Quantcast
Channel: Ιστορία – ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΑΡΧΕΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Viewing all articles
Browse latest Browse all 636

Το Ναύπλιο στα χρόνια 1828-1833 – Σκιαγράφηση της κοινωνικής, πολιτισμικής και πνευματικής ζωής

$
0
0

Το Ναύπλιο στα χρόνια 1828-1833 – Σκιαγράφηση της κοινωνικής, πολιτισμικής και πνευματικής ζωής – Αλέκα Μπουτζουβή – Μπανιά


 

Στις 18 Ιανουαρίου 1823, το Ναύπλιο ανακηρύχθηκε Διοικητικό κέντρο, και αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι, ενώ ο πόλεμος συνεχιζόταν, η συνθηκολόγηση των Τούρκων, που κατέληξε στην αποχώρηση τους, το είχε μετατρέψει σε ασφαλές καταφύγιο.[1] Στοιχεία προσδιοριστικά της οικιστικής του φυσιογνωμίας μας προσφέρουν οι ξένοι ταξιδιώτες που το επισκέφθηκαν και οι απομνημονευματογράφοι της εποχής.

Οι περιγραφές που ακολουθούν περιορίζονται στο Ναύπλιο, χωρίς αναφορά ή σύγκριση με τις υπόλοιπες ελληνικές πόλεις, οι όποιες βρίσκονταν στην ίδια η σε χειρότερη κατάσταση, και το παρουσιάζουν σαν μια πόλη με μέτρια κτίσματα, σοκάκια, χαλάσματα και ρυπαρότητα. Το 1823, ο συνοδοιπόρος του λόρδου Byron, M. Schilizzi, περιγράφει το Ναύπλιο[2] σαν «μια κατεστραμμένη πόλη. Όλα τα σπίτια είναι καμένα ή ερειπωμένα. Αδύνατον να βρεις έστω και ένα κατάλληλο για κατοικία. Τα δύο καλύτερα σπίτια της πόλης, του Πετρόμπεη[3] και του Κολοκοτρώνη, δεν έχουν ούτε πόρτα ούτε παράθυρο. Καταλαβαίνετε τώρα τι είναι τα άλλα».

 

Η περιοχή της Χουρμαδιάς του Ναυπλίου και το Μπούρτζι, 1841. Ακουαρέλα σε χαρτί, έργο του Γάλλου ζωγράφου Πιερ Μπονιρότ (Pierre Bonirote, 1811-1891).

 

Ένα χρόνο αργότερα, το 1824, ο Άγγλος γιατρός William Black συναντάει «παντού τα σημάδια του πολυαίμακτου πολέμου, ρυπαροί δρόμοι, συχνά αποκλεισμένοι από ερείπια γκρεμισμένων σπιτιών και απορρίμματα».[4] Το 1827 ο Ν. Δραγούμης επισημαίνει ότι το Ναύπλιο «πόλις όλως τουρκική τας μεν οδούς είχε στενάς, ανωμάλους και βορβορώδεις, τας δε οικίας ξυλοκτίστους, πολυθύρους, σεσαθρωμένας και παντί αρρύθμους».[5]

Μάουρερ Γεώργιος – Λουδοβίκος, άγνωστος καλλιτέχνης, 1860. Αρχείο: Bayerische Akademie der Wissenschaften.

Το 1833 τέλος, όταν φθάνει ο Όθωνας και η Αντιβασιλεία, παρά τα μέτρα που εφάρμοσε ο Καποδίστριας, η κατάσταση του Ναυπλίου δεν έχει αλλάξει ουσιαστικά, όπως φαίνεται από την περιγραφή που δίνει ο Maurer: «λιθόστρωμα η πόλις δεν είχε. Δρομάκια στενά, απ’ όπου αμάξι δεν χωρούσε να περάσει. Η  κεντρική πλατεία, η πλατεία των Πλατανιών, γεμάτη πέτρες και χώματα από τα γκρεμισμένα σπίτια»… «Η τάφρος γύρω από τα τείχη είχε μεταβληθεί σ’ ένα έλος με απαίσιες αναθυμιάσεις, κι ωστόσο κατοικούσαν εκεί μέσα άνθρωποι μαζί με γουρούνια»[6].

Διαφορετική είναι η περιγραφή του Άγγλου κληρικού Waddinghton, που επισκέφθηκε την Ελλάδα το 1823-24.[7] Αυτός αποφεύγοντας τις επιμέρους περιγραφές, επισημαίνει τα πλεονεκτήματα εκείνα που θα επέτρεπαν την οικιστική βελτίωση της πόλεως. Κατά τη γνώμη του, το Ναύπλιο ήταν α) η πιο καλοχτισμένη πόλη της Ελλάδας, δεδομένου ότι κατοικήθηκε αποκλειστικά από Τούρκους και β) είχε υποστεί τις λιγότερες καταστροφές από τον πόλεμο, διατηρώντας το μεγαλύτερο τμήμα της σε καλή κατάσταση. Βέβαια τα πλεονεκτήματα αυτά είναι σχετικά και σε σχέση με την κατάσταση των υπόλοιπων ελληνικών πόλεων, προς τις όποιες συγκρινόμενο το Ναύπλιο, είχε τις προϋποθέσεις να αναπτυχθεί.

Ένας από τους λόγους που οι παραπάνω προϋποθέσεις δεν αξιοποιούνται είναι και ο μαζικός εποικισμός του 1823, όταν το χώρο του καταλαμβάνουν επήλυδες Μοραΐτες Στερεοελλαδίτες, Μακεδόνες, Ηπειρώτες, Νησιώτες (Χιώτες, Κύπριοι, Κρήτες), Σμυρνιοί και πολλοί ξένοι.[8] Από αυτούς τα «πρωτεύοντα»[9] πρόσωπα του αγώνα, πολιτικοί, στρατιωτικοί, πρόκριτοι, εγκαταστάθηκαν στις πλέον πολυτελείς, καλοδιατηρημένες και επισκευασμένες κατοικίες του Ναυπλίου.[10] Οι υπόλοιποι, έμποροι, τεχνίτες, υπάλληλοι, εργάτες, στρατιώτες και «κηφήνες»[11] εγκαταστάθηκαν: στα μικρότερα σπίτια πληρώνοντας ενοίκιο, σε πρόχειρα φτιαγμένες καλύβες από ξύλο και λάσπη, σε σκηνές και σε κτίσματα που επιδιορθώθηκαν ή κατασκευάσθηκαν ειδικά για τους στρατιώτες. Το είδος της στέγης που επέλεξαν, συνδεόταν με την οικονομική τους κατάσταση. Εάν λάβουμε υπόψη μας την αύξηση των ενοικίων που προκάλεσε η ζήτηση, μπορούμε να φανταστούμε τον αριθμό των παραπηγμάτων που κατάκλυσαν τον ελεύθερο χώρο του, ιδιαίτερα κατά μήκος των τειχών.

Ο αριθμός των προσφύγων που κατέφυγαν στο Ναύπλιο στη διάρκεια του αγώνα, διαμορφώνοντας την πληθυσμική του φυσιογνωμία, δεν είναι δυνατόν να προσδιορισθεί. Μπορούμε όμως να επισημάνουμε ότι η γραμμική απεικόνιση της πληθυσμικής του εξέλιξης δεν ακολουθεί αυτήν της Ελλάδας, άλλα παρουσιάζει δύο φάσεις εκρήξεως.[12] Ή πρώτη το 1823-1824, όταν οι  Τούρκοι που αποτελούσαν τα 2/3 του πληθυσμού εγκατέλειψαν την πόλη ομαδικά βάσει συνθήκης, και στη θέση τους εγκαταστάθηκαν Έλληνες από τα διάφορα μέρη στα όποια ο πόλεμος συνεχιζόταν. Η δεύτερη φάση το 1832, όταν ο πληθυσμός αυξήθηκε κατά 4 1/2% περίπου.

Το γεγονός ότι στους 42.870 κατοίκους αντιστοιχούσαν 2.560 οικογένειες μόνο,[13] δείχνει ότι θα πρέπει να συνυπολογίστηκαν τα ελληνικά και ξένα στρατιωτικά σώματα που βρίσκονταν καταυλισμένα στο Ναύπλιο, αυτήν την τόσο ταραγμένη με εμφύλιους πολέμους περίοδο.

 

Πίνακας 1 – Πληθυσμική εξέλιξη Ελλάδας – Ναυπλίου για την περίοδο 1821-1839.

 

Δημήτριος Βυζάντιος (1790- 1853), το όνομα του ήταν, Δημήτριος Κ. Χατζή-Ασλάνης, ήταν κωμωδιογράφος και αγιογράφος. Το δημοφιλέστερο θεατρικό του έργο υπήρξε η Βαβυλωνία.

Ο πληθυσμός του Ναυπλίου χαρακτηρίζεται από πολυμορφία: καταγωγής, κοινωνικό-πολιτισμικής προέλευσης, επιδιώξεων, άλλα και διαλέκτων, ηθών, εθίμων και αμφιέσεων, όπως την καταγράφει ο Βυζάντιος στην «Βαβυλωνία».[14] Σ’ αυτήν, την τουρκικής ρυμοτομίας πόλη, με τα στενά βορβορώδη σοκάκια, τα μεγάλα και τα μικρά σπίτια, τις καλύβες και τις σκηνές συνωστίζεται ένας κόσμος, του οποίου ο τρόπος ζωής, στην πλειοψηφία, κατά τον Ν. Δραγούμη, παραμένει ασιατικός· «ασιατικόν δε λέγων», διευκρινίζει, «δεν εννοώ τρυφηλόν, διότι οπού λείπει η επιούσιος τροφή, εκεί η τρυφή άγνωστος· αλλ’ ότι πλην της ελληνομόρφου φουστανέλλας, πάντα τα λοιπά εγίνοντο ως και επί Τουρκοκρατίας».[15]

Δρόμοι γεμάτοι καφενεία, μαγαζιά και εργαστήρια στα όποια «οι πωληταί, καθήμενοι διεσταυρωμένοι τους πόδας χαμαί και αναμένοντες εις μάτην αγοραστάς, εμύζων την άκραν του τσιμπουκίου αυτών. Επώλουν δε πέτρας πυροβόλων, πυρεκβόλα, σπάγγον, βελόνας, ράμμα, θειάφιον, πέτρας της κολάσεως [σημ.: νιτρικός άργυρος] και τα τοιαύτα πάντα άσημα και ευτελή».[16]

Έτσι, ενώ θα περίμενε κανείς ότι η πληθυσμική αύξηση μεταφρασμένη σε καταναλωτικό κοινό, θα οδηγούσε σε διεύρυνση της αγοράς και άνθηση του εμπορίου, στην περίπτωση του Ναυπλίου δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Ιδιαίτερο παράγοντα αποτελούσε η αδυναμία του κράτους να ασκήσει προστατευτική πολιτική· η παρουσία του περιοριζόταν στην είσπραξη χαμηλής φορολογίας και άφηνε το άτομο ελεύθερο να κάνει ό,τι θέλει. Ο καθένας μπορούσε, χωρίς άδεια από τις αρχές, να νοικιάσει ή να χτίσει ένα μαγαζί και εκεί μέσα να ασκήσει ένα ή και περισσότερα επαγγέλματα μαζί.[17]

Ένας από τους λόγους που το εμπόριο δεν αναπτύχθηκε είναι και οι συνθήκες εποικισμού της πόλης, που η ανάγκη την μετέτρεψε σε «ασφαλές καταφύγιο» της εμπόλεμης χώρας, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει δυνατότητα επαγγελματικής απορρόφησης των προσφύγων. Αντίθετα σε μια αστικά αναπτυσσόμενη πόλη οι διαδικασίες εξέλιξης της, θα δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις προσέλκυσης και ενσωμάτωσης νέου ανθρώπινου δυναμικού. Ενώ στο Ναύπλιο εκτός από τους στρατιώτες, τους διοικητικούς υπαλλήλους και τους εργάτες που δούλευαν στα δημόσια έργα, όλοι οι υπόλοιποι στην μεγάλη πλειοψηφία τους παρέμεναν άνεργοι.

