Ο Μάρκος Ρενιέρης και ο «Spectateur de l’Orient» – Οι απόψεις του για τον ελληνισμό | Ρωξάνη Δ. Αργυροπούλου, «Ο Ερανιστής», τόμος 30, Αθήνα, 2021

Μάρκος Ρενιέρης (1815 – 1897) Νομικός, λόγιος του 19ου αιώνα, Πανεπιστημιακός καθηγητής, διπλωμάτης που διατέλεσε πρέσβης της Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη, υποδιοικητής και διοικητής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, πρώτος πρόεδρος του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, γεννήθηκε το Νοέμβριο του 1815 στην Τεργέστη και πέθανε στις 8 Απριλίου 1897 στην Αθήνα. Η προσωπογραφία προέρχεται από το «Πανόραμα Νεώτερης Ελληνικής Ιστορίας 1828-1862», εκδόσεις Κ. Κουμουνδουρέας, Αθήνα, 1995.
Πνεύμα προικισμένο καί γόνιμο, ὁ Μάρκος Ρενιέρης (Τεργέστη 1815 – Ἀθήνα 1897) διαδραμάτισε σημαντικὸ ρόλο στὴ διάπλαση τῆς νεοελληνικῆς ἐθνικῆς ἰδεολογίας καθὼς ἀποδείχθηκε δεινὸς γνώστης τῶν πολιτικῶν καὶ φιλοσοφικῶν ζητημάτων τοῦ καιροῦ του. Ἡ διαδρομή του διακρίνεται γιὰ τὴν ἰδιοτυπία της καθὼς ἡ ἐξοικείωσή του μὲ τὸ φαινόμενο τῆς ἰδεολογικῆς οἰκοδόμησης ἑνὸς ἔθνους ξεκίνησε ἀπὸ τὰ νεανικά του χρόνια στὴ Βενετία. Μὲ τὸ ὅραμα τῆς πολιτικῆς ἑνοποίησης τοῦ κατακερματισμένου ἰταλικοῦ ἔθνους ζυμώθηκε μὲ τὶς ἰδέες τοῦ ρομαντισμοῦ καὶ τοῦ φιλελευθερισμοῦ.
Ἔχοντας τὸ πνευματικὸ αὐτὸ ὑπόβαθρο ἐγκαθίσταται τὸ καλοκαίρι τοῦ 1835 στὴν Ἀθήνα καὶ ἡ πορεία τῆς ἐνσωμάτωσής του στὴν ἑλληνικὴ πραγματικότητα ἀποτελεῖ ἕνα ἐξαιρετικὰ ἐνδιαφέρον κεφάλαιο.
Ἐνστερνιζόμενος τὶς προσδοκίες τοῦ νέου κράτους, ἐντάσσεται στὴν τροχιὰ τῶν πνευματικῶν δυνάμεων τοῦ τόπου καὶ ἐξελίσσεται σ’ ἕναν ἀπὸ τοὺς βασικοὺς πρωταγωνιστές. Ἀποκτᾶ ἐπιπρόσθετο κοινωνικὸ κύρος νυμφευόμενος τὴν Ἀνδρομάχη Ζαΐμη, κόρη τοῦ πρόκριτου Ἀνδρέα Ζαΐμη καὶ τῆς Ἑλένης Δεληγιάννη καὶ ἀδελφὴ τοῦ μετέπειτα πρωθυπουργοῦ τῆς Ἑλλάδας Θρασύβουλου Ζαΐμη, προπάππου τῆς Λουκίας Δρούλια. Γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο τοῦ Μ. Ρενιέρη ἡ Λουκία πάντοτε ἔδειχνε ἕνα εὐδιάκριτο ἐνδιαφέρον. Ἡ ἐνασχόλησή μου ἐδῶ μὲ τὴ δημοσιογραφική του δραστηριότητα ἂς θεωρηθεῖ ὅτι συμβολίζει μία ἀπότιση τιμῆς στὴν ἀγαπητὴ συνάδελφο καὶ φίλη.
Tὸ 1853, ἐνῶ ὁ Ρωσοτουρκικὸς πόλεμος βρισκόταν σὲ ἐξέλιξη, στοὺς κόλπους τῆς ἀθηναϊκῆς κοινωνίας ἐκδηλώνονται πολιτικὲς ζυμώσεις καὶ διχαστικὲς ἐντάσεις. Μὲ τὰ πύρινα ἄρθρα τῆς ἐφημερίδας Αἰών, ἡ ρωσόφιλη παράταξη κέρδιζε τὶς ἐντυπώσεις. Eὕρισκε ἀνταπόκριση σὲ ὅσους θεωροῦσαν τὴ Ρωσία προστάτιδα τῆς ὀρθόδοξης πίστης προσλαμβάνοντας ἀκόμη καὶ συναισθηματικὲς διαστάσεις. Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ τεταμένο πολιτικὸ κλίμα πρωτοκυκλοφόρησε στὶς 26 Αὐγούστου/7 Σεπτεμβρίου 1853 τὸ γαλλόφωνο περιοδικὸ Le Spectateur de l’Orient (Ὁ Θεατὴς τῆς Ἀνατολῆς).
