Άργος – Προϊστορικοί Χρόνοι | Gilles Touchais & Άννα Φίλιππα-Touchais
Το Άργος είναι και ήταν στο μεγαλύτερο διάστημα της μακράς ιστορίας του το κέντρο – οικονομικό, πολιτικό, πολιτισμικό – ολόκληρου του αργολικού κάμπου. Η σημερινή πόλη, χτισμένη πάνω στην αρχαία, ορίζεται στα ανατολικά από τον χείμαρρο Χάραδρο ή Ξεριά, ενώ από τη βόρεια και δυτική της πλευρά γωνιάζει ανάμεσα στις ανατολικές υπώρειες του ψηλού λόφου της Λάρισας με τη διαχρονική οχύρωση και τις νότιες/νοτιοανατολικές υπώρειες του επίσης οχυρωμένου χαμηλού υψώματος του Προφήτη Ηλία, της λεγόμενης Ασπίδας (εικ.1). Και οι δύο αυτοί λόφοι, οι οποίοι σηματοδοτούν το τοπίο της πόλης, έχουν παίξει σημαντικό ρόλο στην πορεία της, ως τόποι κατοίκησης και λατρείας, κυρίως όμως ως χώροι με στρατηγική και συμβολική σημασία.

Εικ.1. Αεροφωτογραφία του Άργους από δυτικά. Σε πρώτο επίπεδο η ακρόπολη της Λάρισας με την αρχαία και μεσαιωνική οχύρωση. Αριστερά, τμήμα του λόφου της Ασπίδας (Προφήτη Ηλία) με τον μεσοελλαδικό οικισμό. Μεταξύ των δύο λόφων ο χώρος του μυκηναϊκού νεκροταφείου της Δειράδας. Η σύγχρονη πόλη του Άργους αναπτύσσεται ανατολικά των δύο λόφων.
Η πόλη βρίσκεται στις παρυφές ενός κάμπου όχι μόνον εξαιρετικά εύφορου αλλά και ανοικτού στην επικοινωνία με κέντρα του ηπειρωτικού και του νησιωτικού κόσμου. Τα δύο αυτά στοιχεία (παραγωγή-επικοινωνία) καθόρισαν από την αρχή την οικονομική και κοινωνική ιστορία του τόπου. Εάν η προνομιακή θέση της πάλης ευνόησε την οικονομική της επάρκεια και την εντατική κατοίκιση, ασφαλώς και άλλα στοιχεία, όπως η δραστηριοποίησή της σε διακοινοτικά δίκτυα, η ικανότητά της να ενσωματώνει την παράδοση στην αλλαγή και μια διαφαινόμενη στάση μετριοπάθειας στο πεδίο των κοινωνικών σχέσεων και πολιτικών επιλογών, τη βοήθησαν να αναπτύξει ιδιαίτερες δυναμικές, ήδη από τα προϊστορικά χρόνια, και να αναδειχτεί τελικά ως η ήσυχη δύναμη της περιοχής.

