Quantcast
Channel: Ιστορία – ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΑΡΧΕΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Viewing all 630 articles
Browse latest View live

Τη γλώσσα μας τη φτιάχνουμε ελληνική

$
0
0

Τη γλώσσα μας τη φτιάχνουμε ελληνική


 

«Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Αναδημοσιεύουμε  σήμερα στο «Ελεύθερο Βήμα» ένα επίκαιρο άρθρο του κ. Παντελή Μπουκάλα, από την εφημερίδα Καθημερινή με τίτλο:

«Τη γλώσσα μας τη φτιάχνουμε ελληνική». 

Ο Παντελής Μπουκάλας (1957) είναι ποιητής, αρθρογράφος, συγγραφέας, μεταφραστής και δημοσιογράφος. Από το 1990 ως και σήμερα αρθρογραφεί στην εφημερίδα Καθημερινή.

 

Μουντή η φετινή εθνική επέτειος, η τελευταία πριν από τα εμβληματικά διακόσια χρόνια της Επανάστασης. Μια 25η Μαρτίου απρόθυμη να ευαγγελιστεί οτιδήποτε. Τόσο κλειστή άνοιξη, με την κατάθλιψη να απειλεί να γίνει πάνδημη, δεν θα την ξεχάσουμε ποτέ. Ας επιμείνουμε ωστόσο, προς παραμυθία, στο τότε, στο ’21. Που κι αυτό, άλλωστε, απείλησε να το ξαποστείλει στον οριστικό χειμώνα, προτού καρπίσει, η εμφυλιοπολεμική κατάθλιψη.

Το τελευταίο μου σεργιάνι στα παλαιοβιβλιοπωλεία, πριν κλείσουν κι αυτά, ξανάφερε στα χέρια μου ένα βιβλίο που το ’χα διαβάσει μια φορά κι έναν καιρό, είχα μάθει από αυτό, αλλά τα ίχνη εκείνης της πρώτης έκδοσής του, εν έτει 1971, τα είχα χάσει από χρόνια. Στον τίτλο του βιβλίου συστεγάζονται δύο από τα πάθη μου: «Η γλώσσα και το Εικοσιένα». Υπότιτλος: «Λογιώτατοι, φαναριώτες, κοτζαμπάσηδες, τίτλοι, αξιώματα και προσαγορεύσεις». Συγγραφέας ο Κυριάκος Σιμόπουλος, το συνολικό έργο του οποίου (ανάμεσά τους και η πολύτομη προσφορά του για τους ξένους περιηγητές στη Ελλάδα και τη συγχρονική στάση των ξένων απέναντι στην Επανάσταση) ανατυπώθηκε από τις εκδόσεις «Στάχυ».

Διπλή, τι άλλο, η γλώσσα του ’21. Χονδρικά, η γλώσσα των πολεμιστών και η γλώσσα των πολιτικών. Των αγράμματων, που μιλούσαν όπως σκέφτονταν και με τις λέξεις που χρησιμοποιούσαν για να συνεννοηθούν μεταξύ τους, στα απλά και στα μεγάλα, και των σπουδαγμένων, που ήθελαν να φορέσουν χλαμύδα και στα λεγόμενα των καπεταναίων. Χαρακτηριστικό είναι το εξής επεισόδιο, στην περιγραφή του Σιμόπουλου:

«Ο Κολοκοτρώνης είχε πολλές φορές αγανακτήσει από τα πομπώδη και φλύαρα κείμενα των γραμματικών του. Κάποτε, λένε, περνώντας με τ’ ασκέρι του νύχτα κοντά στο μοναστήρι της Βελανιδιάς, πρόσταξε το γραμματικό του να γράψει ένα μήνυμα προς τον ηγούμενο για μερικά τουλουμοτύρια που χρειαζόταν το στράτευμα. Ο λογιώτατος γέμισε δυο κατεβατά. Με τα πανωγράμματα, τους τίτλους και τις δασκαλικές περιττολογίες. «– Ακόμα μωρέ;» τον ρώτησε ο Κολοκοτρώνης, βλέποντάς τον να πασχίζει, ιδροκοπώντας κάτω από το λύχνο. Κι όταν είδε τα κατορθώματα του γραμματικού έφριξε. Κόβει ένα κομμάτι χαρτί, μισή παλάμη, και γράφει ο ίδιος το λακωνικό μήνυμα, τρεις λέξεις όλες κι όλες, στο μοναστήρι: “Γούμενε τυρί Κολοκοτρώνης”. Και το ’στειλε μ’ ένα φτεροπόδαρο παλικαρόπουλο».

 

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Από τις επιφανέστερες και πλέον θρυλικές φυσιογνωμίες, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Το σκίτσο του ολοκληρώθηκε στη Δαμάλα (Τροιζήνα) 14 Μαΐου 1827. Είναι αναμφισβήτητα το γνωστότερο πορτρέτο του Γέρου του Μωριά. Πλήθος Ελλήνων καλλιτεχνών το χρησιμοποίησαν στη συνέχεια ως πρότυπο φιλοτεχνώντας αφίσες, αφισέτες ή εικονογραφήσεις κειμένων σχετικών με την Επανάσταση.

 

Οι πολεμιστές – ο λαός – δεν είχαν λόγο καθημερινό και λόγο επίσημο, λερό και καθαρό, αυθόρμητο και επεξεργασμένο. Και στις κουβέντες τους χρησιμοποιούσαν φυσικά πολλές ξένες λέξεις, αρβανίτικες, τούρκικες, ενετικές, κατά την καταγωγή τού καθενός. Οι αιώνες της τουρκοκρατίας και της φραγκοκρατίας, καθώς και οι σχέσεις (ειρηνικές ή εμπόλεμες) με Αλβανούς/Αρβανίτες, είχαν αφήσει ευδιάκριτα ίχνη στη νεοελληνική, που προκαλούσαν την αποστροφή των λογίων, όπως βλέπουμε και στον «καθαρισμό» δημοτικών τραγουδιών.

Το φετινό ημερολόγιο της Εταιρείας Συγγραφέων, με θέμα «Λογοτεχνία και Επανάσταση», είναι αφιερωμένο στο 1821. Στη μικρή μου συμβολή εκεί δοκίμασα, αντιστρέφοντας τη λογική του γνωστού «μανιφέστου» του Ξενοφώντα Ζολώτα, να γράψω μια «προκήρυξη» με λέξεις που δεν «μας δόθηκαν» ελληνικές, αλλά ξένες που έγιναν ελληνικές. Τις άντλησα από απομνημονεύματα αγωνιστών και από δημοτικά τραγούδια, κυρίως κλέφτικα (το «βρας» αναπαράγεται βέβαια από τον «Μπολιβάρ» του Νίκου Εγγονόπουλου· «το βροντοφώνησαν οι ναυμάχοι του 21 κι’ ο αείμνηστος κι’ ένδοξος ναύαρχος Κουντουριώτης στη ναυμαχία της Έλλης» σημειώνει ο ποιητής). Αρκετές από αυτές ξεχάστηκαν πια –  όταν έλειψαν και τα πράγματα που ονομάτιζαν, είδη όπλων λ.χ. ή καραβιών. Άλλες συνεχίζουμε να τις χρησιμοποιούμε απολύτως βέβαιοι για την ιθαγένειά τους, την ελληνικότητά τους.

Ιδού η εσκεμμένα τραβηγμένη «προκήρυξη»:

«Στ’ άρματα, λεβέντες. Με τα λάβαρά σας, ασλάνια. Με τα φλάμπουρά σας, σαΐνια μου. Χουγιάξτε το ορέ. Ρίξτε τις μπαταριές σας σε κάθε μαχαλά. Ν’ ακούσει κάθε φαμελιά, κάθε κονάκι, κάθε οντάς. Να συναχτούν τ’ ασκέρια. Τα μπουλούκια. Οι ταϊφάδες. Σ’ όλα τα βιλαέτια, σ’ όλους τους καζάδες. Όχι χουζούρι πια. Όχι νταραβέρια με μουρτάτες. Νισάφι οι τεμενάδες κι οι ριτζάδες. Πόσο θα γκιζεράμε στα βουνά και στα ρουμάνια, κι ως πότε θα νταγιαντούμε και θα μπεζερίζουμε. Ως πότε πια κιουλέδες των χαραμήδων. Να κινήσουν στο σεφέρι τους τα φουσάτα όλα. Να μάθει η κονιαριά, να μάθει η Πόρτα, το Ντοβλέτι, το Ντιβάνι κι ο σουλτάνος, αγάδες, ντερβισάδες και χοτζάδες να το μάθουν, κατήδες και τσοχανταραίοι, μπουλουκμπασήσες και πασάδες, βοεβόδες και βαλήδες, τατάρηδες, μπαϊρακτάρηδες και νιζάμηδες, οι ντουβλετήδες όλοι: Κάλλιο στη χάψη να μας μπουζουριάσουν, στο μπουντρούμι, κάλλιο στη φούρκα του τζελέπη ή και στη σούβλα του, παρά να μαγαρίζονται στα χαρέμια οι γυναίκες μας, παρά ν’ αρπάζουν τα κουτσούβελά μας απ’ τη σαρμανίτσα. Κουμάντο πια θα κάνει το μιλέτι μας. Τα μπουγιουρντιά τους κι οι μουρασελέδες τους, των σκυλιών μας.

»Τα καριοφίλια σας, ασίκηδές μου. Και το κουράγιο σας. Τα ντουφέκια σας. Τις μπιστόλες σας, καπεταναίοι. Τα κουμπούρια. Τα γιαταγάνια. Πάλες και παλάσκες. Και χαντζάρια. Και το χαρμπί του ο πασαένας. Το διμισκί σπαθί του. Και το λάζο του. Και τους σουγιάδες. Τρομπόνια. Μιλιόνια. Την μπαρούτη. Τα κουρσούμια. Τα φουσέκια σας στους ντεστέδες τους. Τα κανόνια, να κρεμάσουμε τα κλειδιά μας στην μπούκα τους. Τις μπόμπες. Τα φιτίλια. Τα τόπια. “Τα φυτίλια αναμμένα στα χέρια, / τα τόπια δεξιά. Βρας! / Βρας, αλβανιστί φωτιά”.

»Τη φουστανέλα. Τον ντουλαμά. Το σελάχι. Τη φέρμελη. Τα τσαρούχια. Το φέσι με τη φούντα του. Το πόσι, να σκεπάζει τον τσαμπά. Τα τσαπράζια. Καπότες κι αντεριά. Και τις μπότσες με το ρακί. Και τις μποτίλιες το κρασί, τις νταμιντζάνες. Και το τάσι, να ’χουμε στο ορδί να πίνουμε και στα γιατάκια μας. Και τους ζουρνάδες. Πίπιζες και ταμπουράδες. Νταούλια, τουμπελέκια και μπουζούκια. Ούτι και νέι και λιογκάρι. Λαούτο, κίτελι και μπαγλαμά.

»Στο φαρί σας. Στο άτι σας, μπάλιο ή ρούσο. Στα χάμουρα το νου σας. Και στη σέλα. Στο μπρίκι. Στη γαβάρα. Στη γαλιότα. Στο τσαμπέκο. Στην κορβέτα. Στη φρεγάτα. Στο μπουρλοτιέρικο. Να πάει το αίμα ώς τα μπούνια. Στο καραούλι. Στην ντάπια. Στο μετερίζι. Στις βίγλες. Στα κάστρα. Στα καστέλια. Στους γουλάδες. Στα δερβένια. Στη βάρδια μας.

»Ανοίξτε όλοι το πουγκί σας. Τον μπεζαχτά σας. Ο,τι ρουμπιέδες κι ό,τι τάλιρα, ό,τι μαχμουτιέδες και τζοβαϊρικά και γρόσια, όσα καζαντίσατε, για την πατρίδα. Για τους λουφέδες των παλικαριών. Για τον ζαϊρέ και το μεϊντάτι μας.

»Γιουρούσι. Γιούργια. Ρεσάλτο. Τέρμα οι κιοτήδες, τα τσιράκια και τα τουρκοκόπελα. Η λευτεριά το ντέρτι μας και το μεράκι μας. Και το κιβούρι μας μόνος σεβντάς και μόνο κασαβέτι μας. “Να ’ναι μακρύ, να ’ναι πλατύ, για δυο, για τρεις νομάτους. / Να στέκω ορθός” – ».

 

Παντελής Μπουκάλας

Εφημερίδα «Καθημερινή», 22 Μαρτίου 2020.

Ο Παντελής Μπουκάλας (1957) είναι ποιητής, αρθρογράφος, συγγραφέας, μεταφραστής και δημοσιογράφος. Από το 1990 ως και σήμερα αρθρογραφεί στην εφημερίδα Καθημερινή.

 


Αργολιδείς Stradioti: O Μερκούρης Μπούας εκ Ναυπλίου και o Θωμάς Μπούας εξ Άργους

$
0
0

Αργολιδείς Stradioti: O Μερκούρης Μπούας εκ Ναυπλίου και o Θωμάς Μπούας εξ Άργους


 

 Η Πατριά (φάρα) των Μπουΐων

 

«Η νυν σατραπεία της Σκόδρας διατέμνεται» λέγει ο Σάθας «υπό δυο ποταμών, του Δρίνου και της Μπουγιάνας. Τα περί την Μπουγιάναν εξ  αμνημονεύτων χρόνων ενέμετο φυλή ιθαγενής από του ποταμού λαβούσα το επώνυμον (Μπούιοι ή Μπουγιάνοι) και υπό ομωνύμους φυλάρχους διατελούσα».

Τοιχογραφία που απεικονίζει τον Ντούσαν στο μοναστήρι του Λέσνοβο, π. 1350.

Πρώτος γνωστός γενάρχης αυτής της ηπειρώτικης φυλής – φάρας αναφέρεται στην ιστορία, κατά το διάστημα 1333 – 1349, ο Νικόλαος Μπούας, σύγχρονος του Σέρβου κράλη Στέφανου Δουσάν, ο οποίος του είχε απονείμει το αξίωμα του πρωτοβεστιάριου (1345-1347) έναντι υπηρεσιών που του προσέφερε ως επικεφαλής της φάρας του.

Οι ίδιοι οι Μπούιοι καμάρωναν πως η καταγωγή των χανόταν στα βάθη των αιώνων και πως πέρναγε μέσα από τους βασιλικούς οίκους του Αντίνοου και του Πύρρου! Το οικόσημο, μάλιστα, του Πύρρου, το είχαν εντάξει σε αυτά της οικογένειάς των. «Την σημαίαν των τεσσάρων όφεων με την χείρα, παλαιότατα την εβάσταζεν ο ρε (σ.σ. βασιλιάς) Πύρρος και όλοι εκείνοι όπου ήσαν εκ της ρίζης αυτού» υποστηρίζει ο βιογράφος του Μερκούρη Μπούα, Τζάνες ο Κορωναίος.

Εντυπωσιακό, επίσης, είναι ότι μεταξύ των οικοσήμων της οικογένειάς των, οι Μπούιοι περιλάμβαναν και το λάβαρο του Μεγάλου Κωνσταντίνου, για το οποίο γράφει ο Κορωναίος: «Την σημαίαν του σταυρού κίτρινην μετά δυο άστρων λευκών είχε χαρίσει ο Κωνσταντίνος Βασιλεύς (σ.σ. στον Μπούα), όταν εμίσευσεν από την Ρώμην και επέρασεν εις το Τουράτζον (Τάραντα;), δια να υπάγη να κτίση την Κωνσταντινούπολιν».

Ο Νικόλαος Μπούας, που αναφέρεται μέχρι το 1349, άφησε διάδοχό του τον γιο του Πέτρο. Ο Πέτρος Μπούας ηγήθηκε της φάρας των Μπουίων, η οποία είχε κατεβεί, μαζί με άλλες ηπειρώτικες – αρβανίτικες φάρες στη Νότιο Ήπειρο και την Θεσσαλία μέσω Πίνδου το διάστημα 1081-1319.  Ο Πέτρος Μπούας, ως αρχηγός των Αρβανιτών της Άρτας, μαζί με τον μεγάλο του γιο Ιωάννη έπιασαν και σκότωσαν τον Δεσπότη της Ηπείρου Νικηφόρο Β΄ το 1358, κυριεύοντας το Αγγελόκαστρο και τις γύρω περιοχές.

Πύρρος της Ηπείρου

Ο Πέτρος είχε δυο γιούς, τον Ιωάννη και τον Μαυρίκιο. Ο Ιωάννης, ο αποκαλούμενος στα αρβανίτικα Γκιώνης και Γκίνος, διαδέχτηκε τον πατέρα του στην περιοχή της Αιτωλίας, έχοντας ως έδρα του το Αγγελόκαστρο. Ήταν, μάλιστα, γνωστός με το παρωνύμιο Σπάτας (άνθρωπος του σπαθιού). Ο Γκίνος Μπούας ή Σπάτας πέθανε το 1400, αφήνοντας τρεις θυγατέρες και στο «πόδι» του ένα γιό, τον Παύλο, που κληρονόμησε τη Δεσποτεία της Αιτωλίας και της Ναυπακτίας. Παράλληλα, ο αδελφός του Γκίνου Σπάτα, Μαυρίκιος, ο επιλεγόμενος και Σγούρος, είχε καταλάβει την Άρτα και το 1418, μετά τον θάνατο του Δεσπότη Ησαύ Μπουοντελμόντε, τα Γιάννενα.

Δυστυχώς για τον ανιψιό και τον θείο του, δεν χάρηκαν για μεγάλο διάστημα τις κατακτήσεις των. Το 1405 ο Κάρολος Τόκος εισέβαλε στις επικράτειές των και τις κατέλαβε, τελικά,  το 1420, παίρνοντας αυτός τον τίτλο του Δεσπότη. Οι γιοί του Παύλου Μπούα ή Σπάτα, Γκίνος και Αλέξιος, μετά τον θάνατο του πατέρα τους και του θείου τους κατέφυγαν στον αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης Μανουήλ Β΄Παλαιολόγο, που τους δέχτηκε με τιμές και τους παρεχώρησε γαίες και φρούρια στο Μοριά, όπου πήγαν και εγκαταστάθηκαν με όλη τη φάρα τους, παίρνοντας μαζί τους και συγγενείς από αυτούς που είχαν κατεβεί εκεί το 1392.

«Κι’ ο Κάρλος τ’  Αγγελόκαστρον αφέντευσε κι’ εμπήκεν,/ κι όπου ποτέ δεν τώριζε δικόν του το εποίκεν./ Και δυό ανεψίδια Μπούα του κυρ Μουρίκη,/ εκρύβησαν κι εφύγασι, γυρεύει δεν τα βρίσκει./ Και ήγγιζέ των εκεινών νάχουν την αυθεντείαν, για τούτο τα εγύρευε με την μεγάλην βίαν./ Κι’ αυτά στην Πόλιν έδραμαν, στον μέγα βασιλέα,/ δια νάχουσι το σκέπος του, να μη φοβούνται πλέα./ Και είδε τους ο βασιλεύς με την ευγνωμοσύνην,/ κι’ αυτός καλά τους δέχτηκε με πάσαν καλωσύνην./ Και χώρες των εχάρισε, καστέλλια και χωρία,/ για νάχουν πάλ’ ευημεριάν, νάχουν παρηγορία./ Κι’ εις τον Μοριάν τους έστειλε, ως δια ν’ αφεντεύουν, και χαρισέ των άλογα, ως να καβαλικεύουν./ Μέγαν μεσάζον έκαμε σ’ εκείνη την ημέραν/ τον έναν απ’ αυτους τους δυό κι’ ώριζε τον Μορέαν» (Τζάνε Κορωνέος).

 

Τζάνε Κορωναίου: Μπούα Ανδραγαθήματα (το πρωτότυπο)

 

Μετά την κατάκτηση της Πελοποννήσου από τους Τούρκους (πλην των κάστρων Μεθώνης, Κορώνης και Μονεμβασίας και της Αργολίδας, που κατείχαν οι Ενετοί) άλλοι Μπούιοι κατετάγησαν μισθοφόροι στους Ενετούς και κάποιοι άλλοι πολεμούσαν με τα σώματα του Κροκόνδειλου Κλαδά τους Τούρκους.

 

Ο Ναυπλιώτης Μερκούρης Μπούας

 

Ο Μερκούρης Μπούας (Lorenzo Lotto

Πρίγκιπας της Πελοποννήσου, Διοικητής των Ηπειρωτών ιππέων, Στρατηγός της Γερμανικής Αυτοκρατορίας, Πρίγκιπας του Λίχτενμπεργκ, Κόμης του Ιλάζ, της Σουαβίας αλλά και Κόμης της Γαλλίας… Καταγόμενος από τη Σκόνδρα, απόγονος του Αντίνοου και του Πύρρου, απόγονος Δεσποτών της Ηπείρου, γεννημένος στ’ Ανάπλι, τριάντα δύο χρόνια κυρίαρχος στα πεδία των μαχών σε όλη την Ευρώπη. Ανίκητος!

Ο Μερκούρης – Μαυρίκιος Μπούας Σπάτας ήταν εγγονός του Αλέξιου Σπάτα (κατ’ άλλους του Πέτρου) και γιος του Θεόδωρου, αξιωματούχου στην αυλή των Δεσποτών του Μυστρά και συμπολεμιστή του Κροκόνδειλου Κλαδά, οι οποίοι συνέχισαν να μάχονται τους Οθωμανούς και μετά την κατάλυση του Δεσποτάτου του Μορέως. Γεννήθηκε στο Ενετικό Ναύπλιο το 1478. Από το Μοριά έφυγε 11 χρονών, ακολουθώντας τον πατέρα του και τον Κροκόνδειλο Κλαδά, οι οποίοι, μαζί με το στράτευμά τους, μεταφέρθηκαν με τρείς γαλέρες του Βασιλέα της Νεαπόλεως Φερδινάνδου στην Ιταλία.  Εκεί άλλαξε το όνομά του από Μαυρίκιος σε Μερκούριος.

Για πρώτη φορά γίνεται λόγος για το όνομά του μετά τη συμμετοχή του στην μάχη του Φόρνοβο το 1495 στην Ιταλική χερσόνησο, κατά την οποία και διακρίθηκε ως επικεφαλής σώματος Ελλήνων Αρκεβουζίων και Αργουλέτων. Σύμφωνα με τον ιστορικό της εποχής Ενετό Σανούτο, αλλά και μεταγενέστερους, όπως ο Κ. Σάθας, ο Μερκούρης Μπούας επιτέθηκε κατά του ιδίου του Γάλλου Βασιλέα Καρόλου, τον οποίο και τραυμάτισε στο πρόσωπο!

 

Η μάχη του Φόρνοβο – Αριστερά κάτω οι Stradioti.

 

Ο θυρεός του Μερκούρη Μπούα. Του τον παραχώρησε το 1510 ο αυτοκράτωρ Μαξιμιλιανός. Φέρει δικέφαλο αετό, τα πέντε Β των Παλαιολόγων και τον σταυρό του Αγίου Ανδρέα.

Έπειτα πολέμησε στο πλευρό του Αψβούργου Αυτοκράτορα Μαξιμιλιανού, ο οποίος του επέτρεψε να φέρει κατά τις μάχες δική του πολεμική σημαία, εν αντιθέσει με τους υπόλοιπους ευγενείς που συμμετείχαν και υποχρεώνονταν να πολεμούν κάτω από την σημαία του Αυτοκράτορα. Από τον εν λόγω Αυτοκράτορα ονομάσθηκε στρατηγός της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Επίσης του αποδόθηκε ο τίτλος ευγενείας του Πρίγκηπος του Λίχτενμπεργκ και χρίσθηκε Κόμης του Ιλάζ, της Σουαβίας, αλλά και Κόμης της Γαλλίας τόσο από τον Γερμανό Αυτοκράτορα Μαξιμιλιανό όσο και από τον Γάλλο Βασιλέα Λουδοβίκο τον ΙΒ΄ για τις προσφερθείσες σε αυτούς υπηρεσίες.

Πάνω από 30 έτη (1495-1527), όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Κώστας Κρυστάλλης, «επολέμησεν αδιαλείπτως ούτος επί κεφαλής των Ελλήνων συντρόφων του στρατιωτών εις τας πεδιάδας και τα όρη της Ευρώπης, φέρων πάντοτε την φρίκην και τον όλεθρον εις τον εχθρόν, παραχωρών την νίκην εις τον φιλοξενούντα αυτόν ηγεμόνα και την δόξαν εις την καταγωγήν του την ελληνικήν».

«Φιλοπόλεμος, καρτερόψυχος, στρατηγικός, υπέρτερος μεν πάντων των τότε μισθοφορούντων συμπατριωτών του, εφάμιλλος δε πολλών περιφανών της Ευρώπης στρατηγών επί τριάκοντα εν έτη (1496-1527) αδιαλείπτως πο­λέμων, πάντοτε έφερε την φρίκην και τον όλεθρον εις τας εχθρικάς φάλαγκας, κλίνων την πλάστιγγα της νίκης υπέρ του φιλοξενούντος ηγεμόνος· κατά τας διαφόρους εις Φλανδρίαν, Βαυαρίαν, και προ πάντων την Ιταλίαν εκδρομάς του, εκυρίευσε τεσσαράκοντα έξ εχθρικάς σημαίας· διάφοροι ηγεμόνες ανέδειξαν αυτόν ιππότην, είς βασιλεύς και εις αυτοκράτωρ τον ετίμησαν με τον τίτλο του κόμητος, η δε ενετική δημοκρατία με το αξίωμα του αρχιστρατήγου».  

Πρωτοστάτησε μαζί με τους υπόλοιπους Έλληνες αρχηγούς σωμάτων στρατιωτών στην ίδρυση της Ελληνικής Αδελφότητας στην Βενετία και στην ανέγερση του Ιερού Ναού του Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων, που αποτέλεσε έκτοτε σημείο αναφοράς των Ελλήνων της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου.

Σύγχρονοι και συμπολεμιστές του Μερκούρη Μπούα βρίσκονταν τότε στη Δύση και οι συγγενείς του Λέκας Μπούας, Αλέξιος Μπούας, Μάρκος Αντώνιος Μπούας και Ανδρέας Μπούας. Άλλοι απ’ αυτούς ήσαν φρούραρχοι πόλεων και άλλοι αρχηγοί σωμάτων ιππέων. Από τους Αναπλιώτες στρατιώτες του είναι γνωστοί, επίσης, ο Κώστας Μπόχαλης και οι Θεράπης, Μπαρμπάτης και Φροσύνας. 

 

Ο Μερκούριος Μπούας, 1953 Νίκος Εγγονόπουλος. Ανάμεσα στους ξακουστούς στρατιώτες της Αργολίδας μερικοί από τους αρχηγούς των έγιναν ιδιαίτερα ονομαστοί για την ανδρεία τους και διαπρέψανε σε πολεμικά κατορθώματα. Ένας από τους διαπρεπέστερους αυτούς στρατιώτες ήταν ο Μερκούρης-Μαυρίκης Μπούας, που είχε γεννηθεί στ’ Ανάπλι στα 1496.

 

Παντρεύτηκε δυο φορές. Πρώτη σύζυγός του ήταν η Αικατερίνη Μπόχαλη, η οποία του έδωσε ένα γιο, το Φλάβιο, και πέθανε το 1524. Δεύτερη σύζυγός του ήταν η Elisabetta Balbi, που ο Μερκούρης Μπούας παντρεύτηκε το 1525 και του έδωσε τέσσερα παιδιά: Την Έλενα Μαρία, τον Κούριο, την Πολυξένη και τον Αλέξανδρο. Υποφέροντας κατά το τέλος της ζωής του από ουρική αρθρίτιδα, εικάζεται ότι πέθανε το 1542 (αν και μόνο ενδείξεις υπάρχουν γι’ αυτό) στο Τρεβίζο, όπου και ετάφη κατόπιν δικής του επιθυμίας.  Στο Τρεβίζο, όπου υπηρέτησε ως διοικητής στρατιωτικής μονάδος, αποτελούμενης από 50 άνδρες και ήταν ο τόπος της τελευταίας του διαμονής. Το Ναύπλιο και η Αργολίδα ολόκληρη είχαν πέσει στα χέρια των Οθωμανών από το 1540 (το Άργος το κατείχαν από το 1464).

Η κηδεία του έγινε, με ιδιαίτερη λαμπρότητα, στο Ναό της Παναγίας (Santa Maria Maggiore) στo Τρεβίζο. Το ταφικό του μνημείο, έργο του γλύπτη Agostino Busti, του επονομαζόμενου Bambaia (σύμφωνα με άλλη πηγή, έργο του Antonio Lombardi), τοποθετήθηκε το 1562 και φέρει επιγραφή, που χαράχτηκε το 1637, με πρωτοβουλία του ευγενή από το Τρεβίζο Francesco Agolanti, μικρανιψιού της εγγονής του, η οποία λέει: «Mercurio Bua Comiti E. Principibus Peloponnesi Epirotarum Equitum Ductori, Anno Salu. MDCXXXVII….» δηλαδή:

«Στον Κόμη Μερκούριο Μπούα, Πρίγκιπα της Πελοποννήσου, Διοικητή των Ηπειρωτών ιππέων,  που αφού νίκησε πολλές φορές τους Γάλλους που πολεμούσαν κατά των Αραγωνέζων και τους εκδίωξε από το Βασίλειο της Νάπολης και εξασφάλισε την ειρήνη στην Πίζα, αποδίδοντας στον Λουδοβίκο Σφόρτσα το δουκάτο του Μιλάνου, έφυγε από το Τριβούλτσιο μετά την κατάκτηση της Νοβάρα και, έχοντας αλώσει την Παβία με μάχη,  πήρε από εκεί αυτό το άξιο ενός βασιλιά μνημείο, ως πολύτιμη πολεμική λεία και αφού απέδωσε την Μπολόνια στον Πάπα Ιούλιο Β΄ και επανέφερε τους Βαυαρούς υπό την εξουσία του αυτοκράτορα Μαξιμιλιανού,  υπερασπίστηκε από τους Ελβετούς , στο Μαρινιάνο, τον Φραγκίσκο Α΄ βασιλιά της Γαλλίας, σύμμαχο των Ενετών και τέλος έγινε ανώτατος διοικητής όλου του στρατού, μετά τον θάνατο του Αλβιάνο, κατατροπώνοντας τους Ισπανούς κοντά στη Βερόνα, θαυμαστός για τη στρατιωτική του ικανότητα, ενθάδε κείται εν ειρήνη, στην αιωνιότητα».

 

Τζάνε Κορωναίου. Μπούα ανδραγαθήματα (σύγχρονη Ιταλική έκδοση).

 

Και ο γιός σε περιπέτειες…

 

Στις 11 Αυγούστου 1545 το βράδυ, στο Τρεβίζο, τρία άτομα επιτέθηκαν στον κόμη Curio Bua. Δύο από αυτούς του είχαν πιάσει κουβέντα, κοντά στο σπίτι του, και ο τρίτος τον μαχαίρωσε τρεις ή τέσσερις φορές. Κατόπιν, δύο από αυτούς ξέφυγαν μετά από καταρρίχηση των τειχών της πόλης σε σημείο όπου είχαν κρύψει άλογα, ο άλλος όμως πιάστηκε και ομολόγησε. Κατονόμασε τον Βενετό Ludovico Da l’Armi σαν τον άνθρωπο για λογαριασμό του οποίου είχε γίνει η επίθεση. Ο Curio δεν μπορεί να ήταν παραπάνω από 20 χρονών τότε. Το πιθανότερο, είναι να είχε αντιδράσει στις προσπάθειες του Da l’ Armi να στρατολογήσει κάποιους από τους δικούς του Στρατιώτες για να πολεμήσουν κάτω από τη σημαία του βασιλιά Ερρίκου του 8ου της Αγγλίας (του Κυανοπώγωνα). Ήταν πολύ τυχερός που επιβίωσε της απόπειρας…

 

Έφιππος stradioti του 16ου αιώνα.

 

Στην Αργολίδα όπου γεννήθηκε

 

Το οικόσημο του Μερκούρη Μπούα

Δυστυχώς, δεν βρίσκεται πουθενά στην Αργολίδα κάποιο σημείο που να μνημονεύει τον μεγαλύτερο πολεμιστή του τόπου μετά τον μυθικό Διομήδη… Στη διαδρομή, πάντως, για την Καρυά του Άργους συναντάμε, μετά τα Σπανέικα, κάπου στο αριστερό μας χέρι, το χωριό Μερκούρη. Συνεχίζοντας λίγο πιο πάνω, προς την κατεύθυνση του ορεινού όγκου του Κτενιά, συναντάμε το Τουρνίκι και αμέσως μετά του Μπούγα (Κρυονέρι). Και  στις πλαγιές του όρους Τραχύ,  που βρίσκεται στα σύνορα Αργολίδας και Αρκαδίας, βρίσκεται η Αλέα, που μέχρι πρότινος ονομαζόταν Μπουγιάτι (σπίτι του Μπούα). Στα βάθη της ιστορίας χαμένη η απαρχή των τοπωνυμίων…

Μερκούρη, Μπού(γ)α και Μπουγιάτι τρία χωριά στα όρια της Ενετικής επικράτειας στην Αργολίδα.  Να ήσαν τιμάρια, που είχαν αποδοθεί στους Μπούιους από τους Ενετούς; Αυτό λέει η γνωστή πρακτική, όπως, σε άλλες περιοχές της Αργολίδας υπήρχαν του Μάνεση, του Μπέλεση, του Μάζη, του Κόκλα, του Λάλουκα, του Πριγέλα, του Κούτση, του Μπόρσα, του Παναρίτη, του, του, του….

Να προσθέσω ότι το γάμα ενυπάρχει ανεπαίσθητα στην εκφορά του ονόματος. Ο Κώστας Κρυστάλλης, στη σχετική ιστορική – λαογραφική μελέτη, από όπου άντλησα πολύτιμες πληροφορίες, αποδίδει το όνομα της οικογενείας ως Μπούια, ακουστικώς προσλαμβανόμενο ως Μπούγια. Γι’ αυτό και στο κείμενό μου κρατώ την απόδοση του πληθυντικού ως Μπούιοι, που χρησιμοποιεί στο κείμενό του ο Κρυστάλης…

 

Επίμετρον

 

Μπούα ανδραγαθήματα, υπό Κ. Σάθα.

Καταγόμενος από την κορυφαία ηπειρώτικη – αρβανίτικη φάρα των Μπουΐων, ο Μερκούρης Μπούας είχε απόλυτη συνείδηση Ελληνικής καταγωγής, εξ’ ου και η καθοριστική συμμετοχή του στην δημιουργία του Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων και ο χαρακτηρισμός του ως Διοικητή των Ηπειρωτών ιππέων…

Το πρωτοπαλίκαρό του και ακόλουθός του στα πεδία των μαχών, ο τροβαδούρος Τζάνες (Ιωάννης) ο Κορωναίος από την Ζάκυνθο, λάτρης της αρχαίας ελληνικής ιστορίας και της Ιλιάδας, συνέγραψε, όταν βρισκόταν στη Βενετία, τους άθλους και τους ηρωισμούς του Μερκούρη Μπούα,  αντάξιους ομηρικού ήρωα (μέχρι το 1517), με έμμετρο λόγο, σε ένα μακροσκελές ομοιοκατάληκτο ποίημα, αποτελούμενο από 4.500 στίχους, που έχει τίτλο: «Μερκουρίου Ανδραγαθήματα» (1519).

Το έργο αυτό βρέθηκε το 1856 στο Τορίνο της Ιταλίας από τον Π. Λάμπρου και δημοσιεύθηκε το 1867 από τον Κωνσταντίνο Σάθα, ο οποίος σημείωσε πως ο Κορωναίος «έλαβεν ειδήσεις λεπτομε­ρείς περί των διαφόρων μαχών, εν αις εκείνος διέπρεψε, και τα οικογενειακά του έγγραφα εξήτασεν, αλλά και εις Ελλάδα καταβάς εξηρεύνησεν επιτοπίως τα περί αυτού, ίνα καταδεί­ξει ότι ‘Ελλην και ουχί ξένος, ως τινές διϊσχυρίζοντο, ήτο ο Μπούας».

Ο Κορωναίος έγραψε και ένα μικρότερο ποίημα, ονομαζόμενο «Πιττάκιον», αποτελούμενο από 125 στίχους, το οποίο απέστειλε στον Μερκούρη Μπούα, επίσης σε Ελληνική γλώσσα.

 

Και ο Θωμάς Μπούας εξ Άργους

 

Μικρή σε εύρος χρόνου, εξ ίσου ηρωική αλλά με τραγική κατάληξη ήταν η παρουσία και ενός ακόμη μέλους της φάρας των Μπούιων, που προερχόταν από το γειτονικό του Ναυπλίου Άργος. Κατά το 1514, ο Ερρίκος Η΄της Αγγλίας προχωρεί στην στρατολόγηση Ελλήνων Αρβανιτών Stradioti, ενισχύοντας τις μονάδες κυρίως του ιππικού του στις συγκρούσεις του με το Βασίλειο της Σκωτίας και μετά το 1540 ο Δούκας Edward Seymour του Somerset αξιοποιεί συνεχώς ομάδες αποτελούμενες από Stradioti στις επιχειρήσεις του κατά της Σκωτίας.

 

Έφιππος stradioti του 15ου αιώνα.

 

Μία διαφωτιστική περιγραφή για τις δραστηριότητες των Stradioti στην Βρετανία παρουσιάζει ο Νίκανδρος Νούκιος από την Κέρκυρα, καθώς κατά το 1545, ακολουθώντας τα στρατεύματα εισβολής των Βρετανών στην Σκωτία με την ιδιότητα του περιηγητή και του ιστοριογράφου, επισημαίνει, πως οι Stradioti που εκστρατεύουν με τους Βρετανούς, διοικούνται από τον Θωμά από το Άργος, του οποίου το θάρρος, η φρόνηση και οι πολεμικές του εμπειρίες τον καθιστούν εξαιρετικά σημαντικό εταίρο για τον στρατό του Βρετανού βασιλιά.

Ένα τμήμα των χειρογράφων του Νουκίου (αρχικά στα ελληνικά), εκδίδεται σε αγγλική μετάφραση το 1841, με το δεύτερο μέρος που αναφέρεται σε αρκετά περιστατικά σχετικά με τον Θωμά από το Άργος να εκδίδεται από τον Έλληνα ιστοριογράφο Α. Μουστοξύδη.

 

Νίκανδρος Νούκιος. Το δεύτερο μέρος του βιβλίου αναφέρεται σε αρκετά περιστατικά σχετικά με τον Θωμά από το Άργος.

 

Ο Θωμάς  συγκέντρωσε Stradioti καταγόμενους από το Άργος και την ευρύτερη περιοχή και φθάνει στην Αγγλία για να αποσπασθεί αρχικά, μαζί με τους ενόπλους του, στα σύνορα της Αγγλίας με το τότε Βασίλειο της Σκωτίας. Εκεί διοργανώνει ενέδρες και διεισδύσεις στον βορρά, με εφαλτήριο τον ποταμό Tweed, που αποτελούσε εκείνη την εποχή και το σύνορο μεταξύ των δύο επικρατειών. Οι δυνατότητες και οι ικανότητες της μονάδας ελαφρού ιππικού που διοικεί κρίνονται εξαιρετικά θετικά από τον Βρετανό μονάρχη, που αντιλαμβάνεται πως οι Stradioti είναι πολύτιμοι σε επιχειρήσεις που απαιτούν ταχύτητα, ελιγμούς και κυρίως αιφνιδιασμούς. Οι Stradioti στην Σκωτία υπάγονται στην διοίκηση των λοχαγών Θωμά Μπούα από το Άργος, Αντωνίου Στησίνου και Θεοδώρου Λουχίση, με τον Μπούα να προάγεται σε συνταγματάρχη και γενικό διοικητή των Stradioti στην υπηρεσία του Ερρίκου Η΄, μετακινούμενος κατόπιν με την μονάδα του το 1546 στο Καλαί.

Ο Νίκανδρος περιγράφει μία σύγκρουση της μονάδας του Θωμά, αποτελούμενης από 550 άνδρες, με ένα σώμα 1.000 βαρύτατα οπλισμένων Γάλλων ιππέων κατά την διάρκεια της πολιορκίας της Βουλώνης, διαφωτίζοντας αρκετά για τις ανορθόδοξες τακτικές που μεταχειρίζεται ο Θωμάς, που αναμφίβολα αποτελούν τυπικό δείγμα των επιχειρήσεων των Stradioti, ειδικά μάλιστα όταν αντιμετωπίζουν μονάδες βαρέως ιππικού.

Πριν από την σύγκρουση ο Θωμάς απευθύνεται στους ιππείς του για να τους εμψυχώσει, λέγοντας: «Σύντροφοι,  όπως έχετε αντιληφθεί καταλήξαμε στα πέρατα του κόσμου υπηρετώντας έναν μονάρχη και ένα έθνος του μακρινού βορρά.  Δεν διαθέτουμε τίποτε άλλο από την χώρα μας εκτός από το θάρρος και την ανδρεία μας και κατά συνέπεια με την ανδρεία μας θα αντιπαραταχθούμε κατά των αντιπάλων μας, από την στιγμή που οι μεγαλύτεροι αριθμοί τους δεν είναι δυνατόν να αντιπαραβληθούν με τις αρετές μας. Είμαστε τέκνα των Ελλήνων και δεν έχουμε κανένα φόβο για τις βαρβαρικές ορδές, οπότε δεν έχουμε παρά να βαδίσουμε με θάρρος κατά των αντιπάλων, αποδεικνύοντας με τις πράξεις μας την πασίγνωστη από την αρχαία εποχή πολεμική αρετή των Ελλήνων». Στη σύγκρουση που ακολουθεί παγιδεύει και εγκλωβίζει τους προερχόμενους από την Βουλώνη Γάλλους ιππείς με την ανατολή του ηλίου, επιχειρώντας αλλεπάλληλες ταχύτατες επελάσεις με χρήση λόγχης και ξίφους, υποχρεώνοντας τον διοικητή τους να υποχωρήσει, εγκαταλείποντας 360 νεκρούς στο πεδίο της μάχης, έναντι μόνον 35 νεκρών Stradioti.

Ο αρκετά σοβαρός τραυματισμός του Θωμά κατά την διάρκεια αυτής της μάχης, η ευρηματικότητα του, η γενναιότητα, αλλά και η αφοσίωσή του εκτιμώνται ιδιαίτερα από τον Ερρίκο Η΄, που τον τιμά με σημαντικά δώρα και αποφασίζει να του χορηγηθεί στο εξής ετήσιος μισθός για τις υπηρεσίες του.

Αν και ο Νούκιος δεν αναφέρει το επώνυμο του Θωμά, καθώς μετά την πολιορκία της Βουλώνης επιστρέφει στην Ιταλία, στοιχειοθετείται από άλλες πηγές πως πρόκειται για τον Θωμά Μπούα που συλλαμβάνεται από τους Γάλλους και εκτελείται στο Τουρίνο το 1546 (Pappas, Nicholas C. J. STRADIOTI: BALKAN MERCENARIES IN FIFTEENTH AND SIXTEENTH CENTURY ITALY, Sam Houston State University, 2001).

Βιβλιογραφία: Βικιπαίδεια, wikivisually, Κώστα Κρυστάλλη «Άπαντα»,  Τζάνε Κορωναίου «Μερκουρίου Ανδραγαθήματα», Κωνσταντίνου Σάθα «Ελληνικά Ανέκδοτα».

Γιώργος Ν. Μουσταΐρας

Δημοσιογράφος – Ιστορικός ερευνητής

Ευχαριστώ τον συγγραφέα – ιστορικό ερευνητή Γιώργο Ηλιόπουλο για τις χρήσιμες βιβλιογραφικές πληροφορίες που αφορούσαν την ιστορία του Θωμά Μπούα.

Δημοσιεύθηκε τον Ιανουάριο 2020 στο περιοδικό ΙΣΤΟΡΙΑ Εικονογραφημένη, τεύχος 619.

  

Διαβάστε ακόμη:

 

 

Ο Κων. Παπαρρηγόπουλος αφηγείται τα πρώτα βήματα της Φιλικής Εταιρείας

$
0
0

Ο Κων. Παπαρρηγόπουλος αφηγείται τα πρώτα βήματα της Φιλικής Εταιρείας – Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης επικεφαλής της Φιλικής Εταιρείας


  

Ο Κ. Παπαρρηγόπουλος αφηγείται τα πρώτα βήματα της Φιλικής Εταιρείας (Κων. Παπαρρηγόπουλος, «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι του 1930», τ. ΣΤ’, επιμέλεια Π. Καρολίδης Αθήνα 1932, σ. 5-9).

 

Η εν έτει 1821 αρξαμένη επανάστασις υπήρξεν ομολογουμένως το καθολικώτερον όλων των κατά της οσμανικής κυριαρχίας επαναστατικών κινημάτων όσα εν τω προηγουμένω βιβλίω ιστορήσαμεν. Τούτο δε ου μόνον ένεκα της προαχθείσης διά του χρόνου υλικής και ηθικής του έθνους δυνάμεως αλλά και διότι πρότερον ουδεμία εγένετο γενική συνεννόησις και σύμπραξις. Οι αρματολοί και οι κλέφται είχον ελαχίστην σχέσιν προς τα μεγάλα ορμητήρια του εθνικού στόλου· ουδ’ υπήρχεν αποχρώσα η τε μεταξύ των ηπειρωτικών και των ναυτικών εστιών του αστικού βίου κοινωνία, και η μεταξύ των εντός του Ισθμού και των εκτός αυτού μέχρι του Ολύμπου και των Κεραυνίων ορέων, και μέχρι του Αξιού κοινοτήτων. Εν γένει δε προς τας κοινότητας δεν διετέλουν ως επί το πλείστον ευμενώς οι αρηίφιλοι των ορέων άνδρες.

Το άγαλμα του Νικόλαου Σκουφά στην πλατεία του Κομποτίου Άρτας. (Λεπτομέρεια)

Η μεν πνευματική επίδοσις εγένετο μείζων εκτός της κυρίως Ελλάδος ή εντός, ο δε μάχιμος λαός υπήρχεν εντός μάλλον ή εκτός, ώστε και κατά τούτο συνέβαινεν ανωμαλία τις περί τας αμοιβαίας προαιρέσεις. Οι εν Κωνσταντινουπόλει εδρεύοντες πολιτικοί άνδρες επείχον μεν, ένεκα της παρά τη Υψηλή Πύλη θέσεως αυτών, υπερέχουσάν τίνα εν τω έθνει τάξιν αλλά, ένεκα αυτής δη ταύτης της ιδιαζούσης αυτών θέσεως, δυσκόλως ηδύναντο να αναλάβωσι την πρωτοβουλίαν επαναστατικού κινήματος. Έτι ολιγώτερον πρόσφορος προς τούτο ήτο η μόνη αληθώς πανελλήνιος αρχή, ήτοι το οικουμενικόν πατριαρχείον. Εντεύθεν, όσον δεξιώς και αν διωκούντο αι κοινότητες ημών, όσον και αν επολλαπλασιάσθησαν οι πόροι, όσον τολμηρότεροι και αν απέβαινον οι ορείται και οι ναύται, όσην επίδοσιν και αν ελάμβανεν η παιδεία, επειδή πάντα ταύτα ήσαν ασυνάρτητα προς άλληλα, ουδέν ήττον ασυνάρτητα εγένοντο και όλα τα επαναστατικά κινήματα. Νυν μεν εκινείτο μόνη η Πελοπόννησος, νυν δε μόνη η Στερεά, νυν δε μόναι τίνες των νήσων, ώστε αι μερικαί αύται εκρήξεις ευχερώς εσβεννύοντο. Ίνα υπάρξη πιθανότης επιτυχίας έπρεπε να συναρμολογηθώσι πάσαι εκείναι του έθνους αι δυνάμεις και να υπαχθώσιν εις πειθαρχίαν τινά και γενικήν διεύθυνσιν. Τούτο δε επεχείρησεν η εταιρεία των Φιλικών, ήτις αληθώς ειπείν δύναται να λογισθή ως η πρώτη απόπειρα η γενομένη επί τω σκοπώ του να συγκροτηθή γενική τις κυβέρνησις του πρότερον κατακερματισμένου έθνους.

Πολλοί μεταγενέστεροι ιστορικοί, γράφοντες εις χρόνους καθ’ ους κάλλιστα εγνώσθη πώς προέκυψεν εις μέσον και εκ τίνων απηρτίσθη η εταιρεία, και αναλογιζόμενοι το μέγεθος του έργου όπερ ανέλαβεν, ωμίλησαν μετά οίκτου τινός και περιφρονήσεως περί αυτής.

Τω όντι τω 1814, εν Οδησσώ, τρεις άνθρωποι, ο Σκουφάς, ο Τσακάλωφ και ο Ξάνθος, άνθρωποι έντιμοι αλλ’ ακατονόμαστοι, απεφάσισαν να κινήσωσιν εις επανάστασιν το έθνος και επί τούτω να συστήσωσιν εταιρείαν μυστικήν σκοπούσαν να καθυποβάλη υπό το κράτος αυτής απάσας του έθνους τας τάξεις, κλήρον, φαναριώτας, προεστώτας, ναυβάτας, αρματολούς, κλέφτας, λογίους, εμπόρους, γεωργούς. Μετά παρέλευσιν δε ετών εξ, ήτοι εν αρχή του 1820, εν αυταίς ταις παραμοναίς της εκρήξεως, οι κινούντες την εταιρείαν, καίτοι συμποσωθέντες εις οκτώ, ουδένα έτι είχον συμπαραλάβει μέτοχον της υπέρτατης αυτών ενεργείας επιφανή του έθνους άνδρα· διότι, αποθανόντος εν τω μεταξύ του Σκουφά, ήσαν οι κινούντες, παρεκτός των δύο άλλων αρχικών ιδρυτών, ο Άνθιμος Γαζής, ο Παναγιώτης Α. Αναγνωστόπουλος, ο Παναγιώτης Σέκερης, ο Νικόλαος Ν. Πατσιμάδης, ο Γεώργιος Λεβέντης και ο Α. Κομιζόπουλος. Και όμως οι άνθρωποι αυτοί επέτυχον του σκοπού, προ πάντων μεν διότι ανταπεκρίνοντο εις τας προαιρέσεις του έθνους αλλά προσέτι διότι επολιτεύθησαν εις τρόπον μαρτυρούντα ότι δεν ήσαν άμοιροι επιτηδειότητος.

Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος. Λιθογραφία του Giovani Boggi, 1826.

Το έθνος ήθελε βεβαίως την επανάστασιν, επόθει όμως αυτήν επί τω όρω ότι θέλει έχει ισχυρόν τίνα επίκουρον. Μόνη δε η Ρωσία ελογίζετο τότε ως πιθανή επίκουρος. Οι ιδρυταί της εταιρείας δεν απετάθησαν εξ αρχής προς αυτήν, και έπραξαν κατά τούτο συνετώς, διότι, όπως μετ’ ολίγον θέλει εξηγηθή, η Ρωσία ήθελεν αποδοκιμάσει τα ενεργούμενα και ματαιώσει αυτά εκ πρώτης αφετηρίας. Αλλ’ οι ιδρυταί της εταιρείας επενόησαν να παραστήσωσιν εαυτούς ως επιτρόπους αφανούς τίνος Αρχής, περί ης ουδόλως εξηγούντο, αφήνοντες μόνον να υπονοήται ότι η Αρχή αύτη ήτο ουδείς άλλος η αυτός ο παντοδύναμος της Ρωσίας αυτοκράτωρ. Το δ’ έθνος έπαθεν ό,τι πάσχουσι πάντες οι θερμώς τι επιθυμούντες, επίστευσεν ευχερώς εις το μυστηριώδες εκείνο ίνδαλμα. Εντός ολίγων ενιαυτών η εταιρεία εξέτεινε τους πλοκάμους αυτής καθ’ άπασαν την Ανατολήν από των παριστρίων Ηγεμονιών μέχρι της Μάνης και από των Ιονίων νήσων μέχρι των παραλίων της Μικράς Ασίας εσύστησεν απανταχού εφορείας εκλεγομένας υπό των εταίρων και ενεργούσας μεν αυτοτελώς, διατελούσας δε εις συνεχή ανταπόκρισιν μετά της υπέρτατης Αρχής· και επί τέλους περιέλαβε συνεργούς τους εγκριτωτάτους του έθνους άνδρας, τον πατριάρχην Γρηγόριον, πολλούς ιεράρχας, τους Υψηλάντας, τον Αλέξανδρον Μαυροκορδάτον, τον Πέτρον Μαυρομιχάλην και τον Μιχαήλ Σούτσον.

Είναι αληθές ότι εις την δραστηρίαν ταύτην ενέργειαν ανεμίχθησαν, όπως συνήθως συμβαίνει, ουκ ολίγα άτοπα. Πολλοί εξεμεταλλεύθησαν το ιερόν έργον επί αργυρολογία, άλλοι εζήτουν υπέρογκους χρηματικάς χορηγίας και άλλοι επολιτεύοντο επί τοσούτον απερισκέπτως ώστε διεκινδύνευον την τύχην ολοκλήρου του επιχειρήματος. Αλλ’ η εταιρεία δεν εδίστασε να προβή ως προς τινάς εις τα έσχατα, διενεργήσασα τον φόνον του Νικολάου Γαλάτου και βραδύτερον του Καμαρινού. Και εν τω μεταξύ προέβαινεν επιμόνως προς τον σκοπόν αυτής. Μη αρκουμένη εις τον μέγαν σύνδεσμον ον αδιαλείπτως επεδίωκε, μηδέ εις την ευτυχή σύμπτωσιν των στασιαστικών βουλευμάτων του Αλή πασά κατά της Υ. Πύλης, επεζήτησε φυσικωτέρους εντός του κράτους συμμάχους· εσκέφθη ορθώς ότι συμφέρει να επιτυχή την σύμπραξιν των Σέρβων, οίτινες κτησάμενοι σχετικήν τίνα αυτονομίαν επόθουν την συμπλήρωσιν της ανεξαρτησίας αυτών και η περί τούτου διαπραγμάτευσις διεξήχθη υπό του εταίρου Γεωργίου Λεβέντη, κατορθώσαντος να πείση τον επιφανέστατον των αγωνιστών της χώρας εκείνης Καρά-Γεώργην, εξόριστον τότε όντα εν Βεσσαραβία, να μεταβή εις την πατρίδα αυτού και αναλαβών την αρχήν να συνεργήση εις τον μελετώμενον γενικόν αγώνα.

Ο Καρά-Γεώργης απήλθε τωόντι επί τούτω εις Σερβίαν, αλλ’ εδολοφονήθη υπό του κατέχοντος τα πράγματα αυτής Μιλόση, η δε Σερβία προαιρουμένη και τότε, όπως πάντοτε βραδύτερον, να ωφελήται εκ των δυσχερειών της οσμανικής κυβερνήσεως, ίνα αυξάνη τα πλεονεκτήματα αυτής δι’ όσον ενδέχεται μικρότερων ιδίων θυσιών, επέμεινεν εις την τήρησιν της ουδετερότητος. Απέτυχε λοιπόν η απόπειρα αύτη της εταιρείας, όσω συνετή και αν ήτο.

Ουδέ αρχήν δ’ εκτελέσεως έλαβεν έτερον αυτής σχέδιον, το να διενεργήση εν αυτή τη Κωνσταντινουπόλει την τε πυρπόλησιν του οσμανικού στόλου και την του σουλτάνου σύλληψιν, όπερ είναι εν των βουλευμάτων εκείνων τα οποία ευδοκιμήσαντα μεν εξυμνούνται ως ηρωικά, μη ευοδωθέντα δε καταδικάζονται ως παράφρονα.

Αλλά περί την διεξαγωγήν του αρχικού αυτής σκοπού η εταιρεία ανέδειξε συνήθως πρακτικώτερον πνεύμα. Προϊόντος του χρόνου, η κοινή γνώμη ήρχισε να απαιτή την αποκάλυψιν της Αρχής εκείνης επ’ ονόματι και κατ’ εντολήν της οποίας ηξίου η εταιρεία ότι ενεργεί, και όσω πολυπληθέστεροι και επισημότεροι εγίνοντο οι εταίροι τόσω επιμονωτέρα απέβαινεν η περί τούτου απαίτησις, ώστε τω 1818 οι ιδρυταί εννόησαν την αναπόδραστον ανάγκην του να επιστεγάσωσι το ακέφαλον αυτών οικοδόμημα αναβιβάζοντες εις την κορυφήν αυτού άνδρα ικανόν να παράσχη τα πιστά εις το έθνος.

Ιωάννης Καποδίστριας, Λιθογραφία, ΑΒ ΕΒ Venezia. Lit. Deye.

Δύο ήσαν κατ’ εκείνου του χρόνου οι Έλληνες οίτινες ως εκ των προσωπικών αυτών σχέσεων προς τον αυτοκράτορα Αλέξανδρον και του αξιώματος όπερ κατείχον παρ’ αυτώ ηδύναντο να κρατύνωσι την πρότερον αμυδρώς πως επικρατούσαν ελπίδα ότι το κίνημα ενεργείται εν γνώσει της Ρωσίας και επί τω σκοπώ του να υποστηριχθή υπ’ αυτής άμα εκραγέν. Ο κερκυραίος Ιωάννης Καποδίστριας ήτο μεν υπουργός του ισχυρού μονάρχου της Άρκτου και μέγα εκτήσατο εν Ευρώπη όνομα επί διπλωματική ικανότητι από της εν Βιέννη συνόδου και μετέπειτα, αλλότριος όμως ων των πολεμικών έργων δεν εφαίνετο πρόσφορος να αναλάβη την ηγεμονίαν αγώνος όστις έμελλε κατ’ αρχάς τουλάχιστον να διεξαχθή εν τοις πεδίοις της μάχης μάλλον ή εν τοις διαβουλίοις των διεθνών διαπραγματεύσεων. Ο δε Αλέξανδρος Υψηλάντης, ο πρεσβύτερος των πέντε υιών του Κωνσταντίνου εκείνου Υψηλάντου, του οποίου ελάβομεν ήδη αφορμήν να αναφέρωμεν την εις Ρωσίαν αποδημίαν (Κεφ. Η’ βιβλ. ΙΔ’ του Ε’ τόμου), ήτο υπασπιστής του αυτοκράτορος Αλεξάνδρου, κομψός, ευτράπελος και φέρων επί του σώματος το δείγμα της προσωπικής αυτού ανδρείας, διότι είχεν αποβάλει εις τους μεγάλους κατά Ναπολέοντος πολέμους τον δεξιόν βραχίονα· ώστε το ευλογώτερον εφαίνετο ν’ αποταθώσιν εις αυτόν προ πάντων, τόσω μάλλον όσω δεν ήτο έτι γνωστή η μικρά αυτού στρατηγική και πολιτική αξία. Ουδέν ήττον, είτε διότι τινές των ιδρυτών εγίνωσκον έκτοτε κάλλιον τα κατ’ αυτόν είτε διότι ομολογουμένως ο Καποδίστριας ίσχυε πολύ μάλλον εις το πνεύμα του αυτοκράτορος Αλεξάνδρου, απεφασίσθη να προταθή η αρχή εις τον πολυμήχανον υπουργόν, και μόνον εν αποτυχία να στραφώσι προς τον λαμπρόν υπασπιστήν. Επετράπη δε η εντολή αύτη εις τον Εμμανουήλ Ξάνθον.

Ο Ξάνθος δεν έφθασεν εις Πετρούπολιν ειμή κατά Φεβρουάριον του 1820, φέρων προς τοις άλλοις συστατικήν προς τον Καποδίστριαν επιστολήν του αρχαίου αυτού γνωρίμου Ανθίμου Γαζή, όντος τότε, ως προείπομεν, ενός των 8 κινούντων την μηχανήν της Φιλικής εταιρείας. Εν τω μεταξύ ο Καποδίστριας είχε λάβει αφορμήν να εκφέρη την περί των ενεργούμενων γνώμην αυτού, δημοσία τε προς τους ομογενείς και κατ’ ιδίαν προς δύο εγκρίτους του έθνους άνδρας· ο μεν, διά φυλλαδίου συστήσαντος την εν ειρήνη βελτίωσιν της τύχης της πατρίδος, το δε διά της απαντήσεως ην έδωκε προς τον Βαρδαλάχον και τον Νέγρην, τους ζητήσαντας οίκοθεν να φωτισθώσι τι φρονούσιν ο τε αυτοκράτωρ και αυτός περί της παρασκευαζόμενης μεγάλης εθνικής κινήσεως.

Εις αμφότερους είχεν αποκριθή ότι ο αυτοκράτωρ ουδέν γινώσκει περί της εταιρείας, αυτός δε αποκρούει πάσαν εις ταύτην μετοχήν και εξορκίζει τους γράφοντας να αποτρέψωσι διά παντός τρόπου τους Έλληνας από των ολέθριων τούτων βουλευμάτων. Και την γνώμην αυτού ταύτην δεν εφαίνοντο επιτήδειαι να τροπολογήσωσιν ούτε αι κατ’ εκείνο του χρόνου ατομικαί του αυτοκράτορος Αλεξάνδρου διαθέσεις ούτε η εντύπωσις ην είχε προξενήσει εις αυτόν η προ μικρού τότε εκραγείσα εν Ισπανία στρατιωτική κατά του Φερδινάνδου Ζ’ επανάστασις. Μετά τους μακρούς και εναγώνιους πολέμους τους επαγαγόντας την πτώσιν του Ναπολέοντος και την παλινόρθωσιν των αρχαίων της Ευρώπης καθεστώτων ο αυτοκράτωρ Αλέξανδρος ουδέν άλλο επόθει ή την ασφαλή των καθεστώτων τούτων συντήρησιν, η δε από της Ισπανίας αρξαμένη διατάραξις είχεν εμβάλει εις ανησυχίαν αυτόν. Καθ’ ην στιγμήν λοιπόν ο Καποδίστριας, ως υπουργός της Ρωσίας, εβουλεύετο μετά των υπουργών των συμμάχων δυνάμεων πως να αποτρέψωσι την από δυσμών απειλουμένην καταιγίδα ήτο φυσικόν να μη θεώρηση εύλογον να προτείνη εις τον αυτοκράτορα την προστασίαν ετέρας απ’ ανατολών καταιγίδος, αλλά μάλλον να εμμείνη εις τας αρχικάς αυτού δοξασίας.

Εν τούτοις ου μόνον δεν απήντησεν εις τον Ξάνθον τοσούτον αποτόμως όσον εις τον Βαρδαλάχον και εις τον Νέγρην αλλά και διηυκόλυνεν εν μέρει την εκτέλεσιν της εντολής του απεσταλμένου της εταιρείας. Απεποιήθη μεν διαρρήδην την προσενεχθείσαν αυτώ αρχήν, προσέθηκεν όμως· «εάν εγώ δεν ημπορώ τώρα, οι διευθύνοντες την εταιρείαν δύνανται, αν γνωρίζωσι, να μεταχειρισθώσιν άλλα μέσα, και εύχομαι να τοις βοηθήση ο Θεός διά την επιτυχίαν του σκοπού των». Και, ότε ο Ξάνθος ετράπη προς τον Υψηλάντην, ο δε Υψηλάντης ηθέλησε, πριν ή αποφασίση τι, να συνεννοηθή μετά του Καποδιστρίου, ούτος ενίσχυσε μάλλον αυτόν ή απέτρεψεν. Επί τέλους δ’ ερωτήσαντος του στρατηγού «θέλει άραγε η Ρωσία είναι εναντία ή θέλει βοηθήσει, αν όχι διά του στρατού αυτής, τουλάχιστον δι’ υλικών μέσων;», ο Καποδίστριας απήντησεν «αρκεί η εμφάνισις ολίγων χιλιάδων επαναστατών κατά την Ελλάδα, όπως η Ρωσία συνδράμη εκ των ενόντων».

Ο Υψηλάντης εξέφρασε τότε την επιθυμίαν του να συνδιαλεχθή μετά του αυτοκράτορος περί του πράγματος, αλλ’ ο Καποδίστριας απέτρεψεν αυτόν παρατηρήσας, ότι ο αυτοκράτωρ ήτο τοσούτον προκατειλημμένος κατά πάσης οιασδήποτε μεταβολής των καθεστώτων, έστω και των της Ανατολής καθεστώτων, ώστε ήθελεν ακούσει δυσμενώς τα ενεργούμενα. Προσέθηκε μεν επί τέλους ότι, εάν συνταχθή υπόμνημα περί της καταστάσεως των πραγμάτων, υπόσχεται να το υποβάλη επ’ ευκαιρίας εις τον αυτοκράτορα, κατόπιν όμως ουδέ το παρασκευασθέν υπόμνημα κατέστησε γνωστόν εις τον Αλέξανδρον, βεβαιώσας τον Υψηλάντην ότι ειδώς κάλλιστα τας παρούσας του αυτοκράτορος διαθέσεις δεν τολμά να θέση υπ’ όψιν του τοιαύτας προτάσεις. Ο δε Υψηλάντης, βλέπων ότι εν τούτοις ο υπουργός δεν απέτρεπεν αυτόν από του να αναλάβη την αρχηγίαν και περιελθών εξ όσων ήκουσεν εις το συμπέρασμα ότι ο αυτοκράτωρ κατ’ ουδένα μεν λόγον ήθελε να κινήση τα πράγματα, κινηθέντα όμως άπαξ έμελλε να τα υποστήριξη, απεφάσισεν οριστικώς να δεχθή την προσενεχθείσαν αυτώ εντολήν, και περί τα τέλη Απριλίου 1820 ανηγορεύθη γενικός επίτροπος της Αρχής.

 

Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης επικεφαλής της Φιλικής Εταιρείας (1820)

  

Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης επικεφαλής της Φιλικής Εταιρείας (1820) (Εμμ. Ξάνθος, «Απομνημονεύματα περί της Φιλικής Εταιρείας», Αθήνα 1845,

σ. 23-25,49-50).

 

Μετά τούτο ο Ξάνθος ανεχώρησε κατά τας αρχάς του Ιανουαρίου του 1820, διά την Πετρούπολιν’ άμα φθάσας επαρουσιάσθη μετά δύο ημέρας εις τον Κόμητα Ιωάννην Καποδίστριαν, εις τον οποίον εγχειρίσας το γράμμα του Ανθίμου Γαζή, εφανέρωσεν όλον το σύστημα της Εταιρίας, τους Αρχηγούς της, τον πολλαπλασιασμόν των μελών της, την έκτασιν αυτής και όσα άλλα εστοχάσθη αναγκαία, και επί τέλους ότι ζητούν αυτόν να διευθύνη ως Αρχηγός την κίνησην του Έθνους απ’ ευθείας ή διά σχεδίου τινός καταλλήλου, ειδοποιών τους επισημότερους των ομογενών εκ των κατηχηθέντων περί του καταλληλότερου τρόπου της ενάρξεως του πολέμου· αλλ’ ο Καποδίστριας δεν εδέχθη, λέγων, ότι υπουργός ων του Αυτοκράτορος δεν ηδύνατο, και άλλα πολλά, ο Ξάνθος τω επανέλαβεν, ότι οι Έλληνες είναι αδύνατον να μένουν εις το εξής τυραννούμενοι και ότι η επανάστασις ήτον άφευκτος, και διά τούτο εν ω έχουσιν ανάγκην Αρχηγού δεν είναι δίκαιον ως Έλλην και εν υπολήψει παρ’ αυτοίς και πολλοίς άλλοις, να μείνη αδιάφορος και άλλα πολλά’ αλλ’ εκείνος επανέλαβεν ότι δεν ημπορεί να μεθέξη διά τους ανωτέρω λόγους και ότι αν οι Αρχηγοί γνωρίζουν άλλα μέσα προς κατόρθωσιν του σκοπού των, ας τα μεταχειρισθώσιν, και ηύχετο να τους βοηθήση ο θεός· ταύτα ηκολούθησαν εις δύο ιδιαιτέρας συνεντεύξεις.

Αλέξανδρος Υψηλάντης, λιθογραφία, Εκ του πολυχρωμολιθογραφείου Ι. Δ. Νεράντζη, Λειψία.

Απελπισθείς λοιπόν ο Ξάνθος από τον Κόμητα, στοχασθείς δε ότι διά να κατορθωθή ο σκοπός της επαναστάσεως με καλήν έκβασιν, ήτον αφεύκτως αναγκαίος να φανή εις το έθνος εις των σημαντικών προς ενθάρρυσιν αυτού έστρεψε τον στοχασμόν του εις άλλο υποκείμενον λαμπρόν ως τον Καποδίστριαν, επιτηδειότερον δε τούτου, τον Πρίγκιπα Αλέξανδρον Υψηλάντην, στρατηγόν και υπασπιστήν του Αυτοκράτορος, και εν υπολήψει και ευνοία παρ’ αυτώ· επήγε λοιπόν εις επίσκεψίν του, ο Πρίγκηψ Τορίς, τον υπεδέχθη ευμενώς και με πολλήν ευγένειαν, τον ηρώτησεν πόθεν είναι και διά ποίας υποθέσεις ήλθεν εις Πετρούπολιν. Ο Ξάνθος απήντησε με πολλήν προσοχήν ειπών, ότι είναι από μίαν νήσον, την Πάτμον, και ότι δι’ εμπορικάς υποθέσεις ήλθεν εκεί από την Κωνσταντινούπολη και άλλα τοιαύτα. Ο Πρίγκηψ τον ηρώτησε πώς απερνούν οι ομογενείς εις εκείνα τα μέρη, και αν η Τουρκική Κυβέρνησις επιβαρύνει τον ζυγόν της τυραννίας και εκεί, καθώς και εις τα άλλα μέρη, και τα τοιαύτα ειπόντος του Ξάνθου, ότι πανταχού οι Τούρκοι τυραννούν τους δυστυχείς Έλληνας, και ότι κατήντησεν η τυραννία ανυπόφορος· ο Πρίγκηψ με αθυμίαν ψυχικήν είπε.

Διατί και οι Έλληνες δεν προσπαθούν να ενεργήσουν ώστε, αν να ελευθερωθούν από τον ζυγόν δεν δύνανται, τουλάχιστον να τον ελαφρώσουν; Τότε ο Ξάνθος αποκριθείς είπε με πολλήν παθητικότητα: Πρίγκηψ’ με ποία μέσα και με ποίους οδηγούς να ενεργήσωσιν οι δυστυχείς Έλληνες την βελτίωσιν της πολιτικής των καταστάσεως; Αυτοί έμειναν εγκαταλελειμμένοι απ’ εκείνους, οίτινες ηδύναντο να τους οδηγήσωσι· διότι όλοι οι καλοί ομογενείς καταφεύγουν εις ξένους τόπους, και αφήνουν τους ομογενείς των ορφανούς. Ιδού ο Κόμης Καποδίστριας υπηρετεί την Ρωσίαν, ο μακαρίτης πατήρ σας κατέφυγεν εδώ, και ο Καρατζάς εις την Ιταλίαν, υμείς ο ίδιος υπηρετούντες την Ρωσίαν εχάσατε υπέρ αυτής την δεξιάν χείρα σας κι άλλοι ίσοι καλοί καταφεύγοντες εις την Χριστιανικήν Ευρώπην, μένουν εκεί χωρίς ίσως να φροντίζουν διά τους δυστυχείς αδελφούς των.

Ο Πρίγκηψ εις ταύτα απαντών είπεν· αν εγώ εγνώριζον, ότι οι ομογενείς μου είχον ανάγκην από εμέ, και εστοχάζοντο ότι ηδυνάμην να συντελέσω εις την ευδαιμονίαν των, σοι λέγω εντίμως, ότι ήθελον μετά προθυμίας κάμω κάθε θυσίαν, ακόμη και την κατάστασίν μου και τον εαυτόν μου υπέρ αυτών. Τότε εγερθείς ο Ξάνθος με συγκίνησιν ψυχής είπε: Δος μοι, Πρίγκηψ, την χείρα σας εις βεβαίωσιν των όσων εκφράσθητε. Ο Πρίγκηψ με κάποιον θαυμασμόν εμβλέψας εις τον Ξάνθον τω έδωκε την χείρα· τότε αυτός είπεν, ότι εις την Πετρούπολη δεν ήλθεν διά υποθέσεις εμπορικάς, αλλά δι’ άλλην σημαντικωτάτην αιτίαν, και ότι αύριον θέλει τω την αποκάλυψη.

Ο Πρίγκηψ ανυπομόνως εζήτησε τότε να μάθη, αλλ’ ο Ξάνθος τον παρεκάλεσε να λάβη υπομονήν μέχρις της αύριον, και ούτως ετελείωσεν η πρώτη συνέντευξις. Την επιούσαν ο Ξάνθος επήγεν εις αυτόν, τω εφανέρωσε τα πάντα, και εκείνος μετά προθυμίας και ενθουσιασμού εδέχθη να αφιερωθή εις την υπηρεσίαν των ομογενών με πάσαν θυσίαν του, και δους εις τον Ξάνθον ένορκον και έγγραφον ομολογίαν περί της πίστεως και αφοσιώσεώς του (την οποίαν ο Ξάνθος έστειλεν εις τους εν Μόσχα συναδέλφους του Πατζιμάδην και Κομιζόπουλον, παρ’ οις και ευρίσκεται) ανεδέχθη τον τίτλον του Γενικού Επιτρόπου της Αρχής, έλαβε δε και το όνομα Καλός, και τα στοιχεία διά να υπογράφηται: Α. Ρ. και ούτως εκατορθώθη δι’ αυτού ο σκοπός της Εταιρίας.

 

Πηγή


  • Ιστορική Βιβλιοθήκη, «Οι Φιλικοί», Παναγιώτης Δ. Μιχαηλάρης, Τα Νέα, Αθήνα, 2009.

 

Η Κάθοδος των Βίκινγκς στο Βυζάντιο – H. R. Ellis Davidson

$
0
0

Η Κάθοδος των Βίκινγκς στο Βυζάντιο – H. R. Ellis Davidson | Μετάφραση – επιμέλεια – υποσημειώσεις, Ιωσήφ Ροηλίδης


  

Το θέμα του βιβλίου, αν και σημαντικό για την εξέλιξη της ιστορίας του μεσαιωνικού ελληνισμού δεν είναι και τόσο γνωστό στην ελληνική ιστοριογραφία. Οι ιστορικές πηγές του βρίσκονται πολύ μακριά-τοπικά και τροπικά-από τους έλληνες ιστορικούς, και το θέμα αυτό μόνο ακροθιγώς θίγεται στα ελληνικά βιβλία της ιστορίας. Στην διάρκεια των αιώνων τους οποίους πραγματεύεται το βιβλίο, ένας ολόκληρος κόσμος στα βόρεια της ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας – του Βυζαντίου – εκινείτο, αναδυόταν και αναδευόταν, πολεμούσε και εμπορευόταν, ταξίδευε μέχρι τις εσχατιές του γνωστού τότε κόσμου, μιλούσε άγνωστες γλώσσες, σεβόταν παράξενα ήθη και έθιμα και προσκυνούσε αλλότριους θεούς…

 

 Λίγα λόγια του μεταφραστή

 

Η Κάθοδος των Βίκινγκς στο Βυζάντιο

Το βιβλίο αυτό μεταφράστηκε με την προοπτική να δημοσιευθεί. Απλά έπεσε στην τρομακτική οικονομική κρίση που προκάλεσε η πανδημία του κορονοϊού – COVID-19 – στις αρχές του 2020 και ο εκδοτικός οίκος που είχε αναλάβει την έκδοση, την αποποιήθηκε λόγω οικονομικών προβλημάτων. Η μετάφραση είχε ήδη ολοκληρωθεί και έτσι αναρτήθηκε σ’ αυτόν τον συγκεκριμένο ιστότοπο. Είναι ελεύθερα προσβάσιμη από όλους.

Το θέμα του βιβλίου, αν και σημαντικό για την εξέλιξη της ιστορίας του μεσαιωνικού ελληνισμού δεν είναι και τόσο γνωστό στην ελληνική ιστοριογραφία. Οι ιστορικές πηγές του βρίσκονται πολύ μακριά – τοπικά και τροπικά – από τους έλληνες ιστορικούς, και το θέμα αυτό μόνο ακροθιγώς θίγεται στα ελληνικά βιβλία της ιστορίας. Στην διάρκεια των αιώνων τους οποίους πραγματεύεται το βιβλίο, ένας ολόκληρος κόσμος στα βόρεια της ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας – του Βυζαντίου – εκινείτο, αναδυόταν και αναδευόταν, πολεμούσε και εμπορευόταν, ταξίδευε μέχρι τις εσχατιές του γνωστού τότε κόσμου, μιλούσε άγνωστες γλώσσες, σεβόταν παράξενα ήθη και έθιμα και προσκυνούσε αλλότριους θεούς. Έφθασε μέχρι την καρδιά του Βυζαντίου – την Κωνσταντινούπολη – και αποτέλεσε την αγαπητή φρουρά πολλών αυτοκρατόρων της μέσης περιόδου. Ήταν οι περίφημοι Βάραγγοι ή Βάραγγες στα ελληνικά, οι Σκανδιναβοί πολεμιστές της αυτοκρατορίας. Η ζωή τους εξυμνήθηκε σε πολλά κείμενα ποιητικά και πεζά, στις γλώσσες της πατρίδας τους. Το έργο ζωής ενός Ισλανδού ελληνιστή, του Sigfús Blöndal αποκάλυψε όλες τις λεπτομέρειες της ζωής και δράσης αυτών των ανθρώπων. Το βιβλίο του Varangians in Byzantium, απετέλεσε μία από τις βάσεις αυτού του βιβλίου.

Η συγγραφέας του βιβλίου δούλεψε με βάση όλες τις σκανιναβικές φιλολογικές πηγές που έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, Πηγές είναι κυρίως οι ονομαζόμενες σάγκες, αφηγήσεις ιστορικών και μυθικών γεγονότων, βίων ενδόξων ανδρών, μετακινήσεων και αποικήσεων στις παλαιοσκανδιναβικές γλώσσες (Ισλανδικά, Νορβηγικά, Σουηδικά, Δανικά). Στο βιβλίο της υπάρχει πληθώρα υποσημειώσεων που παραπέμπουν σε συγγραφείς, βιβλία και πηγές.

Για να κάνω τη μετάφραση πιο εύχρηστη, αφαίρεσα σχεδόν το σύνολο των υποσημειώσεων του πρωτοτύπου. Λόγω της πληθώρας ονομάτων, όρων, τοπωνυμίων και ειδικών καταστάσεων που εμπλέκονται στην ροή του βιβλίου, προσέθεσα εκατοντάδες υποσημειώσεων που επεξηγούν, ερμηνεύουν και περιγράφουν όλους αυτούς τους όρους. Ήταν μία πολύ δύσκολη και μακρόχρονη επιχείρηση να βρεθούν όλες αυτές οι πληροφορίες. Φυσικά το διαδίκτυο αποτέλεσε έναν πολύτιμο βοηθό. Όλες οι υποσημειώσεις που προέρχονται από μένα, έχουν ως αρχικό σημείο τα γράμματα Σ.τ.Μ. (Σημείωση του μεταφραστή).

Ταυτόχρονα αφαίρεσα ένα και μισό κεφάλαιο από το τέλος επειδή θεώρησα ότι δεν είχε μεγάλη σχέση με το κεντρικό θέμα του βιβλίου. Το βιβλίο περιέχει κυριολεκτικά χιλιάδες ονόματα, Σκανδιναβικής κυρίως προέλευσης, που ηχούν πολύ παράξενα στα ελληνικά αυτιά. Τα παραθέτω συνήθως αυτούσια στη μορφή που υπάρχουν στο βιβλίο. Παρόλο που ίσως δυσκολεύουν την ανάγνωση του κειμένου, αυτόν τον κανόνα τον ακολούθησα σκοπίμως, στην περίπτωση που κάποιος αναγνώστης θα ήθελε να προχωρήσει σε μια βαθύτερη έρευνα για κάποιο πρόσωπο, τοπωνύμιο ή αντικείμενο, να μπορεί να το κάνει διαθέτοντας την πρωτότυπη λέξη. Βέβαια, κυρίως στην αρχή, παραθέτω και τη μεταγραφή/ προφορά του ονόματος στα ελληνικά. Ακόμη και στο πρωτότυπο υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στα ονόματα που παρατίθενται, ανάλογα με τις πηγές που χρησιμοποιεί η συγγραφέας, η οποία σε πολλές περιπτώσεις «λατινοποιεί» ονόματα που προέρχονται από γλώσσες με αρκετά διαφοροποιημένο από το λατινικό, αλφάβητο, όπως το Ισλανδικό. Επίσης ονόματα κοινά και σχετικά γνωστά, όπως το όνομα Erik στα Δανικά, γίνεται Eric στα Αγγλικά και Eirik στα Ισλανδικά.

Ζητήθηκε η οικονομική βοήθεια των πρεσβειών των τεσσάρων Σκανδιναβικών χωρών (Δανίας, Σουηδίας, Νορβηγίας, Ισλανδίας) και των Μορφωτικών Ιδρυμάτων των χωρών αυτών στην Αθήνα για την έκδοση του βιβλίου, αλλά το μόνο που λάβαμε ήταν συγχαρητήρια για την προσπάθεια. Έτσι λοιπόν προχώρησα στην ανάρτηση του βιβλίου σ’ αυτόν τον ιστότοπο.

Όλα τα λάθη, γλωσσικά και θεματικά, οι αβλεψίες και οι παρερμηνείες χρεώνονται αποκλειστικά σε μένα. Ήμουν εντελώς μόνος στο μακρινό αυτό ταξίδι.

 

Ιωσήφ Ροηλίδης

Ἐν μέσῃ περιόδῳ πανδημίας ἐξ ἰοῦ ὡσεί στέμματος, 2020.

  

Για την ανάγνωση του βιβλίου του πατήστε διπλό κλικ στον σύνδεσμο:Η Κάθοδος των Βίκινγκς στο Βυζάντιο

 

Φόβος για την αναπότρεπτη εξέγερση, Φεβρουάριος 1821

$
0
0

«[…] να νομίζωμεν εμαυτούς απηλπισμένους, χωρίς να βλέπωμεν διόρθωσιν τινά προς οικονομίαν». Φόβος για την αναπότρεπτη εξέγερση, Φεβρουάριος 1821 – Βαγγέλης Σαράφης στο: «Φόβοι και ελπίδες στα νεότερα χρόνια»,  Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών – Τομέας Νεοελληνικών Ερευνών, Αθήνα, 2017.


 

Τον Φεβρουάριο του 1821 όλα έμοιαζαν έτοιμα για την εξέγερση. Ο «υπόκωφος ήχος της επανάστασης» δυνάμωνε και η έκρηξή της δεν θα αργούσε·[1] «η Πελοπόννησος όλη υπόκωφα εσείετο», θα γράψει αργότερα στα απομνημονεύματά του ο Φωτάκος.[2] Μέσα σε αυτό το κλίμα οι προσδοκίες των ανθρώπων καλλιεργούνταν· «ό,τι άκουαν οι Έλληνες περί της ελευθερίας το επίστευαν και εφαρμόσθη η κοινή παροιμία να μου λέγης ό,τι αγαπώ και το πιστεύω».[3] Παράλληλα, όμως, αυτή η αίσθηση του αναπότρεπτου ενίσχυε και το αίσθημα φόβου σε όσους αμφισβητούσαν την επιτυχία του εγχειρήματος.[4]

Με το παρόν άρθρο θα επιχειρηθεί να εντοπιστεί, μέσα από μία περίπτωση, το αίσθημα φόβου, να συνδεθεί με τα αίτια που το γεννούσαν και, κυρίως, να συσχετισθεί με τη δράση των υποκειμένων· να ειδωθεί δηλαδή σε σχέση με τους σχεδιασμούς, τις επιλογές και τις πράξεις συγκεκριμένων ανθρώπων μέσα σε αυτή την ταραγμένη περίοδο. Βάση της μελέτης αποτελεί μία επιστολή, που βρίσκεται στο αρχείο της οικογένειας των ισχυρών προεστών του Άργους, Περούκα, το οποίο απόκειται στο Αρχείο Ιστορικών Εγγράφων της Ιστορικής Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος.[5] Η επιστολή αυτή – ανυπόγραφη, αχρονολόγητη και κρυπτογραφική – εντοπίστηκε, αποκρυπτογραφήθηκε και εκδόθηκε στο περιοδικό Πελοποννησιακά (1986) από τον ιστορικό Αθανάσιο Φωτόπουλο.[6]

 

Άποψη του Άργους (View of Αrgos), 1829 – Guillaume Abel Blouet (Γκιγιώμ Μπλουέ).

