Quantcast
Channel: Ιστορία – ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΑΡΧΕΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Viewing all articles
Browse latest Browse all 635

Προετοιμάζοντας την Επανάσταση: Η Προσέγγιση του Ι. Καποδίστρια και η Πρόσληψη αυτής από τον Ν. Σπηλιάδη, 1816-1820

$
0
0

Προετοιμάζοντας την Επανάσταση: Η Προσέγγιση του Ι. Καποδίστρια και η Πρόσληψη αυτής από τον Ν. Σπηλιάδη, 1816-1820 – Στέλιος Αλειφαντής


 

Η έρευνα της προ-επαναστατικής περιόδου 1815-1821 εξακολουθεί να διατυπώνει πλήθος ανοικτών ζητημάτων σε τέτοιο μάλιστα βαθμό που δημιουργούν μια ουσιώδη πρόκληση στο παραδοσιακό ιστορικό αφήγημα της προετοιμασίας και έναρξης της ελληνικής επανάστασης. Σημαντικά εμπόδια στην προώθηση της έρευνας αποτέλεσαν η απουσία πρόσβασης σε βασικές πηγές, κυρίως σε αρχεία του εξωτερικού, αλλά παράλληλα και η ερμηνευτική περιχαράκωση σ’ ένα αναγωγικό πλαίσιο νεωτερικότητας και σε διαφόρων προελεύσεων ιδεολογήματα. Με την έμφαση στην τεκμηρίωση των συμβάντων, η κατάσταση αυτή τις τελευταίες δύο δεκαετίες διερεύνησης φαίνεται να μεταβάλλεται, όχι μόνο λόγω της πρόσβασης σε νέες πηγές και του επανελέγχου παλαιοτέρων πηγών, αλλά επίσης γιατί η ενίσχυση της διεπιστημονικής έρευνας αναδεικνύει νέα τεκμήρια και συσχετίσεις δεδομένων στην μελέτη της προ-επαναστατικής περιόδου, τόσο της διεθνούς όσο και εσωτερικής πτυχής του ελληνικού ζητήματος.[i]

Νικόλαος Σπηλιάδης

Η εξέταση της περιόδου 1815-1821 του ελληνικού ζητήματος, ακριβώς στην διεθνή και εσωτερική πτυχή, συνδέεται αναπόδραστα με τρία διακριτά αλλά αλληλένδετα θεμελιώδη ερευνητικά αντικείμενα: τον Ιωάννη Καποδίστρια, την Εταιρεία των Φίλων και τον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Η σημασία και των τριών αντικειμένων στις προ-επαναστατικές διεργασίες είναι πλήρως τεκμηριωμένη, άσχετα εάν έχουν διατυπωθεί διαφορετικές ερμηνείες για την συμμετοχή τους στα ιστορικά συμβάντα της περιόδου. Η παρούσα δημοσίευση έχει αναφορά στην εσωτερική πτυχή του ελληνικού ζητήματος εστιάζοντας σ’ ορισμένες διαστάσεις του πληροφοριακού περιβάλλοντος των προ-επαναστατικών ζυμώσεων και συγκεκριμένα πως αυτό το περιβάλλον διαμορφώνεται μεταξύ δύο συνιστωσών, αφενός του Ι. Καποδίστρια και των απόψεων του και, αφετέρου, των προσλήψεων των καποδιστριακών απόψεων από τον Νικόλαο Σπηλιάδη.

Η εσωτερική πτυχή του ελληνικού ζητήματος χαρακτηρίζεται από μια περίοδο μετάβασης στις αντιλήψεις του επαναστατικού υποκειμένου, οι οποίες εκδηλώνονται παράλληλα, είτε στο πλαίσιο της υπερεθνικής χριστιανικής ορθοδοξίας, είτε στο πλαίσιο της εθνικής χειραφέτησης των υπόδουλων λαών. Από ελληνική σκοπιά, η μετάβαση αυτή προσδιορίζεται με την μετακίνηση από την αντίληψη ότι το απελευθερωτικό κίνημα «εξαρτάται από την αντι-οθωμανική πρωτοβουλία μιας Μ. Δύναμης και μπορεί μόνο να στηριχθεί και αποτελέσει εξάρτημα ενός τέτοιου εγχειρήματος» στην αντίληψη ότι η ελληνική χειραφέτηση «θα προέλθει από την επαναστατική πρωτοβουλία των Ελλήνων, θα στηριχτεί στις “Δικές μας Δυνάμεις” και θα διεκδικήσει διεθνή αναγνώριση». Πρόκειται για μια μετάβαση που ξεκίνησε με τον Λάμπρο Κατσώνη και ολοκληρώθηκε με την επιτυχή δράση των Φιλικών που προκάλεσε την έναρξη της ελληνικής επανάστασης.[ii]

Ο Ι. Καποδίστριας ήταν εκείνος, εν πολλοίς, ο οποίος συνέλαβε, και το 1821 κατ’ εξοχήν εξέφραζε, την πολιτική αντίληψη, θέση, σχέδιο ή στρατηγική της κατάκτησης της εθνικής ανεξαρτησίας. Την ιδέα, δηλαδή, ότι, αν και βεβαίως, σε κάθε βήμα της, έπρεπε με προσοχή να συνυπολογίζει τις επιδιώξεις των ευρωπαϊκών Δυνάμεων, τις προτεραιότητες, ακόμα και τις εμμονές και προκαταλήψεις των βασιλέων και των αξιωματούχων τους, ωστόσο η επανάσταση έπρεπε και να προετοιμασθεί, και να ξεκινήσει και να προχωρήσει, αυτοτελώς, αν επρόκειτο να επιβληθεί και να καταστεί λειτουργικό μέρος του ευρωπαϊκού συστήματος: Ως κράτος αδύναμο, εκ των πραγμάτων τότε, και κατ’ αρχήν, αλλά σε θέση, με δυνατότητα και με προοπτική να εδραιώσει την εθνική του ανεξαρτησία, στην απορρόφηση των κραδασμών του ανταγωνισμού των Μεγάλων Δυνάμεων.[iii] Η διάκριση μεταξύ αλληλεπίδρασης ή εξάρτησης της Επανάστασης σε σχέση με τον διεθνή παράγοντα συνέχισε να χαρακτηρίζει δύο διακριτές στρατηγικές αντιλήψεις στον εσωτερικό πολιτικό αγώνα, διαμορφώνοντας τις εσωτερικές συνθήκες που επέτρεψαν ή ακόμη και επιζήτησαν την εξωτερική παρέμβαση στην εξέλιξη της ελληνικής επανάστασης και της πορείας εγκαθίδρυσης του ανεξάρτητου κράτους (1821-1832).[iv]

Οι προ-επαναστατικές μεταβατικές ζυμώσεις ανάμεσα στις δύο διακριτές αντιλήψεις δεν ήταν ούτε ευθύγραμμες, ούτε χωρίς αντιφάσεις ή συγχύσεις και, πολύ περισσότερο, εμπεριείχαν εσωτερικές αντιθέσεις, δυσαρέσκειες, εύλογες ανησυχίες και δισταγμούς. Στην διεθνή πτυχή της, η προ-επαναστατική προετοιμασία σ’ όλη την διάρκεια της περιόδου 1816-1821 χαρακτηριζόταν από έντονους προβληματισμούς για την διεθνή συγκυρία και η συζήτηση, ιδιαίτερα, μεταξύ των ομογενών – και όχι μόνον μεταξύ αυτών – περιστρεφόταν γύρω από την στάση της Ρωσίας στο ενδεχόμενο μιας ελληνικής εξέγερσης, καθώς για μισό και πλέον αιώνα ρωσική αυτοκρατορική πολιτική εμπεριείχε αντι-οθωμανική κατεύθυνση, η οποία περιλάμβανε την «προστασία των ομόδοξων» της οθωμανικής επικράτειας και συνδεόταν με ελληνικά απελευθερωτικά εγχειρήματα.

Το ζητούμενο της ρωσικής στάσης αποτελούσε, επομένως, κεντρικό σημείο αναφοράς της προ-επαναστατικής προετοιμασίας αλλά παράλληλα και σημείο διαφορετικών εκτιμήσεων. Από την πλευρά του, ο Ι. Καποδίστριας είχε συστηματικά διατυπώσει την προσέγγιση του για την διεθνή θέση του ελληνικού ζητήματος και του ρόλου της ελληνικής επανάστασης στην διεκδίκηση διεθνούς αναγνώρισης. Από την άλλη πλευρά, το ζήτημα της ενημέρωσης για τις τοποθετήσεις του Καποδίστρια αποτέλεσε ουσιαστική διάσταση των προ-επαναστατικών ζυμώσεων και η πληροφόρηση των ομογενών για αυτές αντιμετώπιζε εξαιρετικές δυσχέρειες λόγω της θεσμικής ιδιότητας του Καποδίστρια στο πλευρό του τσάρου Αλέξανδρου Α’ και του τρόπου με τον οποίο ο Καποδίστριας ήταν υποχρεωμένος να επικοινωνεί τις απόψεις του.

Στο πλαίσιο αυτό, η περίπτωση του Νικόλαου Σπηλιάδη είναι χαρακτηριστική και μας προσφέρει ένα πεδίο διερεύνησης του προεπαναστατικού πληροφοριακού περιβάλλοντος. Το γεγονός ότι ο Σπηλιάδης ανήκει στην ελληνική ομογένεια στις Ηγεμονίες και στην Πόλη, η εξέταση των δικών του προσλαμβανουσών παραστάσεων μας προσφέρει την δυνατότητα να διερευνήσουμε αυθεντικότερα την εκφορά της επαναστατικής επαγγελίας των εταιριστών και την διασύνδεση της με την διεθνή συγκυρία στις απαρχές της ενεργοποίησης της Εταιρείας και μάλιστα όπως ιδιαίτερα εκφράστηκε από τον πρωτεργάτη Νικόλαο Σκουφά την κρίσιμη περίοδο 1816-1818.

 

Σε Αναζήτηση Προοπτικής

 

Από την σκοπιά προώθησης του ελληνικού ζητήματος, η περίοδος 1814-1816 χαρακτηρίζεται από μια στάση αναμονής γεμάτη προσδοκίες αλλά και απογοητεύσεις. Είναι ταυτόχρονα μια περίοδος περισυλλογής, ζυμώσεων και επανεκκίνησης. Οι ζυμώσεις και οι χειρισμοί αφορούν δυο διακριτά αλλά αλληλεξαρτώμενα ζητήματα: την διεθνή θέση του Επτανησιακού ζητήματος και την πολιτική χειραφέτηση των Ελλήνων υπόδουλων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Το Συνέδριο της Βιέννης αποτέλεσε το κεντρικό πολιτικό περιβάλλον των ελληνικών διαβουλεύσεων, οι οποίες με την λήξη του Συνεδρίου θα μεταφερθούν στην Ρωσία ενισχυμένες από την ανάδειξη του Ι. Καποδίστρια ως υπουργού εξωτερικών του τσάρου Αλέξανδρου Α’.  Πράγματι, στο Συνέδριο της Βιέννης συγκεντρώθηκαν και οι Έλληνες ομογενείς με την προσδοκία θετικών εξελίξεων για το ελληνικό ζήτημα. Ο Καποδίστριας θα έχει την συνδρομή των αδελφών Στούρτζα, του Μητροπολίτη Ιγνάτιου, του Άνθιμου Γαζή, του Αλ. Υψηλάντη, του Γεωργάκη Ολύμπιου, Γ. Σταύρου, Δ. Μόστρα και πολλών άλλων που θα πρωτοστατήσουν στην προσπάθεια αυτή.

Στούρτζα Ρωξάνδρα (1786-1844)

Το σπίτι της Ρωξάντρας Στούρτζα στην Βιέννη, όπως κι εκείνο στην Αγ. Πετρούπολη, αποτελούσε το κέντρο συνάντησης των Ελλήνων που βρίσκονταν στην Βιέννη ή είχαν προσέλθει με αφορμή το Συνέδριο, μάλιστα χάρη στην ιστορική μαρτυρία της Ρωξάντρα έχουμε μια σαφή, αν και γενική, εικόνα για τις διεργασίες και τις προσπάθειες των Ελλήνων στην Βιέννη να επιφέρουν θετικά αποτελέσματα στο Συνέδριο, ειδικά προσπαθώντας να παροτρύνουν τον Αλέξανδρο Α’ να αναλάβει πρωτοβουλίες.[v]

Η «Εταιρία των Φιλόμουσων» της Βιέννης υπήρξε μια ενορχηστρωμένη πολιτική πράξη του Καποδίστρια, ένα σημαντικό πολιτικό και οργανωτικό επίτευγμα στην ανάδειξη του Ελληνικού ζητήματος ως αντίδραση στην δυσμενή διεθνή συγκυρία του Συνεδρίου της Βιέννης, αλλά κυρίως στην απόφαση του Αλέξανδρου Α’ να αναβάλλει επ’ αόριστον κάθε ρωσική πρωτοβουλία στο Ανατολικό ζήτημα.[vi] Αν και στο περιθώριο των συζητήσεων του Συνεδρίου της Βιέννης, το ελληνικό ζήτημα απασχολούσε έντονα Άγγλους και Αυστριακούς, όχι μόνο εξ αιτίας της ρωσικής πολιτικής έναντι των Οθωμανών, αλλά και λόγω της ιδιαίτερης θέσης του Καποδίστρια ως εξ απορρήτων σύμβουλος του Αλέξανδρου Α’. Ήδη από την θητεία του στην ρωσική πρεσβεία της Βιέννης στα 1811 αλλά και ως ειδικός απεσταλμένος του Τσάρου στην διευθέτηση του ελβετικού ζητήματος, ο Καποδίστριας απασχολούσε συστηματικά την αυστριακή υπηρεσία πληροφοριών. Τα αυστριακά αρχεία περιέχουν την απάντηση του Καποδίστρια στον πληροφοριοδότη του Μέττερνιχ όταν ρωτήθηκε σχετικά με τις ενδεχόμενες αντιδράσεις των Οθωμανών απέναντι στην ελληνική χειραφέτηση και αποκαλύπτουν εύγλωττα τις πολιτικές στοχεύσεις του καποδιστριακού εταιρισμού ήδη από την εποχή του Συνεδρίου της Βιέννης:

 

«Δεν λέγουν τίποτε», αναφέρει ο Καποδίστριας για τους Οθωμανούς, «αλλά όταν ξυπνήσουν μία μέρα και θα σφάξουν μερικούς οι άλλοι θα σωθούν. Η Εταιρεία όμως θα εξαπλωθεί και σιγά-σιγά θα μπορέσει η Ελλάδα να ξεσηκωθεί. Το έθνος παραμένει πάντοτε ίδιο, δεν  αναπνέει παρά μόνο την ελευθερία. Έλληνες σκλάβοι δεν υπάρχουν εκτός από εκείνους των Πριγκιποννήσων απέναντι στην Κωνσταντινούπολη. Αυτοί οι αξιολύπητοι που θέλουν να πλουτίσουν και να ανέβουν και καταλήγουν να χάσουν το κεφάλι τους όταν γίνουν ισχυροί. Οι άλλοι Έλληνες, των βουνών, είναι ένα άλλο είδος ανθρώπου και σε αυτούς ακριβώς στηρίζεται και απευθύνεται η Εταιρεία των Φιλόμουσων».[vii]

 

Τουλάχιστον από το 1815 η προοπτική της ελληνικής εξέγερσης παρέμενε σταθερός παράγοντας στην απελευθερωτική στρατηγική του Καποδίστρια. Τον Δεκέμβριο 1815, επιστρέφοντας από τις τελικές διαπραγματεύσεις των Μ. Δυνάμεων στο Παρίσι, ο Καποδίστριας θα γράψει στον Stein:

 

«Αφού εξάντλησα με ψυχραιμία όλες τις τεχνικές της πιο υπομονετικής και κοπιαστικής διαλεκτικής στο Παρίσι, η ψυχή μου είχε ανάγκη να αναπαυθεί λίγο ανάμεσα σε μερικούς Έλληνες, οι οποίοι δεν μπορούν να βρουν ευτυχία παρά με την ελπίδα να βελτιώσουν την τύχη των συμπατριωτών τους. Χρειάστηκε μεγάλος αγώνας για να τους πείσω ότι η καλύτερα αυτή τύχη τους δεν πρέπει, δεν μπορεί να είναι παρά δικό μας έργο. Τελικά πείσθηκαν».[viii]

 

Η επιστολή του αυτή στον Stein δεν δείχνει μόνο ότι ο Καποδίστριας αναγνώρισε τα όρια που έθεσε η Διεθνή Συνεννόηση στο Συνέδριο της Βιέννης στο Ανατολικό ζήτημα και τους περιορισμούς στην ρωσική ανατολική πολιτική. Επιπλέον υπογραμμίζει ότι ο ελληνικός παράγοντας, την εποχή του Συνεδρίου της Βιέννης, όχι μόνο ήταν εξαιρετικά ενεργός και παρεμβατικός, ειδικά μάλιστα μέσω ακριβώς των διπλωματικών παρεμβάσεων του Καποδίστρια σε διάφορα ευρωπαϊκά ζητήματα, αλλά επιπρόσθετα ότι είχε επικρατήσει μεταξύ των Ελλήνων η άποψη, που εντατικά στήριξε ο Καποδίστριας, ότι η λύση του ελληνικού ζητήματος θα συμβεί «Με τις Δικές μας Δυνάμεις».

Ο Καποδίστριας στην Βιέννη είχε κατορθώσει να συσπειρώσει τόσο τους συντηρητικούς, όσο και τους ριζοσπάστες γύρω από την πολιτική με «Με τις Δικές μας Δυνάμεις», δηλαδή εκείνους στην συντηρητική τάση που ήταν συνδεδεμένοι με την πολιτική μιας Μ. Δύναμης, καθώς είχαν την εδραιωμένη αντίληψη ότι η προώθηση του ελληνικούς ζητήματος θα προέλθει με πολιτική πρωτοβουλία των Μ. Δυνάμεων, όσο και εκείνους στην ριζοσπαστική τάση θεωρούσαν ότι μόνο με ελληνική κινητοποίηση και εξέγερση θα απελευθερωθεί ο ελληνισμός από την οθωμανική κυριαρχία.[ix]

 

Ιωάννης Καποδίστριας, λιθογραφία.

 

Ο Καποδίστριας, προβάλλοντας την πάντα αδήριτη ανάγκη της ελληνικής ετοιμότητας και στις δύο εναλλακτικές προσεγγίσεις κατάφερε ακριβώς να περιχαρακώσει τους συντηρητικούς στην ανάγκη προετοιμασίας και να τιθασεύσει τους ριζοσπάστες σε μια οργανωτική προσπάθεια που εκφράστηκε με τον Εταιρισμό. Η δράση της «Εταιρία των Φιλόμουσων»  συχνά θα συσχετιστεί, από τους τότε ιστοριογράφους, με την ενεργοποίηση της «Εταιρείας των Φιλικών»,[x] η οποία, όπως θα γίνει γνωστό εκ των υστέρων, θα εμφανιστεί στο προσκήνιο ακριβώς την ίδια εποχή, 1814-1816, και επίσης θα προέλθει από τους κόλπους της ελληνικής ομογένειας στην Ρωσία.

Ωστόσο, στο πλαίσιο των ρωσικών προτεραιοτήτων, το καθοριστικό ζητούμενο για τον ρόλο της Ρωσίας στο ελληνικό ζήτημα θα διευκρινιστεί στην Αγ. Πετρούπολη στα 1816 και ο Ι. Καποδίστριας, ως Υπουργός Εξωτερικών πλέον, θα εμπλακεί ευθέως στις σχετικές διαβουλεύσεις της ρωσικής Αυλής. Επομένως, η στάση αναμονής θα λάβει οριστικό τέλος με την πλήρη αποσαφήνιση της ρωσικής ανατολικής πολιτικής, η οποία, χάρις κυρίως της έμφασης του Ι. Καποδίστρια στην ρωσική πολιτικής «προστασίας των ομοδόξων» της Οθωμανικής επικράτειας στο εγκεκριμένο από τον Τσάρο κείμενο «Οδηγιών Στρόγκανοφ», θα περιλαμβάνει ουσιώδεις αντιφάσεις και αμφίσημους χειρισμούς, που θα συντηρήσουν μια de facto αβεβαιότητα στις ρωσο-οθωμανικές σχέσεις.[xi]

 

Η Διεθνής θέση του Ελληνικού Ζητήματος μετά το Συνέδριο της Βιέννης, 1815-1821

 

Το Συνέδριο της Βιέννης θεσμοθέτησε την ευρωπαϊκή «Συνεννόηση Δυνάμεων» (Concert of Powers) και αποτυπώνοντας τους τρέχοντες ευρωπαϊκούς συσχετισμούς έθεσε σ’ ένα νέο διεθνές πλαίσιο τον ανταγωνισμό των Μ. Δυνάμεων. Στις εργασίες του Συνεδρίου και σ’ ότι αφορά στο Ανατολικό ζήτημα, η Ρωσία είχε πλέον αποδεχθεί de facto την οθωμανική εδαφική ακεραιότητα, την οποία υποστήριζε διακαώς και η Αγγλία προκειμένου να αποτρέψει μια νέα κάθοδο της Ρωσίας στη Μεσόγειο. Πέραν αυτού, ο τσάρος Αλέξανδρος Α’ παρέμεινε σταθερός στη παραδοσιακή ρωσική θέση ότι οι διμερείς ρωσο-οθωμανικές σχέσεις ήταν αποκλειστικά ρωσική υπόθεση, οι οποίες – πέραν των εκκρεμοτήτων της Συνθήκης του Βουκουρεστίου (1812)[xii] – βασίζονταν πρωτίστως στο συμβατικό δικαίωμα της Ρωσίας στην «προστασία ομοδόξων χριστιανών», δηλαδή στο ρωσικό δικαίωμα επέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις της Υψηλής Πύλης.[xiii] Ο Τσάρος πρόκρινε τόσο την de facto αποδοχή του υφιστάμενου status quo της οθωμανικής επικράτειας, όσο και την ρωσική αναγνώριση ότι η «αρχή της νομιμότητας» ισχύει και για την Πύλη, πάντα βέβαια υπό προϋποθέσεις που αφορούν την ισχύ του ρωσικού συμβατικού δικαιώματος της «προστασίας των ομοδόξων». Οι εγγενείς αντιφατικές επιδιώξεις του Αλέξανδρου Α’ διαμόρφωναν ένα διπλωματικό πλαίσιο που αντιμετώπιζε την έντονη δυσπιστία της Πύλης αλλά, επίσης, ενίσχυε, τελικά, και εκείνη των λοιπών Μ. Δυνάμεων.[xiv]

 

«Το Συνέδριο της Βιέννης», πίνακας του Isabey (1819). Διακρίνονται όρθιοι από αριστερά προς δεξιά οι: Γουέλινγκτον, Λόμπου ντα Σιλβέιρα, Σαλντάνια ντα Γκάμα, Λέβενγιελμ, Νοάιγ, Μέττερνιχ, Λα Τουρ ντυ Πεν, Νέσελροντ, Ντάλμπεργκ, Ρασουμόφσκι, Στιούαρτ, Κλάνκαρτυ, Βάκεν, Γκεντς, Χούμπολτ και Κάθκαρτ. Καθήμενοι από αριστερά οι: Χάρτεμπεργκ, Πλμέλα, Κάστερκ, Βέσενμπεργκ, Λαμπραντόρ, Τελεϋράνδος και Στάκελμπεργκ.