Η εντύπωση που δημιουργείται στον ξένο που επισκέπτεται το Ναύπλιο το 1830 είναι, ότι εκτός από τα καφενεία, που είναι πολλά, πάντα γεμάτα κόσμο και θορυβώδη, και τα μαγαζιά που έχουν μια κάποια κίνηση, η πόλη κυριολεκτικά κατακλύζεται από αργόσχολους. «Μιζέρια και ανεργία, να ποια είναι τα διακριτικά γνωρίσματα αυτού του πληθυσμού, που αποτελεί μικρογραφία της Ελλάδας».[18] Αυτός ο κόσμος, προσπαθώντας να αντιμετωπίσει τα καθημερινά του προβλήματα στο επίπεδο της επικοινωνίας που του προσφέρουν οι πολυσύχναστοι δρόμοι και τα καφενεία, διαμορφώνει κάτω άπω αυτές τις συνθήκες το πολιτικό, πολιτισμικό και κοινωνικό του πρόσωπο. Η ζωή του κυλάει ανάμεσα σε πολλές συζητήσεις, καφέδες, γλέντια, χορούς και βία.[19]

«Δεν υπάρχει άλλη χώρα στην Ευρώπη», ισχυρίζεται με αρκετή υπερβολή ο Maurer, «ίσως και σ’ ολόκληρο τον κόσμο, όπου να υπάρχουν, το ένα δίπλα στο άλλο, τόσο ανομοιόμορφα μεταξύ τους στοιχεία, και όπου το επίπεδο μόρφωσης να παρουσιάζει τόση ανομοιογένεια, όσο στο σημερινό βασίλειο της Ελλάδας».[20] Ο πληθυσμός της πόλης αποτελείται από δύο βασικούς κοινωνικό-πολιτισμικούς σχηματισμούς. Την πλειοψηφία του λαού και τους πρωτεύοντες. Παρά το πολιτισμικό τους χάσμα οι σχηματισμοί αυτοί έχουν κοινό σημείο αναφοράς τις πολιτικές και άλλου είδους συζητήσεις, τα θεάματα, τα γλέντια και την χαρτοπαιξία. Αυτό όμως που αντιδιαστέλλει τους «πρωτεύοντες» από το λαό είναι η ουσιαστική διαφορά αυτών των εκδηλώσεων ως προς το περιεχόμενο, το χώρο πραγμάτωσης τους και την οργάνωση τους. Διαφορά που σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στην κοινωνική, πνευματική και πολιτισμική τους σύσταση, και στο ρόλο που μπορούν να παίξουν στον πολιτικό μετασχηματισμό που συντελείται.

Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής (1809-1892).

Φαναριώτες και ετερόχθονες συσπειρώνονται, αναπαράγουν τα βιωμένα κοινωνικό-πολιτισμικά τους πρότυπα, τα μεταφυτεύουν στο νέο χώρο εγκατάστασης τους, διευρύνοντας τον κύκλο τους και με αυτόχθονες. Οι ωραιότερες περιγραφές αυτών των προσπαθειών μόρφωσης της κοινωνικής και πολιτισμικής τους ζωής υπάρχουν στις σελίδες των Απομνημονευμάτων του φαναριώτη Αλ. Ρίζου Ραγκαβή, του οποίου η παρουσία στην πολιτική και φιλολογική ζωή του τόπου ήταν έντονη. Χαίρεται με την προσέλευση πολλών ελληνικών οικογενειών της διασποράς, των οποίων η αποκατάσταση της ειρήνης και η «προϊούσα ευνομία» ευνοεί την επιστροφή στην Ελλάδα, γεγονός που «εξέτεινεν την κοινή ευημερίαν».[21] Λίγοι και εκλεκτοί φτάνουν δίπλα στους πολλούς που κατέφυγαν στο Ναύπλιο. Συναναστροφές, εσπερίδες και χοροί διοργανώνονται στα σπίτια των «μάλλον εξεχουσών οικογενειών του Ναυπλίου», όταν οι δρόμοι, τα καφενεία και οι λοκάντες φιλοξενούν το λαό.

Στα σαλόνια «των πολιτευόμενων και των οπλαρχηγών συνεκεντρούτο καθ’ εκάστην εσπέραν κόσμος πολύς, εκ του άρρενος πάντα φύλου, συζητών την πολιτικήν κατάστασιν και πληροφορούμενος, παρά των δυναμένων να γνωρίζωσι, περί των εν τη λοιπή ελευθέρα και δούλη Ελλάδι συμβαινομένων».[22] Στα ίδια ερωτήματα προσπαθούσε να δώσει και να πάρει απάντηση ο κόσμος στους δρόμους και στα καφενεία.

Φαναριώτες, ετερόχθονες[23] και κάποιοι αυτόχθονες ζουν και κινούνται στα «σαλόνια» του Μαυροκορδάτου, του Καρατζά, των Σούτσων, του Ταγιαπιέρα, του Κωλέττη και του Καλλέργη. Ο Ραγκαβής θυμάται ότι στου Μαυροκορδάτου δίνονταν χοροί χωρίς ορχήστρα με «τον λόγιον αξιωματικόν κ. Κ. Αξελόν τραγουδούντα και κρούοντα τον ρυθμόν δια των παλαμών», ενώ το μουσικό σαλόνι του Καρατζά, που ήταν το κομψότερο της ελληνικής πρωτεύουσας, πρόσφερε «την τότε σπανιωτάτην ετι πολυτέλειαν κυμβάλου, και την ετι σπανιωτέραν της οικοδεσποίνης, ήτις μεθ’ ικανής ευχέρειας έπαιζεν επ’ αυτού, ακροατάς έχουσα ολίγους ετι τους δυναμένους να εκτιμήσωσι τα μουσικά αυτής προτερήματα, ιδίως δε τους εξοχωτέρους των ξένων επιδήμων εν Ναυπλίω».[24]

Άλλη ατμόσφαιρα, πιο λόγια, πιο φιλολογική χαρακτήριζε το «σαλόνι» των Σούτσων, «πρώτατον κοινωνικόν καταφύγιον και μεγίστη απόλαυσις»[25] για τον Ραγκαβή να ακούει τους δύο αδελφούς να απαγγέλουν τα παλιά και πρόσφατα ποιήματα τους σ’ αυτές τις συναθροίσεις.

Φιλολογικά ευρύτερο και ισχυρότερο, «το σαλόνι» του Επτανήσιου γιατρού Διονυσίου Ταγιαπιέρα που ήταν άνδρας «αγχίνους και κάτοχος ευρείας παιδείας, με λεπτήν και ησκημένην κρίσιν».[26] Γύρω του συγκεντρώνει τους λόγιους της εποχής και παίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της πνευματικής ζωής. Οι αδελφοί Σούτσοι «εις την φιλόκαλον κρίσιν του Ιατρού υπέβαλλον τα ίδια ποιήματα»,[27] άλλα και θεατρικά έργα διαβάζονται στο σπίτι του και κρίνεται η βιωσιμότητα τους, ερήμην της θεατρικής σκηνής και του θεατρικού κοινού που αποτελούν βασικές προϋποθέσεις ανάπτυξης του θεάτρου.[28] Έτσι η κωμωδία του Αλ. Σούτσου «ο Άσωτος», αφού κάποιαν «εσπέραν» διαβάστηκε στο σπίτι του Ταγιαπιέρα και εγκρίθηκε από την ομήγυρη, πήρε το δρόμο του τυπογραφείου, και κυκλοφόρησε στο Ναύπλιο το 1830.[29] Άλλο παράδειγμα προωθήσεως θεατρικού έργου αποτελεί η περίπτωση του Νάξιου δικαστικού υπαλλήλου Γεώργιου Πραντούνα, ο όποιος, αφού εξομολογήθηκε στον Ταγιαπιέρα ότι τις ώρες της σχόλης του «συνέγραψε τραγωδίαν», ζήτησε να του την διαβάσει. Ο Ταγιαπιέρας δέχθηκε την παράκληση του και «τω υπεσχέθη ότι την επόμενην θα προσεκάλει παρ’ αυτώ τους φίλους του, ίνα πάντες ομού ακροασθώσι του έργου του».[30] Το αποτέλεσμα ήταν να εντυπωσιάσει η ανάγνωση το ακροατήριο και να ακολουθήσει η έκδοση του έργου που είχε τον τίτλο «Αι ελευθερωμέναι Αθήναι».

Διαφορετικό κλίμα επικρατεί στα σαλόνια τοι Ι. Κωλέττη και του Δ. Καλλέργη, τα όποια ήταν λιγότερο αμιγή πολιτισμικά, όπως προκύπτει από τις περιγραφές που ακολουθούν. Κάποιο βράδυ του 1826, στο σπίτι του Ι. Κωλέττη, κεντρικό θέμα συζήτησης ήταν τα συμβάντα του Μεσολογγίου με αφηγητή τον οικοδεσπότη. Σ’ αυτό το κλίμα πρωτοσυναντήθηκαν ο Γ. Καραϊσκάκης με το νεαρό τότε Παναγιώτη Σούτσο, τον όποιο ο Κωλέττης παρουσίασε ως «ποιητή εξυμνούντα τας πράξεις των Ελλήνων». Ο Καραϊσκάκης απευθύνθηκε στο Σούτσο και του πρότεινε να τον ακολουθήσει· «εγώ θέλω πράττει συ θέλεις γράφει».[31] Μετά από χρόνια ο ποιητής αφιέρωσε στον στρατηγό την ομώνυμη τραγωδία του.

Καλλέργης Δημήτριος -Νέος Αριστοφάνης.

Στο σπίτι του συνταγματάρχη του ιππικού Δημ. Καλλέργη «καθ’ ημέραν η τράπεζα ην παρατεθειμένη δια πάντας τους φίλους, και ανά πάσαν εσπέραν ην χορός, ή, δυστυχώς, και βαρεία χαρτοπαιξία».[32] Το θεατρικό έργο περνάει από το σπίτι του όχι σαν «φιλολογική απόλαυση» άλλα σαν άλλη μορφή διασκέδασης, σαν ποικιλία. Έτσι το 1832 γεννιέται, κατά παραγγελία, η κωμωδία του Ραγκαβή «Γάμος άνευ νύφης». Η μορφή αυτής της κωμωδίας καθορίστηκε από την αντίρρηση των κυριών να λάβουν μέρος στην αναπαράσταση της. Αλλά, αν και ξεπεράστηκαν όλες οι δυσκολίες, ακόμη και η χρονική πίεση του Ραγκαβή να την γράψει και να την παρουσιάσει σε τρεις μέρες, η κωμωδία δεν παρουσιάσθηκε τότε. Στη θέση της παίχτηκε παντομίμα «ιδίας ημών συνθέσεως», θα γράψει ο Ραγκαβής, «και επειδή αι κυρίαι επέμενον μη θέλουσαι να συμπαραστήσωσι, το γυναικείον μέρος εδόθη εις εμέ, και ο εραστής μου ήτον ο κ. Μουρούζης».[33]

Αυτό το πολιτισμικά ανομοιογενές πλήθος που είναι εγκαταστημένο στο Ναύπλιο, μετέχει άμεσα και έμμεσα στις διαδικασίες συγκρότησης του κράτους. Το υψηλό ποσοστό αναλφαβητισμού των αυτοχθόνων είχε ως συνέπεια τον αποκλεισμό τους σε μεγάλο βαθμό από το Διοικητικό μηχανισμό, που στελεχώνεται από τους εγγράμματους Φαναριώτες και ετερόχθονες. Το κράτος, στην προσπάθεια του να γεφυρώσει το πνευματικό χάσμα, να προωθήσει την εκπαίδευση, και να ανυψώσει το επίπεδο των υπαλλήλων, στρέφεται προς την οργάνωση της δημόσιας εκπαίδευσης, διαρθώνοντάς την σε τρία επίπεδα: Δημοτική, Δευτεροβάθμια (Ελληνικό-Γυμνάσιο) και Ανώτερη.[34]

Ο αριθμός των σχολείων κατά βαθμίδα, για την περίοδο 1828-1831 είναι ο ακόλουθος. Δημοτική: το 1828-29 λειτουργούν τρία σχολεία – το αλληλοδιδακτικό, που ίδρυσε η Φιλανθρωπική Εταιρεία του Ναυπλίου το 1826, το αλληλοδιδακτικό κορασιών της Ελένης Δανέζη και το αλληλοδιδακτικό του Ορφανοτροφείου. Στα τρία που ήδη λειτουργούν, στα 1830, θα προστεθούν άλλα δύο. Το αλληλοδιδακτικό των υποτρόφων ορφανών και το αλληλοδιδακτικό Σχολείο της Τίρυνθας για τα ορφανά. Το 1831, τέλος, έχουμε μόνο το Αλληλοδιδακτικό Σχολείο του Ναυπλίου. Η Δευτεροβάθμια εκπαίδευση, κατά το αντίστοιχο χρονικό διάστημα, παρουσιάζει την εξής εικόνα: το 1828 δεν ιδρύεται κανένα σχολείο. Το 1829 λειτουργούν δύο ελληνικά ιδιαίτερα, το 1830, τρία ελληνικά ιδιαίτερα, και το 1831 λειτουργεί το Ανώτερο Ελληνικό Σχολείο. Στη βαθμίδα της Ανώτερης εκπαίδευσης, το 1828, λειτούργησε η Γεωργική Σχολή της Τίρυνθας,[35] και το 1829 το Κεντρικό Σχολείο των Ευελπίδων.[36]

Απαραίτητη προϋπόθεση για την ομαλή λειτουργία της Δημόσιας Εκπαίδευσης και στις τρεις βαθμίδες αποτελούσε βέβαια η ύπαρξη των ανάλογων για κάθε βαθμίδα και είδος σχολικών εγχειριδίων. Το μεγαλύτερο μέρος αυτών των αναγκών καλύφθηκε από τις εκδόσεις τυπογραφείων έξω από τον ελλαδικό χώρο. Παράλληλα κυκλοφόρησαν αρκετά, ποικίλου περιεχομένου, βιβλία και στον ελλαδικό χώρο (βλ.πιν.2). Ο αριθμός των βιβλίων που τυπώνονται στο Ναύπλιο είναι: 1828: 2, 1829: 2, 1830: 6, 1831: 15, 1832: 4, 1833: 15.[37]

 

Πίνακας 1 – Η παραγωγή ελληνικών βιβλίων στα χρόνια 1828-1833.

