Quantcast
Channel: Ιστορία – ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΑΡΧΕΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Viewing all articles
Browse latest Browse all 639

Η διατροφή των Ελλήνων στρατιωτών στο μικρασιατικό μέτωπο (1919-1922)

$
0
0

Η διατροφή των Ελλήνων στρατιωτών στο μικρασιατικό μέτωπο (1919-1922) – Παναγιώτης Αγιάνογλου


 

Εισαγωγή

 

«Σήμερα πάλι δεν μας έδωσαν συσσίτιο∙ η πείνα έχει γίνει εφιάλτης. Ένας Τούρκος αιχμάλωτος ο Ουσεΐν, ας είναι καλά ο άνθρωπος, μου έδωσε μερικά ψίχουλα από την τσέπη του. Παρόλο που ήταν γεμάτα τρίχες και χώμα μου φάνηκαν νοστιμότατα».[1]

Η εκατοστή επέτειος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου συνέπεσε με μια «στροφή» στην ιστοριογραφία του και στη μελέτη πτυχών του που δεν είχαν μελετηθεί. Ανάμεσα σε αυτές ήταν η καθημερινή εμπειρία των στρατιωτών στο μέτωπο και η μάχη τους με ανάγκες της καθημερινότητας, όπως η διατροφή.[2]

Ενώ η ιστορία της Μικρασιατικής Εκστρατείας υπό το πρίσμα των στρατηγών και των πολιτικών γεγο­νότων είναι γνωστή, η εμπειρία των στρατιωτών παραμένει σχετικά ανεξερεύνητη. Η εργασία αυτή, επηρεασμένη από τη διεθνή ιστορι­ογραφία του Α’ Π.Π. και από το κενό της εγχώριας βιβλιογραφίας, αποπειράται να παρουσιάσει την ιστορία «από τα κάτω», θέτοντας στο επίκεντρο τους στρατιώτες.[3]

Μέσα κυρίως από τα ημερολόγια, τις αναμνήσεις και την αλληλογραφία των Ελλήνων στρατιωτών που συμμετείχαν στη Μικρασιατική Εκστρατεία, επιχειρείται να απαντηθούν μια σειρά από ερωτήματα, όπως για το αν διαδραματί­ζει η τροφή των στρατιωτών εν καιρώ πολέμου κάποιον ρόλο στη διαμόρφωση του ηθικού τους· για το ποιες ήταν οι πηγές τροφοδο­σίας των στρατιωτών· για το τι παρείχε το στρατιωτικό συσσίτιο· αν αυτό που παρείχε ήταν αρκετό για να καλύψει τις ανάγκες των στρατιωτών σε τροφή· τι έτρωγαν οι στρατιώτες κατά τη διάρκεια των ατελείωτων πορειών τους· ποια ήταν η θέση των αξιωματικών απέναντι στο πλιάτσικο καθώς και τι περιελάμβανε αυτό; Εξετάζε­ται ακόμη το ζήτημα της δίψας, ο μεγαλύτερος ίσως σκόπελος που οι στρατιώτες έπρεπε να ξεπεράσουν κατά τη διάρκεια των πορειών τους. Ενώ, τέλος, παρουσιάζονται τα προβλήματα επισιτισμού που αντιμετώπιζε η Στρατιά στα διάφορα στάδια της Εκστρατείας.

 

V Μεραρχία. Διανομή συσσιτίου. Συλλογή Μικρασιατικής Εκστρατείας / Αρχείο ΕΡΤ.

