Quantcast
Channel: Ιστορία – ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΑΡΧΕΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Viewing all articles
Browse latest Browse all 633

Η δυνατότητα στρατιωτικής ενίσχυσης της Κύπρου από την Ελλάδα τον Ιούλιο και Αύγουστο του 1974

$
0
0

Η δυνατότητα στρατιωτικής ενίσχυσης της Κύπρου από την Ελλάδα τον Ιούλιο και Αύγουστο του 1974


 

 «Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Φιλοξενούμε σήμερα στο «Ελεύθερο Βήμα»  ανακοίνωση, του διδάκτορα Ιστορίας, Τάσου Χατζηαναστασίου, στο 45ο Ετήσιο Συνέδριο της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων με τίτλο, «Κύπρος: Ιστορία και Πολιτισμός», (Αθήνα, 8-10 Νοεμβρίου 2018), με θέμα:

«Η δυνατότητα στρατιωτικής ενίσχυσης της Κύπρου από την Ελλάδα τον Ιούλιο και Αύγουστο του 1974».

 

Με το θέμα της παρούσας εργασίας ξεκίνησα να ασχολούμαι πριν από πολλά χρόνια και σε μία πρώτη της μορφή αποτέλεσε ξεχωριστό κεφάλαιο δευτερεύουσας μεταπτυχιακής εργασίας που κατατέθηκε στον Τομέα Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης το καλοκαίρι του 1993.[1] Εκείνη η μελέτη, μετά τη σχετική βιβλιογραφική ενημέρωση και την απαραίτητη επιμέλεια και τις διορθώσεις, πήρε τη μορφή βιβλίου που κυκλοφόρησε το 2004 και μετά την εξάντληση του στο εμπόριο, σήμερα διατίθεται ελεύθερα στο διαδίκτυο.[2]

Στα 14 χρόνια που μεσολάβησαν από την έκδοση του βιβλίου έως σήμερα δημοσιεύτηκαν κι άλλα σχετικά έργα, κυρίως αναμνήσεις πρωταγωνιστών που φωτίζουν περισσότερο τα γεγονότα. Στις διαθέσιμες για τον μελετητή πηγές πρέπει να προστεθούν επίσης το Πόρισμα για τον Φάκελο της Κύπρου που δημοσιεύτηκε από την κυπριακή Βουλή των Αντιπροσώπων το 2011[3] ενώ μόλις πριν από λίγες εβδομάδες δημοσιεύτηκε το τελικό κοινό πόρισμα για τον ίδιο φάκελο της Κυπριακής και Ελληνικής Δημοκρατίας.[4]

 

31 ΜΚ – Η ηρωικότερη Μοίρα Καταδρομών της Κύπρου. Στη φωτογραφία άνδρες της 31 ΜΚ, μετά τις επιχειρήσεις Τηλλυρίας. Ο οπλισμός τους περιλαμβάνει STEN, Μ1 Garand, MG 42 και Μ20 Super Bazooka.

 

Οι δύο τελευταίες πηγές, παρά το γεγονός ότι στηρίζονται σχεδόν αποκλειστικά σε μαρτυρικές καταθέσεις και λιγότερο σε γραπτές πρωτογενείς πηγές, έγγραφα, διαταγές, πρακτικά συνεδριάσεων κτλ, και παρά το ότι, όπως έχει επισημανθεί: «τα κυπριακά» αρχεία στην Ελλάδα και στην Κύπρο έχουν υποστεί παρεμβάσεις και αφαιρέσεις, πέραν από τις συνήθεις ανά τον κόσμο «εθνικές προστασίες»[5], έχουν αδιαμφισβήτητη αξία και δεν μπορούν να αγνοηθούν από τον Ιστορικό. Είναι επομένως ευτυχής η συγκυρία του συνεδρίου καθώς σήμερα ύστερα από 44 χρόνια είμαστε σε θέση να έχουμε μια όσο το δυνατόν πληρέστερη εικόνα του ζητήματος.

 

Α’ Περίοδος: Η Κύπρος υπό τον έλεγχο της ελληνικής Χούντας

  

Μετά την απόσυρση της μεραρχίας του Ελληνικού Στρατού από την Κύπρο το 1967, η επίσημη στρατιωτική παρουσία της Ελλάδας περιορίστηκε στις δυνάμεις της ΕΛΔΥΚ, 1000 άντρες περίπου, όπως προβλεπόταν από τις ιδρυτικές συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου και τις Συνθήκες Εγγυήσεως και Συμμαχίας.[6] Παράλληλα, στην κυπριακή Εθνοφρουρά, που στις 15 Ιουλίου του 1974 πραγματοποίησε το Πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου, υπηρετούσαν δεκάδες Ελλαδίτες αξιωματικοί στους οποίους ανήκε και ο Αρχηγός της, και επομένως τελούσε κι αυτή υπό τον έλεγχο της Χούντας των Αθηνών. Η Χούντα όμως, παρά τις πληροφορίες για ασυνήθιστες κινήσεις που φανέρωναν πολεμική προετοιμασία στους τουρκικούς θύλακες της Κύπρου αλλά και τον απόπλου τουρκικών πολεμικών πλοίων από τα νότια τουρκικά παράλια με κατεύθυνση την Κύπρο ήδη από το μεσημέρι της Παρασκευής 19 Ιουλίου[7], δεν έλαβε κανένα μέτρο απόκρουσης μιας πιθανής τουρκικής εισβολής. Ακόμη κι όταν οι πληροφορίες πλήθαιναν μέσα στη νύχτα και η τουρκική αποβατική ενέργεια ήταν προ των πυλών, και πράγματι πολλοί αξιωματικοί διαφόρων βαθμίδων είχαν σπεύσει στο Αρχηγείο της Εθνικής Φρουράς ανάστατοι, έλαβαν τη χαρακτηριστική απάντηση: «κύριοι, πηγαίνετε για ύπνο» και πως επρόκειτο για τουρκικά στρατιωτικά γυμνάσια.

Όταν λοιπόν το πρωί της 20ης Ιουλίου άρχισαν ν’ αποβιβάζονται στα βόρεια παράλια της Κύπρου Τούρκοι στρατιώτες, η Εθνική Φρουρά που βρισκόταν σε αναστάτωση λόγω του πραξικοπήματος βρέθηκε απροετοίμαστη[8]. Για τους λόγους αυτούς, δεν εφαρμόστηκαν τα σχέδια άμυνας σύμφωνα με τα οποία – στη θεωρία τουλάχιστον – οι σχετικά περιορισμένες δυνάμεις της Εθνοφρουράς ήταν ικανές ν’ αποκρούσουν την απόβαση και στη συνέχεια ενισχυόμενες από την Ελλάδα μπορούσαν να αποκρούσουν μια ενδεχόμενη εισβολή.[9] Ακόμη κι όταν έγιναν σαφείς οι προθέσεις του τουρκικού στρατού η κυβέρνηση της Αθήνας αντέδρασε μάλλον χλιαρά.

Στρατηγός Γρηγόριος Μπονάνος, Αρχηγός Ενόπλων Δυνάμεων της Ελλάδος το 1974. Επικεφαλής των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων της περίοδο της ανατροπής του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’ και της εισβολής της Τουρκίας στην Κύπρο.