Εικ.2. Άργος. Αγγείο της Ύστερης Νεολιθικής (5η και 4η χιλιετία π.X.) από ανασκαφές στη νότια συνοικία. Αρχαιολογικό Μουσείο Άργους.
Τα πρώτα δείγματα εγκατάστασης στην περιοχή χρονολογούνται στην Ύστερη Νεολιθική εποχή (5000-3500 π.Χ.) και εντοπίζονται στις νοτιοανατολικές υπώρειες της Λάρισας, στην περιοχή δηλαδή του αρχαίου θεάτρου (νότια συνοικία) (εικ.2). Λίγο αργότερα, στην Τελική Νεολιθική (3500-3000 π.Χ. περίπου), ίχνη κατοίκησης, που περιορίζονται σε θραύσματα κεραμικής στις εσοχές του φυσικού βράχου, μαρτυρούνται στον λόφο της Ασπίδας (φάση Ασπίς Ι). Οι δύο αυτοί χώροι θα συνεχίσουν να αποτελούν τους δύο βασικούς πόλους εγκατάστασης σε όλη τη διάρκεια της Εποχής του Χαλκού που ακολουθεί.
Έως πρόσφατα τα κατάλοιπα της Πρωτοελλαδικής περιόδου (3000-2000 π.Χ.) ήταν ελάχιστα (τάφος και στρώματα κατοίκησης στη νότια συνοικία) με αποτέλεσμα να θεωρείται ότι ο σημαντικός πρωτοελλαδικός οικισμός βρισκόταν στον λόφο Μακροβούνι, 1 χλμ. βορειοδυτικά του Άργους. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο (1981), στις νοτιοανατολικές παρυφές του Άργους διαπιστώθηκαν σημαντικά λείψανα χρονολογούμενα στην Πρωτοελλαδική ΙΙ περίοδο, που πιστοποιούν την ύπαρξη αξιόλογης οικιστικής εγκατάστασης στην περιοχή. Συγκεκριμένα ανασκάφηκε τμήμα ισχυρού ορθογώνιου κτηρίου, τοίχοι που ανήκουν σε αψιδωτά κτήρια, βόθροι απορριμμάτων και πλούσια κεραμική.
Κατά τη Μέση εποχή του Χαλκού (2000-1600 π.Χ.) η κατοίκηση πυκνώνει ενώ συγχρόνως επεκτείνεται σε διάφορα σημεία της σύγχρονης πόλης, κυρίως όμως επικεντρώνεται σε τρεις περιοχές: στις νοτιοανατολικές υπώρειες της Λάρισας (νότια συνοικία), στην κορυφή του λόφου της Ασπίδας (Προφήτης Ηλίας: εικ.3) και στις ανατολικές/νοτιοανατολικές υπώρειες του ίδιου λόφου.

Εικ.3. Aσπίδα Άργους. Διακρίνονται τρεις ανασκαφικοί τομείς σε ημικυκλική διάταξη: ο πρόσφατα ανασκαμμένος νοτιοανατολικός τομέας πλαισιωμένος από τον νότιο (αριστερά) και τον ανατολικό (δεξιά) τομέα, που ανασκάφηκαν το 1900. Στο κέντρο το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία, κάτω από το οποίο υπήρχε ο κεντρικός τομέας του οικισμού.
Έως πρόσφατα επικρατούσε η άποψη ότι η πρωιμότερη μεσοελλαδική εγκατάσταση (Μεσοελλαδική Ι-ΙΙ φάση: 20ος-18ος αι. π.Χ.) βρισκόταν στη νότια συνοικία, στην περιοχή του Αφροδισίου, και ότι αργότερα (τέλη Μεσοελλαδικής ΙΙ) μεταφέρθηκε στην κορυφή του λόφου της Ασπίδας. Ωστόσο, σύμφωνα με νεότερες έρευνες φαίνεται ότι και η εγκατάσταση στην Ασπίδα ιδρύεται από την αρχή της περιόδου (Μεσοελλαδική Ι). Επομένως, είναι πιθανότερο ότι η κατοίκηση στις αρχές της Μεσοελλαδικής εποχής ήταν διάσπαρτη και ότι από τα μέσα της περιόδου επικεντρώθηκε στην περιοχή του λόφου της Ασπίδας.
Οι ανασκαφές της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής στην κορυφή του λόφου Ασπίς (W. Vollgraff 1902-1903, G. Touchais 1974-1990) αποκάλυψαν λείψανα εκτεταμένου μεσοελλαδικού οικισμού (εικ.3), κτισμένου σε τρεις κύριες οικοδομικές φάσεις (Ασπίς Ι, ΙΙ, IV), καθώς και τμήματα δύο διαδοχικών οχυρωματικών;) περιβόλων της ίδιας εποχής. Από την πρωιμότερη φάση (Ασπίς ΙΙ: Μεσοελλαδική Ι-ΙΙ περίοδος), που καταστράφηκε από εκτεταμένη πυρκαγιά, σώζονται ελάχιστα οικοδομικά λείψανα αλλά ένα πλούσιο σύνολο κεραμικής, που περιλαμβάνει αρκετά εισηγμένα αγγεία (εικ.4-5). Τα αγγεία αυτά, καθώς και ορισμένα ακόμη ευρήματα, μαρτυρούν τις επαφές του οικισμού με σημαντικά κέντρα του Αιγαίου, κυρίως την Κολώνα της Αίγινας και τη μινωική Κρήτη.