 

Οι αριθμοί είναι παρμένοι από τη βιβλιογραφία Γκίνη – Μέξα, και τα συμπληρώματα της. Εξαιρούνται: μονόφυλλα, και από τα άλλα έντυπα όσα είναι διοικητικού περιεχομένου.

 

Άδεια για τη λειτουργία του Αναγνωστηρίου του Παπαδόπουλου-Βρετού.

 

Η ίδρυση τυπογραφείων στο Ναύπλιο, πέρα από την κάλυψη των διδακτικών αναγκών, την ψυχαγωγία και την εξειδικευμένη επιμόρφωση-πληροφόρηση, είχε και εμπορικά κίνητρα. Η πληθυσμική ανάπτυξη της πόλης δημιουργούσε ευνοϊκές προϋποθέσεις για τα κέρδη που θα απέφερε η πώληση βιβλίων και η έκδοση εφημερίδων και περιοδικών στο διευρυμένο αγοραστικό κοινό. Βασική προϋπόθεση για την ύπαρξη και τη λειτουργία του τύπου είναι η οργανωμένη κοινωνικό-πολιτική εθνική ζωή,[38] γεγονός που, στην περίοδο που εξετάζουμε, εκφράζεται με την αναλογική αύξηση των εφημερίδων που κυκλοφορούν: 1828: 1, 1829: 1, 1830: 2, 1831: 3, 1832: 5, 1833: 7.

Πίνακας 3 – Τυπογραφεία του Ναυπλίου 1828-1833 – Παραγωγή βιβλίων και εφημερίδων.

Πίνακας 4 – Εφημερίδες και περιοδικά του Ναυπλίου (1828-1833).

 

Ο προσδιορισμός της πολιτικής φυσιογνωμίας των εφημερίδων και συνακόλουθα του είδους της πληροφόρησης που παρέχουν, καθώς και η σχέση αναγνωστικού κοινοί και εφημερίδων, αποτελούν δύο χαρακτηριστικά στοιχεία του τύπου αυτής της περιόδου που θα επισημάνουμε.

Την διετία 1828-1829 η πληροφόρηση μονοπωλείται από την «Γενική Εφημερίδα», το επίσημο κυβερνητικό φύλλο. Την επόμενη διετία, 1830-1831, η κατάσταση διαφοροποιείται με το συγκρατημένα αντιπολιτευόμενο περιοδικό του Εμμ. Αντωνιάδη «Ηώς». Άλλα το περιοδικό αυτό, παρά την ηπιότητά του, αναγκάζεται να αντιμετωπίσει διώξεις, δίκες και ταλαιπωρίες με αποτέλεσμα να διακοπεί η έκδοση του.[39] Το 1832 την κυβερνητική παράταξη ενίσχυσε ο φιλοκαποδιστριακό, «Ελληνικός Καθρέπτης» και τα επίσημα φύλλα έγιναν δύο.

 

Αντωνιάδης Εμμανουήλ (1791-1863). Δημοσιεύεται στο «Εθνικόν Ημερολόγιον Βρετού», τ. 5, No 1 (1865).

 

Ο Φαναριώτης ποιητής και πεζογράφος Παναγιώτης Σούτσος (1806-1868). Χαρακτικό.

Ο Αντωνιάδης επανεμφανίζεται το 1832 στην πολιτική σκηνή του Ναυπλίου δυναμικά, με την «Αθηνά» και το 1833 το πολιτικό κενό του «Ελληνικού Καθρέπτη» καλύπτεται από το «Χρόνο». Η «Αθηνά» συνεχίζεται, ενώ προστίθεται ο «Ήλιος» των Σούτσων και ο «Τριπτόλεμος». Οι οροί που καθόρισαν τη βιωσιμότητα των πολιτικών φύλλων που δεν είχαν κρατική επιχορήγηση και δεν αγοράζονταν υποχρεωτικά από τους δημοσίους υπαλλήλους, ήταν αντιφατικοί. Το πολιτικό κλίμα ήταν ευνοϊκό, επειδή οι διαδικασίες μόρφωσης της κοινωνικό-πολιτικής φυσιογνωμίας απαιτούσαν και επέβαλλαν πολύμορφη πληροφόρηση. Παρ’ όλα αυτά η βιωσιμότητα τους σε μεγάλο βαθμό καθορίστηκε από το κόστος της συνδρομής τους με αποτέλεσμα ο αριθμός των αναγνωστών τους να είναι πολύ μεγαλύτερος από τους αγοραστές τους.[40] Άλλοι λόγοι ήταν το χαμηλό πνευματικό επίπεδο, άλλα και ο ρόλος που διαδραμάτισαν τα καφενεία σαν χώροι συνάθροισης των πολιτών. Εκεί η προφορική έκθεση και ο σχολιασμός των ειδήσεων από τον «ρήτορα» ή τους «ρήτορες» του καφενείου, τροφοδοτούσε τις ατέλειωτες συζητήσεις των αργόσχολων θαμώνων που διασκέδαζαν την πολύωρη παραμονή τους σ’ αυτά, υποκαθιστώντας την ανάγκη ανάγνωσης και πολύ περισσότερο αγοράς των εφημερίδων.

Στην Ελλάδα τα καφενεία ανθίζουν κατά την μετεπαναστατική περίοδο. Η αίσθηση που προκαλεί ο αριθμός τους, καταγράφεται και από τον Αλ. Ρίζο Ραγκαβή, στην μονόπρακτη κωμωδία του «Ο γάμος άνευ νύμφης». Ο επαρχιώτης Αγροικογιάννης στην ερώτηση «και πως σας φαίνονται αι Αθήναι μας;» άπαντα: «Πως; το δέκατον θαύμα του κόσμου! Τέτοια σπήτια δεν έχει ούτε ο κύριος έπαρχος ούτε ο κύριος έφορος εις την επαρχίαν μας. Και άμαξαι, και πλήθος και βοή,… εδώ είναι παντοτεινό πανηγύρι. Πρέπει να επέρασ’ από εκατόν καφφενεία, και παντού μέσα μερμήγκια ο κόσμος. Tι ευτυχισμένη πόλις, οπού οι άνθρωποι δουλειάν δεν έχουν και κατοικούν εις τα καφφενεία».[41]

Η ανάπτυξη τους θα πρέπει να ενταχθεί στα πλαίσια των ευνοϊκών προϋποθέσεων που συνιστούν την κρατική πολιτική στον τομέα των ιδιωτικών επιχειρήσεων. Βασική και μοναδική προϋπόθεση για τη λειτουργία τους, ήταν κάποιο κεφάλαιο για να εξασφαλιστεί το οίκημα με αγορά ή ενοίκιο και ο εξοπλισμός τους. Συχνά στον ίδιο χώρο, όπως ακριβώς γίνεται και σήμερα στα μικρά μέρη, συστεγάζονταν και άλλου τύπου καταστήματα, όπως κουρεία, φαναροπωλεία, υφασματοπωλεία, εμπορικά αντικειμένων οικιακής η και προσωπικής χρήσης.[42]

Το είδος του καφενείου εξαρτιόταν συχνά από το παρελθόν, την ιδιότητα και την προέλευση του ιδιοκτήτη, που μπορεί να ήταν αυτόχθονες, ετερόχθονας ή και ξένος.[43] Έτσι η προσωπικότητα του καταστηματάρχη (καταγωγή, κοινωνική προέλευση και οικονομική επιφάνεια), η πολυτέλεια του καταστήματος, τα παρεχόμενα εκτός από τον καφέ είδη διασκέδασης, καθόριζαν το είδος της πελατείας που θα σύχναζε σ’ αυτά, και προσδιόριζαν την κοινωνική του ταυτότητα.

Συνακόλουθα τα καφενεία αναδείχθηκαν σε ζωντανά κύτταρα της ιδιωτικής και δημόσιας ζωής των Ελλήνων, νευραλγικά κέντρα πληροφόρησης, ζυμώσεων και διασκέδασης-φυγής. Σε χωριστά καφενεία σύχναζαν κατά πλειοψηφία οι Έλληνες και ξένοι ανώτεροι αξιωματικοί, οι Έλληνες και ξένοι απλοί στρατιώτες, οι αυτόχθονες και ετερόχθονες αργόσχολοι,[44] οι πρόσφυγες που κατέφυγαν στο Ναύπλιο, και γενικά όλοι όσοι ζητούσαν «στέκι» για να σκοτώνουν την ώρα τους. «Αι και τι να κάμω;» μονολογεί ο ήρωας της κωμωδίας του Ραγκαβή. «Μη γαρ έχω γυναίκα; Παιδιά δεν έχω, σκυλιά δεν έχω. Κάπου λιγουλάκι ς’ το καφενείο, μπας και περάσουν μερικαίς κακαίς ώραις. Κάτι το μπιλιάρδον, ‘λίγαις κουβένταις, με την πρέφαν και την Φήμην, κατρακυλά η ήμερα, και το βράδυ την δραχμήν και ς’ το θέατρον».[45]

Η παραμονή λοιπόν ετερόκλητου πλήθους σ’ ένα συγκεκριμένο χώρο δεν ήταν δυνατόν να συντηρηθεί μόνο με καφέ και συζήτηση. Στο γεγονός αυτό και στο «είδος» των θαμώνων (στρατιώτες και αργόσχολοι στην πλειοψηφία τους) πρέπει να αποδοθεί η εξάπλωση της χαρτοπαιξίας, του μπιλιάρδου και άλλων τυχερών παιχνιδιών.[46]

Οι αντιδράσεις που προκάλεσε η εμφάνιση τους ήταν ποικίλες. Ορισμένοι από τους ξένους τα χαιρέτισαν ευνοϊκά. Ο Waddinghton γράφει: «ο ζωηρός και εύθυμος ούτος λαός ίδρυσε προς ίδιον αυτού εκπολιτισμόν εξαίρετον καφενείον μετά σφαιριστηρίου».[47] Επίσης ο J. Mangeart, που επισκέφθηκε την Ελλάδα το 1828 αναφέρει ότι «άνοιξε καινούργιο καφενείο πλουτισμένο με μπιλιάρδο. Δεν χρειάζεται να πω ότι δεν άργησε να γίνει της μόδας και οι στρατιώτες μας εύρισκαν εκεί μέσα τον πολύτιμο τρόπο να σκοτώνουν την ώρα τους και να διασκεδάζουν τις στενοχώριες τους. Το τεράστιο βήμα που έκαναν ξαφνικά οι Έλληνες προς τον πολιτισμό, μας έδινε την ελπίδα ότι σύντομα θα είχαμε και άλλες διασκεδάσεις».[48]

Αντίθετη άποψη εκφράζει ένας ανώνυμος Ιταλός σε επιστολή του προς τον Ψύλλα, χρονολογημένη 20 Μαρτίου 1826, με αφορμή δημοσίευμα της «Εφημερίδος της Ζακύνθου» όπου αναφερόταν ότι «η Διοίκησις έκαμε 24 καφεπωλεία και βιλιάρδα εις το Ναύπλιον, και ότι οι επιστάται τούτων είναι Ιταλοί». Αυτός όχι μόνο αντικρούει την κατηγορία άλλα διαμαρτύρεται και προτείνει «να παρθούν κάποια μέτρα, εις το να εμποδισθή πρώιμα η προχώρησις τοιούτων εργαστηρίων της αργίας και διαφθοράς των πολιτών».[49]

Τα φαινόμενα αυτά «του εκπολιτισμού των Ελλήνων» προκαλούν την ανησυχία και την αγανάκτηση του ανώνυμου αρθρογράφου της «Ηούς»: «θέλει δακρύσει» κανείς «οπόταν ιδή μίαν αξιόλογον νεολαίαν, εις την οποίαν έχει μείνη η υπεράσπισις της πατρίδος, και η διατήρησις της ελευθερίας μας να κυλίεται εις τα καφενεία ράθυμος και αμέριμνος»· στη συνέχεια καυτηριάζει την χαρτοπαιξία διότι «άνθρωποι άποροι και ως χθες δυστυχέστατοι, χάνουν ποσότητας μεγάλας χρημάτων».[50]

Την πολιτισμική προσφορά των καφενείων του τύπου που προαναφέραμε δεν την διαφοροποιεί ουσιαστικά η διοργάνωση χορών, οι θεατρικές παραστάσεις και το μελόδραμα, εφόσον η απουσία οργανωμένης κοινωνικής ζωής (με λέσχες, μορφωτικές εταιρείες, θέατρα και φιλολογικά Σπουδαστήρια) προδιέγραψε την συχνότητα, κυρίως όμως την ποιότητα των εκδηλώσεων αυτού του τύπου.[51]

Κυρίαρχος παραμένει ο πολιτικός ρόλος του καφενείου, γι’ αυτό ο περιορισμός των ορίων της Ελλάδος, με το πρωτόκολλο του Λονδίνου τον Φεβρουάριο του 1830, είχε ως συνέπεια το «Καφενείο των τριών Δυνάμεων» (Les trois Puissances), να μετονομασθεί σε «Καφενείο των τριών αγχονών» (les trois potences).[52]

Είναι φυσικό η απραξία της αργόσχολης πλειοψηφίας στο ασταθές και νεφελώδες κλίμα του Ναυπλίου να εκφράζεται και με την αμήχανη απορία: «Τι νέα; το παν έσεται νέον εις το έξης· μία νέα γενεά διαδέχεται την πάλαιαν ένας νέος κόσμος πραγμάτων, ιδεών, συνηθειών, ενδυμάτων, έρχεται σιωπηλώς και σιωπηλώς επικάθηται εις τα ερείπια του παλαιού».[53]

Θεόκλητος Φαρμακίδης, χαλκογραφία.