Μάλιστα, ο Αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων (ΑΕΔ), στρατηγός Γρηγόριος Μπονάνος θα αποπέμψει τους επιτελάρχες του, τον ταγματάρχη Χαρ. Παλαΐνη και τον αντισυνταγματάρχη Μιχ. Πηλιχό, που κατέφτασαν στο γραφείο του για να του επισημάνουν ότι βομβαρδίζεται το στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ κι ότι επομένως επιβαλλόταν άμεση αντίδραση της Ελλάδας. Τελικά, μετά από κοινή σύσκεψη της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας της Χούντας, θα αποφασιστεί η κήρυξη γενικής επιστράτευσης στις 10πμ καθώς και η «ετοιμότης ενισχύσεως του αγώνος της Εθνικής Φρουράς εις Κύπρον, αναλόγως της εξελίξεως της καταστάσεως», χωρίς να διευκρινίζεται ποιες εξελίξεις θα έκριναν την απόφαση αποστολής και ποια θα ήταν, ποσοτικά και ποιοτικά η βοήθεια. Ωστόσο, ο ίδιος ο Μπονάνος δήλωσε κατά τη σύσκεψη αυτή ότι: «δεν δυνάμεθα να βοηθήσωμεν αποφασιστικώς τον αμυντικόν αγώνα της Εθνικής Φρουράς εις Κύπρον, χωρίς αεροπορικήν υποστήριξιν», μία δήλωση που προκαλεί εύλογες απορίες αφού τα σχέδια αμύνης της Κύπρου περιελάμβαναν την αποστολή αεροσκαφών από την Ελλάδα.[10]

Αεροσκάφος Noratlas.

Η Ελλάδα είχε κατορθώσει ν’ αποστείλει τη νύχτα μεταξύ 21 και 22 Ιουλίου 15 μεταγωγικά αεροσκάφη Noratlas που μετέφεραν μία μοίρα καταδρομών, η οποία έφτασε στην Κύπρο με σοβαρές απώλειες, αφού λόγω κακής συνεννόησης κατερρίφθη ένα αεροπλάνο και προκλήθηκαν βλάβες σε άλλα τρία από τα αντιαεροπορικά πυρά της Εθνικής Φρουράς.[11] Η αποστολή αυτή ωστόσο δεν παρενοχλήθηκε από την τουρκική αεροπορία, που είχε ν’ αντιμετωπίσει μόνο το κυπριακό αντιαεροπορικό πυροβολικό ή από άλλα τουρκικά πυρά.

 

Αεροσκάφος Nord Noratlas της ΠΑ στο αεροδρόμιο του Ελληνικού το 1979. Η Ελληνική Πολεμική Αεροπορία άρχισε το 1967 να παραλαμβάνει 50 Nord N.2501D από τα αποθέματα της Γερμανικής πολεμικής αεροπορίας με σκοπό την αντικατάσταση των C-47 Dakota. Τα αεροσκάφη εντάχθηκαν στην 354 Μοίρα Τακτικών Μεταφορών με έδρα την αεροπορική βάση της Ελευσίνας και χρησιμοποιήθηκαν για μεταφορές φορτίου, προσωπικού και ρίψεις αλεξιπτωτιστών. Τον Ιούλιο του 1974 αεροσκάφη Noratlas συμμετείχαν στην επιχείρηση αερομεταφοράς Ελλήνων καταδρομέων από την Κρήτη στην Κύπρο. Παρά την παλαιότητα των αεροσκαφών και τις αντίξοες συνθήκες πτήσης, 12 από τα 15 αεροσκάφη που συμμετείχαν στην αποστολή «ΝΙΚΗ» προσγειώθηκαν στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας, ολοκληρώνοντας με επιτυχία την αποστολή που τους ανατέθηκε. Ένα αεροσκάφος όμως καταρρίφθηκε από φίλια πυρά στοιχίζοντας τη ζωή του τετραμελούς πληρώματός του και 29 καταδρομέων.

 

Τη μέρα της εισβολής, το αρματαγωγό «Λέσβος» το οποίο είχε παραλάβει νωρίτερα 450 στρατιώτες της ΕΛΔΥΚ για να τους μεταφέρει στην Ελλάδα καθώς η θητεία τους εκεί είχε τελειώσει, διατάχθηκε ενώ έπλεε ανοιχτά της Πάφου να καταπλεύσει στην Πάφο και να αποβιβάσει εκεί τους άντρες προκειμένου να ενισχύσουν την ΕΛΔΥΚ.[12] Ούτε το «Λέσβος» παρενοχλήθηκε από τις τουρκικές δυνάμεις. Αυτές οι δυνάμεις ήταν και οι μοναδικές που απέστειλε η Ελλάδα για την ενίσχυση της άμυνας της Κύπρου καθόλη τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής.

Στο μεταξύ δόθηκε διαταγή στα δύο υποβρύχια που βρίσκονταν στο μέσον της διαδρομής μεταξύ Ρόδου και Κερύνειας να επιστρέψουν με το σκεπτικό ότι σε περίπτωση ελληνοτουρκικής σύρραξης το θέατρο του πολέμου θα ήταν το Αιγαίο.[13] Την ίδια κατάληξη είχε και η αποστολή του οχηματαγωγού «Ρέθυμνον» που ξεκίνησε το βράδυ της 21ης Ιουλίου από τον Πειραιά μ’ ένα τάγμα πεζικού, το 513, μία ίλη μέσων αρμάτων και περίπου 600 Κύπριους εθελοντές. Το «Ρέθυμνον» διατάχθηκε να καταπλεύσει τη νύχτα της 22ης Ιουλίου στη Ρόδο κι ενώ βρισκόταν 100 μίλια από τις ακτές της Κύπρου.[14]

Η ευθύνη για την υπεράσπιση της Κύπρου βαρύνει την Ελλάδα τόσο με βάση τις συμβατικές της υποχρεώσεις, ως εγγυήτρια δύναμη της Κυπριακής Δημοκρατίας, όσο και για εθνικούς λόγους μια και πρόκειται για την υπεράσπιση ελληνικού πληθυσμού. Ένας επιπρόσθετος λόγος, αλλά εξίσου σημαντικός, για την ευθύνη της Ελλάδας απέναντι στην Κύπρο είναι το γεγονός ότι η τουρκική εισβολή πραγματοποιήθηκε με αφορμή και δικαιολογία το πραξικόπημα που σχεδίασε η ελληνική χούντα. Στην περίπτωση της Κύπρου συνέβη ωστόσο το εξής παράδοξο: ενώ η αποκλειστική αρμοδιότητα του στρατού θα πρέπει υπό φυσιολογικές συνθήκες να είναι η διασφάλιση της αμυντικής ετοιμότητας της χώρας, η ελληνική χούντα υπεύθυνη, λόγω και του πραξικοπήματος στην Κύπρο, συνολικά για τις τύχες και της Ελλάδας και της Κύπρου κατέρρευσε τη στιγμή που θα έπρεπε οι στρατιωτικοί που την αποτελούσαν ν’ ασκήσουν τα αποκλειστικά τους καθήκοντα, δηλαδή να υπερασπιστούν την εδαφική ακεραιότητα της Κύπρου και της Ελλάδας.

Σύμφωνα με τους αρχηγούς του Στρατού Ξηράς, του Ναυτικού και της Αεροπορίας, «η σύσκεψις (της 21ης Ιουλίου 1974) έκλεισε δια του γενικού συμπεράσματος ότι δεν είμεθα έτοιμοι να προχωρήσωμεν εις σύρραξιν κατ’ εκείνην την στιγμήν και ότι απαιτούντο δύο έως τρεις ακόμη ημέραι προετοιμασίας, ενώ η έκβασις της συρράξεως θα ήτο αμφίβολος».[15]

 

Ο Αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων της Ελλάδας και οι αρχηγοί του Στρατού Ξηράς, του Ναυτικού και της Αεροπορίας.