Εικ.4-5. Άργος, Ασπίδα. Αγγεία της πρώιμης Μεσοελλαδικής περιόδου (1900-1800 π.Χ.), πιθανότατα εισηγμένα. H αμαυρόχρωμη λεκάνη αριστερά είναι αιγινήτικης προέλευσης. O αποθηκευτικό πιθάρι δεξιά έχει στιλπνό γραπτό διάκοσμο μινωίζουσας τεχνικής. Αρχαιολογικό Μουσείο Άργους.
Από την επόμενη φάση (Ασπίς III: Μεσοελλαδική IIIΑ περίοδος) σώζονται αρκετά κτήρια, αψιδωτά (εικ.6) και ορθογώνια, ενώ ο εσωτερικός περίβολος (εικ.7), που κτίζεται πιθανότατα στη φάση αυτή, υποδηλώνει την αρχή μιας περικεντρικής οργάνωσης. Στην τελική φάση (Ασπίς IV: Μεσοελλαδική IIΙΒ-Υστεροελλαδική ΙΑ) ο οικιστικός χώρος αναδιοργανώνεται σύμφωνα με έναν εντυπωσιακό αρχιτεκτονικό σχεδιασμό: ένα συγκρότημα από συνεχή ορθογώνια κτήρια, καθώς και εξωτερικός περίβολος περικλείουν τον οικισμό ενισχύοντας την προστασία και προβάλλοντας την ισχύ του (εικ.6-7). Στις ανατολικές/νοτιοανατολικές υπώρειες της Ασπίδας ανασκάφηκαν αρκετά τμήματα οικιών που χρονολογούνται στη φάση μετάβασης προς την Υστεροελλαδική περίοδο (περί το 1600π.Χ.), είναι δηλαδή σύγχρονα της τελικής φάσης του οικισμού της Ασπίδας.

Εικ. 6. Άργος. Αεροφωτογραφία της Ασπίδας με τον νοτιοανατολικό τομέα του μεσοελλαδικού οικισμού, από βορειοανατολικά. Πίσω από την ελληνιστική οχύρωση διακρίνονται λείψανα τριών τουλάχιστον μεσοελλαδικών οικιστικών φάσεων.

Εικ. 7. Άργος, Ασπίδα. Σχεδιαστική αποκατάσταση της τελικής φάσης του μεσοελλαδικού οικισμού με την περικεντρική οργάνωση των κτηρίων και του περιβόλου.
Οι ταφικές πρακτικές της περιόδου διακρίνονται από ομοιογένεια αλλά και ποικιλότητα. Γενικευμένη είναι n ατομική ταφή, η συνεσταλμένη στάση και η φτωχή κτέριση των νεκρών. Ποικιλότητα παρατηρείται, ωστόσο, στην τυπολογία των τάφων (κιβωτιόσχημοι λαξευμένοι στον βράχο, πηλόκτιστοι ή λιθόκτιστοι, απλοί λάκκοι καλυμμένοι με θραύσματα πίθων (εικ.3), μικρά πιθάρια για τα βρέφη), στον προσανατολισμό των ταφών, κυρίως όμως στον χώρο ταφής: στην αρχή της περιόδου είναι αυξημένη η τάση να θάβονται οι νεκροί μέσα στα όρια των οικισμών, ταφές intra muros (Ασπίδα), ενώ στην όψιμη Μεσοελλαδική περίοδο επικρατεί n ταφή σε οργανωμένα νεκροταφεία (υπώρειες Ασπίδας).
Στον λόφο της Ασπίδας δεκαοκτώ τάφοι παιδιών και ενηλίκων βρέθηκαν σε συσχετισμό με τα σπίτια. Ως προς το φύλο των νεκρών, διαπιστώθηκε ότι υπερτερούν οι γυναίκες. Εάν η αποκλειστική σχεδόν παρουσία γυναικών και παιδιών δεν είναι τυχαία, αυτό σημαίνει ότι υπήρχε διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των νεκρών σε σχέση με το φύλο και την ηλικία. Σύμφωνα με στρωματογραφικά δεδομένα αλλά και πρόσφατες ραδιοχρονολογήσεις, όλοι οι τάφοι της Ασπίδας χρονολογούνται από τη Μεσοελλαδική Ι έως τις αρχές της Μεσοελλαδικής ΙIΙ. Στην τελική Μεσοελλαδική φάση οι νεκροί πρέπει να θάβονταν στο εκτεταμένο νεκροταφείο που υπήρχε στις ανατολικές/νοτιοανατολικές υπώρειες του λόφου, γεγονός που δηλώνει μεγάλη αλλαγή στα ταφικά έθιμα.
Στις υπώρειες της Ασπίδας ανασκάφηκαν από την Αρχαιολογική Υπηρεσία εκατοντάδες τάφοι, η πλειονότητα των οποίων χρονολογείται στην όψιμη Μεσοελλαδική περίοδο. Κατά την κύρια ανασκαφέα (Α. Πρωτονοταρίου-Δεϊλάκη), όλοι οι τάφοι ήταν οργανωμένοι σε τύμβους. Ωστόσο η άποψη αυτή έχει αμφισβητηθεί και η παρουσία ενός μόνο τύμβου θεωρείται ασφαλής (τύμβος Α)· στις υπόλοιπες περιπτώσεις τα δεδομένα είναι πολύ αποσπασματικά. Βέβαιο θεωρείται, ωστόσο, ότι οι συγκεντρώσεις τάφων σε «τύμβους» ή σε εκτεταμένες συστάδες υποδήλωναν την ύπαρξη δεσμών (συγγενικών ή άλλων) μεταξύ των νεκρών. Ορισμένοι από τους τάφους περιείχαν πλούσια κτερίσματα, όπως αγγεία (εικ.8-9), κοσμήματα από χρυσό (εικ.10), χαλκό ή πολύτιμους λίθους και λίγα χάλκινα όπλα.