 

Πριν προχωρήσουμε στο περιεχόμενο της επιστολής, θα επιχειρήσουμε να προσδιορίσουμε τον χρόνο σύνταξής της και κυρίως τον συντάκτη και τον παραλήπτη. Στη σχολιασμένη έκδοσή της έχει υποστηριχθεί πως έχει συνταχθεί στα μέσα Φεβρουαρίου του 1821, λίγο πριν από την πρόσκληση που απηύθυνε ο οθωμανός καϊμακάμης προς τους χριστιανούς προεστούς και αρχιερείς της Πελοποννήσου να συγκεντρωθούν στην Τριπολιτσά.[7] Ενδεχομένως θα πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε την ημερομηνία σύνταξής της λίγες ημέρες αργότερα, μετά από την κοινοποίηση της πρόσκλησης· «Τι λοιπόν να κάμωσιν και αυτοί δεν ηξεύρουσι· σημείον αυτό προφανές ότι είναι ζαλισμένοι και πάσχουσι με διαφόρους τρόπους να βάλωσι τους προεστώτας εις Τριπολιτζάν». Η παραπάνω φράση υποδηλώνει τη γνώση από τον συντάκτη της πρόσκλησης, ενώ γνώριζε και τις προηγούμενες διαβουλεύσεις των Οθωμανών.[8] Το αίσθημα φόβου εύλογα θα είχε ενταθεί μπροστά στην κινητοποίηση της οθωμανικής διοίκησης.

Όσον αφορά στον αποδέκτη της επιστολής, ο εκδότης της έχει σωστά υποστηρίξει πως ήταν ο Δημήτριος Περούκας, καθώς ο τόπος αποστολής ήταν η Κωνσταντινούπολη. Ο Δημήτριος Περούκας ήταν απεσταλμένος στην Κωνσταντινούπολη ως βεκίλης του βιλαετιού Άργους από το 1812 κ.ε.[9] Στις αρχές του 1821 διέφυγε από την Κωνσταντινούπολη,[10] ένα χρόνο περίπου αργότερα βρισκόταν στην Πίζα,[11] ενώ το 1824 τον εντοπίζουμε στη Ζάκυνθο, από όπου μετέβη στην Κέρκυρα και από εκεί στην Αγκώνα και τη Γενεύη.[12] Στην επαναστατημένη Πελοπόννησο, στην πόλη του Άργους, επέστρεψε στα 1826.[13] Έκτοτε φύλασσε εκεί το οικογενειακό αρχείο – μαζί με το προσωπικό του – έως τα 1851, οπότε και δολοφονήθηκε στην πατρική του οικία.[14]

Σχετικά με τον αποστολέα της επιστολής δεν μπορούμε παρά μόνο να διατυπώσουμε εικασίες. Χωρία της επιστολής υποδεικνύουν κάποια χαρακτηριστικά του συντάκτη – «Κατά τας 25 Δεκεμβρίου σας έγραφον εκτεταμένως μέσον Άργους – κατά τας 11 Ιανουάριου κατ’ ευθείαν απ’ εδώ […] κατά τας 12 ιδίου μέσον Τριπολιτσάς […] έλειπον εις Βοστίτζαν […] απέρασεν [ο Παπαφλέσσας] εις Άργος, Κόρινθον και ήλθεν εις Καλάβρυτα». Ο συντάκτης, λοιπόν, φαίνεται να είχε συχνή επικοινωνία με τον Δημήτριο Περούκα, ενώ ταυτόχρονα μετακινείτο μεταξύ Άργους, Τριπολιτσάς, Καλαβρύτων και Βοστίτσας. Άτομα που συγκέντρωναν τέτοια χαρακτηριστικά θα μπορούσαν να είναι πρόσωπα του στενού οικογενειακού κύκλου, όπως ο προεστός Κερπινής, Δημητράκης Ζαΐμης, γαμβρός και συνεργάτης των αδελφών Περούκα[15] ή ο Χαραλάμπης Περούκας, ο νεότερος από την τελευταία γενιά της οικογένειας,[16] ο οποίος κατοικούσε μόνιμα στην Πάτρα από το 1816, όπου είχε ιδρύσει εμπορικό πρακτορείο, ενώ παράλληλα διηύθυνε και εμπορικό κατάστημα στο Άργος, αναλαμβάνοντας πιθανότατα τη λειτουργία του πατρικού καταστήματος.[17] Επίσης, φαίνεται πως είχε οικονομικές δοσοληψίες στη Βοστίτσα.[18]

Μία φράση της επιστολής περιπλέκει κάπως τον προσδιορισμό του προσώπου του συντάκτη· «Εγώ απεσταλμένος διά να εξακολουθήσω τας διαταγάς σας […] και αγκαλά διότι βλέπων το ανοικονόμητον του Άργους απερνώ εις τα εκείσε διά να βαστάξω την αλληλογραφίαν των Υδροπετζιωτών». Είναι πιθανό ο συντάκτης της επιστολής να ήταν κάποιος έμπιστος γραμματικός. Σε κάθε περίπτωση πάντως, ο αποστολέας εντοπίζεται στον στενό κύκλο της οικογένειας.

Η επιστολή αποτελεί ένα είδος έγγραφης αναφοράς – ενημέρωσης του βεκίλη Δημητρίου Περούκα. Ο συντάκτης της είναι γνώστης των πολιτικών πραγμάτων στην Πελοπόννησο, καθώς και όσων συνέβαιναν στην Ήπειρο. Αναφέρεται στην άφιξη του αρχιμανδρίτη Γρηγορίου Δικαίου στην Πελοπόννησο, παραθέτει το δρομολόγιό του έως τη Βοστίτσα (Σπέτσες – Άργος – Κόρινθος – Καλάβρυτα), γνωρίζει όσα συνέβησαν στη συνέλευση της Βοστίτσας και μας πληροφορεί για τις προσπάθειες ορισμένων προεστών να προχωρήσουν σε στρατολόγηση ανδρών. Ακόμη πληροφορεί τον Περούκα για τα σχέδια αποχώρησης κάποιων προεστών και αρχιερέων από την Πελοπόννησο, όταν θα ξέσπαγε η εξέγερση. Κυρίως, όμως, αποδίδει, σε ορισμένα σημεία αρκετά γλαφυρά, το κλίμα έντασης που επικρατούσε ένα μήνα πριν από την Επανάσταση.

Ας δούμε τα σημεία ένα- ένα. Κατ’ αρχήν ας σημειωθεί ότι γνώριζε αρκετά σχετικά με τη συνέλευση. Αναφέρεται στα πρόσωπα που συμμετείχαν: ο Παλαιών Πατρών, ο Χριστιανουπόλεως και Κερνίτζης, ο Σωτήριος Χαραλάμπης, ο Ασημάκης Ζαΐμης και οι λοιποί Καλαβρυτινοί προεστοί.[19] Η γνώση αυτή μπορεί να μας υποψιάσει πως και ο ίδιος ανήκε στη Φιλική Εταιρεία· ενισχύεται έτσι η υπόθεση πως συντάκτης ήταν ο Δημητράκης Ζαΐμης ή ο Χαραλάμπης Περούκας, μέλη κι οι δύο της εταιρείας.[20] Γνωρίζει ακόμη για τις αμφιβολίες που εκφράστηκαν σχετικά με τη δυνατότητα των Πελοποννησίων να προσχωρήσουν στην επανάσταση, καθώς επίσης και για το συμπέρασμα της συνέλευσης· «απεδείχθησαν πραγματικαί αι αδυναμίαι του Μορέως και είδον προφανέστατα το σφάλμα το οποίον έκαμον [τη στρατολόγηση], αλλά παρακαίρως…».[21]

Δεν παραλείπει να σχολιάσει τη δράση του Γρηγόριου Δικαίου και ορισμένων προεστών, οι οποίοι κατά τη γνώμη του δρούσαν επιπόλαια και βιαστικά· «ο κυρ- Ανδρέας Ζαΐμης και Σωτήριος Θεοχαρόπουλος, αφού έλαβον ειδήσεις μερικάς από αυτόν [τον Δικαίο], χωρίς να κρίνωσι τα πράγματα είτε αλόγω φιλοτιμία παρακινηθέντες, δεν περιέμενον να ακούσωσι τας γνώμας των μεγαλυτέρων, αλλά απέστειλον εις όλα τα μέρη του Μορέως ζητούντες να καταγράφωσι ανθρώπους κοινοποιούντες το μυστήριον και φιλοτιμηθέντες όποιος να κάμη περισσοτέρους» και «αυτοί από το μέρος των Καλαβρύτων, ο Λόντος από την Βοστίτζαν και ο Κανέλλος από την Καρύταιναν, ακρίτως εναγκαλισθέντες τας διαταγάς Δικαίου, εκίνησαν την στρατολογίαν, ήτις έφερε αυτών την ήδη διατρέχουσαν κατάστασιν ενταύθα». Το μένος του, όμως, κατευθύνεται κυρίως στον Δικαίο, καθώς θεωρείται ο κύριος υπαίτιος γι’ αυτήν την κατάσταση· «Και ανάθεμα τον Δικαίον οπoύ ήλθεν ενταύθα, διότι εκείνου ελλείποντος τα πράγματα ήθελε οικονομηθώσι κάλλιστα».

Πέρα από τα ανωτέρω, μέσα από δύο χωρία αποδίδεται το γενικότερο κλίμα στην Πελοπόννησο στις αρχές του 1821· «Τι το όφελος όμως αδελφέ, οπού η στρατολογία την οποίαν εζήτησαν να κάμωσι οι προρρηθέντες εκίνησε τα πνεύματα των μικρών εις την αποστασίαν και δεν μένει ελπίς να ησυχάσωμεν· μάλιστα οπού τώρα έπεσον όλα εις ακοάς των Τούρκων και έλαβον υπονοίας μεγάλας […] Το κακόν όμως είναι προπαντός οπού τα μικρά παιδία φωνάζουσι εις τα σοκάκια την αποστασίαν και πλέον οι Τούρκοι επήραν μέτρα».

Η περιγραφή είναι σαφής: το μυστικό είχε σχεδόν αποκαλυφθεί· η εξέγερση ή η προληπτική αντίδραση της οθωμανικής διοίκησης εμφανίζονταν αναπότρεπτες πια. Το αναπότρεπτο δημιουργεί ένα αίσθημα φόβου στον επιστολογράφο ή, για να μείνουμε κοντά στα γραφόμενά του, τον οδηγεί σε απελπισία· «και δεν μένει ελπίς να ησυχάσωμεν […] Αυταί λοιπόν αι υπόνοιαι αναγκάζουσι ημάς να νομίζωμεν εμαυτούς απηλπισμένους, χωρίς να βλέπωμεν διόρθωσιν τινά προς οικονομίαν […] καθώς τα πράγματα κατήντησαν είναι αδύνατον διά να ελπίσωμεν ζωήν».

Μπροστά στις αναπότρεπτες εξελίξεις ο επιστολογράφος περιγράφει ένα σχέδιο σωτηρίας. Αρχικά περιλάμβανε την αποχώρηση των προεστών και των αρχιερέων από την Πελοπόννησο και τη μετάβασή τους στην Ύδρα ή στις Σπέτσες. Ύστερα θα έστελναν αναφορές στον σουλτάνο, παρουσιάζοντας την κακή κατάσταση των ραγιάδων της Πελοποννήσου, ενώ ταυτόχρονα θα αιτούνταν άδεια να κατοικήσουν σε συγκεκριμένο τόπο, τον οποίο εκείνος θα τους υποδείκνυε και, όταν τα πράγματα θα ήταν έτοιμα, θα προωθούσαν την εξέγερση. Το σχέδιο αυτό μας είναι γνωστό κι ο ίδιος ο συντάκτης το αποδίδει στον Παλαιών Πατρών Γερμανό.[22]

Στη συνέχεια θα επιχειρηθεί να συσχετισθεί το ρητό αίσθημα φόβου με τη δράση της οικογένειας Περούκα κατά τους πρώτους επαναστατικούς μήνες. Πριν, ωστόσο, θα αναφερθώ σε ένα μικρό επεισόδιο, που χρονολογείται τον Δεκέμβριο του 1820, το οποίο, κατά τη γνώμη μου, έχει κάποια σημασία, καθώς αναδεικνύει τη γενικότερη στάση των Περούκα αυτήν την περίοδο. Αμέσως μετά την άφιξή του στην Πελοπόννησο, ο Δικαίος είχε συνάντηση με μέλη της Φιλικής Εταιρείας στο Άργος, τον προεστό Ιωάννη Περούκα και τον επίσκοπο Ναυπλίας και Άργους Γρηγόριο. Η συνάντηση έγινε σε πολύ άσχημο κλίμα και ο Δικαίος αναχώρησε από το Άργος· «αμυδρώς πως εννόησεν επιβουλήν ομιλών μετά των αδερφών Περουκαίων», σχολίαζε αργότερα ο Φωτάκος στη βιογραφία του Παπαφλέσσα.[23]

Ας μεταφερθούμε στον Μάρτιο του 1821. Ο τρόπος με τον οποίο εξερράγη η επανάσταση στην πόλη του Άργους, καθώς και τα όσα συνέβησαν τους πρώτους μήνες στην περιοχή, επιβεβαιώνουν τη μη ενεργό συμμετοχή της οικογένειας στην επαναστατική προπαρασκευή. Μολονότι τον Μάρτιο του 1821 στην Πελοπόννησο υπήρχε ένας επαναστατικός μηχανισμός σε ετοιμότητα, ο οποίος εκτός των άλλων μαρτυρείται και από τη σχεδόν ταυτόχρονη έκρηξη της επανάστασης σε πολλά σημεία,[24] η έκρηξη της εξέγερσης στο Άργος περιγράφεται μάλλον ως τυχαία. Με βάση ανώνυμη μαρτυρία πληροφορούμαστε ότι στις 23 Μαρτίου ακούστηκαν πυροβολισμοί στην αγορά του Άργους, οι οποίοι είχαν ριφθεί από κάποιον μεθυσμένο Οθωμανό. Αυτό το τυχαίο γεγονός ήταν αρκετό για να τρομοκρατήσει τους Οθωμανούς της πόλης και να αποσυρθούν στο κάστρο του Ναυπλίου. Όταν στις 27 Μαρτίου επέστρεφαν, για να μεταφέρουν τις οικογένειες των χριστιανών προεστών στο Ναύπλιο με πρόσχημα την ασφάλειά τους, αντιμετώπισαν ένοπλους στη Δαλαμανάρα.[25] Παρά τον ανεκδοτολογικό χαρακτήρα της μαρτυρίας, αναδεικνύεται η αναντιστοιχία με την ετοιμότητα για εξέγερση, όπως αυτή παρατηρείται σε άλλες περιοχές.

Σταματέλος Αντωνόπουλος με τη χαρακτηριστική ενδυμασία των προυχόντων. Φοράει τζουμπέ και στο κεφάλι σφαιροειδές κάλυμμα.

Όταν ξέσπασε η επανάσταση, ο Ιωάννης Περούκας βρισκόταν στην Τριπολιτσά συμμορφούμενος με την πρόσκληση του καϊμακάμη. Στη θέση του προεστού τον υποκαθιστούσε ο γηραιός πατέρας του και πρώην προεστός Νικόλαος.[26] Η στάση του Νικόλαου και του συμπέθερού του, Θεοδωράκη Βλάση,[27] κατά τις πρώτες ημέρες της Επανάστασης, έδωσε τη δυνατότητα σε τοπικούς αντίπαλους της οικογένειας να την υπονομεύσουν. Ηγετικές φυσιογνωμίες αναδείχθηκαν οι Σταματέλος Αντωνόπουλος,[28] Νικόλαος Σπηλιωτόπουλος και Αθ. Καϋμένος ή Ασημακόπουλος. Τις πρώτες εβδομάδες της Επανάστασης συγκροτήθηκαν σε διάφορα μέρη της Πελοποννήσου οιονεί διοικητικά όργανα με στόχο την αντιμετώπιση της νέας πραγματικότητας, την εξυπηρέτηση αναγκών που το καθεστώς πολέμου επέβαλλε: τον εφοδιασμό, τη στρατολόγηση, το συντονισμό δράσης, τη διεύθυνση των ενόπλων.[29]

 Στο Άργος συγκροτήθηκαν δύο τέτοια, ανταγωνιστικά μεταξύ τους, διοικητικά όργανα. Οι αντίπαλοι των Περούκα ίδρυσαν το «κονσολάτο του Άργους» με στόχο να αναλάβουν τη διεύθυνση των επαναστατών· ήταν εξάλλου εκείνοι που οδήγησαν τους πρώτους ενόπλους στη θέση Δαλαμανάρα στις 27 Μαρτίου. Οι Περούκας και Βλάσης, σε μία προσπάθεια να αντιδράσουν, ίδρυσαν την «καγκελαρία του Άργους».[30] Παράλληλα, προσπάθησαν να καλέσουν ενόπλους από χωριά της περιοχής των Καλαβρύτων,[31] για να αντιμετωπίσουν το κονσολάτο. Η οικογένεια, ωστόσο, απομακρύνθηκε από την πόλη μετά τις κατηγορίες των μελών του κονσολάτου για προδοτική στάση.[32] Η οικογένεια Περούκα, τελικά, κατόρθωσε να επανακάμψει τον Ιούνιο του 1821, όταν ο Χαραλάμπης διορίστηκε τοπικός έφορος από την Πελοποννησιακή Γερουσία με την υποστήριξη των Σπετσιωτών προεστών.[33]

Η στάση των Περούκα – Βλάση έχει ήδη επιχειρηθεί να ερμηνευθεί από τον Φωτάκο: πίστευαν πως η Επανάσταση δεν θα ευδοκιμούσε.[34] Η πεποίθηση αυτή ένα μήνα πριν από την έκρηξη διατυπώνεται στην επιστολή, εξηγώντας την απελπισία του συντάκτη: «Το να κινηθώμεν, βλέπομεν την αδυναμίαν μας, οπού ούτε κανένα τουφέκι δεν έχομεν».

Τι είναι, όμως, αυτό που διαμορφώνει αυτήν την πεποίθηση και προκαλεί τον συνακόλουθο φόβο στους αδελφούς Περούκα; Τι είναι εκείνο που πραγματικά φοβούνται; Στο σημείο αυτό θα διατυπώσω μία υπόθεση προς διερεύνηση. Γνωρίζουμε ήδη πως οι Περούκα είχαν αποκτήσει ισχύ μετά την εκτέλεση του Ιωάννη Δεληγιάννη (1816), όταν το πλήγμα στην ηγετική αυτή οικογένεια έδωσε τη δυνατότητα να αναμορφωθούν οι συμμαχίες μεταξύ των προεστών. Μία τέτοια συμμαχία ήταν των Περούκα – Χαραλάμπη – Φωτήλα, στην οποία φαίνεται να πρόσκειντο και οι Ανδρέας Νοταράς και Παναγιώτης Κρεββατάς.[35]

Υπό διερεύνηση μένει το πότε και εάν διερράγη η συμμαχία μεταξύ των Περούκα και των Χαραλάμπη – · πάντως η αναφορά στην επιστολή στους Καλαβρυτινούς προεστούς ως ενιαία ομάδα («Αυτοί από το μέρος των Καλαβρύτων…») υποδεικνύει πως πρέπει να ερευνηθεί αυτό το ενδεχόμενο.[36]

Η ισχυροποίηση της οικογένειας μετά το 1816 προϋπέθετε στενότερη σύνδεση με τους οθωμανούς αγιάνηδες.[37] Πράγματι οι Περούκα είχαν ενταχθεί στο δίκτυο του πανίσχυρου Κιαμήλ μπέη, ένα δίκτυο συγκροτημένο στη βάση του συστήματος υπάλληλων εκμισθώσεων των φορολογικών προσόδων (iltizam).[38] Ας σημειωθεί εδώ πως από την επεξεργασία των χρεωστικών ομολογιών του βιλαετιού Άργους έχουν αναδειχθεί οι σχέσεις συνεργασίας με τον Αλή μπέη του Άργους, στενό και ισχυρό φίλο του Κιαμήλ μπέη, και με τον υιό του Νουμάν μπέη, αλλά και με συγγενείς του Κιαμήλ: τους Ζουλφικάρ μπέη, Ιζέτ μπέη και Ισούφ μπέη.[39] Οι Οθωμανοί αυτοί παρείχαν πιστώσεις στο «κοινό» του βιλαετιού Άργους, και, παράλληλα, οι αδελφοί Περούκα υπεκμίσθωναν τις φορολογικές προσόδους και δάνειζαν τα λοιπά χωριά του βιλαετιού. Η οικονομική αυτή σχέση εμφανίζεται και στο πολιτικό πεδίο. Ο Κιαμήλ μπέης στα 1818 είχε στείλει απεσταλμένο στην Υψηλή Πύλη με σκοπό την απομάκρυνση των υιών Δεληγιάννη από την Κωνσταντινούπολη. Τελικώς, επετεύχθη η ανάκληση των δύο εκ των τριών ύστερα από τη συνεργασία με τους Δημήτριο Περούκα και Θάνο Κανακάρη.[40]

Η θέση τους μέσα στο δίκτυο έως ένα βαθμό εξηγεί την πεποίθηση για την αποτυχία και κυρίως τον φόβο τους μπροστά σε αυτό που έβλεπαν να έρχεται. Η ισχυρή τους θέση βρισκόταν σε εξάρτηση με την ισχύ του δικτύου του Κιαμήλ. Η ενδεχόμενη ανατροπή του θα αμφισβητούσε τη δυνατότητα επιρροής τους. Ακόμη κι αν αποτύγχανε η εξέγερση, η θέση τους στο δίκτυο του Κιαμήλ θα ετίθετο πάλι σε αμφισβήτηση.[41] Η εμπειρία των Ορλωφικών και της καταστροφής πολλών οικογενειών προεστών δεν ήταν μακρινή.[42] Γι’ αυτό τον λόγο προέκριναν ως λύση τη φυγή· έτσι οι ίδιοι θα εμφανίζονταν πιστοί στην οθωμανική εξουσία και μετά την κατάπνιξη της εξέγερσης, την οποία θεωρούσαν βέβαιη, θα μπορούσαν να διεκδικήσουν ξανά τη θέση τους.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Η γνωστή φράση του Victor Hugo, που έχει χρησιμοποιηθεί επιλογικά από τον Eric J. Hobsbawm, αποδίδει ικανοποιητικά το κλίμα στην Πελοπόννησο την τελευταία προεπαναστατική περίοδο, Eric J. Hobsbawm, Η Εποχή των Επαναστάσεων, 1789-1848, μτφρ. Μαριέττα Οικονομοπούλου, Αθήνα, Μ.Ι.Ε.Τ., 62008, σ. 431· μία γλαφυρή και, νομίζω, αξιόπιστη περιγραφή αυτού του κλίματος βλ. στο Φώτιος Χρυσανθόπουλος, Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, Αθήνα 1858, σ. 7-13.

[2] Χρυσανθόπουλος, Απομνημονεύματα, 1858, σ. 7.

[3] Στο ίδιο, σ. 9.

[4] Ο Φωτάκος πάλι: «Παντού έβλεπες κίνησιν και συνάμα φόβον και χαράν διά το άρχισμα της επαναστάσεως», στο ίδιο, σ. 14.

[5] Το Αρχείο Περούκα δυστυχώς είναι μερικώς ταξινομημένο και καταλογογραφημένο, βλ. σχετικές με το αρχείο πληροφορίες στο Ηλ. Γιαννικόπουλος, «Το Αρχείο Περρούκα του Άργους», Πρακτικά του Γ΄ Τοπικού Συνεδρίου Αργολικών Σπουδών (Ναύπλιο 18-20 Φεβρουαρίου 2005), Αθήνα, 2006, σ. 333-350· βλ. ακόμη Ευτυχία Λιάτα, Αργεία γη: Από το τεριτόριο στο βιλαέτι (τέλη 17ου-αρχές 19ου αι.), Αθήνα, ΚΝΕ/ΕΙΕ, 2003, σ. 69-70.

[6] Για τις ανάγκες του παρόντος κειμένου χρησιμοποιήθηκε η έκδοση της αποκρυπτογραφημένης επιστολής χωρίς αντιπαραβολή με το κρυπτογραφικό πρωτότυπο, βλ.  Αθ. Θ. Φωτόπουλος, «Τα πολιτικά της Πελοποννήσου στις παραμονές του Αγώνα: (ανέκδοτη επιστολή του Αρχείου Περούκα)», Πελοποννησιακά 16 (1985-1986), σ. 579-589· για τις κρυπτογραφικές επιστολές του αρχείου της οικογένειας βλ. ακόμη Αναστασία Κυρκίνη- Κούτουλα, Η Οθωμανική διοίκηση στην Ελλάδα: Η περίπτωση της Πελοποννήσου, (1715-1821), Αθήνα, Αρσενίδης, 1996, σ. 213.

[7] Η πρόσκληση προς τους χριστιανούς προεστούς εστάλη γύρω στα μέσα του Φεβρουαρίου, βλ. Διον. Α. Κόκκινος, Η Ελληνική Επανάστασις, τ. 1, Αθήνα, Μέλισσα, 51967, σ. 172· Απ. Ε. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού. Η μεγάλη Ελληνική Επανάσταση (1821- 1829), τ. 5, Θεσσαλονίκη, χ.ε., 1980, σ. 326· βλ. τη μαρτυρία του απομνημονευματογράφου Φωτάκου στο Χρυσανθόπουλος, Απομνημονεύματα, 1858, σ. 14· πρβλ. τη μαρτυρία του Κανέλλου Δεληγιάννη, Απομνημονεύματα, στη σειρά Εμμ. Πρωτοψάλτης (επιμ.), Απομνημονεύματα Αγωνιστών του ’21, τ. 16, Αθήνα, Γ. Τσουκαλάς, 1957, σ. 117-118.

[8] «Προ ημερών οι εν Τριπολιτζά έκαμον διαφόρους συνελεύσεις», Φωτόπουλος, «Πολιτικά της Πελοποννήσου», σ. 585.

[9] Αθ. Θ. Φωτόπουλος, Οι Κοτζαμπάσηδες της Πελοποννήσου κατά τη Δεύτερη Τουρκοκρατία (1715-1821), Αθήνα, Ηρόδοτος, 2005, σ. 73. Πληροφορίες σχετικά με τον Δημήτριο Περούκα βλ. στο Γιαννικόπουλος, «Αρχείο Περρούκα», σ. 335· βλ. και Λιάτα, Αργεία γη, σ. 54.

[10] Οι Δημήτριος Περούκας και Θάνος Κανακάρης για κάποιο διάστημα κρύβονταν μέχρι την τελική διαφυγή τους από την οθωμανική πρωτεύουσα, Δεληγιάννης, Απομνημονεύματα, σ. 134· έπειτα φαίνεται πως μετέβησαν στην Πελοπόννησο, βλ. ειδικότερα για τον Θάνο Κανακάρη στο Αναστ. Ν. Γούδας, Βίοι Παράλληλοι των επί της Αναγεννήσεως της Ελλάδος διαπρεψάντων ανδρών, τ. 6, Αθήνα 1874, σ. 315· βλ. και την υπ’ αριθ. 1821/40 επιστολή του Φωκιανού προς τον Εμμανουήλ Ξάνθο (14 Μαΐου 1821 από Ισμαήλιο), όπου μεταξύ άλλων αναφέρεται: «του Μωραίως το πάρσιμον από τους εδικούς μας εστάθη άμα όπου έφθασεν εκεί ο Περούκας και κάποιος άλλος Θάνος» στο Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. 3, Αθήνα, ΙΕΕΕ, 2002, σ. 228, αν και η πληροφορία δεν είναι απόλυτα αξιόπιστη, καθώς είναι έμμεση: ο Φωκιανός φαίνεται πως έλαβε τη σχετική πληροφόρηση από κάποιον Νάζο, ο οποίος έφτασε στο Ισμαήλιο από την Κωνσταντινούπολη την 1η Μαΐου.

[11] Εμμ. Πρωτοψάλτης (επιμ.), Ιγνάτιος μητροπολίτης Ουγγροβλαχίας (1766-1828), τ. 4, τχ. 2: Αλληλογραφία, Πολιτικά Υπομνήματα, Λόγοι, Σημειώματα περί Ιγνατίου, Αθήνα, Ακαδημία Αθηνών, 1961, σ. 141· Εμμ. Πρωτοψάλτης (επιμ.), Ιστορικόν Αρχείον Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου: έγγραφα των ετών 1803-1822, τ. 5, τχ. 1, Αθήνα, Ακαδημία Αθηνών, 1963, σ. 134.

[12] Για την εμπλοκή του Δημητρίου Περούκα στην υπόθεση του πρώτου εθνικού δανείου και τη δράση του σε πόλεις εκτός της επαναστατημένης χώρας, βλ. Αναστ. Δ. Λιγνάδης, «Το πρώτον δάνειον της Ανεξαρτησίας», αδημ. διδ. διατριβή, Αθήνα, ΕΚΠΑ, 1970, σ. 29-30 και σ. 243-246· βλ. και Δέσποινα Κατηφόρη, «Η Επανάσταση κατά το 1824: Τα πολιτικά γεγονότα ως τον Ιούνιο», στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. 12, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1975, σ. 326, όπου τονίζεται η σχέση του με το κόμμα του Κολοκοτρώνη.

[13] Γιαννικόπουλος, «Αρχείο Περρούκα», σ. 335· η πληροφορία όμως δεν τεκμηριώνεται. Βλ. και Αμβρ. Φραντζής, Η επιτομή της ιστορίας της αναγεννημένης Ελλάδος: Αρχομένη από του έτους 1715 και λήγουσα το 1837, Αθήνα 1839, σ. 107, όπου αναφέρει πως ο Δημ. Περούκας βρισκόταν σε ευρωπαϊκές χώρες έως τα 1828· ο Λιγνάδης αναφέρει πως ο Περούκας το 1823 βρισκόταν στην Πελοπόννησο, Λιγνάδης, «Το πρώτον δάνειον της Ανεξαρτησίας», σ. 106.

[14] Δημ. Κ. Βαρδουνιώτης, Η καταστροφή του Δράμαλη: ιστορική μελέτη, Τρίπολη, χ.ε., 1913, σ. 259.

[15] Ο Δημητράκης Ζαΐμης είχε νυμφευτεί την Ευδοκία Περούκα, Φωτόπουλος, Κοτζαμπάσηδες, σ. 152.

[16] Από την τριάδα των υιών του Νικολή Περούκα – Ιωάννη, Δημητρίου και Χαραλάμπη- γνωρίζουμε την ακριβή ηλικία μόνο του Χαραλάμπη, καθώς αυτή αναγράφεται στον κατάλογο των μελών της Φιλικής Εταιρείας: στα 1819 ήταν 26 ετών Βαλ. Γ. Μέξας, Οι Φιλικοί: κατάλογος των μελών της Φιλικής Εταιρείας εκ του αρχείου Σέκερη, Αθήνα, χ.ε., 1937, σ. 66.

[17] Martha Pylia, «Les notables moreotes, fin du XVIIe – debut du XIXe siecle fonc- tions et comportements», αδημ. διδ. διατριβή, Lille, Atelier national de Reproduction des Theses, 2003, o. 228· Γιαννικόπουλος, «Αρχείο Περρούκα», σ. 335. Σε έγγραφο ανώνυμου συντάκτη αναφέρεται πως κατά τις ημέρες της έκρηξης της Επανάστασης λεηλατήθηκαν δύο καταστήματα στην πόλη του Άργους από τους Οθωμανούς, από τα οποία το ένα ανήκε στον Χαραλάμπη Περούκα, βλ. έγγρ. υπ’ αριθ. 559 στο Τάσος Γριτσόπουλος και Κ. Λ. Κοτσώνης (επιμ.), «Αργολικόν Ιστορικόν Αρχείον (1791-1878)», Πελοποννησιακά 20 (1993- 1994), σ. 473· το ίδιο έγγραφο είχε δημοσιευτεί αυτοτελώς στις αρχές του 20ού αι., βλ. Δημ. Κ. Βαρδουνιώτης, «Η επανάστασις εν Άργει», Αργειακόν Ημερολόγιον 1 (1910), σ. 227-228.

[18] Στέφ. Δραγούμης (επιμ.), Ιστορικόν Αρχείον του στρατηγού Ανδρέα Λόντου (1789-1847), τ. 1: (1789-1823), Αθήνα 1914, σ. 37.

[19] Μία συστηματική προσπάθεια εξακρίβωσης όσων έλαβαν μέρος στη συνέλευση βλ. στο Τάσος Γριτσόπουλος, «Η εις Βοστίτζαν μυστική συνέλευσις των Πελοποννησίων ηγετών (26-29 Ιαν. 1821)», Μνημοσύνη 4 (1972-1974), σ. 36· ακόμη αναφέρεται μόνο από τον Ιω. Φιλήμονα πως συμμετείχε και ο Χαραλάμπης Περούκας, βλ. Φιλήμων, Δοκίμιον ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρίας, Ναύπλιο 1834, σ. 355, πληροφορία που πρέπει να θεωρηθεί αβάσιμη, καθώς οπωσδήποτε θα αναφερόταν στην επιστολή· βλ. και Φραντζής, Επιτομή ιστορίας, τ. 1, σ. 95, όπου διαψεύδει ρητά την παρουσία του Χαραλάμπη Περούκα στη συνέλευση.

[20] Μυήθηκαν την ίδια μέρα, την 20ή Δεκεμβρίου 1819, από τον ίδιο απόστολο, τον Ιωάννη Παπαρρηγόπουλο, Μέξας, Φιλικοί, σ. 66· ας σημειωθεί εδώ πως ο παραλήπτης της επιστολής Δημήτριος Περούκας δεν ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας, ενώ ο επίσης βεκίλης Θάνος Κανακάρης μυήθηκε μόλις την 5η Φεβρουαρίου 1821, δηλαδή περίπου ένα μήνα πριν την τελική διαφυγή του από την οθωμανική πρωτεύουσα και ενώ ήταν ήδη φυγάς.

[21] Βλ. ακόμη στο Γερμανός μητροπολίτης Παλαιών Πατρών, Απομνημονεύματα: επιγραφόμενα απομνημονεύματα τινά της κατά του τυράννου των Ελλήνων οπλοφορίας, και τινών πολιτικών συμβεβηκότων εν Πελοποννήσω κατά την πρώτην της διοικήσεως περίοδον, Δημ. Γρ. Καμπούρογλου (επιμ.), Αθήνα,³  1900, σ. 24, όπου καταγράφονται οι ίδιες σκέψεις για το εγχείρημα της Επανάστασης. Τις ίδιες ανησυχίες σχετικά με τις ελλείψεις σε εφόδια είχε εκφράσει και ο Ιωάννης Ορλάνδος σε συζήτησή του με τον Οθωμανό Mîr Yusuf el-Moravî (Οκτώβριος 1822), βλ. Σοφία Λαΐου, «Η Ελληνική Επανάσταση στην Πελοπόννησο σύμφωνα με την περιγραφή ενός ντόπιου οθωμανού λογίου», Πέτρ. Πιζάνιας (επιμ.), Η Ελληνική Επανάσταση του 1821: ένα ευρωπαϊκό γεγονός, Αθήνα, Κέδρος, 32009, 314.

[22] Γερμανός, Απομνημονεύματα, σ. 25· Φωτόπουλος, «Πολιτικά της Πελοποννήσου» όπου το χωρίο: «αφού λοιπόν αυτά χθες και σήμερον μετά του Δέσποτα εσκέφθημεν», ο Φωτόπουλος λανθασμένα καταλαβαίνει πως πρόκειται για συνεννοήσεις με τον μητροπολίτη Ναυπλίας και Άργους Γρηγόριο· βλ. ακόμη στο Λαΐου, «Η Επανάσταση στην Πελοπόννησο», σ. 314, αντίστοιχους σχεδιασμούς των Υδραίων για διαφυγή προς ευρωπαϊκές χώρες, κατά τη μαρτυρία του Ορλάνδου.

[23] Φώτιος Χρυσανθόπουλος, Βίος του παπά Φλέσα, Αθήνα 1858, σ. 13· Κόκκινος, Ελληνική Επανάστασις, τ. 1, σ. 165, όπου θεωρείται πως ο Ιωάννης Περούκας δρούσε κατόπιν συνεννόησης με τους υπόλοιπους προεστούς της Πελοποννήσου, χωρίς ωστόσο τεκμηρίωση.

[24] Βασ. Παναγιωτόπουλος, «Η έναρξη του Αγώνα της Ανεξαρτησίας στην Πελοπόννησο. Μία ημερολογιακή προσέγγιση», τ. 3, Πρακτικά του Στ΄ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών. Τρίπολις 24-29 Σεπτεμβρίου 2000, Αθήνα, Εταιρεία Πελοποννησιακών Σπουδών, 2001, σ. 449-461.

[25] Έγγρ. υπ’ αριθ. 559, Γριτσόπουλος και Κοτσώνης, «Αργολικό Αρχείο», σ. 473.

[26] Ιω. Ερν. Ζεγκίνης, Το Άργος διά μέσου των αιώνων, Θεσσαλονίκη, Αφοί Νικολόπουλου, 1948, σ. 135· Έφη Αλλαμανή, «Έναρξη της Επαναστάσεως στην Ελλάδα. Εξάπλωση και τοπική επικράτησή της», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. 12, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1975, σ. 81.

[27]  Η οικογένεια Βλάση είλκε την καταγωγή της από την Κοτίτσα Λακωνίας, η οποία καταστράφηκε ολοσχερώς την περίοδο των Ορλωφικών, και επομένως η μετάβαση της οικογένειας στο Άργος χρονολογείται μετά τα 1770, βλ. Φωτόπουλος, Κοτζαμπάσηδες, σ. 100.

[28] Για τον Σταματέλο Αντωνόπουλο έχει εκδοθεί μία βιογραφία από τον εγγονό του, βλ. Σταμ. Αντωνόπουλος, Σταματέλος Σπηλ. Αντωνόπουλος: βιογραφούμενος υπό του εγγονού αυτού, Αθήνα 1918, η οποία, παρά τον εξωραϊσμό του οικογενειακού παρελθόντος και την ηρωοποίηση του προγόνου, προσφέρει χρήσιμες πληροφορίες για την περίοδο.

[29] Γεωργ. Δ. Δημακόπουλος, «Η διοικητική οργάνωσις κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν, 1821-1827: Συμβολή εις την ιστορίαν της ελληνικής διοικήσεως», αδημ. διδ. διατριβή, Αθήνα, Πάντειος, 1966, σ. 39-44· βλ. και την ανάλυση του Gunnar Hering σχετικά με τις νέες πραγματικότητες και τις συνέπειές τους, που ο πόλεμος είχε επιβάλει, G. Hering, Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936, μτφρ. Θόδωρος Παρασκευόπουλος, τ. 1, Αθήνα, ΜΙΕΤ, 2004, σ. 70-72.

[30] Γενικά για τα γεγονότα του Μαρτίου στο Άργος βλ. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. 5, σ. 353· βλ. και Ζεγκίνης, Άργος, σ. 134-136.

[31] Πρόκειται για ενόπλους των χωριών Χαλκιάνικα και Δουμενά, Χρυσανθόπουλος, Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, Στ. Ανδρόπουλος (επιμ.), Αθήνα 1899, σ. 71. Για τα όρια του βιλαετιού Άργους και την ένταξη σε αυτό συγκροτημάτων που απείχαν σημαντικά βλ. κυρίως Λιάτα, Αργεία γη, σ. 29-33· βλ. ακόμη Όλγα Καραγεώργου – Κουρτζή, «Οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες στη Β.Α. Πελοπόννησο στην εικοσαετία 1800- 1820 (με βάση το αρχείο της οικογένειας Περούκα)», αδημ. διδ. διατριβή, Αθήνα, ΕΚΠΑ, 2000, σ. 2-3· βλ. και Μιχ. Β. Σακελλαρίου, Η Πελοπόννησος κατά την δευτέραν Τουρκοκρατίαν (1715-1821), Αθήνα, Ερμής, 2009, σ. 101, υποσημείωση 4· τα χωριά αυτά μετά την Επανάσταση ανήκαν στον οικείο δήμο τους, Νωνάκριδος και Κερπινής αντίστοιχα βλ. Γεώργ. Παπανδρέου, Καλαβρυτινή Επετηρίς: ήτοι πραγματεία περί της ιστορικής των Καλαβρύτων επαρχίας, Αθήνα 1906, σ. 240 και 304.

[32] Ζεγκίνης, Άργος, 136· βλ. και Λαΐου, «Η Επανάσταση στην Πελοπόννησο», σ. 312, όπου η αναφορά του οθωμανού λογίου Mîr Yusuf el-Moravî, ο οποίος κατοικούσε στην πόλη του Ναυπλίου κατά τα πρώτα δύο έτη της Επανάστασης, σε χριστιανούς του Άργους που «δεν ξέχασαν τα δίκαια του ψωμιού και αλατιού» και σε άλλους που διοργάνωσαν κρυφά την εξέγερση, ενισχύει την άποψη πως οι Περούκα δεν είχαν μετάσχει στην επαναστατική προετοιμασία. Βλ. ακόμη την επιστολή ανωνύμου (2 Μαΐου 1821), η οποία αναφέρει την πληροφορία πως «Ένας κάποιος Περούκκας, πάρα πολύ πλούσιος, δε σκέφτηκε τίποτα άλλο, παρά πώς να γλυτώσει τους θησαυρούς του», Γεώργ. Λάιος, Ανέκδοτες επιστολές και έγγραφα του 1821: ιστορικά δοκουμέντα από τα αυστριακά αρχεία, Αθήνα, Δίφρος, 1958, σ. 104.

[33] Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. 5, σ. 353· Γιαννικόπουλος, «Αρχείο Περρούκα», σ. 335. Από την ίδια την επιστολή φαίνεται πως υπήρχαν σχέσεις με τα νησιά Ύδρα και Σπέτσες: «διά να βαστάξω την αλληλογραφίαν των Υδροπετζιωτών».

[34] Χρυσανθόπουλος, Απομνημονεύματα, 1899, σ. 449.

[35] Η ισχυροποίηση της οικογένειας και η συγκρότηση συμμαχίας κυρίως με τον Σωτήριο Χαραλάμπη έχει ήδη υπογραμμιστεί, βλ. στο Τάκης Α. Σταματόπουλος, Ο εσωτερικός αγώνας: πριν και κατά την επανάσταση του 1821, Αθήνα, Κάλβος, 31979, σ. 136-137· βλ. και στο Τάσος Γριτσόπουλος, «Διαμάχη των κομμάτων Πελοποννήσου διά τον δραγομάνον Θεοδόσιον το 1820», Πελοποννησιακά 10 (1974), σ. 165-171, όπου έχει επισημανθεί η προσπάθεια υπονόμευσης της οικογένειας Δεληγιάννη από τους Περούκα. Μία πληρέστερη ανασύσταση των προεστωτικών ανταγωνισμών γι’ αυτήν την περίοδο βλ. στο Dem. Stamatopoulos, «Constantinople in the Peloponnese: the case of the Dragoman of the Morea Georgios Wallerianos and some aspects of the revolutionary process», Ant. Anastasopoulos και Elias Kolovos (επιμ.), The Ottoman Rule and the Balkans, 1760-1850: Conflict, Transformation, Adaptation. Proceedings of an international conference held in Rethymno, Greece, 13-14 December 2003, Ρέθυμνο, University of Crete-Department of History and Archaeology, 2007, σ. 149-165, όπου πειστικά υποστηρίζεται πως από το 1816 κ.ε. οι προεστωτικοί ανταγωνισμοί σχετικά με τον διορισμό Δραγομάνου του Μορέως οδήγησαν σε μικρότερες ή μεγαλύτερες νίκες των Περούκα.

[36] Μία ένδειξη: τον Σεπτέμβριο του 1820 στην επαρχία Καλαβρύτων υπογράφηκε συνυποσχετικό ομόνοιας μεταξύ των προεστών Σωτήριου Χαραλάμπη, Ανδρέα Ζαΐμη, Δημητράκη Ζαΐμη, Ασημάκη Φωτήλα, Γιάννη Παπαδόπουλου και Σωτήριου Θεοχάρη, βλ. στο Ντίνος Κονόμος, «Ανέκδοτα κείμενα (1816-1820) (από το αρχείο του Σωτήρη Χαραλάμπη)», Πελοποννησιακά 6 (1963-1968), σ. 203· βλ. ακόμη Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. 5, σ. 315.

[37] Για τις καλές σχέσεις του Κιαμήλ μπέη με την οικογένεια Περούκα βλ. κυρίως: Σταματόπουλος, Εσωτερικός αγώνας, τ. 1, 139· και Γριτσόπουλος, «Διαμάχη», σ. 166. Ακόμη,

Κυρκίνη – Κούτουλα, Οθωμανική Διοίκηση, σ. 157-158· Stamatopoulos, «Constantinople in the Peloponnese», σ. 152.

[38] Ενδεικτικά ανάλογα παραδείγματα: Κατερίνα Γαρδίκα, «Δανεισμός και φορολογία στα χωριά της Καρύταινας, 1817-1821», Δελτίο του Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Νεώτερου Ελληνισμού 1 (1998), σ. 67-79· Δημ. Παπασταματίου, «Οικονομικοκοινωνικοί μηχανισμοί και το προυχοντικό φαινόμενο στην οθωμανική Πελοπόννησο του 18ου αιώνα: η περίπτωση του Παναγιώτη Μπενάκη», αδημ. διδ. διατριβή, Θεσσαλονίκη, ΑΠΘ, 2009, κυρίως σ. 129-159· βλ. και σχόλια για τις οικονομικές δραστηριότητες του Παναγιώτη Παπατσώνη στο Σπ. Ι. Ασδραχάς, Βίωση και καταγραφή του οικονομικού: η μαρτυρία της απομνημόνευσης, Αθήνα, ΚΝΕ/ΕΙΕ, 2007, σ. 149-151.

[39] Ευ. Σαράφης, «Κοινοτικός δανεισμός στην προεπαναστατική Πελοπόννησο: η περίπτωση του βιλαετιού Άργους, 1810-1820», μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία, Αθήνα, ΕΚΠΑ, 2015, σ. 61-64.

[40] Φωτόπουλος, Κοτζαμπάσηδες, σ. 83· Martha Pylia, «Conflits politiques et comportements des primats chrétiens en Morée, avant la guerre de l’indépendance», Ant. Anastasopoulos και Elias Kolovos (επιμ.), The Ottoman Rule and the Balkans, σ. 145.

[41] Την αρνητική στάση των Περούκα, όπως και των Νοταρά, απέναντι στην εξέγερση έχει συσχετίσει ήδη ο Απ. Βακαλόπουλος με τον Κιαμήλ, Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. 5, σ. 313.

[42] Σακελλαρίου, Δευτέρα Τουρκοκρατία, σ. 229· John C. Alexander, Brigadange and Public Order in the Morea, 1685-1806, Αθήνα, χ.ε., 1985, σ. 52.

 

Βαγγέλης Σαράφης

 «Φόβοι και ελπίδες στα νεότερα χρόνια»,  Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών – Τομέας Νεοελληνικών Ερευνών, Αθήνα, 2017.

 * Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που παρατίθενται στο κείμενο, οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

Διαβάστε ακόμη:

 

Πολιτικοί όροι και οικονομικές λειτουργίες στην προεπαναστατική Πελοπόννησο

$
0
0

Πολιτικοί όροι και οικονομικές λειτουργίες στην προεπαναστατική Πελοπόννησο – Μάρθα Πύλια στο: Θεωρητικές Αναζητήσεις και Εμπειρικές Έρευνες – Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου Οικονομικής και Κοινωνικής Ιστορίας, Ρέθυμνο, 10-13 Δεκεμβρίου, 2008.


 

Δεν πρόκειται να χρησιμοποιήσω εδώ τον όρο «χριστιανικές κοινότητες της τουρκοκρατίας» για να προσεγγίσω τις οικονομικές δραστηριότητες των κοινοτικών μηχανισμών που λειτουργούσαν στο εσωτερικό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας[1], επειδή η επανειλημμένη επιγραμματική του χρήση από την παραδοσιακή ιστοριογραφία παραπέμπει στη μεγιστοποίηση της αυτονομίας και του ρόλου των εν λόγω κοινοτήτων χωρίς να την προσγειώνει στον ιστορικό της περίγυρο. Άλλωστε, είναι γνωστό πως η κοινοτική οργάνωση των αλλόδοξων πληθυσμών της αυτοκρατορίας στηριζόταν σε παλιά μουσουλμανική πρακτική[2] και πως η οθωμανική διοίκηση δεν αναγνώριζε νομικά πρόσωπα αλλά λειτουργίες που επιτελούσαν τα φυσικά πρόσωπα, γι’ αυτό ακριβώς απευθυνόταν ονομαστικά στους εκάστοτε αντιπροσώπους των κατακτημένων χριστιανών ή εβραίων[3]. Θεωρώ χρήσιμο να επαναλάβω άλλη μια φορά και εδώ το διοριστήριο ιεροδικαστικό έγγραφο του Ρήγα Παλαμήδη στη θέση του αντιπροσώπου Μονεμβασιάς, γιατί επεξηγεί απολύτως την παραπάνω έννοια της χριστιανικής εκπροσώπησης αλλά και τη διαδικασία διορισμού των αντιπροσώπων:

«Οι πρόκριτοι της επαρχίας Μπενέφσε της Κραταιάς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας του βαρούς και όλων των χωρίων […] άπαντες υπήκοοι (ραγιάδες) προσωπικώς δι’ εαυτούς και επιτροπικώς ως αντιπρόσωποι των άλλων ραγιάδων, εμφανισθέντες ενώπιον ημών εν τω δικαστηρίω τούτω […] εδήλωσαν ότι προς υπεράσπισιν, διεξαγωγήν και διευθέτησιν των αφορωσών την επαρχίαν των υποθέσεων εν τη πρωτευούση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, επειδή παρίσταται ανέφικτος ανάγκη να διορισθή αντιπρόσωπός τις, ο δε ειρημένος Ρήγας τυγχάνει ικανός […] διά το λειτούργημα, διορίζουσι και αποκαθιστώσι τούτον γενικόν αντιπρόσωπον και πληρεξούσιον αυτών. Ο δε ειρημένος […] εδήλωσεν ότι αποδέχεται [..]»[4].

Ρήγας Παλαμήδης, λάδι σε μουσαμά, έργο του Στέφανου Αλμαλιώτη (1910-1987). Συλλογή έργων τέχνης της Βουλής των Ελλήνων. Δημοσιεύεται στο:  «Πρόεδροι της Βουλής, Γερουσίας και Εθνοσυνελεύσεων 1821-2008», Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα, 2009.

Ρήγας Παλαμήδης, λάδι σε μουσαμά, έργο του Στέφανου Αλμαλιώτη (1910-1987). Συλλογή έργων τέχνης της Βουλής των Ελλήνων. Δημοσιεύεται στο: «Πρόεδροι της Βουλής, Γερουσίας και Εθνοσυνελεύσεων 1821-2008», Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα, 2009.

Στηριγμένη, λοιπόν, σ’ αυτή την πολιτική λογική επιχειρώ να ψαύσω τις ιδιωτικές οικονομικές συμπεριφορές των προσώπων που ήταν επιφορτισμένα με κοινοτικούς ρόλους, και μάλιστα τις οικονομικές στρατηγικές που ανέπτυσσαν για να ενισχύσουν κατά περίπτωση τα συμφέροντα της κομματικής τους φατρίας[5] αλλά και τη δική τους θέση μέσα στο τοπικό πολιτικό στερέωμα. Η επιχειρηματολογία που ακολουθεί, στηριγμένη στις πληροφορίες των πηγών, αποκαλύπτει οικονομικές συμπεριφορές που εξελίσσονταν στις παρυφές της οθωμανικής νομιμότητας και μαρτυρούσαν τον βαθμό απορρύθμισης του συστήματος: Οι εκμισθώσεις των φορολογικών εισοδημάτων από τους τοπικούς άρχοντες κατέληγαν σε δυσβάσταχτα ποσά για τους φορολογούμενους, ενώ οι υψηλές αμοιβές τής οποιασδήποτε μεσολάβησης προς την κεντρική διοίκηση επιβάρυνε ακόμη περισσότερο τους ήδη καταχρεωμένους ραγιάδες. Οι φοροεισπρακτικοί μηχανισμοί εξυπηρετούσαν εν τέλει τους τοπικούς άρχοντες που μεσολαβούσαν, καθώς η κεντρική διοίκηση εισέπραττε υποπολλαπλάσιο ποσό από εκείνο που τελικά βάρυνε τον φορολογούμενο πληθυσμό[6]. Η κεντρική εξουσία με τη σειρά της επιχειρώντας να ελέγξει την αυξανόμενη πολιτική και οικονομική εξουσία των τοπικών αρχόντων «έλαιον και θείον έρριπτεν εις το πυρ των έριδων»[7], οι οποίες ενδημούσαν στις αυλές των τοπικών αρχόντων, με αποτέλεσμα την πολιτική, την οικονομική αλλά και τη φυσική εξόντωση των τοπικών αυθεντιών, κατάσταση που επιβάρυνε ολοένα και περισσότερο την αστάθεια του συστήματος.

Το πληροφοριακό υλικό αντλώ κυρίως από την αλληλογραφία που βρίσκεται στο Αρχείο Ρήγα Παλαμήδη[8], γραμματέα του πασά του Μοριά και κατόπιν αντιπροσώπου (vekil) των καζάδων Τριπολιτσάς και Μονεμβασιάς στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας[9], από το Αρχείο Περρούκα[10] – αρχείο της επιφανούς οικογένειας προεστών του Άργους, που επίσης διατηρούσε προεπαναστατικά επίσημο αντιπρόσωπο στην Πόλη[11]– και από τα Αρχεία της γνωστής οικογένειας προεστών Δεληγιάννη[12].

Οι βεκίληδες, δηλαδή οι εκπρόσωποι των διοικητικών περιφερειών στην «πηγή της εξουσίας»[13] (όπως ενδεικτικά χαρακτηρίζεται η οθωμανική πρωτεύουσα στην αλληλογραφία που προανέφερα), λειτουργούσαν ως μεσολαβητές για τη διεκπεραίωση των συμφερόντων των αρχόντων (χριστιανών και μουσουλμάνων) των παραπάνω περιφερειών, αλλά ταυτόχρονα φρόντιζαν για τα δικά τους ιδιαίτερα οικογενειακά ή προσωπικά, πολιτικά ή οικονομικά συμφέροντα. Σύμφωνα με τις πληροφορίες των πηγών, φαίνεται πως οι βεκίληδες αναλάμβαναν την προαγορά δημόσιων εισοδημάτων (iltizam) για λογαριασμό εντολέων που μπορούσαν να είναι ακόμη και οθωμανοί αξιωματούχοι, την κατάθεση αναφορών (arz ve mahzar) στην οθωμανική ή πατριαρχική αυλή αλλά και την καταγγελία των δικών τους πολιτικών αντιπάλων ή των εντολέων τους ως καταχραστών ή ταραξιών[14]. Μάλιστα, σχετικά με το iltizam, στην αλληλογραφία Παλαμήδη γίνεται σαφές ότι επρόκειτο αποκλειστικά για ετήσιες προαγορές εισοδημάτων (mukata’a)[15] και όχι για ισόβιες (malikane), καθώς οι πρώτες επέτρεπαν στο οθωμανικό ταμείο να διαπραγματεύεται κάθε χρόνο και να μεγιστοποιεί με την αναπροσαρμογή τις εισπράξεις του.

Οι βεκίληδες επιχειρούσαν επίσης να επηρεάσουν τον διορισμό των δραγουμάνων του Μοριά[16] και φρόντιζαν για την έκδοση ή την αναίρεση αφορισμών από την Ιερά Σύνοδο και για τον εκθειασμό ή, αντίθετα, τη διαβολή ιερέων στο Πατριαρχείο ανάλογα με τις συμμαχίες και τις σχετικές συγκυρίες που εξελίσσονταν στις περιφέρειες που εκπροσωπούσαν. Πάσχιζαν, επίσης, να υποστηρίζουν τις αναφορές και τις καταγγελίες τους προς την Πύλη με την υποστήριξη του Πατριαρχείου[17].

Το αξίωμα του δραγουμάνου, δηλαδή του διερμηνέα του πασά του Μοριά, προσώπου σε άμεση και καθημερινή επικοινωνία με τον πασά και κύριου μεσολαβητή ανάμεσα σε αυτόν και τους χριστιανούς τοπικούς άρχοντες, φαίνεται πως ήταν ένας από τους πιο περιζήτητους διορισμούς, μία από τις υψηλότερες πολιτικές θέσεις που οι μεγάλες χριστιανικές οικογένειες προεστών επιχειρούσαν να προσεταιριστούν για δικό τους όφελος. Εν τούτοις, συνέβαινε να αφανίζονται από τα έξοδα ακόμη και εκείνοι που κατόρθωναν τον διορισμό του δικού τους υποψήφιου[18]. Ούτως ή άλλως, οποιοδήποτε διάβημα των αρχόντων «εις την πηγήν της εξουσίας» είχε τη δική του λαθραία χρηματική τιμή.

Με αυτή την υπόγεια και πάγια τακτική μεταφέρονταν γενναία εισοδήματα προς την κορυφή της ιεραρχίας (την τοπική αλλά και την κεντρική), τα οποία οι διαμεσολαβητικοί μηχανισμοί αφαιρούσαν λεηλατικά από την παραγωγική διαδικασία και εξαιρούσαν από το οθωμανικό θησαυροφυλάκιο. Και μάλιστα, οι μεσολαβητές αυτοί που δεν ήταν άλλοι από τους χριστιανούς κοτζαμπάσηδες ή τους μουσουλμάνους αγιάνηδες, επιχειρούσαν σταθερά, όσο το επέτρεπε η φοροδοτική αντοχή των υπηκόων, να ενσωματώνουν τα υπέρογκα έξοδα των υπόγειων πολιτικών μεσολαβήσεων στους καταβαλλόμενους φόρους. Η οικογένεια Ζαΐμη είχε δε καταφέρει να μετατρέψει σε σταθερή φορολογική υποχρέωση της επαρχίας Καλαβρύτων το γιγαντιαίο ποσό που όφειλε στην οθωμανική διοίκηση για να της επιστραφεί η δημευθείσα περιουσία της, λόγω της συμμετοχής της στην εξέγερση του 1769[19].

Εν τέλει, οι μοραΐτες τοπικοί άρχοντες στο περιθώριο των λειτουργιών που επιτελούσαν και του οποιουδήποτε άμεσου οικονομικού οφέλους επιχειρούσαν να αποκομίσουν από αυτές, ασκούσαν παράλληλες οικονομικές δραστηριότητες που ευνοούσε η πολιτική τους θέση, ενώ ταυτόχρονα η οικονομική τους επιφάνεια ενίσχυε την πολιτική τους μακροβιότητα. Με άλλα λόγια η πολιτική εξουσία επέτρεπε την απολύτως αντιπαραγωγική διαχείριση του παραγόμενου προϊόντος και, εν πολλοίς, μέσα από τη διαδικασία αυτή η οικονομική εξουσία προσδιόριζε τους πολιτικούς ρόλους, τις θέσεις και τις αποφάσεις[20].

Κανέλλος Δεληγιάννης, ελαιογραφία.

Ανάμεσα στις αντιπαραγωγικές συνήθειες που ενδημούσαν στην Οθωμανική αυτοκρατορία οφείλω να προσθέσω επιγραμματικά τον αποθησαυρισμό που προκαλούσε η συνεχής υποτίμηση του νομίσματος, και την επιδεικτική καταναλωτική συμπεριφορά που υπαγόρευε το απολύτως ασταθές οικονομικό και πολιτικό μοντέλο της ύστερης οθωμανικής εποχής: Συνήθως αποθησαυρίζονταν πολύτιμα μέταλλα και υφάσματα για να ρευστοποιηθούν τη στιγμή της κρίσης, ενώ η επιδεικτική κατανάλωση από πρόσωπα ανώτερων αλλά και χαμηλότερων αξιωμάτων και εισοδημάτων αποσκοπούσε στο να αναπαραστήσει την πραγματική ή εικονική συμμετοχή σ’ ένα υψηλότερο κοινωνικό καθεστώς[21]. Η καταγραφή των δημευθέντων κινητών περιουσιακών στοιχείων από το σπίτι της οικογένειας Δεληγιάννη μετά την εκτέλεση του γενάρχη της (Φεβρουάριος 1816) αλλά και μια δεύτερη καταγραφή των κινητών περιουσιακών στοιχείων που η ίδια οικογένεια αποθήκευσε λίγο πριν την ελληνική Επανάσταση (1η Μαρτίου 1821), αποκαλύπτει πληθώρα κοσμημάτων, πολύτιμων αντικειμένων και πολυτελών υφασμάτων[22].

Οι χριστιανοί τοπικοί άρχοντες υιοθετούσαν, λοιπόν, τις παραπάνω προσωπικές συμπεριφορές και απολάμβαναν τα οφέλη της επικοινωνίας τους με τις οθωμανικές αυλές. Σε επιστολή του προς τους Περρουκαίους ο Ρήγας Παλαμήδης αναφέρει σχετικά με διαφιλονικούμενη καλλιεργημένη γη ότι «εις το χωράφι αυτό εξαρχής χέρι δεν έβανα, εάν κατά την προσταγήν του ιτζέτπεη εφένδη δεν εδιορίζετο ναζύρης[23] εις τούτο ο άρχων πατέρας της και εάν η ευγενεία του δεν μοι έδιδεν την άδειαν»[24]. Είναι προφανές πως η κατοχή της γης δεν υποστηρίζεται με άλλους «τίτλους» εκτός από τη σύμφωνη γνώμη του οθωμανού αξιωματούχου.

Σε άλλη περίπτωση οι άνθρωποι του «ενδοξομεγαλοπρεπέστατου μουσταφέμπεϊ»[25] των Πατρών παρακάμπτουν συμφωνίες του ίδιου του μπέη για πώληση σταφίδας σε χριστιανό έμπορο, για να την δώσουν τελικά – ακόμη και στην ίδια τιμή – στον Χαράλαμπο Περρούκα: «Ο ενδοξομεγαλοπρεπέστατος μουσταφέμπεϊ εφένδης μας είχεν σταφύδαν αυτού εις βοστίτσαν και πάτραν την οποίαν έγραψεν να την δώση με το να ευρέθη εδώ ο μόνον Χ» Φιλιππής και εζήτησεν να αγοράσει [… όμως] οι αυτού επιτροποί του είχαν προσυμφωνίσει με την ευγενεία σας […]. η ενδοξομεγαλοπρεπεία του μαθών τούτο εδυσαρεστήθη ευχαριστούμενος κατά πάντα λόγον να την λάβει η ευγενεία σας […] η τιμή οπού ο Φιλιππής έδωσεν είναι τάλαρα 70: το μεγαλίτερον χισμέτι σας είναι το να παρθή εις αυτό και προσπάθισον όσον γίνεται να μην λάβη την παραμικράν δυσαρέσκειαν»[26].

Σχετικά – και απολύτως συνοπτικά – με το οικονομικό προφίλ των χριστιανών προκρίτων στην προεπαναστατική Πελοπόννησο επισημαίνω και εδώ[27] α) πως κατείχαν περιορισμένη γαιοκτησία σε σχέση με εκείνη των οθωμανών ντόπιων αρχόντων, πως καταπιάνονταν με εμπορικές και κυρίως με δανειστικές δραστηριότητες που ευνοούσε η αρμοδιότητά τους να συγκεντρώνουν και να καταβάλουν στη διοίκηση τους φόρους[28], β) πως σε περιορισμένη κλίμακα συμμετείχαν στις εκμισθώσεις δημόσιων προσόδων και, τέλος, γ) πως κάποιοι από αυτούς επιδίδονταν σε χρυσοφόρες εκμισθώσεις εισοδημάτων της οθωμανικής αυλής στον Μοριά[29].

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως στην κλίμακα των εισοδημάτων και των περιουσιών οι μοραΐτες χριστιανοί τοπικοί άρχοντες υπολείπονταν κατά πολύ των αντίστοιχων μουσουλμάνων αγιάνηδων οι οποίοι δεν κατείχαν μόνο τις πιο εκτεταμένες και προσοδοφόρες καλλιέργειες, όπως και τη μερίδα του λέοντος στις αστικές ιδιοκτησίες, αλλά σχεδόν μονοπωλούσαν τις εκμισθώσεις των δημόσιων προσόδων[30]. Εν τέλει, οι χριστιανοί περιορίζονταν στο στενό πλαίσιο που επέτρεπαν οι δραστηριότητες των μουσουλμάνων αρχόντων και είχαν συντριπτικά μικρότερη συμμετοχή στην ιδιοποίηση του παραγόμενου προϊόντος[31].

Οι μοραΐτες αγιάνηδες στήριζαν την οικονομική παντοδυναμία στην πολιτική τους επιρροή που προέκυπτε από την άμεση σχέση με την οθωμανική διοίκηση, ενώ οι ίδιοι, τουλάχιστον σε αυτή την ύστερη περίοδο, δεν είχαν καμία εξοικείωση με τα στρατιωτικά αξιώματα[32]. Κατείχαν συχνά το αξίωμα του βοϊβόδα, δηλαδή του εντεταλμένου της οθωμανικής διοίκησης για την εκμίσθωση και τη συγκέντρωση των φόρων των επαρχιών. Με αυτή την ιδιότητα βρίσκονταν σε διαρκή επικοινωνία με τους χριστιανούς τοπικούς άρχοντες, οι οποίοι με τη σειρά τους κατένειμαν και περισυνέλεγαν για λογαριασμό του βοϊβόδα τις φορολογικές υποχρεώσεις στις δικές τους περιφέρειες[33]. Η παραπάνω σαφώς ιεραρχημένη σχέση ανάμεσα σε μουσουλμάνους και χριστιανούς τοπικούς άρχοντες αποτυπωνόταν στη μεγαλύτερη ευχέρεια πρόσβασης των πρώτων στον παραγόμενο πλούτο και στην προφανή πολιτική εξάρτηση των δεύτερων από τους πρώτους.

Οι διαθέσιμες πηγές μάς επιτρέπουν να προσεγγίσουμε ενδεικτικά τις τάσεις κερδοφορίας των χρηματικών δραστηριοτήτων των χριστιανών αρχόντων: Αν θεωρήσουμε πως ο συνήθης ετήσιος τόκος δανεισμού κυμαινόταν από 12% έως 20%[34], στα οικονομικά κατάστιχα της οικογένειας Δεληγιάννη το ετήσιο κέρδος από δύο εκμισθώσεις τοπικών φορολογικών προσόδων ανέρχεται αντίστοιχα σε 19% και 31%[35], ενώ ο Παπατσώνης, σε ένα μόνο έτος, το 1772, κατόρθωσε να υπερτετραπλασιάσει το κεφάλαιο που κατέβαλε για την προαγορά των εισοδημάτων της σουλτάνας «Μπεϊάν»[36]. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως το είδος των παραπάνω εισοδημάτων που συγκέντρωναν οι χριστιανοί τοπικοί άρχοντες, οφειλόταν στην εύνοια και τη συναίνεση των οθωμανικών αρχών. Όσο για τα «υπερκέρδη» του Παπατσώνη, αν και περιορίστηκαν από τις διεκδικήσεις των αντιπάλων του[37], παρέμειναν πολλαπλάσια της καταβαλλόμενης ετήσιας προαγοράς του εισοδήματος της σουλτάνας[38].

Με την προνομιακή εκμίσθωση των εισοδημάτων της ίδιας σουλτάνας στην Πελοπόννησο καταπιάνονταν άλλωστε οι Δεληγιανναίοι και ο Παπαλέξης[39], ενώ από τα κοινά οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα της εν λόγω δραστηριότητας φαίνεται τελικά πως προέκυψε η συμμαχία που ο Μιχαήλ Οικονόμου ονόμασε «καρυτινομεσσηνιακό» κόμμα[40]. Συμπερασματικά, από τις διαθέσιμες μαρτυρίες προκύπτει πως η προαγορά των φόρων και των εισοδημάτων της αυτοκρατορικής αυλής αποτελούσε εξαιρετική και σπάνια διέξοδο για τα κεφάλαια των χριστιανών αρχόντων οι οποίοι επιδίδονταν στον δανεισμό των καταχρεωμένων φορολογουμένων αλλά και τον δανεισμό των επίσης καταχρεωμένων κοινοτήτων που εκπροσωπούσαν[41].

Τα εισοδήματα που εν τέλει συγκέντρωναν οι χριστιανοί τοπικοί άρχοντες, ήταν πολλαπλά: Δίπλα από τη μικρή ή μεγάλη γαιοκτησία και την ενδεχόμενη αστική περιουσία[42], δίπλα από τον δανεισμό και την ενδεχόμενη συμμετοχή στις εκμισθώσεις δημόσιων εισοδημάτων, δίπλα ενδεχομένως και από τις μικρές ή μεγαλύτερες εμπορικές επιχειρήσεις[43], δίπλα από τους νόμιμους μισθούς, είχαν τη δυνατότητα να κερδίζουν και από τις μεσολαβήσεις που επιχειρούσαν: Ο Π. Παπατσώνης στη λιτή αλλά πολύ κατατοπιστική αφήγηση των οικονομικών δραστηριοτήτων της δικής του οικογένειας το δηλώνει ρητά: «Ο δε προεστός ωφελείτο και από τα βασιλικά δοσίματα αν ήθελεν, εκτός δε τούτων των ωφελημάτων είχε και τυχηρά πάμπολλα ετησίως»[44]· αυτό σημαίνει ότι ιδιοποιείτο τη διαφορά ανάμεσα στον εκάστοτε εισπραττόμενο φόρο και σε αυτόν που καταβαλλόταν στο οθωμανικό δημόσιο, και ακόμη ότι «ωφελείτο» ξεχωριστά από όλες τις πολιτικές υπηρεσίες που παρείχε, όπως για παράδειγμα την κατάθεση και την παρακολούθηση των καταγγελιών και τη διεκδίκηση θέσεων και εκμισθώσεων για τους ανθρώπους του περιβάλλοντός του.

Είναι αποκαλυπτική προς αυτή την κατεύθυνση η προαναφερθείσα αλληλογραφία του Ρήγα Παλαμήδη. Ως απεσταλμένος του καζά της Μονεμβασιάς στην Πόλη, ο Παλαμήδης αναλαμβάνει, μεταξύ άλλων, να διεκπεραιώσει την εξορία ενός επικίνδυνου (κατά την αλληλογραφία) μουσουλμάνου αξιωματούχου[45] – με τη σύμφωνη γνώμη των αγάδων και των κοτζαμπάσηδων – έναντι 2.500 γροσιών καταρχάς και 3.000 κατόπιν[46]. Επίσης αναλαμβάνει να εξασφαλίσει για λογαριασμό του «ενδοξοτάτου» Μουσταφά Μπέη Χασάν Μπέη Ζαδέ, αγά της Μονεμβασιάς, την εκμίσθωση του μουκατά[47] και του σαλιανέ[48] της περιοχής, με «χετιγιέν», δηλαδή δώρο για τις υπηρεσίες του «πολλά μεγαλήτερον» από 1.000 γρόσια[49]. Μάλιστα, ο Παναγιωτάκης Καλογεράς, προεστός Μονεμβασιάς, προετίθετο από την πλευρά του να συμπληρώσει την «τιμή» της μεσολάβησης για τη διεκπεραίωση της εξορίας του εν λόγω ανεπιθύμητου με άλλα 500 γρόσια για τους κόπους του Παλαμήδη, αποβλέποντας βέβαια και στην εύνοια του Μπέη[50]. Ο δε Μουσταφά Μπέης, από τη δική του πλευρά, εκτιμούσε ότι 2.000 γρόσια αρκούσαν και για το «χισμέτι» του Παλαμήδη, δηλαδή τις υπηρεσίες του για την επίτευξη της εξορίας[51].

Βέβαια, το ζήτημα που προέκυψε ήταν ότι ο Παλαμήδης ζητούσε πολλαπλάσια ποσά για την τελεσφόρηση των υποθέσεων. Εν τέλει προσέκρουσε στην άρνηση και τον θυμό των εντολέων του, οι οποίοι με τη σειρά τους του υπενθύμισαν πως τα προτεινόμενα ποσά για την κατακύρωση των εκμισθώσεων ξεπερνούσαν όχι μόνο το προσδοκώμενο κέρδος αλλά και αυτό ακόμη το προσδοκώμενο συνολικό ποσό του εισπραττόμενου φόρου: «διά του σαλιανέ την υπόθεσιν, μας εδίξατε ένα πλήθος άσπρων όπου πρέπει να πουλήσωμεν και αυτόν τον σαλιανέν και να μην εμπορέσωμεν να δώσωμεν αυτήν την ποσότητα»[52]. Η διατύπωση αυτή μας πληροφορεί για την πρακτική της μεταπώλησης των ήδη προαγορασμένων δημόσιων εισοδημάτων και για την παρεμβολή εν τέλει περισσότερων ενδιαμέσων από εκείνους που τυπικά προβλέπονταν. Το αποτέλεσμα έχει ήδη αναφερθεί: Υψηλότερη φορολογική επιβάρυνση για τους υπηκόους και λιγότερα εισοδήματα στο οθωμανικό θησαυροφυλάκιο.

Όταν ο Παλαμήδης δεν πέτυχε καμία από τις ανειλημμένες υποχρεώσεις, ο Παναγιωτάκης Καλογεράς τον απείλησε ότι στο εξής πρέπει να αρκεσθεί στον μισθό της αντιπροσώπευσης του καζά: «Ο μισθός του βετζαλετίου σας είναι διά γρόσια εξακόσια τον χρόνον και ό,τι δούλευσιν κάμετε κατά τον μαδέν να γίνεται και το ηκράμι σας. λοιπόν βαστάτε το παρόν γράμμα μου διά βεβαίωσίν σας ότι μόνον εξακόσια γρόσια έχετε να λαμβάνετε από τον καζάν μας χρόνον καιρόν διά το βετζαλετλίκι σας, και να μην ηξεύρωμεν τίποτα άλλο»[53]. Πράγματι η είσπραξη του ετήσιου μισθού και μόνον συνιστούσε απειλή για τον Παλαμήδη, καθώς αποτελούσε πενιχρή υποδιαίρεση των προσδοκώμενων αμοιβών του και ισοδυναμούσε περίπου με το προτεινόμενο «δώρο» για τη διεκπεραίωση της εξορίας, υπολειπόταν δε από το «δώρο» για την εξασφάλιση του μουκατά κατά 40%.

Θα μπορούσαμε να χρεώσουμε την αποτυχία στον Παλαμήδη και να του αποδώσουμε αναποτελεσματικότητα και πλεονεξία. Είναι όμως γεγονός πως ανεξάρτητα από τις προσωπικές του ικανότητες, οι σύγχρονες πηγές μαρτυρούν συλλήβδην τη δραματική υπερφόρτωση των φορολογικών υποχρεώσεων αλλά και του κόστους των προσφυγών προς την εξουσία από εντεταλμένους διαμεσολαβητές, μουσουλμάνους ή χριστιανούς τοπικούς άρχοντες, ή και οθωμανούς αξιωματούχους.

Ενδεικτικό της διαφθοράς και της συνακόλουθης επιβάρυνσης των οικονομικών της κεντρικής εξουσίας αλλά και των πνιγηρών κοινοτικών υποχρεώσεων είναι το παρακάτω παραστατικό απόσπασμα που προέρχεται από επιστολή των προεστών της Πάτρας προς «ενδοξομεγαλειώτατον» αξιωματούχο του Μορέως:

«ηδέ τώρα τίνος να αναφέρομεν τοιαύτες προτάσεις, και ποίος να μας δώση ακρόασιν επειδή και το σεντούκι της πολιτείας μας έχει πληρωμένα τριών χρόνων αγαλίκι της ενδοξομεγαλειότητός σας, έχει και πληρωμένα εις βασιλεύουσαν εξήντα τόσες χιλιάδες γρόσια, και από μουκατά ένας παράς δεν έπεσε μέσα εις το σεντούκι, καθώς σας είναι γνωστόν, τι να ειπούμε του κόσμου εφένδη μου;» (1817, Ιουλίου 7, Πάτρα, υπογράφουν οι Νικόλαος Λόντος και Γεράσιμος Μαντζαβίνος)[54].

Ένα χρόνο νωρίτερα, πριν διαδραματιστούν τα όσα αναφέρθηκαν για τη Μονεμβασιά, ο Παλαμήδης, ως αντιπρόσωπος του καζά της Τριπολιτσάς στην Πόλη, είχε αναλάβει να επηρεάσει τον διορισμό του νέου δραγουμάνου του Μοριά, την ίδια στιγμή που η ανταγωνιστική συμμαχία των Περρουκαίων του Άργους επιχειρούσε στην Κωνσταντινούπολη να διορίσει στην ίδια θέση έναν δικό της άνθρωπο.

Ο Σωτήρος Κουγιάς, προεστός στην Τριπολιτσά, αφού εξηγεί πώς ο απερχόμενος δραγουμάνος Γεώργιος Ουαλεριανός απέσπασε 15.000 γρόσια εκβιάζοντας τους κοτζαμπάσηδες ότι θα γνωστοποιήσει μυστικές συμφωνίες τους κατά των οθωμανών τοπικών αρχόντων, συμβουλεύει τον βεκίλη και ανηψιό του, τον Ρήγα Παλαμήδη, να φροντίσει για τον διορισμό κάποιου από την οικογένεια των Σαμουρκάσηδων και τον διαβεβαιώνει πως τόσο αυτός όσο και ο νέος δραγουμάνος θα πληρωθεί από το «κοινόν» για τα έξοδα του σχεδιαζόμενου διορισμού:

«προ ημερών εμίσευσεν απ’ εδώ ο δραγουμάνος, διά τα αυτόθι [… και] διά να μην μαρτυρήση μερικά μυστικά οπού είχε με τους προεστούς περί βουτζούχηδων[55] τους επήρε μετρητά διά χαρτζιράχι[56] γρόσια δεκαπέντε χιλ:δ […] κάμε τρόπον να πάρη την δραγομανίαν κανένας από τους σαμουρκάσηδες και πάρε τον και ένα χετιέ, και αν κάμη και τίποτες έξοδα, με τον ερχομόν του τα παίρνει από τον μωρέα, καθώς και η ευγενεία σου, και η προκοπή σας είναι το να παρακινήσης να μας έλθη παρόμοιον υποκείμενον ως άνωθεν σοι γράφω.» (Τριπολιτζά, μαΐου 31, 1819, υπογράφει ο Σωτήρος Κουγιάς)[57].

Κατά παραγγελία, λοιπόν, του Σωτήρου Κουγιά, ο Παλαμήδης με ομολογία στο δικό του όνομα εκταμίευσε 5.300 γρόσια από τον έμπορο και τραπεζίτη Γεώργιο Ιωάννου για να αντιμετωπίσει τα λεγόμενα έξοδα «της Δραγουμανίας». Από την πλευρά του το ταράφι[58] των Περρουκαίων «διά την αποπεράτωσιν της Δραγουμανίας εις υποκείμενον οπού η εποχή απαιτεί»[59] και του «βεκιαλετίου», δηλαδή της αντιπροσωπίας, καταχρεώθηκε με 20.250[60] γρόσια. Μετά τον διορισμό του Σταυράκη Ιωβίκη που φαίνεται πως υποστήριζαν οι Περρουκαίοι, και τα δύο μέρη βρέθηκαν φρικτά καταχρεωμένα.

Ο Ρήγας Παλαμήδης αρνήθηκε να πληρώσει την οφειλή του και ο Γεώργιος Ιωάννου, ως «πραγματευτής που δεν ημπορεί να σφαλιέται με τόσην ποσότητα διά καιρό»[61], επειδή και αυτός «χρεωστούσε πολλά άσπρα, και περισσότερον δεν Ιμπορούσε να υποφέρει»[62], δρομολόγησε εν τέλει την αναγκαστική τμηματική εξόφληση του κεφαλαίου (5.300 γρόσια) και των τόκων (1.000 γρόσια, επιτόκιο 19%) μετακυλίωντας σε τρίτους το χρέος του Παλαμήδη[63]. Επειδή ούτε και αυτό τελεσφόρησε, ασκήθηκαν στον Παλαμήδη συναισθηματικές πιέσεις και προτροπές ακόμη και από το προσωπικό του περιβάλλον και, τέλος, διατυπώθηκαν απειλές για παρέμβαση του εν ενεργεία δραγουμάνου, του Κιαμήλμπεη, και των οθωμανικών αρχών[64], τις οποίες, κατά πάσα πιθανότητα, απέφυγε λόγω της έκρηξης της Επανάστασης.

Σε αυτό το σημείο θα ήταν χρήσιμο να παραθέσω μια σειρά από ενδεικτικές τιμές, έτσι όπως παρουσιάζονται στα τεκμήρια, ώστε τα υπέρογκα ποσά που μόλις προηγουμένως αναφέρθηκαν, να τοποθετηθούν στην κλίμακα των τιμών της εποχής:

Σύμφωνα με τις τιμές που καταγράφονται στα κατάστιχα καθημερινών εξόδων της οικογένειας Δεληγιάννη, το 1818 μία οκά σιτάρι κόστιζε 19 παράδες, ενώ στις αρχές του 1821 το «μεροδούλι» του ράφτη ετιμάτο 1,5 γρόσια[65]. Με δεδομένο ότι ο Felix Beaujour εκτιμά σε 154 οκάδες το βιοτικό ελάχιστο της κατανάλωσης δημητριακών κατ’ άτομο και αρκετά λιγότερες από 265 τις εργάσιμες μέρες του χρόνου – επειδή οι θρησκευτικές αργίες ήταν 100 –[66], αν εφαρμόσουμε τις παραπάνω τιμές στις εκτιμήσεις του, ο «χετιγιές» των 1.000 γροσιών αντιστοιχούσε περίπου στην ετήσια κατανάλωση δημητριακών 13 ατόμων, ενώ το ετήσιο εισόδημα ενός ράφτη που απασχολείτο 200 μέρες τον χρόνο, αποτελούσε το μισό από το κανονικό εισόδημα της βεκιλίας, με το οποίο «απειλήθηκε» από τον δυσαρεστημένο κοτζάμπαση της Μονεμβασιάς ότι θα αμειφθεί ο Παλαμήδης, αν δεν διεκπεραίωνε τις υποθέσεις που ανέλαβε.

Σ’ αυτές τις πολιτικές και οικονομικές συνθήκες, ακόμη και τα μέρη της αντίπαλης συμμαχίας, ο Αθανάσιος Κανακάρης και ο Δημήτριος Περρούκας, οι οποίοι πέτυχαν τον διορισμό του δικού τους ανθρώπου στη θέση του δραγουμάνου του Μοριά, δεν βρίσκονταν σε καλύτερη θέση. Από την Κωνσταντινούπολη απηύθυναν δραματική έκκληση προς τους υπολοίπους της κομματικής τους μερίδας για την εξόφληση των χρεών που προκάλεσαν οι σχετικές μεθοδεύσεις: «ημείς δε αδελφοί ευρισκόμεθα εις τας στενοχωρίας των εξόδων μας διά τα συμβάντα μας δεινά και την αποπεράτωσιν και της Δραγουμανίας και του βεκιαλετίου και τους κινδύνους υπερπηδήσαντες τη θεία δυνάμει προλαβόντως ήδη επηρρεαζόμεθα υπό των δανειστών και χρήζομαι της αδελφικής συνδρομής και βοηθείας σας […] ελπίζομεν να μεταχειρισθήτε διά την ησυχίαν ημών εκείνον τον ζήλον και την προθυμίαν οπού εμείς εδείξαμεν εις εκτέλεσιν των γεγραμμένων σας»[67].