Το πολύσημο ερώτημα με τις άπειρες δυνατές απαντήσεις πλανιέται καθημερινά στα σοκάκια του Ναυπλίου και στα καφενεία, όπου κινούνται δύο κατηγορίες πολιτών αυτοί που ρωτούν και αυτοί που ξέρουν: «ήτον εσπέρα και επεριπάτουν υπό τον πλάτανον διαλεγόμενος», γράφει ο Θ. Φαρμακίδης στον Κ. Ασώπιο μόλις έλαβε το γράμμα του από την Κέρκυρα· «Είδα την επιγραφήν εγνώρισα την χείρα του φίλου μου, και θέλω να τρέξω εις την οικίαν μου να τ’ αναγνώσω – άλλα μ’ άφιναν οι περίεργοι Έλληνες; Υπήγα λοιπόν εις τον πλησίον καφενέν, να το αναγνώσω, και να τοις είπω. Το έκαμα. Αυτό μόνο σε γράφουν; ερώτησαν έπειτα- αμμ’ περί Κόχραν τίποτε; όχι! αμμ’ τι διάβολο, η Κέρκυρα είναι κοντά εις την Μεσσήνην και να μη ξεύρουν τίποτε;».[54]

Στα καφενεία λοιπόν, που προσφέρονται για κάθε είδους συζήτηση, «πόση μεταλλαγή… ο ναργιλές και η πίπα έμειναν, άλλα το όπιον διεδέχθη εφημερίδων ανάγνωσις».[55] Ο Δημ. Βυζάντιος στην «Βαβυλωνία» απεικονίζει πολύ παραστατικά την ακόλουθη σκηνή, που φαίνεται ότι ήταν καθημερινή. «Ένας Πελοποννήσιος μπαίνοντας στη λοκάντα ρωτά τον Ανατολίτη:

Πελ. Ἔχετε τὴν Ἐφημερίς;

Ἀνατ. Φημερίδα τέλεις;

Πελ. Ναίσκε – τὴν ἐφημερὶς τῆς Ἑλλάς.

Ἀνατ. Κύτταξ’ ἐκεῖ πέρα τραπέζι ἀπάνου κάτι χαρτιὰ εἶναι – σακὶν νὰ μὴν εἶναι φημερίδα;

Πελ. Μάλιστα – (λαμβάνων ἀπὸ μίαν τράπεζαν τὴν ἐφημερίδα, ἀναγινώσκει καθ’ ἑαυτὸν).

Ἀνατ. Ἔϊ ὕστερα; ἐσὺ μονάχο σου ντιαβάζεις, μονάχο σου ἀκοῦς – ντὲ λὲς κι’ ἐμένα κανένα χαβαντήσι γράφει φημερίδα;[56]

Αν λοιπόν ο ρόλος της εφημερίδας στα καφενεία είναι τόσο σημαντικός, δεν είναι καθόλου περίεργο το γεγονός ότι το 1828 στο Ναύπλιο διατηρεί καφενείο, «αντίκρυ του συντριβανίου», ο αγωνιστής – εφημεριδογράφος Εμμ. Αντωνιάδης.[57] Ο ίδιος την περίοδο 1828-1833, ιδρύει τυπογραφείο όπου εκδίδει βιβλία, το περιοδικό «Ηώς» και την εφημερίδα «Αθηνά». Ο «Ήλιος» το 1833, σχολιάζοντας τον Αντωνιάδη και την «Αθηνά» σε συνάρτηση με τα καφενεία, γράφει:

 

«Ένα πήδημα κ’ έπάνου

Ετινάχθηκα στο πρώτο Καφενείο του Πλατάνου

Εκεί δύο φουστανέλαις το ποτήρι κούτρα κούτρα·

Γλώσσα ο καθείς παπούτσι, ο καθείς στραβά το φέσι,

Και ο Κυρ’ Αντωνιάδης με την Αθηνά στην μέση».[58]

 

Δεν γνωρίζουμε εάν ο αριθμητικός προσδιορισμός «πρώτο καφενείο» σημαίνει ότι υπήρχαν και άλλα στην ίδια πλατεία ή ότι το συγκεκριμένο ήταν το σημαντικότερο. Επίσης από έλλειψη στοιχείων δεν ξέρουμε εάν η επώνυμη αναφορά σημαίνει ότι ο Αντωνιάδης διατηρεί το 1833 το καφενείο του στο Ναύπλιο διευρύνοντας την πολιτική του επιρροή και προσφέροντας την δωρεάν ανάγνωση της εφημερίδας του στους θαμώνες ή επισημαίνεται ο ρόλος της «Αθηνάς» στην πολιτική ζύμωση που συντελείται στο χώρο του καφενείου. Ακόμη δεν γνωρίζουμε το χρονικό, διάστημα λειτουργίας του καφενείου του Εμμ. Αντωνιάδη. Κατά την περίοδο 1828-1833 ιδιοκτήτης καφενείου είναι και ο αγωνιστής Γενναίος Κολοκοτρώνης, ο όποιος είχε αναθέσει τη λειτουργία του σε άλλον, όπως προκύπτει από τον κατάλογο των συνδρομητών της φιλοκαποδιστριακής εφημερίδας, ο «Ελληνικός Καθρέπτης» (1832-1833).[59] Η ανάθεση της λειτουργίας του καφενείου σε άλλον, οφείλεται προφανώς στην έντονη πολιτική και στρατιωτική δραστηριότητα του Γενναίου, που τον κρατούσε σε διαρκή μετακίνηση. Τον πολιτικό ρόλο του καφενείου του επιβεβαιώνει η αντίδραση των πολιτικών του αντιπάλων «συνταγματικών», που το 1833, μετά την επικράτηση τους, «του επούλησαν το καφενείον όπου είχε αγωρασμένο προχρόνων»,[60] επισφραγίζοντας την πολιτική του ήττα και εξασφαλίζοντας τη φίμωση του. Για το καφενείο του Γενναίου δεν ξέρουμε ούτε το χρόνο αγοράς του, ούτε την τοποθεσία του.

Ανδρέας Παπαδόπουλος-Βρεττός, ήταν λόγιος, γιατρός, συγγραφέας,
προσωπικός φίλος των αδελφών Καποδίστρια και ένας από τους γιατρούς που πραγματοποίησαν την νεκροψία του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια.

Το καφενείο, καλύπτοντας τις ανάγκες πληροφόρησης της πελατείας του, λειτουργούσε και σαν αρχέτυπη μορφή Αναγνωστηρίου Εφημερίδων, άλλα με διαφορετικό στόχο και όρους από αυτούς του Φιλολογικού Σπουδαστηρίου που σύστησε στο Ναύπλιο, το 1831, ο Α. Παπαδόπουλος-Βρετός.[61] Η πρόσφατη πείρα του αναφορικά με τον τρόπο λειτουργίας και το ρόλο τέτοιων «καταστημάτων» θα πρέπει να αποτέλεσε κίνητρο και εγγύηση για την επιτυχία του. Ο Βρέτος είχε πάει το 1824, μετά από πρόσκληση του κόμη Guilford, στην Κέρκυρα, όπου τον επόμενο χρόνο διορίστηκε διευθυντής στη βιβλιοθήκη της Ιονίου ‘Ακαδημίας· στα μέσα του 1831, έρχεται στην Ελλάδα.[62] Γιατρός και φιλόλογος, ο Βρετός, φθάνοντας στο Ναύπλιο, αποφάσισε να αξιοποιήσει και τις δύο του ιδιότητες. Την επιλογή του αυτή εξηγεί ο ίδιος: «ταυτοχρόνως δε επαγγελόμενος την Ιατρικήν ενώμισα καλόν ν’ αποβώ ωφέλιμος εις την μικράν του Ναυπλίου κοινονίαν και ως φιλόλογος, διόπερ και εσήστησα αναγνώστηριον ενώ η δυνατότης ν’ αναγιγνόσκη τας κυριωτέρας των πολιτικών εφημερίδας της Ευρώπης. Προς δε τούτοις και φιλολογικά τινά και ιστορικά τίνα πονήματα ελληνιστί, γαλλιστί, Αγγλιστί και Ιταλιστί».[63]

Τους ίδιους λόγους εκθέτει και στο «Πρόγραμμα περί συστάσεως ενός Φιλολογικού Σπουδαστηρίου εις Ναύπλιον» προσθέτοντας ότι το Σπουδαστήριο, «εκτός όπου γίνεται μέσον ταχείας διαδόσεως των φώτων εις τους πολίτας, και πολιτισμός αυτής, και ελκύει τους Περιηγητάς να μείνωσι μ’ ευχαρίστησιν εις αυτήν περισσότερον καιρόν».

Το «Πρόγραμμα» αυτό το κοινοποιεί στις 7 Μαΐου στον Ι. Καποδίστρια,  και ζητά την συμπαράσταση του επισημαίνοντας ότι «επειδή είναι πράγμα νέον δια την σημερινήν Ελλάδα, έχει χρείαν της εμψυχώσεως και της προστασίας της Σεβαστής Κυβερνήσεως, η οποία είμαι βέβαιος ότι δέχεται πάντοτε μ’ ευχαρίστησιν κάθε πρόβλημα όπου συντρέχει εις τον εξευγενισμόν και το συμφέρον της αναγεννημένης Ελλάδος».[64]

Στις 11 Μαΐου του γνωστοποιείται η αποδοχή της προτάσεως του για σύσταση Φιλολογικού Σπουδαστηρίου και συγχρόνως, ότι ο Ι. Καποδίστριας «δια να σας ενθαρύνη εις την επιχείρησιν του έργου γίνεται μέτοχος εις τούτο συνδρομής μετά άλλων φιλοκάλων πολιτών».[65] Το παράδειγμα του Κυβερνήτη δεν έμεινε χωρίς συνέχεια, όπως φαίνεται από το γράμμα που στέλνει ο Βρετός προς την επί των Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως Γραμματεία με το όποιο ζητά την οφειλόμενη στο Σπουδαστήριο συνδρομή της «Καλλιόπης».[66] Συγχρόνως γίνεται δεκτό το αίτημά του να παραχωρηθεί το γραφείο της «Γενικής Εφημερίδος της Ελλάδος» για την εγγραφή των συνδρομητών «έως να συστηθεί το Σπουδαστήριον».[67]

Ανεξάρτητα από τους στόχους του Σπουδαστηρίου ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα άρθρα του Προγράμματος που καθόριζαν το κόστος της συνδρομής, το ωράριο λειτουργίας και τον τρόπο δανεισμού τωνβιβλίων. Σύμφωνα μ’ αυτά το ύψος της συνδρομής έφθανε τους 4 φοίνικες το μήνα, το Σπουδαστήριο λειτουργούσε τις καθημερινές 8-2 π.μ. και 8-10 μ.μ., τις Κυριακές μόνο το πρωί, και στις θρησκευτικές γιορτές έμενε κλειστό. Ως προς τον τρόπο δανεισμού: οι συνδρομητές είχαν «το προνόμιον να φέρωσι εις τας οικίας των βιβλία του Σπουδαστηρίου, εξαιρουμένων των γεωγραφικών πινάκων, των φιλολογικών και πολιτικών εφημερίδων» και μπορούσαν να δανεισθούν με δύο ορούς: καταβολή της αξίας «του ζητουμένου βιβλίου ως ενέχυρον» και επιστροφή «εντός τριών ήμερων». Τακτικοί αναγνώστες λοιπόν είχαν τη δυνατότητα να είναι κυρίως οι ξένοι και οι αργόσχολοι, με την προϋπόθεση, βέβαια, ότι είχαν την οικονομική άνεση να πληρώνουν το ποσό της συνδρομής, ενώ οι όροι δανεισμού προδιέγραφαν το είδος και τον αριθμό των συνδρομητών, καθορίζοντας σε μεγάλο βαθμό τη βιωσιμότητα του Φιλολογικού Σπουδαστηρίου.