Εικ. 8-9-10. Άργος. Οι τάφοι της όψιμης Μεσοελλαδικής περιόδου (17ος αι. π.Χ.) που ανασκάφηκαν στις υπώρειες της Ασπίδας είναι εξαιρετικά σημαντικοί για τον πλούτο των κτερισμάτων τους και τις καινοτομίες που χαρακτηρίζουν τη μετάβαση προς τα πρώιμα μυκηναϊκά χρόνια, στοιχεία που απαντούν στους πρωιμότερους βασιλικούς τάφους των Μυκηνών. Ανάμεσα στα ευρήματα ξεχωρίζουν επίμηκες διάδημα από έλασμα χρυσού με σπείρες και κύκλους και δύο εικονιστικές πρόχοι με δίχρωμη παράσταση πουλιού (αριστερά) και ομάδας πλοίων (δεξιά). Οι παραστάσεις τους είναι από τις πρωιμότερες εικονιστικές της ηπειρωτικής χώρας. Αρχαιολογικό Μουσείο Άργους.

Εικ. 11. Άργος, Ασπίδα. Αμαυρόχρωμος κάνθαρος του τέλους της Μεσοελλαδικής περιόδου (μέσα 17ου αι. Π.Χ.). Αρχαιολογικό Μουσείο Άργους.
Από τον χώρο της νότιας συνοικίας προέρχεται το μοναδικό παράδειγμα καύσης νεκρού στο προϊστορικό Άργος. Ο λακκοειδής τάφος με την καύση χρονολογείται, χάρη στον κάνθαρο που περιείχε (εικ.11), στην τελική Μεσοελλαδική περίοδο (περίπου 1700-1600 π.Χ.).
Στην κορυφή της Ασπίδας φαίνεται ότι αναπτύχθηκε ο σημαντικότερος μεσοελλαδικός οικισμός του Άργους. Οι αλλαγές στον οικιστικό του σχεδιασμό και στις ταφικές πρακτικές αντανακλούν σταδιακές κοινωνικές μεταβολές. Έως τα μέσα της περιόδου, η έλλειψη εκζήτησης στον οικιστικό και ταφικό χώρο απηχεί πράγματι μια κοινωνία χωρίς έντονες κοινωνικοοικονομικές διαφοροποιήσεις. Ωστόσο, η οικοσκευή (αποθηκευτικοί πίθοι, εισηγμένη κεραμική) υποδηλώνει οικονομική επάρκεια αλλά και επαφές με δυναμικά και πρωτοπόρα νησιωτικά κέντρα, δηλαδή με νέες τεχνογνωσίες και ιδεολογίες. Ο επανασχεδιασμός του οικισμού με στόχο τον έλεγχο, την ιεράρχηση και την εξειδίκευση του χώρου, παραπέμπει σε σταδιακή αύξηση του πληθυσμού, ευνοϊκότερες οικονομικές συνθήκες, ενίσχυση των κοινοτικών σχέσεων και πολυπλοκότερες κοινωνικές δομές. Όλα τα χαρακτηριστικά του «νέου» οικισμού προδίδουν την ανερχόμενη ισχύ του.
