηθεί με την κυβερνητική αλλαγή. Στο στρατόπεδο των στρατιωτών κρατούνταν 664 καταδικασμένοι με μικρές ποινές. Το στρατόπεδο των πολιτών περιείχε διπλάσιους κρατούμενους (1.288), οι περισσότεροι υπόδικοι. Υπήρχαν δύο θανατοποινίτες και 142 ανήλικοι από 16 έως 20 χρονών, υπόδικοι. Οι στρατιώτες σιτίζονταν καλύτερα, αφού τους έκοβαν το ένα τρίτο του μισθού τους. Έτρωγαν μισή οκά ψωμί (640 γραμ), ενώ οι πολίτες 140 δράμια (448 γραμ). Οι πολίτες χρειάζονταν 600 κουβέρτες ακόμα και το 70% είχε ανάγκη από ρούχα.

Για όλους το σαπούνι ήταν ανεπαρκές και υπήρχε επίσης έλλειψη στα αναγκαία φάρμακα. Στις 9 Ιανουαρίου είχε πεθάνει ένας άνθρωπος από αιματουρία. Οι κρατούμενοι δούλευαν σε διάφορες εργασίες χωρίς να πληρώνονται, έκαναν κάθε πρωί γυμναστική και οι παπάδες κανονικά την κατήχηση. Τα μαθήματα αναμόρφωσης γίνονταν δυο φορές την ημέρα, μία ώρα το πρωί και μία το βράδυ και ο Διοικητής είπε ότι τα αποτελέσματα ήταν θετικά, γιατί υπήρχαν μόνο 14 «αμετανόητοι» [33].

 

ΑΕΤΟ/ΕΣΑΙ

 

Μπορεί στις ΣΦΑ οι εκλογές να μην άλλαξαν σχεδόν τίποτα, αλλά η Έκθεση που συντάσσει ο Α. Λαμπέρ για το ΑΕΤΟ/ΕΣΑΙ, το οποίο βρισκόταν στο κέντρο σχεδόν του νησιού, μαρτυρεί μια εντελώς διαφορετική κατάσταση, αν και τόσο ο Ταξίαρχος Μπαϊρακτάρης, Διοικητής Μακρονήσου, όσο και ο Αντώνης Βασιλόπουλος, Διοικητής του ΑΕΤΟ, παρέμεναν στη θέση τους. Η βασική ανατροπή αφορούσε την αναλογία μεταξύ των φαντάρων στο ΑΕΤΟ και των πολιτών στο ΕΣΑΙ. Ενώ στις 16 Δεκεμβρίου 1949 στο ΑΕΤΟ υπήρχαν περίπου 8.500 πολίτες, στις 29 Μαρτίου 1950 είχαν μείνει 1.312 άντρες. Οι ηλικιωμένοι είχαν επιστρέψει στα σπίτια τους και 1.700 «ιδιώτες» που δεν είχαν συμπληρώσει τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις είχαν ντυθεί στρατιώτες. Γι’ αυτό οι στρατιώτες από 1.000 είχαν αυξηθεί σε 2.671 [34].

Την αλλαγή σηματοδοτούσε επίσης το γεγονός ότι η καταναγκαστική εργασία γινόταν μέρα παρά μέρα, χωρίς όμως να σταματήσει το κτίσιμο της εκκλησίας του Αγίου Αντωνίου, που έφερε το όνομα του Διοικητή του ΑΕΤΟ Αντώνη Βασιλόπουλου. Μικρότερες αλλαγές ήταν ότι οι κρατούμενοι μπορούσαν να στέλνουν δύο γράμματα την εβδομάδα, οι φυματικοί είχαν συγκεντρωθεί όλοι στο ΒΕΤΟ, ενώ οι βαριές περιπτώσεις είχαν μεταφερθεί στο Νοσοκομείο Σωτηρία και ότι δεν υπήρξε νέος νεκρός. Οι ανάγκες σε κουβέρτες είχαν καλυφθεί, αλλά το 50% των πολιτών δεν είχε ρούχα. Στρατιώτες και πολίτες είχαν ανάγκη από σαπούνι. Ο ΔΕΣ μοίρασε 4.000 κομμάτια, καθώς και ρούχα και κουβέρτες.

Ο Α. Λαμπέρ ενθουσιάστηκε όταν άκουσε μια χορωδία 70 ατόμων, τα περισσότερα μέλη της οποίας ήταν από το ΕΣΑΙ. Η ορχήστρα και η θεατρική ομάδα επίσης έδινε συχνά παραστάσεις, και για τους στρατιώτες και για τους πολίτες, στο ανοικτό θέατρο του στρατοπέδου που είχαν φτιάξει οι κρατούμενοι.

Ο Α. Βασιλόπουλος διαβεβαίωσε τον Α. Λαμπέρ ότι γινόταν επιλογή, ώστε να απελευθερωθεί -το συντομότερο – όσο γίνεται μεγαλύτερος αριθμός «αναμορφωμένων». Στο ερώτημα για τους τρελούς είπε ότι οι περισσότεροι παριστάνουν τους τρελούς αλλά δεν είναι, ενώ παραδέχτηκε ότι μερικοί έχουν σταλεί για θεραπεία. Για τους φυματικούς είπε ότι πρόκειται να κάνουν όλοι οι κρατούμενοι ακτινογραφίες. Τέλος, ο Α. Λαμπέρ σημειώνει στην Έκθεσή του ότι το στρατόπεδο διακατείχετο από ένα μεγάλο πνεύμα ελευθερίας και οι κρατούμενοι έλπιζαν να γυρίσουν σύντομα στα σπίτια τους [35].

 

Αναμόρφωσις. Εβδομαδιαία εφημερίς του Α΄ Τάγματος Σκαπανέων, αρ. φ. 44 (25/3/1949) (Βιβλιοθήκη ΑΣΚΙ).

 

Ειδικόν Σχολείον Αναμορφώσεως Γυναικών

 

Το Ειδικόν Σχολείον Αναμορφώσεως Γυναικών (ΕΣΑΓ) αποτελούσε τμήμα του ΑΕΤΟ/ΕΣΑΙ, είχε τον ίδιο Διοικητή, τον Α. Βασιλόπουλο, ίδια μαγειρεία και καντίνα. Οι κρατούμενες ήταν περίπου 2.000 και 50 παιδιά. Είχαν μεταφερθεί στη Μακρόνησο από το Τρίκερι τον Ιανουάριο του 1950. Αυτές που είχαν μείνει «αμετανόητες», περίπου 600, διαβιούσαν σε χωριστό στρατόπεδο από τις 1.300 «αναμορφωμένες». Το στρατόπεδο των γυναικών είχε το μεγαλύτερο ποσοστό ατόμων που δεν είχαν υπογράψει δήλωση.

Η φαρμακευτική περίθαλψη χαρακτηρίζεται ως ανεπαρκής και οι κρατούμενες έδωσαν στον Α. Λαμπέρ μια κατάσταση με τα αναγκαία φάρμακα. 110 γυναίκες ήταν άρρωστες, οι 55 με φυματίωση από τις οποίες οι έντεκα είχαν άμεση ανάγκη από νοσηλεία. Στα μέσα Μαρτίου 1950 μια γυναίκα είχε πεθάνει [36].

Στο στρατόπεδο των αμετανόητων η μεταχείριση ήταν σκληρότερη και η πειθαρχία αυστηρότερη. Οι γυναίκες υποστήριξαν ότι εξαιτίας της αγριότητας που υφίσταντο, αρρώστησαν και ένας μεγάλος αριθμός γυναικών κακοποιήθηκε και τρελάθηκε.

Ο Α. Λαμπέρ μετέφερε τα λεγόμενα των γυναικών στον Διοικητή του ΑΕΤΟ, Α. Βασιλόπουλο, ο οποίος τον διαβεβαίωσε ότι οι στρατιώτες δεν χτύπησαν ποτέ καμιά γυναίκα, ούτε την κακομεταχειρίστηκαν [37]. Ο Α. Λαμπέρ του έδωσε τα δημοσιεύματα τη εφημερίδας Μάχη, όπου αναφέρονταν ονομαστικά επτά «τρελές» και 49 «τραυματισμένες και κακοποιημένες» γυναίκες. Το απόκομμα της εφημερίδας επισυνάπτεται στην Έκθεσή του μαζί με την Έκθεση του γιατρού από το Ψυχιατρείο Δαφνίου που αναφέρεται στις επτά «τρελές» και άλλες τόσες κακοποιημένες γυναίκες. Ο Διοικητής αρνήθηκε και πάλι κατηγορηματικά ότι οι στρατιώτες συμπεριφέρθηκαν άσχημα στις γυναίκες και για να αποδείξει το «ποιόν» αυτών των γυναικών ανέφερε δύο παραδείγματα. Το πρώτο ήταν η στάση τους ήταν ήρθε στο στρατόπεδο η Επιτροπή από το Υπουργείο Δικαιοσύνης: πήγαν προς τη θάλασσα και φώναζαν ότι θα πέσουν να πνιγούν. Το δεύτερο αφορούσε τις αντάρτισσες. Ο Α. Βασιλόπουλος είπε ότι οι «αγνές διανοούμενες κομουνίστριες» τις αντιμετώπιζαν με σκαιότητα και είχαν ζητήσει να φύγουν από το στρατόπεδο [38].

 

Εξόριστες γυναίκες στο αναμορφωτήριο του Α’ Τάγματος, Άνοιξη 1950, (ΑΣΚΙ/Φωτογραφικό Αρχείο Νίκου Μάργαρη).

 

Ο Α. Βασιλόπουλος είχε «προηγούμενα» με τις κρατούμενες. Και οι δύο λόχοι γυναικών, δηλωσίες και μη, δεν χειροκροτούσαν ούτε ζητωκραύγαζαν σε κείνες τις πανηγυρικές επισκέψεις που έκαναν διάφοροι «επίσημοι» στη Μακρόνησο. Και το χειρότερο ήταν, ότι, όταν στις 13 Μαρτίου 1950 επισκέφτηκαν το νησί ξένοι δημοσιογράφοι και ενώ οι αξιωματικοί τους συνόδευαν μέχρι τα αυτοκίνητα για να φύγουν, αφού τους είχαν δείξει τη «βιτρίνα», ξεχύθηκε η φάλαγγα των γυναικών, τους γύρισε πίσω και τους «ξενάγησε» στις σκηνές με τις τρελές. «Η φωνή μας βγήκε έξω απ’ τα συρματοπλέγματα. Ό,τι κι αν έφερνε κείνη η νύχτα θα το δεχόμαστε με εγκαρτέρηση», γράφουν οι γυναίκες [39].

Στο στρατόπεδο των γυναικών ο ΔΕΣ έκανε δύο διανομές μεταχειρισμένων ρούχων και άλλων αναγκαίων πραγμάτων. Η πρώτη ξεκίνησε από την πολυπληθέστερη ομάδα, τις «αναμορφωμένες». Η δεύτερη από τις «αμετανόητες». Στην πρώτη διανομή οι κρατούμενες αφέθηκαν να επιλέξουν το μέγεθος και το χρώμα, αλλά η διαδικασία αποδείχτηκε χρονοβόρα. Γι’ αυτό στη δεύτερη έδωσε ο ΔΕΣ τα ρούχα, τα οποία στη συνέχεια μπορούσαν να τα ανταλλάξουν μεταξύ τους [40].

Οι περισσότερες οργανώσεις οι οποίες έστειλαν πράγματα στους κρατούμενους της Μακρονήσου ήταν οργανώσεις του εξωτερικού, φιλικά προσκείμενες προς το ΚΚΕ. Η πρώτη οργάνωση που αναφέρεται στην Έκθεση του ΔΕΣ είναι η Λίγκα για τη Δημοκρατία στην Ελλάδα, με έδρα το Λονδίνο. Αυτή ιδρύθηκε το 1945 και διαλύθηκε το 1975. Η δράση της διήρκεσε 30 χρόνια, όσα περίπου το ΚΚΕ βρισκόταν εκτός νόμου.

Η δραστηριότητά της ήταν έντονη την περίοδο των «έκτακτων μέτρων» και της ένοπλης εμφύλιας σύγκρουσης (1946-1949) καθώς και στην επτάχρονη δικτατορία (1967-1974). Στυλοβάτες των δραστηριοτήτων της Λίγκας υπήρξαν δύο γυναίκες: η Νταϊάνα Πιμ και η Μάριον Πασκόε – Σαράφη, η γυναίκα του Στρατηγού. Στην ίδια κατηγορία με τη Λίγκα πρέπει να εντάξουμε και την Ελβετική Επιτροπή Βοήθειας στη Δημοκρατική Ελλάδα καθώς και την Παγκόσμια Ένωση Σπουδαστών Πράγας. Παρείχαν όμως «βοήθεια» και οργανώσεις κοινωνικής αλληλεγγύης όπως η αμερικάνικη Unitarian Service Committee, η ελβετική Centrale Sanitaire, ο Ελληνικό ΕΣ, ο Πορτογαλλικός ΕΣ κ.ά.  Τα είδη που διανεμήθηκαν ήταν κυρίως μεταχειρισμένα ρούχα, κουβέρτες, σαπούνι Μασσαλίας, δέματα με τρόφιμα, παιγνίδια για τα παιδιά, γάλα και ζάχαρη, ένα «Λινγκουαφόν» με δύο σειρές ξένων γλωσσών, μία αγγλική και μία γαλλική, ένα μικροσκόπιο, 20 κρεβάτια, κλινοσκεπάσματα και φάρμακα για το νοσοκομείο και ένα μπετόνι με πομάδα. Τα ρούχα στις γυναίκες και τα παιδιά τα μοίρασε η Αντιπροσωπεία μαζί με ένα κομμάτι σαπούνι [41].

Η διανομή είχε έναν πανηγυριώτικο τόνο, τον οποίο ενέτειναν τα αποτελέσματα των εκλογών. Τα παιδιά πρωτοστατούσαν. Εκτός από παιγνίδια υπήρχαν και γι αυτά παπούτσια που μπορούσαν να τα δοκιμάσουν πριν τα πάρουν. Για τις γυναίκες μικροπράγματα όπως τα κουμπιά, οι κλωστές και οι αγκράφες ήταν επίσης πολύ χρήσιμα. Αυτό που έκανε δύσκολη την επιλογή, κυρίως στα ρούχα, ήταν ο φοβερός αέρας της Μακρονήσου. Η Ντόλλα Λαμπέρ ήταν και αυτή παρούσα. Εξάλλου είχε ενδιαφερθεί ιδιαίτερα για το νοσοκομείο και το αναρρωτήριο στο ΕΣΑΙ, αλλά και στο στρατόπεδο του Άη Γιώργη [42]. Επιπλέον είχε τη δυνατότητα να μιλήσει με «παλιές γνωστές» από τη Χίο και το Τρίκερι.

 

ΓΕΤΟ – ΒΕΤΟ

 

Το Μάρτιο του 1950, στο ΓΕΤΟ, με νέο Διοικητή τον Ασημάκη Καράγιωργα, υπήρχαν 1.200 στρατιώτες. Τίποτα καινούργιο δεν συμβαίνει, όλα όπως και στην προηγούμενη Έκθεση, γράφει ο Α. Λαμπέρ. Η αναμόρφωση συνεχιζόταν κανονικά με μαθήματα για τη νεότερη ελληνική ιστορία και όταν ο καιρός ήταν καλός γίνονταν στο ύπαιθρο. Η Έκθεση επισημαίνει ακόμα ότι οι στρατιώτες είχαν δημιουργήσει θίασο καλά στελεχωμένο καθώς και ορχήστρα. Το περιοδικό Σκαπανεύς, μηνιαίο πια και για όλη τη Μακρόνησο, συνέχιζε να εκδίδεται στο ΓΕΤΟ. Επίσης ο ραδιοφωνικός σταθμός ήταν και αυτός εγκατεστημένος εκεί, ενώ πολυάριθμα μεγάφωνα τοποθετημένα σε όλα τα στρατόπεδα επέτρεπαν στους κρατούμενους να ακούν τις εκπομπές του, άλλες «τοπικές» και άλλες πανελλήνιου χαρακτήρα [43].

Στο ΒΕΤΟ, με Διοικητή τον Γ. Τζανετάτο, ο αριθμός των στρατιωτών (1.300) σε σχέση με τον αριθμό των πολιτών (3.508) ήταν αντιστρόφως ανάλογη. Οι πολίτες κατανέμονταν σε τέσσερις επιμέρους κατηγορίες και αντίστοιχα στρατόπεδα:

  • των «δηλωσιών», με 2.324 άνδρες
  • των παλιών αξιωματικών, με 64 άνδρες
  • των αμετανόητων, με 720 άνδρες και
  • του Άη Γιώργη με 400 αμετανόητους που είχαν εξαιρεθεί από την εργασία λόγωηλικίας ή αρρώστιας.

Παρόλα αυτά και ο αριθμός των πολιτών είχε μειωθεί αισθητά, γιατί πριν τρεις μήνες ήταν διπλάσιοι: 6.637. Η διαφορά οφειλόταν σε απελευθερώσεις που έγιναν σε αυτό το διάστημα. Η εφημερίδα Καθημερινή (1.3.1950) με τίτλο «1.406 ανανήψαντες απελύθησαν εκ Μακρονήσου» δημοσίευσε τα ονόματά τους και ο Διοικητής του στρατοπέδου θεωρούσε ότι μέχρι το Πάσχα θα απολύονταν άλλοι 1.000 περίπου κρατούμενοι [44].

Ο Α. Λαμπέρ σημειώνει ότι από την 1η Νοεμβρίου 1949 που ανέλαβε ο στρατός (δηλαδή ο ΟΑΜ) τους πολίτες, αυτοί σιτίζονταν καλύτερα από την εποχή που ανήκαν στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης. Πέρασε από τα μαγειρεία την ώρα που ετοίμαζαν τα γεύματα και δοκίμασε το φαγητό. Και η μερίδα του ψωμιού είχε αυξηθεί σε 180 δράμια (575 γραμ). Επίσης ο στρατός εξέτασε τους 10.000 εξόριστους που παρέλαβε και βρήκε ότι 2.058 ήταν άρρωστοι: περίπου 500 φυματικοί και 1.500 με χρόνιες ή/και πολλαπλές παθήσεις που τους καθιστούσαν ανίκανους για εργασία και γι’ αυτό σκόπευε να στείλει τις βαριές περιπτώσεις στα νοσοκομεία και άλλους 624 στο στρατόπεδο του Άη Γιώργη, όπου βρίσκονταν όσοι ήταν ανίκανοι προς εργασία.

 

Μακρόνησος 1950. Απομονωμένοι στη χαράδρα του ΕΣΑΙ. Στο πίσω μέρος της φωτογραφίας ο Ν.Μ. αναφέρει: «Μοναδική φωτογραφία των απομονωμένων στη χαράδρα του ΕΣΑΙ την ώρα που οδηγούνται στη θάλασσα για να πλυθούν. Είναι στα τέλη Απριλίου 1950, δυο μήνες μετά τις βουλευτικές εκλογές. Οι μεγάλες δοκιμασίες έχουν σταματήσει. […] Αλλά ποιος αποθανάτισε αυτή τη σπάνια εικόνα; Ποιος άλλος από τις γυναίκες; Όταν είδαν τη φάλαγγα των ανδρών να κατηφορίζει από τη χαράδρα και να μπαίνει στον κεντρικό δρόμο που περνούσε μπροστά από τον κλωβό τους, πετάχτηκαν από τις σκηνές τους κι αγνάντευαν την πορεία, πίσω από τα σύρματα. Κάποια ξέθαψε τη φωτογραφική μηχανή και «κλικ». (ΑΣΚΙ/Φωτογραφικό Αρχείο Νίκου Μάργαρη).

 

Στο στρατόπεδο του Άη Γιώργη, στο βόρειο άκρο του νησιού, το φαρμακείο και τα δύο αναρρωτήρια λειτουργούσαν σε σκηνές. Οι εξόριστοι γιατροί δούλευαν κάτω από τη διεύθυνση ενός στρατιωτικού γιατρού. Τους τελευταίους πέντε μήνες είχαν έξι θανάτους, ο ένας ήταν αυτοκτονία. Εκεί υπήρχαν 86 ανάπηροι πολέμου που υπολόγιζαν να τους φτιάξουν πρόσθετα μέλη. Είχαν ανάγκη από γάλα για τους αρρώστους και από πιζάμες, αλλά κυρίως από φάρμακα και DTT.

Οι κρατούμενοι έκαναν αγγαρείες στα μαγειρεία, έφτιαχναν δρόμους, τοίχους, διαμερίσματα ή τούβλα, όλα αμισθί. Οι πολίτες είχαν φτιάξει χορωδία, θέατρο, γήπεδο ποδοσφαίρου με αποδυτήρια και ντους. Έκαναν μπάνιο στη θάλασσα και γίνονταν μαθήματα ιστορίας καθώς και μαθήματα για τους αναλφάβητους.

Οι «αμετανόητοι» δεν συμμετείχαν καθόλου σε όλα αυτά. Ο Α. Λαμπέρ επισκέφτηκε το στρατόπεδό τους και πίστευε ότι, εάν γινόταν μια καλύτερη διαλογή, ένας μεγάλος αριθμός θα «ανένιπτε» και θα γύριζε στα σπίτια του. Η συζήτηση μαζί τους δεν του ήταν ευχάριστη, όπως και την προηγούμενη φορά ή όπως και στην Ικαρία. Άκουσε όμως τις καταγγελίες τους ότι δεν είχαν ούτε ένα ποτήρι νερό την ημέρα, ενώ δικαιούντο δύο οκάδες (2,6 λίτρα), καθώς και για τους άρρωστους, τους τρελούς από τα βασανιστήρια και τους φυματικούς. Σε όλα αυτά ο εκπρόσωπος του ΔΕΣ είχε μια μόνιμη απάντηση: συνεργάζεται με τις κρατικές, στρατιωτικές και πολιτικές, αρχές για να βελτιώσει την ιατρική περίθαλψη των κρατουμένων και δεν αναμειγνύεται σε πολιτικές παραμέτρους.

 

Μακρόνησος 1947. Το Πειθαρχείο του Β’ Τάγματος. (ΑΣΚΙ/Φωτογραφικό Αρχείο Νίκου Μάργαρη).

 

Ωστόσο ο Α. Λαμπέρ μετέφερε τις καταγγελίες των κρατουμένων στο Διοικητή Γ. Τζανετάτο. Αυτός απάντησε ότι το γεγονός ότι μπορούν να διαμαρτύρονται αποτελεί την καλύτερη απόδειξη ότι είχαν ελευθερία και ότι δεν κακοποιούνταν. Υποστήριξε ότι θα μπορούσαν να τους κακοποιήσουν, μετά την αποχώρηση του ΔΕΣ, αλλά δεν το έκαναν, γιατί ήταν ενάντια στις αρχές τους. Συμπλήρωσε ότι κάποιοι από τους κρατούμενους με τις πράξεις τους επιδίωκαν να βασανιστούν, ώστε να γίνουν μάρτυρες. Οι 700 ηγέτες δεν ανέχονταν να βλέπουν να φεύγουν από τις γραμμές τους, όσους, πριν λίγο, θεωρούσαν ότι βρίσκονταν κάτω από την εξουσία τους, συμπλήρωσε. Είναι υποχρέωσή μας, είπε ο Διοικητής, να συνεχίσουμε το έργο της αναμόρφωσης. Η άποψή του για τους αρρώστους ήταν ότι έπρεπε να φύγουν, γιατί η Μακρόνησος δεν ήταν ούτε σανατόριο, ούτε νοσοκομείο, αλλά στρατόπεδο αναμόρφωσης. Και τελειώνοντας επισήμανε ότι είναι θαύμα πως με τις συνθήκες περίθαλψης που επικρατούσαν δεν υπήρχαν περισσότεροι θάνατοι.

Ο Α. Λαμπέρ στην Έκθεσή του, θέλοντας να τονίσει το έργο του ΔΕΣ στον τομέα της περίθαλψης των κρατουμένων, αναφέρεται στη συνομιλία του με τον Κ. Γαβριηλίδη, έναν «αμετανόητο» που είχε πρόσφατα νοσηλευτεί στο Κεντρικό Νοσοκομείο Μακρονήσου. Σε ερώτηση του, ο Κ. Γαβριηλίδης απάντησε ότι η περίθαλψη που του παρείχαν εκεί ήταν καλή. Ωστόσο ο Α. Λαμπέρ παραπονείται ότι τα μέλη του ΚΚΕ ποτέ δεν εξέφρασαν μια ευχαριστία προς τον ΔΕΣ, με εξαίρεση τις «αμετανόητες» γυναίκες [45].

 

Η κατάρρευση

 

Μετά τις εκλογές τα στρατόπεδα των πολιτών άρχισαν να διαλύονται. Οι ηλικιωμένοι και οι δηλωσίες επέστρεψαν σπίτια τους. Τον Αύγουστο του 1950 περίπου 500 «αμετανόητες» ξαναπήγαν στο Τρίκερι, στο Δεύτερο Τρίκερι. Τους «επικίνδυνους» άντρες τους έστειλαν στον Αη Στράτη ή σε φυλακές. Η Μακρόνησος παρέμεινε ως στρατιωτικό κέντρο. Απέμειναν τα τρία στρατόπεδα (πρώην ΑΕΤΟ, ΒΕΤΟ και ΓΕΤΟ), το νοσοκομείο και οι Στρατιωτικές Φυλακές Μακρονήσου (ΣΦΜ), πρώην Αθηνών. Στις ΣΦΜ οι κρατούμενοι δούλευαν στα εργαστήρια και στο κτίσιμο κτιρίων. Εκεί εκδίδονταν και Η Φωνή των Σ.Φ.Μ., δεκαπενθήμερη [46].

Την Άνοιξη του 1951 κρατούνταν στις ΣΦΜ περίπου 600 πολίτες, οι μισοί από τους οποίους ήταν «πολιτικοί». Από αυτούς πάνω από το ένα τρίτο ήταν ανήλικοι, από το Στρατόπεδο Ανηλίκων που βρισκόταν στο ΓΕΤΟ. Όταν το ΓΕΤΟ διαλύθηκε οι ανήλικοι μεταφέρθηκαν στις ΣΦΜ.

Το Νοέμβριο του 1951 όλοι οι πολίτες στάλθηκαν σε άλλες φυλακές της χώρας. Το αίτημα να κλείσει η Μακρόνησος είχε κατατεθεί στον ΟΗΕ τόσο από την Ελληνική Επιτροπή για την Κατάργηση της Μακρονήσου, που αποτελείτο από προσωπικότητες Ελλήνων προσφύγων του Εμφυλίου, όσο και από την Ελληνο-Αμερικάνικη Επιτροπή για την κατάργηση της Μακρονήσου, καθώς και από το συγκλονιστικό «Κατηγορώ» προς το ΒΕΤΟ του Μανώλη Πρωιμάκη, πρώην βουλευτή [47].

Η κατάρρευση του αναμορφωτικού συστήματος της Μακρονήσου συμπαρέσυρε και τα δημιουργήματα των ανθρώπων. Τη δεκαετία του 1960 δεν έχει απομείνει σχεδόν τίποτα από τις βίλες των διοικητών, τις λέσχες αξιωματικών, τα φυλάκια, τα διοικητήρια, τις προβλήτες, τις γέφυρες και τις λιμενικές εγκαταστάσεις, τις αποθήκες, τις δεξαμενές, τους καλοστρωμένους δρόμους, τις τεράστιες πλατείες, τα γήπεδα, τις εκκλησίες με τα χρωματιστά τζάμια, τα τρία θέατρα, του ΑΕΤΟ με τις πέτρινες κερκίδες για 5.000 θεατές, το μνημείο ηρώων του ΓΕΤΟ, τις αψίδες, τα κιονόκρανα και τις τσιμεντένιες γλάστρες στις ΣΦΑ, τους αρτοκλίβανους του ΑΕΤΟ, το εργοστάσιο παραγωγής λεμονάδας, την κεραμοποιία και το τουβλοκάμινο, την κάτασπρη πολιτεία του ΒΕΤΟ με το λιοντάρι, τις αψίδες, τους κρεμαστούς κήπους που «έμοιαζε με λουλουδιασμένη μυγδαλιά μέσα στην παγωνιά του Γενάρη». Τα οικοδομικά υλικά ληστεύτηκαν ή πουλήθηκαν και ο καιρός συμπλήρωσε την καταστροφή [48]. Κανένα άτομο και καμιά κοινωνική ή εθνική ομάδα δεν θέλει να συντηρεί μνήμες που προξενούν ντροπή και αποτελούν όνειδος.

Ωστόσο η συλλογική μνήμη δεν μπορούσε να σβήσει, να ταφεί. Στο τέλος της δεκαετίας του 1980, με απόφαση που πάρθηκε όταν υπουργός πολιτισμού ήταν η Μελίνα Μερκούρη (16.5.1989), η Μακρόνησος ανακηρύχτηκε Ιστορικός Τόπος, «σύμβολο καταδίκης του εμφυλίου πολέμου, όλων των βασανιστηρίων και κάθε καταπίεσης». Συγκροτήθηκε μια ομάδα εργασίας (2.4.1990), οργανώθηκε μία ημερίδα (28.4.1993), όπου αναγνωρίστηκε ότι η Μακρόνησος «αποτελεί εθνικό μνημείο εξαιρετικής σημασίας για την αυτογνωσία και τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης του λαού μας», εκδόθηκε ένα Προεδρικό Διάταγμα για τις χρήσεις γης (30.8.1995) και οργανώθηκε μία διημερίδα, με τη συμμετοχή και ιστορικών (6-7.3.1998) [49]. Στο πλαίσιο αυτό φτιάχτηκε μια μικρή προβλήτα και αναστηλώθηκαν εν μέρει οι αρτοκλίβανοι και το θέατρο του ΑΕΤΟ. Μέχρι σήμερα έχουν οργανωθεί κάποιες εκδηλώσεις στο θέατρο και η Πανελλήνια Ένωση Κρατουμένων Αγωνιστών Μακρονήσου πραγματοποιεί την καθιερωμένη ετήσια επίσκεψη τιμής και μνήμης.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Μάργαρης Νίκος, Ιστορία της Μακρονήσου, Αθήνα: Δωρικός 1982, τόμ. Α΄, σελ. 6.

[2] United Nations, General Assembly, Fifth Session, New York 1950. Annexes:A/C.1/626, σελ. 36-37.

[3] Μάργαρης, ό.π., τόμ. Α΄, σελ. 405-6, 445-463, τόμ. Β΄ σελ. 259-274, 298-305.

[4] «Στρατιωτικό Κέντρο Αναμόρφωσης, Ειδικόν Τάγμα Αξιωματικών Μακρονήσου, Έκθεση άκρως εμπιστευτική», Ρ. Ροθ και Α. Λαμπέρ, 14 Ιουνίου 1948, ACICR, C Sc, Grèce, Guerre Civile, τόμ. Ι, σελ. 148-151.

[5] Μάργαρης, ό.π., τόμ. Β΄, σελ. 344-351.

[6] «Στρατιωτικό κέντρο αναμόρφωσης, Γ΄ Τάγμα Σκαπανέων Μακρονήσου, Έκθεση άκρως εμπιστευτική», Ρ. Ροθ και Α. Λαμπέρ, 14 Ιουνίου 1948, ACICR, C Sc, Grèce, Guerre Civile, τόμ. Ι, σελ. 135-147.

[7] Στο ίδιο.

[8] Μάργαρης, ό.π., τόμ. Β΄, σελ. 546.

[9] «Στρατιωτικό κέντρο αναμόρφωσης Μακρονήσου», Α. Λαμπέρ, 13 Δεκεμβρίου 1948, ACICR, C Sc, Grèce, Guerre Civile, τόμ. ΙΙ, σελ. 83-88.

[10] «Στρατιωτικό Κέντρο Αναμόρφωσης Μακρονήσου», Α. Λαμπέρ, 3 Απριλίου 1949, ACICR, C Sc, Grèce, Guerre Civile, τόμ. ΙV, σελ. 12- 19.

[11] Στέφανος Σαράφης, πρώην αξιωματικός του τακτικού στρατού, Στρατιωτικός Αρχηγός του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ.

[12] Στρατηγός Χατζημιχάλης, Στρατιωτικός Διοικητής του Α΄ Σώματος Στρατού, μέλος της ΚΕ του ΕΛΑΣ.

[13] «Στρατόπεδο σωφρονισμού και υποδίκων Μακρονήσου, Έκθεση άκρως εμπιστευτική» Ρ. Ροθ και Α. Λαμπέρ, 14 Ιουνίου 1948, ACICR, C Sc, Grèce, Guerre Civile, τόμ. Ι, σελ. 128- 134.

[14] Στο ίδιο.

[15] Μάργαρης, ό.π., τόμ. Β΄, σελ. 372, 423.

[16] «Στρατόπεδο σωφρονισμού και υποδίκων Μακρονήσου», Α. Λαμπέρ, 18 Δεκεμβρίου 1948, ACICR, C Sc, Grèce, Guerre Civile, τόμ. ΙΙ, σελ. 89-99.

[17] Μάργαρης, ό.π., τόμ. Β΄, σελ. 393-5, 529-31.

[18] «Στρατόπεδο πολιτικών εξορίστων Μακρονήσου, Έκθεση άκρως εμπιστευτική», Α. Λαμπέρ, 2 Απριλίου 1949, ACICR, C Sc, Grèce, Guerre Civile, τόμ. ΙV, σελ. 1-11.

[19] Στο ίδιο.

[20] «Στρατόπεδο πολιτικών εξορίστων Μακρονήσου, Έκθεση άκρως εμπιστευτική», Α. Λαμπέρ, 31 Ιουλίου 1949, ACICR, C Sc, Grèce, Guerre Civile, τόμ. ΙV, σελ. 171-185.

[21] Στο ίδιο.

[22] Στο Deuxieme Livre Bleu, Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση, Αύγουστος 1949, σελ. 59, καθώς και στο Υπόμνημα που κατέθεσε η Λίγκα για τη Δημοκρατία στην Ελλάδα στον ΟΗΕ, στις 8 Φεβρουαρίου 1950 (UN, A/C.1/626, σελ. 41) αναφέρεται ότι ο υποστράτηγος Θ. Μακρίδης είχε τρελαθεί από τα βασανιστήρια και είχε σταλεί σε άσυλο.

[23] «Στρατόπεδο πολιτικών εξορίστων Μακρονήσου, Έκθεση άκρως εμπιστευτική», Α. Λαμπέρ, 31 Ιουλίου 1949, ό.π.

[24] «Στρατόπεδο πολιτικών εξορίστων Μακρονήσου», Α. Λαμπέρ, 17 Αυγούστου 1949, ACICR, C Sc, Grèce, Guerre Civile, τόμ. V, σελ. 53-57.

[25] Μάργαρης, ό.π., τόμ. Β΄, σελ. 439, 382-390.

[26] «Ειδικόν Στρατόπεδον Ιδιωτών Μακρονήσου», Α. Λαμπέρ, 16 Μαίου 1949, ACICR, C Sc, Grèce, Guerre Civile, τόμ. IV, σελ. 20-40.

[27] Στο ίδιο.

[28] «Ειδικόν Στρατόπεδον Ιδιωτών Μακρονήσου (ΕΣΑΙ)», Α. Λαμπέρ, 30 Ιουλίου 1949, ACICR, C Sc, Grèce, Guerre Civile, τόμ. IV, σελ. 163-170.

[29] Στο ίδιο.

[30] Μπουρνάζος Στρατής, «Το Μέγα Εθνικόν Σχολείον Μακρονήσου 1947-1950», Ιστορικό τοπίο και ιστορική μνήμη. Το παράδειγμα της Μακρονήσου, Αθήνα, Φιλίστωρ, 2000, σελ. 115-145.

[31] Νικολακόπουλος Ηλίας, «Εκλογές στη Μακρόνησο», Ιστορικό τοπίο και ιστορική μνήμη. Το παράδειγμα της Μακρονήσου, Αθήνα, Φιλίστωρ, 2000, σελ. 329-336.

[32] Υπήρχαν και προηγούμενες επισκέψεις στις 10 και 16 Δεκεμβρίου 1949, καθώς και στις 2-5 Μαρτίου 1950, τουλάχιστον στο ΑΕΤΟ/ΕΣΑΙ και στο ΒΕΤΟ, αλλά οι εκθέσεις δεν εντοπίστηκαν στο αρχείο του ΔΕΕΣ.

