Ειδήσεις σχετικά με τον κοινωνικό και πολιτιστικό βίο των Τούρκων της Πελοποννήσου (17ος-19ος αι.). İbrahim Alper Arisoy, Καθηγητής Πανεπιστημίου Σμύρνης – Δημήτρης Μιχαλόπουλος, Ιστορικός, Πρακτικά του Θ’ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών – Ναύπλιο 30 Οκτωβρίου – 2 Νοεμβρίου 2015.
Πέρα από ορισμένες δευτερεύουσες πηγές που αφορούν το θέμα μας εμμέσως η ανακοίνωση αυτή κατά κύριο λόγο βασίζεται στο έργο του Εβλιγιά Τσελεμπή, που επισκέφθηκε την Πελοπόννησο περί τα μέσα του 17ου αιώνα.
Φαίνεται ότι κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας οι Τούρκοι κάτοικοι της Πελοποννήσου αποτελούσαν μία ετερογενή κοινότητα, διασκορπισμένη μέσα στη χερσόνησο. Εκτός από το ότι δημογραφικώς αποτελούσαν μειονότητα, διαπιστώνονταν κοινωνικές, οικονομικές καθώς και εθνοτικές διαφορές μεταξύ τους. Οι διαφορές αυτές είχαν να κάνουν με τον τόπο κατοικίας και το επάγγελμα. Λόγω αυτής της ετερογένειας, στις πηγές, κυρίως τις αρχειακές, εντοπίζονται ενδιαφέροντα στοιχεία ως προς τα διάφορα κοινωνικο-πολιτιστικά στρώματα των Μουσουλμάνων του Μοριά.
Στην εργασία μας αυτή στόχος είναι να προβληθούν ορισμένα στοιχεία του πολιτιστικού βίου των Οθωμανών της Πελοποννήσου. Με την έννοια «πολιτισμός» νοούνται βέβαια η γλώσσα, η λογοτεχνία, ο θρησκευτικός βίος και η καθημερινή ζωή. Έχοντας υπόψη αυτά λοιπόν μπορούμε πια να προσεγγίσουμε κατ᾽ αρχάς το κοινωνικό υπόβαθρο.
Α’. Κοινωνική διαμόρφωση
Μετά την επέκταση της οθωμανικής κυριαρχίας στην Πελοπόννησο δεν υπήρξε εκεί μαζική εισροή Τούρκων. Ωστόσο, οι πολεμιστές και τα διοικητικά στελέχη της Υψηλής Πύλης, που μαζί με τις οικογένειές τους εγκαταστάθηκαν στη χερσόνησο, συνέπηξαν σταδιακώς τον εκεί πυρήνα της οθωμανικής/τουρκικής κοινότητας. Αυτοί, όπως φαίνεται, καθώς και ουλεμάδες (<ulemâ [τουρκ.]<ủlamā [αραβ.]), δηλαδή ιεροδίκες, μαζί με μέλη των – μυστικιστικού χαρακτήρα – σουφιστικών θρησκευτικών ταγμάτων αποτέλεσαν τη βάση του μουσουλμανικού στοιχείου του Μοριά. Η αρχική εγκατάστασή τους έγινε σε οχυρωμένα μέρη και λιμάνια· στη συνέχεια όμως, μέσω εξισλαμισμών και μικτών γάμων αυξήθηκαν αριθμητικώς και ξαπλώθηκαν και σε άλλες περιοχές του Μοριά.
Οι Τούρκοι πάντως κάτοικοι της Πελοποννήσου είναι δυνατόν να χωριστούν σε δύο βασικές κατηγορίες· συγκεκριμένα εκείνους που κατοικούσαν σε κέντρα αστικά και όσους διέμεναν σε αγροτικές περιοχές. Προφανές παραμένει όμως ότι μέσα σε αυτές τις δύο κύριες ομάδες μπορούσε κανείς να διακρίνει πολλές οιονεί υποδιαιρέσεις. Οι Οθωμανοί/Τούρκοι π.χ., οι οποίοι διαβιούσαν σε ορεινά μέρη, διέφεραν από εκείνους των παραλίων και των κοιλάδων· και βέβαια ανάλογες διαφοροποιήσεις διαπιστώνονται και στους κόλπους του πληθυσμού των αστικών κέντρων.
