Βρεντάνος Τζιμαρώλη Αντώνιος
«Ελεύθερο Βήμα»
Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.
Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, αποδεχόμενη τις εκατοντάδες προτάσεις των επισκεπτών της και επιθυμώντας να συμβάλλει στην επίκαιρη ενημέρωσή τους, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.
Διαβάστε σήμερα στο «Ελεύθερο Βήμα», σημείωμα του Συμβολαιογράφου – Ιστορικού ερευνητή κ. Νικολάου Γεωργίου Τόμπρα με θέμα:
«Αντώνιος Βρεντάνος Τζιμαρωλή».
Συχνά πυκνά οι Ναυπλιείς λησμονούν το γεγονός ότι το Ναύπλιο ήταν η πρώτη πραγματικά πολυσυλλεκτική πόλη του νεότερου ελληνικού κράτους. Άνθρωποι από παντού βρέθηκαν εντός των τειχών της ή και εκτός προερχόμενοι από παντού.
Ο Αντώνιος Βρεντάνος Τζιμαρωλή καταγόταν από την Βαυαρία, όπου κατείχε τίτλο ευγενείας Βαρόνου (Freiherren Brentano de Cimaroli). Είχε σπουδάσει στο βασιλικό πολυτεχνικό σχολείο της Βιέννης και είχε αποκτήσει πτυχίο.[1] Κάποια χρονική στιγμή θα περιέλθει σε δύσκολη θέση, μάλλον για πολιτικούς λόγους και θα εξοριστεί. Έτσι τέλη του 1850 αρχές του 1851 θα έλθει στην Ελλάδα και θα εγκατασταθεί στο Ναύπλιο. Θα διοριστεί καθηγητής χημείας και πυροτεχνουργίας στο Οπλοστάσιο Ναυπλίου στις 10 Μαρτίου 1851.[2]
Το οπλοστάσιο του Ναυπλίου βρισκόταν στην Βόρειο Ανατολική άκρη της πόλης εντός των τειχών και ήταν ταυτόχρονα οπλοστάσιο, χώρος κατασκευής εκρηκτικών, συντήρησης οπλισμού, κοπής ιματισμού στρατιωτών και κατασκευής σκευής ζώων, ήταν δηλαδή αυτό που σήμερα ονομάζεται εργοστάσιο βάσης του ελληνικού στρατού. Το τεχνικό και διοικητικό προσωπικό του αποτελείτο από πολιτικό και στρατιωτικό προσωπικό, το οποίο προερχόταν σε ιδιαίτερα μεγάλο ποσοστό από Έλληνες που είχαν έρθει από παντού όπου υπήρχε Ελληνισμός. Συγκεκριμένα στα εξαιρετικά εκτεταμένα αρχεία του οπλοστασίου που διατηρούνται στα Γ.Α.Κ. αναγράφονται ως τόποι καταγωγής του προσωπικού Κωνσταντινούπολη, Κυδωνιές, Κρήτη, Ιωάννινα κ.α., όλοι μορφωμένοι. Στην κεντρική υπηρεσία των Γ.Α.Κ. και στον φάκελο του οπλοστασίου υπάρχουν έγγραφα στα γερμανικά και στα ελληνικά που φέρουν την υπογραφή του.
Επειδή όμως εκείνη την εποχή η έννοια της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων δεν υφίστατο ο επαγγελματικός βίος του Βρεντάνου ήταν ιδιαίτερα ταραχώδης. Στις 5 Ιουνίου 1854 με σχετικό βασιλικό διάταγμα του Όθωνα θα απολυθεί.[3] Στις 9 Φεβρουαρίου 1869 και πάλι θα απολυθεί από πυροτεχνουργός, με Β. διάταγμα του Γεώργιου Α΄.[4] Συνεπώς στο ενδιάμεσο διάστημα πρέπει να είχε επαναπροσληφθεί χωρίς να καταφέρω να εντοπίσω την πρόσληψη.