 

Η επάρκεια ή η έλλειψη τροφής έχει μεγάλη σημασία σε έναν πόλεμο μακράς διάρκειας. Η Erica Janik σε ένα άρθρο της με τίτλο «Η τροφή θα νικήσει τον πόλεμο» εξετάζει τη μεγάλη σημασία που δόθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες στη διατήρηση τροφίμων κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη συνδρομή που είχε η συντήρηση φα­γητού στην τελική νίκη των Συμμάχων.[4] Δεν εξετάζεται, όμως, αν υπάρχει κάποια σύνδεση μεταξύ του ηθικού των στρατιωτών και της τροφής τους. Διαδραματίζει, άραγε, η τροφή των στρατιωτών εν καιρώ πολέμου κάποιον ρόλο στη διαμόρφωση του ηθικού τους; Μέσα από τα ημερολόγια και τις αναμνήσεις των Ελλήνων στρα­τιωτών που συμμετείχαν στη μικρασιατική εκστρατεία διαφαίνεται η σύνδεση τροφής και διάθεσης. Βλέπουμε, συνεπώς, τους στρατι­ώτες να χαίρονται όταν η τροφή είναι αρκετή και ποιοτική και να δυσανασχετούν στην αντίθετη περίπτωση. Έτσι και ο στρατιώτης Χρήστος Καραγιάννης φαίνεται πως απολάμβανε τις στιγμές καλού φαγητού:

Μύρισε ο τόπος φρέσκο ψάρι και χάρηκα που το μοιράστηκα με συναδέλφους. […] Σπάσαμε την πόρτα ενός υδρόμυλου και τον χρησιμοποιήσαμε για να ψήσουμε μερικά γιδοπρόβατα. Πολλοί έγιναν μελισσοκόμοι σε τούρκικα μελίσσια και απολαμβάναμε το κρέας από την μια μεριά, το μέλι από την άλλη. Πάει να πεί πως περνούσαμε καλά, ενώ άλλοι σκοτώνονταν. Έτσι έχουν τα πράγμα­τα: ο καθένας τη σειρά του.[5]

Παρακάτω, όμως, ο ίδιος στρατιώτης έχει γράψει: «Οι συνάδελφοι γκρίνιαζαν πως έξι μέρες έτρωγαν στάρι, ‘τα κόλλυβα του Γούναρη’, έλεγαν άφοβα, επειδή ο Γούναρης ήθελε να καταλάβουν την Άγκυ­ρα».[6] Γίνεται φανερή εδώ η σύνδεση που υπάρχει μεταξύ της κακής τροφοδοσίας και του ηθικού των στρατιωτών.

 

Ο Πρωθυπουργός Δημήτριος Γούναρης και ο αρχιστράτηγος Γεώργιος Χατζηανέστης, στην Κίο, λίγο πριν από την καταστροφή. Δημοσιεύεται στο: «Κίος η αλησμόνητη», Εκδόσεις Δωδώνη, 1995.

 

Στην πείνα απέδιδε και ο λοχίας Μέμος Πολίτης την έλλειψη πειθαρχίας μεταξύ των στρατιωτών: «απείθαρχοι εκ της πείνας» είναι η χαρακτηριστική έκφρασή του.[7] Όπως και ο οπλίτης Χαράλαμπος Τριανταφυλλίδης, ο οποίος θεωρούσε την έλλειψη τροφής έναν από τους παράγοντες που οδήγησαν στη μείωση του ηθικού των στρατιωτών.[8]

Συναντάμε όμως και την αντίστροφη σχέση, όταν δηλαδή το καταρρακωμένο ηθικό εμπόδιζε τον στρατιώτη να απολαύσει την τροφή του: «Και ομολογώ πως σε όλα τα μέρη της Τουρκίας όπου είχα περάσει, τέ­τοιο καλό τυρί δεν είχα φάει. Τι να το κάνεις όμως; Σιγά σιγά το φαΐ δεν πήγαινε κάτω: κάθε διαταγή μας πήγαινε πιο πίσω».[9]

Το στρατιωτικό συσσίτιο ήταν η βασική πηγή επισιτισμού των στρατιωτών αλλά όχι και η μόνη. Πολλές φορές οι στρατιώτες προκειμένου να τραφούν επιδίδονταν σε λεηλασίες, άλλοτε πάλι κέρδιζαν τον «επιούσιο» από τα κεράσματα των κατοίκων, ή ήταν στην ευχάριστη θέση να λάβουν κάποιο δέμα με τρόφιμα από το ταχυδρομείο, ενώ τους παρεχόταν και ένα επίδομα.[10] Όπως, όμως, ο στρατιώτης Δημήτριος Κεφαλογιάννης έγραφε: «η ακρίβεια εί­ναι εν τούτοις ανυπόφορη που όσες δραχμές και αν έχεις δεν σε φθάνουν να φάης».[11]