Στα αρχειακά έγγραφα, άτομο που προερχόταν από την Πελοπόννησο χαρακτηριζόταν ως Moralı (>Μόραλης/Μώραλης) στην απλή τουρκική γλώσσα η πιο επίσημα ως Moravî. Εάν το έγγραφο αναφέρεται σε οικογένεια, χρησιμοποιούνται οι όροι Moralızâde η Moravîzâde. Αυτές οι δύο τελευταίες λέξεις σημαίνουν: «γυιός εκείνου που προέρχεται από τον Μοριά». Άλλος όρος, του οποίου επίσης παρατηρείται χρήση, είναι ο αραβικός Moraviyyülasl (= «καταγωγή από τον Μοριά»). Αξίζει πάντως να επισημανθεί ότι η λέξη Moralı ακόμα και σήμερα παραμένει σε χρήση όχι μόνο ως επίθετο προσδιοριστικό καταγωγής αλλά και ως όνομα οικογενειακό.
Στα αρχειακά έγγραφα σπανίζουν οι αναφορές στα κοινωνικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά του μουσουλμανικού πληθυσμού της Πελοποννήσου. Βάσει λεπτομερειών, ωστόσο, του κειμένου εγγράφων, που αφορούν πρόσφυγες στην Τουρκία από την Πελοπόννησο, μπορεί κανείς να σχηματίσει μία ιδέα ως προς την κοινωνική/επαγγελματική ποικιλομορφία, που χαρακτήριζε αυτούς τους τελευταίους στον τόπο καταγωγής τους. Εκτός, πράγματι, από τα συνήθη επαγγέλματα (στρατιωτικοί, διοικητικοί υπάλληλοι, επιστήμονες και αγρότες) διαπιστώνεται η ύπαρξη ευρέος φάσματος βιοποριστικών ενασχολήσεων, όπως γαιοκτησία, διδασκαλία, λειτουργία παντοπωλείων και κουρείων, εμπόριο, άσκηση χειρουργικών επεμβάσεων, ανάληψη στους κόλπους θρησκευτικών οργανώσεων ρόλου ηγετικού (σείχηδες/σέχηδες [<şeyh]10) κ.λπ.
Β’. Γλώσσα και Λογοτεχνία
Είναι φανερό ότι, παρά τη χρήση από τους Μουσουλμάνους του Μοριά της τουρκικής ή και αλβανικής γλώσσας, τα ελληνικά επικρατούσαν ακόμη και σε αυτούς – και μάλιστα σε όλη τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας.
Αυτά πράγματι ήταν η μητρική γλώσσα όχι μόνο του μεγαλύτερου μέρους των ντόπιων Χριστιανών αλλά και της πλειοψηφίας των Μουσουλμάνων του Μοριά (ιδίως εκείνων που διαβιούσαν σε περιοχές αγροτικές). Το φαινόμενο αυτό τεκμηριώνεται τόσο από ιστορικές πηγές όσο και από μαρτυρίες των απογόνων προσφύγων από την Πελοπόννησο, εγκατεστημένων σήμερα σε περιοχές κοντά στη Σμύρνη. Προφανείς αιτίες αυτής της γλωσσικής κατάστασης ήταν οι μικτοί γάμοι, ο εξισλαμισμός των ντόπιων Χριστιανών μα και οι μεταξύ Οθωμανών και ντόπιων Χριστιανών εμπορικές σχέσεις και η συνακόλουθη διαρκής αλληλεπίδραση.
Όπως πληροφορούμαστε από τον Εβλιγιά Τσελεμπή, η πολιτιστική ώσμωση υπήρξε πολύ ισχυρότερη στον Μοριά σε σύγκριση με άλλες περιοχές της οθωμανικής επικράτειας. Για παράδειγμα, ενώ σε ορισμένους στρατιωτικούς οικισμούς, όπως το Χλεμούτσι, οι Μουσουλμάνοι ζούσαν απομονωμένοι μέσα στο κάστρο, σε άλλα αστικά κέντρα, όπως στην Κόρινθο, στο Λεοντάρι και στον Μυστρά, στο εσωτερικό του φρουρίου ήταν εγκατεστημένοι και Μουσουλμάνοι και Χριστιανοί. Χαρακτηριστική μάλιστα περίπτωση τέτοιας συμβίωσης υπήρξε η Πάτρα – και μάλιστα καθ᾽ όλη τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας.

Εβλιγιά Τσελεμπή (Evliyâ Çelebi, Κωνσταντινούπολη, 25 Φεβρουαρίου 1611 – Κάιρο, 1684 ή Κωνσταντινούπολη, 1687), Τούρκος περιηγητής και ιστορικός. Δημοσιεύεται στο: Történeti Muzeológiai Szemle, A Magyar Múzeumi Történész Társulat Évkönyve 9. (Budapest, 2009).