Γιὰ τὸ ἐκδοτικὸ αὐτὸ ἐγχείρημα ἀποφασιστικὰ κινητοποιήθηκε μία ὁμάδα ἔγκριτων διανοητῶν καὶ πανεπιστημιακῶν μὲ πολύπλευρη δράση. Στενὰ συνδεδεμένοι μεταξύ τους, πρόκειται γιὰ πρόσωπα ὁρισμένα ἐκ τῶν ὁποίων εἶχαν ὡς ἑτερόχθονες βιώσει λίγα χρόνια πρωτύτερα τὴν ἀπόλυση ἀπὸ δημόσιες θέσεις. Διαμορφωμένοι πνευματικὰ στὴν εὐρυχωρία τῆς ἑλληνικῆς διασπορᾶς, μετεβλήθησαν στὴν κρίσιμη αὐτὴ στιγμὴ σὲ στρατευμένους διανοούμενους τοὺς ὁποίους διακρίνει μία συλλογικὴ πολιτικὴ ταυτότητα. Εἶναι οἱ Κ. Παπαρρηγόπουλος, Ἀλ. Ρίζος Ραγκαβής, Ἰ. Σοῦτσος, Γ. Α. Βασιλείου, Ν. Δραγούμης καὶ Μ. Ρενιέρης.
Ἀπὸ αὐτούς, οἱ Κ. Παπαρρηγόπουλος, Ν. Δραγούμης καὶ Ἀλ. Ρίζος Ραγκαβὴς εἶχαν τὸ 1850 κυκλοφορήσει τὸ περιοδικὸ Πανδώρα, γεγονὸς ποὺ δικαιολογεῖ τὴν παρατηρούμενη συνάφεια τῶν δύο ἐντύπων. Ἡ χρονικὴ σύμπτωση τῆς κυκλοφορίας τοῦ περιοδικοῦ μὲ τὸ ξέσπασμα τοῦ Κριμαϊκοῦ πολέμου δὲν εἶναι τυχαία, καθόσον κίνητρο τῶν ἐκδοτῶν του ἦταν νὰ μὴν παραμείνουν ἀμέτοχοι σὲ οὐσιώδεις πολιτικὲς ἐξελίξεις καὶ ν’ ἀκουστεῖ ἡ φωνή τους σχετικὰ μὲ τὴ διαμόρφωση τοῦ ἐξωτερικοῦ προσανατολισμοῦ τῆς χώρας.
Πρέσβευαν πὼς τὸ νεοσύστατο κράτος ὄφειλε νὰ διατηρήσει τὴ θέση του ἀνάμεσα στὰ εὐρωπαϊκὰ κράτη καὶ ἐπιπλέον νὰ γεφυρωθοῦν οἱ μεταξύ τους ἀντιθέσεις ποὺ προέκυψαν μὲ τὸ Ἀνατολικὸ Ζήτημα. Μὲ σταθερὰ στραμμένα τὰ βλέμματά τους στὴ δυτικὴ πολιτικὴ σκηνὴ καὶ μὲ τὰ ἄρθρα τους ὑπογεγραμμένα μόνο μὲ ἀρχικά, ὁδηγήθηκαν στὴ δημιουργία ἑνὸς δίαυλου ἐπικοινωνίας μὲ τὴν Εὐρώπη. Ἀντιλαμβανόμενοι τὸν σοβαρὸ κίνδυνο ἀπομόνωσης στὸν ὁποῖο βρισκόταν ἐκτεθειμένη ἡ πατρίδα τους, πρωταρχική τους φροντίδα συνιστοῦσε ἡ ἀκριβὴς ἐνημέρωση τοῦ εὐρωπαϊκοῦ κοινοῦ σχετικὰ «μὲ τὶς ἰδέες, τὰ συναισθήματα, τὰ συμφέροντα, τὶς δυνάμεις καὶ τὶς σχέσεις τῶν πληθυσμῶν τῆς Ἀνατολῆς». Προτείνοντας λύσεις γιὰ τὸ Ἀνατολικὸ Ζήτημα καὶ δίνοντας σχετικὲς ἐξηγήσεις ἐπεδίωκαν τὴ διεξαγωγὴ ἑνὸς ἐποικοδομητικοῦ διαλόγου μὲ τὴν εὐρωπαϊκὴ δημοσιογραφία. Ἡ συμβολή τους θὰ μποροῦσε νὰ θεωρηθεῖ ἔμπρακτη ἐκδήλωση μιᾶς φιλοσοφίας γιὰ τὴν εὐρωπαϊκὴ ταυτότητα τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους.