[33]  «Στρατιωτικές φυλακές και στο Στρατόπεδο Σωφρονισμού Μακρονήσου», Α. Λαμπέρ, 29 Μαρτίου 1950, ACICR, C Sc, Grèce, Guerre Civile, τόμ. VΙ, σελ. 12-23.

[34] «ΑΕΤΟ και ΕΣΑΙ», Α. Λαμπέρ, 29 Μαρτίου 1950, ACICR, C Sc, Grèce, Guerre Civile, τόμ. VΙ, σελ. 1-11.

[35] Στο ίδιο.

[36] «Στρατόπεδο εξορίστων γυναικών Μακρονήσου [ΕΣΑΓ]», Α. Λαμπέρ, 30 Μαρτίου 1950, ACICR, C Sc, Grèce, Guerre Civile, τόμ. VΙ, σελ. 24-38.

[37] Για το τι υπέστησαν οι γυναίκες στη Μακρόνησο βλ. Θεοδώρου Βικτωρία, «Τα τετράδια της Βικτωρίας Θεοδώρου» στο Θεοδώρου Βικτωρία (επιμ.) Στρατόπεδα Γυναικών, Αθήνα 1976, σελ. 121-221.

[38] «Στρατόπεδο εξορίστων γυναικών Μακρονήσου [ΕΣΑΓ]», ό.π..

[39] Μαυροειδή – Παντελέσκου, Αφροδίτη, «Γράφει η Αφροδίτη Μαυροειδή – Παντελέσκου για την αναμόρφωση στη Μακρόνησο» στο Στρατόπεδα Γυναικών, ό.π., σελ. 385-393.

[40] «Διανομή ρούχων και σαπουνιού στις εξόριστες της Μακρονήσου», Α. Λαμπέρ, 30 Μαρτίου 1950, ACICR, C Sc, Grèce, Guerre Civile, τόμ. VΙ, σελ. 39-68.

[41] «Διανομή του Τομέα Βοήθειας ΔΕΣ, Γενεύη, στα στρατόπεδα της Μακρονήσου», Α. Λαμπέρ, 30 Μαρτίου 1950, ACICR, C Sc, Grèce, Guerre Civile, τόμ. VΙ, σελ. 95-98.

[42] «Στρατόπεδο εξορίστων γυναικών Μακρονήσου [ΕΣΑΓ]», ό.π.

[43] «ΓΕΤΟ και Στρατόπεδο καταδικασμένων ανηλίκων», Α. Λαμπέρ, 29 Μαρτίου 1950, ACICR, C Sc, Grèce, Guerre Civile, τόμ. VΙ, σελ. 69-79.

[44] «ΒΕΤΟ και Στρατόπεδο εξορίστων ιδιωτών [ΕΣΑΙ]», Α. Λαμπέρ, 30 Μαρτίου 1950, ACICR, C Sc, Grèce, Guerre Civile, τόμ. VΙ, σελ. 80-94

[45] «ΒΕΤΟ και Στρατόπεδο εξορίστων ιδιωτών [ΕΣΑΙ]», ό.π.

[46] «Στρατιωτικές φυλακές Μακρονήσου [ΣΦΜ]», Γ. Κολλαντόν, 24 Μαρτίου και 25 Μαίου 1951, ACICR, C Sc, Grèce, Guerre Civile, τόμ. ΧΙV, σελ. 40- 68.

[47] United Nations, General Assembly, Fifth Session, New York 1950. Annexes:A/C.1/626/Add.1, σελ. 42-43, A/C.1/626/Add.2, σελ. 43-46 και A/C.1/626/Add.3, σελ. 46-50.

[48] Μάργαρης, ό.π., τόμ. Β΄, σελ. 226-7, 464-8, 476, 537.

[49] Ιστορικό τοπίο και ιστορική μνήμη. Το παράδειγμα της Μακρονήσου, Αθήνα, Φιλίστωρ, 2000, σελ. 13-33.

 

Τασούλα Βερβενιώτη,

 «Αναπαραστάσεις της Ιστορίας. Η δεκαετία του 1940 μέσα από τα αρχεία του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού», Εκδόσεις Μέλισσα 2009.

 

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που συνοδεύουν το κείμενο οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

Προ-Επαναστατικός Καποδίστριας, 1814-1821: Τομή στην Συνεχεία μισού Αιώνα Αγώνων Χειραφέτησης

$
0
0

Προ-Επαναστατικός Καποδίστριας, 1814-1821: Τομή στην Συνεχεία μισού Αιώνα Αγώνων Χειραφέτησης – Στέλιος Αλειφαντής


 

Η δημοσίευση βασίζεται σε εισήγηση του συγγραφέα σε Διεθνολογική Συζήτηση που διοργάνωσε η Γεωγραφική Εταιρία «Στράβων» στις 12 Απριλίου 2018 με θέμα «Ιωάννης Καποδίστριας: Το Ελληνικό ζήτημα στο Διεθνές Σύστημα Ισορροπίας Δυνάμεων, 1814-1821».

 

Η ευρωπαϊκή «Συνεννόηση Δυνάμεων» (Concert of Powers) που θεσπίστηκε με τη Διάσκεψη ή το Συνέδριο της Βιέννης (1815) και με άλλες Διασκέψεις που ακολούθησαν (Άαχεν, Τροππάου, Λάϋμπαχ, Βερόνα), δεν υπερέβη αλλά αναπαρήγαγε τον ανταγωνισμό  (ή την πολύ άνιση συχνά αποκαλούμενη «Ισορροπία») των Μεγάλων Δυνάμεων. [i] Το ζητούμενο της Βιέννης ήταν μια σταθεροποίηση των σχέσεων των Μ. Δυνάμεων στην καρδιά της γηραιάς ηπείρου με τρείς «διευθετήσεις»: στο γερμανικό ζήτημα, στο πολωνικό ζήτημα και εμμέσως στο ανατολικό ζήτημα. Στο πρώτο επιλέχθηκε Αυστρο-Γερμανική Συνομοσπονδία, στο δεύτερο επιλέχθηκε το Ενωμένο Πολωνικό Βασίλειο με την Ρωσία και στο τρίτο επιλέχθηκε σιωπηρά η de facto οθωμανική εδαφική ακεραιότητα. [ii] Το Συνέδριο της Βιέννης ήταν μια εξέχουσα διπλωματική επιτυχία της αγγλικής και αυστριακής διπλωματίας, που επιδίωξαν να περιορίσουν τα πολιτικά ερείσματα της Ρωσίας στον γερμανικό χώρο, τα οποία προσέφερε η ρωσική στρατιωτική υπεροχή.

Με τον τερματισμό των Ναπολεόντειων πολέμων και αντίθετα με ότι έπραξαν οι λοιπές χερσαίες Μ. Δυνάμεις, ο τεράστιος ρωσικός αυτοκρατορικός στρατός δυναμικότητας 800.000 στρατιωτών ποτέ δεν αποστρατεύτηκε αλλά παρέμεινε ολόκληρος στην διάθεση του Αλέξανδρου Α΄ σε μια διάταξη δύο Στρατιών που κάλυπτε δύο μέτωπα. [iii] Ο Φρίντριχ Γκέντζ, εξ απορρήτων Σύμβουλος του Μέττερνιχ, απερίφραστα αναγνώριζε ότι η 1η Στρατιά, που κάλυπτε το δυτικό μέτωπο, είχε την ικανότητα να αναλάβει δράση εναντίον μιας οποιαδήποτε ευρωπαϊκής Δύναμης. [iv] Από την άλλη πλευρά, η 2η Στρατιά κάλυπτε ένα ευρύτατο νότιο μέτωπο με σκοπό να διεξαγάγει επιχειρήσεις κατά της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ωστόσο, η μαχητική ικανότητα των δύο Στρατιών διέφερε σημαντικά, καθώς μετά το Συνέδριο της Βιέννης ο Αλέξανδρος Α’ υιοθέτησε μια συντηρητική εξωτερική πολιτική και έκτοτε η 1η Στρατιά λειτουργούσε περισσότερο αποτρεπτικά, διατηρώντας χαμηλό επίπεδο επιχειρησιακής λειτουργίας. Στην πραγματικότητα η Στρατιά υπήρχε εκεί ως διπλωματικό εργαλείο, το οποίο δύσκολα, όπως αποδείχθηκε, μπόρεσε να υπερκεράσει το πλαίσιο διακανονισμών που Αγγλία και Αυστρία δημιούργησαν στο Συνέδριο της Βιέννης.

 

«Το Συνέδριο της Βιέννης», πίνακας του Isabey (1819). Διακρίνονται όρθιοι από αριστερά προς δεξιά οι: Γουέλινγκτον, Λόμπου ντα Σιλβέιρα, Σαλντάνια ντα Γκάμα, Λέβενγιελμ, Νοάιγ, Μέττερνιχ, Λα Τουρ ντυ Πεν, Νέσελροντ, Ντάλμπεργκ, Ρασουμόφσκι, Στιούαρτ, Κλάνκαρτυ, Βάκεν, Γκεντς, Χούμπολτ και Κάθκαρτ. Καθήμενοι από αριστερά οι: Χάρτεμπεργκ, Πλμέλα, Κάστερκ, Βέσενμπεργκ, Λαμπραντόρ, Τελεϋράνδος και Στάκελμπεργκ.

 

«Συνέδριο της Βιέννης (1814-1815)». Οι εκπρόσωποι των ευρωπαϊκών κρατών διαπραγματεύονται στο Συνέδριο της Βιέννης. Α. Ο Αυστριακός καγκελάριος Μέτερνιχ. Β. Ο υπουργός Εξωτερικών της Μ. Βρετανίας κόμης Κάσλρι. Γ. Ο υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας Ταλεϋράνδος.

 

Το αντίθετο ακριβώς συνέβαινε με την 2η Στρατιά, όπου ο στρατηγός Κίσελεφ με την ανάληψη των καθηκόντων ως Διοικητής εισήγαγε σημαντικούς εκσυγχρονισμούς, συγκρότησε ένα ικανό επιτελείο και πέτυχε το Γενικό Στρατηγείο της 2ης Στρατιάς να αναπτύξει, ανεξάρτητα από το Γενικό Επιτελείο, τον δικό του στρατηγικό σχεδιασμό προσαρμοσμένο στις ανάγκες διεξαγωγής ενός ρωσο-οθωμανικού πολέμου. [v] Στο Συνέδριο της Βιέννης ο Αλέξανδρος Α’ είχε κάθε λόγο να διατηρήσει εκτός διεθνών διευθετήσεων τις διμερείς ρωσο-οθωμανικές σχέσεις, διατηρώντας ανοικτές τις επιλογές της ανατολικής πολιτικής του. Ωστόσο, αξιοποιώντας διπλωματικά την ρωσική στρατιωτική ισχύ, ο Τσάρος πράγματι έθετε ως δεσπόζουσα προτεραιότητα του όχι την ρωσική ανατολική πολιτική, αλλά την εδραίωση ενός ρωσικού ευρωπαϊκού ρόλου. [vi] 

 

Λιθογραφία του στρατηγού Κίσελεφ (Pavel Kiselyov 1788-1872).

 

Τι σήμαιναν αυτά για την ελληνική υπόθεση;

 

Στο πλαίσιο της Βιέννης και σε ότι αφορά στο Ανατολικό Ζήτημα, η Ρωσία είχε πλέον αποδεχθεί de facto (αλλά όχι de jure) την οθωμανική εδαφική ακεραιότητα, την οποία υποστήριζε διακαώς η Αγγλία προκειμένου να αποτρέψει την παρουσία της Ρωσίας στη Μεσόγειο.

Στο πλαίσιο αυτό, η ρωσική διπλωματία δεν ενδιαφερόταν τόσο για την άμεση διευθέτηση των εκκρεμοτήτων της Συνθήκης του Βουκουρεστίου, αλλά κυρίως στο να διατηρήσει ομαλές σχέσεις με την Πύλη. Ο Τσάρος αντιλαμβανόταν ότι ούτε η Πύλη επιθυμούσε να οξύνει τις σχέσεις της με την Ρωσία, αλλά ο ίδιος σχετικά με εδαφικές διευθετήσεις στην Μαύρη θάλασσα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να συμφωνήσει με τις οθωμανικές αξιώσεις. Επομένως, ενώ τα θέματα αυτά θα συνέχιζαν να παραμένουν ανοικτά στις διμερείς σχέσεις, ο νέος ρώσος πρέσβης στην Πόλη όφειλε να χειριστεί τις σχετικές διαπραγματεύσεις με τρόπο που να μην δημιουργεί διπλωματικές εντάσεις.

Κλέμενς Βέντσελ Λόταρ φον Μέττερνιχ (1773-1859). Ελαιογραφία του Sir Thomas Lawrence.

Η αβεβαιότητα που ανέκυπτε από τις εκκρεμότητες αυτές ήταν κατά πόσο οι ρωσο-οθωμανικές διαφωνίες ερμηνείας της Συνθήκης στα εδαφικά θέματα της Μαύρης θάλασσας θα έδιναν το πρόσχημα στην Πύλη να μην τηρήσει στα άλλα θέματα τα συμφωνηθέντα της Συνθήκης, όπως αυτά που αφορούσαν την Σερβία και τις Ηγεμονίες, ιδιαίτερα μάλιστα όταν η προβολή της ρωσικής ισχύος δεν χρησιμοποιείτο ως διαπραγματευτικό εργαλείο. Απέναντι σ’ αυτήν την κατάσταση, ο Αλέξανδρος Α’ πρόκρινε έναν διαχωρισμό των διπλωματικών χειρισμών ανάμεσα στις δύο όψεις της Συνθήκης του Βουκουρεστίου επιδιώκοντας η μη-επίλυση των εκκρεμοτήτων να μην ανατρέψει την κατάσταση στην Σερβία και στις Ηγεμονίες.

Ο Τσάρος αποδεχόμενος την de facto διατήρηση των ρωσικών θέσεων στην Μαύρη θάλασσα παράλληλα επιδίωκε και ένα ήπιο κλίμα στις αναμενόμενες αργόσυρτες διαπραγματεύσεις για την ρύθμιση αυτών των εκκρεμοτήτων. Ο Αλέξανδρος Α’ αφενός υπογράμμιζε με έμφαση τις συμβατικές υποχρεώσεις της Πύλης έναντι της Ρωσίας στα Βαλκάνια και αφετέρου τις έθετε ταυτόχρονα σ’ ένα πλαίσιο οικοδόμησης εμπιστοσύνης. Επομένως, σύμφωνα με τις διπλωματικές οδηγίες του, η ρωσική πολιτική «προστασίας των ομόδοξων χριστιανών» δεν θα έπρεπε μόνο να προβάλλεται ως αναγνωρισμένο δικαίωμα των υπαρχουσών διμερών Συνθηκών, αλλά και να εφαρμόζεται μ’ έναν τρόπο που να μην δημιουργεί παραστάσεις απειλής στην Πύλη και να υπονομεύει την ομαλότητα στις διμερείς σχέσεις.[x] Ο μοναδικός τρόπος για να επιτευχθεί αυτό σύμφωνα με τις ρητές οδηγίες του Αλέξανδρου Α’ στον ρώσο πρέσβη Γρ. Στρογκανόφ ήταν η ρωσική διαβεβαίωση του πλήρους σεβασμού της ακεραιότητας της οθωμανικής αυτοκρατορίας ως βάση της άσκησης του ρωσικού δικαιώματος της «προστασίας των ομόδοξων». Πράγματι, ο Αλέξανδρος Α’ διαμήνυε απερίφραστα, δια χειρός φυσικά Καποδίστρια, στην Πύλη ότι «η Ρωσία δεν επιδίωκε την εξάλειψη της εξουσίας του Σουλτάνου πάνω στους εξαρτημένους λαούς» αλλά για την ομαλότητα των διμερών σχέσεων «θα ήταν χρήσιμο, και μάλιστα  επιβεβλημένο, να πάψει επιτέλους η Υψηλή Πύλη τον πόλεμο εναντίον των ίδιων των υπηκόων της». [xi]

 

Ο χάρτης της Ευρώπης κατά το 1815, όπως διαμορφώθηκε με Βάση τις αποφάσεις του Συνεδρίου της Βιέννης.

 

Στα 1816 η αποσαφήνιση της ανατολικής πολιτικής του Τσάρου Αλέξανδρου με την ευκαιρία των διπλωματικών οδηγιών προς τον ρώσο πρέσβη στην Πόλη, Γρ. Στρογκανόφ, ακύρωσε την προσδοκία και επιδίωξη του Καποδίστρια, ότι η επίλυση του Ελληνικού ζητήματος μπορούσε να προέλθει από την ρωσική επιδίωξη ενός νέου ρωσο-τουρκικού πολέμου, τον οποίο ο Αλέξανδρος Α’ ρητά απέκλειε ως ενδεχόμενο του ορατού μέλλοντος. Παρά τις εμφατικές Καποδιστριακές διατυπώσεις, η  διπλωματική οδηγία προς τον Γρ. Στρογκανόφ, αλλά και οι λοιπές κατά καιρούς οδηγίες, ήταν να επιδιώξει ο πρέσβης την επίλυση των εκκρεμοτήτων του 1812 με διάλογο αποφεύγοντας την ολίσθηση σε εντάσεις. [xv] Ακόμη και στα 1819, ο Αλέξανδρος Α’ στην ευρύτερη θεώρηση της «προστασίας των ομόδοξων» συνέχισε να κράτα ήπιους τόνους μη ανταποκρινόμενος στις προσδοκίες υποστήριξης αλλά και στον υποβόσκοντα αναβρασμό των υποτελών στην Πύλη. [xvi]

Χωρίς να επιδιώκει να… «ελληνοποιήσει» τις ρωσικές προτεραιότητες, ο Καποδίστριας προέβλεψε πάντως, εγκαίρως, και συμβούλευσε τον Τσάρο, για το αδιέξοδο της ρωσικής διπλωματίας γύρω από τις εκκρεμότητες της Συνθήκης του Βουκουρεστίου, την αύξηση των διμερών τριβών εξαιτίας της οθωμανικής αδιαλλαξίας και της παγιωμένης δυσπιστίας των άλλων Μ. Δυνάμεων για τις ρωσικές επιδιώξεις.

Ιωάννης Καποδίστριας, Λιθογραφία, ΑΒ ΕΒ Venezia. Lit. Deye.

Στα 1826 ο Καποδίστριας, συμπλέοντας με νέα ανατολική πολιτική του Νικόλαου Α’, του υπενθύμιζε: «Αλλ’ εγώ προέβλεπον μετά βεβαιότητος ότι αι διαπραγματεύσεις του βαρώνου Στρόγανωφ θα επέφερον εν τέλει όλως αντίθετον αποτέλεσμα. Πράγματι, έπρεπε να ζητήσωμεν αφ’ ενός ικανοποίησιν και αποζημίωσιν διά την παράβασιν και την ατελή εκπλήρωσιν των άρθρων της συνθήκης άτινα αφεώρων εις τας παριστρίους ηγεμονίας και την Σερβίαν, αφ’ ετέρου δε να εύρωμεν τον τρόπον προς απόρριψιν των αξιώσεων ας η Πύλη διετύπου ως προς την επιστροφήν των επί της ασιατικής ακτής φρουρίων. Ήτο πρόδηλον ότι αι συζητήσεις, εις ας θα έδιδεν αφορμήν η αποστολή του βαρώνου Στρόγανωφ, θα ενέπνεον εις τους Τούρκους και εις τας ευρωπαϊκάς Κυβερνήσεις την υπόνοιαν, ότι η Ρωσσία αποκρύπτει τους αληθείς αυτής σκοπούς, ότι απέχει του να επιθυμή την άρσιν των δυσχεριών προς διακανόνισιν και στερέωσιν ειρηνικών σχέσεων και ότι τουναντίον ζητεί δικαιολογητικάς αιτίας προς νέας εν τω μέλλοντι εχθροπραξίας. Εν τούτοις έπρεπε να υπακούσω· αι δε οδηγίαι του βαρώνου Στρόγανωφ συνετάγησαν συμφώνως προς τας προθέσεις του Αυτοκράτορος». [xvii] Και στα 1820 ο Καποδίστριας αποτιμώντας την εφαρμογή των διπλωματικών οδηγιών του Αλέξανδρου Α’ θα γράψει ιδιωτικά στον Γρ. Στρογκάνοφ ότι «Δεν τολμώ να περιμένω μεγάλα αποτελέσματα. Επειδή κανείς δεν κατόρθωσε να πάρει κάτι από τους Τούρκους μόνο με τα λόγια. Στην ουσία εμείς δεν κάναμε τίποτε, παρά να φλυαρούμε με ανθρώπους, οι οποίοι δεν μπορούσαν να πιστέψουν τα λόγια μας». [xviii]

Θεωρούσε, επίσης, ο Καποδίστριας, ότι ο εγκλωβισμός του Τσάρου στην διεκδίκηση ενός ανέφικτου ρωσικού ρυθμιστικού ρόλου στις μετα-Ναπολεόντειες ευρωπαϊκές υποθέσεις,[xix] ακύρωνε την δυνατότητα και επιλογή μιας ρωσικής στρατιωτικής πίεσης για την προώθηση μιας ρωσικής λύσης στο Ανατολικό ζήτημα – λύσης που ο Καποδίστριας σταθερά πίστευε ότι ήταν εφικτή εντός του συστήματος της Ευρωπαϊκής «Συνεννόησης». [xx]

Όπως φαίνεται στις εισηγήσεις του, ο Καποδίστριας αποδεχόταν ότι η εθνική χειραφέτηση των ομόδοξων και η ενίσχυση της ρωσικής επιρροής στην Εγγύς Ανατολή μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς ρωσική εδαφική επέκταση και με εξισορρόπηση των διεθνών συμφερόντων μεταξύ των Μ. Δυνάμεων, αρκεί η Ρωσία να αναλάμβανε την διεθνή πρωτοβουλία των κινήσεων με μια προσεκτικά σχεδιασμένη εφαρμογή μιας ανανεωμένης ανατολικής πολιτικής της.[xxi] Ο Αλέξανδρος Α’ απέρριψε το πλαίσιο αυτής της πολιτικής και, ευρύτερα, αντιμετώπισε με ολοένα εντονότερο συντηρητικό τρόπο τα εθνικά και φιλελεύθερα αιτήματα που στην μετα-Ναπολεόντεια περίοδο εμφανίζονταν στο πολιτικό προσκήνιο της γηραιάς ηπείρου.[xxii] Δέκα χρόνια αργότερα, στα 1825, με το Ελληνικό ζήτημα πλήρως διεθνοποιημένο, ο Αλέξανδρος Α’, λίγους μήνες πριν τον θάνατο του, ήταν πλέον εντελώς έτοιμος για την αναθεώρηση της ανατολικής πολιτικής του 1816, καθώς όχι μόνο αυτή αλλά, επίσης, και η προώθηση ενός ρωσικού ρόλου στις ευρωπαϊκές υποθέσεις ως γενική επιδίωξη της εξωτερικής πολιτικής του, είχαν οδηγηθεί σε πλήρες αδιέξοδο. [xxiii]

Επί της ουσίας με τις εκτιμήσεις αυτές ο Καποδίστριας αναδείκνυε τελικά την διεθνή σημασία της ελληνικής εξέγερσης και τον καταλυτικό ρόλο που θα είχε στη μεταβολή των όρων διαχείρισης του Ανατολικού ζητήματος, που είχαν ατύπως συμφωνηθεί το Συνέδριο της Βιέννης. [xxvi]

Ο Καποδίστριας έγκαιρα αντιλήφθηκε ότι η διεθνοποίηση του ελληνικού ζητήματος θα βασιζόταν στο γεγονός ότι, ακόμη κι αν το επιθυμούσε, η Ρωσία ήταν υποχρεωμένη να μην αγνοήσει μια ελληνική εξέγερση στο πλαίσιο των διμερών ρωσο-οθωμανικών σχέσεων, καθώς η εγγενής δυσπιστία και αδιαλλαξία της Πύλης στις ρωσικές παρεμβάσεις θα οδηγούσε μοιραία σε νέα ρωσο-οθωμανική κρίση.

Η διεθνής αυτή εξέλιξη θα ενεργοποιούσε ευθέως διαβουλεύσεις και διαπραγματεύσεις των Μ. Δυνάμεων γύρω από την διαχείριση των ρωσο-οθωμανικών σχέσεων στο Ανατολικό Ζήτημα και καθιστούσε άμεσα διεθνές πρόβλημα το Ελληνικό ζήτημα ως αντικείμενο «Συνεννόησης Δυνάμεων», ειδικά μάλιστα στο πλαίσιο του προεξέχοντος αγγλο-ρωσικού ανταγωνισμού.

Ο Καποδίστριας είχε σαφή αντίληψη ότι «κλειδί» της αγγλο-ρωσικής συνεννόησης δεν ήταν γενικά και αόριστα η διατήρηση της εδαφικής ακεραιότητας της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, αλλά ειδικά το αν καταλυθεί η Οθωμανική κυριαρχία στα Στενά και επανέλθει ο ρωσικός στόλος στην Ανατολική Μεσόγειο. Η επιτυχής στρατιωτικά ελληνική εξέγερση θα συνέτεινε να καταστεί αναπόφευκτη η λύση του Ελληνικού ζητήματος ως μέσο εκτόνωσης της ρωσο-οθωμανικής κρίσης (η οποία, σε αντιστοιχία με τους πάγιους Καποδιστριακούς σχεδιασμούς, στα 1826 εντάθηκε με το στρατιωτικό τελεσίγραφο του τσάρου Νικόλαου Α’ στη Πύλη), και θα δημιουργούσε μια νέα βάση αγγλο-ρωσικής συνεννόησης, που συνίστατο – τουλάχιστον – στον διαχωρισμό του ελληνικού ζητήματος (και των ρωσο-οθωμανικών εκκρεμοτήτων του 1812) από την οθωμανική κυριαρχία στα Στενά (Συνθήκη Αγ. Πετρούπολης, 1826). Όπως προέβλεψε ο Καποδίστριας ήταν ο ρωσο-οθωμανικός πόλεμος (1828-29) που επισφράγισε την ελληνική ανεξαρτησία.

 

Αλέξανδρος Α΄ της Ρωσίας, έργο του Stefan Semjonovitsj Stjukin, 1808, Museum of Pavlovsk, Russia.

 

Συμπερασματικά:

 

Ο Καποδίστριας διαμόρφωσε βαθμιαία μια «στρατηγική αντίληψη» για το Ελληνικό ζήτημα και την προώθησε με την πράξη του: την πολιτική «Με τις Δικές μας Δυνάμεις».[xxvii]

Η μετεξέλιξη της αντίληψης του προ-επαναστατικού Καποδίστρια διαμορφώθηκε σε δύο διακριτές φάσεις:

  • Στην πρώτη φάση (1800-1816) διαχειρίστηκε την υπάρχουσα «κατάσταση» στις επιδιώξεις του ελληνικού ζητήματος στην εκάστοτε τρέχουσα συγκυρία,
  • Στην δεύτερη φάση (1817-1821) ανάπτυξε την Καποδιστριακή αντίληψη της πολιτικής «Με τις Δικές μας Δυνάμεις» για την διεθνοποίηση και προώθηση του ελληνικού ζητήματος.

Στην πρώτη φάση, επιχείρησε καταρχήν να κάνει «ορατό» το ευρύτερο ελληνικό ζήτημα ως διεθνές θέμα στο Συνέδριο της Βιέννης (1815), καθώς το ήδη διεθνές ζήτημα της Επτανήσου Πολιτείας περιήλθε υπό αγγλική προστασία. [xxviii] Μετά το Συνέδριο της Βιέννης, προσπάθησε, στην συνέχεια, εκκινώντας από την ρωσική πολιτική «προστασίας των ομόδοξων» να αξιοποιήσει την ρωσική ανάγκη εξόδου στην Μεσόγειο και να επαναφέρει το ελληνικό ζήτημα στο προσκήνιο μέσω της ρωσικής ανατολική πολιτικής,  αναγνωρίζοντας ότι χωρίς ρωσο-οθωμανικό πόλεμο δεν είναι εφικτή η προώθηση του Ελληνικού ζητήματος. Ωστόσο, ο Αλέξανδρος Α’ δεν φάνηκε διατεθειμένος να επανακκινήσει την ρωσική ανατολική πολιτική, καθώς είχε πλέον διαμορφώσει στην Βιέννη στα 1815 διαφορετικές προτεραιότητες: αφ’ ενός εστιάζοντας στην Πολωνία και στο ρωσικό ρυθμιστικό ρόλο στις ευρωπαϊκές υποθέσεις και αφ’ ετέρου επιλέγοντας την de facto αποδοχή της οθωμανικής ακεραιότητας.

Μετά το 1815 παρέμεινε σταθερή η ρωσική πολιτική της «προστασίας των ομόδοξων» αλλά πάντα μέσα στο πλαίσιο «διεθνούς συνεννόησης» – πρακτικά de facto υπέρ του Status Quo. Αυτό σήμαινε ότι ο Αλέξανδρος πρώτον έχει παραιτηθεί εξ ορισμού από «μονομερείς» ενέργειες έναντι της Πύλης και, συνεπώς, επιδίωκε σταθερότητα και διπλωματική λύση στις διμερείς εκκρεμότητες, και δεύτερον δεν έχει ως προτεραιότητα την ρωσική ανατολική πολιτική, την οποία περιόριζε στην διατήρηση και στην ήπια εφαρμογή του συμβατικού δικαιώματος της για «προστασία των ομόδοξων», δηλαδή στην συντήρηση των ρωσικών ερεισμάτων στον ορθόδοξο πληθυσμό. Αυτή ακριβώς ήταν η ρωσική αντίληψη για το Status Quo στην Εγγύς Ανατολή μετά το 1815, αντίληψη που, εντός συγκεκριμένων ορίων, μπορούσε να είναι de facto ανεκτή τόσο από τις λοιπές Μ. Δυνάμεις, όσο και από την Πύλη. Η Αγγλία μάλιστα πίεζε διπλωματικά την Πύλη να δείξει την απαιτούμενη ευελιξία ώστε να επιλυθούν οι ρωσο-οθωμανικές εκκρεμότητες του 1812 υποστηρίζοντας ότι σε περίπτωση ρήξης επί αυτών θα υποστήριζε την Ρωσία. [xxix]

Όπως και την εποχή του Αλέξανδρου Υψηλάντη του εξ Απορρήτων, του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου του Φιραρή, του Κωνσταντίνου Υψηλάντη και του Αντωνο-Μαρία Καποδίστρια, δηλαδή μισού αιώνα προσδοκιών, η ρωσική πολιτική προτεραιοτήτων απέκλινε καθοριστικά από τις ελληνικές προτεραιότητες. Για τον Ιωάννη Καποδίστρια είχε φτάσει η ώρα της πολιτικής «Με τις Δικές μας Δυνάμεις» (1817-1821), που εγκαινιάζει την δεύτερη φάση της δράσης του προ-επαναστατικού Καποδίστρια.

 

Ποιο είναι το περιεχόμενο αυτής της πολιτικής «Με τις Δικές μας Δυνάμεις»;

 

Η αξιοποίηση, με ελληνική πρωτοβουλία, των διεθνών αντιθέσεων για την διεθνοποίηση του ελληνικού ζητήματος έπρεπε να προέλθει έμμεσα (αξιοποίηση εσωτερικής οθωμανικής κρίσης) ή άμεσα (ελληνική εξέγερση) ή ανάλογα με την συγκυρία από τον συνδυασμό και των δύο. Σ’ όλες τις περιπτώσεις το «κλειδί» στην προώθηση του Ελληνικό ζητήματος παρέμενε η ικανότητα της πολιτικής «Με τις Δικές μας Δυνάμεις» να δημιουργήσει πρακτικά αποτελέσματα.

Ο πυρήνας της πολιτικής «Με τις Δικές μας Δυνάμεις» εστιάζονταν στην πρόκληση ρωσο-οθωμανικής κρίσης με επίκεντρο το ελληνικό ζήτημα προκειμένου να καταστεί αυτό de facto αντικείμενο διεθνούς συμβιβασμού των Μ. Δυνάμεων στο Ανατολικό Ζήτημα.  Τον Ιούλιο 1821, όντας ακόμη Υπουργός Εξωτερικών του Αλέξανδρου, ο Καποδίστριας θέτει ευθέως στους εξεγερμένους Έλληνες την σημασία και προοπτική του Αγώνα στην διεθνοποίηση του Ελληνικού ζητήματος:

 

«Ας εννοηθώμεν μίαν φοράν δια πάντοτε περί του ουσιώδους τούτου πράγματος. Η Ρωσία απεδοκίμασε την επανάστασιν και η επανάστασις άρχισεν, ούτως η Ρωσία δεν ημπορούσε  και δεν έπρεπε μήδε να σιωπήση μηδε να επικυρώση. Ημπορεί να ενασχολήθη εις τας συνέπειας της, με σκοπόν, να τας κάμει να ευτυχήσουν; Δεν ημπορεί βέβαια, παρ’ όταν βιασθή από κραταιάν ανάγκην΄ από ανάγκην ανυπόστατον. Αυτή η ανάγκη θέλει να είσθαι κραταια και ανυπόστατος, όταν αποδειχθή, ότι δεν είναι πλέον δυνατόν να επανέλθη εις την Τουρκίαν, δια μέσου τουρκικής διοικήσεως, μια κατάστασις ευσυμβίβαστος με την διατήρησιν της ειρήνης. Αν τεθή τούτον το πρόβλημα, οι Τουρκοι δεν θέλουν πολεμηθή πλέον χάριν της επαναστάσεως΄ θέλουν  πολεμηθή δια να παύση η αταξία, την οποίαν η πόρτα προκαλέιται, ακολουθούσα κατά των χριστιανών σύστημα ολέθριον και αίματος».[xxx]

 

Ο Καποδίστριας σε διάφορες περιστάσεις είχε διατυπώσει απόψεις για επιθυμητή διεθνή λύση του ελληνικού ζητήματος, παράλληλα, όμως, είχε τον πραγματισμό να αντιληφθεί ότι η λύση αυτή θα καθοριστεί από τον συνδυασμό της εμβέλειας και ικανότητας του ελληνικής εξέγερσης με τους συσχετισμούς των Μ. Δυνάμεων.

Και αυτήν η πολιτική ο Καποδίστριας εφάρμοσε και πέτυχε τα επόμενα 10 χρόνια (1817-1826).

 

***

 

Προφανώς δεν είναι δυνατόν να μελετηθεί ολοκληρωμένα ο προ-επαναστατικός Καποδίστριας χωρίς αναφορά στο πολιτικό υποκείμενο της εξέγερσης. [xxxi] Το ζήτημα αυτό εκφεύγει της διεθνολογικής εστίασης αυτής της δημοσίευσης, ωστόσο μπορούν να αναφερθούν ορισμένες ενδεικτικές επισημάνσεις. Το πολιτικό υποκείμενο της προ-επαναστατικής προετοιμασίας, στο οποία ανήκει και ο Καποδίστριας, εστιάζεται σαφέστατα στον θεωρούμενο ως κυρίως «ελληνικό γεωγραφικό χώρο», αλλά συνδέεται ευθέως (ή και εμπεριέχεται για ουσιαστικούς ή τακτικούς λόγους) με τις δυνατότητες που προσφέρει μια συγχρονισμένη και ευρύτερη εξέγερση των, υπό ρωσική επιρροή/«προστασία ομόδοξων», χριστιανικών λαών της οθωμανικής αυτοκρατορίας και της ρωσικής ικανότητας να επιδράσει στην επίλυση του ευρύτερου Ανατολικού ζητήματος – πρακτικά, δηλαδή, να επιδράσει στην απομείωση προς όφελος των χριστιανικών λαών της εδαφικής ακεραιότητας της Οθωμανικής αυτοκρατορίας ή στην ολοκληρωτική κατάλυση της.

Στα 1819, ο Καποδίστριας χαράσσει ευθέως την τομή που επιχειρεί ως προεξέχων πλέον πολιτικός ηγέτης της κυοφορούμενης επανάστασης. Πρόκειται για το επιστέγασμα του Καποδιστριακού προβληματισμού σχετικά τον αναγκαίο επαναπροσδιορισμό της μέχρι τότε προσπάθειας ελληνικής χειραφέτησης στις τότε διεθνείς περιστάσεις.

Ιωάννης Καποδίστριας, πίνακας του Σερ Thomas Lawrence (1769-1830). Ο πίνακας φιλοτεχνήθηκε στη Βιέννη, ανήκει στη Βασίλισσα της Αγγλίας Ελισάβετ Β΄ και είναι εκτεθειμένος στον Πύργο του Windsor στην αίθουσα του Βατερλώ.