Ωστόσο, στις αρχές της μυκηναϊκής περιόδου (περί το 1600 π.Χ.) η ανοδική αυτή πορεία ανακόπτεται και ο οικισμός εγκαταλείπεται χωρίς εμφανή ίχνη βίας. Μόνον υποθέσεις μπορούν να διατυπωθούν για το γεγονός. Είναι πιθανό ότι η ανάδειξη νέων δυνάμεων στην περιοχή, κυρίως των Μυκηνών, και ένα κλίμα αυξανόμενου ανταγωνισμού έπαιξαν καταλυτικό ρόλο τόσο στον σχεδιασμό της Ασπίδας στο πρότυπο της οχυρής ακρόπολης όσο και στην εγκατάλειψή της. Οι λόγοι της καθόδου από το ύψωμα με τη στρατηγική και συμβολική σημασία θα πρέπει μάλλον να αναζητηθούν σε εσωτερικές δυσλειτουργίες, νέες κοινωνικοπολιτικές και οικονομικές συνθήκες και ιδεολογίες, στις οποίες το Άργος δεν μπόρεσε ίσως να ανταποκριθεί.
Αν και τα δεδομένα της πρώιμης μυκηναϊκής περιόδου (1600-1400 π.Χ.) είναι σχετικά λίγα, γεγονός που οδήγησε στην υπόθεση μιας φάσης οπισθοδρόμησης, φαίνεται ότι η κατοίκηση στις υπώρειες της Ασπίδας συνεχίστηκε χωρίς διακοπή.
Από τις αρχές της περιόδου αναπτύσσεται ο οικισμός που υπήρχε ήδη στις ανατολικές/νοτιοανατολικές υπώρειες της Ασπίδας. Παρά τις αναζητήσεις του W. Vollgraff στους λόφους της Ασπίδας και της Λάρισας, δεν βρέθηκε ανάκτορο στο Άργος, γεγονός που σημαίνει ότι η πόλη δεν μετατράπηκε σε ανακτορικό κέντρο.
Ωστόσο, από τα μέσα της περιόδου (14ος-13ος αι. π.Χ.), τα στοιχεία μιλούν για μια κοινή μεν μυκηναϊκή πόλη, n οποία όμως δεν υπολείπεται σε δυναμισμό. Ορισμένες οικίες είναι οργανωμένες σε νησίδες με κοινό προσανατολισμό, ενώ κάποιες είναι τοιχογραφημένες, ενίοτε με ενδιαφέρουσες εικονιστικές παραστάσεις (εικ.12).

Εικ. 12. Άργος. Σπαράγματα τοιχογραφίας, το πρώτο με παράσταση σκορπιού σε γαλάζιο βάθος, το κάτω με παράσταση ανδρικών μορφών με υποδήματα, πιθανόν στρατιωτών ή κυνηγών. Προέρχονται από τον πλούσιο τοιχογραφικό διάκοσμο μεγαροειδούς κτηρίου της Υστεροελλαδικής ΙΙΒ-ΙΙΙΑ (τέλη 15ου- αρχές 14ου αι. π.Χ.), που ανασκάφηκε στις ανατολικές υπώρειες της Ασπίδας. Αρχαιολογικό Μουσείο Άργους.
Ο εντοπισμός μυκηναϊκών αρχιτεκτονικών λειψάνων στην κορυφή του λόφου της Λάρισας (τμήμα ισχυρού κυκλώπειου τοίχου, πιθανά λείψανα πύλης και υπέρθυρο σε δεύτερη χρήση) δηλώνουν την παρουσία σημαντικών κτισμάτων, αλλά δεν τεκμηριώνουν ικανοποιητικά την ύπαρξη μυκηναϊκής ακρόπολης.