Άμεση συνέπεια αυτής της αλληλεπίδρασης ήταν όχι μόνο η υιοθέτηση από τους Μοραΐτες Τούρκους της ελληνικής γλώσσας, αλλά και σημαντικές αλλαγές στο τουρκικό ιδίωμα που αυτοί οι τελευταίοι χρησιμοποιούσαν. Οι αλλαγές αυτές εκδηλώθηκαν στους εξής τομείς:
- Προφορά και τονισμός. Η προφορά και ο τονισμός των ελληνικών οπωσδήποτε επηρέασαν τα τουρκικά στο σύνολο σχεδόν της Πελοποννήσου. Σύμφωνα με ό,τι σχετικώς παραδίδεται από τον Εβλιγιά Τσελεμπή, εμφανέστατη αλλαγή αυτού του τύπου ήτανε η συχνή αντικατάσταση του -ş- από το -s-, καθώς και η περίπου πλήρης υποκατάσταση του -ı- από το -i-. (Αξίζει να σημειωθεί ότι ειδικώς αυτό το τελευταίο φαινόμενο ακόμα και σήμερα χαρακτηρίζει όσους μιλούν τα τουρκικά με ελληνική προφορά).
- Λεκτικά δάνεια. Η τουρκική γλώσσα στην Πελοπόννησο δανείστηκε πολλές λέξεις από την ελληνική. Ο Εβλιγιά Τσελεμπή παραθέτει αρκετά παραδείγματα, όπως kakomir (<κακομοίρης), kökülü/küküli (<κουκούλι), kalimbok (<καλαμπόκι). Σύμφωνα με τον ίδιο άλλωστε, το τουρκικό ιδίωμα της Πελοποννήσου περιείχε τόσα πολλά, ελληνικής προέλευσης, δάνεια, ώστε Οθωμανός από άλλο διοικητικό διαμέρισμα της Αυτοκρατορίας χρειαζόταν διερμηνέα, για να συνεννοηθεί με τους Τούρκους του Μοριά. Είναι, παράλληλα, σημαντική η επισήμανση ότι στα εν λόγω δάνεια συγκαταλέγονταν όχι μόνο ουσιαστικά μα και αντωνυμίες, όπως εκείνη του β’ ενικού προσώπου: εσύ. (Αυτό θα αναλυθεί στη συνέχεια).
- Σύνταξη. Τα ελληνικά επηρέασαν το τουρκικό ιδίωμα της Πελοποννήσου ακόμη και στο συντακτικό πεδίο. Σε παραδείγματα καταγεγραμμένα από τον Εβλιγιά Τσελεμπή διαπιστώνεται η υιοθέτηση από τους τουρκόφωνους συνομιλητές του βασικών κανόνων της ελληνικής σύνταξης.
- Ερωτηματικές προτάσεις. Στο τουρκικό ιδίωμα της Πελοποννήσου το ερωτηματικό μόριο είχε εξαλειφθεί: η ερώτηση δηλωνόταν απλώς με τον τόνο της φωνής, ακριβώς όπως στα ελληνικά αλλά και στα τουρκικά της Κύπρου. Ενδεικτικώς θα παρατεθούν εδώ δύο προτάσεις, τις οποίες ο Εβλιγιά Τσελεμπή κατέγραψε κατά τα μέσα του 17ου αιώνα στην Κόρινθο, πόλη όπου οι πάντες μιλούσαν ελληνικά, αλβανικά και μία τοπική μορφή της τουρκικής γλώσσας. (Για διευκόλυνση του Έλληνα αναγνώστη δίνεται και η μετάφραση).
Ya bire esi bırakmışsın sirkecik çorbaya?
Α βρ’ εσύ, έβαλες ξιδάκι στη σούπα;
Ekmeğim yokdur, işde şimdi yeyesin kalimbok!
Ψωμί δεν έχω, φάε τώρα καλαμπόκι!
Σε αυτές τις τουρκικές προτάσεις, πέρα από τις ελληνικής προέλευσης λέξεις εσύ και καλαμπόκι, διαπιστώνεται και επίδραση των ελληνικών στη σύνταξη της καθομιλουμένης τουρκικής.