Ο Καποδίστριας με την ρητή έκφραση «Ας προβούμε σε έντιμο απολογισμό των γεγονότων που σφράγισαν το μισό του αιώνα μας» θέτει μια αξιοσημείωτη κομβική χρονική αναφορά, που είναι πρωτίστως πολιτική και αναφέρεται στις δραματικές περιπέτειες στα τελευταία πενήντα χρόνια ελληνικής προσπάθειας, με προφανή αφετηρία στα 1769 με τα Ορλωφικά και την ρωσική πολιτική της Μ. Αικατερίνης. [xxxii]

Γράφοντας την Εγκύκλιο του ο Καποδίστριας, ακριβώς την εποχή που βρίσκεται μετά από δέκα ολόκληρα χρόνια στην γενέτειρα του Κέρκυρα, συσπειρώνοντας με πρόσκληση του τους  «αρχηγούς της Ελλάδας» [xxxiii] και βιώνοντας τον, με αγγλο-οθωμανική σύμπραξη, εξανδραποδισμό του πληθυσμού της Πάργας από τον Αλή Πάσα, γνωρίζει σε ποιους απευθύνεται και ποιοι είναι σε θέση να αντιληφθούν πλήρως τις παραινέσεις τους. Με την Εγκύκλιο αυτή ο Καποδίστριας δεν αρκείται απλώς να δημοσιοποιήσει την τοποθέτηση που ήδη έχει εξηγήσει χωρίς αμφισημίες στις συνομιλίες του με το πλήθος των προσκαλεσμένων του στην Κέρκυρα. Άλλωστε θα ήταν μια επιφανειακή προσέγγιση του κορυφαίου αυτού κειμένου να θεωρηθεί ότι η κύρια φροντίδα του Καποδίστρια είναι να πείσει τον Αλέξανδρο Α’ ότι κινείται εντός των πολιτικών οδηγιών του κατά την παραμονή του στην Κέρκυρα. [xxxiv]

Αντίθετα, ο Καποδίστριας με την Εγκύκλιο πράττει κάτι περισσότερο από την διακήρυξη μιας τοποθέτησης: δηλώνει παρών ως ο πολιτικός ηγέτης της προ-επαναστατικής προετοιμασίας! Κάνει κριτική ιστορική ανασκόπηση, επισημαίνει καίριες πτυχές και καταθέτει μια πολιτική στρατηγική.

Η Καποδιστριακή κριτική στις προγενέστερες ηγετικές προσωπικότητες του ελληνικού εγχειρήματος είναι εύγλωττη:

«ας εμβαθύνουμε», γράφει, «με περισυλλογή στο βάθος των συνειδήσεων μας ας προσπαθήσουμε να διεισδύσουμε σ’ εκείνες των συμπατριωτών μας, οι οποίοι βρέθηκαν σε θέση να μας παράσχουν κάποια υπηρεσία και που άφησαν σπουδαίες και μεγάλες ευκαιρίες για να την εκπληρώσουν και θα πεισθούμε βαθειά, πως αν υπήρχε λιγότερη αμάθεια από τη μια και λιγότερη έλλειψη ηθικού χαρακτήρα από την άλλη, τα πιο διακεκριμένα άτομα ανάμεσα στους πατέρες μας, έχοντας ευνοηθεί από τις περιστάσεις του καιρού μας, θα μας είχαν κληροδοτήσει λιγότερο προβληματικό μέλλον και την προοδευτική βελτίωση της μοίρας μας».[xxxv]

Η αναγκαστική αμφισημία, που είναι υποχρεωμένος να χρησιμοποιεί ως υπουργός εξωτερικών του Αλέξανδρου Α’ στα 1819 σ’ ένα κείμενο καταφανούς πολιτικής σκοπιμότητας, δεν αποκρύπτει τoν χαρακτήρα Καποδιστριακής αποτίμησης των πεπραγμένων του περασμένου «μισού αιώνα». Επικρίνοντας την επιλογή τους να μην προσφέρουν «υπηρεσία» υπέρ της υπόθεσης της ελληνικής χειραφέτησης («άφησαν σπουδαίες και μεγάλες ευκαιρίες για να την εκπληρώσουν»), ο Καποδίστριας εστιάζει την  έλλειψη αποτελέσματος στην «λιγότερη αμάθεια» και «λιγότερη έλλειψη ηθικού χαρακτήρα».

Η συσχέτιση των συγκεκριμένων Καποδιστριακών διατυπώσεων με το περιεχόμενο που τους προδίδει ο ίδιος στο υπόλοιπο κείμενο μπορεί να ερμηνευτούν ότι περιγράφουν έλλειψη κατανόησης συνθηκών και ωριμότητας του πολιτικού υποκειμένου και της εκάστοτε ηγεσίας του αλλά και μια ευθεία πρόσκληση για πανστρατιά και ενότητα, που θα την επαναλάβει, καίτοι ήταν ακόμη Υπουργός Εξωτερικών, με την έκρηξη της Επανάστασης με ευθύτητα γράφει στον Διονύσιο Ρώμα (οι υπογραμμίσεις δικές του):

«Τώρα λοιπόν, αν εις την μεγάλην επιχείρησιν, περί ής πρόκειται, είναι επαρκή τα μέσα –αν η ενότης μεταξύ των ανθρώπων, οίτινες θα τα διαχειρισθούν, είναι αληθής, ειλικρινής και αδιάλυτος – έσται με την ευλογίαν του Θεού, και η υπόθεσις θα ευδοκιμησει. Οίαι δήποτε και να είναι αι δυσκολίαι θέλουσιν υπερπηδηθή. Εν εναντια περιπτώσει, θα ήτο βαρύτατον και ασυγχώρητον έγκλημα, το να εκτεθούν τόσα και τόσον πολύτιμα συμφέροντα, να οπισθοδρομήσουν τόσαι και τόσον ωραίαι ελπίδες, όπως επισύρωμεν επί της πατρίδος μας νέας έτι και σκληροτέρας πιέσεις».[xxxvi]

Στα 1819 με την πολιτική πράξη της Εγκύκλιου του ο Καποδίστριας εμφανίζεται πλέον στο πολιτικό προσκήνιο ως υπεύθυνη ηγετική προσωπικότητα, απευθύνεται και κατευθύνει την προ-επαναστατική διαδικασία. Ωστόσο, η επισταμένη μελέτη του πολιτικού υποκειμένου, στο οποίο ο προ-επαναστατικός Καποδίστριας ασκεί εμμέσως κριτική και το θεωρεί ως φορέα της προ-επαναστατικής προετοιμασίας και δράσης απαιτεί συγκεκριμένη ανάλυση, συμπληρωματική της διεθνολογικής διερεύνησης.

 

Υποσημειώσεις


 

[i] Paul W. Schroeder, “Did the Vienna Settlement Rest on a Balance of Power?”, The American Historical Review, Vol. 97, No. 3 (Jun., 1992), pp. 683-706

[ii] Αγγλία και Αυστρία πράγματι κατέβαλαν σημαντικές προσπάθειες να πείσουν τον Αλέξανδρο Α’ και τον Μαχμούτ Β’ για έναν  de jure διακανονισμό των σχέσεων τους στο πλαίσιο των διευθετήσεων της Βιέννης. Πρότειναν, μάταια, στον Σουλτάνο να δεχθεί τις ρωσικές εδαφικές αξιώσεις στην Μαύρη θάλασσα σε αντάλλαγμα να υπάρξουν διεθνείς συμβατικές εγγυήσεις για την εδαφική ακεραιότητα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στο Συνέδριο της Βιέννης. Ο Μαχμούτ Β’ απέρριψε ρητά τις προτάσεις Καστλρέη (Ιανουάριος 1815) με το πρόσχημα ότι στην Συνθήκη του Βουκουρεστίου (1812) δεν υπάρχουν εκκρεμότητες που θα καθιστούσαν αναγκαία μια διεθνή μεσολάβηση μεταξύ του ίδιου και του Τσάρου. Ο Αλέξανδρος Α’ μπορούσε να είναι ικανοποιημένος με την άρνηση του Μαχμούτ Β’,  που τερμάτισε πλέον κάθε σχετική διαπραγμάτευση, καθώς επιπρόσθετα η απόδραση του Ναπολέοντα από το νησί Έλβα δημιούργησε μια ανατροπή όπου οι ρωσικές στρατιές θα καλούνταν και πάλι να παίξουν τον ρόλο τους. Σχετικά με τις παραπάνω διαπραγματεύσεις. Δες: Miroslav Sedivy, Metternich, The Great Powers and The Eastern Question, Pilsen, 2013, pp. 39-44. Αλλά και ο ίδιος ο Καποδίστριας, διαπιστώνοντας την αγγλο-αυστριακή πρόθεση για de jure  δέσμευση της ρωσικής ανατολικής πολιτικής, επικροτεί την επιλογή του Αλέξανδρου Α’ για διαχωρισμό από τους λοιπούς εδαφικούς διακανονισμούς των ζητημάτων της οθωμανικής αυτοκρατορίας, και άρα του Ανατολικού ζητήματος, τα οποία, άλλωστε, είχαν βρει την προσωρινή ή μη ρύθμιση τους στο διμερές πλαίσιο των ρωσο-οθωμανικών σχέσεων με την Συνθήκη του Βουκουρεστίου (1812), αλλά και την συνέστησε, όταν αιφνιδιαστικά ετέθη στο Συνέδριο της Βιέννης ένα διπλωματικό σχέδιο για την «ελεύθερη ναυσιπλοΐα» στην Μαύρη Θάλασσα. Μάλιστα, πολιτικά ιδιοφυής, ο Καποδίστριας δέκα χρόνια μετά την Βιέννη (1815) στο Υπόμνημα (1826) σκόπιμα αναφέρεται διεξοδικά στο θέμα αυτό (όπως και σ’ άλλα ζητήματα) προς νέο τσάρο Νικόλαο Α’, καταφανώς υπογραμμίζοντας την ταυτότητα με την τρέχουσα ανανεωμένη ρωσική ανατολική πολιτική του διαδόχου του Αλεξάνδρου Α’ των τότε δικών απόψεων και επισημαίνει:

«Εις μίαν των ακροάσεων τούτων η Αυτού Μεγαλειότης μοι ανεκοίνωσε σχέδιον περί της ελευθέρας ναυσιπλοΐας εν τω Ευξείνω. Προετείνετο εν αυτώ προς την Αυτού Μεγαλειότητα να αναγράψη το μέγα τούτο και γενικής ωφελείας ζήτημα εις τα θέματα του συνεδρίου. «Μήπως το σχέδιον τούτο κρύπτει τι επί πλέον;» μοι είπεν ο Αυτοκράτωρ. «Τίποτε ολιγώτερον, Μεγαλειότατε, από την επέμβασιν της Ευρώπης εις τας προς την Τουρκίαν σχέσεις Υμών.» Εξετάζων το ζήτημα τούτο μετά της Αυτού Μεγαλειότητος έλαβον το θάρρος να υπομνήσω τας εκθέσεις των στρατηγών παρ’ οις υπηρέτησα περί της οικτράς θέσεως εις ην η συνθήκη του Βουκουρεστίου κατέλιπε τα μεγάλα συμφέροντα της Ρωσσίας και των ομοδόξων της εν Ανατολή. Ο Αυτοκράτωρ μοι είπε: «Κάθε πράγμα εις τον καιρόν του. Ας τελειώσωμεν το εν Βιέννη έργον μας. Ας προσπαθήσωμεν να το τελειώσωμεν καλώς και έπειτα θα ασχοληθώμεν και με τα άλλα ζητήματα.» (υπογραμμίσεις δικές μου)

Ιωάννης Καποδίστριας, «Επισκόπηση της πολιτικής μου σταδιοδρομίας από του 1798 μέχρι του 1822», Αρχείο Ιωάννου Καποδίστρια, τ. Α΄, σελ. 22 http://62.217.127.123/~jkok/kapodistrias/ arheion_ioannou_kapodistria__t__a__-b-1*3.html

[iii] Ενδεικτικά ο άγγλος πρέσβης στην Αγ. Πετρούπολη, Λόρδος Κάτχερτ, στο υπουργό εξωτερικών Κάστλρεη: «Ο Αυτοκράτορας αντιλαμβάνεται πλήρως την έκταση της ισχύος που στρατιωτική προπαρασκευή θέτει στα χέρια του. Αγαπά τον στρατό του και είναι περήφανος για αυτόν. … Αναζήτησα λεπτομέρειες για το προτεινόμενο ζήτημα της μείωσης δυνάμεων. … Δεν διαπίστωσα κανένα σχέδιο περικοπών να έχει ζητηθεί από διάφορους υπουργούς. Η συνέχιση της παραμονής τους κοντά στα σύνορα δηλώνεται ότι σκοπό έχει την συντήρηση τους από τις υποδομές που έχουν σχηματιστεί εκεί και ότι από οικονομικής πλευράς είναι καλύτερο να συντηρούνται επί τόπου αντί να μεταφερθούν στο εσωτερικό με τα στρατεύματα ή να διατεθούν σε πώληση».

Δες: «Lord Catheart to Lord Castlereagh, St. Petersburg, July 1-13, 1816», Charles Marquees of Londonderry, Correspondence, dispatches and other Papers of Viscount Castlereagh, Vol 11, London 1853, p. 263 &  pp. 266-267.

[iv] Πράγματι, ο Γκενζ έγραφε ρητά ότι: «ο Αυτοκράτορας της Ρωσίας είναι σήμερα ο μοναδικός μονάρχης σε θέση να πραγματοποιήσει αχανείς επιχειρήσεις. Είναι επικεφαλής του μοναδικού αποτελεσματικού στρατού στην Ευρώπη. Τίποτε δεν μπορεί να αντισταθεί στο πλήγμα αυτού του στρατού. Κανένα εμπόδιο που δεσμεύει τις βουλήσεις των άλλων μοναρχών, όπως συνταγματικές νομοθεσίες, κοινή γνώμη και ούτω καθεξής, υπάρχουν για αυτόν. Ότι τον ευχαριστεί να αποφασίσει σήμερα, έχει την ισχύ να το πραγματοποιήσει αύριο». Στο O.J. Frederiksen, “Alexander I and His League to End Wars”, The Russian Review, Vol 3, no 1, Autumn, 1943, p. 19

[v] Alexander Bitis, Τhe Russian Army and the Eastern Question, 1821-1834, PhD, LSE, 2000, pp. 113-119

[vi]  Οι ευρωπαϊκές επιδιώξεις της Ρωσίας ήταν αναπόσπαστο μέρος των αντιθέσεων των Μ. Δυνάμεων, τόσο για την εφαρμογή της Συνθηκών, όσο για την αντιμετώπιση της διεθνούς αστάθειας και ρευστότητας. Ιδιαίτερα, Ρωσία και Αγγλία σχεδόν σ’ όλα τα διπλωματικά πεδία βρίσκονταν σε αντιμαχόμενες πλευρές. «Στην Γαλλία, αν και μέσω των Πρέσβεων τους», παρατηρεί ο Webster, «ήταν ανταγωνιστές, όμως η Ρωσία και η Βρετανία είχαν ίδια τοποθέτηση – την εδραίωση της μοναρχικής παλινόρθωσης. Αλλά σχεδόν παντού αλλού στην Ευρώπη στην διάρκεια των τριών αυτών χρόνων [1815-1818] οι πολιτικές τους βρίσκονταν σε σύγκρουση. Ο Τσάρος, ή τουλάχιστον μερικοί από τους υπηρετούντες σ’ αυτόν, ενεπλάκησαν σε πολυσχιδείς ενέργειες, οι οποίες ήταν σ’ όλες σχεδόν τις περιπτώσεις εχθρικές στην Βρετανία. Ήταν μια διπλωματική μονομαχία ανάμεσα στα δύο κράτη, η οποία εκτείνονταν σε μια μεγάλη περιοχή. Στο Παρίσι εμφανίζονταν ως ανταγωνιστές για την εύνοια του Λουδοβίκου 18ου, στην Μαδρίτη υπήρξε μία άγρια αντιπαράθεση από την οποία κρίνονταν μεγάλα ζητήματα, στην Ιταλία και στην Γερμανία η Βρετανία υποστήριξε την Αυστριακή επιρροή σε βάρος της Ρωσικής, στην Κωνσταντινούπολη ήταν σχεδόν ανοικτά παραδεκτές οι αποκλίσεις των απόψεων τους, η αντιπαράθεση επεκτείνονταν στην Ασία και ο αγώνας για την Περσία είχε ήδη αρχίσει. … Αυτός ήταν ένας ολοκληρωτικά νέος ρόλος για να παίξει η Ρωσία. Πριν την Γαλλική Επανάσταση αυτή … δεν είχε σχέσεις με την Δυτική Ευρώπη. … Τώρα η επιρροή της ήταν μέγιστη, και προφανώς αυξανόμενη στις μισές Αυλές της Ευρώπης, και τα όργανα της ήταν εμπλεκόμενα στην υποδαύλιση αναταράξεων σ’ όλη την Δύση».  C. K. Webster, The Foreign Policy of Castlereagh, 1815-1882, London, 1925, p.  88

[vii] Η εσπευσμένη συνομολόγηση της Συνθήκης του Βουκουρεστίου (1812) ήταν προϊόν αδήριτης ρωσικής αναγκαιότητας. Αν και η Ρωσία, μετά τις νίκες του Κουτούζοφ, επέσπευσε τον τερματισμό του ρωσο-οθωμανικού πολέμου λόγω της αναμενόμενη γαλλικής απειλής, η Συνθήκη, που υπογράφηκε μόλις δεκατρείς μέρες πριν την έναρξη της ρωσικής εισβολής του Ναπολέοντα, ανέδειξε την  Ρωσία σε ισχυρή δύναμη στον Δούναβη και στην Μαύρη θάλασσα. Σύμφωνα με την Συνθήκη η Ρωσία αποσύρθηκε στρατιωτικά από τις Ηγεμονίες διατηρώντας τα προηγούμενα συμβατικά δικαιώματα της στο διοικητικό καθεστώς της και η Πύλη αναγνώρισε την ρωσική προσάρτηση της Βεσσαραβίας. Επίσης υπογράφηκε εκεχειρία με τους από τα 1804 εξεγερμένους Σέρβους και δόθηκε καθεστώς αυτονομίας στη Σερβία, ωστόσο με την αποχώρηση της ρωσικής στρατιωτικής παρουσίας οι σερβο-οθωμανικές σχέσεις επιδεινώθηκαν ραγδαία και ο Σουλτάνος προχώρησε σε βίαιη καταστολή των εξεγερμένων, χωρίς η Ρωσία (λόγω της γαλλικής εισβολής) να είναι σε θέση να αντιδράσει. Στην Μαύρη θάλασσα, η Πύλη παραιτήθηκε από τις διεκδικήσεις της στην δυτική Γεωργία, ενώ η Ρωσία της επέστρεψε σχεδόν ότι είχε χάσει στα ανατολικά (Poti, Anapa και Akhalkalali) διατηρώντας όμως το Sukhum-Kale στις ακτές της Αμπχαζίας αλλά αρνούμενη την παράδοση πίσω στην Πύλη κατακτημένων οχυρών θέσεων. Δες: John F. Baddeley, The Russian conquest of the Caucasus, London, New York, Bombay, Calcutta: Longmans, Green and Co., 1908, Andrew Robarts, «Treaty of Bucharest» στο Ágoston, Gábor; Masters, Bruce, Encyclopedia of the Ottoman Empire, 2009, p. 94

[viii] Το συμβατικό δικαίωμα της Ρωσίας στην «προστασία ομόδοξων χριστιανών» εδράζεται στα άρθρα 7 και 14 της Συνθήκης του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774) ως συνέπεια του ρωσο-οθωμανικού πολέμου (1768-74), αλλά συνάγεται και από το σύνολο των δικαιωμάτων που παρείχε η Συνθήκη στους ομόδοξους στις Ηγεμονίες, στον Μοριά και στα νησιά του Αιγαίου. Στα συγκεκριμένα αυτά άρθρα προβλέπεται το σχετικό ρωσικό δικαίωμα, ένα νομικό ζήτημα που οι διάφορες ενδιαφερόμενες πλευρές σε διάφορες συγκυρίες (όπως η Ελληνική Επανάσταση ή ο Κριμαϊκός πόλεμος) για διπλωματικούς λόγους της συγκυρίας έδιναν είτε ευρύτατο ή στενότερο περιεχόμενο. Για παράδειγμα, ο Μέττερνιχ αναλύοντας την Συνθήκη θεωρούσε ότι η συμβατική υποχρέωση της Πύλης να επιτρέψει για πρώτη φορά την ίδρυση ορθόδοξης εκκλησίας για τους χριστιανούς στην Πόλη υπό την προστασία της Ρωσίας εξαντλούσε μόνο εκεί περιοριστικά το ρωσικό δικαίωμα επέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις υπέρ των ομόδοξων της, δες: “Metternichs Dispatch to Prince Esterhazy, March 17, 1822”, στο Paul Schroeder, Metternichs Diplomacy at its Zenith (New York, 1969), p. 188. Ωστόσο, ακόμη και στο ειδικό, αλλά εξέχοντος πολιτικού συμβολισμού, θέματος της ανέγερσης εκκλησίας μέσα στην ίδια την Πόλη η συμβατική δέσμευση της Πύλης δεν μπορεί να αγνοηθεί, δες: Roderic H. Davison,”TheDosografaChurch in the Treaty of Küçük Kaynarca:, Bulletin of the School of Oriental and African Studies, University of London, Vol. 42, No. 1, 1979. Θα μπορούσε ορθά να υποστηριχθεί, επισημαίνει εύστοχα ο Davison, ότι η Ρωσία δεν χρειαζόταν καθόλου να ενεργήσει βάσει των Συνθηκών ως προστάτης των χριστιανών, και αυτό το επιχείρημα, εκφράζεται σε ρωσικές δηλώσεις του 1853 όπου ο Βαρόνος Brunnow, ρώσος πρέσβης στο Λονδίνο, έγραψε ιδιωτικά στον Πρίγκιπα Menshikov και τον Κόμη Nesselrode: «Η Ρωσία είναι ισχυρή, η Τουρκία είναι αδύναμη, αυτό είναι το προοίμιο όλων των Συνθηκών μας«. Letter of March 21/April 2, 1853, F. F; de Martens, ed., Recueil des Traites et Conventions Conclus par la Russie, 15 vols, St. Petersburg, 1874-1909, 12:311. Αλλά και ο ίδιος ο Nesselrode έγραψε αμέσως μετά: «Το δικαίωμα της Ρωσίας στηρίζεται σε ένα αναμφισβήτητο γεγονός: 50 εκατομμύρια ορθόδοξοι Ρώσοι δεν μπορούν να παραμείνουν αδιάφοροι στην τύχη 12 εκατομμυρίων ορθόδοξων υπηκόων του Σουλτάνου «, Nesselrode to Brunnow, April 20/May 2, 1853, παρατίθενται στο: Roteric Η. Davison, ʺRussian skill and Turkish imbecility: Τhe treaty of Kuchuk Kainardji reconsidered”, Slavic Review, 25, 1976 

[ix] «Την βαθιά ριζωμένη καχυποψία της Πύλης για την πολιτική της Ρωσίας» επισημαίνει ο Άρς, «προσπαθούσε με κάθε τρόπο να συντηρήσει η ευρωπαϊκή διπλωματία, ιδίως εκείνη της Αγγλίας και της Αυστρίας», οπ. π. σελ. 117

[x] Γριγκόρι Άρς, Ο Ιωάννης Καποδίστριας στην Ρωσία, Αθήνα 2015, σελ.116

[xi] Το σχετικό απόσπασμα οδηγιών από ρωσικά αρχεία παρατίθεται στον οπ. π. σελ. 116 (υπογραμμίσεις δικές μου).

[xii] οπ. π. σελ. 116 (υπογραμμίσεις δικές μου)

[xiii] οπ. π. σελ. 116 (υπογραμμίσεις δικές μου)

[xiv] οπ. π. σελ. 117 (υπογραμμίσεις δικές μου)

[xv] Απορρίπτοντας την σχετική εισήγηση του Ι. Καποδίστρια για την ρωσική ανατολική πολιτική, ο Αλέξανδρος έθεσε το δικό του πλαίσιο: «Αι σκέψεις αύται είναι πολύ λογικαί, αλλά διά να εκτελέση τις τι πρέπει να προσφύγη εις το τηλεβόλον, τούθ’ όπερ δεν επιθυμώ. Αρκετούς πολέμους έσχομεν επί του Δουνάβεως· οι δε τοιούτοι πόλεμοι επιδρούν κακώς επί του ηθικού των στρατευμάτων. Του τελευταίου τούτου σείς ο ίδιος υπήρξατε μάρτυς. Αφ’ ετέρου η ειρήνη της Ευρώπης δεν έχει εισέτι στερεωθή, οι δε υποκινηταί των επαναστάσεων ουδέν θα επεθύμουν τόσον όσον να με ιδούν εις ρήξιν προς τους Τούρκους. Καλή ή κακή, η σύμβασις του Βουκουρεστίου πρέπει να τηρηθή. Πρέπει να την δεχθώμεν και να προσπαθήσωμεν να ωφεληθώμεν εξ αυτής όσον το δυνατόν περισσότερον, ίνα προξενήσωμεν κάτι καλόν εις τας παριστρίους ηγεμονίας και εις τους Σέρβους και ιδίως ίνα οι Τούρκοι μη μας ενοχλούν διά των αξιώσεων αυτών επί της ασιατικής ακτής. Υπό το πνεύμα τούτο συνιστώ να ασχοληθήτε με την αποστολήν του κ. Στρόγανωφ», «Επισκόπηση», Αρχείο Ιωάννου Καποδίστρια, τ. Α΄, σελ. 34

[xvi] Στα 1819, παραμονές της ιστορικής επίσκεψης του Καποδίστρια στην γενέτειρα του Κέρκυρα, ο ίδιος ο Καποδίστριας αναφέρει τις ρητές οδηγίες του Τσάρου: «…Σας συνιστώ να μη εξέλθετε της πορείας ην ακολουθούμεν. Προσπαθήσατε να φέρετε την γαλήνην εις την πατρίδα σας. Δώσατε εις τους Επτανησίους και δι’ αυτών εις τους λοιπούς Έλληνας να εννοήσουν ότι πρέπει να είναι λογικοί. Επιθυμώ βεβαίως να συντελέσω εις την καλυτέρευσιν της τύχης των, αλλ’ επί τη βάσει των συνθηκών. Ο Κόσμος έχει ανάγκην ησυχίας. Ταύτην δυνάμεθα να εξασφαλίσωμεν μόνον διά της ενώσεως μεταξύ των ευρωπαϊκών Κυβερνήσεων. Ο δε μέγας ούτος καρπός των προσπαθειών μας θα εξηφανίζετο ευθύς ως τα εν Ανατολή συμφέροντα ήθελον ρίψει το σπέρμα της διχονοίας εις το μέσον ημών. Πρέπει συνεπώς να αφήσωμεν τα πράγματα ως έχουν και να περιορισθώμεν να πράξωμεν ιδιαιτέρως υπέρ των Ελλήνων ό,τι καλόν δυνηθώμεν, αλλά χωρίς διά τούτο να τους ενθαρρύνωμεν να περιμένουν από Εμέ ό,τι αυτήν την στιγμήν δεν έχω την δυνατότητα να πράξω υπέρ αυτών». «Επισκόπηση»,  Αρχείο Ιωάννου Καποδίστρια, τ. Α΄, σελ. 51

[xvii] «Επισκόπηση», Αρχείο Ιωάννου Καποδίστρια, τ. Α΄, σελ. 35

[xviii] Το σχετικό απόσπασμα της αλληλογραφίας Καποδίστρια  από ρωσικά αρχεία παρατίθεται στον Γρ. Άρς, οπ. π. σελ. 118

[xix] Μέχρι το Συνέδριο του Αίξ-λα-Σαπέλ (1818) ο Αλέξανδρος επεδίωκε να εμπεδώσει την επιρροή του σε κάθε σχεδόν ευρωπαϊκό θέμα προσπαθώντας να αξιοποιήσει κάθε παρουσιαζόμενη ευκαιρία. «Στην Γερμανία», για παράδειγμα επισημαίνει ο Webster, «ο Κάστλρεη επίσης υποστήριζε γενικά την πολιτική Μέττερνιχ εναντίον του Τσάρου. Στην Τελική Πράξη της Βιέννης μόνο το περίγραμμα της Γερμανικής Συνομοσπονδίας είχε διευθετηθεί. Οι λεπτομέρειες παρέμειναν να διευκρινιστούν και πολλά βασίζονταν σ’ αυτές. Πόσο επέτρεπε η Συνομοσπονδία στα μέλη της να ακολουθούν την δική τους εξωτερική και εσωτερική πολιτική; Θα ήταν εφικτό τα μικρότερα κράτη να εξαναγκαστούν σε υποταγή στην Αυστρο-Πρωσική ηγεμονία, ειδικότερα οι περισσότερο Φιλελεύθερες Δυνάμεις του Νότου; Ούτε η Ρωσία, ούτε η Γαλλία επιθυμούσαν να δουν μια ισχυρή και ενωμένη Κεντρική Ευρώπη. Από την άλλη πλευρά, ο Κάστλρεη την θεωρούσε ως ουσιαστική για την σταθερότητα στην ήπειρο, και για να πετύχει αυτόν τον σκοπό ευνοούσε πάντα την προσέγγιση Πρωσίας και Αυστρίας. Επομένως, η Βρετανική επιρροή  σχεδόν πάντα ασκείτο υπέρ της Αυστριακής πλευράς», το C. K. Webster, p. 116. «Και στην περίπτωση αυτή», συμπεραίνει ο Webster «ήταν δυνατόν να φανταστεί κανείς την ύπαρξη ενός ρωσικού σχεδίου για να εδραιωθεί μια ρωσική ηγεμονία στην Γερμανία ή τουλάχιστον για να εμποδιστεί η Αυστρία να υλοποιήσει την δική της», στο C. K. Webster, p. 95. Από αυτήν, την γενικότερη, σκοπιά φαινόταν ότι οι προβλέψεις του Καποδίστρια το 1815 δικαιωνόταν σχετικά με «το συμπέρασμα εις το οποίον ωδήγει αναγκαίως η ανάλυσις της συνθήκης ταύτης [των Παρισίων]», ότι δηλαδή γενικότερα οι διακανονισμοί στο Παρίσι και στη Βιέννη αντανακλούσαν εμπεδωμένους συσχετισμούς μεταξύ των Μ. Δυνάμεων και ότι «η θέσις των πέντε Μεγάλων Δυνάμεων δεν θα ήτο πλέον επί ίσοις όροις», στο «Επισκόπηση», Αρχείο Ιωάννου Καποδίστρια, τ. Α΄, σελ. 20

[xx] Όπως σημειώνει και ο Webster: «Στην ίδια την Κωνσταντινούπολη η Ρωσία είχε, φυσικά, πάγια και έννομα συμφέροντα. Ο Σουλτάνος το 1815 είχε ανόητα απορρίψει την εγγύηση που ο Κάστλρεη είχε προτείνει στην Βιέννη, και υπήρχαν πολλά εκκρεμή ζητήματα μεταξύ Πύλης και Ρωσίας», στο C. K. Webster, p. 96

[xxi] Ο Καποδίστριας εισηγήθηκε σχετικά με το περιεχόμενο των διπλωματικών οδηγιών στον νέο πρέσβη στην πύλη, Γρ. Στρογκανόφ, διαφορετικό πολιτικό πλαίσιο: «Αντί να αποσταλή ούτος, Μεγαλειότατε, όπως διαπραγματευθή την εκτέλεσιν ανερφαμόστου συνθήκης, ας λάβωμεν ως αφετηρίαν την διακοίνωσιν ην ο αρχιστράτηγος του στρατού του Δουνάβεως64 επέδωσεν εις τον Μέγαν Βεζύρην κατά την ανταλλαγήν των επικυρώσεων της συνθήκης ταύτης. Η διακοίνωσις αύτη εδήλου εις την Πύλην, ότι εάν δεν ενεργήση από κοινού μετά της Ρωσσίας κατά του Ναπολέοντος, η συνθήκη θα είναι άκυρος. Παρά την δήλωσιν ταύτην όμως, η Πύλη διετήρησε πάντοτε τας φιλικάς και στενάς αυτής προς τον Βοναπάρτην σχέσεις. Ώστε μόνη της διεκινούνευσε την ακύρωσιν της συνθήκης του Βουκουρεστίου. Επομένως η Ρωσσία δικαιούται να προτείνη εις τους Τούρκους νέαν συνθήκην ειρήνης, συνοδεύουσα δε την πρότασίν της διά στρατιωτικής κινήσεως εις τα σύνορα και εν τω Ευξείνω, δύναται να είναι βέβαια ότι οι Τούρκοι θα παραδεχθούν ταύτην. Ούτω θα δυνηθή τέλος η Ρωσσία να απαλλάξη διά παντός τους Μολδαβούς, τους Βλάχους και τους Σέρβους από της αυθαιρέτου και καταθλιπτικής διοικήσεως ήτις τους καταπιέζει. Η Μολδαβία, η Βλαχία και η Σερβία δεν δύνανται άρα γε να σχηματίσουν τρεις ομοσπόνδους ηγεμονίας, κυβερνωμένας υπό ηγεμόνων εκ τριών διαφόρων δυναστειών, οίτινες δύνανται να εκλεγούν εκ των ηγεμονικών οίκων της Γερμανίας, ίνα ούτω συμβιβασθούν πάντα τα συμφέροντα και αρθή πάσα αφορμή ζηλοτυπίας; Διά να μη στερηθή δε η Πύλη των δικαιωμάτων αυτής, δύναται να απονεμηθή εις αυτήν, ως κυρίαρχον Δύναμιν, το δικαίωμα του προμηθεύεσθαι διά την Κωνσταντινούπολή ζωοτροφίας εκ των τριών τούτων ηγεμονιών επί μέτρια τιμή. Εξ άλλου δε, ίνα εξασφαλισθή εις τας ηγεμονίας ταύτας ύπαρξις ευρωπαϊκή, δύνανται να τεθούν αύται υπό την εγγύησιν ου μόνον της Ρωσσίας και της Αυστρίας, αλλ’ επί πλέον, εάν δεήση, και της Αγγλίας και της Γαλλίας». «Επισκόπηση», Αρχείο Ιωάννου Καποδίστρια, τ. Α΄, οπ. π. σελ. 33