Ευνοϊκή προϋπόθεση για την ομαλή λειτουργία του αποτελούσε η στάση της Κυβερνήσεως, η οποία δεν περιορίστηκε στην ηθική συμπαράσταση, άλλα ανέλαβε και το οικονομικό βάρος διορίζοντας διευθυντή τον Βρετό και υπάλληλο τον υπότροφο Χαρ. Αλεξάκη.[68] Η οικονομική υποστήριξη του Κυβερνήτη που εκδηλώνεται με τη μισθοδοσία δύο υπαλλήλων διαφοροποιεί την ιδιωτική πρωτοβουλία μετατρέποντας το Σπουδαστήριο σε κρατικό κατάστημα, ενώ παράλληλα αποκαλύπτει την πρόθεση του Καποδίστρια να ενισχύσει πολιτισμικές πρωτοβουλίες. Δεν αποκλείεται να προχώρησε και στην παραχώρηση οικήματος για τη στέγαση του Σπουδαστηρίου. Παρ’ όλα αυτά το Σπουδαστήριο άνοιξε το Μάιο του 1831, και έκλεισε τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου, όπως προκύπτει από έγγραφο της Διοικητικής Επιτροπής της Ελλάδος, με το όποιο η επί της Οικονομίας Επιτροπή καλείται «να διάταξη την εξόφλησιν» των μισθών του Βρετού και του Αλεξάκη, για τις υπηρεσίες τους «κατά τον παύσαντα μήνα Οκτωβρίον».[69]

Στην αποτυχία του πρώτου Φιλολογικού Σπουδαστηρίου συνέβαλαν διάφοροι παράγοντες πολιτικοί, πολιτισμικοί και οικονομικοί. Αποφασιστικές υπήρξαν οι εξελίξεις που, μετά τη δολοφονία του Ι. Καποδίστρια (27 Σεπτ. 1831), διαμόρφωσαν το πολιτικό κλίμα, στα πλαίσια του οποίου θα πρέπει να ενταχθούν οι σχέσεις του Α. Παπαδόπουλου-Βρετού με την κυβερνητική παράταξη. Γιατί, παρά την ομολογία του ότι φθάνοντας το 1831 στην Ελλάδα «ήμην τότε πάντι άπειρος πολιτικών ραδιουργιών εξ αιτίας της αποκλειστικής προς τας φιλολογικός μελετάς επιδόσεως μου, φυσικώ δε τω λόγω ετι μάλλον άπειρος των ραδιουργιών, όσα εναντίον του Κυβερνήτου εσκευορούντο»,[70] η κομματοποίησή του θα πρέπει να συντελέστηκε σε σύντομο σχετικά χρονικό διάστημα.

Το 1832, κατά τη διάρκεια της Εθνικής Συνελεύσεως του Ναυπλίου, οι καποδιστριακοί καίνε τα βιβλία του Κοραή και τον αναθεματίζουν. Ο Αλέξανδρος Σούτσος σχολιάζει το γεγονός με το καυστικό δίστιχο:

«Κρίμα Παπαδόπωλέ μου, η φωτιά σου η μεγάλη

όπου και τον Κοραή σου να ψηθεί τον έχει βάλει»,

αποδίδοντας στον Βρετό πρωταγωνιστικό ρόλο.[71] Δεν πρέπει λοιπόν να θεωρείται περίεργο ότι την αποτυχία του Σπουδαστηρίου του αποδίδει στους αντιπολιτευόμενους που τον θεωρούσαν «κυβερνητικό» και πολιτικό τους εχθρό,[72] γεγονός που τον αναγκάζει να ισχυρισθεί ότι «το πρωτοφανές όμως εν Ελλάδι, τούτο κατάστημα δεν ευδοκίμησεν ένεκα της (….ορικής) συκοφαντίας των αντιπολιτευομένων του Κυβερνήτου διαδοσάντων την φήμην ότι ήτο εκείνο τεχνούργημα της μυστικής του κυβερνήτου αστυνομίας ίνα μανθάνει παρ’ εμού τας πολιτικός ειδέας των συνδρομητών του αναγνωστηρίου».[73]

Έτσι, ενώ φαίνεται να παραγνωρίζει ή να υποτιμά τους άλλους λόγους αποτυχίας του Σπουδαστηρίου, ο Βρετός συνεχίζει την πολιτική και φιλολογική του προσπάθεια με την έκδοση της εφημερίδας «Ελληνικός Καθρέπτης». Τότε, με αφορμή τη γνωστοποίηση των κατά τόπους αντιπροσώπων της εφημερίδας του, επανέρχεται στην επισήμανση του κλίματος της πολιτικής οξύτητας, με την δήλωση του ότι «η τήρησις μυστικών των ονομάτων των εις αλλάς πόλεις ανταποκριτών αυτής εγένετο δια λόγους ασφαλείας αυτών ως αντιπολιτευομένων την κυβέρνησιν».[74]

 

Ο «Ελληνικός Καθρέπτης», 9 Ιανουαρίου 1833, με τίτλο «Η Σφαγή των Αργείων».

 

Η μεγιστοποίηση του ρόλου της αντιπολίτευσης από τον Βρετό και στις δύο περιπτώσεις που προαναφέρθηκαν, υποδηλώνει το φόβο που συνόδευε τις ενέργειες του, άλλα επιβεβαιώνει και την πολιτική χροιά της δράσης του. Το Φιλολογικό Σπουδαστήριο, με τις εφημερίδες και τα βιβλία που διέθετε, αποσκοπούσε στην πολιτική ενημέρωση και την πολιτισμική διαπαιδαγώγηση των συνδρομητών του. Την αποτυχημένη προσπάθεια του Φιλολογικού Σπουδαστηρίου διαδέχθηκε η έκδοση εφημερίδας, πράγμα που δικαίωσε την αντίδραση των αντιπάλων του αναφορικά με τους πολιτικούς του στόχους.

Άλλα σε ποιο κοινό απευθυνόταν ο Βρετός; Ποιοι δηλαδή και πόσοι ήταν αυτοί που ήξεραν, ήθελαν και μπορούσαν να διαβάζουν τα βιβλία και τις εφημερίδες του Φιλολογικού Σπουδαστηρίου, πληρώνοντας τη συνδρομή τους; Απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα θα μπορούσε να δοθεί μόνο εάν βρισκόντουσαν ο κατάλογος των βιβλίων και των εφημερίδων, ο κατάλογος των συνδρομητών, το βιβλίο καταγραφής των αναγνωστών και δανειστών, καθώς και το είδος των βιβλίων που αυτοί διάβαζαν. Εάν ληφθούν υπόψη, το χαμηλό πνευματικό επίπεδο και το πολιτισμικό κλίμα του Ναυπλίου, δεν θα πρέπει να ήταν πολλοί. Αρκετοί εξάλλου, από αυτούς που θα μπορούσαν να το συντηρήσουν, διέθεταν την προσωπική τους βιβλιοθήκη, είχαν τη δυνατότητα να ανταλλάσσουν τα βιβλία τους και παράλληλα αντιμετώπιζαν οικονομικά προβλήματα. Εφόσον λοιπόν η δανειστική βιβλιοθήκη δεν θα μπορούσε να στηριχθεί αποκλειστικά στους «πρωτεύοντες», το κύριο βάρος έπεφτε στις εφημερίδες, η συστηματική παρακολούθηση των οποίων αποτελούσε σοβαρό κίνητρο εγγραφής, στους καταλόγους των συνδρομητών, όλων εκείνων που θα μπορούσαν να πληρώνουν 4 φοίνικες το μήνα. Φαίνεται όμως ότι το ποσό της συνδρομής με την πρόσθετη επιβάρυνση της αξίας του βιβλίου που θα δανειζόταν κάποιος, σαν εγγύηση για την κατ’ οίκον ανάγνωση, αποτελούσε σοβαρό αντικίνητρο. Εάν λοιπόν στους πολιτικούς και πολιτισμικούς λόγους προσθέσουμε και τους οικονομικούς, ολοκληρώνεται μια δέσμη δυσκολιών στην οποία θα πρέπει να αποδοθεί η αρνητική υποδοχή που γνώρισε το πρώτο Φιλολογικό Σπουδαστήριο.

Ωστόσο, και παρά την προηγούμενη αρνητική εμπειρία, τον Ιούνιο του 1832, ο φιλέλληνας Φεράλδη αναγγέλλει «με ευχαρίστησίν του», από τις στήλες της εφημερίδας του Βρετού «Ελληνικός Καθρέπτης», «την σύστασιν νέου Σπουδαστηρίου», δηλώνοντας ότι «τοιούτον κατάστημα επιθυμείτο προ πολλού εις το Ναύπλιον και δια τούτο ενεκρίθη γενικώς από όλους».[75] Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Βρετός δεν σχολιάζει το σημείο αυτό της προκήρυξης, πράγμα που υποδηλώνει πιθανώς αδιαφορία η ότι η νέα προσπάθεια αποτελεί συνέχεια της πρώτης με άλλο προσωπείο αν και τα δύο Σπουδαστήρια δεν είναι όμοια.

Στην ιδρυτική αναγγελία του 1832 περιλαμβάνονται στοιχεία λειτουργίας του Σπουδαστηρίου, τα οποία το διαφοροποιούν από αυτό του Βρετού, που ήταν συστηματικό και πλήρες κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Το νέο Σπουδαστήριο διαφέρει στο σύστημα συνδρομών, που είναι πιο ελαστικό και ευνοεί τους περαστικούς ξένους, με δυνατότητα τρίμηνης, μηνιαίας και δεκαπενθήμερης έγγραφης (δεν αναφέρεται το καταβλητέο ποσό κατά περίπτωση). Για τον δανεισμό των βιβλίων δεν χρειάζεται η καταβολή κάποιου ποσού σαν ενέχυρο, και δεν περιορίζεται ο χρόνος επιστροφής του βιβλίου. Προσφέρει «ελληνικές και γαλλικές εφημερίδες, περιοδικά συγγράμματα επιστημών, πολιτικής και φιλολογίας και μια πολυάριθμο και εκλεκτή βιβλιοθήκη» … «όθεν ημπορεί τις να δανείζεται βιβλία εις την οικίαν του» η να τα διαβάζει στο χώρο του Σπουδαστηρίου, που βρίσκεται «αντίκρυ της μικράς Πύλης της θαλάσσης», εξασφαλίζοντας έτσι υγιεινές συνθήκες στους αναγνώστες του.[76] Η διαβεβαίωση ότι «καθείς σπεύδει να καταγραφεί εις τον αριθμόν των συνδρομητών του, και μόλις προ τριών ήμερων συστηθέν ενώνει ήδη την εκλεκτότεραν συναναστροφήν του Ναυπλίου», αποτελεί μάλλον διαφημιστικό τέχνασμα για την προσέλκυση συνδρομητών, τη στιγμή που η πληροφορία αυτή ενσωματώνεται στην αναγγελία της σύστασης του.[77]

Στο Ναύπλιο, την περίοδο αυτή, οι πρωτοβουλίες για  ίδρυση Αναγνωστήριων και Σπουδαστηρίων, δεν βρίσκουν ανταπόκριση, ενώ τα καφενεία αναδεικνύονται σε κέντρα της κοινωνικής και της πολιτισμικής ζωής. Το γεγονός αυτό οφείλεται σε διάφορους παράγοντες, πρωταρχικός από τους οποίους είναι το χαμηλό πνευματικό επίπεδο των πολιτών.

Η ανάγκη υπέρβασης αυτού του προβλήματος συνειδητοποιήθηκε έγκαιρα, αντιμετωπίσθηκε με προτάσεις και σχέδια, όπως αυτό του 1824, που συνέταξε επιτροπή με επικεφαλής τον Άνθιμο Γαζή, άλλα τα αποτελέσματα δεν ήταν ανάλογα των προθέσεων τους.[78]

Στην έκθεση του δασκάλου Αλέξανδρου Ησαΐα, με ημερομηνία 25 Μαΐου 1831, αναφέρεται ότι κατά τη διάρκεια των 27 μηνών, που υπηρέτησε στο Αλληλοδιδακτικό Σχολείο του Ναυπλίου, τα μαθήματα παρακολούθησαν 1104 «στρατιωτικοί και παίδες»· αποφοίτησαν 745,

από τους οποίους οι 161 «μετέβησαν εις ανώτερα σχολεία και οι 189 εις διαφόρους τέχνας της βιομηχανίας».[79] Το ποσοστό αυτών που προχώρησαν στην επόμενη βαθμίδα της Εκπαίδευσης είναι πολύ χαμηλό. Υπήρχαν βέβαια μαθητές που διδάσκονταν «την προγονικήν διάλεκτον και άλλα χρήσιμα μαθήματα με ιδίαν πληρωμήν»,[80] από δασκάλους «κατ’ οίκον» ή από κληρικούς: ο αριθμός τους δεν είναι γνωστός, άλλα δεν πρέπει να ήταν πολλοί.