Ως γνωστόν, πολλοί Χριστιανοί και Τούρκοι του Μοριά μιλούσαν αλβανικά. Κατά τον 17ο αιώνα μάλιστα τα αλβανικά ήταν ιδιαιτέρως διαδεδομένα στις περιοχές γύρω από τη Βοστίτζα (Αίγιο) και τα Καλάβρυτα. Άλλη γλώσσα, με την οποία γενικώς και σταδιακώς (από τα μέσα του 18ου αιώνα και μετά) εξοικειώθηκαν, υπήρξαν τα γαλλικά – ιδιαίτερα στις παράκτιες ζώνες.
Φαίνεται πράγματι πως τα ιταλικά τελικώς αντικαταστάθηκαν από τα γαλλικά ως ξένη γλώσσα, που προτιμούσαν οι καλλιεργημένοι Πελοποννήσιοι. Η γνώση των γαλλικών δεν ήταν διαδεδομένη μεταξύ των Οθωμανών· ευλόγως λοιπόν η ολοένα και μεγαλύτερη σημασία της για τη γραφειοκρατία της Πύλης προσέδωσε μεγάλο πλεονέκτημα σε εκείνους που, καθώς κατάγονταν από παράκτιες περιοχές του Μοριά, ήταν εξοικειωμένοι με αυτήν τη γλώσσα. Τέτοια υπήρξε η περίπτωση του Μοραλή (= από τον Μοριά) Σεΐντ Αλί Εφέντη, Οθωμανού αξιωματούχου και πρώτου μόνιμου πρέσβη της Υψηλής Πύλης στο Παρίσι.
Όταν λοιπόν αυτός έφτασε, κατά τη δεκαετία του 1770, σε ηλικία μόλις 13-14 ετών, είχε γνώση άριστη της ελληνικής γλώσσας και βασική της γαλλικής· και τα προσόντα του αυτά αποδείχτηκαν καθοριστικής σημασίας στη διπλωματική του σταδιοδρομία. Παρόμοια υπήρξε και η περίπτωση του Γιουσούφ Αγκιάχ Εφέντη (γυιού του περίφημου Σουλειμάν Πενάχ Εφέντη της Τριπολιτσάς), ο οποίος ήτανε ο πρώτος μόνιμος Οθωμανός πρέσβυς στο Λονδίνο (1792-1799).
Παρά τη σχετικώς περιορισμένη διάδοση της τουρκικής γλώσσας στον Μοριά, διαπιστώνεται η ύπαρξη, κυρίως στο πεδίο της κλασσικής ποίησης, τουρκικών λογοτεχνημάτων δημιουργημένων από Μουσουλμάνους της Πελοποννήσου. Στους διάσημους Μοραΐτες ποιητές λοιπόν συγκαταλέγονται ο Mezistreli Firdevsî, από τον Μυστρά (όπως δηλώνεται και από το επίθετο Mezistreli), που έζησε και στην Κυπαρισσία (Arkadya), και ο Kıyâmî της Κορώνης.
Και οι δυό τους υπήρξαν λογοτέχνες του 16ου αιώνα. Ο Firdevsî, που ήταν ο καδής/κατής (<kadı= δικαστής) του Μυστρά επί Σουλεϋμάν του Μεγαλοπρεπούς (1520-1566), χαρακτηρίστηκε και ως Çelebi (= ευγενης). Κατά τον 17ο αιώνα, πάλι, αναδεικνύονται οι Χουσεΐν της Κορίνθου (Gördüslü Şair Hüseyin) και ο Σείχης των Σούφι Χασάν Σεζαί ως περίφημοι ποιητές της Πελοποννήσου. Κατά την τελευταία φάση της οθωμανικής περιόδου διέλαμψαν ως κορυφαίοι Οθωμανοί ποιητές οι Αμπντουραχμάν Σάμη Πασάς της Τριπολιτσάς και ο Μεχμέτ Εμίν Σαμπρί Εφέντης του Ναυπλίου. Αξίζει πάντως να επισημανθεί ότι ο δεύτερος, δηλαδή ο Μεχμέτ Εμίν Σαμπρί Εφέντης, έγραψε ποιήματα όχι μόνο στα τουρκικά και τα περσικά αλλά και στα ελληνικά. Κατά την περίοδο αυτή άλλωστε διακρίθηκε ως ποιητής και ο Σουλεϋμάν Πενάχ Εφέντης, αν και ειδικά αυτός έγινε γνωστός περισσότερο ως ιστορικός και γενικώς ως διανοούμενος.