[xxii] Όπως επισημαίνει ο Τ. Κανδηλώρος, σε επιστολή της από την Βαϊμάρη στον Καποδίστρια ήδη στα τέλη 1817, η Ρωξάνδρα Στρούντζα, πάντα ενήμερη για τα τεκταινόμενα της τσαρικής Αυλής, «τον βεβαιοί ότι εσχημάτισε πλέον γνώμην, ότι οΤσάρος προστατεύει τον δεσποτισμόν της Ιεράς Εξετάσεως του Βασιλέως της ισπανίας, πολέμών τα δίκαιο του ανθρώπου εις τας εν Αμερικη Ισπανικάς κτήσεις», στο Τάκης Κανδηλώρος, Η Φιλική Εταιρία,1814-1821, σελ. 166.  Η ραγδαία στροφή στον συντηρητισμό που έχει επισημανθεί από όλους τους μελετητές της περιόδου δεν οφείλεται μόνο στην όποια καθεστωτική απειλή θεωρούσε ότι αντιπροσώπευε ο «καρμποναρισμός» και στην μυστικιστική θρησκευτική ροπή της αποστολής των Ηγεμόνων. Ο Αλέξανδρος Α’, μετά την αποτυχία του διπλωματικού εγχειρήματος του Συνεδρίου του Άαχεν, όπου οι «πανευρωπαϊκές» φιλελεύθερες προτάσεις του Ι. Καποδίστρια αποτελούσαν το όχημα εμπέδωσης του ποθητού ρωσικού ευρωπαϊκού ρόλου με την de Jure  αναίρεση των περιορισμών της Βιέννης (1815), φαίνεται ότι επιχειρούσε να δώσει έναν νέο περιεχόμενο στον ρωσικό ευρωπαϊκό ρόλο: αυτόν του εγγυητή της καθεστηκυίας ευρωπαϊκής τάξης με όχημα την ενεργοποίηση της Ιεράς Συμμαχίας, την οποία οι λοιπές Μ. Δυνάμεις είχαν μέχρι το 1819 απονεκρώσει και που τώρα οι ανάγκες πρωτίστως αυστριακής σταθεροποίησης του Μέτερνιχ (αλλά όχι της Αγγλίας του Καστλρέη και προπάντων του Γ. Καννιγκ)  χρησιμοποιούνταν για να ρυμουλκήσουν την διπλωματική (αλλά όχι στρατιωτική) ρωσική υποστήριξη στις επιδιώξεις τους σε Γερμανία, Ιταλία και Ισπανία. Οι ανυπέρβλητες δυσκολίες της ρωσικής διπλωματίας στις διαπραγματεύσεις της Βιέννης, και ιδιαίτερα οι τελικές διευθετήσεις, οδήγησαν τον Αλέξανδρο Α’ να επιχειρήσει την σύναψη μιας παράλληλης Συνθήκης, την Ιερά Συμμαχία, που θα διαμόρφωνε έναν περισσότερο ευνοϊκό διπλωματικό πλαίσιο για την προώθηση ενός ευρωπαϊκού ρωσικού ρόλου. Την ευκαιρία παρείχε η επιδίωξη του Κάστλρεη για μια συμπληρωματική Συνθήκη Συμμαχίας που θα απέτρεπε εσωτερικές γαλλικές εξελίξεις να απειλήσουν εκ νέου την ευρωπαϊκή ασφάλεια, όπως συνέβη με τις επιπτώσεις της απόδρασης του Ναπολέοντα από το νησί Έλβα. Ο Αλέξανδρος Α’ κατέφυγε τότε σ’ έναν διπλωματικό ελιγμό ενώ επιχειρούσε ήδη να εισάγει την «αρχή της νομιμότητας» στο σχέδιο της νέας Συνθήκης αποτυγχάνοντας όμως, λόγω της αντίθεσης του Κάστλρεη, να γίνουν δεκτές εκτεταμένες διεθνείς δεσμεύσεις στην Συνθήκη Συμμαχίας της 20ης Νοεμβρίου 1815. Ο Καποδίστριας υπενθυμίζει τις περιστάσεις ρωσικού διπλωματικού ελιγμού γράφοντας ότι «Κατά την εν Παρισίοις διαμονήν Της η Αυτού Μεγαλειότης συνέταξεν αυτοπροσώπως την συνθήκην της 14/ 26 Σεπτεμβρίου, την μετά ταύτα κληθείσαν ΙεράνΣυμμαχίαν. Ο Αυτοκράτωρ διετύπωσε το σχέδιον της συνθήκης ιδιοχείρως διά μολυβδίδος. Εγχειρίζων μοι τούτο ο Αυτοκράτωρ με διέταξε να σκεφθώ επ’ αυτού και να υποβάλω τας παρατηρήσεις μου. Την επαύριον έλαβον το θάρρος να είπω Αυτώ ότι τα χρονικά της διπλωματίας δεν παρουσίαζον παρόμοιον έγγραφον και ότι η Αυτού Μεγαλειότης, συμφώνως με τα αρχάς Της, ηδύνατο να διατυπώση τας κυρίας γραμμάς ουχί εν συνθήκη αλλ’ εν διακοινώσει ή διαγγέλματι. Ο Αυτοκράτωρ εξετάσας τας ενστάσεις μου μοι απήντησεν ότι η απόφασίς Του είναι ειλημμένη και ότι αναλαμβάνει Αυτός όπως υπογράψουν την συνθήκην ταύτην οι σύμμαχοί Του, ο Αυτοκράτωρ της Αυστρίας και ο Βασιλεύς της Πρωσσίας. Όσον δ’ αφορά την Γαλλίαν, την Αγγλίαν και τας άλλας Κυβερνήσεις, «τούτο θα είναι», είπε τότε ο Αυτοκράτωρ, «έργον ιδικόν σας». Την μεθεπομένην η συνθήκη πράγματι υπεγράφη υπό του Αυτοκράτορος της Αυστρίας και του Βασιλέως της Πρωσσίας. Ο Βασιλεύς της Γαλλίας προσεχώρησε πλήρως εις αυτήν. Η Αγγλική Κυβέρνησις δεν εδέχθη την γενομένην αυτή πρότασιν, διά λόγους, ως ισχυρίσθη, κοινοβουλευτικής σκοπιμότητας», δες: «Επισκόπηση», οπ. π. σελ. 28 (υπογραμμίσεις δικές μου). Στην προσέγγιση του Αλέξανδρου Α’ για ευρωπαϊκή τάξη πραγμάτων αναδεικνύονταν δύο αλληλένδετες όψεις: η διπλωματική επιδίωξη ενός ρωσικού ρυθμιστικού ρόλου στις ευρωπαϊκές υποθέσεις και η συνεχής απόπειρα de jure θεσμοθέτησης των ad hoc διαδικασιών Διεθνούς Συνεννόησης μεταξύ των συμμάχων της Τετραμερούς και αργότερα της Πενταμερούς Συμμαχίας αλλά και των εταίρων του στην «Ιερά Συμμαχία» στην βάση της «μοναρχικής αλληλεγγύης». Επαναφέροντας την Ιερά Συμμαχία στο ευρωπαϊκό προσκήνιο, ο Αλέξανδρος Α’ προσέγγιζε την «μοναρχική αλληλεγγύη» με ξεχωριστό τρόπο. Καταρχήν, ο Αλέξανδρος Α’ αναγνώριζε ότι κάθε Μ. Δύναμη είχε ιδιαίτερα ενδιαφέροντα, τα οποία ήταν αντικείμενο διεθνούς συνεννόησης και «μοναρχικής αλληλεγγύης» αλλά στην βάση της αμοιβαιότητας αναφορικά με ανάλογα ρωσικά ενδιαφέροντα. Δεύτερον, ο Τσάρος αντιλαμβανόταν ότι η καθεστωτική βάση της «μοναρχικής αλληλεγγύης» εστιαζόταν σε δυο διαστάσεις, ήτοι στην «αρχή της νομιμότητας» που εξέφραζε ο Μονάρχης και στους εδαφικούς διακανονισμούς της μετα-Ναπολεόντειας Ευρώπης. Η πρώτη διάσταση αφορούσε την απάντηση της «μοναρχικής αλληλεγγύης» στην πρόκληση των συνταγματικών και εθνικών κινημάτων της Δυτικής Ευρώπης, όπου οι αντιδράσεις των Μ. Δυνάμεων στην εκάστοτε περίπτωση ακολουθούν η κάθε μία τις δικές της επιδιώξεις με όριο την διατήρηση της «ευρωπαϊκής τάξης πραγμάτων» της Βιέννης, που αποτελούσε την βάση της ad hoc Συνεννόησης Δυνάμεων. Η δεύτερη διάσταση άγγιζε δύο ρωσικού ενδιαφέροντος ζητήματα που παρέμειναν στην διακριτική μεταχείριση της Ρωσίας και πρακτικά αφορούσαν αφενός το κατά πόσο η «μοναρχική αλληλεγγύη» περιλάμβανε και τον Σουλτάνο και αφετέρου το κατά πόσο το ευρωπαϊκό status quo περιλάμβανε την οθωμανική επικράτεια. O Κάστλρεη αποκάλεσε την «Ιερά Συμμαχία» «ένα χαρτί υπέρτατου μυστικισμού και ανοησίας» και ο Μέττερνιχ «ένα ηχηρό τίποτε», δες: O.J. Frederiksen, οπ. π. σελ. 17. Πέντε χρόνια αργότερα, το 1820, οι περιστάσεις θα αναγκάσουν τον πρώτο σε διπλωματική αναδίπλωση και τον δεύτερο να προσφύγει, προσχηματικά έστω, σε διπλωματική σύμπλευση με τον Τσάρο αποδεχόμενος de facto το Πρωτόκολλο του Τροππάου, δηλ. τις «αρχές της νομιμότητας» και της «μοναρχικής αλληλεγγύης» της «Ιεράς Συμμαχίας». Στα 1821, και ο ίδιος ο Κάστλρεη, αντιμέτωπος με την Ελληνική Επανάσταση, θα αναγκαστεί, παρελκυστικά βέβαια, σε επιστολή του προς τον Αλέξανδρο Α’ να επικαλεστεί αυτές τις αρχές που ο ίδιος είχε καταδικάσει. «Είμαι βέβαιος ότι τα φοβερά γεγονότα τα οποία βασανίζουν το μέρος αυτό της Ευρώπης … δεν προέρχονται αποκλειστικά από τα συγκρουσιακά  και εύφλεκτα στοιχεία που συνθέτουν την Τουρκική Αυτοκρατορία αλλά σχηματίζουν ένα κλάδο από εκείνο το οργανωμένο πνεύμα εξεγέρσεων, το οποίο συστηματικά προπαγανδίζεται μέσα στην Ευρώπη και το οποίο εκρήγνυται οπουδήποτε το χέρι της κυβερνητικής ισχύος, για οποιονδήποτε λόγο εξασθενίζει. … Οποιοσδήποτε βαθμός απόκλιση απόψεων μπορεί να συνέβησαν στις πρόσφατες συνομιλίες για αφαιρετικές θεωρίες του διεθνούς δικαίου και οποιαδήποτε θέση της Βρετανικής Κυβέρνησης μπορεί τελευταία να διαφοροποιήθηκε από εκείνη των τριών Συμμαχικών Αυλών, με την υιοθέτηση μιας γραμμής ουδετερότητας την οποία ο Βασιλεύς θεώρησε απαραίτητη αναφορικά με τις Ιταλικές υποθέσεις … το παρόν Ευρωπαϊκό σύστημα, τοιουτοτρόπως επιμελώς και ευφυώς διοικούμενο, θα συνεχίσει να υφίσταται προς όφελος της ασφάλειας και εμπιστοσύνης της Ευρώπης. … ενώ δεν μπορούμε να αρνηθούμε στους Έλληνες την συμπάθεια και την συμπόνια μας, αυτοί ήταν οι επιτιθέμενοι στην παρούσα περίσταση», δες: ”The Marquess of Marquees of Londonderry to his Imperial Majesty the Emperor of all the RussiasForeign Office, London, July 16, 1821” στο Charles Marquees of Londonderry, οπ. π., pp. 403-408. Οι χειρισμοί Μέττερνιχ και Κάστλρεη στις αναφυόμενες περιστάσεις αστάθειας της ευρωπαϊκής τάξης πραγμάτων ήταν απόλυτα συνεπείς τόσο στις επιμέρους πολιτικές επιδιώξεις του καθενός, όσο και στην συναντίληψη τους για τις μετα-Ναπολεόντειες ευρωπαϊκές σχέσεις.

[xxiii] Ο Αλέξανδρος Α’, απογοητευμένος από τους συμμάχους του για την στάση τους στις ρωσο-οθωμανικές σχέσεις, ανέφερε πικραμένος στον Νεσσελρόντε: «Η τουρκική ισχύ θρυμματίζεται, το μαρτύριο είναι περισσότερο ή λιγότερο μεγάλο αλλά είναι καταδικασμένη σε θάνατο. Είμαι ακόμη εδώ, οπλισμένος με όλη την ισχύ μου, αλλά πιστός στις γνωστές αρχές μου της μετριοπάθειας και ανιδιοτέλειας. Πώς αυτό δεν θα με ωφελήσει, με την αποστροφή μου από οποιοδήποτε σχέδιο κατάκτησης, για να φτάσω σε μια λύση ενός ζητήματος που διαρκώς διαταράσσει την Ευρώπη; Όσο ακολουθώ αυτές [τις αρχές], αυτοί [οι Σύμμαχοι] επιχειρούν να έχουν οφέλη από αυτό. Δεν μπορώ να παραμείνω σ’ αυτήν την θέση για περισσότερο χρόνο. Οι υποθέσεις καθημερινά γίνονται περισσότερο πολύπλοκες. Πιέζομαι, όλο το περιβάλλον μου με παρακινεί. Ο λαός απαιτεί πόλεμο, στρατιές μου είναι πλήρεις ενθουσιασμού να τον πραγματοποιήσουν, δεν είναι δυνατόν να αντισταθώ περισσότερο. Οι σύμμαχοι μου με έχουν εγκαταλείψει. Ο καθένας μηχανογραφεί στην Ελλάδα. Μόνο εγώ παρέμεινα αγνός. Έχω πιέσει την κατάσταση τόσο πολύ ώστε δεν έχω ούτε καν ένα άθλιο όργανο στην Ελλάδα, ούτε έστω έναν πράκτορα πληροφοριών, και είμαι υποχρεωμένος να αρκούμαι με τα υπολείμματα που πέφτουν από το τραπέζι των συμμάχων μου».

Ο Αλέξανδρος Α’ δεν θα προλάβει, θα πεθάνει ξαφνικά και θα τον διαδεχθεί ο αδελφός του Νικόλαος Α’ που θα συμπαραταχθεί άμεσα με τις αντιλήψεις της «πολεμικής παράταξης» (“War Party”) και κοντά του θα βρεθεί ο αποχωρήσας ρώσος πρέσβης στην Πόλη, Γρ. Στρογκανόφ. Το παραπάνω απόσπασμα παρατίθεται στο: Harold Temperley, «Princess Lieven and the Protocol of 4 April 1826», The English Historical Review, Vol. 39, No. 153 (Jan., 1924), pp. 60

[xxiv] Σχολιάζοντας τις εξελίξεις στην Διάσκεψη του Λάϋμπαχ στην διδακτορική διατριβή ο Χ. Κισσινγκερ έγραφε «το ζήτημα μεταξύ Μέττερνιχ και Καποδίστρια επιλύθηκε σε μια διαμάχη όπου οι επιταγές της αρχής της νομιμότητας επιβλήθηκαν στις εθνικές διεκδικήσεις… με τα λόγια του Μέττερνιχ “δύο παρατάξεις είναι αντιμέτωπες παντού στον κόσμο: οι Καποδίστριες και οι Μέττερνιχ. Καθώς ο Τσάρος είναι ένας Μέττερνιχ, οι αντίπαλοι του θα αφεθούν στην μοίρα τους”…» Στο Henry Kissinger, A World Restored: Metternich, Castlereagh and the problems of Peace, 1812-1822, Harvard University, 1954,  p. 292, Γ. Πουκαμισάς, Καποδίστριας και Μέττερνιχ. Δύο αντίθετες αντιλήψεις για το Ανατολικό Ζήτημα, Αθήνα 2010

[xxv] Πράγματι, τις αντιλήψεις της «πολεμικής παράταξης» ο Γρ. Στρογκανόφ, ρώσος πρέσβης στην Πόλη, εξέφραζε με την διπλωματική διαχείριση της  διαπραγμάτευσης των διμερών εκκρεμοτήτων του 1812 την πεποίθηση ότι η αδιαλλαξία της Πύλης μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με την πολιτική ισχύος που θα καθιστούσε επιβεβλημένο τον σεβασμό των ρωσικών θέσεων και ειδικότερα το δικαίωμα της στην «προστασία των ομόδοξων», στο οποίο ο Καποδίστριας είχε δώσει ιδιαίτερη έμφαση διατυπώνοντας τις διπλωματικές οδηγίες του Αλέξανδρου Α’ προς τον Γρ. Στρογκανόφ. Την άνοιξη του 1819 ο Καποδίστριας γράφει στον Στρογκανόφ από την Κέρκυρα: «Εδώ σας αναγνωρίζουν όχι μόνο ως εκπρόσωπο του αυτοκράτορα αλλά και ως προστάτη των Ελλήνων», δες: Γρ. Άρς, οπ. π. σελ. 118-119

[xxvi] Ο Καποδίστριας είχε πλέον διατυπώσει σαφώς την αντίληψη αυτή απευθυνόμενος στους αντιπροσώπους  των Οσποδάρων Βλαχίας και Μολδαβίας, Αλ. Μαυροκορδάτο και Πασβάνογλου, τους οποίους συνάντησε μ’ αφορμή την περιοδεία του Αλέξανδρου στην Βεσσαραβία το 1818: «Οι οσποδάροι της Μολδαβίας και της Βλαχίας προσεπάθησαν να μοι αποδείξουν ότι η διατήρησις της μετά των Τούρκων ειρήνης ήτο αδύνατος, και ότι, ως Έλληνες, ήσαν ανυπόμονοι να μάθουν ότι τα Ρωσσικά στρατεύματα ήσαν έτοιμα να διαβούν τον Προύθον… «Νομίζετε, λοιπόν», απήντησα εις αυτούς, «ότι θα τον διέβαινον διά να σας ανυψώσουν εις το αξίωμα ανεξαρτήτων ηγεμόνων; Δείξατέ μοι εν τη Ιστορία ανάλογον παράδειγμα. Αφού τοιούτον δεν υπάρχει, φαντάζεσθε ότι η τύχη σας θα αποτελέση εξαίρεσιν του γενικού κανόνος; Άλλως θα έπρεπε να χυθή αίμα πολύ, να γίνουν θυσίαι μεγάλαι, να καταστραφουν υπάρξεις και περιουσίαι εις μέγαν αριθμόν, και προς τίνα σκοπόν; Διά να αντικαταστήσετε το τουρκικόν σαρίκι με πίλον ευρωπαϊκόν; Ως Έλλην μεν οφείλω μόνον εκείνην την ελευθερίαν να επιθυμώ, ην οι Έλληνες ήθελον αποκτήσει διά των ιδίων των δυνάμεων και διά της προηγούμενης προόδου των εις τον αληθή πολιτισμόν. Αλλά από το σημείον τούτο η κοινή ημών πατρίς ευρίσκεται ακόμη μακράν· δι’ ο και έκαστος εξ ημών οφείλει να αφιερώση πάσας αυτού τας δυνάμεις, ίνα προπαρασκευάση την οδόν ήτις θα ανάδειξη την πατρίδα μας εις έθνος πολιτισμένον. Ως υπουργός όμως της Αυτού Αυτοκρατορικής Μεγαλειότητος, σας δηλώ ότι ο Αυτοκράτωρ έχει την σταθεράν και αμετάτρεπτον πρόθεσιν να στερεώση την μετά των Τούρκων ειρήνην επί τη βάσει των υφισταμένων συνθηκών. Εάν δε οι Έλληνες είναι εις θέσιν και θελήσουν καλή τη πίστει να ωφεληθούν εκ του συστήματος τούτου, όχι μόνον δεν θα χάσουν αλλά τουναντίον πολύ θα κερδίσουν». «Επισκόπηση», Αρχείο Ιωάννου Καποδίστρια, τ. Α΄, σελ. 45

[xxvii] Δες Σέργιος Ζαμπούρας, «Για την πολιτική προσωπικότητα του Ιω. Καποδίστρια», εισήγηση στην ίδια διεθνολογική συζήτηση, με θέμα «Προ-επαναστατικός Καποδίστριας: Το ελληνικό ζήτημα στο διεθνές σύστημα της Ισορροπίας Δυνάμεων».

[xxviii] Brian E. Vick, The Congress of Vienna-Power and Politics after Napoleon, Harvard University Press, 2014, pp. 226-230

[xxix] Ο Καποδίστριας φαίνεται να θεωρούσε ορθά τις δυνατότητες άσκησης πιέσεων στην Πύλη αλλά και τα περιθώρια διπλωματικής απομόνωσης της, που θα μπορούσαν να συντελέσουν σε μια θετική έκβαση της διεθνούς συνεννόησης, ειδικά μάλιστα με την Αγγλία. Ο ίδιος ο Καστλρέη, ήδη τον Ιανουάριο 1816, στις διπλωματικές οδηγίες του προς την βρετανική πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη καθόριζε ότι: «η πολιτική μας είναι να πετύχουμε η Πύλη να διεξάγει τις συνομιλίες της με την Ρωσία με τρόπο ώστε να αποφύγει να δώσει σ’ αυτήν την Δύναμη οποιοδήποτε δίκαιο ή έστω εύλογο κίνητρο για πόλεμο … στην παρούσα κατάσταση της Ευρώπης, και ο συσχετισμός ισχύος των δύο Κρατών, η διατήρηση της ειρήνης με την Πύλη έχει απείρως μεγαλύτερη επίπτωση από οτιδήποτε ή ακόμη από το σύνολο των ζητημάτων που τίθενται ως θέμα με την Ρωσία» και συνέστησε να δοθεί στην Πύλη επίσημη προειδοποίηση, από κοινού με την Αυστρία, ότι εάν μια υπεροπτική συμπεριφορά δώσει στην Ρωσία μια δικαιολογία για πόλεμο, καμιά βοήθεια δεν πρέπει να αναμένεται από τις Δυτικές Δυνάμεις, στο «Castlereagh Instruction to Frere, Jan. 29, 1816, F.O. Turkey, 86», C. K. Webster, p. 350.

[xxx] Δες Υπόμνημα Ι. Καποδίστρια προς Μητροπολίτη Ιγνάτιο, στο Ε. Πρωτοψάλτης, Ιγνάτιος Μητροπολίτης Ουγγροβλαχίας, Αθήνα, 1959, σελ. 165

[xxxi] Η προ-επαναστατική περίοδος 1814-1821 συμπυκνώνει και ανασυνθέτει σχεδόν όλα τα ρεύματα σκέψης και δράσης που θα κορυφωθούν στην έναρξη της Επανάστασης του 1821. Η προετοιμασία της εξόρμησης του 1821 στην οποία κορυφαίος μέτοχος και σημείο αναφοράς είναι ο Καποδίστριας εκφράζεται με τις ενέργειες πολλών παραγόντων που έχουν ως συνισταμένη την «Εταιρία των Φιλικών». Η δράση προσωπικοτήτων, όπως για παράδειγμα ο Αθανάσιος Τσακάλωφ, ο Αριστείδης Παππάς και προπάντων ο πολύπειρος Χριστόφορος Περραιβός, είναι ενδεικτικές εκφράσεις διαφορετικών διαδρομών που συγκλίνουν σε μια ενότητα δράσης στο πλαίσιο της Καποδιστριακής πολιτικής «Με τις Δικές μας Δυνάμεις». Η ενδελεχής εξέταση της εξέτασης των εσωτερικών διεργασιών  που συνθέτουν το πολιτικό υποκείμενο του 1821 οφείλει να απαντήσει ένα πλήθος αναπάντητων ακόμη ερωτημάτων που εγείρονται από πολλές και διαφορετικές πλευρές. Δες, ενδεικτικά, «Ο Χριστόφορος Περραιβός, το 1820, το 1814 και η σχέση του 1821 με τον Ρήγα» στο Σ. Ζυγούρας, Από την Ανάσταση του 1819 στην Επανάσταση του 1821: 6ο Μέρος,  28/04/2018

[xxxii]  Ιωάννης Καποδίστριας, «Εγκύκλια επιστολή με παρατηρήσεις πάνω στα «μέσα» βελτίωσης της μοίρας των Ελλήνων», Αρχείο Ιωάννου Καποδίστρια,  τ. Στ

[xxxiii] Αρχείο Ιωάννου Καποδίστρια, τ. Α΄, σελ. 11

[xxxiv] Στο, ολοφάνερων πολιτικών σκοπιμοτήτων, Υπόμνημα που υπέβαλε στα τέλη του 1826 ο Καποδίστριας στον νέο Τσάρο Νικόλαο Α’, ζητώντας να γίνει δεκτή η παραίτηση του από ρωσική υπηρεσία ενόψει πλέον της διεθνούς αναγνώρισης της ελληνικής χειραφέτησης και της πολιτικής ανάγκης του ίδιου να διεκδικήσει την ρωσική υποστήριξη για την ανάδειξη του σε Κυβερνήτη, ο Καποδίστριας έσπευδε σκόπιμα να προσφέρει, όπως και σε πολλά άλλα σημεία αυτού του Υπομνήματος, την δική του προσχηματική εκδοχή για την ιστορική αυτή Εγκύκλιο: «προς αποφυγήν πάσης κακής ερμηνείας της συνομιλίας μας, επέδωκα εις αυτούς γραπτώς παν ό,τι τοις είχον είπει προφορικώς. Και, ίνα καταστήσω αποτελεσματικωτέραν την προφύλαξιν ταύτην, απέστειλα εμπιστευτικώς αντίγραφον εις τον βαρώνον Στρόγανωφ και εις τους εν Τουρκία προξένους της Ρωσσίας, πληροφορών αυτούς περί της καταστάσεως και παρακαλών να προσέξουν μήπως η κακοβουλία επωφεληθή την περίστασιν και γεννήση παρά τοις ομοδόξοις ημών ιδέας εσφαλμένας ή ελπίδας επικινδύνους», στο Ιωάννης Καποδίστριας, «Επισκόπηση», Αρχείο Ιωάννου Καποδίστρια, τ. Α’, σελ. 53. Και μόνο η επιλογή του Καποδίστρια στο περίφημο αυτό πολιτικό Υπόμνημα να αναφερθεί στα γεγονότα της Κέρκυρας, όπως και σε μια σειρά άλλα γεγονότα συνδεόμενα με την προετοιμασία της ελληνικής εξέγερσης, φανερώνει την επείγουσα πολιτική ανάγκη του να ακυρώσει τις σε βάρος της υποψηφιότητας του αντιδράσεις διαφόρων διεθνών παραγόντων και να πείσει τον Νικόλαο Α’ ότι όχι μόνο τίμησε την εμπιστοσύνη του Αλέξανδρου Α’ αλλά επιπλέον, όπου είχε διαφορετική αντίληψη από τον αυτοκράτορα του, η άποψη του όχι μόνο δικαιώθηκε από τις εξελίξεις αλλά και βρίσκεται σ’ αρμονία με την ουσία της ρωσικής ανατολικής πολιτικής που τώρα πλέον ο ίδιος ο Νικόλαος Α’ (και η δίπλα σ’ αυτόν «πολεμική παράταξη» με σημαίνοντα παράγοντα τον επανελθόντα Γρ. Στρογκάνοφ) έχει υιοθετήσει!! Γιατί στην πραγματικότητα ο Καποδίστριας, πριν και κυρίως μετά το ξέσπασμα της ελληνικής επανάστασης, επιχειρούσε να εναρμονίσει τις, καθόλα διακριτές, ελληνικές και ρωσικές επιδιώξεις σε τέτοια βαθμό προσπάθειας, που ο τότε άγγλος πρέσβης στην Αγία Πετρούπολη, Τσάρλς Μπέκοτ, τηλεγραφούσε έξαλλος, στον Καστλρέη, Υπουργό Εξωτερικών του, για την «πελώρια θρασύτητά του που τον κάνει να πιστεύει ότι είναι σε θέση και την πολιτική της Ρωσίας να καθοδηγεί και της επανάστασης στην Ελλάδα να ηγείται», παρατίθεται στο C.K. Webster, p. 396

[xxxv] Ιωάννης Καποδίστριας, «Εγκύκλια επιστολή με παρατηρήσεις πάνω στα «μέσα» βελτίωσης της μοίρας των Ελλήνων», Αρχείο Ιωάννου Καποδίστρια, τ. Στ΄, σελ. 17

[xxxvi] Στέλιος Αλειφαντής-Σέργιος Ζαμπούρας, Ο Ι. ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ και 1821: Τρεις Επιστολές στον Διονύσιο Ρώμα, https://independent.academia.edu/STAL

 

Στέλιος Αλειφαντής

 

Παρουσίαση του βιβλίου – «Γκέρμπεσι – Μιδέα Αργολίδας: O χώρος – Η ιστορία – Οι άνθρωποι»

$
0
0

Παρουσίαση του βιβλίου – «Γκέρμπεσι – Μιδέα Αργολίδας: O χώρος – Η ιστορία – Οι άνθρωποι»


 

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού και οι εκδόσεις «Εκ Προοιμίου» σας προσκαλούν στην  παρουσίαση  του βιβλίου του Χρίστου Ι. Κώνστα με τίτλο:

 

«Γκέρμπεσι – Μιδέα Αργολίδας: O χώρος – Η ιστορία – Οι άνθρωποι».

 

Η παρουσίαση θα γίνει την Κυριακή 2 Δεκεμβρίου (11 πμ) στην αίθουσα του Δημοτικού Σχολείου Μιδέας.

Για το βιβλίο θα μιλήσουν οι:

Γεώργιος Κόνδης, Δρ. Κοινωνιολογίας – Εκπαιδευτικός – Συγγραφέας.
Γιάννης Δ. Μπάρτζης, Δρ. Φ. – Πρόεδρος της Εταιρείας Κορινθίων Συγγραφέων.

Την εκδήλωση θα συντονίσει ο Δημήτρης Γεωργόπουλος, ιστορικός και πρώην Διευθυντής των Γ.Α.Κ. Αργολίδας.

 

Γκέρμπεσι – Μιδέα Αργολίδας

 

Στο οπισθόφυλλο διαβάζουμε:  

 

[…] Κομβικό σημείο για την παρακολούθηση της ίδρυσης, της ονομασίας και της διαδρομής μέσα στο χρόνο του οικισμού Γκέρμπεσι-Μιδέα της Αργολίδας είναι η δεύτερη Βενετοκρατία του Ναυπλίου (1686-1715), αφού σε επίσημο κείμενο της Βενετικής πολιτείας της περιόδου αυτής αναφέρεται για πρώτη φορά, απ’ όσο τουλάχιστον γνωρίζω, το τοπωνύμιο «Γκέρμπεσι» ως όνομα ζευγολατείου. Με βάση όμως ιστορικά στοιχεία, θεωρώ ότι ο οικισμός Γκέρμπεσι είχε ιδρυθεί από αρβανίτες εποίκους κατά την περίοδο της πρώτης Ενετοκρατίας του Ναυπλίου…

 … Συνεπώς ο οικισμός Γκέρμπεσι υπάρχει ως οργανωμένο οικιστικό σύνολο τουλάχιστον από το 1805, αφού αναγνωρίζεται τόσο από τη Δημογεροντία όσο και από την Τουρκική πολιτειακή εξουσία ως συλλογικό φορολογικό υποκείμενο. Η διαδικασία όμως σχηματισμού του θα έπρεπε να είχε αρχίσει ενωρίτερα με τη μόνιμη εγκατάσταση βαθμηδόν κάποιου ελάχιστου αριθμού οικογενειών που δημιούργησαν στη Δημογεροντία και στην Τουρκική εξουσία την βεβαιότητα της μόνιμης ομαδικής οίκησης. Τον χρόνο όμως αυτόν, της μόνιμης δηλαδή εγκατάστασης οικογενειών στον τόπο μας, δεν τον γνωρίζουμε…

 … Οι γυναίκες, αν ήσαν ανύπαντρες προσδιορίζονταν με το όνομά τους και το όνομα του πατέρα τους ενωμένο με το παρατσούκλι του, η Σοφία του ΚίτσιοΜαλλή. Εάν ήσαν παντρεμένες προσδιορίζονταν με το όνομά τους και το όνομα του συζύγου τους ενωμένο με το παρατσούκλι του, η Φωτεινή του ΓιάνΝταή…

 … Τα παιδιά ήταν του πατέρα και ερωτώμενα τίνος είναι έπρεπε να απαντήσουν με το όνομα του πατέρα τους και ποτέ της μάνας. Εάν παρέβαιναν τον κανόνα, δέχονταν τις παρατηρήσεις των ηλικιωμένων. Θυμάμαι πως η γριά Τζιότζιλια ρώτησε την αδερφή μου, «Μωρή, ποιανού είσαι σύ; Της Φωτεινής του Νταή, απάντησε εκείνη και η ΓριάΤζιότζιλια, «Μωρή, πού σε βρήκε η Φωτεινή; Του ΓιάνhΝταή είσαι»…

Η άλωση του Παλαμηδίου (30 Νοεμβρίου 1822) και η συμβολή του Σταμάτη Αδρ. Μήτσα

$
0
0

Η άλωση του Παλαμηδίου (30 Νοεμβρίου 1822) και η συμβολή του Σταμάτη Αδρ. Μήτσα. Γιάννης Μ. Σπετσιώτης – Τζένη Δ. Ντεστάκου


 

Μια από τις σπουδαιότερες νίκες των Ελλήνων κατά των Τούρκων στη διάρκεια του επαναστατικού αγώνα του 1821 ήταν και η κατάληψη του φοβερού και άπαρτου κάστρου του Παλαμηδίου. Η κατοχή του, όπως ισχυρίζονταν, επηρέαζε τις τύχες όχι μόνο του Ναυπλίου και της ευρύτερης περιοχής αλλά και ολόκληρου του Μοριά, γι’ αυτό και οι Έλληνες την πανηγύρισαν με ιδιαίτερο ενθουσιασμό.

 

Η άλωση του φρουρίου

 

Τη νύχτα της 29ης προς την 30η Νοεμβρίου το φρούριο ήταν σχεδόν αφύλακτο, αφού οι περισσότεροι Τούρκοι είχαν φύγει και είχαν κατέβη στην πόλη, σύμφωνα με την πληροφορία που έδωσαν δύο Αλβανοί φυγάδες. Τότε οι Έλληνες βοηθούμενοι από το βαθύ σκοτάδι, τη βροχή και τον σφοδρό άνεμο, πάτησαν αθόρυβα και αναίμακτα το πολυθρύλητο κάστρο. Πρώτος αναρριχήθηκε στη Γιουρούς ντάπια του κάστρου ο, νεαρός τότε, Σταμάτης Μήτσας.

Ο Μιχαήλ Οικονόμου, γραμματέας του Κολοκοτρώνη γράφει:

«Και αναβάντες εκυρίευσαν αυτήν, πρώτων εισπηδησάντων των Κρανιδιωτών Δημ. Ν. Μοσχονησιώτη, Μανώλη Σκρεπετού και Κώστα Γκιώνη. Μη φθανούσης της κλίμακος ζώνης διπλής ριφθείσης επί πυροβόλου βοηθεία αυτής, υποβοηθείς από τον Γκιώνην ο εξ Ερμιόνης Σταμάτης Μήτσας αναβάς πρώτος, εβοήθησε και ηυκόλυνεν την των άλλων ανάβασιν εν οις και τίνα γέροντα Κρανιδιώτην ειδήμονα και την πύλην ανοίξαντα δι ης οι λοιποί εισήλθον».

 

Το ίδιο παραστατική είναι και η αφήγηση του Βασίλη Κωνσταντινόπουλου στην εφημερίδα «ΕΘΝΟΣ» της 25ης Μαρτίου 1966.

«Ο Μοσχονησιώτης ρίχνει τη σκάλα πάνω στα τείχη μα δεν έφτανε εις το ύψος τους. Τότε ο Σταμάτης Μήτσας, ένας νέος… ανεβαίνει εις το τελευταίο σκαλοπάτι, ρίχνει το ζωνάρι του σ’ ένα κανόνι και σκαρφαλώνει πάνω στο τείχος. Ύστερα βοηθεί το Μοσχονησιώτη να ανέβη και πηδάνε μαζί μέσα στα τείχη. Προχωρούν και διακρίνουν μέσα στο σκοτάδι λίγο φως. Ήταν το τούρκικο φυλάκιο. Μέσα ο Τούρκος φρουρός έτρωγε φύλλα φραγκοσυκιάς. Ο Μοσχονησιώτης ορμά, τον αφοπλίζει, τον φιμώνει και φωνάζει τους συντρόφους που έμειναν κάτω να αναρριχηθούν…».

 

Το ξημέρωμα της νέας μέρας

 

Με την ανατολή της 30ης Νοεμβρίου που η Εκκλησία μας γιορτάζει τη μνήμη του Αποστόλου Ανδρέα, προστάτη Αγίου της Πελοποννήσου, τα τηλεβόλα του Παλαμηδίου ανήγγειλαν στους κατοίκους την άλωση του φρουρίου. Υψώθηκε η «σημαία του Σταυρού» και η νίκη χαιρετίσθηκε με αλαλαγμούς και κανονιοβολισμούς. Διαλεχτά παλληκάρια των Ελλήνων πάνω στα τείχη φώναζαν προς τους έκπληκτους Τούρκους: «Καλημέρα, Αγάδες καλώς σας ηύραμε και του χρόνου του Αγίου Ανδρέου Αγάδες· ο Θεός μας έδωσε το Παλαμήδι, κοιτάξτε γρήγορα να μας αδειάσετε και τ΄ Ανάπλι και το Ιτσ-καλέ δια να μη φάτε το κεφάλι σας».

Ξέφρενοι ήταν και οι πανηγυρισμοί των εξήντα (60) Κατωναχαϊτών παλληκαριών που με μια ψυχή κραύγαζαν: «Γιόνα Κάστρα! (δικό μας το κάστρο!), ενώ το λευκό μπαϊράκι με τον κόκκινο σταυρό, πολεμικό σύμβολο του Κάτω Ναχαγέ, κυμάτιζε περήφανο στις επάλξεις του φρουρίου.