Η αλυσίδα των χρηματισμών και της καταχρέωσης, που μόλις παρακολουθήσαμε απορρύθμιζε ολοκληρωτικά τους οικονομικούς συντελεστές της τοπικής κοινωνίας αλλά και της κεντρικής οθωμανικής διοίκησης. Οι διαμεσολαβητές, όσο και αν χρηματίζονταν, εν τέλει συνθλίβονταν από το βάρος της εντεινόμενης πολιτικής και οικονομικής αστάθειας, το δε εμπορικό κεφάλαιο φαίνεται πως έβγαινε επίσης ζημιωμένο κάθε φορά που αναλάμβανε να χρηματοδοτήσει τις συνήθεις οθωμανικές «επενδύσεις». Αυτή είναι και η άποψη ενός συνεργάτη του Γεωργίου Ιωάννου σε εμπορική επιστολή που του απευθύνει στις 31/12/1820 για την εκτέλεση χρηματικών εντολών, αλλά και για να εκφράσει τις ευχές του για το «αίσιον νέον έτος» 1821: «βλέπομεν τα περί αγοράς μουκατάδων λεγόμενά σας αλλά παρόμοια μασλαχάτια[68] φίλοι δεν ανακατωνόμεθα επειδή είναι τούρκικες δουλειές»[69]. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η νέα εποχή έχει ανατείλει.

Η βεβαιότητα για τις ανατροπές που εκβάλλουν στην επανάσταση δεν προκύπτει και μόνο εκ του ασφαλούς γεγονότος της επιτέλεσής της. Έχουν ήδη κατατεθεί στη βιβλιογραφία οι ραγδαίες οικονομικές και ιδεολογικές μετατοπίσεις που επέφερε η τοποθέτηση των κεφαλαίων των χριστιανών υπηκόων της αυτοκρατορίας σε εμπορικές και διαμετακομιστικές δραστηριότητες εκτός του ασφυκτικού χώρου της οθωμανικής επικράτειας[70]. Εν ολίγοις, το κολοσσιαίο κόστος της πολιτικής μεσολάβησης στη διαχείριση του παραγόμενου προϊόντος, έτσι όπως χαρακτηριστικά καταγράφεται και στα παραδείγματα που εκτίθενται παραπάνω, απεργάστηκε τη γενικευμένη αποδιάρθρωση του συστήματος. Χωρίς αμφιβολία οι ενδημικές εξωοικονομικές παρεμβάσεις στον χώρο της παραγωγής και του εμπορίου, τις οποίες πραγματοποιούσε λεηλατικά και ανορθολογικά η οθωμανική πολιτική, κατέληξαν στην ασφυκτική δυσλειτουργία και εν τέλει στην κατάλυση του πολιτικού και οικονομικού της μοντέλου. Στην ευχετήρια επιστολή που ο προαναφερθείς χριστιανός και ελληνόφωνος έμπορος έστειλε στον Γεώργιο Ιωάννου, κατατίθεται εύγλωττα μια ήδη συντελεσμένη ανατροπή: Τα χριστιανικά κεφάλαια των υπηκόων της αυτοκρατορίας όχι μόνο έχουν βρει κερδοφόρα διέξοδο στο εξωτερικό, αλλά μπορούν να περιφρονούν τις επενδυτικές στρατηγικές που ευδοκιμούσαν στην καρδιά της οθωμανικής εξουσίας, και να προσανατολίζουν τις δικές τους σε άλλα θεσμικά και οικονομικά περιβάλλοντα.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Από τη σχετική βιβλιογραφία αναφέρω ενδεικτικά τα εξής: Σ. Ασδραχάς, «Φορολογικές και περιοριστικές λειτουργίες των κοινοτήτων στην τουρκοκρατία», στο Σ. Ασδραχάς (επιμ.), Οικονομία και νοοτροπίες, Αθήνα 1988, σ. 123-143, του ιδίου, «Νησιωτικές κοινότητες: οι φορολογικές λειτουργίες», Τα Ιστορικά, 5/8 (1988), σ. 3-36, 5/9 (1988), σ. 229258, Σ. Πετμεζάς, «Διαχείριση των κοινοτικών οικονομικών και κοινωνική ιεραρχία. Η στρατηγική των προυχόντων. Ζαγορά 1784-1822», Μνήμων, 13 (1991), σ. 77-102, Μ. Πύλια, «Λειτουργίες και αυτονομία των κοινοτήτων της Πελοποννήσου κατά τη δεύτερη τουρκοκρατία (1715-1821)», Μνήμων, 23 (2001), σ. 67-98.

[2] Μ. Πύλια, ό.π., σ. 68.

[3] Βλ. και Μ. Πύλια, ό.π., σ. 70-74.

[4] Στο ίδιο, σ. 74.

[5] Αναφέρω ενδεικτικά τα εξής: J. Alexander, «Some aspects of the strife among the moreot Christian notables, 1789-1816», Επετηρίς Εταιρείας Στερεοελλαδικών Μελετών, 5 (1974-75), σ. 473-504, Δ. Σταματόπουλος, «Κομματικές φατρίες στην προεπαναστατική Πελοπόννησο», Ίστωρ, 10 (1997), σ. 185-233, M. Pylia, «Conflits politiques et comportements des primats chre- tiens…», στο Antonis Anastasopoulos και Elias Kolovos (επιμ.), Ottoman Rule and the Balkans, 1760-1850, Proceedings of an International Conference, December 2003, Ρέθυμνο 2007, σ. 137-147.

[6] Βλ. παρακάτω την περίπτωση Δεληγιάννη, Παπατσώνη και Παπαλέξη, υποσημ. 36, 38, 39.

[7] Μ. Οικονόμου, Ιστορικά της Ελληνικής Παλιγγενεσίας ή ο Ιερός των Ελλήνων Αγών, Αθήνα 1976, σ. 28.

[8] ΓΑΚ, Συλ. Γιάννη Βλαχογιάννη, φάκελος Γ1β, υποφάκελος Ρ. Παλαμήδη.

[9] Χρημάτισε σε πολύ νεαρή ηλικία γραμματέας του πασά του Μοριά, και μάλιστα κατά την περίοδο που δραγουμάνος ήταν ο πατριός του Θεοδόσης Μιχαλόπουλος, και διορίστηκε βεκίλης το 1818, σε ηλικία 24 ετών· βλ. ΓΑΚ, ό.π.

[10] Πρόκειται για πλούσιο αρχείο που βρίσκεται στην Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος (ΙΕΕΕ). Παραθέτω παρακάτω τα έγγραφα που χρησιμοποιώ με την ταξινομική τους ένδειξη.

[11] Όπως προκύπτει από το αμέσως παραπάνω αρχειακό υλικό· βλ. και υποσημ. 55-56, 65.

[12] Ευτυχία Λιάτα, Αρχεία της Οικογένειας Δεληγιάννη, Γενικό Ευρετήριο, Εταιρεία των Φίλων του Λαού, Αθήνα 1992.

[13] ΓΑΚ, ό.π., επιστολή Σωτήρου Κουγιά, Τριπολιτζά 01/05/1819.

[14] Τα αρχεία που χρησιμοποιώ εδώ αλλά και τα Απομνημονεύματα των προεστών βρίθουν από σχετικές καταγγελίες. Πρόκειται για πάγια τακτική τόσο των χριστιανών τοπικών αρχόντων όσο και των οθωμανών αξιωματούχων, την οποία υποδαύλιζε η κεντρική εξουσία για να διατηρεί τον έλεγχο. Ενδεικτικά αναφέρω τα εξής: Κ. Δεληγιάννη, Απομνημονεύματα, τ. 16/1, Αθήνα 1957, σ. 19-21, Π. Παπατσώνη, Απομνημονεύματα από των χρόνων της τουρκοκρατίας μέχρι της βασιλείας Γεωργίου Α’, Αθήνα 1993, σ. 32-34, 52-53.

[15] «Ηξεύρω αυθέντα μου ότι οι μουκατάδες και μποξιάδες έρχονται του μόρα βαλισί και όθεν θέλει τους δίδει, πλην και από αυτού ανίσως και γράψουν του μόρα βαλισί δεν κάνει αλέως», ΓΑΚ, ό.π., επιστολή Παναγιωτάκη Καλογερά, Μονεμβασιά, 02/04/1820.

[16] Η υπόθεση αυτή απασχολεί τόσο τον προεστό Τριπολιτσάς Σωτήρο Κουγιά που καθοδηγεί τον Ρήγα Παλαμήδη, όσο και την οικογένεια Περρούκα. Είναι προφανές πως υποστηρίζουν διαφορετικό υποψήφιο. Βλ. υποσημ. 57, 67.

[17] ΓΑΚ, επιστολή Παναγιωτάκη Καλογερά, ό.π.

[18] Βλ. παρακάτω, υποσημ. 67.

[19] «Δοσίματα δι’ άλλα τινά αντικείμενα λεγόμενα, […] μάλι μουρτεκιμπίν [;] Διά τα δημευθέντα κατά την επανάστασιν των 1769 πράγματα τινά, αλλ’ επιστραφέντα διά της αποδοχής της επαρχίας του να πληρώνει δι’ αυτά ετήσιον τι δόσιμον ως τοιούτον, επλήρωνε η επαρχία αύτη διά τα κτήματα των Ζαΐμηδων αδελφών, Παναγιώτη και Αδρούτζου και Γιάν- νη», ΓΑΚ, ό.π., φάκελος Γ1α, έγγραφο 82.

[20] Σωρεία μαρτυριών μας πληροφορούν για τον χρηματισμό των αρχών και την εξαγορά των αξιωμάτων. Αυτό, άλλωστε, αποδεικνύει και η διαδικασία που ακολουθείται στην προαγορά των φόρων από τον Ρήγα Παλαμήδη για λογαριασμό του Χουσεΐν Μπέη Χασάν Μπέη Ζαδέ. Βλ. παρακάτω, υποσημ. 49.

[21] Για τις συμπεριφορές αυτές γενικά βλ. Σ. Ασδραχάς, Οικονομία και νοοτροπίες, σ. 167, 168· για τον αποθησαυρισμό βλ. Ε. Φραγκάκη-Syrett, Το εμπόριο της Σμύρνης τον 18ο αιώνα (1700-1820), Αθήνα 2010, σ. 2· για την επιδεικτική κατανάλωση βλ. Μ. Καλλινδέρης, Τα λυτά έγγραφα της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Κοζάνης 1676-1808, Θεσσαλονίκη 1951, σ. 90-102 και Ν. Σαρρής, Προεπαναστατική Ελλάδα και Οσμανικό κράτος από το χειρόγραφο του Σουλεϊμάν Πενάχ Εφέντη του Μοραΐτη, Αθήνα 1993, σ. 309-311.

[22] Εταιρεία των Φίλων του Λαού, Αρχεία Οικογένειας Δεληγιάννη, ΙΙΙ. Λογαριασμοί, φάκελος 1, υποφάκελος 4: «ότι πράγμα μας επήραν από τα οσπίτια μας 1816: Φεβρουαρίου 7:» και φάκελος 2, υποφάκελος 3.

[23] nazir: Επιβλέπων.

[24] Στα παραθέματα διατηρείται η ορθογραφία των πηγών. 13/07/1817, Τριπολιτζά, ΙΕΕΕ, έγγραφο 47396. Ίσως πρόκειται για τα 50,25 στρέμματα που φέρεται να κατέχει και να εκμεταλλεύεται στον Βάλτο του Άργους· βλ. ΓΑΚ, ό.π

[25] Πρόκειται κατά πάσα πιθανότητα για τον βοϊβόδα των Πατρών, «άνθρωπον εγνωσμένης φρονήσεως», όπως παρατηρεί ο Κανέλλος Δεληγιάννης, ο οποίος από τον Ιούνιο ώς τον Νοέμβριο του 1820 διορίστηκε καϊμακάμης, δηλαδή αντικαταστάτης του νέου πασά του Μοριά Χουρσίτ. Βλ. Κ. Δεληγιάννης, ό.π., σ. 100-101.

[26] ΙΕΕΕ, έγγραφο 45416/2, 18/03/1820, Τριπολιτζά, (υπογραφή Σωτήρος).

[27] Βλ. περισσότερο αναλυτικά, Μ. Pylia, «Les notables moreotes, fin du XVIIIe debut du XIX siecle: fonctions et comportements», διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Paris I, Pantheon Sorbonne, Παρίσι 2001, σ. 203-213, 217-242, 338-348 και της ιδίας, «Η γαιοκτησία στην περιοχή της Τριπολιτσάς κατά την τουρκοκρατία», Τα Ιστορικά, 17/33 (2000), σ. 229-252.

[28] Μ. Πύλια, «Λειτουργίες και αυτονομία των κοινοτήτων», ό.π., σ. 80-81.

[29] Πρόκειται για τους Δεληγιανναίους, την οικογένεια Παπατσώνη και Παπαλέξη: «η προστάτριά μας Μπεϊάν Σουλτάνα αδελφή του Σουλτάν Σελίμη, είχε μαλικιαινά (φέουδον) τας εξ επαρχίας της Πελοποννήσου, την Καρύταιναν, το Φανάρι, την Αρκαδιάν, το Νεόκαστρον, τα Εμπλάκικα και την Καλαμάταν εις τας οποίας είχεν επιτρόπους τον πατέρα μου Δεληγιάννη, τον Παπααλέξην και τον Παπατσώνην υπέρ τα εικοσιπέντε έτη, και εσύναζον τα εισοδήματά της»· βλ. Κ. Δεληγιάννης, ό.π., σ. 58.

[30] M. Pylia, «Les notables moreotes», ό.π., σ. 124, 125, 188, 344, της ιδίας, «Λειτουργίες και αυτονομία των κοινοτήτων», ό.π., σ. 79-80.

[31] Μ. Πύλια, «Η γαιοκτησία», ό.π., σ. 242-243.

[32] Y. Nagata, Muhsin-zads MehmetPa^a ve Ayanhk Muessesesi, Τόκιο 1976, σ. 63.

[33] M. Pylia, «Les notables moreotes», ό.π., σ. 55-56.

[34] M. Pylia, «Les notables moreotes», ό.π., σ. 75 και της ίδιας, «Λειτουργίες και αυτονομία των κοινοτήτων», ό.π., σ. 80-81.

[35] Εταιρεία των Φίλων του Λαού, Αρχεία Δεληγιάννη, ΙΙΙ, Λογαριασμοί, υποφάκελος 2.

[36] «Ενοικίασεν δε ταύτην [την επαρχίαν] ο παπούλης ημών συγχρόνως τον επικαρπίας φόρον αυτής διά δέκα πέντε χιλιάδας γρόσια κατ’ έτος […] Εις δε το πρώτον έτος της ενοικιάσεως του 1772 εισεπράχθησαν κατά τα σωζόμενα κατάστιχα του παπούλη μου […] εγέμισεν το όλον της ενοικιάσεως της εσοδείας της πρώτης χρονιάς εξήκοντα οκτώ χιλιάδες και οκτακόσια γρόσια, αριθ. 68.800», Π. Παπατσώνη, ό.π., σ. 30-31.

[37] Π. Παπατσώνη, ό.π., σ. 32-34.

[38] Στο ίδιο, σ. 32.

[39] M. Pylia, «Conflits politiques», ό.π., σ. 142.

[40] Μ. Οικονόμου, ό.π., σ. 26.

[41] Μ. Πύλια, «Λειτουργίες και αυτονομία των κοινοτήτων», ό.π., σ. 80-81.

[42] M. Pylia, «Les notables moreotes», ό.π., σ. 138, 139.

[43] Στο ίδιο, σ. 224-229.

[44] Π. Παπατσώνη, ό.π., σ. 31.

[45] «[…] και από τον ρηθέντα αλή μπέην ηπραχήμ μπέη ζαδέν έγινεν ηντιφάκι, και εσυνάχθησαν όλον επτά αγάδες και συνομίλησαν μυστικώ τω τρόπω ότι δεν είναι άλλος τζαρές παρά να τον γράψουν εις το κραταιόν δεβλέτι, οπού να γίνη νέφι. και να σταλθή εις ένα μέρος να ησυχάση ο τόπος. να παύσουν τα νευσανιγιέτια και τα κακά του τόπου […] όθεν διά αγάπην θεού πάσχισε εις τούτο οπού να γενή νέφι και να εξορισθή εις τόπον μακρινόν, να ησυχάση ο κόσμος, ότι μας εχάλασεν τον τόπον δύο φοραίς έφερε το κάστρον εις το φεσάτι, και ακολούθησαν έξι επτά σκοτώματα τουρκών και δύο χριστιανών. και ώστε να ειρηνεύσουν εδοκίμασεν ο κόσμος τόσα έξοδα»· βλ. ΓΑΚ, ό.π., επιστολή Παναγιωτάκη Καλογερά, Μονεμβασιά, 02/04/1820.

[46] ΓΑΚ, ό.π., στην ίδια επιστολή, και σε άλλη του ιδίου, Τριπολιτζά, 25/11/1820.

[47] mukata’a: Εκμίσθωση δημόσιων εισοδημάτων για περιορισμένη διάρκεια, κατά προτίμηση ετήσια.

[48] salyane: Χρονιάτικο, ετήσια δημόσια εισφορά.

[49] «Ανίσως και μας αληβερντίζετε και τον μουκατάν, χίλια γρόσια σας υπόσχομαι διά χετιγιέν σας. ανίσως και διά τον σαλιανέν με του θεού την βοήθειαν μας ηθέλατε τον μισόν διά να τον λάβω, τάξιμον φίλε μου δεν σας κάνω, όμως το χισμέτι σας είναι μεγάλον ο χετιγιέ σας είναι πολλά μεγαλήτερος και εγώ όλος ηδικός σας»· βλ. ΓΑΚ, ό.π., επιστολή Μουσταφά Χασάν Μπέη Ζαδέ, Μονεμβασιά, 12/04/1820.

[50] «Φαίνεται ότι σας έδειξαν διά αυτήν την υπόθεσιν δύο χιλιάδες γρόσια, όμως εγώ ο δούλος σας ημπορώ να τα κάνω δύο ήμισυ χιλιάδες γρόσια οπού να εξοδεύσετε εις ταις πόρταις και να μείνουν και της ευγενείας σας διά τους κόπους σας»· βλ. ΓΑΚ, ό.π., επιστολή Παναγιωτάκη Καλογερά, Μονεμβασιά, 02/04/1820.

[51] ΓΑΚ, ό.π., επιστολή Μουσταφά Χασάν Μπέη Ζαδέ, Μονεμβασιά, 02/04/1820.

[52] ΓΑΚ, ό.π., επιστολή Παναγιωτάκη Καλογερά, Τριπολιτζά, 23/09/1820.

[53] Στο ίδιο.

[54] ΙΕΕΕ, έγγραφο 47395.

[55] vucuh: Οι μουσουλμάνοι τοπικοί άρχοντες.

[56] harc-i rah: Οδοιπορικά

[57] ΓΑΚ, ό.π.

[58] taraf: Κομματική μερίδα.

[59] ΙΕΕΕ, έγγραφο 45415/1.

[60] ΙΕΕΕ, έγγραφο 45412.

[61] ΓΑΚ, ό.π., επιστολή Σωτήρου Κουγιά, Τριπολιτζά, 27/12/1719.

[62] ΓΑΚ, ό.π., επιστολή Γεώργιου Ιωάννου, Τριπολιτζά 06/07/1720.

[63] «Λοιπόν αδελφέ το χάλι μου σου το έγραψα […] σήμερον σας τραβώ μίαν πόλιτζαν εις βάρος σας και εις ορδινίαν των κωνσταντίνου δεσποτόπουλου διά γρόσια έως 300: οπού ήταν το κεφάλαιο γρόσια 5300: και το διάφορον ενός χρόνου γρόσια 1000: τα οποία παρακαλώ τον αδελφόν να τα πληρώσετε, λαμβάνοντες την πόλιτζάν μου, και το ίσον της ομολογίας σας οπού εις χείρας της σας στέλνω, και έπειτα με γράφετε και σας στέλνω και την καθ’ αυτό σας ομολογίαν»· βλ. στο ίδιο.

[64] «Λοιπόν παρακαλούμε φίλοι κάμετε ό,τι κάμετε, βιάσατέ τον η αυθεντία σας έχετε αυτού μέσα πολλά και διά του Δραγουμάνου σας υποχρεώσατέ τον να μας πληρώση το αυτό χρέος του οσάν περικλείομε και δύο μανσούπια τουρκικά προς τον καμίλ μπέϊν και μέσον της ενδοξότητος του προσπαθήσατε να αποσπάσετε το δίκαιόν μας επειδή εις την πα- ραμικράν άργηταν είμεθα βιασμένοι να στέλωμεν μουμμπασίρην να τον φέρη εδώ και τότε αν δύναται ας μη μας πληρώση»· βλ. ΓΑΚ, ό.π., επιστολή Αθανασίου Παπάζογλου, χωρίς τόπο, 31/12/1820.

[65] Εταρεία των Φίλων του Λαού, Αρχεία Οικογενείας Δεληγιάννη, ΙΙΙ, Λογαριασμοί, φάκελος 1, υποφάκελοι 3 και 6.

[66] F. Beaujour, Tableau du Commerce de la Grece, τ. 2ος, Παρίσι 1800, σ. 169.

[67] ΙΕΕΕ, έγγραφο 45415/1, επιστολή Αθανάσιου Κανακάρη και Δημητρίου Περρούκα, Κωνσταντινούπολις 22/09/1819.

[68] maslahat: Δουλειές.

[69] ΓΑΚ, ό.π

[70] Βλ. ενδεικτικά, Β. Κρεμμυδάς, Συγκυρία και εμπόριο στην προεπαναστατική Πελοπόννησο, Αθήνα 1980, σ. 229-271, Ο. Κατσιαδή – Herring, Η ελληνική παροικία της Τεργέστης, 1751-1830, Αθήνα 1986, Απόστολος Διαμαντής, Τύποι εμπόρων και μορφές συνείδησης στη νεώτερη Ελλάδα, Αθήνα 2007, σ. 47-87, Μ. Α. Στασινοπούλου – Μ.-Χ. Χατζηϊωάννου (επιμ.), Διασπορά – δίκτυα – διαφωτισμός, [Τετράδια Εργασίας 28], ΚΝΕ/ΕΙΕ, Αθήνα 2005.

 

Μάρθα Πύλια (1959-2012)

Ιστορικός – Καθηγήτρια Πανεπιστημίου

Θεωρητικές Αναζητήσεις και Εμπειρικές Έρευνες – Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου Οικονομικής και Κοινωνικής Ιστορίας, Ρέθυμνο, 10-13 Δεκεμβρίου, 2008.

 * Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που παρατίθενται στο κείμενο, οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

Σχετικά θέματα:

 

 

Από το Θουκυδίδη στον Κορονοϊό

$
0
0

Από το Θουκυδίδη στον Κορονοϊό


 

«Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Διαβάστε σήμερα στο «Ελεύθερο Βήμα», ένα επίκαιρο άρθρο του Φιλόλογου – Συγγραφέα, Αλέξη Τότσικα με θέμα:

«Από το Θουκυδίδη στον Κορονοϊό»

 

Ο Θουκυδίδης, ο αντικειμενικότερος όλων των ιστορικών της αρχαιότητας, στο δεύτερο βιβλίο της Ιστορίας του, αμέσως μετά τον περίφημο Επιτάφιο του Περικλή, που αποτελεί έναν ύμνο στην αυτοπεποίθηση της πόλης, ένα εγκώμιο στη δύναμή της,  περιγράφει το διαβόητο λοιμό που ξέσπασε ξαφνικά στην Αθήνα κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου το καλοκαίρι του 430 π.Χ., ενώ οι Πελοποννήσιοι είχαν εισβάλει στην Αττική. Ο λοιμός αυτός ήταν μια καταστροφική επιδημία που κράτησε αρχικά δύο χρόνια και κυριολεκτικά αποδεκάτισε τον πληθυσμό της αρχαίας Αθήνας μέχρι το καλοκαίρι του 428 π.Χ.  Έπειτα από μία μικρή περίοδο ύφεσης η επιδημία εμφανίστηκε ξανά το χειμώνα του 427 π.Χ. και διήρκεσε μέχρι το χειμώνα του 426 π.Χ.

Σύμφωνα με την περιγραφή του Θουκυδίδη επρόκειτο για άκρως μεταδοτική νόσο, που έπληττε τους ανθρώπους και τα ζώα. Όσοι προσβάλλονταν και διέφευγαν το θάνατο είχαν πλέον ανοσία. Χιλιάδες Αθηναίοι όμως βρήκαν φρικτό θάνατο. Υπολογίζεται ότι περίπου ένας στους τρεις κατοίκους της Αθήνας χάθηκε από την επιδημία. Ο Περικλής, ο ηγέτης που σηματοδότησε εκείνη την εποχή, ήταν ένας από τους χιλιάδες πολίτες που υπέκυψε χτυπημένος από τη νόσο. Και ένα μεγάλο μέρος της πολιτικής ηγεσίας και των στρατιωτικών του στόλου και της ξηράς πέθανε κατά τη διάρκεια του λοιμού. Αυτή ήταν και μία, ίσως η κυριότερη, από της αιτίες της ήττας των Αθηναίων από τη Σπαρτιατική Συμμαχία στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, αφού μετά το λοιμό την εξουσία στην πόλη ανέλαβαν διάφοροι αντικαταστάτες, τους οποίους ο Θουκυδίδης χαρακτηρίζει ως ανίκανους και αδύναμους. Η Αθήνα που εγκωμιάζει ο Περικλής στον «Επιτάφιο» υπέκυψε στο λοιμό.  Η θέα των αναρίθμητων νεκρικών πυρών στην πόλη έκανε τους Σπαρτιάτες να αποχωρήσουν για να αποφύγουν την επιδημία.

 

Λοιμός σε αρχαία πόλη, έργο του Φλαμανδού ζωγράφου Μίχιελ Σβέιρτς (Michiel Sweerts, 1618-1664), 17ος αιώνας, Los Angeles County Museum of Art (LACMA). Ο πίνακας θεωρείται ότι αναφέρεται στο λοιμό της Αθήνας ή έχει στοιχεία από αυτόν.

 

Ο Θουκυδίδης, ζώντας ο ίδιος από κοντά τα γεγονότα του Πελοποννησιακού Πολέμου και με την εμπειρία του ανθρώπου που νόσησε ο ίδιος, αφιερώνει  στο δεύτερο βιβλίο της Ιστορίας του εννέα κεφάλαια (Θουκ. ΙΙ 2.47-255) στον πρωτοφανή λοιμό που έπληξε την πόλη – κράτος της Αθήνας.

Ο ιστορικός, θέλοντας μεταξύ άλλων να είναι η μαρτυρία του και πρακτικά χρήσιμη, αν τυχόν εμφανιζόταν και πάλι κάποια ανάλογη επιδημία, περιγράφει με  λεπτομέρειες τα συμπτώματα και την εξελικτική της πορεία, καθώς και τις σοβαρές επιπτώσεις που είχε στην τότε αθηναϊκή κοινωνία. Αναφέρει την πορεία που ακολουθούσε η νόσος, τα εξωτερικά και εσωτερικά συμπτώματα, τα γενικά χαρακτηριστικά της, τις επιπτώσεις της στην κοινωνική συνοχή και την κατάρρευση των ηθικών φραγμών και αξιών που επέφερε ο λοιμός. Στην Αθήνα επικράτησε το χάος και η αβεβαιότητα. Τα ήθη χαλάρωσαν και επικράτησαν ανόσιες και παράνομες συμπεριφορές από τους ανθρώπους. Έβλεπαν ότι η ζωή τους είναι πρόσκαιρη, εφήμερη και αδιαφορούσαν για τα όσια και την εντιμότητα ακόμα και για τους νόμους των θεών, όπως αναφέρει ο ιστορικός. Εγκατέλειψαν ακόμα και την ελπίδα στους θεούς, άφηναν τη φαντασία τους να εξυφαίνει σενάρια συνωμοσίας. Κατηγορούσαν τον Περικλή για τα δεινά τους, ενώ συνωμοσιολογίες, προφητείες και χρησμοί ήρθαν στην επικαιρότητα και στις καθημερινές συζητήσεις.

Η βιωματική περιγραφή του λοιμού από τον Θουκυδίδη είναι από τα συγκλονιστικότερα χωρία της συγγραφής του. Ανεξάρτητα από την όποια επιστημονική αξία της περιγραφής, βέβαιη είναι η λογοτεχνική της αξία, αφού η περιγραφή αυτή αποτελεί το αρχέτυπο για τις περιγραφές λοιμών, ένα θέμα που άσκησε ιδιαίτερη έλξη στη λατινική και στη νεότερη ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Το κείμενο του Θουκυδίδη για τον λοιμό στην αρχαία Αθήνα είναι ακόμα ζωντανό και επίκαιρο, ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες της πανδημίας του κορονοϊού που αντιμετωπίζει ο κόσμος μας. Ας την παρακολουθήσουμε σε μετάφραση Ε. Λαμπρίδη ελαφρώς διασκευασμένη:

 

«Πριν  περάσουν πολλές ημέρες από την ώρα που μπήκαν στην Αττική οι Λακεδαιμόνιοι, πρωτοφανερώθηκε στην Αθήνα αρρώστια, που λένε πως έπεσε άλλοτε και σε πολλούς τόπους, όπως γύρω στη Λήμνο και αλλού, αλλά πουθενά δεν θυμούνται να παρουσιάστηκε τόσο φοβερή, ούτε να χάλασε τόσους ανθρώπους. Οι γιατροί που κοίταζαν τους αρρώστους δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα, γιατί δεν ήξεραν τη φύση του κακού, ενώ πέθαιναν και οι ίδιοι σε μεγαλύτερη αναλογία όσο περισσότερο τους πλησίαζαν. Κάθε άλλη ανθρώπινη τέχνη κι όλες οι παρακλήσεις που έκαναν στους ναούς και τα προσκυνήματα στα μαντεία κι άλλα τέτοια ήταν όλα του κάκου. Στο τέλος τα παράτησαν κι αυτά, γιατί τους χαντάκωσε το κακό.

Η αρρώστια ξεκίνησε, καθώς λένε, πρώτα–πρώτα από την Αιθιοπία, κατέβηκε ύστερα στην Αίγυπτο κι από κει στη Λιβύη και σε πολλά μέρη της μεγάλης επικράτειας του Πέρση βασιλιά.

Στην πολιτεία της Αθήνας φανερώθηκε ξαφνικά, αφού πείραξε μερικούς πρώτα στον Πειραιά. Οι Πειραιώτες είπαν πως οι Πελοποννήσιοι είχανε ρίξει φαρμάκι στα πηγάδια και τις στέρνες, γιατί δεν είχαν ακόμα βρύσες στον Πειραιά. Αργότερα όμως ήρθε και στην απάνω πολιτεία και τότε πέθαιναν πολύ περισσότεροι. 

Ο καθένας, λοιπόν, είτε γιατρός είναι είτε και άμαθος, λέει γι’ αυτό όσα ξέρει, από τι δηλαδή ήταν πιθανό να γεννήθηκε, και αναφέρει τις αιτίες που νομίζει πως ήταν αρκετά ισχυρές, για να φέρουν τέτοια μεγάλη αλλαγή σε μια κατάσταση από την υγεία στο θανατικό. Εγώ θα φανερώσω μόνο τι λογής ήταν και από τι συμπτώματα θα μπορούσε κανείς καλύτερα να εξετάσει το πράμα και να το γνωρίσει από πριν, ώστε να μην τα ‘χει εντελώς χαμένα, αν τύχει και ξανάρθει ποτέ, γιατί την πέρασα κι εγώ ο ίδιος και είδα πολλούς άλλους που υπέφεραν απ’ αυτή.

… Όσους δεν είχαν καμιά φανερή αιτία κακοδιαθεσίας, έξαφνα, ενώ ήταν πρωτύτερα εντελώς γεροί, τους έπιαναν πρώτα δυνατές θέρμες στο κεφάλι, κοκκίνιζαν τα μάτια τους και ερεθίζονταν πολύ, άναβαν και μάτωναν τα μέσα τους, ο φάρυγγας και η γλώσσα, και η αναπνοή τους έβγαινε παράξενη και βρωμούσε· Έπειτα άρχιζε δυνατό φτάρνισμα και βραχνάδα και σε λίγο το πάθημα κατέβαινε στο στήθος με δυνατό βήχα. Και, όταν έφτανε στην καρδιά, προκαλούσε μεγάλη αναταραχή. Έβγαινε χολή από το στόμα και μάλιστα με δυνατούς πόνους. Μετά τους περισσότερους τους έπιανε ξερό ρέψιμο που τους έφερνε δυνατούς σπασμούς, που σε άλλους σταματούσαν ύστερα’ από λίγο, σε άλλους όμως κρατούσαν μέρες ολόκληρες.

Όποιον άρρωστο άγγιζες απ’ έξω, το κορμί του δεν ήταν ούτε υπερβολικά ζεστό, ούτε υγρό, αλλά κοκκινωπό, μελανιασμένο, γεμάτο εξανθήματα, μικρά σπυριά ή και πληγές. Από μέσα τους όμως ένιωθαν τέτοιο πυρετό, που δεν μπορούσαν να υποφέρουν να τους αγγίζουν ούτε τα πιο  ψιλά και μαλακά ρούχα ή σεντόνια και ήθελαν να μένουν γυμνοί. Ένιωθαν την πιο μεγάλη ανακούφιση, αν μπορούσαν να ριχτούν μέσα σε κρύο νερό. Και πολλοί δεν είχαν κανένα να τους κοιτάξει, έπεφταν μέσα σε πηγάδια βασανισμένοι από αδιάκοπη και ανυπόφορη δίψα και όσο νερό κι αν έπιναν δεν μπορούσαν να την σβήσουν.

Πάνω απ’ όλα όμως τους βασάνιζε η στενοχώρια που δεν μπορούσαν να βρουν ανακούφιση σε τίποτα και δεν μπορούσαν να κοιμηθούν. Το σώμα τους, όσον καιρό ήταν η αρρώστια στην οξεία φάση της, δε αδυνάτιζε, αλλά άντεχε στο βάσανο περισσότερο απ’ ό,τι θα μπορούσε κανείς να περιμένει. Οι περισσότεροι πέθαιναν ύστερα’ από εφτά ή εννιά ημέρες από τον ψηλό πυρετό, χωρίς να έχει εξαντληθεί εντελώς η δύναμή τους.

Αν περνούσαν αυτό το στάδιο, η αρρώστια κατέβαινε στην κοιλιά, όπου προκαλούσε έλκος, τους έπιανε δυνατή και ασταμάτητη διάρροια και πέθαιναν οι περισσότεροι σ’ αυτό το δεύτερο στάδιο από την  εξάντληση. Η αρρώστια διαπερνούσε όλο το σώμα. Ξεκινούσε από το κεφάλι, κατέβαινε σ᾽ ολόκληρο το σώμα και, αν κανείς άντεχε, περνούσε στα άκρα όπου φανερώνονταν τα σημάδια της. Πρόσβαλλε τα γεννητικά όργανα και τα χέρια και τα πόδια. Πολλοί σώθηκαν, άλλοι έμειναν παράλυτοι στα άκρα τους. Άλλοι  πάλι έχασαν το φως τους ή το θυμητικό τους. Ενώ δηλαδή άντεξαν την αρρώστια στην αρχή, ξέχασαν μόλις σηκώθηκαν ποιοι ήταν οι ίδιοι και δε γνώριζαν ούτε τους πιο στενούς συγγενείς και φίλους τους.

Η μορφή της αρρώστιας ήταν τέτοια, ώστε οι λέξεις δεν φτάνουν για να την περιγράψει κανείς και πρόσβαλλε τον καθένα πιο βαριά απ’ όσο μπορεί να βαστάξει η ανθρώπινη φύση. Ότι δεν ήταν καμιά από τις συνηθισμένες αρρώστιες, φανερώθηκε κι από το γεγονός ότι τα όρνια και τα τετράποδα ζώα, όσα τρώνε ανθρώπινη σάρκα, παρόλο που είχαν μείνει πολλά κορμιά άταφα, δεν τα πλησίαζαν, ή, αν τα δοκίμαζαν, πέθαιναν κι αυτά.  Παρουσιάστηκε μάλιστα καθαρά ελάττωση των πουλιών αυτών και δεν τα έβλεπε κανείς ούτε αλλού, ούτε γύρω σε νεκρούς από την αρρώστια, ενώ τα σκυλιά, επειδή ζούνε μαζί με τον άνθρωπο, έδιναν ακόμα καλύτερη αφορμή να το παρατηρήσει κανείς αυτό.

Αυτά ήταν γενικά τα χαρακτηριστικά της αρρώστιας, αν και παραλείπω πολλά ασυνήθιστα συμπτώματα που διαφέραν από περίπτωση σε περίπτωση. Καμιά άλλη από τις συνηθισμένες αρρώστιες δε βασάνιζε τον κόσμο εκείνο τον καιρό. Γιατί κι αν τύχαινε να παρουσιαστεί καμιά, κατέληγε σε τούτη εδώ. Οι άνθρωποι πέθαιναν, άλλοι χωρίς περιποίηση και άλλοι, παρόλο που είχαν κάθε δυνατή φροντίδα. Δε βρέθηκε κανένα γιατρικό αυτής της αρρώστιας που να βοηθήσει τον άρρωστο, αν του το ‘δινε κανείς. Γιατί  ό,τι ωφελούσε τον ένα, το ίδιο χειροτέρευε τον άλλον και καμιά ανθρώπινη κράση, είτε ήταν πολύ δυνατή είτε τόσο αδύνατη, δε φάνηκε από μόνη της άξια ν’ αντισταθεί στην αρρώστια, ώστε να μην την πιάσει το κακό. Τους σάρωσε όλους, ακόμα κι εκείνους που είχαν την πιο περιποιημένη δίαιτα και τρόπο ζωής.

Χειρότερο απ’ όλα ήταν η κατάθλιψη που έπιανε τον καθένα μόλις ένιωθε πως αδιαθετούσε. Η ψυχική τους κατάσταση γύριζε στην απελπισία, αφήνονταν πολύ περισσότερο από την αρχή και δεν αντιδρούσαν. Τη μεγαλύτερη φθορά όμως την προξενούσε τούτο: Καθώς ο ένας περιποιόταν τον άλλον, κολλούσαν την αρρώστια και πέθαιναν αράδα σαν τα πρόβατα. Αν πάλι δεν ήθελαν να πλησιάσουν ο ένας τον άλλον από φόβο μην κολλήσουν, πέθαιναν οι άρρωστοι μόνοι κι έρημοι. Έτσι άδειασαν  πολλά σπίτια, γιατί δεν ήταν κανείς να τους κοιτάξει. Εκείνους πάλι που ήθελαν να φερθούνε καθώς πρέπει, γιατί ντρέπονταν να δείξουν πως λογαριάζουν τον εαυτό τους και πήγαιναν κοντά στους άρρωστους αγαπημένους τους, τους τσάκιζε η αρρώστια.

Στο τέλος ακόμα και οι συγγενείς παράτησαν τα μοιρολόγια των πεθαμένων αποκαμωμένοι από τη μεγάλη συμφορά.  Όμως εκείνοι που είχαν περάσει την αρρώστια και είχαν σωθεί, σπλαχνίζονταν περισσότερο τους άρρωστους και τους ετοιμοθάνατους και δε φοβούνταν. Ήξεραν τί σημαίνει η αρρώστια, ενώ οι ίδιοι δεν είχαν πια φόβο. Η αρρώστια δεν πρόσβαλλε ποτέ τον ίδιο άνθρωπο δεύτερη φορά ή, αν τούτο συνέβαινε, δεν ήταν θανατηφόρα. Οι άλλοι μακάριζαν όσους είχαν σωθεί, και οι ίδιοι απ᾽ την μεγάλη χαρά για τη σωτηρία τους, είχαν την μάταιη ελπίδα ότι δεν θα πέθαιναν πια ποτέ από άλλη αρρώστια.

Εκείνο που χειροτέρεψε πολύ την κατάσταση ήταν η συγκέντρωση μέσα στην πόλη όλου του πληθυσμού της υπαίθρου. Περισσότερο υπέφεραν οι πρόσφυγες, γιατί δεν υπήρχαν αρκετά σπίτια, έμεναν σε πνιγηρές καλύβες μέσα στο καλοκαίρι και πέθαιναν ανάκατα ο ένας πάνω στον άλλο ή σέρνονταν μέσα στους δρόμους μισοπεθαμένοι, ενώ άλλοι, από την άσβηστη δίψα τους, μαζεύονταν γύρω από τις βρύσες. Οι περίβολοι των ναών, όπου είχαν κατασκηνώσει, ήταν γεμάτοι νεκρούς που πέθαιναν εκεί, γιατί καθώς φούντωνε το κακό, οι άνθρωποι, βασανισμένοι από την αρρώστια, έφταναν σε απόγνωση και αδιαφορούσαν πια για τα ιερά και τα όσια.  Όλες οι κανονικές τελετές, που συνηθίζονταν άλλοτε στις κηδείες, έγιναν άνω–κάτω και έθαβαν τους νεκρούς όπως μπορούσε ο καθένας. Πολλοί κατάντησαν να κηδεύουν τους δικούς τους χωρίς καμιά ντροπή, γιατί τους έλειπαν τα απαραίτητα, αφού τους είχαν πεθάνει τόσοι συγγενείς. Άλλοι αποθέταν τον δικό τους νεκρό σε ξένη έτοιμη πυρά κι έβαζαν φωτιά στα ξύλα κι άλλοι έριχναν τον νεκρό τους επάνω σε πυρά όπου καιγόταν άλλος νεκρός κι έφευγαν γρήγορα.

Η αρρώστια έδωσε την κυριότερη αφορμή για παρανομίες και σε άλλα πράματα. Γιατί, βλέποντας κανείς πως η τύχη γύριζε γρήγορα, τολμούσε εύκολα να κάνει πιο φανερά τώρα εκείνα που πρωτύτερα τα έκανε κρυφά ή δεν τα έκανε καθόλου. Πλούσιοι πέθαιναν ξαφνικά και φτωχοί, που δεν είχαν ποτέ τίποτε, τους κληρονομούσαν κι έπαιρναν αμέσως όλη τους την περιουσία.  Έτσι, οι περισσότεροι, βλέποντας πόσο εφήμερος είναι ο πλούτος και αβέβαιη η ζωή, βιάζονταν να ξοδέψουν τα χρήματά τους και να τα χαρούν. Κανένας πια δεν είχε όρεξη να κοπιάσει για κάτι που άλλοτε μπορούσε να φανεί χρήσιμο, επειδή σκεπτόταν ότι ήταν πιθανό να πεθάνει πριν το φτάσει.

 

Ο θρίαμβος του θανάτου, περ. 1562, έργο του Φλαμανδού ζωγράφου Πίτερ Μπρίγκελ του πρεσβύτερου (Pieter Bruegel περ. 1525-1530 – 1569). Μουσείο ντελ Πράδο, Μαδρίτη.

 

Το κέρδος με οποιοδήποτε μέσον και η ευχαρίστηση της στιγμής κατάντησε να θεωρείται και ωφέλιμο και σωστό. Ούτε ο φόβος των Θεών ούτε οι νόμοι των ανθρώπων τους συγκρατούσαν  πια. Έβλεπαν ότι όλοι πέθαιναν χωρίς διάκριση, δεν είχαν πια την αίσθηση για το τί ήταν ευσέβεια και τί δεν ήταν και κανείς δεν πίστευε πως θα γλυτώσει από την αρρώστια, για να δώσει λόγο και να τιμωρηθεί για τις άδικες πράξεις του. Όλοι θεωρούσαν ότι η τιμωρία, που κρεμόταν κιόλας πάνω στο κεφάλι τους, ήταν πολύ βαρύτερη από κάθε άλλη κι έπρεπε, προτού την υποστούν, να χαρούν κάτι απ’ τη ζω.

Τέτοιες ήταν οι συμφορές που πάθαιναν οι Αθηναίοι. Μέσα στην πολιτεία πέθαιναν οι άνθρωποι κι έξω στην ύπαιθρο τα κτήματά τους καταστρέφονταν. Και μέσα στα βάσανά τους θυμήθηκαν και ένα χρησμό, που έλεγαν οι γεροντότεροι πως το τραγουδούσαν άλλοτε: «Πόλεμος θά ‘ρθει Δωρικός, και μαζί μ’ αυτόν λιμός».  Και, όπως ήταν επόμενο, πολλές συζητήσεις άναβαν. Άλλοι υποστήριζαν πως δεν έλεγε ο στίχος «λοιμό» (επιδημία), αλλά «λιμό» (πείνα). Με όσα όμως δοκίμαζαν τότε επικράτησε η γνώμη, όπως ήταν φυσικό, πως η λέξη ήταν λοιμός (αρρώστια). Γιατί οι άνθρωποι εξηγούν ανάλογα με τα παθήματά τους.

Μου φαίνεται όμως ότι, αν καμιά φορά έρθει άλλος  Δωρικός πόλεμος και τύχει να πέσει πείνα, θα τον ερμηνεύουν όπως θα ταιριάζει στην περίσταση, δηλαδή όπως τους βολεύει.

Θυμήθηκαν ακόμα και ένα χρησμό που δόθηκε στους Λακεδαιμονίους, όταν ρώτησαν το θεό αν πρέπει να κηρύξουν πόλεμο και τους προφήτεψε πως, αν πολεμήσουν μ’ όλη τους τη δύναμη θα νικήσουν, και ότι ο ίδιος θα τους βοηθήσει. Γι᾽ αυτό και θεωρούσαν ότι τα όσα συνέβαιναν είχαν σχέση με τον χρησμό, γιατί η επιδημία άρχισε μόλις είχαν κάνει εισβολή οι Πελοποννήσιοι.

Η αρρώστια ήταν βαριά στην Αθήνα και σ’ άλλα μέρη με σχετικά πυκνότερο πληθυσμό. Στην Πελοπόννησο δεν έπεσε, εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις, που δεν αξίζει τον κόπο να τις αναφέρει κανείς.  Αυτά λοιπόν ήταν όσα έγιναν με την αρρώστια».

 

Η αιτία που προκάλεσε τον λοιμό της Αθήνας αποτελεί μέχρι σήμερα ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια της ιστορίας της ιατρικής. Στα χρόνια που πέρασαν οι μελετητές ανέπτυξαν αρκετές θεωρίες και ταύτισαν τον λοιμό με δεκάδες σύγχρονες ασθένειες, όπως χολέρα, ελονοσία, ευλογιά, τύφο, βουβωνική πανώλη, Ιλαρά, σύνδρομο τοξικού shock, ασθένεια του άνθρακα, αιμορραγικός πυρετός (Έμπολα), μηνιγγίτιδα, κακοήθη οστρακιά κ.α., χωρίς όμως να καταφέρουν να καταλήξουν σε ασφαλή συμπεράσματα για την αιτία που προκάλεσε τον λοιμό της Αθήνας. Σήμερα είναι λογικό να συσχετίζει κανείς το λοιμό της Αθήνας με την πανδημία του κορονοϊού, που ταλαιπωρεί τις περισσότερες χώρες του πλανήτη μας, επειδή και ο λοιμός εκείνος είχε τα χαρακτηριστικά πανδημίας, αφού κατά τον Θουκυδίδη, ξεκίνησε  από την Αιθιοπία, μεταδόθηκε στην Αίγυπτο, στη Λιβύη και σε πολλά μέρη της Περσίας, δηλαδή απλώθηκε σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο.

Αν και η ακρίβεια και η αξιοπιστία Θουκυδίδη δεν αμφισβητούνται, η κλινική εικόνα της περιγραφής του λοιμού δεν ταιριάζει σε καμία από τις σύγχρονες μορφές λοιμώξεων. Άλλωστε ο ίδιος ο Θουκυδίδης δεν διέθετε εξειδικευμένες γνώσεις ιατρικής, ώστε να δώσει έμφαση σε ορισμένα σημεία και συμπτώματα της νόσου, που να αποτελούν παθολογικά χαρακτηριστικά για συγκεκριμένες παθήσεις. Τόνισε απλώς τα στοιχεία που τον εντυπωσίασαν περισσότερο, ίσως σε βάρος άλλων. Εξ άλλου η ίδια νόσος είναι δυνατόν να μην εκδηλώνεται με τον ίδιο τρόπο σήμερα όπως στην αρχαιότητα.

Σίγουρα ο λοιμός του 5ου αιώνα π.Χ. δεν έχει σχέση με τη σημερινή πανδημία. Ο πολιτισμός δεν είχε βρει τον τρόπο να αναγνωρίζει μικρόβια και ιούς, όργανα δεν υπήρχαν εκτός από την παρατήρηση διά γυμνού οφθαλμού και η σημερινή τεχνολογία της ιατρικής ήταν αδιανόητη.

Και στο σημείο αυτό εμφανίζεται το ενδιαφέρον. Ενώ τα εργαλεία της Ιατρικής το 2020 απέχουν έτη φωτός απ’ αυτά του 5ου αιώνα π. Χ., η μέθοδος αναχαίτισης του εχθρού δεν αλλάζει. Η επιστήμη έχει χαρτογραφήσει τον ανθρώπινο οργανισμό, έχει υποσχεθεί την αθανασία με την τεχνητή νοημοσύνη, όμως όταν βρίσκεται αντιμέτωπη με έναν εχθρό σαν τον κορονοϊό, καταφεύγει στα σχέδια αμύνης που είχαν εκπονήσει οι πρόγονοι των σημερινών επιστημόνων χιλιάδες χρόνια πίσω. Αποφύγετε τους συνωστισμούς και τις συναθροίσεις.

Αποφύγετε την κοινωνική συναναστροφή, η οποία, ενώ είναι προϋπόθεση επιβίωσης του καθενός μας, σ’ αυτές τις περιπτώσεις μεταμορφώνεται σε απειλή. Αποφυγή του συνωστισμού εντός των τειχών τον 5ο αιώνα, αποφυγή συνωστισμών το 2020. Και όλα αυτά από την αδυναμία του ανθρώπου, όσο ισχυρός κι αν νομίζει ότι είναι, να αντιμετωπίσει κάτι που έρχεται έξω από αυτόν, μια καταστροφή που δεν κάνει διακρίσεις σε φύλλο, ηλικία, θρήσκευμα, οικονομικό και κοινωνικό status.

Το δίδαγμα που βγαίνει από τη σύγκριση της μικροβιακής επίθεσης τότε και σήμερα δείχνει ότι ο άνθρωπος δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει όλες τις λοιμώδεις νόσους και τους ιούς που μεταλλάσσονται εδώ και εκατομμύρια χρόνια, ως πρώτοι κάτοικοι του πλανήτη χωρίς να παίρνουν την άδειά μας. Ο παντοδύναμος πολιτισμός μας, η εκπληκτικά εξελιγμένη τεχνολογίας μας τρέμει μπροστά σ’ έναν ιό, ο οποίος, όπως όλοι οι ιοί, θα εξουδετερωθεί μόλις τα εργαστήρια παράγουν το εμβόλιό του. Είναι βέβαιο ότι κάποια στιγμή θα βρεθεί το εμβόλιο. Όλη η ανθρώπινη ευφυΐα και γνώση πολεμάει την πανδημία! Μυριάδες εργαστήρια, αναρίθμητοι επιστήμονες, μαζί και η τεχνητή νοημοσύνη, συνδυάζουν απειράριθμα στοιχεία για να τον τσακίσουν. Είναι μαθηματικά βέβαιο ότι θα τα καταφέρουν στην επόμενη στροφή του δρόμου! Ως τότε όμως οι άνθρωποι και οι «θεωρίες συνωμοσίας» δεν αλλάζουν.

 

Αλέξης Τότσικας

Φιλόλογος – Συγγραφέας 

  

Διαβάστε ακόμη:

 

Παλαμήδης Ρήγας (1794-1872)

$
0
0

Παλαμήδης Ρήγας (1794-1872)


 

Ρήγας Παλαμήδης, λάδι σε μουσαμά, έργο του Στέφανου Αλμαλιώτη (1910-1987). Συλλογή έργων τέχνης της Βουλής των Ελλήνων. Δημοσιεύεται στο: «Πρόεδροι της Βουλής, Γερουσίας και Εθνοσυνελεύσεων 1821-2008», Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα, 2009.

Ρήγας Παλαμήδης, λάδι σε μουσαμά, έργο του Στέφανου Αλμαλιώτη (1910-1987). Συλλογή έργων τέχνης της Βουλής των Ελλήνων. Δημοσιεύεται στο: «Πρόεδροι της Βουλής, Γερουσίας και Εθνοσυνελεύσεων 1821-2008», Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα, 2009.

Ο Ρήγας Παλαμήδης υπήρξε πολιτικός της περιόδου της Επανάστασης και των πρώτων δεκαετιών του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Γεννημένος στην Τρίπολη, το 1794 και με καταγωγή από τη Στεμνίτσα της Γορτυνίας, ο Ρήγας Παλαμήδης διαμορφώθηκε στο προεπαναστατικό ελληνικό περιβάλλον της Κωνσταντινούπολης. Ο πατέρας του, Γιαννάκης  Παλαμήδης, είχε διατελέσει δραγουμάνος του διοικητή της Τρίπολης, αλλά αποκεφαλίστηκε από τους Οθωμανούς εξαιτίας της συμμετοχής του σε συνωμοτική ομάδα. Μαθήτευσε αρχικά στη Δημητσάνα. Η οικογένειά του εγκαταστάθηκε αργότερα στην Κωνσταντινούπολη, όπου και ο ίδιος διεύρυνε τη μόρφωσή του.

Με την επιστροφή του στην Τρίπολη διορίστηκε γραμματέας του πασά του Μοριά και κατόπιν αντιπρόσωποςβεκίλης – των καζάδων Τριπολιτσάς και Μονεμβασιάς στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας. Οι βεκίληδες, δηλαδή οι εκπρόσωποι των διοικητικών περιφερειών στην «πηγή της εξουσίας» λειτουργούσαν ως μεσολαβητές για τη διεκπεραίωση των συμφερόντων των αρχόντων (χριστιανών και μουσουλμάνων), αλλά ταυτόχρονα φρόντιζαν για τα δικά τους ιδιαίτερα οικογενειακά ή προσωπικά, πολιτικά ή οικονομικά συμφέροντα.

Με το ξέσπασμα της Επανάστασης ανέλαβε γραμματέας της Πελοποννησιακής Γερουσίας καθώς και γραμματέας και αγγελιαφόρος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη[1] στη μάχη του Βαλτετσίου, και στην άλωση της Τριπολιτσάς που ακολούθησε.

Εκείνα τα χρόνια παντρεύτηκε την κόρη του Οθωμανού πασά της Λάρισας, η οποία είχε αιχμαλωτιστεί. Η σύζυγός του στη συνέχεια βαφτίστηκε και μάλιστα εξελίχθηκε σε ιδιαίτερα δημοφιλή κοσμική κυρία της περιόδου της βασιλείας του Όθωνα. Είχε αποκτήσει τρεις κόρες και ένα γιό. Ο γιος του Ιωάννης, διπλωμάτης, πέθανε στο Παρίσι το 1886. Οι κόρες του ήταν: η Ελένη, σύζυγος Αριστείδη Γ. Καρατζά, η Αικατερίνη, σύζυγος Σαράντη Κωνσταντινίδη και η Αγλαΐα, σύζυγος Ιάσωνα Ράγκου.

Ο Ρήγας Παλαμήδης ήταν ηγέτης παλαιάς ισχυρής οικογένειας με μεγάλη επιρροή στην Αρκαδία και ευρύτερα στην Πελοπόννησο. Υπήρξε ηγετικός παράγοντας του «γαλλικού» κόμματος, τόσο κατά την Επανάσταση, όσο και στην περίοδο που ακολούθησε και εκλέχθηκε κατά τα έτη 1821-1829 πληρεξούσιος της Τρίπολης στις εθνοσυνελεύσεις της Επιδαύρου (1821), της Τροιζήνας (1827) και του Άργους (1829). Κατά την καποδιστριακή περίοδο διετέλεσε μέλος του Πανελληνίου και γερουσιαστής. Μετά τη δολοφονία του κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια και την παραίτηση του αδελφού του Αυγουστίνου, εκλέχθηκε πληρεξούσιος της Τρίπολης στην E’ κατά συνέχειαν Εθνοσυνέλευση που πραγματοποιήθηκε στην Πρόνοια του Ναυπλίου το 1832. Η Ε΄ Εθνοσυνέλευση άρχισε τις εργασίες της στο Άργος το Δεκέμβριο του 1831 (σπανιότερα αποκαλείται Εθνοσυνέλευση Άργους 1831) και τις συνέχισε στο Ναύπλιο μέχρι το Μάρτιο του 1832, τρία χρόνια μετά την Δ΄ Εθνοσυνέλευση Άργους (και συνηθέστερα αποκαλείται Ε΄ Εθνοσυνέλευση Ναυπλίου).

Κατά την απολυταρχική περίοδο της βασιλείας του Όθωνα διορίστηκε νομάρχης και σύμβουλος Επικράτειας, – την ίδια περίοδο υπήρξε, επίσης, ένα από τα ιδρυτικά μέλη της Αρχαιολογικής Εταιρείας (1837) καθώς και από τους πρώτους μετόχους της Εθνικής Τράπεζας (1841) – αξίωμα το οποίο κατείχε τη νύχτα της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 όταν ξέσπασε το επαναστατικό κίνημα για τη διεκδίκηση Συντάγματος και την πολιτειακή μεταβολή. Τότε το Συμβούλιο της Επικράτειας συνήλθε άμεσα και διόρισε κυβέρνηση υπό τον Ανδρέα Μεταξά. Ο Ρήγας Παλαμήδης κατέλαβε τη θέση του υπουργού Εσωτερικών έως το Φεβρουάριο του 1844. Στην Εθνοσυνέλευση που συγκλήθηκε για την ψήφιση του συντάγματος, ως πληρεξούσιος Τρίπολης, ήταν μέλος της επιτροπής που συνέταξε το Σύνταγμα.

Κατά την Εθνοσυνέλευση υπήρξαν – μαζί με το Γιάννη Μακρυγιάννη – ηγέτες μιας ανομοιογενούς αντιπολίτευσης 90 πληρεξουσίων (σε σύνολο 244), οι οποίοι αντιτάσσονταν στην υπό τους ηγέτες των κομμάτων (Ανδρέα Μεταξά, Ιωάννη Κωλέττη, Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο) κυρίαρχη μετριοπαθή πλειοψηφία. Ο Παλαμήδης ανήκε σε εκείνους που ασκούσαν κριτική και προέβαλλαν ορισμένες ριζοσπαστικές θέσεις ενάντια στην αποδυναμωμένη μοναρχική εξουσία. Οι συναισθηματικές αναφορές των μελών της αντιπολίτευσης στα γεγονότα και τις θυσίες της Επανάστασης, το έντονο θρησκευτικό συναίσθημα, η ρητορική σχετικά με την κοινωνική δικαιοσύνη και το σταθερό πλαίσιο νόμων, παράλληλα με την εμμονή σε θέματα τοπικού ενδιαφέροντος αποτύπωναν περισσότερο διαφοροποιήσεις πολιτισμικού χαρακτήρα παρά διαμόρφωση συνεκτικών πολιτικών θέσεων. Κατά τις σχετικές συζητήσεις της Εθνοσυνέλευσης ο Παλαμήδης υποστήριξε ένθερμα, μαζί με το Μακρυγιάννη, την απομάκρυνση των «ετεροχθόνων» από τις δημόσιες υπηρεσίες και συμμάχησε με μέλη του «ρωσικού» κόμματος στο θέμα της επιδίωξης της σύνδεσης της ελλαδικής Εκκλησίας με το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης.

Μετά τις εκλογές του Ιουνίου του 1847, επί κυβέρνησης Κωλέττη, και έπειτα από το θάνατο του τελευταίου τον Αύγουστο του ίδιου έτους, αφού ολοκλήρωσε τη θητεία του ως πρόεδρος της Βουλής, διεκδίκησε με το Δημήτριο Χρηστίδη την ηγεσία του «γαλλικού» κόμματος, υποστηρίζοντας αντιδυναστικές πολιτικές θέσεις. Επίσης, παρά τις κυρίαρχες στο «γαλλικό» κόμμα αλυτρωτικές ιδέες, στη συγκυρία του Κριμαϊκού πολέμου, μετά το 1854, ο Παλαμήδης, κατά τρόπο ρεαλιστικό και ψύχραιμο, υποστήριξε την αποφυγή εμπλοκής της Ελλάδας σε πόλεμο με την Οθωμανική αυτοκρατορία.

Στις κυβερνήσεις Κίτσου Τζαβέλλα, Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, Αντώνιου Κριεζή και Αθανάσιου Μιαούλη ανέλαβε το Υπουργείο Εσωτερικών για τα διαστήματα Απρίλιος 1847 – Μάρτιος 1848, Ιούλιος 1852 – Φεβρουάριος 1854, Μάιος – Νοέμβριος 1854 και Σεπτέμβριος 1859 – Ιανουάριος 1860. Εκλεγόταν βουλευτής στις εκλογές της περιόδου 1844-1849, καθώς και σε αυτές του 1872, ενώ το 1853 διορίστηκε γερουσιαστής από τον Όθωνα.

Πρόεδρος της Βουλής[2] εκλέχθηκε σε δύο διαδοχικές συνόδους. Η θητεία του διήρκεσε από τις 19 Δεκεμβρίου 1845 έως τις 14 Απριλίου 1847, την περίοδο κατά την οποία πρωθυπουργός ήταν ο Κωλέττης. Επί της προεδρίας του έγινε πανηγυρική τελετή στη Βουλή, στην οποία τοποθετήθηκε το χειρόγραφο του Συντάγματος του 1844 με τις υπογραφές των πληρεξουσίων σε ειδικό μεταλλικό κιβώτιο.

Ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης, ηγετική πολιτική φυσιογνωμία κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, ήταν ανιψιός του Ρήγα Παλαμήδη, τον οποίο είχε θέσει υπό την προστασία του.

Επιχειρώντας να συγγράψει την ιστορία της Επανάστασης του 1821, συγκέντρωσε πολύτιμο υλικό για γεγονότα και πρόσωπα που έζησε ο ίδιος. Το υλικό αυτό φυλάσσεται σήμερα στα Γενικά Αρχεία του Κράτους. Πέθανε στην Αθήνα το 1872 σε ηλικία 78 ετών.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Ο Φωτάκος γράφει για τον Ρήγα Παλαμήδη στο βιβλίο του «Βίοι Πελοποννησίων Ανδρών»:

«Κατήγετο από την Στεμνίτσαν εκ της επισήμου γενεάς των Παλαμηδαίων. Ο δε πατήρ του προ πολλού είχεν αποκατασταθή εις την Τριπολιτσάν. Επανελθών δε ο Ρήγας από την Κωνσταντινούπολιν κατ’  αρχάς ολίγον εστάθη εις τα Βέρβαινα, συντελών μετά των άλλων εις τας πρώτας συστάσεις των  στρατοπέδων. Μετά ταύτα ήλθεν εις το Βαλτέτσι, και  ευρίσκετο εκεί μετά του Θ. Κολοκοτρώνη.

Επειδή δε τότε η βάρδια του Καλογεροβουνιού είχε πιάσει τον διδάσκαλον των Καλαμών Γεράσιμον, ερχόμενον από  την Τριπολιτσάν, όπου τον είχε στείλει ο Πέτρος  Μαυρομιχάλης, εν αγνοία όλων των άλλων καπεταναίων, και ως εκ τούτου ηγέρθησαν πολλαί υπονοιαι, οι  ευρεθέντες εκεί Μανιάται καπεταναίοι, Μούρτσινοι, Κουμουνδουράκιδες, Καπετανάκιδες, Βενετσανάκιδες, Τουράκιδες και άλλοι πολλοί, και οι Μαυρομιχαλαίοι Κυριακούλης και Ηλίας, όλοι αυτοί ήλθον εις  λογομαχίαν με τους Αναγνωσταράν Παπαγεωργίου, Ηλίαν  Φλέσαν, Δημ. Παπατσώνην, Παναγ. Κεφάλαν, Μητροπέτροβαν, Νικήταν Φλέσαν και Θ. Κολοκοτρώνην, δια την αποστολήν ταύτην του Γερασίμου, και δια τα γράμματα και τα προσκυνοχάρτια, τα οποία ούτος έφερεν από τους Τούρκους, και προσέτι δια τους λόγους, τους οποίους είπε κατά της επαναστάσεως ο Γεράσιμος, απεφασίσθη και εστάλη ο Ρήγας εις τας Καλάμας δια να κάμη γνωστήν εις τον Πετρομπεην την διαγωγήν του Γερασίμου, και παρακινήση αυτόν να έλθη εις το  στρατόπεδον δια να εννοήσουν όλοι και να πεισθούν, ότι θέλει την επανάστασιν· παρέδωκεν δε εις την συνοδίαν του Ρήγα και τον Γεράσιμον δια να μην τον σκοτώσουν εις τον δρόμον και κακοφανή τούτο εις τον Πετρομπεην. Τα μετά ταύτα αναφέρονται εις τα απομνημονεύματά μου.

Κατόπιν ο Ρήγας επέστρεψεν εις το Χρυσοβίτσι, και εκεί εβοήθει τον Κολοκοτρώνην δια των συμβουλών του και της γραφικής του ικανότητος. Μέχρι δε της ελεύσεως του πρίγκηπος Υψηλάντου ο Ρήγας έμενεν εις το στρατόπεδον των Τρικόρφων, και υπήγεν και αυτός μετά των άλλων προς υποδοχήν του. Έπειτα διωρίσθη γραμματεύς της Γερουσίας των Καλτεζών, και ύστερον διωρίσθη πάλιν να υπάγη εις τας Κεγχρεάς δια να συμβιβάση δυσαρέσκειάν τινα γενομένην μεταξύ των πολιορκητών και των Νοταράδων, και συνάμα να εισπράξη και τα υποχρεωτικά χρήματα από την Επαρχίαν της Κορίνθου, και να ίδη και το εκεί φροντιστήριον.

Έχει δε όλα τα έγγραφα της αποστολής του ταύτης. Αλωθείσης δε της Τριπολιτσάς, επανήλθεν εις αυτήν και έκτοτε ανεμίχθη και εις τα πολιτικά πράγματα, και ούτω υπηρέτει την πατρίδα στρατιωτικώς με καλόν ζήλον. Ουδείς δε άλλος έχει περισσοτέρας εκδουλεύσεις πολιτικάς, διότι όλα τα επαγγέλματα επέρασαν από την διεύθυνσίν του. [Διατηρήθηκε η ορθογραφία του κειμένου, εκτός από το πολυτονικό σύστημα].

[2] Στην εφημερίδα «Ο Μικρός Ρωμηός», ο  δημοσιογράφος και ιστορικός Ελευθέριος Σκιαδάς γραφεί για τον Παλαμήδη:  Ρήγας Παλαμήδης: Ο «βουλευτής των σακουλίων».

Στην Αθήνα – περιοχή Ψυρρή – η οδός και το σπίτι του Ρήγα Παλαμήδη έμειναν να θυμίζουν τον Έλληνα αγωνιστή της Επανάστασης του 1821. Διετέλεσε πληρεξούσιος σε έξι Εθνοσυνελεύσεις, μέλος του Πανελληνίου, γερουσιαστής, σύμβουλος Επικρατείας, νομάρχης, Πρόεδρος της Βουλής και υπουργός Εσωτερικών σε έξι κυβερνήσεις! Υπήρξε πανίσχυρος τοπάρχης στη Μαντινεία και παντρεύτηκε την κόρη του Πασά της Λάρισας, με την οποία απέκτησε τρεις κόρες [και ένα γιό]. Υπήρξε όμως και ο πολιτικός που απέκτησε ένα από τα πιο περίεργα «παρατσούκλια» στην εποχή του. Στα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1840 όλοι τον αποκαλούσαν ο «βουλευτής των σακουλίων»!

Απ’ όπου περνούσε εκείνη την εποχή ο Ρήγας Παλαμήδης ξεσήκωνε τον κόσμο και οι οπαδοί του ήταν έτοιμοι ακόμη και σε εξεγέρσεις να προχωρήσουν για χάρη του. Κοντά του είχε και τον Κλήρο. Μέχρι που υπήρχαν ιερείς οι οποίοι στέκονταν στην Ωραία Πύλη και έχοντας μπροστά τους το Ευαγγέλιο διάβαζαν τις προεκλογικές προκηρύξεις της παράταξης της ομάδας του Παλαμήδη. Ήταν η εποχή που διεξάγονταν οι πρώτες βουλευτικές εκλογικές αναμετρήσεις και η χώρα εμφάνιζε κυριολεκτικά εικόνα εμφύλιου σπαραγμού με πολλά θύματα.

Σε μια τέτοια αναμέτρηση απέτυχε να εκλεγεί βουλευτής ο Ρ. Παλαμήδης! Εννοείται πως δεν ήταν το πραγματικό εκλογικό αποτέλεσμα, αλλά απόρροια των «μαγειρεμάτων» που γίνονταν σε όλες τις ελληνικές επαρχίες. Μετά την εκλογική αναμέτρηση όμως, μεγάλες ομάδες οπαδών του Παλαμήδη από τη Μαντινεία πήγαν στον συμβολαιογράφο Τριπόλεως και του παρέδωσαν σάκους γεμάτους ψηφοδέλτια. Παράλληλα, υπέγραψαν συμβόλαια με τα οποία έδιναν την ψήφο στον εκλεκτό τους, επισημαίνοντας πως δεν είχαν τη δυνατότητα να ψηφίσουν ελεύθερα στις εκλογές. Ύστερα από συζητήσεις και προβληματισμούς η Βουλή των Ελλήνων αποδέχθηκε ως νόμιμα τα συμβόλαια αυτά, ο Ρ. Παλαμήδης ονομάστηκε «βουλευτής των «σακουλίων», αναλαμβάνοντας μάλιστα το 1845 και την Προεδρία της Βουλής.

 

Πηγές


 

  • «Πρόεδροι της Βουλής, Γερουσίας και Εθνοσυνελεύσεων 1821-2008», Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα, 2009.
  • Μάρθα Πύλια, «Πολιτικοί όροι και οικονομικές λειτουργίες στην προεπαναστατική Πελοπόννησο» στο: Θεωρητικές Αναζητήσεις και Εμπειρικές Έρευνες – Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου Οικονομικής και Κοινωνικής Ιστορίας, Ρέθυμνο, 10-13 Δεκεμβρίου, 2008.
  • Φωτίου Χρυσανθόπουλου ή Φωτάκου, Πρώτου Υπασπιστού του Θ. Κολοκοτρώνη. «Βίοι Πελοποννησίων Ανδρών », Εν Αθήναις, εκ του τυπογραφείου Π. Δ. Σακελλαρίου 1888.
  • Εφημερίδα «Ο Μικρός Ρωμηός».


Καλλιφρονάς Δημήτριος (1805-1897)

$
0
0

Καλλιφρονάς Δημήτριος (1805-1897)


 

Δημήτριος Καλλιφρονάς, Δήμαρχος Αθηναίων (1837-1841), λιθογραφία. Δημοσιεύεται στο: Βρετός – Παπαδόπουλος Μαρίνος, «Εθνικόν Ημερολόγιον», ΣΤ΄ σελ. 144, Αθήνα, 1866

O Δημήτριος Καλλιφρονάς, αγωνιστής του 1821, πολιτικός και δεύτερος Δήμαρχος Αθηναίων, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1805. Καταγόταν από παλιά αθηναϊκή οικογένεια  – σε προγενέστερα χρόνια συναντάται ως Καλοφρενά ή Καλεφορνά – και ήταν γιος του δημογέροντα Νικολάου Καλλιφρονά και αδελφός του αγωνιστή Ιωάννη Καλλιφρονά (1798 – 1826). Είχε το προσωνύμιο «φουστανελοφόρος».

Ως παιδί έζησε στη Σαλαμίνα και την Αίγινα, όπου είχε καταφύγει ο πατέρας του, ύστερα από τη σύλληψη και την προσωρινή του φυλάκιση από τους Οθωμανούς. Αν και πολύ νέος κατά την έναρξη της Επανάστασης, ουσιαστικά ανήκε σε μια γενιά πολιτικών ανδρών που είχαν βιώσει το παραδοσιακό προεπαναστατικό πνεύμα των πατέρων τους. Έφηβος ακόμη πολέμησε στις στρατιωτικές επιχειρήσεις της Επανάστασης, αναλαμβάνοντας επικίνδυνες αποστολές. Κατατάχθηκε στον τακτικό στρατό, υπό το Γάλλο φιλέλληνα Charles Favier (Κάρολο Φαβιέρο) και τραυματίστηκε στη μάχη του Φαλήρου.

Μετά το τέλος της Επανάστασης, ένθερμος υποστηρικτής φιλελεύθερων και συνταγματικών αντιλήψεων, ανέλαβε πολιτική δράση εντασσόμενος στο «γαλλικό» κόμμα. Εξάλλου, πολλοί Ρουμελιώτες στρατιωτικοί και άρχοντες είχαν επιδιώξει να ενταχθούν στο υπό τον Κωλέττη «γαλλικό» κόμμα και να ανταγωνιστούν τους επιφανείς Πελοποννησίους. Στις πρώτες δημοτικές εκλογές της περιόδου της Αντιβασιλείας, το 1835, έθεσε υποψηφιότητα για τη θέση του δημάρχου της πόλης. Αν και έλαβε τις περισσότερες ψήφους, η Αντιβασιλεία, με πρόσχημα το νεαρό της ηλικίας του, τον απέκλεισε από το αξίωμα. Ανέλαβε, ωστόσο, τη θέση του προέδρου του δημοτικού συμβουλίου προτείνοντας την έκδοση ψηφίσματος με αίτημα το σύνταγμα, πράγμα που οδήγησε στη διάλυση του δημοτικού συμβουλίου και την καθαίρεση του δημάρχου.

Στις δημοτικές εκλογές του 1837 εκλέχθηκε δήμαρχος με μεγάλη πλειοψηφία. Από τη θέση αυτή, την οποία διατήρησε έως το 1841, παρέμεινε συνεπής στις φιλελεύθερες αντιμοναρχικές του αντιλήψεις, δρώντας με αντιπολιτευτική διάθεση προς τα Ανάκτορα. Τήρησε, ωστόσο, μια μάλλον τοπικιστικού χαρακτήρα στάση, όταν, ακολουθώντας το ρεύμα των «αυτοχθονιστών», αρνιόταν συστηματικά την εγγραφή πολλών επήλυδων Αθηναίων στα δημοτολόγια της πόλης. Πρωταγωνίστησε στην εξέγερση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 με αίτημα την ψήφιση συντάγματος.

Στην Α’ εν Αθήναις Εθνοσυνέλευση του 1843-1844 εκλέχθηκε πληρεξούσιος της Αθήνας και μέλος της επιτροπής για την κατάρτιση του συντάγματος. Στην πρώτη Βουλή που συγκροτήθηκε μετά την ψήφιση του συντάγματος εξελέγη πληρεξούσιος Αττικής και κατά το διάστημα 1845-1847 διετέλεσε αντιπρόεδρος της Βουλής. Στη συνέχεια, για σύντομο χρονικό διάστημα, τοποθετήθηκε στη θέση του γενικού γραμματέα του Υπουργείου Εσωτερικών. Στις 2 Σεπτεμβρίου 1847 εξελέγη πρόεδρος της Βουλής, θέση στην οποία παρέμεινε έως τις 10 Σεπτεμβρίου 1848. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους ανέλαβε το Υπουργείο Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως στην κυβέρνηση Κωνσταντίνου Κανάρη, όπου παρέμεινε έως το Δεκέμβριο του 1849.

Δημήτριος Καλλιφρονάς, ελαιογραφία του Δημήτρη Βασιλείου. Συλλογή έργων τέχνης της Βουλής των Ελλήνων. Δημοσιεύεται στο: «Πρόεδροι της Βουλής, Γερουσίας και Εθνοσυνελεύσεων 1821-2008», Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα, 2009.

Η οικογένεια Καλλιφρονά ενίσχυσε την αγροτική εξέγερση που ξέσπασε το 1848 στη Φυλή της Αττικής, δίνοντάς της μάλιστα σαφές δημοκρατικό – αντιμοναρχικό χαρακτήρα, κάτι που δεν συναντάται συχνά σε ανάλογες κινήσεις εκείνης της ταραχώδους χρονιάς. Η στάση του Καλλιφρονά δεν ήταν μονοδιάστατη. Αργότερα προσέγγισε τα Ανάκτορα αναλαμβάνοντας σημαντικά πολιτικά αξιώματα. Είναι ενδεικτικό ότι το Νοέμβριο του 1860 ήταν ο κατά τη βασιλική επιθυμία υποψήφιος πρόεδρος της Βουλής. Καταψηφίστηκε, ωστόσο, από τους κυβερνητικούς βουλευτές, ενώ πρόεδρος αναδείχθηκε ο έως τότε υπουργός στην κυβέρνηση Αθανασίου Μιαούλη Θρασύβουλος Ζαΐμης. Μάλιστα ο Όθωνας, βλέποντας ότι ο Καλλιφρονάς δεν θα αναλάμβανε την προεδρία, έσπευσε να διαλύσει τη Βουλή. Ήταν η μία από τις δύο φορές που ο Όθωνας επέβαλε πρόωρη διάλυση της Βουλής κατά τη βασιλεία του, ασκώντας τη σχετική συνταγματική του αρμοδιότητα. Η Βουλή που εκλέχθηκε στη συνέχεια, εκείνη της Ζ’ βουλευτικής περιόδου, υπήρξε η τελευταία της θητείας του.

Ο Καλλιφρονάς, παρά την υποστήριξη που είχε από τον Όθωνα για τη θέση του προέδρου της Βουλής το 1860, ανέπτυξε μετριοπαθή αντιπολιτευτική δράση στη συνέχεια. Μέσα από κείμενα που συνυπέγραψε με τους Παύλο Καλλιγά και I. Κόνιαρη το 1861 διαφαίνεται η προσδοκία μιας εκ βάθρων αλλαγής του πολιτικού συστήματος: μεταξύ άλλων, διεκδικούσαν ελεύθερες εκλογές, δημόσιες επενδύσεις υποδομής, ελάφρυνση των αγροτών, φορολογική μεταρρύθμιση, γενικό εξοπλισμό, εκσυγχρονισμό της διοίκησης. Τελικά, εξαιτίας της αντιπολιτευτικής του δράσης, εκτοπίστηκε το Δεκέμβριο του 1861, μαζί με τον Επαμεινώνδα Δεληγιώργη, στην Κύθνο και αργότερα στη Μονή Τουρλιανής στη Μύκονο.

Στην οκτωβριανή εξέγερση κατά του Όθωνα, το 1862, αν και προηγουμένως είχε προσεγγίσει τα Ανάκτορα και είχε αμνηστευθεί, συμμετείχε ενεργά πρωτοστατώντας στην εκθρόνιση του βασιλιά, που τελικά πραγματοποιήθηκε στις 10 Οκτωβρίου του 1862. Στη συνέχεια, από τον Οκτώβριο του 1862 έως το Φεβρουάριο του 1863, διορίστηκε υπουργός Ναυτικών της επαναστατικής κυβέρνησης του Δημήτριου Βούλγαρη. Ήταν μάλιστα εκείνος που ως υπουργός Ναυτικών επιβιβάστηκε στο πλοίο που βρισκόταν ο έκπτωτος μονάρχης για να του επιδώσει το ψήφισμα που προέβλεπε την κατάργηση της δυναστείας του ύστερα από τριακονταετή παραμονή στην Ελλάδα.

Σημαντικός υπήρξε ο ρόλος του Καλλιφρονά και στην Β’ εν Αθήναις Εθνοσυνέλευση που ακολούθησε (1862-1864), η οποία ενέκρινε την έξωση του Όθωνα και την ανάδειξη του νέου βασιλιά, του Δανού πρίγκιπα Γεωργίου. Αν και από πλούσια αρχοντική καταγωγή, είχε ενταχθεί στις τάξεις των ριζοσπαστών «ορεινών» της Εθνοσυνέλευσης, οι οποίοι αντιμάχονταν τους συντηρητικούς γόνους αρχοντικών οικογενειών που πύκνωναν κυρίως τις τάξεις των «πεδινών».

Ανέλαβε τα καθήκοντα του υπουργού Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως για ένα τρίμηνο το 1863 – κυβερνήσεις Διομήδη Κυριακού και Μπενιζέλου Ρούφου -, για ένα μήνα το 1865 και ενάμιση περίπου χρόνο το 1872-1874 στις κυβερνήσεις Επαμεινώνδα Δεληγιώργη.

Από τα χρόνια του Όθωνα μέχρι το θάνατό του εκλεγόταν συνεχώς βουλευτής Αθηνών για να επανεκλεγεί και πρόεδρος της Βουλής για πέντε μόλις μήνες το 1885 (22 Ιουνίου – 12 Οκτωβρίου). Είχε διατελέσει και τρεις φορές αντιπρόεδρος της Βουλής κατά την περίοδο 1844-1847.

Τη δεκαετία του 1870 εντάχθηκε στο φιλελεύθερων αρχών κόμμα του Χαρίλαου Τρικούπη, αποτελώντας ένα από τα προπύργια του κόμματος στην περιοχή της Αττικής, χωρίς όμως να στηρίζει πάντοτε τυφλά τον Τρικούπη στη Βουλή. Λίγα χρόνια πριν από το θάνατό του αποσύρθηκε από το πολιτικό προσκήνιο, όμως οι δύο γιοι του Λάμπρος και Ιωάννης συνέχισαν την οικογενειακή παράδοση, εκλεγόμενοι αντίστοιχα δήμαρχος και βουλευτής Αθηνών. Φιλόμουσος καθώς ήταν, υπήρξε το 1871 από τα ιδρυτικά μέλη της μουσικής εταιρείας της Αθήνας Ευτέρπη. Πέθανε στην Αθήνα το 1897 σε ηλικία 92 ετών, φορώντας μέχρι το τέλος της ζωής του την εθνική ενδυμασία.

 

 

Πηγή


  • «Πρόεδροι της Βουλής, Γερουσίας και Εθνοσυνελεύσεων 1821-2008», Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα,

 

Γεράσιμος Παγώνης Αρχιεπίσκοπος Αργολίδος (1790 – 1867) – Η δράση του μέχρι την ανάδειξή του ως Μητροπολίτη Αργολίδος

$
0
0

Γεράσιμος Παγώνης Αρχιεπίσκοπος Αργολίδος (1790 – 1867) – Η δράση του μέχρι την ανάδειξή του ως Μητροπολίτη Αργολίδος | Γεώργιος Καραμπάτσος – Η’ Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση


 

 Καταγωγή και σπουδές

 

Αρχιεπίσκοπος Αργολίδος Γεράσιμος Παγώνης. Πίνακας στο Μητροπολιτικό Μέγαρο της Ιεράς Μητροπόλεως Αργολίδος.

Ο Γεράσιμος Παγώνης, κατά κόσμον Γεώργιος Παγώνης ή Παγωνόπουλος, γεννήθηκε στη Μεγάλη Μαντίνεια Αβίας το 1790[1] και όχι το 1792[2], όπως ισχυρίζονται άλλοι ερευνητές. Η Μεγάλη Μαντίνεια Αβίας είναι κωμόπολη στους πρόποδες του Καλαθίου όρους προς τον Μεσσηνιακό κόλπο[3]. Ο Γεώργιος Παγώνης καταγόταν από καλή οικογένεια, με γονείς αγαθούς και ευσεβείς[4]. Πατέρας του ήταν ο Αντώνιος Παγώνης και μητέρα του η Αναστασία[5].  Από την πλευρά του πατέρα του ήταν ανιψιός του αοιδίμου Μητροπολίτου Μονεμβασίας και Καλαμάτας Χρυσάνθου Παγώνη[6], ο οποίος απώλεσε τη ζωή του στις φυλακές της Τρίπολης το 1821[7]. Φυσικούς αδελφούς είχε τους Ιωάννη, Παναγιώτη, Σωτήριο και τον Σπυρίδωνα και αδελφή τη Χρυσηίδα[8]. Οι τέσσερις αδελφοί αγωνίστηκαν στη μάχη του 1821, ο Σωτήριος αναδείχθηκε στο αξίωμα του χιλίαρχου[9] και ο Σπυρίδωνας στο αξίωμα του Ταξίαρχου[10].