Διάσημη ποιήτρια υπήρξε η Λεϋλά Χανούμ (Leyla Hanım), έτος θανάτου της οποίας θεωρείται το 1847. Η Λεϋλά Χανούμ, μέλος του θρησκευτικού τάγματος των Μεβλεβήδων, έγινε γνωστή χάρη στα ερωτικού χαρακτήρα λυρικά ποιήματά της, που τα έγραψε πάνω σε μοτίβα των Σουφιστών.
Γ’. Θρησκευτικός βίος
Στην Πελοπόννησο, όπως και σε άλλες περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το Ισλάμ κατ᾽ αρχάς διαδόθηκε μέσω εκπαιδευτικών ιδρυμάτων όπως τα μουσουλμανικά ιεροδιδασκαλεία, δηλαδή κέντρα πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης εγκατεστημένα σε αστικά κέντρα κοντά σε τεμένη. Υπήρχε όμως και άλλη «οδός» διάδοσης του Ισλάμ – και αυτήν την αποτελούσαν οι κλάδοι των μυστικιστικών ταγμάτων των Σουφιστών. Κτηριακά κέντρα των Σουφιστών, οι πασίγνωστοι τεκέδες (<tekke), υπήρχαν σε όλες σχεδόν τις πόλεις της οθωμανικής επικράτειας.
Οι ιθύνοντες της Πύλης πράγματι θεωρούσαν πως χάρη στους τεκέδες εξυπηρετούνταν σπουδαίες κοινωνικές ανάγκες – και κατά συνέπεια ευνοούσαν την ίδρυσή τους. Σύμφωνα με την αφήγηση του Εβλιγιά Τσελεμπή λοιπόν, τεκέδες υπήρχαν στο σύνολο σχεδόν των μουσουλμανικών οικισμών του Μοριά· και σημαντικότεροι θεωρούνταν εκείνος των Μπεκτασήδων στη Βοστίτζα και εκείνοι των Χαλβετήδων (Halvetî) και Καντιρήδων (Kadirî) στη Γαστούνη. Ο πρώτος χτίστηκε στην παραλία θάλασσα, δυτικά από το σημερινό Αίγιο. Η περιοχή του τεκέ αναφέρεται ως εκδρομικός προορισμός από τον Εβλιγιά Τσελεμπή. Κοντά σε αυτόν τον τεκέ υπήρχε και ο τάφος του – κατά πάσα πιθανότητα ιδρυτή του – Αλή Μπαμπά.
Περίπου στην ίδια θέση αλλά τον επόμενο αιώνα βρισκόταν ένας άλλος τεκές, του τάγματος των Χαλβετήδων αυτός. Σύμφωνα με πληροφορίες από αρχειακές πηγές, είχε κτισθή περί το 1730 από τον σεΐχη Αλή Εφέντη. Κατά την ίδια περίοδο και η Γαστούνη είχε εξελιχθεί σε κέντρο των Σουφιστών σημαντικό. Από τους εκεί τέσσερις τεκέδες ο Εβλιγιά Τσελεμπή αναφέρει τις ονομασίες δύο, ενός των Χαλβετήδων και άλλου των Καντιρήδων. Αυτός ο δεύτερος ήταν ο σπουδαιότερος. Εγκαταβιούσαν σε αυτόν περισσότεροι από εκατό δερβίσηδες, που χαρακτηρίζονται από τον Εβλιγιά Τσελεμπή ως «πιστοί εραστές» (του Θεού [âşık-ı sâdık]).
Σύμφωνα με τον Τσελεμπή άλλωστε, στο όλο συγκρότημα του τεκέ συμπεριλαμβανόταν ωραιότατος κήπος με τριανταφυλλιές καθώς και νεκροταφείο με τα μνήματα των σεΐζηδων που είχαν πεθάνει – με σπουδαιότερο τον τάφο του σεΐχη Αλή, ίσως ιδρυτή του τεκέ. Αυτόν τον τελευταίο μάλιστα οι ντόπιοι τον αποκαλούσαν «Ντελικλή Μπαμπά».
Ευχερώς κατανοεί λοιπόν κανείς ότι το σύνολο του μουσουλμανικού πληθυσμού της Γαστούνης σύχναζε, με τον ένα η άλλον τρόπο, σε αυτούς τους τέσσερις τεκέδες. Κατά τον 17ο αιώνα άλλωστε, πριν δηλαδή από την ενετική κατάκτηση του Μοριά, υπήρχε σημαντικός τεκές των Χαλβετήδων και στην Κόρινθο, ενώ άλλος, των Νακσί (Nakşî) αυτός, ιδρύθηκε στην Τριπολιτσά όταν αυτή έγινε διοικητικό κέντρο του Μοριά.