Γύρω στις 8 το πρωί ανέβηκε στο Παλαμήδι ο Κολοκοτρώνης. Αμέσως διάταξε να στρέψουν τα κανόνια προς την πόλη και με επιστολή του παράγγελνε στους Τούρκους να παραδοθούν. Επειδή εκείνοι καθυστερούσαν ν’ απαντήσουν άρχισε να χτυπάει, αρχικά με άσφαιρα πυρά, στη συνέχεια με κανονικούς πυροβολισμούς, το Ναύπλιο όπου εκείνοι βρίσκονταν. Τότε, οι Τούρκοι τρομοκρατημένοι και επειδή δεν μπορούσαν να ξεφύγουν, υπόγραψαν τη συνθήκη και παραδόθηκαν.

 

Το εκκλησάκι του Αγιαντρέα

 

Οι Έλληνες και ιδιαίτερα όσοι κατάγονταν από τη γύρω περιοχή είχαν ακούσει ότι στο κάστρο του Παλαμηδίου υπήρχε από την εποχή των Ενετών (1690) παλαιός ναός αφιερωμένος στον Άγιο Ανδρέα για άγνωστους λόγους. Έψαξαν λοιπόν παντού, έχοντας πάντοτε μαζί τους τον γέροντα Κρανιδώτη Μανόλη Σκρεπετό που γνώριζε σπιθαμή προς σπιθαμή το μέρος. Έτσι οδηγούμενοι από «ίχνη αρχαίων εικονογραφιών» ανακάλυψαν τον ζητούμενο ναΐσκο, που ήταν «κρυμμένος» πίσω από έναν μεγάλο σωρό άχρηστου πολεμικού υλικού. Στην εκκλησούλα αυτή, σύμφωνα με την παράδοση, όταν το 1715 οι Τούρκοι πήραν το Ναύπλιο από τους Ενετούς, κρύφτηκε η γυναίκα του Ενετού φρούραρχου του Παλαμηδιού Λεονάρδου Ταρωνίτη με τα παιδιά της και τα φλουριά της.

 

Το παλληκάρι

 

Ο καπετάν Σταμάτης Μήτσας, ισάξιος πολεμιστής με τον αδελφό του Γιάννη, γαλουχημένος με τις ίδιες αρχές και αρετές και τα ίδια οράματα, γεννήθηκε στην Ερμιόνη περί το 1800.

Ήταν βραχύσωμος, με υπέροχα πλατιά στήθη, καλογυμνασμένο σώμα, ευκίνητος, φτεροπόδαρος, θυελλώδης. Το μέτωπό του πλατύ, τα μάτια του μεγάλα, το βλέμμα βλοσυρό αλλά αετίσιο, σπινθηροβόλο, ανήσυχο. Παρατηρούσε κάθε τι που συνέβαινε γύρω του και «τρυπούσε» τη σκέψη των συνομιλητών του. Η μύτη ερμιονίτικη, ευθεία, πλάταινε στο τελείωμά της και ακριβώς κάτω απ’ αυτή ένα αρειμάνιο μουστάκι έφτανε μέχρι πίσω από τ΄ αυτιά του! Ενωνόταν με τα πλούσια μακριά μαλλιά του, τα ριγμένα στις φαρδιές του πλάτες και γι’ αυτό είχε και το προσωνύμιο «λεοντοχαίτης»! Το πρόσωπό του άλλοτε ήρεμο, άλλοτε συννεφιασμένο και παθιασμένο έδειχνε τον ατρόμητο πολέμαρχο που έκρυβε στα στήθη του καρδιά λιονταριού.

 

Η είδηση φτάνει στην Κυβέρνηση

 

Ο ανδρείος αρχηγός Στάικος Σταϊκόπουλος μόλις έγινε «κύριος του Παλαμηδίου» έστειλε έφιππο ταχυδρόμο στην Ερμιόνη, έδρα της Κυβέρνησης εκείνη την περίοδο, για να γνωστοποιήσει όσο πιο γρήγορα γινόταν την κατάληψη του Κάστρου. Τη χαρμόσυνη είδηση έσπευσε να ανακοινώσει επίσης και ο αρχιστράτηγος Θεόδωρος Κολοκοτρώνης με τη με ημερομηνία 1η Δεκεμβρίου επιστολή του, που ξεκινούσε ως εξής:

«Εις δόξαν του αηττήτου Σταυρού και του Πρωτοκλήτου Ανδρέα

Υπερτάτη Διοίκησις

Χθες επήλθομεν εις το υπερήφανον Παλαμήδι και υψώσαμεν τας νικητικάς του Σταυρού σημαίας…».

 

Χαρές και πανηγυρισμοί

 

Η νίκη των Ελλήνων χαροποίησε ιδιαίτερα τα μέλη της Κυβέρνησης και τους κατοίκους του Κάτω Ναχαγέ. Ο Ιωάννης Ορλάνδος, με οικογενειακή καταγωγή από το Κρανίδι και παντρεμένος με την αδελφή των Κουντουριώτηδων, Λάζαρου και Γιώργου, μέλος του Εκτελεστικού, αναγγέλλοντας την πτώση του Παλαμηδιού μεταξύ άλλων έγραφε προς αυτούς.

«Η σωτηριώδης κατάπτωσις του Παλαμηδίου… εμέθυσεν και με από ευχαρίστησιν… διεξοδικωτέραν έκθεσίν μου μη ζητείτε καθότι και η στενότης του καιρού… και το υπερέξοχον της εγκαρδίου ευφροσύνης μου μάλιστα δε και η παρουσία μου εις την Αγίαν εκκλησίαν δια την δοξολογίαν της τρισυποστάτου θεότητος… δεν μου συγχωρούν να εκτανθώ, και αρκεσθήτε τα διεξοδικώτερα από την της Διοικήσεως».

Εν Ερμιόνη την αην Δεκεμβρίου αωκβω

(1822)

Ιωάννης Ορλάνδος

(Αρχεία Λαζάρου και Γεωργίου Κουντουριώτου τομ. Α΄)

Σύμφωνα με το έγγραφο και έχοντας υπόψη την πληροφορία ότι το μεσημέρι της 30ης Νοεμβρίου οι Έλληνες τέλεσαν δοξολογία στον ναό του Αγίου Ανδρέα στο Παλαμήδι με προεξάρχοντα τον ιερέα Γεώργιο Βολίνη έναν από τους πολιορκητές, μπορούμε να υποθέσουμε ότι η επίσημη δοξολογία που αναφέρει ο Ιωάννης Ορλάνδος τελέσθηκε στην Ερμιόνη, έδρα τότε της Κυβέρνησης, στον Ι.Ν. των Ταξιαρχών ή στο Μοναστήρι των Αγίων Αναργύρων, όπου φιλοξενούνταν αρκετά μέλη της Κυβέρνησης. Ωστόσο, κάτι σχετικό οι γραπτές πηγές δεν αναφέρουν και η προφορική παράδοση δεν μας άφησε.

Πάραυτα ο Αντιπρόεδρος του Εκτελεστικού Αθανάσιος Κανακάρης με διακήρυξή του από την Ερμιόνη αναγγέλει στο Πανελλήνιο την άλωση του Παλαμηδίου «το οποίον εθεωρείτο τότε Παλάδιον της Ελληνικής ανεξαρτησίας και Γιβλατάρ (Γιβραλτάρ) της Ελλάδος».

Στην επιστολή του μεταξύ άλλων γράφει: «Ιδού η σταθερότης της Διοικήσεως, η γενναιότης των στρατιωτών μας, η ανδρεία και φρόνησις του γενναιοτάτου χιλιάρχου μας Στάικου Σταϊκόπουλου και η προς αυτόν θεία χάρις τον ανέδειξε πορθητήν, εκυρίευσεν το Παλαμήδι Ναυπλίου με έφοδον εις τας εξ ώρας της νυκτός ξημερώνοντας Πέμπτη και εορτή του πρωτόκλητου Αποστόλου Ανδρέου ευρέθησαν οι Έλληνες εις το Παλαμήδι κυριεύσαντες αυτό και στήσαντες τας τροπαιοφόρους σημαίας του σταυρού. Χαίρετε, νέοι Έλληνες, χαίρετε…».

Στη συνέχεια της διακήρυξης συνιστά μεταξύ άλλων φιλανθρωπίαν, ευσπλαχνία, φρόνηση. Να λείψουν οι αταξίες που είναι μικροψυχία και «γυναικότης». Να δείξουν μεγαλοφροσύνη, ανδρεία και καλή τάξη. Να μη φερθούν στους εχθρούς με σκληρότητα. Αυτά θα τα δουν τα έθνη της Ευρώπης, ότι οι Έλληνες είμαστε τακτικοί και φρόνιμοι και έτσι θα κερδίσουμε «την ποθητήν ημών ανεξαρτησίαν».

Εν Ερμιόνη την αη Δεκεμβρίου  αωκβω

και βω της ανεξαρτησίας

Ο αντιπρόεδρος Ο αρχιγραμματεύς της Επικρατείας
  Μινίστρος των εξωτερικών υποθέσεων
Αθανάσιος Κανακάρης Θεόδωρος Νέγρης

 (Αρχείον της Κοινότητος Ύδρας τομ. Η΄)

Γνωστοποίηση της νίκης, «την οποίαν έδωκεν ο Θεός εις τα Ελληνικά όπλα», έγινε από την Ερμιόνη αμέσως και στους «ευγενεστάτους προκρίτους της Ν. Ύδρας» για να χαρούν. Επιπροσθέτως αποφασίσθηκε να δοθούν αντίγραφα του ίδιου εγγράφου και στους προκρίτους των άλλων νησιών «για να γνωστοποιηθή η εξ εφόδου ανάκτησις του τρομερού τούτου φρουρίου και να φθάση ταχέως εις την Ευρώπην η είδησις».

Εξάλλου με την υπ’ αριθ. 2296/1η Δεκεμβρίου 1822 πρόταση του Εκτελεστικού προς το Βουλευτικό, δηλαδή της Κυβέρνησης προς τη Βουλή, προήχθη ο Πορθητής του Παλαμηδίου χιλίαρχος Στάικος Σταϊκόπουλος σε στρατηγό. Το έγγραφο με το οποίο ο Πρόεδρος του Βουλευτικού ενημέρωνε τον Πρόεδρο του Εκτελεστικού για το παραπάνω θέμα συντάχθηκε στην Ερμιόνη την 3η Δεκεμβρίου 1822.

 

Τα επινίκια στην Ερμιονίδα

 

Φανταζόμαστε πως η κατάληψη του Παλαμηδίου, ιδιαίτερα θα ενθουσίασε τους Ερμιονίτες, γιατί ο συμπολίτης Σταμάτης Αδρ. Μήτσας, αν και νεαρός τότε, ευτύχησε να είναι ένας από τους πρωταγωνιστές της.

Πανηγύρισαν σίγουρα τη νίκη και οι Κρανιδιώτες καθώς και όλο το Κάτω Ναχαγέ, αφού ντόπιοι οπλαρχηγοί και διαλεχτά παλληκάρια πήραν μέρος σ’ αυτή την πολεμική επιχείρηση. Έτσι απάλυνε ο πόνος που είχαν νιώσει δυο μέρες πριν με το θάνατο του ηρωικού Αρχιμανδρίτη Παπαρσένη Κρέστα και γέλασαν τα χείλη τους.

Τέλος θεωρούμε βέβαιο πως η αποστολή των εγγράφων της Κυβέρνησης από την Ερμιόνη, όπου η έδρα της, προς τους λαούς της Ευρώπης ασφαλώς θα τους κίνησε την περιέργεια αλλά και το ενδιαφέρον να αναζητήσουν τη μικρή μας πόλη και να πληροφορηθούν την ιστορία της. [1]

 

Δύο ζωγραφικοί πίνακες

 

Η εξιστόρηση των γεγονότων της άλωσης του Παλαμηδίου μεταμορφώθηκε από σπουδαίους καλλιτέχνες σε όμορφους ζωγραφικούς πίνακες. Ένα τέτοιο «εικαστικό αφήγημα» εμποτισμένο με πατριωτικά συναισθήματα, γεμάτο πολεμική κίνηση και ζωντανά χρώματα, που βοηθούν τον θεατή να εννοήσει καλύτερα τα γεγονότα, μας έδωσε η κ. Ανθούλα Λαζαρίδου-Δουρούκου. Θεωρούμε πως με τον πίνακά της η κ. Ανθούλα προβάλλει έντονα τον ψυχισμό του Σταμάτη Μήτσα αλλά και την τοπική μας παράδοση, αφού του δίνει να κρατάει κοντάρι όμοιο με αυτό που φυλάσσεται στο (Ι.Λ.Μ.Ε.) Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο Ερμιόνης.

 

Σταμάτης Μήτσας. Έργο της Ανθούλας Λαζαρίδου-Δουρούκου.

 

Εξαιρετικοί και οι πίνακες – σκίτσα του συμπολίτη μας νέου καλλιτέχνη Θανάση Γεωργίου Παπαθανασίου, που βρίσκονται στο Ι.Λ.Μ.Ε. Στα έργα κυριαρχεί ο νεανικός ενθουσιασμός, ο δυναμισμός και η αποφασιστικότητα του ήρωα.

 

Σκηνή από την άλωση του Παλαμηδίου. Δημιουργία ενός νέου καλλιτέχνη, του Ερμιονίτη Θανάση Γεωργίου Παπαθανασίου.

 

 

Νικητήρια τραγούδια

 

Θεά γοργόφτερη η λαϊκή μούσα και γλυκόφθογγη υμνήτρια των αρετών και των θριάμβων της φυλής, πέταξε πάνω από το απόρθητο κάστρο. Στάθηκε, θαύμασε, αγκάλιασε το τοπίο, σύνθεσε στίχους εγκωμιαστικούς και έψαλε όπως αυτή μόνο ξέρει τον αξεπέραστο Ελληνικό θρίαμβο.

«Όλα τα κάστρα και αν χαθούν

και όλα κι αν ρημάξουν,

το Παλαμήδι τώμορφο

Θεός να το φυλάξη».

Δεν ξέχασε, ωστόσο, και τους πρωταγωνιστές από το Κάτω Ναχαγέ και γι’ αυτούς τραγουδά:

 

«Το ψηλό το Παλαμήδι

που το πήρε το Κρανίδι».

 

Υποσημείωση


[1] Γιάννης Μ. Σπετσιώτης, «Ιστορικές σελίδες της Ερμιόνης – Ημερολόγιο».

 

Γιάννης Μ. Σπετσιώτης – Τζένη Δ. Ντεστάκου

 

Διαβάστε ακόμη:

 


Πρόνοια Ναυπλίου – Περιδιάβαση στο Χώρο και το Χρόνο

$
0
0

Πρόνοια Ναυπλίου – Περιδιάβαση στο Χώρο και το Χρόνο © Δημήτρης Χ. Γεωργόπουλος


 

Στη μνήμη του π. Γεώργιου Αθ. Χώρα

«Καλείσθω δε το όνομα του νέου χωρίου, Πρόνοια» [1]

 

Η Πρόνοια είναι προάστιο του Ναυπλίου. Βρίσκεται στα ανατολικά της παλιάς πόλης και απέχει από αυτήν 5 λεπτά με τα πόδια. Νότια και ανατολικά την «αγκαλιάζουν» οι λόφοι του Παλαμηδιού και της Ευαγγελίστριας. Βόρεια ανοίγεται η αργολική πεδιάδα και δυτικά ο αργολικός κόλπος και τα βουνά της Αρκαδίας.

Η Πρόνοια ήταν ο πρώτος οργανωμένος προσφυγικός συνοικισμός που δημιούργησε ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας, για να στεγάσει Κρήτες και άλλους πρόσφυγες. Ο ίδιος, μάλιστα, «βάφτισε» αυτό το προάστιο, δίνοντάς του το όνομα «Πρόνοια».

Η Πρόνοια, όχι ως τοπωνύμιο αλλά ως κατοικημένος τόπος, είναι γνωστή από τα προϊστορικά χρόνια. Η αρχαιολογική σκαπάνη έδειξε ότι χιλιάδες χρόνια πριν, τουλάχιστον από τη μεσολιθική περίοδο (8.000 – 7.000 π. Χ.) [2], άνθρωποι κατοίκησαν στους πετρώδεις λόφους της Πρόνοιας. Η θάλασσα έφτανε μέχρις εκεί και οι άνθρωποι λάξευσαν στους βράχους «λαβύρινθους» για να κατοικήσουν. Τρέφονταν με ψάρια και χρησιμοποιούσαν οψιανό, το σκληρό πέτρωμα από τη Μήλο, για να κατασκευάζουν εργαλεία και όπλα. Οι ανασκαφές των αρχαιολόγων μας έδειξαν ότι υπήρχε ανθρώπινη παρουσία στην περιοχή και κατά τη νεολιθική περίοδο (7.000 – 3.000 π. Χ.) [3].

Η ζωή στην περιοχή συνεχίστηκε για πολλούς αιώνες. Αυτό μαρτυρείται από τάφους του τέλους της Υστερομυκηναϊκής περιόδου (1200 –1100 π. Χ.), γνωστούς ως «λαγούμια», που βρέθηκαν στη βορειοανατολική πλαγιά του Παλαμηδιού [4]. Οι τάφοι αυτοί ήταν γνωστοί από την εποχή του γεωγράφου Στράβωνα. Ο Στράβωνας, στις αρχές του 1ου μ. Χ. αιώνα, αποδίδει την κατασκευή τους, όπως και την κατασκευή των τειχών της γειτονικής Τίρυνθας, στους Κύκλωπες. Όμως και ο ίδιος και οι σύγχρονοί του γνώριζαν ότι οι κατασκευαστές δεν ήσαν άλλοι παρά εργάτες που ήλθαν από τη Λυκία της Μικράς Ασίας [5]. Μερικοί από αυτούς τους τάφους, όπως αναφέρει η αρχαιολόγος Σέμνη Καρούζου, «ανασκάφηκαν το 1873 από έναν αγνό φιλάρχαιο των παλαιών καιρών, τον Νομάρχη Ναυπλίας Κονδάκη». Οι τάφοι αποτελούνταν από μακρύ διάδρομο και κυρίως θάλαμο. Ο διάδρομος φραζόταν με τοίχο από ξερολιθιά, που τον χώριζε από το θάλαμο. Ο τύπος των τάφων και τα κτερίσματα που βρέθηκαν βεβαιώνουν τη χρονολόγηση τους στο τέλος της Υστερομυκηναϊκής εποχής. Για τους τάφους αυτούς γράφει η Καρούζου: «Η ταπεινότητα των ευρημάτων … μαρτυρεί ότι μερικά γένη τοπικών αρχόντων, χωρίς δύναμη και ακτινοβολία, υποταγμένα ίσως στους δυνάστες της Τίρυνθας, είχαν ταφεί στους βράχους του Παλαμηδιού τον 12ο αιώνα π. Χ., όταν ο μυκηναϊκός πολιτισμός σερνόταν προς τη δύση του» [6]. Επίσης, στο λόφο της Ευαγγελίστριας βρέθηκαν και ανασκάφηκαν λακκοειδείς τάφοι της ίδιας εποχής [7].

 

Άποψη του Ναυπλίου από τη πλευρά της Πρόνοιας – Guillaume Abel Blouet (Γκιγιώμ Μπλουέ), 1833.

 

Το 1953 ο αρχαιολόγος Σ. Χαριτωνίδης αποκάλυψε ταφές των γεωμετρικών χρόνων. Οι ταφές αυτές γίνονταν σε πιθάρια, στηριγμένα με πέτρες. Η κεφαλή του νεκρού ήταν στο μέρος της δύσης. Ένας τέτοιος αμφορέας με τρία πόδια, δημιούργημα κάποιου αργείτικου εργαστηρίου περί το 750 π.Χ., βρέθηκε στις ανασκαφές και εκτίθεται στο αρχαιολογικό μουσείο Ναυπλίου [8].

Για τα κατοπινά χρόνια δεν έχουμε πληροφορίες σχετικά με την Πρόνοια. Και τούτο γιατί η Πρόνοια ήταν πάντα ένας τόπος που έζησε στη σκιά της πόλης της Ναυπλίας. Ήταν ένας βοηθητικός χώρος και μάλιστα ένας χώρος «νεκροταφειακός, αφιερωμένος στη μνήμη των νεκρών» [9].

Γνωρίζουμε, βεβαίως, ότι η Ναυπλία, που εκτεινόταν τότε επάνω στο βράχο της Ακροναυπλίας συμμετείχε στην αμφικτιονία των ιωνικών πόλεων, που σχηματίστηκε νωρίς τον 7ο αιώνα και είχε ως κέντρο της το ναό του Ποσειδώνα στην Καλαυρεία του Πόρου [10], και ότι τον 6ο αιώνα καταλήφθηκε και λεηλατήθηκε από το γειτονικό Άργος [11]. Από τότε κανείς λόγος δε γίνεται για την πολιτεία τούτη, που είναι ένα απλό επίνειο, ένα λιμάνι του Άργους [12]. Μάλιστα, ο Παυσανίας που πέρασε από την περιοχή το 2ο μ. Χ. αιώνα βρήκε τη Ναυπλία «έρημον» [13]. Μόνο κατά την επιδρομή των Αβάρων το 589 αναφέρεται ότι καταλαμβάνεται από βυζαντινή φρουρά και αντιστέκεται με επιτυχία. Από αυτή τη χρονολογία η ονομασία της πόλης αλλάζει. Καταγράφεται ως «Ναύπλιον» πλέον και όχι ως «Ναυπλία».

Στα μέσα του 11ου αιώνα οι Βυζαντινοί αναγνωρίζοντας τη στρατηγική θέση του Ναυπλίου οχύρωσαν την Ακροναυπλία [14]. Οι καιροί ήταν ταραγμένοι και οι πειρατές λυμαίνονταν τις θάλασσες, τα νησιά και τα παράλια. Η οχυρή θέση του Ναυπλίου και το καλό λιμάνι του προσέφεραν ασφάλεια από τους κάθε είδους και προέλευσης επιδρομείς. Με το πέρασμα του χρόνου η πόλη, που τότε εκτεινόταν επάνω στην Ακροναυπλία, εξελίχθηκε σε διοικητικό, στρατιωτικό και εμπορικό κέντρο [15].

Το 1212 κύριοι του Ναυπλίου, μετά από συνθηκολόγηση, έγιναν οι Φράγκοι. Μέχρι το 1389, όταν οι Βενετοί εξαγόρασαν τα δικαιώματα κυριαρχίας επί της πόλης από τη Μαρία ντ’ Ενζιέν, πολλές οικογένειες δυτικών τιτλούχων κυριάρχησαν στην πόλη.

Εν τω μεταξύ η παρουσία των Οθωμανών Τούρκων, μέρα με την ημέρα, γινόταν όλο και πιο αισθητή. Ήταν γι’ αυτούς επιδίωξη ζωτικής σημασίας να κυριαρχήσουν στην περιοχή της «Άσπρης Θάλασσας», δηλαδή του Αιγαίου πελάγους. Έτσι, το Ναύπλιο έγινε το μήλο της έριδας μεταξύ των Βενετών και των Τούρκων, των δύο μεγάλων δυνάμεων, που εκείνη την εποχή εξουσίαζαν την Ανατολική Μεσόγειο. Το 1500 δημιουργήθηκε η Κάτω Πόλη, δηλαδή το σημερινό Ναύπλιο, γιατί πλέον ο πληθυσμός της πόλης δε χωρούσε στην Ακροναυπλία.

 

Εικόνα 1: E. Peytier, Γενική άποψη Πρόνοιας και Ναυπλίου.

 

Το 1540 οι Τούρκοι έγιναν κύριοι του Ναυπλίου. Η Βενετία έχασε ένα σημαντικό ναυτικό και εμπορικό κέντρο. Και σαν να μην έφτανε αυτό πολλά χρόνια αργότερα, το 1669, με την πτώση του Χάνδακα, όπως λεγόταν τότε το Ηράκλειο, έχασε και την Κρήτη «Το πλήγμα και η ταπείνωση που υπέστη η Βενετία με την απώλεια της Κρήτης, μιας από τις σημαντικότερες κτήσεις της στην Ανατολή, είχαν θαμπώσει το γόητρό της και είχαν θέσει υπό αμφισβήτηση τον κυρίαρχο ρόλο της ανάμεσα στα χριστιανικά κράτη της Δύσης. Σε στρατιωτικό επίπεδο ο βενετικός στόλος είχε χάσει τον ηγεμονικό του ρόλο στις ελληνικές θάλασσες» [16]. Θέλοντας, λοιπόν, η Βενετία να ανακτήσει το γόητρο και τη φήμη της αλλά και ένα σημαντικό λιμάνι, αρμάτωσε στις αρχές του 1684 μια μεγάλη αρμάδα. «Πρωτεργάτης και αρχιτέκτονας αυτών των πολεμικών επιχειρήσεων, αρχιστράτηγος όλου του εκστρατευτικού σώματος …. » ο Francesco Morozini [17]. Στη βιβλιοθήκη Querini Stampalia της Βενετίας υπάρχει χειρόγραφο στο οποίο περιγράφεται η εκστρατεία και μάλιστα υπάρχουν απεικονίσεις των κάστρων – πόλεων που κατέλαβε ο Morozini. Η ιστορικός Ευτυχία Λιάτα, ερευνήτρια του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, με τη συνεργασία του Κώστα Τσικνάκη, ιστορικού και ερευνητή του Ινστιτούτου Βυζαντινών Ερευνών του ίδιου Ιδρύματος, εξέδωσαν το χειρόγραφο – ημερολόγιο της εκστρατείας.

Η Αρμάδα, που θα αποκαθιστούσε το γόητρο της Βενετίας, αναχώρησε από την πόλη των τενάγων στις 2 Ιουνίου του έτους 1684. Αφού πολιόρκησε και κατέλαβε πολλά κάστρα – πόλεις της δυτικής Ελλάδας (τη Λευκάδα, την Πρέβεζα, την Κορώνη, την Καλαμάτα κ.ά.) έφτασε στις 29 Ιουλίου του 1686 στον κόλπο του Τολού. Εκεί, αποβιβάστηκαν πάνω από 10.000 άνδρες, πεζικό και ιππικό, και ξεκίνησαν αμέσως για το Ναύπλιο.

Στους πρόποδες του Παλαμηδιού, εκεί δηλαδή που σήμερα είναι η Πρόνοια, υπήρχε προάστιο, όπου κατοικούσαν Έλληνες, στην πλειοψηφία τους εργάτες. Μόλις μαθεύτηκε η απόβαση των βενετικών στρατιωτικών δυνάμεων στο Τολό, αντιλαμβανόμενοι το τι θα επακολουθούσε, θέλησαν να απομακρυνθούν από την περιοχή που θα διεξάγονταν οι πολεμικές επιχειρήσεις. Άφησαν, λοιπόν, τα σπίτια τους και κατέφυγαν με τις οικογένειές τους στο Θερμήσι της Ερμιονίδας, όπου και παρέμειναν [18].

Η πόλη πολιορκήθηκε στενά. Οι αδιάκοποι και σφοδροί κανονιοβολισμοί, καθώς και οι συνεχείς επιθέσεις των Ενετών ανάγκασαν τους Τούρκους να συνθηκολογήσουν και να παραδώσουν τα κάστρα του Ναυπλίου [19]. Ο Morozini εισήλθε θριαμβευτής στην πόλη την 1η Σεπτεμβρίου 1686.

Το επόμενο έτος (1687) φοβερή πανώλης ενέσκηψε στο Ναύπλιο. Μεταδόθηκε από ένα γαλλικό πλοίο και επεκτάθηκε με μεγάλη ταχύτητα στην πόλη και τα περίχωρα, καθώς και στην υπόλοιπη Πελοπόννησο. Ο Ιμπραήμ- Πασάς, διοικητής του τουρκικού στρατού στην Πελοπόννησο, αδιαφορώντας για την επιδημία και πιστεύοντας ότι ήταν ευκαιρία να καταλάβει το Ναύπλιο, έφτασε στην Αργολίδα και εμφανίστηκε προ των Πυλών της πόλης. Τότε την κατάσταση έσωσαν οι Έλληνες κάτοικοι των περιχώρων και του προαστίου, δηλαδή της σημερινής Πρόνοιας, οι οποίοι αντιστάθηκαν, ενώ η φρουρά της πόλης έχοντας ταλαιπωρηθεί από την αρρώστια, ελάχιστη βοήθεια μπόρεσε να προσφέρει. Αυτή την προσφορά των Ελλήνων ο Morosini αντάμειψε με χρήματα και φορολογικές ατέλειες [20].

Στη διάρκεια της πολιορκίας η πόλη είχε υποστεί σοβαρές καταστροφές. Οι Ενετοί επιδόθηκαν αμέσως στο έργο της επισκευής των τειχών και των οικημάτων της πόλης. Θέλοντας, όμως, να καταστήσουν το Ναύπλιο ένα φρουριακό σύνολο απόρθητο, απαγόρευσαν την κατοίκηση των φρουρίων της Ακροναυπλίας και όλη η περιοχή διαμορφώθηκε κατάλληλα για την κάλυψη των αναγκών του πυροβολικού. Βέβαια, το μεγαλύτερο οχυρωματικό έργο που θεμελίωσαν οι Βενετοί ήταν το Παλαμήδι, το απόρθητο φρούριο που πήρε το όνομά του από τον ομώνυμο λόφο. Το Παλαμήδι αποτελεί πρότυπο οχυρωματικής τέχνης [21] και προκαλεί «στον ταξιδευτή ένα διπλό συναίσθημα, κατάπληξη μαζί και φόβο» [22].

Εξαιτίας του πολέμου, της πανώλης και της αποχώρησης των Τούρκων ο πληθυσμός της πόλης είχε μειωθεί. Οι Ενετοί φρόντισαν για τη συμπλήρωση του πληθυσμού με μετακινήσεις οικογενειών από την Αθήνα και άλλες ελληνικές πόλεις. Την πολιτική αυτή ακολούθησαν και σε άλλες πόλεις της Πελοποννήσου. Η Ευτυχία Λιάτα στο βιβλίο της «Το Ναύπλιο και η ενδοχώρα του από τον 17ο στον 18ο αι.» γράφει:

«Τα κίνητρα για τη μετοικεσία εκτός από κοινωνικά – εξασφάλιση καλύτερων όρων διαβίωσης – ήταν κυρίως οικονομικά, αφού οι νέοι κύριοι του Μοριά είχαν λάβει πρόνοια μέσω του θεσμού των εκχωρήσεων (γαιών και οικημάτων) για την εξασφάλιση της επιβίωσης των πληθυσμών αυτών.

Οι εγκαταλειμμένες από τους Τούρκους και διαθέσιμες για εκμετάλλευση γαίες χρειάζονταν χέρια για να τις καλλιεργήσουν. Με τις μετοικεσίες αυτές οι Βενετοί απέβλεπαν αφενός στην αναζωογόνηση του Μοριά, προκειμένου με την αύξηση του ανθρώπινου δυναμικού να μεγιστοποιηθεί η παραγωγικότητα του τόπου και αφετέρου να ενισχυθεί η αμυντική του ικανότητα απέναντι στη μόνιμη τουρκική απειλή»[23].

Προκειμένου, λοιπόν, να εκμεταλλευτούν ορθολογικά τον τόπο και να επιβάλουν ένα αποδοτικό φορολογικό σύστημα, έπρεπε να γνωρίζουν τις εκμεταλλεύσιμες εκτάσεις γης, την ποιότητα και το νομικό καθεστώς της γης, καθώς και το πραγματικό μέγεθος του πληθυσμού. Το μεγάλο αυτό έργο η Βενετία το ανέθεσε σε τρεις Συνδίκους Καταστιχωτές, οι οποίοι το 1687 στάλθηκαν στο Μοριά. Αυτοί θα έπρεπε για κάθε επαρχία να κάνουν το τοπογραφικό σχέδιο της περιοχής και να καταγράψουν τους αγρούς, τους μύλους, τα οικοδομήματα, τα ορυχεία, τα ιχθυοτροφεία, τα δένδρα και ό,τι άλλο θα μπορούσε να αποβεί χρήσιμο στο βενετικό κράτος [24].

Για το τεριτόριο, δηλαδή την επαρχία, του Ναυπλίου υπάρχουν δύο κτηματολόγια, προϊόντα αυτής της πολιτικής των Βενετών, τα οποία συντάχθηκαν στο τέλος του 17ου και στις αρχές του 18ου αιώνα. Πρόκειται για το Catastico Ordinario (C.O.), που είναι γενικότερο, και το Catastico Particolare (C.P.), που είναι αναλυτικότερο [25]. Εκτός, όμως, από αυτά τα δύο κτηματολόγια στο αρχείο Grimani, που βρίσκεται στα Κρατικά Αρχεία της Βενετίας, υπάρχει τοπογραφικό σχέδιο φιλοτεχνημένο στις αρχές της β΄. ενετοκρατίας (περίπου το 1700), στο οποίο απεικονίζονται τα δύο προάστια του Ναυπλίου[26]. Δανειζόμαστε την περιγραφή του τοπογραφικού σχεδίου από το άρθρο «Πρόνοια, ο πρώτος προσφυγικός συνοικισμός της ελεύθερης Ελλάδας», της Αναπληρώτριας καθηγήτριας στο Ε.Μ.Π. Μάρως Καρδαμίτση – Αδάμη. Γράφει η κα Αδάμη:

 

«Το σχέδιο περιλαμβάνει έκταση που ξεκινά από την Τάφρο της Πόλης του Ναυπλίου (… διακρίνεται καθαρότατα η πύλη της Ξηράς) και φθάνει μέχρι περίπου τη σημερινή Λεωφόρο Ασκληπιού. Μια στενή λωρίδα γης που περιλαμβάνει μονάχα το χώρο, όπου σήμερα ο (παλαιός) σιδηροδρομικός σταθμός και το πάρκο, ενώνει την πόλη με την έξω από αυτή ξηρά. Δύο μόνο κτίσματα σημειώνονται στην περιοχή αυτή, τα σφαγεία, δυτικά, προς την τάφρο και μια ιχθυόσκαλα προς το μέρος της Πρόνοιας. Και τα δύο είναι τοποθετημένα χαμηλά δίπλα στη θάλασσα. Η ακτογραμμή συνεχίζεται στη θέση όπου σήμερα η λεωφόρος Άργους.

Όλη η υπόλοιπη περιοχή, όπου αναπτύσσεται σήμερα η περιοχή Κούρτη της Νέας πόλης, καλύπτεται από θάλασσα μέχρι τη Γλυκειά, όνομα που αναφέρεται ήδη από την εποχή αυτή» [27]. Σ’ αυτή τη στενή λωρίδα γης που ένωνε την πόλη με το προάστιο, στα ριζά του λόφου του Παλαμηδιού, παράλληλα προς την ακτογραμμή, υπήρχε μακρύ τείχος, που ξεκινούσε από τα πρώτα σπίτια του προαστίου και έφτανε μέχρι την τάφρο. Επρόκειτο για το υδραγωγείο μέσω του οποίου μεταφερόταν νερό στο Ναύπλιο. Ψηλά στους πρόποδες του οικισμού, εκεί ακριβώς όπου αρχίζουν και στις μέρες μας τα πρώτα οικοδομικά τετράγωνα της Πρόνοιας, άρχιζε το προάστιο Trombè (Τρομπέ). Το όνομα του προαστίου είναι πολύ πιθανό να προήλθε από την τρόμπα, δηλαδή την αντλία, που υπήρχε περίπου στο κέντρο του.

Βόρεια του προαστίου Trombè υπήρχε το άλλο προάστιο, το Techiè (Τεκέ), μικρότερο από το πρώτο. Ο όνομά του είναι πιθανό να το πήρε από τον τεκέ, δηλαδή το μοναστήρι των Τούρκων δερβίσηδων, που υπήρχε εκεί. Στην ύπαρξη τεκέ αναφέρεται και ο μηχανικός του ναυτικού M. Bellin στο έργο του «Description du Golph de Venise et de la Moree», που κυκλοφόρησε το 1711. Γράφει ο Bellin: «Στο προάστειο του Ναυπλίου, όπου σε καλύβες κατοικούν οι Αλβανοί, υπάρχουν τρεις ή τέσσερις ελληνικές εκκλησίες και ένας τεκές δερβίσηδων κτισμένος από το Mustafa πασά». Και συνεχίζει: «Στον τεκέ αυτόν κατοικούν δώδεκα δερβίσηδες με τις γυναίκες τους, γιατί οι δερβίσηδες έχουν δικαίωμα να παντρεύονται αν το επιθυμούν, παρόλο ότι όσοι ταξιδεύουν στην Ανατολή ισχυρίζονται το αντίθετο» [28].