Αντίθετα, ο στρατιώτης Λευτέρης Παρασκευ­αΐδης, όντας στην Πάτρα για τη διεξαγωγή των εκλογών, είχε νο­σταλγήσει το μικρασιατικό επίδομα: «Από οικονομική πλευρά, στη Μικρά Ασία περνούσαμε καλύτερα, γιατί εκτός που παίρνουμε 37,50 δρ. το μήνα, μένουμε και στο μέτωπο και δεν μπορούμε να τις  ξοδέψουμε».[12] Έτσι, λοιπόν, όταν ήρθε η διαταγή της επιστροφής στη Μικρά Ασία (λίγο πριν αποστείλει γράμμα στον πατέρα του ζητώντας οικονομική βοήθεια) απευθύνθηκε στον φίλο του με τα παρακάτω λόγια: «Θα πλουτίσουμε πάλι, βρε Αντώνη! Η τσέπη μας θα γεμίσει λεφτά!».[13]

 

Το στρατιωτικό συσσίτιο

 

Οι αναφορές στο στρατιωτικό συσσίτιο είναι άφθονες μέσα στα ημερολόγια και τις αναμνήσεις των στρατιωτών. Ο στρατιώτης Χα­ράλαμπος Πληζιώτης κατέγραφε σχεδόν καθημερινά το συσσίτιο, σχολιάζοντάς το πολλές φορές με χιούμορ:

Είχαμε πολύ όρεξιν, φένεται ότι θάταν από το βραδυνό συσσίτιον, τυρί σκουληκιασμένο!! […] σισσίτιον μακαρόνια, που να βουλιά­ξει ο τόπος που τα βγάζη! Αμήν. […] Σισσίτιον ρύζι, ρύζι, ρύζι… στο πύρ το εξώτερον κιακόμη παρέκη! […] Σισσίτιον ρύζι! Να πάη στον διάβολον, να πάρη μαζύ του και τα μακαρόνια για να γλυτώση ο κόσμος!.[14]

Η μονοτονία του συσσιτίου εξαντλούσε, όπως είναι φυσικό, τους στρατιώτες. «Υποφέρομαι από μακαρονοφαγίαν μεσημέρι και βρά­δυ μέχρις εξαντλήσεώς μας», έγραψε ο στρατιώτης Τριανταφυλλί­δης στο ημερολόγιό του.[15] Χαρακτηριστικές είναι και οι αναφορές του Καραγιάννη στο προσφερόμενο ψωμί και στη διανομή του:

Για τόνωση ήρθαν δύο άνδρες του λόχου και μας ανακοίνωσαν πως ο σιτιστής είχε παραλάβει τέσσερις άρτους, ο ένας είχε πάει στους αξιωματικούς. Και για να υπάρχει δικαιοσύνη στη διανομή, είχαν τρίψει τους άλλους τρεις και τους είχαν ρίξει στο καζάνι μαζί με το στάρι. Έτσι, κάθε φαντάρος έπαιρνε με τη δίκαιη κουτάλα το δίκαιο μερτικό του. […] Και το ψωμί εξακολουθούσε να είναι ανακατε­μένο με τρίχες και κλωστές από τα τσουβάλια. Και το μοίρασμα γινόταν με τις χούφτες.[16]

Ο Αθανάσιος Αργυρόπουλος αναφέρεται επίσης στο καχεκτικό συσσίτιο: «Μήπως και η πείνα πήγαινε πίσω; Καθ’ εκάστην κρέας, με ζωμόν και το βράδυ, ρεβύθια χωρίς αλάτι. Ο άρτος πολλές φο­ρές ένα τέταρτον μόνον».[17] Σχεδόν εβδομήντα χρόνια μετά ο ενενη­ντάχρονος λοχίας ιππικού τότε, Βάιος Παπαευθυμίου, θυμάται και αυτός την έλλειψη σε ψωμί και αλάτι: «πυρομαχικά και ψωμί δεν είχαμε. Επί 15 ημέρες αλωνίζαμε μόνοι μας τα στάρια που τα είχαν θημωνιές, και τρώγαμε μόνο στάρι βραστό και κρέας μπόλικο αλλά χωρίς άλας. Κάθε λόχος είχε 500 γιδοπρόβατα και εμείς τα φέραμε στο Εσκίσεχιρ».[18]