Αφότου οι Βενετοί αποχώρησαν το 1715 από την Πελοπόννησο, ρόλο ιδιαιτέρως σημαντικό ως προς την αναζωπύρωση του θρησκευτικού βίου των Μουσουλμάνων ανέλαβε το τάγμα των Χαλβετήδων· αυτοί πράγματι ίδρυσαν νέους τεκέδες στο Ναύπλιο, στα Καλάβρυτα, στην Πάτρα, στη Γαστούνη, στην Τριπολιτσά και στη Βοστίτζα. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, στόχος πρωταρχικός των δερβίσηδων ήταν η επιστροφή στο Ισλάμ όσων υπό την κυριαρχία των Ενετών το είχαν απαρνηθεί.
Μία άλλη πτυχή του θρησκευτικού η μάλλον του πνευματικού βίου των Μουσουλμάνων του Μοριά αποτελούσε η εξαιρετικά δημοφιλής πρακτική της επίσκεψης των τάφων των τοπικών καθαγιασμένων προσωπικοτήτων ή και μαρτύρων, καθώς και δερβίσηδων του Ισλάμ. Ορισμένα από τα μνήματα αυτά μάλιστα είχαν εξελιχθεί σε τόπους τιμής, σεβασμού και όχι σπάνια λατρείας ακόμη και από την πλευρά των Χριστιανών. Τέτοιος χώρος ήταν ο τάφος του Σαρή Σιντίκ Μπαμπά (Sarı Sıddîk Baba) στην Πάτρα, ο οποίος Σιντίκ Μπαμπά, στα πλαίσια της λαϊκής παράδοσης, είχε ταυτιστεί με τη θρυλική μορφή του Σαρή Σαλτούκ (Sarı Saltık). Δεδομένου λοιπόν ότι ο Σαρή Σαλτούκ συχνά ταυτίζεται στα Βαλκάνια με τον Άγιο Νικόλαο, ο τάφος του Σαρή Σιντίκ Μπαμπά είχε γίνει προσκύνημα και των Χριστιανών. Όπως εύκολα μπορεί κανείς να καταλάβει, ο τίτλος του «μπαμπά» (= πατέρα) προσιδίαζε σε πρόσωπο καθαγιασμένο η επικεφαλής κοινότητας δερβισών.
Ανάλογη περίπτωση ήταν εκείνη του τεμένους του «Γιοβάνη Μπαμπά», επίσης στην Πάτρα. Όπως γράφει ο Εβλιγιά Τσελεμπή, σύμφωνα με παράδοση των εντοπίων Χριστιανών, το τέμενος αυτό αρχικώς ήταν χώρος λατρείας του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, τον οποίο οι Πατρινοί Μουσουλμάνοι τιμούσαν ως Γιοβάνη Μπαμπά.
Επειδή πάντως το Ισλάμ βαθμιαίως διαδόθηκε στην Πελοπόννησο, οι θρησκευτικές πρακτικές διέφεραν από μέρος σε μέρος. Και αυτό ήταν ιδιαιτέρως αισθητό στην περιοχή του Λάλα στην Ηλεία και στα Μπαρδουνοχώρια της Λακωνίας.
Δ’. Πτυχές του ιδιωτικού βίου
Οι Τούρκοι του Μοριά είναι δυνατόν γενικώς να διακριθούν σε δύο κατηγορίες: εκείνους που διαβιούσαν σε αστικά κέντρα και τους κατοίκους αγροτικών κοινοτήτων. Προφανές παραμένει πάντως ότι υπήρχαν κοινωνικές διαφορές ακόμη και στους κόλπους αυτών των δύο κατηγοριών. Οι αγροτικές κοινότητες π.χ. διέφεραν μεταξύ τους αναλόγως με το εάν ήταν εγκατεστημένες σε περιοχές ορεινές η πεδινές η παραθαλάσσιες. Τον αστικό πάλι πληθυσμό συναποτελούσαν διάφορες κατηγορίες, όπως κρατικοί αξιωματούχοι, στρατιωτικοί, έμποροι, γαιοκτήμονες κ.λπ. Περιττό να τονιστεί ότι η καθημερινή διαβίωση αυτών των κοινωνικών/επαγγελματικών ομάδων δεν ήταν η ίδια.