 

Αυτή την εποχή, δηλαδή γύρω στα 1700, υπήρχαν και στα δύο προάστια 487 οικήματα (κατοικίες, ενδεχομένως αποθήκες ή εργαστήρια, παράγκες). Η δόμησή τους ακολουθούσε τις φυσικές καμπύλες του εδάφους και δεν υπήρχαν οικοδομικά τετράγωνα [29]. Αυτά τα οικιστικά σύνολα μοιάζουν με τα αιγαιοπελαγίτικα οικιστικά συγκροτήματα. Τα σπίτια, δηλαδή, εφάπτονταν το ένα στο άλλο σχηματίζοντας μεταξύ τους τείχος. Ήταν τοποθετημένα είτε σε παράλληλη γραμμική παράταξη (περισσότερο στο Trombè) είτε σε συστάδες τετράγωνων ή πολύπλευρων συγκροτημάτων ή σε οικιστικά συγκροτήματα, που εξωτερικά σχημάτιζαν τείχος κι εσωτερικά είχαν ακάλυπτο χώρο, είδος εσωτερικής κοινόχρηστης αυλής, κατά το πρότυπο των βενετσιάνικων campi (η εικόνα κυρίως στο Techiè) [30].

Τα σπίτια στο σύνολό τους ήταν μικρά έως μεσαία με μήκος πρόσοψης 7-15 μέτρα. Ελάχιστες ήταν οι εξαιρέσεις πραγματικά μεγάλων σπιτιών, ενώ υπήρχε και ένας αριθμός πολύ μικρών σπιτιών, προφανώς μονόχωρων, περίπου στο μέγεθος ενός μεγάλου δωματίου [31].

Και στα δύο προάστια κατοικούσαν 392 οικογένειες, δηλαδή περίπου 1430 ψυχές [32]. Ο πληθυσμός αυτός αποτελούνταν από ντόπιους αλλά και από πολλούς ξένους, κυρίως Τσιριγώτες (δηλαδή Κυθήριους), Κρητικούς, Αθηναίους και άλλους Έλληνες. Εκτός των Ελλήνων στα δύο προάστια κατοικούσαν και Ενετοί, ο αριθμός των οποίων δεν ξεπερνούσε το 1/8 του συνόλου των κατοίκων [33].

Ως προς τις ασχολίες των κατοίκων οι αρχειακές πηγές για την εποχή αυτή δεν παρέχουν πολλά στοιχεία. Από τα δεδομένα που έχουμε στη διάθεσή μας βλέπουμε ότι υπήρχαν στρατιωτικοί και κληρικοί [34]. Βέβαια, δεν θα πρέπει να αποκλείσουμε την ύπαρξη κτηματιών, αφού γνωρίζουμε ότι οι Βενετοί προχώρησαν σε εκχωρήσεις γης σε μεμονωμένους έποικους ή σε ομάδες εποίκων [35].

Οι Βενετοί δεν μπόρεσαν να κρατήσουν για πολλά χρόνια τις κτήσεις τους στην Πελοπόννησο. Το 1715 οι Τούρκοι πολιόρκησαν και κατέλαβαν το Παλαμήδι και την πόλη του Ναυπλίου. Οι Βενετοί δεν είχαν άλλη επιλογή: παρέδωσαν «άνευ όρων» και την Ακροναυπλία. Έτσι, άρχισε η Β΄. Τουρκοκρατία που κράτησε μέχρι το 1822, όταν οι Έλληνες με ρεσάλτο κατέλαβαν το Παλαμήδι.

Κατά τη Β΄. Τουρκοκρατία η στάση των Τούρκων απέναντι στους Έλληνες του Ναυπλίου ήταν σκληρή. Τους απαγόρευσαν να τελούν ακόμη και ιεροπραξίες μέσα στην πόλη και οι εκκλησίες είχαν μετατραπεί σε τζαμιά ή αποθήκες. Οι Έλληνες της πόλης του Ναυπλίου και όσοι κατοικούσαν έξω από αυτήν εκκλησιάζονταν στον ταπεινό ναό των Αγίων Πάντων, στην Πρόνοια, όπου υπήρχε και το νεκροταφείο των χριστιανών. Πολύ αργότερα, το 1779, οι Τούρκοι τους επέτρεψαν να λειτουργήσουν το ναό της Αγίας Σοφίας, που βρισκόταν στην ελληνική συνοικία της πόλης και ο οποίος μέχρι τότε χρησιμοποιούταν ως αποθήκη άχυρων [36].

Το 1790 επισκέφθηκε το Ναύπλιο ο περιώνυμος Ολλανδός ναύαρχος Ιωάννης Ερρίκος Van Kiusbergen, ο οποίος μελέτησε τα φρούρια και τον εξοπλισμό τους. Τις εντυπώσεις του περιέλαβε στο έργο του «Περιγραφή του Αρχιπελάγους», το οποίο εξέδωσε μετά από 2 χρόνια. Αναφερόμενος στον πληθυσμό γράφει:

 

«Ο αριθμός των κατοίκων του Ναυπλίου υπολογίζεται περίπου εις 6.000 ψυχάς, συνυπολογιζομένων και των εν τω φρουρίω του Παλαμηδίου οικούντων. Οι πλείστοι των κατοίκων είναι Τούρκοι. Οι Έλληνες αποτελούσιν ακριβώς υπολογιζόμενοι διακοσίας οικογενείας και οι Ιουδαίοι έτι ολιγοτέρας. Οι Φράγκοι κατοικούσι το προάστειον εκτός του Ναυπλίου, ασκούντες αρκούντως επικερδή εμπορείαν ιδίως του ελαίου, των σιτηρών, μαλλίων, μετάξης κ.λ.π. και εισάγοντες αντ’ αυτών εκ Γαλλίας πανικά (δηλαδή υφάσματα), καφέ, λουλάκι, ζάχαριν κ.λ.π.» [37].

 

Αυτή την εμπορική δραστηριότητα τόνιζε 10 χρόνια νωρίτερα και ο Sonnini, ο οποίος, όμως, επισήμαινε ότι Τούρκοι αποτελούσαν καταστροφή για το εμπόριο με τα προσκόμματα που έθεταν στη διεξαγωγή του [38].

Και πράγματι, όταν το 1816 επισκέφθηκε το Ναύπλιο ο Γάλλος φιλέλληνας Pouqueville, στο λιμάνι υπήρχε λάσπη, έτσι ώστε τα πλοία δεν μπορούσαν να πλησιάσουν. Όμως, παρά την αρνητική κατάσταση που επικρατούσε στο λιμάνι ένα μεγάλο μέρος των προϊόντων του τόπου διακινούνταν από το Ναύπλιο και πολλά ξένα πλοία ήταν αραγμένα στην παραλία του [39].

Βέβαια, η καθόλα αρνητική στάση των Τούρκων για το εμπόριο είχε σαν αποτέλεσμα την χαλάρωση του εμπορίου και την σταδιακή απομάκρυνση των Ευρωπαίων εμπόρων. Έτσι, το τοπικό εμπόριο πέρασε στα χέρια μικρεμπόρων, που, όμως, και αυτοί απομακρύνθηκαν εξαιτίας της φοβερής πίεσης των Γενίτσαρων. Οι μόνοι που παρέμειναν ήταν δεκαπέντε «Ιουδαϊκοί οίκοι», οι οποίοι εμπορεύονταν κυρίως το μετάξι. Επακόλουθο αυτής της κατάστασης ήταν να απομακρυνθούν οι «Φράγκοι» έμποροι από την Πρόνοια και γενικώς ο τόπος να ερημώσει. Αυτό επιβεβαιώνεται από τις τοπικές παραδόσεις του τέλους του 19ου αιώνα αλλά και από τις αρχειακές πηγές. Συγκεκριμένα, ο οικισμός δεν αναφέρεται στην απογραφή πληθυσμού του 1814 ούτε σημειώνεται στον τοπογραφικό χάρτη του Pouqueville. Αντίθετα, στο χάρτη αυτό σημειώνεται νεκροταφείο βόρεια της Πρόνοιας, το οποίο προφανώς είναι το νεκροταφείο που υπήρχε στους Άγιους Πάντες και λειτούργησε μέχρι τη δεκαετία του 1850. Ακόμη και σήμερα βλέπουμε μαρμάρινες πλάκες από αυτό το νεκροταφείο να έχουν ενσωματωθεί στο δάπεδο και στα εξωτερικά σκαλιά του ναού [40].

Με το ξέσπασμα της Επανάστασης οι Τούρκοι κλείστηκαν στα φρούρια για να προστατευθούν. Το Ναύπλιο και τα φρούριά του πολιορκήθηκαν στενά από τους Έλληνες. Ξημερώνοντας η 30η Νοεμβρίου του 1822 ο Στάϊκος Σταϊκόπουλος και ο Δημήτριος Μοσχονησιώτης με 80 παλικάρια κατέλαβαν με ρεσάλτο το Παλαμήδι. Οι Τούρκοι, αφού παρέδωσαν την πόλη του Ναυπλίου και το φρούριο της Ακροναυπλίας, πήραν το δρόμο για τη Μικρά Ασία. Από τότε και μέχρι την άφιξη του Καποδίστρια δεν αναφέρεται να κατοικείται ο χώρος της Πρόνοιας.

Στις 6 Ιανουαρίου του 1828 έφτασε στο Ναύπλιο ως Κυβερνήτης της Ελλάδας ο Ιωάννης Καποδίστριας. Τα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει ήταν πολλά, ποικίλα και μεγάλα. Ένα από αυτά ήταν η συσσώρευση στο Ναύπλιο πλήθους κόσμου από κάθε μεριά του ελλαδικού χώρου. Οι άνθρωποι αυτοί ήρθαν σε μια πόλη κατεστραμμένη και ακάθαρτη με σπίτια ερειπωμένα. Εγκαταστάθηκαν όπου μπορούσε να φανταστεί κανείς, φτιάχνοντας καλύβες. Οι συνθήκες υγιεινής ήταν άθλιες και υπήρχε μεγάλος κίνδυνος επιδημιών.

Στις αρχές Απριλίου ο Κυβερνήτης έστειλε επιστολή προς τους μηχανικούς Σταμάτη Βούλγαρη και Ν. Μαυρομμάτη με την εντολή να επισκεφθούν μία προς μία τις καλύβες και να καταγράψουν ονομαστικά τους ενοίκους τους. Επίσης, να συντάξουν προϋπολογισμό για την κατασκευή καλυβών σε μέρος κατάλληλο, προκειμένου να στεγαστεί όλος αυτός ο κόσμος. Η τοποθεσία, που εκείνος πρότεινε, βρισκόταν κοντά στο χωριό Άρια, όπου ο τόπος ήταν υγιεινός και κατάλληλος, ενώ η τελική και ακριβής επιλογή του τόπου θα ήταν έργο και των τριών, δηλαδή του ίδιου και των δύο μηχανικών [41].

Σε μία εβδομάδα, στις 17 Απριλίου, είχε γίνει η καταγραφή του πληθυσμού που έπρεπε να μετακινηθεί: 2.500 ψυχές ή, σύμφωνα με την τότε καταμέτρηση, 2.158 άτομα, που είχαν εγκατασταθεί σε 662 καλύβες [42]. Επίσης, είχε επιλεγεί ο τόπος εγκατάστασης και είχε εκπονηθεί το πολεοδομικό σχέδιο. Τέλος, είχε υπολογιστεί και το κόστος κατασκευής. Μάλιστα, ο ίδιος ο Κυβερνήτης «βάφτισε» το νέο προάστιο δίνοντάς του το όνομα «Πρόνοια» [43].

Οι εργασίες κατασκευής είχαν ήδη αρχίσει στις 5 Μαΐου. Στις 24 Μαΐου οι μάστορες παρέδωσαν 96 καλύβες [44]. Όμως, μετά από δυο μέρες ξέσπασε επιδημία πανώλης, και όπως ήταν αναμενόμενο, πρωτοεμφανίστηκε στις φτωχές οικογένειες, που έμεναν στα παραπήγματα, έξω από την πύλη της Ξηράς [45]. Οι πύλες της πόλης έκλεισαν, οι εργασίες σταμάτησαν και οι μάστορες παραπονιόταν ότι δεν είχαν εξοφληθεί [46].

 

Η ενετική Πύλη του Ναυπλίου (η Πύλη της Ξηράς – εξωτερική όψη), τέλος 19ου αιώνα. Έργο του John Fulleylove (1845-1908), Άγγλου αρχιτέκτονα, ζωγράφου και εικονογράφου ταξιδιωτικών βιβλίων. British Museum.

 

Τα σπίτια αυτά ήταν πέτρινα, χτισμένα σε οικόπεδα με πρόσοψη 3 μ. και βάθος 6. Ήταν χτισμένα το ένα δίπλα στο άλλο. Είχαν ένα μόνο χώρο, σχεδόν τετράγωνο, και καλύπτονταν με μονοκλινή στέγη, η οποία ήταν μάλλον από ψαθί. Η προς το δρόμο όψη είχε ύψος 2 μ. και διακοπτόταν από τα ανοίγματα μιας πόρτας και ενός παραθύρου. Στο πίσω μέρος του οικοπέδου, όπου υπήρχαν οι βοηθητικοί χώροι, αφηνόταν ένας μικρός υπαίθριος χώρος. Ακόμη και σήμερα υπάρχουν τέτοια σπίτια στην Πρόνοια [47].

Πολύ σύντομα τα σπίτια αυτά φαίνεται ότι άρχισαν να αντικαθίστανται από μεγαλύτερα οικοδομήματα· το Νοέμβριο του 1830 ο Καποδίστριας έγραφε σε επιστολή του: «Αι δε καλύβαι, τας οποίας είχα κατασκευάσει έξω [από το Ναύπλιο] προ δύο ετών, εκλείπουσι, και αντ’ αυτών εγείρονται οίκοι μεγάλοι και ευπρεπείς, συστήσαντες το προάστειον, την Πρόνοιαν» [48].

Στο σχεδιασμό της Πρόνοιας εφαρμόστηκε το Ιπποδάμειο σύστημα, δηλαδή ορθογώνια παραλληλεπίπεδα οικοδομικά τετράγωνα, τα οποία ορίζονταν από οριζόντιους και κάθετους δρόμους. Το αρχικό σχέδιο του Βούλγαρη, καθώς και το επόμενο που συνέταξε μετά την επιδημία της πανώλης, περισσότερο εκτεταμένο από το πρώτο, δε σώζονται. Από τότε εκπονήθηκαν αρκετά πολεοδομικά σχέδια για την Πρόνοια, από τα οποία άλλα σώζονται και άλλα όχι. Πάντως, το βέβαιο είναι ότι για τη σύνταξη όλων αυτών των σχεδίων χρησιμοποιήθηκε ως πρότυπο το σχέδιο του Βούλγαρη [49].

Ο ρυθμός κατοίκησης και οικοδομικής δραστηριότητας στο νέο προάστιο υπήρξε έντονος. Το 1829 ο πληθυσμός του αριθμούσε 2.500 ψυχές, ενώ την άνοιξη του 1830 πραγματοποιήθηκε ομαδική άφιξη Κρητών, οι οποίοι συγκρότησαν δική τους συνοικία, «τα κρητικά», στο λόφο της Ευαγγελίστριας [50]. Ακόμη και σήμερα αυτό το οικιστικό σύνολο ξεχωρίζει με τα ταπεινά σπίτια και τα στενά σοκάκια.

Η εγκατάσταση των προσφύγων στην Πρόνοια[51] συνοδεύτηκε από παρατυπίες, παραλήψεις και παράνομες πράξεις. Γράφει ο αείμνηστος Γεώργιος Χώρας:

«Γενικώς όλοι προέβαλαν αδυναμία πληρωμής της οφειλής τους. Μεταξύ αυτών άλλοι είχαν καταβάλει τις πρώτες δόσεις, άλλοι ώφειλαν ακόμη στο Δημόσιο Ταμείο. Άλλοι ήσαν οφειλέτες για όλο το χρηματικό ποσό της αξίας του οικοπέδου. Άλλοι είχαν εγκατασταθή χωρίς καμμία άδεια, άτυπα ή αυθαίρετα. Μια άλλη κατηγορία «των ευπόρων», κατέλαβαν οικόπεδα στην Πρόνοια για επένδυση των χρημάτων τους και εκμετάλλευση. Αυτοί έβλεπαν μακριά. Ήξεραν ότι υπήρχε οικιστικό πρόβλημα και συνωστισμός στο Ναύπλιον συνεχώς αυξανόμενος. Εζήτησαν λοιπόν να επωφεληθούν από τη μεγάλη ζήτηση κατοικίας. Σημαντικός ήταν ο αριθμός των απόρων, για τους οποίους δεν υπήρχε δυνατότητα ούτε ελπίδα εξοφλήσεως της οφειλής τους προς το Δημόσιο. Πολλοί μάλιστα άποροι συνέχισαν να μένουν σε καλύβες, τις οποίες απλώς μετέφεραν στα οικόπεδα της Πρόνοιας, χωρίς δυνατότητα να στήσουν ούτε παράπηγμα καλλίτερο ούτε οικοδομή»[52].

Ο Καποδίστριας θέλοντας να δώσει λύση στο πρόβλημα που είχε προκύψει υπέγραψε στις 3 Ιουνίου 1831 το ΚΣΤ΄. Ψήφισμα της Δ΄Εθνοσυνέλευσης του Άργους, το οποίο αναφερόταν ειδικά στην Πρόνοια και με το οποίο οι άποροι και οι φτωχοί, που είχαν καλύβες, δεν πλήρωναν καμία εισφορά ενόσο κατοικούσαν σ’ αυτές, ενώ, όσοι είχαν κτίσει σπίτια, εργαστήρια ή οποιοδήποτε άλλο κτίριο με σκοπό να ωφεληθούν, έπρεπε να πληρώσουν το εθνικό δικαίωμα της γης. Τα χρήματα που επρόκειτο να καταβληθούν θα χρησίμευαν για τον καλλωπισμό της πόλης του Ναυπλίου και της Πρόνοιας [53].

Η στυγερή δολοφονία του Καποδίστρια στις 27 Σεπτεμβρίου 1831 και η αναταραχή που ακολούθησε είχε τις συνέπειές της και στον τομέα της δόμησης της Πρόνοιας. Ένα χρόνο μετά τη δημοσίευση του ψηφίσματος, το 1832, είχαν κτιστεί στο προάστιο αρκετές οικοδομές δίχως άδεια. Η κατάσταση της αυθαίρετης δόμησης συνεχίστηκε και επεκτάθηκε μέχρι το τέλος του 1833, γι’ αυτό οι Βαυαροί διόρισαν, ειδικά για την Πρόνοια, μηχανικό με σκοπό να τηρηθεί ακριβώς το σχέδιο [54].

Σε όλα τα πολεοδομικά σχέδια της Πρόνοιας σημειώνονται δύο ελεύθεροι χώροι. Ο ένας βρίσκεται στο κέντρο σχεδόν του οικισμού, στο μέρος εκείνο που το 1836 κτίστηκε η εκκλησία της Αγίας Τριάδας, και ο άλλος στα ανατολικά όριά του. Σ’ αυτόν τον τελευταίο τον Ιούλιο του 1832 διεξήχθησαν οι εργασίες της Δ΄. Εθνοσυνέλευσης [55]. Βέβαια, δεν υπήρχε η υποδομή, δηλαδή ένα κτίριο στο οποίο θα συνεδρίαζαν οι 224 βουλευτές του Έθνους. Για το σκοπό αυτό κατασκευάστηκε ένα ξύλινο παράπηγμα, η γνωστή «παράγκα». Ήταν ένα ξύλινο ορθογώνιο παράπηγμα από δοκάρια και σανίδες με πλάτος 10-12 μ. και διπλάσιο μήκος. Το ύψος του έφτανε τα 3 μ. και η σκεπή του ήταν «μυτερή». Εσωτερικά, απέναντι από την είσοδο υπήρχαν τα έδρανα του Προέδρου και των Γραμματέων της Εθνοσυνέλευσης, ενώ αριστερά και δεξιά υπήρχαν εξέδρες για το διπλωματικό σώμα και τους ξένους επίσημους. Απέναντι από το προεδρείο είχαν δημιουργηθεί σε ακανόνιστο κύκλο 3 επάλληλες σειρές από σκαμνιά, όπου κάθονταν οι Πληρεξούσιοι.

Το κάπνισμα απαγορευόταν μέσα στην αίθουσα. Όμως, οι «θεριακλήδες» [56] Πληρεξούσιοι δεν μπορούσαν να αντέξουν τόσες ώρες [57] χωρίς να καπνίσουν. Είχαν, λοιπόν, μαζί και τους «τσιμπουκτσήδες» τους, που τριγυρνούσαν έξω από την παράγκα και έχωναν μέσα στα κενά που δημιουργούσαν οι σανίδες των τοιχωμάτων την άκρη του αναμμένου τσιμπουκιού ή το μαρκούτσι του ναργιλέ, έτσι ώστε να ρουφούν οι βουλευτές. Το αποτέλεσμα ήταν πολλές φορές συννεφάκια καπνού να αναδύονται μέσα στο χώρο της Συνέλευσης [58].

Όμως, κάποια παλικάρια από τη Ρούμελη, που είχαν στρατοπεδεύσει στην Άρια, δεν είχαν πληρωθεί τους στρατιωτικούς μισθούς τους και πίεζαν την Κυβέρνηση να τους πληρώσει. Η Κυβέρνηση δεν είχε χρήματα και για πάνω από 20 μέρες το μόνο που έδινε ήταν υποσχέσεις. Η κατάσταση μέρα με τη μέρα εκτραχυνόταν μέχρι που στις 14 Αυγούστου 1832 «ως άγρια θηρία, ως τίγρεις λυσσώδεις επέπεσαν οι στρατιώται κατά των Πληρεξουσίων· εκραύγαζον ότι παρήλθε και η δευτέρα παρ’ αυτών ταχθείσα προθεσμία, ότι η Συνέλευσις κατεδαπάνα τον καιρόν αυτής εις ελεεινάς σκευωρίας, αντί να φροντίση περί των ατυχών πολεμιστών του τόπου· κατεβίβασαν της έδρας του τον ογδοηκοντούτη Πρόεδρον Νοταράν, ύβρισαν και ηπείλησαν διά θανάτου τους Πληρεξουσίους, εγύμνωσαν αυτούς και απήγαγον τέλος επτά τους πλουσιώτερους αυτών και τον Πρόεδρον εις Άρειαν, όπως κρατήσωσιν αυτούς ως ομήρους μέχρι της πληρωμής των καθυστερουμένων στρατιωτικών μισθών.

Επειδή δε η Κυβέρνησις δεν είχε χρήματα, ηναγκάσθησαν ούτοι να καταβάλλωσιν εξ ιδίων 100.000 γρόσια ως λύτρα, ανθ’ ων απελύθησαν τη 18η Αυγούστου» [59]. Έτσι, η Εθνική Συνέλευση των Ελλήνων διαλύθηκε άδοξα. Στο χώρο όπου συνεδρίαζαν τότε οι Πληρεξούσιοι του Έθνους υπάρχει σήμερα πλατεία με το όνομα «Πλατεία Εθνοσυνέλευσης».

Στις 25 Ιανουαρίου 1833 αποβιβάστηκε κοντά στο Ναύπλιο, στη Γλυκειά [60], ο Όθωνας ως Βασιλιάς της Ελλάδας. Η μεγαλειώδης πομπή κατευθύνθηκε και εισήλθε στην πόλη «εν μέσω των αδιακόπων κανονιοβολισμών των πλοίων και των φρουρίων και των φρενιτιωδών επευφημιών του Λαού» [61]. Τον ακολουθούσαν 3.500 Βαυαροί αξιωματικοί και στρατιώτες.

Πολλοί από τους Βαυαρούς στρατιωτικούς εγκαταστάθηκαν οικογενειακός σε κατοικίες στην Πρόνοια, τα ενοίκια των όποιων κατέβαλε η Δημογεροντία Ναυπλίου [62]. Μάλιστα, όπως αναφέρει ο Άγγλος ζωγράφος Francis Hervè, ο οποίος τότε έμενε στο Ναύπλιο, πολλοί από τους Βαυαρούς στρατιώτες έτρωγαν τους γάτους, με αποτέλεσμα την απειλητική αύξηση των ποντικών. Η κατάσταση αυτή δημιούργησε πολλά παράπονα εκ μέρους των κατοίκων της Πρόνοιας, οι οποίοι έβλεπαν τις αποθήκες τους να μαστίζονται από τις επιδρομές των ποντικών [63].

Όμως, η τύχη υπήρξε τραγική για πολλούς από του Βαυαρούς στρατιώτες. Τα έτη 1833 – 1834 προσεβλήθησαν από επιδημία κοιλιακού τύφου εξαιτίας της κατανάλωσης άγουρων φρούτων και υπερώριμων αγγουριών. Πολλοί πέθαναν και τάφηκαν στο νεκροταφείο μπροστά από την εκκλησία των Αγίων Πάντων και σε μια τοποθεσία βορειοανατολικά του ναού της Ευαγγελίστριας, που από τότε πήρε το όνομα «τα βαυαρικά μνήματα».

Όταν το Φεβρουάριο του 1836 επισκέφθηκε το Ναύπλιο ο Βασιλιάς της Βαυαρίας Λουδοβίκος ο Α΄., πατέρας του Όθωνα, διέταξε να ιδρυθεί μνημείο στο βράχο, στους πρόποδες του οποίου είχαν ταφεί οι Βαυαροί στρατιώτες. Το 1840-1841 ο Γερμανός γλύπτης H. Siegel λάξευσε επάνω στο φυσικό βράχο, με δαπάνες του βασιλιά Λουδοβίκου, τεράστιο λιοντάρι κατ’ απομίμηση του λιονταριού που έστησαν οι Ελβετοί στη Λουκέρνη εις ανάμνηση των συμπατριωτών τους, που φονεύθηκαν στο Παρίσι κατά τη Γαλλική Επανάσταση [64]. Το λιοντάρι παρουσιάζεται κοιμισμένο με θαυμαστή έκφραση ανθρωπομορφικής θλίψης. Βεβαίως, είναι φανερή η συμβολική συσχέτιση με τον άδικο χαμό των Βαυαρών στρατιωτών [65]. Στα πόδια του λιονταριού έχει χαραχθεί στα γερμανικά η επιγραφή:

Οι Αξιωματικοί και Στρατιώται

της Βασιλικής βαυαρικής μεραρχίας

προς τους Συστρατιώτας των.

† 1833 – 1834

Το παρόν Μνημείον ίδρυσεν ο Λουδοβίκος

Βασιλεύς της Βαυαρίας.

 

Όπως προαναφέραμε ο χώρος της Πρόνοιας ήταν νεκροταφειακός. Ήδη, από το 1696 ο εφημέριος της ενορίας των Αγίων Πάντων Ιωάννης Περής βεβαίωνε: «Ι696 Αυγούστου 26 – Ενορία των Αγίων Πάντων έξο εις τα Νεκροταφήα. Εκκλησία Αγίοι Πάντες. έχη ολήγην αυλήν που χώνουν του(ς) χριστιανούς και τζελια (κελιά) τρία με την περιοχην τους που κάθετε ο ευφημερίος, καθώς εκράτι ο τόπως από το παλεόν …».

 

Ανυπόγραφo χαρακτικό σε ατσάλι (24 x 16,7 εκ.), το οποίο αναπαριστά το μνημείο της Πρόνοιας. Μουσείο του βασιλιά Όθωνα στο Οττομπρούν του Μονάχου (König-Otto-von-Griechenland-Museum der Gemeinde Ottobrunn). Στο κάτω μέρος φέρει την εξής επιγραφή: «Denkmal der in Griechenland gefallenen Baiern von Christian Siegel». [= Μνημείο των Βαυαρών πεσόντων στην Ελλάδα του Χριστιανού Ζίγκελ].

 

Αλλά και το 1816 σε χάρτη που παραθέτει ο Pouqueville το νεκροταφείο τοποθετείται στην ίδια περιοχή. Όμως, δεν ήταν μόνο το χριστιανικό νεκροταφείο στο μέρος αυτό. Ο Φωτάκος περιγράφοντας την πρώτη επιχείρηση των Ελλήνων για την κατάληψη του Ναυπλίου την άνοιξη του 1821 και αναφερόμενος στην τοπογραφία της περιοχής γράφει: «…. Ήτο όλη σχεδόν (η περιοχή) γεμάτη Τουρκομνήματα έως πέρα είς τους Αγίους Πάντας κι το Αγγουρώον λεγόμενον… (το μνημείο των Βαυαρών). Ήτο δε γεμάτος ο τόπος μάνδραις, μνήματα, κυπαρίσσια και άλλα δένδρα διάφορα, αθάνατοι φυτευμένοι πολλοί, ώστε εδυσκολεύετο ο άνθρωπος να περάση εύκολα …» [66].

Το 1852 δημιουργήθηκε το σημερινό νεκροταφείο σε οικόπεδο, το οποίο δώρισε ο εύπορος Ναυπλιώτης Μιχαήλ Αναστασίου Ιατρός. Μετά τη δημιουργία του νέου νεκροταφείου άρχισε σταδιακά η μεταφορά των ταφικών μνημείων σ’ αυτό. Πολλές, όμως, επιτύμβιες πλάκες επιφανών κατοίκων της πόλης καθώς και ξένων χρησιμοποιήθηκαν για την πλακόστρωση του δαπέδου του ναού των Αγίων Πάντων και της σκάλας που οδηγεί σ’ αυτόν. Επίσης, είναι πιθανό πολλά έργα να καταστράφηκαν.

Το νεκροταφείο στην Πρόνοια παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον όχι μόνο για την ιστορία της νεοελληνικής γλυπτικής αλλά και για την ιστορία της πόλης του Ναυπλίου. Εκεί, οι εύποροι Ναυπλιώτες, ενδιαφερόμενοι για την υστεροφημία τους, κατασκεύασαν μνημεία μεγαλοπρεπή [67].

Στο χώρο αυτό μπροστά από την εκκλησία των Αγίων Πάντων εγκαταστάθηκαν το 1936-1939 πρόσφυγες ελληνικής καταγωγής από την πρώην Σοβιετική Ένωση δημιουργώντας μια νέα συνοικία, «τα ρώσικα».

Όπως αναφέραμε στην αρχή αυτής της περιήγησης, η Πρόνοια υπήρξε ένας τόπος βοηθητικός για το κλεισμένο μέσα στα τείχη του Ναύπλιο. Το Ναύπλιο ήταν μια σύγχρονη πόλη εκείνης της εποχής που για να λειτουργήσει είχε ανάγκη από κάποιους απαραίτητους χώρους. Θα έπρεπε π.χ. να είχε στάβλους για τα ζώα και υπόστεγα για τις άμαξες. Καταλύματα για τους κάθε είδους επισκέπτες, καθώς και εργαστήρια. Στο Ναύπλιο λόγω στενότητας χώρου οι λειτουργίες αυτές ήταν δύσκολο να εξυπηρετηθούν και επιπλέον στοίχιζαν ακριβά [68]. Έτσι, το λαϊκό προάστιο της Πρόνοιας προσέφερε στο αστικό Ναύπλιο χώρους και υπηρεσίες. Ενδιαφέρουσες είναι οι περιγραφές των ξένων περιηγητών για τα καταλύματα της Πρόνοιας.

Την 1η Αυγούστου 1836 ο George Cochran έφτασε στο Ναύπλιο μέσω Επιδαύρου. Έφτασε όμως αργά τη νύχτα, όπως μας διηγείται ….:

«Γύρω στις δέκα το βράδυ φθάσαμε στην Πρόνοια, ένα χωριό στα περίχωρα του Ναυπλίου, όπου είμαστε αναγκασμένοι να σταματήσουμε για να περάσουμε τη νύχτα μας. Το Ναύπλιο ήταν οχυρωμένη πόλη και ως εκ τούτου οι πύλες του έκλειναν πάντοτε στις εννέα το βράδυ. Ο ταξιδιώτης θα πρέπει να φεύγει από την Επίδαυρο στις δέκα το πρωί και όχι στις μία, όπως κάναμε εμείς. Έτσι, είμαστε υποχρεωμένοι να βολευτούμε κάτω από άσχημες συνθήκες. Οι αγωγιάτες μάς οδήγησαν σε ένα μεγάλο κτίριο, οι ένοικοι του οποίου κοιμούνταν. Κτυπήσαμε τη μεγάλη πόρτα για δέκα περίπου λεπτά και τελικά ένα άτομο κατέβηκε και μας άνοιξε. Μπήκαμε με τις αποσκευές μας σε μια αυλή, η οποία προοριζόταν για τα εμπορεύματα. Υπήρχαν, όμως, και μερικά δωμάτια σε ένα διάδρομο επάνω για τους ταξιδιώτες εκείνους, που έφταναν αργά και δεν μπορούσαν να μπουν στο Ναύπλιο. Το δωμάτιο στο οποίο τακτοποιηθήκαμε ήταν αρκετά ευρύχωρο αλλά χωρίς καμιά επίπλωση. Τακτοποιήσαμε τα στρώματά μας και κοιμηθήκαμε, αφού φάγαμε λίγο κρύο κρέας και ψωμί και ήπιαμε ένα πολύ καλό κρασί»[69].

Μια άλλη υπηρεσία που προσέφεραν οι γυναίκες της Πρόνοιας ήταν η ανατροφή έκθετων βρεφών. Το 19ο αιώνα την πρόνοια για τα έκθετα βρέφη την είχε ο Δήμος. Επειδή, όμως, δεν υπήρχε άλλος τρόπος να τραφούν και να επιβιώσουν αυτά τα βρέφη παρά μόνο με μητρικό γάλα, ο Δήμος ανέθετε, «επί πληρωμή», σε γυναίκες που θηλάζονταν να θρέψουν αυτά τα παιδιά. Πολλά από τα παιδιά συνέχιζαν να ζουν μ’ αυτές τις οικογένειες και μετά τον απογαλακτισμό [70].

 

Η Πρόνοια και ο σιδηροδρομικός σταθμός Ναυπλίου (ΕΣΤΙΑ 1890).

 

Επιπλέον, η Πρόνοια αποτέλεσε και αποτελεί πηγή εργατικού δυναμικού. Μεγάλο μέρος του προσωπικού του εργοστασίου κονσερβών «ΚΥΚΝΟΣ» κατοικούσε στην Πρόνοια. Ο «ΚΥΚΝΟΣ» δημιουργήθηκε το 1910 και αποτελούσε για το Ναύπλιο μια σημαντική βιομηχανική μονάδα, όπου εργαζόταν ένα μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού (ανδρικού και γυναικείου) των συνοικισμών της Πρόνοιας και του Νέου Βυζαντίου, καθώς και των γύρω χωριών. Στις αρχές του 21ου αιώνα το εργοστάσιο έκλεισε, γιατί οι εγκαταστάσεις της βιομηχανίας μεταφέρθηκαν στη δυτική Πελοπόννησο. Σήμερα, εκεί όπου γινόταν η επεξεργασία των προϊόντων που παλαιότερα παρήγαγε ο τόπος, ορθώνεται και λειτουργεί Super Market. Μια μονάδα μεταποίησης αντικαταστάθηκε από μια μονάδα διανομής. Ένα ακόμη παράδειγμα αποβιομηχάνισης του τόπου.

 

Άποψη της Πρόνοιας Ναυπλίου από Καρτ ποστάλ.

 

Αφήσαμε τελευταίο ένα άλλο χαρακτηριστικό στοιχείο της φυσιογνωμίας της Πρόνοιας. Είναι οι ταβέρνες της, τα «κρασοπουλιά» της και τα γλέντια της. Οι άνθρωποι του μόχθου μετά τη σκληρή δουλειά έβρισκαν καταφύγιο στις ταβέρνες και τα κρασοπωλεία. Με την παρέα και το κρασί η χαρά γινόταν διπλή και η λύπη μισή. Ήταν τέτοια τα γλέντια που πολλοί κάτοικοι από το Ναύπλιο έρχονταν για να τα απολαύσουν. Στις αρχές του 20ού αιώνα ο Αντώνης Λεκόπουλος – Αναπλιώτης μας έδωσε με τον προσωπικό του στίχο μια εικόνα της Πρόνοιας [71].