Την ύπαρξη κοπαδιών στην κατοχή του στρατεύ­ματος για τις ανάγκες των στρατιωτών σε τροφή έχει καταγράψει και ο Χαράλαμπος Πληζιώτης: «Μετά ακολουθούσαν μεγάλα κο­πάδια ζοντανών, πρόβατα, αγελάδες, κατσίκες κτλ.».[19] Και όταν τα κοπάδια αυτά χάνονταν, ο φόβος της επικείμενης πείνας ήταν τόσο δριμύς που δεν κρυβόταν ούτε μπροστά στον στρατηγό: «Είχα δια­κόσια πρόβατα του συντάγματός μου, στρατηγέ μου… τα οδηγούσα κατά δω και πέρασε το άλλο τάγμα και μου τα πήρε. Και τώρα τι θα γίνουμε εμείς; Τι θα φάμε;».[20]

 

Κινητό μαγειρείο εκστρατείας, Αρχείο: Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος».

 

Οι οδηγίες σχετικά με το συσσίτιο, που δημοσιεύθηκαν σε μια Ημερήσια Διαταγή τον Νοέμβριο του 1920, ανέφεραν την παρο­χή μίας μερίδας κρέατος (η μερίδα ισούταν με 65 δράμια) πέντε φορές την εβδομάδα. Θεωρούνταν, επίσης, σημαντικό να υπάρχει ποικιλία σε τρόφιμα και φρούτα αλλά και επάρκεια ξηρών καρπών, καρυκευμάτων και σταφίδας. Σε περίπτωση κακών καιρικών συν­θηκών, διατασσόταν η παροχή στους στρατιώτες τριών ροφημάτων τσαγιού ημερησίως και μιας ποσότητας κονιάκ (είκοσι δράμια ανά στρατιώτη).[21]

Σε άλλη διαταγή οριζόταν όριο τιμής σε προϊόντα που αγόραζε ο στρατός όπως κρεμμύδια, ντομάτα πολτός, χαλβάς, ψάρια αλίπαστα και γεώμηλα.[22] Ενώ οι πιο συνηθισμένες τροφές που πα­ρέχονταν στο στρατιωτικό συσσίτιο, σύμφωνα με τα ημερολόγια των πρωταγωνιστών του πολέμου, ήταν η κουραμάνα, το ρύζι και το λάχανο, τα μακαρόνια, τα φασόλια και τα ρεβίθια, οι πατάτες, οι ρέγγες και το κρέας.[23]

Πριν οι στρατιώτες φύγουν για πορεία εφοδιάζονταν με ξηρά τροφή. «Και όταν μας εφοδίασαν με ξηρά τροφή για τέσσερις μέ­ρες, όλοι είπαμε πως καλά είχαμε περάσει ως εδώ, ο Θεός ας έβαζε το χέρι Του για τα παρακάτω», έγραψε στο ημερολόγιό του ο στρα­τιώτης Καραγιάννης.[24]

Οι συνήθεις εφεδρικές τροφές που οι στρα­τιώτες κουβαλούσαν μαζί τους στις πορείες ήταν οι γαλέτες και οι κονσερβοποιημένες σαρδέλες: «Οι μεταγωγικοί ξεφόρτωναν τις κά­σες των πυρομαχικών και τις εφεδρικές τροφές, μερίδες γαλέτες και κουτιά σαρδέλες».[25] Οι μεγάλες αποστάσεις και η προβληματική συγκοινωνία δυσχαίρεναν την τροφοδοσία των στρατιωτών στο μέ­τωπο και, όπως χαρακτηριστικά σημείωσε ο Λοχίας Απόστολος Ρό­κος στο ημερολόγιό του: «Εις το διάστημα αυτό υποφέραμεν πάρα πολλή από πήνα αφού καταντήσαν να μας δώσουν μισή γαλέτα για μιά ημέρα διότι δεν είχεν συγκενονεία».[26]