Οι ιστορικές πληροφορίες για την προέλευση της οικογένειας Παγώνη είναι ελάχιστες και δεν εκτείνονται πέραν του Μονεμβασίας Χρυσάνθου. Όμως, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι στην υπόδουλη Ελλάδα, και ιδιαιτέρως στη Μάνη, το υψηλό εκκλησιαστικό και πολιτικό αξίωμα του ιεράρχου ήταν προνόμιο των παλαιών και ευγενών οικογενειών. Στο πλαίσιο αυτό, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι και ο οίκος των Παγώνηδων δεν αποκλείεται να είναι αρχαίος, εύπορος και ευγενής[11], καθώς ανέδειξε τουλάχιστον δύο ιεράρχες μέχρι και την εποχή που μελετούμε.

Με τη μέριμνα τον γονέων του, αλλά και του θείου του, φοίτησε στην καλύτερη για εκείνη την εποχή Σχολή του Μελέ στην Αλαγονία, η οποία είχε συσταθεί από τον Μητροπολίτη Μονεμβασίας Χρύσανθο Παγώνη[12]. Επρόκειτο για σπουδαία την εποχή εκείνη σχολή, καθώς μαθήτευσε κοντά στον σοφό Μάξιμο, αντάξιο μαθητή του δασκάλου του Γένους Ευγένιου Βούλγαρη[13]. Ο Γεώργιος Παγώνης σπούδασε τα τότε γράμματα της εποχής και ιδίως τα ιερά. Είχε οξύ νου και ισχυρή μνήμη, την οποία διατήρησε μέχρι τα βαθειά γεράματα. Τα χαρακτηριστικά αυτά συμπληρώνονταν και από τη μεγάλη αγάπη του για την παιδεία. Αυτά είχαν ως αποτέλεσμα να ολοκληρώσει σε σύντομο χρονικό διάστημα της σπουδές του[14]. Η αποφοίτησή του από την εν λόγω σχολή συνέβαλε τα μέγιστα στο να χαρακτηρίζεται μετέπειτα ως λογιότατος[15].

 

Δραστηριότητά του ως λαϊκός

 

α. Γραμματέας του Χρυσάνθου

 

Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών, δεκαπενταετής περίπου, προσελήφθη από τον θείο του Μητροπολίτη Μονεμβασίας και Καλαμάτας ως γραμματέας του[16]. Με τον τρόπο αυτό σε νεαρή ηλικία ανέλαβε άμεσα και, όπως αποδείχτηκε, αποτελεσματικά τη διεκπεραίωση πολλών υποθέσεων της μητροπόλεως, καθώς τότε η εκκλησιαστική ήταν συνάμα  και πολιτική αρχή, καθιστώντας τον έτσι ως όργανο και μοχλό της επαρχίας[17].

Ο θείος, διαπιστώνοντας τη σύνεση και τις διοικητικές ικανότητες τού εμπίστου ανεψιού, είχε αποφασίσει να τον χειροτονήσει κληρικό, με σκοπό να αναδειχθεί στη συνέχεια διάδοχός του. Αλλά ο Γεώργιος δεν αποδέχτηκε να πορευτεί σε αυτή την οδό[18]. Όπως φάνηκε, είχε άλλες προτεραιότητες· ήθελε να προσφέρει την ικμάδα της νεότητός του στον αγώνα υπέρ της Πατρίδος και να καταστεί μυσταγωγός της ελευθερίας των Ελλήνων[19].

 

β. Μύηση στη Φιλική Εταιρεία

 

Την 1η Δεκεμβρίου του 1818 ο εικοσιοκτάχρονος γραμματέας του μητροπολίτη Μονεμβασίας κατηχείται και εισέρχεται στη Φιλική Εταιρία. Το γεγονός αυτό έλαβε χώρα στην Καλαμάτα από τον Ζακυνθινό ιατρό και μόνιμο κάτοικο της πόλης Αναστάσιο Κορνήλιο, ο οποίος είχε αναπτύξει στενές σχέσεις με τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη[20], με ποσό προσφοράς τριακοσίων γροσίων[21]. Ο Γεώργιος Παγώνης πολύ σύντομα αναδεικνύεται ένθερμος Φιλικός διακατεχόμενος από μεγάλο ζήλο για την ελευθερία της Πατρίδος του[22]. Επιδιώκοντας ο Γεώργιος να ενισχύσει ακόμη περισσότερο τον Αγώνα της Εταιρίας, μια ημέρα εισέρχεται στο δωμάτιο του θείου του Χρύσανθου και «κλίνας προς αὐτὸν τὰ γόνατα ἐνώπιον τῆς εἰκόνος τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, μυεῖ αὐτὸν τὰ τῆς ἑταιρίας τῶν Φιλικῶν[23]», προειδοποιώντας τον πως για όποια παραβίαση των κανόνων της Εταιρείας η ποινή είναι ο θάνατος.

Έχοντας άμεσο και μεγάλο ενδιαφέρον για την ενίσχυση του Ελληνικού Αγώνα και του Έθνους, ο σεβάσμιος γέροντας ασπάζεται τα των Φιλικών και στις 15 Μαΐου του 1819 γίνεται μέλος από τον Χριστόφορο Περραιβό[24].

Ως Φιλικός «ἀνέπτυξε μεγάλην δραστηριότητα εἰς τὸν τομέα τῆς μυήσεως σημαντικῶν προυχόντων τῆς Καλαμάτας, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἦσαν ὁ κατὰ τὴν ἐπανάστασιν πληρεξούσιος καὶ κατόπιν πολλάκις διατελέσας δήμαρχος Καλαμάτας Ι. Κ. Κυριακός, πιθανῶς δὲ καὶ ὁ υἱὸς τοῦ Μαυρομιχάλη καὶ ἔμπιστος φίλος του Ἠλ. Μαυρομιχάλης»[25]. Ανάλογα είχε συμβεί και με τον Πρωτοσύγγελο του Χριστιανουπόλεως Αμβρόσιο Φραντζή[26].

Έκτοτε, ο μητροπολίτης Μονεμβασίας, ως ανώτατος θρησκευτικός και πολιτικός άρχοντας, και παρ’ αυτού ο ένθεος Γεώργιος γίνονται η ψυχή της μελετώμενης Επαναστάσεως[27]. Ο Χρύσανθος ορίζεται ως ταμίας τον περιφερικών εισφορών και ως μέλος της ιθυνούσης Επιτροπής της Εταιρίας στην Πελοπόννησο[28]. Υπό την ιδιότητα αυτή αναθέτει άκρως εμπιστευτικές και επικίνδυνες αποστολές στον Γεώργιο, ο οποίος τις διεκπεραιώνει κατά τρόπο υποδειγματικό φέροντας όλες τους σε αίσιο πέρας[29].

 

γ. Συμβολή στην επανάσταση του 1821

 

Ο κρατήρας της επαναστάσεως άρχισε να θερμαίνεται και υπόκωφοι μυκηθμοί να ακούγονται. Η τουρκική αρχή, όσες φορές αντιλαμβανόταν ότι οι Έλληνες θα προκαλούσαν κάποια ταραχή, συνήθιζε να ασφαλίζεται λαμβάνοντας ομήρους[30]. Ήθελαν λοιπόν να συλλάβουν και τους Κεφάλα, Αναγνωσταρά, τον περιώνυμο Τουρκοφάγο Νικηταρά, και άλλους πολλούς μυημένους στα της επαναστάσεως. Αυτά τα σπουδαία όμως πρόσωπα της επανάστασης τα προφύλαξε ο Γεώργιος Παγώνης στις μονές της Αλαγονίας, με αποτέλεσμα να μην συλληφθούν[31]. Είναι άλλη μια ενέργεια που «λαμπρῶς καταδεικνύει τὸν ἔνθερμο καὶ ἀκαταμάχητο ὑπὲρ Πίστεως καὶ Πατρίδος ζῆλον τοῦ ἄνδρα»[32].

 

δ. Γραμματέας του Μαυρομιχάλη

 

Οι σχέσεις του Γεωργίου Παγώνη με την οικογένεια Μαυρομιχάλη ήταν ανέκαθεν εξαιρετικές. Πέραν της συνεργασίας που είχε λόγω του θείου του Χρυσάνθου και της έντονης επαναστατικής του δραστηριότητας, διατηρούσε  με τον Ηλία Μαυρομιχάλη στενή φιλία[33]. Υπήρχε μεγάλος σεβασμός στο πρόσωπό του, δίνοντας βάση στις απόψεις του[34]. Διετέλεσε γραμματέας του Πετρόμπεη και αυτό προκύπτει από τον γραφικό χαρακτήρα σε ανυπόγραφες επιστολές του Πετρόμπεη από τον Μάρτιο έως τον Σεπτέμβριο του 1821 αλλά και από την αποστολή του Παγώνη μετά του ιερομονάχου Γερασίμου Παπαδόπουλου στην Τρίπολη εκ μέρους του Πετρόμπεη, για να επιτύχει την απελευθέρωση των αρχιερέων[35]. Ο ιδιαίτερος δεσμός του Παγώνη με τους Μαυρομιχαλαίους επιστέφεται με τον γάμο του Αναστασίου Μαυρομιχάλη με την αδελφή του Παγώνη Χρυσηίδα, γυναίκα με ομορφιά ψυχής και σώματος[36].

 

ε. Μεσσηνιακή Γερουσία

 

Ο Γεώργιος Παγώνης ήταν μέλος της Μεσσηνιακής Γερουσίας και για πολλούς ερευνητές φαίνεται να είναι και πιθανώς συντάκτης της περίφημης επιστολής «Προειδοποίησις εἰς (προς) τὰς Εὐρωπαϊκὰς αυλάς»[37]. Σύγχρονες μελέτες ωστόσο αποδεικνύουν πώς ο συντάκτης της περίφημης αυτής επιστολής είναι ο στενός συνεργάτης του Αλέξανδρου Υψηλάντη και μέλος του επιτελείου των Φιλικών της Βεσσαραβίας Πέτρος Ηπίτης[38].

Η δεύτερη προκήρυξη, που στάλθηκε από την Μεσσηνιακή Σύγκλητο στους Έλληνες του Λιβόρνου και της Πίζας, οπωσδήποτε πρέπει να έχει συνταχτεί από έμπιστο πρόσωπο του χώρου του Μαυρομιχάλη και ο πιθανότερος συντάκτης της φαίνεται πως είναι ο Γεώργιος Παγώνης[39].

Τον Μάιο του 1821 ο Γεράσιμος Παγώνης εξελέγη πληρεξούσιος της Καλαμάτας και «κατὰ θέλησιν τοῦ Μαυρομιχάλη» έγινε μέλος της Πελοποννησιακής Γερουσίας[40]. Συμμετέχει στη Συνέλευση στις Καλτετζές και συνυπογράφει τον Οργανισμό της Πελοποννησιακής Γερουσίας[41], ο οποίος είναι και ο πρώτος καταστατικός χάρτης της ελεύθερης Ελλάδας. Επίσης, στις 27 Ιουνίου 1821 συνυπογράφει την έκκληση προς Σπετσιώτες και Υδραίους από το στρατόπεδο των Βερβαίνων για την άμεση κινητοποίηση του στόλου και τον αποκλεισμό των παράλιων της Μεσσηνίας, ώστε να μην εφοδιάζονται οι Τούρκοι στα κάστρα της Κορώνης και της Πύλου[42].

Κατά τον έρανο που διενήργησε η Πελοποννησιακή Γερουσία ο Γ. Παγώνης συνεισέφερε 10.000 γρόσια για τη συνέχεια του έργου της. Αντιπροσώπευσε κατ΄ επανάληψιν την επαρχία Καλαμάτας ως πληρεξούσιος και βουλευτής σε διάφορες εθνοσυνελεύσεις. Το 1823 ως βουλευτής εξελέγη μέλος της επιτροπής για την «κατασφάλισιν τοῦ ἀπαραβιάστου τῶν βουλευτῶν κατὰ τὴν ἄσκησιν τῶν καθηκόντων των»[43]. Το 1826 ως πληρεξούσιος της συνελεύσεως της Επιδαύρου συνυπογράφει την διαμαρτυρία της 26ης Απριλίου για τις καταχρήσεις σχετικά με την εκποίηση των φθαρτών εθνικών κτημάτων[44].

Ο μητροπολιτικός οίκος του Μονεμβασίας είχε μετατραπεί σε κέντρο της επαναστατικής κινήσεως, κόμβος επικοινωνίας των Εταιριστών της Καλαμάτας με τους αδελφούς τους της Μάνης, δηλαδή με τους οπλαρχηγούς και τον Μαυρομιχάλη[45]. Στις 20 Μαρτίου 1821 έφτασαν στον Αλμυρό της Λακωνίας πλοία, τα οποία υπέθεσαν ότι έφεραν στρατό, τροφή και πολεμοφόδια για την επικείμενη επανάσταση[46]. Τότε όλοι οι προεστώτες της Καλαμάτας, μεταξύ αυτών ο Ηλίας Μαυρομιχάλης και ο Γεώργιος Παγώνης, συνήλθαν και έγραψαν προς τον Μαυρομιχάλη «πρὸς Θεοῦ νὰ μὴν γίνῃ κανὲν κίνημα, διὰ νὰ ἠμπορέσομεν νὰ ἐβγάλωμεν τοὺς ἐν ταῖς φυλακαῖς τῆς Τριπόλεως». Την επιστολή την υπέγραψαν άπαντες και την παρέδωσαν στον Ηλία Μαυρομιχάλη να την ταχυδρομήσει στον πατέρα του[47]. Αλλά ο Ηλίας Μαυρομιχάλης και ο Γεώργιος Παγώνης είχαν υπεράνω όλων την ελευθερία της πατρίδας χωρίς να προτάσσουν το συμφέρον των συγγενών τους. Έτσι, έστειλαν δεύτερη επιστολή στον Πετρόμπεη λέγοντάς του: «Ἐκλαμπρότατε συνυπεγράψαμεν καὶ ἡμεῖς εἰς τὴν πρώτην ἐπιστολήν, ἀλλ’ ὅμως εἴμεθα ἐναντίας γνώμης. Αὔριον κτυποῦμε τοὺς Τούρκους καὶ ἂν ἀδιαφορήσῃς, δὸς λόγον εἰς τὸν Θεόν». Ενθουσιασμένος από την ανάγνωση των λέξεων αυτών ο Πετρόμπεης αναβοά: «ὁ εἷς δὲν λυπεῖται τὸν ἀδελφόν του, ὁ ἕτερος τὸν θεῖον του, ἐμπρὸς καὶ ὁ Θεὸς μεθ’ ἡμῶν»[48].

Πρωτεργάτης της καταλήψεως της Καλαμάτας την 23 Μαρτίου του 1821, ο Γεώργιος ακολούθησε τον φίλο του Ηλία Μαυρομιχάλη στην πολιορκία της Τρίπολης και εκεί από κοινού με τον οπλαρχηγό αρχιμανδρίτη Ιερόθεο Αθανασόπουλο, τον κατόπιν μητροπολίτη Γυθείου, κατόρθωσαν να αποκόψουν τη μεταφορά ύδατος προς την πολιορκούμενη Τρίπολη, γεγονός το οποίο συνετέλεσε στην ταχύτερη παράδοσή της[49]. Το γεγονός της διακοπής της ύδρευσης της Τριπόλεως γνωρίζουμε και από επιστολή (26 Απριλίου 1821) από το στρατόπεδο του Βαλτετσίου των Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Π. Γιατράκου, Δ. Παπατσώνη, Κυρ. Μαυρομιχάλη, Δ. Τρουπάκη (Μουρτίζου)  και Αν.  Παπαγεωργίου (Αναγνωσταρά) προς τους άρχοντες της Ύδρας, στην οποία αναφέρουν: «τοὺς ἐχαλάσαμεν τοὺς μύλους ὅπου ἄλεθαν, ἐκόψαμεν τὸ ἥμισυ νερόν τους»[50].

Μετά τον μαρτυρικό θάνατο του θείου του Χρυσάνθου στις φυλακές της Τρίπολης, ο Γεώργιος όχι μόνο ανέλαβε τη διοίκηση των πραγμάτων της μητροπόλεως, αλλά, όπως και ο θείος του, ήταν  κεντρικό πρόσωπο της Εταιρίας των Φιλικών στην περιοχή. Έτσι, ο Γεώργιος μαζί με τον Πετρόμπεη, τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τον Διονύσιο Μουρτζινό, τον Παπαφλέσσα και άλλους συγκροτούν συμβούλια για αποφάσεις που αφορούσαν την ιερό αγώνα της επανάστασης[51].

 

Χειροτονία

 

ΓεράσιμοςΠαγώνης

Ζητούμενο αποτελεί η ακριβής ημερομηνία χειροτονίας του Γεωργίου Παγώνη σε κληρικό. Υποστηρίχτηκε ότι χειροτονήθηκε το 1825[52], αλλά η άποψη αυτή δεν ευσταθεί, καθότι η αρχή της εκκλησιαστικής πορείας του άρχισε μετά τον μαρτυρικό θάνατο του θείου του Χρυσάνθου. Ειδικότερα, όταν το 1821 τα ελληνικά στρατεύματα ήταν συγκεντρωμένα στο Τρίκορφο για να πολιορκήσουν την Τρίπολη, οι οπλαρχηγοί της Πελοποννήσου Π. Μαυρομιχάλης, Α. Ζαΐμης, Θ. Κολοκοτρώνης και άλλοι, έβλεπαν τις ικανότητες του Γ. Παγώνη στα εκκλησιαστικά πράγματα και ήθελαν να αντικαταστήσει τον θανόντα θείο του. Έτσι, τον προέτρεψαν να εισέλθει στον εκκλησιαστικό βίο λαμβάνοντας αρχικά το μοναχικό σχήμα, μετονομαζόμενος ως Γεράσιμος, και κατόπιν να γίνει κληρικός[53]. Την 15 Νοεμβρίου 1821 υπεβλήθη  αναφορά των επισκόπων της περιοχής της Μεσσήνης και της Μεσσηνιακής Μάνης, καθώς και των οπλαρχηγών και προκρίτων της Μεσσηνιακής Μάνης προς τον Δημήτριο Υψηλάντη και την Πελοποννησιακή Γερουσία, δια της οποίας ζητούν παρά του «Γένους κυριάρχην των καὶ μητροπολίτην τὸν ἀνεψιὸν τοῦ Χρυσάνθου πρωτοσύγκελλον κύριον Γεράσιμον, νέον ἀνατεθραμμένον ὑπ’ αὐτοῦ τοῦ μακαρίτου μὲ εὐγενικὰ ἤθη, πεπαιδευμένον, εἴδησιν ἔχοντα τῶν ἐκκλησιαστικῶν, θεοσεβῆ, σεμνοπρεπῆ, πολιτικόν, εὐπροσήγορον, εὐδιάθετον καὶ τὰ λοιπὰ ἐσωτερικὰ καὶ ἐξωτερικὰ προτερήματα…».

Σε άλλη αναφορά τους (18 Νοεμβρίου 1821) ο κλήρος και οι πρόκριτοι των  Πισινοχωρίων (Αλαγονίας Καλαμάτας) απευθυνόμενοι προς τον Δημήτριο Υψηλάντη διατράνωναν την επιθυμία και τη θέλησή τους να δουν «τὸν ἀνεψιὸν τοῦ μακαρίτου Χρυσάνθου κύριον Γεράσιμον ἐπάνω εἰς τὸν θρόνον τοῦ θείου του…».

Τέλος, ο ίδιος ο Γεράσιμος, σε αναφορά του προς την Ιερά Σύνοδο (13 Σεπτεμβρίου 1833), τονίζει μεταξύ άλλων και τα εξής: «Ὅτε ὁ Μονεμβασίας Χρύσανθος τὸ ζῆν ἐξεμέτρησεν ἐν τῇ ὀθωμανικῇ εἰρκτῇ τῆς Τριπολιτσᾶς … οἱ χριστιανοὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐκείνης ἐπαρχίας δι’ ἀναφορᾶς των ἐζητήσαντό με διάδοχον τῆς χηρευούσης ταύτης ἐπαρχίας. Ἡ Πελοποννησιακὴ Γερουσία ἐγκρίνασα τὴν αἴτησιν αὐτῶν διέταξε καὶ ἐχειροτονήθην ἱερεύς, κοσμικὸς ὤν, καὶ μ’ ἀποκατέστησεν ἐκκλησιαστικὸν τοποτηρητήν, ἐπὶ τῇ βάσει τῆς κανονικῆς διαδοχῆς, τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ θρόνου τῆς Μονεμβασίας καὶ Καλαμάτας».

Πράγματι, διορίστηκε με το από 20 Ιανουαρίου 1823 διάταγμα του Υπουργείου Θρησκείας τοποτηρητής Καλαμάτας και Μονεμβασίας. Στη θέση αυτή παρέμεινε, με κάποια μικρά χρονικά διαλείμματα, έως την ημέρα της εκλογής και χειροτονίας του ως επισκόπου Αργολίδος το 1852.

Την 8η Ιουνίου 1823 το Εκτελεστικό Σώμα ενέκρινε πρόταση του από Ανδρούσης Ιωσήφ ως υπουργού Θρησκείας να του «δοθῇ ἡ ἐπιτροπεία καὶ τῶν δύο χηρευουσῶν ἐπισκοπῶν Ἕλους καὶ Πλάτσης»[54].

 Την 14η Ιανουαρίου 1823 το Υπουργείο Θρησκείας, με εγκύκλιό του προς το ιερατείο και τους φιλοσεβείς προύχοντες και λοιπούς χριστιανούς των επαρχιών Μονεμβασίας, Καλαμάτας, Κουτζούκ Μάνης, Ιμπλακίων, Σαμπαζλίκων και λοιπών χωριών, γνωστοποιούσε τον διορισμό του πρωτοσύγκελου Γερασίμου Παγώνη ως εκκλησιαστικού τοποτηρητή.

Την 8η Ιανουαρίου 1823 διορίζεται για να εξυπηρετείται οικονομικώς και μόνο στη Μονεμβασία ως επίσκοπος ο ως πρόσφυξ αναγκασθείς να κατέλθη στην επαναστατημένη Ελλάδα ιεράρχης και αγωνιστής Ιγνάτιος επίσκοπος Αρδαμερίου. Στην απόφαση διορισμού του όμως τονιζόταν  ότι η «θεόπεμπτος καὶ θεοφρούρητος τῶν Ελλήνων διοίκησις διορίζουσα τὸν θεοφιλέστατον Ἅγιον Ἀρδαμερίου Ἰγνάτιον ἵνα ἐπιτελῇ πάσας τὰς ἀρχιερατικὰς ἱεροτελεστίας ἐν τῷ φρουρίῳ Μονεμβασίας …  παραγγέλλει ὅπως τὰ ἀρχιερατικὰ δικαιώματα … ὅλης τῆς ἐπαρχίας Μονεμβασίας καὶ Καλαμάτας προσφέρωνται εἰς τον τοποτηρητὴν ἅγιον πρωτοσύγκελλον κύριον Γεράσιμον Παγώνην»[55].

Το 1828 επισκέφθηκε τη Μονεμβασία ο κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας. Τον υποδέχθηκε ο Γεράσιμος, ο οποίος τέλεσε  πανηγυρική δοξολογία στον ναό του Ελκομένου. Στο Γεράσιμο ο Καποδίστριας ανέθεσε να συντάξει και να υποβάλει λεπτομερή έκθεση περί της γενικής κατάστασης της επαρχίας, την οποία αυτός περάτωσε και υπέβαλε τον Οκτώβριο του ίδιου έτους. Τη σπουδαιότατη αυτή έκθεση άρχισε να εκδίδει από τα κατάλοιπα του Παγώνη ο Νίκος Βέης υπό τον τίτλο «Γεράσιμος Παγώνης, περιγραφή της επαρχίας Μονεμβασίας». Η ενδιαφέρουσα έκθεση ατυχώς δεν κυκλοφόρησε, μολονότι στοιχειοθετήθηκε μέχρι του 10ου τυπογραφικού φύλλου[56].

Ο Γεράσιμος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την θέση του και να παραιτηθεί το 1830 έως 1831, επειδή ως στενός φίλος και προστατευόμενος της οικογένειας Μαυρομιχάλη, μετείχε της αντιαποδιστριακής στάσεως στην Καλαμάτα και μάλιστα ενεργώς. «Μὲ δυσαρέσκειαν ἄκραν πληροφορεῖται ἡ Κυβέρνησις – ἐτονίζετο εἰς ἔγγραφον πρὸς τὸν Διοικητὴν Καλαμάτας – ὅτι ὁ αὐτόθι ἐκκλησιαστικὸς τοποτηρητὴς ἐναντίον τῶν ἱερῶν καὶ Ἀποστολικῶν Νόμων περιπλέκεται εἰς κοσμικὰς  ταραχάς, ἀντὶ νὰ καταγίνεται εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τοῦ ἐπαγγέλματός του, φυλάττων τὸν νοῦν του ἥσυχον ἀπὸ πᾶσαν βιοτικὴν μέριμναν. Ἡ τοιαύτη διαγωγὴ τοῦ εἰρημένου τοποτηρητοῦ προσβάλλουσα καὶ τὸν χαρακτῆρα τῆς κυβερνήσεως, δὲν εἶναι δίκαιον, οὐδὲ πρέπον νὰ μένει ἐλευθέρα καὶ ἀνεξέταστος. Διὰ ταῦτα θέλετε προτρέψει τὴν σεβασμιότητά του νὰ περιορισθεῖ  εἰς φυλακήν του, διαμένων εἰς τὴν Μητρόπολιν καὶ νὰ μὴ περιφέρεται εἰς τὴν ἐπαρχίαν…»[57].

Αντί όμως να περιοριστεί σε φυλακή, ο Γεράσιμος έφυγε αυτοεξόριστος στη Μάνη, όπου βρισκόταν σε ασφάλεια. Συγχωρεμένος για την απόκλιση από τα θρησκευτικά του καθήκοντα, επανήλθε στην Καλαμάτα και επαναδιορίστηκε τον Δεκέμβριο του 1832. Μετά την παραίτηση του πρώην Ηλιουπόλεως Ανθίμου ως προσωρινού τοποτηρητή, επαναδιορίσθη ο Γεράσιμος Παγώνης, ενώ τα αρχιερατικά χρέη της επαρχίας ορίστηκε να εκτελεί ο Αρδαμερίου Ιγνάτιος. Το 1834 διορίστηκε πρωτοσύγκελος της Τριφυλίας, αλλά, όπως φαίνεται, η μετάθεση αυτή δεν έγινε ποτέ. Το 1842 ήταν υποψήφιος γραμματέας της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, εξεφώνησε θαυμάσιο λόγο στον ναό της Αγίας Ειρήνης,  που προκάλεσε μεγάλη εντύπωση και κρίθηκε λίαν ευμενώς από της αθηναϊκές εφημερίδες. Μετά τον θάνατο τού απο Ανδρούσης Ιωσήφ, ο οποίος είχε και τον τίτλο Μεσσήνης, το 1844 ανάλαβε ως τοποτηρητής και αυτού του χηρεύοντος πλέον θρόνου.

Ο Γεράσιμος Παγώνης, λόγω του μεγάλου κύρους του, της μορφώσεως και της πολιτικότητάς του,  πριν ακόμη εκλεγεί επίσκοπος, χρησιμοποιήθηκε από τη Διοίκηση αλλά και την Εκκλησία σε διάφορες σημαντικές αποστολές, τις οποίες έφερε όλες σε αίσιο πέρας.

Την 28η Οκτωβρίου του 1827 απεστάλη από τη Διοίκηση και από την Εκκλησία ως έξαρχος στα νησιά του Αιγαίου και κυρίως στη Σάμο, για να διευθετήσει τα εκκλησιαστικά εκεί πράγματα.

Το 1828 διορίστηκε από  την αντικυβερνητική επιτροπή να μεταβεί και πάλι στα νησιά του Αιγαίου, για να  διερευνήσει επί τόπου τις διάφορες εκκλησιαστικές υποθέσεις και να τις ρυθμίσει δεόντως και καταλλήλως. Τον Απρίλιο του 1834 απεστάλη με τον β΄ γραμματέα της Ιεράς Συνόδου Θεοφάνη Σιατιστέα, τον μετέπειτα Μητροπολίτη Μάνης, ώστε «χρώμενοι τῷ ἐκκλησιαστικῷ λόγῳ εἰρηνεύσωσι τὰ πνεύματα εἰς Μάνη ἕνεκα τῶν περὶ τῆς ἐκκλησίας μεταρρυθμίσεων τῆς Ἀντιβασιλείας».

Το 1836, από κοινού με τον Θεοφάνη Σιατιστέα, στάλθηκαν ως εκκλησιαστικοί έξαρχοι στην Αιτωλοακαρνανία, για να συντελέσουν στην καταστολή της εκεί εκραγείσης στάσεως.

Το 1842, κατόπιν του εγερθέντος θορύβου ότι στο παρθεναγωγείο Hill, στην Αθήνα, γινόταν προσηλυτισμός, ορίστηκε μέλος τής υπό τον Κωνσταντίνο Οικονόμου τον εξ Οικονόμων επιτροπής για τον έλεγχο και την εξακρίβωση των καταγγελθέντων[58].

Συνεχίζει με μια υπέρ του τόπου έντονη δράση, συμμετέχοντας πέραν από τα εκκλησιαστικά και στα πολιτικά θέματα, μέχρι την εκλογή του ως Αρχιεπίσκοπος Αργολίδος το 1852, όπου πράγματι αναδεικνύεται άξιος ιεράρχης. Την 30ή Μαρτίου του 1867 αποδημεί εις Κύριον.

Για την αναγνώριση των υπηρεσιών του στον Αγώνα του 1821, μετά τον θάνατό του υπέβαλε αίτηση ο ανεψιός του Παναγιώτης Παγώνης. Κατετάγη στα Μητρώα Αγωνιστών του 1821 με αριθμό 232 στον βαθμό Β΄ τάξεως ήτοι Αντιστράτηγος[59]. Η ενέργεια αυτή καταδεικνύει περίτρανα την αναγνώριση μετά θάνατον της προσφοράς του Γερασίμου Παγώνη υπέρ Πίστεως και Πατρίδος και πως η Πολιτεία αυτήν την προσφορά καλό θα είναι διαχρονικά να την αναγνωρίζει εγκαίρως, διότι η Εκκλησία τόσο τότε όσο και σήμερα με διαφορετικό βέβαια τρόπο συνέχει την κοινωνία.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Βαλέριος Γ. Μέξας, Οι Φιλικοί, Αθήναι 1937, σ. 28 αύξ. αρ. 173· Ι. Α. Μελετόπουλος, Η Φιλική Εταιρεία, Αρχείο Π. Σέκερη, Αθήναι 1967, σ. 115, αύξ. αρ. 125. Ο Μίμης Φερέτος, «Γεράσιμος Παγώνης», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία 4 (1964), στ. 345-348, κυρίως στ. 345, γράφει: «Μικρὰ Μαντίνεια».

[2] Θεόκλητος Βίμπος, «Λόγος Επικήδειος εις τον αοίδιμον Γεράσιμον Παγώνην, Αρχιεπίσκοπον Αργολίδος», εφημ. Εθνεγερσία, έτ. 2, αρ. φύλλ. 103/20.9.1867, σ. 4· Σταύρος Χ. Σκοπετέας, «Άνθη ευλάβειας εις τον Γεράσιμον Παγώνην», εφημ. Ηχώ της Μεσσηνίας, έτ. ε΄, αρ. φύλλ. 52 /26.3.1950, σ. 1.

[3] Σκοπετέας, σ. 1, ο οποίος παρέχει και ορισμένες πληροφορίες γι’ αυτήν, παραπέμποντας στην εφημ. «Ηχώ της Μεσσηνίας», αρ. φύλλ. 6/15.6.1949.

[4] Βίμπος, σ. 4· Σκοπετέας, Α΄, σ. 1: «Οἱ γονεῖς τοῦ Γερασίμου ἦσαν “ἀγαθοὶ καὶ εὐσεβεῖς περιπατοῦντες τὴν ὁδὸν τοῦ Κυρίου”»· Φερέτος, στ. 345: «Ἀνήκων εἰς ἐπιφανῆ οἰκογένειαν τῆς περιοχῆς».

[5] Συλλογή Γεωργίου Φάρη, Εθνική Βιβλιοθήκη, αρ. φακ. Α 11696, φύλλ. 2, σ. 1.

[6] Βίμπος, σ. 4·   Σκοπετέας, σ. 1· Φερέτος, στ. 345.

[7] Μίμης Φερέτος, «Μεσσήνιοι Φιλικοί καθοδηγούν τον αγώνα του ΄21», εφημ. Μεσσηνικά Νέα, έτ. 29, αρ. φύλλ. 393/ 31.3.1984, σσ. 1, 3· Φερέτος, στ. 345.

[8] Συλλογή Γεωργίου Φάρη, αρ. φακ. Α 11696, φυλ. 2, σ. 1· Σκοπετέας, Α΄, σ. 3· Γ΄, σ. 2.

[9] Σκοπετέας, Α΄, σ. 3, ο οποίος γράφει ότι «ὁ Σωτήριος προήχθη εἰς τὸν βαθμὸν τοῦ ἀν/ρχου τῆς Φάλλαγος» και παραπέμπει σε δύο δημοσιεύματά του: α) Λεύκωμα Ἡ Καλαμάτα καὶ ἡ Ἐπανάστασις τοῦ Εἰκοσιένα, Καλαμάτα 1948, σ. 90 και β) εφημ. «Νέδων», Καλάμαι 1880, αρ. φύλλ. 8, όπου νεκρολογία του Σωτηρίου· Εταιρία Λακωνικών Σπουδών, Τετράδια της Ιστορίας της Μάνης, κεφ. 5, σσ. 2-3, 37. Σύμφωνα με τα Γενικά Αρχεία του Κράτους, Υπουργ. Πολ., φάκ. 49, έγγρ. 110 και Εκτελ. φάκ. 53 (Αρχεία Ελληνικής Παλιγγενεσίας, τόμ. 7, σ. 101: «Παγωνόπουλος Σωτήριος. Από τη Μεγάλη Μαντίνεια του δήμου Αβίας και κατοικούσε στην Καλαμάτα. Στις 20 Ιανουαρίου 1825 προβιβάστηκε στο βαθμό της χιλιαρχίας».

[10] Αρχείο Αγωνιστών Εθνικής Βιβλιοθήκης Ελλάδος (Α. Α. Ε. Β. Ε.), κουτί 156, φάκ. αριθ. 12. Το έγγραφο αυτό δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά από τον Μ. Φερέτο στην εφημερίδα «Μεσσηνιακά Νέα», αριθ. φύλλ. 407-9, Ιούλιος – Οκτώβριος 1985· Εταιρία Λακωνικών Σπουδών, Τετράδια της Ιστορίας της Μάνης, κεφ.5, σσ. 2-3, 37. Με βάση το Α.Α.Ε.Β.Ε., κουτί 156, φάκ. αριθ. 12: «Παγώνης Σπυρίδων. Από τη Μεγάλη Μαντίνεια του δήμου Αβίας. Από τον Γρηγόριο Δικαίο προβιβάστηκε στο βαθμό της ταξιαρχίας και στην έναρξη της επανάστασης από τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη του ανατέθηκε η επιστασία των αρμάτων της Καλαμάτας».

[11] Σκοπετέας, Α΄, σ. 1.

[12] Πρβλ. Φερέτος, στ. 345: «ἔτυχεν λίας ἐπιμεμελημένης παιδείας καὶ οἰκογενειακῆς ἀνατροφῆς, μαθητεύσας πιθανῶς εἰς τὴν ἐν Μελὲ τῆς Ἀλαγονίας σχολὴν ἢ ἐκείνην τῆς Δημητσάνης».

[13] Σκοπετέας, Α΄, σ. 3, ο οποίος παραπέμπει στο βιβλίο: Α. Μασουρίδου, Αλαγωνιακά, Αθήναι 1936, σ. 263.

[14] Βίμπος, σ. 4.

[15] Φερέτος, στ. 345.

[16] Σκοπετέας, Α΄, σ. 3.

[17] Βίμπος, σ. 4.

[18] Βίμπος, σ. 4 · Σκοπετέας, σ. 3.

[19] Σκοπετέας, Α΄, σ. 3.

[20] Σκοπετέας, Α΄, σ. 3, με παραπομπή στο περιοδικό Εστία, τ. 1880, σ. 177· Φερέτος, στ. 35.

[21] Μέξας, Οι Φιλικοί, σ. 28, αύξ. αρ. 173· Μελετόπουλος, σ. 115, αύξ. αρ. 125· πρβλ.  Σκοπετέας, Α΄, σ. 3: «Ὁ Ἀ. Κορνήλιος ἦτο ἰατρός, σπουδάσας εἰς Πάδουσαν (sic). Ἐχρημάτισεν ὑποπρόξενος τῆς Βενετίας εἰς Κυκλάδας νήσους καὶ ἀπὸ τοῦ 1800 Γεν. Πρόξενος τῆς νεοσυστάτου “Ρεπούπλικας τῶν Ἰονίων Νήσων” εἰς τὴν Κυπαρισσίαν καὶ προσέτι “ἀγγέντες” πράκτωρ τοῦ Ρωσικοῦ Κονσολάτου εἰς Κορώνην, Μεθώνην, Νεόκαστρον, Καλαμάταν καὶ Πράτξον (sic) τῆς Μαΐνης». Πρὸ τῆς 18 Ἰουνίου 1809 εἶνε ἐγκατεστημένος εἰς Καλαμάταν. Ἐμυήθη εἰς τὴν Φ.Ε. τὴν 28 Αὐγούστου 1818 ἀπὸ τὸν Μανιάτην Ἠλίαν Χρυσοσπάθην (Μέξας, σ. 13). Συντόμως κατέστη ἐπίλεκτον μέλος της Καλαματιανῆς κοινωνίας αὐτὸς καὶ οἱ υἱοί του Ἰάκωβος καὶ Χριστόφορος, ὥστε νὰ ἀναγράφωνται συχνὰ μεταξὺ τῶν προυχόντων αὐτῆς. Προσέτι ἀπέκτησε στενωτάτας σχέσεις μὲ τοὺς Καπετανέους τῆς Μάνης καὶ μάλιστα τὸν Πετρόμπεην, ὡς μαρτυρεῖ τὸ ἀπὸ 19 Ἰουλίου 1819 χορηγηθὲν αὐτῷ συστατικὸν γράμμα τοῦ Μπέη. Εἰσήγαγε δὲ εἰς τὴν Ἑταιρίαν τοὺς Μεσσηνοίους τὸν Ἰωσὴφ Ἀνδρούσης, τὸν Πανάγον Ἀλεξίου Μόσχον ἢ Λογοθέτην».

[22] Σκοπετέας, Α΄, σ. 3.

[23]  Βίμπος, σ. 1· Σκοπετέας, Α΄, σ. 3.

[24] Μέξας, σ. 49, αύξ. αρ. 318.

[25] Φερέτος, στ. 346.

[26] Μέξας, σσ. 39-40, αύξ. αρ. 253.

[27] Σκοπετέας, Α΄, σσ. 3-4.

[28] Σκοπετεας, Α΄, σ. 3.

[29] Φερέτος, στ. 345-346.

[30] Σπυρίδων Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμ. Α΄, έκδοση δευτέρα, εκδοτικός οίκος Χρήστου Γιοβάνη, σ. 52.

[31] Βίμπος, σ. 4.

[32] Βίμπος, σ. 4.

[33] Φερέτος, στ. 345-346.

[34] Φώτιος Χρυσανθόπουλος ή Φωτάκος, Βίοι Πελοποννησίων Ανδρών, εκ του τυπογραφείου Π. Δ. Σακελλαρίου, εν Αθήναις 1888, σ. 321.

[35] Σκοπετέας, Γ΄, σ. 2.

[36] Σκοπετέας, Γ΄, σ. 2: «Ἡ Χρυσηίδα Παγώνη ἀπεδήμησε εἰς Κύριον τῇ 1 Μαρτίου τοῦ 1882 ἐν Ἀθήναις».

[37] Σκοπετέας, Α΄, σ. 4· Φερέτος, στ. 346· Ιεζεκιήλ Μητροπολίτου Θεσσαλιώτιδος του από  Βελανιδιά, Έργα και ημέραι Β’, εν Βολω 1948, σ. 794.

[38] Κωνσταντίνος Κ. Χατζόπουλος, «Οι επαναστατικές προκηρύξεις της “Μεσσηνιακής Συγκλήτου” της Καλαμάτας και ο φιλικός Πέτρος Ηπίτης», Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος 29 (1986) 47-48.

[39] Χατζόπουλος, σσ. 82-83.

[40] Φερέτος, στ. 346· Φερέτος, Β΄, σ. 3.

[41]Ανδρέας Ζ. Μάμουκας, Τα κατά την αναγέννησιν της Ελλάδος, τόμ. Α΄, εκ του τυπογραφείου «Η Αγαθή τύχη» του Ηλία Χριστοφίδου, εν Πειραιεί 1839, σσ. 15-16.

[42] Φερέτος, στ. 346· ο ίδιος, Μεσσήνιοι Φιλικοί», σ. 3, όπου αναφέρει λανθασμένα «Μάιο 1821.

[43] Φερέτος, στ. 346

[44] Φερέτος, στ. 346.

[45] Σκοπετέας, Β΄, σ. 1.

[46] Βίμπος, σ. 4.

[47] Βίμπος, σ. 4.

[48] Βίμπος, σ. 4· Σκοπετέας, Β΄, σ. 1.

[49] Φερέτος, στ. 346.

[50] Σκοπετέας, Γ΄, σ. 2.

[51] Βίμπος, σ. 4.

[52] Ιεζεκιήλ Βελανιδιώτης, «Ιστορικές διευκρινίσεις ο Αργολίδος Γεράσιμος», εφημ. «Εμπρός», 8.4.1948, σ. 4.

[53] Θεόκλητος Βίμπος, «Δύο επικήδειοι λόγοι ο μεν εις την Μαρίαν Δ. Γ. Βούλγαρη, ο δε εις τον Γεράσιμον Παγώνη», τύποις Σ. Οικονόμου και Λ. Μηλιάδου, εν Αθήναις 1869, σ. 25.

[54] Φερέτος, στ. 347-348.

[55] Φερέτος, στ. 347-348.

[56] Φερέτος, στ. 347-348.

[57] Φερέτος, στ. 347-348.

[58] Φερέτος, στ. 347-348 .

[59] Εθνικά Μητρώα Αγωνιστών 1821, Εθνική Βιβλιοθήκη Αθηνών, φακ. 158.

 

Γεώργιος Καραμπάτσος

Φοιτητής της Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Θεσσαλονίκης

Η’ Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση με θέμα: «Οι μεγάλες Προσωπικότητες της Ελληνικής Επαναστάσεως. Ομοψυχία και διχόνοια κατά την Επανάσταση», 18 – 19 Οκτωβρίου 2019, Συνοδικό Μέγαρο της Εκκλησίας της Ελλάδος. Διοργάνωση: Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος.

 

Η άλλη Επανάσταση του 21: Ο Καποδίστριας και η πανώλη του 1828

$
0
0

Η άλλη Επανάσταση του 21: Ο Καποδίστριας και η πανώλη του 1828


 

«Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Διαβάστε σήμερα στο «Ελεύθερο Βήμα», άρθρο του Γιώργου Καραμπελιά

για την πανώλη του 1828 με τίτλο:

«Η άλλη Επανάσταση του 21: Ο Καποδίστριας και η πανώλη του 1828».

 

Ιωάννης Καποδίστριας, Λιθογραφία, Σχέδιο εκ του φυσικού του Louis Letronne.
Λιθογραφία του Institut Lithographie της Βιέννης, 1829

Αν η σημερινή ελληνική κοινωνία μοιάζει να έχει μείνει κυριολεκτικώς αποσβολωμένη και άφωνη μπροστά σε μία κρίση  που ξεπερνάει την ίδια τη δυνατότητά της να τη συλλάβει, εν τούτοις οι πρόγονοί μας στο παρελθόν έζησαν στενά δεμένοι με την επιδημία, την καραντίνα και τον θάνατο. Έτσι, σε όλη τη διάρκεια του 18ου αιώνα, μόνο για δώδεκα χρόνια δεν αναφέρονται θάνατοι από κάποια επιδημία στον ελληνικό κόσμο. Η πανώλη (πανούκλα, θανατικό ή λοιμός) ήταν συχνότερη και φονικότερη, συνοδευόμενη όμως από τον τύφο, την ευλογιά, τη χολέρα, τη λέπρα.

Η πρώτη ελληνική αναφορά στην πανούκλα ήταν αυτή της Τραπεζούντας, το 1346. Και ακολούθησαν αναρίθμητες επιδημίες στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Ιδιαίτερα φονικές δε υπήρξαν εκείνες της Θεσσαλονίκης, με 500 νεκρούς ημερησίως, το 1741, της  Ναύπακτου και της Λευκάδας, το 1743. Το 1751, ξέσπασε μια τρομακτική επιδημία στην Κωνσταντινούπολη την οποία ο, εγκατεστημένος στην περιοχή, Άγγλος γιατρός, Mordach Mackenzie, θεωρεί «ως την αγριότερη πανώλη» της εποχής από την οποία «οι Έλληνες και οι Αρμένιοι υποφέρουν περισσότερο» – και ανεβάζει τους νεκρούς σε 150.000, σημειώνει δε ότι πολλοί «καταφεύγουν στην Προύσα, τη Νικομήδεια, την Αδριανούπολη, τα νησιά», ενώ  και ο Άγγλος πρέσβης, Τζέιμς Πόρτερ, «εκτιμά, ότι η πανώλης του 1751 εξόντωσε 60.000 άτομα». Ο γνωστός λόγιος και «τυχοδιώκτης» Καισάριος Δαπόντες γράφει στον περιβόητο Καθρέπτη γυναικών για το ταξίδι του στον Όσιο Αυξέντιο, στη Νικομήδεια:

 

«Ὅταν ἐπῆγα δὲ κ’ ἐγὼ μὲ τὸν ἀλεξανδρείας

Εἰς τῆς πανούκλας τὸν καιρὸν τῆς τόσον φονουτρείας

ὁποῦ ἐκαταρήμαξε καὶ πόλιν καὶ χωρία,

Ὅτι πρὸ χρόνων ἱκανῶν δὲν ἔγινεν ὁμοία

(Κ. Δαπόντες, Καθρέπτης Γυναικών, τόμ. β΄178,180)

 

Και προφανώς δεν ήταν η μόνη επιδημία. Μια εξίσου φονική έξαρσή της θα εκδηλωθεί στην Κωνσταντινούπολη, το 1778, ενώ, λίγο πριν την Επανάσταση, η πανούκλα του 1812-1819 ήταν η πιο θανατηφόρα και ίσως αποτελεί μια από τις αιτίες που έκαναν τους Έλληνες να επαναστατήσουν. Πολλά νησιά του Αιγαίου ερήμωσαν· στη δε περιοχή του Τύρναβου, το 1812-1816, ένας άρρωστος Τάταρος από την Κωνσταντινούπολη μόλυνε τους κατοίκους και τα θύματα έφτασαν τις 8.600! Το 1814, η ίδια επιδημία έπληξε την Πόλη, τη Σμύρνη, τη Χίο, τη Σάμο και Θεσσαλονίκη. Σύμφωνα με τον Πουκεβίλ «οι επιδημίες πανώλους στα 1814-1819 έπληξαν το ένα έκτο του πληθυσμού της Ευρώπης και το ένα πέμπτο των άλλων περιοχών».

Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η Επανάσταση δεν αντιμετώπιζε μόνο το τουρκικό γιαταγάνι και τις σφαγές αλλά ίσως οι έμμεσοι θάνατοι που προκλήθηκαν από τις δύσκολες υγειονομικές συνθήκες διεξαγωγής του αγώνα να προκάλεσαν ισάριθμους ή τουλάχιστον συγκρίσιμο αριθμό θανάτων με εκείνους που έπεσαν στα πεδία των μαχών. Τόσο από τη μόλυνση και την αδυναμία αντιμετώπισης των τραυμάτων όσο και από τις αναρίθμητες μικρότερες ή μεγαλύτερες επιδημίες.

Η πρώτη καταγεγραμμένη επιδημία μετά την κήρυξη της Επανάστασης εκδηλώθηκε στην Τρίπολη, είχε ως αιτία τον εξανθηματικό τύφο που προκάλεσε περίπου 3.000 θανάτους, ενώ επιδημία τύφου εκδηλώθηκε αργότερα, στο Ναύπλιο και σε άλλες πόλεις που τελούσαν υπό πολιορκία. Στο Μεσολόγγι ίσως οι θάνατοι από δυσεντερία να ξεπέρασαν εκείνους της ηρωικής Εξόδου.

Όμως, η τελευταία μεγάλη επιδημία την οποία αντιμετώπισαν οι αγωνιζόμενοι Έλληνες στα 1828 να είναι σημαδιακή, κυρίως για τον τρόπο που αντιμετωπίστηκε από τον Καποδίστρια, που μόλις πριν τρεις μήνες είχε φθάσει στην Ελλάδα, και όλους τους συνεργάτες του, που μπορούν τόσο να μας διδάξουν για το σήμερα όσο και να μας κάνουν να κατανοήσουμε από μια άλλη πλευρά το μεγαλείο αυτής της Επανάστασης.

 

«Αν περιστάσεως τυχούσης, πόλις τις

ή χωρίον είναι ύποπτα λοιμού, συγχρόνως

μετά την περιστοίχησιν

των υπό υγειονομικής γραμμής,

ανάγκη πάσα να ληφθώσιν

ευθέως τα εξής μέτρα:

Υποχρεούνται οι κάτοικοι να

μένουν εις τα ίδια,

εμποδίζεται πάσα θρησκευτική τελετή.

Δεν σημαίνονται οι κώδωνες».

 

Την Άνοιξη του 1828, εμφανίστηκε μια επιδημία πανώλους που την μετέδωσαν οι Αιγύπτιοι του Ιμπραήμ, την «πανούκλα των φτωχών», όπως την έλεγαν οι ίδιοι οι Αιγύπτιοι. Αυτή μεταδόθηκε αρχικώς στα νησιά, Ύδρα, Σπέτσες, Αίγινα και εν συνεχεία στο Άργος, την Αργολίδα και την περιοχή των Καλαβρύτων καθώς και στο στρατόπεδο των Μεγάρων. Για την αντιμετώπισή της ο Καποδίστριας πήρε ιδιαίτερα ενεργητικά μέτρα, βοηθούμενος και από τον Ελβετό φιλέλληνα γιατρό Louis-André Gosse (που μας άφησε και ένα σχετικό βιβλίο από όπου και όλες οι πληροφορίες που παρουσιάζουμε) καθώς και από τους Έλληνες γιατρούς και την υπόλοιπη διοίκηση.

 

Το άρθρο για την πανώλη, όπως δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΕΣΤΙΑ», στις 11/03/1879.

 

Εκτός από αυστηρά μέτρα καραντίνας και την απαγόρευση της μετακίνησης και των επαφών με τους ασθενείς ή όσους είχαν έλθει σε επαφή μαζί τους, απαγορεύτηκε και κάθε συνάθροιση σε δημόσιο χώρο, στις περιοχές που είχαν προσβληθεί από την επιδημία. Τέλος, στις 20 Αυγούστου, εξεδόθη ψήφισμα ειδικού νόμου «περί υγειονομικών διατάξεων» (Ψήφισμα 15 /20.8.1828) όπου, στο άρθρο 285 εδ.3, αναφέρεται πως  «Αν περιστάσεως τυχούσης, πόλις τις ή χωρίον είναι ύποπτα λοιμού, συγχρόνως μετά την περιστοίχησιν των υπό υγειονομικής γραμμής, ανάγκη πάσα να ληφθώσιν ευθέως τα εξής μέτρα: Υποχρεούνται οι κάτοικοι να μένουν εις τα ίδια, εμποδίζεται πάσα θρησκευτική τελετή. Δεν σημαίνονται οι κώδωνες».

Γράφει ο Gosse στο βιβλίο του: «Ωστόσο, σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες, η Α.Ε. ο  κυβερνήτης Καποδίστριας έδειξε τη μεγαλύτερη ενεργητικότητα, και έκανε τις μεγαλύτερες θυσίες. Από την πρώτη εμφάνιση της ασθένειας, παντού δημιουργήθηκαν επιτροπές υγιεινής, δημιουργήθηκαν καραντίνες σε όλα τα μέρη και καταρτίστηκε κώδικας υγιεινής. Μοιράστηκαν χρήματα και τρόφιμα στους απόρους, ενώ οι υγιείς πληθυσμοί απασχολήθηκαν σε δημόσια έργα, στάλθηκαν γιατροί όπου υπήρχε ανάγκη και με πυκνή αλληλογραφία γνώριζε η κυβέρνηση γνώριζε επακριβώς τι συνέβαινε, με μια λέξη δεν ξεχάστηκε τίποτε. Έτσι, ο Πρόεδρος, με τη βοήθεια του αδελφού του, του κόμη Βιάρου, και με τις προσπάθειες των κυβερνητών των επαρχιών, τον ζήλο των επισκόπων και των δημογερόντων και την πειθαρχία της μάζας του έθνους, κατόρθωσε να περιορίσει με επιτυχία τη μάστιγα στις διάφορες τοποθεσίες όπου εμφανίστηκε και να θωρακίσει τα επίφοβα σημεία».

 

Πορτραίτο του Ελβετού ιατρού Ανδρέα Λουδοβίκου Γκός (Louis-André Gosse, 1791 – 1873)

 

Για παράδειγμα, στις Σπέτσες, όπου διορίστηκε εκτάκτως ο Κωλέτης ως κυβερνήτης και από όπου – μαζί με την Ύδρα-  είχε ξεκινήσει η επιδημία, μέσα σε τρεις μήνες, αυτή τιθασεύτηκε και οι θάνατοι δεν ξεπέρασαν τους 15. Ανάμεσα στα άλλα μέτρα που πήρε, σε συνεργασία με τους αρχιερείς και τη επιτροπή δημόσιας υγιεινής που συγκρότησε, ήταν και τα εξής:

Έξοδος από την πόλη των κατοίκων από τα μολυσμένα σπίτια και εγκατάστασή τους σε καλύβες· ένας – ένας χωρίς να έρχονται σε επαφή μεταξύ τους, ακόμα και τα μέλη της ίδιας οικογένειας. Το κράτος θα προμηθεύσει βοηθούς για τους περιορισμένους σε καραντίνα (ένας «νοσηλευτής» ανά δέκα άτομα για να τους προμηθεύουν τρόφιμα και να τους εξυπηρετούν και ένας ανά τέσσερις για τους ήδη νοσούντες.) Οι υπόλοιποι κάτοικοι θα παραμείνουν κλεισμένοι στα σπίτια τους για τις λίγες μέρες που θα χρειαστεί, θα κλείσουν οι εκκλησίες και οι δημόσιοι χώροι και κανένα σκάφος δεν θα μπορεί να προσεγγίσει στο λιμάνι. 

Θα μπορούσα να συνεχίσω επί μακρόν για τα δρακόντεια και ταυτόχρονα γεμάτα ενσυναίσθηση μέτρα που ελήφθησαν και τις υπεράνθρωπες προσπάθειες που έγιναν ώστε να αποφευχθεί η παραπέρα επέκταση της επιδημίας και να τιθασευτεί η εξάπλωσή της. Και πράγματι, και δεν ξαπλώθηκε η επιδημία σε όλη την έκταση του τότε ελληνικού κράτους, τα δε κρούσματα περιορίστηκαν στα 1113 και οι θάνατοι στους 783, κάτι που αποτελούσε τεράστιο επίτευγμα για την εποχή και τις τότε συνθήκες.

Πρόκειται για μια διαφορετική, συνήθως αγνοημένη πλευρά της Επανάστασης αλλά και της σημαντικότερης πολιτικής φυσιογνωμίας που συνδέθηκε μαζί της, του Ιωάννη Καποδίστρια. Μια πλευρά που αξίζει να τη δούμε ενδελεχέστερα, τουλάχιστον σήμερα, καθώς η Εθνική Γιορτή που θα γιορταζόταν με τη μεγαλύτερη δυνατή έμφαση φέτος μας βρίσκει σε «καραντίνα». Όμως το μυαλό, η σκέψη μας και τα λεγόμενά μας μπορούν να παραμένουν ελεύθερα και να στρέφονται όχι μόνο στους αγώνες του Νικηταρά στα Δερβενάκια αλλά και σε κείνους των ηρώων γιατρών (ο Gosse αρρώστησε και κινδύνευσε να πεθάνει ο ίδιος) και προπαντός του κυβερνήτη που ακόμα τον θυμούνται και τον κλαίνε οι Έλληνες για τον πρόωρο χαμό του.

 

Γιώργος Καραμπελιάς

To άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στο liberal.

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που παρατίθενται στο κείμενο, οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

  

Διαβάστε ακόμη:

 

Τσακάλωφ Αθανάσιος (1788- 1851)

$
0
0

Τσακάλωφ Αθανάσιος (1788- 1851)


 

Αθανάσιος Τσακάλωφ

Ο Αθανάσιος Τσακάλωφ, ένας από τους τρεις ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας – ο νεότερος – γεννήθηκε το 1788 στα Ιωάννινα. Σχετικά με το επώνυμο του πατέρα του και βέβαια το δικό του υπάρχουν διάφορες εκδοχές. Συμφωνά με μία από αυτές πατέρας του Νικηφόρος  Τεκελής, δερματέμπορος, από τον Τύρναβο της Θεσσαλίας, εγκαταστάθηκε νέος στα Ιωάννινα, σημαντικό εμπορικό κέντρο της εποχής, όπου παντρεύτηκε τη Βασιλική Γώζου, κόρη από αρχοντική οικογένεια της πόλης (παραδίδεται ότι το σπίτι τους ήταν στη γιαννιώτικη συνοικία του Αρχιμανδρίου).[1] Ο γιός τους λοιπόν, Αθανάσιος ήταν παιδί του Νικηφόρου ή Φόρου Τεκελή. Μια άλλη εκδοχή παραδίδει ότι υπήρξε μοναχοπαίδι και το επώνυμο της οικογένειας του ήταν Τσάκαλος κατά συνέπεια από το Τσάκαλος στο Τσακάλωφ η απόσταση ήταν ελάχιστη, καθώς μάλιστα ο νεαρός Αθανάσιος βρέθηκε στην ανάγκη να αναχωρήσει για τη Ρωσία – και συγκεκριμένα τη Μόσχα -, όπου ο πατέρας του εμπορεύεται γουναρικά.[2]

Ο Αθανάσιος υπήρξε ο μόνος από τους τρεις πρωτεργάτες της Φιλικής Εταιρείας που έμαθε καλά γράμματα καθώς φοίτησε στη Μαρουτσαία σχολή της ηπειρωτικής πρωτεύουσας και θεωρείται πιθανόν να είχε δάσκαλο τον σημαντικό λόγιο της εποχής Αθανάσιο Ψαλίδα. Στη νεανική του ζωή αναφέρονται, χωρίς ακριβή χρονολογική και πραγματολογική πλαισίωση, διάφορα επεισόδια, τα οποία πάντως πρέπει να τοποθετηθούν στην πρώτη δεκαετία του 19ου αιώνα. Συγκεκριμένα, συμφωνά με μαρτυρία του Σπ. Αραβαντινού, φέρεται ότι υπήρξε θύμα απαγωγής από τον γιο του Αλή πασά, Μουχτάρ πασά, από τα χέρια και τις ορέξεις του οποίου σώθηκε χάρις στη διάθεση ικανού ποσού χρημάτων αλλά και χάρις στη μεσολάβηση του ζαγορίτη, ισχυρού κοινοτικού άρχοντα, Αλέξη Νούτσου.[3] Μετά από αυτά όμως η οικογένεια του, όπως ήταν αναμενόμενο, τον φυγάδευσε στη Μόσχα, όπου ήδη βρισκόταν, όπως είπαμε, ο πατέρας του ως καλοστεκούμενος έμπορος γουναρικών.

Ο νεαρός Αθανάσιος συνέχισε της σπουδές του στη Μόσχα, ενώ εκεί πρέπει να άλλαξε το επώνυμο του σε Τσακάλωφ, παίρνοντας ίσως τη γλωσσική μορφή που χρησιμοποιούσε ο πατέρας του. Αργότερα τον βρίσκουμε φοιτητή στο Παρίσι, όπου σπούδασε φυσικές επιστήμες. Πότε ακριβώς έγιναν όλα αυτά και πάλι δεν είναι χρονολογικά προσδιορισμένο· πάντως, είναι βέβαιο ότι το 1809 βρίσκεται στο Παρίσι, επειδή γνωρίζουμε ότι συμμετείχε στην ίδρυση της πολιτικο-φιλανθρωπικής εταιρείας με την ονομασία «Ελληνόγλωσσον Ξενοδοχείον». Η ενέργεια αυτή του Τσακάλωφ – όπως άλλωστε και η μύηση του Ξάνθου στον τεκτονισμό – αποτελεί σημαντικό στοιχείο για τις μετέπειτα εξελίξεις που θα οδηγήσουν στην ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας. Και τούτο επειδή το «Ελληνόγλωσσον Ξενοδοχείον» έχει συνάφεια με τον γαλλικό τεκτονισμό, ενώ δεν πρέπει να λησμονούμε ότι τα μέλη του έφεραν δακτυλίδι με τα αρχικά ΦΕΔΑ (= Φιλίας Ελληνικός Δεσμός Άλυτος), το οποίο, όπως έχει ήδη παρατηρηθεί, «παραπέμπει βέβαια στη μεταγενέστερη χρήση της λέξης φιλία, φιλικός,  από την τελική οργάνωση: Εταιρεία των Φίλων/Φιλική Εταιρεία».[4]

Περισσότερες πληροφορίες για τη διαμονή και τον χρόνο παραμονής του Τσακάλωφ στη γαλλική πρωτεύουσα δεν γνωρίζουμε, γνωρίζουμε όμως – χωρίς να είναι γνωστά τα ακριβή αίτια της επανόδου του – ότι το 1814 βρίσκεται στην Οδησσό της Ρωσίας, όπου θα συναντηθεί με τους δύο άλλους πρωτεργάτες της ίδρυσης της Φιλικής Εταιρείας.

Οι τρείς Έλληνες πατριώτες, πιθανότατα το καλοκαίρι του 1814, ίδρυσαν τη Φιλική Εταιρεία, στην ίδρυση της οποίας οι τεκτονικές γνώσεις του Ξανθού, η επαφή του Τσακάλωφ με ανάλογες κινήσεις στο Παρίσι και ο ενθουσιασμός του Σκουφά ενήργησαν συμπληρωματικά για τη σημαντική για τον ελληνισμό ανάδειξη και δράση της συνωμοτικής αυτής οργάνωσης, που ανέλαβε να προετοιμάσει και οδηγήσει τους Έλληνες προς την εθνική χειραφέτηση, χωρίς αναφορές στη βοήθεια κάποιας μεγάλης δύναμης αλλά με γνώση της ευρωπαϊκής πολιτικο-στρατιωτικής πραγματικότητας και πίστη στις γηγενείς ελληνικές δυνατότητες.

 

Η Εταιρεία ανέλαβε να προετοιμάσει και

οδηγήσει τους Έλληνες προς την εθνική

χειραφέτηση, χωρίς αναφορές στη βοήθεια

κάποιας μεγάλης δύναμης

αλλά με γνώση της ευρωπαϊκής

πολιτικο – στρατιωτικής

πραγματικότητας και πίστη

στις γηγενείς ελληνικές δυνατότητες.

 

Είναι γεγονός ότι ένα είδος ιστοριογραφίας απασχολήθηκε πολύ με το να εντοπίσει ποιος από τους τρείς Έλληνες πατριώτες είχε πρώτος την ιδέα της ίδρυσης της Φιλικής Εταιρείας, πράγμα, βέβαια, που συνδέεται και με της μετεπαναστικές αλλά και πολύ πιο πρόσφατες τοπικές φιλοδοξίες να αποδειχθεί ότι ο συγκεκριμένος τόπος, από τον οποίο προήλθε ο πρωτεργάτης της ίδρυσης, διαθέτει κάποια χαρακτηριστικά που δεν διαθέτουν οι άλλοι και βέβαια απαιτεί και ανάλογα οφέλη. Στον αντίποδα της προσέγγισης αυτής, η οποία άλλωστε καμιά σημασία ιδιαίτερη δεν έχει, βρίσκουμε εδώ την ευκαιρία να παραθέσουμε την οξυδερκή παρατήρηση του Βασίλη Παναγιωτόπουλου που επισημαίνει τούτα τα σημαντικά, κατά τη γνώμη μας:

 

«Τα βιογραφικά των τριών ιδρυτών έχουν ξεχωριστό ενδιαφέρον, όχι βέβαια γιατί φανερώνουν μεγάλες προσωπικές σταδιοδρομίες αλλά ακριβώς για το αντίθετο: γιατί δείχνουν ότι η ιδέα της εθνικής απελευθέρωσης είχε γίνει οικεία σε κοινωνικά στρώματα μεσαίας οικονομικής εμβέλειας και κοινωνικού κύρους, τα οποία αποδείχθηκε μάλιστα ότι ήταν τα καταλληλότερα να ξεκινήσουν και να οργανώσουν μια εθνική επανάσταση. Πράγματι, το γεγονός ότι οι πρώτοι Φιλικοί δεν σχετίζονταν με τον ισχυρότερο τότε κρατικό-διοικητικό μηχανισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δεν ήσαν δηλαδή στελέχη των εκκλησιαστικών ή των κοινοτικών θεσμών των ορθοδόξων, ο δε προσωπικός τους πλούτος, κυρίως για όσους ζούσαν στη διασπορά, δεν ήταν τόσος ώστε να τους δημιουργεί αξεπέραστες αναστολές, αποδείχθηκε ότι λειτούργησαν ως πλεονεκτήματα για την επαναστατική τους ενεργητικότητα».[5]

Οι τρείς, λοιπόν, Έλληνες ιδρύουν τη Φιλική Εταιρεία και στο πλαίσιο της συνωμοτικής δράσης τους ο Αθανάσιος Τσακάλωφ έλαβε τα αρχικά Α Β, ο Σκουφάς τα αρχικά Α Γ και ο Ξάνθος τα Α Δ, αργότερα Α Θ. Στο αμέσως επόμενο διάστημα από την ίδρυση της Εταιρείας οι τρείς  άνδρες δεν έπραξαν κάτι το σημαντικό. Ο Σκουφάς και ο Ξάνθος είχαν άμεσες και πιεστικές βιοποριστικές ανάγκες, ενώ ο Αθανάσιος Τσακάλωφ δεν γνωρίζουμε να ασκεί κάποιο επάγγελμα και φαίνεται πολύ πιθανό ότι ο πατέρας του, όντας εύπορος γουνέμπορος στη Μόσχα, πρέπει να φροντίζει και για τη συντήρηση του γιου του, που εξακολουθεί στη γραμμή των μακροχρόνιων σπουδών να μην ασχολείται με τίποτα το συγκεκριμένο. Πάντως τον Οκτώβριο του 1814 ο Τσακάλωφ συνοδεύει τον Σκουφά στο ταξίδι της Μόσχας, που γι’ αυτόν αποτελεί, άλλωστε, επιστροφή κοντά στην οικογένεια του, ενώ ο Ξάνθος από την Οδησσό όπου βρισκόταν θα κινήσει για την Κωνσταντινούπολη τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, όπου βρίσκεται η οικογένεια του. Έτσι ο Σκουφάς και ο Τσακάλωφ θα βρεθούν μαζί στη Μόσχα, όπου στην ουσία δεν ασκούν καμιά επαγγελματική δραστηριότητα – αφού, όπως γνωρίζουμε, τότε ακριβώς και ο Σκουφάς ανέστειλε κάθε ενασχόληση του με το εμπόριο – αλλά αρχίζουν να εντείνουν τη δράση τους ως Φιλικοί.

Με άλλα λόγια εδώ τελειοποίησαν το τυπικό της κατήχησης των μελών, που είχαν οι τρείς τους πρωτοσχεδιάσει στην Οδησσό, και οριστικοποίησαν το όνομα της Εταιρεία. Εδώ εξάλλου έκαναν και την πρώτη κατήχηση, με τη μύηση στους σκοπούς της του σπουδαστή στο Παρίσι Γεωργίου Σέκερη, νεότερου αδελφού των μεγαλεμπόρων Παναγιώτη και Αθανασίου Σέκερη, εγκατεστημένων στην Κωνσταντινούπολη και στην Οδησσό αντίστοιχα.

Σφραγίδα της μυστικής Αρχής της Εταιρείας. Τα γράμματα αντιστοιχούν στα αρχικά των κύριων ονομάτων των Αρχηγών της Εταιρείας, στα οποία προτάσσεται του Καποδίστρια: Ι: Ιωάννης Καποδίστριας, Α: Άνθιμος Γαζής, Α: Αθανάσιος Τσακάλωφ, Π: Παναγιώτης Σέκερης, Ν: Νικόλαος Σκουφάς, Ε: Εμμανουήλ Ξάνθος, Π: Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος, Α: Αντώνιος Κομιζόπουλος, Α: Αθανάσιος Σέκερης. Το γράμμα Ε αντιστοιχεί στη λέξη Ελλάς.

Εφεξής η δράση της Εταιρείας περιστρέφεται κυρίως γύρω από τις ενέργειες, τις πρωτοβουλίες και τη δράση του Νικ. Σκουφά και του Εμμ. Ξάνθου. Αντίθετα, το όνομα του Τσακάλωφ δεν παρουσιάζεται πολύ συχνά, αναδεικνύοντας μία φυσιογνωμία πολύ χαμηλών τόνων, σύνεσης και ίσως συγκρατημένα διστακτικότητας. Όπως και να έχουν τα πράγματα, το 1816 ο Σκουφάς από τη Μόσχα θα επιστρέψει στην Οδησσό και από τα ιδρυτικά μέλη της Εταιρείας θα παραμείνει στη ρωσική πρωτεύουσα μόνο ο Αθανάσιος Τσακάλωφ, αλλά συντροφιά με ένα άλλο σημαντικό στέλεχος που είχε εν τω μεταξύ κατηχηθεί, τον μεγαλέμπορο Αντώνιο Κομιζόπουλο από τη Φιλιππούπολη, που είχε πάρει και τα αρχικά Α Ε.

Οι δυό τους έλαβαν μέρος στο επεισόδιο του Νικ. Γαλάτη, όταν ο τελευταίος έφθασε στη Μόσχα, κατευθυνόμενος προς την Πετρούπολη για τη συνάντηση με τον Ιω. Καποδίστρια. Εξάλλου, οι δύο Φιλικοί υποδέχθηκαν στη Μόσχα και τους γνωστούς μας οπλαρχηγούς Ι. Φαρμάκη, Ηλία Χρυσοσπάθη, Παναγιώτη Δημητρόπουλο καθώς και τον Αναγνώστη Παπαγεωργίου (Αναγνωσταρά), που εν τω μεταξύ κατηχημένοι από τον Σκουφά στην Οδησσό κατευθύνονταν και αυτοί προς την Πετρούπολη για να διεκδικήσουν τις αμοιβές τους για τις υπηρεσίες που είχαν προσφέρει στον ρωσικό στρατό και εν συνεχεία να αναδειχθούν σε δραστήρια στελέχη της Εταιρείας.

Τον Αθανάσιο Τσακάλωφ ακολούθως θα τον συναντήσουμε και πάλι στην Οδησσό στις αρχές Ιουλίου 1817, όπου τον κάλεσε ο Νικόλαος Σκουφάς για να συσκεφθούν για το μέλλον της Φιλικής Εταιρείας. Στη σύσκεψη αυτή φαίνεται ότι κρίθηκε το μέλλον της Εταιρείας, καθώς ο Σκουφάς διαπίστωσε ότι το έως τότε έργο ήταν πενιχρό, ότι έπρεπε η έδρα της Εταιρείας να μεταφερθεί σε τουρκικό έδαφος και να αρχίσουν συστηματικές κατηχήσεις και γενικά καλύτερη οργάνωση του αγώνα. Όπως αναφέρει ο Εμμ. Ξάνθος στα Απομνημονεύματά του ο Τσακάλωφ αντέδρασε στα σχέδια αυτά του Σκουφά και μάλιστα έφθασε στο σημείο να ζητήσει ακόμα και την αναστολή της δράσης τους ή καλύτερα να σταματήσουν τις μυήσεις και να διερευνήσουν πως είναι τα πράγματα στη Ρούμελη και στον Μοριά. Ωστόσο, παράλληλα, συμφωνούσε ότι έπρεπε βασικά στελέχη της Εταιρείας να μετακινηθούν προς την Κωνσταντινούπολη για τον καλύτερο συντονισμό της δράσης τους.

Στην εξέλιξη των πραγμάτων ο Τσακάλωφ θα εγκαταλείψει την Οδησσό και θα κατευθυνθεί προς την Κωνσταντινούπολη, όπου θα φθάσει τον Οκτώβριο ή τον Δεκέμβριο του 1817 και θα επανασυνδεθεί με τον Εμμ. Ξάνθο, ο οποίος, όπως γνωρίζουμε βρισκόταν ήδη εκεί από καιρό μαζί με την οικογένεια του. Παραδίδεται μάλιστα η πληροφορία, ότι φιλοξενήθηκε στο σπίτι του Σκουφά. Μαζί με τον Τσακάλωφ θα ταξιδεύσουν ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος και ο Χριστόδουλος Λουριώτης, ενώ τον Απρίλιο του επομένου έτους (1818) θα φθάσει και ο Νικόλαος Σκουφάς, και έτσι όλος σχεδόν ο ηγετικός πυρήνας της Φιλικής Εταιρείας θα βρεθεί στην πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Ο Ξάνθος, ο μόνος από τους τρείς ιδρυτές της Εταιρείας που άφησε γραπτά κατάλοιπα, μας παραδίδει ότι στον Τσακάλωφ, ως ειδήμονα της ρωσικής γλώσσας, έγινε αρχικά η πρόταση να μεταβεί στην Πετρούπολη και να προσπαθήσει αυτός να πείσει τον Ιωάννη Καποδίστρια να αναλάβει την ηγεσία της Εταιρείας αλλά ο, κατά τον Φιλήμονα, «εχέμυθος, σκεπτικός πάντοτε και πάσαν επίδειξιν αποφεύγων» Τσακάλωφ αρνήθηκε, με αποτέλεσμα να ακολουθήσουν οι διαδοχικές άκαρπες προσπάθειες του Νικ. Γαλάτη και του Εμμ. Ξάνθου. Ο Τσακάλωφ, εξάλλου, πάντα κατά τη μαρτυρία του Ξάνθου, δεν δέχθηκε να μεταβεί ούτε στις Μηλιές για να συναντήσει τον Άνθιμο Γαζή και να λάβει το συστατικό γράμμα, με το οποίο ήταν απαραίτητο να εφοδιασθεί όποιος θα έπαιρνε το δρόμο για την Πετρούπολη με τη δικαιολογία ότι «…προλαβόντως ων εκεί παρετηρήθη από τους τα σκαλώματα εκείνων των μερών Αρβανίτες του Αλή πασά φυλάττοντας».

Πιθανώς στην αναφορά αυτή γίνεται υπόμνηση κάποιου παλαιού ταξιδιού του Τσακάλωφ στη Θεσσαλία.[6]

Παρά τα γραφόμενα του Ξάνθου για την άρνηση του Τσακάλωφ να κινήσει για το Πήλιο και τον Άνθιμο Γαζή είναι διαπιστωμένο ότι τελικά μετά την άφιξη του στην Κωνσταντινούπολη και τις συσκέψεις με τα άλλα μέλη της Φιλικής Εταιρείας που είναι ευνόητο ότι έλαβαν χώρα, ο Τσακάλωφ την άνοιξη του 1818 θα ταξιδέψει στο Πήλιο και συγκεκριμένα στις Μηλιές, όπου θα συναντήσει τον Άνθιμο Γαζή και θα ανταλλάξουν ιδέες για τη Φιλική Εταιρεία. Από εκεί ο Τσακάλωφ πήρε το δρόμο για τη Σμύρνη και μάλιστα από τα μέρη αυτά θα γράψει προς τον Εμμ. Ξανθό τέσσερες επιστολές.[7] Από τις  επιστολές αυτές αντλούμε αρκετά στοιχεία για τις κινήσεις του καθώς και το όνομα του Δημητρίου Μαργαρίτη, στο σπίτι του οποίου ο Τσακάλωφ διέμεινε στο διάστημα της παραμονής του στην πρωτεύουσα της Ιωνίας.

Λίγες μέρες πριν από τον θάνατο του Νικολάου Σκουφά (31 Ιουλίου 1818) ο Αθανάσιος Τσακάλωφ θα επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη και θα παραστεί στην οδυνηρή στιγμή του οριστικού αποχαιρετισμού του ενός από τους τρείς πρωταγωνιστές της Οδησσού του 1814. Εφεξής τον ηγετικό πυρήνα της Εταιρείας θα αποτελέσουν οι Εμμανουήλ Ξάνθος, Αθανάσιος Τσακάλωφ και Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος, τους οποίους βέβαια θα συνδράμει με κάθε τρόπο ο Παναγιώτης Σέκερης.

Αθανάσιος Τσακάλωφ, Νικόλαος Σκουφάς, Εμμανουήλ Ξάνθος. Οι ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας. Οδησσός, 1814. Ως ημέρα της ιδρύσεως της Φ. Ε. Καθιερώθηκε η 14η Σεπτεμβρίου. Ξυλογραφία, έργο Βάσου Φαληρέα, 1970. Συλλογή χαρακτικών ΕΙΜ.

Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφέρουμε ότι είναι πολύ ενδιαφέροντα τα στοιχεία τα οποία καταχωρίζονται σε κατάστιχο του Π. Σέκερη, στο οποίο καταγράφονται, ανάμεσα στα άλλα, και τα ποσά που ο φιλογενής έμπορος καταβάλλει σε διάφορους Φιλικούς, ανάμεσα τους βέβαια και ο Αθανάσιος Τσακάλωφ, για τον οποίο υπάρχουν αρκετές καταχωρίσεις για τα έτη 1818 και 1819, δηλαδή ακόμη και όταν αυτός βρίσκεται πλέον στην Πίζα.[8]

Όπως έχει παρατηρηθεί από την άνοιξη έως το φθινόπωρο (Σεπτέμβριος) του 1818 παρατηρείται μία υποπερίοδος αξιόλογης δράσης της Εταιρείας.[9] Σημειώσαμε ήδη τα ταξίδια του Τσακάλωφ στο Πήλιο και τη Σμύρνη, τη μύηση του Παναγιώτη Σέκερη στην Κωνσταντινούπολη και έχουμε αναφέρει την οργάνωση του συστήματος των «αποστόλων» και τις περιοδείες τους σε πολλά σημεία του ελλαδικού χώρου για την καλύτερη οργάνωση και τον συντονισμό της δράσης της Φιλικής Εταιρείας. Στη γραμμή αυτή επίσης θα αναληφθεί και η προσπάθεια να πεισθεί να αναλάβει την ηγεσία της Εταιρείας ο Ιωάννης Καποδίστριας, προσπάθεια που είχε ως κύριο εκφραστή της τον Εμμανουήλ Ξάνθο. Γνωρίζουμε όμως ότι πριν από την προσπάθεια αυτή είχε προηγηθεί εκείνη του Νικόλαου Γαλάτη το 1816.

Ωστόσο, η περίπτωση του Νικόλαου Γαλάτη, με τις ανεξήγητες, για τα περισσότερα μέλη της  Εταιρείας, πράξεις του έχει φθάσει σε οριακό σημείο, καθώς βρισκόταν ιδεολογικά και πρακτικά έξω από τον οργανωτικό σχεδιασμό των επικεφαλής της Εταιρείας. Ο Γαλάτης φανταζόταν την Εταιρεία, όπως παρατηρεί και πάλι ο Βασ. Παναγιωτόπουλος, ως μια πολιτιστική Εταιρεία, όπως η «Φιλόμουσος Εταιρεία» των Αθηνών ή τη Βιέννης,  η δράση της οποίας θα προετοίμαζε την πολιτική αλλαγή, που θα πραγματοποιούνταν όμως με τη βοήθεια των όπλων μιας μεγάλης ευρωπαϊκής δύναμης.[10]

Είχαμε την ευκαιρία να επισημάνουμε και σε άλλο σημείο ότι αυτό το σχήμα ήταν πλέον έξω από την πολιτική και τα σχέδια της Φιλικής Εταιρείας και κατά συνέπεια ήταν αναμενόμενο, μετά από την πρόσκληση του Γαλάτη το 1818 στην Κωνσταντινούπολη και την κατανόηση των αντιλήψεων του, αυτός να θεωρηθεί πολύ επικίνδυνος για την Εταιρεία σε τέτοιο μάλιστα βαθμό που να αποφασισθεί ο θάνατός του.

Στην υλοποίηση του σχεδίου της φυσικής εξόντωσης του Νικ. Γαλάτη ο Αθανάσιος Τσακάλωφ φαίνεται ότι έπαιξε καθοριστικό ρόλο, όπως  καταδεικνύει η εξέλιξη των πραγμάτων. Συγκεκριμένα, με το πρόσχημα των αποστολών σε διάφορα μέρη του ελληνικού χώρου που ανέλαβαν διάφορα στελέχη της Εταιρείας, ο Γαλάτης θα πεισθεί να ακολουθήσει τον Τσακάλωφ στο συνωμοτικό ταξίδι προς τα μέρη της Πελοποννήσου και ειδικότερα στο ταξίδι προς τη Μάνη.

Πράγματι, το συγκεκριμένο ταξίδι θα αρχίσει στις αρχές του Δεκεμβρίου 1818 – διαθέτουμε δύο επιστολές του Παναγ. Σέκερη, της 5ns και 7ns Δεκεμβρίου 1818 αντίστοιχα,[11] από τις οποίες εμφαίνεται ότι ο Τσακάλωφ έχει κιόλας αναχωρήσει από την Πόλη – και για τον Γαλάτη θα έχει την οριστική κατάληξή του στις αρχές Φεβρουαρίου 1819 στην Ερμιονίδα, όπου θα δολοφονηθεί από τον επίσης συμμέτοχο στο ταξίδι αυτό Παναγιώτη Δημητρόπουλο.

Λεπτομερές για τη δολοφονία του Γαλάτη παραδίδονται αρκετές, με τις οποίες επιχειρείται να γίνει ακριβής παράσταση του γεγονότος: πως χτυπήθηκε ο Γαλάτης, πως προσπάθησε να αντιδράσει, τι έκανε τη δεδομένη στιγμή ο Τσακάλωφ, πράγματα, άλλωστε, τα οποία είναι αναμενόμενα, όταν μάλιστα προσδιορίζουν ένα είδος εκκαθάρισης λογαριασμών στο εσωτερικό μιας συνωμοτικής οργάνωσης όπως η Φιλική Εταιρεία.