Πρόνοια! / (Παλιών καιρών, / παλιών καρδιών, / παλιών βιολιών, /

παλιών γλεντιών μας χρόνια …) / – Εγώ δεν είμ’ ο ποιητής / που θα σε

τραγουδήση. / Μια απλή, αναπλιώτικη ψυχή / ……/ στους δρόμους,

στα δρομάκια σου, / αυλές, παραθυράκια σου, / στα φτωχοανηφοράκια σου,/

θα ’ρθή να ξαναζήση, / να ξαναπερπατήση, / να ξανανηφορήση, / και στου

Κατσούλη ένα κρασί / – Φτωχή, καλή μου Πρόνοια, εσύ- / να πιη και να καθήση.

Τη δεκαετία του 1990 πολλοί παλιοί κάτοικοι της Πρόνοιας μετακινήθηκαν προς τις Εργατικές Κατοικίες, που τότε κατασκευάστηκαν, ενώ, στα σπίτια που άδειασαν, εγκαταστάθηκαν οικονομικοί μετανάστες.

 

Πρόνοια Ναυπλίου (Καρτ ποστάλ – Στέφανος Στουρνάρας).

 

Σήμερα η Πρόνοια επεκτείνεται βόρεια και ανατολικά και «ανακαινίζεται». Τα παλιά, μικρά σπίτια πέφτουν και στη θέση τους σηκώνονται σύγχρονα οικοδομήματα. Επειδή τα οικόπεδα είναι μικρά, χτίζονται μονοκατοικίες και έτσι δεν αλλοιώνεται η φυσιογνωμία του οικισμού από ογκώδεις κατασκευές. Μόνη εξαίρεση αποτελεί η κεντρική οδός της Πρόνοιας, όπου και εδώ η «αντιπαροχή» έχει κάνει αισθητή την παρουσία της.

Παρόλα αυτά στον κεντρικό δρόμο της Πρόνοιας υπάρχουν ακόμη σπίτια που βλέποντάς τα κανείς ανασυνθέτει την «ταπεινή» ιστορία αυτού του προαστίου, που είχε την τύχη, και την ατυχία, να ζει δίπλα στο δοξασμένο και ξακουστό ΝΑΥΠΛΙΟ. Πάντως, οι παλιοί Προνοιώτες, ακόμη και αν δε ζουν πλέον στην Πρόνοια, έχουν συνείδηση της ταυτότητάς τους και είναι υπερήφανοι γι’ αυτήν.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Επιστολή του Ιωάννη Καποδίστρια προς τον Ν. Καλλέργη, έκτακτο Επίτροπο Αργολίδας, με ημερομηνία 17/4/1828. Η επιστολή δημοσιεύεται σε: Μάρω Καρδαμίτση – Αδάμη, Πρόνοια, ο πρώτος προσφυγικός συνοικισμός της ελεύθερης Ελλάδας, «Απόπειρα» (Αστική μη κερδοσκοπική εταιρία), [Ναύπλιο], χ. χ. , σ.16 (βλ. και Αρχαιολογία, τχ. 51 (Ιούνιος 1994).

[2] Ευαγγελία Πρωτονοταρίου – Δεϊλάκη, Ακροναυπλία και Ανασκαφικαί Έρευναι εις περιοχήν

Ναυπλίου, Αρχαιολογικόν Δελτίον 28 (1973): Χρονικά, σ. 90.

[3] Ντιάνα Αντωνακάτου, Τάκης Μαύρος, Αργολίδος Περιήγησις, Ναύπλιο, 1973, σ. 105.

[4] Σ. Καρούζου, Το Ναύπλιο, Αθήνα 1979, σ. 19.

[5] Μιχαήλ Γ. Λαμπρυνίδης, Η Ναυπλία, Ναύπλιο, 1975 (Γ.΄ έκδοση), σ.σ. 12-13.  

[6] Σ. Καρούζου, Το Ναύπλιο, ό.π., σ. 19.

[7] Ευαγγελία Δεϊλάκη και Χαράλαμπος Κριτζάς, Αρχαιότητες και μνημεία Αργολιδοκορινθίας, Αρχαιολογικόν Δελτίον 29 (1973-1974): Χρονικά, Αθήνα 1979, σ.σ. 202-204. Ντιάνα Αντωνακάτου, Τάκης Μαύρος, Αργολίδος Περιήγησις, ό.π., σ. 105 (φωτογραφία).

[8] Σ. Καρούζου, Το Ναύπλιο, ό.π., σ. 21.

[9] Γεώργιος Αθ. Χώρας, Η Πρόνοια προάστειο του Ναυπλίου, Πελοποννησιακά, τ. ΙΣΤ΄. , Αθήνα 1986, σ. 535.

[10] Μιχαήλ Σακελλαρίου, Οικονομική, κοινωνική και πολιτική εξέλιξη των ελληνικών κρατών, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Αθήνα 1971, τ. Β΄., σ. 236.

[11] Όσοι κάτοικοι σώθηκαν πήραν το δρόμο της προσφυγιάς και εγκαταστάθηκαν με την άδεια των συμμάχων τους Σπαρτιατών στη Μεθώνη.

[12] Σ. Καρούζου, Το Ναύπλιο, ό.π., σ. 21.

[13] Μιχαήλ Γ. Λαμπρυνίδης, Η Ναυπλία, ό.π., σ.16.

[14] Δ. Μεταλλινός, Α.Ν.Μπούρα, Μ. Τσιτιμάκη, Napoli di Romania. Οι οχυρώσεις του Ναυπλίου και η εξέλιξή τους, Αθήνα 1993, σ.3 (δακτυλόγραφη διάλεξη. Έδρα Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής του Ε.Μ.Π.). Σε πολλές περιπτώσεις τα αρχαία τείχη χρησιμοποιήθηκαν ως βάσεις για το χτίσιμο των νέων.

[15] Μάλιστα, «στα 1199 ο Αλέξιος Γ΄. Άγγελος παραχώρησε στη Βενετία το δικαίωμα του ελευθέρου εμπορίου σε διάφορες πόλεις της Ελλάδος, μεταξύ των οποίων και το Ναύπλιο», Δ. Μεταλλινός … ό.π., σ.σ. 3-4.

[16] Ευτυχία Δ. Λιάτα, Με την Αρμάδα στο Μοριά 1684-1687, Αθήνα, 1998, σ.σ. 9-10.

[17] Ευτυχία Δ. Λιάτα, Με την Αρμάδα ….., ό.π., σ. 11 και 49.

[18] Μ.Γ.Λαμπρυνίδης, Η Ναυπλία, ό.π., σ. 104. Γεώργιος Αθ. Χώρας, Η Πρόνοια … ό.π., σ. 537.

[19] Μ.Γ.Λαμπρυνίδης, Η Ναυπλία, ό.π., σ.σ. 103-109.

[20] Μ.Γ.Λαμπρυνίδης, Η Ναυπλία, ό.π., σ.σ. 112-113.

[21] Τάκης Μαύρος, Το Παλαμήδι, Αθήνα 1988.

[22] Σέμνη Καρούζου, Το Ναύπλιο, ό.π., σ. 44.

[23] Ευτυχία Δ. Λιάτα, Το Ναύπλιο και η ενδοχώρα του από τον 17ο στον 18ο αι., Αθήνα 2002, σ. 17.

[24] Ευτυχία Δ. Λιάτα, Το Ναύπλιο ….. ό.π., σ. 25

[25] Το C.O. σώζεται στο Κρατικό Αρχείο της Βενετίας και το C.P. απόκειται στο Κέντρο Ερεύνης του Μεσαιωνικού και Νέου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών. Η Ευτυχία Δ. Λιάτα στο βιβλίο της, Το Ναύπλιο και η ενδοχώρα του από τον 17ο στον 18ο αι., «αξιοποιώντας λεπτομερώς αυτά τα δύο κτηματολόγια αλλά και άλλες αρχειακές πηγές, δημοσιευμένες και αδημοσίευτες, ανασυνθέτει το πλούσιο απογραφικό υλικό που περιέχουν, φωτίζοντας καίριους τομείς της ιστορίας του Ναυπλίου και της ενδοχώρας του …» (από τον πρόλογο του Κώστα Λάππα).

[26] Ευτυχία Δ. Λιάτα, Το Ναύπλιο ….. ό.π., φωτ. 6. Πρώτη δημοσίευση, Μάρω Καρδαμίτση – Αδάμη, Πρόνοια, ο πρώτος προσφυγικός συνοικισμός της ελεύθερης Ελλάδας, «Απόπειρα» (Αστική μη κερδοσκοπική εταιρία), [Ναύπλιο], χ.χ. (βλ. και Αρχαιολογία, τχ. 51 (Ιούνιος 1994).

[27] Μάρω Καρδαμίτση – Αδάμη, Πρόνοια, … ό.π., σ. 8.

[28] Μάρω Καρδαμίτση – Αδάμη, Πρόνοια, …  ό.π., σ.σ. 9-10.

[29] Μάρω Καρδαμίτση – Αδάμη, Πρόνοια, … ό.π., σ. 9.

[30] Ευτυχία Δ. Λιάτα, Το Ναύπλιο … ό.π., σ. 95.

[31] Ευτυχία Δ. Λιάτα, Το Ναύπλιο ….  ό.π., σ. 91.

[32] Ευτυχία Δ. Λιάτα, Το Ναύπλιο …. ό.π., σ. 90.

[33] Μάρω Καρδαμίτση – Αδάμη, Πρόνοια, … ό.π., σ.14.

[34] Μάρω Καρδαμίτση – Αδάμη, Πρόνοια, … ό.π., σ.12.

[35] Ευτυχία Δ. Λιάτα, Το Ναύπλιο … ό.π., σ. 73.

[36] Μ.Γ.Λαμπρυνίδης, Η Ναυπλία, ό.π., σ.σ. 154 και 166. και Γεώργιος Αθ. Χώρας, Η Πρόνοια … ό.π., σ.σ. 549-550.

[37] Μ.Γ.Λαμπρυνίδης, Η Ναυπλία, ό.π., σ. 180.

[38] Μ.Γ.Λαμπρυνίδης, Η Ναυπλία, ό.π., σ. 184.

[39] Απόσπασμα από τις εντυπώσεις του Pouqueville σε Σέμνη Καρούζου, Το Ναύπλιο, ό.π., σ. 83.

[40] Μ.Γ.Λαμπρυνίδης, Η Ναυπλία, ό.π., σ. 180.

[41] Βλ. επιστολή Ι. Καποδίστρια προς Στ. Βούλγαρη και Ν. Μαυρομμάτη σε Μάρω Καρδαμίτση – Αδάμη, Πρόνοια, … ό.π., σ. 5.

[42] Βασίλης Κ. Δωροβίνης, Ο σχεδιασμός του Ναυπλίου κατά την Καποδιστριακή Περίοδο (1828- 1833), Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου Ιστορίας με θέμα τη Νεοελληνική Πόλη, Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού, Αθήνα 1985, σ. 293.

[43] Επιστολή Ι. Καποδίστρια προς Ν. Καλλέργη, έκτακτο επίτροπο Αργολίδας, σε Μάρω Καρδαμίτση – Αδάμη, Πρόνοια, … ό.π., σ. 16.

[44] Μάρω Καρδαμίτση – Αδάμη, Πρόνοια,… ό.π., σ. 17.

[45] Μ.Γ.Λαμπρυνίδης, Η Ναυπλία, ό.π., σ.σ. 279-280.

[46] Βλ. απόσπασμα επιστολής των μαστόρων προς τον έκτακτο Επίτροπο Αργολίδας σε Μάρω Καρδαμίτση – Αδάμη, Πρόνοια, … ό.π., σ.σ. 17-18.

[47] Μάρω Καρδαμίτση – Αδάμη, Πρόνοια, … ό.π., σ.σ. 18, 19 και 21.

[48] Απόσπασμα επιστολής Ι. Καποδίστρια σε Γεώργιος Αθ. Χώρας, Η Πρόνοια …, ό.π., σ. 543.

[49] Για τα τοπογραφικά σχέδια της Πρόνοιας βλ. Μάρω Καρδαμίτση – Αδάμη, Πρόνοια, … ό.π., σ.σ. 18 – 21.

[50] Οι ελπίδες των Κρητών να συμπεριληφθεί η Κρήτη στην ελληνική επικράτεια διαψεύσθηκαν με την υπογραφή του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου (22 Ιανουαρίου /3 Φεβρουάριου 1830). Η Κρήτη παρέμεινε δούλη και παραχωρήθηκε για μια δεκαετία από το Σουλτάνο στον Πασά της Αιγύπτου Μωχάμετ Άλη. Οι Κρήτες τότε καταθορυβημένοι αποφάσισαν να καταφύγουν στην ελεύθερη Ελλάδα. Γεώργιος Αθ. Χώρας, Η Πρόνοια …, ό.π., σ.σ. 541 – 542.

[51] Θεωρητική νομική προϋπόθεση για την εγκατάσταση των προσφύγων στην Πρόνοια υπήρξε το ΙΓ΄. Ψήφισμα της 25 Μαρτίου 1830 «περί εκποιήσεως των φθαρτών εθνικών κτημάτων» με σκοπό, όπως αναφέρεται στο σκεπτικό του ψηφίσματος αυτού, «να προμηθεύσωμεν οικίας εις τους πολίτας της Ελλάδος και κατ’ εξοχήν εις τους απόρους και να τους ευκολύνωμεν εις την αγοράν αυτών». Βασική διάταξη του ψηφίσματος ήσαν η δυνατότητα πώλησης εθνικών κτημάτων διά πλειοδοτικής δημοπρασίας με δικαίωμα πιστώσεως και εξόφληση των αγοραζομένων ακινήτων σε προθεσμία οκτώ ετών. Βλ. Γεώργιος Αθ. Χώρας, Η Πρόνοια …, ό.π., σ.σ. 544.

[52] Γεώργιος Αθ. Χώρας, Η Πρόνοια …, ό.π., σ.σ. 545.

[53] Γεώργιος Αθ. Χώρας, Η Πρόνοια …, ό.π., σ.σ. 545-546.

[54] Βασίλης Κ. Δωροβίνης, Ο σχεδιασμός …, ό.π., σ. 293.

[55] Η σύγκληση και η έναρξη των εργασιών της Εθνοσυνέλευσης πραγματοποιήθηκε στο Άργος. Κρίθηκε, όμως, ασφαλέστερο οι εργασίες να διεξαχθούν στο Ναύπλιο. Επειδή, όμως, τα πνεύματα ήταν οξυμένα, οι Αντιπρέσβεις των Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας) απαίτησαν οι συνεδριάσεις των Πληρεξουσίων του Έθνους να μη διεξαχθούν στην πόλη του Ναυπλίου αλλά στην Πρόνοια. Εκεί υπήρχε ευρυχωρία, έτσι ώστε η ισχυρή φρουρά που είχε διατεθεί για την ασφάλεια των Πληρεξουσίων να ελέγχει ευκολότερα την κατάσταση.  Δυστυχώς, όμως, τα έκτροπα δεν έλειψαν. Βλ. Μ.Γ.Λαμπρυνίδης, Η Ναυπλία, ό.π., σ. 302.

[56] Θεριακλής, ο: αυτός που του αρέσει υπερβολικά κάτι (κυρίως για καπνιστή ή καφεπότη), Εμμ. Κριαρά, Νέο Ελληνικό Λεξικό, Εκδοτική Αθηνών, σ. 587.

[57] Οι συνεδριάσεις άρχιζαν στις 8 το πρωί και τελείωναν στις 2-3 μετά το μεσημέρι.

[58] Την περιγραφή της «παράγκας» καθώς και άλλες πληροφορίες σχετικά με τις εργασίες της Εθνοσυνέλευσης δίνει στα Απομνημονεύματά του ο Γερμανός Φιλέλληνας Λουδοβίκος Ρος. Επίσης βλ. Μ.Γ. Λαμπρυνίδης, Η Ναυπλία, ό.π., σ. σ. 302-303 και Μάρω Καρδαμίτση – Αδάμη, Πρόνοια, … ό.π., σ.σ. 26-27.

[59] Μ.Γ.Λαμπρυνίδης, Η Ναυπλία, ό.π., σ. σ. 304-305. Το δράμα των ομήρων πληρεξουσίων χαρακτηρίζεται από το τετράστιχο, που εκείνες τις ημέρες τραγουδιόταν από τον κόσμο στους δρόμους του Ναυπλίου: Έ, για μόλα, Έ, για λέσα, / Παραστάταις χωρίς φέσια. / Παραστάταις εις την Άρια / Χωρίς παπούτζια και ζουνάρια».

[60] Πρόκειται για τοποθεσία που βρίσκεται περίπου 2 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της πόλης του Ναυπλίου στους πρόποδες του λόφου του Προφήτη Ηλία. Εκεί υπήρχε πηγή με άφθονο νερό.

[61] Μ.Γ.Λαμπρυνίδης, Η Ναυπλία, ό.π., σ.σ. 310-311.

[62] Γενικά Αρχεία του Κράτους – Αρχεία Νομού Αργολίδας, Αρχείο Επαρχιακής Δημογεροντίας Ναυπλίου, φ. 6, 7 και 21.

[63] Μ.Γ.Λαμπρυνίδης, Γατών περιπέτειαι εν Ναυπλίω, στο: Κωνσταντίνος Σκόκος, Εθνικόν Ημερολόγιον 1902, σ. 295.

[64] Το μνημείο αυτό οι σύγχρονοι Προνοιώτες το ονόμασαν «Αγγουρώον», γιατί, όπως γράφει ο Φωτάκος, «έθαπτον τους αποθνήσκοντας εκεί Βαυαρούς, οι οποίοι έτρωγαν τα παραγινομένα κίτρινα αγγούρια, έτρωγαν τα κολοκύθια άβραστα και τα πεπόνια βρασμένα, καθώς και τους σκύλους, της γάταις κλπ.», βλ. ό.π., σ. 296. Από τους επιζήσαντες Βαυαρούς ελάχιστοι επανήλθαν στη Βαυαρία. Οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν στο Ναύπλιο και την Πρόνοια και μερικοί, αργότερα, πήγαν στην Αθήνα. Βλ. Μ.Γ.Λαμπρυνίδης, Η Ναυπλία, ό.π., σ. 315.

[65] Ντιάνα Αντωνακάτου, Τάκης Μαύρος, Αργολίδος Περιήγησις, ό. π., σ. 105.

[66] Κώστας Δανούσης, Έργα τέχνης στο Νεκροταφείο του Ναυπλίου, Ναυπλιακά Ανάλεκτα Ι (1992), Ναύπλιο 1992, σ. 109.

[67] Περισσότερα για το νεκροταφείο στην Πρόνοια βλ. στα άρθρα της Μάρω Καρδαμίτση – Αδάμη, Πρόνοια, … ό.π., σ. 28 και Κώστα Δανούση, Έργα τέχνης …, ό.π. σ.σ. 110-130.

[68] Σε ανώνυμη αναφορά προς τη Βαυαρική Αυλή για την κατάσταση που επικρατεί στο Ναύπλιο στο τέλος του καλοκαιριού ή τις αρχές του φθινοπώρου του 1832 αναφέρεται: «…. Το Ναύπλιο είναι τόσο σφιγμένο από τα τείχη του περιβόλου , που δεν μπορεί κανείς να βρει παρά ελάχιστα άνετα (κτίρια). Η νέα πόλη η Πρόνοια έξω από την πύλη προσφέρει πολλά καινούρια σπίτια, που μπορούν εύκολα να κατοικηθούν, αλλά ο αέρας εκεί είναι τόσο ανθυγιεινός, που πρέπει κανείς να απομακρύνει κάθε παρόμοια επιθυμία προς αυτή την κατεύθυνση. Θα μπορούσε κανείς παρ’ όλα αυτά να ψάξει εκεί για στάβλους και για αμαξοστάσια που πολύ δύσκολα και πολύ ακριβά θα βρει στο Ναύπλιο.» σε: Μάρω Καρδαμίτση – Αδάμη, Η κατάσταση στο Ναύπλιο στις αρχές του 1833, Ναυπλιακά Ανάλεκτα IV (2000), Ναύπλιο 2000, σ. 17.

[69] Κώστας Δανούσης, Ξένοι ταξιδιώτες στην Αργολίδα, Δελτίο Ιστορικών Μελετών Ναυπλίου, τ. 3, τχ. 47, σ. 101, Απρίλιος 1992. Σέμνη Καρούζου, Το Ναύπλιο, ό.π., σ. 90.

[70] Τριαντάφυλλος Σκλαβενίτης, Ευρετήριο Δημοτικού Αρχείου Ναυπλίου 1828-1899, Αθήνα 1984, κατάστιχα ενότητα 12.4, έγγραφα ενότητα 12.

[71] Πάνος Λιαλιάτης, Ναύπλιον, (τουριστικός οδηγός), Ναύπλιο 1972, σ. 21.

  

Βιβλία – Άρθρα


  

  • Αντωνακάτου Ντιάνα, Μαύρος Τάκης, Αργολίδος Περιήγησις, Νομαρχία Αργολίδος, 1973.
  • Αντωνακάτου Ντιάνα, Ναύπλιο ’88, Αθήνα 1988.
  • Δανούσης Κώστας, «Ξένοι ταξιδιώτες στην Αργολίδα», Δελτίο Ιστορικών Μελετών Ναυπλίου, τ. 3, τχ. 47, σ.σ. 99-103, Απρίλιος 1992.
  • Δανούσης Κώστας, «Έργα τέχνης στο Νεκροταφείο του Ναυπλίου», Ναυπλιακά Ανάλεκτα Ι (1992), Ναύπλιο 1992, σ.σ. 109-130.
  • Δεϊλάκη Ευαγγελία και Κριτζάς Χαράλαμπος, «Αρχαιότητες και μνημεία Αργολιδοκορινθίας», Αρχαιολογικόν Δελτίον 29 (1973-1974): Χρονικά, Αθήνα 1979, σ.σ. 202-204.
  • Δωροβίνης Βασίλης Κ., «Ο σχεδιασμός του Ναυπλίου κατά την Καποδιστριακή Περίοδο (1828-1833)», Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου Ιστορίας με θέμα τη Νεοελληνική Πόλη, Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού, Αθήνα 1985, σ.σ. 287-296.
  • Ζάιντλ Βόλφ, Βαυαροί στην Ελλάδα, Αθήνα 1984.
  • Καρούζου Σέμνη, Το Ναύπλιο, Αθήνα 1979.
  • Καρδαμίτση – Αδάμη Μάρω, Πρόνοια, ο πρώτος προσφυγικός συνοικισμός της ελεύθερης Ελλάδας, «Απόπειρα» (Αστική μη κερδοσκοπική Εταιρία), [Ναύπλιο], χ.χ.
  • Καρδαμίτση – Αδάμη Μάρω, «Η κατάσταση στο Ναύπλιο στις αρχές του 1833», Ναυπλιακά Ανάλεκτα IV (2000), Ναύπλιο 2000, σ.σ. 11-30.
  • Λαμπρυνίδης Μιχαήλ Γ., Η Ναυπλία, Ναύπλιο, 1975 (Γ.΄ έκδοση).
  • Λιαλιάτης Πάνος, Ναύπλιον, (τουριστικός οδηγός), Ναύπλιο 1972.
  • Λιάτα Ευτυχία Δ., Με την Αρμάδα στο Μοριά 1684-1687, Αθήνα, 1998.
  • Λιάτα Ευτυχία Δ., Το Ναύπλιο και η ενδοχώρα του από τον 17ο στον 18ο αι., Αθήνα 2002.
  • Μεταλλινός Δ., Μπούρα Α.Ν., Τσιτιμάκη Μ., «Napoli di Romania. Οι οχυρώσεις του Ναυπλίου και η εξέλιξή τους, Αθήνα 1993», (δακτυλόγραφη διάλεξη. Έδρα Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής του Ε.Μ.Π.).
  • Πρωτονοταρίου– Δεϊλάκη Ευαγγελία, «Ακροναυπλία και Ανασκαφικαί Έρευναι εις περιοχήν Ναυπλίου», Αρχαιολογικόν Δελτίον 28 (1973): Χρονικά, σ. 90.
  • Σακελλαρίου Μιχαήλ, «Οικονομική, κοινωνική και πολιτική εξέλιξη των ελληνικών κρατών», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Αθήνα 1971, τ. Β΄., σ. 236.
  • Χώρας Γεώργιος Αθ., «Η Πρόνοια προάστειο του Ναυπλίου», Πελοποννησιακά, τ. ΙΣΤ΄., Αθήνα 1986, σ.σ. 535 – 560.

 

Αρχεία


  • Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχεία νομού Αργολίδας. Δημοτικό Αρχείο Ναυπλίου 1835-1899.

 

Ευχαριστίες:

Ευχαριστώ θερμά τη Δρ. Ευτυχία Δ. Λιάτα, Ιστορικό – Ερευνήτρια του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και τη Δρ. Μαρία Βελιώτη- Γεωργοπούλου, Κοινωνική Ανθρωπολόγο – Ερευνήτρια στα Γενικά Αρχεία του Κράτους- Αρχεία Νομού Αργολίδας για την ανάγνωση του χειρογράφου και τις καίριες παρατηρήσεις τους.

 

Δημήτρης Χ. Γεωργόπουλος

Ιστορικός – Αρχειονόμος

«Ο Εξωλέστατος» – Οδυσσέας Κουμαδωράκης

$
0
0

«Ο Εξωλέστατος» – Οδυσσέας Κουμαδωράκης


 

Το ιστορικό μυθιστόρημα «Ο Εξωλέστατος», του Εκπαιδευτικού και συγγραφέα από τη Σαρακήνα Χανίων, Οδυσσέα Κουμαδωράκη, εκδόθηκε τον Οκτώβριο του 1999, από τις  Εκδόσεις Δωρικός.

«Ο Εξωλέστατος» αναφέρεται  στην ζωή και τη δράση ενός αγνώστου για πολλούς αγωνιστή του 1821, του Υδραίου Αντώνη Οικονόμου, τον οποίο δολοφόνησαν  οι πρόκριτοι της Πελοποννήσου και της Ύδρας στον ποταμό Χάραδρο του Άργους, γνωστότερο ως Ξεριά. Μνημείο του Αντώνη Οικονόμου βρίσκεται στη γέφυρα του Ξεριά Άργους.

 

Ο Εξωλέστατος

 

Ο Οικονόμου μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον μπουρλοτιέρη των ψυχών Παπαφλέσσα στην Κωνσταντινούπολη. Όταν επανήλθε στην πατρίδα του, φλογισμένος και μεθυσμένος από την ιδέα της επανάστα­σης, ξεσήκωσε το λαό της Ύδρας, παρά τη θέληση των προκρίτων, οι οποίοι έμεναν αδρανείς. Οι πρόκριτοι, οι ισχυροί εφοπλιστές της εποχής, οι οποίοι είχαν συσσωρεύ­σει αμύθητα πλούτη στα αρχοντικά τους και διοικούσαν το νησί ολιγαρχικά, δεν τον συγχώρησαν ποτέ. Αναγκάστηκαν, όμως, να αποδεχτούν το κίνημα του δημο­φιλή και ισχυρού τότε Οικονόμου, αλλά κάποια στιγμή τον ανέτρεψαν και τον εξόρισαν σε μοναστήρι της ορεινής Αχαίας, από όπου εκείνος δραπέτευσε, για να καταλήξει στη μονή Αγίου Γεωργίου Φενεού της ορεινής Κορινθίας.

Όταν άρχισαν οι εργασίες της A‘ Εθνοσυνέλευσης στο Άργος, ο Οικονόμου εγκαταλείπει τη μονή και με λίγους συντρόφους του κατευθύνεται προς το Άργος. Και τότε οι πρόκριτοι της Πελοποννήσου και της Ύδρας αποφασίζουν να τον δολοφονήσουν.

Πέρα από την  περιπετειώδη και μυθιστορηματική βιο­γραφία του Άντώνη Οικονόμου, στο βιβλίο, παρακολουθούμε τις μεθοδεύσεις των προκρίτων να διατηρήσουν τα προνόμιά τους και να κυβερνήσουν ολιγαρχικά, καθώς επίσης και τη σύγκρουσή τους με τον αγνό και ανιδιοτελή Δημήτριο Υψηλάντη.

Αν και βασικός στόχος της μυθιστορίας είναι η ζωή και η δράση ενός συγκεκριμένου αγωνιστή, εντούτοις υπάρχει η αίσθηση ότι ο μέγας σηκωμός τώρα αρχίζει με όλο το πάθος και το γνωστό ενθουσιασμό.

Ο αναγνώστης μεταφέρεται στο κλίμα της εποχής, ζει την αγωνία, το πείσμα και τον ενθουσιασμό, μετέχει στην ιδιωτική και δημόσια ζωή και γνωρίζει λεπτομέρειες από τον τρόπο του πολέμου μέχρι τη διοίκηση των μοναστηριών και την απόκτηση των τεράστιων περιουσιών τους.

Το βιβλίο αναφέρεται σε πραγματικά γεγονότα και βασίστηκε κυρίως σε επίσημα έγγραφα και σε μαρτυρίες των αγωνιστών, καθώς και σε εξειδικευμένες μελέτες, και αποκαλύπτει ορισμένες πτυχές της εποχής εκείνης, άγνω­στες ή ελάχιστα γνωστές για πολλούς από εμάς. Γι’ αυτό και ο χρόνος συγγραφής τον ήταν ιδιαίτερα μεγάλος.

 

«Ο Εξωλέστατος» Οδυσσέας Κουμαδωράκης

Σελίδες 352, σχήμα 14Χ20 – ISBN 978 9602 7940 43

Εκδόσεις Δωρικός, Αθήνα, Οκτώβρης, 1999.

 

Διαβάστε ακόμη:

 

Τι διάβαζε ο Κολοκοτρώνης;

$
0
0

Τι διάβαζε ο Κολοκοτρώνης; © Δημήτρης Δημητρόπουλος, Διευθυντής Ερευνών – Τομέας Νεοελληνικών Ερευνών – Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών/ΕΙΕ


 

[…] Αφηγούμενος ο Κολοκοτρώνης το 1836 στον Γεώργιο Τερτσέτη τα του προ της επαναστάσεως βίου του λέγει και τα εξής: «Εις τον καιρό της νεότητος οπού ημπορούσα να μάθω κάτι τί, σχολεία, ακαδημίαι δεν υπήρχαν μόλις ήσαν μερικά σχολεία, εις τα όποια εμάθαιναν να γράφουν και να διαβάζουν. Οι παλαιοί κοτζαμπάσηδες οπού ήσαν οι πρώτιστοι του τόπου, μόλις ήξευραν να γράφουν το όνομά τους· το μεγαλύτερο μέρος των αρχιερέων δεν ήξευρε παρά εκκλησιαστικά κατά πράξιν, κανένας όμως δεν είχε μάθησι, το ψαλτήρι, το κτωήχι, ο μηναϊος, άλλαι προφητείαι, ήσαν τα βιβλία οπού ανέγνωσα» [1].

Προσωπογραφία Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, έργο του Karl Krazeisen, 1828.

Καταρχήν λοιπόν η νεανική παιδεία στην Πελοπόννησο. Κάποιος που ανήκε σε πολύκλαδη οικογένεια, σε «μεγάλο σόι» που τα μέλη του εναλλάξ δούλευαν ως κά­ποι σε προεστούς της Πελοποννήσου ή διαβιούσαν ως ορεσίβιοι κλέφτες, λέει ότι διαβάζει: τον «Οκτώηχο», το «Ψαλτήριο» και τα «Μηναία», εκκλησιαστικά λειτουργικά βιβλία δηλαδή που σημείωναν μεγάλη κυκλοφορία και πολλαπλές εκδόσεις. Τα δύο πρώτα αποτελούσαν ταυτόχρονα και τα βασικά διδακτικά εγχειρίδια που έφερναν σε επαφή τους μαθητές με τα γράμματα [2]. Λέει ότι διάβαζε επίσης και «προφητείες», φυλλάδες δηλαδή σαν τον Αγαθάγγελο που γνώριζε μεγάλη διάδοση [3], γιατί, όπως έγραφε ο Φωτάκος στο δικό του απομνημόνευμα, «τροφή και πα­ρηγοριάν έβλεπαν εις αυτόν οι Έλληνες» [4], ή όπως προσφυώς επισημαίνει ο I. Φιλήμων: «το πλήθος τούτου [του έθνους] εχειραγωγείτο ωφελίμως από τας οπτασίας του Αγαθάγγελου πιστεύον δογματικώς την μέλλουσαν μεταβολήν της τύχης του»[5].

Τότε όμως ο Κολοκοτρώνης ήταν ακόμη νιός και κλέφτης. Όταν πάει κυνηγημένος στα Επτάνησα τα πράγματα αλλάζουν. Εντάσσεται στον αγγλικό στρατό και γνωρίζει έναν άλλο κόσμο, που του ήταν τελείως άγνωστος. Στην Ζάκυνθο επίσης, την 1η Δεκεμβρίου 1818, μυείται στη Φιλική Εταιρεία, γίνεται δηλαδή δραστήριο μέλος μιας μυστικής οργάνωσης πού οραματίζεται, σχεδιάζει και ετοιμάζει μια επανάσταση. Μεταμορφώνεται συνεπώς σε νεωτερικό επαναστάτη – με το πέρασμά του μάλιστα στην Πελοπόννησο θα λέγαμε – με μια γερή δόση αναχρονισμού – γίνεται επαγγελματίας επαναστάτης. Διηγείται λοιπόν για τα τοτινά, νέα, διαβάσματά του: «Δεν είναι παρά αφού επήγα στη Ζάκυνθο οπού εύρηκα την Ιστορία τής Ελλάδος εις την άπλο-ελληνικήν τα βιβλία οπού εδιάβαζα συχνά ήτον η ιστορία της Ελλάδος, η ιστορία του Αριστομένη και Γοργώ και η Ιστορία του Σκεντέρμπεη» [6].

Να σημειώσουμε καταρχήν το χρόνο που χρησιμοποιεί ο Κολοκοτρώνης. Τα βιβλία δεν τα «διάβασε», τα «διάβαζε συχνά». Σημαίνει αυτό άραγε τα διάβαζε τμηματικά; Τα διάβαζε κατ’ επανάληψη: Και τα δύο: Ο χρόνος πάντως που επιλέγει δεν είναι αθώος, γιατί δηλώνει την υφιστάμενη σχέση του αναγνώστη με το ανάγνωσμα.

Τι είναι όμως αυτά τα βιβλία; Η βιβλιογραφία που οραματίστηκε ο Φίλιππος Ηλιού, ο  πρώτος τόμος και ο δεύτερος τον όποιο γιορτάζουμε εδώ σήμερα, μας επιτρέπουν να τα εντοπίσουμε. Η πολύτιμη «Ανέμη» που δημιούργησε ο Αλέξης Πολίτης επιτρέπει και να τα αποκτήσουμε σε ηλεκτρονική μορφή με ένα κλικ τού ποντικιού. Ας δούμε με μια γρήγορη ματιά περί τίνος πρόκειται. Και τα τρία βι­βλία είναι μεταφράσεις:

Το πρώτο, Η ιστορία συνοπτική της Ελλάδος, συντάχθηκε, όπως δηλώνεται στη σελίδα τίτλου, αρχικά στα αγγλικά, και κατόπιν μεταφράστηκε στα γερμανι­κά, από τα όποια το απέδωσε στα ελληνικά ο δάσκαλος στη Βιέννη Βασίλειος Παπαευθυμίου [7]. Τυπώθηκε στη Βιέννη το 1807, μάλιστα με δύο τραβήγματα ώστε να υπάρχουν στην εκάστοτε σελίδα τίτλου αφιερώσεις, στην Αδελφότητα των εντο­πίων Γραικών και σε εκείνην των εντοπίων Ρωμαιοβλάχων [8]. Πρόκειται για ένα σχολικό εγχειρίδιο συνταγμένο με μορφή ερωταπαντήσεων, σχετικών με τη γεω­γραφία, την ιστορία και τη θρησκεία της αρχαίας Ελλάδας, καθώς και ένα τμήμα γενικών ερωτήσεων περί των σύγχρονων τεχνών και επιστημών.

Το δεύτερο, το Αριστομένης και Γοργώς, είναι μυθιστόρημα του πολυγραφότατου και πολυδιαβασμένου γερμανού μυθογράφου Αύγουστου Λαφονταίν [9]. Ή δράση του τοποθετείται στην αρχαία Ελλάδα, στα χρόνια των πολέμων ανάμεσα στους Σπαρτιάτες και τους Μεσσήνιους. Εκδόθηκε σε δύο τόμους στη Μόσχα το 1820 από τον πηλιορίτη Νικόλαο Β. Γκούστη [10], σε μετάφραση από τα γερμανικά του Γεωργίου Λασσάνη [11], του κοζανίτη λόγιου, δάσκαλου και ένθερμου Φιλικού που χρησιμοποίησε το θέατρο και την πρόζα ως μέσο αφύπνισης, συνδέθηκε στε­νά με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, αγωνίστηκε μαζί του στη Μολδοβλαχία και τον ακλούθησε στη φυλάκιση και στις άλλες περιπέτειές του, ενώ μετά τον θάνατό του ήρθε να πολεμήσει στην Ελλάδα [12].