 

Ο δε Αρχηγός Ενόπλων Δυνάμεων (ΑΕΔ), Μπονάνος, είχε εκδηλώσει εξαρχής την αντίθεσή του στην στρατιωτική εμπλοκή της Ελλάδας στην Κύπρο και αποδέχθηκε ασμένως τις χλιαρές και απρόθυμες απαντήσεις των αρχηγών των τριών όπλων στο ερώτημα της πολεμικής ετοιμότητας.[16] Είναι δε χαρακτηριστικό ότι στις 20 Ιουλίου, τη μέρα της εισβολής, παρότι ο ΑΕΔ γνώριζε από τις 6.10πμ ότι η Τουρκία έχει εξαπολύσει επίθεση εναντίον της Κύπρου, ως τις 8 το πρωί που συγκλήθηκε πολεμικό συμβούλιο, ασχολήθηκε με άλλα ζητήματα και δεν είχε σκοπό να επικοινωνήσει με το Γενικό Επιτελείο της Εθνικής Φρουράς, αν δεν επικοινωνούσε αυτό μαζί του.[17]

Διαβάζοντας όμως κανείς τις αντιφατικές μεταξύ τους και αλληλοσυγκρουόμενες αναφορές των επιτελαρχών, δεν πείθεται από τη βεβαιότητά τους ότι μια αποστολή ενισχύσεων στην Κύπρο θα ήταν «άνευ πρακτικού αποτελέσματος». Η αποστολή των 15 μεταγωγικών αεροσκαφών τη νύχτα της 21ης προς την 22η Ιουλίου δείχνει ότι θα μπορούσαν να αποσταλούν και άλλες, επαρκέστερες δυνάμεις. Μάλιστα ο Αρχηγός του Στόλου, Πέτρος Αραπάκης, αναφέρει ότι «θα επιφέραμε θανάσιμο χτύπημα στις αποβατικές δυνάμεις των Τούρκων (…) αν συνδυάζαμε την επίθεση των υποβρυχίων, (…) με επίθεση των αεροσκαφών Φάντομ F-4E τα οποία είχαν προσγειωθεί στο Ηράκλειο της Κρήτης».[18] Αυτό, δηλαδή, για το οποίο πείθεται κανείς είναι για την έλλειψη βούλησης της Χούντας ν’ αναλάβει τις ευθύνες της. Η μόνιμη δικαιολογία είναι ότι τους εξαπάτησαν οι Αμερικανοί.[19]

Ο ίδιος ο Ιωαννίδης κατέθεσε ότι τον… είχαν προδώσει οι επιτελάρχες μη εκτελώντας τις διαταγές του για προσβολή των τουρκικών δυνάμεων εισβολής και ότι είχαν έρθει σε προσυνεννόηση με τους… Αμερικάνους. Σύμφωνα μάλιστα με τον ίδιο, αυτό είχε ως συνέπεια, «την πλέον κρίσιμον ώραν της 22ας Ιουλίου, να μη μπορούμε να δώσουμε την χαριστικήν βολήν εις τον εν πλήρει συγχύσει και αδυναμία ευρισκόμενον Τούρκον, διότι μετά τας Τουρκικάς απωλείας, οι Έλληνες είχομεν την υπεροχήν καθ’ όλον το ελληνοκυπριακόν μέτωπον (Έβρος – Νήσοι – Κύπρος)». Κατόπιν απαριθμεί διεξοδικά τον συσχετισμό δύναμης, τη διάταξη και την ισχύ πυρός των ελληνικών και τουρκικών ενόπλων δυνάμεων για να αποδείξει τους ισχυρισμούς του.[20]

Το ότι η απόβαση θα μπορούσε να αποκρουσθεί τις πρώτες μέρες όταν την ευθύνη είχε ακόμη η Χούντα είναι το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουν όλοι οι στρατιωτικοί που έχουν ασχοληθεί με το ζήτημα[21], όπως επίσης και το μέλος της Εξεταστικής Επιτροπής της Βουλής των Ελλήνων, Κώστας Κάππος.[22] Αυτή η εκτίμηση επιβεβαιώνεται και από τα πραγματικά γεγονότα καθώς τα τουρκικά στρατεύματα δεν κατόρθωσαν να δημιουργήσουν ικανό προγεφύρωμα παρά μόνον στις 8 Αυγούστου κι αφού πρώτα παραβίασαν συστηματικά και επανειλημμένα τη συμφωνημένη εκεχειρία που υποτίθεται πως ίσχυε από το απόγευμα της 22ης Ιουλίου. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τη μέρα της εκεχειρίας ως τις 8 Αυγούστου τα τουρκικά στρατεύματα αύξησαν τον χώρο που είχαν καταλάβει από 300 σε 430 τετραγωνικά χιλιόμετρα.[23] Στο διάστημα αυτό οι Τούρκοι αποβίβασαν συνολικά περί τους 40.000 στρατιώτες και 200 περίπου άρματα μάχης.[24]

Τέλος, σε ό,τι αφορά τις ΗΠΑ, όπως επισημαίνει ο Άγγελος Βλάχος[25] που παρακολουθούσε από κοντά τις εξελίξεις, «ο μόνος τρόπος να πεισθεί να επέμβει ήταν να φοβηθεί ότι η κατάσταση θα εξέφευγε εκτός ελέγχου αν η Ελλάς διενεργούσε επίθεση κατά των αποβατικών σκαφών στην Κερύνεια». Όλες οι πηγές συμφωνούν ότι το κύριο μέλημα των ΗΠΑ ήταν η αποτροπή ενός ελληνοτουρκικού πολέμου που θα οδηγούσε στη διάλυση της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ. Κι ενώ διέθεταν και τη στρατιωτική ισχύ και την πολιτική επιρροή δεν έπραξαν το παραμικρό για να συγκρατήσουν τους Τούρκους.[26] Αυτό το νόημα είχε και η πρόταση των ΗΠΑ για τη συμφωνία εκεχειρίας, που καταφανέστατα ευνοούσε τους Τούρκους και την οποία η σε κατάσταση διάλυσης χουντική κυβέρνηση, έσπευσε να υιοθετήσει.[27] Όλα όμως συνηγορούν στο ότι μία όμως αποφασιστική πρωτοβουλία εκ μέρους της Ελλάδας, θα μπορούσε εν όψει του κινδύνου ενός ελληνοτουρκικού πολέμου να προκαλέσει αμερικανική επέμβαση και να σταματήσει ενδεχομένως την τουρκική προέλαση.

 

Β’ Περίοδος: Κύπρος και Μεταπολίτευση

 

Μετά την κήρυξη της εκεχειρίας, στις 22 Ιουλίου η χούντα παρέδωσε την εξουσία στους πολιτικούς. Έτσι, από τις 24 Ιουλίου η Ελλάδα αποκτά νέα κυβέρνηση εθνικής ενότητας με πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Στη δε Κύπρο, μετά την παραίτηση Σαμψών, την προεδρία ανέλαβε ο Πρόεδρος της Βουλής, Γλαύκος Κληρίδης. Ο τελευταίος είχε ζητήσει την άμεση αποστολή ελληνικών στρατευμάτων για την ανατροπή των αρνητικών συσχετισμών που είχαν δημιουργηθεί και με δεδομένη την παραβίαση της εκεχειρίας από τους Τούρκους, αλλά η απάντηση που πήρε από τον Καραμανλή ήταν πως μια ελληνική νηοπομπή δεν θα μπορούσε, για τεχνικούς λόγους, να έχει την υποστήριξη της ελληνικής αεροπορίας.

 

Γλαύκος Κληρίδης (1919-2013). Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας την περίοδο 1993-2003. Στις 23 Ιουλίου 1974, λόγω του πραξικοπήματος και της τουρκικής εισβολής, ανέλαβε προσωρινά καθήκοντα Προέδρου της Δημοκρατίας, σύμφωνα με τις σχετικές πρόνοιες του Συντάγματος. Τα καθήκοντα αυτά τα άσκησε μέχρι τις 7 Δεκεμβρίου 1974, ημέρα κατά την οποία επανήλθε στην Κύπρο ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος.