 

Γκριγκόρι Αλεξάντροβιτς Στρογκανοφ (Григорий Александрович Строганов) – Ρώσος πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη την εποχή της Ελληνικής Επανάστασης. Έργο της γαλλίδας ζωγράφου Élisabeth Louise Vigée Le Brun, Hermitage Museum.

Στο πλαίσιο αυτό, η ρωσική διπλωματία δεν ενδιαφερόταν τόσο για την άμεση διευθέτηση των εκκρεμοτήτων της Συνθήκης του Βουκουρεστίου, αλλά κυρίως στο να διατηρήσει ομαλές σχέσεις με την Πύλη. Ο Τσάρος αντιλαμβανόταν ότι ούτε και η Πύλη επιθυμούσε να οξύνει τις σχέσεις της με την Ρωσία. Ωστόσο, ο ίδιος ήταν εξαιρετικά δύσκολο να συμφωνήσει με τις οθωμανικές αξιώσεις σχετικά με εδαφικές διευθετήσεις στην Μαύρη θάλασσα. Επομένως, ενώ τα θέματα αυτά θα συνέχιζαν να παραμένουν ανοικτά στις διμερείς σχέσεις, ο Γκριγκόρι Στρογκάνοφ, νέος Ρώσος πρέσβης στην Πόλη, όφειλε να χειριστεί τις σχετικές διαπραγματεύσεις με τρόπο που να μην δημιουργεί διπλωματικές εντάσεις. Η αβεβαιότητα που ανέκυπτε από τις εκκρεμότητες αυτές ήταν κατά πόσο οι ρωσο-οθωμανικές διαφωνίες ερμηνείας της Συνθήκης στα εδαφικά θέματα της Μαύρης θάλασσας θα έδιναν το πρόσχημα στην Πύλη να μην τηρήσει σ’ άλλα θέματα τα συμφωνηθέντα της Συνθήκης, όπως αυτά που αφορούσαν την Σερβία και τις Ηγεμονίες, ιδιαίτερα μάλιστα όταν η προβολή της ρωσικής ισχύος δεν χρησιμοποιείτο ως διαπραγματευτικό εργαλείο.

Ο Τσάρος, αποδεχόμενος την de facto διατήρηση των ρωσικών θέσεων στην Μαύρη θάλασσα, παράλληλα επιδίωκε και ένα ήπιο κλίμα στις αναμενόμενες αργόσυρτες διαπραγματεύσεις για την ρύθμιση αυτών των εκκρεμοτήτων. Ο Αλέξανδρος Α’, αφενός, υπογράμμιζε με έμφαση τις συμβατικές υποχρεώσεις της Πύλης έναντι της Ρωσίας στα Βαλκάνια και, αφετέρου, τις έθετε ταυτόχρονα σ’ ένα πλαίσιο οικοδόμησης εμπιστοσύνης. Επομένως, σύμφωνα με τις διπλωματικές οδηγίες του, η ρωσική πολιτική «προστασίας των ομόδοξων χριστιανών» δεν θα έπρεπε μόνο να προβάλλεται ως αναγνωρισμένο δικαίωμα των υπαρχουσών διμερών Συνθηκών, αλλά και να εφαρμόζεται μ’ έναν τρόπο που να μην δημιουργεί παραστάσεις ρωσικής απειλής στην Πύλη και να υπονομεύει την ομαλότητα στις διμερείς σχέσεις.[xv] Ο μοναδικός τρόπος για να επιτευχθεί αυτό σύμφωνα με τις ρητές οδηγίες του Αλέξανδρου Α’ στον Ρώσο πρέσβη Γρ. Στρογκάνοφ ήταν η ρωσική διαβεβαίωση του πλήρους σεβασμού της ακεραιότητας της οθωμανικής αυτοκρατορίας ως βάση της άσκησης του ρωσικού δικαιώματος της «προστασίας των ομοδόξων». Πράγματι, ο Αλέξανδρος Α’ διαμήνυε απερίφραστα, δια χειρός φυσικά Καποδίστρια, στην Πύλη ότι «η Ρωσία δεν επιδίωκε την εξάλειψη της εξουσίας του Σουλτάνου πάνω στους εξαρτημένους λαούς» αλλά για την ομαλότητα των διμερών σχέσεων «θα ήταν χρήσιμο, και μάλιστα επιβεβλημένο, να πάψει επιτέλους η Υψηλή Πύλη τον πόλεμο εναντίον των ίδιων των υπηκόων της».[xvi]

Η ρωσική πολιτική έναντι της Πύλης δεν ακροβατούσε μόνο σ’ ένα τεντωμένο σχοινί, αλλά ήταν εγγενώς αντιφατική, καθόσον μετέδιδε το μήνυμα στον Σουλτάνο ότι η ρωσική αποδοχή του εδαφικού status quo, και επομένως της Ειρήνης, βασιζόταν εξ ολοκλήρου από την στάση της Πύλης έναντι των υπηκόων της, στάση για την οποία η Ρωσία είχε συμβατικό δικαίωμα να αξιολογήσει και, άρα, να αναμειχθεί διπλωματικά στις εσωτερικές υποθέσεις της Πύλης σ’ ότι αφορά την διακυβέρνηση των χριστιανών υπηκόων της. Ακόμη κι αν η Πύλη ήταν υποχρεωμένη να αποδεχθεί το συμβατικό δικαίωμα της Ρωσίας, που της επιβλήθηκε σε σειρά ρωσο-οθωμανικών πολέμων, η ρωσική διπλωματία θέτοντας αυτό το δικαίωμα στο επίκεντρο των διμερών σχέσεων δημιουργούσε στην Πύλη την εύλογη δυσπιστία για το ποιες πραγματικά ήταν οι ρωσικές προθέσεις.

Στις διπλωματικές οδηγίες, πάντα δια χειρός Καποδίστρια, ο Αλέξανδρος Α’ έσπευδε να υπογραμμίσει ότι «Η Ρωσία το εύχεται απολύτως ειλικρινά [δηλαδή το «να πάψει επιτέλους η Υψηλή Πύλη τον πόλεμο εναντίον των ίδιων των υπηκόων της»], επειδή αυτή [η Ρωσία] σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να επιτρέψει να καθορίζεται η παρούσα ή μελλοντική τύχη αυτών των λαών από την συνεχή εξέγερση κατά των Τούρκων, ή από μία κατάσταση πραγμάτων που θα συνέβαλε στην επανάληψή της».[xvii] Ο Τσάρος έθετε ευθέως μια μακροπρόθεσμης διάρκειας ρωσική «επιτήρηση» της οθωμανικής διακυβέρνησης επί των χριστιανών υπηκόων της, απορρίπτοντας τόσο τον ρυθμιστικό ρόλο μιας «συνεχούς εξέγερσης» στην τύχη των λαών, όσο και την συνέχιση μιας αδιευκρίνιστης «κατάστασης πραγμάτων» της οθωμανικής διακυβέρνησης που ωθούσε σε «συνεχείς εξεγέρσεις».

Η εξαγγελθείσα ρωσική πολιτική, σύμφωνα με τις διπλωματικές οδηγίες, δεν περιοριζόταν μόνο στην «επιτήρηση» αλλά προχωρούσε και στην ρωσική … «συνεισφορά» στην αποτροπή εξεγέρσεων, καθώς «αντιθέτως, τα οφέλη που ο αυτοκράτορας επιθυμεί να τους παράσχει, θα πρέπει να συμβάλουν στην μετατροπή τους σε ειρηνικούς και πειθήνιους υπηκόους του μονάρχη, κάτω από το σκήπτρο του οποίου αυτοί βρίσκονται».[xviii] Η πρακτική εφαρμογή αυτής της ρωσικής πολιτικής σήμαινε ότι η Πύλη θα έπρεπε να αποδεχθεί όχι μόνο την έξωθεν αξιολόγηση της διακυβέρνησης των υπηκόων της, αλλά να ανεχθεί την ανάμειξη της Ρωσίας – πέραν της ρωσικής έγκρισης στην τοποθέτηση των Ηγεμόνων στις Ηγεμονίες – και στην παροχή κάθε λογής ρωσικών «ωφελειών» στους απανταχού χριστιανούς υπηκόους της, πρακτικά συντηρώντας όχι μόνο ρωσικά ερείσματα μεταξύ τους αλλά ενισχύοντας τυχόν προσδοκίες τους για εξωτερικά στηρίγματα αναφορικά με τις όποιες τάσεις χειραφέτησης τους. Όπως εύστοχα το θέτει ο Γκριγκόρι Άρς, «το δικαίωμα στην «προστασία», το οποίο παρείχε στην Ρωσία ένα ειδικό καθεστώς εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, απόκρυβε το μικρόβιο των συνεχών συγκρούσεων και διαμαχών με την Υψηλή Πύλη».[xix]

Στα 1816 η αποσαφήνιση της ανατολικής πολιτικής του Τσάρου Αλέξανδρου με την ευκαιρία των διπλωματικών οδηγιών προς τον Ρώσο πρέσβη στην Πόλη, Γκριγκόρι Στρογκάνοφ, αποτέλεσε τον οριστικό ενταφιασμό της προσδοκίας και επιδίωξης του Καποδίστρια, ότι η επίλυση του ελληνικού ζητήματος μπορούσε να προέλθει με ρωσική πρωτοβουλία και μάλιστα υπό την διπλωματική απειλή ενός νέου ρωσο-οθωμανικού πολέμου, τον οποίο ο Αλέξανδρος Α’ ρητά απέκλειε ως ενδεχόμενο του ορατού μέλλοντος. Παρά τις εμφατικές καποδιστριακές διατυπώσεις, η διπλωματική οδηγία προς τον Γκριγκόρι Στρογκάνοφ, αλλά και οι λοιπές κατά καιρούς τσαρικές οδηγίες, ήταν να επιδιώξει ο πρέσβης την επίλυση των εκκρεμοτήτων του 1812 με διάλογο αποφεύγοντας την ολίσθηση σε εντάσεις.[xx] Ακόμη και στα 1819, ο Αλέξανδρος Α’ στην ευρύτερη θεώρηση της «προστασίας των ομοδόξων» συνέχισε να κράτα ήπιους τόνους, μη ανταποκρινόμενος στις προσδοκίες υποστήριξης αλλά και στον υποβόσκοντα αναβρασμό των υποτελών στην Πύλη.[xxi] Χωρίς να επιδιώκει να… «ελληνοποιήσει» τις ρωσικές προτεραιότητες, ο Καποδίστριας προέβλεψε πάντως, εγκαίρως, και συμβούλευσε τον Τσάρο, για το αδιέξοδο της ρωσικής διπλωματίας γύρω από τις εκκρεμότητες της Συνθήκης του Βουκουρεστίου, την αύξηση των διμερών τριβών εξαιτίας της οθωμανικής αδιαλλαξίας και της παγιωμένης δυσπιστίας των άλλων Μ. Δυνάμεων για τις ρωσικές επιδιώξεις. Στα 1826 ο Καποδίστριας, συμπλέοντας με νέα ανατολική πολιτική του Νικόλαου Α’, του υπενθύμιζε:

 

«Αλλ’ εγώ προέβλεπον μετά βεβαιότητος ότι αι διαπραγματεύσεις του βαρώνου Στρόγανωφ θα επέφερον εν τέλει όλως αντίθετον αποτέλεσμα. Πράγματι, έπρεπε να ζητήσωμεν αφ’ ενός ικανοποίησιν και αποζημίωσιν διά την παράβασιν και την ατελή εκπλήρωσιν των άρθρων της συνθήκης άτινα αφεώρων εις τας παριστρίους ηγεμονίας και την Σερβίαν, αφ’ ετέρου δε να εύρωμεν τον τρόπον προς απόρριψιν των αξιώσεων ας η Πύλη διετύπου ως προς την επιστροφήν των επί της ασιατικής ακτής φρουρίων. Ήτο πρόδηλον ότι αι συζητήσεις, εις ας θα έδιδεν αφορμήν η αποστολή του βαρώνου Στρόγανωφ, θα ενέπνεον εις τους Τούρκους και εις τας ευρωπαϊκάς Κυβερνήσεις την υπόνοιαν, ότι η Ρωσσία αποκρύπτει τους αληθείς αυτής σκοπούς, ότι απέχει του να επιθυμή την άρσιν των δυσχεριών προς διακανόνισιν και στερέωσιν ειρηνικών σχέσεων και ότι τουναντίον ζητεί δικαιολογητικάς αιτίας προς νέας εν τω μέλλοντι εχθροπραξίας. Εν τούτοις έπρεπε να υπακούσω· αι δε οδηγίαι του βαρώνου Στρόγανωφ συνετάγησαν συμφώνως προς τας προθέσεις του Αυτοκράτορος».[xxii]

 

Και στα 1820 ο Καποδίστριας, αποτιμώντας την εφαρμογή των διπλωματικών οδηγιών του Αλέξανδρου Α’, θα γράψει ιδιωτικά στον Γκριγκόρι Στρογκάνοφ ότι:

 

«Δεν τολμώ να περιμένω μεγάλα αποτελέσματα. Επειδή κανείς δεν κατόρθωσε να πάρει κάτι από τους Τούρκους μόνο με τα λόγια. Στην ουσία εμείς δεν κάναμε τίποτε, παρά να φλυαρούμε με ανθρώπους, οι οποίοι δεν μπορούσαν να πιστέψουν τα λόγια μας».[xxiii]

 

Θεωρούσε, επίσης, ο Καποδίστριας, ότι ο εγκλωβισμός του Τσάρου στην διεκδίκηση ενός ανέφικτου ρωσικού ρυθμιστικού ρόλου στις μετα-Ναπολεόντειες ευρωπαϊκές υποθέσεις,[xxiv] ακύρωνε την δυνατότητα και επιλογή μιας ρωσικής στρατιωτικής πίεσης για την προώθηση μιας ρωσικής λύσης στο Ανατολικό ζήτημα – λύσης που ο Καποδίστριας σταθερά πίστευε ότι ήταν εφικτή εντός του συστήματος της ευρωπαϊκής «Συνεννόησης».[xxv]

Όπως φαίνεται στις εισηγήσεις του, ο Καποδίστριας αποδεχόταν ότι η πολιτική χειραφέτηση των ομόδοξων και η ενίσχυση της ρωσικής επιρροής στην Εγγύς Ανατολή μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς ρωσική εδαφική επέκταση και με εξισορρόπηση των διεθνών συμφερόντων μεταξύ των Μ. Δυνάμεων, αρκεί η Ρωσία να αναλάμβανε την διεθνή πρωτοβουλία των κινήσεων με μια προσεκτικά σχεδιασμένη εφαρμογή μιας ανανεωμένης ανατολικής πολιτικής της.[xxvi] Ο Αλέξανδρος Α’ απέρριψε το πλαίσιο αυτής της πολιτικής και, ευρύτερα, αντιμετώπισε με ολοένα εντονότερο συντηρητικό τρόπο τα εθνικά και φιλελεύθερα αιτήματα, τα οποία στην μετα-Ναπολεόντεια περίοδο εμφανίζονταν στο πολιτικό προσκήνιο της γηραιάς ηπείρου.[xxvii] Αντίθετα, ο Καποδίστριας είχε εγκαίρως πλήρη αίσθηση αυτών των αιτημάτων στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή[xxviii] και βεβαίως παρακολουθούσε και μετείχε ενεργά στις εξελίξεις του ελληνικού χώρου.[xxix]

Οι σύνθετες αυτές εξελίξεις, χειρισμοί και μεθοδεύσεις του Ι. Καποδίστρια συνέθεσαν ένα διεθνές περιβάλλον και ταυτόχρονα ένα πολυδιάστατο πλαίσιο της προ-επαναστατικής προετοιμασίας, στο οποίο ιδιαίτερο ρόλο επιφυλάσσονταν να παίξει η ρωσική πλευρά σύμφωνα πάντα με την καποδιστριακή προσέγγιση στο ελληνικό ζήτημα. Μέσα σε μόλις δύο χρόνια, 1814-1816, η αναδιάταξη των διεθνών συσχετισμών δημιουργούσε κρίσιμες προκλήσεις στην προώθηση του ελληνικού ζητήματος, για τις οποίες ο Ι. Καποδίστριας είχε έγκαιρα διατυπώσει την προσέγγιση «Με τις Δικές μας Δυνάμεις», η μεθόδευση της οποίας θα ήταν διακριτικό αντικείμενο μιας προεπαναστατικής δράσης του, υποχρεωτικά προορισμένη να παραμείνει αθέατη, πόσο μάλλον να επικοινωνηθεί σ’ ευρύτερους κύκλους, δηλαδή σ’ αυτούς που επιβαλλόταν να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις μιας εξέγερσης «Με τις Δικές μας Δυνάμεις».

 

«Τι να Κάνουμε»; Ο νοών νοείτω…

 

Η κατανόηση των σύνθετων θεμάτων που εμπλέκονταν στην διεθνή και εσωτερική πτυχή επίλυσης του ελληνικού ζητήματος και, πολύ περισσότερο, η προ-επαναστατική προετοιμασία απαιτούσε επαρκή πληροφόρηση και στις δυο αυτές πτυχές. Πιεστικά ερωτήματα εμφανίστηκαν από τα πρώτα βήματα της δράσης των Φιλικών στην Οδησσό στα 1816 και οι απαντήσεις τους στα ερωτήματα αυτά υπήρξαν κατά περίπτωση συγκεκριμένες, αποσπασματικές, εμπιστευτικές, ασαφείς, αντιφατικές και απόκρυφες. Μια έντονη φημολογία αποτέλεσε το χαρακτηριστικό γνώρισμα των συζητήσεων μεταξύ των ομογενών για την Παλιγγενεσία, την Εταιρεία, την Ρωσία, τον Καποδίστρια και την προοπτική του Αγώνα. Τα ερωτήματα ήταν περισσότερα από τις απαντήσεις, οι οποίες – κατά περίπτωση και περίσταση  – υπήρχαν, όσο ήταν εφικτό και πρέπον να δοθούν. Η εξάπλωση της Εταιρείας συνήθως επαφίονταν περισσότερο στις πεποιθήσεις του κατηχούμενου και στις πατριωτικές επαγγελίες του κατηχητή του, στην εμπιστοσύνη του κατηχούμενου στην εύλογη ανάγκη μυστικότητας που πρόβαλε ο κατηχητής του. Ο Ν. Σπηλιάδης υπήρξε η κατεξοχήν περίπτωση ενός σκεπτικιστή κατηχούμενου, όπου η πατριωτική επαγγελία και η εμπιστοσύνη στους κατηχητές ήταν το αντικείμενο μιας αφόρητης προσωπικής ταλάντευσης μέχρι την έναρξη του Αγώνα.

Το πλούσιο έργο του Σπηλιάδη, ενός αγωνιστή και μετέπειτα συνεργάτη του Κυβερνήτη, μας δίνει την ευκαιρία να ερευνήσουμε το πόσο κατανοητές ήταν οι προ-επαναστατικές επιδιώξεις του Καποδίστρια σ’ έναν ευρύ πατριωτικό κύκλο της Οδησσού και πόσο επιδρά σ’ αυτόν τον κύκλο το αφήγημα των Φιλικών.

Στην πραγματικότητα θα αναζητηθεί πόσο έγκυρη ήταν η πληροφόρηση που είχε ο Σπηλιάδης και ο κοινωνικός κύκλος του για την προσέγγιση Καποδίστρια αναφορικά με την επίλυση του Ελληνικού ζητήματος. Στον βαθμό αυτό θα επιχειρηθεί μια αναπαράσταση του πληροφοριακού περιβάλλοντος του Σπηλιάδη προκειμένου να εντοπιστούν οι δυσκολίες κατανόησης που παρήγαγαν ελλειπτικές προσλαμβάνουσες παραστάσεις των αντιλήψεων Καποδίστρια για την προ-επαναστατική προετοιμασία. Εξετάζοντας την αυθεντική, δια χειρός Σπηλιάδη, μαρτυρία του για την σχέση του με την Εταιρεία, αναδεικνύονται ανάγλυφα οι περιορισμοί μέσα ενός οποίους κινούνταν όχι μόνο κατηχητές και κατηχούμενοι, αλλά επιπλέον η ίδια η υλοποίηση ενός προ-επαναστατικής προετοιμασίας σε συνθήκες οργανωτικών στεγανών.

Πράγματι, οι αντικειμενικές προϋποθέσεις εξοικείωσης και αυτού ακόμη του κοσμοπολίτικου εμπορικού κύκλου των ομογενών υπήρξαν δυσχερείς, ακριβώς επειδή η εμβάθυνση στο γίγνεσθαι πολιτικών διεργασιών και διπλωματικών χειρισμών απαιτούσε μια προνομιακή θέση εντός αυτών και, ως εκ τούτου, ήταν απροσπέλαστες για άτομα εκτός μιας αυτοκρατορικής Αυλής ή ενός πολύ στενού εταιρικού περιβάλλοντος.

Επομένως, οι δυσκολίες κατανόησης των προ-επαναστατικών απόψεων Καποδίστρια από τον Σπηλιάδη σχετίζονται με την περιορισμένη δυνατότητα πρόσβασης του σε ουσιώδεις πληροφορίες για το διεθνές και προ-επαναστατικό γίγνεσθαι. Αυτή η δυνατότητα πρόσβασης επιβαρύνεται από μία αναπόφευκτη πραγματικότητα που προκύπτει από δύο πλευρές:

τις εταιρικές συνωμοτικές προφυλάξεις, και

τους καποδιστριακούς διπλωματικούς χειρισμούς, τις αναγκαστικές αμφισημίες του και τις εξαιρετικά λεπτές μεθοδεύσεις του, όπως στις υποθέσεις «Γαλάτη», «Καραγεώργη», «Σχολείου της Μάνης», κ.α. (Σχήμα 1)

 

Σχήμα 1

 

Υπάρχουν επιπλέον δύο σημαντικές δυσχέρειες μεταφοράς της πληροφορίας στον Σπηλιάδη και στον ομογενειακό κοινωνικό κύκλο του.