Το τρίτο είναι η Επιτομή της Ιστορίας Γεώργιου του Καστριώτου του επονομασθέντος Σκεντέρμπεη, που εκδόθηκε το 1812 στη Μόσχα [13]. Μεταφραστής και συγγραφέας δεν δηλώνονται, έχει υποστηριχτεί όμως βάσιμα ότι πρόκειται για συνοπτική απόδοση του έργου του γάλλου Ιησουίτη Ρ. Duponcet, Histoire de Scandaberg Roy d’Albanie, που είχε εκδοθεί στο Παρίσι, τω 1709 [14]. Στο τέλος τις έκδο­σης υπάρχει ενσωματωμένος και κατάλογος των διατελεσάντων σουλτάνων μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα, τον οποίο συνέταξε ο Ευγένιος Βούλγαρης [15].

Σύμφωνα με τα δικά του τουλάχιστον λεγόμενα, τα αναγνώσματα του Κολοκοτρώνη είναι κείμενα που λόγιοι της εποχής, δάσκαλοι κυρίως, επέλεξαν να με­ταφράσουν από το ξενόγλωσσο πρωτότυπο στα ελληνικά για εκπαιδευτικούς ή μάλλον ευρύτερα παιδευτικούς σκοπούς. Περιεχόμενό τους ο αρχαιοελληνικός κόσμος, όπως γίνεται κατανοητός από τις πιο στοιχειώδεις γνώσεις της εποχής και τη μυθοπλαστική του αφήγηση· επίσης ένας αλβανός ηγεμόνας που αντιστέκεται με ηρωισμό και επιτυχία στην οθωμανική επέλαση στα μέσα του 15ου αιώνα. Ένα ερώτημα που γεννιέται είναι: πυροδοτούν τα βιβλία αυτά την εθνική αφύπνιση; Ή ακόμη επαρκούν τα αναγνώσματα αυτά για τον εξοπλισμό ενός ανθρώπου στρατευμένου στο όραμα μιας επανάστασης; Φτάνουν για τη σκευή του επανα­στάτη; Τί είδους γνωστικά ερεθίσματα προσφέρουν; Που είναι ο Ρήγας, ο Κοραής, η Ελληνική Νομαρχία, ο Περραιβός έστω, τόσοι και τόσα άλλα; Οι άνθρωποι της πράξης σαν τον Κολοκοτρώνη, οι οπλαρχηγοί της Επανάστασης, σε ποιό βαθμό κοινωνούσαν με το έργο των λογιών, των στρατευμένων στην εθνική υπόθεση λο­γιών;

Τεκμηριωμένη απάντηση φυσικά δεν έχω να δώσω, παλαιότεροι και σύγχρονοι ιστορικοί, καλοί γνώστες της πνευματικής κίνησης στα προεπαναστατικά χρόνια έχουν εντρυφήσει σε θέματα όπως αυτά. Για τις ανάγκες της σημερινής συζήτησης μόνο, μια σκέψη. Δεν νομίζω ότι υπάρχει προδιαγεγραμμένος συντονισμός του βηματισμού των διανοουμένων με τους αποδέκτες των διανοημάτων τους· ακόμη και με τους πιο ιδανικούς αποδέκτες των μηνυμάτων τους. Οι διανοούμενοι μέσα από πνευματικές διαδικασίες – άγνωστης ταχύτητας και απροσδιόριστης αποτελεσματικότητας – διαμορφώνουν μια εν δυνάμει κατάσταση, πότε όμως και υπό ποιές προϋποθέσεις αυτή η κατάσταση είναι ικανή να γεννήσει κάτι νέο, κάτι άλλο, είναι εν πολλοίς άγνωστο. «Καιρός του σπείρειν καιρός του θερίζειν» που λέει και ο ποιητής [16], δεν υπάρχει εντούτοις ευθεία αντιστοιχία στο εκπεμπόμενο σύνθημα και την υλοποίησή του. Δεν αρκεί να φωνάξουν κάποιοι πάρτε τα όπλα, ώστε οι μάζες να σπεύσουν να ακολουθήσουν. Οι πρόσφατες εμπειρίες, στην Ελλάδα και αλλού στον κόσμο, νομίζω, το καταδεικνύουν.

Αναγκαία προϋπόθεση όμως είναι η συγκρότηση ενός μύθου, ενός μεγάλου αφηγήματος ποταμού, ο όποιος θα τροφοδοτείται από ποικίλα ποτάμια, μικρά ποταμάκια και ρυάκια που θα συγκλίνουν στην κοίτη του. Στην περίπτωση της Επανάστασης του 1821, το ποτάμι αυτό που πότισε και γονιμοποίησε τη χέρσα σκέψη νομίζω ότι ήταν η ελληνική αρχαιότητα, ο αρχαίος ελληνικός κόσμος. Η εργογραφία των λογιών, οι μεταφραστικές πρωτοβουλίες με κορυφαία του Α. Κοραή, αλλά και οι ποικίλες όψεις του φαινομένου στους θεσμούς, στην κοινωνική ζωή, στην καθημερινότητα το δείχνουν [17]. Για να ξαναγυρίσουμε όμως στον Κολοκοτρώνη, από τα τρία βιβλία που μνημονεύει, τα δύο πρώτα εντάσσονται καλά σε αυτή τη χορεία. Στο μυθιστόρημα του Λαφονταίν μάλιστα ο κλασικός κόσμος απο­τελεί το πλαίσιο για να αναδεχθεί η αγάπη για την πατρίδα που τρέφει ο νεαρός ήρωας, ως το υπέρτατο αγαθό [18]. Το τρίτο βιβλίο, με έντονο και αυτό το μυθικό στοιχείο – αφού αναπλάθει τη ζωή ενός στρατηλάτη που μάχεται με τους Τούρ­κους – ακούμπα πιο πολύ στις δικές του προσωπικές προτεραιότητες. Σε ένα από τα ανέκδοτα που του αποδίδει ο Τερτσέτης αποκαλύπτει μιά όψη του πράγματος: «Ανέγνωσα, έλεγε, τον βίον του Σκεντέρμπεη, εσυλλογούμουν τα έργα του, δεν εκλεισθεί ποτέ εις την Κρόγια» [19], αναφερόμενος στη στρατηγική επιλογή του Γε­ωργίου Καστριώτη να συγκεντρώσει τις στρατιωτικές του δυνάμεις στην οχυρή Κρούγια και να καταστήσει την πολιορκημένη πόλη στα 1466-1467, κέντρο της άμυνάς του απέναντι στα οθωμανικά στρατεύματα που οδηγούσε ο Μεχμέτ Β’: [20].

Ο Κολοκοτρώνης λοιπόν μορφώνει γνώμη μέσα από μύθους, διαβάζει ευχάριστα και διδακτικά κείμενα που ανήκουν σε ένα πνευματικό περιβάλλον που διαμόρφωσαν λόγιοι της εποχής του. Στον δικό του όμως κώδικα άξιων – όπως πιθανότατα και στων όμοιων του- υπάρχει ένα όριο στην ανάγνωση, γιατί η μελέτη και η γνώση δεν είναι αυτοσκοπός, είναι εργαλείο για τη δράση. Αν το πούμε σχηματικά, θα λέγαμε: δεν διαβάζουμε για να μάθουμε, μαθαίνουμε για να πολεμήσουμε.

Ο Τερτσέτης διηγείται μια μικρή ιστορία από τη Ζάκυνθο, που περιγράφει με εξαιρετικό τρόπο τη σχέση αυτή και το σημείο που τίθεται το όριο: «επήγε, ο τότε Μαγιόρος Κολοκοτρώνης προς χαιρετισμόν του αξιοτίμου διδασκάλου Νικολάου Καλύβα[21], εκάθιζε και ακροάζετο την παράδοσιν. Τι είναι τούτα, λέγει με μιας, πού διδάσκεις τα παιδιά τώρα, – τούτο να τα φώτισης – και εχύθη με γελούμενον πρόσωπο να σχίση ένα Βόλφιον, ϊν φόλιο, μεγάλο βιβλίο[22], να δείξει πως φτιάνουν τα φυσέκια. Ο διδάσκαλος, διά να σώση τον Γερμανόν φιλόσοφον, έπεσε με τα στήθη του εις το in folio. Τα παιδιά εγελούσαν και εκείνα, ως είδαν πιασμένους καθηγητήν και γέρο Κολοκοτρώνην, ο ένας να φυλάξη το βιβλίον του, ο άλλος να το κάμη φυσέκια. Ο ιατρός Καλύβας ήτον θερμός εταιριστής και οι κίνδυνοι του in folio τον χειμώνα του έτους 1820»[23].

Η χρονολογία έχει τη δική της σημασία. Χειμώνας του 1820, όταν πλέον πλησιάζει το πλήρωμα του χρόνου, η προσχεδιασμένη ώρα της εξέγερσης και συνεπώς οι προτεραιότητες έχουν αλλάξει άρδην.

Άν η ανάγνωση, η παιδεία γενικότερα, αποτελούν το υπόβαθρο, υπάρχει λοιπόν και ένα άλλο δρομολόγιο που οδηγεί τον Κολοκοτρώνη στην Επανάσταση: είναι ή βιωμένη εμπειρία, τα γεγονότα και οι αλλαγές που σηματοδοτούν αυτά, στον δικό του μικρό τόπο, όπως και στη γνωστή σε αυτόν οικουμένη. Ξαναπιάνουμε την αφήγησή του εκεί που την αφήσαμε στην αρχή και κλείνουμε: «Η Γαλ­λική Επανάστασις και ο Ναπολέων έκαμε, κατά την γνώμην μου, να άνοιξη τα μάτια του κόσμου. Προτήτερα τα έθνη δεν εγνωρίζοντο, τους βασιλείς τους ενό- μιζαν ως θεούς της γης, και ό,τι και αν έκαμναν το έλεγαν: καλά καμωμένο»[24].

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Θ. Κ. Κολοκοτρώνης. Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836, Επιμέλεια: Τ. Γριτσόπουλος, φωτομηχ. ανατύπωση, Αθήνα 1981 (α’ έκδ. Αθήνα 1846), σ. 48-49.

[2] Φ. Ηλιού, «Το ελληνικό βιβλίο στα χρόνια της ακμής του Νεοελληνικού Διαφωτισμού», Ιστορίες του ελληνικού βιβλίου, Εκδοτική φροντίδα: Άννα Ματθαίου – Στρ. Μπουρνάζος – Πό- πη Πολέμη. Ηράκλειο 2005, σ. 59-62- του ιδίου, «Οκτωήχια και μέτρηση της βιβλιοπαραγωγής», ο.π., σ. 583-585 – Πόπη Πολέμη (επιμέλεια, με τη συνεργασία της Αναστασίας Μυλωνοπούλου και της Ειρήνης Ριζάκη), Φίλιππου Ηλιού Κατάλοιπα. Ελληνική Βιβλιογραφία τον 19ον αιώνα, τ. Β’, 1819-1832,  Αθήνα 2011, σ. κστ’-κζ’.

[3] Αλέξης Πολίτης, «Η προσγραφόμενη στο Ρήγα πρώτη έκδοση του Αγαθάγγελου», π. Ο Ερανιστής, τ. 7,1969, σ. 175-177- Μ. Hatzopoulos, «Ancientprophecies, modern predictions»: My­ths and symbols of Greek nationalism, δακτ. διδ. διατρ., University of London 2005, σ. 36-39.

[4] Φώτιος Χρυσανθόπουλος, Απομνημονεύματα περί τής Ελληνικής Έπαναστάσεως, Έκδοση: Στ. Ανδρόπουλος, τ. 1, Αθήνα 1899, σ. 35.

[5] Φιλήμων, Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρίας, Ναύπλιο 1834, σ. 217.

[6] Θ. Κολοκοτρώνης, Διήγησις, δ.π., σ. 48-49.

[7] Ο Βασίλειος Παπαευθυμίου συστήνεται στην σελίδα τίτλου ως: «εκ του Κωστάντζικου της Μακεδονίας» (σήμερα Αυγερινός του Βοΐου Κοζάνης). Είναι συγγραφέας διδακτικών εγχει­ριδίων (Αλφαβητάριον Απλοελληνικόν, Βιέννη 1807. Φεραυγής Γραμματική, Βιέννη 1811, Στοι­χεία της ελληνικής γλώσσης, τ. 1-3, Βιέννη 1812, Στοιχεία της ελληνικής ήτοι Ανθολογία Ποιητι­κή, Βιέννη 1813) και μεταφραστής (Σύνοψις όλων των ελευθέρων τεχνών και επιστημών. Βιέννη 1819) βλ. αντιστοίχως Φ. Ηλιού, Ελληνική Βιβλιογραφία του 19ου αιώνα, τ. Α’, 1801-1818, Αθή­να 1997, σ. 202-203, 317, 345-346, 375-376 και Πόπη Πολέμη (έπιμ.), Ελληνική Βιβλιογραφία του 19ου αιώνα, τ. Β’, δ.π., σ. 58-59. Μνεία του μεταξύ των λογιών της τουρκοκρατίας βλ. Ανδρέας Παπαδόπουλος – Βρετός, Νεοελληνική Φιλολογία, τ. Β’, Αθήνα 1857, σ. 315.

[8] Ιστορία συνοπτική της Ελλάδος, Διηρημένη εις τέσσαρα μέρη… Συνδεθείσα μεν αγγλιστί υπότινος Ανωνύμου εις χρήσιν των Σχολείων της Λόνδρας, μεταφρασθείσα δε επ’ αυτώ τούτω εις την Γερμανικήν, και εξ αυτής μετενεχθείσα εις την απλοελληνικήν ημών διάλεκτον παρά Βα­σιλείου Π. Ευθυμίου, Βιέννη 1807, βλ. Φ. Ηλιού, Ελληνική Βιβλιογραφία του 19ον αιώνα, τ. Α’, δ.π., σ. 213-215.

[9] Αριστομένης και Γοργώς Πόνημα Αύγουστου Λαφονταίνου. Εκ του Γερμανικού μετα- φρασθέν παρά Γ.[εωργίου] Λ[ασσάνη]. Κ’ έκδοθέν υπό Νικολάου Β. Γκούστη του εκ Μακρηνί- τσης του Πηλείου όρους, τ. 1-2, Μόσχα 1820, βλ. Πόπη Πολέμη (έπιμ.), Ελληνική Βιβλιογραφία του 19ου αιώνα, τ. Β’, δ.π., σ. 70-71.

[10] Ο Νικόλαος Β. Γκούστης (ή Γούστης) το 1820 είχε εκδώσει στη Μόσχα και άλλο ένα κεί­μενο του Γ. Λασσάνη με τον τίτλο Ελλάς, που αποτελούσε πρόλογο στην τραγωδία του Αρμό­διος και Αριστογείτων. Τον επόμενο χρόνο εξέδωσε στη Μόσχα επίσης το κείμενο: Επιτάφιος λόγος εις τον αείμνηστον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως Γρήγοριον, που είχε εκφωνήσει ο Κωνσταντίνος Οικονόμος. Ήταν επιστάτης για τη συλλογή της συνδρομής του Λόγιου Έρμη στη Μόσχα, ενώ το Φεβρουάριο του 1821 ανακοινώνει τη σύσταση βιβλιοπωλείου στην Οδησσό που θα λειτουργεί υπό την επιστασία του Γεωργίου Γαλάτη – την αναγγελία βλ. Πόπη Πολέμη, με τη συνεργασία της ’Αννας Ματθαίου και της Ειρήνης Ριζάκη, Διά του γένους τον φωτισμόν. Αγγελίες προεπαναστατικών εντύπων (1734-1821) από τα κατάλοιπα του Φίλιππου Ηλιού, Αθήνα 2008, σ. 440,479.502.

[11] Παρότι ο μεταφραστής αναγράφεται στη σελίδα τίτλου με τα αρχικά του Γ. Λ., έχει ταυ­τιστεί με ασφάλεια με τον Γεώργιο Λασσάνη. Το όνομά του άλλωστε δημοσιεύεται και στην αναγ­γελία έκδοσης του έργου πού δημοσιεύτηκε στον Ερμή το Λόγιο, την 1 Δεκεμβρίου 1819- την αναγγελία βλ. Πόπη Πολέμη, Διά τον γένους τον φωτισμόν, ό.π., σ. 441.

[12] Για τον Γ. Λασσάνη βλ. πρόχειρα Κωνσταντίνος Βακαλόπουλος, Τρία ανέκδοτα ιστορικά δοκίμια του φιλικού Γεωργίου Λασσάνη, Θεσσαλονίκη, Εταιρία Μακεδονικών Σπουδών, 1973, σ. 11-34· Βάλτερ Πούχνερ. «Εισαγωγή», στο Γεωργίου Λασσάνη, Τα Θεατρικά, Αθήνα 2002, σ. 11 κ.ε.

[13] Επιτομή της Ιστορίας Γεωργίου του Καστριώτου του επονομασθέντος Σκεντέρμπεη, με- μεταφρασθείσα εκ του γαλλικού μετά προσθήκης του γενεαλογικού καταλόγου των Οθωμανών Σουλτάνων σνερανισθέντος παρά του σοφωτάτου Αρχιεπισκόπου Ευγενίου του Βουλγάρεως, Μόσχα 1812. βλ. Φ. Ηλιού, Ελληνική Βιβλιογραφία του 19ον αιώνα, τ. Λ’, ό.π., σ. 331-332.

[14] Βλ. σχετικά Τίτος Γιοχάλας, Ο Γεώργιος Καστριώτης – Σκεντέρμπεης στα νεοελληνικά γράμματα, Αθήνα 1994, ιδίως σ. 21-39, όπου και αναλυτική αναφορά στην προέλευση του έργου και στους πιθανούς μεταφραστές του.

[15] Επιτομή της Ιστορίας Γεωργίου του Καστριώτου, ό.π., σ. 293-348.

[16] Γιώργος Σεφέρης. Ημερολόγιο Καταστρώματος Β’, Αθήνα 1945, ποίημα «Τελευταίος Σταθμός».

[17] Ενδεικτικά από την πρόσφατη βιβλιογραφία για τη χρήση των αρχαιοελληνικών συμ­βόλων βλ. Λουκία Δρούλια, «Η θεά Αθηνά, θεότητα έμβλημα του νέου ελληνισμού», Επιστημονικό Συμπόσιο: Οι χρήσεις της αρχαιότητας από το νεότερο ελληνισμό, Αθήνα 2002, σ. 221- 240.

[18] Για την υπόθεση του έργου και την επιλογή του από τον Γ. Λασσάνη, βλ. Αριάδνη Cama- riano-Cioran, «Ο επιφανής Φιλικός Γεώργιος Λασσάνης», Επιθεώρηση Τέχνης, τχ. 21,1965, σ. 139.

[19] Θ. Κολοκοτρώνης, Διήγησις, ό.π., «Ρητά του Γέρου Κολοκοτρώνη», σ. 276.

[20] Για τα γεγονότα βλ. ενδεικτικά: Fan S. Noli, Scanderbeg, Μετάφραση από τα αλβανικά: Α1. Laporta, Η. Myrto, Lecce 1993, σ. 142-148· Th. Stavrides, The Sultan of Vezirs. The life and times of the Ottoman Grand Vezir Mahmud Pasha Angelovic (1453-1474), Leiden 2001, σ. 162-164.

[21] Βιογραφικά του Ζακυνθού ιατροφιλόσοφου, δασκάλου και Φιλικού Νικολάου Καλύ­βα, βλ. Ντίνος Κονόμος, Ζακυνθινοί Φιλικοί, Αθήνα 1966. σ. 42-44.

[22] Ο Ιερώνυμος Βόλφιος (Hieronymus Wolf), γερμανός φιλόλογος και ανθρωπιστής που έζησε τον 16ο αιώνα, θεωρείται ο ιδρυτής της βυζαντινής φιλολογίας. Μετέφρασε και εξέδωσε αρχαίους ρήτορες, Ισοκράτη και Δημοσθένη· ορισμένες από τις εκδόσεις αυτές ήταν in folio, μεγάλου μεγέθους (σχήμα 2ο), σε κάποια από τις όποιες αναφέρεται και το περιστατικό που διασώζει ο Γ. Τερτσέτης. Στη βιβλιογραφία του Φ. Ηλιού (ό.π., τ. Α’), αναφέρονται τρεις ελληνικές εκδόσεις με έργα Αττικών ρητόρων (1812.48, σ. 338,1813.38 σ. 368 και 1816.47 σ. 462), στις όποιες περιλαμβάνονται μεταφρασμένα κείμενα του Η. Wolf, ως εισαγωγές σε Λόγους – τα βιβλία αυτά είναι όμως 8ου σχήματος.

[23] Θ. Κολοκοτρώνης, Διήγησις, «Προλεγόμενα» Γεωργίου Τερτσέτη, σ. λγ’. Το επεισόδιο επισημαίνει ο Αλκής Αγγέλου στη μελέτη του Οι λόγιοι και ο Αγώνας, Αθήνα 1971, σ. 15-16, ως χαρακτηριστικό της μεταβαλλόμενης σχέσης που είχε τα χρόνια αυτά «η πέννα» και «το πάλα».

[24] Θ. Κολοκοτρώνης, Διήγησις, ό.π.. σ. 49.

 

Δημήτρης Δημητρόπουλος

Διευθυντής Ερευνών

Τομέας Νεοελληνικών Ερευνών

Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών/ΕΙΕ

«Τα Ιστορικά», τόμος 29ος, τεύχος 56, Ιούνιος, 2012.

* Το κείμενο αποδόθηκε στο μονοτονικό, διατηρήθηκε όμως η ορθογραφία του συγγραφέως.

 

Η Πελοπόννησος κατά την πρώτη Οθωμανοκρατία (1460-1688)

$
0
0

Η Πελοπόννησος κατά την πρώτη Οθωμανοκρατία (1460-1688) – Γεώργιος Κ. Λιακόπουλος


 

[…] Οι πρώτες οθωμανικές επιδρομές στην Πελοπόννησο αναφέρονται το 1387-1388 υπό την αρχηγία του Γαζή Εβρενός μπέη. Το 1387 ο Θεόδωρος Α’ Παλαιολόγος (1384-1407) ζήτησε τη συνδρομή του Εβρενός εναντίον της Εταιρείας των Ναυαραίων. Γρήγορα όμως ο Οθωμανός πολέμαρχος άλλαξε στρατόπεδο και το 1395 τάχθηκε στο πλευρό του Κάρλο Τόκκο (1381-1429) εναντίον του Θεοδώρου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι Οθωμανοί πέρασαν από το αναγνωριστικό στάδιο στη γνώση της πελοποννησιακής πολιτικής κατάστασης και γεωγραφίας. Ακολούθησαν οκτώ οθωμανικές επιθέσεις: 1395, 1397, 1423, 1431, 1446, 1453, 1458 και 1460. Κάποιες από αυτές είχαν ιδιαίτερα επαχθείς συνέπειες στην οικονομία και τη δημογραφία της Πελοποννήσου.

Το 1397 ο σουλτάνος Βαγιαζίτ Α’ (1389-1402) έστειλε στην Πελοπόννησο τον Εβρενός μπέη και τον Γιακούμπ πασά επικεφαλής στρατεύματος εξήντα χιλιάδων ανδρών. Οι Οθωμανοί κατεδάφισαν το τείχος του Εξαμιλίου στην Κόρινθο και έπειτα χωρίστηκαν σε δυο ομάδες. Ο Γιακούμπ πασάς δήωσε το Άργος και έστειλε χιλιάδες αιχμαλώτους στη Μικρά Ασία. Το δεύτερο τμήμα, υπό τις εντολές του Εβρενός, λεηλάτησε τις βυζαντινές περιοχές ως τη Μεθώνη και την Κορώνη.

Οι δυνάμεις του Θεοδώρου υπέστησαν ήττα στο Λεοντάρι. Το 1423, σε επίθεσή του, ο Του- ραχάν μπέης κατέστρεψε το τείχος του Εξαμιλίου, που είχε εν τω μεταξύ ανοικοδομηθεί το 1415 από τον Μανουήλ Β’ (1391-1425), και συνέχισε τις δηώσεις στον Μυστρά, το Λεοντάρι, το Γαρδίκι και τη Δαβία. Μετά την αποχώρησή του, οι Βυζαντινοί ηγεμόνες της Πελοποννήσου, Κωνσταντίνος με έδρα το Χλεμούτσι, Θωμάς στα Καλάβρυτα και Θεόδωρος στον Μυστρά, δεν κατάφεραν να δράσουν εν ομονοία. Το 1432 πέθανε ο τελευταίος πρίγκιπας της Αχαίας Κεντυρίων Ζαχαρίας (1404-1430) και μαζί του έδυσε και το φραγκικό πριγκιπάτο.

Μουράτ Β’, σουλτάνος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (1421-1444, 1446-1451).

Το 1444 ο Κωνσταντίνος επισκεύασε το Εξαμίλιο και επιτέθηκε στο δουκάτο των Αθηνών που βρισκόταν υπό την προστασία των Οθωμανών. Ως συνέπεια, ο Μουράτ Β’ (1421-1444, 1446-1451) επέδραμε κατά της εξ ολοκλήρου βυζαντινής πλέον Πελοποννήσου και πήρε περισσότερους από εξήντα χιλιάδες αιχμαλώτους. Ο Κωνσταντίνος και ο Θωμάς ήταν πλέον φόρου υποτελείς στον σουλτάνο. Το 1449 ο Κωνσταντίνος αναχώρησε για την Κωνσταντινούπολη ως διάδοχος του θρόνου, καθώς ο Ιωάννης Η’ Παλαιολόγος (1425-1448) είχε αποβιώσει άτεκνος. Η Πελοπόννησος πλέον διοικείτο από τους αδελφούς του Θωμά και Δημήτριο. Συνεχίζοντας την ανταγωνιστική τους σχέση ο Δημήτριος αποτάθηκε στους Οθωμανούς ενώ ο Θωμάς στους Λατίνους. Το 1453 ο Ομέρ μπέης, γιος του Τουραχάν, εστάλη για να διευθετήσει το ζήτημα της αλβανικής εξέγερσης στην Πελοπόννησο. Μετά την επιτυχή έκβαση της εκστρατείας του, οι Αλβανοί αναγνώρισαν τους Βυζαντινούς δεσπότες και ο Θωμάς με τον Δημήτριο συμφώνησαν να αποδίδουν στον σουλτάνο φόρο 12.000 χρυσών νομισμάτων ετησίως.

Κωνσταντίνος ΙΑ’ ο Παλαιολόγος

Επειδή όμως υστέρα από τρία χρόνια ο Μωάμεθ Β’ (1444-1446, 1451-1481) δεν είχε ακόμη λάβει τα οφειλόμενα από την Πελοπόννησο, ααποφάσισε να ηγηθεί ο ίδιος εεκστρατείας στη νότια Ελλάδα. Την 15η Μαίου 1458 στρατοπέδευσε έξω από την Κόρινθο. Μετά από πάροδο τεσσάρων μηνών ο Ματθαίος Ασάν συνθηκολόγησε και παρέδωσε την πόλη.Σύμφωνα με τη συνθήκη εεξασφαλίζονταν οι περιουσίες των Κορινθίων, τα κατακτηθέντα εδάφη (ένα τρίγωνο στη βόρεια Πελοπόννησο, περίπου το ένα τρίτο της έκτασής της) ανήκαν στην Οθωμανική αυτοκρατορία, ενώ τα εναπομείναντα κάστρα ανήκαν στους Θωμά και Δημήτριο, οι όποιοι ήταν υπόχρεοι φόρου 3.000 χρυσών νομισμάτων ετησίως έκαστος. Τέλος, ο σουλτάνος ααναλάμβανε να συνδράμει τους δυο ηγεμόνες σεπερίπτωση εεξωτερικής επίθεσης.

Το 1458 ο Μωάμεθ Β’ ίδρυσε το σαντζάκι του Μόρια και διόρισε τον Ομέρ μπέη σαντζάκμπεη. Την επόμενη χρονιά ο Θωμάς δεν τήρησε τη συμφωνία και με την υποστήριξη των Αλβανών του εεπιτέθηκε κατά του Δημητρίου και των Οθωμανών στο πλευρό του δεύτερου τάχθηκαν ο Ματθαίος Ασάν και ο Ζαγανός πασάς. Κατόπιν αυτών των εξελίξεων, ο Μωάμεθ αποφάσισε το 1460 να ηγηθεί άλλης μιας εκστρατείας στην Πελοπόννησο, που αποδείχθηκε καθοριστική για την οθωμανική κατάληψη. Ακολούθησε τη διαδρομή Κόρινθος, Άργος, Μυστράς, Καστρίτσι, Γαρδίκι, Λεοντάρι, Πύλος, Χλεμούτσι, Σανταμέρι, Σαλμενίκο. Την 30η Μαΐου 1460 ο Δημήτριος παρέδωσε τον Μυστρά στους Οθωμανούς και υπό την προστασία του σουλτάνου εγκαταστάθηκε στον Αίνο της Θράκης. Ο αδελφός του Θωμάς αιτήθηκε ασύλου στη Ρώμη.

Πορτραίτο του Γενουάτη ναυάρχου Τζαν Αντρέα Ντόρια (Gian Andrea Doria), έργο του Sebastiano del Piombo, (Villa del Principe – Genoa, Italy).

Η Πελοπόννησος αποτέλεσε τμήμα των εδαφών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας έκτος των Μεθώνης, Κορώνης, ’Αργους και Ναυπλίου που παρέμεναν υπό βενετικό έλεγχο. Μέσα σ’ έναν αιώνα ολοκληρώθηκε η κατάκτηση: το Άργος κυριεύτηκε το 1463, η Μεθώνη και η Κορώνη το 1500, το Ναύπλιο και η Μονεμβασία το 1540. Αυτά τα γεγονότα θα πρέπει να εεξετάζονται εντός του πλαισίου των βενετοτουρκικών πολέμων: α) 1463- 1479, β) 1499-1503, γ) 1537-1541. Η οθωμανική εξάπλωση στην ανατολική Μεσόγειο άλλαζε φυσικά τις πολιτικές και εμπορικές ισορροπίες στην Ευρώπη. Ένα γεγονός που γέννησε στους Πελοποννήσιους ελπίδες απελευθέρωσης ήταν η αποστολή της αρμάδας του Ισπανού αυτοκράτορα Καρόλου Ε’ στην Πελοπόννησο, υπό τις διαταγές του Γενουάτη ναυάρχου Τζαν Αντρέα Ντόρια [Gian Andrea Doria] το 1532-1534. Ο δυτικός στόλος κατόρθωσε να ααποσπάσει από τους Οθωμανούς τα κάστρα της Κορώνης, της Πάτρας, του Ρίου, του Αντιρρίου και της Πύλου. Μεταξύ του ελληνικού πληθυσμού φημολογείτο ότι ο Κάρολος Ε’ σκεφτόταν σοβαρά να οργανώσει εκστρατεία κατά των Οθωμανών. Πολλοί Πελοποννήσιοι έσπευσαν να συνδράμουν τους Λατίνους. Στην πραγματικότητα το κίνητρο του Ισπανού αυτοκράτορα ήταν να δημιουργήσει αντιπερισπασμό στις οθωμανικές επιθέσεις στη Βιέννη, να διακόψει την ακτοπλοϊκή σύνδεση Κωνσταντινούπολης- Αλγερίου και να εξασφαλίσει μόνιμες βάσεις στην ανατολική Μεσόγειο. Τα ισπανικά συμφέροντα, ωστόσο, δεν συνέπιπταν με τα βενετικά. Η Γαληνοτάτη Δημοκρατία περισσότερο προσπαθούσε να προστατέψει τις εμπορικές της βάσεις στην ανατολική Μεσόγειο παρά να ακολουθήσει ιμπεριαλιστική πολιτική. Οι Βενετοί υπέγραψαν συνθήκη με τους Οθωμανούς και τους παρέδωσαν το Ναύπλιο και τη Μονεμβασία (1540). Αυτό σήμανε και τη λήξη της ισπανικής περιπέτειας στην Πελοπόννησο…

Για την ανάγνωση ολόκληρης της ανακοίνωσης πατήστε διπλό κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο: Η Πελοπόννησος κατά την πρώτη Οθωμανοκρατία (1460-1688)

 

Διαβάστε ακόμη:

 

 

Παρουσίαση του βιβλίου «Οι πόλεις των Φιλικών»

$
0
0

Παρουσίαση του βιβλίου «Οι πόλεις των Φιλικών», Σάββατο 23 Φεβρουαρίου στην Αίθουσα Τέχνης και Πολιτισμού Μέγας Αλέξανδρος, Άργος


 

Με την παρούσα έκδοση το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία παρουσιάζει στο ευρύ κοινό τα πρακτικά της ημερίδας που συνδιοργάνωσε με το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών τον Ιανουάριο του 2015, με θέμα «Οι πόλεις των Φιλικών: οι αστικές διαδρομές ενός επαναστατικού φαινομένου», με αφορμή την επέτειο των 200 χρόνων από την ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας.

Η Φιλική Εταιρεία, στο ευρύτερο πλαίσιο της Ελληνικής Επανάστασης, συνιστά ένα ιστορικό παράδειγμα πολλαπλών προσλήψεων. Ο μυστικός χαρακτήρας της δομής και της οργάνωσής της είναι αναμενόμενο να περιορίζει τις μαρτυρίες που έχουν φτάσει στα χέρια μας. Αν και απομνημονεύματα, ημερολόγια, αρχεία των πρωταγωνιστών, ιδιωτικά αρχεία, ιστορικά μελετήματα, εμπλουτίζουν τις γνώσεις μας για το θέμα, πολύ συχνά προσωπικές αντιπαραθέσεις αλλά και αντιζηλίες κοινωνικές και πολιτικές μεταξύ των πρωταγωνιστών της οργάνωσης οδηγούν σε ερμηνείες και παρερμηνείες.

Μέσα από τις εισηγήσεις των πανεπιστημιακών και άλλων διακεκριμένων επιστημόνων επιδιώκεται η ανάδειξη της ιδιαιτερότητας και της σημασίας του κινήματος της Φιλικής Εταιρείας ως προαγγέλου της Επανάστασης, αλλά και η επαναπροσέγγιση της ιστορίας των κοινωνικών ομάδων που στήριξαν την Εταιρεία, μέσα και έξω από τα σύνορα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Έμφαση δίνεται στα αστικά περιβάλλοντα που φιλοξένησαν τη δράση της Εταιρείας, τα οποία ήταν και περισσότερο ευαίσθητα απέναντι στις γενικότερες ευρωπαϊκές ανακατατάξεις και τις αναζητήσεις της εποχής…

 

Οι πόλεις των Φιλικών

 

Η έκδοση περιλαμβάνει τις ανακοινώσεις των:

Πασχάλη Μ. Κιτρομηλίδη, Ευρυδίκης Σιφναίου, Μαρίας Ευθυμίου, Δημητρίου Μ. Κοντογεώργη, Μαρίας Παπαθανασίου, Παναγιώτη Μιχαηλάρη, Δημήτρη Δημητρόπουλο, Διονύσης Τζάκη, Ελένης Αγγελομάτη – Τσουγκαράκη, Νάσιας Γιακωβάκη.

Το βιβλίο θα παρουσιάσουν: η Όλγα Κατσιαρδή-Hering, Ομότιμη Καθηγήτρια του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΕΚΠΑ και Επιστημονική Επιμελήτρια του τόμου, η Μαρία Ευθυμίου, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια του οικείου τμήματος και ο Νικόλαος Μπουμπάρης, Φιλόλογος-Ιστορικός.

Η εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί το Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2019 και ώρα 18:30 στην Αίθουσα Τέχνης και Πολιτισμού Μέγας Αλέξανδρος, στο Άργος.

Διοργάνωση: Κοινωφελής Επιχείρηση Δήμου Άργους-Μυκηνών, Νεανική Βιβλιοθήκη Μπόνη, Βιβλιοπωλείο «Εκ Προοιμίου»,  Σύνδεσμος Φιλολόγων Αργολίδας.

 

Viewing all 636 articles
Browse latest View live