Στη σύνοψη των αιτίων που καθόρισαν την ιδιαίτερη φυσιογνωμία και την ποιότητα της καθημερινής ζωής του Ναυπλίου, θα πρέπει να αναφερθούν, επίσης, η πληθυσμική του σύσταση, το πολιτισμικό του επίπεδο, το ταραγμένο πολιτικό κλίμα και το χαμηλό βιοτικό επίπεδο.

 

Υποσημειώσεις


[1] Μιχ. Λαμπρυνίδης, Η Ναυπλία από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ’ ημάς, Αθήνα 1898, σ. 446· Γ. Δ. Δημακόπουλος, Η Διοικητική οργάνωσις κατά την Ελληνικήν Επανάσταση 1821-1827. Συμβολή εις την Ιστορίαν της ελληνικής διοικήσεως, Αθήνα 1966, σ. 247-249.

[2] Har. Nicolson, Byron. The last journey. April 1823-April 1824, Λονδίνο 1924, σ. 160- 161· πβ. Κυρ. Σιμόπουλος, Πως είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ’21, τ. Γ’: 1823-1824, Αθήνα 1981, σ. 88.

[3] Ο Κόδριγκτον που επισκέφθηκε αυτό το σπίτι στα 1827, γράφει: «η ξύλινη κλιμαξ δι’ ης ανέβην μόλις υπεβάσταζε το βάρος μου, αλλ’ ούτε το έδαφος ήτο στερεώτερον. Ο θάλαμος εστερείτο στέγης και χελιδόνες επέπτοντο μεταξύ των δοκών»· βλ. Νικ. Δραγούμης, Ιστορικαί Αναμνήσεις, τ. Α’, Αθήνα, Έρμης, 1973, σ. 95.

[4] Wil. Black, Narrative of cruises in the Mediteranean in H.M.S. «Euryalus» and «Chanticleer» during the Greek War of Independence (1822-1826). Εδιμβούργο 1900, σ. 141·πβ. Κυρ. Σιμόπουλος, ο.π., τ. Γ’, σ. 380.

[5] Νικ. Δραγούμης, ό.π., σ. 95.

[6] G. L. Maurer, Das griechische Volk (Χαϊδελβέργη 1835), μετάφρ. Όλγας Ρομπάκη, τ. Β’, Αθήνα 1976, σ. 411. Γεγονός είναι ότι είχαν γίνει προσπάθειες βελτίωσης των συνθηκών διαμονής, όπως δείχνουν οι ακόλουθες περιγραφές: κατά τον Έϋδεκ, στην αναφορά του της 3ης Ιουλίου προς τον Καποδίστρια (βλ. Μιχ. Λαμπρυνίδης, ό.π.. σ. 517-523) «η αύξησις της καθαριότητος, η πλάτυνσις των δρόμων, κρημνιζομένων των  παραπετασμάτον, τα όποια τους έφραζον, και η κατεδάφισις πολλών καλυβών, των οποίων η ρυπαρότης εμόλυνε τον αέρα»… «ταύτα πάντα, λέγω, αποκατέστησαν υγιεινοτέραν την διατριβήν του Ναυπλίου»· ένα χρόνο αργότερα ο ανώνυμος συντάκτης του άρθρου «Παρατηρήσεις εις την πόλιν του Ναυπλίου», π. Ήώς, τ. Α’, άρ. 2, 15 Φεβρ. 1830, σ. 5-8, γράφει: «αι αγυιαί άρχισαν να πλατύνωνται και να ρυθμίζωνται εις ευθυγραμμίαν, τα δε εξωπετάσματα εκείνα, τα όποια με την στενότητα των αγυιών εμπόδιζαν τας ακτίνας του ηλίου να σηκώσουν τας επιβλαβείς εκείνας αναθυμιάσεις, και την ανυπόφορον και βλαβεράν εις την υγείαν των ανθρώπων υγρασίαν άρχισαν να αποκόπτωνται από παντού». Αλλά η προχειρότητα και η ταχύτητα των ανακατασκευών σε συνδυασμό με τις συνθήκες πολιτικής ρευστότητας και αναστατώσεων, που χαρακτηρίζουν αυτή την περίοδο, είχαν σαν αποτέλεσμα την κατάσταση που περιγράφεται από τον Maurer.

[7] G. Waddinghton, Visit to Greece in 1823 and 1824. Λονδίνο 1825, σ. 13 Ρ Μιχ. Λαμπρυνίδης, ό.π., σ. 464.

[8] Μιχ. Λαμπρυνίδης, ό.π., σ. 447-448, και Απ. Βακαλόπουλος, Πρόσφυγες και προσφυγικόν ζήτημα κατά την επανάστασιν του 1821. Θεσσαλονίκη 1939. σ. 109-110. 112- 113, 135-136, 140 και 144.

[9] Ο M. Michaud που επισκέφθηκε το Ναύπλιο το 1830, αναφερόμενος στους «πρωτεύοντες» γράφει: «La nouvelle capitale de la Morée renferme aussi dans ses murs beaucoup de primats, de démogérontes, de logiotati, nobles créés par les pachas, plusieurs familles des princes nées à l’ombre du croissant»· Correspondance d Orient, 1830-1831. τ. A’, Παρίσι 1833, σ. 79.

[10] Μια τέτοια κατοικία περιγράφεται από τον Αλ. Ρίζο Ραγκαβή. Απομνημονεύματα, τ. Α’, ‘Αθήνα 1894, σ. 235-236: «μετέβημεν ο πατήρ μου και εγώ εις τα δωμάτια α εμισθώσαμεν εν τη οικία του κ. Καραπαύλου, ήτις ην μία των μεγαλοπρεπέστερων και μάλλον επιζητήτων τότε εν Ναυπλίω. Ην δε κυρίως ευρύχωρον ερείπιον κακώς έχον, και μόλις διαφυγόν την εντελή καταστροφήν επί της πολιορκίας». Αξίζει να σημειωθεί ότι σ’ αυτό θα συγκατοικούσαν και οι οικογένειες Ιάκωβου Αργυροπούλου και Α. Κατακουζηνού (βλ. και Μιχ. Λαμπρυνίδης. ό.π., σ. 447). Από το 1825 και ο Θ. Φαρμοκίδης συγκατοικούσε με τους Λιβέριο, Πολυζωίδη, και Σπ. Τρικούπη- βλ. Αικ. Κουμαριανού , «Θ. Φαρμακίδης – Κ. Ασώπιος Αλληλογραφία 1819-1832», Πρακτικά του Δ’ Πανιονίου Συνεδρίου, Κέρκυρα 1980, σ. 109.

[11] Νικ. Δραγούμης, ό.π., σ. 95-96. Ο ανώνυμος συντάκτης του περιοδικού Ηώς (αρ 2, 15 Φεβρουαρίου 1830, σ. 7) τους χαρακτηρίζει ως «σμήνος αρχολιπάρων»… «ασχολουμένων εις το ν’ αρπάξουν κανέν κόκαλον να το γλύφουν»· και αλλού (αρ. 3, 1 Μαρτίου 1830, σ. 4), αναφερόμενος στον εποικισμό του Ναυπλίου γράφει: «η εις την πόλιν ταύτην πανσπερμία, η άφιξις και τίνων τυχοδιωκτών, και η συρροή η ακατάπαυστος των συνηγόρων τους οποίους ένας ωνόμαζε πανούκλας».

[12] Βλ. τον πίνακα 1.

[13] Μιχ. Χουλιαράκης, Γεωγραφική, διοικητική και πληθυσμιακή εξέλιξις της Ελλάδος 1821-1971, τ. Α’, μερ. 1,’Αθήνα, – Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, 1973, σ. 27. πιν. 2.

[14] Δ. Κ. Βυζάντιου, Η Βαβυλωνία ή η κατά τόπους διαφθορά της ελληνικής γλώσσης, επιμ. Σπ. Ευαγγελάτος, Αθήνα, Έρμης, 1972, ιδιαίτερα στις σ. ιγ’, ιζ’ και λη’.

[15] Νικ. Δραγούμης, ό.π., σ. 95.

[16] Νικ. Δραγούμης, ό.π., σ. 95 και Wil Black, ό.π., σ. 143.

[17] Fr. Thiersch, De l’ état actuel de la Grèce et des moyens d’arriver à sa restauration, (Λειψία 1833), μετάφρ. Α. Σπήλιου, τ. Β’, Αθήνα 1971, σ. 55-56.

[18] M. Michaud, ό.π., σ. 77.

[19] Ο Νικ. Δραγούμης (ό.π., σ. 96-97) αναφερόμενος στη ζωή του Ναυπλίου σημειώνει άτι «ενώ εν Πελοποννήσω ο Ιμβαΐμ έθυε και απώλλυεν», η Στερεά Ελλάς «έκαμπτε και αύθις τον τράχηλον υπό τον ζυγόν»… «ο εν Ναυπλίω λαός επεδίδετο άφροντις εις πότους, γάμους, άσματα, πυρσοκροτήματα και διηνεκή ευθυμίαν». Τη συνύπαρξη γλεντιού και βίας εκμεταλλεύεται και διακωμωδεί η Βαβυλωνία.

[20] G. L. Maurer, ό.π., σ. 411· πβ. Fr. Thiersch, όπ., σ. 217.

[21] Αλ. Ραγκαβής, ό.π., σ. 263.

[22] Νικ. Λάσκαρης, Ιστορία του Νεοελληνικού θεάτρου, τ. Α’, Αθήνα 1938, σ. 256.

[23] Ο διαχωρισμός των Ελλήνων σε αυτόχθονες και ετερόχθονες αρχίζει πριν από την ίδρυση του ελληνικού Κράτους, οξύνεται επί Καποδίστρια και λύνεται με το Σύνταγμα του 1844.

[24] Αλ. Ραγκαβής, ό.π., σ. 257. Ο Κ. Αξελός είχε εκδώσει το 1830 μετάφραση, από τα γαλλικά, του βιβλίου Πίνακες συνοπτικοί περιέχοντες τα εις τα γυμνάσια του ουλαμού και του τάγματος χρέη των οδηγών. Επίσης, το 1834 ο Αξελός εκδίδει το περιοδικό σύγγραμμα Ο Στρατιωτικός Έφορος (πβ. εφ. Εποχή. ετ. Α’, αρ. 21,2 Δεκ. 1834, σ. 83-84).

[25] ό.π., σ. 258.

[26] ό.π., σ. 274· Νικ. Δραγούμης, ό.π., σ. 138-144 και Σπ. δε Βιάζης, «Σκιαγραφήματα. Ε’ Διονύσιος Ταγιαπιέρας», π. Απόλλων, ετ. Γ’, αρ. 28, 1885, σ. 444-445.

[27] Νικ. Δραγούμης, ό.π., σ. 142.

[28] Σε μια πρώιμη για τη θεατρική ζωή του Ναυπλίου εποχή, το Νοέμβριο του 1823, «ο πολιτάρχης του Αναπλιού» Νικηταράς ζητά από τον υπουργό των Εσωτερικών Παπαφλέσσα «επειδή και εις την ανθρωπότητα το πρώτον αγαθόν πράγμα είναι η παιδεία», «ινα δοθώσιν εις την εξουσίαν μου, πρώτον το τζαμί του Αγάπασα μεθ’ όλα τα περιεχόμενα εργαστήρια, ινα χρησιμεύση δια θέατρον». Άλλα η πρωτοβουλία αυτή του Νικηταρά υπήρξε μεμονωμένη και δεν φαίνεται να αποτελεί αφετηρία ανάπτυξης της θεατρικής ζωής στο Ναύπλιο. Παραθέτω εδώ το έγγραφο του Νικηταρά:

Εξοχώτατε Υπουργέ των Εσωτερικών
Επειδή και εις την ανθρωπότητα το πρώτον αγαθόν πράγμα είναι η παιδεία, καθώς προς τούτοις εις την ιδίαν, ιερώτατον και η υπεράσπισις των πτωχών ασθενών, μάλιστα δε των στρατιωτών, ζητώ διά του παρόντος μου μέσον του Υπουργείου τούτου παρά της Υπερτάτης Διοικήσεως, ίνα δοθώσιν εις την εξουσίαν μου, πρώτον το τζαμί του Αγαπασά μεθ΄όλα του τα περιεχόμενα εργαστήρια, ίνα χρησιμεύση διά θέατρον, δεύτερον την μεγάλην οικίαν ευρισκομένην εις το πλάτωμα απέναντι του τζαμίου, ίνα χρησιμεύση διά σχολείον μεθ΄όλα του τα περιεχόμενα εργαστήρια, και τρίτον, ένα οσπίτιον μεγάλον κατά τα Πέντε Αφέλφια, ίνα χρησιμεύση διά Νοσοκομείον, διά τα οποία αφού μου δοθεί η άδεια, αφήνω επίτροπον διά να τα τελειώσει, παρακαλώντας την Υπερτάτην διά να ήθελεν να διορίση έναν επιστάτην της, ίνα μετά του ειδικού μου λαμβάνωσι τα εισοδήματα, και κάμνωσι τα έξοδα και χρονικώς δίδωσι λογαριασμόν. Οθεν και να έχω την απόκρισιν, προσκυνώ και μένω.