Πρώτον, αν και εκκινούν από μια διαμορφωμένη πολιτική προσέγγιση του, οι αντιλήψεις του Καποδίστρια στα 1815, εξελίσσονται βαθμιαία ως προς τις πρακτικές μεθοδεύσεις της, ενώ ο ίδιος τις επικοινωνεί κατά περίπτωση και συνθήκη. Οι πατριωτικές επιδιώξεις του Καποδίστρια προωθούνται σ’ ένα πληροφοριακό επιχειρησιακό περιβάλλον που διαμορφώνεται από δύο ανεξάρτητες μεταβλητές.

Η πρώτη μεταβλητή περιλαμβάνει τρεις παραμέτρους με έντονες απαιτήσεις συγχρονισμού και αναγκών και συντίθεται:

από την ρωσική ανατολική πολιτική της περιόδου 1815-1821, όπως εκφράζεται στην εκάστοτε συγκυρία της ρωσικής διπλωματίας, στην οποία ο Καποδίστριας μετέχει ως διαμορφωτής και εκφραστής της,

από την προ-επαναστατική προετοιμασία και διεργασίες, πάνω στις οποίες αν και οι καποδιστριακές μεθοδεύσεις επιδρούν καθοριστικά, ο ίδιος ο Καποδίστριας δεν έχει άμεσο έλεγχο της προετοιμασίας και, επιπλέον, η διαμεσολάβηση των απόψεων του γίνεται επιλεκτικά μέσω στοχευμένων και διακριτών μεταξύ τους αποστολών προσωπικών του συνεργατών, όπως οι Περραιβός, Καντιώτης, Μπενάκης, Παππάς, Παπαρρηγόπουλος, Πίνι, Λεβέντης, Αναγνωσταράς, κ.α., και τέλος

από τις περιρρέουσες εντυπώσεις ή φημολογίες για καποδιστριακές αντιλήψεις που διαχέονται σε φιλογενείς κύκλους της ελληνικής ομογένειας (Σχήμα 2).

 

Σχήμα 2

 

Μοιραία ο Ν. Σπηλιάδης, ευρισκόμενος στο επίκεντρο των προ-επαναστατικών ζυμώσεων ενός ευρύτερου κοινωνικού κύκλου του και μάλιστα σε επαφή με τους πρωτεργάτες της Εταιρείας στην Οδησσό και  στην Πόλη, υπόκειται σε πολλαπλούς πληροφοριακούς περιορισμούς.

Η δεύτερη μεταβλητή αφορά την ουσιώδη διάκριση των απόψεων Καποδίστρια εντός του γενικού αφηγήματος των εταιριστών. Η επισήμανση αυτή δεν αναφέρεται στο καθαυτό ζητούμενο της σχέσης του Καποδίστρια με την «Εταιρεία των Φίλων» και στην λεγόμενη ταυτότητα της «Αθέατης Αρχής» της.[xxx] Καθώς το γενικό αφήγημα των Φιλικών είναι το επικοινωνιακό όχημα των κατηχητών σε ευρύτερους πατριωτικούς κύκλους και επειδή αυτό ακριβώς είναι το αφήγημα που τροφοδοτεί τον σκεπτικισμό του Σπηλιάδη – ιδιαίτερα μάλιστα όταν ίδιος συγχρωτίζεται με πρωτεργάτες φιλικούς, η διακρίβωση καποδιστριακών απόψεων εντός αυτού αφηγήματος αποτελεί σημαντική διάσταση στις προσλήψεις Σπηλιάδη. Πόσο μάλλον καθώς στο γενικό αφήγημα των Φιλικών, που φτάνει και στον Σπηλιάδη, πράγματι δεν εμπεριέχεται καμία πληροφόρηση των καποδιστριακών απόψεων, αλλά απλά υπονοείται ένας «αθέατος» ρόλος του, και αυτός επικουρικά, προκειμένου να ενισχυθεί η πεποίθηση ότι είναι εφικτή η επιτυχία μιας ελληνικής εξέγερσης.

Δύσκολα, επομένως, μπορεί να επισημάνει κανείς στο γενικό αφήγημα των Φιλικών συγκεκριμένες απόψεις του Καποδίστρια. Αντίθετα, είναι ακριβώς, μόνο και αποκλειστικά, δικά του έμπιστα άτομα, τα οποία συνθέτουν ένα διακριτό «καποδιστριακό μηχανισμό» και είναι αυτά τα άτομα που μεταφέρουν «μηνύματα» του ιδίου προς συγκεκριμένους αποδέκτες σε τέτοιο μάλιστα βαθμό κρίσιμων παρεμβάσεων, που αναδεικνύεται ότι στην περίοδο 1816-1820 η προετοιμασία της επανάστασης κυοφορείται με απόλυτα πρακτικό και συγκεκριμένο τρόπο ακριβώς από τις ενέργειες αυτού του «καποδιστριακού μηχανισμού», ο οποίος είτε δραστηριοποιείται αυτόνομα, είτε υπό την ταυτότητα της Εταιρείας, είτε και τους δύο τρόπους ταυτόχρονα.[xxxi]

Δεύτερον, η διάχυση των καποδιστριακών αντιλήψεων εκδηλώνεται από άτομα που εντάσσονται σε δύο – διακριτούς – επάλληλους κύκλους πληροφόρησης με επίκεντρο τον ίδιο τον Καποδίστρια. Από το 1816 έως το 1820, ήτοι μέχρι την ανάθεση της «Κινητικής Αρχής», δηλαδή της ηγεσίας της ελληνικής εξέγερσης, στον «Γενικό Επίτροπο της Αρχής», τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, οπότε αυτός αποκτά τον κυρίαρχο ρόλο στην εκφορά κατευθύνσεων και οδηγιών, οι καποδιστριακές απόψεις παραμένουν ερμητικά κλειστές εντός ενός πολύ στενού κύκλου συνεργατών και ενός πολύ στενού πυρήνα Φιλικών – όλοι τους σχεδόν διατηρούν και τις δύο ιδιότητες: και ως μέλη της Εταιρείας, στην οποία εντάσσονται διαδοχικά, καθώς έτσι εξυπηρετείται η δράση τους και ως μέλη του άτυπου «καποδιστριακού μηχανισμού» που διατηρούν απευθείας επαφή με τον ίδιο τον Καποδίστρια είτε μέσω της διπλωματικής υπηρεσίας τους, είτε ως προσωπικές επαφές του ή με διάφορα προσχήματα της συγκυρίας (όπως η θητεία τους στην ρωσική στρατιωτική υπηρεσία, κ.α.).

Πάρα την διπλή ιδιότητα τους, καταρχήν, ο πρώτος επάλληλος κύκλος πληροφόρησης διακρίνεται ακριβώς, αφενός, στα μέλη του «καποδιστριακού μηχανισμού» και, αφετέρου, στον στενό πυρήνα των στελεχών της Εταιρείας της Μόσχας, και σ’ αυτούς βεβαίως ανήκουν οι Α. Τσακάλωφ και Ν. Σκουφάς, οι οποίοι με αφετηρία την Οδησσό δημιουργούν και συντηρούν τα εταιρικά δίκτυα Φιλικών στις Ηγεμονίες, στην Πόλη και αλλού. Η πληροφόρηση των απόψεων του Καποδίστρια, επομένως, μεταφέρεται – πάντα κατά περίπτωση και συνθήκη – από τον ίδιο προς τα μέλη του μηχανισμού του και διαχέεται προς τον πυρήνα στελεχών της Εταιρείας, όπου ρόλο de facto συνδέσμου του πυρήνα Μόσχας παίζουν οι Καντιώτης[xxxii] και Κομιζόπουλος (Σχήμα 3).

 

Σχήμα 3

 

Η καποδιστριακή πρακτική υπογραμμίζει εμφατικά ότι όλοι οι αποδέκτες δεν έχουν και, κυρίως, δεν πρέπει να έχουν την ίδια πρόσβαση στο σύνολο των πληροφοριών, ειδικά μάλιστα σ’ ότι αφορά καποδιστριακές μεθοδεύσεις, για τις οποίες ο ίδιος συστηματικά προσπαθεί να τις δικαιολογεί ότι κινούνται αυστηρά στο πλαίσιο της τσαρικής πολιτικής και ακόμη περισσότερο ότι είναι σε πλήρη συνεννόηση με τον ίδιο τον Αλέξανδρο Α’.[xxxiii]

Αθανάσιος Τσακάλωφ

Το πρόβλημα πρόσβασης επιτείνεται μάλιστα καθώς πολλές πληροφορίες διαπνέονται από περιορισμούς, ασυμμετρίες και αντιφάσεις του γίγνεσθαι της προ-επαναστατικής προετοιμασίας της. Πέραν της επέκτασης μυήσεων νέων εταιρικών μελών,[xxxiv] η διεύρυνση των ηγετικών στελεχών των εταιρικών πυρήνων στις Ηγεμονίες και στην Πόλη, η οποία εμπεριέχει πρόσωπα με διαφορετικές ιδεολογικές συγκροτήσεις ή και προσωπικές στοχεύσεις, αισθητά απόμακρα από τον κεντρικό εταιρικό πυρήνα της Μόσχας και κυρίως χωρίς άμεση επαφή (και πολύ περισσότερο συστηματική εμπλοκή) με τον «καποδιστριακό μηχανισμό», θα οδηγήσει στην εταιρική αναστάτωση του 1818 και στην ευφυή μετάθεση, που διεκπεραιώνει στην Πόλη ο Αθ. Τσακάλωφ, του κομβικού ερωτήματος ποια είναι η «Αθέατη Αρχή» στην αναζήτηση … «ανάθεσης» της «Κινητικής Αρχής», μια αναπόφευκτη απαίτηση του επαναστατικού εγχειρήματος. Όμως και στον στενότερο εσωτερικό κύκλο των Φιλικών είναι γνωστές οι τριβές τακτικής μεταξύ Σκουφά και Τσακάλωφ ή μεταξύ Τσακάλωφ και Σέκερη, όπως μας υποδείχνουν οι πηγές σε διάφορα περιστατικά, με έμφαση πάντα τον προεξέχοντα ρόλο του Τσακάλωφ – του λεγόμενου «ΑΒ», δηλαδή του «δεύτερου» στην εταιρική «ιεραρχία» μετά τον λεγόμενο «ΑΑ» που χαρακτήριζε την «Αθέατη Αρχή».

Αλλά ακόμη και στον ίδιο τον «μηχανισμό Καποδίστρια», οι δικοί του απεσταλμένοι του αναλαμβάνουν διακριτές, κατά περίπτωση, αποστολές, όπου η «μεγάλη εικόνα» διαχέεται σε μια «γκρίζα ζώνη» γενικών κατευθύνσεων που απορρέουν είτε από τον Καποδίστρια, είτε και από τον πυρήνα της Πόλης, πριν αυτός ο πυρήνας, ως απάντηση στην κυοφορούμενη εσωτερική εταιρική κρίση, αποσυντεθεί από τον Τσακάλωφ στα 1818 με την λεγόμενη «φυγή προς τα εμπρός» της αναζήτησης «κινητικής ηγεσίας», που ανατίθεται στον Ξάνθο, του οποίου το «μακρόσυρτο ταξίδι» του τον φέρνει σχεδόν δύο χρόνια αργότερα, στα 1820, στην Αγ. Πετρούπολη και  – κατά αποκλειστική κυρίως μαρτυρία του Ξάνθου – στον ίδιο τον Καποδίστρια.

Είναι, ωστόσο, γεγονός ότι η εταιρική τομή του 1820 με την ανάθεση στον Αλέξανδρο Υψηλάντη της «Κινητικής Αρχής» αποτελεί αφετηρία διαμόρφωσης με πρακτικό τρόπο της κυοφορούμενης εξέγερσης και αντικαθιστά πλέον το γενικό αφήγημα των Φιλικών με συγκεκριμένες οδηγίες προετοιμασίας. Μέχρι, όμως, αυτήν την εταιρική τομή, οι καποδιστριακές απόψεις αυτό-περιορίζονται στον πρώτο επάλληλο κύκλο πληροφόρησης, ενώ ο ευρύτερος δεύτερος κύκλος πληροφόρησης αποτελεί το κατεξοχήν πεδίο του γενικού εταιρικού αφηγήματος. (Σχήμα 4).[xxxv]

 

Σχήμα 4

 

Η Μετέωρη Κατάσταση Σπηλιάδη

 

Η προσλαμβάνουσα παράσταση του Σπηλιάδη ασφαλώς έχει να κάνει και με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του, ωστόσο η γνήσια και εξαρχής ένταξη του στην πατριωτική υπόθεση τον κατατάσσει στους ανιδιοτελείς υπέρμαχους του απελευθερωτικού αγώνα.

Ο Ν. Σπηλιάδης μυήθηκε στην Εταιρεία από τον ίδιο τον Ν. Σκουφά όταν αυτός στις αρχές του 1816 φτάνει στην Οδησσό ως «απόστολος» της Εταιρεία.[xxxvi]

 

«Κατὰ τὸ 1816», γράφει ο Σπηλιάδης, «διέτριβον εἰς Οδησσόν, ὅπου ἦλθε τότε ὁ Νικόλαος Σκουφᾶς, ἀπὸ Μόσχαν. Δὲν εἶχον μ’ αὐτὸν φιλίαν μὲ ἠρώτησεν, ἂν ὡρκιζόμην να φυλάξω μυστικὸν ὅ,τι ἤθελε μ’ ἐκμυστηρευθῆς ὡρκίσθην, καὶ μὲ εἶπεν ὅτι ὑπῆρχεν ἑταιρία μυστική, τῆς ὁποίας ἡ ἀρχὴ εἶν’ ἄγνωστος, σκοπὸν ἔχουσα τὴν ἠθικὴν βελτίωσιν τοῦ ἔθνους, ἴσως καὶ τὴν ἐλευθερίαν του, καὶ ὅτι τὸ περὶ τῆς ἀρχῆς αὐτῆς ἐρευνᾶν εἶν ̓ ἀπηγορευμένον. Διὰ τὸ ἄγνωστον τῆς ἀρχῆς καὶ τὴν ἀπαγόρευσιν τοῦ ἐρευνᾶν περὶ αὐτῆς, ἂν εἶχον πεῖραν τῶν τοιούτων έταιριῶν, εἴπετο νὰ στοχασθῶ ὅτι ἦτο καὶ πιθανώτατον νὰ εἶν ἐπίνοια τοῦ Σκουφά ἡ μυστικὴ ἑταιρία του, καὶ νὰ μὴ τὸν δώσω ἀκρόασιν· ἀλλ ̓ ἀφ’ ἑτέρου, ὡς ἂν ἀπατῶν αὐτὸς ἐγὼ ἐμαυτὸν, δὲν ἠθέλησα οὐδὲ ν’ ἀμφιβάλλω καν περὶ αὐτῆς (διότι, ὅ,τι ἐπιθυμεῖ ὁ ἄνθρωπος τὸ πιστεύει), καὶ ἐδέχθην νὰ μὲ κατηχήσῃ».[xxxvii]

 

Ο Σκουφάς δεν γνώριζε προηγουμένως τον Σπηλιάδη, φαίνεται όμως αυτός ότι άνηκε στον κοινωνικό κύκλο του Αθανάσιου Σέκερη στην Οδησσό και, επομένως, τον γνώριζε και ο, νεότερος αδελφός του, o Γεώργιος Σέκερης, οποίος άνηκε στον πυρήνα των Φιλικών της Μόσχας. Στον Γ. Σέκερη είχε ανατεθεί να συναντήσει τον Άνθιμο Γαζή στην Βιέννη και τον Αδαμάντιο Κοραή στο Παρίσι το 1814, προκειμένου να ενημερωθεί ο πυρήνας της Μόσχας για τις εξελίξεις γύρω από το ελληνικό ζήτημα.[xxxviii]

Όταν ο Σκουφάς φτάνει στην Οδησσό διαμένει στο σπίτι του Αθ. Σέκερη, οποίος στην συνέχεια θα αναδειχθεί ένα από τα κορυφαία στελέχη των Φιλικών στην Οδησσό. Όπως γράφει ο Σπηλιάδης, ήταν ο  Γεώργιος Σέκερης που τον σύστησε στον Σκουφά για μέλος της Εταιρείας, ωστόσο η διαδικασία κατήχησης, λόγω του χαρακτήρα του Σπηλιάδη, δυσχεράνθηκε από μια κατάσταση παρεξηγήσεων.

 

«Ἡ φιλαυτία», εξηγεί ο Σπηλιάδης, «μ’ ἔλεγεν ὅτι ώφειλε καὶ νὰ μὲ παρακαλέσῃ ὁ Σκουφᾶς νὰ κατηχηθῶ, διότι καὶ ἐγὼ ἀπὸ τοῦ 1808 μάλιστα, δὲν ἔπνεον εἰμὴ τὴν πατρίδα καὶ τὴν ἐλευθερίαν. Μετά παρέλευσιν ἡμερῶν τινῶν, ἐπειδὴ ἐγώ, ἀγνοῶν καὶ ποῦ κατώκει και οὐδὲ τὸν ἐπεσκέφθην καν, δὲν σε βλέπω, μὲ λέγει, διατεθειμένον νὰ μυηθῇς εἰς τὰ τῆς ἑταιρίας΄ ὁ Γεώργιος Σέκερης σ ̓ ἐσύστησεν εἰς τὴν Μόσχαν νὰ σὲ κατηχήσω. Νομίζω, τὸν εἶπον ὅτι δὲν πρέπει νὰ σὲ βιάσω νὰ μὲ κατηχήσῃς, ἂν δὲν μὲ στοχάζεσαι ἄξιον. Τότε μ’ ἔδωκε τὸ κατὰ συνθήκην ἀλφάβητον, καὶ ἐν φύλλον τῆς διδασκαλίας τῆς ἑταιρίας ν ̓ ἀντιγράψω ἀλλὰ μετ’ ολίγον ἀναχωρεῖ αἴφνης εἰς τὴν Λεχίαν, καὶ διατρίβει οὐκ ὀλίγον, καὶ τότε ἔλαβον καιρὸν νὰ συλλογισθῶ περὶ αὐτοῦ. … Ἐδέχθην ὅμως νὰ μὲ κατηχήσει, καὶ ἀφ ̓ οὗ ἐπέστρεψεν ἀπὸ τὴν Λεχίαν, ἠκολούθησε νὰ μὲ δίδῃ ἀνὰ ἐν φύλλον τῆς διδασκαλίας, μ ̓ ἔδωκε καὶ τὸ τελευταῖον, καὶ μ ̓ ὥρκισε τὸν μέγαν όρκον».[xxxix]

 

Μέχρι την έναρξη του Αγώνα ο Σπηλιάδης διατήρησε την αίσθηση ότι για «τεχνικούς λόγους» η ένταξη του στην Εταιρεία ήταν μετέωρη, παρά το γεγονός ότι και στην Οδησσό και στην Πόλη διακεκριμένα στελέχη της Εταιρείας τον θεωρούσαν μέλος.

Ιωάννης Φιλήμων (1798 ή 1799–1874). Ιστορικός συγγραφέας και εκδότης της εφημερίδας Αιών. Λιθογραφία, Ημερολόγιο Βρέτου, 1863.

Η αφήγηση Σπηλιάδη, που δημοσιεύει ο Φιλήμων στα 1868, προσφέρει σημαντικές πληροφορίες για την δράση Σκουφά στην Οδησσό και έχει ιδιαίτερη σημασία η μαρτυρία ότι στις αρχές του 1816 ο Σκουφάς «ἀναχωρεῖ αἴφνης εἰς τὴν Λεχίαν, καὶ διατρίβει οὐκ ὀλίγον».[xl] Ο Σπηλιάδης, βεβαίως, δεν διαθέτει καμία συγκεκριμένη πληροφορία για τον σκοπό του ξαφνικού ταξιδιού του Σκουφά στην Πολωνία και σε πλήρη σύγχυση αναρωτιέται ποιος χρηματοδοτεί την αποστολή Σκουφά – «Τοιοῦτος δ ̓ ἀπόστολος ὑποτίθεται όλως ἀνενδεής· πλὴν αὐτὸς δὲν ἔχει πόρον ζωῆς καὶ ἀπροσδοκήτως ᾤχετο ἀπιὼν σταλείς ἐπὶ μισθῷ εἰς τὴν Λεχίαν ὑπό τινος ἐμπόρου».[xli]

Καταγράφει όμως δύο σημαντικές επισημάνσεις, η πρώτη από τις οποίες υπογραμμίζει ότι ο Σκουφάς δεν ασκεί καμία οικονομική δραστηριότητα, ούτε διαθέτει ιδίους πόρους, ενώ ότι ο ρόλος του είναι αποκλειστικά πολιτικός ως απόστολος της Εταιρείας. Ακολούθως ο Σπηλιάδης επισημαίνει την φήμη ότι ο Σκουφάς είναι «σταλείς ἐπὶ μισθῷ εἰς τὴν Λεχίαν ὑπό τινος ἐμπόρου», το όνομα του οποίου ο Σπηλιάδης αγνοεί και ταυτόχρονα δυσπιστεί για την τυχόν εμπορική φύση της αποστολής Σκουφά, ο οποίος ως απόστολος «ὑποτίθεται όλως ἀνενδεής», μη έχοντας καμία βιοποριστική ανάγκη. Ο Σπηλιάδης αναφέρει την αποστολή Σκουφά στην Πολωνία παρενθετικά, καθώς η κύρια έμφαση της αφήγησης του είναι στην παρεμβολή της αποστολής Σκουφά στην διαδικασία κατήχησης του, δεν παύει όμως να εντάσσει το συμβάν αυτό στους προβληματισμούς του για τον Σκουφά και την Εταιρεία. Το ενδιαφέρον είναι ότι ο Σπηλιάδης θα γνώριζε την ταυτότητα του «χρηματοδότη εμπόρου» εφόσον αυτός άνηκε στον εμπορικό κύκλο της Οδησσού, επομένως το πλέον πιθανόν είναι η ανάθεση της αποστολής να έγινε από τον κύκλο των «εμπόρων» του πυρήνα των Φιλικών της Μόσχας.[xlii]

Είναι άγνωστο τι έκανε και ποιους συνάντησε ο Σκουφάς στην Πολωνία, όπως επίσης δεν έχουν βρεθεί ενδείξεις οποιασδήποτε επικοινωνίας σε εταιρικό πλαίσιο επαφών στο χρονικό διάστημα της εκεί παραμονής του. Αφηγούμενος την σχέση του με τον Σκουφά, αλλά και με άλλα στελέχη της Εταιρείας, ο Σπηλιάδης μας μεταφέρει τις προσλαμβάνουσες παραστάσεις του για τα θέματα της προετοιμασίας του Αγώνα. Το γενικό αφήγημα των Φιλικών του δημιουργούσε πολλά γνήσια ερωτήματα, ενώ οι εκκρεμότητες της κατήχησης του ενίσχυαν τις ανασφάλειες και στοιχεία του χαρακτήρα του που έφτασαν στην υπερβολή της απόπειρας αυτοχειρίας του.