Και τις ημέρες εκείνες της μάχης με δύο εχθρούς, τον αντίπαλο στρατό και την πείνα, που η κουραμάνα έπρεπε να κοπεί σε οχτώ μερίδες, το βρασμένο σιτάρι βοήθησε στην επιβίωσή τους: «μας έδινον μιά κουραμάνα και την μεράζαμαι 8 άνδρες πέρναμαι από έν όγδοον της κουραμάνας αλλά μας έσωσεν ο σίτος έβραζον οι άνδρες κάθε ημέραν και έτρωγον και έτσι ζήσαμαι».[27] Ο στρατιώτης Κιακίδης έγραψε επίσης: «Όταν περνάμε κοντά σε κάποιο αλώνι, πέφτουμε στα τέσσερα, ψάχνοντας με τις παλάμες μας για μερικούς εναπομείναντες κόκκους σταριού. Οι λιγοστοί που βρίσκουμε είναι ανακατεμένοι με σκόνη, άχυρα και χώμα».[28] Όσο οι άνδρες λιμοκτονούσαν, κατά την προέλαση προς τον Σαγγάριο, στίβες ολόκληρες από ψωμί παρέμεναν ανεκμετάλευτες, αφού δεν υπήρχαν σάκοι για τη μεταφορά τους.[29]

Το ρόφημα που προσφερόταν κατά κόρον στο συσσίτιο δεν ήταν άλλο από το τσάι. Για τους στρατιώτες που βρίσκονταν στις προφυλακές είχε εγκριθεί η χορήγηση τριών δόσεων τσαγιού την ημέρα. Στους υπόλοιπους η δόση ήταν συνήθως διπλή.[30] Όταν μια φορά σταμάτησαν να παρέχονται και οι δύο δόσεις, είχε αντίκτυπο στην ψυχολογία των στρατιωτών: «Από σήμερον μας κόψαν το μεσημερινόν και το βραδυνόν τσάϊ, αυτό μας ελύπησε πολύ».[31] Σε κάποιες σπάνιες περιπτώσεις, συνήθως με αφορμή κάποιον εορτασμό, προσφερόταν και κρασί. Ενώ και το κονιάκ παρεχόταν με φειδώ και μόνο όταν οι καιρικές συνθήκες το επέβαλαν, όπως ήδη έχει αναφερθεί.[32]

 

Το πρόβλημα της δίψας

 

Οι περιπτώσεις, που το νερό ήταν σπάνιο στην εύρεσή του και πολύτιμο αγαθό για όποιον κατάφερνε να το εξασφαλίσει, δεν έλειπαν. Τέτοιες περιπτώσεις συναντάμε κατά τη διάρκεια των εξαντλητικών πορειών και μαχών.[33] Το παρακάτω απόσπασμα από το ημερολόγιο του στρατιώτη Πληζιώτη είναι διαφωτιστικό όσο και μακάβριο: «και το τελειότερον να αναγγάζεσαι πότε πότε να πέρνης χιόνι από μέρος που έτυχε να βρίσκεται κάποιος σκωτομένος, να το καθαρίζης από το αίμμα και… να το τρώς. Καλό κιαυτό, και να βρίσκεται!».[34]

Ακόμη όμως κι όταν οι στρατιώτες συναντούσαν πηγές στον δρόμο τους, δεν ήταν βέβαιο αν θα προλάβαιναν να γεμίσουν τα παγούρια τους: «Η έλλειψη νερού είναι εφιαλτική. Οι τρεις πηγές που βρίσκονται εδώ, βγάζουν νερό με το σταγονόμετρο. Μας παίρνει μισή ώρα για να γεμίσουμε ένα παγούρι. Πώς θα υδροδοτηθεί με αυτό τον τρόπο ένα ολόκληρο σύνταγμα;».[35]

 

Άντληση νερού σε καταυλισμό του στρατού στη Μικρά Ασία (Φ.Α.:Ε.Λ.Ι.Α., κ.τ.: L200.045).