 

Η πρώτη συνάντηση της νέας κυβέρνησης εθνικής ενότητας με τη στρατιωτική ηγεσία πραγματοποιήθηκε στις 26 Ιουλίου. Ο ΑΕΔ Μπονάνος παρότι αφιερώνει τέσσερις σελίδες στο βιβλίο του στη συνάντηση, δεν αναφέρει τίποτα σχετικό με την πολεμική ετοιμότητα των ενόπλων δυνάμεων.[28] Αντίθετα, στο Αρχείο Καραμανλή αναφέρεται ότι διαπιστώθηκαν σοβαρές ελλείψεις ενώ η θέση του στρατού χαρακτηρίστηκε «δυσχερής».[29] Ακολούθησε νέα ευρύτερη σύσκεψη της πολιτικής και της στρατιωτικής ηγεσίας στις 3 Αυγούστου, δέκα ολόκληρες μέρες μετά την ορκωμοσία της νέας κυβέρνησης, στην οποία οι στρατιωτικοί αρχηγοί υποστήριξαν πως σε περίπτωση ελληνοτουρκικού πολέμου η Τουρκία θα είχε την υπεροπλία ενώ οποιαδήποτε αποστολή νηοπομπής θα κινδύνευε από την τουρκική αεροπορία.[30] Κατά τη σύσκεψη, ο Καραμανλής αποκλείει την ιδέα της κήρυξης πολέμου ως «εγκληματική» διατάζει ωστόσο την ετοιμασία μιας μεραρχίας προκειμένου μόλις διαταχθεί να μεταφερθεί στην Κύπρο. Οι Αρχηγοί δηλώνουν ότι απαιτείται διάστημα 6-10 ημερών για την εκτέλεση της διαταγής.[31] Να σημειώσουμε όμως ότι σύμφωνα με τα γραφόμενα του ΑΕΔ Μπονάνου, που δεν αναφέρει τίποτα για τη σύσκεψη της 3ης Αυγούστου, είχε ήδη αρχίσει να συγκροτείται μεραρχία για να αποσταλεί στην Κύπρο από τις 30 Ιουλίου, αν όχι και νωρίτερα.[32]

Ο Κληρίδης τότε, στράφηκε προς την ΕΣΣΔ και ζήτησε βοήθεια προσφέροντας ως αντάλλαγμα μια στρατιωτική βάση στο νησί.[33] Κι ενώ η Σοβιετική Ένωση, όπως ήταν μάλλον αναμενόμενο, αρνήθηκε να επέμβει, ο Καραμανλής στο διάγγελμά του προς τον ελληνικό λαό μετά την ορκωμοσία της νέας κυβέρνησης, είπε για την Κύπρο τα εξής: «…της οποίας (σσ. Κύπρου) την ανεξαρτησίαν και ακεραιότητα θα προασπίσωμεν δι’ όλων μας των δυνάμεων, με σταθερότητα και με πίστιν εις τα αρχάς του δικαίου και τας παραδόσεις της ιστορίας μας».[34]

Έτσι, στην πρώτη διάσκεψη της Γενεύης, η ελληνική πλευρά, με μοναδικό όπλο την επίκληση του διεθνούς δικαίου, επιχείρησε να επιτύχει συμφωνία που να εξασφαλίζει την κατάπαυση του πυρός και να μειώνει την ένταση μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας. Ο Υπουργός Εξωτερικών, Γεώργιος Μαύρος, θεωρεί ότι αυτός ο στόχος επιτεύχθηκε. Ο δε Κληρίδης εξήρε τη συμφωνία ως μέσον για την αποτροπή της τουρκικής προώθησης.[35]

Πριν από τη δεύτερη φάση της διάσκεψης της Γενεύης, ο Κληρίδης φτάνει στην Αθήνα και ζητεί εκ νέου από τον Καραμανλή την αποστολή στρατιωτικής βοήθειας. Ο Καραμανλής τού απάντησε ότι ήταν αδύνατο να σταλεί αεροπορική και ναυτική βοήθεια στην Κύπρο ενώ ο Αβέρωφ επεσήμανε πως ούτε από την Κρήτη μπορούσε να γίνει αποστολή γιατί τα καύσιμα των αεροσκαφών θα έφταναν μόνο για μια πεντάλεπτη πτήση πάνω από την Κύπρο ενώ αν προσγειώνονταν θα τα χτυπούσαν οι Τούρκοι στο έδαφος.[36]

Αυτό το τεχνικού χαρακτήρα επιχείρημα δεν καταρρίπτεται μόνον από τα όσα έχουν κατά καιρούς γράψει οι στρατιωτικοί επί του θέματος, αλλά και από το γεγονός ότι τα σχέδια άμυνας της Κύπρου περιελάμβαναν ούτως ή άλλως την αποστολή και υποβρυχίων και αεροσκαφών από την Ελλάδα.[37]

Στο μεταξύ οι Τούρκοι παραβιάζοντας συνεχώς τη συμφωνία της Γενεύης, επεκτείνουν το προγεφύρωμα και αποβιβάζουν συνεχώς νέα στρατεύματα.[38] Πριν από το διαφαινόμενο ναυάγιο των διαπραγματεύσεων στη δεύτερη φάση των συνομιλιών της Γενεύης, στις 13 Αυγούστου, δέκα μέρες μετά από εκείνη στις 3 του ίδιου μήνα, γίνεται νέα σύσκεψη στην Αθήνα μεταξύ της στρατιωτικής και της πολιτικής ηγεσίας για τη διερεύνηση της δυνατότητας αποστολής στρατιωτικής βοήθειας στην Κύπρο. Ο Καραμανλής διατυπώνει τη θέση ότι: «εφ’ όσον μειονεκτούμεν, ως προς στρατιωτικήν ισχύν και εφ’ όσον διεπράξαμεν σφάλματα, οπωσδήποτε πρέπει να καταβάλλωμεν το τίμημα» και θα προτείνει την αποστολή στην Κύπρο μιας ισχυρής μεραρχίας από τη Ρόδο ή την Κρήτη προκειμένου να προκληθεί επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων αλλά οι στρατιωτικοί απάντησαν ότι η μεν συγκρότηση της μεραρχίας θα απαιτούσε έξι με εφτά ημέρες, η δε πραγματοποίηση της αποστολής ήταν ανέφικτη λόγω έλλειψης αεροπορικής κάλυψης.[39] Η παραπάνω θέση επιβεβαιώνει το συμπέρασμα ότι η στρατιωτική ηγεσία, που σημειωτέον παραμένει η ίδια και μετά τη Μεταπολίτευση, ήταν εντελώς απρόθυμη να προχωρήσει σε οποιαδήποτε πολεμική εμπλοκή με την Τουρκία ενισχύοντας καθ’ οιονδήποτε τρόπο την άμυνα της Κύπρου. Ο ΑΕΔ [Αρχηγός Ενόπλων Δυνάμεων] είχε διαταχθεί από τις 3 Αυγούστου να ετοιμαστεί άμεσα μία μεραρχία προκειμένου να αποσταλεί εφόσον διατασσόταν στην Κύπρο και είχε ζητήσει προθεσμία 6-10 ημερών, όσες δηλαδή ακριβώς είχαν μεσολαβήσει από την προηγούμενη διάσκεψη.[40]

 

Η Τουρκική εισβολή στην Κύπρο με την κωδική ονομασία «Αττίλας» ξεκίνησε την αυγή της 20ης Ιουλίου 1974, με αποβατικές και αεροπορικές επιχειρήσεις…

 

Μετά την εκδήλωση της τουρκικής επίθεσης της 14ης Αυγούστου, ο Καραμανλής θα διατάξει τους στρατιωτικούς να στείλουν τρία υποβρύχια και το σμήνος των Φάντομ που στάθμευε στην Κρήτη για να πλήξουν τουρκικούς στόχους στην Κύπρο. Σύμφωνα με τα πρακτικά της σύσκεψης που κρατούσε ο Αβέρωφ, «οι κύριοι αρχηγοί εφάνησαν αμήχανοι και διετύπωσαν κατά τρόπον γενικόν αμφιβολίας ως προς την σκοπιμότητα και την δυνατότητα της επιχειρήσεως».[41] Όπως φαίνεται από τα πρακτικά της σύσκεψης αλλά και σύμφωνα με το μέλος της Εξεταστικής Επιτροπής της Βουλής των Ελλήνων για το Κυπριακό, βουλευτή του ΚΚΕ, Κώστα Κάππο, που εξέτασε τον Αβέρωφ, ο τελευταίος ανέλαβε βασικά την ευθύνη να μην πάει ενίσχυση στην Κύπρο με το επιχείρημα ότι υπήρχε κίνδυνος να αποδυναμωθεί η άμυνα της Ελλάδας.[42]