Είναι ακριβώς αυτή η συμμετοχή του στο εταιρικό δίκτυο, που προσφέρει την δυνατότητα να ερευνηθεί η διαφορά αντιλήψεων του Σπηλιάδη, καθώς αυτός ανήκει στις παρυφές του δεύτερου, εξωτερικού, επάλληλου κύκλου πληροφόρησης αναφορικά με τις καποδιστριακές αλλά και τις αντιλήψεις των ατόμων που ανήκουν στον πρώτο, εσωτερικό, επάλληλο κύκλο και διαθέτουν όχι μόνο ευρύτερη πληροφόρηση, αλλά επιπρόσθετα λαμβάνουν οδηγίες από τον ίδιο προσωπικά τον Καποδίστρια, λόγω της θέσης τους στον «καποδιστριακό μηχανισμό». (Σχήμα 5).

 

Σχήμα 5

 

Η σχέση του Σπηλιάδη με τη Εταιρεία, όπως ενδεικτικά αναφέρθηκε, ήταν εξαρχής περιπετειώδης και την χαρακτήριζε μία διαρκή κατάσταση σύγχυσης και πατριωτικής έξαρσης. Ήδη από το 1816 τον Σπηλιάδη απασχολούσαν βασανιστικά δυο ερωτήματα.

– Το πρώτο ερώτημα: Ήταν πράγματι ο Τσάρος ή ο Καποδίστριας η «Αθέατη Αρχή», όπως ήταν διάχυτη η εντύπωση στους κύκλους της Οδησσού, και το οποίο όχι μόνο διαδίδονταν, αλλά επιπλέον ήταν απαγορευμένο στους εταίρους να το ερευνήσουν.

–  Το δεύτερο ερώτημα απορρέει από το πρώτο: Αν η «Αθέατη Αρχή» ήταν οι παραπάνω, ήταν δυνατόν αυτό το εγχείρημα να επαφίεται σε άτομα, όπως ο Σκουφάς ή ο Αναγνωστόπουλος, οι οποίοι δεν είχαν κοινωνική υπόληψη στους ισχυρούς εμπορικούς κύκλους των ομογενών.

Ο Σπηλιάδης, μάλιστα στο τέλος της ζωής του, μας προσέφερε μια πολύτιμη και εκ βαθέων λεπτομερή εξιστόρηση της σχέσης του με την  Εταιρεία, η οποία δίνει σημαντικά στοιχεία για την έλλειψη κατανόησης του προεπαναστατικού γίγνεσθαι του κύκλου του. Κλειδί αυτής της κατανόησης αποτελεί βέβαια το πως γινόταν αντιληπτός ο ρόλος της Ρωσίας, και επομένως και του Καποδίστρια, στην προετοιμασία της εξέγερσης που επαγγέλλονταν οι απόστολοι της Εταιρείας.

Από που, όμως, ο Σπηλιάδης αντλεί τις πληροφορίες για την Εταιρεία;

Στην Οδησσό ο Σπηλιάδης αναφέρει ότι τις αντλεί απευθείας από τον ίδιο τον Σκουφά που επιχειρεί την κατήχηση του και, ακολούθως, από τον Αθανάσιο Σέκερη και τον Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο. Πληροφορίες, όμως, αντλεί από διαδόσεις ομογενών που γνωρίζουν την ύπαρξη αλλά δεν είναι μέλη της εταιρείας όπως ο Μάνεσης, ο Αμβρόσιος κ.α. που διατηρούν σοβαρές επιφυλάξεις για τους εταιριστές. Όταν ο Σπηλιάδης μετακινείται στην Πόλη συνδέεται με τον εκεί κύκλο των Φιλικών και γνωρίζει από κοντά βασικά στελέχη, όπως ο Π. Σέκερης, ο Παπαφλέσσας κ.α. σε μια περίοδο προχωρημένης προετοιμασίας του Αγώνα.

Στα χρόνια του Σπηλιάδη, και ειδικότερα την περίοδο 1815-1821, ότι μάθαινε ο κύκλος των ομογενών εμπόρων στις Ηγεμονίες και στην Πόλη, το μάθαινε:

είτε μέσα από τις μεταξύ τους διαδόσεις, εκτιμήσεις και εικασίες

είτε από οποιοδήποτε, τέλος πάντων,  αφήγημα οι Φιλικοί κατηχητές, διαφόρων αποχρώσεων και σκοπιμοτήτων, έκριναν κατά περίπτωση να προωθήσουν.

Βρέθηκε, επομένως, ο Σπηλιάδης σε μία απίστευτη σύγχυση, σε δυσκολία κατανόησης και σε μία «εταιρική συμμετοχή»,  η οποία μπορεί να περιγραφεί ως «μέσα και έξω» από τη Εταιρεία και «κοντά αλλά και πολύ μακριά» από τον κύκλο εμπιστοσύνης ηγετικών στελεχών του πυρήνα της Εταιρείας στην Πόλη.

Μας περιγράφει, λοιπόν, ο ίδιος ο Σπηλιάδης ακριβώς τα όρια πληροφοριών που λαμβάνει από
«πρώτο χέρι», αλλά και τις αμφιβολίες του για την βασική γραμμή κατήχησης των Φιλικών που συνοψίζεται στο «πίστευε και μη ερεύνα» σχετικά με το κρίσιμο ζήτημα που απασχολούσε τους ομογενείς: τον ρόλο της Ρωσίας.

Η σημασία του ρωσικού παράγοντα, η οποία τον τελευταίο μισό αιώνα είχε αναδειχθεί ως μια βαθιά ριζωμένη παράδοση στον ελληνικό χώρο και μάλιστα ιδιαίτερα μεταξύ των εμπόρων ομογενών στις Ηγεμονίες, δημιουργούσε ιδιαίτερες προσδοκίες με την ανάδειξη του Καποδίστρια ως υπουργού εξωτερικών του Τσάρου Αλέξανδρου Α’.

 

Αλέξανδρος Α΄ της Ρωσίας, έργο του Stefan Semjonovitsj Stjukin, 1808, Museum of Pavlovsk, Russia.

 

Ο Σπηλιάδης, όπως και πολλοί άλλοι, οι οποίοι ήρθαν σε επαφή το 1816 και το 1817 με την Εταιρεία, αδυνατούσε να κατανοήσει τη διεθνή θέση της Ρωσίας και, ακόμα περισσότερο, τις ευκαιρίες και τις δυσχέρειες που αντιπροσώπευε ακριβώς αυτή η διεθνή θέση της και τον ρωσικό ρόλο στην διαχείριση του Ανατολικού ζητήματος.

Μάλιστα, οι πλέον  ενήμεροι για την διεθνή πραγματικότητα υποστήριζαν (και ορθώς) ότι η Ρωσία δεν είχε πολιτική ρήξης με την Πύλη και από αυτό συμπέραναν ότι και ο Καποδίστριας ήταν αντίθετος ακριβώς με την προώθηση της εξέγερσης. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο έδιναν περισσότερο έμφαση στον μορφωτικό σκοπό της ίδρυσης «σχολείων» παρά στον πολιτικό σκοπό τους σχετικά με την προετοιμασία της εξέγερσης. Ωστόσο, η έρευνα για την υπόθεση του «Σχολείου της Μάνης» στα 1819-1820 κατέδειξε ότι η καταχρηστική χρήση της θρυλούμενης καποδιστριακής ρήσης «πρώτα να μορφώσουμε Έλληνες», πάρα την σκόπιμη αμφισημία της, είχε πρωτίστως προπαρασκευαστικό χαρακτήρα πολιτικής ζύμωσης ανάμεσα στους Έλληνες με τελικό σκοπό τον Αγώνα.

Μέσα από το έργο Σπηλιάδη, αλλά και το έργο πολλών σύγχρονων της Επανάστασης του ‘21, διαπιστώνεται αυτή η αδυναμία πρόσβασης σε επαρκείς πληροφορίες για το Ελληνικό ζήτημα και ταυτόχρονα διακρίνουμε να διαμορφώνεται μεταξύ των σκεπτικιστών η επικρατούσα άποψη γύρω από το ρόλο της Ρωσίας και του Καποδίστρια στην προετοιμασία της Επανάστασης.

Καποδίστριας Βιάρος

Μόνο κάποιοι πρωταγωνιστές της προετοιμασίας της Επανάστασης γνωρίζουν και υλοποιούν τις καποδιστριακές μεθοδεύσεις. Συνθέτουν στην πράξη έναν διακριτό κύκλο ατόμων, οι οποίοι μετέχουν σε κάθε κρίσιμο ιστορικό γεγονός που χαρακτηρίζει την προ-επαναστατική διαδικασία την περίοδο 1816-1820. Πρόκειται για τον προσωπικό «μηχανισμό» του Καποδίστρια, με τον οποίο συνδέονται άμεσα ή έμμεσα άτομα «ειδικών αποστολών», όπως οι Περραιβός, Τσακάλωφ, Σκουφάς, Καντιώτης, Κομιζόπουλος, Αργυρόπουλος, Μαρασλής, Λεβέντης, Γιωργάκης Ολύμπιος, Αρ. Παπάς, Δεστούνης, Βλασσόπουλος, Παπαρηγόπουλος, Βιάρος Καποδίστριας, κ.α. Όλοι αυτοί, μετά τον Αγώνα εμφατικά σιωπούν στα κρίσιμα προ-επαναστατικά θέματα, καθώς τα θεωρούν πλέον ανεπίκαιρα ή πολιτικά βλαπτικά για τις τότε τρέχουσες εξελίξεις. Αλλά και όποτε όσοι από αυτούς μιλούν, υποστηρίζουν με ευλαβική συνέπεια το αφήγημα που ο ίδιος ο Καποδίστριας έχει, για τους δικούς του, κάθε φορά, λόγους, διαδώσει.

Ποια είναι η θέση του Σπηλιάδη (Σχήμα 6) και του κύκλου των σκεπτικιστών στα θέματα της προετοιμασίας της Επανάστασης;

Καταρχήν, υπάρχει ισχυρή πεποίθηση το Ελληνικό ζήτημα θα λύσει μόνο ένας ρωσο-οθωμανικός πόλεμος, στον οποίο η ελληνική εξέγερση θα αποτελέσει εξάρτημα του. Επομένως, η προοπτική ελληνικής χειραφέτησης εξαρτάται από την έναρξη ενός ρωσο- οθωμανικού πολέμου. Αυτή είναι η πεποίθηση, η οποία είχε εμπεδωθεί τα τελευταία 50 χρόνια των ρωσο-οθωμανικών πολέμων.

Παράλληλα, προβάλλεται η ισχυρή αντίληψη για την αδυναμία μιας αυτοδύναμης εξέγερσης. Έχοντας την αρνητική εμπειρία προηγούμενων εξεγέρσεων, μία τέτοια απόπειρα θεωρείται ότι θα καταλήξει σε καταστροφικά αποτελέσματα για τους Έλληνες.

 

Σχήμα 6

 

Το συμπέρασμα που κυριαρχεί στον κύκλο των σκεπτικιστών είναι μία στάση αναμονής και η αποφυγή ριψοκίνδυνων ενεργειών, οι οποίες δεν συνδέονται με την έναρξη ενός ρωσο-οθωμανικού πόλεμου που πράγματι δεν εμφανιζόταν ορατός, παρά μόνο εντός του γενικού αφηγήματος των Φιλικών.

Στον αντίποδα αυτών των πεποιθήσεων βρίσκεται η προσέγγιση του Καποδίστρια.

Σήμερα, στα δύο βασικά ερωτήματα που απασχολούν την πατριωτική συνείδηση του Σπηλιάδη, έχουμε πλέον τις απαντήσεις μέσα από την πρόσβαση ρωσικών και άλλων αρχείων, η μελέτη των οποίων μας βοηθάει να κατανοήσουμε το ρόλο της Ρωσίας και του Καποδίστρια.

Μετά την εσπευσμένη επιστροφή στην Κέρκυρα σε μια εποχή κοινωνικοπολιτικών ανατροπών  που έφερε η επτανησιακή κατοχή των δημοκρατικών Γάλλων, ο Καποδίστριας είχε την ευκαιρία να αναδειχθεί ως εξέχουσα ηγετική προσωπικότητα της Επτανήσου Πολιτείας αντιμετωπίζοντας – στο πλαίσιο των περιορισμών της ρωσικής προστασίας – σύνθετες εσωτερικές και διεθνείς προκλήσεις που κατέληξαν στην επάνοδο στα Επτάνησα, αυτήν την φορά, των αυτοκρατορικών Γάλλων με την γαλλο-ρωσική Συνθήκη του Τίλσιτ (1807).[xliii] Αναχωρώντας από τα γαλλο-κρατούμενα Επτάνησα, ο Καποδίστριας χρειάστηκε δέκα περίπου χρόνια για να φτάσει εκεί που επιδίωκε, δηλαδή στην καρδιά της αυτοκρατορικής ρωσικής αυλής, δίπλα στον Τσάρο ως έμπιστος σύμβουλος του και Υπουργός Εξωτερικών. Ήταν μία απίστευτη εξέλιξη, που βασίστηκε κατεξοχήν στις ικανότητές του, αλλά και στην τύχη και στην βοήθεια που είχε κατά καιρούς από τον ισχυρό κύκλο των ομογενών στην Ρωσία, με τους οποίους επιδίωξε να συνδεθεί ευθύς αμέσως με την άφιξη του στην Αγία Πετρούπολη το 1809.

Ο Καποδίστριας, έχοντας ήδη βιώσει διαδοχικές απογοητεύσεις από τις στροφές της ρωσικής πολιτικής στο Ανατολικό ζήτημα, και ειδικά στα ζητήματα της καρδιάς του, που αφορούσαν την πατριωτική εθνικοαπελευθερωτική υπόθεση, και γνωρίζοντας πλέον με ακρίβεια τις δυνατότητες αλλά και τους περιορισμούς της ρωσικής πολιτικής, θα παρέμεινε πρωτίστως σταθερός στην εκτίμηση ότι ο ρωσικός παράγοντας ήταν και συνέχιζε να είναι ο καταλυτικός συντελεστής μεταβολής των διεθνών συσχετισμών, που θα επέτρεπαν την προώθηση του Ελληνικού ζητήματος.

Ωστόσο, ο Καποδίστριας διαφοροποιείται καθοριστικά από την παραδοσιακή αντίληψη του ρόλου της Ρωσίας στην Ελληνική υπόθεση.

Πράγματι, όπως αναφέρθηκε, ήδη από το 1815, ξεκινώντας για να αναλάβει τα καθήκοντα του ως υπουργός εξωτερικών στην Αγ. Πετρούπολη έγραφε στον Stein ότι αγωνίστηκε να πείσει τον κύκλο Ελλήνων ομογενών ότι «η καλύτερη τύχει δεν πρέπει, δεν μπορεί παρά να είναι δικό μας έργο. Τελικά πείστηκαν». Το πρόβλημα για τον Καποδίστρια ήταν ότι, ήδη στα 1816, ο Τσάρος είχε οριστικά ξεκαθαρίσει ότι η Ρωσία στο Ανατολικό ζήτημα ήταν μία status quo δύναμη.

Ο Καποδίστριας γνώριζε ότι η Ρωσία δεν πρόκειται να κινηθεί για την επίλυση του Ανατολικού ζητήματος. Και αυτό διατύπωνε συνεχώς με κάθε τρόπο, γραπτό ή προφορικό, και σε κάθε  περίσταση – είτε στους απεσταλμένους των Ηγεμόνων Βλαχίας και Μολδαβίας στα 1818, είτε στους Έλληνες το 1819 από την Κέρκυρα, είτε στον Μαυρομιχάλη στα 1820 με την επιστολή του μέσω του Καμαρινού, που σήμερα γνωρίζουμε το περιεχόμενο της αλλά, ευτυχώς, δεν έφτασε ποτέ στα χέρια του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη.

Ο Καποδίστριας συμμερίζεται την άποψη Σπηλιάδη και άλλων ομογενών ότι η Ρωσία δεν επιδιώκει την επιδείνωση των διμερών σχέσεων με την Πύλη. Αντί, όμως, για στάση αναμονής και των εγκλωβισμό του ελληνικού ζητήματος στις ρωσικές επιδιώξεις, ο Καποδίστριας υιοθετεί μια ενεργητική προσέγγιση. Καθώς η επίλυση του Ελληνικού ζητήματος δεν πρόκειται να προέλθει από ρωσική πρωτοβουλία, οφείλει να προέλθει με πρωτοβουλία της Ελληνικής πλευράς.[xliv]

Ο Καποδίστριας δέχεται την σημασία της εμπλοκής της Ρωσίας σε μία πολεμική αναμέτρηση με τον Σουλτάνο και αναζητά τις προϋποθέσεις εμπλοκής της Ρωσίας σε αυτή την αναμέτρηση. (Σχήμα 7).

 

Σχήμα 7

 

Ο Καποδίστριας αναγνωρίζει ότι η προστασία των ομόδοξων αποτελεί ένα ισχυρό διπλωματικό εργαλείο της ρωσικής επιρροής τόσο στην Πύλη, όσο και ανάμεσα στους υπόδουλους ομόδοξους λαούς. Οι οδηγίες του Τσάρου, δια χειρός Καποδίστρια, προς τον νέο Ρώσο πρέσβη στην Πόλη, Γκριγκόρι Στρογκάνοφ εστιάζονται ακριβώς στην πολιτική προστασίας των ομόδοξων.

Ο Καποδίστριας θεωρεί ως «πυροκροτητή» αυτών των συνθηκών την εκφρασμένη θέση του να παρέμβουν αποτελεσματικά οι Έλληνες «με τις Δικές τους Δυνάμεις». Αυτή, για τον Καποδίστρια, είναι η ικανή και αναγκαία συνθήκη αναθεώρησης των όρων της Συνθήκης της Βιέννης, η οποία προέβλεπε την de facto ακεραιότητα της οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Η προσέγγιση του Καποδίστρια προσδιόριζε την διεθνή θέση της Επανάστασης ως καταλύτη μιας αναδιάταξης της ισορροπίας των Μ. Δυνάμεων, που θα βασίζονταν στην επίλυση του Ελληνικού ζητήματος.

Η ελληνική εξέγερση επενεργώντας ως καταλύτης στην ρυμούλκηση μιας ρωσικής ενεργοποίησης θα την καθιστούσε το όχημα διεθνούς συνεννόησης, ακριβώς επειδή η εναλλακτική της διεθνούς συνεννόησης μεταξύ των Μ. Δυνάμεων δεν μπορούσε να είναι άλλη από μια ανεπιθύμητη μεταξύ τους πολεμική αναμέτρηση.

Ο Καποδίστριας, μάλιστα, έχει προχωρήσει και στην διατύπωση των ιδιαίτερων τοπικών συνθηκών, που θα ευνοούσαν την διεθνοποίηση του Ελληνικού ζητήματος ως ένα πλέον διεθνές πρόβλημα προς επίλυση:

Η εσωτερική αστάθεια λόγω αφενός αποστασίας Οθωμανών αξιωματούχων, όπως η διαφαινόμενη αποστασία του Αλή Πασά και αφετέρου μια ελληνική εξέγερση με αφετηρία στα δύο ελληνικά προπύργια στο Σούλι και στην Μάνη.[xlv]

Ο Καποδίστριας γνωρίζει άριστα τις εξελίξεις και τις δυνατότητες και στις δύο αυτές συνιστώσες αποσταθεροποίησης της οθωμανικής αυτοκρατορίας στο βαλκανικό χώρο. Τις αντιλήψεις αυτές του Καποδίστρια ο Σπηλιάδης πρέπει να τις πληροφορήθηκε πολύ αργότερα, καίτοι, στις παραμονές ή κατά την έναρξη της Επανάστασης, η ευκαιρία που πρόσφερε η αποστασία του Αλή Πάσα στην προ-επαναστατική προετοιμασία ήταν κοινός τόπος μεταξύ του πυρήνα των Φιλικών στην Πόλη. Ωστόσο, όσο κι αν συνδεόταν η κυοφορούμενη εξέγερση με την διαδεδομένη προσδοκία ρωσικής εμπλοκής λόγω Καποδίστρια και το «γενικό σχέδιο» του Αλέξανδρου Υψηλάντη λάμβανε υπόψη του την αποστασία του Αλή πασά, ο Σπηλιάδης δεν φαίνεται τότε να είναι ειδικά πληροφορημένος για τις καποδιστριακές αντιλήψεις. Αργότερα, όμως, στα «Απομνημονεύματα» του, στις μόλις δέκα πρώτες σελίδες που αναφέρεται για την προ-επαναστατική περίοδο, ο Σπηλιάδης θεωρεί πλέον σημαντικό να γράψει αναλυτικά για τις αντιλήψεις του Καποδίστρια σχετικά με τις προϋποθέσεις έναρξης της Επανάστασης:

 

«Πλήν, ἂν ἤθελον βιασθῆ ὑπὸ τῆς ἀνάγκης, τότε νὰ καταφέρωσι κανένα Τοῦρκον νὰ κηρυχθῆ, ὥς ποτε ὁ ̓Αληφαρμάκης, ἀντάρτης, οἱ δὲ ἑταῖροι νὰ τὸν περιστοιχίσωσι καὶ νὰ μάχωνται ὑπὸ τὴν σημαίαν του, τείνοντες εἰς τὸν σκοπὸν τῆς ἑταιρείας. Τοιουτοτρόπως ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἤθελεν ἀποφύγει τὸ ἔθνος τὸν ἐκ τῆς ἐπαναστάσεως κίνδυνον, διότι ἤθελε διαδοθῆ ὅτι Τοῦρκος ἐπανέστη κατὰ τῆς τουρκικῆς ἐξουσίας, ὅστις ἡνώθη καὶ μὲ τοὺς λεγομένους κλέπτας καὶ τὴν κατεπολέμει, ἀφ’ ἑτέρου δὲ ἤθελον συγκεντρωθῆ καὶ ἀσφαλισθῆ ἀπὸ τοὺς ἐνδεχομένους κινδύνους οἱ μέλλοντες νὰ διεθύνωσι τὰ τῆς ἐπαναστάσεως πολεμικοί, καὶ τὸ πῦρ τοῦ πολέμου ἤθελεν ὑποθάλπεται, ἄχρις ὅτου ἔλθει ἡ ὥρα νὰ λάβωσι τὰ ὅπλα οἱ Ελληνες· ἐξ ἐναντίας νὰ κηρυχθῶσιν οἱ Μανιᾶται ἀντάρται, οἵτινες πάντοτε ὡς τοιοῦτοι ἐθεωρήθησαν ὑπὸ τῶν Τούρκων, καὶ οἱ ἑταῖροι να συγκεντρωθώσιν εἰς τὴν Μάνην, νὰ μάχωνται ἀμυντικῶς, καὶ οὕτω νὰ προπαρασκευάζωνται διὰ τὸν ἐπιθετικὸν πόλεμον ἂν δὲ ἡ ἐξουσία εἰς τὴν πρώτην ἢ εἰς τὴν δευτέραν περίπτωσιν ἤθελεν ἐπιχειρήσει τι κατὰ τοῦ ἔθνους, τότε ἡ Ῥωσσία ἤθελε λάβει ἐκ τούτου ἀφορμὴν νὰ ἐπισπεύσῃ τὸν κατὰ τῆς Τουρκίας πόλεμον, βοηθοῦσα τοὺς Ἕλληνας. Μὲ τοιαύτας ὁδηγίας ἐφωδιασμένος ὁ Καμαρινός, ἐν ᾧ ἡτοιμάζετο ν’ ἀναχωρήσῃ εἰς τὰ ὀπίσω, φθάνει καὶ ὁ Ξάνθος εἰς Πετρούπολιν (ἀρχὰς τοῦ 1820)».[xlvi]

 

Πρόκειται στα «Απομνημονεύματα» του Σπηλιάδη για μια ουσιαστική σύνοψη της καποδιστριακής προσέγγισης των ιδιαίτερων τοπικών συνθηκών της ελληνικής εξέγερσης και την διασύνδεσης τους με την ρωσική ενεργοποίηση στη επίλυση του Ελληνικού ζητήματος.