Πέρα όμως από όλα αυτά που συνέβησαν όπως συνέβησαν, το γεγονός είναι – και η δολοφονία του Γαλάτη το αποδεικνύει περίτρανα – ότι η Εταιρεία, όπως παρατηρεί και ο Βασ. Παναγιωτόπουλος, «κράτησε τον αρχικό αυστηρό της χαρακτήρα των μεγάλων πατριωτικών ιδανικών, που συνεχώς καλλιεργούσαν το πνεύμα της θυσίας και που στάθηκε απαραίτητο συστατικό της παράτολμα επαναστατικής εκτίναξης… ελευθεριότητες τύπου Γαλάτη δεν είχαν θέση στο σκληρό παιχνίδι της επαναστατικής συνωμοσίας».[12]

Από τα γράμματα του Παναγ. Σέκερη, που μόλις αναφέρθηκαν, φαίνεται η ιδιαίτερη εκτίμηση που τρέφει αυτός για τον Τσακάλωφ, καθώς και η σημασία που έχει για την επιτυχία των σκοπών της Φιλικής Εταιρείας («να δώσετε ακρόασιν εις τους λογισμους του… να τον φυλάξετε ως κόρην οφθαλμού»), ενώ η ανησυχία του Σέκερη για την τύχη του Τσακάλωφ κορυφώνεται σε δύο άλλες επιστολές του της ίδιας μέρας (10η Φεβρουαρίου 1819) προς τον Γκίκα Γκιώνη και τον Παναγιώτη Μπελλόπουλο αντίστοιχα, επειδή, όπως γράφει στην πρώτη, «Εκ φήμης εμάθαμεν ότι εδολοφονήθη ο Αθανάσιος Τσακάλωφ εις την αντίκρυ σας στερεάν. Μεγάλην λύπην επροξένησεν εις όλους τους ενταύθα ευρισκομένους… Άμποτες να μην είναι αληθινόν και να μας χαροποιήσετεν με πρώτον ότι είναι έξω κινδύνου».[13]

Πράγματι, ο Αθανάσιος Τσακάλωφ δεν δολοφονήθηκε, αλλά αφού έλαβε μέρος στη δολοφονία του Γαλάτη συνεχίζει το ταξίδι της συνωμοτικής δράσης. Έχουμε κάποιες πληροφορίες ότι μετά το επεισόδιο Γαλάτη, βρέθηκε στις Σπέτσες, στην Ύδρα και αργότερα στη Μάνη, αλλά και στην Καλαμάτα, πριν πάρει τον δρόμο για την Ιταλία, και συγκεκριμένα την Πίζα, όπου θα βρεθεί την άνοιξη του 1819. Μάλιστα, όπως μας πληροφορεί άλλη επιστολή του Σέκερη της 14ης Μαρτίου 1819, ο ίδιος ο Τσακάλωφ έγραψε στον φίλο του, από τη Βενετία, δύο επιστολές στις 6 και 9 Φεβρουαρίου 1819 αντίστοιχα, οι οποίες για τον Σέκερη σηματοδοτούν παράλληλα και τη διάψευση της φημολογίας για τη δήθεν δολοφονία του Τσακάλωφ στην Πελοπόννησο.[14]

Η μετακίνηση αυτή του Τσακάλωφ σημειώνεται και σε επιστολή του Παναγιώτη Αναγνωστόπουλου (υπό το ψευδώνυμο Αναστάσιος Ιωάννου), ο οποίος γράφοντας προς τον Εμμ. Ξάνθο από το Ιάσιο στις 7 Μαΐου 1819 σημειώνει: «… με λέγει [ο Παναγιώτης Σέκερης] ότι ο αβ [= Αθ. Τσακάλωφ] απέρασεν εις Τριέστιον και εκείθεν τον ετράβιξαν έως  τρεις [χιλιάδες] γρόσια ας και επλήρωσεν». Εξάλλου και ο ίδιος ο Εμμ. Ξάνθος στα Απομνημονεύματά του θεωρεί την απομάκρυνση του Τσακάλωφ επιβεβλημένη, λόγω ακριβώς της δολοφονίας του Νικ. Γαλάτη, και προς αυτή την κατεύθυνση πίεσε και ο ηγεμόνας της Μάvnς Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης «προς αποφυγήν ενδεχομένων κίνδυνων, ως εκ της   ανακαλύψεως ότι οι φονείς κατέφυγον εκεί και της μελετώμενης επαναστάσεως…».[15]

Μέσω Τεργέστης, λοιπόν, ο Αθανάσιος Τσακάλωφ θα φθάσει στην Τοσκάνη και συγκεκριμένα στην Πίζα, όπου θα έλθει σε επαφή και θα μυήσει στην Εταιρεία σημαντικές προσωπικότητες, όπως τον Ιγνάτιο, μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας, τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και τον Κωστάκη Καρατζά, γιο του ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας Ιωάννη Καρατζά.

Κάρτα μέλους της Φιλικής Εταιρείας.

Στο σημείο αυτό, ο Νικόλαος Υψηλάντης αναφέρει στα Απομνημονεύματά του που ακολουθεί και ο Ιω. Φιλήμονας στο Δοκίμιό του για τη Φιλική Εταιρεία, ότι ο Τσακάλωφ διέλυσε μια άλλη Εταιρεία που είχε ιδρύσει ο γνωστός Φιλικός και μετέπειτα αγωνιστής Ηλίας Χρυσοσπάθης.[16] Η πληροφορία αυτή, παρά τις λεπτομερές που παραθέτει ο Υψηλάντης, δεν διασταυρώνεται από καμιά άλλη πηγή, ενώ και η εν γένει δράση του Χρυσοσπάθη δεν φαίνεται να την αιτιολογεί.

Ο Αθανάσιος Τσακάλωφ παρέμεινε στην Ιταλία σχεδόν επί δύο χρόνια, αλλά δεν έχουμε πληροφορία ότι έπραξε κάτι το σημαντικό. Ωστόσο, είναι βέβαιο ότι έκανε κάποιες περιοδείες στις ιταλικές πόλεις, όπως π.χ. στο κοντινό στην Πίζα Λιβόρνο, όπου τον βρίσκουμε στις 19 Ιουλίου 1819 να δανείζεται 100 ισπανικά τάλληρα, υπογράφοντα τη σχετική απόδειξη σε βάρος τού πάντα πρόθυμου να ενισχύσει το έργο της Φιλικής Εταιρείας Παναγιώτη Σέκερη, υπογράφοντας μάλιστα με το πρώτο όνομα του Αθανάσιος Φόρου.[17]

Στις 13 Αυγούστου του ίδιου έτους ο Τσακάλωφ θα λάβει επιστολή του Παναγ. Σέκερη, με την οποία αυτός τον ενημέρωσε για τις κινήσεις των άλλων συντρόφων (Εμμ. Ξάνθου, Παναγ. Αναγνωστόπουλου: ο πρώτος ετοιμαζόταν για το ταξίδι της Πετρούπολης και τη συνάντηση με τον Καποδίστρια, ο άλλος δρούσε στη Μολδοβλαχία), βεβαιώνοντας, με τον τρόπο αυτό, ότι τα ανώτατα στελέχη της Εταιρείας διασκορπισμένα σε διάφορα σημεία ενεργούσαν υπέρ των σκοπών της Εταιρείας ανεξάρτητα, αλλά με βάση ένα κεντρικό σχεδιασμό. Στο ίδιο γράμμα είναι ενδεικτική της συνεισφοράς του Παναγ. Σέκερη η παρότρυνση του στον Αθανάσιο Τσακάλωφ: «Κάμε του λόγου σου κουράγιο και οικονομία, διατί μέχρι της ώρας ταύτης άλλον ένα Σέκερην δεν απήντησα. Θυμήσου πόσα εβγήκαν από εμένα και κρίνε αν είμαι εις κατάστασιν να ανθέξω». Φυσικά και η οικονομική κατάσταση του Τσακάλωφ δεν είναι καθόλου καλή, γι’ αυτό και πάλι ο καλός Σέκερης είναι έτοιμος, όπως του γράφει, να του στείλει 1000 γρόσια: «Ο Μαρτάκης [=Τσακάλωφ] καταταλανίζεται διά την υστέρησιν των αναγκαίων, του οποίου σου είπα πως του έγραψα να μου τραβήξη ή να του εμβάσω γρόσια χίλια».[18]

Οι επόμενες, αποσπασματικές οπωσδήποτε, πληροφορίες που έχουμε για τον Τσακάλωφ είναι ένα γράμμα του πατέρα του της 12ns Σεπτεμβρίου 1819, ο οποίος γράφει προς τον Ξάνθο, καθώς αυτός ετοιμάζεται να κινήσει προς τη Μόσχα κατευθυνόμενος προς την Πετρούπολη, ενώ από μία άλλη επιστολή του Αντώνιου Κομιζόπουλου της 7ns Οκτωβρίου 1819, πάλι προς τον Ξάνθο, κερδίζουμε ένα από τα ψευδώνυμα του Τσακάλωφ (Αναστάσιος Βασιλείου) αλλά και την πληροφορία ότι δεν έχει ειδήσεις του από την Ιταλία. Μία ακόμη σημαντική επιστολή του Παναγιώτη Σέκερη αποστέλλεται προς τον Αθανάσιο Τσακάλωφ στις 12 Δεκεμβρίου 1819 με προορισμό το Λιβόρνο.[19] Στην τελευταία επιστολή του ο Σέκερης αναφέρει ότι ο Παναγ. Αναγνωστόπουλος, χωρίς να «ήτο δίκαιον» βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη, ενώ αναφέρεται και σε μια ολόκληρη σειρά πληροφοριών σχετικά με τις κινήσεις διαφόρων προσώπων της Φιλικής Εταιρείας, πληροφορούμαστε έτσι ότι ο Αθαν. Τσακάλωφ υπήρξε ο ενδιάμεσος ώστε να γνωρίσει ο Παναγ. Σέκερης τον Αλ. Μαυροκορδάτο, προς τον οποίο απευθύνει και δύο επιστολές του.

 

Ο Αντώνιος Κομιζόπουλος

είναι εκείνος που

βρίσκεται πιο κοντά

στον Τσακάλωφ, αφού σε

κάθε επιστολή του

θα αναφερθεί

σε εκείνον ανησυχώντας

για τη σιωπή του

είτε ενδιαφερόμενος

για τις πράξει και

τις σκέψεις του

ως στελέχους

της Ανωτάτης Αρχής

 

Πολύ γρήγορα (Απρίλιος 1820) εξάλλου θα φθάσει στην Πίζα από τις Ηγεμονίες και ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος και κατά συνέπεια δύο από τα ηγετικά στελέχη της Εταιρείας θα βρεθούν μαζί για ένα διάστημα. Για τη δράση τους στον κύκλο των σημαντικών Ελλήνων της Πίζας δεν είναι γνωστά πολλά πράγματα, ενώ ο Φιλήμων τους φέρει να είναι αντίθετοι στην ανάληψη της αρχηγίας της Εταιρείας από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη.[20] Όπως και έχουν τα πράγματα  όμως, είναι γεγονός ότι παραμένοντας στην Ιταλία βρίσκονται κάπως μακριά από το κέντρο των εξελίξεων που αυτή την εποχή σημειώνονται στη Ρωσία, αρχικά με την πρόταση στον Καποδίστρια και την άρνηση του να αναλάβει την αρχηγία της Φιλικής Εταιρείας, και την αποδοχή εν συνεχεία από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη της αρχηγίας.

Ωστόσο, παρατηρώντας λίγο πιο προσεκτικά τα γραπτά του Εμμ. Ξάνθου αποκομίζουμε τη βεβαιότητα ότι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο υπάρχει μια συνεχής επικοινωνία μεταξύ των ανωτάτων στελεχών της Εταιρείας. Προς αυτή την κατεύθυνση είναι αποκαλυπτικές δύο επιστολές των πρωταγωνιστών: η μία είναι του Παναγιώτη Σέκερη από την Κωνσταντινούπολη προς τον Εμμ. Ξάνθο, από την οποία κερδίζουμε και ένα ακόμη ψευδώνυμο του Τσακάλωφ (Μαρτάκης) αλλά και τη σπουδαία πληροφορία ότι ο Ξάνθος αλληλογραφεί με τον Τσακάλωφ μέσω του Σέκερη.[21]

Αλέξανδρος Υψηλάντης, Εθνικό Ημερολόγιο Βρεττού, Παρίσι (1862).

Την άλλη επιστολή υπογράφει ο Αντώνιος Κομιζόπουλος στις 12 Μαρτίου 1820 από τη Μόσχα και την απευθύνει και (Απρίλιος 1820) πάλι προς τον Ξάνθο που δίνει μάχη στην Πετρούπολη, αναζητώντας επίμονα τον επόμενο αρχηγό της Εταιρείας. Αλλά ο ίδιος ο Κομιζόπουλος αποστέλλει από τη Μόσχα και άλλη επιστολή μετά από τρεις μήνες ( 15 Μαρτίου 1820) και πάλι προς τον Ξάνθο,[22]  από την οποία πληροφορούμαστε ένα ακόμα ψευδώνυμο του Τσακάλωφ (Αγγελής Βοστηνλής) αλλά και πιο σημαντικά πράγματα: δηλαδή ότι ο Τσακάλωφ δεν έβλεπε με καλό μάτι την ανάληψη της αρχηγίας της Εταιρείας από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη: «…από την απόκρισιν οπού μας λέγεται ότι τους έκαμεν ο Ευεργετικός [Ιω. Καποδίστριας], συμπερένωμεν την κρυότητά του, όμως όλον δεν απελπιζώμεθα εις το να συνενεύση, μ’ όλον τούτο σας λέγωμεν, αν εις  όλην την αυτού διατριβήν ας ιδήται ότι αδύνατον να στέρξη να συνεργίση και μήτε ελπίς μένει, τότε αδελφέ άφευκτα πρέπει να έρθεις εδώ, διά να ομηλήσωμεν και σκευθώμεν τι πρέπει να ακολουθήσωμεν, ότι η αποφασίς μας είναι στερεά να μην παρατιθώμεν από τα δίκαιά μας». Γενικά μπορούμε να επισημάνουμε ότι ο Αντώνιος Κομιζόπουλος είναι εκείνος που βρίσκεται πιο κοντά στον Τσακάλωφ, αφού σε κάθε επιστολή του θα αναφερθεί σε εκείνον είτε ως παραλήπτη κάποιας επιστολής του είτε ανησυχώντας για τη σιωπή του είτε ενδιαφερόμενος για τις πράξεις  και τις σκέψεις του ως στελέχους της Ανωτάτης Αρχής.[23]  Άλλωστε αυτό το ομολογεί και  ο ίδιος σε επιστολή του της 1ης Απριλίου 1820 προς τον Ξάνθο που βρίσκεται στην Πετρούπολη: «αδελφέ… τη αλήθεια σε λέγω, ότι ο Μαρτάκης [Αθ. Τσακάλωφ] και συ είσαι ο πλέον πλησίον μου…».[24]

Όπως έχουμε αναφέρει κιόλας, δεν γνωρίζουμε πολλές λεπτομέρειες για τη δράση του Αθανάσιου Τσακάλωφ στην Ιταλία και συγκεκριμένα στην Πίζα. Ωστόσο, με την έκδοση του Αρχείου Ξάνθου από την Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδας τα τελευταία χρόνια, κάποια νέα στοιχεία ήλθαν στην επιφάνεια. Έτσι από επιστολή και πάλι του Αντ. Κομιζόπουλου της 15ns Απριλίου 1820 από τη Μόσχα προς τον Εμμ. Ξάνθο, έχουμε την ευκαιρία να πληροφορηθούμε τα παρακάτω στοιχεία για τη δράση του Τσακάλωφ: «Η στενή φιλία την οποία έχετε με τους αυτού ελθόντες άρχοντες με ευφραίνει, και μάλλον, ότι αυτοί είναι μέλη της εταιρείας, φαίνεται ο Μαρτάκns έκαμε πολλάς καλάς σπεκουλάτζαις, πλην άπορον πώς δεν γράφει το περί των έργων του…».[25]

Τον Μάιο του 1820, όπως γνωρίζουμε και πάλι από γράμματα προς τον Ξανθό (από αυτά κερδίζουμε επιπλέον και άλλα δυο ψευδώνυμα του Τσακάλωφ, «Βασιλίδης» και «Α. P.»), ο Τσακάλωφ βρίσκεται ακόμα στην Ιταλία και έχει έλθει σε επαφή με τον Γεώργιο Σταύρου (Βιέννη) και τον Μοσπινιώτη του Λιβόρνου αλλά γενικά δεν έχει αποκαταστήσει στενή επαφή με τους συντρόφους της Ανατολής.[26] Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι σε τρεις επιστολές που στέλνει ο Αντώνιος Κομιζόπουλος τον Μάιο και τον Ιούνιο, όταν φθάσει στο σημείο να κάνει λόγο για τον Μαρτάκη [= Αθ. Τσακάλωφ] σημειώνει πανομοιότυπα: «από τον Μαρτάκην ούτε φωνή ούτε ακρόασις».

Ωστόσο, μόλις τα γεγονότα οδηγούν προς περισσότερο αποφασιστικές ενέργειες και στην ουσία μετά την ανάληψη της αρχηγίας της Φιλικής Εταιρείας από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, ο Αθαν. Τσακάλωφ και ο Παναγ. Αναγνωστόπουλος θα ειδοποιηθούν να μετακινηθούν προς τις Ηγεμονίες. Είναι η εποχή (αρχές Οκτωβρίου 1820) που έλαβαν χώρα οι αποφασιστικές συσκέψεις στο Ισμαήλιο της Βεσσαραβίας, που θα οδηγήσουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, και παρά την αρχική σύγχυση που επικράτησε, στην έναρξη της Επανάστασης. Μετά από τις συσκέψεις αυτές ο Ξάνθος θα ειδοποιήσει τον Αναγνωστόπουλο και τον Τσακάλωφ να κινηθούν προς το Κισνόβι. Ωστόσο, από τους δύο πρωταγωνιστές ο πρώτος θα καταφέρει να φθάσει μόνο στο Βουκουρέστι στα τέλη του Δεκεμβρίου 1820, ενώ ο Τσακάλωφ δεν θα μπορέσει να φθάσει ούτε στην πρωτεύουσα της Βλαχίας, επειδή, σύμφωνα με κάποιες πηγές, αρρώστησε άσχημα και αναγκάστηκε να παραμείνει για πολλές μέρες στη Βιέννη.[27]

Οι πηγές που αναφέραμε λίγο πριν δεν είναι παρά μία εκτενής επιστολή της 15 Ιανουαρίου 1821 που γράφει ο Παναγ. Αναγνωστόπουλος από το Βουκουρέστι προς τον Εμμ. Ξάνθο που βρισκόταν τότε στο Κισνόβι. Στην επιστολή αυτή ο Αναγνωστόπουλος, αναφερόμενος και στον Τσακάλωφ, παραθέτει τα σχετικά με την κοινή διαμονή τους στην Ιταλία και για την έλλειψη πληροφόρησης που είχαν σχετικά με τις εξελίξεις των πραγμάτων της Εταιρείας («Το διατί να ευρισκώμεθα εις τοσούτον σκότος, των από το μέρος σας πραγμάτων, τούτο απαιτεί προσωπικήν εντάμωσιν… και… τέλος πάντων μένοντες διά πολύν καιρόν αμφίβολοι, εκρίναμεν αναγκαιότερον να ακολουθήσωμεν, παρά να μείνωμεν εκεί»).

Η πληροφορία αυτή έρχεται να διασταυρωθεί με το «από τον Μαρτάκην ούτε φωνή ούτε ακρόασις» του Αντώνιου Κομιζόπουλου, πράγμα που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι δύο σύντροφοι της Ιταλίας είχαν μείνει λίγο στο περιθώριο των εξελίξεων, ενώ ακόμη και την απόφαση της επιστροφής του στο επίκεντρο των κρίσιμων γεγονότων ο Αναγνωστόπουλος την παρουσιάζει ως αποτέλεσμα της δικής τους πρωτοβουλίας και όχι σαν εντολή του Ξάνθου να κινηθούν προς τις Ηγεμονίες.

Ιγνάτιος Ουγγροβλαχίας (1765–1828). Λιθογραφία, Lassinus Carolus, Σεβαστιανός Κιάμπη, Il Sogno di Scipione, Πίζα 1816

Μία άλλη εκδοχή για το ίδιο γεγονός έχουμε από μεταγενέστερη επιστολή του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, ο οποίος γράφοντας από το Μεσολόγγι τον Οκτώβριο του 1821 προς τον ευρισκόμενο πλέον στην Πελοπόννησο για τις ανάγκες του αγώνα Δημήτριο Υψηλάντη αναφέρει ότι ο ίδιος και ο Ιγνάτιος Ουγγροβλαχίας πήραν την απόφαση και έστειλαν με έξοδα τους τον Αναγνωστόπουλο και τον Τσακάλωφ από την Πίζα στο Κισνόβι για να προλάβουν το κίνημα του Αλέξανδρου Υψηλάντη.[28] Σύμφωνα με τον Μαυροκορδάτο οι δύο Φιλικοί είχαν την εντολή να συναντήσουν τον Καποδίστρια που βρισκόταν τότε στην Αυστρία για τις ανάγκες της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής – περαιτέρω ο Μαυροκορδάτος αναφέρει ότι ο Τσακάλωφ κατάφερε να συναντήσει τον Καποδίστρια, ο οποίος του κοινοποίησε ότι δεν γνώριζε τίποτα για τις κινήσεις του Αλ. Υψηλάντη και ότι είχε τη βεβαιότητα ότι ο τελευταίος δεν θα ξεκινούσε καμιά στρατιωτική κίνηση. Στη γραμμή της ιδίας πληροφόρησης από τα γραπτά του Μαυροκορδάτου, ο Τσακάλωφ φέρεται να μεταβίβασε τις πληροφορίες αυτές στον ίδιο και βέβαια στον Ιγνάτιο Ουγγροβλαχίας, που ενίσχυσαν τη γνώμη τους για την ασύνετη πολιτική της οικογένειας Υψηλάντη.

Από την τελευταία επιστολή του Αναγνωστόπουλου προς τον Ξάνθο, που αναφέραμε, στην οποία μας πληροφορεί για την αρρώστια του Τσακάλωφ, μαθαίνουμε επιπλέον ότι ο Αναγνωστόπουλος δεν θέλησε να τον εγκαταλείψει σε αυτή την κατάσταση μόνο του στο Βουκουρέστι, γι’ αυτό καθυστέρησαν και οι δύο να φθάσουν, ενώ παράλληλα αναφέρει ότι εν τω μεταξύ έλαβε νεότερε8 ειδήσεις από τον Τσακάλωφ, ότι είχε γίνει καλά και ότι θα κινούσε προς συνάντηση τους.

Μιλήσαμε λίγο πιο πάνω για σύγχυση και βρίσκουμε την ευκαιρία να αναφερθούμε και πάλι σ’ αυτήν παρακολουθώντας από όσο γίνεται πιο κοντά τις κινήσεις του Αθανασίου Τσακάλωφ. Πράγματι, γνωρίζουμε ότι, μολονότι στις συσκέψεις του Ισμαηλίου είχε αποφασισθεί να ξεκινήσει ο αγώνας από την Πελοπόννησο, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης θα αλλάξει γνώμη και κατεύθυνση και θα συγκρουστεί με τις τουρκικές δυνάμεις στο Δραγατσάνι. Τους διαφορετικούς προσανατολισμούς δείχνει και μία επιστολή του Παπαφλέσσα προς τον Εμμ. Ξάνθο της 12ns Νοεμβρίου 1820, όταν ο Γρηγόριος Δικαίος αναφέρει ότι έχει ειδοποιήσει και περιμένει στην Πελοπόννησο, προφανώς για τις ανάγκες του επικείμενου επαναστατικού αγώνα, ανάμεσα στους φίλους και τον Τσακάλωφ: «…ευρίσκομαι εις ανησυχίαν, σήμερον γράφω προς τους φίλους Ιωανήδην και Μαρτάκην, να έλθουν και αυτοί εις τα 2» [Ιωάννιδης είναι ένα από τα συνωμοτικά ψευδώνυμα του Παναγ. Αναγνωστόπουλου, για τον Μαρτάκη μιλήσαμε, ενώ με τον αριθμό 2 στη γλώσσα των Φιλικών δηλώνεται η Πελοπόννησος].

Στον απόηχο των πληροφοριών που προέρχονται από την παραπάνω επιστολή του Μαυροκορδάτου φαίνεται ότι αρχικά επικράτησε μια ψυχρότητα στις σχέσεις Αθαν. Τσακάλωφ και Αλέξ. Υψηλάντη, όταν ο ηπειρώτης Φιλικός θα βρεθεί κοντά στα γεγονότα των Ηγεμονιών. Ο Αλέξανδρος έχει σαφείς ενδείξεις ότι ο Τσακάλωφ βρίσκεται μέσα στο πλαίσιο της αντιυψηλαντικής κίνησης που εκδηλώνεται από τα ελληνικά στοιχεία της Πίζας, προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά και με σαφή διάθεση να επικρατήσει πλέον ομόνοια μεταξύ του Τζούνη και των δύο Φιλικών και όχι μεταξύ Υψηλάντη και Πίζας, μας οδηγεί και μια άλλη επιστολή των ίδιων πάνω-κάτω κρίσιμων ημερών.

Συγκεκριμένα διαθέτουμε την επιστολή που έγραψε από το Κισνόβι στις 21 Ιανουαρίου 1821 ο Νικόλαος Υψηλάντη προς τον Εμμ. Ξάνθο, όπου γίνεται η εξής αναφορά: «Ο Τζακάλοφ και ο Αναγνωστόπουλος έφθασαν προ ημερών εις Βουκουρέστιον και επληροφορήθημεν ότι έρχονται προς αντάμωσίν μας· πλην ο αυτάδελφός μου [Αλέξανδpos Υψηλάντης] ων εις άκρον ευχαριστημέvos από τον Τζούνην και προς ησυχίαν αυτού, διά παλαιάς εχθροπαθείας, σας παρακαλεί να γράψητε προς αυτούς τους δύω, ότι εις το εξής τα παρελθόντα πρέπει να λησμονηθώσι, και να μη αποδεικνύωσι το παραμικρόν πάθος».[29]

Εφεξής οι πηγές για τη δράση του Αθανασίου Τσακάλωφ τουλάχιστον κατά το μέρος που αφορά στα δραματικά γεγονότα που έλαβαν χώρα στις Ηγεμονίες με την κορύφωση της καταστροφής του υψηλαντικού στρατεύματος στο Δραγατσάνι, είναι ελάχιστες. Με βάση αυτές  δηλαδή τον Γούδα και τον Φιλήμονα, γνωρίζουμε ότι ο Τσακάλωφ έθεσε τον εαυτό του στη διάθεση του Αλέξανδρου Υψηλάντη και τοποθετήθηκε ως υπασπιστής του Ιερού Λόχου. Με την ιδιότητα αυτή φέρεται να έλαβε μέρος στη μάχη του Δραγατσανίου (αρχές Ιουνίου 1821), όπου κινδύνευσε να σκοτωθεί.

Μετά τη διάλυση του επαναστατικού κινήματος των Ηγεμονιών ο Τσακάλωφ, όπως και αρκετοί άλλοι, θα πάρει τον δρόμο που οδηγεί προς το κυρίως θέατρο των επιχειρήσεων, την Πελοπόννησο. Από επιστολή του Εμμανουήλ Ξάνθου γραμμένη από την Ανκόνα στις 10 Οκτωβρίου, έχουμε την πληροφορία ότι ο Τσακάλωφ αναχώρησε από τη Βλαχία και ευρίσκεται στην Πίζα, αλλά περαιτέρω ο Ξάνθος  αγνοεί τις μελλοντικές προθέσεις του ηπειρώτη Φιλικού. Μια άλλη επιστολή, και πάλι του Εμμ. Ξάνθου, γραμμένη από την Πίζα ένα

μήνα αργότερα (25 Νοεμβρίου 1821), όπου και ο ίδιος ο πάτμιος Φιλικός φθάνει κατευθυνόμεvoς προς την Πελοπόννησο, μας δίνει και πάλι κάποιες πληροφορίες για τον Τσακάλωφ που αξίζει να τις αναδημοσιεύσουμε αυτολεξεί, καθώς μας φανερώνουν ανάγλυφα, και αυτή την κρίσιμη στιγμή, τις διάφορες τάσεις που συνέχουν τα μέλη της Φιλικής  Εταιρείας. Γράφει λοιπόν ο Ξάνθος:

 

«αδελφέ, στοχάσου ότι όλοι οι νομιζόμενοι αδελφοί και φίλοι μας αποστάτησαν, και υπάγουν εναντίον των Υψηλάντιδών σου, και όσων είναι εις αυτούς φίλοι, και πρώτος είναι ο Τζακάλωφ, όστις ενώθη με τον Καρατζάν, και λέγει τα άπηρα κατά του Καλού [=Αλέξανδρος Υψηλάντης] εν ω έλαβεν εις Βλαχίαν παρ’ εκείνου, απείρους αποδείξεις φιλίας και οικιότητος. Αυτός ο άνθρωπος εστάθη πάντοτε χωρίς χαρακτήρα και ηθικήν».[30]

Εάν οι πληροφορίες του Ξάνθου βρίσκονται κοντά στην πραγματικότητα γίνεται φανερό ότι και μετά την αποτυχία των Ηγεμονιών και την καταστροφή του υψηλαντικού στρατού, ο Τσακάλωφ βρίσκεται πάντοτε μέσα στο κλίμα της Πίζας, το οποίο είχε σαφώς αντιυψηλαντικά χαρακτηριστικά. Όμως οι διαθέσεις υποτάσσονται στις κρίσιμες ανάγκες της επαναστατικής δράσης και έτσι στις αρχές του 1822, απ’ όσο γνωρίζουμε, ο Τσακάλωφ, όπως άλλωστε και ο Ξάνθος, θα φθάσει στην επαναστατημένη Πελοπόννησο και θα τεθεί στη διάθεση ενός άλλου Υψηλάντη, του Δημητρίου.

Από τα Απομνημονεύματα του Ξάνθου έρχεται η επόμενη πληροφορία για τον Τσακάλωφ, καθώς οι δυο πρωτεργάτες της ίδρυσης της Φιλικής Εταιρείας μετά από τις τόσες περιπέτειες που έζησαν προετοιμάζοντας το έργο των όπλων, θα διοριστούν από το Υπουργείο Εσωτερικών (υπουργός τότε ο Γρηγόριος Δικαίος – Παπαφλέσσας) στις 26 Ιουνίου 1823 μαζί και με τον Γιαννάκη Κολοκοτρώνη ως μέλη μιας επιτροπής που εντέλλεται να κρίνει «τα αναίσχυντα κινήματα τινών αναιδών και κακοηθών καπεταναίων».

Η ίδια εντολή θα δοθεί στα τρία μέλη της Επιτροπής και από το Υπουργείο του Πολέμου την επομένη, 27 Ιουνίου 1823. Έτσι οι δύο συνεργάτες θα βρεθούν και πάλι να εργάζονται για έναν κοινό σκοπό, έστω και μικρότερης εμβέλειας καθώς υποδηλώνει τις εμφύλιες διαμάχες εκείνης της περιόδου.

Εφεξής οι πληροφορίες μας για τον Αθανάσιο Τσακάλωφ είναι σχεδόν μηδαμινές – ειδικότερα για το διάστημα 1824-1828 -, γεγονός το οποίο ασφαλώς δεν μπορεί παρά να σημαίνει ότι ο Ηπειρώτης Φιλικός δεν ανέλαβε ηγετικές θέσεις στη νέα πολιτική κατάσταση που διαμορφώθηκε στον ελληνικό χώρο, όπως εξάλλου και ο άλλος σύντροφός  του, Εμμ. Ξάνθος, ο οποίος, θα πάρει και πάλι τον δρόμο επιστροφής στην οικεία σ’ αυτόν περιοχή των Ηγεμονιών. Πάντως, με την άφιξη του Ιωάννη Καποδίστρια ο Τσακάλωφ ενεργοποιείται και διορίζεται από τη νέα πολιτική κατάσταση στις 8 Μαΐου 1828 Γραμματέας του γενικού Φροντιστηρίου (Υπουργείο των Στρατιωτικών) που έχει έδρα την Αίγινα, και μηνιαίο μισθό 300 γρόσια, θέση στην οποία θα τον συναντήσουμε και το επόμενο έτος. Η πληροφορία αυτή διασταυρώνεται και από τις αναμνήσεις του Κουτσαλέξη, ο οποίος αναφέρει ότι ο συμπατριώτης του Τσακάλωφ τον πίεζε να καταταγεί στη Σχολή Ευελπίδων, της οποίας τη σύσταση ετοίμαζε, ενώ εργαζόταν στο Γενικό Φροντιστήριο.[31] Γνωρίζουμε εξάλλου ότι ο Τσακάλωφ θα οριστεί πληρεξούσιος της Ηπείρου στη Δ’ Εθνική Συνέλευση στο Άργος (11 Ιουλίου – 6 Αυγούστου 1829) μαζί με τον Χριστόδουλο Κλωνάρη, τον Ιωάννη Γενοβέλη και τον Κυριάκο Τασίκα, η οποία ψήφισε το Προσωρινό πολίτευμα της Ελλάδας. Με την ίδια ιδιότητα θα εκπροσωπήσει και πάλι την πατρίδα του, την Ήπειρο, και στην επόμενη Εθνική Συνέλευση (5 Δεκεμβρίου 1831-16 Μαρτίου 1832).

Μια άλλη πληροφορία που μας παραδίδει ο Αραβαντινός θέλει τον Τσακάλωφ την ίδια εποχή να καλεί στην Αθήνα τον εξ αδελφής ανεψιό του Γεώργιο Θεοχάρη για να σπουδάσει στη Σχολή Ευελπίδων, ενώ ο Γούδας θέλει τον Αθανάσιο Τσακάλωφ να επισκέπτεται γύρω στα 1829 την πατρίδα του Γιάννινα, όπου με πόνο ψυχής διαπίστωσε ότι η παλιά ανθούσα πόλη βρισκόταν σε κακή κατάσταση.

Πληροφορίες αδιασταύρωτες αλλά ενδεικτικές, νομίζω, της συμμετοχής του Τσακάλωφ στα πολιτικά πράγματα της εποχής, της εποχής όμως του Καποδίστρια, γεγονός που έχει τη σημασία του· και τούτο επειδή φαίνεται ότι με τη δολοφονία του Καποδίστρια τελειώνει και η ενεργός συμμετοχή του ηπειρώτη πρωτοφιλικού στα ελληνικά πράγματα, επειδή γύρω στον Μάιο του 1832 θα εγκαταλείψει και αυτός την Ελλάδα και θα πάρει το δρόμο για έναν άλλο χώρο, οικείο βέβαια σ’ αυτόν, όπως είναι η Ρωσία. Τότε, λοιπόν, και ενώ βρίσκεται και πάλι στην Οδησσό των πρώτων επαναστατικών σκιρτημάτων, θα συναντήσει τον παλιό παραγιό του Ξανθού, τον Μανόλη, και θα μάθει για την κατάσταση του παλιού συντρόφου του. Θα πληροφορηθεί δηλαδή ότι ο Ξάνθος βρίσκεται στο Βουκουρέστι και θα του γράψει μία επιστολή με ημερομηνία 8 Αυγούστου 1832, την οποία ο παραλήπτης διέσωσε, όπως έχει διασώσει και άλλο πολύτιμο υλικό. Από την επιστολή αυτή αναδημοσιεύουμε το παρακάτω χαρακτηριστικό απόσπασμα:

Αγαπητέ φίλε,

Ύστερα από τόσων χρόνων σιωπήν μεταξύ μας μαθών πού ευρίσκεσαι σοι γράφω. Κατά τύχην προχθές εντάμωσα τον μίαν φοράν δούλον σου Μανώλη, όστις μοι είπεν… Σοί στέλλω λοιπόν το παρόν σύντομον διά να λάβω απόκρισιν, και να σε γράψω πλέον εκτεταμένως και να ειπώμεν τα πάθη μας αμοιβαίως. Αναμφίβολως θα ήσαι περίεργος να μάθης τα κατ’ εμέ, σοι λέγω εις  ολίγα λόγια ότι το Πάσχα ανεχώρησα από Ναύπλιον διά την Πόλιν και από εκεί εδώ. Πως ανεχώρησα και διά πού και ο ίδιος αγνοώ· έφυγα χωρίς  να ηξεύρω πού υπάγω· μίαν φοράν από Τριέστι σοι έγραφα εις Αγκώνα κάποιες προβλέψεις μου περί της μέλλουσης καταστάσεως της Ελλάδος – δι’ ολίγον καιρόν ενόμισα ότι τότε είχα απατηθή, αλλ’ όχι· η δύναμη των πραγμάτων είναι πάντοτε αυτή· γράψε με απ’ ευθείας εδώ εις όνομά μου,

Ο αδελφός

Αθανάσιος Τσακάλωφ.[32]

Όπως παρατηρούμε, ο Τσακάλωφ φανερά πικραμένος και δυσαρεστημένος για τα ελληνικά πράγματα κάνει λόγο για μια παλαιότερη, σίγουρα του φθινοπώρου 1821, επιστολή του από την Τεργέστη προς τον Ξάνθο, που βρισκόταν τότε στην Ανκόνα καθ’ οδόν προς την Ελλάδα, όπου, όπως γράφει, του έκανε διάφορες προβλέψεις για τα μέλλοντα να ακολουθήσουν. Προφανώς η επιστολή αυτή, η τόσο ενδιαφέρουσα πρέπει να χάθηκε, επειδή ο πολύ προσεκτικός στη συγκέντρωση των εγγράφων του Ξάνθος θα την είχε εκδόσει είτε στα Απομνημονεύματά του είτε θα είχε βρεθεί στα κατάλοιπα του που συνθέτουν τους τρεις τόμους του Αρχείου του.

Ο ίδιος ο Ξάνθος, σχολιάζοντας το γράμμα αυτό στα Απομνημονεύματά του, αμέσως κάτω από την έκδοσή του, θα μας δώσει και περαιτέρω πληροφορίες για τον παλιό φίλο και συνεργάτη. Σύμφωνα με τις πληροφορίες αυτές ο Τσακάλωφ φέρεται να φοβήθηκε μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια για κακές εξελίξεις γι’ αυτό πήρε τον δρόμο της επιστροφής και θα βρεθεί και πάλι στη Μόσχα, κοντά στον παλιό φίλο, συνεργάτη και δραστήριο Φιλικό Αντώνιο Κομιζόπουλο. Άλλωστε, πέρα από όλα αυτά, με τη ρωσική πόλη τον συνέδεαν και οι παλιές εμπορικές δραστηριότητες του πατέρα του. Ο Ξάνθος στην ίδια επιστολή βρίσκει την ευκαιρία να επισημάνει τη δυσαρέσκεια τη δική του, του Τσακάλωφ, του Κομιζόπουλου και να καταφερθεί εναντίον του Φιλήμονα, ο οποίος από όλους τους Φιλικούς ανέδειξε πρωταγωνιστή τον Αναγνωστόπουλο.

Στη Μόσχα λοιπόν θα περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο ηπειρώτης πρωτοφιλικός Αθανάσιος Τσακάλωφ. Μάλιστα υπάρχει και η πληροφορία ότι εκεί παντρεύτηκε και απέκτησε τρία παιδιά. Μία από τις ασφαλείς πληροφορίες της μοσχοβίτικης ζωής του Αθαν. Τσακάλωφ που έχουμε από την αλληλογραφία των Ζωσιμάδων, τον φέρει στα 1842 να πιέζεται να αναλάβει τις υποχρεώσεις καταβολής πατρικών χρεών· το γεγονός ότι κατέβαλε σε κάποιον οφειλέτη του πατέρα του, καταρρίπτει – σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των άλλων – τον ισχυρισμό του ότι δεν κληρονόμησε τίποτε από τον πατέρα του.[33]

Τελευταία πληροφορία για τον Αθανάσιο Τσακάλωφ είναι εκείνη του έτους 1845, όταν θα τον συναντήσουμε ως μέλος της τριμελούς επιτροπής που ανέλαβε να εκτελέσει τη διαθήκη του συντοπίτη του Νικόλαου Ζωσιμά. Πέθανε στη Μόσχα το 1851.

 

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Αν. Γούδας, Βίοι Παράλληλοι, τ. Ε’.

[2] Α.Π. Κουτσαλέξης, Διαφέροντα και περίεργα, σ. 223.

[3] Στο ίδιο, σ. 223-224.

[4] Β. Παναγιωτόπουλος, Η Φιλική Εταιρεία, σ. 11.

[5] Β. Παναγιωτόπουλος, Η Φιλική Εταιρεία, σ. 13-14.

[6] Τ. ΑΘ. Γριτσόπουλος, Φιλικά Κείμενα, σ. 68.

[7] Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Α’, σ. 8, 10-14.

[8] Ι. Α. Μελετόπουλος, Η Φιλική Εταιρεία, σ. 16 κ. εξ.

[9] Β. Παναγιωτόπουλος, Η Φιλική Εταιρεία, σ. 20.

[10] Β. Παναγιωτόπουλος, Η Φιλική Εταιρεία, σ. 20.

[11] Ι. Α. Μελετόπουλος, Η Φιλική Εταιρεία, σ. 27-28.

[12] Β. Παναγιωτόπουλος, Η Φιλική Εταιρεία, σ. 22.

[13] Ι. Α. Μελετόπουλος, Η Φιλική Εταιρεία, σ. 29-30.

[14] Στο ίδιο, σ. 31.

[15] Εμμ. Ξάνθος, Απομνημονεύματα, σ. 38.

[16] Ν. Υψηλάντης, Απομνημονεύματα, σ. 131 κ. εξ. και Ι. Φιλήμων, Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. 1, σ. 40.

[17] Αναστ. Γούδας, Βίοι Παράλληλοι, τ. Ε’, σ. 103.

[18] Σέκερης προς Αναγνωστόπουλο, επιστολή της 1 Νοεμβρίου 1819 στο Ι. Α. Μελετόπουλος, Η Φιλική Εταιρεία, σ. 52.

[19] Ι. Α. Μελετόπουλος, Η Φιλική Εταιρεία, σ. 55-56.

[20] Ι. Φιλήμων, Δοκίμιον Ιστορικόν, σ. 273.

[21] Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Β’, σ. 38.

[22] Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Β’, σ. 65-67.

[23] Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Β’, σ. 68-69-71-73-77-79.

[24] Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Β’, σ. 87.

[25] Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Β’, σ. 93-94.

[26] Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Β’, σ. 103, 106, 122, 127,164,208.

[27] Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Γ’, σ. 35.

[28] Εμμ. Γ. Πρωτοψάλτης, Φιλική Εταιρεία, σ. 21.

[29] Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Γ’, σ. 43.

[30] Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Γ’, σ. 296.

[31] Α. Π. Κουτσαλέξης, Διαφέροντα, σ. 224-225.

[32] Εμμ. Ξάνθος, Απομνημονεύματα, σ. 196.

[33] Φ. Σαγκούνης, Ανέκδοτος Αλληλογραφία. Ζ’, σ. 65-66 και τ. Η’, σ. 11.

 

Παναγιώτης Δ. Μιχαηλάρης

Ομότιμος Διευθυντής Ερευνών

Τομέας Νεοελληνικών Ερευνών

Ιστορική Βιβλιοθήκη, οι Ιδρυτές της Νεότερης Ελλάδας  «Οι Φιλικοί», Παναγιώτης Δ. Μιχαηλάρης, Τα Νέα, Αθήνα, 2009.

 

Βιβλιογραφία


 

  • Αρχείο Εμμανουήλ Ξανθού, Πρόλογος-Ιστορικά Φιλικής Εταιρείας: Ι. Κ. Μαζαράκης-Αινιάν, εισαγωγή: Τρισεύγενη Τούμπανη-Δάλλα, τ. 1-3, Αθήνα, εκδ. Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος, Αθήνα 1997, 2000, 2002.
  • Εμμ. Ξάνθος, Απομνημονεύματα περί της Φιλικής Εταιρείας, Αθήνα 1845.
  • Α. Π. Κουτσαλέξης, Διαφέροντα και περίεργα τινά ιστορήματα, Απομνημονεύματα Αγωνιστών του 21, εκλογή Γ. Τσουκαλάς, επιμέλεια Εμμ. Γ. Πρωτοψάλτη, τόμ. 8, Αθήνα χ.χ., σ. 209-278.
  • Ι. Α. Μελετόπουλος, Η Φιλική Εταιρεία. Αρχείον Π. Σέκερη, Αθήνα 1967.
  • Στέφανος Μπέττης, «Αθανάσιος Ν. Τσακάλωφ. Ο πρώτος της Εταιρείας των Φιλικών», Ηπειρωτική Εστία, τ. 13, τχ 152 (Δεκέμβριος 1964), σ. 913-938.
  • Φ. Σαγκούνης, «Ανέκδοτος Αλληλογραφία των Ζωσιμάδων της Κοινότητος Ιωαννίνων και των επιτρόπων των και άλλα έγγραφα εκ του αρχείου Φίλιου», Ηπειρωτικά Χρονικά, 7 (1932), σ. 1-66 και 8 (1933), σ. 3-83.
  • Γεώργιος Δ. Φράγκος «Φιλική Εταιρεία», Ιστορία τον Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΓ, Αθήνα 1975, σ. 424-432.
  • Ε. Γ. Πρωτοψάλτης, Η Φιλική Εταιρεία. Αναμνηστικόν τεύχος επί τη 150ετηρίδα,Αθήνα 1964.
  • Ι. Α. Μελετόπουλος, Η Φιλική Εταιρεία. Αρχείον Π. Σέκερη, Αθήνα 1967.
  • Αναστ. Γούδας, Βίοι Παράλληλοι, τόμ. Ε’, Αθήνα 1872.

 

Σχετικά θέματα:

 

 

Τα παλάτια του Κιαμήλ Μπέη στην Κόρινθο

$
0
0

Τα παλάτια του Κιαμήλ Μπέη στην Κόρινθο – Δημήτριος Ι. Μπάρτζης[1]


 

 

Πήραν τα κάστρα πήραν τα, πήραν και τα ντερβένια,

Πήραν και την Τριπολιτσά, την ξακουσμένη χώρα.

Κλαίουν στους δρόμους Τούρκισσες, κλαίουν Εμιροπούλες,

Κλαίει και μια χανούμισσα τον δόλιο τον Κιαμήλη.

 

-Αχ! πού ’σαι και δε φαίνεσαι, καμαρωμένε αφέντη;

Ήσουν κολόνα του Μοριά και φλάμπουρο στην Κόρθο,

Ήσουν και στην Τριπολιτσά θεμελιωμένος πύργος.

 

Στην Κόρθο πλια δε φαίνεσαι, ουδέ μες τα σαράγια.

Ένας παπάς σου τα ’καψε τα έρμα τα παλάτια.

Κλαίουν τ’ αχούρια γι’ άλογα και τα τζαμιά γι’ αγάδες,

Κλαίει και η Κιαμήλαινα το δόλιο της τον άντρα.

Σκλάβος ραγιάδων έπεσε και ζει ραγιάς ραγιάδων.[2]

 

 

Το παραπάνω δημοτικό τραγούδι είναι γνωστό ως «Του Κιαμήλ Μπέη» και είναι αξιοσημείωτο, διότι αναφέρεται σε έναν ισχυρό Τούρκο του Μοριά και στα δεινά που υπέφερε από τον αγώνα των Ελλήνων για ελευθερία. Η ειδική μνεία στα παλάτια του, δηλαδή το σεράι του, δείχνει πως αυτή η κατοικία πρέπει να ήταν οπωσδήποτε κάτι το ξεχωριστό από τον μέσο όρο της εποχής. Στόχος της παρούσας εργασίας είναι η ανασύσταση της εικόνας αυτού του μεγαλοπρεπούς κτηρίου και της ζωής σε αυτό, μέσα από μαρτυρίες και απεικονίσεις περιηγητών του 19ου αιώνα.

 

Κιαμήλ Μπέης

 

Ο Κιαμήλ Μπέης γεννήθηκε το 1784 [3]. Γιος του Νουρή Μπέη, ήταν διοικητής του καζά της Κορίνθου από το 1815. Είχε υπό την εποπτεία του τις περιοχές Ισθμίας, Κορινθίας, Σικυωνίας, Πελλήνης, Φενεού, Στυμφαλίας, Επιδαυρίας, Τροιζήνας και εκτός της Πελοποννήσου τα Δερβενοχώρια των Μεγάρων [4]. Συνολικά η κυριαρχία του εκτεινόταν σε 163 χωριά [5]. Καταγόταν από την οικογένεια των Απδίμ-Παγιάνων, μια εκ των ισχυρότερων της Πελοποννήσου, η οποία τοποθετήθηκε στη διοίκηση της Κορίνθου σχεδόν αμέσως μετά το τέλος της Βενετοκρατίας στο Μοριά (1717) [6]. Η περιοχή γνώρισε τότε πρωτοφανή άνθηση. Έγινε συστηματική εκμετάλλευση των καλλιεργειών, ιδίως ελαιόδεντρων [7] και συσσωρεύτηκε πολύς πλούτος. Φαίνεται δε ότι η καταπίεση του αγροτικού πληθυσμού δεν ήταν ανάλογη άλλων περιοχών [8]. Τα μέλη της οικογένειας ζούσαν πλουσιοπάροχα και το αξίωμά τους είχε γίνει σχεδόν κληρονομικό, αφού διοικούσαν επί σχεδόν έναν αιώνα την περιοχή [9].

Με το ξέσπασμα της Επανάστασης ο Κιαμήλ Μπέης βρίσκεται στην Τριπολιτσά και μετά την κατάληψη της πόλης πιάνεται όμηρος από τους Έλληνες. Εκτελέστηκε από τον φρούραρχο Αχιλλέα Θεοδωρίδη στις 7 Ιουλίου 1822 στον Ακροκόρινθο, ενώ πλησίαζε η στρατιά του Δράμαλη.

 

Υποδοχή και φιλοξενία Ευρωπαίων από τους Μπέηδες της Κορίνθου

 

Πλήθος περιηγητών πέρασαν από το σεράι του Μπέη στην Κόρινθο. Οι μαρτυρίες για το κτήριο καθεαυτό είναι λιγοστές, αλλά συμπληρώνονται από αρκετές απεικονίσεις. Για τους ίδιους τους χρήστες του χώρου έχουμε όμως πολλές μαρτυρίες, οι οποίες φανερώνουν ένα τελετουργικό υποδοχής των ξένων στο παλάτι.

Ο Daniel Clarke, ευρισκόμενος στην Κόρινθο το Νοέμβριο του 1802, προσκλήθηκε από τον Νουρή Μπέη στο σερά [10]. Ακολουθήθηκε πιστά το τελετουργικό προσφοράς καφέ και καπνίσματος. Η κουβέντα όμως που ακολούθησε, ενώ ξεκίνησε κατά το τυπικό, με γενικές ερωτήσεις που αφορούσαν στα ταξίδια του, τελικά εκτράπηκε με ειρωνείες, σαρκασμούς και απαξίωση από μέρους του Μπέη. Ο Οθωμανός είχε εξοργιστεί που δεν του είχαν φέρει δώρα, αλλά είχαν την απαίτηση να αναλάβει την τροφή και διαμονή τους. Έφτασε λοιπόν να μην μπορεί να πειστεί ότι πρόκειται για «Άγγλους αφεντάδες, τζέντλεμεν», αλλά για ρακοσυλλέκτες, αφού τους βρήκε να μαζεύουν από σωρούς με μπάζα «κομμάτια από σπασμένα κατσαρόλια» [11].

 

Κόρινθος, το κάστρο του Κιαμίλ-μπέη, Th. du Moncel, 1843

 

Ο Λόρδος Βύρων το 1810 είχε μάλλον μια ατυχή εμπειρία[12]. Κατατρεγμένος από ισχυρή καταιγίδα ζήτησε κατάλυμα στο σεράι και τον έδιωξαν. Ο ποιητής φανερά προσβεβλημένος συντάσσει ένα γράμμα διαμαρτυρίας προς τον Άγγλο πρόξενο στην Κωνσταντινούπολη. Εν τέλει ο Νουρή Μπέης δέχεται επίπληξη από τον Βελή Πασά της Τριπολιτσάς και εντέλεται να φέρεται φιλόξενα σε κάθε ταξιδιώτη, ενώ απαντά στον Βύρωνα με μια απολογητική επιστολή στα ελληνικά, η οποία ξεκίναγε με την προσφώνηση: «Εξοχότατε, εκπλαμπρότατε, πανευγενέστατε και επιπόθητέ μοι φίλε μηλιόρδ πυρόν, ακριβώς και φιλικώς χαιρετώ, και ερωτώ το ακριβόν μοι χατήρι σας»[13]. Αντίθετα ο γιος του, Κιαμήλ Μπέης, ευγενέστερη φυσιογνωμία, δέχεται με χαρά τους Ευρωπαίους περιηγητές.

Η μετέπειτα βασίλισσα της Αγγλίας Καρολίνα, το 1816 φτάνει στην Κόρινθο και χαίρει μεγάλης τελετής υποδοχής, παρουσία του Κιαμήλ Μπέη και όλων των αξιωματούχων του. Την περίμεναν έφιπποι έξω από την πόλη και τη συνόδεψαν με άγημα έως το παλάτι[14], όπου σειρά διαμερισμάτων είχε προετοιμαστεί για τη φιλοξενία της[15]. Αν και ο Μπέης εξέφρασε μια δυσαρέσκεια, που μια κυρία ταξίδευε ασυνόδευτη χωρίς κάποιο συγγενικό πρόσωπο μαζί της[16], εντούτοις φρόντισε η διαμονή της στο σεράι να είναι κατά το δυνατόν ευχάριστη και της απέδιδε τα σέβη του καθημερινά[17].

Τον John Galt υποδέχτηκε επίσης μια παρέλαση, την οποία όμως βρήκε ακριβή και άχρηστη, κάνοντάς τον να εγκαταλείψει την Κόρινθο μια ώρα αρχύτερα[18].

Η υποδοχή των επισκεπτών γινόταν κανονισμένα. Συνήθως από την προηγούμενη ημέρα οι ταξιδιώτες έστελναν κάποιον να αναγγείλει την άφιξή τους, μαζί με τα απαιτούμενα έγγραφα από τον Πασά. Ο Turner έχοντας το μπουγιουρντί από την Τριπολιτσά, αλλά και γράμμα του Νουρή Μπέη προς το γιο του, Κιαμήλ[19], γίνεται δεκτός με ενθουσιασμό. Ο Μπέης του προσφέρει όσα άλογα και άνδρες χρειαζόταν για συνοδεία, ανταλλάσουν νέα πίνοντας καφέ και καπνίζοντας τσιμπούκια[20].

Ο T.S. Hughes μας πληροφορεί το τι είναι τα δώρα[21]. Ο Νουρή Μπέης του ζητά ένα χρυσό ρολόι – άρεσαν στους Τούρκους και τα χρησιμοποιούσαν για διάκοσμο των οντάδων τους[22]-, ωστόσο αρκείται τελικά σε ένα μεγάλο καλό τηλεσκόπιο. Άλλοι φρόντιζαν να κρατούν το δώρο στα χέρια τους καθ’ όλη τη διάρκεια της συζήτησης με τον Μπέη, προκειμένου να εξασφαλίσουν το μπουγιουρντί που ζητούσαν[23]. Δώρα όμως έκανε και ο Μπέης. Στη σύζυγο του Λόρδου Έλγιν πρόσφερε μια εσάρπα και ένα κουτί ντυμένο με ύφασμα, διακοσμημένο με κεντήματα[24]. Ο Hughes εξηγεί πως η ανταλλαγή δώρων είναι τόσο κοινή πρακτική στην οθωμανική αυτοκρατορία, όσο και η ανταλλαγή φιλοφρονήσεων[25]. Είναι δε ο μόνος τρόπος να εκπληρωθεί το οποιοδήποτε αίτημα προς τις αρχές. Όμως με συστατικά γράμματα ανά χείρας από τον Νουρή, έγινε δεκτός από τον Κιαμήλ στην Κόρινθο. Υπέβαλε τα σέβη του στο νεαρό άνδρα και έχαιρε εγκάρδιας υποδοχής. Ο Μπέης προθυμοποιήθηκε να του ετοιμάσει διαμερίσματα για να τον φιλοξενήσει, κάνοντας τον Hughes να μειδιάσει σκεπτόμενος, πως η παράδοση του Ξένιου Δία καλλιεργείται ακόμη σε αυτή τη χώρα[26].

 

Το παλάτι, όπως το είδαν και το έζησαν οι περιηγητές

 

Οι μαρτυρίες περιηγητών για το παλάτι του Κιαμήλ Μπέη αρκούνται σε γενικότητες θαυμασμού για την ειδυλλιακή τοποθεσία, τη γραφικότητα, την μεγαλοπρέπεια και την ανατολίτικη πολυτέλεια του κτηρίου[27]. Ο Gell θεωρεί πως το σπίτι του Νουρή Μπέη είναι καλύτερο από του Πασά στην Τριπολιτσά[28]. Ο Leake αναφέρει πως πρόκειται για ένα συγκρότημα κτηρίων εντός κλειστού περιβόλου[29], τέτοιας έκτασης, που χρειαζόταν κανείς μισή ώρα για να το διασχίσει[30] μέσα από τους κήπους του γεμάτους κυπαρίσσια[31] και λεμονοπορτοκαλιές. Αποτελούσε ουσιαστικά ακόμη ένα προάστιο της τότε αραιοδομημένης Κορίνθου[32], καταλαμβάνοντας το βορειοανατολικό άκρο της πόλης, επάνω σε ένα φυσικό άνδηρο με εποπτεία τον κάμπο της Βόχας και τον Κορινθιακό κόλπο.

Σε πανόραμα της Κορίνθου, σχεδιασμένου από τον Gell[33], γίνεται σαφής διάκριση του κτηριακού συγκροτήματος σε δύο κύριες ενότητες: Παλάτι του Μπέη (Σελαμλίκι) και Χαρέμι.

Το πρώτο καταλαμβάνει το δυτικό άκρο του υψιπέδου. Η σημαντικότερη μαρτυρία γι’ αυτό είναι του αρχιτέκτονα Joseph Woods. Έχοντας περιγράψει τις γενικές αρχές διάρθρωσης ενός τυπικού οθωμανικού σπιτιού[34], παραθέτει μια αναλυτική περιγραφή του σεραγιού του Μπέη στην Κόρινθο: «Το καλύτερο σπίτι το οποίο είδα, ήταν αυτό του μπέη στην Κόρινθο. Το κυρίως μέρος του κτηρίου είναι σχήματος Γ σε κάτοψη, δημιουργώντας δύο πλευρές τετραγώνου, ενώ στη γωνία υπάρχει κλιμακοστάσιο που οδηγεί στη στοά και τον κύριο όροφο. Αυτή η στοά δεν παραλείπεται ποτέ σε οποιοδήποτε αξιοπρεπές σπίτι. Είναι πάντοτε ξύλινη και τα κύρια δωμάτια ανοίγονται απευθείας σε αυτήν. Οι βεράντες μας φαίνεται να έχουν ως πρότυπο τη στοά, αλλά το μεγαλύτερο βάθος της, η προεξοχή της στέγης και οι διακοσμημένες μαρκίζες την καθιστούν κατά πολύ αποτελεσματικότερη. Η είσοδος στο παλάτι, όπως και στις άλλες κατοικίες, γίνεται μέσω προαυλίου, αλλά εξωτερικά οι τοίχοι ξεπροβάλλουν πάνω από τα απότομα βράχια, κάτω από τα οποία είναι οι κήποι. Το μέρος είναι ιδανικό, καθώς παρέχει εποπτεία του κάμπου και του Κορινθιακού. Κάτω από τη στοά, στο προαύλιο, είναι μια τοξοστοιχία, υποβασταζόμενη από κοντούς στρογγυλούς πέτρινους στύλους, οι οποίοι δεν έχουν αντιστοιχία με τους ξύλινους στύλους της υπερκείμενης στοάς. Οι τοίχοι της στοάς έχουν ζωγραφιστεί με διακοσμητικά στοιχεία, τα οποία όμως έχουν σχεδόν εξαφανιστεί. Πέρα από αυτά που περιγράψαμε, είναι μια σειρά γραφείων και πέρα από αυτά βρίσκονται τα διαμερίσματα των γυναικών (χαρέμι) που φυσικά είναι αόρατα» [35].

Η εικόνα μας για το κτήριο μπορεί να ολοκληρωθεί με τα δύο γνωστά σχέδια των Gell[36] και Hallerstein[37], τα οποία έρχονται σε απόλυτη αντιστοιχία με τη γραπτή περιγραφή του Woods (Εικ. 1α, 1β).

 

Εικ. 1α: Σελαμλίκι: Γραφική αποκατάσταση με βάση τα σχέδια των Gell και Hallerstein. Τομή στους άξονες Βορρά- Νότου και Ανατολής – Δύσης, όπου απεικονίζεται το χαγιάτι και η τοξοστοιχία. Κλίμακα 1:500.

 

Εικ. 1β: Σελαμλίκι: Γραφική αποκατάσταση με βάση τα σχέδια των Gell και Hallerstein. Τομή στους άξονες Βορρά- Νότου και Ανατολής – Δύσης, όπου απεικονίζεται το χαγιάτι και η τοξοστοιχία. Κλίμακα 1:500.

 

Κι αν από τα παραπάνω σχέδια λείπουν οι ανθρώπινες φιγούρες, ο Γάλλος ποιητής Pierre Lebrun, κάνει πλήρη, γεμάτη ενάργεια ανασύσταση της ζωής στο παλάτι μέσα από τη γλαφυρότατη περιγραφή της επίσκεψής του εκεί: «Τον Κιαμήλ Μπέη τον είδα μόνο μια φορά και πέρασα μαζί του μόλις μια ώρα. […] Ήταν νύχτα, στην εποχή που είχαν ραμαζάνι. […] Έφθασα στο παλάτι. Μια αχανής αυλή, όπου πρωτομπήκα, φωτιζόταν από μια μεγάλη φλόγα από πευκόξυλα, που έκαιγε. Ήταν σαν ένα καμινέτο, μια πυρά υψωμένη στο κέντρο με ένα παλούκι. Η φλόγα, κίτρινη και απαλή παρείχε διαύγεια μέσα στο σκοτάδι. Έτσι μου επέτρεψε να δω άλογα δεμένα, φρουρούς και ποικίλες ομάδες ατόμων που περίμεναν ακρόαση, ενώ ακουγόταν θόρυβος από νερό.

Μια φαρδιά σκάλα οδηγεί στη στοά. Βρέθηκα στη μέση ενός πλήθους από αξιωματούχους, υπηρέτες, διερμηνείς να πηγαινοέρχονται. Έμπαιναν, έβγαιναν, εξαφανίζονταν και επανεμφανίζονταν, χωρίς σταματημό. Πείστηκα λοιπόν ότι ο κόσμος μέσα σε ένα ανατολίτικο παλάτι, όπως ακριβώς σε ένα ευρωπαϊκό, είναι συνεχώς απασχολημένος με μικροπράγματα.

Οι αίθουσες ανοίγονταν σε αυτή τη στοά, φωτισμένες από το εσωτερικό τους και ήταν όλες γεμάτες. Μερικές καταλαμβάνονταν από τους υψηλόβαθμους αξιωματικούς του Μπέη, άλλες από λιγότερο σημαντικά στελέχη, εδώ συνάνταγες δερβίσηδες, εκεί στρατιώτες, αλλού γραμματείς. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι κάθονταν σε ντιβάνια, τοποθετημένα γύρω σε κάθε αίθουσα. Η όλη ακινησία τους ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τον πανικό που γινόταν στη στοά. Όλοι κάπνιζαν με αξιοπρέπεια, ατάραχοι μέσα σε απόλυτη ψυχραιμία, εκτός από τους δερβίσηδες. Αυτοί φαίνονταν να τους κινεί μια παράξενη ευθυμία. […]

Βιαστικός όπως ήμουν για να εξασφαλίσω ένα μπουγιουρντί, διέκοψα τις παρατηρήσεις των αξιωματούχων του, που με κράτησαν στην πόρτα της εξοχότητάς του. Μου έλεγαν να περιμένω. Πότε γιατί ο Μπέης γευμάτιζε, πότε επειδή είχαν έρθει πραματευτές. Απελπίστηκα, οπότε τους παραμέρισα, σήκωσα την κουρτίνα της πόρτας και βρέθηκα μπροστά στον Μπέη.

Στη μέση μιας μεγάλης αίθουσας πλούσια διακοσμημένης, πάνω σε ένα βάθρο σκεπασμένο με ψάθες ήταν τοποθετημένα τρία κηροπήγια, σαν αυτά των εκκλησιών, τοποθετημένα χάμω, ενώ ένας σκλάβος ερχόταν αραιά και που για να τα ξεφυτιλίσει τα τεράστια κεριά. Ένας άνδρας 36 ως 40 χρονών, με όμορφο και σοβαρό πρόσωπο, ήταν ξαπλωμένος με τα πόδια σταυρωμένα σε ένα ντιβάνι στο βάθος της αίθουσας. Ήταν ο Κιαμήλ. Όλοι τριγύρω κάπνιζαν και τον κοιτάγαμε σιωπηλά να καπνίζει και αυτός. Ήταν σαν μια παγόδα που ανέδιδε λιβάνι στον ίδιο τον εαυτό της. Στο ντιβάνι αριστερά του Μπέη δυο αξιωματικοί κάθονταν σε μια σεβαστή απόσταση, ενώ στη βάση της εξέδρας μερικοί αξιωματούχοι και μια ομάδα Έλληνες συνωστίζονταν εμποδίζοντας την είσοδο. Ξεφύτρωσα λοιπόν ανάμεσά τους και διέκοψα τη σιωπή της συγκέντρωσης αυτής. […]

Ξαφνιασμένος ο Μπέης ρώτησε τι ήθελα, ποιος ήμουν, από πού ερχόμουν, πού πήγαινα… Σε κάθε απάντηση του διερμηνέα μου, με κοίταγε με μια ευγενική προσοχή. Έπειτα μου έκανε νόημα να ανέβω [τα σκαλοπάτια] και να κάτσω στο ντιβάνι δίπλα του. Ένας σκλάβος μου έφερε τον καφέ και επικράτησε πάλι σιωπή. Έγινα λοιπόν και εγώ με τη σειρά μου μέλος αυτής της βουβής σκηνής, της οποίας την ηρεμία είχα διακόψει μπαίνοντας πριν. […]

Μια μικρή περίσταση […] με έπεισε ότι παρ’ όλες τις συνήθειες που κληρονόμησε από τον τούρκικο δεσποτισμό, ο Κιαμήλ είχε διατηρήσει μια απέχθεια για τον εξευτελισμό του ανθρώπου ενώπιον της εξουσίας. Ήταν ο τρόπος με τον οποίο απέκρουσε την ταπείνωση ενός ανθρώπου που ήρθε ικετεύοντας δίπλα του. Είχε ανέβει στην εξέδρα, προσκύνησε μπροστά στον Μπέη και ετοιμαζόταν να του φιλήσει τα πόδια. Ο Κιαμήλ, χωρίς να χάνει τη σοβαρότητά του, τράβηξε ξαφνικά τα πόδια του κάτω από τη φορεσιά του και άφησε τον κακόμοιρο ντροπιασμένο και σαστισμένο […]»[38].

 

Μαρτυρίες για το χαρέμι

 

Όπως ήδη αναφέρθηκε, ένα τυπικό οθωμανικό σπίτι χωριζόταν σε ανδρώνα (selamlik) και γυναικωνίτη (haremlik) [39]. Στην περίπτωση των παλατιών του Κιαμήλ Μπέη, το χαρέμι είναι ένα ανεξάρτητο κτήριο [40], το οποίο καταλαμβάνει το βορειοανατολικό άκρο του περιβόλου, έρχεται σχεδόν στο χείλος του βραχώδους ανδήρου (Εικ. 2) και περιτοιχίζεται από υψηλή μάντρα, που το αποκόπτει οπτικά από το υπόλοιπο σύνολο [41].

 

Εικ.2: Χαρέμι: Γραφική αποκατάσταση της βορειοδυτικής όψης με βάση σχέδιο του Gell. Κλίμακα 1:500.

 

Ο χρονικογράφος της Καρολίνας αναφέρει πως οι σύζυγοι του Κιαμήλ Μπέη δεν ήταν αναρίθμητες[42], αλλά ομορφότερες από άλλες που είχαν δει[43] και προσθέτει κάτι αξιοσημείωτο: Ο Κιαμήλ είχε παντρευτεί λίγα χρόνια πριν μια όμορφη χωρική, της φερόταν με σεβασμό και ουσιαστικά σχετιζόταν μόνο με αυτήν έκτοτε, ενώ την παρουσίαζε ως τη μοναδική σύζυγό του[44]. Ωστόσο στο χαρέμι ζούσαν τόσο οι γυναίκες του Νουρή Μπέη[45], όσο και αυτές του αδελφού του, Μπεκήρ Αγά[46]. Κάποιος περιηγητής θεώρησε ότι αυτές οι γυναίκες ήταν θαμμένες ζωντανές στο σεράι[47]. Μιλώντας τους όμως εξεπλάγη, διότι τον διαβεβαίωσαν πως είναι πολύ ευτυχισμένες και δε σκέφτονταν ποτέ τον έξω κόσμο, ούτε το τι συνέβαινε σε αυτόν. Οι ψηλές μάντρες εξασφάλιζαν ότι κανένα γεγονός δε θα εξάψει τη φαντασία τους και έτσι, υποστήριζαν, ήταν ευτυχισμένες. Λίγες ήξεραν γραφή και ανάγνωση, αλλά το μεγάλο δεινό τους ήταν άλλο: «Το μεγάλο μας βάσανο, αυτό που κάτι φορές προκαλεί τρομακτικές συνέπειες ανάμεσά μας, είναι η ζήλεια. Όποτε βλέπαμε τον Μπέη να τον έλκει κάποια περισσότερο από τις υπόλοιπες, κάτι το οποίο συνέβαινε συχνά, μας καταβρόχθιζε η οργή και το μίσος και κάποιες φορές θα είχαμε αλληλοσκοτωθεί, εάν δεν μας περικύκλωναν οι φρουροί»[48].

Από το παλάτι έφευγαν μόνο για να επισκεφτούν τα άλλα ενδιαιτήματα των κυρίων τους στην εξοχή. Η μεταφορά τους γινόταν «μέσα σε καλυμμένα κουτιά, ανά δύο δεμένα με σχοινιά στο σαμάρι ενός μουλαριού, σαν τα καλάθια που κρεμάνε οι γύφτοι στα ζώα. Στο κάθε κουτί καθόταν μια γυναίκα, ενώ κουρτίνες από πορφυρό ύφασμα εμπόδιζαν τους περαστικούς από το να τις δουν»[49]. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα (1818) φαίνεται πως χρησιμοποιούσαν για τον ίδιο σκοπό άμαξες[50].

Ξεχωριστό γεγονός για τις γυναίκες του χαρεμιού πρέπει να ήταν η επίσκεψη της Λαίδης Έλγιν το 1802: Ύστερα από παρακάλια στον ευνούχο, τον έπεισαν να τη φωνάξει. Αυτή όμως δε θέλησε να πάει, διότι δεν είχε μαζί της δραγουμάνο (διερμηνέα), αλλά τελικά υποχώρησε. «Την υποδέχτηκαν με πολλή θέρμη. Την περιέλουσαν με ροδόνερο, κάτι που μάλλον την αιφνιδίασε, μετά την αρωμάτισαν και στη συνέχεια μια γυναίκα πεσμένη στα γόνατα της προσέφερε εκλεκτά γλυκίσματα, νερό και καφέ. Με τις τρεις τέσσερις λέξεις τουρκικές που γνώριζε η κυρία Έλγιν, υποβοηθούμενη από νεύματα των χεριών και των ματιών, κατάφερε τελικά να περάσει είκοσι λεπτά μαζί τους. Όταν πλέον σηκώθηκε για να φύγει, η «Μεγάλη γυναίκα» του Νουρή Μπέη, όπως την κατονομάζουν, την συνόδεψε ως την κορυφή της σκάλας, ενώ δυο γυναίκες την κράτησαν από τα μπράτσα αγκαζέ και την οδήγησαν στην πόρτα»[51]. Φαίνεται λοιπόν πως ακολουθείται ένα τελετουργικό υποδοχής που ομοιάζει με αυτό των ανδρών, ενώ συνάγεται η ύπαρξη χαγιατιού και στο χαρέμι και μια πυλίδα που οδηγεί στο υπόλοιπο σεράι.

Οκτώ χρόνια αργότερα οι γυναίκες του χαρεμιού θα συναναστραφούν με τη Λαίδη Hester. Η συνάντησή τους εξελίσσεται σε θέμα ελαιογραφίας ρομαντικού οριενταλισμού. Αυτό όμως που δε γνώριζαν ήταν, πως τη συνάντηση παρακολουθούσαν κρυφά οι άνδρες ακόλουθοι της Hester, κρυμμένοι στη μουσάντρα: «… οι κοπέλες γρήγορα απέκτησαν οικειότητα με τη λαίδη Hester. Ξεσκέπασαν τα πρόσωπά τους αλλά με μελετημένη χάρη, ώστε να δείχνουν το σώμα τους, τα κοσμήματά τους. Η συζήτηση διεξαγόταν με νοήματα και χειρονομίες. Επίσης άρχισαν να εξετάζουν το φόρεμα της λαίδης Hester και να το συγκρίνουν με τα δικά τους. Μη γνωρίζοντας ότι τις παρακολουθούν μάτια ανδρών, γύμνωσαν τα πόδια και το στήθος τους. Στο τέλος απαλλάξαμε τη λαίδη Hester από τη δυσάρεστη θέση που είχε βρεθεί άθελά της, μ’ ένα πνιχτό γέλιο που πανικόβαλε τις μουσουλμάνες. Ξαναφορώντας τα πέπλα και τους φερετζέδες έπνιξαν την ευθυμία τους αμέσως…»[52].

Ένα ζήτημα που δημιουργεί σύγχυση είναι ο συσχετισμός των χαρεμιών με την πηγή νερού ακριβώς κάτω από τα παλάτια, στη ρίζα του βράχου. Το συγκεκριμένο τοπωνύμιο φαίνεται να εμφανίζεται πρώτη φορά στην Επανάσταση[53], για να γενικευτεί από το 1834 και μετά[54]. Οι ποικίλες περιγραφές περιηγητών, πιθανότατα όλες αποκυήματα φαντασίας, αναπαράγουν σκηνές μακαριότητας του Μπέη σε αυτά τα λουτρά περιστοιχισμένου από τις οδαλίσκες του χαρεμιού.

Το δροσερό αυτό μέρος (μια όαση το θέρος) μαζί με τους γύρω κήπους, αποδίδεται εν πολλοίς στο χαρέμι[55]. Μόνο ο Πουκεβίλ άκουσε να αναφέρονται σε αυτόν τον τόπο με το όνομα «souhamam»[56]. Ο χώρος πιθανόν λειτουργούσε και ως υπαίθριο λουτρό, πράγμα που δικαιολογεί έναν επιμήκη τοίχο που ανέσκαψε ο Robinson και χρησίμευε, όπως υποστηρίζει, για να ορίζει αφενός το χώρο της πηγής και να προστατεύει αφετέρου από τα βλέμματα των χωρικών τα μέλη του νοικοκυριού του παλατιού που κατέβαιναν εκεί για να πάρουν νερό ή να πλυθούν[57]. Επομένως, ο ανασκαφέας, λαμβάνοντας υπόψη του την παράδοση, που σχετίζει την Κόρινθο με την θεά της ομορφιάς, θεωρεί προφανές πως ο χαρακτηρισμός του χώρου ως «Λουτρών της Αφροδίτης» οφείλεται στη χρήση του από τις γυναίκες του χαρεμιού του Μπέη. Οπωσδήποτε η μετεπαναστατική ζώσα μνήμη των Κορίνθιων πρέπει να διέσωσε έναν απόηχο, μιας περιστασιακής ίσως χρήσης του χώρου από τις γυναίκες, ίσως τους καλοκαιρινούς μήνες. Ο συσχετισμός της πηγής με το χαρέμι, ως ομάδας ατόμων καταλήγει σε λογικό συμπέρασμα. Δεν μπορούμε όμως να υποστηρίξουμε το ίδιο για το κτήριο, το οποίο βρίσκεται αντιδιαμετρικά στο συγκρότημα στα ανατολικά, συνεπώς δε μπορεί να έχει καμία σχέση με το καλούμενο λουτρό της Αφροδίτης στα δυτικά.

 

Τα κατάλοιπα των παλατιών μετά την καταστροφή τους

 

Τα παλάτια του Κιαμήλ Μπέη κάηκαν από τον Παπαφλέσσα στις 23 Απριλίου 1821[58]. Σημαντικό μέρος τους πρέπει να σώθηκε σε χαλάσματα, όπως συνάγεται από μαρτυρία του Ludwig Ross, που τα βρίσκει άδεια, εθνική πλέον περιουσία[59]. Αντίθετα ο Anderson υποστηρίζει πως είναι ισοπεδωμένα[60]. Στα μέσα του 19ου αιώνα η περιοχή συνεχίζει να είναι ένας ερειπιώνας, με το μόνο πράγμα που φαίνεται να σώζεται να είναι ένας πύργος με την ονομασία «του Κιαμήλ Μπέη»[61]. Ο ισχυρός σεισμός του 1858 και οι συνεχείς αρόσεις του χώρου οδήγησαν στο να μη σώζεται σήμερα σχεδόν τίποτα πέρα από κάποια θεμέλια τοίχων, ένα ερειπωμένο λουτρό και μια επιμελημένη λίθινη κλίμακα που οδηγεί στα «Λουτρά της Αφροδίτης». Ο Robinson στις δοκιμαστικές τομές που έσκαψε, βρήκε ίχνη της μεγάλης αυλής, στρωμένης με κροκάλες και τα θεμέλια της δυτικής πτέρυγας του παλατιού[62].

Πολύτιμα για την ταύτιση των καταλοίπων του παλατιού είναι δυο πολεοδομικά σχέδια της Κορίνθου εκπονημένα ανεξάρτητα από τους Peytier (1829)[63] και Abelé (για λογαριασμό του Schaubert το 1833)[64]. Ο συνδυασμός τους μας παρέχει ασφαλή συμπεράσματα για τη διάρθρωση του οικοδομικού συγκροτήματος.

Ο Γάλλος πολεοδόμος Peytier στο σχέδιό του δίνει σαφή τα όρια του περιβόλου της ιδιοκτησίας του Μπέη και σημειώνει τρία κτήρια ιστάμενα εντός του: Δύο λουτρά και έναν πύργο[65], τα οποία απεικονίζει ο Du Moncel με λεπτομέρεια σε δύο πίνακές του[66], οι οποίοι συνθέτουν ένα ευρύ πανόραμα (Εικ. 3).

 

Εικ. 3: Συναρμογή δύο πινάκων του Du Moncel σε ένα ενιαίο πανόραμα. Στο μέσον ο σωζόμενος πύργος πλαισιωμένος από δύο λουτρά, τα μόνα ιστάμενα κτήρια από το συγκρότημα του Μπέη το 1843. Σήμερα σώζεται ερειπωμένο μόνο το λουτρό στα δεξιά.

 

Τα παραπάνω εντοπίζονται εύκολα στο σχέδιο του Abelé, στο οποίο σημειώνονται τα περιγράμματα όλων των κτηρίων του συγκροτήματος μαζί με τους μεσότοιχούς τους και τις μάντρες των επί μέρους αυλών (Εικ. 4).

 

Εικ.4: Γραφική αποκατάσταση του οικοδομικού συγκροτήματος του Μπέη και υπέρθεσή του σε δορυφορική λήψη του 2016. Τα κατάλοιπα των κυριώτερων κτηρίων βρίσκονται θαμμένα σε αδόμητα αγροτεμάχια. 1) Πλατεία μπροστά από το μεγάλο τζαμί του Κάτω Μαχαλά, με δύο μεγάλες κρήνες. 2) Η κύρια πύλη εισόδου. 3) Σελαμλίκι, όπου γινόταν επίσης η υποδοχή των Ευρωπαίων περιηγητών. 4) Χαρέμι, 5) Πύργος με οχυρωματικά χαρακτηριστικά. 6) Πύργος που λειτουργούσε ως μπελβεντέρε. 7) Βενετικές οχυρωματικές κατασκευές. 8) Λουτρά. 9) Λουτρά Αφροδίτης. Κλίμακα 1:2000.

 

Γραφική αποκατάσταση συγκροτήματος

 

Τρεις βασικοί δρόμοι της Κορίνθου οδηγούσαν από το κέντρο του οικισμού (Παζάρι) σε ένα πλάτωμα, μπροστά από το μεγάλο τζαμί του μαχαλά «του Μπέη». Ο χώρος αυτός, πλαισιωμένος με δύο κρήνες[67], είχε ως βόρειο και δυτικό όριο τον περίβολο του συγκροτήματος των παλατιών και εκεί πρέπει να βρισκόταν η είσοδος[68] προς την κεντρική λιθόστρωτη[69]αυλή.

Όπως ήδη αναφέρθηκε, το οικοδομικό συγκρότημα απαρτίζεται από δύο κύριες ενότητες, το σελαμλίκι και το χαρέμι, τα οποία συνοδεύονται από βοηθητικά κτίσματα. Το κυρίως κτήριο κάθε ενότητας έχει σχήμα ισοσκελούς Γ σε κάτοψη και αναπτύσσεται κατά μήκος του χείλους του υψιπέδου. Η χωροθέτησή τους αντιδιαμετρικά στο συγκρότημα, ενδεχομένως εξαρτήθηκε από προϋπάρχουσες[70] αντιστηρίξεις του απότομου, βραχώδους πρανούς, καθώς έτσι εξασφαλιζόταν η ευστάθεια του εδάφους θεμελίωσης και απρόσκοπτη εποπτεία του Κορινθιακού κόλπου. Μεταξύ των δύο ενοτήτων ορθώνονταν δύο πύργοι, με διαφορετική χρήση ο καθένας.

Με βάση τις γραπτές μαρτυρίες και τις απεικονίσεις περιηγητών, είναι φανερό πως το σελαμλίκι φέρει τα τυπικά χαρακτηριστικά των πλούσιων αρχοντικών της οθωμανικής εποχής: Οντάδες σε παράθεση ανοίγονται προς ένα ευρύχωρο χαγιάτι και η περίπτωση που εξετάζουμε ανήκει στον τύπο σπιτιού με «εξωτερικό σοφά» κατά S.H. Eldem[71]. Η γραφική αποκατάσταση που προτείνεται για κάθε κτήριο βασίστηκε για το περίγραμμα της κάτοψης και των γενικών διαστάσεων στο σχέδιοAbelé. Ο αριθμός των οντάδων και η διάταξή τους στην κάτοψη, συνεπώς και η διάρθρωση των όψεων, βασίστηκε στα διαθέσιμα σχέδια και χαρακτικά περιηγητών[72]. Τα μεγέθη προσεγγίστηκαν με βάση τον οθωμανικό τεκτονικό πήχη[73] τιμής 76.4 εκ[74].

Τα στοιχεία για την μια σχετικά ασφαλή αποκατάσταση της κατοικίας του Μπέη είναι αρκετά[75]. Το κτήριο αποτελείται από δύο πτέρυγες κάθετες μεταξύ τους, μήκους περίπου 52 μ. η δυτική και περίπου 47 μ. η βόρεια, στις οποίες είναι εφικτή η ύπαρξη δώδεκα οντάδων, αριθμός που φανερώνει το πρωτοφανές μέγεθος του οικοδομήματος[76] (Εικ. 5).

 

Εικ.5: Σελαμλίκι: Γραφική αποκατάσταση κάτοψης ορόφου. Κλίμακα 1:500.

 

Δύο μεγάλοι οντάδες με σαχνισιά που ξεχωρίζουν στη βόρεια όψη θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως χώροι ακροάσεων του Μπέη (Εικ. 6). Ιδιαίτερη είναι επίσης η μορφή της σκάλας, στη συμβολή των δύο πτερύγων, με δύο σκέλη να οδηγούν σε αντίθετες κατευθύνσεις[77] (Εικ. 1α, 1β).

 

Εικ.6: Σελαμλίκι: Γραφική αποκατάσταση βόρειας όψης. Κλίμακα 1:500.