Εκ Ναυπλίου τη 25 Σεπτεμβρίου 1823 Νικήτας Σταματελόπουλος

(Γ.Α.Κ., Συλλογή Γιάννη Βλαχογιάννη, Α’, Αρχείο του Αγώνος – Υπ. Εσωτερικών (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1823), φ. 256). Το έγγραφο πρωτοδημοσίευσε ο Τάσος Αθ. Γριτσόπουλος, «Το 1821 και το θέατρο· πρώτες προσπάθειες», Νέα Εστία, τ. 45. 1949, σ. 405-408.

[29] Αλ. Σούτσος, Ο Άσωτος κωμωδία εις πράξεις πέντε, Εν Ναυπλίω, εκ της τυπογραφίας Εμμ. Αντωνιάδου, 1830. Στις σ. 1-4 του βιβλίου δημοσιεύεται αφιερωτική επιστολή του Σούτσου προς τον Δ. Ταγιαπιέρα.

[30] Αθήναι ελευθερωμέναι, τραγωδία εις πέντε πράξεις, υπό Γεωργίου Πραντούνα του Ναξίου. Εν Ναυπλίω, 1830, εν τη συντροφική τυπογραφία του Κων. Τόμπρα Κυδωνιέως, Κων. Ιωαννίδου και Γεωργίου Αθανασιάδου Μελισταγούς.

[31] Π. Σούτσος, Τρία λυρικά δράματα. (Άγνωστος, Γ. Καραϊσκάκης, Οδοιπόρος), Αθήνα 1842, σ. 89-90- πβ. Άλκης Αγγέλου, Οι Λόγιοι και ο Αγώνας,  Αθήνα 1971, σ. 14-15.

[32] Αλ. Ραγκαβής, ό.π., σ. 268-272.

[33] Αλ. Ραγκαβής, ό.π., σ. 275-277. Κατά την περίοδο 1825-1832, πέρα από τα έργα των Αλ. Σούτσου, Γ. Πραντούνα, Αλ. Ραγκαβή, που αναφέρθηκαν, γράφονται άλλα τρία, από τους Παν. Σούτσο, Ευανθία Καΐρη και Χαρίδημο το Σάμιο. Από το σύνολο των συγγραφέων αυτών, οι τρεις είναι φαναριώτες λόγιοι που έχουν δεχθεί την επίδραση του Δυτικού πολιτισμού, ο Γ. Πραντούνας έρχεται από την ‘Οδησσό και ανήκει στον κύκλο του Λασσάνη, ενώ δεν γνωρίζουμε τη θεατρική παιδεία της Ευανθίας Καΐρη και πολύ περισσότερο του Χαρίδημου του Σάμιου. Η βιωσιμότητα των έργων αυτών ήταν περιορισμένη, με εξαίρεση τον Οδοιπόρο του Παν. Σούτσου, το όποιο όμως σταδιοδρόμησε σαν ανάγνωσμα και όχι σαν θεατρικό έργο.

[34] Τα στοιχεία για τη Δημοτική και τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση προέρχονται από τον Απ. Δασκαλάκη , Κείμενα-Πηγαί της ιστορίας της Ελληνικής Επαναστάσεως. Σειρά τρίτη. Τα περί παιδείας, Αθήνα 1968 (τ. Α’, σ. 165-167, 514-515, 535-548· τ. Β’. 1142-1163, 1385-1389· τ. Γ’, σ. 1577-1583, 1597, 1761-1762, 1889-1891).

[35] Μιχ. Λαμπρυνίδης, ό.π., σ. 517· Νικ. Δραγούμης, ό.π., σ. 101.

[36] Το 1829 άρχισε η λειτουργία του «Κεντρικού Πολεμικού Σχολείου των Ευελπίδων», με σκοπό «ν’ ανυψώση ευθύς εξ αρχής δια της εν αύτη κατατάξεως των υίών επιφανών οικογενειών. Αλλά η τοσαύτη ην η κατά του τακτικού στρατού απέχθεια των προυχόντων, ώστε ουδείς ενέδωκεν εις τας παρακλήσεις του Κυβερνήτου, πάντες οι ανώτεροι αξιωματικοί πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, ήσαν εκ των ετεροχθόνων, οι αυτόχθονες δε νέοι ήρχισαν να φοιτώσιν εις την Σχολήν μετά το 1833» (Νικ. Δραγούμης, ό.π., σ. 101). Το προσωπικό της Σχολής αποτελούσαν 6 αξιωματικοί και 3 δάσκαλοι για τους πρώτους 40 μαθητές (Μιχ. Λαμπρυνίδης, ό.π., σ. 509). Όταν το 1830 μετά από σπουδές στη στρατιωτική Σχολή του Μονάχου επέστρεψαν στην Ελλάδα οι Σ. Σούτσος και Αλ. Ραγκαβής, διορίστηκαν στη Σχολή των Ευελπίδων. Από αυτούς ο Ραγκαβής δίδασκε «γραμμικήν ιχνογραφίαν» και επιβεβαιώνοντας τους λόγους του Δραγούμη για την κοινωνική προέλευση των πρώτων μαθητών της Σχολής, επισημαίνει ότι «μεταξύ των τότε μαθητών ενθυμούμαι τους Κορωναίον, Σαπουντζάκην, Ζιμπρακάκην, Σχινάν και άλλους μετά ταύτα εις πολιτικός και στρατιωτικός θέσεις διακριθέντας» (Αλ. Ραγκαβής, ό.π., σ. 238-239).

[37] Τα βιβλία που κυκλοφόρησαν στο Ναύπλιο αυτή την περίοδο, παρουσιάζουν ενδιαφέρον ως προς το περιεχόμενο τους. Το 1828, ένα για σχολική χρήση και ένα εκκλησιαστικό. Δύο για σχολική χρήση το 1829. Το 1830, τρία λογοτεχνία-θέατρο, ένα στρατιωτικό, ένα πολιτικό και ένα ποικίλου περιεχομένου. Το 1831, πέντε λογοτεχνία-ποίηση, τέσσερα ιστορία και άλλα εξ ένα από κάθε είδος: πολιτικό, πολιτειολογίας, νομικό, ιατρικό, αρχαιολογίας, και σχολικό (χρήση ξένης γλώσσας). Το 1832, ένα εκκλησιαστικό, ένα σχολικό και δύο πολιτικοί λόγοι. Το 1833, οκτώ ποίηση, δύο οικονομία, δύο σχολικά (το ένα χρήση ξένης γλώσσας), ένα ιστορία, ένα νομικό και ένα ποικίλου περιεχομένου.

[38] Πβ. Ο τύπος στον Αγώνα 1821-1827, επιμ. Αικ. Κουμαριανού, Αθήνα, Έρμης, 1971, σ. ε’.

[39] Στο διπλό φύλλο του π. Ηώς (αρ. 7-8, 3 ‘Απριλίου 1830, σ. 2), καταγράφονται τα στάδια δίωξης του περιοδικού, οι λόγοι που την προκάλεσαν και η πρώτη καταδικαστική φάση της δίκης. Τον εκδότη του κατηγόρησαν «ως στασιαστήν και ανατροπέα των καθεστώτων». Ένα χρόνο αργότερα ο «ως συκοφάντης και δημηγέρτης κατηγορηθείς Εμμ. Αντωνιάδης αναγνωρίζεται και υπάρχει αθώος» (Ηώς, αρ 16, 18 Απριλίου 1831, σ. 57-62). έχοντας στο μεταξύ υποστεί τις οικονομικές συνέπειες της δίωξης, που συνεπαγόταν την κατάσχεση του πιεστηρίου του.

[40] Ο τύπος στον Αγώνα, ό.π., σ. οη’.

[41] Αλ. Ρίζος Ραγκαβής, Ο γάμος άνευ νύμφης – κωμωδία μονόπρακτος … (γραφείσα κατά τον Δεκεμβριον 1843 δια το εν Αθήναις ελληνικόν θέατρον), στον τόμο Ανθοδέσμη η συλλογή κωμωδιών χάριν των εραστών του ελληνικού θεάτρου, μέρος Α1, β’ εκδ., δαπάνη Ι. Κωστοπούλου, Αθήνα 1880, σ. 10.

[42] Το 1821 ο Maxime Raybaud (πβ. Κυρ. Σιμόπουλος, ό.π., τ. Α’, σ. 448) διανυκτέρευσε «στο μπαρμπέρικο που ήταν μαζί και καφενείο, όπως συνηθιζόταν σε όλα τα νησιά του Αιγαίου». Αντίστοιχες με αυτήν πληροφορίες περιέχονται στο έργο του Η. Mangeart, Souvenirs de Morée recueillis pendant le séjours des Français dans le Péloponnèse, Παρίσι 1830, μετάφρ. Γ. Τσουκαλά, στη σειρά Απομνημονεύματα Αγωνιστών του ’21, επιμ. Εμμ. Πρωτοψάλτης, σ. 59-61, 79, 172 και 174.

[43] Ο Γερμανός εθελοντής G. M. Schrebian (πβ. Κυρ. Σιμόπουλος, ό.π., τ. Β’, σ. 195), αναφέρεται στην επιχειρηματική δραστηριότητα των ξένων, στην Ελλάδα, όπως επίσης και ο Μιχ. Λαμπρυνίδης, ό.π., σ. 464. Για τους ετερόχθονες καφεπώλες, βλ. J. Mangeart, ό.π., σ. 172-174 και για επώνυμους αυτόχθονες, βλ. στις σημ. 57 και 59.

[44] Στην Τρίπολη το 1822, «οι ευρωπαίοι εθελοντές σύχναζαν στο καφενείο των Φράγκων μαζί με Έλληνες ντυμένους ευρωπαϊκά και πολλά μέλη της Γερουσίας» (Karl Huber, στον Κυρ. Σιμόπουλο, ό.π., τ. Β’, σ. 290). Το 1828-1829 στην Πάτρα, στο «Πράσινο Καφενείο», «στρατιώτες και ναύτες· Γάλλοι, Άγγλοι, Ιταλοί και Έλληνες και Τούρκοι ήταν ανακατεμένοι», ενώ στο «Ζακυνθινό Καφενείο», «σύχναζαν αξιωματικοί και υπάλληλοι» (J. Mangeart, ό.π., σ. 78 και 172-174).

[45] Αλ. Ρίζος Ραγκαβής, Ο γάμος άνευ νύμφης, ό.π., σ. 4.

[46] Βλ. Wil Black, ό.π., σ. 143- J. Mangeart, ό.π.. σ. 79. 174- πβ. Κυρ. Σιμόπουλος, ό.π., τ. Γ’, σ. 381, 419.

[47] G. Waddinghton, ό.π., σ. 131· πβ. Μιχ. Λαμπρυνίδης, ό.π., σ. 464.

[48] J. Mangeart, ό.π., σ. 79.

[49] Αναδημοσιεύεται από την Αικ. Κουμαριανού, Ο Τύπος στον Αγώνα, ό.π. τ. Α’, σ. 275.

[50] Ηώς, αρ. 2, (5 Φεβρουαρίου 1830, σ. 6-7 και αρ. 3, 1 Μαρτίου 1830. σ. 4.

[51] Το επίπεδο της πολιτισμικής ζωής του Ναυπλίου αποκαλύπτεται εάν συγκριθεί με εκείνο της Κέρκυρας, που μπορεί να αποτελέσει μέτρο σύγκρισης, γιατί ήταν το ακμαιότερο πολιτισμικό κέντρο πριν από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, και διότι πολλοί επτανήσιοι λόγιοι και απλοί πολίτες είχαν εγκατασταθεί στο Ναύπλιο. Κύτταρα της πολιτισμικής ζωής της Κέρκυρας, στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου, έκτος από τις 4 λέσχες ήταν η Δημόσια Βιβλιοθήκη (1798), η «Εταιρεία των Φίλων» (1802), η Ιονική Εταιρεία (1808), και η Ιόνιος Ακαδημία (1823). Θα πρέπει επίσης να αναφερθεί και η θεατρική της ζωή. Στο Ναύπλιο εξακολουθεί να λειτουργεί η «Φιλανθρωπική Εταιρεία» που συστήθηκε στα χρόνια του Αγώνα (Στεφ. Παπαγεωργίου, «Το αρχείο Σισίνη», Δ.Ι.Ε.Ε., τ. ΚΓ’, 1980, 296, σημ. 1). Η δραστηριότητα της δεν έχει ακόμα μελετηθεί.