Στην πραγματικότητα, λοιπόν, ο Καποδίστριας εργάζεται διακριτικά και μεθοδικά για αυτές τις προϋποθέσεις μέσω του μηχανισμού του, είτε ενθαρρύνοντας τις προσδοκίες του Αλή Πασά, είτε ενισχύοντας το ρόλο των Σουλιωτών αλλά και την μεθοδική προετοιμασία των Μανιατών με το «Σχολείου της Μάνης» και την υπογραφή Συμφώνου Συμφιλίωσης μεταξύ των βασικών μανιάτικων οικογενειών – Μαυρομιχάλιδων, Γρηγοριανών και Τρουπάκιδων. Με τα λόγια του ίδιου, όντας ακόμη υπουργός του Τσάρου τον Ιούλιο 1821, θα εξηγήσει ξεκάθαρα στους ευρισκόμενους σε σύγχυση εξεγερμένους ηγετικούς παράγοντες της επανάστασης από την ρωσική στάση:

 

«Ας καταλάβουμε μία για πάντα την ουσία της κατάστασης. Η Ρωσία αποδοκίμασε την επανάσταση αλλά η επανάσταση άρχισε με τέτοιο τρόπο ώστε η Ρωσία δεν μπορούσε και δεν έπρεπε ούτε να σιωπήσει, ούτε να επικυρώσει. Άραγε μπορεί να ασχοληθεί με τις συνέπειες της Επανάστασης με σκοπό την επιτυχία της;

Αυτό μπορεί να συμβεί μόνο όταν πιεστεί από ισχυρή και επιτακτική ανάγκη. Αυτή η ανάγκη μπορεί να είναι ισχυρή και επιτακτική όταν αποδειχθεί ότι δεν είναι πλέον εφικτό να αποκατασταθεί η Τουρκική διοίκηση με τέτοιο τρόπο ώστε να συμβιβάζεται τη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης.

Αν τεθεί έτσι το πρόβλημα δεν θα αντιστρατεύονται η Τουρκία επειδή υποστηρίζεται η επανάσταση αλλά θα την αντιστρατεύονται για να σταματήσει η διεθνής αταξία, την οποία προκαλεί η Πύλη με το αιματοκύλισμα των χριστιανών».[xlvii]

 

Με τον πλέον σαφή τρόπο ο Καποδίστριας θα επισημάνει ότι η στρατιωτική επικράτηση της Επανάστασης έναντι της οθωμανικής καταστολής θα διεθνοποιήσει το Ελληνικό ζήτημα και θα καταστήσει πλέον την πολιτική καταστολής της Πύλης πρόβλημα ειρήνης μεταξύ των Μ. Δυνάμεων, στο οποίο θα είναι υποχρεωμένες να επιλύσουν στο πλαίσιο διεθνούς συνεννόησης.

 

Τι από όλα αυτά φτάνουν στον Σπηλιάδη;

 

Στα 1816-1820, φτάνει μία αόριστη προσδοκία ρωσικής εμπλοκής χωρίς να είναι καθαρό πώς είναι δυνατόν αυτή να πραγματοποιηθεί, ιδιαίτερα καθώς η επίσημη ρωσική στάση, και με τα λόγια του ίδιου του Καποδίστρια, έχει προσδιοριστεί υπέρ της ακεραιότητας της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Από την άλλη πλευρά, βλέπει την εντατική προ-προετοιμασία στελεχών της Φιλικής Εταιρείας, καθώς είναι πολύ κοντά στον πυρήνα των Φιλικών της Πόλης και δεν μπορεί να διανοηθεί πώς είναι δυνατόν τόσοι άνθρωποι να κινούνται χωρίς να έχουν εξασφαλίσει εκ των προτέρων τη ρωσική υποστήριξη.

Ο Νικόλαος Σπηλιάδης δεν έχει καμία ενημέρωση για τις αντιλήψεις του Καποδίστρια αναφορικά με το Ελληνικό ζήτημα και τις οδηγίες προς τους απεσταλμένους του στις διάφορες περιπτώσεις. Πιθανόν να γνωρίζει την δημόσια θέση του Καποδίστρια ότι η Ρωσία επισήμως στηρίζει το status quo της οθωμανικής ακεραιότητας, την οποία ο Καποδίστριας εξέθεσε αναλυτικά και κατά την συνάντηση του με τους απεσταλμένους των Ηγεμόνων Βλαχίας και Μολδαβίας αλλά και την προσωπική θέση του – σε διάκριση μάλιστα από την ρωσική – ότι «ως Έλλην μεν οφείλω μόνον εκείνην την ελευθερίαν να επιθυμώ, ην οι Έλληνες ήθελον αποκτήσει διά των ιδίων των δυνάμεων και διά της προηγούμενης προόδου των εις τον αληθή πολιτισμόν».[xlviii]

Προφανώς, μετά την μετακίνηση του στην Πόλη και την στενή επαφή του με τα εκεί εταιρικά ηγετικά στελέχη, ο Σπηλιάδης βιώνει το γεγονός ότι ο «τροχός της επανάστασης» έχει τεθεί σε κίνηση και ο ίδιος συνειδητά έχει κάνει την πατριωτική επιλογή του να μετέχει στον Αγώνα. Οι υπαρκτές ιδιαιτερότητες του χαρακτήρα του, όπως αφηγήθηκε ο ίδιος, επέτειναν τις ψυχολογικές μεταπτώσεις και ενοχές του, εστιάζοντας στην υπαρξιακή ανάγκη του να αναδείξει, έστω και με το έσχατο, αλλά ευτυχώς αποτυχημένο, μέσο της αυτοχειρίας την αξιοπρέπεια και αξιοπιστία του υπέρ της ελληνικής χειραφέτησης.

Μέσα από την επώδυνη υπαρξιακή διαδρομή του, ο γνήσιος πατριωτισμός του Σπηλιάδη υπερβαίνει τις εσωτερικές αμφιβολίες και αμφισβητήσεις. Ο Σπηλιάδης θα βρεθεί εξαρχής στην πρώτη γραμμή του Αγώνα και στο επίκεντρο των πολιτικών εξελίξεων, ταγμένος πάντα στην καποδιστριακή πλευρά.

 

Υποσημειώσεις


[i] Πράγματι, τις τελευταίες δυο δεκαετίες η ενίσχυση της διεπιστημονικής προσέγγισης έχει αναδείξει πολλές ουσιαστικές διαστάσεις στην προετοιμασία και έναρξη της ελληνικής επανάστασης, επιφέροντας σημαντικά ρήγματα σε «αναγωγικές» πρωθύστερες ερμηνείες της και υπογραμμίζοντας ένα πλαίσιο συνθηκών που χαρακτηρίζεται  – και στην ελληνική περίπτωση – από σύνθετες και συχνά αντιφατικές διαδικασίες μιας πορείας ιστορικής μετάβασης. Ο Νίκος Θεοτοκάς χαρακτηριστικά υπογραμμίζει: «Η επανάσταση του 1821 αποτέλεσε μια ιστορική συνθήκη όπου αναδείχτηκε η δυναμική συγκερασμού παραδοσιακών αρχών και αναγκών με νεωτερικές ιδέες και μέριμνες. Στη μικρή διάρκεια, τα αποτελέσματα δεν θα ήσαν ούτε δεδομένα ούτε μονοσήμαντα, αφού επρόκειτο για συνεχή διαδικασία, στο πλαίσιο της οποίας το κοινωνικό υποκείμενο κλήθηκε να διαχειριστεί ασύμβατες μεταξύ τους, αλλά εξίσου αναγκαίες για τη συνέχεια της παρουσίας του πολιτισμικές επιταγές. Το γεγονός αυτό επισκιάζεται στη σημερινή, τη δική μας, θέαση του Εικοσιένα, η οποία δεν τελεί υπό το καθεστώς των παλιών καταναγκασμών και δεν ταλαιπωρείται από παρόμοια διφορούμενα. Επηρεασμένες από τις εθνικιστικές αρχές οργάνωσης της σύγχρονης κοινωνίας μας, οι κατεστημένες προσλήψεις του Εικοσιένα οργανώνουν το νόημά του γύρω από το σύνθημα Ελευθερία ή Θάνατος, αποσπώντας το από τον ιστορικό χρόνο στον οποίο ανήκει και αποκαθάροντάς το από τις συγκρούσεις και τις αντιφάσεις που ενέκλειε κατά την παραγωγή του. Αξίζει ίσως στο σημείο αυτό μια πολύ σύντομη παρέκβαση. Καθώς οι ιστορικές αναφορές των εννοιών ιδεολογικοποιούνται και αποκτούν έτσι έναν χαρακτήρα απολύτως μονοσήμαντο, τα γεγονότα του παρελθόντος, όπως η Επανάσταση και ο Πόλεμος της Ανεξαρτησίας, μεταγράφονται ως μετωνυμίες για να στηρίξουν τις ιδεολογικά προδιατεθειμένες κατευθύνσεις της ιστοριογραφίας. Τα τεκμήρια ταξιθετούνται λοιπόν με τρόπο που να υποστηρίζουν ερμηνευτικά τόσο τις «μεγάλες αφηγήσεις» όσο και τις λεγόμενες «αποδομητικές» ιστοριογραφικές προβάσεις. Έτσι, το Εικοσιένα εκλαμβάνεται μονοσήμαντα ως «η αφύπνιση» του έθνους ή ως η συνθήκη της «κατασκευής» του ή, τέλος, ως ομόλογο τμήμα των μεγάλων αστικών επαναστάσεων που σφράγισαν την πολιτική χειραφέτηση του δυτικού κόσμου». Θα επισημάνει εύστοχά ότι «Τα έθνη έχουν ιστορία με μεγαλύτερο ή μικρότερο βάθος χρόνου. Κι ο εθνικισμός, ως ιδεολογική μορφή της νεωτερικότητας, ιδιοποιείται και εθνικοποιεί την ιστορία του έθνους προβάλλοντας σε αυτήν τις αρχές και τις επιδιώξεις του. Η ιστορία του έθνους γίνεται «εθνική ιστορία». Ωστόσο, ούτε οι ιστορικές πραγματικότητες παράγουν τα αποτελέσματά τους με βάση τις λεγόμενες «πρώτες αίτιες» τους, ούτε το παρελθόν εκπηγάζει από τις ύστερες αντιλήψεις που το πραγματεύονται. Οι ιστορίες των εθνών δεν ταυτίζονται με τις δικανικά συγκροτημένες γενεαλογίες των εθνικισμών ούτε, κυρίως, εξηγούν τους τελευταίους. Κι από την άλλη, η προβολή του πολιτικού έθνους σε εθνικές γενεαλογίες κατασκευάζει ένα ιδεολογικοποιημένο παρελθόν έξω και πέρα από την ιστορία», ΝΙΚΟΣ ΘΕΟΤΟΚΑΣ, «Η Επανάσταση του Έθνους και το Ορθόδοξο Γένος. Σχόλια για τις ιδεολογίες στο Εικοσιένα», στο Ηλίας Κολοβός, Δημήτρης Δημητρόπουλος (επιμ.), Πώς προσεγγίζουμε το Εικοσιένα. Πολιτική, Κοινωνία, Ιδεολογία στην Ελληνική Επανάσταση, έκδ. ΕφΣυν, Αθήνα 2021, σελ. 137.

[ii] ΣΤΕΛΙΟΣ ΑΛΕΙΦΑΝΤΗΣ, Ο προ-επαναστατικός Καποδίστριας και το Ελληνικό ζήτημα: Διεθνής Ρευστότητα και Πολιτική Χειραφέτησης, στο Α. ΣΑΜΑΡΑ-ΚΡΙΣΠΗ, Σ. ΜΩΡΑΪΤΗ, Σ. ΑΛΕΙΦΑΝΤΗΣ (επιμ.), Ιωάννης Καποδίστριας-Διεθνείς, Θεσμικές και Πολιτικές Διαστάσεις, 1800-1831, Αθήνα, 2021, σελ. 10-13, ΠΑΝΟΣ Ν. ΣΤΑΜΟΥ, «Ο Λάμπρος Κατσώνης Πρόδρομος του ξεσηκωμού του 1821», στο Γ. ΜΑΤΣΟΠΟΥΛΟΣ, Ελληνική Επανάσταση 1821: Όψεις και Απόψεις, Αθήνα 2023,

[iii] Ήταν μάλιστα ο Καποδίστριας που αναγνώρισε την αδήριτη σημασία της νικηφόρας στρατιωτικά έκβασης της ελληνικής εξέγερσης στην διεθνοποίηση του ελληνικού ζητήματος. «Ἡ ᾿Επανάστασις», θα γράψει στον Μητροπολίτη Ιγνάτιο τον Ιούλιο 1821, «ἄρχισε νὰ κάμνῃ ταχείας προόδους, μόνον κακοὶ ἢ ἀμαθεῖς ἠμποροῦν να θεωρῄσουν τὰ εἲς τὰς  Ηγεμονίας γινόμενα ὣς δείγμα των γενησομένων εἲς τἠν “Ελλάδα, ή Αλβανίαν, ἢ εἲς τὰς Νήσους του Αρχιπελάγους. … Ο κάθε  ἄνθρωπος ὅστις ἐπῆρε τὰ ὅπλα εἲς τὴν “Ελλάδα, ἔχει ἕνα τάφο, µίαν οἴκίαν, μίαν γενεὰν νὰ ὑπερασπισθῇ, ὁ κάθε ναύτης, εἰς τἡν παρούσα τῶν πραγμάτων κατάστασιν, ἔχει ἢ νὰ νικήσῃ ἢ νὰ ἀποθάνῃ, ἔξω ἄν οἳ ναῦταί µας διεφθάρησαν δι’ ὅλου. Δὲν βλέπω λοιπὸν πιθανότητα διαλλαγῆς μεταξὺ Ελλήνων καὶ Τούρκων΄ ἡ µόνη, ἡ ὁποία ἤθελε φανῇ ολίγον δυνατή, ἤθελεν να είναι ἀποτέλεσμα ξένης µεσιτείας, καὶ μάλιστα αν η Ρωσία ήτον μεσιτεύουσα. «Εξω τούτου, πρέπει νὰ νικήσωμεν ή να αποθάνωμεν». «Υπόμνημα Ι. Καποδίστρια προς Μητροπολίτη Ιγνάτιο», στο Ε. ΠΡΩΤΟΨΑΛΤΗΣ, Ιγνάτιος Μητροπολίτης Ουγγροβλαχίας, Αθήνα, 1959, σελ. 164.

Ο Καποδίστριας δεν ηγείται του στρατιωτικού αγώνα, ωστόσο και πάλι θα είναι ο ίδιος – όταν μετά την στρατιωτική επικράτηση της Επανάστασης, το 1823, που θα επιβάλει τελικά την πλήρης διεθνοποίηση του ελληνικού ζητήματος όπως εκφράστηκε και με την αγγλική εντολή αναγνώρισης καθεστώτος εμπολέμων στα ελληνικά πλοία – ο οποίος θα διαπιστώσει, ότι λόγω της εμφύλιας αναμέτρησης (1824-1825), η στρατιωτική εξασθένιση που επήλθε θα έχει ως συνέπεια η διεθνή θέση του νέου κράτους να κυοφορείται, λόγω ακριβώς της εσωτερικής αδυναμίας του, προς μια κατάσταση buffer state του διεθνούς ανταγωνισμού και είναι αυτός που θα επιχειρήσει σε δυσμενείς συνθήκες, ως Κυβερνήτης πλέον, να αξιοποιήσει αυτήν την de facto διεθνή θέση για την ενδυνάμωση της ελληνικής ανεξαρτησίας. Πρόκειται για την έννοια του «παρεμβαλλόμενου» κράτους (buffer state) ανάμεσα σε Μ. Δυνάμεις, ιδιαίτερα όπως αυτό ορίζεται από τον Martin Wight. MARTIN WIGHT, Power Politics, London, Pelican Books, 1979, σελ. 160.

Στο σημαντικό αυτό έργο της μελέτης των Διεθνών Σχέσεων του Martin Wight, ιδιαίτερα χρήσιμο για την κατανόηση της εποχής της «Συνεννόησης Δυνάμεων», η οποία, κατ’ αυτόν ξεκίνησε με το Συνέδριο της Βιέννης του 1815 και τερματίσθηκε με τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο το 1914, ο Wight διακρίνει τα «παρεμβαλλόμενα κράτη» από «παρεμβαλλόμενες ζώνες» (buffer states or zones), ή περιοχές, τις οποίες ορίζει ως «κενό ισχύος» που διεκδικούν δύο οι περισσότερες Μ. Δυνάμεις, όπου κάθε μία προωθεί την επιρροή της, «αναλόγως της ισχύος της, με δύο τρόπους: Είτε υπεραμύνεται την ουδετερότητά της ή την ανεξαρτησία της, είτε επιβάλλει την κατοχή της και, ενδεχομένως την προσάρτηση και μετατροπή της σε μεθοριακή επαρχία». O Καποδίστριας, μάλιστα, από την θητεία του στο ρωσικό υπουργείο εξωτερικών θα είναι πλήρως εξοικειωμένος και με τις «παρεμβαλλόμενες ζώνες», καθώς γνωρίζει το ανεπιτυχές διπλωματικό σχέδιο του Adam Czartoryski, τότε υπουργού εξωτερικών, για την δημιουργία ενός ομοσπονδιακού συστήματος κρατών στην νοτιοανατολική Ευρώπη (1803-1806), το οποίο απέρριψε η Αγγλία. PIOTR ZUREK, “Prince Adam Jerzy Czartoryski and the Plan of the Balkan Federation (1804-1806)”, Historical Contributions / Povijesniprilozi, no 22, Croatian Institute of History, 2002, pp.159-166. Ο Καποδίστριας θα επανέλθει δύο φορές στην ιδέα της «παρεμβαλλόμενης ζώνης» ως αντικείμενο διεθνούς συνεννόησης: την  πρώτη φορά, ως Υπουργός Εξωτερικών του Αλέξανδρου Α΄, στα 1816, με σχετική εισήγηση του για την νέα ανατολική πολιτική της Ρωσίας και την δεύτερη, ως Κυβερνήτης της Ελλάδας, στον Νικόλαο Α’ τον Μάρτιο 1828 με την επιστολή του στον υπουργό εξωτερικών Νέσσελροντ.

[iv] Ο Καποδίστριας, ως Κυβερνήτης παραλαμβάνοντας την εσωτερική κατάσταση ενός αδύναμου κράτους να παρέμβει αυτοδύναμα στην διεθνή διπλωματία, επένδυσε στην εξισορρόπησης διεθνών συμφερόντων και προέβη σε ευέλικτους διπλωματικούς χειρισμούς στο πλαίσιο των υφιστάμενων διαδικασιών διεθνούς συνεννόησης. Όπως, για παράδειγμα, εύστοχα το θέτει ο Γ. Καλπαδάκης: «Την άνοιξη του 1828, επιδιώκοντας να αποσοβήσει τον κίνδυνο μετατροπής του νεότευκτου κράτους σε «αποικία», ο Καποδίστριας εισηγήθηκε τη συγκρότηση μιας συνομοσπονδίας κρατών πάνω στα ερείπια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με συγκροτητικό στοιχείο την ορθοδοξία, αντισταθμίζοντας τη ρωσική επιρροή με σημαντικές γεωστρατηγικές παραχωρήσεις προς τις ευρωπαϊκές Δυνάμεις. … Παρά την εδραία θέση που κατείχε στη γεωστρατηγική σκέψη του Καποδίστρια η ρωσική παράμετρος, η θεμελίωσή της στο διπλωματικό πραγματισμό και η παρεπόμενη μέριμνά του να συμβάλει στην εξισορρόπηση των ανταγωνισμών ανάμεσα στις ξένες δυνάμεις θα τον διαφοροποιούσε ριζικά τόσο από τα μεσσιανικά νεοβυζαντινά ρεύματα που βλάστησαν μετά τον θάνατό του, όσο και από την πύρινη συνθηματολογία του Ιωάννη Κωλέττη, ο οποίος καθήλωσε τη «Μεγάλη Ιδέα» στα λαοφιλή στεγανά ενός αόριστου πολιτικού προτάγματος. … Η διττή στρατηγική που ανέπτυξε το 1828-1829 συνάρθρωνε το συναινετικό σχήμα των πολυμερών διασκέψεων με τη διαμόρφωση μιας υπόγειας ελληνορωσικής συναντίληψης για την τύχη των μετα-οθωμανικών Βαλκανίων. Πλασμένη με ριζοσπαστικά υλικά αφανέρωτα πίσω από τη μετριοπαθή διπλωματική δράση του, η δισυπόστατη γεωστρατηγική αντίληψη του Καποδίστρια του επέτρεψε να χαράξει εκλεπτυσμένους σχεδιασμούς μακράς πνοής που υποστήριζαν τις αρετές μιας ομοσπονδιακής επίλυσης του Ανατολικού Ζητήματος – μην παραλείποντας να τις επενδύσει με πρόνοιες που θα επέτρεπαν στο ελληνικό στοιχείο να ηγηθεί της αυτοδύναμης πορείας του όλου οικοδομήματος». Γ. ΚΑΛΠΑΔΑΚΗΣ, «Η γεωστρατηγική σκέψη του Ιωάννη Καποδίστρια στην Επανάσταση του 1821 και στο ελληνικό κράτος», στο Κ.Ε. ΜΠΟΤΣΙΟΥ-Σ. ΡΙΖΑΣ (επιμ.), 1821 Από την Επανάσταση στο Κράτος, Αθήνα, 1821, σελ. 265-267.