 

Η σκάλα απόληγε σε δύο πλατύσκαλα που έβαιναν στο χαγιάτι, ενώ αμέσως πλάι σε αυτά υπήρχε από ένα μικρό κιόσκι. Στο κτήριο υπήρχε επίσης ενσωματωμένο χαμάμ, το μόνο σωζόμενο έως σήμερα κατάλοιπο από τα παλάτια. Τέλος, κοντά στο νότιο άκρο της δυτικής πτέρυγας βρισκόταν η μνημειακή κλίμακα καθόδου στα «Λουτρά της Αφροδίτης» (Εικ. 7).

 

Εικ.7: Σελαμλίκι: Γραφική αποκατάσταση δυτικής όψης. Δεξιά η μνημειακή κλίμακα προς τα λουτρά της Αφροδίτης. Κλίμακα 1:500. Yπόβαθρο σχεδίασης από Ι. Τραυλό στο ROBINSON 1962, 129, εικ.9.

 

Σε σχετική γειτνίαση με το σελαμλίκι υπήρχε πύργος με ξύλινο όροφο σε προεξοχή[78] και το πιθανότερο ήταν κάποιου είδους μπελβεντέρε. (Εικ. 8). Η ταύτισή του στο σχέδιο Abelé είναι η πιο επισφαλής. Η θέση που προτείνεται εδώ βασίστηκε σε απεικονίσεις, στις οποίες εμφανίζονται κολλητά σε αυτόν άλλα χαμηλότερα κτήρια[79].

 

Εικ.8: Πύργος-Μπελβεντέρε: Γραφική αποκατάσταση βόρειας όψης. Κλίμακα 1:500.

 

Το χαρέμι είναι ένα κτήριο σχήματος Γ σε κάτοψη με άνισα σκέλη, με γενικές διαστάσεις 46.5 Χ 27 μ., διαθέτει δικό του περίβολο αλλά και τειχισμένη αυλή. Η βόρεια πτέρυγα έχει ένα ιδιόμορφο περίγραμμα, με τέσσερις εσοχές[80], που δεν αποκλείεται να αποτελεί αποτέλεσμα προσαρμογής στο περίγραμμα προϋφιστάμενου τείχους, το οποίο αντιστήριζε ταυτόχρονα το απότομο πρανές (Εικ. 9).

 

Εικ.9: Χαρέμι: Γραφική αποκατάσταση της κάτοψης ορόφου. Κλίμακα 1:500.

 

Ένα πολύ ιδιαίτερο στοιχείο στο χαρέμι είναι ένας ψηλός και ογκώδης πύργος-μπελβεντέρε, προσαρτημένος στο κύριο σώμα του κτηρίου[81], ωστόσο δε φέρει καθόλου οχυρωματικά χαρακτηριστικά, όπως σε άλλα αντίστοιχα παραδείγματα[82], αποτελώντας μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση, τόσο από άποψη χωροθέτησής του στο κτήριο, όσο και για τη χρήση του (Εικ. 10).

 

Εικ.10: Χαρέμι: Γραφική αποκατάσταση βόρειας όψης. Κλίμακα 1:500.

 

Το κτήριο αποκαθίσταται, τουλάχιστον όσον αφορά στην κάτοψή του με μεγάλη επιφύλαξη και παραδοχές, έχοντας επτά οντάδες. Η ύπαρξη χαγιατιού είναι βέβαιη, ενώ πρέπει να στηριζόταν σε τοξωτή κιονοστοιχία[83]. Το λουτρό των γυναικών (Εικ. 3) ήταν αυτοτελές κτίσμα τειχισμένο με μάντρα και επικοινωνούσε με την αυλή του χαρεμιού[84].

Τέλος θα πρέπει να γίνει αναφορά στον πύργο με οχυρωματικά χαρακτηριστικά, το πρωιμότερο ίσως κτήριο του συγκροτήματος (Εικ. 11). Λόγω στιβαρής κατασκευής σωζόταν τουλάχιστον μέχρι το 1874[85] σε ερειπωμένη μορφή[86]. Η θέση του στο συγκρότημα ταυτίζεται με ασφάλεια, καθώς έχει σημειωθεί από τον Peytier, ενώ ο Du Moncel απεικονίζει με ευκρίνεια βασικά χαρακτηριστικά του, όπως η υπερυψωμένη είσοδος με καταχύστρα, η πρόσβαση σε αυτή με λίθινη κλίμακα, η οποία όμως δεν ακουμπούσε στον τοίχο[87]. Μόνο στον τελευταίο όροφο υπήρχε σε κάθε όψη από ένα ζεύγος παραθύρων με μικρούς φεγγίτες.

 

Εικ.11: Πύργος: Γραφική αποκατάσταση βόρειας και δυτικής όψης. Κλίμακα 1:500.

 

Θα πρέπει να επισημανθεί πως οι γραφικές αποκαταστάσεις, που προτείνονται στην παρούσα εργασία, βασίστηκαν αποκλειστικά σε σχέδια του 19ου αιώνα και όχι σε επί τόπου μετρήσεις όσων καταλοίπων διακρίνονται ακόμη. Στόχος ήταν να φανεί έστω και προσεγγιστικά η μορφή και το μέγεθος αυτού του πρωτοφανούς – ίσως μοναδικού για τη Νότια Ελλάδα – κτηριακού συνόλου της οθωμανικής εποχής. Για ασφαλέστερα συμπεράσματα απαιτείται πρωτίστως η εκπόνηση με ακρίβεια ενός τοπογραφικού με τα ορατά κατάλοιπα κτηρίων. Για ό,τι ενδεχομένως σώζεται θαμμένο, ίσως μπορεί να εντοπιστεί χωρίς ανασκαφή, με συνδυασμό μεθόδων δορυφορικής τηλεπισκόπησης και γεωφυσικών διασκοπήσεων εδάφους. Σε κάθε περίπτωση τα παλάτια του Κιαμήλ Μπέη απαιτούν επί τόπου ενδελεχή μελέτη, συνεπώς το θέμα θεωρείται πως παραμένει ανοιχτό προς έρευνα στο μέλλον.

 

Υποθέσεις για τις απαρχές του συγκροτήματος

 

Ένα πολυγωνικό πρόχωμα δυτικά των παλατιών, το οποίο δείχνει ο Peytier στο χάρτη του[88], ταυτίζεται σε δύο χάρτες της βενετοκρατίας[89], συνεπώς μπορούμε με σχετική ασφάλεια να συσχετίσουμε το χώρο των παλατιών του Μπέη με ακόμη ένα οχυρό σημείο των Βενετσιάνων, που αποτελούσε τμήμα ευρύτερης άμυνας του οικισμού της Κορίνθου. Η οχύρωση ξεκινούσε από το λιμάνι του Λεχαίου και έφτανε έως τα νοτιοανατολικά της πόλης, κοντά στον Ακροκόρινθο, στο μεγάλο φρούριο – ανάχωμα. Στο χάρτη του Morosini το 1687[90] βλέπουμε στην ίδια θέση με τα παλάτια του Μπέη μια ομάδα σπιτιών, μάλλον τειχισμένων με περίβολο, τα οποία θα εκμεταλλεύονταν το νερό της κρήνης για το πότισμα των καλλιεργειών τους[91]. Αυτός ο μικρός οικιστικός θύλακας, προϊόν του μηχανισμού επανοικισμού της Κορίνθου στις αρχές του 17ου αιώνα[92], θα μπορούσε να έχει την μορφή που μας δίνει ο Bernard Randolf, σε απεικόνιση της Κορίνθου[93]. Ίσως ακόμη ο ένας από τους δύο πύργος να υψωνόταν από τότε εκεί και να ταυτίζεται με παρόμοιες κατασκευές που περιγράφει ο περιηγητής ως προσωρινά ενδιαιτήματα Οθωμανών στις εξοχές, έξω από τα φρούρια[94] (Εικ. 8).

Οι Βενετοί στη συνέχεια φαίνεται πως αξιοποίησαν το φυσικό άνδηρο και το μετέτρεψαν σε προμαχώνα. Η γεωμορφολογία εκεί δημιουργεί ουσιαστικά μια φυσική οχύρωση, με το μεγάλο πλεονέκτημα της παροχής νερού ακριβώς από κάτω. Το επιχείρημα ενισχύει το γεγονός, ότι σε ικανό ποσοστό τα πρανή ή ο βράχος έχουν επενδυθεί ή αντιστηριχτεί κατά περίπτωση με λιθοδομή, ομοιάζοντας έτσι με προμαχώνα. Όπως υποστηρίζει ο Bon αυτή η κατασκευή (talus, όπως την αποκαλεί) δεν μπορεί να ερμηνευτεί παρά μόνο αν αποτελεί τμήμα βενετικής οχύρωσης[95] (Εικ. 7), ενώ φαίνεται να είναι ίδιας τεχνικής με άλλα οχυρωματικά έργα Βενετών στην ευρύτερη περιοχή[96]. Η επιμελημένη λίθινη κλίμακα, που οδηγεί στα «λουτρά της Αφροδίτης», θα πρέπει επίσης να θεωρηθεί μέρος του ίδιου Βενετικού προγράμματος οχύρωσης[97].

Πάντως δεν αποκλείεται οι Βενετοί να αξιοποίησαν κάποιες υφιστάμενες κτηριακές ενότητες και υποδομές πάνω στο υψίπεδο, για τη γρήγορη μετατροπή τους σε αμυντικό συγκρότημα και στη συνέχεια πάνω σε αυτό το υπόβαθρο οι πρόγονοι του Νουρή Μπέη οικοδόμησαν σταδιακά τα παλάτια.

Ωστόσο ο χάρτης του Morosini δεν έχει ενδείξεις για την ύπαρξη κάποιου πλούσιου οικοδομήματος σε αυτή τη θέση πριν το 1687. Το παλάτι ή σπίτι του τότε διοικητή της Κορίνθου θα πρέπει να αναζητηθεί στον Ακροκόρινθο ή στην περιοχή κοντά στο παζάρι. Εκεί ανασκαφές έφεραν στο φως ευρήματα, τα οποία συνθέτουν ένα συγκρότημα κατοικίας προορισμένης για Οθωμανό υψηλό αξιωματούχο[98]. Επίσης σε απεικόνιση με την κατάληψη της Κορίνθου από τους Βενετούς, σημειώνεται πάνω από ένα κτήριο: «το φλεγόμενο παλάτι του Σερασκέρη»[99], στο κέντρο της πόλης δίπλα στο τζαμί.

Σύμφωνα με τα παραπάνω, επομένως το νωρίτερο που μπορεί να αναχθεί η κατασκευή των παλατιών του Μπέη είναι το πρώτο τέταρτο του 18ου αιώνα, λίγα χρόνια μετά την οριστική αποχώρηση των Βενετών το 1715. Η παλαιότερη γνωστή αναφορά σε αυτά γίνεται το 1749 από τον James Caulfeild Charlemont[100]: «Η Κόρινθος έχει ελαττωθεί σε πολλά μικρά χωριά και όλα μαζί αποτελούν την πόλη. Ένα από τα μεγαλύτερα χωριά το έχει καταλάβει ο Μπέης». Το ότι ο Μπέης έχει καταλάβει το μεγαλύτερο προάστιο της Κορίνθου, φανερώνει πως το οικοδομικό συγκρότημα του παλατιού ήταν σε πλήρη έκταση ή έχει ολοκληρωθεί σε μεγάλο βαθμό.

Η πρωιμότερες γνωστές απεικονίσεις της κατοικίας του Μπέη είναι του Ferdinand Bauer το 1786[101]. Το συγκρότημα είναι πλήρως τειχισμένο, διακρίνεται ο πύργος, το σεράι αλλά και το χαρέμι. Με τα δεδομένα τα χρονολογικά termina λοιπόν, τα παλάτια του Μπέη χτίστηκαν την περίοδο που χαρακτηρίζεται ως «Tulip Period» (1703-1730)[102] και με την πάροδο του χρόνου ενδεχομένως διανθίστηκαν από στοιχεία Τουρκομπαρόκ (1730-1803), τα οποία όμως, όπως και σε άλλες περιοχές, μάλλον περιορίζονταν στον διάκοσμο[103] ή στην ιδιαίτερη μορφή του κλιμακοστάσιου που οδηγούσε στο χαγιάτι (Εικ. 1α, 1β).

Επίλογος

 

Η εκτεταμένη κατοικία του Κιαμήλ Μπέη, όπως και άλλα αντίστοιχα κονάκια της οθωμανικής διοικητικής και φεουδαρχικής αριστοκρατίας, που δεν υπάρχουν πια, αποτελούν παραδείγματα προς μίμηση στην οικοδόμηση αρχοντικών, καθώς «μεταφέρουν τον απόηχο της τελευταίας λέξης της αστικής αρχιτεκτονικής της πρωτεύουσας»[104]. Τα παλάτια των Μπέηδων ενδεχομένως αποτέλεσαν πρότυπο με ακτινοβολία πολύ πέραν των στενών ορίων της Κορίνθου και να έδωσαν σαφές στίγμα τουλάχιστον στην ανέγερση των πλούσιων αστικών σπιτιών της Πελοποννήσου[105].

Τέλος ας σημειωθεί πως τόσο τα παλάτια ως κτήριο, όσο και η ζωή σε αυτά, αποτελούσαν την εξαίρεση και όχι τον κανόνα στην οθωμανική Κόρινθο. Η πόλη στην πλειονότητά της αποτελείται κυρίως από φτωχά ισόγεια καλύβια, φτιαγμένα από πλιθιά, ενώ ο περισσότερος πληθυσμός, χριστιανοί και μουσουλμάνοι υποφέρουν υπό το βάρος της φτώχειας και της κακουχίας των χειρονακτικών εργασιών[106].

Ωστόσο, ο Κιαμήλ ως προσωπικότητα δεν έφερε χαρακτηριστικά απόλυτου δυνάστη. Φαίνεται πως στοιχειωδώς νοιαζόταν για τους υποτελείς του και λίγο πριν πεθάνει είχε πλήρη επίγνωση για το ποιόν αυτών που έρχονταν να παραλάβουν τη σκυτάλη της εξουσίας. Επιλέγουμε λοιπόν να κλείσουμε την παρούσα εργασία με τα λόγια του ίδιου του Κιαμήλ:

 «Ούτε η γυναίκα μου ούτε η μάνα μου γνωρίζουν που έχω τους θησαυρούς και είναι ανώφελο να ξεσπάτε την οργή σας πάνω σε αθώους ανθρώπους. Ό,τι όρους και να μου θέσετε, δεν θα συμφωνήσω, καθώς βλέπω πως ποτέ δεν τηρείτε τον λόγο σας. Είμαι σίγουρος πως, είτε σας αποκαλύψω αυτά που θέλετε είτε όχι, θα θανατωθώ σε κάθε περίπτωση. Έτσι επιλέγω να πεθάνω με την ικανοποίηση ότι δεν θα σας κάνω πλουσιότερους. Ένα πράγμα, ωστόσο, να θυμάστε: Αντιμετώπισα το λαό μου ως υπηκόους και όχι ως σκλάβους. Αν όλοι οι Μπέηδες είχαν αντιμετωπίσει τους Έλληνες όπως εγώ, αυτή η επανάσταση ποτέ δεν θα είχε ξεσπάσει»[107].

 

Υποσημειώσεις


[1] *Η προσωπική ενασχόληση του γράφοντος με το παρόν θέμα ξεκίνησε από τις προπτυχιακές σπουδές στο ΕΜΠ, ως μέρος μιας ευρύτερης ερευνητικής εργασίας (Διάλεξης) βλ. ΜΠΑΡΤΖΗΣ 2011, 62-64. Η παρούσα εργασία κατατέθηκε στον τόμο προς δημοσίευση τον Απρίλιο του 2014 και αναρτήθηκε τον Ιούνιο του 2015 υπό τον ίδιο τίτλο χωρίς εικονογράφηση από τον γράφοντα στον ιστότοπο academia.edu με ανοιχτή πρόσβαση. Στο διάστημα που μεσολάβησε δημοσιεύτηκε το συλλογικό έργο Ottoman Corinthia. Σε αυτό γίνεται αναφορά στα παλάτια του Κιαμήλ Μπέη στο KANETAKI 2015, 173-182. Ακολούθησε ακόμη μια ανακοίνωση σε συνέδριο με το ίδιο θέμα στο ΚΑΝΕΤΑΚΗ 2015, χωρίς, ας σημειωθεί εν παρόδω, να γίνεται παραπομπή στις προαναφερθείσες εργασίες του γράφοντος. Οι δημοσιεύσεις αυτές, ωστόσο, δεν μπορούν να θεωρηθούν ουσιαστική συμβολή στη μελέτη των παλατιών του Κιαμήλ Μπέη, καθώς κυριαρχεί η παράθεση των πιο γνωστών δεδομένων, χωρίς περαιτέρω σύνθεσή τους για εξαγωγή συμπερασμάτων, ενώ δε συνοδεύονται από πρωτότυπα σχέδια. Συνεπώς η παρούσα δε θεωρούμε πως στερείται σκοπιμότητας, καθώς το θέμα παραμένει ουσιαστικά ανοιχτό. Παρόλα αυτά το αρχικό χειρόγραφο αναθεωρήθηκε σε μεγάλο βαθμό και εμπλουτίστηκε με σχέδια του γράφοντα, που συντάχθηκαν ειδικά για το παρόν άρθρο.

Από τη θέση αυτή θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Ομότιμο καθηγητή ΕΜΠ και Ακαδημαϊκό κ. Μανόλη Κορρέ, ο οποίος με παρότρυνε να ασχοληθώ με τα παλάτια του Κιαμήλ Μπέη, σε συνέχεια της προπτυχιακής ερευνητικής μου εργασίας. Πολλές ευχαριστίες οφείλω επίσης στον τέως διευθυντή των ανασκαφών της Αμερικανικής Σχολής στην Αρχαία Κόρινθο κ. Guy Sanders, ο οποίος συνέβαλε ποικιλοτρόπως με τις γνώσεις του και τις παρατηρήσεις του. Ευχαριστώ τον καθηγητή κ. John McK Camp II, διευθυντή των ανασκαφών της ΑΣΚΣΑ στην αγορά της Αθήνας και τον κ. David Packard πρόεδρο του Packard Humanities Institute (PHI), οι οποίοι ευγενικά μου παραχώρησαν προς μελέτη αδημοσίευτα σχέδια του Dodwell από την Κόρινθο.Τέλος θα ήθελα να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου στον κ. Σταύρο Μαμαλούκο, Αναπληρωτή καθηγητή στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Πανεπιστημίου Πατρών για τις ουσιαστικές παρατηρήσεις του, τη γενναιόδωρη παροχή στοιχείων συγκριτικής ανάλυσης από αδημοσίευτες μελέτες του και εν γένει για την καθοδήγησή του στη διαμόρφωση της τελικής μορφής αυτής της εργασίας με αμείωτο ενδιαφέρον.

[2] ΤΑΡΣΟΥΛΗ 1971, 37.

[3] ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΥ 1960, 19.

[4] ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ 1939, 102

[5] ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ 1939, 46

[6] Ό.π.

[7] Βλ. SHARIAT-PANAHI 2015, 59-60.

[8] «Από το αρχείο Λόντου καταγράφονται περιστατικά καταφυγής Ελλήνων χωρικών καταπιεσμένων από την οικογένεια της Αιγιαλείας, προκειμένου να έρθουν στην εκδούλευση της οικογένειας των Απδίμ-Παγιάνων», ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ 1939, 47.

[9] LEAKE 1830, 263- WYSE 1865, 314.

[10] CLARKE 1810-1823, 555-557.

[11] Ό.π., 557. Προφανώς αναζητούσαν όστρακα αγγείων.

[12] PETEINARIS P., «The Bey apologizes», http://www.internationalbyronsociety.org/images/stories/pdf_files/bey_apologies.pdf

[13] Ό.π.

[14] WILLIAMS 1820, 356.

[15] WILKS 1822, 358-359.

[16] WILLIAMS 1820, 356.

[17] WILKS 1822, 358-359.

[18] GALT 1813, 97.

[19] TURNER 1820, 227.

[20] Ό.π., 292.

[21] HUGHES 1820, 188-189.

[22] TURNER 1820, 227.

[23] WILLIAMS 1820, 395.

[24] ESSEX KAREN, «Lady Elgin’s journal excerpt written for her mother and grandmother», http://www.karenessex.com/stealingathenapersonalpapers.html

[25] HUGHES 1820, 188-189.

[26] Ό.π., 239.

[27] Ενδεικτικά βλ. WILLIAMS 1820, 393. GALT 1813, 69. SLADE 1837, 284. TURNER 1820, 290.

[28] GELL 1823, 274.

[29] LEAKE 1830, 261.

[30] VON PROKESCH 1962, 120, σημ. 1.

[31] Ο Dodwell ενοχλείται γιατί «ο κήπος του  Μπέη κοσμείται με αποκεφαλισμένα κυπαρίσσια, γεγονός που δημιουργεί έντονη αντίθεση με τα λεγόμενα των Θεόφραστου και Πλίνιου, ο οποίοι πρεσβεύουν πως ένα κυπαρίσσι πεθαίνει, σαν του κόψουν την κορυφή…», DODWELL 1819, 193.

[32] HOLLAND 1815, 197

[33] Δημοσιευμένο πρώτη φορά στο ΧΡΥΣΑΦΗ-ΖΩΓΡΑΦΟΥ 1988,40, εικ. 65

[34] WOODS 1828, 268-269.

[35]  Ό.π.

[36] Αναρτημένο στην ψηφιακή συλλογή του British Museum, No 1853,0307.429.

[37] BANKEL 1986, 114, εικ. 3.5

[38] LEBRUN 1822, 375-380, Note 80.

[39] ÜNSAL 1959, 70.

[40] GELL 1823, 274.

[41] WOODS 1828, 269.

[42] Σύμφωνα με τον Laurent είναι τέσσερις ή πέντε γυναίκες. LAURENT 1821, 155.

[43] WILKS 1822, 358-359.

[44] HUGHES 1820, 238.

[45] Ο Νουρή Μπέης επίσης είχε μια επίσημη σύζυγο, την περίφημη Νουρή-Μπεγίνα και άλλες δώδεκα θεραπαινίδες της στο χαρέμι του. HESTER STANHOPE 1846, περιέχεται στο ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ 2009, 96.

[46] ESSEX KAREN, ό.π. (σημ. 24).

[47] SCOTT – TAYLOR 1826, 181.

[48] Ό.π.

[49] ESSEX KAREN, ό.π. (σημ. 24).

[50] LAURENT 1821, 155.

[51] ESSEX KAREN, ό.π. (σημ. 24).

[52] HESTER ό.π. (σημ. 45), 97.

[53] SCOTT -TAYLOR 1826, 181.

[54] ROBINSON 1962, 120.

[55] TEMPLE 1836, 58.

[56] ROBINSON 1962, 120.

[57] Ό.π., 130.

[58] ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ 1971, 8

[59] ΡΟΣ 1976, 247-249.

[60] ANDERSON 1830, 55.

[61] BURNOUF 1856, 41, 43.

[62] ROBINSON 1962, 120-130.

[63] Τα πρωτότυπα σχέδια του Peytier στο Παρίσι, Depot de la Gerre, archives des Cartes, collection 4.10.C.65. Βλ. ΤΣΑΚΟΠΟΥΛΟΣ 1994, 202-203. Νεώτερη αναπαραγωγή στο ΤΣΑΚΟΠΟΥΛΟΣ 2012, 33-34. Το σχέδιο είναι αναρτημένο με ανοιχτή πρόσβαση σε πολύ υψηλή ανάλυση και με γεωαναφορά στον ιστότοπο της ΑΣΚΣΑ: http://www.ascsa.edu.gr

[64] Το πρωτότυπο σχέδιο στο Αρχείο Χαρτών ΥΠΕΧΩΔΕ. Αναπαραγωγές του περιέχονται μαζί με άλλα στοιχεία στα: ROBINSON 1986 και SANDERS 2011.

[65] Τα λουτρά με τον πύργο διακρίνονται έμμεσα σε πανοραμικές απεικονίσεις, όπως του William Cole (Ναός του Ποσειδώνα, 1833) ή του James Skene (Ruins of the Turkish town of Corinth), περιέχονται στο ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΊΟΥ 2009, 126, εικ. 48 και 131, εικ. 51.

[66] DU MONCEL 1994, 110, 112-113.

[67] Σχέδιο Gell (1805), BritishMuseumNo 1853, 0307.647 και Haygarth (1810) στο ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ 2009, 102, εικ. 34. Περί των κρηνών βλ. ROBINSON 2011, 308.

[68]Στον χάρτη Peytier υπάρχει αυτή η ένδειξη εισόδου στο συγκρότημα.

[69]ROBINSON 1962, 122.

[70] Βλ. σχετικά παρακάτω.

[71]Συνοπτική ανάλυση της τυπολογίας του Eldem στο ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ 2001, 28-32. Για περαιτέρω εμβάθυνση βλ. ενδεικτικά ΚΙΖΗΣ 1994, 76-81.

[72] Για παράδειγμα μετρήθηκαν ζεύγη παραθύρων εκατέρωθεν καπνοδόχων, για τα οποία έγινε παραδοχή πως αντιστοιχούν σε έναν οντά.

[73] Βλ. ενδεικτικά ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ 2011.

[74] Ενδείξεις για τη χρήση του στο σωζόμενο λουτρό του συγκροτήματος βλ. ΜΠΑΡΤΖΗΣ 2016.

[75] Χρησιμοποιήθηκαν τα σχέδια: Hallerstein (1810) στο BANKEL 1986, 114, εικ. 3.5, Gell (1805) και (1811) BritishMuseumNo 1853, 0307.429 και 1853,0307.648 (πρώτη δημοσίευση στο ΧΡΥΣΑΦΗ-ΖΩΓΡΑΦΟΥ 1988, 40, εικ. 65), Koch (1818) στο BENDTSEN 1993, εικ. 125, ενώ για την κάτοψη πολύτιμο το σχέδιο Τραυλού στο ROBINSON 1962, 123, εικ. 8.

[76] Αντίστοιχου μεγέθους κτήριο φαίνεται να ήταν το σεράι του Σουλεϊμάν Πασά στην Οινόη της Μ. Ασίας, βλ. ΚΙΖΗΣ 1994, 99 εικ. 83.

[77] Κάθε ένα οδηγούσε στην αντίστοιχη πτέρυγα και ενδεχομένως υπήρχε σαφής λειτουργικός διαχωρισμός τους, π.χ. ξενώνας και καθαρά ιδιωτικοί χώροι, όπως συνέβαινε με το κλιμακοστάσιο της οικίας Μερτρούδ στην Αθήνα. Βλ. ΚΟΡΡΕΣ 2010, 126, εικ. 5.1.2.

[78] Φαίνεται σε διάφορα πανοράματα της Κορίνθου, κυρίως του Gell. Η καλύτερη απεικόνισή του από αδημοσίευτο σχέδιο του Dodwell (1805), PHI Νο 665T. Άλλη άποψή του από τον Koch (1818)BENDTSEN 1993, Εικ. 125.

[79] Σχέδιο Gell (1811) στο ΧΡΥΣΑΦΗ-ΖΩΓΡΑΦΟΥ 1988, 40 εικ. 65 καιVon Stackelberg «Ville de Corinthe» στο ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ 2009, 112, εικ. 39.

[80] Σημειώνεται σε κάτοψη στα σχέδια Peytier (1829), Abelé (1833) και αποδίδεται από τον Dodwell (1805) PHI No 665T.

[81] Βλ. Dodwell (1805) δύο σχέδια PHI Nο 663T, 665T. Παραδόξως ο Gell τον παραλείπει σε δύο κοντινά σχέδια του παλατιού (British Museum No 1853,0307.574 και 1853,0307.648), διακρίνεται όμως σε πολύ γενικότερα πανοράματα της Κορίνθου, όπως π.χ στο 1853,0307.576.

[82] Περί του φαινομένου προσαρτημένων πύργων σε οικίες με και αναφορών σε παραδείγματα βλ. ΜΑΜΑΛΟΥΚΟΣ (υπό έκδοση), 25-26.

[83] Βλ. σχέδιο του James Skene (No 51) το οποίο πρέπει να εκτελέστηκε από τα ερείπια του χαρεμιού κοιτώντας προς τον Ακροκόρινθο. Περιέχεται στο ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ 2009, 131, εικ.51.

[84] Ένα αδημοσίευτο σχέδιο της Pauline Trevelyan (1842) ίσως απεικονίζει το εσωτερικό του, όσο ακόμη σωζόταν ο θόλος με περίτεχνες φωτιστικές οπές. Αντίγραφο του σχεδίου απόκειται στο αρχείο της ΑΣΚΣΑ στην Αρχαία Κόρινθο.

[85] SALVATOR 2000, 215.

[86] Απεικονίσεις σε διάφορα στάδια της ερείπωσής του βλ. Ενδεικτικά Trevelyan (1842), Skene (1838-1845), Edward Lear (1849) και σε γενικές απόψεις της Κορίνθου από τους William Cole 1833, Carl Anton Joseph Rotman 1843, Ludwig Salvator 1874.

[87] Βλ. για παράδειγμα τον πύργο Κορδή στον Πύργο Κορινθίας (Δήμος Ευρωστίνης) ΧΡΥΣΑΦΗ-ΖΩΓΡΑΦΟΥ 1988, 32, εικ. 44.

[88] Ο Dinsmoor το αναγνωρίζει ως κατασκευή των Βενετών, οικοδομημένη με πώρινα spolia από κιονοστοιχία ιωνικού ρυθμού. DINSMOOR 1949, 104.

[89] Αναπαραγωγές τους περιέχονται στο Bon – Carpenter 1936, 153-154, εικ. 96-97, και 268, εικ. 219.

[90] ROHN – SANDERS – BARNES 2009, 509, εικ. 6.

[91] Όπως φαίνεται και από σχετικά ευρήματα: « Οι αποθέσεις στο κοίλωμα των λουτρών της Αφροδίτης χρονολογούνται στα τέλη του 17ου αι. μ.Χ. Επίσης βρέθηκε κατασκευή άρδευσης των χωραφιών λίγο παρακάτω, καλυμμένη με κεραμίδια», ROBINSON 1962, 129.

[92] Βλ. ΜΠΑΡΤΖΗΣ 2011, 26-30 όπου και η σχετική βιβλιογραφία. Νεώτερα στοιχεία για τη σταδιακή αύξηση του πληθυσμού στην κάτω πόλη εκείνη την περίοδο, παρέχονται από τα φορολογικά οθωμανικά κατάστιχα βλ. SHARIAT-PANAHI 2015, 28-29.

[93] RANDOLPH 1991, 2

[94] «Οι Τούρκοι τον περισσότερο χρόνο ζουν μέσα ή υπό τη διοίκηση κάστρων και στις φάρμες τους στην εξοχή περιστασιακά. Έχουν πύργους χτισμένους τριάντα πόδια ψηλούς (9 m.), η πόρτα των οποίων στέκει σε δέκα πόδια (3 m.) ύψος από το έδαφος. Απέναντί της είναι χτισμένος ένας τοίχος με σκαλοπάτια, σε απόσταση πέντε περίπου ποδών από τον πύργο, από τον οποίο κατεβαίνει μια κρεμαστή γέφυρα προτού μπει κανείς από την πόρτα. Κάθε βράδυ η γέφυρα τραβιέται, για να προστατέψει τους ένοικους από τους πειρατές. Άλλοι έχουν μόνον μια σκάλα, την οποία τραβούν μέσα στον πύργο», RANDOLPH 1991, 15. Η περιγραφή των πύργων έρχεται σε αντιστοιχία με την απεικόνιση του Du Moncel από τα παλάτια του Κιαμήλ Μπέη.

[95] BON – CARPENTER 1936, 271.

[96] Όπως για παράδειγμα οι Βενετικές οχυρώσεις στα Όνεια όρη νοτιοανατολικά των Κεγχρεών. Βλ. CARABER & GREGORY 2006.

[97] Λόγω μορφολογικών χαρακτηριστικών, βλ. ΚΑΝΕΤΑΚΗ 2015α, 176. Ενδιαφέρουσα είναι η επιχειρηματολογία του Bon, ο οποίος υποστηρίζει πως η κατασκευή της λίθινης κλίμακας θα μπορούσε και να μην είναι χτισμένη μεταξύ 1687-1715, λόγω της ύπαρξης κάποιων οθωμανικών κτηρίων στην Κόρινθο, με αντίστοιχη ποιότητα κατασκευής και λιθοξοϊκή επιμέλεια, βλ. BON – CARPENTER 1936, 271.

[98] SCRANTON 1957, 93.

[99] La Prise de la Ville et Chateau de Corinthe dans la Morée, par les Armée Venitiene Comandées par le General Morosini 1687, Edition 1688. Bibliotheque Nationale de France, Départment Estampes et Photographie, Reserve QB-201 (171)-FT 5 Hennin 5611.

[100] CHARLEMONT JAMES CAULFEILD, «The travels of Lord Charlemont in Greece and Turkey», 1749, περιέχεται στο ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ 2009, 87.

[101] ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ 2009, 50, εικ. 17 και 51 εικ. 18.

[102] ÜNSAL 1959, 14.

[103] ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ 2001, 35.

[104] ΚΙΖΗΣ 1994, 82.

[105] «Και δε θα πρέπει κανείς να αμφιβάλει ότι ένα πλήθος από μεγάλα τουρκικά κτήρια που δεν σώζονται πια, όπως τα παλάτια του Αλή Πασά στα Γιάννενα, του Κιαμήλ Μπέη στην Κόρινθο, το βοεβοδαλίκι στη Χαλκίδα, ή το σεράγι στο Ναύπλιο, έπαιξαν το ρόλο τους στη διάπλαση της σύγχρονής τους αρχιτεκτονικής, το καθ’ ένα στην περιοχή του», βλ. ΜΠΟΥΡΑΣ 1989, 25.

[106] Βλ. ROHN – SANDERS – BARNES 2009 και SANDERS 2015.

[107] SCOTT – TAYLOR 1826, 190.

 

Βιβλιογραφία


 

  • ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ Λ. 1971. Η Κορινθία στην επανάσταση του 1821, τόμ. 2ος, Αθήνα.
  • ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΥ, ΝΤ. Α. 1960. Το κάστρο της Κορίνθου (Β΄ έκδοσις συμπληρωμένη), Αρχαία Κόρινθος.
  • DU MONCEL, tH. 1994. Οδοιπορικό του 1843, Αθήνα-Ναύπλιο (μτφρ. Ε. Λούβρου Ειρήνη), Αθήνα.
  • ΚΙΖΗΣ Ι. 1994. Πηλιορείτικη Οικοδομία, Η αρχιτεκτονική της κατοικίας στο Πήλιο από τον 17ο στον 19ο αιώνα, Αθήνα.
  • ΚΑΝΕΤΑΚΗ, Ε. 2015. «Το σεράι του Κιαμήλ Μπέη στην οθωμανική Κόρινθο μέσα από τις ιστορικές πηγές», ανακοίνωση στο 9ο Διεθνές Συνέδριο Πελοποννησιακών Σπουδών, Ναύπλιο.
  • ΚΟΡΡΕΣ, Μ. 2010. Οι πρώτοι χάρτες της πόλεως των Αθηνών, Αθήνα.
  • ΜΑΜΑΛΟΥΚΟΣ, Σ. (υπό έκδοση). «Η ιστορία και η αρχιτεκτονική των Μποτσαρέϊκων», Αναγνώριση, Τεκμηρίωση, Καταγραφή και Προτάσεις για την Ανάδειξη και Προστασία του Ιστορικού Οικισμού Ναυπάκτου, Ερευνητικό Πρόγραμμα Τμήματος Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Πανεπιστημίου Πατρών.
  • ΜΠΑΡΤΖΗΣ, Δ. 2016. «Τεκτονικός πήχης στην Πελοπόννησο και το καθολικό του Παλαιομονάστηρου Αγίου Γεωργίου Φενεού», ανακοίνωση στο 3ο Συνέδριο Κορινθιακών Σπουδών, Ιστορικά Κορινθιακά Μοναστήρια, Κόρινθος (πρακτικά υπό έκδοση).
  • ΜΠΑΡΤΖΗΣ Δ. 2011. Από το borgo di Corinto στην Παλαιά Κόρινθο, το χρονικό μιας πόλης και των σπιτιών της (αδημ. Ερευνητική εργασία, Ε.Μ.Π.), Αθήνα.
  • ΜΠΟΥΡΑΣ Χ. 1989. «Γενική Εισαγωγή», στο: Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, τόμ. Α΄: Ανατολικό Αιγαίο – Σποράδες – Επτάνησα, Αθήνα.
  • ΤΣΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, Π. 2012. «Η Αναγνώριση του Αστικού Χώρου: Αποτυπώσεις Οικισμών και Πολεοδομικά Σχέδια», Το έργο της Γαλλικής Επιστημονικής Αποστολής του Μοριά 1829-1838 (Μέρος Ι), επιμ. Γ. Σαΐτας, Αθήνα, 29-34.
  • ΧΡΥΣΑΦΗ-ΖΩΓΡΑΦΟΥ, Μ. 1988. «Κορινθία», Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, Πελοπόννησος, τομ. 5, Αθήνα, 9-42.
  • ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, Σ. 2009. Ζωγράφοι και περιηγητές στην Κόρινθο 12ος-19ος αιώνας, Αθήνα.
  • ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ, Γ.Α. 2001. Το αρχοντικό του Γ. Βούλγαρη στην Ύδρα, Αθήνα.
  • ΡΟΣ, λ. 1976. Αναμνήσεις και ανακοινώσεις από την Ελλάδα 1832-1833 (επιμ. Βουρνά Τάσου, μτφρ. Σπήλιου Α.), Αθήνα.
  • ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ, Μ. 1939. Η Πελοπόννησος κατά τη β΄ Τουρκοκρατίαν (1715-1821), verlag der byzantinisch-neugriechischen Jahrbucher, athen (ανατύπωση εκδ. Ερμής, Αθήνα 2009).
  • SALVATOR, L., 2000. Περίπλους του Κορινθιακού κόλπου (μτφρ. Γ. Γιαννόπουλος), Κιάτο.
  • SANDERS, G.D.r. 2011. «Η Κόρινθος κατά τις δεκαετίες αμέσως πριν το σεισμό του 1858 υπό το φως της αρχαιολογικής έρευνας και ανασκαφών από το 1959 ως σήμερα», στο: Πρακτικά του Η΄ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, Κόρινθος 26-28 Σεπτεμβρίου 2008, Αφιέρωμα στην Αιώνια Κόρινθο, Εταιρεία Πελοποννησιακών Σπουδών, Αθήνα.
  • ΤΑΡΣΟΥΛΗ, Α. 1971. Κάστρα και Πολιτείες του Μοριά, Αθήνα.
  • ΤΣΑΚΟΠΟΥΛΟΟΣ, Π. 1994. «Οι μαρτυρίες για τις πόλεις της Πελοποννήσου», στο: Περιηγητές και αξιωματούχοι στην Πελοπόννησο, περιγραφές-αναφορές-στατιστικές, Μονεμβασία (ανατύπωση 2005).
  • ANDERSON, r. 1830. Observations upon the Peloponnesus and Greek Islands made in 1829, Boston.
  • BEHCET, U. 1959. Turkish islamic architecture in Seljuk and Ottoman times 1071-1923, London.
  • BANKEL, H. 1986. Carl Haller von Hallerstein in Griechenland, 1810-1817 : Architekt, Zeichner, Bauforscher, Berlin.
  • BENDTSEN, M. 1993. Sketches and measurings: Danish architects in Greece, 1818-1862, Copenhagen.
  • CARABER, W. – GREGORY, T. 2006. «Fortifications of Mount Oneion, Corinthia», Hesperia 75, 327-356.
  • ΚΑΝΕΤΑΚΗ, Ε. 2015. «Architectural Study of Corinthia during the Ottoman period», Ottoman Corinthia, επιμ. S.M.T. Shariat-Panahi, Volos, 111-256
  • LIANOS, N. 2003. Le Fortezze Della serenissima nel Peloponneso (1687-1715), Rome.
  • OIKONOMOU, A. 2011. «The Use of the Module, Metric Models and Triangular Tracing in the Traditional Architecture of Northern Greece», Nexus Network Journal 13.3, 763-792
  • ROBINSON, B. 2011. Histories of Perene: A Corinthian fountain in three millennia, Ancient Art and Architecture in context 2, Princeton
  • SHARIAT-PANAHI, S.M.T. 2015. «Demography, Economy and Settlements. The life of the common people in Ottoman Corinthia», Ottoman Corinthia, επιμ. S.M.T. Shariat-Panahi, Volos, 21-98
  • SANDERS, G.D.R 2015. «Introduction. Corinth and the archaeology of the poor», Ottoman Corinthia, επιμ. S.M.T. Shariat-Panahi, Volos, 7-20.
  • BON, A. – R. CARPENTER 1936. Corinth, vol. iii, Part ii: The Defenses of Acrocorinth and the Lower Town, Cambridge mass.
  • BURNOUF, E. 1856. D’ Athenes a Corinthe, Paris.
  • CLARKE, D.E. 1810-1823. Travels in various Countries of Europe, Asia and Africa, vol. 6, London.
  • DINSMOOR, W.B. 1949. The Largest Temple in the Peloponnesos, (Hesperia suppl. 8, Commemorative Studies in Honor of Theodore Leslie Shear), ATHENS.
  • DODWELL, E. 1819. A Classical and Topographical Tour through Greece: 1801, 05, 06, vol. 2, London.
  • GALT, J. 1813. Letters from the Levant, London.
  • GELL SIR,W. 1823. Narrative of a Journey in the Morea, London.
  • HESTER STANHOPE L. (Lady), Travels of Lady Hester Stanhope, forming the completion of her memoirs, narrated by her physician Charles Lewis Meryon, vol. 1, London 1846, περιέχεται στο ΠΑΠΑΓΕΩΡΓIΟΥ 2009.
  • HOLLAND SIR, H. 1815. Travels in the Ionian Isles, Albania, Thessaly, Macedonia during the years 1812 and 1813, vol. 2, London.
  • HUGHES, S.T. 1820. Travels in Sicily, Greece and Albania, vol. 1, London.
  • LAURENT, P. 1821. Recollections of a Classical Tour through Various Parts of Greece, Τurkey and Italy, made in the years 1818 and 1819, London.
  • LEAKE, M.W. 1830. Travels in the Morea, London.
  • LEBRUN, A.P. 1822. Oeuvres, Poem de la Grece, τόμ. 2ος, Paris.
  • VON PROKESCH, O. 1962. Denkwurdigkeiten und Erinnerungen aus dem Orient, περιέχεται στο ROBINSON 1962.
  • RANDOLPH, B. 1890. The Present State of the Morea, Called Anciently Peloponnesus, Βιβλιοπωλείο Δ. Ν. Καραβία, Αθήνα.
  • ROBINSON, H.S. 1962. «Excavations at Corinth, 1960», Hesperia, 31.
  • ROBINSON, H. 1986. «urban Designs for Corinth, 1829-1833», στο: Φίλια Έπη εις Γεώργιον Ε. Μυλωνάν, τόμ. Γ΄, Αθήνα.
  • SCOTT, J. – J. TAYLOR 1826. The London Magazine, September to December 1826, vol. vi, London.
  • SCRANTON, R. 1957. Corinth xvi. Medieval Architecture in the central area of Corinth, Princeton.
  • SLADE SIR, a. 1837. Turkey, Greece and Malta, vol. 2, London.
  • TEMPLE SIR, G. 1836. Travels in Greece and Turkey, Excursions in the Mediterranean, vol. 1, London.
  • TURNER, W. 1820. Journal of a tour in the Levant, vol. 1, London.
  • WILLIAMS, H. 1820. Travels in Italy, Greece and the Ionian Islands, vol. 2, Edinburgh.
  • WILKS, J. 1822. Memoirs of Her Majesty Queen Caroline Amelia Elizabeth, vol. 1, London.
  • WOODS, J. 1828. Letters of an Architect from France, Italy and Greece, London.

 

Δημήτριος Μπάρτζης

Αρχιτέκτων Μηχανικός Ε.Μ.Π, MSc «Προστασία Μνημείων» Ε.Μ.Π.

 

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα  έγιναν από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

Οπλοστάσιο: Η πρώτη βαριά βιομηχανία στο Ναύπλιο

$
0
0

Οπλοστάσιο: Η πρώτη βαριά βιομηχανία στο Ναύπλιο – «Το μόνον εθνικόν βιομηχανικόν κατάστημα εν Πελοποννήσω»


  

«Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

«Μικροϊστορία του Ναυπλίου» στο «Ελεύθερο Βήμα»  μέσα από ένα άρθρο του Χαράλαμπου Αντωνιάδη με τίτλο:

«Οπλοστάσιο: Η πρώτη βαριά βιομηχανία στο Ναύπλιο»

 

Το οπλοστάσιο στεγαζόταν στον ενετικό προμαχώνα Mocenigo που βρισκόταν στη θέση που σήμερα είναι κτισμένα το πρώτο δημοτικό σχολείο και το λύκειο Ναυπλίου. Ήταν μονάδα του στρατού, με αντικείμενο την επισκευή και παραγωγή οπλισμού και πυρομαχικών. Άρχισε τη λειτουργία της μετά την επανάσταση του 1821 στο υπό σύσταση ελληνικό κράτος και συνέχισε κατά τα πρώτα χρόνια του 19ου αιώνα.

Από δημοσιεύσεις του Τύπου το 1870 μαθαίνουμε ότι το οπλοστάσιο παρήγαγε επίσης μουσικά όργανα, σάλπιγγες και ιπποσκευές, όπως σαμάρια, σέλες, χαλινάρια, καπίστρια, λαιμαριές (σαγματοποιείο). Συμμετέχει το οπλοστάσιο με προϊόντα του στην έκθεση των Ολυμπίων το 1870.Στο οπλοστάσιο επίσης φυλασσόταν και επισκευαζόταν η γκιλοτίνα. Υπήρχαν μάλιστα παράπονα από τους δημίους ότι δεν ακόνιζαν σωστά τη λεπίδα κοπής των κεφαλιών και ταλαιπωρούνταν οι κατάδικοι που εκτελούνταν στο Αλωνάκι.

Στο οπλοστάσιο εργάζονταν και μαθητευόμενοι. Αυτοί έπρεπε να ήταν σε ηλικία από 16-18 χρονών, να ξέρουν ανάγνωση, γραφή και τις τέσσερις αριθμητές πράξεις.

 

Καρτ ποστάλ. Το παλατάκι του Καποδίστρια, δεξιά το οπλοστάσιο.

 

1829: Ιδρύθηκε στο οπλοστάσιο «Μουσείο τροπαίων του αγώνος».

1868: Μεταποιήθηκε στο οπλοστάσιο το κοινό τουφέκι σε πολύκροτο, ελάχιστα διαφορετικό από εκείνα των ευρωπαϊκών κρατών, αποδεικνύοντας την επιδεξιότητα των τεχνιτών.

1869: Απόφαση για κατασκευή οπλοστασίου στο Πειραιά έσπειρε υποψίες για τη μεταφορά του οπλοστασίου από το Ναύπλιο.

1876: Εκσυγχρονισμός του οπλοστασίου με την τοποθέτηση ατμομηχανής 30 ίππων, δωρεά Κοντογιάννη (ομογενής πρόξενος στην Πετρούπολη), μετά από πολλές περιπέτειες. Ελπίδες ότι με την ατμομηχανή θα υπήρχε η δυνατότητα να παράγει το οπλοστάσιο οπλικό υλικό καθιστώντας τη χώρα αυτάρκη.

1877: Καταγράφεται στον Τύπο επιθυμία αξιωματικών για μεταφορά του οπλοστασίου στον Πόρο ή την Αθήνα ή τον Πειραιά ακόμα και στην Χαλκίδα. Υπάρχουν παράπονα στην κυβέρνηση για αδιαφορία στη λειτουργία του οπλοστασίου και υπολειτουργία του.

1884: Υπάρχει έντονος προβληματισμός για τη μεταφορά του οπλοστασίου και παράπονα της τοπικής κοινωνίας ότι αφαιρούν πολλά από το Ναύπλιο.

1897: Τον Οκτώβριο το δημοτικό συμβούλιο του δήμου Ναυπλίου βγάζει ψήφισμα για να μη μεταφερθεί το οπλοστάσιο σε άλλη πόλη.

1909: Όλες οι ενδείξεις δείχνουν την πρόθεση της μεταφοράς του οπλοστασίου στην Αθήνα. 150 επώνυμοι Ναυπλιώτες συγκεντρώνονται στο δημαρχείο και ορίζουν επιτροπή για να διεκδικήσει την αποσόβηση της μεταφοράς του σαγματοποιείου, καθώς αυτό θα σημάνει και τη διάλυση του οπλοστασίου. Η πόλη είναι σε μεγάλη αναστάτωση και απειλεί με συλλαλητήρια και εξεγέρσεις. Το ρεπορτάζ της εποχής αναφέρει: «Η πόλις Ναυπλίου η προνομιούχος απεγυμνώθη τελείως παρά των διαφόρων Κυβερνήσεων και εγκατελείφθη παρ αυτών δίκαια λοιπόν η αγανάκτησις των Ναυπλιέων επι τη νέα ταύτη ειδήσει.»

1915: Με ΦΕΚ καταργείται το οπλοστάσιο του Ναυπλίου.

1916: Με το τρένο γίνεται η μεταφορά εξαρτημάτων του οπλοστασίου στην Αθήνα.

1935: Αρχίζει η κατεδάφιση των κτηρίων του οπλοστασίου για να κτιστούν τα σχολεία του Α Δημοτικού και του Γυμνασίου, σημερινού Λυκείου.

 

Τα υπό κατεδάφιση παλιά κτίρια του οπλοστασίου.

 

Το φουγάρο, τελευταίο απομεινάρι του οπλοστασίου, κατεδαφίστηκε πολύ αργότερα, το 1936 αφού ολοκληρώθηκε η κατασκευή των σχολικών συγκροτημάτων.

 

Η τοπογραφία του οπλοστασίου: 1. Αποθήκη γραφεία και θάλαμος λόχου – 2. Υπόστεγο ξυλείας – 3. Εργοστάσιο σιδηρουργών κλειδουργών – 4. Θάλαμος του θυρωρού – 5. Φυλακείον – 6. Υπόστεγο αμαξών – 7. Προπλαστήριο χωνευτών. 8. Φουγάρο – 9. Χωνευτήριο – 10. Καρφοποιείο – 11. Αποθήκη ορυχαλκείων – 12. Ορυχαλκείο – 13. Ξυλουργείο – Αμαξοποιείο – 14. Αποθήκη – 15. Οπλοποιείο – 16. Σχεδιοφυλάκιο – 17. Σχολείο του λόχου – 18. Ηλιακό ρολόι.

 

Η τοπογραφία του οπλοστασίου:

  1. Αποθήκη γραφεία και θάλαμος λόχου.
  2. Υπόστεγο ξυλείας.
  3. Εργοστάσιο σιδηρουργών κλειδουργών.
  4. Θάλαμος του θυρωρού.
  5. Φυλακείον.
  6. Υπόστεγο αμαξών.
  7. Προπλαστήριο χωνευτών.
  8. Φουγάρο.
  9. Χωνευτήριο.
  10. Καρφοποιείο.
  11. Αποθήκη ορυχαλκείων.
  12. Ορυχαλκείο.
  13. Ξυλουργείο – Αμαξοποιείο.
  14. Αποθήκη.
  15. Οπλοποιείο.
  16. Σχεδιοφυλάκιο.
  17. Σχολείο του λόχου.
  18. Ηλιακό ρολόι.

Σημείωση Νίκου Τόμπρα: «Ένας από του πιο σημαντικούς , ίσως ο σημαντικότερος υπάλληλος του οπλοστασίου, ήταν ο Αντώνιο Βρεντάνος Τζιμαρώλη καθηγητής χημείας και πυροτεχνουργός του οπλοστασίου, ο οποίος αφού εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο έζησε όλη την ζωή του εδώ παντρεύτηκε, απέκτησε οικία στον μεγάλο δρόμο, και είχε μία κόρη που παντρεύτηκε και έζησε στο Ναύπλιο και έναν γιό που έγινε αξιωματικός του Ελληνικού στρατού. Ο Βρεντάνος είναι μια από τις σημαντικότερες μορφές της πόλης του Ναυπλίου κατά τον 19ο αιώνα και οι εφημερίδες και τα ΦΕΚ της εποχής βρίθουν αναφορών σε αυτόν καθώς εργαζόταν και ως ιδιώτης πτυχιούχος χημικός, αφού τότε δεν υπήρχε κανένας άλλος με αυτά τα προσόντα. Ενδεικτικά και μόνο ΦΕΚ 18/16-6-1854».

 

Χαράλαμπος Αντωνιάδης

 

Διαβάστε ακόμη:

 

«Να μην κυκλοφορούν άσκοπα»

$
0
0

«Να μην κυκλοφορούν άσκοπα» – Η κοινωνική αποστασιοποίηση κατά την επιδημία πανούκλας στην Πελοπόννησο, το 1687, θυμίζει αυτό που ζούμε σήμερα.


 

«Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

 Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

«Μεταφέρουμε» σήμερα στο «Ελεύθερο Βήμα» ένα επίκαιρο άρθρο της κυρίας Γιούλης Επτακοίλη, βασισμένο σε μελέτη της κ. Χρύσας Μαλτέζου*, το οποίο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» το Μ. Σάββατο 19 Απριλίου 2020, με τίτλο:

«Να μην κυκλοφορούν άσκοπα»

 Η κοινωνική αποστασιοποίηση κατά την επιδημία πανούκλας στην Πελοπόννησο, το 1687, θυμίζει αυτό που ζούμε σήμερα!

 

Φραντσέσκο Μοροζίνι (Francesco Morosini, 1619- 1694). Χαρακτικό του 18 αιώνα, P. Coronelli.

«Στους δρόμους όφειλαν όλοι να περπατούν με μπαστούνια για να τηρούν σε απόσταση όσους συναντούσαν, κρατώντας συγχρόνως σφουγγάρια βρεγμένα με ξίδι, καθώς και ψιλοκομμένες φλούδες κεδρόξυλου για να απομακρύνονται τα μικρόβια. Κάθε πρωί έπρεπε να τρώνε ξηρά σύκα, λίγο απήγανο, λίγο αλάτι και άφθονο σκόρδο ή, αν δεν είχαν τα είδη αυτά, ψωμί βουτηγμένο σε κρασί μοσχάτο. Στους άνδρες συνιστούσαν να ξυρίζονται συχνά και ν’ αλλάζουν καθημερινά ρούχα, στις γυναίκες ν’ αερίζουν, επίσης καθημερινά, τα ασπρόρουχα, ιδιαίτερα τα σεντόνια, και να πλένουν τα ρούχα, χρησιμοποιώντας ξίδι και σκόρδο».

Το 1687, τη δεύτερη δηλαδή περίοδο της Βενετοκρατίας, επιδημία πανούκλας είχε πλήξει την Πελοπόννησο και ιδιαίτερα την περιοχή του Ναυπλίου. Διαβάζοντας ο σύγχρονος αναγνώστης τα μέτρα που είχαν πάρει τότε οι Αρχές για την αντιμετώπισή της και την ανακοπή της πορείας του θανάτου, οι ομοιότητες στους χειρισμούς και η έμφαση στο social distancing [Κοινωνική αποστασιοποίηση] δεν διαφέρουν και πολύ απ’ ό,τι συμβαίνει σήμερα.

 

O Φραγκίσκος Μοροζίνι,

αμέσως μόλις εκδηλώθηκαν

τα πρώτα κρούσματα,

κατευθύνθηκε με τον στόλο του

στη Σαπιέντζα, όπου και αγκυροβόλησε

ως την τελική κάθαρση.

 

Τα αποσπάσματα που δημοσιεύει η «Κ» είναι προϊόν της μελέτης της Χρύσας Μαλτέζου, ιστορικού, τακτικού μέλους της Ακαδημίας Αθηνών και τέως διευθύντριας του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας.

Περιλαμβάνονται σε ένα άγνωστο στην έρευνα μέχρι πριν από λίγα χρόνια αρχειακό υλικό που εισήχθη στις συλλογές των Κρατικών Αρχείων της Βενετίας: το ιδιωτικό αρχείο του Gasparo Bragadin, έκτακτου προνοητή της Ρωμανίας κατά τη διετία 1686-1688. «Απαρτί­ζεται από τρία σταχωμένα με περ­γαμηνή κατάστιχα που περιέχουν πολυάριθμα έγγραφα, ιδιαίτερα σημαντικά για την πελοποννησιακή ιστορία στη διάρκεια της δεύτερης περιόδου της Βενετοκρατίας», ανα­φέρει η κ. Μαλτέζου.

 

Το Ναύπλιο την εποχή της πανούκλας, όπως απεικονίζεται σε γκραβούρα της εποχής.

 

Το γαλλικό πλοίο

 

Στα έγγραφα υπάρχουν αρκετές αναφορές για την πανώλη που έπληξε την Πελοπόννησο το 1687/1688. «Για τη φοβερή αυτή μεταδοτική νόσο που προσέβαλε τόσο τις παραθαλάσσιες περιοχές όσο και την ενδοχώρα, οι πενιχρές μαρτυρίες που είχαμε ώς τώρα δεν επέτρεπαν να εκτιμήσομε τις επιπτώσεις της στη δημογραφική σύνθεση του πλη­θυσμού, αλλά και τις συνέπειες που είχε στη ζωή γενικότερα των κατοί­κων της εποχής εκείνης. Οι μόνες πληροφορίες που διαθέταμε ήταν ότι η πανούκλα μεταδόθηκε από γαλλικό πλοίο που είχε ελλιμενισθεί στο Ναύπλιο, ότι γρήγορα εξαπλώ­θηκε στην πόλη και στα περίχωρα κι από κει σε όλη την Πελοπόννησο, ότι υπήρξε οξεία και θανατηφόρα κι ακόμη ότι ο Φραγκίσκος Μοροζίνι, αμέσως μόλις εκδηλώθηκαν τα πρώτα κρούσματα, κατευθύνθηκε με τον στόλο του στη Σαπιέντζα, όπου και αγκυροβόλησε ως την τε­λική κάθαρση», γράφει η κ. Μαλτέ­ζου, διευκρινίζοντας ότι το υλικό αναφέρεται μόνο στην επαρχία της Ρωμανίας που ανήκε στη δικαιοδο­σία του Βενετού αξιωματούχου, η οποία με πρωτεύουσα το Ναύπλιο περιλάμβανε, τα διαμερίσματα του Ναυπλίου, της Κορίνθου, της Τριπολιτσάς, του Άργους και του Αγίου Πέτρου Τσακωνιάς.

Και μερικά στοιχεία για τον πλη­θυσμό: «Σύμφωνα με την απογραφή του πληθυσμού του 1689 η Πελοπόννησος, χωρίς τη Μάνη και την Κορινθία, αριθμούσε 86.468 κατοίκους, ενώ σύμφωνα με την απογραφή του Grimani  του 1700 ο συνολικός πληθυσμός είχε ανέλθει στους 176.844 κατοίκους. Ειδικότε­ρα η επαρχία της Ρωμανίας αριθ­μούσε 37.458 κατοίκους».

Ποιες ήταν όμως οι οδηγίες των Αρχών προς τους κατοίκους της εποχής; «Απαγορευόταν να κυκλο­φορούν άσκοπα στους δρόμους και να μετακινούνται σε άλλα σπίτια. Σε εξαιρετικές μόνο περιπτώσεις κι αν συνέτρεχαν σοβαροί λόγοι, επι­τρεπόταν να πηγαίνουν σε σπίτια άλλων με τη συνοδεία ενός φύλα­κα. Η ίδια απαγόρευση ίσχυε και για τους στρατιώτες, στους οποίους επιτρεπόταν η μετακίνηση αλλά και η κυκλοφορία κατά την ώρα μόνο της αλλαγής της βάρδιας».

 

Οι νεκροθάφτες με τα κουδούνια και τα μπλόκα στους δρόμους

 

Η πολιτική που ακολουθούσαν για τις κατοικίες όπου σημειώνονταν θάνατοι ήταν βέβαια αρκετά δια­φορετική. «Τα σπίτια, στα οποία είχαν επισημανθεί θανατηφόρα κρούσματα, αν ήταν απομονωμέ­να, παραδίδονταν ολόκληρα στη φωτιά. Διαφορετικά, αν υπήρχε κίνδυνος να μεταδοθεί η φωτιά στα διπλανά, γινόταν απολύμανση, καιγόταν δηλαδή η οικοσκευή αλλά και ο ρουχισμός. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, πρώτα έκλειναν τα παράθυρα για να εισχωρήσει ο καπνός στους τοίχους κι αφού με­τά τα άνοιγαν, για να καθαρίσει η ατμόσφαιρα, ράντιζαν με ξίδι το πάτωμα και άλειβαν τους τοίχους με κατράμι ή τριμμένη τερεβιν­θίνη (καμφορά). Οι νεκροθάφτες όφειλαν κάθε πρωί να τριγυρίζουν στους δρόμους, για να μαζεύουν τους νεκρούς από τα σπίτια, έχοντας δεμένα στα πόδια τους κου­δούνια για να ακούγονται από μακριά και να μην τους πλησιάζει ο κόσμος. Στο Ναύπλιο, τα πτώματα ενταφιάζονταν γύρω από το χαρά­κωμα που βρισκόταν έξω από το στρατόπεδο και οι νεκροθάφτες είχαν εντολή να σκάβουν βαθείς λάκκους και να τους σκεπάζουν μετά με ασβέστη».

 

Οι Βενετοί προχώρησαν

στον αποκλεισμό των πόλεων

από την ύπαιθρο,

με σκοπό να ανακόψουν

την εξάπλωση του λοιμού.

 

Οι Βενετοί προχώρησαν στον αποκλεισμό των πόλεων από την ύπαιθρο, με σκοπό να ανακόψουν την εξάπλωση του λοιμού. Τα ίδια σχεδόν μέτρα που ανα­κοίνωσε για τις μετακινήσεις την περίοδο του Πάσχα ο Νίκος Χαρδαλιάς, ακολουθούσαν και τότε οι Αρχές.

«Οι Βενετοί προχώρησαν στον αποκλεισμό των πόλεων από την ύπαιθρο, με τον σκοπό να ανα­κόψουν την εξάπλωση του λοιμού. Έτσι οι δρόμοι που οδηγούσαν από το Άργος, την Κόρινθο και την Τρί­πολη προς το Ναύπλιο έκλεισαν, ενώ έξω από τις πύλες της εισόδου του Ναυπλίου δόθηκε εντολή να το­ποθετηθούν διπλά φράγματα, για να εμποδίζεται η επικοινωνία με τα περίχωρα. Στη μέση του φράγματος έπρεπε να βρίσκονται συνεχώς ένας ή δύο φύλακες, οι οποίοι μαζί με τον Proveditore alla Sanita  θα χορηγούσαν άδειες εισόδου και εξόδου από την πόλη μόνο μετά έλεγχο. Με ιδιαίτερη αυστηρότητα αντιμετωπίστηκαν οι ομάδες Αθη­ναίων που είχαν φτάσει πρόσφυγες στην πελοποννησιακή γη».

Στα αρχεία περιέχονται και πληροφορίες για τα συμπτώματα της νόσου και τα φάρμακα που χρησι­μοποιούσαν, «την τερεβινθίνη, το permadandon, και μια φαρμακευτική σύνθεση, την οποία οι Έλληνες σύμφωνα με τη μαρτυρία των εγγράφων, ονόμαζαν “σαμψάχι”. Ως προς τους γιατρούς που πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στη δύ­σκολη εκείνη περίοδο, η πηγή μας διασώζει τα ονόματα εκείνων που εργάζονταν στο νοσοκομείο του Ναυπλίου: ο Αντόνιο Μπερνάρντι, επικεφαλής του νοσοκομείου, ο Πίνι, ο Λεάντρο και ένας Έλληνας, ο Δημήτριος Πορφύριος, του οποίου οι γνώσεις είχαν, όπως φαίνεται ιδιαίτερα εκτιμηθεί από τους Βενετούς αξιωματούχους, γιατί συχνά εξαίρεται η προσφορά του στις εκθέσεις τους».

 

* Η μελέτη της κ. Χρύσας Μαλτέζου δημοσιεύθηκε πρώτη φορά στα Πρακτικά του Γ’ Συμποσίου Ιστορίας και Τέχνης που συγκλήθηκε στη Μονεμβασιά με τίτλο: «Η εκστρατεία του Morosini και το Regno di Morea», Αθήνα 1998.

 

Γιούλη Επτακοίλη

«τέχνες & γράμματα», εφημερίδα «Καθημερινή», Μ. Σάββατο 19 Απριλίου 2020.

 


Το «κατάστημα» στο Παλαμήδι

$
0
0

Το «κατάστημα» στο Παλαμήδι


 

«Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

«Μικροϊστορία του Ναυπλίου» στο «Ελεύθερο Βήμα»  μέσα από ένα άρθρο του Χαράλαμπου Αντωνιάδη με τίτλο:

Το «κατάστημα» στο Παλαμήδι.

 

Ίσως οι περισσότεροι έχετε προσέξει σε παλιές φωτογραφίες ένα πέτρινο διώροφο κτήριο στο Παλαμήδι. Το κτήριο αυτό ονομαζόταν «κατάστημα». Κτίστηκε το 1835, στα πρώτα χρόνια του Όθωνα στην Ελλάδα.

 

Το «κατάστημα» στο Παλαμήδι.

 

Στην αρχή, οι Βαυαροί είχαν τοποθετήσει εκεί αργαλειούς και οι ελαφροποινίτες κρατούμενοι έφτιαχναν κλινοσκεπάσματα. Το κτήριο εγκαταλείφθηκε το 1855. Πολύ αργότερα το Μάρτιο του 1900 σε μια ομιλία του δηλιγιαννικού βουλευτή Ηλία Ποταμιάνου στη βουλή, για τον προϋπολογισμό γίνεται αναφορά για το εργοστάσιο στις φυλακές. Εκεί αναφέρεται στα έξοδα του προϋπολογισμού σε σχέση με τις φυλακές και την ανάγκη εργασίας των φυλακισμένων. Σαν παράδειγμα κακής πολιτικής αναφέρει ότι πωλήθηκαν οι αργαλειοί που οι κρατούμενοι έφτιαχναν κλινοσκεπάσματα σε δημοπρασία για καύσιμο ύλη: «Οι Βαυαροί είχαν συστήσει εργοστάσιο κλινοσκεπασμάτων δι΄ εγχωρίου ερίου [=μαλλί των εριφίων και των αμνών που χρησιμοποιείται για την κατασκευή ινών προς ύφανση] αρίστων την ποιότητα και εχόντων αντοχήν μείζονα των 30 ετών».

Το κτήριο χρησιμοποιήθηκε ως ποινητήριο και από το 1885 ως χώρος φυλακής καταδίκων με μικρές ποινές.

 

Άποψη από την πλατεία Συντάγματος.

 

Το 1899 έγιναν εργασίες ριζικής επισκευής και το κτήριο φιλοξενεί πλέον καταδίκους, μέχρι το τέλος της λειτουργίας των φυλακών στο Παλαμήδι, τον Αύγουστο του 1923.

Το 1936, στον νεοϊδρυθέντα Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού (Ε.Ο.Τ.) συμμετέχει και ο ναυπλιώτης Κωνσταντίνος Λογοθετόπουλος, καθηγητής πανεπιστημίου και μετέπειτα πρωθυπουργός μιας διορισμένης από τους Γερμανούς κατοχικής κυβέρνησης (2 Δεκεμβρίου 1942 έως 7 Απριλίου 1943). Ο Ε.Ο.Τ. αναλαμβάνει την προσωρινή διαχείριση του Παλαμηδίου από τα δημόσια κτήματα. Πρόταση του Λογοθετόπουλου είναι να γίνουν επισκευές στο κάστρο και το «κατάστημα» να μετατραπεί σε ξενώνα επισκεπτών. Είχε προηγηθεί, τον Ιούνιο του 1936, η χορήγηση σχετικής άδειας από το τμήμα αρχαιολογίας του υπουργείου Παιδείας.

 

Το «κατάστημα» στο Παλαμήδι.

 

Σημείωμα σε εφημερίδα για τον Λογοθετόπουλο.

 

Τον Ιούνιο του 1957, εγκρίνεται το πρόγραμμα τουριστικών έργων, που περιλαμβάνει εργασίες ανάδειξης στο κάστρο.

Τον Δεκέμβριο του 1958, με απόφαση του Ε.Ο.Τ. και τη μεσολάβηση του ναυπλιώτη μέλους του, Εμμανουήλ Δαλαμάγκα, εγκρίθηκε ποσό 1.000.000 δραχμών για εργασίες στο Παλαμήδι. Σε αυτές περιλαμβάνονται χώρος στάθμευσης, πέτρινες κλίμακες, διαμορφώσεις εξωτερικών χώρων, αναψυκτήριο, υδατοδεξαμενή, αντλία νερού. 200.000 δραχμές δόθηκαν για την κατεδάφιση των κτισμάτων που χρονολογούνταν μετά το 1713, μεταξύ αυτών και το «κατάστημα». Ταυτόχρονα εκτελείται από τον μηχανικό Κ. Κούρτη και το έργο ασφαλτόστρωσης του δρόμου Πρόνοια – Παλαμήδι.

Τον Φεβρουάριο του 1959, υπογράφεται σύμβαση του Ε.Ο.Τ. με γαλλική εταιρεία για να λειτουργήσει στην Ακρόπολη η παράσταση «Ήχος και Φως». Στην ίδια εταιρεία ανατέθηκε η μελέτη για να λειτουργήσει αντίστοιχο πρόγραμμα και στο Παλαμήδι. Δεν υλοποιήθηκε ποτέ.

 

Το «κατάστημα» το Μάιο του 1957.

 

Τον Μάιο του 1959, ο Ε.Ο.Τ. εξαγγέλλει νέο πενταετές πρόγραμμα τουριστικής ανάπτυξης, στο οποίο περιλαμβάνεται και το Παλαμήδι.

Τον Δεκέμβριο του 1960, αποπερατώθηκε το αναψυκτήριο και οι εργασίες ανάδειξης του κάστρου Παλαμηδίου. (2019 και το Παλαμήδι δεν έχει αναψυκτήριο. Έχει κλείσει εδώ και 24 χρόνια, από το 1995).

Το Παλαμήδι λειτουργεί ως οργανωμένος αρχαιολογικός χώρος από την περίοδο 1964-1965.

Σήμερα, ο αρχαιολογικός χώρος Παλαμηδίου είναι το κάστρο με το μεγαλύτερο αριθμό επισκεπτών στην Ελλάδα. Πάνω από 225.000 άτομα επισκέφτηκαν το Παλαμήδι το 2018.

 

Χαράλαμπος Αντωνιάδης

 

Διαβάστε ακόμη:

 

 

Παπαφλέσσας – Γρηγόριος Δικαίος (1786-1825)

$
0
0

Παπαφλέσσας Γρηγόριος Δικαίος (1786-1825)


 

Ένας από τους κορυφαίους πρωταγωνιστές της Φιλικής Εταιρείας και της Επανάστασης του 1821. Γεννήθηκε το 1786 στην Πολιανή της Μεσσηνίας. Στερνοπαίδι του Δημήτριου Δικαίου από τον δεύτερο γάμο του με την Κωνσταντίνα από το γένος των Ανδροναίων, πήρε το βαφτιστικό όνομα Γεώργιος. Ο Φωτάκος στη βιογραφία του Γρηγόριου Δικαίου αναφέρει ότι ο πατέρας του απέκτησε δεκαοκτώ παιδιά με την πρώτη γυναίκα του και δέκα με τη δεύτερη, από τα οποία ο Γεώργιος (Γρηγόριος) ήταν το τελευταίο. [1] Αν οι αριθμοί αυτοί δεν είναι «πατριωτικά» διογκωμένοι ίσως δεν είναι άσχετοι από τη διαμόρφωση της προσωπικότητας του νεαρού Γεώργιου Δικαίου.

 

Γρηγόριος Δικαίος (Παπαφλέσσας). Έργο του Διονυσίου Τσόκου, Αθήνα, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.

 

Εξάλλου, σχετικά με την προέλευση του ονόματος Παπαφλέσσας πάλι ο Φωτάκος αναφέρει μία, τουλάχιστον περίεργη και μυθώδη, εκδοχή σύμφωνα με την οποία όλοι οι απόγονοι του Δημήτριου Δικαίου ονομάστηκαν Φλεσαίοι από τη λέξη Εφεσίους της γνωστής επιστολής του Αποστόλου Παύλου, η οποία δεν προφερόταν σωστά στην εκκλησία της Πολιανής αλλά εκφερόταν ως Εφλεσίους, για να μεταπέσει σε Φλεσίους και περαιτέρω σε Φλεσαίους και από εκεί να καταντήσει επώνυμο της οικογένειας των Δικαίων και οπωσδήποτε του Γρηγορίου Δικαίου. Δεν μπορεί να εξακριβωθεί βέβαια αν υποκρύπτεται κάποιο γεγονός πίσω από αυτές τις λεκτικές ακροβασίες, αλλά αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι ο Γεώργιος (Γρηγόριος) Δίκαιος θα γίνει τουλάχιστον τα ύστερα χρόνια γνωστότερος ως Παπαφλέσσας παρά ως Δίκαιος.

Σύμφωνα με τον βιογράφο του που μόλις μνημονεύσαμε, παιδί φέρεται ότι έμαθε τα πρώτα γράμματα κοντά σε κάποιον καλόγηρο, ενώ αργότερα παραδίδεται ότι ο εξάδελφος από τον πατέρα του Παναγιώτης, πρόκριτος της επαρχίας Λεονταρίου, όπου ανήκε και η Πολιανή, έστειλε τον μικρό Γεώργιο, μαζί με τα δικά του παιδιά, στην Ελληνική σχολή της Δημητσάνας, όπου είχε δάσκαλο πιθανόν τον λόγιο μοναχό Αγάπιο Αντωνόπουλο.

Αργότερα, το 1816, σύμφωνα με τους βιογράφους του, ο Γεώργιος Δίκαιος θα καρεί μοναχός στη μονή Βελανιδιάς, που βρίσκεται κοντά στην Καλαμάτα, και θα λάβει το μοναχικό όνομα Γρηγόριος, με το οποίο θα γίνει γνωστός· ωστόσο και πάλι εμφιλοχωρεί ένα πρόβλημα, δεδομένου ότι όσοι εμπλέκονταν με τον μοναχικό βίο το έκαναν πολύ νωρίτερα από την ηλικία των 30 ετών, που είναι το 1816 ο Δικαίος. Όπως και να έχουν τα πράγματα πάντως ο μοναχός Γρηγόριος στη συνέχεια ήρθε σε σύγκρουση με τον μητροπολίτη Μονεμβασίας, πράγμα που τον ανάγκασε να εγκαταλείψει τη μονή Βελανιδιάς και να καταφύγει σε ένα άλλο μοναστήρι, και συγκεκριμένα στη μονή Ρεκίτσας, που βρίσκεται μεταξύ Μιστρά και Λεονταρίου.

Η συνέχεια της ενδιαφέρουσας αυτής εξιστόρησης θέλει τον νεαρό μοναχό Γρηγόριο Δικαίο να έρχεται σε σύγκρουση και με τον ισχυρό Τούρκο της περιοχής Λεονταρίου Χουσεΐν αγά, γνωστό και ως Σερντάρη, που κατείχε πολλά κτήματα κοντά σε εκείνα της μονής Ρεκίτσας, τα οποία επιζήτησε να αποσπάσει από αυτήν. Στις συνεχείς διενέξεις μεταξύ του Τούρκου τσιφλικά και της μονής ο δραστήριος μοναχός  Γρηγόριος Δικαίος φέρεται ότι θέλησε να υπερασπιστεί με κάθε τρόπο την περιουσία της μονής, ζήτησε μάλιστα και την παρέμβαση του πασά της Τριπολιτσάς.

Ακολουθούν διάφορα μυθιστορηματικά επεισόδια μεταξύ των ανθρώπων του αγά και της μονής που θα συνεπιφέρουν αναπόφευκτα και την καταδίωξη του Παπαφλέσσα, ο οποίος φαίνεται ότι πλέον δεν μπορεί να παραμείνει στην Πελοπόννησο. Έτσι θα αναγκαστεί το 1818 να περάσει πρώτα στη Ζάκυνθο και από εκεί να κατευθυνθεί στην Κωνσταντινούπολη, προκρίνοντας κατά τα φαινόμενα, ότι στην πρωτεύουσα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας θα υπήρχαν ευνοϊκότερες συνθήκες για την περαιτέρω ιερατική του πορεία, δεδομένου ότι θα βρισκόταν κοντά στο κέντρο των εξελίξεων της Ανατολικής Εκκλησίας, το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

 

Παπαφλέσσας. Επιζωγραφισμένη λιθογραφία. Adam Friedel.

 

Πράγματι, στην Κωνσταντινούπολη ο Γρη­γόριος Δικαίος θα γνωρίσει πολύ κόσμο, θα συναντήσει πατριώτες του, ανάμεσα στους οποίους ο τότε μητροπολίτης Δέρκων, θα έρθει σε επαφή με σημαντικά πρόσωπα, θα συνδεθεί με την οικογένεια του λόγιου κληρικού Ζαχαρία Αινιάντος και ακόμα ως εκκλησιαστικός θα γίνει αρχιμανδρίτης, πιθανώς αναζητώντας, πα­ράλληλα, την ευκαιρία για να εκλεγεί μητρο­πολίτης και να τεθεί έτσι επικεφαλής κάποιας επαρχίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου, όπως μας πληροφορεί ο Δημήτριος Αινιάν. Εί­ναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι ο Δίκαιος εί­χε στενές σχέσεις με τον τότε μητροπολίτη Δέρκων Γρηγόριο (καταγόταν από το χωριό Ζουμπάτα Αχαΐας), ο οποίος θα θανατωθεί μαζί με τους άλλους ιεράρχες ως πράξη αντιποίνων για την έκρηξη της ελληνικής επανάστασης. Είναι μάλιστα πολύ πιθανόν ο Γρηγόριος Δέρκων να υπήρξε και μέλος της Φιλικής Εταιρείας.

Ωστόσο, οι επιδιώξεις του Γρηγόριου Δικαί­ου για ανώτερη εκκλησιαστική σταδιοδρομία φαίνεται να υποχωρούν δραματικά με τη μύη­σή του στη Φιλική Εταιρεία που θα γίνει από τον Παναγ. Αναγνωστόπουλο [2] ή από τον Ανα­γνώστη Παπαγεωργίου-Αναγνωσταρά [3] στις 21 Ιουνίου 1818. Στον κατάλογο Φιλικών του Σέκερη η σχετική αναγραφή έχει καταχωριστεί ως εξής: «Γρηγόριος Δικαίος. Αρχιμανδρίτης και έξαρχος Πατριαρ­χικός. Χρόνων 32. Διά του Π. Παπαγεωργίου. 1818, Ιουνίου 21, Κωνσταντινούπολις. Τω Ηλία Δικαίω εις Πολιανήν. Γρ. 10». [4] Το συνωμοτικό όνομα που έλαβε ως μέ­λος της Εταιρείας ήταν Αρμόδιος, ενώ κατείχε και τα διακριτικά αρχικά Α Μ.

Σέκερης Παναγιώτης, Ελαιογραφία. Αθήνα, Πολεμικό Μουσείο.

Ο Γρηγόριος Δίκαιος θα ενστερνισθεί με θέρμη και ζήλο τους σκοπούς της Φιλικής Εται­ρείας και θα αναδειχθεί σε ένα από τα πιο δρα­στήρια μέλη της, σε έναν από τους πιο δρα­στήριους αποστόλους της. Το πρώτο πεδίο δράσης του υπήρξε βέβαια εκείνο της Κων­σταντινούπολης αλλά γρήγορα θα επεκτείνει τη δράση του και στην περιοχή των Ηγεμο­νιών, όπου, όπως έχουμε διαπιστώσει, τα πε­ρισσότερα από τα ανώτερα στελέχη της Εται­ρείας αλλά και ένα πλήθος από μεσαία και κα­τώτερα, θα δραστηριοποιηθούν τα χρόνια πριν από την έκρηξη της ελληνικής επανάστασης. Σύμφωνα με τον κατάλογο Φιλικών του Παν. Σέκερη αλλά και του Ιωάννη Φιλήμονα, ο Γρη­γόριος φέρεται να μύησε την περίοδο 1818- 1819 τουλάχιστον τριάντα Φιλικούς, ανάμε­σα στους οποίους υπάρχουν και σημαντικά ονόματα (Καμαρηνός Κυριακός, Παναγιώτης Γιατράκος, Δημήτριος Θέμελης).

Πρέπει εξάλλου να επαναλάβουμε στο ση­μείο αυτό ότι ο Παπαφλέσσας βρίσκεται και δραστηριοποιείται στην Κωνσταντινούπολη κατά την περίοδο που όλη σχεδόν η ηγετική ομάδα της Εταιρείας έχει συγκεντρωθεί στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας· με άλλα λό­για βρισκόμαστε στο κρίσιμο διάστημα μετα­ξύ των ετών 1818 και 1820, όταν σημειώνε­ται «μια γενικευμένη ανάπτυξη κινήσεων, σχεδιασμών και άλλων ενεργειών, σε όλες τις χώ­ρες διαμονής των Ελλήνων. Οι περισσότεροι «απόστολοι» έχουν κινηθεί με επιτυχία, η Εφο­ρεία της Κωνσταντινούπολης με την ενεργό συμμετοχή του Π. Σέκερη λειτουργεί ικανο­ποιητικά, νέα μέ­λη της ηγετικής ομάδας όπως ο Γρηγόριος Δικαί­ος (Παπαφλέσ­σας) έχουν δώσει ένα νέο δυναμικό τόνο στην Εται­ρεία, η δε Πελοπόννησος έχει εμπλακεί ορι­στικά στην υπόθεση της εξέγερσης». [5]

Για να προσεγγίσουμε τα ανώτερα στελέχη της Εταιρείας με βάση, κυρίως, τις πληροφορίες από τα κείμενα που οι ίδιοι και οι συναγωνιστές τους μας παρέχουν και που εξακολουθούν να έρχονται στο φως, όπως λ.χ. το Αρχείο Ξάνθου, θα επιχειρήσουμε να παρακολουθήσουμε από κοντά τον Γρηγόριο Δικαίο, με απώτερο βέβαια σκοπό να γνωρίσουμε καλύτερα το πρόσωπο και τη δράση του πρώτα ως Φιλικού και αργό­τερα ως αγωνιστή της Επανάστασης, του οποίου μάλιστα τη δράση επισφράγισε και ο ηρωικός θάνατος στο Μανιάκι (1825).