Στις 9 Φεβρουαρίου 1870 θα προσληφθεί εκ νέου με αναδρομική ισχύ της πρόσληψής του και μισθό 260 δραχμών.[5] Στις 27 Μαρτίου 1881 με μισθό 240 δραχμές, άρα πρέπει να είχε απολυθεί έστω προσωρινά.[6] Τέλος, στις 6 Απριλίου διορίζεται, με Β. διάταγμα και κατόπιν πρότασης του υπουργού Στρατιωτικών Α. Μαυρομιχάλη, αρχιπυροτεχνουργός του οπλοστασίου με μισθό 300 δραχμές.[7]
Ίσως ακριβώς λόγω του άστατου επαγγελματικού του βίου, λόγω ελλείψεως μονιμότητας, αλλά και λόγω των γνώσεων του ως πτυχιούχου χημικού ο Βρεντάνος εντοπίζεται σε πολλές αναφορές στον τύπο της εποχής. Συγκεκριμένα το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα πολλοί κεφαλαιούχοι-επιχειρηματίες προσπαθούσαν να δραστηριοποιηθούν στην εκμετάλλευση λατομείων, μεταλλείων, ορυχείων και στην εξόρυξη μετάλλου και άλλων ορυκτών. Πιστεύω πως η λέξη Λαυρεωτική εξηγεί πολλά. Ο Βρεντάνος λοιπόν ως χημικός, είτε συντάσσει τις σχετικές απαραίτητες τεχνικές μελέτες, για να υποβληθεί ο φάκελος, είτε συμμετέχει και ως μέτοχος στις εταιρείες εκμετάλλευσης των σχετικών αδειών. Χαρακτηριστικά στις 28 Μαρτίου 1873 διάφοροι συμμέτοχοι αιτούνται την παραχώρηση «Μεταλλείου Μαγγανίτου και Πυρολουσίτου εις θέσεις ¨Ντουρντουβάνα και Μηλιώτη¨ μεταξύ Νεμέας και Μυκηνών», ένας από τους μετόχους είναι και ο Αντώνιος Βρεντάνος.[8]
Ο Α. Βρεντάνος ήταν όμως και ένας μορφωμένος άνθρωπος με σημαντικές γνώσεις στο επιστημονικό αντικείμενο του. Αποτέλεσμα αυτού είναι ότι στην βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων σώζεται ένα αντίγραφο του ακόλουθου βιβλίου «Έρευναι επί των αυτομάτων αναφλέξεων πυροτεχνικών μιγμάτων υπό Αντωνίου Βρεντάνου αρχιπυροτεχνουργού παρά τω εν Ναυπλίω οπλοστασίω… μεταφρασθείσα εκ του Γερμανικού υπό Ν. Πουρναρά ανθυπολοχαγού του πυροβολικού 1872».[9] Επίσης σύμφωνα με πληροφορίες και μαρτυρίες των απογόνων του ήταν αυτός που κατασκεύασε τα βεγγαλικά που ρίχθηκαν κατά την επέτειο των 25 χρόνων βασιλείας του Όθωνα. Οι εκδηλώσεις έλαβαν χώρα στο Ναύπλιο παρουσία της βασιλικής οικογένειας το 1859. Θα παρατηρήσατε ότι αφού ο Όθωνας ήρθε στην Ελλάδα το 1833 είκοσι πέντε χρόνια συμπληρώνονταν το 1858, αλλά φαίνεται πως στην Ελλάδα έχουμε πρόβλημα με τις επετείους. Παράλληλα υπάρχει αναφορά πως ο Βρεντάνος είχε και σημαντικές μουσικές γνώσεις, όχι περίεργο για Βαυαρό ευγενή.

Το εξώφυλλο του βιβλίου που είχε συγγράψει ο Βρεντάνος και μετέφρασε στα Ελληνικά ο Ανθυπολοχαγός Πουρνάρας. Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων.
Ας επικεντρωθούμε όμως λίγο και στην προσωπική του κατάσταση που και αυτή έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Παντρεύτηκε δύο φορές, μία στην Βαυαρία και μία στην Ελλάδα. Με την πρώτη σύζυγό του απέκτησε δύο τέκνα την Ρόζα που γεννήθηκε στις 10 Μαρτίου 1851 πιθανότατα στην Βαυαρία και τον Γεώργιο που γεννήθηκε ή στην Βαυαρία και τον έφερε στην Ελλάδα ο πατέρας του βρέφος ή στο Ναύπλιο στις 25 Σεπτεμβρίου 1852.[10] Ακολούθως, από τον δεύτερο γάμο του που έλαβε χώρα στην Ελλάδα απέκτησε τον Αντώνιο, τον Παύλο, τον Βίκτωρα, την Αιμιλία, την Μαριγώ ή Μαρία, την Όλγα, τον Κωνσταντίνο και τον Γουλιέλμο. Συνολικά 10 τέκνα, εκ των οποίων, όταν συνέταξε την διαθήκη του στις 31 Ιανουαρίου 1883, τα δύο τελευταία ήταν ακόμα ανήλικα.[11]
Τα τέκνα για τα οποία έχουμε στοιχεία είναι η πρωτότοκος θυγατέρα Ρόζα Σοφία Βρεντάνου του Αντωνίου και της Αλοϋσίας του Τζιμαρόλλι που παντρεύτηκε στην Αθήνα τον Βαλεντίνο Μαρτίνου Στάγγεσερ (1842-1917), γιο του βασιλικού επιπλοποιού τόσο του Όθωνα όσο και του βασιλιά Γεωργίου του Α’, ο οποίος ακολούθησε το οικογενειακό επάγγελμα. Η Ρόζα απεβίωσε στις 9 Απριλίου 1902 σε ηλικία 51 χρονών, έχοντας αποκτήσει ένα γιό τον Αντώνιο Γεώργιο Στάγγεσερ, απόγονοι της υπάρχουν έως σήμερα. Στον κ. Μάνο Διαμαντή Στάγγεσερ, οφείλω πολλές από τις παρούσες πληροφορίες και τις φωτογραφίες που παρατίθενται.[12]

Η Ροζα Σοφία φον Βρεντάνου Τζιμαρόλι με τον σύζυγο της Βαλεντίνο Μαρτίνου Στάγγεσερ, γιο του βασιλικού επιπλοποιού επί Όθωνα. Αργότερα και μετά από σπουδές στην Γερμανία ο ίδιος ακολούθησε το επάγγελμα και διαδέχθηκε τον πατέρα του ως βασιλικός επιπλοποιός του Γεωργίου Α’. Έπιπλα από αυτά που κοσμούν το Νομισματικό μουσείο Αθηνών είναι κατασκευασμένα από τα χέρια τους σε σχέδια Τσίλερ.