Σχετικά με τα στοιχεία της ένδυσης άκρως διαφωτιστική οθωμανική πηγή είναι και πάλι η αφήγηση του Εβλιγιά Τσελεμπή, ο οποίος μας δίνει σημαντικές λεπτομέρειες ως προς τα διάφορα μέρη της χερσονήσου. Ορισμένες από τις λεπτομέρειες αυτές αξίζει ιδιαιτέρως να επισημανθούν· και συγκεκριμένα:
- Ο περιηγητής μας δεν διαπιστώνει ενδυματολογικές διαφορές μεταξύ των θρησκευτικών κοινοτήτων. Ευλόγως λοιπόν καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα πως δεν υπήρχε ουσιώδης διαφορά αμφίεσης μεταξύ Μουσουλμάνων και Χριστιανών.
- Η από τον ίδιο περιγραφή της ενδυμασίας των Πελοποννησίων ανακαλεί ενδυματολογικές λεπτομέρειες, που χαρακτήριζαν τότε τους κατοίκους νησιών του Αρχιπελάγους. Ο ίδιος ο Εβλιγιά Τσελεμπή άλλωστε με τον όρο «νησιά» (cezayir) αναφέρεται όχι μόνο στα νησιά του Αιγαίου αλλά και στον Μοριά, ενώ ως «νησί» (cezire<jazīra [αραβ.]) χαρακτηρίζεται και η Αλγερία. Εν πάση περιπτώσει, τα γυναικεία ενδύματα των νησιών του Αρχιπελάγους δεν διέφεραν τότε από τα αντίστοιχα της Πελοποννήσου· παράλληλα, οι ανδρικές ενδυμασίες του Μοριά, όπως περιγράφονται από τον Εβλιγιά Τσελεμπη, ανακαλούν στη μνήμη φορεσιές που σήμερα θεωρούνται παραδοσιακές της Μάνης. Ο περιηγητής μας πάντως συνεχώς τονίζει τη χρήση της κοντής και σφικτής βράκας και βεβαίως του κόκκινου φεσιού.
- Η Αλγερία εκείνη την εποχή είχε στενές εμπορικές σχέσεις με την Πελοπόννησο. Το φέσι, πάλι, το είχαν πάρει οι Χριστιανοί του Αρχιπελάγους και του Μοριά από τους ναυτικούς της Βόρειας Αφρικής – και τελικά το υιοθέτησαν και οι Τούρκοι.

Ελληνίδες και Τουρκάλα με αστικές ενδυμασίες (η πρώτη αριστερά είναι Τουρκάλα). Χαλκογραφία σε χαρτί, 1821.
Λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής καταγράφηκαν όμως και από τον Robert Walpole· και αυτές είναι πολύ ενδιαφέρουσες, επειδή χάρη σε αυτές προβάλλεται η επίδραση του πολιτισμού της Δυτικής Ευρώπης σε Μουσουλμάνους κατοίκους του Μοριά. Κατά τα πρώτα χρόνια του 19ου αιώνα πράγματι ευρωπαϊκά έπιπλα είχαν πια κάνει την εμφάνισή τους σε παραθαλάσσια αστικά κέντρα του Μοριά και χρήση τους γινόταν στα ανώτερα στρώματα της τουρκικής κοινωνίας. (Ο μπέης της Κορώνης αποτελεί εν προκειμένω περίπτωση χαρακτηριστική).
Άλλη λεπτομέρεια του τότε ιδιωτικού βίου στην Πελοπόννησο έχει σχέση με την τοπική κουζίνα. Χάρη σε οθωμανικό χειρόγραφο του 18ου αιώνα, έγινε γνωστό ένα πιάτο που ονομάζεται «μαρμαρίνε» (marmarine) και ήταν σπεσιαλιτέ του Μοριά. Τμήματα του χειρογράφου αυτού δημοσιεύθηκαν το 1948 από τον Süheyl Ünver και έτσι ξέρουμε πως γινόταν: Δύο-τρία φύλλα ζύμης τοποθετούνται σε ένα ελαφρώς λαδωμένο ταψί φούρνου και πάνω τους απλώνεται σπανάκι βρασμένο και ψιλοκομμένο· μετά ρίχνεται στο σπανάκι μίγμα από φρέσκο τυρί και χτυπημένα αυγά – και το σύνολο μπαίνει στον φούρνο.