Όπως αναφέραμε, ο Γρηγόριος Δικαίος κα­τά το πρώτο διάστημα της σταδιοδρομίας του ως Φιλικού ανέλαβε δράση στην περιοχή των Ηγεμονιών. Υπάρχουν μάλιστα πληροφορίες ότι τον διακατείχε τέτοιος ενθουσιασμός ώστε να προβαίνει στην κατήχηση νέων μελών στις τάξεις της Εταιρείας αδιακρίτως, χωρίς δηλα­δή να λαμβάνει τις δέουσες προφυλάξεις αλλά ούτε και να εγείρει επιφυλάξεις για το ποιόν των προσήλυτων. Ίσως κάτι τέτοιο ακριβώς να υπαινίσσεται η παρατήρηση του Παναγιώτη Αναγνωστόπουλου, ο οποίος κλείνοντας ένα γράμμα του προς τον Εμμανουήλ Ξάνθο της 26ης Μαρτίου 1819 επισημαίνει: «αύτη η ενόχλησις και η επαπειλουμένη τρικυμία σοι λέγω εν συντόμω ότι προήλθεν από την αδιαφορίαν του αναθεματι­σμένου παπά Γρηγορίου».[6]

Στον κατάλογο των μετακι­νήσεων του Δικαίου ανά τις Ηγεμονίες είναι βέβαια το Ιάσιο, όπως μας πληροφο­ρεί επιστολή του Παναγ. Αναγνωστόπουλου της 24ης Μαΐου 1819 προς τον Εμμ. Ξάνθο. [7] Από την επιστο­λή αυτή, ανέκδοτη έως πρό­σφατα, αναδημοσιεύουμε ένα μικρό απόσπασμα εν­δεικτικό των σχέσεων του Γρηγόριου Δικαίου με τα άλ­λα μέλη της Εταιρείας, από τα οποία ο επιστέλλων Αναγνωστόπουλος δεν φαίνεται να έχει και τις καλύτερες δια­θέσεις προς τον φλογερό αρ­χιμανδρίτη, μολονότι τους συνδέει η κοινή πελοποννησιακή καταγωγή:

 

«Ο παππά Γρηγόριος εις τας 17 τούτου εμίσεψεν διά Γαλάτζι, ολίγον συγχυσμένος μαζύ μου, εξ αιτίας οπού τον εσυμβούλευα να μην πιστεύη τινα, επειδή και αι κατ’ αυτόν καταλαλιαί προήλθον εκ τού­του διά την εις καθένα πίστην του. συγχυσμέ­νος εις τέτοιον τρόπον οπού ούτε έξοδα είχεν, ούτε ηξεύρω ποίος του έδωσεν, επειδή και δεν είχεν ούτε λεπτόν, προτού με είχε συστήση εις Ισμαήλ καλώς, και στοχάζομαι ότι δεν θέλει αναιρέσει εκείνο όπερ πρότερον είπεν, μ’ όλον τούτο μη λείψετε αυτού διά να του γράψητε, καμονόμενος ότι διότι εμάθατε πως ήλθεν του ζητείτε γράμμα μου, και καθώς σας αποκριθή οδηγήσθαι και τον προλαμβάνετε, καθ’ όποι­ον τρόπον στοχασθήτε εις το περί εμού…».

Εξάλλου για την επικείμενη, εν συνεχεία, με­τάβασή του στο Γαλάτζι, μας πληροφορεί και επιστολή του Δημήτριου Θέμελη προς τον Εμμ. Ξάνθο, γραμμένη στα τέλη Μαΐου 1819. [8] Μάλιστα από την επιστολή αυτή κερδίζουμε επιπλέον και το ψευδώνυμο «ιντερεσάτος» του Γρηγορίου Δικαίου. Όμως είχε φθάσει η 7η Ιουνίου και ο Δικαίος δεν είχε εμφανιστεί ακόμη στο Γαλάτζι, πράγμα που έχει προκαλέσει ανησυχίες ανάμεσα σε κάποια μέλη της Φιλικής Εταιρείας που τον περιμένουν για διαβουλεύσεις. Ενδεικτική της ανησυχίας αυτής είναι μία άλλη επιστολή του Δημήτριου Θέμελη προς τον Εμμ. Ξάνθο της 7ης Ιουνίου 1819 από το Γαλάτζι, όπου ο άρχων ισπράβνικος των Ηγεμονιών αναφέρει μεταξύ των άλλων: «ο Δίκαιος αφού εμίσεψεν από Ιάσιον εις τας 19 του απελθόντος κατά τας βεβαίας ειδήσεις έχω, μέχρι τουδε δεν ήλθεν εδώ, και, το τι έγινεν ευρίσκομαι εις μεγαλοτάτην απορίαν, φαίνεται ότι άλλαξεν τον δρόμον του οπού αντί να ερθή εδώ επήγεν εις άλλον μέρος, εις ποιον όμως αγνοώ – οι φίλοι από Ιάσιον τον έχουν ότι ευρίσκεται εδώ… δεν ημπορώ να καταλάβω, φίλτατέ μοι, αυτό το κίνημα του Δικαίου τι εννοεί… θέλω γράψη αύριον και εις τον εν Βουκουρέστι ακριβόν μας… φίλον, αν ήρχοντο ο διάβολος ο Δικαίος εδώ ήτον πολλά ωφέλιμον, διά τας γνωστάς αιτίας, επειδή ηξευρω πως να τον οικονομήσω…». [9]

Οι κινήσεις του  Γρηγορίου εν συνεχεία εντοπίζονται στην πρωτεύουσα της Βλαχίας, στο Βουκουρέστι, όπου μάλιστα αρρώστησε βαριά. Τις σχετικές πληροφορίες αντλούμε από επιστολή και πάλι του Δημήτριου Θέμελη προς τον Εμμ. Ξάνθο της 21ης Ιουλίου 1819: «χθες ελθών από Βουκουρέστι ο σιορ Στέργιος Πρασσάς μας διηγείται την δεινήν ασθένειαν του αγίου Αρχιμανδρίτου κυρίου Γρ. Δικαίου, με μεγάλην λύπην και άκρον μας κακοφανισμόν, ήτις τω επισυνέβη με το να εκοιμήθη υποκάτω μιας καρυδιάς εις εν ζεύκι [: γλέντι] οπού είχον φίλοι τινές εις ένα παχτζέν, όπου από αψηφισίας πλευριτωθείς έπεσε κλινήρης επιστρέψας αυτόν εις λοιμικήν νόσον, τον άφησε δε, ως μας λέγει, εις αθλίαν κατάστασιν και ο Θεός να τον βοηθήση».[10]

Η ίδια πληροφορία για την αρρώστια του Δικαίου διασταυρώνεται και από παράλληλή της που βρίσκουμε σε επιστολή του Π. Ρουμπινή προς τον Εμμ. Ξάνθο και φέρει χρονολογία 24 Ιουλίου 1819 αλλά και από αντίστοιχη της 28ης του ίδιου μήνα γραμμένη από τον Ευάγγελο Μαντζαράκη προς τον ίδιο αποδέκτη. Ο Γρηγόριος Δίκαιος φέρεται ασθενής και σε επιστολή της 4ης Αυγούστου 1819 του Π. Ρουμπινή προς τον Εμμ. Ξάνθο, μολονότι σε έγγραφο της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας, ο αρχιμανδρίτης φέρεται στις 3 Αυγούστου 1819 να αδελφοποιήθηκε με τον Ιωάννη Φαρμάκη και τον Γεώργιο Ολύμπιο.[11] Σύμφωνα με όλα τα δεδομένα η αδελφοποίηση αυτή έγινε όχι για συνωμοτικούς λόγους αλλά είχε τον χαρακτήρα προσωπικής συμφωνίας για αμοιβαία συνδρομή και συνεργασία.

Αυτά, λοιπόν, μας παραδίδουν για την κατάσταση του Δικαίου στο Βουκουρέστι οι επιστολές που μνημονεύσαμε παραπάνω. Ωστόσο, ο Ιω. Φιλήμονας (και ο Φωτάκος αργότερα) παραδίδει για τον Γρηγόριο Δικαίο και το γνωστό επεισόδιο στο Βουκουρέστι, όταν ο αρχιμανδρίτης θέλησε να πληροφορηθεί με δυναμικό τρόπο από τον Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο για την Υπέρτατη Αρχή, στην οποία διεκδίκησε και τελικά πέτυχε να συμμετάσχει και ο ίδιος. Τότε φαίνεται ότι απέκτησε το ψευδώνυμο Αρμόδιος και τα συνωμοτικά αρχικά Α Μ, που έχουμε ήδη αναφέρει. Ωστόσο, ο Γρηγόριος Δικαίος φαίνεται ότι διαθέτει γερή υγεία και έτσι αρκετά γρήγορα από μελλοθάνατος, όπως τον ήθελαν πολλοί αλληλογράφοι στα γράμματά τους, στις 4 Αυγούστου και κυρίως στις 11 Αυγούστου 1819 φέρεται ως υγιής σε επιστολή του Ευάγγελου Μαντζαράκη προς τον Εμμ. Ξάνθο, καθώς και σε άλλη επιστολή της ίδιας ημερομηνίας του Δημήτριου Θέμελη προς τον Εμμ. Ξάνθο, προς τον οποίο μάλιστα στέλνει και τους χαιρετισμούς του.[12]

Αναφέραμε παραπάνω ότι ο Γρηγόριος Δικαίος κατάφερε να γίνει και αυτός μέλος της Αρχής της Εταιρείας. Τότε ακριβώς έλαβε γνώση και των διεργασιών που γινόταν στα ανώτερα κλιμάκιά της και συγκεκριμένα την αποστολή του Εμμ. Ξάνθου στην Πετρούπολη στην προσπάθεια να πείσουν τον Ιωάννη Καποδίστρια να αναλάβει την αρχηγία της. Στη γραμμή αυτή, σύμφωνα με έγγραφο που βρέθηκε στο αρχείο Υψηλάντη, θα αποστείλει και ο Παπαφλέσσας στην Πετρούπολη τον Γεωργάκη Ολύμπιο και τον I. Φαρμάκη για να παρακαλέσει τον Καποδίστρια για τον ίδιο λόγο. Το σχετικό έγγραφο που αναφέραμε δεν πρέπει όμως να έφθασε ποτέ στα χέρια του υπουργού του τσάρου.

Ωστόσο, οι ενέργειές του στις Ηγεμονίες και η όλη δραστηριότητά του πρέπει να ανησύχησαν τις επιτόπιες αρχές. Έτσι ο Γιαννιώτης γιατρός Μιχαήλ Χρησταρής και άλλοι Φιλικοί, που κατάλαβαν ότι ο Δικαίος διέτρεχε σοβαρό κίνδυνο, τον ειδοποίησαν και του συνέστησαν να απομακρυνθεί γρήγορα από το επικίνδυνο περιβάλλον. Βέβαια, ο ίδιος πρόβαλλε ως δικαιολογία των ενεργειών του τη συγκέντρωση δωρεών για τη σύσταση του σχολείου που, οι Καλλιμάχης και Νέγρης ετοιμάζονταν να ιδρύσουν στην Πελοπόννησο, ενώ στην πραγματικότητα απώτερος σκοπός τους ήταν η συγκεκαλυμμένη συγκέντρωση χρημάτων για την ενίσχυση του έργου της Εταιρείας. Έτσι κατόρθωσε να πάρει διαβατήριο και να αναχωρήσει από το Βουκουρέστι.

Στη δράση του Γρηγόριου Δικαίου πρέπει εξάλλου να προστεθεί και η μεταστροφή του Ανδρέα Σφαέλου. Ο τελευταίος είχε σταλεί εκ μέρους του αδελφού του δολοφονηθέντος Νικολάου Γαλάτη, Ευσταθίου, προκειμένου να εξοντώσει ορισμένα υψηλά στελέχη της Εταιρείας ως εκδίκηση για το θάνατο του αδελφού του. Ο Σφαέλος στην περιπλάνησή του στις Ηγεμονίες φέρεται ότι επιχείρησε να έλθει σε επαφή με τον Δικαίο, ο οποίος τελικά θα κατορθώσει να τον μεταστρέψει από τους σκοπούς του και τον καταστήσει ενεργό στέλεχος της Εταιρείας – μάλιστα πολέμησε και σκοτώθηκε στη μάχη στο Σκουλένι τον Ιούνιο του 1821. Τη μεταστροφή αυτή του Σφαέλου υπαινίσσεται και σε επιστολή του προς τον Εμμ. Ξάνθο της 9ης Σεπτεμβρίου 1819 ο Δημήτριος Θέμελης, γράφοντας: «έχω εντελεστάτην πληροφορίαν ότι ανταμόθην [ο Σφαέλος] με τον Δικαίον… και φαίνεται από εν γράμμα το οποίον έστειλεν εδώ εις ένα του φίλον ο γνωστός… ότι έλαβεν άλλην μορφήν, καθησυχάσαντες αυτόν από του να ακροβατεί».[13]

Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης ο τελευταίος Μπέης της Μάνης, και βασικός εκφραστής της αντίληψης για τοπική αυτονομία των απελευθερωμένων περιοχών της Ελλάδας (ιδιαίτερα της Μάνης) σε αντίθεση με το όραμα του Καποδίστρια που επιθυμούσε τη δημιουργία ενός ομογενοποιημένου εθνικού κράτους.

Πορτρέτο του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη (1765 ή 1773 -1848). Υδατογραφία σε φίλντισι, διαστάσεις 16 x 12 εκ. Έργο του Χένρι Τζον Τζορτζ Χέρμπερτ (Henry John George Herbert 1800 -1849).

Γνωρίζουμε ήδη ότι από το 1818, όταν αποφασίστηκε από τους ηγέτες της Φιλικής Εταιρείας η αναχώρηση αποστόλων – εθνεγερτών προς διάφορες περιοχές για την οργάνωση των επιτόπιων κλιμακίων της Εταιρείας, ο Καμαρηνός Κυριακός – ο οποίος, όπως έχουμε σημειώσει, μυήθηκε στην Εταιρεία από τον Παπαφλέσσα – είχε επιφορτισθεί με τη σημαντική αποστολή να μεταβεί στη Μάνη και να κατηχήσει τον Πετρόμπεη. Πράγματι, ο Κυριακός πέτυχε να φέρει σε πέρας την αποστολή του. Και όχι μόνο αυτό. Εκ μέρους του Πετρόμπεη και μέσω του Κυριακού θα εκδηλωθούν πρωταγωνιστικές ενέργειες καθώς ο τελευταίος στις αρχές του 1819 θα φθάσει στην Κωνσταντινούπολη ως κομιστής επιστολών του Πετρόμπεη προς τον Ιωάννη Καποδίστρια και τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, με τις οποίες θα τους ζητούσε οικονομική βοήθεια και στην ουσία θα τους έκανε πρόταση να τεθούν επικεφαλής της Φιλικής Εταιρείας και κατά συνέπεια του απελευθερωτικού αγώνα που ετοιμαζόταν. Με άλλα λόγια ο Πετρόμπεης μέσω του Κυριακού έχει πληροφορηθεί το παιχνίδι που παιζόταν στα ανώτερα κλιμάκια της Εταιρείας και πιθανότατα αποπειράθηκε να ενεργήσει ως παράλληλο όργανο ενός άλλου πρωταγωνιστικού κέντρου των μελλοντικών εξελίξεων. Είναι, μάλιστα, ενδεικτικό ότι ο Καμαρηνός Κυριακός θα φθάσει στην Πετρούπολη πριν από τον επίσημο απεσταλμένο της Φιλικής Εταιρείας Εμμ. Ξάνθο, γι’ αυτό και ο τελευταίος με επιστολή του προς τον Κυριακό της 1ης Ιανουάριου 1820 από τη Μόσχα, του συνιστά να τον περιμένει και να μην ενεργήσει από μόνος του αλλά να δείξει ότι είναι συνετός, όπως έχει δηλώσει γι’ αυτόν ο Δικαίος που γραπτώς τον είχε συστήσει στον Ξάνθο.[14]

Από το Αρχείο Ξάνθου, έχουμε δύο, έως πρόσφατα ανέκδοτες, επιστολές του Γρηγόριου Δικαίου προς τον Καμαρηνό Κυριακό.[15] Η πρώτη είναι γραμμένη από το Βουκουρέστι στις 13 Σεπτεμβρίου 1819 και σε αυτή ο Δικαίος ομολογεί ανοιχτά ότι άνοιξε μια επιστολή του Κυριακού προς τον Μιχαήλ Χρησταρή και διαπίστωσε την ανοησία του να κατηγορεί ανθρώπους και κυρίως ότι βεβαιώθηκε ότι Κυριακός δεν γνωρίζει καλά τα πράγματα: «τούτο το γράμμα σου μ’ εβεβαίωσε ότι εις έτι αεροβατείς, καθ’ ότι ηθέλησες να δείξης ότι ευρίσκεσαι εις μεγάλας υποθέσεις και ότι είσαι σημαντικόν υποκείμενον, και με τούτο δεν έκαμες άλλο τι, αλλά απέδειξες καθαρότατα την κουφότητα του νοός σου… Καμαρηνέ! σε παρακαλώ να φέρεσαι εις  όλας σου τας συναναστροφάς, συνομιλίας και κινήματα, με μεγάλην προσοχήν και πάντοτε να εξακολουθής τας νουθεσίας του Παναγιωτάκη [Αναγνωστόπουλου]…».

Στην επιστολή αυτή γίνεται φανερό ότι ο Δικαίος αντιμετωπίζει πλέον την όλη κατάσταση με τρόπο περισσότερο συγκρατημένο, καθώς οι πρώτες κινήσεις του στις Ηγεμονίες διακρίνονταν από υπέρμετρο ενθουσιασμό, και, κατά τις παρατηρήσεις των άλλων Φιλικών, εμπεριείχαν μεγάλο κίνδυνο να αποκαλυφθούν σημαντικά μυστικά της Εταιρείας. Με τον Καμαρηνό Κυριακό βέβαια γνωρίζεται από την συμπαραμονή τους στην Κωνσταντινούπολη λίγους μήνες νωρίτερα, και από τα γραφόμενά του φαίνεται ότι τρέφει για αυτόν μεγάλη συμπάθεια και αγάπη. Εις την Κωνσταντινούπολη, λοιπόν, ο Δικαίος αναφέρει στην ίδια επιστολή ότι ετοιμάζεται να ξεκινήσει την ίδια μέρα (13 Σεπτεμβρίου 1819) και παρακινεί τον Κυριακό να έλθει και αυτός εκεί για να συναντηθούν.

Πράγματι, ο Γρηγόριος Δικαίος θα βρεθεί στην Κωνσταντινούπολη με τον Καμαρηνό Κυριακό, σύμφωνα με επιστολή της 4ης Οκτωβρίου 1819. Η επιστολή είναι γραμμένη με το ίδιο επιτιμητικό ύφος, καθώς τον κατηγορεί ότι στην Κωνσταντινούπολη που βρέθηκε δεν συμπεριφέρθηκε με συνετό τρόπο αλλά απευθυνόταν στον ένα και στον άλλο και γύρευε χρήματα ενώ παράλληλα κοινοποιούσε τον σκοπό του ταξιδιού του: «Καμαρινέ! τα τοιαύτα κινήματα δεν είναι ανθρώπων μεγαλοφρονούντων οίτινες κινούνται να κάμουν κοινήν ωφέλειαν, αλλά χαμερπών, αχαρακτήριστων και μικρονόων· συ δεν έκαμες άλλο τίποτες εδώ, παρά να δόσης λαβήν εις τους υπεναντίους με τα φερσίματά σου να σατηρίζωσι το όνομά μας εις τας συναναστροφάς των… όθεν σε παρακαλώ… να διορθώσης το ελάττωμά σου διά της άκρας σιωπής, προσοχής και καλόν φερσιμον…». Στη συνέχεια του συνιστά να περιμένει και πάλι οδηγίες από τον Παναγ. Αναγνωστόπουλο, τον οποίον του συνιστά να ακούει με προσοχή.

Πέρα από τη διαπίστωση των συμβουλών που δίνει ο Γρηγόριος Δικαίος στον Κυριακό, η προσεκτική ανάγνωση των δύο επιστολών και ειδικότερα της δεύτερης μας αφήνει να υποθέσουμε βάσιμα ότι ο αρχιμανδρίτης γνωρίζει για τις προθέσεις του Πετρόμπεη («γνωρίζω τι ημπορείς να δικαιολογηθής εις τούτο, ότι δηλαδή σε εβίασαν οι κάτω»), ενώ είναι διαπιστωμένο ότι υπάρχει ανοικτή επαφή μεταξύ Δικαίου και Πετρόμπεη, όπως άλλωστε ο Παπαφλέσσας αναφέρει και στην πρώτη και στη δεύτερη. Εξάλλου, η συνεχής υπόμνηση στον Καμαρηνό Κυριακό να ακολουθεί όσα του λέγει ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος, ίσως υποδηλώνει τον σχηματισμό μιας μικρής ομάδας Πελοποννησίων εντός της Φιλικής Εταιρείας, η οποία παρακολουθεί από κοντά τις εξελίξεις και έχει ένα συγκεκριμένο σχεδιασμό για το επικείμενο επαναστατικό κίνημα. Άλλωστε, μετά από λίγο ο Κυριακός Καμαρηνός θα χάσει τη ζωή του, αποτελώντας μαζί με τον Νικόλαο Γαλάτη το δεύτερο θύμα των εσωτερικών συγκρούσεων της Φιλικής Εταιρείας και η υπόνοια της παράκαμψης των μηχανισμών της Εταιρείας εκ μέρους του – έστω και ως οργάνου του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη – πρέπει να συνετέλεσε αποφασιστικά στην καταδίκη και εκτέλεσή του λίγο αργότερα.

Στην παραμονή και δράση του Γρηγόριου Δικαίου στην Κωνσταντινούπολη αναφέρεται και ο Παναγ. Αναγνωστόπουλος σε επιστολή του από το Ρένι της 24ης Ιανουάριου 1820, προς τον Εμμ. Ξάνθο: ότι δηλαδή βρήκε τα πράγματα ο Δικαίος στην Κωνσταντινούπολη σε αταξία και «ο Αρμόδιος [= Δικαίος] τους μεν παραπονεμένους ησύχασε, τους δε κακόβουλους ανέτρεψεν ησύχως». Τα στοιχεία αυτά αποτελούν ακόμα μια ένδειξη ότι μεταξύ Αναγνωστόπουλου και Δικαίου έχει αναπτυχθεί μια οικειότητα και δεσμός, καθώς λίγο παρακάτω ο Αναγνωστόπουλος αναφερόμενος και πάλι στη δράση των κακοβούλων αναφέρει ότι ο ίδιος και ο Δικαίος «κινδυνεύουν να απαυδήσουν».

Μία εξαιρετικά εύστοχη περιγραφή του χαρακτήρα του Γρηγόριου Δικαίου, θεωρώ ότι κάνει ο Γεώργιος Λεβέντης σε γράμμα του από το Βουκουρέστι προς τον Εμμ. Ξάνθο (Πετρούπολη) της 19ης Μαΐου 1820.[16] Ο σεμνός αυτός αλλά δραστήριος Φιλικός θυμάται τη δράση του Αναγνωστόπουλου και του Δικαίου στις Ηγεμονίες και γράφει: «ο δεύτερος [Δικαίος] είναι καλός, πλην εις άκρον τολμηρός εις τα έγγραφά του, και ήθελε γένη ωφέλημον αν εκείθεν τον ελέγετε ότι έμαθον οι εκεί φίλοι το αχαλήνοτον θράσος του και ότι πρέπει να γένη μετριώτερος. με τούτο διορθώνεται διότι κατά τα άλλα είναι καλός, έχει ψυχήν γενναίαν, θάρρος ελληνικόν, και άλλα αναγκαία είς τον άνθρωπον προτερήματα, χωρίς όμως να τον δώσητε να καταλάβη ότι προέρχεται από εμέ διότι εγώ τον επίπληξα αρκετά».

Ο Γρηγόριος παραμένει αυτή την περίοδο, δηλαδή το 1820, στην Κωνσταντινούπολη, όπου η δράση του δεν φαίνεται χωρίς κινδύνους. Ο Αθανάσιος Σέκερης γράφοντας από την Οδησσό στον Εμμ. Ξάνθο στις 14 Αύγουστου 1820 που τώρα πια βρίσκεται στο Ισμαήλιο, έχοντας επιστρέψει από την Πετρούπολη όπου είχε πετύχει να αναλάβει την αρχηγία της Φιλικής Εταιρείας ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, αναφέρεται στους κινδύνους αυτούς με σαφή τρόπο: «ο Αρμόδιος [Δικαίος] και ο Κάριμος [Παναγιώτης Σέκερης] κάθε στιγμήν ευρίσκονται είς κίνδυνον να γένωσι θύμα των τυράννων· δεν απελπίζονται όμως, αλλά φέρονται γενναίως και με όλην την δυνατήν προσοχήν, και αν τι απευκταίον συμβή εις αυτούς, εκπληρώνουν το προς την ιεράν πατρίδα χρέος των, και γίνονται παράδειγμα των λοιπών».

Ο Γρηγόριος Δικαίος θα εγκαταλείψει και πάλι την Κωνσταντινούπολη στις 23 Αυγούστου 1820 και μετά από 8 ημέρες, και συγκεκριμένα στις 31 Αυγούστου 1820, γνωρίζουμε τώρα ότι θα φθάσει και πάλι στο Βουκουρέστι και όντας ακόμα στην καραντίνα θα καλέσει τον Δημήτριο Καλαματιανό, αξιωματικό του ρωσικού στρατού, τον οποίο το 1818 ο Δικαίος είχε μυήσει στη Φιλική Εταιρεία, για να συζητήσουν.[17]

Ο Γεώργιος Λασσάνης στην επίσημη σφραγίδα του Δήμου Κοζάνης.

Ήδη έχουν δρομολογηθεί πλέον σοβαρές εξελίξεις, καθώς ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, ως αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας, είχε φθάσει στο Ισμαήλιο της Βεσσαραβίας τον Οκτώβριο του 1820 όπου θα συρρεύσουν πολλοί Φιλικοί (Ξάνθος, Περραιβός, Λασσάνης, Ήβος Ρήγας, Ευμορφόπουλος, Θέμελης, Ύπατρος, Μαντζαράκης, κ.ά.). Ανάμεσά τους βέβαια και ο Γρηγόριος Δικαίος, τον οποίο είχε ειδοποιήσει ο Παναγιώτης Σέκερης να σπεύσει στο Ισμαήλιο κατ’ εντολήν του ίδιου του Υψηλάντη.[18] Πράγματι, εκεί για πρώτη φορά ο Δικαίος θα γνωρίσει τον αρχηγό της Φιλικής Εταιρείας.

Στο Ισμαήλιο στις αρχές του Οκτωβρίου 1820 έλαβαν χώρα οι κρίσιμες συσκέψεις που θα οδηγήσουν στην έκρηξη του Αγώνα. Στις συσκέψεις αυτές είχε αποφασιστεί ότι ο αγώνας θα ξεσπούσε πρώτα στη Μάνη και σ’ αυτόν βέβαια η συμμετοχή του αρχηγού της Φιλικής Εταιρείας ήταν επιβεβλημένη. Κατόπιν τούτων όλοι ανέλαβαν να φέρουν σε πέρας κάποια κρίσιμη αποστολή και έτσι στον Δικαίο ανατέθηκε ο συντονισμός της δράσης στην Πελοπόννησο. Έτσι ο Γρηγόριος Δικαίος θα πάρει τον δρόμο από το Ισμαήλιο προς τη νότια Ελλάδα στις 28 Νοεμβρίου 1820. Στην πορεία του προς την Πελοπόννησο ο  Γρηγόριος Δικαίος θα περάσει και πάλι από την Κωνσταντινούπολη, όπου θα φθάσει στις 4 Νοεμβρίου 1820, και θα παραμείνει έως τις 12 του ίδιου μήνα.

Την άφιξή του θα κοινοποιήσει στον Ξάνθο με γράμμα του της 12ης Νοεμβρίου 1820 από την Κωνσταντινούπολη, όπου αναφέρει ότι συνάντησε μεγάλη προθυμία από τους Φιλικούς και όπου περιμένει τους Αθαν. Τσακάλωφ και Παναγ. Αναγνωστόπουλο, πλήρης αγωνιστικού φρονήματος ότι «ελπίζονται μεγάλα πράγματα προς εκτέλεσιν ιερού ημών σκοπού». Από την Πόλη, επίσης, ο Γρηγόριος θα απευθύνει στις 15 Νοεμβρίου 1820 επιστολή – γραμμένη σε πολλά σημεία με παραπλανητικές λέξεις – προς την Εφορεία της Φιλικής Εταιρείας στη Μόσχα, με την οποία ζητά άμεση αποστολή βοήθειας σε χρήματα και μπαρούτι, «ότι η περίστασης είναι πολλά κρισιμωτάτη και δεν επιδέχεται ουδέ την παραμικρόν αργοπορίαν».[19] Εκεί περιεβλήθη και με τον τίτλο του πατριαρχικού εξάρχου, ώστε να αποκτήσει μεγαλύτερο κύρος η επικείμενη αποστολή του στην Πελοπόννησο. Σε συνεννόηση κατόπιν με την Εφορεία της Φιλικής Εταιρείας στην Πόλη και τον Παναγιώτη Σέκερη ο Γρηγόριος Δικαίος αγοράζει ένα καράβι στο όνομα του Μυτιληνιού εμπόρου και δραστήριου Φιλικού Παλαιολόγου Λεμονή και με καπετάνιο τον Μανόλη Ψαριανό αρχίζουν το ταξίδι, μέσω Μυτιλήνης, Κυδωνιών, για την Πελοπόννησο.

 

Αλέξανδρος Υψηλάντης – Το πέρασμα του Προύθου. Ένας πίνακας με τα λάθη του. Φεβρουάριος 1821. Έναρξη της Επανάστασης. Στην ρομαντική απεικόνιση του Peter von Hess ο Βοεβόδας Μιχαήλ Σούτσος της Μολδαβίας υποδέχεται τον προερχόμενο από την Ρωσία αρχηγό της Επανάστασης Αλ. Υψηλάντη. Φορά στολή ιερολοχίτη. Ο σταυρός απουσιάζει στο σήμα του. Το χαμένο χέρι του είναι το αριστερό αντί για το δεξί. Η σημαία του είναι παραλλαγμένη και ο Φοίνικας δυσδιάκριτος.

 

Ο Παναγ. Σέκερης κάνει και αυτός μνεία των γεγονότων αυτών σε μια επιστολή του της 12ης Δεκεμβρίου προς τον Αλ. Υψηλάντη.[20] Σύμφωνα με τον Σέκερη ο Δικαίος αναχώρησε με το καράβι στις 29 Νοεμβρίου 1820 από την Πόλη, ο ίδιος, όμως, όπως αναφέρει, μολονότι είχε λάβει σχετική εντολή του Υψηλάντη, δεν του παρέδωσε όλα τα απαραίτητα έγγραφα, επειδή ο Δικαίος «είναι καλός διοργανωτής αλλά περισσότερον από το πρέπον και ακόμη συνοδευμένος με ένα δεσποτικόν ύφος, το οποίον εδυσαρέστησε πολλούς». Ωστόσο, στην ίδια επιστολή ο Σέκερης αναφέρει ότι ο Δικαίος έλαβε 90.000 γρόσια (τις 15.000 έδωσε ο Σέκερης), ενώ οι έφοροι υποσχέθηκαν ότι θα του στείλουν και άλλα, μολονότι ο Παπαφλέσσας στους εφόρους της Πόλης δεν έκανε καλή εντύπωση: «τα ίχνη του Αρμοδίου δεν τους έκαμαν καλήν εντύπωσιν και είναι ανάγκη να τους γράψετε εγκαρδιώνοντας τους».

Παρά τα αρνητικά σχόλια του Σέκερη και τους δισταγμούς του το πλοίο αυτό θα φθάσει στην Ύδρα και στις Σπέτσες και αφού αποβιβάσει τον Παπαφλέσσα, με τυπικό ιδιοκτήτη τον Παλαιολόγο Λεμονή, έπρεπε εν συνεχεία να πλεύσει στην Τεργέστη για να παραλάβει, σύμφωνα με τις αποφάσεις του Ισμαηλίου, τον Αλέξανδρο Υψηλάντη και να τον μεταφέρει στη Μάνη.[21] Πράγματι, το πλοίο θα φθάσει τον Δεκέμβριο του 1820 και μολονότι, όπως σημειώνει ο Βασ. Παναγιωτόπουλος, βρισκόμαστε μπροστά σε μια ακόμα οργανωτική επιτυχία της Φιλικής Εταιρείας, ο Αλ. Υψηλάντης δεν θα φθάσει ποτέ στην Τεργέστη, επειδή έχει αλλάξει το σχέδιο και κατευθύνεται βορειότερα, όπου θα εμπλακεί στις γνωστές πολεμικές περιπέτειες με κορύφωση την καταστροφή στο Δραγατσάνι.[22]

 

Το λιμάνι και η πόλη της Ύδρας τον 19ο αιώνα, σε χαλκογραφία του Barclay. Ιστορικό Αρχείο – Μουσείο Ύδρας.

 

Με την ευκαιρία της απόπειρας συγγραφής της βιογραφίας αυτής και εν όψει των γεγονότων που αναφέρθηκαν λίγο πριν, κρίνω σκόπιμο να παραθέσω και ένα απόσπασμα από επιστολή του Αλ. Υψηλάντη προς τον Εμμ. Ξάνθο, γραμμένη στις 4 Νοεμβρίου 1820 και γνωστή ήδη από την έκδοση των Απομνημονευμάτων Ξάνθου.[23] Στην επιστολή αυτή αναφέρει ο Υψηλάντης: «η ευγενεία σου δε γράψε παρευθύς και προς τον Περραιβόν και Δίκαιον, ως παραγγελμένος παρ’ εμού διά να μην εκτελέση τας υστερινάς διαταγάς μου, αλλά να εξακολουθήσωσιν ως ωμιλήσαμεν αυτού προσωπικώς»: τι υπονοεί εδώ ο Υψηλάντης; Υπάρχει κάποια σχέση ανάμεσα σε αυτά που γράφει και στην αλλαγή του σχεδίου που ο ίδιος αποφάσισε και πραγματοποίησε;

Η άφιξη του Γρηγόριου Δικαίου στην Ύδρα και στις Σπέτσες θα γίνει γνωστή στον Σέκερη από γράμμα του ίδιου του Δικαίου προς τον Σέκερη, που μνημονεύει το γεγονός σε άλλη επιστολή του της 3ης Ιανουάριου 1821.[24] Ο Γρηγόριος, όντας πλέον στην Πελοπόννησο, θα αντιμετωπίσει αρχικά πολύ δύσκολες καταστάσεις. Πρέπει να προετοιμάσει και να προπαγανδίσει την έναρξη του επαναστατικού αγώνα, να πείσει τους προκρίτους των νησιών και του Μοριά ότι επίκειται η άφιξη του Αλέξανδρου Υψηλάντη και ότι αυτοί πρέπει να βοηθήσουν με όλες τις δυνάμεις τους. Ωστόσο, ο Υψηλάντης  βραδυπορεί, επειδή έχει αλλάξει προσανατολισμούς και ο Παπαφλέσσας δεν γνωρίζει τίποτε, δεν έχει ειδοποιηθεί για τις κινήσεις του και αυτό δυσκολεύει αφάνταστα τις ενέργειές του.

Ο Παναγιώτης Σέκερης, που έχει μείνει στην Κωνσταντινούπολη, φαίνεται ότι και αυτήν ακόμα την κρίσιμη στιγμή θυμάται τον εκρηκτικό χαρακτήρα του αρχιμανδρίτη και γι’ αυτό γράφοντάς του από την Πόλη στις 18 Ιανουάριου 1821 προσπαθεί να τον αποτρέψει από παράφορες ενέργειες και φιλονικίες: «Εγώ που τόσον σε ενθυμούμαι πάντοτε να σου λέγω μεθ’ ειλικρίνειαν το “τύψον μεν άκουσον δε”. Άφησε το δεσποτικόν ύφος. Γενού μετριώτερον ορμητικός… μην αγαπήσης ποτέ σχίσματα, τα οποία κατά την ιστορίαν έφεραν τον παντελή αφανισμόν εις την αναγεννηθησομένην Ελλάδα, οίον ο Πελοποννησιακός πόλεμος. Δεν είναι καιρόν φιλονικίας αλλά άμιλλας και κάμνε ό,τι διδάσκει… στοχάσου ότι έλαβες το ζύγι εις το χέρι, από το οποίον κρέμεται η αιώνιος δόξα ή (άπαγε της βλασφημίας) το αιώνιον όνειδος. Μη βιασθήτε να τρυγήσητε όμφακας [: αγουρίδεδ]…».[25] Ο ίδιος ο Σέκερης εξάλλου μετά από 11 ημέρες (7 Ιανουάριου) θα του γράψει με την ευκαιρία της αναχώρησης του Γεωργίου Πάνου και άλλο ένα μικρό γράμμα, όπου, ανάμεσα στα άλλα, θα του επαναλάβει: «Προσέξετε δι’ αγάπην Θεού να μην κάνετε κανένα λάθος, επειδή η περίσταση, είναι κρίσιμος και το λάθος (ο μη γένοιτο) καταντά αδιόρθωτον».[26]

Είναι φανερό ότι ο Παναγ. Σέκερης αυτή την περίοδο αποτελεί έναν από τους σπουδαιότερους κρίκους στην αλυσίδα της Φιλικής Εταιρείας. Τούτο άλλωστε γίνεται αντιληπτό από την προσεκτική μελέτη των εγγράφων που αποτελούν το αρχείο του.[27] Μάλιστα, ενώ γνωρίζουμε ότι το κρίσιμο αυτό διάστημα δεν υπάρχει ανοικτή επαφή μεταξύ του Αλ. Υψηλάντη και του Γρηγόριου Δικαίου, από επιστολή του Σέκερη προς τον Ξάνθο της 1ης Φεβρουαρίου 1821, ο Σέκερης προσπαθεί να φέρει σε επαφή του δύο βασικούς παράγοντες αυτής της περιόδου, Υψηλάντη και Παπαφλέσσα, μέσω του Ξάνθου, καλώντας τον τελευταίο να του εμπιστευτεί όποια γράμματα έχει για τον Δικαίο.[28] Από το ίδιο γράμμα πληροφορούμαστε ότι ο Σέκερης και η Εφορεία της Κωνσταντινούπολης, ενώ ο Παπαφλέσσας ετοιμαζόταν να αναχωρήσει για την Πελοπόννησο, δεν του εμπιστεύτηκαν «την βούλλαν και τα δοκιμάσματα [γράμματα] των συννέφων [μελών της Φιλικής Εταιρείας]», όσα βρίσκονταν στα χέρια του Σέκερη, εξαιτίας και πάλι του παρορμητικού χαρακτήρα του φλογερού αρχιμανδρίτη.

Εν τω μεταξύ στις 26 Ιανουάριου 1821 έλαβε χώρα στη Βοστίτσα (Αίγιο) μυστική συγκέντρωση των προκρίτων της βορειοδυτικής Πελοποννήσου, στην οποία βέβαια ήταν παρών και ο Γρηγόριος Δικαίος, ο οποίος παρουσίασε τα σχέδια και τις εντολές του Αλ. Υψηλάντη για την έναρξη του αγώνα. Ωστόσο, ο Παπαφλέσσας συνάντησε τη δυσπιστία, ακόμα και την έχθρα, ορισμένων, οι οποίοι πρόβαλαν μια σειρά λόγων, σύμφωνα με τους οποίους η επανάσταση έπρεπε να αναβληθεί για το μέλλον.

Ο Φωτάκος μας παραδίδει 11 κρίσιμα ερωτήματα που είχαν ετοιμάσει οι πρόκριτοι να θέσουν στον Παπαφλέσσα αναμένονταν να λάβουν τις αντίστοιχες απαντήσεις ώστε να καθορίσουν τη στάση τους.[29] Τα ερωτήματα αυτά περιελάμβαναν ακόμη και ερωτήσεις για το ποια ευρωπαϊκή δύναμη θα υποστήριζε την εξέγερση, τι θα γινόταν αν αποτύγχανε το κίνημα κ.λ.π. Φυσικά ο Γρηγόριος Δικαίος βρέθηκε σε δύσκολη θέση, επειδή ήταν αδύνατο να δοθούν απαντήσεις σε τέτοια ερωτήματα και, κατά τον Φωτάκο, «ο Αρχιμανδρίτης θυμωθείς τους εφοβέρισεν, ότι αν δεν συγκατανεύσουν να επαναστατήσουν, αυτός είναι διατεθειμένος από την Σεβ. Αρχήν… να μίσθωση 1000 Πισινοχωρίτας και Σαμπαζότας και άλλους τόσους Μανιάτας να κάμη την αρχήν την επαναστάσεως, και όποιον πιάσουν χωρίς όπλα οι Τούρκοι, ας τον θανατώσουν».

Η σύσκεψη της Βοστίτσας απέτυχε ολοκληρωτικά και μάλιστα ειπώθηκαν βαρειές κουβέντες – σύμφωνα με τη μαρτυρία του πρωτοσύγκελου Αμβροσίου Φραντζή που παραβρέθηκε στη σύσκεψη – από τον Παπαφλέσσα και τον μητροπολίτη Παλαιών Πατρών Γερμανό, ο οποίος, μαζί με τον προεστό των Καλαβρύτων Ανδρέα Ζαΐμη, ήταν αντίθετοι προς το προετοιμαζόμενο επαναστατικό κίνημα και προσωπικά εναντίον του Γρηγόριου Δικαίου. Φαίνεται μάλιστα ότι υπήρξε και πρόταση να συλληφθεί ο Παπαφλέσσας ή να περιορισθεί στη μεσσηνιακή μονή της Σιδηρόπορτας.

Έτσι ο Παπαφλέσσας βρίσκεται πλέον σε μεγάλη αδημονία και σε πολύ δύσκολη θέση, επειδή, ενώ διαδίδει την άμεση άφιξη του Αλ. Υψηλάντη, ο πρίγκιπας δεν εμφανίζεται. Γι’ αυτό στις 22 Φεβρουάριου 1821, την ημέρα που ο πρίγκιπας διάβαινε τον ποταμό Προύθο, θα γράψει εσπευσμένα προς τον Ξάνθο εκφράζονταν την απορία του για την καθυστέρηση της άφιξης του Υψηλάντη, αντίθετα προς όσα αυτός είχε υποσχεθεί ότι θα κάνει στις συσκέψεις του Ισμαηλίου και παρά τις δικές του φροντίδες και ετοιμασίες για την έναρξη του κινήματος.[30] Την ίδια ημέρα θα γράψει περίπου τα ίδια και προς τον Παναγ. Αναγνωστόπουλο, απευθύνοντας την επιστολή του στο Βουκουρέστι.[31] Πέρα από αυτά ο Παπαφλέσσας φοβάται ότι υπάρχει άμεσος κίνδυνος να υποψιαστούν τις κινήσεις των μελών της Εταιρείας οι Τούρκοι και το όλο εγχείρημα να κινδυνεύσει. Την ίδια εξάλλου μέρα θα γράψει και τρίτη επιστολή, προς μη κατονομαζόμενους αποδέκτες («Εντιμώτατοι Κύριοι»), αλλά προφανών προς τα ανώτερα στελέχη της Εταιρείας εκτός Πελοποννήσου, αναφέροντας όλες τις ενέργειές του αλλά και τα όσα προσμένει με αγωνία να γίνουν από την ηγεσία της Φιλικής Εταιρείας. Το ενδιαφέρον είναι ότι και στα τρία γράμματα ο Δικαίος δεν αναφέρεται στη συνέλευση της Βοστίτσας, προφανώς μη θέλοντας να συντελέσει σε δισταγμούς και χρονοτριβές.

Ο Παναγ. Σέκερης όμως εξακολουθεί να γράφει στον Γρηγόριο Δικαίο και να τον συμβουλεύει, χωρίς φυσικά να έχει άμεση γνώση των πραγμάτων – ούτε άλλωστε ήταν δυνατόν να έχει καθώς η άφιξη της αλληλογραφίας από τη Μολδοβλαχία και κυρίως από την Πελοπόννησο απαιτούσε πολλές μέρες για να φθάσει – και να τον διαβεβαιώνει για τη φιλία του και την εμπιστοσύνη του. Είναι χαρακτηριστική μία αποστροφή στο γράμμα του Σέκερη της 24ης Φεβρουάριου 1821 προς τον Δίκαιο, όπου αναφέρονται τα προφητικά: «ο Αρμόδιος [Γρηγ. Δικαίος] τότε αποθανατιστεί το όνομά του με τον θάνατον και χύσιν του αίματος του, όταν το αίμα του χυθή, όταν και όπως, και όπου πρέπει», και θα εξακολουθήσει να του δίνει και πάλι συμβουλές και νουθεσίες ώστε να μη συμπεριφέρεται όπως παλαιότερα στη Βλαχία και Μολδαβία, όταν πολλοί καταφέρονταν εναντίον του Παπαφλέσσα για τις άστοχες ενέργειές του.[32]

Όμως, παρά τα γραφόμενα του συνετού Παναγ. Σέκερη για μετριοπάθεια, οι καιροί δεν απαιτούσαν τέτοιες «αρετές» αλλά έντονη δραστηριότητα, γι’ αυτό και Γρηγόριος Δικαίος, παρά την απογοήτευσή του για την ουσιαστική έλλειψη ανταπόκρισης εκ μέρους των προεστών της βορειοδυτικής Πελοποννήσου θα κινηθεί προς άλλες κατευθύνσεις. Από την Αχαΐα, δηλαδή, ο Γρηγόριος Δικαίος κινήθηκε προς τη Γορτυνία και συναντήθηκε στα Λαγκάδια με μέλη της οικογένειας των Δεληγιανναίων, τα οποία έδειξαν την ίδια αναβλητικότητα και δυσπιστία έναντι του Παπαφλέσσα, ενώ ταυτόχρονα του ζήτησαν αποδείξεις και εγγυήσεις για όσα αυτός διέδιδε, δηλαδή για την άφιξη στρατιωτών, πόλεμο εφοδίων κ.λπ.

Ο Παπαφλέσσας ωστόσο θα συνεχίσει τις επαφές του και μάλιστα συναντήθηκε με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και τον Νικηταρά, ενώ ήρθε σε επαφή και με τις αρχές της Μάνης, όπου δρούσαν την εποχή αυτή ο Χριστόφορος Περραιβός και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Όπως παραθέτει ο Φωτάκος στον βίο του Παπαφλέσσα, υπήρξε σχέδιο για την εξόντωση του Παπαφλέσσα, το οποίο τελικά δεν πραγματοποιήθηκε, επειδή ο αρχιμανδρίτης ήταν σε θέση να προβλέπει τις κινήσεις των αντιπάλων του.

 

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Λιθογραφία. Φανταστική απεικόνιση χαρακτηριστική της απήχησης του ήρωα στη Ρωσία. Εδώ αποδίδεται έφιππος σε ρωσική λαϊκή εικόνα (1830).

 

Όπως και να έχουν τα πράγματα είναι γεγονός ότι ο Παπαφλέσσας, μολονότι απογοητευμένος εξαιτίας της βραδυπορίας του Αλ. Υψηλάντη και της ανεξήγητης γι’ αυτόν καθυστέρησής του να βρεθεί στα μέρη την Πελοποννήσου, δεν έμεινε άπρακτος. Ωστόσο, υπάρχει στο Αρχείο του Ξάνθου μία επιστολή της 19ης Μαρτίου 1821, η οποία ως το 2002 παρέμεινε ανέκδοτη και, κατά τη γνώμη μας, είναι πολύ σημαντική για την εξέλιξη των πραγμάτων.[33] Η επιστολή αυτή δεν φέρει όνομα ούτε αποστολέα ούτε παραλήπτη· όπως όμως παρατηρεί και ο I. Κ. Μαζαράκης – Αινιάν που τη σχολιάζει, από τα συμφραζόμενα φαίνεται ότι μάλλον πρόκειται για επιστολή του Εμμ. Ξάνθου προς τον Γρηγόριο Δικαίο.

Στο Αρχείο σώζεται το πρωτότυπο και δεν γνωρίζουμε αν αντίγραφό της έφθασε και στα χέρια του Παπαφλέσσα· έτσι μόνο υποθετικά μπορούμε να συμπεράνουμε ότι το περιεχόμενό της αυτούσιο ή με κάποιο άλλο τρόπο έγινε γνωστό σ’ αυτόν. Όπως και να έχουν τα πράγματα ο Ξάνθος στο γράμμα αυτό προβαίνει σε μια αναλυτική παράθεση των όσων συμβαίνουν στις Ηγεμονίες: αναφέρεται λεπτομερώς στις κινήσεις του Υψηλάντη, στο σχέδιό του ώστε μετά τη συντριβή των Τούρκων στα βόρεια να κινηθεί επικεφαλής του στρατού και να φθάσει στον Όλυμπο της Θεσσαλίας και από εκεί στην Πελοπόννησο, για να συμπληρώσει και τούτο το σημαντικό: «[…] ός σας τόπος αν έμεινε χωρίς αρχηγόν τούτο δεν προήλθεν απ’ άλλο, ειμή διότι ο αρχιστράτηγος έχων όλην την πεποίθησιν εις τον πατριωτικόν ζήλον, εις την αγχίνοιαν και αξιότητα και δυνατά μέσα των αυτού αρχόντων σας εστοχάσθη ότι και χωρίς της παρουσίας του, είναι ικανοί να εκλέξουν μεταξύ των ένα αρχηγόν έως να έλθη ο ίδιος ή εις των αυταδέλφων του. Ο αγών και τα συμφέροντα είναι κοινά διά τούτο και αι ενέργειαι των αυτόθι αδελφών θέλουν γίνει ως τα επιθυμούμεν, άγετε λοιπόν και κινηθήτε συν Θεού και η θεία βοήθεια μεθ’ ημών έσται. Απόφασης χρειάζεται και όλα γίνονται με την απόφασιν και προθυμίαν. Αυτή είναι η θέλησις του Αρχηγού ημών…».

Πολύ σημαντικά όλα αυτά αν ήλθαν σε γνώση του Δικαίου, έστω και με καθυστέρηση, αφού το γράμμα είναι γραμμένο στις 19 Μαρτίου 1821 και σχεδόν τις ίδιες ημέρες ξεκινά και η επανάσταση στην Πελοπόννησο. Αλλά και μετά από μέρες να έγιναν γνωστά, πάλι ξεκαθάριζαν το τοπίο και έδιναν το σύνθημα για την επανάσταση και οπωσδήποτε κοινοποιούσαν ότι η αναμενόμενη από ώρα σε ώρα άφιξη του Αλέξανδρου Υψηλάντη δεν ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθεί, όπως άλλωστε και δεν πραγματοποιήθηκε. Πολύ σύντομα όμως θα φθάσει στην Πελοπόννησο, μαζί με άλλα μέλη της Φιλικής Εταιρείας, «εις των αυταδέλφων του», όπως αναφέρεται στην επιστολή, ο Δημήτριος Υψηλάντης.

Εν τω μεταξύ τον Μάρτιο του 1821 είχε φθάσει στον Αρμυρό της Μάνης πλοίο φορτωμένο με πολεμοφόδια που έστελναν οι Φιλικοί της Σμύρνης και των Κυδωνιών, πράγμα για το οποίο άλλωστε είχε ενεργήσει ο Παπαφλέσσας κατά τη διέλευσή του από τις Κυδωνίες και σε λίγες μέρες η επανάσταση θα είναι γεγονός, καθώς Μανιάτες αγωνιστές με επικεφαλής τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, τον Κολοκοτρώνη, τον Παπαφλέσσα, τον Νικηταρά, τον Αναγνωσταρά θα εξορμήσουν προς τη Μεσσηνία και στις 23 Μαρτίου θα καταλάβουν την Καλαμάτα, η μικρή τουρκική φρουρά της οποίας θα παραδοθεί αμαχητί στους Έλληνες.

 

Καλαμάτα. Λιθογραφία του Α. St. Aulaire, 1835. Δημοσιεύεται στο Καλαμάτα, «Τόπος και Εικόνα», Καλαμάτα, εκδ. Δημοτική Επιχείρηση Πολιτιστικής Ανάπτυξης Καλαμάτας, 1996

 

Από την απελευθερωμένη Καλαμάτα ο Παπαφλέσσας, αφού οι πρώτες επαναστατικές κινήσεις ευοδώθηκαν, θα συνεχίσει ακάθεκτος, μετακινούμενος από περιοχή σε περιοχή, παροτρύνοντας τους κατοίκους να ξεσηκωθούν και βοηθώντας όπου υπήρχε ανάγκη. Έτσι θα κατευθυνθεί από την Καλαμάτα προς την Αρκαδία [Κυπαρισσία] και στη συνέχεια στην Ανδρίτσαινα, στην επαρχία Ολυμπίας, στην Καρύταινα. Από εκεί αναστροφή και άφιξη στο Άργος, όπου διευθέτησε ορισμένα ζητήματα του κινήματος και από εκεί στην Κόρινθο, προκειμένου, μαζί με άλλους Έλληνες, να αντιμετωπίσουν τις οθωμανικές δυνάμεις που έσπευδαν προς την ξεσηκωμένη Πελοπόννησο. Τα διάφορα επεισόδια της δράσης του την εποχή αυτή και στη συγκεκριμένη περιοχή αναφέρει με κάθε λεπτομέρεια ο πρώτος βιογράφος του Γρηγόριου Δικαίου, ο Φωτάκος. Συγκεκριμένα στην αφήγηση του Φωτάκου γίνεται λόγος για πυρπόληση των παλατιών του Κιαμίλ μπέη στην Κόρινθο, για να θεωρηθούν υπεύθυνοι όλοι οι κάτοικοι της περιοχής και να ανακοπεί η εγκατάλειψη του αγώνα· αναφέρεται η κατάληψη από τον Παπαφλέσσα πύργου στο Σοφικό Κορινθίας, όπου είχαν οχυρωθεί Έλληνες που δεν είχαν διάθεση να πολεμήσουν· τέλος, αναφέρεται το κλείσιμό του στο φρούριο του Άργους.

 

Το Άργος, τα πρώτα χρόνια μετά την επανάσταση. Εδώ εγκαταστάθηκε, το 1828, ο Μακρυγιάννης ως γενικός αρχηγός της εκτελεστικής δυνάμεως της Πελοποννήσου και έναν χρόνο αργότερα άρχισε να γράφει τα απομνημονεύματά του. (Λιθογραφία του H. Belle).

 

Στη συνέχεια ο Παπαφλέσσας θα βρεθεί και πάλι στην Καρύταινα και από εκεί θα σπεύσει στα Μεγάλα Δερβένια της Μεγαρίδας προκειμένου να ενισχύσει τους Έλληνες που συγκεντρώθηκαν εκεί τον Ιούλιο του 1821 για να αποκρούσουν την εισβολή των τουρκικών δυνάμεων, οι οποίες έχοντας επικεφαλής τον Ομέρ Βριόνη κατευθύνονταν προς την Πελοπόννησο. Εν τω μεταξύ θα φθάσει στην Πελοπόννησο αντί του Αλέξανδρου Υψηλάντη ο αδελφός του Δημήτριος και ο Γρηγόριος Δικαίος θα σπεύσει στη Βέρβενα για να τον συναντήσει.

Η αδιάκοπη κινητικότητα του συνεχίζεται χωρίς ανάπαυλα και στη συνέχειά της έχει να επιδείξει διέλευση από τα Τρίκορφα, τα Μεγάλα Δερβένια και την άφιξή του στην Τριπολιτσά, μετά την άλωση της πρωτεύουσας του πασαλικίου του Μοριά από τους Έλληνες, και στην Κόρινθο, όπου παραβρέθηκε στην άλωση του κάστρου του Ακροκορίνθου.

Τον Δεκέμβριο του 1821 ο Γρηγόριος Δίκαιος θα εκλεγεί μέλος της Πελοποννησιακής Γερουσίας, η οποία είχε πρόεδρο τον Δημήτριο Υψηλάντη, και βέβαια θα λάβει ως πληρεξούσιος μέρος στις εργασίες της Α’ Εθνικής Συνέλευσης στην Επίδαυρο (20 Δεκεμβρίου 1821).

Ο Μαχμούτ πασάς της Λάρισας ή Δράμαλης, λιθογραφία του Boggi.

Βρισκόμαστε πια στο έτος 1822, όταν ενέσκηψε δεινός κίνδυνος για τους επαναστατημένους Έλληνες, καθώς έπρεπε να αντιμετωπίσουν την εισβολή των δυνάμεων του Δράμαλη. Και από αυτή τη σκληρή μάχη δεν θα απουσιάσει ο Γρηγόριος Δικαίος. Βρέθηκε λοιπόν στον Αχλαδόκαμπο και έλαβε μέρος στις συσκέψεις του Κολοκοτρώνη για την αντιμετώπιση του σοβαρού κινδύνου. Από τις συσκέψεις θα βρεθεί και στον πραγματικό πόλεμο και θα λάβει μέρος στις συγκρούσεις του Μαλανδρίνου και εν συνεχεία, μαζί με τον Δημ. Υψηλάντη, σ’ εκείνες που έλαβαν χώρα στο Αγιονόρι, στον Άγιο Σώστη και στην Περαχώρα τον Ιούλιο του 1822.

Η παρουσία του στα πολεμικά μέτωπα εναλλάσσεται με εκείνη των πολιτικών εξελίξεων και έτσι ο Παπαφλέσσας θα λάβει μέρος στη Β’ Εθνική Συνέλευση που συνήλθε στο Άστρος της Κυνουρίας (29 Μαρτίου – 18 Απριλίου 1823), ως πληρεξούσιος Πελοποννήσου. Όπως είναι γνωστό η Β’ Εθνική Συνέλευση είχε ως κύριο σκοπό την αναθεώρηση του Προσωρινού Πολιτεύματος που είχε καθιερώσει η Α’ Εθνική Συνέλευση την Επιδαύρου. Στην Επιτροπή που συγκροτήθηκε για τον σκοπό αυτό και πράγματι τροποποίησε το Πολίτευμα της Επιδαύρου θα λάβει μέρος ως μέλος και ο Γρηγόριος Δίκαιος (τα άλλα μέλη ήταν οι: επίσκοπος Ανδρούσης Ιωσήφ, Γεώργιος Καλαράς, Κωνσταντίνος Μεταξάς, Αναγνώστης Μοναρχίδης, Κ. Ζώτος, Γεώργιος Ψύλλας, Εμμανουήλ Αντωνιάδης και Θεόδωρος Νέγρης). Λίγο αργότερα, στις 27 Απριλίου 1823 διορίστηκε υπουργός Εσωτερικών και την 1η Ιουλίου 1823 υπουργός της Αστυνομίας στην κυβέρνηση Γ. Κουντουριώτη.

Ο Γρηγόριος Δίκαιος θα πρωταγωνιστήσει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και στις εμφύλιες διαμάχες που ξέσπασαν την περίοδο αυτή μεταξύ των επαναστατημένων Ελλήνων ως αποτέλεσμα της διεκδίκησης και νομής της εξουσίας από διάφορες ομάδες που συνέθεταν: παλαιοί κοινοτικοί άρχοντες, άνθρωποι των όπλων, Πελοποννήσιοι, νησιώτες, Ρουμελιώτες, παλαιοί Φιλικοί κ.λπ. Όπως ήταν επόμενο ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης μετά την εξουδετέρωση του Δράμαλη αύξησε σημαντικά τη δύναμη και επιρροή του και έχοντας ως πολιτικό έρεισμα την Πελοποννησιακή Γερουσία και την υποστήριξη ισχυρών προυχόντων (Κρεββατάς, Δεληγιανναίοι, Μαυρομιχαλαίοι, Φωτήλας, Περούκας κ.ά.) θα βρεθεί σε αντιπαράθεση με την κεντρική εξουσία. Στην ουσία η Πελοποννησιακή Γερουσία ασκούσε έργο κεντρικής κυβέρνησης καθώς διέθετε πολλές εξουσίες και αρμοδιότητες (στρατολογία, μισθοδοσία, οργάνωση πολεμικών επιχειρήσεων, διαχείριση προσόδων κ.λπ.).

Όπως ήταν αναμενόμενο η πολιτική εξουσία, η οποία απέρρεε από τις ρυθμίσεις της Α’ Εθνικής Συνέλευσης της Επιδαύρου και κυρίως οι Υδραίοι και ο κύκλος του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, προσπάθησαν αρχικά να συνεννοηθούν με τους στρατιωτικούς και τους πελοποννήσιους προύχοντες, υποσχόμενοι αξιώματα αλλά και να τους απειλήσουν με απόσυρση από τον αγώνα. Η πρόταση των Υδραίων φάνηκε συμφέρουσα σε ορισμένους από τους πελοποννήσιους προύχοντες (Π. Μαυρομιχάλη, Παναγ. Κρεββατά, Αναγνώστη Δεληγιάννη) αλλά συνάντησε την αντίδραση των στρατιωτικών. Έτσι εκδηλώθηκε σφοδρή αντίδραση των Υδραίων, οι οποίοι κατήγγειλαν τους πάντες και επικαλούμενοι τη δεινή θέση στην οποία βρισκόταν η Επανάσταση κάλεσαν τους πελοποννήσιους πατριώτες να εγκαταλείψουν την ομάδα του Θ. Κολοκοτρώνη και να ενώσουν τις δυνάμεις τους με την εθνική διοίκηση.

Βρισκόμαστε πλέον στα τέλη του 1822 και η κεντρική εξουσία της εποχής βρίσκεται σε ευθεία αντιπαράθεση με τον Θ. Κολοκοτρώνη και τους οπαδούς του, και προκειμένου να τον αποδυναμώσει έτι περαιτέρω υπόσχεται τιμές και αξιώματα στους στρατιωτικούς και στους προύχοντες της Πελοποννησιακής Γερουσίας, με αποτέλεσμα να εγκαταλείψουν το στρατόπεδο του Κολοκοτρώνη ο Μαυρομιχάλης, ο Παναγ. Γιατράκος, ο Αναγνωσταράς, ο Βασ. Πετμεζάς.

Στην ολοένα και αυξανόμενη κλιμάκωση της αντιπαράθεσης ο Κολοκοτρώνης αρνήθηκε να παραδώσει στη διοίκηση το φρούριο του Ναυπλίου που είχε καταλάβει και κατείχε. Επιπλέον στις 18 Ιανουάριου όρισε ως τόπο της Εθνοσυνέλευσης το Ναύπλιο και κάλεσε τον φρούραρχο Δημ. Πλαπούτα να το παραδώσει. Τέτοιο πράγμα φυσικά δεν έγινε αποδεκτό και έτσι ορίσθηκε ως τόπος της Εθνοσυνέλευσης το Άστρος αλλά συγχρόνως ο Κολοκοτρώνης βρέθηκε σε δύσκολη θέση επειδή φάνηκε να ενεργεί αντεθνικά. Έτσι αγωνιστές οι οποίοι θα μπορούσαν στην ουσία να είναι με το μέρος του βρέθηκαν στο αντίπαλο στρατόπεδο, και, ανάμεσά τους και ο Γρηγόριος Δίκαιος. Στην ουσία δηλαδή έχουμε πλήρη διάσπαση την Πελοποννησιακής Γερουσίας.

 

Ναύπλιο, βορειοανατολική άποψη από την Πρόνοια. Δημοσιεύεται στο Στέλιος Α. Παπαδόπουλος (επιμ.), «Το Λεύκωμα Peytie», Αθήνα, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, 1971.

 

Θα ακολουθήσουν οι εργασίες της Β’ Εθνοσυνέλευσης και η εκλογή νέας εθνικής διοίκησης, στην οποία οι πελοποννήσιοι προύχοντες κατείχαν σημαντικές θέσεις με τους στρατιωτικούς να έχουν απολέσει σημαντικά ερείσματα αλλά να διατηρούν ισχυρές θέσεις στην Πελοπόννησο, όπως η Τρίπολη, το Ναύπλιο, η Κόρινθος. Στη συνεχή διαπλοκή των πραγμάτων και τις συνεχώς ανασυντασσόμενες συμμαχίες θα προσφερθεί η θέση του αντιπροέδρου του Εκτελεστικού στον Θ. Κολοκοτρώνη και αυτός θα την αποδεχθεί (27 Μαΐου 1823).

Πολύ γρήγορα όμως ο Κολοκοτρώνης θα έλθει και πάλι σε σύγκρουση διεκδικώντας για λογαριασμό του συγγενούς του Αναγνώστη Δεληγιάννη τη θέση του προέδρου του Βουλευτικού, πράγμα που τον κατέστησε αντίπαλο με τον Αλ. Μαυροκορδάτο αλλά και με τους αδελφούς Κουντουριώτη που υποστήριζαν τον Μαυροκορδάτο. Αποτέλεσμα όλης αυτής της ανώμαλης κατάστασης ήταν να θεωρηθεί και πάλι ότι ο Θ. Κολοκοτρώνης ενεργούσε σαν παλιός κλέφτης και στην ουσία ότι στρεφόταν εναντίον των νόμων και του Συντάγματος. Απαιτούνται πολλές σελίδες για να παρουσιαστούν με ικανοποιητικό τρόπο οι αντιθέσεις, οι δολοπλοκίες, οι συμμαχίες, οι αλλαγές στάσεων και γενικά η συνολική κατάσταση ρήξης που επικρατούσε στα μέσα του 1823 και βέβαια αυτό δεν μπορεί ούτε είναι θεμιτό να γίνει μέσα από το βιογραφικό σχήμα του Γρηγορίου Δικαίου που προσπαθούμε να παρουσιάσουμε στις σελίδες αυτές.

 

Σημαία των Σπετσών με σύμβολα της Φιλικής Εταιρείας και την επιγραφή ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ. Ι. Κ. Μαζαράκης – Αινιάν, «Σημαίες ελευθερίας», Αθήνα, εκδ. Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος 1996.

 

Πάντως, τον Δεκέμβριο του 1823 οι δύο αντίπαλες παρατάξεις οδηγήθηκαν και πάλι σε ρήξη, όταν ανατράπηκε το Εκτελεστικό, που ελεγχόταν από τους Πελοποννησίους, από τα μέλη του Βουλευτικού που υποστήριζαν τον Μαυροκορδάτο και τους Υδραίους προύχοντες. Αποτέλεσμα αυτών υπήρξε η συγκρότηση ενός νέου Εκτελεστικού που είχε επικεφαλής τον Γ. Κουντουριώτη και έδρα το Κρανίδι. Στο Κρανίδι εγκαταστάθηκαν εξάλλου και τα μέλη του Βουλευτικού, όσα υποστήριζαν τη νέα κατάσταση, ενώ κηρύχτηκαν έκπτωτα όσα δεν πειθαρχούσαν.

Αποτέλεσμα, η διπλή εξουσία, καθώς ο αντίπαλος πόλος που είχε επικεφαλής τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και έδρα την Τρίπολη, δεν έδειχνε καμιά διάθεση να υποχωρήσει. Διάθεση συμβιβασμού όμως δεν έδειχνε και η άλλη παράταξη και κατά συνέπεια τα πράγματα όδευαν προς την ένοπλη σύγκρουση στις αρχές του 1824.

Στη γοργή εξέλιξη των γεγονότων που οδηγούσαν στη σύγκρουση κηρύχτηκε αποστάτης ο γιος του Κολοκοτρώνη Πάνος που κρατούσε το Ναύπλιο, υπακούοντας στις εντολές της παλιάς διοίκησης, η πόλη πολιορκήθηκε, ενώ άλλες δυνάμεις της νέας κατάστασης κινήθηκαν προς άλλα σημεία με απώτερο σκοπό να πλήξουν την Τρίπολη ώστε να διασπάσουν τις κύριες δυνάμεις των αντιπάλων της, που με επικεφαλής τους Θεόδωρο και Γενναίο Κολοκοτρώνη, τον Κανέλλο Δεληγιάννη και τον Νικηταρά βρίσκονταν γύρω από την πρωτεύουσα της Πελοποννήσου.

Εκεί λοιπόν θα βρεθεί και ο Γρηγόριος Δικαίος, όχι όμως – αυτός ο παλιός συνεργάτης των Κολοκοτρωναίων – ως σύμμαχός τους αλλά ως επικεφαλής ενός στρατιωτικού σώματος της νέας διοίκησης Κουντουριώτη, επιδιδόμενος σε μικροσυμπλοκές με τους αντιπάλους του και περιμένοντας ενισχύσεις που βρίσκονταν καθ’ οδόν προς την Τρίπολη. Προσωρινά η εμφύλια διαμάχη φάνηκε να εκτονώνεται τον Ιούλιο του 1824 όταν η νέα διοίκηση του Κουντουριώτη φάνηκε να επικρατεί, οι δυνάμεις της αποσύρθηκαν από την Τρίπολη, το Ναύπλιο είχε παραδοθεί, αμνηστία παραχωρήθηκε στους «στασιαστές» και φυσικά ο Γρηγόριος Δικαίος βρισκόταν με την πλευρά των «νικητών».

Ωστόσο, σχεδόν αμέσως το καλοκαίρι του ίδιου έτους (1824), τα πράγματα οδηγήθηκαν και πάλι σε αδιέξοδο που θα καταλήξει σε νέα εμφύλια σύγκρουση. Προηγουμένως είχαν προκηρυχθεί εκλογές για τις 3 Οκτωβρίου 1824 και οι αντίπαλοι θα επιδοθούν σε έντονη προεκλογική δραστηριότητα. Στην πολύπλοκη παρασκηνιακή δράση οι ισχυροί πρόκριτοι της Πελοποννήσου Ζαΐμης και Λόντος αλλάζουν στάση και από φίλοι της κυβέρνησης Κουντουριώτη θα γίνουν αντίπαλοί της. Το όλο κλίμα είναι εκρηκτικό αλλά οι εκλογές θα πραγματοποιηθούν και θα επικρατήσουν οι Υδραίοι με τους συμμάχους τους, ο Γ. Κουντουριώτης θα παραμείνει πρόεδρος του Εκτελεστικού, ενώ είναι και πάλι εμφανής ο παραμερισμός των Πελοποννησίων, καθώς ο Ζαΐμης δεν κατόρθωσε να εκλεγεί πρόεδρος του Βουλευτικού. Έτσι Ζαΐμης και Λόντος, σε επαφή βέβαια με άλλους ισχυρούς προύχοντες, ετοιμάζονται να αναλάβουν στρατιωτική δράση και προσχηματικά απαιτούν τη σύγκληση Εθνοσυνέλευσης.

 

Η αφορμή για

την έναρξη της νέας

εμφύλιας σύγκρουσης

θα δοθεί όταν οι

κάτοικοι της Αρκαδίας

τον Οκτώβριο του

1824 αρνήθηκαν την

είσπραξη των

προσόδων

της επαρχίας τους

υπέρ της κυβέρνησης

Κουντουριώτη

 

Η αφορμή για την έναρξη της νέας εμφύλιας σύγκρουσης θα δοθεί όταν οι κάτοικοι της Αρκαδίας [Κυπαρισσίας] τον Οκτώβριο του 1824 αρνήθηκαν την είσπραξη των προσόδων της επαρχίας τους υπέρ της κυβέρνησης Κουντουριώτη. Το επεισόδιο αυτό χαρακτηρίστηκε ως ανταρσία κατά της κεντρικής εξουσίας, η οποία διέταξε τον υπουργό Εσωτερικών Γρηγόριο Δικαίο να κατευθυνθεί επικεφαλής ένοπλου τμήματος στην περιοχή αυτή και να καταστείλει την ανταρσία.

Προσωπογραφία του αγωνιστή Βάσου Μαυροβουνιώτη (1797-1847). Λάδι σε μουσαμά, έργο του Νικηφόρου Λύτρα, Μουσείο Μπενάκη.

Πράγματι, προς τα τέλη Οκτωβρίου 1824 ο Παπαφλέσσας θα φθάσει στη συγκεκριμένη περιοχή και θα απαιτήσει από τους τοπικούς άρχοντες να πειθαρχήσουν, δηλαδή να συγκεντρώσουν και να παραδώσουν στη διοίκηση τους φόρους. Όμως οι οπλαρχηγοί της περιοχής σε συνεννόηση με τον Κολοκοτρώνη, που ουσιαστικά είχε υπό τον έλεγχό του την περιοχή αυτή, αρνήθηκαν να υπακούσουν στις εντολές του Παπαφλέσσα και η κατάσταση, όπως ήταν αναμενόμενο, οδηγούσε σε ένοπλη αναμέτρηση. Για να βοηθήσουν τους τοπικούς οπλαρχηγούς έσπευσαν οι γιοι του Θ. Κολοκοτρώνη, Γενναίος και Πάνος, και αργότερα ο Κανέλλος Δεληγιάννης, ενώ ο Παπαφλέσσας έλαβε βοήθεια από κυβερνητικά στρατεύματα που είχαν επικεφαλής τον Βάσο Μαυροβουνιώτη και τον Διονύσιο Μούρτζινο. Η σύγκρουση στο χωριό Κωνσταντίνοι της Αρκαδίας κράτησε δύο ημέρες και υπερίσχυσαν οι Πελοποννήσιοι, δηλαδή οι κυβερνητικοί που διοικούσε ο Παπαφλέσσας διασκορπίστηκαν και ο ίδιος αναγκάστηκε να επιστρέψει ηττημένος στο Ναύπλιο. Έτσι λοιπόν άρχισε ο δεύτερος εμφύλιος πόλεμος, πιο σύντομος από τον πρώτο αλλά περισσότερο καταστροφικός και οπωσδήποτε πιο σκληρός.

Είναι γεγονός ότι ο Γρηγόριος Δικαίος, ο φλογερός Φιλικός, αυτός που τόσο κατηγορήθηκε από τους συντρόφους Φιλικούς ότι συνεπαρμένος από τον ενθουσιασμό του για την Εταιρεία και τον επικείμενο απελευθερωτικό αγώνα δεν συγκρατούσε τα λόγια του θέτοντας σε άμεσο κίνδυνο την Εταιρεία, αυτός που πολλές φορές κινδύνευσε να πέσει στα χέρια των τουρκικών αρχών, ο ίδιος άνθρωπος βρέθηκε στο επίκεντρο των εμφυλίων διενέξεων, βρέθηκε στο σημείο να υπερασπίζεται μία πολιτική κατάσταση εναντίον μιαν άλλης, βρέθηκε να εκστρατεύει εναντίον άλλων Ελλήνων, να αντιμετωπίζει στρατιωτικά τους ακόλουθους του ίδιου του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Ρουμελιώτες και Σουλιώτες ένοπλοι να λεηλατούν την Πελοπόννησο, όταν ο απελευθερωτικός αγώνας απαιτούσε άμεση αντιμετώπιση των πραγματικών εχθρών.

Η δεινή θέση στην οποία βρέθηκε, η άχαρη συμμετοχή του στους εμφύλιους πολέμους έφεραν σε δύσκολη θέση και τον βιογράφο του Φωτάκο, ο οποίος επιχείρησε να δικαιολογήσει εκ των υστέρων την εμπλοκή του Παπαφλέσσα γράφοντας ότι ο Δικαίος «είχε μετανοήσει διά τας πρότερον πράξεις και ενεργείας του προς καταστροφήν των λεγομένων ανταρτών. Αλλ’ αν και ήτον υπουργός δεν εισηκούσθη, διότι ο Κουντουριώτης δεν ήθελε συγκατανεύση ποτέ ν’ απολυθούν κ.λπ. κ.λπ. Αφού λοιπόν ο Φλέσας απέτυχεν εις τας συμβουλάς του, αποφάσισε να εκστρατεύση ο ίδιος διάνα σώση τον τόπον…»· και ο Φωτάκος βέβαια δεν εννοεί τίποτε άλλο παρά τον άμεσο κίνδυνο για την Επανάσταση που αντιπροσώπευε η άφιξη των Αιγυπτίων του Ιμπραήμ πασά στην Πελοπόννησο.

Πράγματι, όπως γνωρίζουμε, η οθωμανική κυβέρνηση μετά από την άσχημη τροπή που έπαιρνε ο αγώνας των επαναστατημένων Ελλήνων γι’ αυτήν, συνήψε συμφωνία με τον Μοχάμετ Άλη της Αιγύπτου και έτσι από τις αρχές του 1825 ο γιος του τοπάρχη την Αιγύπτου, Ιμπραήμ πασάς, αποβιβάστηκε στην Πελοπόννησο ενεργώντας σε συνδυασμό με τις οθωμανικές δυνάμεις του Κιοσέ Μεχμέτ Κιουταχή πασά, ενώ τις επίγειες δυνάμεις συνέδραμαν και ναυτικές δυνάμεις την Πύλης και της Αιγύπτου.

 

Louis Duprè. Προσωπογραφία του Μωχάμετ Άλη, Αντιβασιλέα της Αιγύπτου. Λιθογραφία, Παρίσι, περίπου 1836.

 

Στην κρίσιμη αυτή περίοδο που εκδηλώνεται η σφοδρή τουρκοαιγυπτιακή αντεπίθεση στην Πελοπόννησο και τη Στερεά, οι Έλληνες αντιμετώπιζαν σοβαρά προβλήματα, τα οποία βέβαια είχαν προκαλέσει οι εμφύλιες συρράξεις. Μεγάλο μέρος του πρώτου αγγλικού δανείου είχε δαπανηθεί στις εμφύλιες συγκρούσεις, ενώ πολλοί οπλαρχηγοί κρατούνταν φυλακισμένοι από τους κυβερνητικούς του Κουντουριώτη, που φαινόταν να μην αντιλαμβάνεται το μέγεθος του κινδύνου. Παρά ταύτα κάποια στιγμή θα αποδοθεί αμνηστεία και θα αρχίσουν σιγά-σιγά να εκδηλώνονται κάποιες κινήσεις που αποσκοπούσαν στην αντιμετώπιση του ορατού όσο και άμεσου κινδύνου που αντιμετώπιζε η επανάσταση από τη συντονισμένη επίθεση των Τουρκοαιγυπτίων, όπως λ.χ. η συγκρότηση τακτικού στρατού, καθώς οι πολεμικές αναμετρήσεις ειδικότερα με τους Αιγυπτίους, άρχισαν να αλλάζουν μορφή και ασφαλώς απαιτούσαν τακτική αντιμετώπιση και όχι συγκρούσεις ατάκτων.

Ιμπραήμ Πασάς, Giovanni Boggi.

Εν τω μεταξύ, ο Ιμπραήμ πασάς είχε αποβιβαστεί χωρίς ενόχληση στη Μεθώνη και αφού έλαβε και νέες ενισχύσεις άρχισε να πολιορκεί και να καταλαμβάνει τα διάφορα φρούρια που κατείχαν οι επαναστάτες. Στις 7 Απριλίου 1825 οι Έλληνες θα ηττηθούν στο Κρεμμύδι της Μεσσηνίας. Στις 25 Απριλίου θα καταληφθεί από τους Αιγυπτίους, μετά από σφοδρή σύγκρουση, η Σφακτηρία όπου θα σκοτωθεί ο υπουργός πολέμου Αναγνωσταράς και ο ιταλός φιλέλληνας Σαντόρε Σανταρόζα. Στις 30 Απριλίου θα πέσει το Νεόκαστρο.

Αυτή την κρίσιμη στιγμή ο υπουργός Εσωτερικών Γρηγόριος Δικαίος αναλαμβάνει ο ίδιος να εμποδίσει την προέλαση του Ιμπραήμ πασά, μολονότι συνάντησε μεγάλη απροθυμία εκ μέρους των άλλων Ελλήνων οπλαρχηγών να συνταχθούν μαζί του. Σκοπός του Παπαφλέσσα, σύμφωνα με τον βιογράφο του Φωτάκο, ήταν να κατορθώσει να πετύχει 1-2 νίκες εναντίον του Ιμπραήμ και έτσι από θέση ισχύος να ζητήσει από τον Κουντουριώτη να δώσει αμνηστία, να απελευθερώσει τον Θ. Κολοκοτρώνη και ο ίδιος να εμφανιστεί κυρίαρχος της κατάστασης. Μάλιστα είχε αρχίσει να αλληλογραφεί με τους Ανδρέα Ζαΐμη και Ανδρέα Λόντο, που είχαν απελευθερωθεί και βρίσκονταν στην περιοχή των Καλαβρύτων.

Όπως και να έχουν τα πράγματα, ο Παπαφλέσσας προς τα τέλη Απριλίου αναχώρησε από το Ναύπλιο με κατεύθυνση την Τρίπολη. Εκεί έμεινε 3-4 μέρες και συγκέντρωσε διάφορους οπλαρχηγούς με περιορισμένες δυνάμεις. Στη συνέχεια κινήθηκε προς το Λεοντάρι όπου συγκέντρωσε και κάποια άλλα στρατεύματα. Στην πορεία του, όπως την περιγράφει ο Φωτάκος, περιλαμβάνονται ακόμα τα χωριά Λάκκοι, Φουρτζάλα, Άγιος Φλώρος, σημεία όπου θα συναντήσει λείψανα ελληνικών δυνάμεων που περιφέρονταν ηττημένες μετά από τις επιχειρήσεις του Ιμπραήμ στη Μεσσηνία. Περαιτέρω θα βρεθεί στο χωριό Δραήνα, όπου παρέμεινε 2 ημέρες και έλαβε διάφορα γράμματα από οπλαρχηγούς ότι θα τον συνδράμουν.

Τελικά ο Παπαφλέσσας θα βρεθεί στην περιοχή της Μεσσηνίας, όπου θα αποφασίσει να αντιμετωπίσει τα αιγυπτιακά στρατεύματα, τα οποία είχε εντοπίσει να κινούνται στην περιοχή. Οι στρατιώτες του επέλεξαν μια οχυρή θέση στην οποία έφτιαξαν τρία ταμπούρια. Στις 20 Μαΐου 1825 ο Παπαφλέσσας με 1.500 άνδρες, από τους οποίους τελικά θα παραμείνουν μαζί του 500 άνδρες με επικεφαλής τον οπλαρχηγό Παναγιώτη Κεφάλα, θα συγκρουστεί με τις δυνάμεις του Ιμπραήμ στο ορεινό χωριό Μανιάκι της Μεσσηνίας. Στη σφοδρή σύγκρουση που θα ακολουθήσει οι δυνάμεις του Παπαφλέσσα θα δεχτούν την επίθεση τριών χιλιάδων ιππέων και πεζών των Αιγυπτίων και θα συντριβούν, ενώ και ο ίδιος θα βρει τον θάνατο στο πεδίο της μάχης.

 

Το φίλημα. Σύνθεση που αποδίδει τη θρυλούμενη σκηνή του ασπασμού του νεκρού Παπαφλέσσα από τον Ιμπραήμ πασά, μετά την φιλόδοξη αλλά αποτυχημένη αναμέτρηση στο Μανιάκι. Ελαιογραφία του Α. Γεωργιάδη, 1960.

 

Τα διάφορα περιστατικά, πράξεις και διαλόγους μεταξύ των πρωταγωνιστών, του Παπαφλέσσα και των άλλων οπλαρχηγών, περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια ο Φωτάκος, από τον οποίο παραδίδεται το πασίγνωστο επεισόδιο κατά το οποίο ο Ιμπραήμ διέταξε να καθαρίσουν και να περιποιηθούν το νεκρό σώμα του Παπαφλέσσα, να θέσουν το κομμένο κεφάλι στη θέση του και αφού το παρατήρησε είπε στους αξιωματικούς του: «τω όντι αυτός ήτον ικανός και γενναίος άνθρωπος και καλλίτερον ήτον να επαθαίναμεν άλλην τόσην ζημίαν, αλλά να τον επιάναμεν ζωντανόν, διότι πολύ ήθελε μας  χρησιμεύση».

Εξάλλου, και ο Αμβρόσιος Φραντζής στη δική του Ιστορία  θα μεταφέρει διάφορες λεπτομέρειες, ανάμεσα στις οποίες, εκείνη του γνωστού επεισοδίου, όπου ο Ιμπραήμ ζήτησε και του έφεραν το κεφάλι του Παπαφλέσσα και «ελυπήθη διότι εφονεύθη εις τοιούτος γενναίος ανήρ…».[34]

Όπως είναι φυσικό το επεισόδιο του ηρωικού θανάτου του Γρηγορίου Δικαίου στο Μανιάκι της Μεσσηνίας στα χρόνια που θα ακολουθήσουν θα αποτελέσει – μαζί με άλλα βέβαια κατορθώματα των Ελλήνων – σημείο αναφοράς και συνεχούς αναπαραγωγής από πολλούς συγγραφείς, κυρίως παιδικών και σχολικών αναγνωσμάτων. Αρχίζοντας από το δημοτικό τραγούδι και συνεχίζοντας με το γνωστό διήγημα του Μιχαήλ Μητσάκη «Το Φίλημα» και το θεατρικό του Σπύρου Μελά, συναντούμε μεγάλη παραγωγή κειμένων που προορίζονται για παιδικά αναγνώσματα ή κείμενα για τις σχολικές εορτές, στα οποία ο θάνατος του Παπαφλέσσα αποτελεί κεντρικό μοτίβο. Στην ίδια γραμμή έχει εκδοθεί και στη σειρά «Κλασσικά Εικονογραφημένα» του εκδοτικού οίκου Ατλαντίς-Πεχλιβανίδη αντίστοιχο τεύχος με κείμενο της Σοφίας Μαυροειδή-Παπαδάκη.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Φωτάκος, Bίος του Παπαφλέσσα, σ. 1.

[2] Φωτάκος, Bίος του Παπαφλέσσα, σ. 7.