Στις 15 Αυγούστου ζητήθηκε από τη Βρετανία η αεροπορική κάλυψη ελληνικής στρατιωτικής αποστολής στην Κύπρο, αίτηση η οποία απορρίφθηκε τελικά μετά από δύο μέρες. Τις επόμενες μέρες κι ενώ η τουρκική προέλαση είχε ήδη σταματήσει, ο Καραμανλής θα συζητήσει ιδιωτικά με τον Αβέρωφ την ιδέα της αποστολής νηοπομπής με ενισχύσεις για την Κύπρο στην οποία θα συμμετείχαν και οι ίδιοι. Η «ηρωική» αυτή ιδέα απορρίφθηκε τελικά από τους ίδιους όταν την ξανασκέφτηκαν καλύτερα.[43] Έτσι, και η ιδέα αυτή, όπως και κάθε άλλη ιδέα ενίσχυσης της άμυνας της Κύπρου εγκαταλείφθηκε οριστικά. [44]

Παρόλα αυτά, ο Κληρίδης στο βιβλίο του διαφωνεί με τους ισχυρισμούς της ελληνικής πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας ότι η αποστολή στρατιωτικής βοήθειας στην Κύπρο ήταν αδύνατη. Τα επιχειρήματά του ήταν καταρχάς ότι τα σχέδια άμυνας της Κύπρου περιελάμβαναν ούτως ή άλλως την αποστολή βοήθειας από την Ελλάδα, συγκεκριμένα ενός σμήνους αεροσκαφών από την Κρήτη και τρία υποβρύχια, και δεύτερον ότι στις 22 Ιουλίου είχαν κατορθώσει να φτάσουν στην Κύπρο μεταγωγικά με καταδρομείς χωρίς να καταρριφθούν από τους Τούρκους.[45]

Στο μεταξύ η δεύτερη εισβολή βρίσκεται σε εξέλιξη. Η ασθενής άμυνα της κυπριακής εθνοφρουράς κάμπτεται σύντομα και τα τουρκικά στρατεύματα, χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες, καταλαμβάνουν το 36,3% του εδάφους της Κύπρου προβαίνοντας ταυτόχρονα σε κάθε είδους εγκλήματα σε βάρος του άμαχου πληθυσμού, καθώς και σε λεηλασίες και βανδαλισμούς σε βάρος σπιτιών, επιχειρήσεων και μνημείων. Πρόκειται κατ’ αναλογία με τον πληθυσμό και την έκταση της Κύπρου για μια νέα Μικρασιατική Καταστροφή.

 

Χάρτης των περιφερειών της Κύπρου, όπου φαίνεται η «Πράσινη Γραμμή» η οποία καθορίζει την κατανομή του πληθυσμού της από το 1974 κι έπειτα.

 

Χάρτης κατεχομένων εδαφών Κύπρου.

 

Στις 16 Αυγούστου και μετά τη νέα κατάπαυση του πυρός, ο Καραμανλής απευθύνει νέο διάγγελμα προς τον ελληνικό λαό στο οποίο, μεταξύ άλλων, αναφέρει πως η Ελλάδα δεν μπορεί να ενισχύσει την Κύπρο και πως μόνη εκλογή είναι η μάχη στον διπλωματικό τομέα. Η μάχη αυτή έχει επιτύχει μεταστροφή της διεθνούς κοινής γνώμης υπέρ των ελληνικών θέσεων ενώ η Τουρκία βρίσκεται εκτεθειμένη, σύμφωνα πάντα με τον Καραμανλή. «Η ένοπλος αντιμετώπισις των Τούρκων καθίστατο αδύνατος και λόγω αποστάσεων και λόγων των τετελεσμένων γεγονότων (σσ. προφανώς εννοεί την ενίσχυση των τουρκικών στρατευμάτων και τη δημιουργία προγεφυρώματος κατά τη διάρκεια των συνομιλιών της Γενεύης). Δεν ήτο δυνατόν να επιχειρηθεί χωρίς τον κίνδυνον εξασθενίσεως της αμύνης αυτής ταύτης της Ελλάδος». Και τελειώνει λέγοντας: «η Ελλάς είναι και θα παραμείνει απρόσβλητος». Στο ίδιο διάγγελμα ανακοινώνεται η αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ και η προσφυγή στο ΣΑ των ΗΕ[46]

 

Η στάση των κρατών-μελών του ΝΑΤΟ μετά την εισβολή των τουρκικών στρατευμάτων στην Κύπρο στις 20 Ιουλίου 1974, που ολοκληρώθηκε με τον «Αττίλα ΙΙ», οδήγησε την Αθήνα στην απόφαση να αποσύρει τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις από το στρατιωτικό σκέλος της Συμμαχίας. «Το ΒΗΜΑ», 15 Αυγούστου 1974.

 

Η έξοδος της Ελλάδας από το ΝΑΤΟ, 1974. Εφημερίδα «Απογευματινή», Τετάρτη 14 Αυγούστου, 1974.

 

Όπως είδαμε παραπάνω η αδυναμία της Ελλάδας να ενισχύσει στρατιωτικά την Κύπρο είχε αμφισβητηθεί ήδη από τότε. Φυσικά δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε όλες τις τεχνικές λεπτομέρειες, μπορούμε ωστόσο να παρατηρήσουμε τα εξής:

1) το ζήτημα της εμπλοκής ή όχι σε πόλεμο είναι πρώτα πολιτικό και δευτερευόντως τεχνικό – στρατιωτικό, επομένως έχουν μεγάλη σημασία τόσο η πολιτική βούληση της ηγεσίας όσο και το ηθικό του στρατού που καλείται να πολεμήσει. Στην περίπτωση της Κύπρου έχουμε την αίσθηση ότι έλειπαν και τα δύο κι αναφερόμαστε φυσικά στην Ελλάδα. Όταν ετέθη το ζήτημα της υπεράσπισης της Κύπρου προβλήθηκε η προτεραιότητα της διασφάλισης των ελληνικών συνόρων καθώς η έκβαση ενός ελληνοτουρκικού πολέμου θα ήταν αμφίρροπη λες και οι αγώνες ξεκινούν με προεξοφλημένο το νικηφόρο αποτέλεσμα. Με τον τρόπο αυτό η Κύπρος εγκαταλείπεται στη μοίρα της και η Ελλάδα νίπτει τας χείρας της παρά τις νομικές και κυρίως τις ιστορικές της ευθύνες. Αντίστοιχα, ο λαϊκός παράγοντας έστρεψε την οργή και την αγανάκτησή του προς τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ και όχι προς την ελληνική κυβέρνηση ώστε να ενισχύσει την Κύπρο.[47]