 

Σε μια τέτοια στάση για νερό, ο Τριανταφυλλίδης ίσα που κατάφερε να «ξεγελάσει» την δίψα του: «Σήμερον υποφέρωμεν πάρα πολύ από δίψα, βαδίζομεν επί ατελευτήτου παδιάδος μέσα σε απελπιστική ξηρασία. Περί την μεσημβρίαν συναντώμεν φρέαρ, τόσον βαθύ, ώστε δια να αντλήσωμεν ύδωρ προσεδέσαμεν τρείς τριχιάς. Μόλις μισό κύπελλο κατώρθωσα να πιώ».[36]

Το να προλάβει κανείς να τοποθετηθεί σε μια ευνοϊκή θέση μπροστά από το φρεάτιο ίσως να ήταν ζωτικής σημασίας: «εν ριπή οφθαλμού είμαι άνωθεν του φρέατος, αναμένων με αγωνίαν την άνοδον της ξυλίνου υδρίας, ότε η επιτακτική φωνή του λοχαγού ‘κακομαθημένε….!’ με απομακρύνει τούτου, πριν προφθάσω και δροσίσω τον αποξηραμένον λαιμόν μου».[37]

Λοχαγός όμως και στρατιώτης δεν βίωναν τις ίδιες συνθήκες. Ο προσβεβλημένος στρατιώτης, όταν αργότερα δημοσίευσε το ημερολόγιό του, σχολίασε: «Ο Γενναίος όμως λοχαγός ίππευεν ανθεκτικόν ίππον εκατέρωθεν δε της σέλλας του εκρέμοντο δύο μεγάλα παγούρια, διπλασίας χωρητικότητος έκαστον από το μικρό παγούρι του οπλίτου».[38]

 

III Μεραρχία. Οπλίτες σε πέτρινη κρήνη ανεφοδιάζονται με νερό. Συλλογή Μικρασιατικής Εκστρατείας / Αρχείο ΕΡΤ.

 

Ακόμη και σε τέτοιες ακραίες καταστάσεις απόλυτης δίψας, που λίγες σταγόνες νερού μπορούσαν να είναι το εισιτήριο για να παραμείνει κανείς στον κόσμο των ζωντανών, δεν έλειψε το φαινόμενο της αισχροκέρδειας: «Η δίψα έχει γίνει εφιάλτης. Κάποιοι επιτήδειοι έχουν φορτώσει νταμιτζάνες νερού στα μεταγωγικά και το πουλάνε στη μαύρη αγορά, επτά δραχμές το κύπελλο. Η δίψα μου είναι μεγάλη, αλλά στην τσέπη μου υπάρχουν μόνο δύο δραχμές».[39] Όταν οι στρατιώτες έβρισκαν επιτέλους νερό, φαίνεται πως το αν αυτό ήταν κατάλληλο για πόση δεν τους απασχολούσε: «Κάπου αναβλύζει νερό που βρωμάει κλούβιο αυγό από το θειάφι που περιέχει. Το πίνουμε, κλείνοντας τις μύτες μας. Σε μια λακκούβα που σχηματίζεται στα βράχια πλενόμαστε, ξανανιώνουμε. Οι γιατροί του τάγματος έχουν πάψει πια να ελέγχουν αν τα νερά είναι μολυσμένα ή όχι».[40]

 

Διέξοδος στο πλιάτσικο

 