Ὑπεύθυνος ἔκδοσης τοῦ περιοδικοῦ ὁρίσθηκε ὁ Μ. Ρενιέρης, τὴ δραστηριότητα τοῦ ὁποίου σχολιάζει τὸ Ἐτήσιον Ἡμερολόγιον τοῦ Κ. Φ. Σκόκου ὡς ἑξῆς: «Ἔμπλεως πατριωτικοῦ πυρός, ἀνεδέξατο τὴν διὰ τῆς ἰδίας ὑπογραφῆς τοῦ φύλλου εὐθύνην ἐδημοσίευσε δὲ ἐν αὐτῷ πλεῖστα περισπούδαστα ἄρθρα, βαθυτάτην ἐμποιήσαντα αἴσθησιν πανταχοῦ τῆς Εὐρώπης».
Ἀπὸ τὰ νεανικά του χρόνια στὴν Ἰταλία, ὁ Ρενιέρης ἀντιλαμβανόταν τὶς ἐφημερίδες ὡς ἔγκυρες πηγὲς ἐνημέρωσης. Τὸν σύνθετο ρόλο τους στὴ διαμόρφωση τῆς κοινῆς γνώμης εἶχε ἐπισημάνει τὸ 1836 στὸ ἄρθρο του «Ι giornali d’Atene» δημοσιευμένο στὸ περιοδικὸ Il Gondoliere τῆς Βενετίας, ὅπως καὶ στὸν πρόλογο τῆς Φιλοσοφίας τῆς ἱστορίας ὅπου δηλώνει ἐμφατικά: «Οἱ δύο μεγάλοι κρουνοί, διὰ τῶν ὁποίων ὁ δυτικὸς πολιτισμὸς χύνεται εἰς τὴν Ἑλλάδα καὶ δι’ αὐτῆς εἰς ὅλην τὴν Ἀνατολήν, εἶναι ὁ Τύπος καὶ τὸ Πανεπιστήμιον τῶν Ἀθηνῶν».
Ἡ ριζικὴ τομὴ ποὺ παρατηρεῖται στὴν ἀνέλιξη τοῦ στοχασμοῦ τοῦ Ρενιέρη μετὰ τὴν ἄφιξή του στὴν Ἀθήνα δὲν ἐπισκίασε τὸν σταθερό του προσανατολισμὸ πρὸς τὸν δυτικὸ κόσμο καὶ τὶς φιλελεύθερες ἀξίες του. Ἀξιοπρόσεκτες, ὡστόσο, εἶναι τώρα οἱ μεταλλάξεις ὁρισμένων θέσεών του ἐκφρασμένες στὰ νεανικά του γραπτά. Ἐνῶ παραμένει ἀμετάπειστος γιὰ τὶς ἀρνητικὲς ἐπιπτώσεις τῶν ρωσικῶν ἐπεκτατικῶν βλέψεων καὶ τῆς ἐξάπλωσης τοῦ σλαβισμοῦ, δὲν κρύβει τὴν καχυποψία του γιὰ τὴν πολιτικὴ τοῦ παπισμοῦ καὶ δίνει ἰδιαίτερη βαρύτητα στὴν ὀρθόδοξη ταυτότητα τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους. Ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴν παλιά του δυσπιστία γιὰ τὸ Βυζάντιο καί, ὡς ὑπέρμαχος τοῦ ἑλληνοχριστιανισμοῦ τοῦ στενοῦ του φίλου Κ. Παπαρρηγόπουλου, ἀναγνωρίζει ὅτι συνιστᾶ σημαντικὴ ἱστορικὴ περίοδο κατὰ τὴν ὁποία διατηρήθηκαν τὸ πνεῦμα τοῦ ἑλληνισμοῦ, ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα καὶ τὰ ἑλληνικὰ ἤθη. Ὅσον ἀφορᾶ στὸ Ἀνατολικὸ Ζήτημα τὸ ὁποῖο συνδέει μὲ τὴ γεωπολιτικὴ θέση τῆς Ἑλλάδας, φρονεῖ ὅτι ἡ λύση του δὲν εἶναι ἐφικτὴ ἐξαιτίας τῆς λανθασμένης τοποθέτησής του.
Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι κρίνει ἀναγκαία τὴν ἀφομοίωση νεωτερικῶν εὐρωπαϊκῶν τάσεων, καθὼς ἡ δυτικὴ γραμματεία εἶναι ἐκείνη ποὺ διατήρησε τὴ γνήσια ἑλληνικὴ παράδοση. Ἀποδίδει τὰ εὔσημα στὸν Ἀδαμάντιο Κοραή, πνευματικὸ ἡγέτη τοῦ ἑλληνισμοῦ, ἐκδηλώνοντας ἕναν ἄκρατο θαυμασμὸ γιὰ τὴ συνεισφορά του στὴ μετακένωση τῆς εὐρωπαϊκῆς παιδείας στὸν νεοελληνικὸ χῶρο. Ἐνῶ στὴ Φιλοσοφία τῆς ἱστορίας καὶ στὸ ἄρθρο του «Τί εἶναι ἡ Ἑλλάς; Ἀνατολὴ ἢ Δύσις;», ἐκφράζει τὴν ἀπαρέσκειά του γιὰ τὶς ὑλιστικὲς καὶ ὀρθολογικὲς ἀντιλήψεις τοῦ Γαλλικοῦ Διαφωτισμοῦ, στὴν ἀρθρογραφία του στὸν Spectateur ξεκάθαρα συνδέει τὸν ἕλληνα σοφὸ μὲ τὸ φιλοσοφικὸ πνεῦμα τοῦ 18ου αἰώνα καὶ τὴ Γαλλικὴ Ἐπανάσταση.
Τὸ 1877, στὸν λόγο του κατὰ τὴν ἀνακομιδὴ τῶν ὀστῶν τοῦ Κοραῆ, θὰ τὸν χαρακτηρίσει ὡς «τὸν ἄνδρα, ὅστις τοὺς πατέρες ἡμῶν εὑρὼν ἐν τῇ διασπορᾷ τῆς δουλείας καὶ τῆς ἀμαθείας, συνήγαγε περὶ τὸν βωμὸν τῆς ἑλληνικῆς παιδείας, ἐδίδαξεν αὐτοὺς ὅτι εἶναι ἓν ἔθνος, ἔχον προγόνους τοὺς διδασκάλους τῆς ἀνθρωπότητος, ἐμόρφωσε τὸ αἴσθημα αὐτῶν καὶ τὴν γλῶσσαν καὶ ἐγένετο εἷς ἐκ τῶν πρώτων δημιουργῶν τῆς ἑλληνικῆς ἀναγεννήσεως».
Χωρὶς νὰ προπαγανδίζει τὴν ἐπίσημη ἑλληνικὴ ἐξωτερικὴ πολιτική, ὁ Ρενιέρης ἐπιδιώκει μὲ τὴ μαχητική του ἀρθρογραφία νὰ ἐναρμονίσει τὸν ἐξευρωπαϊσμὸ τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους μὲ τὰ προτάγματα τῆς Μεγάλης Ἰδέας, προβάλλοντας τὴν ἐκπολιτιστικὴ ἀποστολὴ τοῦ ἑλληνισμοῦ στοὺς χριστιανικοὺς πληθυσμοὺς τῆς Ἀνατολῆς. Παράλληλα, στὰ κείμενά του ἀποτυπώνεται ἡ ἀποτροπὴ φιλορωσικῶν αἰσθημάτων καὶ συνάμα ἐκφράζεται ἀνησυχία γιὰ τὴν ἐπέκταση τοῦ σλαβισμοῦ.
Ἀναφορικὰ μὲ τὴν ἀλυτρωτικὴ πολιτική, πεποίθησή του εἶναι πὼς ἡ ἑδραίωση μιᾶς χριστιανικῆς αὐτοκρατορίας στὴ θέση τῆς καταρρέουσας ὀθωμανικῆς θὰ συντελοῦσε στὴν ἀναχαίτιση τοῦ ρωσικοῦ ἐπεκτατισμοῦ. Ἔντονα ἀκόμη τὸν προβληματίζει τὸ ἐνδεχόμενο μήπως ἡ Ἑλλάδα, χωρὶς τὴν ὑποστήριξη τῆς Εὐρώπης, καταποντισθεῖ μέσα στὸν ἀπέραντο ρωσοσλαβικὸ πολιτισμὸ καὶ βρεθεῖ τελικὰ ἀναγκασμένη ν’ ἀπαρνηθεῖ ἀκόμη καὶ τὴ δική της πολιτιστικὴ παράδοση.