Βέβαια, τη «μαρμαρίνε» την ξέρουμε σήμερα χάρη στο ανωτέρω χειρόγραφο και όχι μέσω παράδοσης προφορικής· και είναι πιθανό το παρασκεύασμα αυτό να συνηθιζόταν σε συγκεκριμένη περιοχή της Πελοποννήσου. Η ονομασία του όμως είναι ελληνική (<μαρμάρινη) και όχι τουρκική, επειδή η πίτα μετά το ψήσιμο θύμιζε εμφανισιακώς πολύχρωμο μάρμαρο.
Συμπερασματικές Παρατηρήσεις
Λόγω της χρονικής απόστασης και της ανεπάρκειας των πηγών, δεν είναι ακόμα δυνατόν να επιχειρηθεί η συνολική, εξαντλητική προσέγγιση του πολιτιστικού βίου του μουσουλμανικού/τουρκικού πληθυσμού του Μοριά.
Οπωσδήποτε όμως επιτρέπεται η διατύπωση ορισμένων συμπερασμάτων και συγκεκριμένα:
- Η σύμπηξη και ανάπτυξη των μουσουλμανικών κοινοτήτων της Πελοποννήσου γενικώς αντανακλούν τον μετασχηματικό ρόλο που είχε αναλάβει η Οθωμανική Πύλη.
- Οι μουσουλμανικές κοινότητες του Μοριά παρουσίαζαν διαφορές μεταξύ τους τόσο ως προς την κοινωνική διαβάθμιση, όσο και σε ό,τι αφορά τα εθνικά και γλωσσικά τους χαρακτηριστικά.
- Οι κοινότητες αυτές, πάντως, σταδιακώς αποκρυσταλλώθηκαν και αποτέλεσαν το οθωμανικό/ τουρκικό στοιχείο του Μοριά.
Εν κατακλείδι, στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορικής της διαδρομής, η οθωμανική/τουρκική κοινότητα του Μοριά είχε μια ετερογενή κοινωνικο-πολιτισμική δομή, την οποία διαμόρφωναν διάφορες υποομάδες, που υπήρχαν και αναπτύσσονταν στους κόλπους της. Η ετερογένεια αυτή μπορεί να θεωρηθεί και ως παράγοντας ποικιλίας και mutatis mutandis ως πηγή δυναμισμού της κοινότητας αυτής, που πράγματι ανέδειξε προσωπικότητες, οι οποίες προέρχονταν από όλα σχεδόν τα κοινωνικά και πολιτιστικά στρώματα που τη συνέθεταν. Και κάτι άλλο που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι, τελικώς, τόσο λόγω της κουλτούρας όσο και της γλώσσας, το ανθρώπινο δυναμικό της κοινότητας αυτής μάλλον ως ντόπιοι μπορούν να θεωρηθούν παρά ως ξένοι, επήλυδες.
İbrahim Alper Arisoy, Καθηγητής Πανεπιστημίου Σμύρνης
Δημήτρης Μιχαλόπουλος, Ιστορικός
Πρακτικά του Θ’ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών – Ναύπλιο 30 Οκτωβρίου – 2 Νοεμβρίου 2015. Εταιρεία Πελοποννησιακών Σπουδών, τόμος Γ’, Αθήνα, 2021.
Το κείμενο αποδόθηκε στο μονοτονικό. Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που συνοδεύουν το κείμενο οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.
Για την ανάγνωση της ανακοίνωσης στο πολυτονικό σύστημα καθώς και των βιβλιογραφικών παραπομπών, πατήστε διπλό κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο: Ειδήσεις σχετικά με τον κοινωνικό και πολιτιστικό βίο των Τούρκων της Πελοποννήσου (17ος-19ος αι.)
Σχετικά θέματα:
- Άργος (Arhoz, Erhoz) 1668 – Εβλιγιά Τσελεμπή
- Ναύπλιο (Anaboli, Anapoli) 1668 – Εβλιγιά Τσελεμπή
- Οθωμανικά σχολεία της Πελοποννήσου
- Οι προύχοντες της Πελοποννήσου στα Ορλωφικά και πριν το 1821
- Πολιτικοί όροι και οικονομικές λειτουργίες στην προεπαναστατική Πελοπόννησο Οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες στη βόρεια Πελοπόννησο την εικοσαετία 1800-1820 – Όλγα Δ. Καραγεώργου-Κουρτζή
- Ένας τεκές και ένα καφενείο στα χρόνια της ελληνικής επανάστασης και ανεξαρτησίας στις Θέρμες του Άργους