[v] Είναι χαρακτηριστικό των συστηματικών διεργασιών και της έκτασης των κινητοποιήσεων όσα μας μεταφέρει η Ρωξάντρα Στούρτζα: «Μου ζήτησαν να πείσω τον Αυτοκράτορα να παρακολουθήσει στον Αγ. Γεώργιο την λειτουργία μια Κυριακή. Του μίλησα για αυτό. Δέχθηκε αμέσως με μεγάλη καλοσύνη. … Αυτή η δημόσια ένδειξη ενδιαφέροντος και προσοχής από Ρώσους ομόδοξους μπορούσε να ενισχύσει τις ελπίδες των Ελλήνων και να ενισχύσει την προσήλωση τους στην Ρωσία. Έτσι ο π. Trautmansdorff, μέγας διδάσκαλος της Αυλής της Βιέννης επιφορτίστηκε να ρυθμίσει το θέμα. Υποσχέθηκε στους Έλληνες Αυστριακούς υπηκόους ότι ο Αυτοκράτορας Αλέξανδρος Α’ θα πήγαινε στην εκκλησία τους. Όμως δεν ήταν αυτό που υπολογίζαμε. Επιθυμούσαμε να δούμε τον Μονάρχη της Ρωσίας να προσεύχεται μαζί με τους δυστυχείς Έλληνες που βρίσκονταν κάτω από τον οθωμανικό ζυγό. Για το θέμα αυτό απευθύνθηκα στον πρίγκιπα Clary που ήταν αφοσιωμένος σε μένα. Τον διαβεβαίωσα ότι αγαπούσα ιδιαίτερα αυτήν την εκκλησία, γιατί είχε κτισθεί από έναν πρόγονο μου. Διακρίνοντας στην επιμονή μου έναν ρομαντισμό και χωρίς να δίνει μεγάλη σημασία σε αυτό που του είχε πει ο Trautmansdorff, πρίγκιπας διέταξε τις άμαξες της Αυλής να κατευθυνθούν εκεί όπου του είχα υποδείξει, και μάλιστα προηγήθηκε της πομπής για να με ικανοποιήσει. Όλοι οι Έλληνες συγκεντρώθηκαν αμέσως στην εκκλησία των Οθωμανών υπηκόων. Ο Αλέξανδρος εμφανίστηκε με την σύζυγό του και όλη την Αυλή του. Από απλή σύμπτωση, ο Καποδίστριας είχε έρθει από την Ελβετία την ίδια ημέρα και παρέστη στην λειτουργία μαζί με τον πρίγκιπα Υψηλάντη. Μου φαίνεται ότι βλέπω ακόμη μπροστά μου αυτή την εκπληκτική επανένωση. Στη δεξιά πλευρά του ναού στεκόταν ο αυτοκράτορας με τη σύζυγό του μαζί με την ακολουθία του και τους Αυστριακούς ακολούθους που τον συνόδευαν τιμητικά. Στην αριστερή πλευρά όλη η ελληνική παροικία με επικεφαλής τον Καποδίστρια και τον Υψηλάντη. Τα πρόσωπα και των δύο όμορφα και ρομαντικά, με μελαγχολική έκφραση που έμοιαζε να αναγγέλλει τις δυστυχίες και το μελλοντικό πεπρωμένο της Ελλάδος. Όταν τελείωσε η λειτουργία, ο Αυτοκράτορας έγινε δεκτός βγαίνοντας από τον ναό με επευφημίες και φωνές που αντηχούσαν σε όλο τον δρόμο και επαναλάμβαναν συνεχώς «ζήτω ο Αλέξανδρος».ROXANDRE EDLING-STURDZA, Memoires de la Comtesse Edling, 1888, pp. 169–170.

[vi] Το εγχείρημα της «Φιλομούσου» της Βιέννης δεν αποτέλεσε μόνο μια πρόταση τσαρικού χειρισμού ενίσχυσης της ρωσικής επιρροής στους υπόδουλους Έλληνες και ανάσχεσης της αγγλικής επιρροής μέσω της αντίστοιχης «Φιλόμουσο» των Αθηνών. Ήταν ταυτόχρονα, δια της θεσμικής συνεργασίας των δύο εταιρειών, και μια άτυπη ρωσική πρόταση προς την αγγλική πλευρά για την διαμόρφωση μιας συναντίληψης των δύο Μ. Δυνάμεων στο ελληνικό ζήτημα, που ωστόσο προσέκρουε στο αγγλικό θέσφατο του οθωμανικού εδαφικού status quo. Το ζήτημα των δύο αυτών Εταιρειών εξετάζεται από διαφορετικές προσεγγίσεις καθώς συνδέεται με την προ-επαναστατική προετοιμασία. Ενδεικτικά: Ι. ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ, «Επισκόπησις της πολίτικης μου σταδιοδρομίας από του 1798 μέχρι του 1822», Γενεύη, 12/24 Δεκεμβρίου 1826, Αρχείο Καποδίστρια, τομ.1, σελ. 29, http://kapodistrias.digitalarchive.gr/, ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ ΒΕΛΙΑΝΙΤΗΣ, Η Φιλόμουσος Εταιρεία των Αθηνών, Αθήνα 1993, Ε. Κούκου, Ο Καποδίστριας και η παιδεία, 1803-22, Η Φιλόμουσος Εταιρεία της Βιέννης, Αθήναι 1958, ΣΟΦΙΑ ΜΩΡΑΪΤΗ, «Φιλόμουσοι και Φιλογενείς: η προσέγγιση του Ιωάννη Καποδίστρια στο ελληνικό ζήτημα», Πρακτικά ΙΒ Πανιόνιο Συνέδριο, Ζάκυνθος, 20.10.2023, ΣΤΕΡΓΙΟΣ ΖΥΓΟΥΡΑΣ, “Φίλοι των Μουσών” vs “Φιλικοί της Οδησσού”: Εταιρισμός, Επαναστατισμός και Ελληνικό Ζήτημα στο ξημέρωμα του 19ου αιώνα, Πρακτικά ΙΒ Πανιόνιο Συνέδριο, Ζάκυνθος, 20.10.2023, ΣΤΕΡΓΙΟΣ ΖΥΓΟΥΡΑΣ, «4.4. Οι Φιλόμουσοι ή Φιλογενείς ή Φιλόκαλοι ή Φιλάνθρωποι ή Φιλικοί ή Φίλοι δημιουργούν «Ελληνικό Μουσείο» ή «Ελληνικό Σχολείο», δηλαδή Ελληνική Επανάσταση», στο: Από την Ανάσταση του 1819 στην Επανάσταση Του 1821, 11ο Μέρος,  https://karavaki.wordpress.com/2018/05/21/capodistias-corfu-1819_11/

[vii] ΠΟΛΥΧΡΟΝΗΣ Κ. ΕΝΕΠΕΚΙΔΗΣ, Ρήγας-Υψηλάντης-Καποδίστριας, Αθήνα, 1965, σελ. 185 (Σημ. υπογραμμίσεις δικές μου)

[viii] ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΔΑΦΝΗΣ, Ιωάννης Καποδίστριας, Αθήνα, 1975, σελ. 301. (Σημ. υπογραμμίσεις δικές μου)

[ix] Σ. ΑΛΕΙΦΑΝΤΗΣ, «Ιωάννης Καποδίστριας και Ευρώπη του Συνεδρίου της Βιέννης», Συνέδριο με θέμα: “Ιωάννης Καποδίστριας, ο οραματιστής.” Κέρκυρα 8, 9 ,10 Οκτωβρίου 2021,  https://www.academia.edu/video/kVrzOk

[x] Η «Εταιρεία των Φίλων των Μουσών» και η «Εταιρεία των Φίλων», καίτοι εμφανίστηκαν παράλληλα και διακριτά, συχνά ταυτίστηκαν σε βαθμό σύγχυσης μεταξύ των δύο, κυρίως στα γραπτά ευρωπαίων. ΠΟΛΥΧΡΟΝΗΣ Κ. ΕΝΕΠΕΚΙΔΗΣ, οπ. π., σελ. 106. Αν και είναι ενδιαφέρουσα η διερεύνηση των σχέσεων της «Εταιρεία των Φιλόμουσων» της Βιέννης με την «Φιλόμουσο Εταιρεία» της Αθήνας, η «Εταιρεία των Φίλων» γίνεται αντιληπτή από τους σύγχρονους της ως «Εταιρεία των Φίλων του Γένους», πρακτικά ένας φορέας ως η πλέον πρόσφατη έκφραση ενός φιλογενούς ρεύματος, το οποίο οργανωτικά ήδη από τα τέλη του 17ου αιώνα εκφραζόταν με φορείς με παρόμοια ή και με την ίδια ονομασία αλλά πάντα με επίκεντρο την χειραφέτηση του Γένους των ελληνορθόδοξων χριστιανών. Ο Ε. Πρωτοψάλτης αναφέρει ότι η πρώτη «Εταιρεία των Φίλων» λειτουργούσε από το 1780 στο Βουκουρέστι με την κάλυψη του Ηγεμόνα Αλέξανδρου Υψηλάντη και ήταν «ελληνική μυστική απελευθερωτική οργάνωση στην οποία μετείχαν εκτός των Ελλήνων και εντόπιοι Βλάχοι», ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ Γ. ΠΡΩΤΟΨΑΛΤΗΣ, Η Φιλική Εταιρεία – Αναμνηστικόν Τεύχος επί τη 150 Επετηρίδι, Ακαδημία Αθηνών, Οκτώβριος 1964. Το έργο του Ρήγα θα συνεχίσει να έχει στο επίκεντρο την χειραφέτηση του ελληνορθόδοξου γένους, το οποίο λειτουργεί ως κοινό πολιτικό υπόβαθρο τοπικών εθνοτήτων, ωστόσο μετά την αναδίπλωση της Μ. Αικατερίνης στο ανατολικό ζήτημα, ο Ρήγας θα επενδύσει στις ευνοϊκές για το Γένος ανατροπές που ενδέχεται να επιφέρει ο Ναπολέοντας. Αλλά ακόμη και η επαναστατική προκήρυξη του Αλέξανδρου Κ. Υψηλάντη, με το «εν ενί λόγω η Ελλάς άπασα» αναφέρεται ευθέως στο ελληνορθόδοξο Γένος ως το ευρύτερο πολιτικό υποκείμενο της εξέγερσης, διακηρύσσοντας ότι «ο Μωρέας, η Ήπειρος, η Θεσσαλία, η Σερβία, η Βουλγαρία, τα νησιά του Αρχιπελάγους, εν ενί λόγω η Ελλάς άπασα, έπιασε τα όπλα», ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ, Επαναστατική Προκήρυξη, 24/2/1821.

[xi] «Αλλά και στην ίδια την Ρωσία», επισημαίνει εύστοχα ο Άρς, «η πολιτική κατεύθυνση σε σχέση με την Πύλη, που είχε χαραχτεί από τον Αλέξανδρο Α΄, συναντούσε αντίσταση. Στους ρωσικούς ιθύνοντες κύκλους υπήρχαν πολλοί υποστηρικτές της παράδοσης της ανατολικής πολιτικής της Αικατερίνης Β΄, η οποία προέβλεπε σκληρότητα και αποφασιστικότητα σε σχέση με την Πύλη και στενούς δεσμούς με τον χριστιανικό πληθυσμό της Βαλκανικής Χερσονήσου. Σε αυτό πρέπει να προσθέσουμε και τις ατομικές ιδιαιτερότητες της ψυχολογίας και του πολιτικού ύφους του αυτοκράτορα που κυβερνούσε τότε τη Ρωσία.  Ένα από τα παράδοξα της πολιτικής και της διπλωματίας του Αλέξανδρου Α’ συνίστατο στο γεγονός ότι αυτός είχε αναθέσει την πρακτική εφαρμογή της σχεδιασμένης από αυτόν νέας πολιτικής κατεύθυνσης σε σχέση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, σε δύο ανθρώπους [Ι. Καποδίστριας & Γ.Α. Στρόγκανοφ] που συμμερίζονταν διαφορετικές απόψεις για τους στόχους και τις μεθόδους της βαλκανικής και ανατολικής πολιτικής της Ρωσίας», ΓΚΡΙΓΚΟΡΙ ΑΡΣ, Ο Ιωάννης Καποδίστριας στην Ρωσία, Αθήνα 2015, σελ. 117.

[xii] Η εσπευσμένη συνομολόγηση της Συνθήκης του Βουκουρεστίου (1812) ήταν προϊόν αδήριτης ρωσικής αναγκαιότητας. Αν και η Ρωσία, μετά τις νίκες του στρατηγού Κουτούζοφ, επέσπευσε τον τερματισμό του ρωσο-οθωμανικού πολέμου λόγω της αναμενόμενη γαλλικής απειλής, η Συνθήκη, που υπογράφηκε μόλις δεκατρείς μέρες πριν την έναρξη της ρωσικής εισβολής του Ναπολέοντα, ανέδειξε την Ρωσία σε ισχυρή δύναμη στον Δούναβη και στην Μαύρη θάλασσα. Σύμφωνα με την Συνθήκη, η Ρωσία αποσύρθηκε στρατιωτικά από τις Ηγεμονίες διατηρώντας τα προηγούμενα συμβατικά δικαιώματα της στο διοικητικό καθεστώς της και η Πύλη αναγνώρισε την ρωσική προσάρτηση της Βεσσαραβίας. Επίσης υπογράφηκε εκεχειρία με τους από τα 1804 εξεγερμένους Σέρβους και δόθηκε καθεστώς αυτονομίας στη Σερβία, ωστόσο με την αποχώρηση της ρωσικής στρατιωτικής παρουσίας οι σερβο-οθωμανικές σχέσεις επιδεινώθηκαν ραγδαία και ο Σουλτάνος προχώρησε σε βίαιη καταστολή των εξεγερμένων, χωρίς η Ρωσία (λόγω της γαλλικής εισβολής) να είναι σε θέση να αντιδράσει. Στην Μαύρη θάλασσα, η Πύλη παραιτήθηκε από τις διεκδικήσεις της στην δυτική Γεωργία, ενώ η Ρωσία της επέστρεψε σχεδόν ότι είχε χάσει στα ανατολικά (Poti, Anapa και Akhalkalali) διατηρώντας όμως το Sukhum-Kale στις ακτές της Αμπχαζίας αλλά αρνούμενη την παράδοση πίσω στην Πύλη κατακτημένων οχυρών θέσεων. Δες: JOHN F. BADDELEY, The Russian conquest of the Caucasus, London, New York, Bombay, Calcutta: Longmans, Green and Co., 1908, ANDREW ROBARTS, «Treaty of Bucharest» στο ÁGOSTON, GÁBOR; MASTERS, BRUCE, Encyclopedia of the Ottoman Empire, 2009, p. 94.

[xiii] Το συμβατικό δικαίωμα της Ρωσίας στην «προστασία ομόδοξων χριστιανών» εδράζεται στα άρθρα 7 και 14 της Συνθήκης του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774) ως συνέπεια του ρωσο-οθωμανικού πολέμου (1768-74), αλλά συνάγεται και από το σύνολο των δικαιωμάτων που παρείχε η Συνθήκη στους ομόδοξους στις Ηγεμονίες, στον Μοριά και στα νησιά του Αιγαίου. Στα  συγκεκριμένα αυτά άρθρα προβλέπεται το σχετικό ρωσικό δικαίωμα, ένα νομικό ζήτημα που οι διάφορες ενδιαφερόμενες πλευρές σε διάφορες συγκυρίες (όπως η Ελληνική Επανάσταση ή ο Κριμαϊκός πόλεμος) για διπλωματικούς λόγους της συγκυρίας έδιναν είτε ευρύτατο ή στενότερο περιεχόμενο. Για παράδειγμα, ο Μέττερνιχ αναλύοντας την Συνθήκη θεωρούσε ότι η συμβατική υποχρέωση της Πύλης να επιτρέψει για πρώτη φορά την ίδρυση ορθόδοξης εκκλησίας για τους χριστιανούς στην Πόλη υπό την προστασία της Ρωσίας εξαντλούσε μόνο εκεί περιοριστικά το ρωσικό δικαίωμα επέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις υπέρ των ομόδοξων της, δες: “Metternich’s Dispatch to Prince Esterhazy, March 17, 1822”, στο PAUL SCHROEDER, Metternichs Diplomacy at its Zenith (New York, 1969), p. 188. Ωστόσο, ακόμη και στο ειδικό, αλλά εξέχοντος πολιτικού συμβολισμού, θέματος της ανέγερσης εκκλησίας μέσα στην ίδια την Πόλη η συμβατική δέσμευση της Πύλης δεν μπορεί να αγνοηθεί, δες: RODERIC H. DAVISON, “TheDosografaChurch in the Treaty of Küçük Kaynarca:, Bulletin of the School of Oriental and African Studies, University of London, Vol. 42, No. 1, 1979. Θα μπορούσε ορθά να υποστηριχθεί, επισημαίνει εύστοχα ο Davison, ότι η Ρωσία δεν χρειαζόταν καθόλου να ενεργήσει βάσει των Συνθηκών ως προστάτης των χριστιανών, και αυτό το επιχείρημα, εκφράζεται σε ρωσικές δηλώσεις του 1853 όπου ο Βαρόνος Brunnow, ρώσος πρέσβης στο Λονδίνο, έγραψε ιδιωτικά στον Πρίγκιπα Menshikov και τον Κόμη Nesselrode: «Η Ρωσία είναι ισχυρή, η Τουρκία είναι αδύναμη, αυτό είναι το προοίμιο όλων των Συνθηκών μας«. Letter of March 21/April 2, 1853, F. DE MARTENS, ed., Recueil des Traites et Conventions Conclus par la Russie, 15 vols, St. Petersburg, 1874-1909. Αλλά και ο ίδιος ο Nesselrode έγραψε αμέσως μετά: «Το  δικαίωμα της Ρωσίας στηρίζεται σε ένα αναμφισβήτητο γεγονός: 50 εκατομμύρια ορθόδοξοι Ρώσοι δεν μπορούν να παραμείνουν αδιάφοροι στην τύχη 12 εκατομμυρίων ορθόδοξων υπηκόων του Σουλτάνου«, Nesselrode to Brunnow, April 20/May 2, 1853, παρατίθενται στο: ROTERIC Η. DAVISON, ʺRussian skill and Turkish imbecility: Τhe treaty of Kuchuk Kainardji reconsidered”, Slavic Review, no 25, 1976.

[xiv] Μάλιστα, «την βαθιά ριζωμένη καχυποψία της Πύλης για την πολιτική της Ρωσίας», επισημαίνει ο Άρς, «προσπαθούσε με κάθε τρόπο να συντηρήσει η ευρωπαϊκή διπλωματία, ιδίως εκείνη της Αγγλίας και της Αυστρίας», ΓΚΡΙΓΚΟΡΙ ΑΡΣ, Ο Ιωάννης Καποδίστριας στην Ρωσία, οπ. π., σελ. 117.

[xv] ΓΚΡΙΓΚΟΡΙ ΑΡΣ, οπ. π., σελ. 116

[xvi] Το σχετικό απόσπασμα οδηγιών από ρωσικά αρχεία παρατίθεται στον ΓΡΙΓΚΟΡΙ ΑΡΣ, οπ. π., σελ. 116.

[xvii] Οπ. π., σελ. 116.

[xviii] Οπ. π., σελ. 116.

[xix] Οπ. π., σελ. 117.

[xx] Απορρίπτοντας την σχετική εισήγηση του Ι. Καποδίστρια για την ρωσική ανατολική πολιτική, ο Αλέξανδρος έθεσε το δικό του πλαίσιο: «Αι σκέψεις αύται είναι πολύ λογικαί, αλλά διά να εκτελέση τις τι πρέπει να προσφύγη εις το τηλεβόλον, τούθ’ όπερ δεν επιθυμώ. Αρκετούς πολέμους έσχομεν επί του Δουνάβεως· οι δε τοιούτοι πόλεμοι επιδρούν κακώς επί του ηθικού των στρατευμάτων. Του τελευταίου τούτου σείς ο ίδιος υπήρξατε μάρτυς. Αφ’ ετέρου η ειρήνη της Ευρώπης δεν έχει εισέτι στερεωθή, οι δε υποκινηταί των επαναστάσεων ουδέν θα επεθύμουν τόσον όσον να με ιδούν εις ρήξιν προς τους Τούρκους. Καλή ή κακή, η σύμβασις του Βουκουρεστίου πρέπει να τηρηθή. Πρέπει να την δεχθώμεν και να προσπαθήσωμεν να ωφεληθώμεν εξ αυτής όσον το δυνατόν περισσότερον, ίνα προξενήσωμεν κάτι καλόν εις τας παριστρίους ηγεμονίας και εις τους Σέρβους και ιδίως ίνα οι Τούρκοι μη μας ενοχλούν διά των αξιώσεων αυτών επί της ασιατικής ακτής.Υπό το πνεύμα τούτο συνιστώ να ασχοληθήτε με την αποστολήν του κ. Στρόγανωφ», Ι. ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ, «Επισκόπησις …», οπ. π.,τ. Α’, σελ. 34.

[xxi] Στα 1819, παραμονές της ιστορικής επίσκεψης του Καποδίστρια στην γενέτειρα του Κέρκυρα, ο ίδιος ο Καποδίστριας αναφέρει τις ρητές οδηγίες του Τσάρου: «…Σας συνιστώ να μη εξέλθετε της πορείας ην ακολουθούμεν. Προσπαθήσατε να φέρετε την γαλήνην ειςτην πατρίδα σας. Δώσατε εις τους Επτανησίους και δι’ αυτών εις τους λοιπούς Έλληνας να εννοήσουν ότι πρέπει να είναι λογικοί. Επιθυμώ βεβαίως να συντελέσω εις την καλυτέρευσιν της τύχης των, αλλ’ επί τη βάσει των συνθηκών. Ο Κόσμος έχει ανάγκην ησυχίας. Ταύτην δυνάμεθα να εξασφαλίσωμεν μόνον διά της ενώσεως μεταξύ των ευρωπαϊκών Κυβερνήσεων. Ο δε μέγας ούτος καρπός των προσπαθειών μας θα εξηφανίζετο ευθύς ως τα εν Ανατολή συμφέροντα ήθελον ρίψει το σπέρμα της διχονοίας εις το μέσον ημών. Πρέπει συνεπώς να αφήσωμεν τα πράγματα ως έχουν και να περιορισθώμεν να πράξωμεν ιδιαιτέρως υπέρ των Ελλήνων ό,τι καλόν δυνηθώμεν, αλλά χωρίς διά τούτο να τους ενθαρρύνωμεν να περιμένουν από Εμέ ό,τι αυτήν την στιγμήν δεν έχω την δυνατότητα να πράξω υπέρ αυτών.», Ι. ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ, «Επισκόπησις …», οπ. π.,τ. Α’, σελ. 51.

[xxii] Ι. ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ, «Επισκόπησις …», οπ. π., τ. Α’, σελ.35.