Επειδή το συσσίτιο πολλές φορές ήταν «ελεεινό», όπως χαρακτηριστικά το αποκαλεί ο στρατιώτης Κεφαλογιάννης,[41] οι στρατιώτες προκειμένου να χορτάσουν την πείνα τους έβρισκαν διέξοδο στο πλιάτσικο. Για τον Mikhail Bakhtin στο έργο του Rabelais and His World, μια πράξη βίας, όπως είναι η λεηλασία ξένων περιουσιών, θεωρείται «εξουσιοδοτημένη παραβίαση».[42] Με άλλα λόγια η συνθήκη του πολέμου επιτρέπει στον στρατιώτη να προβεί σε μία κίνηση, όπως είναι το πλιάτσικο, η οποία εν καιρώ ειρήνης θα θεωρούνταν απαγορευμένη. Αν και εκ πρώτης όψεως η στρατιωτική ηγεσία φαίνεται να απαγορεύει το πλιάτσικο και σε ορισμένες περιπτώσεις να το τιμωρεί αυστηρά, αυτή η απαγόρευση ήταν μάλλον προσχηματική, καθώς δεν φαίνεται να αποτέλεσε κάποιο τροχοπέδη στη συνέχιση της συγκεκριμένης πρακτικής.

Βλέπουμε, έτσι, τον Πληζιώτη να γράφει στο ημερολόγιό του: «μας έπιασε στον δρόμο ο ταγματάρχης, και μας έστειλεν στο πειθαρχείον, γιατί λέγη γυρείζαμε για απίδια!!! Έως τας 10 το βράδυ ήμεθα μέσα».[43] Η επόμενη ημέρα που έχει μόνο την παρακάτω ημερολογιακή καταγραφή: «Ανάπαυσις και απίδια!»,[44] δείχνει και την πραγματική επιρροή που οι διαταγές για τέτοιου είδους απαγορεύσεις είχαν στους στρατιώτες. Όταν όμως σε μια επιθεώρηση των στρατιωτικών σάκων ανακαλύφθηκαν προϊόντα πλιάτσικου, κατασχέθηκαν: «Σήμερον έχομε καθαρισμόν όπλων και επιθεώρησιν των γυλιών, όσοι είχον μέσα πλιάτσικα, τα οποία δεν πρόφθασαν να τα πωλήσουν, τους τα πέρναν».[45]

Οι αξιωματικοί ακροβατούσαν μεταξύ δύο επιλογών. Να πράξουν τα δέοντα νουθετώντας τους στρατιώτες τους ή να παραβλέψουν το πλιάτσικο μπροστά στην ανάγκη των στρατιωτών τους για τροφή; Ο ανθυπολοχαγός του Καραγιάννη είχε επιλέξει πλευρά. Αυτό που τον ενδιέφερε ήταν η επιλογή του αυτή να μείνει κρυφή. Είχε πεί, συνεπώς, στους άντρες του: «να τηρήσουμε μυστικό το συμβάν, δεν ήταν σωστό το πλιάτσικο». Και ο Καραγιάννης δικαίωσε την απόφασή του: «Σωστό δεν ήταν, αλλά άλλο είναι να ξεκινάς με το στομάχι γεμάτο».[46]

Ο υπολοχαγός Σταύρος Χριστοδουλίδης έχει επίσης κάνει μνεία στο πλιάτσικο, χωρίς εντούτοις να παίρνει θέση υπέρ ή κατά της εν λόγω πρακτικής: «Οι Στρατιώται επιδίδονται εις άγριον πλιάτσικο. Οι γάλοι, χήνες και κότες καθώς και πολλά πρόβατα κάποιας αδεσπότου αγέλης έπαθαν πανωλεθρίαν».[47]

Σε μία αναφορά του στο ημερολόγιό του ο στρατιώτης Καραγιάννης έκανε ανοιχτά λόγο για συμμετοχή αξιωματικών στη λεηλασία: «Είκοσι ένας άνδρες και επτά αξιωματικοί πήραμε τον κατήφορο ένοπλοι και χαρούμενοι λες και πηγαίναμε για έργο αγαθό και όχι να αφαιρέσουμε και να χαραμίσουμε ξένες περιουσίες και να σκοτώσουμε όποιον μας αντιστεκόταν».[48] Βλέποντας τον εαυτό του στους ποιμένες που έχαναν το βιός τους, προσπαθούσε να ελαφρύνει τη συνείδησή του από τις τύψεις: «Εγώ, που είχα γεννηθεί σε μαντρί και μεγάλωσα με τα πρόβατα, είχα συγκινηθεί που συμμετείχαμε σε τέτοιο αδίκημα. Σκεφτόμουν μόνο πως έφταιγε η πείνα και πως δεν θα βγάζαμε λεφτά από τέτοιο χουνέρι που είχαμε στήσει».[49]

 

Έλληνες στρατιώτες λίγο πριν τη σφαγή προβάτων στο Ινλάρ Κατραντζί το 1921 (Φ.A.: Ε.Λ.Ι.Α., κ.τ.: ΒΟΙ2. 122).