[52] Βλ. Karl Mendelssohn Bartholdy, Ιστορία της Ελλάδος από της εν έτει 1453 αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Τούρκων μέχρι των καθ’ ήμας χρόνων, μετάφρ. Αγγέλου Βλάχου, τ. Β’, ‘Αθήνα 1876, σ. 252.

[53] Εφ. Ήλιος, αρ. 38, 17 Νοεμβρίου 1833, σ. 151-2: «Επιστολή περί Ναυπλίου ενός παρατηρητού» στη στήλη «Ηθική πολιτική».

[54] Αικ. Κουμαριανού, Θ. Φαρμακίδης – Κ. Ασώπιος Αλληλογραφία, ό.π., σ. 129.

[55] εφ. Ήλιος, αρ. 38, 17 Νοεμβρίου 1833, σ. 151-152: «Επιστολή περί Ναυπλίου ενός παρατηρητού» (στη στήλη «Ηθική Πολιτική»).

[56] Βαβυλωνία, ό.π.. σ. 7, (πράξη Α’, σκηνή Β’).

[57] Από την Αίγινα όπου βρίσκεται, ο Εμμ. Αντωνιάδης στέλνει στις 23 Μαρτίου 1828, με τον αδελφό του Κωνσταντίνο, επιστολή προς τον νέο Διοικητή Ναυπλίου και ζητά την υποστήριξη του αιτήματος του «να άνοιξη την θύραν από το οπίσθιον μέρος του καφενείου» του. Από την περιγραφή που ακολουθεί φαίνεται ότι το καφενείο βρισκόταν «αντίκρυ του Συντριβανίου αυλιζόμενον από περίβολον εθνικού οικήματος ή τουλάχιστον διαφιλονεικουμένου ακόμη ως τοιούτου»· η θύρα αυτή άνοιξε την εποχή που αγόρασε το κατάστημα: οι γείτονες του όμως «ωφελούμενοι… από την απουσίαν μου με την έκλεισαν και εγώ πάλιν δια της τοπικής αρχής άνοιξα». Από την αναδρομή που κάνει ο Αντωνιάδης προκύπτει ότι η αγορά του καφενείου υπήρξε προγενέστερη του 1828. Το έγγραφο αυτό (Γ.Α.Κ., Έκτακτοι επίτροποι και προσωρινοί διοικηταί, φακ. Ι, 1828) μου το υπόδειξε η Δ. Θεμελή-Κατηφόρη την οποία και ευχαριστώ.

[58] εφ. Ήλιος, αρ. 1, 23 Ιουνίου 1833, σ. 1-2.

[59] Ο κατάλογος των συνδρομητών της εφημερίδας Ελληνικός Καθρέπτης βρίσκεται στα Γ.Α.Κ. (Αρχείο Α. Παπαδόπουλου -Βρετού, αρ. 21Β) και δημοσιεύεται εδώ, στο παράρτημα. Ο «Διευθυντής του Καφενέ του Γενναίου» φέρεται ως αγοραστής ενός τόμου, ενώ ο Γενναίος Κολοκοτρώνης αγοράζει πέντε.

[60] Επιστολή ανώνυμου από το Ναύπλιο, με ημερομηνία 15 Ιουλίου 1833, προς τον Αυγουστίνο Καποδίστρια· βλ. Αλ. Μπουτζουβή-Μπανιά, «Το καποδιστριακο κόμμα, 1832-1833· από την ήττα στον παραγκωνισμό και την καταδίωξη», π. Μνήμων, τ. Η’, 1980, σ. 114.

[61] Έγγραφο του Α. Παπαδόπουλου-Βρετού, με ημερομηνία 26 Απριλίου 1831, προς τον Ι. Καποδίστρια, στο όποιο επισυνάπτεται το «Πρόγραμμα περί συστάσεως Φιλολογικού Σπουδαστηρίου» (Γ.Α.Κ., Υπουργείο Θρησκείας, φακ. 38Β, Σχολικά). Την υπόδειξη αυτού του «Προγράμματος» που αποτέλεσε το κίνητρο της ερευνάς μου αυτής, οφείλω στην Δ. Θεμελή-Κατηφόρη, την οποία ευχαριστώ και γι’ αυτό. Στο εξής θα αναφέρεται ως «Πρόγραμμα» και δημοσιεύεται εδώ στο παράρτημα. Το «Πρόγραμμα» κυκλοφόρησε και με έντυπη μορφή· πβ. Γκίνης-Μέξας, τ. Α’, αρ. 2113.

[62] Α. Παπαδόπουλος-Βρετός, Βιογραφικά ιστορικά υπομνήματα περί του κόμητος Φριδερίχου Γυίλφορδ, Αθήνα 1846, σ. 61, παρ. α’ και σ. 213-214.

[63] Ιστορικά υπομνήματα περί των εν Ελλάδι συμβάντων από της Αφίξεως του Κυβερνήτου μέχρι ελεύσεως του Βασιλέως Όθωνος συνταχθέντα υπό Ανδρέου Παπαδοπούλου-Βρετού· προλεγόμενα, σ. 8. (Εθνική Βιβλιοθήκη Ελλάδος, τμήμα χειρογράφων, αρ. 1282. Διατηρώ την ορθογραφία του κειμένου, το όποιο ο Βρετός «λόγω παθήσεων» των ματιών του, αναγκάσθηκε να υπαγορεύσει- ό.π., σ. 35).

[64] Α. Παπαδόπουλος-Βρετός, Πρόγραμμα, ό.π.

[65] Έγγραφο υπ’ αρ. 2221 του επί της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως Γραμματέως Ν. Χρυσόγελου, με ημερομηνία 11 Μαΐου 1831, προς τον Α. Παπαδόπουλο-Βρετό: Γ.Α.Κ., Αρχείο Α. Παπαδόπουλου-Βρετού, αρ. 20.

[66] Επιστολή Α. Παπαδόπουλου-Βρετού, με ημερομηνία 4 Νοεμβρίου 1831 προς την επί των Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως Γραμματείαν: Γ.Α.Κ., Αρχείο Α. Παπαδόπουλου-Βρετού, αρ. 20.

[67] Βλ. Πρόγραμμα, ό. Π.

[68] Με τα υπ’ αρ. 2725, 2727 και 2728 έγγραφα (Γ.Α.Κ., Υπουργείο Θρησκείας, φακ. 45, Νοέμβριος 1831), η Διοικητική Επιτροπή της Ελλάδος, ζητά από την επί της Οικονομίας Επιτροπή την καταβολή των μισθών τους, στους Βρετό και Χαρ. Αλεξάκη.

[69] Έγγραφο υπ’ αρ. 2725, της επί των Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως Γραμματείας, χρονολογημένο 10 Νοεμβρίου 1831, προς την Διοικητική Επιτροπή της Ελλάδος (Γ.Α.Κ., πουργείον Θρησκείας, φακ. 45).

[70] Α. Παπαδόπουλος-Βρετός, Ιστορικά υπομνήματα, ό.π., σ. 7.

[71] Εμμ. Φραγκίσκος, «Το χρονικό και τα παρακόλουθα του θανάτου του Αδαμ. Κοραή (1833)», στον τόμο Σταθμοί προς τη Νέα Ελληνική Κοινωνία, Αθήνα 1965, σ. 170.

[72]  Α. Παπαδόπουλος-Βρετός, Ιστορικά υπομνήματα, ό.π., σ. 9 και 11.

[73] ό.π., σ. 8.

[74] Γ.Δ. Δημακόπουλος, Εφημερίδες της Ελληνικής Επαναστάσεως. Ο «Ελληνικός Καθρέπτης», Αθήνα 1972, σ. IV.

[75] εφ. Ελληνικός Καθρέπτης, αρ. 6, 17 Ιουνίου 1832, σ. 24.

[76] Για τις ανθυγιεινές συνθήκες του Ναυπλίου, βλ. εφ. Ελληνικός Καθρέπτης, αρ. 2, 20 Μαΐου 1832, σ. 8 και την υπ’ αρ. 3441 αναφορά του Διοικητού Ναυπλίας με ημερομηνία 8 Νοεμβρίου 1832 προς την Κυβέρνηση (Γ.Α.Κ., κυτ. 18 συλλογής Βλαχογιάννη: πρωτόκολλο εξερχόμενων της Γραμματείας της Επικρατείας).

[77] Την ύπαρξη και άλλου «Αναγνωστικού καταστήματος» επισημαίνει η ειδοποίηση που δημοσίευσε ο Διευθυντής του Ι.Ν. Βλάχος, με ημερομηνία 30 Οκτωβρίου 1834. Σύμφωνα με αυτήν «παρακαλούνται οι κ. συνδρομηταί να επιστρέψουν όσα βιβλία του καταστήματος έχουν δανεισθεί επειδή το κατάστημα μεταβαίνει εις Αθήνας». (εφ. Εποχή, ετ. Α\ αρ. 11, 1 Νοεμβρίου 1834, σ. 14). Άλλα έκτος από τη μαρτυρία αυτή δεν βρήκα στοιχεία για τη σύσταση και τη λειτουργία του Αναγνωστικού αυτού καταστήματος. Φαίνεται όμως ότι το κλείσιμο του αναπλήρωσε «ο κ. Μουρούζης», ο όποιος ειδοποιεί το κοινό ότι ανοίγει «λέσχην εις το κατά την πλατείαν του Λουδοβίκου πρώην Αναγνωστήριον» και «υπόσχεται να προμηθεύη όλας τας ελληνικός εφημερίδας, και πολλάς ευρωπαϊκάς μετά την αύξησιν των συνδρομητών του» (εφ. Εποχή, ετ. Α’, αρ. 17, 22 Νοεμβρίου 1834, σ. 68). Η υποτυπώδης αυτή κίνηση που αρχίζει, αναστέλλεται με τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Αθήνα.

[78] Απ. Δασκαλάκης, ό.π., τ. Α’, σ. 53-54, εγγρ. 20. Το ακόλουθο απόσπασμα από το περιοδικό Ηώς, (ετ. Α’, αρ. 10, 30 Αυγούστου 1830, σ. 11), είναι χαρακτηριστικό για την εκπαιδευτική κατάσταση του Ναυπλίου: «Εις την σήμερον σημαντικωτέραν πόλιν της Ελλάδος είδαμεν ότι δεν υπάρχει εν σχόλειον, ενώ εις άλλας κατωτέρας βλέπει τις όχι μόνον σχολεία άλλα και την πρώτην φροντίδα των πολιτών αφιερωμένην εις αυτά, ως το μόνον μέσον του ανθρωπισμού των». Το 1832 ο Αλ. Ρίζος Ραγκαβής (Απομνημονεύματα, ό.π., σ. 346) αναφέρει ότι, όταν διορίστηκε «πρώτος πάρεδρος επί της εκπαιδεύσεως», φρόντισε για τη σύσταση ελληνικών σχολείων στα «κυριώτερα κέντρα του πληθυσμού»· άλλα ενώ προτείνει την ίδρυση 26 σχολείων μόνο για τα 11 «ευρέθη το απαιτούμενον προσωπικόν». Τον ίδιο χρόνο ο Θ. Φαρμακίδης γράφει στον Κ. Ασώπιο (Αικ. Κουμαριανού, ό.π., σ. 167-168): «Περί σχολείων και παιδείας δεν έγινε ακόμη φροντίς διότι τα πάντα ευρίσκονται άνω κάτω- θέλει γενή όμως και περί του σπουδαιότατου τούτου αντικειμένου φροντίς, και φροντίς μεγίστη, και ελπίζω μάλιστα τάχιστα».

[79] Απ. Δασκαλάκης, ό.π., τ. Γ’, σ. 1889-1891, εγγρ. 911.

[80] Απ. Δασκαλάκης, ό.π., τ. Β’, σ. 1141-1142, εγγρ. 535.

 

Αλέκα Μπουτζουβή – Μπανιά

Πανεπιστήμιο Αθηνών – Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας

Ο Ερανιστής, τ. 18 (1986). Περιοδικό του Ομίλου Μελέτης του Ελληνικού Διαφωτισμού.

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που συνοδεύουν το κείμενο οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη. Το κείμενο αποδόθηκε  στο μονοτονικό, διατηρήθηκε, όμως, η ορθογραφία του.  

 

Σχετικά θέματα:


Viewing all articles
Browse latest Browse all 636

Trending Articles