[xxiii] Το σχετικό απόσπασμα της αλληλογραφίας Καποδίστρια από ρωσικά αρχεία παρατίθεται στον ΓΚΡΙΓΚΟΡΙ ΑΡΣ, οπ. π., σελ. 118

[xxiv] Μέχρι το Συνέδριο του Άαχεν (1818) ο Αλέξανδρος επεδίωκε να εμπεδώσει την επιρροή του σε κάθε σχεδόν ευρωπαϊκό θέμα, προσπαθώντας να αξιοποιήσει κάθε παρουσιαζόμενη ευκαιρία. «Στην Γερμανία», για παράδειγμα επισημαίνει ο Webster, «ο Κάστλρεη επίσης υποστήριζε γενικά την πολιτική Μέττερνιχ εναντίον του Τσάρου. Στην Τελική Πράξη της Βιέννης μόνο το περίγραμμα της Γερμανικής Συνομοσπονδίας είχε διευθετηθεί. Οι λεπτομέρειες παρέμειναν να διευκρινιστούν και πολλά βασίζονταν σ’ αυτές. Πόσο επέτρεπε η Συνομοσπονδία στα μέλη της να ακολουθούν την δική τους εξωτερική και εσωτερική πολιτική; Θα ήταν εφικτό τα μικρότερα κράτη να εξαναγκαστούν σε υποταγή στην Αυστρο-Πρωσική ηγεμονία, ειδικότερα οι περισσότερο Φιλελεύθερες Δυνάμεις του Νότου; Ούτε η Ρωσία, ούτε η Γαλλία επιθυμούσαν να δουν μια ισχυρή και ενωμένη Κεντρική Ευρώπη. Από την άλλη πλευρά, ο Κάστλρεη την θεωρούσε ως ουσιαστική για την σταθερότητα στην ήπειρο, και για να πετύχει αυτόν τον σκοπό ευνοούσε πάντα την προσέγγιση Πρωσίας και Αυστρίας. Επομένως, η Βρετανική επιρροή σχεδόν πάντα ασκείτο υπέρ της Αυστριακής πλευράς», στο C. K. WEBSTER, The Foreign Policy of Castlereagh, 1815-1882, London, 1925, p. 116. «Και στην περίπτωση αυτή», συμπεραίνει ο Webster, «ήταν δυνατόν να φανταστεί κανείς την ύπαρξη ενός ρωσικού σχεδίου για να εδραιωθεί μια ρωσική ηγεμονία στην Γερμανία ή τουλάχιστον για να εμποδιστεί η Αυστρία να υλοποιήσει την δική της», στο C. K. WEBSTER, op. cit., p. 95. Από αυτήν, την γενικότερη, σκοπιά φαινόταν ότι οι προβλέψεις του Καποδίστρια το 1815 δικαιωνόταν σχετικά με «το συμπέρασμα εις το οποίον ωδήγει αναγκαίως η ανάλυσις της συνθήκης ταύτης [των Παρισίων]», ότι δηλαδή γενικότερα οι διακανονισμοί στο Παρίσι και στη Βιέννη αντανακλούσαν εμπεδωμένους συσχετισμούς μεταξύ των Μ. Δυνάμεων και ότι «η θέσις των πέντε Μεγάλων Δυνάμεων δεν θα ήτο πλέον επί ίσοις όροις», στο Ι. ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ, «Επισκόπησις …», οπ. π.,τ. Α’, σελ. 20.

[xxv] Σχετικά με τις ρωσο-οθωμανικές σχέσεις ως αντικείμενο της διεθνούς συνεννόησης και ο Webster επισημαίνει: «Στην ίδια την Κωνσταντινούπολη η Ρωσία είχε, φυσικά, πάγια και έννομα συμφέροντα. Ο Σουλτάνος το 1815 είχε ανόητα απορρίψει την εγγύηση που ο Κάστλρεη είχε προτείνει στην Βιέννη, και υπήρχαν πολλά εκκρεμή ζητήματα μεταξύ Πύλης και Ρωσίας», στο C. K. WEBSTER, op. cit., p. 96. Άλλωστε Ο ίδιος ο Καστλρέη, από τον Ιανουάριο 1816, στις διπλωματικές οδηγίες του προς την βρετανική πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη καθόριζε ότι: «η πολιτική μας είναι να πετύχουμε η Πύλη να διεξάγει τις συνομιλίες της με την Ρωσία με τρόπο ώστε να αποφύγει να δώσει σ’ αυτήν την Δύναμη οποιοδήποτε δίκαιο ή έστω εύλογο κίνητρο για πόλεμο … στην παρούσα κατάσταση της Ευρώπης, και ο συσχετισμός ισχύος των δύο Κρατών, η διατήρηση της ειρήνης με την Πύλη έχει απείρως μεγαλύτερη επίπτωση από οτιδήποτε ή ακόμη από το σύνολο των ζητημάτων που τίθενται ως θέμα με την Ρωσία» και συνέστησε να δοθεί στην Πύλη επίσημη προειδοποίηση, από κοινού με την Αυστρία, ότι εάν μια υπεροπτική συμπεριφορά δώσει στην Ρωσία μια δικαιολογία για πόλεμο, καμιά βοήθεια δεν πρέπει να αναμένεται από τις Δυτικές Δυνάμεις, στο «Castlereagh Instruction to Frere, Jan. 29, 1816, F.O. Turkey, 86», C. K. WEBSTER, p. 350. Πράγματι από διπλωματικής πλευράς, ο Καποδίστριας φαίνεται να εκτιμούσε ορθά τις  δυνατότητες άσκησης πιέσεων στην Πύλη αλλά και εύλογα τα περιθώρια διπλωματικής απομόνωσης της, που θα μπορούσαν να συντελέσουν σε μια θετική έκβαση της διεθνούς συνεννόησης, ειδικά μάλιστα με την Αγγλία. ΣΤΕΛΙΟΣ ΑΛΕΙΦΑΝΤΗΣ, Προ-επαναστατικός Καποδίστριας, 1814-1821: Τομή στην Συνέχεια μισού Αιώνα Αγώνων Χειραφέτησης, στο Γ. ΠΟΥΚΑΜΙΣΑΣ-Σ. ΖΑΜΠΟΥΡΑΣ-Σ. ΑΛΕΙΦΑΝΤΗΣ: Το Ελληνικό Ζήτημα στο Διεθνές Σύστημα Ισορροπίας Δυνάμεων, 1814-1821, Αθήνα, 2019, σελ. 33

[xxvi] Ο Καποδίστριας εισηγήθηκε στον Αλέξανδρο στο πλαίσιο των διπλωματικών οδηγιών στον νέο πρέσβη στην πύλη, Γκρ. Στρογκάνοφ, ένα διαφορετικό πολιτικό πλαίσιο ρυθμίσεων που επιδίωκε διαδικασίες διεθνούς συνεννόησης για τον τερματισμό της οθωμανικής κυριαρχίας στα νοτιο-ανατολική Ευρώπη. στο Ι. ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ, «Επισκόπησις …», οπ. π., τ. Α’, σελ. 33.

[xxvii] Όπως επισημαίνει ο Τ. Κανδηλώρος, σε επιστολή της από την Βαϊμάρη στον Καποδίστρια ήδη στα τέλη 1817, η Ρωξάνδρα Στρουντζα, πάντα ενήμερη για τα τεκταινόμενα της τσαρικής Αυλής, «τον βεβαιοί ότι εσχημάτισε πλέον γνώμην, ότι οΤσάρος προστατεύει τον δεσποτισμόν της Ιεράς Εξετάσεως του Βασιλέως της ισπανίας, πολεμών το δίκαιο του ανθρώπου εις τας εν Αμερική Ισπανικάς κτήσεις», στο ΤΑΚΗΣ ΚΑΝΔΗΛΩΡΟΣ, Η Φιλική Εταιρία,1814-1821, σελ. 166. Η ραγδαία στροφή στον συντηρητισμό που έχει επισημανθεί από όλους τους μελετητές της περιόδου δεν οφείλεται μόνο στην όποια καθεστωτική απειλή θεωρούσε ότι αντιπροσώπευε ο «καρμποναρισμός» και στην μυστικιστική θρησκευτική ροπή της αποστολής των Ηγεμόνων. Ο Αλέξανδρος Α’, μετά την αποτυχία του διπλωματικού εγχειρήματος του Συνεδρίου του Άαχεν, όπου οι «πανευρωπαϊκές» φιλελεύθερες προτάσεις του Ι. Καποδίστρια αποτελούσαν το όχημα εμπέδωσης του ποθητού ρωσικού ευρωπαϊκού ρόλου με την de Jure αναίρεση των περιορισμών της Βιέννης (1815), φαίνεται ότι επιχειρούσε να δώσει έναν νέο περιεχόμενο στον ρωσικό ευρωπαϊκό ρόλο: αυτόν του εγγυητή της καθεστηκυίας ευρωπαϊκής τάξης με όχημα την ενεργοποίηση της Ιεράς Συμμαχίας, την οποία οι λοιπές Μ. Δυνάμεις είχαν μέχρι το 1819 απονεκρώσει και που τώρα οι ανάγκες πρωτίστως αυστριακής σταθεροποίησης του Μέττερνιχ (αλλά όχι της Αγγλίας του Καστλρέη και προπάντων του Γ. Καννιγκ) χρησιμοποιούνταν για να ρυμουλκήσουν την διπλωματική (αλλά όχι στρατιωτική) ρωσική υποστήριξη στις επιδιώξεις τους σε Γερμανία, Ιταλία και Ισπανία. Στα 1821, και ο ίδιος ο Κάστλρεη, αντιμέτωπος με την Ελληνική Επανάσταση, θα αναγκαστεί, παρελκυστικά βέβαια, σε επιστολή του προς τον Αλέξανδρο Α’ να επικαλεστεί αυτές τις αρχές που ο ίδιος είχε καταδικάσει. The Marquess of Marquees of Londonderry to his Imperial Majesty the Emperor of all the RussiasForeign Office, London, July 16, 1821”, στο CHARLES MARQUEES OF LONDONDERRY, Correspondence, dispatches and other Papers of Viscount Castlereagh, Vol 11, London 1853,pp. 403-408.

[xxviii] Η Ελληνική Επανάσταση θα αναδειχθεί ως πεδίο της ευρωπαϊκής αντιπαράθεσης δύο εναλλακτικών προσεγγίσεων, που θα θέσουν κρίσιμα διλήμματα στην αγγλική και ρωσική πολιτικής πριν οδηγηθούν από την στρατιωτική επικράτηση της Επανάστασης στην διεθνή συνεννόηση του Πρωτοκόλλου της Αγ. Πετρούπολης στα 1826.  Για τα διλήμματα αυτά στο Λάυμπαχ, ο Χ. Κίσινγκερ θα επισημάνει «το ζήτημα μεταξύ Μέττερνιχ και Καποδίστρια επιλύθηκε σε μια διαμάχη όπου οι επιταγές της αρχής της νομιμότητας επιβλήθηκαν στις εθνικές διεκδικήσεις… με τα λόγια του Μέττερνιχ “δύο παρατάξεις είναι αντιμέτωπες παντού στον κόσμο: οι Καποδίστριες και οι Μέττερνιχ. Καθώς ο Τσάρος είναι ένας Μέττερνιχ, οι αντίπαλοι του θα αφεθούν στην μοίρα τους”…», στο HENRY KISSINGER, A World Restored: Metternich, Castlereagh and the problems of Peace, 1812-1822, Harvard University, 1954, p. 292, Γ. ΠΟΥΚΑΜΙΣΑΣ, Καποδίστριας και Μέττερνιχ. Δύο αντίθετες αντιλήψεις για το Ανατολικό Ζήτημα, Αθήνα 2010.

[xxix] ΣΕΡΓΙΟΣ ΖΑΜΠΟΥΡΑΣ, Η Πολιτική Προσωπικότητα του Ι. Καποδίστρια, στο Α. ΣΑΜΑΡΑ-ΚΡΙΣΠΗ, Σ. ΜΩΡΑΪΤΗ, Σ. ΑΛΕΙΦΑΝΤΗΣ (επιμ.), Ιωάννης Καποδίστριας-Διεθνείς, Θεσμικές και Πολιτικές Διαστάσεις, 1800-1831, Αθήνα, 2021, σελ. 165-172.

[xxx] ΣΟΦΙΑ ΜΩΡΑΪΤΗ, «Στα Ίχνη των Φιλικών«, 200 χρόνια από την Εγκατάσταση των Εφοριών της Φιλικής Εταιρείας στην Επτάνησο, Πρακτικά, Επιστημονική Ημερίδα, Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2019, Μέγαρο Παλαιάς Βουλής, Αθήνα 2019.

[xxxi] Πρόσφατα, ο Ν. Ροτζώκος επιχείρησε μια αξιόλογη διερεύνηση της προ-επαναστατικής δράσης των Φιλικών με ιδιαίτερη έμφαση στην διασύνδεση τους με τα δίκτυα της ρωσικής διπλωματίας που εποπτεύονταν από τον Ι. Καποδίστρια. Παρά την εύστοχη επιλογή της προσωπικής περίπτωσης του Χριστόφορου Περραιβού στην διερεύνηση του, το ερμηνευτικό συμπέρασμα του παραγνωρίζει ουσιώδεις παραμέτρους, καθώς καταλήγει στο ότι η αναβάθμιση της εταιρικής  οργάνωσης συνδέεται με την … «διείσδυσή» της στα εποπτευόμενα από τον Καποδίστρια δίκτυα της ρωσικής διπλωματίας.

Είναι, ωστόσο, κατεξοχήν η μελέτη της «περίπτωσης Περραιβού» (αλλά και άλλων, όπως οι Γιωργάκης Ολύμπιος, Λεβέντης, Παππάς, Παπαρρηγόπουλος, Βλασσόπουλος, κλπ.) που τεκμηριώνουν την ύπαρξη ενός διακριτού «καποδιστριακού μηχανισμού» με ευθεία αναφορά προσωπικά στον ίδιο τον Καποδίστρια, και είναι αυτός ο «μηχανισμός» που αξιοποιεί τα δίκτυα της ρωσικής διπλωματίας και συνειδητά, για απόλυτα πρακτικούς συνωμοτικούς λόγους, οι συμμετέχοντες σ’ αυτόν τον «μηχανισμό» αποκτούν την εταιρική ιδιότητα του Φιλικού. Ουσιαστικά, όλοι αυτοί που ανήκουν στον «καποδιστριακό μηχανισμό» τεκμηριωμένα αποτελούν και αναπτύσσουν τις πλέον σημαντικές, από στρατηγική και τακτική άποψη, εταιρικές παρεμβάσεις στην προ-επαναστατική προετοιμασία μέχρι την ανάληψη της «κινητικής αρχής» από τον Α. Υψηλάντη.

Δεν πρόκειται, επομένως, για «διείσδυση» της Φιλικής Εταιρείας στα αυτοκρατορικά συνωμοτικά δίκτυα αλλά για την ανάπτυξη, εντός και εκτός αυτών, ενός «καποδιστριακού μηχανισμού», τα στελέχη του οποίου είναι που δίνουν θεμελιώδη υπόσταση στην δράση των εταιρικών φιλικών δικτύων. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει κανένα κρίσιμο προ-επαναστατικό εγχείρημα των Φιλικών, που δεν εκφράζεται στην πράξη από τα στελέχη του «καποδιστριακού μηχανισμού», τα οποία – καίτοι χρησιμοποιούν την ιδιότητα του Φιλικού  – διατηρούν άμεση επαφή και αναφέρονται κατευθείαν στον ίδιο τον Καποδίστρια. Έχει δίκιο ο Ν. Ροτζώκος επισημαίνοντας ότι η συμμετοχή του Περραιβού αποκαλύπτει το πώς ακριβώς αναπτύχθηκε η Φιλική Εταιρεία στις παρυφές της υπό τον Καποδίστρια ρωσικής μυστικής διπλωματίας, αλλά παραλείπει να διακρίνει την κρίσιμη διάσταση της ύπαρξης και δράσης του «καποδιστριακού μηχανισμού», ο οποίος λειτουργεί de facto ως «κόκκινη κλωστή» των εταιρικών δραστηριοτήτων και με μια ολοφάνερη στρατηγική «ενότητας σκοπού στην δράση» κατορθώνει να υπερκεράσει και να καταστήσει ανεπαρκείς τις εσωτερικές αντιθέσεις, προσωπικές φιλοδοξίες και ιδεολογικές τριβές εντός ενός ευρύτερου φιλικού κύκλου στην Πόλη, στις Ηγεμονίες, στην Πίζα και στον Μοριά, που κορυφώθηκαν στην κρίση του φιλικού πυρήνα της Πόλης το 1818. Από την άποψη αυτή, ο Ν. Ροτζώκος συνέβαλε και αυτός σημαντικά στην ανάδειξη μιας ουσιαστικής διερεύνησης των φορέων και προσώπων της προ-επαναστατικής προετοιμασίας, μια διάσταση που δεν έχει εξεταστεί από την παραδοσιακή βιβλιογραφία. ΝΙΚΟΣ ΡΟΤΖΩΚΟΣ, Οργανώνοντας την επανάσταση του 1821-Η Φιλική Εταιρεία, ο Χριστόφορος Περραιβός και τα αυτοκρατορικά συνωμοτικά δίκτυα στην Ανατολική Μεσόγειο, Αθήνα, 2021.

[xxxii] ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ, Κωνσταντίνος Καντιώτης, Κερκυραίος, Ελάσσων Φιλικός, Αγωνιστής της Ελληνικής Επανάστασης, Αθήνα 2019.

[xxxiii] Η περίφημη «Επισκόπησις της πολίτικης μου σταδιοδρομίας» του Καποδίστρια του 1826 αποτελεί ένα χαρακτηριστικό υπόδειγμα για το πόσο συστηματικά και με επάρκεια δικαιολογεί ο Ι. Καποδίστριας ότι κάθε ενέργεια του βρίσκονταν στο πλαίσιο συνεννοήσεων και οδηγιών του Αλέξανδρου Α’, όπως για παράδειγμα με τους χειρισμούς του στην «υπόθεση Γαλάτη», ΣΤΕΛΙΟΣ ΑΛΕΙΦΑΝΤΗΣ, Ι. Καποδίστριας και «Υπόθεση Γαλάτη»: Ένα Μη-Απρόοπτο Συμβάν, Ανακοίνωση στο ΙΒ΄ Πανιόνιο Συνέδριο, Πρακτικά, Ζακυνθος, 18-21 Οκτωβρίου 2023. Οι συστηματικές προφυλάξεις του Καποδίστρια, που απορρέουν από τις ανάγκες του αξιώματος του στην ρωσική διπλωματία, αναδεικνύονται σε μια σειρά ενεργειών και γραπτών του, που πράγματι χρήζουν ιδιαίτερης εξέτασης ως χαρακτηριστικοί καποδιστριακοί χειρισμοί υπέρ της προώθησης του ελληνικού ζητήματος. Πολλές φορές, μάλιστα, ο Καποδίστριας προτάσσει την αδήριτη ανάγκη να προλαμβάνει με την έγκαιρη δημιουργία θεσμικών ντοκουμέντων πιθανές μελλοντικές αιτιάσεις σε βάρος του, όπως για παράδειγμα η συγκεκριμένες ενέργειες του στον χειρισμό της υπόθεσης Γαλάτη (επιστολή στον Αλέξανδρο για διαχείριση σύλληψης Γαλάτη, Υπόμνημα του 1819 για την επίσκεψη του στην Κέρκυρα, κ.α.).

[xxxiv] Μέχρι την ανάληψη της ηγεσίας από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, η εταιρική οργανωτική δομή, θεμελιωμένη στην πλήρη στεγανότητα κάθε βαθμίδας και μεταξύ των βαθμίδων της ιεραρχίας της, είχε επίκεντρο την βαθμίδα των «Ιερέων» – με ουσιαστική, πλην άγνωστη ή προσχηματική, αναφορά τους «Μεγάλους Ιερείς των Ελευσίνιων», οι οποίοι στην πράξη ήταν το ίδιο «αθέατοι», όπως η «αθέατη αρχή». Η ασφαλιστική δικλείδα, που απέκρυπτε την τυχόν ταυτότητα των ιεραρχικά ανώτερων «Μεγάλων Ιερέων», ήταν μια ευφυής λειτουργική αρχή μυήσεων που επέτρεπε στους «Ιερείς» να κατηχούν υποψήφιους και στην δική τους βαθμίδα, δηλαδή να αναδεικνύουν κατηχούμενους ως «Ιερείς». Δες: Ι. ΦΙΛΗΜΩΝ, Δοκίμιο Ιστορικόν Περί Φιλικής Εταιρείας, Ναύπλιο, 1834, ΤΑΚΗΣ Χ. ΚΑΝΔΗΛΩΡΟΣ, Η Φιλική Εταιρία, 1814-1821, Αθήνα 2016. Επομένως, καλυπτόμενοι από την γενική ιδιότητα του «Ιερέα», οι τυχόν θεωρούμενοι ως «Μεγάλοι Ιερείς», όπως για παράδειγμα οι ιεραρχικά ανώτεροι εταιριστές Τσακάλωφ, Σκουφάς, Αναγνωστόπουλος, κ.α., δεν ήταν αναγκαίο να αποκαλύπτονται σε κατώτερο επίπεδο, θεωρούμενοι ως ομόλογοι «Ιερείς» ακόμη και μεταξύ του δικού τους, de facto, στενού ηγετικού επίπεδου (στην καλύτερη περίπτωση ως «ως πρωτεργάτες» – κατά την μετέπειτα ορθή έκφραση του Φιλήμονα στα 1816, όπως άλλωστε μεταγενέστερα τυχόν αποτυπώνονταν με τα αλφαβητικά αρχικά, «ΑΒ», «ΑΓ», κοκ). Το υπονοούμενο, λοιπόν, κορυφαίο ιεραρχικό επίπεδο, όπου εκεί σταδιακά συνωστίζονταν «Ιερείς», αυτό-αποκαλούμενοι ή όχι «Μεγάλοι Ιερείς», δεν αποτέλεσε de facto τίποτε παραπάνω από μια εταιρική, επιχειρησιακή λειτουργικά, «αρχή», με αφετηρία τους πρωτεργάτες Τσακάλωφ και Σκουφά, στους οποίους τεχνικά ενσωμάτωνε και όσους αναφέρονταν κατά «προτεραιότητα» ή «αρχαιότητα» με τα λεγόμενα αρχικά του ονόματος τους, η περίφημη … «σφραγίδα» της Εταιρείας. Αλλά ακόμη και έτσι, είτε γίνει αντιληπτό με τα αλφαβητικά αρχικά, είτε με τα αρχικά του ονόματος στην «σφραγίδα», ή ακόμη με τους υπογράφοντες του λεγόμενου «Συμφωνητικού» του 1818, αυτό που παρέμενε ήταν πάντα, ακόμη και ανάμεσα τους, η απροσδιοριστία του «ΑΑ» ή και του «Ι» της «σφραγίδας», υπονοώντας επικοινωνιακά την ύπαρξη ή αργότερα την «πλήρωση» της θεσμικής θέσης της «Αθέατης Αρχής».