[3] Ι. Α. Μελετόπουλος, Η Φιλική Εταιρεία, σ. 110.

[4] Ι. Α. Μελετόπουλος, Η Φιλική Εταιρεία, σ. 110, αρ. 92.

[5] Β. Παναγιωτόπουλος, Η Φιλική Εταιρεία, σ. 29.

[6] Β. Παναγιωτόπουλος, Η Φιλική Εταιρεία, σ. 72-73.

[7] Β. Παναγιωτόπουλος, Η Φιλική Εταιρεία, σ. 72-73.

[8] Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Α’, σ. 65.

[9] Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Α’, σ. 91-92.

[10] Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Α’, σ. 105-06.

[11] Ι. Α. Μελετόπουλος, Η Φιλική Εταιρεία, αρ. εγγρ. 7302 και Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Α’, σ. 128.

[12] Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Α’, σ. 133.

[13] Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Α’, σ. 167.

[14] Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Α’, σ. 2-4.

[15] Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Α’, σ. 171-177.

[16] Στο ίδιο, τ. Β’, σ. 115. Η επιστολή είναι γνωστή και από την Απολογία και από τα Απομνημονεύματα του Ξάνθου.

[17] Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Β’, σ. 173.

[18] Στο ίδιο  σ. 178 και Ι. Α. Μελετόπουλος, Η Φιλική Εταιρεία, σ. 66.

[19] Εμμ. Ξάνθου, Απομνημονεύματα, σ. 116 και Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Γ, σ. 53-55.

[20] Ι. Α. Μελετόπουλος, Η Φιλική Εταιρεία, σ. 73-74.

[21] Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Β’, σ. 249.

[22] Β. Παναγιωτόπουλος, Η Φιλική Εταιρεία, σ. 31.

[23] Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Β’, σ. 206.

[24] Ι. Α. Μελετόπουλος, Η Φιλική Εταιρεία, σ. 79.

[25] Στο ίδιο, σ. 81-82.

[26] Στο ίδιο, σ. 82.

[27] Στο ίδιο, σ. 83-87.

[28] Στο ίδιο, σ. 84.

[29] Φωτάκος, Bίος του Παπαφλέσσα, σ. 16-17.

[30] Εμμ. Ξάνθου, Απομνημονεύματα, σ. 144-145 και Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Γ, σ. 108-110.

[31] Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Γ’, σ. 107-107.

[32] Ι. Α. Μελετόπουλος, Η Φιλική Εταιρεία, σ. 89-90.

[33] Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Γ’, σ. 152-156.

[34] Φωτάκος, Bίος του Παπαφλέσσα, σ. 69 και Αμβρ. Φραντζής, Ιστορία, τ. ‘Β, σ. 352.

 

Βιβλιογραφία


 

  • Αμβρ. Φραντζής, Επιτομή της Ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελλάδος, τ. Β’, Αθήνα 1839.
  • Φωτάκος, Bίος του Παπαφλέσσα, Αθήνα 1868 (φωτομηχανική ανατύπωση: Αθήνα 1986).
  • Ι. Φιλήμων, Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρείας, Ναυπλία 1834.
  • Bασίλης Βλ. Σφυρόερας, «Παπαφλέσσας», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, τόμ. 8, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, χ.χ.
  • Τ. Λάππας, Παπαφλέσσας. Βιογραφία του ηρωικού Αρχιμανδρίτη, Αθήνα 1971.
  • Αναστ. Γούδας, Βίοι Παράλληλοι, τόμ. Ε’, Αθήνα 1872.
  • Σόλων Γρηγοριάδης, Ο Παπαφλέσσας, Αθήνα 1982.
  • Αρχείο Εμμανουήλ Ξανθού, Πρόλογος – Ιστορικά Φιλικής Εταιρείας: Ι. Κ. Μαζαράκης – Αινιάν, εισαγωγή: Τρισεύγενη Τούμπανη-Δάλλα, τ. 1-3, Αθήνα, εκδ. Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος, Αθήνα 1997, 2000, 2002.
  • Εμμ. Ξάνθος, Απομνημονεύματα περί της Φιλικής Εταιρείας, Αθήνα 1845.
  • Ι. Α. Μελετόπουλος, Η Φιλική Εταιρεία. Αρχείον Π. Σέκερη, Αθήνα 1967.
  • Γεώργιος Δ. Φράγκος «Φιλική Εταιρεία», Ιστορία τον Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΓ, Αθήνα 1975, σ. 424-432.
  • Ε. Γ. Πρωτοψάλτης, Η Φιλική Εταιρεία. Αναμνηστικόν τεύχος επί τη 150ετηρίδα,Αθήνα 1964.

 

Παναγιώτης Δ. Μιχαηλάρης

Ομότιμος Διευθυντής Ερευνών

Τομέας Νεοελληνικών Ερευνών

Ιστορική Βιβλιοθήκη, οι Ιδρυτές της Νεότερης Ελλάδας  «Οι Φιλικοί», Παναγιώτης Δ. Μιχαηλάρης, Τα Νέα, Αθήνα, 2009.

 

Στρατιωτικές φυλακές Ναυπλίου: Η άγνωστη φυλακή της πόλης

$
0
0

Στρατιωτικές φυλακές Ναυπλίου: Η άγνωστη φυλακή της πόλης


 

«Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

«Μικροϊστορία του Ναυπλίου» στο «Ελεύθερο Βήμα»  μέσα από ένα άρθρο του Χαράλαμπου Αντωνιάδη με τίτλο:

«Στρατιωτικές φυλακές Ναυπλίου: Η άγνωστη φυλακή της πόλης»

 

Ίσως η περισσότερο άγνωστη φυλακή της πόλης του Ναυπλίου είναι η Στρατιωτική Φυλακή. Είναι γνωστές οι φυλακές στο Παλαμήδι, στο κτήριο «Λεονάρδου» και Βουλευτικού, οι  γυναικείες φυλακές στο ισόγειο του Βουλευτικού και σε ιδιωτικό κτήριο και η φυλακή των πολιτικών κρατούμενων στην Ακροναυπλία.

Η Στρατιωτική Δικαιοσύνη οργανώθηκε για πρώτη φορά επί εποχής Καποδίστρια, όταν συγκροτήθηκε το Διαρκές Στρατοδικείο στο Ναύπλιο. Από τον Απρίλιο του 1883 μέχρι και το 1886 λειτουργούσε το τρίτο Διαρκές Στρατοδικείο στη Λάρισα. Για τις ανάγκες έκτισης των ποινών των στρατιωτικών ιδρύθηκαν οι Στρατιωτικές Φυλακές της Ακροναυπλίας (21 Νοεμβρίου 1884), στις οποίες εξέτιαν την ποινή τους όσοι καταδικάζονταν σε ποινές μεγαλύτερες των 3 μηνών.

Η ποινή του θανάτου για τους στρατιωτικούς εκτελείτο με τυφεκισμό ενώ των ποινικών με την γκιλοτίνα.

 

Στρατιωτικές φυλακές Ναυπλίου.

 

1884 (τέλη): Ολοκληρώθηκαν οι εργασίες σε υπάρχοντα ενετικά κτήρια της Ακροναυπλίας, ίσως και με προσθήκη κάποιων νέων κτηρίων για τις ανάγκες στέγασης των στρατιωτικών φυλακών.

1885: Αρχές του έτους άρχισε η μεταφορά των στρατιωτικών καταδίκων από τις φυλακές του Παλαμηδίου στην Ακροναυπλία. Στο χώρο των φυλακών υπάρχει και εκκλησία για τον εκκλησιασμό των κρατούμενων ενώ έχει καταγραφεί και αίτημα για διορισμό μόνιμου ιερέα στη φυλακή. Η φυλακή έχει δύο ορόφους, με δύο θαλάμους, ατομικά κρεβάτια και καρτέλες σε κάθε κρεβάτι με το όνομα, την αναγραφή της ποινής, το αδίκημα και το στρατιωτικό σώμα που άνηκε. Οι εφημερίδες της εποχής πανηγυρίζουν για την εφαρμογή στις στρατιωτικές φυλακές του νέου συστήματος.

1885: Ιδρύεται το 8ο πεζικό σύνταγμα στο Ναύπλιο, το οποίο στεγάζεται στην Ακροναυπλία, στο μεγάλο ενετικό κτήριο (μετέπειτα πολιτικές φυλακές Ακροναυπλίας), δίπλα από τις στρατιωτικές.

1886: Στα μέσα του χρόνου μαθαίνουμε ότι οι φυλακές φιλοξενούν 337 κρατούμενους στρατιωτικούς και είναι πλήρεις.

1888: Έχει μειωθεί ο αριθμός των κρατουμένων σε 221 στρατιωτικούς.

1897: Στα μέσα του χρόνου γέμισαν όλες οι στρατιωτικές φυλακές (π.χ. Μεντρεσές στην Αθήνα) από λιποτάκτες φαντάρους. Πολλοί από τους λιποτάκτες του πολέμου του 1897 οδηγήθηκαν στην Ακροναυπλία.

 

Το κτήριο των στρατιωτικών φυλακών.

 

1897 (Απρίλιος – Μάιος ): Μεταφορά στις στρατιωτικές φυλακές 124 Τούρκων αιχμαλώτων από τον πόλεμο του 1897.

1897: Στα τέλη του έτους μαζική απόδραση από τις στρατιωτικές φυλακές κρατουμένων, οι οποίοι συγκροτούν συμμορία ληστών στην περιοχή της Μαντινείας.

1897: Ορίζεται το Ναύπλιο ως έδρα ταξιαρχίας, που στεγάζεται στην Ακροναυπλία, στο μεγάλο ενετικό κτήριο δίπλα από τις στρατιωτικές φυλακές.

1900: Στις 2 Αυγούστου οδηγούνται στις φυλακές Ακροναυπλίας οι επικεφαλής κινήματος αξιωματικών πεζικού. Το στρατιωτικό κίνημα είχε γίνει στις 18/7/1900.

1902: Στις 2 Ιουνίου υπογράφεται επιστολή στρατιωτικών καταδίκων, όπου επιβραβεύεται ο διοικητής των φυλακών Ι. Παναγιωτόπουλος για την τάξη που έχει επιβάλλει. Από την επιστολή μαθαίνουμε για δύο φόνους μεταξύ των καταδίκων την προηγούμενη χρονιά στη φυλακή.

 

Το συγκρότημα των στρατιωτικών φυλακών στο Ναύπλιο.

 

1903: Τον Απρίλιο, σε έκθεση επιθεωρητή των φυλακών μαθαίνουμε ότι οι κατάδικοι στρατιώτες παίζουν χαρτιά και στα κελιά έχουν μπουκάλια με ούζο και άλλα οινοπνευματώδη ποτά.

1905: Στις 16 Οκτωβρίου γίνεται απόδραση από τις φυλακές Ακροναυπλίας καταδίκου σε ισόβια δεσμά, δεκανέας στο βαθμό.

1909: Στη φυλακή μεταφέρονται οι στασιαστές του κινήματος του Ναυτικού, που έγινε στις 17-10-1909, μετά το κίνημα στο Γουδί.

1909: Το Νοέμβριο ο αριθμός των κρατούμενων είναι 300 στρατιωτικοί.

1913: Στις φυλακές μεταφέρονται και Τούρκοι αιχμάλωτοι.

1921: Το Νοέμβριο μεταφέρονται στις στρατιωτικές φυλακές απεργοί στρατεύσιμοι από το ηλεκτρικό εργοστάσιο της Αθήνας, μετά από απόφαση στρατοδικείου.

1922: Τον Αύγουστο, 800 οι στρατιωτικοί κατάδικοι της Ακροναυπλίας ζητούν να πάνε στο μέτωπο. Έχουν καταδικαστεί από έκτακτα στρατοδικεία. Αν κρίνουμε από τον αριθμό των κρατούμενων, ίσως χρησιμοποιούσαν τότε ως χώρο φυλακής και το μεγάλο ενετικό κτήριο.

1922: Άρχισαν να μεταφέρονται στις φυλακές πολιτικοί κρατούμενοι στρατιωτικοί, οι οποίοι ήταν ενταγμένοι στο ΚΚΕ. Οι στρατιωτικοί κρατούμενοι μεταφέρουν νερό από την πόλη του Ναυπλίου με ντενεκέδες για τη δεξαμενή της φυλακής και ασχολούνται με σπάσιμο χαλικιού. Όταν διαβάζουν ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ τιμωρούνται. Άλλη μια αγγαρεία ήταν ο καθαρισμός των πέντε δεξαμενών της πόλης του Ναυπλίου.

1922: Ψηφίζεται το Ιδιώνυμο (Νόμος 4249/25-7-29) «δίωξη όχι μόνο των πράξεων αλλά και κυκλοφορίας και μετάδοσης ιδεών που επεδίωκαν την ανατροπή του ισχύοντος κοινωνικού καθεστώτος».

1929: Καθιερώνεται νομικά ως τρόπος εκτέλεσης αποκλειστικά ο τυφεκισμός για όλους τους θανατοποινίτες κρατούμενους.

1931: Τον Ιούλιο του 1931 δημοσιεύεται επιστολή στο ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ, η οποία υπογράφεται από τον «Κόκκινο φαντάρο». Εκεί μαθαίνουμε ότι το συσσίτιο είναι κακό, ο ίδιος έχει περάσει 25 μήνες στη φυλακή και η αγγαρεία του είναι να σπάει πέτρες. Το ημερομίσθιο του φυλακισμένου είναι οχτώ δραχμές την ημέρα και η καταβολή του αργή.

 

Το κτήριο των στρατιωτικών φυλακών και η αναγραφή της φυλακής στην πρόσοψη του κτηρίου.

 

1932: Στις στρατιωτικές φυλακές οδηγούνται φαντάροι που ανήκουν στο ΚΚΕ, οι οποίοι κατηγορούνται ότι «συνεδρίασαν για την ανατροπή του καθεστώτος» ή μοίραζαν προκηρύξεις.

1932: Αντιθέσεις μεταξύ πολιτικών και ποινικών στρατιωτικών κρατούμενων. Οι πολιτικοί κρατούμενοι κατηγορούν το σύστημα ότι αφήνει ελεύθερα τα ναρκωτικά στη φυλακή (χασίς).

1935: Στις 13 Απριλίου οδηγούνται στην φυλακή οι Βενιζελικοί αξιωματικοί, που συμμετείχαν στο πραξικόπημα ενάντια στον Κονδύλη. Το αποτυχημένο πραξικόπημα έγινε την 1η Μαρτίου 1935. Συνολικά φυλακίστηκαν στην Ακροναυπλία 206 αξιωματικοί. Στις 2 Δεκεμβρίου αποφυλακίζονται οι φιλοβενιζελικοί αξιωματικοί κρατούμενοι.

1935: Τον Δεκέμβριο αρχίζουν απεργία πείνας στις στρατιωτικές φυλακές πολιτικοί κρατούμενοι για να τους δοθεί αμνηστία.

1936: Προβληματισμός για τις φυλακές και το διαχωρισμό ανάμεσα σε διαφορετικές κατηγορίες φυλακισμένων. Έχει αποφασιστεί, όπως μαθαίνουμε από τοπική εφημερίδα η μετατροπή των φυλακών αποκλειστικά «για τους κομμουνιστάς».

1937: Στις 3 Φεβρουαρίου αρχίζει η λειτουργία των φυλακών Ακροναυπλίας. Η άποψη του Μανιαδάκη ήταν να βρίσκονται σε διαφορετικούς χώρους οι πολιτικοί με τους ποινικούς κρατούμενους, χωρίς επαφή. Οι φυλακές της Ακροναυπλίας λειτουργούν στο μεγάλο ενετικό κτήριο.

 

Χαράλαμπος Αντωνιάδης

 

Διαβάστε ακόμη:

Πανούκλα – Ο μαύρος θάνατος στο Μεσαίωνα

$
0
0

Πανούκλα – Ο μαύρος θάνατος στο Μεσαίωνα | Στέφανος Γερουλάνος, καθηγητής Ιστορίας Ιατρικής, Ιωάννινα


 

Ιωάννης Βοκάκιος, από το βιβλίο «Académie Des Sciences Et Des Arts» του Isaac Bullart, που εκδόθηκε στο Άμστερνταμ από τον Elzevier το 1682.

Ποτέ άλλη αρρώστια δεν προκάλεσε τόσο πολλούς νεκρούς στον κόσμο όσο ο Μαύρος θάνατος ή πανούκλα. Μόνο η Ευρώπη θρήνησε πάνω από 25 εκατομμύρια νεκρούς από το 1348 μέχρι και το 1420. Πέρα απ’ αυτό όμως καμιά άλλη επιδημία δεν προκάλεσε τέτοιο φόβο, πανικό και φρίκη. Όπως αναφέρει ο Βοκάκιος: «Αυτή η συμφορά προξένησε τέτοια τρομάρα στις ψυχές ανδρών και γυναικών, ώστε απαρνήθηκε αδελφός τον αδελφό, θείος τον ανιψιό και αδελφή τον αδελφό. Οι γυναίκες συχνά εγκατέλειπαν τους άνδρες τους. Και το χειρότερο, αν και φαντάζει απίστευτο, πατεράδες και μανάδες φέρονταν στα παιδιά τους σαν ξένα, αρνούμενοι να τα δουν και να τα φροντίσουν». Ο κίνδυνος να κολλήσει ο ένας απ’ τον άλλο ήταν τόσο μεγάλος και ο θάνατος κάτω από τραγικές συνθήκες τόσο βέβαιος, ώστε οδήγησε ο’ αυτές τις απάνθρωπες συμπεριφορές.

Μια πρώτη περιγραφή της αρρώστιας συναντάμε ήδη στην Παλαιά Διαθήκη και μάλιστα γύρω στο 1060 π.Χ., στον πόλεμο των Ιουδαίων με τους Φιλισταίους. Περισσότερες από 30 αναφορές σε ανάλογες επιδημίες συναντάμε στη Βίβλο. Είναι ο θεός που τιμωρεί τους ανθρώπους για τις άδικες ή αμαρτωλές πράξεις τους. Εδώ διαφαίνεται ήδη ότι η ασθένεια συναντάται συχνότερα σε πολέμους, σε λιμούς, ή άλλες καταστροφές.

Τον τιμωρό θεό τον φαντάζονταν Εβραίοι, Αιγύπτιοι και Μεσοποτάμιοι, όπως και στην Ελλάδα του Ομήρου ή του Σοφοκλή, με τόξο στα χέρια και θανατηφόρα Βέλη. Στην αρχαία Ελλάδα ήταν ο Απόλλων συχνά μαζί με την Άρτεμη που εκτόξευαν αυτά τα βέλη.

Σε πείσμα της χριστιανικής θρησκείας, η πεποίθηση ότι η πανώλης προκαλείται από αόρατα βέλη θα κυριαρχήσει μέχρι και το Μεσαίωνα. Από αυτά τα βέλη θεωρούσαν τότε ότι προστάτευε τους πιστούς ο Άγιος Σεβαστιανός. Από τον καιρό αυτό οι αναφορές για επιδημίες πανώλους στην Αθήνα, τη Ρώμη, την Κωνσταντινούπολη ή αλλού είναι πολλές. Συχνά όμως εξελάμβαναν διάφορες άλλες επιδημίες για πανώλη, όπως π.χ. τον περίφημο λοιμό των Αθηνών, που περιέγραψε ο Θουκυδίδης. Παλαιότερα πίστευαν ότι επρόκειτο για πανώλη, σήμερα πιστεύουμε ότι ήταν μάλλον ή ευλογιά ή συνδυασμός ευλογιάς με εξανθηματικό τύφο.

 

Από την πανούκλα μόνο η Ευρώπη

Θρήνησε πάνω από 25 εκατομμύρια νεκρούς,

από το 1348 μέχρι και το 1420.

 

 

Ρούφος ο Εφέσιος.

Ο πρώτος που περιγράφει πραγματικά την πανώλη είναι ο Ρούφος ο Εφέσιος (110-180 μ.Χ.), που την ξεχωρίζει από τις άλλες επιδημίες. Αναφερόμενος στην επιδημία που άρχισε την εποχή του Τραϊανού (100 μ.Χ.) αναφέρει για πρώτη φορά το «βουβώνα», δηλαδή τη διόγκωση και διαπύηση λεμφαδένων και τις θέσεις που η αρρώστια μπορεί να πρωτοεμφανιστεί. Ο ίδιος, αναφερόμενος σε κάποιον Διονύσιο, περιγράφει και μια όμοια επιδημία του 280 π.Χ. σε Λιβύη, Αίγυπτο και Συρία. Όπως μας λέει, και οι δύο αυτοί λοιμοί ήταν τραγικά θανατηφόροι.

Πολύ γνωστή είναι και η επιδημία που ενέσκηψε επί Μάρκου Αυρηλίου το 164 μ.Χ. Ο στρατός του νίκησε μεν τους Πάρθους στην Κτησιφώντα της Μεσοποταμίας, αλλά προσβλήθηκε από πανώλη που εξαπλώθηκε μετά σ’ όλη τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Διήρκεσε 24 ολόκληρα χρόνια και τελικά σκότωσε και τον ίδιο τον αυτοκράτορα έξω απ’ τη Βιέννη. Είναι η εποχή του Γαληνού (130-198 μ.Χ.), ο οποίος φοβούμενος μην κολλήσει εγκαταλείπει την πόλη της Ρώμης δυο φορές. Σε πολλά από τα βιβλία του που διασώθηκαν, ο Γαληνός αναφέρεται συχνά στην πανώλη αλλά και σε άλλους λοιμούς. Αιτία αυτών των επιδημιών είναι ο μολυσμένος αέρας, το μίασμα, που έλεγε ο Ιπποκράτης, μαζί με «τη δυσκρασία των χυμών». Με φωτιές, καπνούς και θυμιάματα προσπαθούν λοιπόν να απολυμάνουν τους χώρους και τον αέρα, κάτι που επέζησε μέχρι την εποχή μας. Ποιος δεν θυμάται το σφράγισμα των δωματίων νοσοκομείων έπειτα από θάνατο ασθενούς με λοίμωξη και την «απολύμανση» με ατμούς φορμαλίνης ή άλλων αντισηπτικών. Κατάλοιπα της αρχαίας και μεσαιωνικής ιατρικής.

Ανάλογα γνωστή είναι και η επιδημία επί Ιουστινιανού, που περιγράφει ο ιστορικός Προκόπιος. Μια νέα ενδιαφέρουσα παρατήρηση καταγράφει πρώτος ο μεγάλος Άραβας ιατρός Αβικέννας (980- 1037). Πριν εκδηλωθεί επιδημία πανώλους, αρχί­ζουν να βγαίνουν απ’ τη γη ποντικοί, αρουραίοι και άλλα πολλά τρωκτικά. Συμπεριφέρονται σαν μεθυσμένα, γεννάνε όπου βρουν και πεθαίνουν σωρηδόν.

 

Αβικέννας, ο μεγάλος άραβας ιατρός που συνέδεσε πρώτος την πανώλη με τους ποντικούς. Πορτρέτο σε ασημένιο βάζο. Museum at BuAli Sina (Avicenna) Mausoleum – Hamadan – Western Iran.

 

Τεράστιες απώλειες είχαν και οι σταυροφό­ροι κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Αντιόχειας το 1097-98. Εδώ πέθαναν περί­που 50.000 σταυροφόροι. Μία ομάδα από 1.500 Γερμανούς, που έφθασαν με πλοία απ’ το Ρέγκενσμπουργκ (Regensburg) της Βαυα­ρίας, πέθαναν μέσα σε λίγες μέρες μετά την απο­βίβασή τους. Τελικά από τους 100.000 σταυροφό­ρους που ξεκίνησαν την πολιορκία της Αντιόχειας, μόνο 21.000 γλίτωσαν και προχώρησαν προς την Ιε­ρουσαλήμ. Υπάρχουν ανάλογες αναφορές και από επόμενες σταυροφορίες. Πολλοί ιστορικοί μιλούν για 4, άλλοι για 7 σταυροφορίες. Στην πραγματι­κότητα όμως πρόκειται για διάφορα κύματα σταυ­ροφόρων. Το πήγαιν’-έλα δεν σταμάτησε ποτέ. Συ­νήθως πήγαιναν πεζή για να προσκυνήσουν και αφού πλιατσικολογούσαν ό,τι έβρισκαν στο δρόμο, έφθαναν στην Ιερουσαλήμ και έφευγαν, όντας «πιο πλούσιοι», με πλοία. Εκτός από τα κλοπιμαία έ­φερναν μαζί τους στα πλοία τους μαύρους αρουραίους, τους πιο επικίνδυνους ξενιστές της ασθέ­νειας. Έτσι, η αρρώστια δεν μπορούσε να καταλα­γιάσει ποτέ στη Δύση.

Οι πόλεις στην Ευρώπη ήταν τότε πολύ φτωχές. Οι αγρότες από το φόβο των επιδρομών κατέφευγαν μαζί με τα ζώα τους μέσα στις πόλεις. Κάθε πρωί τα έβγαζαν έξω από τα τείχη για να βοσκή­σουν ελεύθερα. Το απόγευμα τα έφερναν πίσω. Ο δρόμος μπροστά από κάθε σπίτι θεωρούνταν τότε ιδιοκτησία του σπιτιού. Εκεί στάβλιζαν τα ζώα τους και στοίβαζαν τα ξύλα. Ιδεώδης χώρος για τους πο­ντικούς και τους αρουραίους όπου εύρισκαν τροφή και κατοικία.

 

Η επιδημία πρωτάρχισε στην Κίνα,

όπου η πανώλης θέρισε 13 εκατομμύρια

ανθρώπους μέσα σε λίγα χρόνια

 

Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες ανέτειλε ο 14ος αι­ώνας, που έμελλε να φέρει σε όλη την τότε γνωστή οικουμένη μια νέα καταστροφή. Η επιδημία πρω­τάρχισε στην Κίνα, όπου η πανώλης θέρισε κυριολεκτικά τον πληθυσμό και 13 εκατομμύρια άνθρω­ποι πέθαναν μέσα σε λίγα χρόνια. Η μογγολική δυναστεία που κυβερνούσε τότε την Κίνα – ας θυ­μηθούμε τις στενές σχέσεις τους με το Βυζάντιο  τη Μαρία των Μογγόλων, την εκκλησία της Παναγίας των Μογγόλων στην Κωνσταντινούπολη, κ.ά.- αποδεκατίστηκε και αντικαταστάθηκε από τοπικούς ηγεμόνες, τη μετέπειτα περίφημη δυναστεία των Μινγκ (Ming) (1368-1644). Από εκεί η επιδημία πέρασε στις Ινδίες όπου σκόρπισε το θανατικό. Το 1347 μαζί με το μετάξι έφθασε στην Κριμαία. Οι Τάταροι πολιορκούσαν τότε την πόλη Φεοδοσία, που κατείχαν Γενουάτες. Η κατάσταση μέσα στην πόλη χειροτέρευε όλο και περισσότερο. Τότε εμφανίστηκε η επιδημία πανώλους στο στρατό των Τατάρων. Εκατοντάδες στρατιωτικοί πέθαιναν καθημερινά. Για να σπάσουν την αντίσταση των Ιτα­λών οι Τάταροι άρχισαν να πετάνε με τους καταπέλτες πτώματα μέσα στα τείχη. Η πανώλης εξα­πλώθηκε και εκεί. Οι Τάταροι όμως λόγω του λοιμού αναχώρησαν. Τότε οι Γενουάτες μπήκαν αμέ­σως στα πλοία τους και έφυγαν για τη Δύση. Στο δρόμο τους έφεραν την πανώλη στην Κωνσταντι­νούπολη. Από εκεί πήγαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν στη Σικελία. Όταν τα 12 πλοία έφθασαν αρχές Οκτωβρίου του 1347 στη Μεσσήνη, λίγες μέ­ρες μετά άρχισε το μεγάλο θανατικό (Mortalega grande). Έδιωξαν αμέσως τους Γενουάτες από την

πόλη τους, οι οποίοι συνέ­χισαν την επι­στροφή προς την πα­τρίδα τους, φέρνοντας ό­που άραζαν το θάνατο. Οι πανικοβλημένοι Μεσσήνιοι έφυγαν από την πόλη ζητώντας προστασία από την Αγία Αγάθη, τα θαυματουργά λείψανα της οποίας φυλάσσο­νταν στην Κατάνια. Η επιδημία εξαπλώθηκε κι εκεί. Όσοι Κατάνιοι επέζησαν βγήκαν στην ενδοχώρα ή πήγαν στο Παλέρμο. Από την αρρώστια πέθαναν στο Παλέρμο 60.000 άτομα.

Φεύγοντας από τη Μεσσήνη τα περισσότε­ρα πλοία με τους Γενουάτες ανέβηκαν τα δυτικά παράλια της Ιταλίας και έφεραν το θανατικό στην Πίζα, τη Γένοβα και το Νοέμβριο στη Μασσαλία. Ένα μικρό μέρος των καραβιών ανέβηκε την Αδριατική. Ο λοιμός εξαπλώθηκε στις Δαλματικές ακτές και με­τά στη Βενετία. Την εποχή εκείνη έγραψε ο Βοκάκιος το γνωστό «Δεκαήμερο». Στην αρχή του βι­βλίου περιγράφει την ασθένεια, το «βουβώνα» και τους μαύρους ή μπλε λεκέδες στο δέρμα. Είναι αυ­τός που δίνει στην αρρώστια το όνομα «Μαύρος θά­νατος». Ο ανίδεος περί την ιατρική συγγραφέας ανατρέπει πρώτος τις παλιές θεωρίες του Γαληνού, περί μιάσματος και δυσκρασίας των χυμών.

 

Η πανώλη στη Φλωρεντία το 1348, όπως περιγράφεται στο «Δεκαήμερο» του Βοκάκιου.

 

Αρχές Ιανουάριου του επομένου έτους η πανώλης φθάνει στην Αβινιόν, που ήταν τότε έδρα του πάπα Κλήμη ΣΤ. Μέχρι το τέλος του Απριλίου υπολογίζεται ότι είχαν πεθάνει 60.000 άνθρωποι, μεταξύ των οποίων και 9 καρδινάλιοι.

Οι αδυναμία των ιατρών να καταπολεμήσουν την αρρώστια συνοψίζεται στον αφορισμό της εποχής: «Fuge, fuge cito, fuge long, fuge tadre» = Φύγε, φύγε μακριά, φύγε για μεγάλο διάστημα.

Τον Ιούνιο η πανώλης είχε φθάσει στο Παρίσι, τον Αύγουστο στο Καλέ, τον Οκτώβριο στο Λονδίνο. Απ’ τα 4 εκατομμύρια που είχε πληθυσμό το Λονδίνο μέσα σε 16 μήνες έμειναν 2,5. Στη Γερμανία το 1349 πέθαναν μέσα σ’ ένα χρόνο τουλάχιστον 1,2 εκατομμύριο άνθρωποι.

 

Είναι η εποχή που η Ευρώπη

θρήνησε μέσα σε λίγα χρόνια

από το Μαύρο θάνατο 25

εκατομμύρια νεκρούς,

 δηλαδή το 1/2 του τότε πληθυσμού της.

 

Είναι η εποχή που η Ευρώπη θρήνησε μέσα σε λίγα χρόνια από το Μαύρο θάνατο 25 εκατομμύρια νεκρούς, δηλαδή το 1/2 του τότε πληθυσμού της. Στη δυστυχία αυτή πρέπει να προστεθεί και η καταδίωξη των Εβραίων, επειδή κάποιος αντισημίτης διαδίδει ότι οι Εβραίοι έριξαν δηλητήριο στα πηγάδια και τις στέρνες. Με τη δικαιολογία αυτή, άλλους σκοτώνουν, άλλους διώχνουν απ’ τις πόλεις, άλλους πάλι τους καίνε ζωντανούς. Υπάρχουν περιγραφές ότι μέσα σε μια Κυριακή έκαψαν ζωντανά πάνω στην ίδια φωτιά κάπου 300 άτομα.

Η επιδημία και οι μαζικοί θάνατοι έφεραν βέβαια και οικονομικό μαρασμό. Τα χωράφια έμεναν ακαλλιέργητα αφού δεν υπήρχαν εργάτες να τα δουλέψουν. Έτσι, έλειπαν τα αγαθά πρώτης ανάγκης. Οι δρόμοι και οι γέφυρες δεν επισκευάζονταν. Το εμπόριο φυτοζωούσε. Όσοι χωρικοί μπορούσαν μετανάστευαν, όσοι έμεναν πίσω καταπιέζονταν και δεν είχαν να φάνε. Το 1358 στη Γαλλία και το 1381 στην Αγγλία οι χωρικοί επαναστατούν. Όμως οι επαναστάσεις αυτές καταπνίγονται τελικά στο αίμα, προσθέτοντας στους νεκρούς του λοιμού και τους νεκρούς των εμφυλίων πολέμων.

Μέσα απ’ τη δυστυχία αυτή, οι άνθρωποι έμαθαν και καθιέρωσαν κάποιες βασικές πρακτικές για την καταπολέμηση της πανώλους, όπως: η απομόνωση όσων αρρώσταιναν, ο ψεκασμός ή η κάλυψη των νεκρών με ασβέστη, νιτρικό οξύ, θειάφι ή καμφορά, το πλύσιμο των χεριών και του προσώπου με ξίδι που περιέχει αντισηπτικές πολυφενόλες, η υποχρέωση να δηλώνεται κάθε κρούσμα, η απαγόρευση των συναθροίσεων. Για πρώτη φορά απαγορεύονται οι σκουπιδότοποι (χωματερές) μέσα στις πόλεις και αν δεν γινόταν αλλιώς, τις σκέπαζαν κάθε τόσο με ασβέστη. Επίσης απαγορεύονται τα χοιροστάσια μέσα στην πόλη.

Οι προφυλακτικές αυτές μέθοδοι υγιεινής βοήθησαν κυρίως στην προστασία από άλλες ασθένειες. Η μόνη μέθοδος όμως που βοήθησε πραγματικά στο να μη διαδοθεί περαιτέρω η πανώλης ήταν η απομόνωση.

 

Ο θρίαμβος του θανάτου, περ. 1562, έργο του Φλαμανδού ζωγράφου Πίτερ Μπρίγκελ του πρεσβύτερου (Pieter Bruegel περ. 1525-1530 – 1569). Μουσείο ντελ Πράδο, Μαδρίτη.Στη μακάβρια παράσταση ο αυτοκράτορας, ο καρδινάλιος, ένα ερωτευμένο ζευγάρι. Αριστερά, ο θάνατος απλώνει ένα δίχτυ για να πιάσει μέσα τους ανθρώπους και τους οδηγεί στα βάθη της γης.

 

Το 1374 η Βενετία, που είχε τραγικά δοκιμαστεί από επανειλημμένες επιδημίες, αποφασίζει να απομονώνεται κάθε πλοίο, πραμάτεια, ή ταξιδιώτες που έρχονταν από μολυσμένα μέρη στην αρχή για 30 και αργότερα για 40 ημέρες (καραντίνα). Τα πλοία έπρεπε να σηκώνουν κίτρινη σημαία και αγκυροβολούσαν στο νησάκι του Αγίου Λαζάρου (Isola di S. Lazaro), όπου υπήρχε και μικρό νοσοκομείο, το Lazaretto. Από εδώ προέρχονται και οι όροι καραντίνα (ιταλικά quaranta =σαράντα), Λαζαρέτο και η λέξη isolation= απομόνωση, από τη λέξη isola=νηοί. Για να γλιτώσουν την καραντίνα που τους κόστιζε ακριβά, οι καπετάνιοι ζη­τούσαν από το λιμάνι αναχώρησης και τα ενδιάμε­σα λιμάνια όπου άραζαν επιστολή που βεβαίωνε ό­τι στο συγκεκριμένο λιμάνι δεν υπήρχε επιδημία πανώλους. Πολλά απ’ αυτά ήταν ψεύτικα. Έτσι απέφευγαν την καραντίνα. Τα μέτρα δεν έφερναν το προσδοκώμενο αποτέλεσμα και ο πληθυσμός στράφηκε προς τους δύο μεγάλους προστάτες, τον Άγιο Ρόκο και τον Άγιο Σεβαστιανό.

 

Νησάκι του Αγίου Λαζάρου (Isola di S. Lazaro).

 

Με την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως το 1453, αρχίζει δυστυχώς μια νέα εποχή για την πανώλη στην Ανατολή. Το περίφημο Επταπύργιο, το ση­μερινό Jedi Kule, τόπος καραντίνας στη βυζαντινή εποχή, καταργείται και μετατρέπεται σε φυλακή, καθ’ ότι η θέση του Κορανιού στο θέμα των ασθενειών είναι ξεκάθαρη: οι αρρώστιες στέλνονται α­πό τον Αλλάχ και εκείνος αποφασίζει αν οι άν­θρωποι θα ζήσουν ή θα πεθάνουν. Ακόμη και αν βρίσκεται κανείς στον πιο ισχυρό πύργο, ο θάνατος αν είναι να τον βρει θα τον βρει. Η θέση αυτή του Κορανιού ήταν μέχρι το 1836 αμετακίνητη. Η Πόλη αλλά και ολόκληρη η Οθωμανική Αυτοκρατορία θα παραμείνει μια μεγάλη δεξαμενή της πανώλους μέχρι το 1836, οπότε ο Τούρκος Σεχουνισλάμ για πρώτη φορά έλαβε θέση λέγοντας ότι δεν είναι όλες οι αρρώστιες από τη μοίρα.

Στη Δύση το 1546 ο Τζιρολάμο Φρακαστόρο (Girolamo Fracastoro) (1483-1553) θα γράψει το περίφημο βιβλίο του για τις μεταδοτικές λοιμώξεις. Εκεί ξεχωρίζει ξανά, 1.400 χρόνια μετά τον Ρούφο, την πανώλη από άλλες μεταδοτικές ασθένειες κα πιστοποιεί ότι είναι τρομερά επικίνδυνο ακόμη και το να πάρεις ένα ρούχο από κάποιον άρρωστο με πανώλη. Όμως ούτε ο ίδιος ούτε ο Τζερόνιμο Μερκουριάλε (Geronimo Mercuriale), που συνέχισε την παράδοσή του, υποπτεύθηκαν ότι η αιτία της μόλυνσης ήταν οι ψύλλοι των ποντικών που κρύβονταν στα υπάρχοντα των πεθαμένων.

 

O Ιταλός γιατρός και ποιητής Τζιρολάμο Φρακαστόρο, συγγραφέας του βιβλίου για τις μεταδοτικές λοιμώξεις.

 

Τον ίδιο καιρό περίπου, ο Αμβρόσιος Παρέ (Ambroise Paré, 1510-1590), πατέρας της νεότερης χειρουργικής, πλησίασε κοντότερα στα αίτια της λοίμωξης. Επισήμανε ξανά το γεγονός του θανάτου των αρουραίων λίγο πριν από την έναρξη επιδημίας πανώλους. Χρειάστηκε όμως να περάσουν άλλα 250 χρόνια μέχρις ότου ο Ελβετός Γιερσέν (Yersin) ανακαλύψει την αιτία και τη σχέση της αρρώστιας με τους αρουραίους και τους ψύλλους των τρωκτικών.

 

Αμβρόσιος Παρέ (Ambroise Paré, 1510-1590), πατέρας της νεότερης χειρουργικής, ενώ εξετάζει ασθενή.

 

Την ίδια εποχή η Γερμανία θρήνησε 12 με 13 εκατομμύρια νεκρούς μόνο από επιδημίες που ενέσκηψαν λίγα χρόνια μετά τη Μεταρρύθμιση του Λούθηρου, μεγάλο μέρος από τις οποίες οφειλόταν στην πανώλη. Οι πόλεμοι που ακολούθησαν τις μεταρρυθμίσεις χειροτέρεψαν τα πράγματα. Όταν οι Σουηδοί κατέλαβαν τη Γερμανία στον τριακονταετή πόλεμο, η πανώλης εξαπλώθηκε και πάλι σε όλη τη χώρα. Ο πληθυσμός του Άουγκσμπουργκ (Augsburg) και του Ρέγκενσμπουργκ σχεδόν εξαφανίστηκε. Σε μια πολίχνη, ονόματι Σβέιντνιτς (Schweidnitz), πίσω απ’ τα τείχη της οι δρόμοι είχαν γεμίσει άθαφτους νεκρούς που τους μετέφεραν μαζικά. Για να μην ακούγεται ο μακάβριος θόρυβος της ρόδας στο λιθόστρωτο αναγκάστηκαν να βάλουν στις ρόδες των κάρων πέτσινα λουριά, μια εφεύρεση που καθιερώθηκε από τότε και για τις άμαξες μεταφοράς ατόμων.

Μια και δεν υπήρχαν νεκροθάφτες, πετούσαν τους νεκρούς σε κάρα και από εκεί στο ποτάμι ή τους έθαβαν σε κοινό τάφο. Στο νεκροταφείο του Αγίου Λεονάρδου διατηρείται και σήμερα ταφόπλακα με γραπτή μαρτυρία του γεγονότος: «Εδώ είμαστε θαμμένοι 77, που πεθάναμε σε μια μέρα από την πανώλη, έτος 1637». Ανάλογα περιστατικά διαδραματίζονταν στη Γαλλία, την Αγγλία και την υπόλοιπη Ευρώπη. Παντού υπήρχε σκηνικό φρίκης. Στα σπίτια έφθασαν να μένουν μόνον κατοικίδια ζώα. Στις πόλεις κατέβαιναν λύκοι και επετίθεντο στους ανθρώπους. Αγελάδες και πρόβατα έμεναν έρημα στα χωράφια και μούγκριζαν γιατί δεν υπήρχε κανείς να τ’ αρμέξει, ενώ τα σιτηρά δεν υπήρχε κανείς για να τα κόψει. Σ’ όλα αυτά πρέπει να προστεθεί ο φθόνος, η επιβουλή της περιουσίας των άλλων (αρκούσε να κατηγορήσει κανείς τη διπλανή του για μάγισσα, ώστε να καεί στην πυρά και να καρπωθεί αυτός την περιουσία της), και γενικά η επικράτηση του νόμου του ισχυροτέρου. Στην επιδημία του 1636 ο αρχιεπίσκοπος του Μάιντς (Mainz) απαγόρευσε για πρώτη φορά τα βασανιστήρια και τις δίκες των μαγισσών, παρακινούμενος από το φίλο του ιησουίτη Φρειδερίκο φον Σπέε (1591-1635), που ως εξομολογητής των άτυχων αυτών ανθρώπων είχε κατανοήσει ότι ήταν θύματα. Το βιβλίο του Σπέε, που πρωτοτυπώθηκε το 1631, επανατυπώθηκε πολλές φορές στις επόμενες δεκαετίες, πάντα με ψευδώνυμο για το φόβο των αντιποίνων.

 

Χάρτης διασποράς της πανδημίας.

 

Το 1631 ένας άλλος Ιησουίτης, ο Αθανάσιος Κίρχνερ, θα ανακαλύψει με το μικροσκόπιο μέσα στο πύον από βουβώνες, αλλά και στο αίμα ασθενών, κάτι μικρά σκουληκάκια που ονόμασε «vermiculi» και εντόπισε σ’ αυτά την αιτία της πανώλους. Αν ήταν πράγματι τα Gram – αρνητικά βακτήρια που προκαλούν την πανώλη, είναι δύσκολο να το πει κανείς σήμερα. Δεν παύει όμως να είναι ο πρώτος που έγραψε ότι το λεγόμενο «μίασμα» δεν είναι τίποτε άλλο από ένας στρατός από μικρά σκουληκάκια που μπαίνει με την αναπνοή ή από το δέρμα στο σώμα, κάνει τους αδένες να γεμίζουν πύον και σκοτώνουν τον ασθενή. Οι πρακτικές όμως που ακολουθούσαν τότε οι ιατροί ήταν ακόμη «μεσαιωνικές». Ο φόβος για το μίασμα τους έκανε να ντύνονται με βαριά ρούχα ποτισμένα σε κερί και να φοράνε μια περίεργη μάσκα, μέσα στην οποία έβαζαν σφουγγάρι ποτισμένο με ξίδι, καμφορά ή άλλα αντισηπτικά ονομαζόμενα «νερά της πανώλους». Ένα από αυτά ανακάλυψαν γύρω στο 1700 στην Κολονία δύο Ιταλοί αδελφοί, ο Ιωάννης-Βαπτιστής και ο Ιωάννης-Μαρία Φαρίνα Είναι το επιλεγόμενο «Eau de Cologne», η σημερινή κολόνια.

 

Ο Ιησουίτης Αθανάσιος Κίρχνερ που πρώτος είδε μέσα στο πύον και το αίμα παθογόνους μικροοργανισμούς που αποκάλεσε σκουληκάκια (vermiculi).

 

Ιατρική προφυλαχτική φορεσιά του 17ου αι. που «προφύλασσε» από την πανώλη. Στην κορακοειδή μύτη τοποθετούσαν ένα σφουγγαράκι που το πότιζαν με ξίδι και μετά το 1700 με κολόνια.Χαλκογραφία του Γιατρού Schnabel [εδώ Dr. Beak], ένας γιατρός της πανούκλας του 17ου αιώνα, στη Ρώμη, περίπου το 1656.

 

Όμως ήδη πριν από το 1700 στη διάρκεια του αγγλοολλανδικού πολέμου (1665-67), μια νέα επιδημία ξέσπασε στο Λονδίνο και απ’ τους 500.000 κατοίκους πέθαναν οι 70.000. Στο ημερολόγιο του γραμματέα του αγγλικού ναυαρχείου Σαμουήλ Πέπι (1633-1703) περιγράφονται τραγικές λεπτομέρειες για την επιδημία αυτή. Κατά την ίδια επιδημία ξεσπά στις 2 Σεπτεμβρίου του 1666 η μεγάλη πυρκαγιά που αποτέφρωσε το μεγαλύτερο μέρος του Λονδίνου. Στη φωτιά παραδόθηκαν 460 δρόμοι με 14.000 σπίτια και 80 εκκλησίες. Το ευτύχημα όμως ήταν ότι μαζί μ’ αυτά κάηκαν οι ποντικοί και οι φωλιές τους. Λίγο μετά, το αγγλικό Κοινοβούλιο αποφασίζει να απαγορεύσει τις ξύλινες κατασκευές σπιτιών για να μην ξαναπροκληθούν τέτοιας έκτασης ζημιές από τη φωτιά. Δίνονται άδειες κατασκευής μόνο σε σπίτια που κτίζονται με πυρότουβλα. Στο μέρος αυτό του Λονδίνου δεν ξαναεμφανίστηκε επιδημία πανώλους. Τα ποντίκια δεν μπορούσαν να φωλιάσουν κοντά σε ανθρώπους και οι ψύλλοι να μεταδώσουν τα βακτήρια στον άνθρωπο.

 

Φέρετρο πολλαπλών χρήσεων για νεκρούς από πανώλη, 17ος αι. Δίπλα ιατρική προφυλακτική φορεσιά του 10ου αι. Από πίσω αντίγραφο της ελαιγραφίας «Ο θρίαμβος του θανάτου». Κάτω από το φέρετρο δύο αρουραίοι. Μουσείο Ιστορίας Ιατρικής Πανεπιστημίου Ζυρίχης.

 

Στις άλλες ευρωπαϊκές πόλεις οι επιδημίες έρχονται κι επανέρχονται. Το 1679 η Βιέννη μετρά 140.516 νεκρούς. Μόλις συνέρχεται η πόλη εισάγεται για πρώτη φορά ο θεσμός του διαβατηρίου υγείας για τον καθένα που θα μπει. Σώμα στρατού 10.000 ανδρών γύρω απ’ την πόλη ελέγχει τον καθένα και την πραμάτειά του και διασφαλίζει την τήρηση του θεσμού. Έτσι γεννιέται γενικότερα ο θεσμός του διαβατηρίου και του τελωνείου.

Οι αυστηροί έλεγχοι, είτε στα λιμάνια της Μεσογείου είτε γύρω απ’ τις πόλεις, όπως η Βιέννη, δεν είχαν πάντα αποτέλεσμα. Στις 25 Μαΐου 1720 άραξε στη Μασσαλία το πλοίο «Le Grand Saint Antoine». Το περίμεναν με ανυπομονησία γιατί έφερνε πραμάτεια απ’ την Ανατολή για μια μεγάλη εμπορική έκθεση. Ο καπετάνιος του είχε ήδη μαζί του τρία διαβατήρια υγείας από τη Σίδη, την Τρίπολη και την Κύπρο, που του επέτρεπαν ελεύθερη πρόσβαση, αλλά και ένα άλλο απ’ τον ιατρό του πλοίου – που είχε ήδη πεθάνει μετά από 7 ναύτες -, το οποίο έλεγε ότι πέθαναν από πανώλη. Στις 27 Μαΐου πεθαίνει άλλος ένας μέσα στο πλοίο. Τον νεκροτομούν στο νοσοκομείο του λιμανιού, αλλά κρύβουν πάλι ότι ήταν πανώλης. Στις 12 Ιουνίου  πεθαίνει ο υπάλληλος του τελωνείου που είχε επισκεφθεί το πλοίο και κατόπιν δύο ναύτες. Ο αρμόδιος χειρουργός το αποκρύπτει ξανά μέχρις ότου πεθαίνει κι αυτός. Η πραμάτεια έχει βγει πια στο λιμάνι. Λίγο αργότερα, την 1η Αυγούστου, πεθαίνουν μαζικά 100 άτομα, ενώ στις αρχές Σεπτεμβρίου πάνω από 1.000. Κανείς δεν δέχεται να τους θάψει και οι αρχές πανικοβλημένες φέρνουν καταδίκους απ’ τις φυλακές. Από τους 698 πεθαίνουν οι 457.

 

Ένα τυπικό φορτηγό πλοίο του 17ου – 18ου αιώνα, όπως το Grand Saint-Antoine.

 

Στην επιδημία αυτή ο καθηγητής Παθολογίας Ντεϊντιέ (Deidier) απ’ τη Ζυρίχη θα κάνει στο Μονπελιέ  τα πρώτα πειράματα που αποδεικνύουν τη μεταδοτικότητα της αρρώστιας. Παίρνοντας χολή από ασθενή και δίνοντάς την ενδοφλεβίως, από το στόμα ή υποδόρια, μεταδίδει την αρρώστια σε σκύλους. Από τότε η αυστηρή επιτήρηση των ταξιδιωτών γίνεται νόμος.

 

Οι νεκροί από την πανώλη θάβονταν στην αρχή των επιδημιών σε φέρετρα, συχνά σε αγρούς και όχι στα νεκροταφεία. Εκεί θάβονταν αργότερα χωρίς φέρετρα, ενώ όταν άρχισαν να πολλαπλασιάζονται, θάβονταν σε ομαδικούς τάφους ή πετιούνταν σε ποτάμια. Ανάμεσά τους και κάποιοι μισοπεθαμένοι.

 

Στην Τουρκία, που οι αρχές δεν παίρνουν καμιά προφύλαξη, ο πληθυσμός συνεχίζει να αφανίζεται. Οι πολλοί θάνατοι του 1836 αναγκάζουν το σουλτάνο Μαχμούτ Β’ να ακολουθήσει την εισήγηση των ιατρών Στεφάνου και Κωνσταντίνου Καραθεοδωρή (παππού του περίφημου μαθηματικού), για άμεση μεταφορά όσων έχουν προσβληθεί από πανώλη στο λοιμοκαθαρτήριο του Πύργου του Λεάνδρου. Το μέτρο αυτό βοηθά στο να καταστείλουν την επιδημία. Για να τους ευχαριστήσει ο σουλτάνος τούς έδωσε την άδεια να ανεγερθεί η εκκλησία της Παναγίας Κουμαριώτισσας στο Νεοχώρι.

 

Την αποφασιστική ανακάλυψη

για την αντιμετώπιση

της πανώλους θα κάνει το 1894

ο Ελβετός Αλέξανδρος Υερσέν

 

Την αποφασιστική ανακάλυψη για την αντιμετώπιση της πανώλους θα κάνει στις 22 Ιουνίου του 1894 ο Ελβετός Αλέξανδρος Υερσέν (Alexander Yersin, 1863-1943), που φέρνει στο φως το αιτιογόνο βακτήριο της πανώλους, τη Yersinia pestis, όπως αυτό ονομάστηκε προς τιμήν του μετά το θάνατό του. Επιπλέον, ο Γιερσέν απέδειξε ότι ο πρώτος κρίκος στην αλυσίδα ήταν ο αρουραίος. Είχε εντυπωσιαστεί από τις εκατοντάδες νεκρών αρουραίων που είδε στους δρόμους του Χονγκ Κονγκ, και από την εικόνα αυτή βοηθήθηκε να κάνει τον πρώτο συνειρμό.

 

Αλέξανδρος Υερσέν (1863-1943). Γιατρός, γεννημένος στην πόλη Aubonne της Ελβετίας, ο άνθρωπος που ανακάλυψε την αιτία μετάδοσης της πανούκλας και παρασκεύασε τους πρώτους αποτελεσματικούς ορούς.

 

Τον Απρίλιο του 1895 κλήθηκε από το Ινστιτούτο Παστέρ στο Παρίσι να αναλάβει την έρευνα για την προφύλαξη και θεραπεία της πανώλους. Τον ίδιο χρόνο, στο τεύχος Ιουλίου του περιοδικού του Ινστιτούτου δημοσίευσε τα πρώτα αποτελέσματα με αντιτοξικούς ορούς. Το Σεπτέμβριο σώζει με τους ορούς αυτούς εκατοντάδες αρρώστους με πανώλη στην Ινδοκίνα, όπου είχε κληθεί.

Τον τρίτο κρίκο της αλυσίδας έκλεισε στη Βομβάη ο Ισπανός Σιμόντ (Simond) που εργαζόταν με τον Υερσέν στο Ινστιτούτο Παστέρ στο Παρίσι. Παρατήρησε ότι οι ξυπόλυτοι Hindus πριν εμφανίσουν αποστήματα στη βουβωνική χώρα, εμφάνιζαν μικρή φλύκταινα στο δέρμα του ποδιού τους, συνήθως κάτω απ’ τα σφυρά. Την ονόμασε «Phlyktaena praecox»= πρώιμη φλύκταινα. Από το υγρό αυτό καλλιέργησε Yersinia. Βλέποντας την ομοιότητα με τα τσιμπήματα των ψύλλων «ψυλλιάστηκε»!

Όπως έγραψε αργότερα, εκείνη την ώρα ανατρίχιασε πιστεύοντας ότι ίσως ανακάλυψε το μεγάλο μυστικό της αρρώστιας. Συγκέντρωσε τότε ψύλλους από αρουραίους που πέθαναν και με το μικροσκόπιο, αλλά και στις καλλιέργειες, ανακάλυψε Yersiniae. Κατόπιν τοποθέτησε δοκιμαστικά σε θάλαμο που χωριζόταν με συρμάτινο δίχτυ, απ’ τη μια μεριά έναν αρουραίο με πανώλη, γεμάτο ψύλλους, και απ’ την άλλη έναν υγιή αρουραίο, που είχε αφαιρέσει όλους τους ψύλλους. Το ήδη άρρωστο ζώο πέθανε μέσα σε μια μέρα, ενώ το υγιές έπειτα από έξι ημέρες. Έκανε το ίδιο πείραμα με έναν άρρωστο αρουραίο χωρίς ψύλλους και έναν υγιή χωρίς ψύλλους. Το αποτέλεσμα ήταν ο άρρωστος να πεθάνει και ο υγιής να επιζήσει. Ήταν πια φανερό ότι το βακτήριο της πανώλους το περνούσαν οι ψύλλοι απ’ τον έναν αρουραίο στον άλλο μέσα απ’ το συρμάτινο δίχτυ, ενώ ο ένας αρουραίος δεν μπορούσε να κολλήσει απ’ ευθείας τον άλλο αν δεν υπήρχαν ψύλλοι. Στα χρόνια που ακολούθησαν ήρθε το DDT και τα άλλα εντομοκτόνα και έτσι η ασθένεια περιορίστηκε σημαντικά.

[ Αλέξανδρος Υερσέν (1863-1943). Γιατρός, γεννημένος στην πόλη Aubonne της Ελβετίας, ο άνθρωπος που ανακάλυψε την αιτία μετάδοσης της πανούκλας και παρασκεύασε τους πρώτους αποτελεσματικούς ορούς. Σπούδασε στα πανεπιστήμια της Λωζάννης, τού Μαρβούργου  και των Παρισίων και ακολούθως εργάστηκε ως ερευνητής στο Ινστιτούτο Παστέρ των Παρισίων, συνεργαζόμενος με τον Εμίλ Ρου πάνω στην τοξίνη της διφθερίτιδας.

Στο Χονγκ Κονγκ, στις 22 Ιουνίου του 1894, ανακάλυψε, την ίδια στιγμή με τον Κιτασάτο, το Βάκιλο της πανούκλας, ο οποίος ονομάστηκε προς τιμήν του Yersinia pestis. Ο Υερσέν, εντυπωσιασμένος από το πλήθος των νεκρών αρουραίων που έβλεπε στους δρόμους του Χονγκ Κονγκ, κατέληξε στη σκέψη πως αυτή θα μπορούσε να είναι η πρώτη αιτία μετάδοσης της νόσου. Τον Απρίλιο του 1895 κλήθηκε πάλι στο Ινστιτούτο Παστέρ στο Παρίσι και τέθηκε επικεφαλής των ερευνών εναντίον της πανούκλας, ενώ τον ίδιο χρόνο δημοσίευσε τα πρώτα του συμπεράσματα πάνω στους ορούς για την αντιμετώπιση της νόσου, Το Σεπτέμβριο μάλιστα του 1895 κλήθηκε στην Ινδοκίνα για να αντιμετωπίσει την επιδημία πανούκλας που είχε ενσκήψει και έσωσε με τους ορούς αυτούς εκατοντάδες αρρώστους. Ίδρυσε τέλος δύο Ινστιτούτα Παστέρ στην Κίνα].

Σήμερα αν κάποιος προσβληθεί από πανώλη θεραπεύεται με αντιβιοτικά. Η στρεπτομυκίνη, οι τετρακυκλίνες και η χλωραμφενικόλη είναι τα φάρμακα επιλογής.

Η πανώλης νικήθηκε πια σχεδόν οριστικά, παρ’ όλο που πολλά τρωκτικά (κάπου 200 είδη) παραμένουν ακόμη σαν φυσική δεξαμενή στη νοτιοανατολική Ασία, το Ιράν, τις Ινδίες, την κεντρική και νότια Αφρική, αλλά και στις δυτικές πολιτείες της Αμερικής, προκαλώντας σποραδικά μικρές επιδημίες και μεμονωμένους θανάτους.

 

 

Βιβλιογραφία


 

  • Lode Η., Stahlmann R., Infektiologie, Aesopus, Zug 1984, 168-71.
  • Lyons A., Petrucelli R., Medicine – An Illustrated History, Abrams, New York 1987.
  • Margotta R., The Hamlyn History of Medicine, Octopus, London 1996.
  • Moergeli Chr., Das Medizinhistorische, Museum der Universitaet Zurich.
  • Παπαβασιλείου I., Ρόζου B., Εγχειρίδιο Ιστορίας Ιατρικής, Εκδ. Πανεπιστημίου, Αθήναι, 1979.
  • Schreiber W., Mathys F., Infectio, Ed. Roche, Basel, 1987 Surbeck R., Fernsehen in die An tike – Die Welt von gestern mit den Augen von heute, Wiese, Basel, 1994, 117 ff.
  • Τσονίδη T., To γένος Καραθεοδωρή, Μέλισσα, Νέα Ορεστιάς 1989.
  • Winkle S., Kulturgeschichte der Seuchen, Artemis & Winkler, Duesseldorf/Zurich.

 

 

Στέφανος Γερουλάνος,

καθηγητής Ιστορίας Ιατρικής – Ιωάννινα

 

Ελευθεροτυπία, Περιοδικό Ιστορικά, «Πανούκλα – Ο Μαύρος θάνατος», τεύχος 101, 20 Σεπτεμβρίου 2001.

Εικόνες και λεζάντες αυτών, από την Αργολική Βιβλιοθήκη.

 

Διαβάστε ακόμη:

 

 

Οι μάχες στην Αλαμάνα, τη Γραβιά και το Βαλτέτσι

$
0
0

Οι μάχες στην Αλαμάνα, τη Γραβιά και το Βαλτέτσι


 

Η Πύλη ανέθεσε την καταστολή της Επανάστασης στην Πελοπόννησο στο διοικητή της Χουρσίτ πασά, που βρισκόταν στα Γιάννενα εναντίον του Αλή πασά. Ο Χουρσίτ είχε αρχίσει να προετοιμάζεται νωρίτερα, αφού στην Τρίπολη είχε αφήσει το χαρέμι και τους θησαυρούς του. Παράλληλα ήθελε να διασκεδάσει την οργή του σουλτάνου, τον οποίο πριν από λίγο καιρό διαβεβαίωνε για την ησυχία των κατοίκων.

Στο μεταξύ είχε κηρυχθεί η Επανάσταση στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα. Οι οπλαρχηγοί της Πανουργιάς, Αθανάσιος Διάκος και Γιάννης Δυοβουνιώτης, έχοντας καταλάβει Σάλωνα (Άμφισσα), Λιβαδειά, Θήβα και Μπουδουνίτσα, ετοιμάζονταν να ξεσηκώσουν τους άλλους ντόπιους οπλαρχηγούς και να αποκλείσουν το δρόμο από Λιβαδειά προς Ζητούνι (Λαμία), αναχαιτίζοντας έτσι την εχθρική κάθοδο των Τούρκων προς τον Ισθμό. Στόχος, να διατηρηθεί και εξαπλωθεί η Επανάσταση.

 

Αθανάσιο Διάκος

Προσωπογραφία του Αθανασίου Διάκου. Λιθογραφία εκ των παλαιοτέρων εκδοτικών οίκων της Ελλάδος Δ. Π. Δημητράκου.

 

Ο Χουρσίτ ανέθεσε το έργο της καταστολής στον έμπιστό του Κιοσέ Μεχμέτ, τον οποίο διόρισε προσωρινό βαλή της Πελοποννήσου, και στον Αρβανίτη Ομέρ Βρυώνη (γόνο παλαιάς εξισλαμισθείσας χριστιανικής οικογένειας), παλαιό φίλο του Αλή πασά και πρόσφατα διορισμένο πασά του Βερατίου. Αν και ο Ομέρ Βρυώνης ήταν από τους ικανότερους στρατηγούς του τουρκικού στρατού, η αρχηγία της εκστρατείας ανατέθηκε στον Κιοσέ Μεχμέτ, γιατί η αποστασία του Αλή πασά είχε προξενήσει δυσπιστία προς τους Τουρκαλβανούς.

 

Η μάχη της Αλαμάνας (23 Απριλίου 1821)

 

Αθανάσιος Διάκος, «ο Διάκος οδηγεί τους Δερβενοχωρίτας εις την μάχην».

Η μεγάλη τουρκική δύναμη – 8.000 πεζοί και 800 ιππείς – έθετε σε μεγάλο κίνδυνο την Επανάσταση. Σε πολεμικό συμβούλιο στους Καμποτάδες, στις 20 Απριλίου, αποφασίστηκε η αντιμετώπιση του εχθρού στις στενές διαβάσεις των Θερμοπυλών, όπου δεν θα μπορούσαν να αναπτυχθούν όλες οι εχθρικές δυνάμεις. Η ελληνική δύναμη μόλις ανερχόταν στους 1.500 άνδρες: 600 Σαλωνίτες υπό τον Πανουργιά, 500 Λιβαδίτες υπό τον Διάκο και 400 από τα υπόλοιπα μέρη υπό τον Δυοβουνιώτη. Ο τελευταίος πρότεινε να παραμείνουν ενωμένοι στην ίδια θέση περιμένοντας τον εχθρό, αλλά υπερίσχυσε η άποψη του Διάκου να χωριστούν και να καταλάβουν τα τρία περάσματα. Έτσι, ο Πανουργιάς κατέλαβε το χωριό Μουσταφάμπεη (Ηράκλεια), όπου άφησε τους Παπανδρέα Κοκκοβιστιανό και Κομνά Τράκα, και τη Χαλκωμάτα (στο δρόμο των Σαλώνων), όπου παρέμεινε ο ίδιος με τον επίσκοπο Σαλώνων Ησαΐα. Ο Δυοβουνιώτης τη γέφυρα του Γοργοποτάμου και ο Διάκος της Αλαμάνας.

Στις 23 Απριλίου εμφανίστηκε ο εχθρικός στρατός. Μπροστά στην υπεροχή του εχθρού, ο Δυοβουνιώτης άφησε τον Γοργοπόταμο και οπισθοχώρησε προς την οχυρή θέση Δέμα, πιστεύοντας ότι το ανώμαλο έδαφος θα εμπόδιζε τους ιππείς του Ομέρ Βρυώνη, αλλά και από εκεί καταδιώχθηκε. Στη συνέχεια ο Ομέρ Βρυώνης στράφηκε προς το Μουσταφάμπεη, όπου όμως συνάντησε σθεναρή αντίσταση από τους άνδρες των Παπανδρέα Κοκκοβιστιανού και Κομνά Τράκα, που είχαν οχυρωθεί στα σπίτια του χωριού, στην εκκλησία και στο μύλο. Τότε έκρινε σκόπιμο να εγκαταλείψει το Μουσταφάμπεη και να στραφεί προς τη Χαλκωμάτα και την Αλαμάνα. Διαίρεσε το στράτευμά του σε τρία σώματα: το πρώτο εναντίον της Χαλκωμάτας και του Πανουργιά, το δεύτερο εναντίον του Διάκου στην Αλαμάνα και το τρίτο στα υψώματα για να προλάβει την υποχώρηση των Ελλήνων. Η ηρωική αντίσταση του Πανουργιά, που μαχόταν στην πρώτη γραμμή, γρήγορα κάμφθηκε και άρχισε η υποχώρηση, κατά την οποία σκοτώθηκαν πολλοί άνδρες, μεταξύ των οποίων και ο επίσκοπος Ησαΐας.

 

Η θυσία του Αθανάσιου Διάκου

σύντομα πέρασε στη σφαίρα

του θρύλου και έγινε σύμβολο του Αγώνα.

 

Η Μάχη της Αλαμάνας. Φανταστικός πίνακας του Αλέξανδρου Ησαΐα. Ο Αθανάσιος Διάκος επιτίθεται εναντίον των Τούρκων, ενώ ο επίσκοπος Σαλώνων Ησαΐας Παπαστάθης πέφτει τραυματισμένος.

 

Παράλληλα στην Αλαμάνα συνεχιζόταν η επίθεση των δυνάμεων του Ομέρ Βρυώνη, στις οποίες προστέθηκαν και αυτές του Κιοσέ Μεχμέτ. Ο Διάκος προτίμησε να παραμείνει και να αντισταθεί με κάθε θυσία. Διακόσιοι από τους πεντακόσιους άνδρες του βρίσκονταν στη γέφυρα υπό τους Μπακογιάννη και Καλύβα, τα πρωτοπαλίκαρά του. Οι δυο τους τότε μαζί με δύο στρατιώτες πέρασαν τη γέφυρα και οχυρώθηκαν σ’ ένα χάνι αντιστεκόμενοι στον εχθρό. Ο Διάκος ήταν στα Ποριά, σε απόσταση είκοσι λεπτών, αντιστεκόμενος στις εχθρικές επιθέσεις. Μολονότι ήταν ολοφάνερη η επικείμενη συντριβή, δεν υποχωρούσε παρά τις έντονες παρακλήσεις των συντρόφων του και ιδιαίτερα του παλαιού του φίλου Βασίλη Μπούσγου. Στο τέλος έμειναν γύρω του μόνο 48 παλικάρια. Σε κάποια στιγμή ο Διάκος σμετατοπίστηκε στα Μανδροστάματα της μονής της Δαμάστας, ταμπουρωμένος πίσω από τα βράχια και μόνο με δέκα άνδρες γύρω του. Η μάχη συνεχίστηκε στήθος με στήθος. Μετά τον τραυματισμό στο δεξί του ώμο, ο Διάκος συνέχισε κρατώντας με το αριστερό χέρι το σπασμένο σπαθί του. Επέμεινε μέχρι που έχασε όλους τους συντρόφους του (εκτός του Μπούσγου) και συνελήφθη ζωντανός. Ως απάντηση στην πρόταση των Βρυώνη και Μεχμέτ να συνεργαστεί, προτίμησε το θάνατο. Η θυσία του, στις πρώτες κιόλας εβδομάδες της Επανάστασης, σύντομα πέρασε στη σφαίρα του θρύλου και έγινε σύμβολο του Αγώνα. Στη συνείδηση του λαού ο τόπος και ο τρόπος του θανάτου του παρομοιάστηκαν με τον Λεωνίδα στις Θερμοπύλες.

 

Η μάχη της Γραβιάς (8 Μαΐου 1821)

 

Odysseas Androutsos (1788 or 1789-1825): Fighter of the Greek Revolution of 1821

Ανδρούτσος Οδυσσεύς, ξυλογραφία Rousseau H. «Εθνική Επιθεώρησις» (1870-1871) σελ. 325.

Μετά τη νίκη αυτή των Τούρκων, οι εξαντλημένες επαναστατικές δυνάμεις της Ανατολικής Ελλάδας είχαν χάσει το ηθικό τους, ενώ οι Τούρκοι ετοίμαζαν ανενόχλητοι την κάθοδο προς την Πελοπόννησο. Μία λάθος κίνηση όμως του Ομέρ Βρυώνη ανέτρεψε την κατάσταση.

Η σκέψη να προσεταιριστεί τον οπλαρχηγό Οδυσσέα Ανδρούτσο, ηγετική πολεμική μορφή με μεγάλη επιρροή στην περιοχή, καθυστέρησε την τουρκική προέλαση. Οι δύο άνδρες γνωρίζονταν από παλιά, αφού είχαν θητεύσει στην αυλή του Αλή πασά, αποκτώντας πολεμική εμπειρία και βιώνοντας τις ραδιουργίες και τη συνεχή καχυποψία. Ο Ανδρούτσος, ως ευνοούμενος του πασά των Ιωαννίνων, στον οποίο και όφειλε τη δύναμή του, είχε αποκτήσει το αρματολίκι της Λιβαδειάς (το σημαντικότερο της Ανατ. Ελλάδας), που συνόρευε με την Ήπειρο και τις ακτές του Ευβοϊκού κόλπου. Μετά την αποστασία του Αλή πασά είχε καταφύγει στα Επτάνησα, όπου το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Μετά την κήρυξη της Επανάστασης, πέρασε στην Πελοπόννησο και μετά στη Στερεά, σχεδιάζοντας την ένωση όλων των οπλαρχηγών της Ρούμελης. Η παρουσία του είχε ενθαρρύνει τους κατοίκους και τους υπόλοιπους οπλαρχηγούς.

Σ’ αυτόν λοιπόν τον άνδρα ο Ομέρ Βρυώνης στήριζε πολλές ελπίδες και ζήτησε συνεργασία με αντάλλαγμα την αρχιστρατηγία όλης της Ανατ. Ελλάδας. Πρότεινε συνάντηση στη Γραβιά (ανάμεσα στον Παρνασσό και την Γκιόνα, στο δρόμο από Μπράλο προς Σάλωνα), όπου ήδη βρισκόταν ο Ανδρούτσος με τους Σουλιώτη Χρήστο Κοσμά και Σπύρο Κατσικογιάννη. Μετά έφθασαν εκεί οι Πανουργιάς, Δυοβουνιώτης και Μπούσγος.

 

Προσωπογραφία του Οδυσσέα Ανδρούτσου, ελαιογραφία σε μουσαμά. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα.

 

Αγγελής Γοβιός ή Γοβγίνας (1780- 1822), οπλαρχηγός της Ελληνικής Επανάστασης, διακρίθηκε για την αναδιοργάνωση του Αγώνα στην Εύβοια.

Θεωρώντας σίγουρη την τουρκική κάθοδο στην Πελοπόννησο μέσω Σαλώνων και Γαλαξιδίου και όχι μέσω Ισθμού, αποφασίστηκε να αναχαιτίσουν την πορεία αυτή χωρίς καθυστέρηση. Η άποψη του Ανδρούτσου ήταν να οχυρωθούν όλες οι ελληνικές δυνάμεις στο χάνι. Ο Ομέρ Βρυώνης δεν θα μπορούσε να προφυλαχθεί από την κατά μέτωπο επίθεση εξαιτίας του επίπεδου εδάφους που δεν είχε φυσικά οχυρώματα. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο οι Πανουργιάς και Δυοβουνιώτης διαφώνησαν θεωρώντας το μικρό πλινθόκτιστο χάνι, που βρισκόταν σε ανοιχτό πεδίο, ακατάλληλη θέση για την άμυνα 1.300 Ελλήνων έναντι 9.000 Τούρκων. Αντιπρότειναν την κατάληψη των γειτονικών στενών, για να διευκολυνθεί τυχόν υποχώρηση. Επειδή ήταν όλοι αμετάπειστοι, ο Ανδρούτσος πρότεινε να καταλάβουν οι Πανουργιάς και Δυοβουντώτης τα αριστερά του δρόμου προς το Χλωμό και ο Κοσμάς τα δεξιά, στην κρήνη του Σύντσικα. Ο Ανδρούτσος ταμπουρώθηκε στο χάνι όπου εθελοντικά τον ακολούθησαν περίπου 120 άνδρες, μεταξύ των οποίων οι Γκούρας, Παπανδρέας Κοκκοβιστιανός, Κομνάς Τράκας, Αγγελής Γοβγίνας κ.ά.

 

Όταν ο Ανδρούτσος εγκατέλειψε

το χάνι της Γραβιάς  είχε χάσει

μόνο έξι συντρόφους του,

έναντι 300 Τούρκων νεκρών

 

Στις 8 Μαΐου εμφανίστηκε ο Ομέρ Βρυώνης. Διαίρεσε το στρατό του σε τρία τμήματα. Πρώτα επιτέθηκε στους Πανουργιά, Δυοβουνιώτη και Κοσμά, των οποίων η αντίσταση κάμφθηκε και σκόρπισαν στα γύρω ορεινά. Στη συνέχεια έμειναν οι υπερασπιστές στο χάνι. Μια τελευταία προσπάθεια προσεταιρισμού του Ανδρούτσου απέτυχε. Ακολούθησαν αλλεπάλληλες αναποτελεσματικές επιθέσεις στο χάνι. Μόνη λύση για τον Ομέρ Βρυώνη ήταν ο κανονιοβολισμός και ζήτησε κανόνια από το Ζητούνι. Ο Ανδρούτσος, μαντεύοντας τις προθέσεις του, τη νύχτα εγκατέλειψε το χάνι, έχοντας χάσει μόνο έξι συντρόφους έναντι 300 νεκρών και 200 τραυματιών Τούρκων.

 

Το κέρδος από τη στρατηγική

νίκη στη Γραβιά ήταν η καθυστέρηση

καθόδου των τουρκικών στρατευμάτων

στην Πελοπόννησο

 

Η στρατηγική αυτή νίκη ενίσχυσε το ηθικό των Ελλήνων και πτόησε την υπερβολική αυτοπεποίθηση του εχθρού. Πολύ σημαντικό κέρδος για την πορεία της Επανάστασης ήταν η αναβολή της εχθρικής καθόδου στην Πελοπόννησο, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η Επανάσταση στην Ανατολική Στερεά. Έτσι, λίγες μέρες αργότερα, οι Πελοποννήσιοι αντιμετώπισαν στο Βαλτέτσι μόνο τις δυνάμεις του Μουσταφά μπέη.

 

Η μάχη στο Βαλτέτσι (12- 13 Μαΐου 1821)

 

Αναγνωσταράς, «ο Αναγνωσταράς νικά τους Τούρκους στο Βαλτέτσι».

Στο μεταξύ, στην Πελοπόννησο η κατάσταση ήταν πολύ κρίσιμη. Τον Απρίλιο είχαν φθάσει οι δυνάμεις που είχε στείλει ο Χουρσίτ υπό τον Γιουσούφ πασά και τον κεχαγιάμπεη (υποδιοικητή) Μουσταφά. Ο τελευταίος στις 6 Μαΐου έμπαινε στην Τρίπολη με πολλούς αιχμαλώτους και λάφυρα, ενθαρρύνοντας τις τουρκικές δυνάμεις που ετοιμάζονταν να καταστείλουν την Επανάσταση. Οι προοπάθειές του για υποταγή των επαρχιών με αντάλλαγμα την αμνηστία των αρχιερέων και προκρίτων, που κρατούνταν στην Τρίπολη, απέτυχαν.

Οι Έλληνες άρχισαν να ενισχύουν την άμυνα γύρω από την πρωτεύουσα του Μοριά. Στρατηγικός νους της επιχείρησης ήταν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, αρχιστράτηγος της Καρύταινας, που επισήμανε την καίρια θέση του Βαλτετσίου, το οποίο οχυρώθηκε. Παράλληλα ενισχύθηκαν τα στρατόπεδα στο Χρυσοβίτσι, την Πιάνα και το Λεβίδη. Η ελληνική δύναμη έφθανε μόλις στους 2.300 άνδρες με ανεπαρκή οπλισμό, ενώ ο κεχαγιάμπεης χρησιμοποίησε 12.000 άνδρες, χωρισμένους σε πέντε τάγματα. Η εφορεία της Καρύταινας (ως οργανωμένη πολεμική υπηρεσία, υπό την προεδρία του Κανέλλου Δεληγιάννη) μεριμνούσε για την τροφοδοσία και συντήρηση του στρατεύματος, ενώ ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης επέβλεπε καθημερινά τους άνδρες φροντίζοντας για την απαραίτητη συνοχή και μαχητικότητά τους. Όπως υπαγορεύει στα απομνημονεύματά του: «Εκοιμούμουν εις το Βαλτέτσι, εγευμάτιζα εις την Πιάνα και εδείπναγα εις το Χρυσοβιτσι και επεριφερόμουν στα τρία ορδιά».

 

Η μάχη του Βαλτετσίου

 

Ο αγωνιστής και Φιλικός Πέτρος Βορβιτσιώτης ο οποίος πήρε μέρος στη μάχη του Βαλτετσίου.

Τα ξημερώματα της 12ης Μαΐου ο κεχαγιάμπεης έστειλε εναντίον του Βαλτετσίου το πρώτο σώμα υπό τον Βαρδουνιώτη Ρουμπή, το οποίο επιτέθηκε κατά του προμαχώνα του Μητροπέτροβα και των Μεσσηνίων υπό τους Μαυρομιχαλαίους, που πρόβαλαν σθεναρή αντίσταση. Έπειτα από λίγο ο Κολοκοτρώνης από το Χρυσοβίτσι έσπευσε για αντιπερισπασμό βόρεια του Βαλτετσίου και ο Δημ. Πλαπούτας από την Πιάνα στα Β.Δ. Νέα σώματα έφθασαν από Τρίπολη για συμπαράσταση στον Ρουμπή, αλλά αποκρούστηκαν. Η απόπειρα του εχθρού να χρησιμοποιήσει τα κανόνια απέτυχε λόγω ακαταλληλότητας του εδάφους. Η μάχη συνεχίστηκε και τη νύχτα, ενώ ο Κολοκοτρώνης φρόντιζε για τις προμήθειες των στρατιωτών σε τρόφιμα και πολεμοφόδια. Η παρουσία του εμψύχωνε και ενθουσίαζε τους αγωνιστές. Τα μεσάνυχτα έφθασαν από τα Βέρβαινα στο Καλογεροδούνι νέες ενισχύσεις υπό τους Αντ. Μαυρομιχάλη, Πέτρο Βαρβιτσιώτη κ.ά., ενώ τα χαράματα νέα Βοήθεια με τους Παν. Γιατράκο, Αναγν. Κονδάκη και τον επίσκοπο Βρεσθένης. Μια νέα προσπάθεια του εχθρού να χρησιμοποιήσει το πυροβολικό απέτυχε. Ο Ρουμπής ήταν πια αποκλεισμένος. Τη δυσχερή θέση του επιδείνωσε η άφιξη από το Άργος της δύναμης 300 ανδρών που μετέφεραν μολύβι, με επικεφαλής τούς Νικηταρά, Κων. Μαυρομιχάλη, Γενναίο Κολοκοτρώνη κ.ά. Οι τελευταίοι μόλις αντελήφθησαν την εξέλιξη της μάχης, παρέλαβαν από τα Βέρβαινα ενισχύσεις και κατευθύνθηκαν στο Βαλτέτσι. Ο αποκλεισμός του Ρουμπή ήταν πλέον τόσο στενός και επίμονος, που ο κεχαγιάμπεης αναγκάστηκε να διατάξει οπισθοχώρηση, κατά την οποία οι πανικόβλητοι Τούρκοι εγκατέλειπαν και τα όπλα τους ακόμη. Έπειτα από 23 ώρες μάχης οι Τούρκοι είχαν 300 νεκρούς και 600 τραυματίες, ενώ οι Έλληνες 18 νεκρούς και 31 τραυματίες.

 

Ο γέρων Μητροπέτροβας, οπλαρχηγός Ανδρούσας και Λεονταρίου, που πολέμησε με σθένος στη μάχη του Βαλτετσίου.

 

Τόση ήταν η σημασία της νίκης, που ο Κολοκοτρώνης τη χαρακτήρισε «ευτυχία της Πατρίδος». Συνέβαλε στην εδραίωση της Επανάστασης στην Πελοπόννησο. Η περιοχή της Τρίπολης αποτελούσε νευραλγικό σημείο και πέρασμα προς Μεσσηνία και Μάνη, προπύργια της Επανάστασης. Εκεί ήταν η έδρα του Τούρκου διοικητή, στη Δημητσάνα υπήρχαν οι περίφημες μπαρουταποθήκες για τον πολεμικό εφοδιασμό των επαναστατών. Σε περίπτωση ήττας στο Βαλτέτσι, είναι αμφίβολο αν θα μπορούσαν οι ελληνικές δυνάμεις να ανασυνταχθούν. Από αυτή τη νίκη οι Έλληνες κέρδισαν αυτοπεποίθηση και αισιοδοξία και συνειδητοποίησαν την ανάγκη συντονισμού και οργάνωσης των πολεμικών επιχειρήσεων.

Λίγες μέρες αργότερα, στις 18 Μαΐου, οι Τούρκοι επιχείρησαν νέα έξοδο, η οποία αποκρούσθηκε στα Δολιανά και Βέρβαινα. Ύστερα από τέσσερις μήνες οι Έλληνες έμπαιναν πλέον νικητές στην Τρίπολη.

 

Βιβλιογραφία


  • Κανέλλος Δεληγιάννης, Απομνημονεύματα, Αθήναι [1957], τ. Α’.
  • Στρατηγού Μακρυγιάννη, Απομνημονεύματα, εισαγ.- σημ.: Γ. Βλαχογιάννης, έκδ. β, Αθήναι [1947].
  • Νικ. Σπηλιάδης, Απομνημονεύματα, Αθήναι 1851, τ. Α.
  • Θεόδ. Κολοκοτρώνης, Διήγηοις συμβάντων της Ελληνικής Φυλής, (φωτομ. επανέκδ.), εισαγ.-ευρετ.- επιμ.: Τ. Αθ. Γριτσόπουλος, Αθήναι 1981.
  • Σπυρ. Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Αθήναι 1860, τ. Α.
  • Ιωάννης Φιλήμων, Δοκίμιον Ιστορικόν της Ελληνικής Επαναστάσεως, Αθήναι 1860, τ. Γ.
  • Φώτιος Χρυσανθακόπουλος (Φωτάκος), Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, Αθήναι 1899, τ. Α.

 

Αννίτα Ν. Πρασσά

δρ Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας, προϊσταμένη

Γενικών Αρχείων Κράτους Ν. Μαγνησίας

 

Ελευθεροτυπία, Περιοδικό Ιστορικά, «Οι μεγάλες μάχες του 1821», τεύχος 278, 24 Μαρτίου 2001.

Εικόνες και λεζάντες αυτών, από την Αργολική Βιβλιοθήκη.

 

Σχετικά θέματα:

 

Viewing all 630 articles
Browse latest View live