2) Ο υπερτονισμός των δυνατοτήτων και της αποτελεσματικότητας του τουρκικού στρατού δεν είναι δικαιολογημένος από τα πράγματα. Από στρατιωτική άποψη η εισβολή ήταν κακά οργανωμένη και θα μπορούσε να είχε αποτύχει εάν είχε συναντήσει πιο οργανωμένη αντίσταση τα πρώτα εικοσιτετράωρα. Αντίθετα, η δεύτερη εισβολή δεν συνάντησε πρακτικά καμία αντίσταση. Εάν η Εθνική Φρουρά είχε δεχθεί τις ενισχύσεις που χρειαζόταν πιθανά αυτό να λειτουργούσε αποτρεπτικά για τον εισβολέα που θα γνώριζε ότι τυχόν προέλαση θα συνεπαγόταν σοβαρές απώλειες. Εν πάση περιπτώσει, η κατάσταση του τουρκικού στρατού δεν ήταν καλύτερη από αυτήν του ελληνικού. Αυτό φαίνεται και από τη σύγκριση των αριθμητικών δεδομένων της δύναμης των τριών όπλων των δύο χωρών, όπου η θέση της Ελλάδας δεν ήταν τόσο δυσμενής όσο ήθελαν να την παρουσιάζουν οι στρατηγοί.[48] Το φανερώνουν ακόμη οι απώλειες που είχαν οι Τούρκοι σε αεροσκάφη και σε πλοία που έπληξαν μόνοι τους.[49] Τα αντιαεροπορικά της Εθνικής Φρουράς κατέρριψαν τις πρώτες μέρες της εισβολής δεκαεννιά τουρκικά αεροπλάνα. Ήταν παλιάς τεχνολογίας, βομβάρδιζαν με βόμβες «Ναπάλμ» και για να κάνουν ρίψεις έπρεπε να πετούν σε χαμηλό ύψος οπότε μπορούσαν εύκολα να βληθούν από τα συμβατικά πυροβόλα και τα τετράδυμα αντιαεροπορικά πολυβόλα τύπου «Μπράουνιγκ» των Κυπρίων. Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, η μοναδική απόπειρα αποστολής ενισχύσεων στην Κύπρο έφτασε στον προορισμό της χωρίς να προσβληθεί από εχθρικά πυρά, τα δε διαθέσιμα υποβρύχια που θα μπορούσαν να προσβάλουν την αποβατική δύναμη ανακλήθηκαν ενώ τα Φάντομ παρέμειναν στο έδαφος. Στη συνέχεια δεν επιχειρήθηκε καμία άλλη αποστολή ενισχύσεων. Η μάχη χάθηκε χωρίς καν να δοθεί.

Αν τελικά δεχτούμε ότι ευσταθούν οι αντικειμενικές τεχνικές δυσκολίες που καθιστούσαν απαγορευτική την αποστολή βοήθειας στην Κύπρο, γεννάται το ερώτημα γιατί η ελληνική κυβέρνηση δεν ανέλαβε την ευθύνη να ζητήσει από την ελληνοκυπριακή πλευρά να αποδεχθεί τα τουρκικά σχέδια προλαμβάνοντας έτσι τις ανθρώπινες απώλειες, τις καταστροφές και την προσφυγοποίηση δεκάδων χιλιάδων Ελληνοκυπρίων που προκάλεσε η δεύτερη εισβολή. Αν το επιχείρημα είναι ότι με τον τρόπο αυτό κινδύνευε σοβαρά το κύρος της χώρας και ότι επομένως οι θυσίες των Κυπρίων διέσωσαν την αξιοπρέπεια της Ελλάδας, τότε παίχτηκε σε βάρος της Κύπρου ένα άσχημο πολιτικό παιχνίδι. Γιατί με την τακτική που ακολούθησε, καλυπτόμενη πίσω από τεχνικά επιχειρήματα περί απόστασης, – μια και δεν μπορούσε να παραδεχτεί ανοιχτά την κακή κατάσταση των ενόπλων δυνάμεων – η ελληνική κυβέρνηση άφησε την Κύπρο στο έλεος των εισβολέων και μάλιστα χωρίς το παραμικρό πολιτικό κόστος. Κι αυτό μέσα σ’ ένα κλίμα πολιτικής και κοινωνικής συναίνεσης καθώς όπως παρατηρεί κάποιος επιστρατευμένος του 1974 «κανένας δεν έδινε δεκάρα για την Κύπρο. Κανένας δεν είχε καταλάβει γιατί θα έπρεπε να πολεμήσει».[50] Αυτή η στάση θα χαρακτηρίσει σε μεγάλο βαθμό τη μεταπολιτευτική στάση της Ελλάδας στο Κυπριακό. Την έλλειψη πολιτικής βούλησης αλλά και το χαμηλό έως ανύπαρκτο ηθικό, την ηττοπάθεια επομένως της ελλαδικής πλευράς, τα πλήρωσε η Κύπρος με μια ανείπωτη τραγωδία.

Θα τελειώσω παραθέτοντας αντί άλλου σχολίου την κατάθεση του αδικοχαμένου μας λογοτέχνη Γιώργου Ιωάννου[51]: «Για την τωρινή κατάσταση φταίμε κυρίως εμείς. Και βέβαια είναι ανακατεμένες οι διπρόσωπες ξένες δυνάμεις. Ασκούν την πολιτική τη δική τους. Και βέβαια οι Τούρκοι είναι ιμπεριαλιστές και φασίστες. Ασκούν την πολιτική τους. Αλλά εμείς; Τι έχουμε κάνει και πόσο έχουμε αντισταθεί εμείς; Αντισταθήκαμε ως δημοκρατική μεταπολίτευση το 1974; Χίλιες φορές όχι! Δεν έφταναν, λέει, τα αεροπλάνα ως εκεί! Για φαντάσου! Και τα υποβρύχιά μας που έφταναν, τι έκαναν τα υποβρύχιά μας; Ο Κανάρης στην επανάσταση πήγε με τις φελούκες ως την Αλεξάνδρεια και παρά λίγο να κάψει εκεί μέσα τον τουρκοαιγυπτιακό στόλο, κι εμείς συζητούμε για αεροπλάνα που δεν φτάνουν και για υποβρύχια που δεν μπορούσαν; Δεν έφτανε η ψυχή μας ως εκεί, το ραχάτι μας. Ναι, το ραχάτι μας! Αυτή η λέξη μας αξίζει».

 

Υποσημειώσεις


[1] Χατζηαναστασίου Τάσος, «Η Ελλάδα και η Κύπρος αναζητούν στρατηγική μετά την εισβολή του 1974». Αδημοσίευτη μεταπτυχιακή εργασία στον Τομέα Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας και Λαογραφίας του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ. Υπεύθυνος καθηγητής: Ιωάννης Μουρέλος, Θεσσαλονίκη 1993.

[2]  Χατζηαναστασίου Τάσος, Το σύμπλεγμα της ήττας, Κύπρος και Μεταπολίτευση, Εναλλακτικές Εκδόσεις,    Αθήνα   2004.

https://www.academia.edu/34054239/%CE%9A%CF%8D%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%82_%cC E%BA%CE%B 1 %CE%B9_%CE%9C%CE%B5%CF%84%CE%B 1 %CF%80%CE%BF%CE%BB% CE%AF%CF%84%CE%B5%CF%85%CF%83%CE%B7.pdf

[3] Βουλή των Αντιπροσώπων, Πόρισμα για το Φάκελο της Κύπρου, Πόρισμα της εξεταστικής επιτροπής που εγκρίθηκε από την ολομέλεια της Βουλής των Αντιπροσώπων στις 17 Μαρτίου του 2011, Cyprus Aeterna, Λευκωσία 2011.

[4] Βουλή των Ελλήνων, Βουλή των Αντιπροσώπων, Φάκελος Κύπρου, τόμος 1:Τα πορίσματα, Αθήνα- Λευκωσία 2018.

[5] https://papapolyviou.com/2017/08/18/gia-ton-fakelo-kiprou-kai-ta-ana-kipriaka-arxeia/

[6] Για μία συνοπτική παρουσίαση των γεγονότων στο Τζερμιάς Παύλος, «Η Κυπριακή Δημοκρατία», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 2000 τ. ΙΣΤ, σελ. 476. Ειδικότερα για την Μεραρχία, τα γεγονότα που οδήγησαν στην απόσυρσή της και την αποχώρησή της το 1967, βλ. Βουλή των Αντιπροσώπων, όπ. π. σελ. 42-50.

[7] Βουλή των Αντιπροσώπων, όπ/π., σελ. 113-118.

[8] Καραμανλής Κωνσταντίνος, Αρχείο, γεγονότα και κείμενα, τ. 8ος, Αθήνα 1996, σελ. 71. Φαίνεται να το παραδέχεται ο Αρχηγός Ενόπλων Δυνάμεων της Ελλάδας, Στρατηγός Γρηγόριος Μπονάνος.