Ἡ τακτικὴ ἀρθρογραφία τοῦ Ρενιέρη, πάντοτε μὲ τὸ ἀρχικὸ R., δὲν πέρασε ἀπαρατήρητη ἀπὸ τὸν εὐρωπαϊκὸ Τύπο. Ἀπέβλεπε στὴν τόνωση τῶν φιλελληνικῶν αἰσθημάτων τῶν Εὐρωπαίων, ὁρισμένοι ἐκ τῶν ὁποίων, ἐνῶ στὸ παρελθὸν εἶχαν προσφέρει τὶς ὑπηρεσίες τους ὑπὲρ τῆς ἑλληνικῆς ἀνεξαρτησίας, συνειδητοποιοῦσαν τώρα ὅτι ἡ μικρὴ σὲ ἔκταση Ἑλλάδα συνιστοῦσε οὐσιαστικὴ ἀπειλὴ στὰ δικά τους πολιτικὰ συμφέροντα. Μὲ τὸ ἐξαιρετικὰ εὐαίσθητο καὶ περίπλοκο αὐτὸ θέμα, ποὺ μάλιστα ἔθιγε τὴν ἐθνική του ὑπερηφάνεια, καταπιάνεται στὰ δημοσιεύματά του μὲ τοὺς χρακτηριστικοὺς τίτλους: «De l’impopularité de la cause grecqueen Occident» καὶ «L’embarras de l’Occident». Λόγω τῆς αὐξανόμενης ἀντιδημοτικότητας ποὺ προσλάμβανε τὸ ἑλληνικὸ ζήτημα στὴ Δύση, φθάνει στὸ σημεῖο νὰ θεωρεῖ περισσότερο ἐπιτακτικὴ τὴν ἀνάγκη νὰ θριαμβεύσει ἡ χώρα του στὴν εὐρωπαϊκὴ συνείδηση παρὰ στὶς πεδιάδες τῆς Μακεδονίας καὶ τῆς Θράκης.
Εἶναι ἀνάγκη ἡ Ἑλλάδα νὰ ἀνακτήσει τὴν ἐκτίμηση τῶν Εὐρωπαίων προβάλλοντας τὴν αὐθεντικότητά της (originalité) καί, καθὼς ἐξηγεῖ, ἡ αὐθεντικότητά της εἶναι ὁ ἑλληνισμός. Χρησιμοποιεῖ τὴν ἔννοια αὐτὴ μὲ τὴν εὐρύτερη σημασία της ὡς τὴ διαχρονικὴ πολιτιστικὴ ἑνότητα τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους. Ἀναλύοντας τὸ ἀδιέξοδο στὸ ὁποῖο περιῆλθαν οἱ σχέσεις τῆς Ἑλλάδας μὲ τὸ εὐρωπαϊκὸ γίγνεσθαι, ἀπαντᾶ σὲ ἐπικριτικὸ δημοσίευμα τοῦ πολιτικοῦ καὶ πανεπιστημιακοῦ Saint–Marc Girardin (1801-1873) στο Journal des Débats.
Παρότι οἱ συστάσεις του εἶναι γενικὰ συμβιβαστικές, καταφεύγει κάποτε σὲ ἔντονο ὕφος, ὅπως ὅταν στὸ ἄρθρο του «L’occupation du Pyrée» κατακρίνει μὲ πίκρα καὶ ἀγανάκτηση τὴν ἄδικη εὐρωπαϊκὴ παρέμβαση τοῦ 1854, μὲ ἐπακόλουθο τὴν ἐπιβολὴ τῆς ἀγγλογαλλικῆς κατοχῆς στὸν Πειραιὰ καὶ τὴν Ἀθήνα…
Για την ανάγνωση ολόκληρης της ανακοίνωσης πατήστε διπλό κλικ στον σύνδεσμο: Ο Μάρκος Ρενιέρης και ο «Spectateur de l’Orient» – Οι απόψεις του για τον ελληνισμό
Σχετικά θέματα:
- Νεοελληνικός Ηθικός και Πολιτικός Στοχασμός – Ρωξάνη Δ. Αργυροπούλου
- «Marco Renieri – Armonie Della Storia Dell’ Umanità», Ρωξάνη Δ. Αργυροπούλου
- Ο Βενιαμίν Λέσβιος και η Ευρωπαϊκή Σκέψη του δεκάτου ογδόου αιώνα
- La période italienne de Marco Renieri et ses premières années en Grèce
- «Marco Renieri – Armonie Della Storia Dell’ Umanità», Ρωξάνη Δ. Αργυροπούλου
- Η Ελληνική ως διεθνής γλωσσά: Μια ουτοπική πρόταση του Gustave D’Eichthal