Εικ. 13. Άργος. Πρόχους μινωικής έμπνευσης των αρχών της μυκηναϊκής εποχής (160ς αι. π.Χ.). Βρέθηκε σε κτιστό θαλαμωτό τάφο, στο νεκροταφείο των ανατολικών υπωρειών της Ασπίδας. Αρχαιολογικό Μουσείο Άργους.
Στις αρχές του 16ου αι. π.Χ. οι ταφές στο παλαιό νεκροταφείο των «τύμβων» στις υπώρειες της Ασπίδας αραιώνουν, εμφανίζεται όμως ένας νέος τύπος τάφου, ο κτιστός θαλαμωτός με πλευρικό δρόμο, ο οποίος περιλαμβάνει πολλαπλές ταφές, πλούσια κτερισμένες (εικ.13). Οι τάφοι αυτοί συνεχίζουν να χρησιμοποιούντα έως τις αρχές του 14ου αι. π.Χ.
Στις αρχές της Υστεροελλαδικής ΙΙ περιόδου (15ος αι. π.Χ.) παρατηρείται σημαντική τομή στον τομέα των ταφικών πρακτικών, με την υιοθέτηση νέου χώρου και τρόπου ταφής. Ο νέος χώρος είναι η κοιλάδα της Δειράδας, στις νοτιοδυτικές υπώρειες της Ασπίδας (εικ.1), όπου εμφανίζονται οι πρώτοι θαλαμωτοί τάφοι λαξευμένοι στον βράχο, με πολλαπλές ταφές. Οι παλαιότεροι τάφοι του νεκροταφείου, που ερευνήθηκαν στο νοτιότερο τμήμα της κοιλάδας από την Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή και τον W. Vollgraff (1902-04), είναι μνημειωδέστεροι και πλουσιότερα κτερισμένοι, ορισμένοι μάλιστα με αντικείμενα εξαιρετικής τέχνης (εικ.14).

Εικ. 14. Άργος. Χρυσά κτερίσματα και σφραγιδόλιθος με παράσταση φοινικόδενδρων από τους θαλαμωτούς τάφους VI και VII του μυκηναϊκού νεκροταφείου της Δειράδας (15ος -14ος αι. π.Χ). Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
Οι τάφοι στο ανώτερο-βορειότερο τμήμα του νεκροταφείου (ανασκαφή J. Deshayes 1954-55, 1958) είναι μεταγενέστεροι (14ος-12ος αι. π.Χ.), πολυπληθέστεροι (περίπου 30 θαλαμωτοί και 30 κιβωτιόσχημοι) και, εκτός ορισμένων εξαιρέσεων, πιο κοινοί ως προς την αρχιτεκτονική και τα κτερίσματα. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί η παρουσία του μνημειώδους «δρόμου 10» (μήκους 20 μ. και πλάτους 1,70 μ.), κτισμένου με λαξευτούς πωρόλιθους κατά το ισόδομο σύστημα, η λειτουργία του οποίου, όμως, παραμένει άγνωστη. Ίσως πρόκειται για ημιτελή θολωτό τάφο.
Για την κοινωνική δομή του μυκηναϊκού Άργους λίγα στοιχεία προέρχονται από τον τομέα της κατοίκησης τα περισσότερα προκύπτουν από τα ταφικά δεδομένα. Στην αρχή της περιόδου φαίνεται ότι η τοπική κοινωνία, παρά ορισμένες καινοτομίες που εισάγονται πιθανότατα από εύπορες οικογένειες, παραμένει προσκολλημένη σε παραδοσιακούς θεσμούς και σε μια ταυτότητα που αναφέρεται στη Μεσοελλαδική περίοδο (παλαιό νεκροταφείο). Ωστόσο, στις αρχές του 15ου αι. π.Χ. εμφανίζεται μια «νέα ελίτ» η οποία, με τη μεταφορά κυρίως του χώρου της ταφής, σηματοδοτεί την ιδεολογική της διαφοροποίηση από το παρελθόν. Στην καθαυτό ανακτορική περίοδο (14ος-13ος αι. π.Χ.) η νέα, μυκηναϊκή ταυτότητα της πόλης παγιώνεται, για να επαναπροσδιοριστεί και πάλι μετά την κρίση που συνοδεύει την κατάρρευση του ανακτορικού συστήματος (περί το 1200 π.Χ).
Gilles Touchais & Άννα Φίλιππα-Touchais
«Αρχαιολογία Πελοπόννησος», Εκδότης: Μέλισσα, Αθήνα, 2012, σελ. 174-179.
* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.
Σχετικά θέματα:
- Η Μέση Χαλκοκρατία στην Ηπειρωτική Ελλάδα – Η περίπτωση του οικισμού της Ασπίδας στο Άργος
- Ο λόφος Ασπίδας στο Άργος
- Ιερό της Αθηνάς Οξυδερκούς
- Δεντροφύτευση Προφήτη Ηλία Άργους (1955-1962)