[9]  Βλ. Χαραλαμπόπουλος Χαράλαμπος, Περιμένοντας τον Αττίλα, Εστία, Αθήνα 1992, σ. 271 – 276. Για την εμπλοκή των δυνάμεων της Εθνοφρουράς στο Πραξικόπημα, βλ. την εργασία μας: «Το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974. Κριτική αξιολόγηση γραπτών μαρτυριών και καταθέσεων» στο Σύνδεσμος Φιλολόγων Αργολίδας, Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο με θέμα: «Στρατιωτικές Επεμβάσεις και Πραξικοπήματα στην Ελλάδα», 16-17 Δεκεμβρίου 2017, Άργος. (Πρακτικά υπό έκδοση). Βουλή των Αντιπροσώπων, όπ,. π., σελ. 93-94.

[10] Βλ. Σταμάτης Ελευθέριος, Κύριοι πάτε για ύπνο. Η τραγωδία της Κύπρου όπως την έζησε ένας Λοχαγός της 31 Μοίρας Καταδρομών, Δούρειος Ίππος Αθήνα 2007, σελ. 72-73. Χάντζος Δημήτριος, Κύπρος ’74, γιατί δεν νικήσαμε, Θεσσαλονίκη 1990, σ. 142 – 143. Αραπάκης Πέτρος, Το τέλος της σιωπής, Νέα Σύνορα – Α. Α. Λιβάνη, Αθήνα 2000, σ. 185. Μπονάνος Γρ. Η αλήθεια, Αθήνα 1986, σελ. 234 και 241-245.

[11] Σύμφωνα με το Πόρισμα της Βουλής των Αντιπροσώπων την ευθύνη για την μη έγκαιρη ειδοποίηση των αντιαεροπορικών πολυβόλων φέρει η ηγεσία της Εθνικής Φρουράς. (Βουλή των Αντιπροσώπων, όπ. π., σελ. 119). Οι Ελλαδίτες καταδρομείς που έφτασαν στην Κύπρο με τα Noratlas πολέμησαν ηρωικά αποκρούοντας τις τουρκικές επιθέσεις εναντίον του αεροδρομίου Λευκωσίας ως τις 23 Ιουλίου που συμφωνήθηκε η παράδοσή του σε δυνάμεις των Ηνωμένων Εθνών. Βλ. Κυριάκος Δημήτριος, «Σχέδιο «Νίκη», Μεταφορά-Επιχειρήσεις Α’ Μοίρας Καταδρομών στην Κύπρο», Οι Καταδρομείς κατά του Αττίλα, Κύπρος 1974. Επιχειρήσεις Δυνάμεων Καταδρομών κατά του Αττίλα, Πρακτικά Ημερίδας, Λέσχη Καταδρομέων και Ιερολοχιτών, Αθήνα 2017, σελ. 157-170 και στον ίδιο τόμο: Κολοκοτρώνης Πλάτων, «Επιχειρήσεις του 41 Λόχου Κρούσεως κατά την άμυνα του Αεροδρομίου Λευκωσίας», σελ. 171-187. Κόμπος Αδάμος, Η τελευταία προσγείωση, Διεθνές Αεροδρόμιο Λευκωσίας, Ιούλιος του 1974, Λεμεσός 2013, σελ. 111-122. Τζώρτζης Κώστας, Οι ήρωες του 1974, Λευκωσία 2003, σελ. 29-32, αναδημοσίευση άρθρου (χωρίς να αναφέρεται συντάκτης) από την εφημερίδα Αντίλογος, 10.8.2002.

[12]  Μπονάνος, όπ. π., σελ. 245.

[13] Τα υποβρύχια «Γλαύκος», «Νηρεύς» και «Τρίτων» είχαν διαταχθεί από τον Αρχηγό του Ναυτικού, Αντιναύαρχο Πέτρο Αραπάκη στις 19 Ιουλίου να βρίσκονται στην περιοχή της Ρόδου. Στις 3.30μμ ο Αραπάκης διέταξε τα δύο εξ αυτών, τα «Νηρεύς» και «Γλαύκος» να πλεύσουν προς την Κύπρο. Σύμφωνα με τον ίδιο, τη διαταγή να επιστρέψουν του έδωσε ο Αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων, Στρατηγός Γρηγόριος Μπονάνος (Το τέλος της σιωπής, όπ. π., σελ. 175-182 και 186-200. Επίσης: Αραπάκης Πέτρος, αναφορά στον πρωθυπουργό Κ. Καραμανλή στο Τζώρτζης Κώστας, Καλοκαίρι 1974, Χρονικό της μεγάλης τραγωδίας, ντοκουμέντα για το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή, οι ηρωικοί νεκροί και αγνοούμενοι μας της Εθνικής Φρουράς, της ΕΛΔΥΚ και της Αστυνομίας, Λευκωσία 1991, σ. 180. Ο Μπονάνος, αντίθετα, αναφέρει ότι ήταν πρόταση του Αραπάκη! (Μπονάνος, όπ. π., σελ. 259-262). Βλ. ακόμη, Χάντζος, ό. π., σ. 269, Σιαπκαράς Α., «Η ελευθερία της Κύπρου», περ. Αντί, τ. 50, 24 Ιουλίου 1976.

[14]  Αραπάκης, ό. π., σ. 205-208. Μπονάνος, όπ. π., σελ. 246-247, 275. Βλ. ακόμη την προσωπική μαρτυρία του Κύπριου εθελοντή, φοιτητή τότε, του λογοτέχνη Λεύκιου Ζαφειρίου: «Κυπριακό ημερολόγιο, αποσπάσματα από ένα τετράδιο παράδοσης – παραλαβής», περ. Αντί, τ. 822, 16 Ιουλίου 2004, σ. 13-14.

[15]  Παπανικολάου Αλέξανδρος, Αρχηγός Αεροπορίας, Απόσπασμα αναφοράς στον Πρωθυπουργό Κ. Καραμανλή που αφορά το πραξικόπημα και την εισβολή στην Κύπρο. Δημοσιεύεται στο Τζώρτζης, όπ. π., σελ. 188.

[16] Μπονάνος, όπ. π., σελ. 267-270.

[17] Βουλή των Αντιπροσώπων, όπ. π., σελ. 119-120.

[18] Αραπάκης, ό. π., σ. 191-192. Τα Φάντομ ήταν τελευταίας τεχνολογίας και ανώτερα των τουρκικών, μπορούσαν δε να επιχειρήσουν για 2025 λεπτά πάνω από την Κύπρο και να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Όμως, φαίνεται ότι η ηγεσία της Αεροπορίας δεν είχε φροντίσει ούτε για τη συντήρησή τους ούτε για την εκπαίδευση των πιλότων σε αυτά. Από τα τέσσερα αεροσκάφη, τα δύο υπέστησαν ζημιές κατά την πτήση τους από την Ανδραβίδα στην Κρήτη. Βουλή των Ελλήνων, όπ. π., σελ. 96. Για το θέμα της κατάστασης των Φάντομ, βλ. και Μπονάνος, όπ. π., σελ. 258-259.

[19] Βλ. Αναφορές Αραπάκη Πέτρου και Παπανικολάου Αλέξανδρου, Αρχηγών του Ναυτικού και της Πολεμικής Αεροπορίας αντίστοιχα προς τον Κ. Καραμανλή, στο Τζώρτζης, ό. π., σ. 175 – 189.

[20] Ιωαννίδης Δημήτριος, «Δήλωση προς την Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής των Ελλήνων για το Φάκελο της Κύπρου», στο Τζώρτζης, ό. π., σ. 193. Οι τουρκικές απώλειες στις οποίες αναφέρεται ο δικτάτορας αφορούν την κατά λάθος καταβύθιση ενός αντιτορπιλικού και την πρόκληση ζημιών σ’ ένα άλλο από την τουρκική αεροπορία στ’ ανοιχτά της Πάφου το πρωί της 21ης Ιουλίου καθώς και το μεγάλο σχετικά αριθμό καταρριφθέντων τουρκικών αεροσκαφών από τα αντιαεροπορικά πυρά.

[21] Εκτός των προαναφερθέντων βλ. και το ογκώδες πόνημα του Ταξίαρχου Σέργη Π. Γεωργίου, Η μάχη της Κύπρου, Ιούλιος – Αύγουστος 1974. Η ανατομία της τραγωδίας, 2η έκδοση, Αθήνα 1999.