Ο δευτερότοκος Γεώργιος Φον Βρεντάνος του Αντωνίου και της Αλοϋσίας του Τζιμαρόλλι κατατάχθηκε στον Ελληνικό στρατό και το 1898 κατείχε τον βαθμό του Λοχαγού υλικού πολέμου σύμφωνα με την επετηρίδα του Ελληνικού στρατού. Πέθανε δε τον Μάρτιο του 1935 με τον βαθμό του Ταγματάρχη. Ήταν παντρεμένος με την Αικατερίνη (1862-1942) και απέκτησαν δύο κόρες την Αντουανέττα (1887-1967 αριστερά στην φωτογραφία) και την Μαριέττα (1891-1969 δεξιά στην φωτογραφία).

Ο Γεώργιος Φον Βρεντάντος Τζιμαρόλι δεύτερο τέκνο και πρώτος γιος με την σύζυγο του Αικατερίνη και της θυγατέρες του Αντουανέττα (1887-1967 αριστερά στην φωτογραφία) και Μαριέττα (1891-1969 δεξιά στην φωτογραφία).
Τέλος, για όσους πιθανά ενδιαφέρονται, η οικία Αντωνίου Βρεντάνου, σύμφωνα με την διαθήκη του που συντάχθηκε το 1883 βρισκόταν στην ενορία Αγίου Γεωργίου στο Ναύπλιο. Συνόρευε δε μεσημβρινά με την οδό Όθωνος και εν μέρη την οικία Θεοφανής χήρας Μπηλίδα νυν συζύγου Μιχαήλ Κυργούσιου και ανατολικά με δημοτική οδό και εν μέρει οικία Θεοφανής χήρας Μπηλίδα νυν συζύγου Μιχαήλ Κυργούσιου. Σημειώνω ότι τότε η οδός Όθωνος δεν ήταν αυτή που εντοπίζεται σήμερα στα όρια της ενορίας Αγίου Νικολάου.
Ο Βρεντάνος ήρθε στην Ελλάδα από την Βαυαρία φέροντας τις γνώσεις του, τα όνειρά του και τις ελπίδες του, εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο και έκανε αυτή την πόλη τόπο του και σπίτι του, συμβάλλοντας στην πολυσυλλεκτική εικόνα της πόλης και την ομορφιά της. Ήταν μόνο ένας από τους πολλούς που συνέβαλλαν σε αυτό το τόσο ιδιαίτερο και ξεχωριστό, το Ανάπλι.
Υποσημειώσεις
[1] Βιβλιοθήκη Βουλής των Ελλήνων.
[2] Εφημερίς του Βασιλείου της Ελλάδος. αρ. 18/16-06-1854.
[3] Ομοίως αρ 18/1854.
[4] Εφημερίς του Βασιλείου της Ελλάδος,αρ. 12/27-02-1869.
[5] Εφημερίς του Βασιλείου της Ελλάδος,αρ. 12/31-03-1870.
[6] Εφημερίς του Βασιλείου της Ελλάδος,αρ. 46/27-05-1881.
[7] Εφημερίς του Βασιλείου της Ελλάδος,αρ. 48/06-06-1881.
[8] Εφημερίδα «Αργολίς» έτος Θ΄, αρ. 184/04-04-1873.
[9] Βιβλιοθήκη Βουλής των Ελλήνων.
[10] Επετηρίς Ελληνικού Στρατού, Υπουργείο Στρατιωτικών, 1898. Βιβλ. Πανεπιστ. Michigan USA.
[11] Υποθ. Ναυπλίου, τόμος ΚΓ’, αρ. 8578, Αριθμ. 103/1883 Διαθήκη Θεμιστ. Γ. Οικοομόπουλου.
[12] Oικογενειακό αρχείο Μάνου Διαμαντή Στάγγεσερ.
Νικόλαος Γεωργίου Τόμπρας
Συμβολαιογράφος