[xxxv] Ο «καποδιστριακός μηχανισμός» διατηρεί πάντα ένα είδος πρόσβασης του Καποδίστρια στον Αλ. Υψηλάντη, κυρίως μέσω Περραιβού, Παππά, Παπαρρηγόπουλου κ.α. Το ζήτημα των επαφών τους μετά τον Ιούνιο 1820 χρήζει, ωστόσο, ειδικότερης πραγματολογικής διερεύνησης, επειδή Ι. Καποδίστριας και Αλ. Υψηλάντης δεν θα ξανασυναντηθούν, καθώς ο πρώτος θα συνοδεύσει τον Τσάρο στην Βαρσοβία και ο δεύτερος στις 24 Ιουνίου (3 Ιουλίου) 1820 αναχωρεί από την Αγ. Πετρούπολη για την Μόσχα και έκτοτε η πρωτοβουλία των κινήσεων εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια και πολιτική κρίση του Αλ. Υψηλάντη. Από την άλλη πλευρά, για παράδειγμα, ο Άρς εκτιμά ότι «όσον αφορά τον Καποδίστρια, γι’ αυτόν, σύμφωνα με όλα τα δεδομένα, δεν ήταν μυστικό ότι ο φίλος του συνέδεσε την τύχη του με την Φιλική Εταιρεία. Ο Καποδίστριας, κατά τα φαινόμενα, γνώριζε κάτι για τα επαναστατικά σχέδια του νέου ηγέτη της ελληνικής μυστικής οργάνωσης. Και είναι γεγονός ότι πρόσφερε μεγάλη υπηρεσία στην υπόθεση της απελευθέρωσης της Ελλάδας, αποκρύπτοντας από τον Αλέξανδρο Α ́ τα σχέδια των Ελλήνων πατριωτών , ενώ απέτρεψε από αυτό το διάβημα τον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Οφείλουμε, ωστόσο, να διευκρινίσουμε ευθύς ότι το καλοκαίρι του 1820 τα σχέδια του ηγέτη των Ελλήνων επαναστατών ήταν ουσιαστικά ακόμα πολύ ακαθόριστα και άλλαξαν πολλές φορές μετά από αυτό». Και συνεχίζει ο Άρς για τις μετέπειτα επαφές Καποδίστρια και Υψηλάντη, υιοθετώντας την άποψη που εκφράζει ο Καποδίστριας στην Επισκόπηση του, ότι «ο δε Καποδίστριας αποχαιρέτισε τον Αλέξανδρο Υψηλάντη το καλοκαίρι του 1820 στην Πετρούπολη και μέχρι τις αρχές της εξέγερσης στη Μολδαβία, όπως ισχυρίζεται (και δεν έχουμε κανένα λόγο να αμφιβάλλουμε) «δεν άκουσα τίποτα επιπλέον για αυτόν». ΓΚΡΙΓΚΟΡΙ ΑΡΣ, Η Φιλική Εταιρεία στην Ρωσία, Αθήνα 2011, σελ. 355. Ωστόσο στο ίδιο βιβλίο, ο Άρς αναδεικνύει, επίσης, για παράδειγμα, την δράση του Αριστείδη Παππά, ένα από τα κορυφαία στελέχη του «καποδιστριακού μηχανισμού», ο οποίος συναντάται με τον Καποδίστρια στη Βαρσοβία (13/25 Αυγούστου 1820) και κατόπιν επιστρέφει στην Οδησσό και υποβάλει προτάσεις στον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Δες, επίσης, ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ Ε. ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ, Συμβολή στην ιστορία και οργάνωση της Φιλικής Εταιρείας, Δημοσιεύματα της Ε.Μ.Σ., 1952, σ. 74-75 Άλλωστε, ανάλογο ρόλο με τον Παππά είχαν οι Χ. Περραιβός, Γ. Λεβέντης,  Ι. Παπαρρηγόπουλος, κ.α. την συγκεκριμένη αυτή περίοδο.

[xxxvi] Για το πότε ακριβώς φτάνει ο Ν. Σκουφάς στην Οδησσό απαιτείται η διερεύνηση συσχετίσεων γεγονότων από διαφορετικές πηγές και το ίδιο απαιτείται για την δραστηριότητα του στην Οδησσό κυρίως το 1816, αλλά και ευρύτερα μέχρι την αναχώρηση του για την Πόλη μαζί με τον Π. Αναγνωστόπουλο. Οι περισσότερες πληροφορίες συγκλίνουν, κυρίως λόγω της μαρτυρίας Σπηλιάδη, ότι Σκουφάς φτάνει στην Οδησσό τον Ιανουάριο 1816 ή πάντως στις αρχές του 1816. Σύμφωνα με τον Άρς ο Ν. Σκουφάς ήταν το Νοέμβριο 1815 στην Μόσχα και η αναχώρηση του από εκεί προς την Οδησσό ήταν τυπικά διαδικαστική, δηλαδή έπρεπε να λάβει υπόψη ο ίδιος ο Σκουφάς και ο πυρήνας των εταιριστών στην Μόσχα ότι έληγε τυπικά η άδεια παραμονής του. «Πριν λίγο καιρό στα ρωσικά κρατικά αρχεία της Μόσχας», γράφει ο Γκριγκόρι Άρς, «ανακαλύφθηκε ένας φάκελος με την εξής επικεφαλίδα: «Περί της απόκτησης εγγράφου για το πώς και πότε κατέφτασε στη Μόσχα και ποιος φιλοξενούσε τον Τούρκο υπήκοο Νικόλαο Σκουφά». Από το έγγραφο αυτό απορρέει ότι ο Ν. Σκουφάς έφτασε στη Μόσχα στις 26 Ιουλίου (7 Αυγούστου) του 1814 με ταξιδιωτικά έγγραφα ισχύος τριών μηνών, που είχαν εκδοθεί με εντολή του γενικού διοικητή, του δούκα Ρισελιέ της Νέας Ρωσίας. Στη Μόσχα ο Σκουφάς φιλοξενούνταν από τον Έλληνα Νικηφόρο Σεμάτη από τη Νίζνα και παρέμεινε στην οικία του έως το Νοέμβριο του 1815, όταν κατόπιν εντολής του στρατιωτικού διοικητή της Μόσχας Α. Π. Τορμάσοφ εκδιώχθηκε από τη Μόσχα και στάλθηκε στην Οδησσό. Η εκδίωξη του Σκουφά από τη δεύτερη πρωτεύουσα δεν είχε καμία σχέση με το γεγονός ότι ανήκε στην ελληνική μυστική οργάνωση, για την οποία δε γνώριζε τίποτε κανείς και τα μέλη της οποίας και αργότερα, μέχρι την έναρξη της Επανάστασης του 1821 στο ρωσικό έδαφος, δεν είχαν υποστεί καμία δίωξη. Ο Σκουφάς εκδιώχθηκε διότι ως ξένος υπήκοος διέμενε στη Μόσχα περισσότερο από ένα έτος, με ταξιδιωτικά έγγραφα που είχαν λήξει. Η διαδρομή από την Οδησσό στη Μόσχα δεν διαρκούσε τότε παραπάνω από τρεις εβδομάδες». ΓΚΡΙΓΚΟΡΙ ΑΡΣ, Η Φιλική Εταιρεία στην Ρωσία, Αθήνα 2011, σελ. 490-491. Με βάση τον χρόνο της διαδρομής, πράγματι ο Σκουφάς πρέπει να έφτασε στην Οδησσό ως απόστολος της Εταιρείας στις αρχές Ιανουαρίου 1816.

[xxxvii] Εξαιρετικές πληροφορίες για την Εταιρεία περιλαμβάνει το αυτοβιογραφικό κείμενο του Ν. Σπηλιάδη με τίτλο «ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑΙ» που περιλαμβάνεται στο ΙΩΑΝΝΗΣ ΦΙΛΗΜΩΝ, Σύντομος Βιογραφία του Ν. Σπηλιάδου, Γραμματέως της Επικράτειας επί Κυβερνήτου και μετά τίνων προσθηκών και υποσημειώσεων, και Περιπέτειαι τοῦ ἰδίου μυηθέντος τὰ τῆς Φιλικῆς Εταιρίας, Αθήνα, 1868, σελ. 39. (Σημ. υπογραμμίσεις δικές μου).

[xxxviii] Στις πηγές ο Γεώργιος Σέκερης αναφέρεται ως έλασσον Φιλικός και είναι ο πρώτος, στον οποίο, με την ευκαιρία της επιστροφής του στο Παρίσι για σπουδές, ανατίθεται μια διερευνητική αποστολή στους δύο αυτούς σημαντικούς παράγοντες των κύκλων ομογενών στην Βιέννη και στο Παρίσι. Στην Βιέννη του 1814, η κατάσταση των ευρωπαϊκών διακανονισμών παρέμενε ρευστή και συγκρουσιακή μεταξύ των Μ. Δυνάμεων λόγω των ρωσικών απαιτήσεων, ενώ τα θέματα ελληνικού ενδιαφέροντος παρέμεναν μετέωρα. Ο Άνθιμος Γαζής, ένα σημείο αναφοράς των ζυμώσεων μεταξύ των ομογενών αλλά και ενός χρήσιμου παράγοντα των μεθοδεύσεων του Καποδίστρια, συνιστούσε αναμονή. Στο Παρίσι, ο Κοραής, σημαντικός παράγοντας της «Εταιρίας Αθηνά», λιγότερο ενημερωμένος για τα τεκταινόμενα της Βιέννης, δεν ευνοούσε καμία εταιρική πρωτοβουλία προερχόμενη από τους ομογενείς της Μόσχας, οι περισσότεροι των οποίων ανήκαν στην «Εταιρία Φοίνικα», που είχε ιδρύσει  το 1787 ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος (Φυγάς/Φιραρής) για την στήριξη του «ελληνικού σχεδίου» της Μ. Αικατερίνης στο πλαίσιο του πολέμου των «τριών αυτοκρατοριών». Οι εξελίξεις στο Συνέδριο της Βιέννης θα διακοπούν με την αιφνίδια και γεμάτη ερωτηματικά απόδραση του Ναπολέοντα και θα προχωρήσουν σε διακανονισμούς μετά το Βατερλώ, στο οποίο οι ρωσικές στρατιές δεν θα προλάβουν να μετέχουν στην μάχη από ολιγωρία ή ατυχή πολιτικό υπολογισμό, εξασθενώντας την διαπραγματευτική θέση του Αλέξανδρου Α’ στο Συνέδριο υπέρ της αγγλο-αυστριακής σύμπραξης. Μέχρι την λήξη του Συνεδρίου, οι ομογενείς της Μόσχας, όπως και ο αρχικός πυρήνας των εταιριστών εκεί, θα τεθούν σε στάση υποχρεωτικής αναμονής. ΤΑΚΗΣ ΚΑΝΔΗΛΩΡΟΣ, Φιλική Εταιρεία, 1814-1821, Αθήνα 2016.

[xxxix] ΙΩΑΝΝΗΣ ΦΙΛΗΜΩΝ, Σύντομος Βιογραφία…, οπ. π., σελ. 40.

[xl] Οπ. π., σελ. 39

[xli] Οπ. π., σελ.39

[xlii] Στα 1814-1816 οι πηγές που καταγράφουν κατηχήσεις στην Εταιρεία περιορίζουν τους εταίρους μόλις σε δέκα άτομα και όλοι ευρίσκονται εντός της ρωσικής επικράτειας. ΤΑΚΗΣ ΚΑΝΔΗΛΩΡΟΣ, οπ. π., σελ. 30-33.

[xliii] ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΟΥΡΚΟΥΜΕΛΗΣ, Ιωάννης Α-Μ Κόμης Καποδίστριας – Τα Πρόσωπα και τα Προτάγματα του Περιβάλλοντος του Στην Κέρκυρα, στο Α. ΣΑΜΑΡΑ-ΚΡΙΣΠΗ, Σ. ΜΩΡΑΪΤΗ, Σ. ΑΛΕΙΦΑΝΤΗΣ (επιμ.), Ιωάννης Καποδίστριας…, οπ. π., σελ. 293-329.

[xliv] ΣΤΕΛΙΟΣ ΑΛΕΙΦΑΝΤΗΣ, Ο προ-επαναστατικός Καποδίστριας και το Ελληνικό ζήτημα: Διεθνής Ρευστότητα και Πολιτική Χειραφέτησης, στο Α. ΣΑΜΑΡΑ-ΚΡΙΣΠΗ, Σ. ΜΩΡΑΪΤΗ, Σ. ΑΛΕΙΦΑΝΤΗΣ (επιμ.), Ιωάννης Καποδίστριας-Διεθνείς, Θεσμικές και Πολιτικές Διαστάσεις, 1800-1831, Αθήνα, 2021, σελ. 49-164.

[xlv] Ο διακριτικός χειρισμός σε αποστασία του Αλή Πασά με την συμβολή του Παπαρρηγόπουλου, βασικού στελέχους του «καποδιστριακού μηχανισμού» είναι ιστορικά τεκμηριωμένη. ΧΡΙΣΤΙΝΑ Ε. ΠΑΠΑΚΩΣΤΑ, Λευκάδα 1819-ξαναγράφοντας την Ιστορία,  Πρακτικά ΚΔ΄ Συμποσίου, Η Εξέγερση των Λευκαδίων κατά της Αγγλοκρατίας το 1819, Αθήνα, 2020, σελ. 73-74. Ρωσικό σχέδιο με συμμετοχή Καποδίστρια, Ιγνάτιου και Αλή πασά την εποχή της Επτανήσου Πολιτείας μαρτυρείται από Θανάση Βάγια σε υπόμνημα του προς τον Ρώσο πρέσβη στην Πόλη τον Σεπτέμβριο 1827, ενώ σύμφωνα με ανέκδοτο χειρόγραφο του Σεπτεμβρίου 1813 της Κρατικής Βιβλιοθήκης του Λένιγκραντ υπήρχε σχέδιο εξέγερσης και τον Απρίλιο 1814, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΟΥΛΕΣ, Μια Προσπάθεια για την Απελευθέρωση της Ηπείρου, 1827-1832, Ηπειρωτικά Χρονικά, Τόμος 28, Ιωάννινα, 1986/87, σελ. 106.

Επιπλέον, σχετικά με προ-επαναστατικές διεργασίες, και στο, πλήρους πολιτικών σκοπιμοτήτων, γνωστό Υπόμνημα του, στα 1826, προς τον νέο Τσάρο, Νικόλαο Α’, ο Καποδίστριας αναφέρεται εμμέσως πλην σαφώς στις δυνατότητες που προσφέρει η εσωτερική κρίση που προκαλεί ο Αλή Πασάς στην ελληνική εξέγερση σ’ αυτά τα προπύργια. Γιατί, όμως, ο Καποδίστριας κρίνει σκόπιμο να τα αναφέρει αυτά στον Νικόλαο το 1826; Μήπως απλώς για να επαναλάβει την ήδη γνωστή από το 1821 διατυπωμένη επίσημη θέση του για το εγχείρημα Υψηλάντη ή μάλλον για να επισημάνει στον Νικόλαο Α’ το ότι είχαν εξεταστεί από τον Αλέξανδρο Α’ ορισμένες … «πολιτικές προϋποθέσεις» μιας ενδεχόμενης ρωσικής παρέμβασης στην κυοφορούμενη επέκταση της εσωτερικής οθωμανικής κρίσης, που εκφράστηκε με το προηγηθέν του Α. Υψηλάντη εγχείρημα Βλαδιμηρέσκου – «Ίσως δε», σημειώνει εμφατικά ο Καποδίστριας στο υπόμνημα του, «ο χρόνος και τα γεγονότα μεταβάλουν την κατάστασιν και επιφέρουν περιστάσεις αίτινες θα είναι ευμενείς διά τους Έλληνας»;

Εκείνο, λοιπόν, το κρίσιμο για τον Αγώνα πρώτο εξάμηνο του 1820 στην Αγ. Πετρούπολη, στις μεταξύ τους επαφές ο Α. Υψηλάντη τον ρωτά: «Και τί θα γίνουν τότε οι ατυχείς Έλληνες; Οι Τούρκοι θα εξακολουθούν να τους σφάζουν και η πολιτική της Ευρώπης δεν θα πράξη δι’ αυτούς τίποτε;»

«Οι Έλληνες», απαντά ο Καποδίστριας, «όσοι φέρουν όπλα, θα ανθίστανται εις τα όρη των ως έπρατταν τούτο από αιώνων. Και εάν εις τον επικείμενον αγώνα κατά του Αλή Πασσά κατορθώσουν να γίνουν κύριοι του Σουλίου και άλλων ομοίων οχυρών σημείων, θα αντιτάξουν μακράν αντίστασιν. Ούτω, ευρισκόμενοι εις θέσιν ευνοϊκήν, δεν θα περιμένουν τίποτε από την ευρωπαϊκήν πολιτικήν, ίσως δε ο χρόνος και τα γεγονότα μεταβάλουν την κατάστασιν και επιφέρουν περιστάσεις αίτινες θα είναι ευμενείς διά τους Έλληνας. Τότε μόνον η Ελλάς θα δύναται να ελπίζη βελτίωσιν της τύχης της. Εάν όμως αξιούν τινες να επιτύχουν τον σκοπόν τούτον προκαλούντες ταραχάς και βαυκαλιζόμενοι ότι δύνανται να εξαναγκάσουν τον Αυτοκράτορα προς δράσιν όχι μόνον οικτρώς απατώνται, αλλά και κατακρημνίζουν το δυστυχές τούτο έθνος εις άβυσσον συμφορών, εξ ων ουδείς εις τον κόσμον θα δυνηθή να το σώση», Ι. ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ, «Επισκόπησις …», οπ. π.,τ. Α’, σελ. 62.

[xlvi] ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΣΠΗΛΙΑΔΗ, Απομνημονεύματα /Συνταχθέντα υπό του Ν. Σπηλιάδου διά να χρησιμεύσωσιν εις την Νέαν Ελληνικήν Ιστορίαν, Τ.1, Εκ του Τυπογραφείου Χ. Ν. Φιλαδελφέως, 1851, σελ. 5-6. [ΣΗΜ. Οι υπογραμμίσεις δικές μου]. Η διασωθείσα σήμερα επιστολή Καποδίστρια, βεβαίως με την μονογραφή έγκρισης του Τσάρου Αλέξανδρου Α΄, η οποία δεν θα φτάσει ευτυχώς πότε στον Πετρόμπεη λόγω της δολοφονίας του Καμαρινού, συνάδει πλήρως με την ρωσική πολιτική της οθωμανικής εδαφικής ακεραιότητας αλλά ταυτόχρονα και της προστασίας των ομόδοξων χριστιανών, παράλληλα όμως υπογραμμίζει την – φαινομενικά «αντιφατική» με το πνεύμα του κειμένου – πλήρη εμπιστοσύνη στον Χριστόφορο Περραιβό που υπήρξε ο αρχιτέκτονας της Συμφωνίας συμφιλίωσης των Μανιατών ενόψει του Αγώνα, ΑΠ. Β. ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ, Η Μάνη και η Οθωμανική Αυτοκρατορία, Αθήνα, 1923, σελ. 224-244.

[xlvii] «Υπόμνημα Ι. Καποδίστρια προς Μητροπολίτη Ιγνάτιο», στο Ε. ΠΡΩΤΟΨΑΛΤΗΣ, οπ. π. σελ. 164

[xlviii] Ο Καποδίστριας, όπως αναφέρει στην «Επισκόπηση» του, ήδη στα 1818 ο ίδιος δίνει την πλέον ολοκληρωμένη θέση του για το Ελληνικό ζήτημα στους απεσταλμένους των δύο Ηγεμόνων της Βλαχίας και Μολδαβίας. «Οι απεσταλμένοι ούτοι», γράφει ο Καποδίστριας, «εγένοντο δεκτοί υπό του Αυτοκράτορος μετ’ άκρας ευμενείας. Εις τας μετ’ εμού συνομιλίας των, προσεπάθησαν να μοι αποδείξουν ότι η διατήρησις της μετά των Τούρκων ειρήνης ήτο αδύνατος, και ότι, ως Έλληνες, ήσαν ανυπόμονοι να μάθουν ότι τα Ρωσσικά στρατεύματα ήσαν έτοιμα να διαβούν τον Προύθον. «Νομίζετε, λοιπόν», απήντησα εις αυτούς, «ότι θα τον διέβαινον διά να σας ανυψώσουν εις το αξίωμα ανεξαρτήτων ηγεμόνων; Δείξατέ μοι εν τη Ιστορία ανάλογον παράδειγμα. Αφού τοιούτον δεν υπάρχει, φαντάζεσθε ότι η τύχη σας θα αποτελέση εξαίρεσιν του γενικού κανόνος; Άλλως θα έπρεπε να χυθή αίμα πολύ, να γίνουν θυσίαι μεγάλαι, να καταστραφουν υπάρξεις και περιουσίαι εις μέγαν αριθμόν, και προς τίνα σκοπόν; Διά να αντικαταστήσετε το τουρκικόν σαρίκι με πίλον ευρωπαϊκόν; Ως Έλλην μεν οφείλω μόνον εκείνην την ελευθερίαν να επιθυμώ, ην οι Έλληνες ήθελον αποκτήσει διά των ιδίων των δυνάμεων και διά της προηγούμενης προόδου των εις τον αληθή πολιτισμόν. Αλλά από το σημείον τούτο η κοινή ημών πατρίς ευρίσκεται ακόμη μακράν· δι’ ο και έκαστος εξ ημών οφείλει να αφιερώση πάσας αυτού τας δυνάμεις, ίνα προπαρασκευάση την οδόν ήτις θα ανάδειξη την πατρίδα μας εις έθνος πολιτισμένον. Ως υπουργός όμως της Αυτού Αυτοκρατορικής Μεγαλειότητος, σας δηλώ ότι ο Αυτοκράτωρ έχει την σταθεράν και αμετάτρεπτον πρόθεσιν να στερεώση την μετά των Τούρκων ειρήνην επί τη βάσει των υφισταμένων συνθηκών. Εάν δε οι Έλληνες είναι εις θέσιν και θελήσουν καλή τη πίστει να ωφεληθούν εκ του συστήματος τούτου, όχι μόνον δεν θα χάσουν αλλά τουναντίον πολύ θα κερδίσουν». Ι. ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ, «Επισκόπησις …», οπ. π., σελ. 46.

 

Στέλιος Αλειφαντής

Διδάκτωρ Πολιτικών Επιστημών και Διεθνών Σχέσεων

Η δημοσίευση αυτή αποτέλεσε ανακοίνωση στην ημερίδα για τον Νικόλαο Σπηλιάδη, Τρίπολη, 4 Μαρτίου 2023. Δημοσιεύεται στο ΙΟΝΙΚΑ, τ. 3, Δεκέμβριος 2023, σελ. 34-70.

 

Σχετικά θέματα:

 


Viewing all articles
Browse latest Browse all 635

Trending Articles