[22] Κάππος Κώστας, Έγκλημα κατά της Κύπρου, Εκδόσεις Αλήθεια, Αθήνα 2002, σ. 94.

[23] Καραμανλής, όπ. π., σελ. 63.

[24] 35.000 – 40.000 άντρες και 250 – 300 άρματα μάχης σύμφωνα με τον Τζερμιά. (Τζερμιάς Ν. Παύλος, Ιστορία της Κυπριακής Δημοκρατίας, (μετάφραση στα ελληνικά του ιδίου) τ. 2ος, Libro, Αθήνα 2001, σ. 747).

[25] Βλάχος Άγγελος, Αποφοίτηση 1974, 25 Ιουλίου -17 Νοεμβρίου, Εκδόσεις Ωκεανίδα, Αθήνα 2001, σελ. 17.

[26] Βουλή των Ελλήνων, όπ. π., σελ. 109-110. Μπονάνος, όπ. π., σελ. 242-243, 245-248, 264-265.

[27] Μπονάνος, όπ. π., σελ. 267. Τις διαβουλεύσεις με τους Αμερικανούς πάνω στην πρόταση της εκεχειρίας είχε αναλάβει αποκλειστικά ο Αρχηγός του Ναυτικού, Αραπάκης, καθώς τόσον ο Ιωαννίδης, όσο και ο πρωθυπουργός της Χούντας Ανδρουτσόπουλος ήταν εξαφανισμένοι. (Καραμανλής, όπ. π., σελ. 52). Την επισήμανση ότι η εκεχειρία ευνοούσε τους Τούρκους κάνει και ο νέος Αρχηγός της Εθνικής Φρουράς, ταξίαρχος Ευθύμιος Καραγιάννης, που αντικατέστησε τον Μιχ. Γεωργίτση, που ζητούσε αντικατάσταση λόγω «κόπωσης». Βλ. Παπαγεωργίου Σπύρος, Καραμανλής και «Φάκελος». Κριτική του υπομνήματος για την τραγωδία της Κύπρου, Αθήνα 19923 , σελ. 80-81 και Μπονάνος, όπ. π., σελ. 274. Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει και η κυπριακή επιτροπή του Φακέλου της Κύπρου (Βουλή των Αντιπροσώπων, όπ. π., σελ. 124.

[28] Μπονάνος, σελ. 313-317.

[29] Καραμανλής, Αρχείο, όπ. π. σελ. 33.

[30] Σβολόπουλος, ό. π., σ. 51-53.

[31] Καραμανλής, όπ. π., σελ. 53. «Συνοπτικό πρακτικό της σύσκεψης που τηρούσε ο Υπουργός Εθνικής Αμύνης, Ευάγγελος Αβέρωφ, δημοσιεύονται στο Πόρισμα για το Φάκελο της Κύπρου. (Βουλή των Αντιπροσώπων, όπ., σελ. 117-118).

32 Μπονάνος, όπ. π., σελ. 329.

[33] Κληρίδης Γλαύκος, Η κατάθεσή μου, Εκδόσεις Αλήθεια, Λευκωσία 1991, τ. 4ος, σελ. 42.

[34] Ελεύθερος Κόσμος, 26.7.1974, αρ. φ. 2466.

[35] Το Βήμα, 1.8.1974, αρ. φ. 8951.

[36] Κληρίδης, ό. π., σ. 49 – 50.

[37] Βλ. μεταξύ άλλων, Κάππος, ό. π., σ. 82. Πιο διεξοδικά για το ζήτημα στο Χαραλαμπόπουλος, ό. π..

[38] Βουλή των Ελλήνων, όπ. π., σελ. 108.

[39] Καραμανλής, όπ. π., σελ. 69-85 και 101. Βουλή των Ελλήνων, όπ. π., σελ. 119-120 όπου και πρακτικά.

[40]  Τα συμπεράσματα της εξεταστικής επιτροπής για τον Φάκελο της Κύπρου δεν επιδέχονται αμφισβήτηση. Τίθεται μεταξύ άλλων και το ερώτημα γιατί οι Αρχηγοί, Μπονάνος (ΑΕΔ), Γαλατσάνος (Στρατός Ξηράς), Αραπάκης (Ναυτικό) και Παπανικολάου (Αεροπορία) δεν εκτέλεσαν τη διαταγή του πρωθυπουργού. Αφήνονται, τέλος αιχμές για τον ρόλο του Αραπάκη που είχε αναλάβει αποκλειστικά τις συνεννοήσεις με τους Αμερικανούς (Βουλή των Ελλήνων, όπ. π. σελ. 123-125).

[41] Σβολόπουλος, ό. π., σ. 84-85. Καραμανλής, όπ. π., σελ. 85.

[42] Κάππος, ό. π., σ. 94. Τα πρακτικά δημοσιεύονται και στο Πόρισμα του Φακέλου της Κύπρου που δημοσίευσε η Βουλή των Ελλήνων, όπ. π., σελ.

[43] Βλ. Σβολόπουλος, ό. π., σ. 99, 239-240. Καραμανλής, όπ. π., σελ. 93, 98-99, 102.

[44]  Καραμανλής Κωνσταντίνος, «Υπόμνημα προς την Εξεταστική Επιτροπή για το «Φάκελο της Κύπρου» στο Τζώρτζης, ό. π., σ. 172-174. Κληρίδης, ό. π., σ. 89 – 92. Παύλου Σάββας (επιμ.), Η άλλη κατάθεση, τα πρακτικά της σύσκεψης του 1974, Εκδόσεις το Μώλυ, Λευκωσία 1991, σελ. 21 – 22 και 37.

[45] Όπως είδαμε παραπάνω κατέρριψε ένα η Εθνική Φρουρά κατά λάθος. Βλ. Κληρίδης, ό. π., σ. 92 – 93.

[46] Ελεύθερος Κόσμος, 17.8.1974, αρ. φ. 2784. Καραμανλής, όπ. π., σελ. 95. Την άποψη του Καραμανλή υιοθετεί και ο Τζερμιάς θεωρώντας πως «η κυβέρνηση Καραμανλή είχε αντιδράσει με σώφρονα αυτοσυγκράτηση στην τουρκική εισβολή» αλλά την τεκμηριώνει παραπέμποντας μόνο στο αρχείο Καραμανλή! (Τζερμιάς, ό. π., σ. 764, υποσ. 1114).

[47]  Την κατάσταση του ηθικού των επιστρατευμένων Ελλαδιτών περιγράφει θαυμάσια ο Τάσος Δαρβέρης στο βιβλίο του, Ιστορία μιας Νύχτας, 1967-1974, 2η έκδοση, Εκδόσεις Βιβλιοπέλαγος, Αθήνα 2002, σ. 350-377. Βλ. ακόμη τις παρατηρήσεις του Κώστα Χατζηαντωνίου στο «Ηττηθήκαμε στην Κύπρο; Το χρονικό μιας προδοσίας.», περ. Άρδην, τ. 40-41, Ιανουάριος-Μάρτιος 2003, σ. 19-23.

[48] Σβολόπουλος, ό. π., σ. 71-74.

[49] Πολύ χαρακτηριστική η καταβύθιση του τουρκικού αντιτορπιλικού «Κοτζά Τεπέ» από τουρκικά αεροσκάφη στις 21 Ιουλίου. (Μπονάνος, όπ. π., σελ. 262).

[50] Δαρβέρης, όπ. π., σελ. 356.

[51] Ιωάννου Γιώργος, « πολιτική ασκείται με γνώμονα την πατρίδα», εφ. Η Καθημερινή, 18.11.1983, αρ. φ. 19945, σελ. 24.

 

*Τάσος Χατζηαναστασίου

Φιλόλογος – Διδάκτωρ Νεότερης Ιστορίας

Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που συνοδεύουν το κείμενο οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

Διαβάστε ακόμη:

 


Viewing all articles
Browse latest Browse all 633

Trending Articles