 

Κι ο ανθυπολοχαγός Παντελής Πρινιωτάκις θλιβόταν με την κατάσταση που επικρατούσε και προσπαθούσε συνεχώς να συγκρατεί τους άνδρες του:

Την τύχην των διαφόρων χωρίων ακολουθεί και το Αράμπ Εϋρέν. Μετά την γενικήν λεηλασίαν ακολουθεί εμπρησμός των οικιών και των σιτηρών, τον οποίον οι δυστυχείς και άξιοι οίκτου κάτοικοι παρακολουθούν έντρομοι. Η κατάστασις είναι λυπηρά και αξιοθρήνητος, από της εκ Σαγγαρίου αποχωρήσεώς μας ιδίως. Διαρκώς γίνομαι κακός με τους άνδρας του Λόχου μου, τους οποίους με κάθε τρόπον συγκρατώ και περιορίζω κατά το δυνατόν.[50]

Θα μπορούσαμε να διακρίνουμε τη λεία από το πλιάτσικο σε δύο κατηγορίες. Η μία περιελάμβανε τα προϊόντα που παρήγε η γη, όπως είναι τα σταφύλια, τα καρπούζια, τα πεπόνια, τα βατόμουρα, τα σύκα, τα μήλα, τα απίδια, τα κυδώνια, τα κάστανα, τα καρύδια, ο σίτος.[51] Μαζί με αυτά κι ό,τι άλλο παρήγαν τα μποστάνια και τα χωράφια που οι στρατιώτες συναντούσαν μπροστά τους, όπως χαρακτηριστικά έγραψε ο στρατιώτης Παρασκευαΐδης σε ένα γράμμα που απέστειλε από το Κινίκ της Μικράς Ασίας στην αδερφή του Ευανθία: «Εγώ εδώ περνώ πολύ καλά. Έχουμε άφθονα τρόφιμα, φρούτα. Όλα τα αμπέλια και οι μπαχτσέδες είναι δικοί μας. Πηγαίνουμε τρώμε ό,τι θέλουμε δεν μας μιλά κανείς».[52] Δεν μιλούσε κανείς, μα οι οιμωγές των γυναικών στοίχειωσαν τη σκέψη του στρατιώτη Πληζιώτη που θέλησε να τις καταγράψει στο ημερολόγιό του:

Στας 2 σηκώθηκα… οι φαντάροι τρέχαμε δεξιά και αριστερά σαν δαιμονισμένοι, άλλος κρατούσε καιρί, άλλος φανάρι, και μπαίνανε στα μαγαζιά και τα σπίτια, οι χανούμησσες χαλούσαν τον κόσμο με της φωνές των, σκληρίζανε, κλαίγανε, αλλά ποιός τους ήκουεν. Γενόντουσαν μυστήρια. Πήγα και εγώ έξω με τον Πεζάρον να ιδούμε τι γείνεται, τι να ιδούμε όμως; είναι απερίγραπτα εκείνα που εγείνοντο, μόνον η σφαγή έλειπεν.[53]

Η δεύτερη κατηγορία λείας περιελάμβανε ζώα και ζωικά προϊόντα, όπως είναι οι κότες, οι χήνες, τα πρόβατα, τα κατσίκια, τα βόδια, το τυρί και τα αυγά.[54] Κάποιες μέρες η τύχη «χαμογελούσε» στους στρατιώτες. Μια τέτοια μέρα ήταν η 12η Ιουλίου του 1920 για τον Χαράλαμπο Πληζιώτη: «Μας διατάσση λοιπόν ο συνταγματάρχης να κάνομαι έρευνα, και τι ναβρούμε; κόττες, αυγά, τυρί και άλλα, έφοδος τρομερή!!! Σε 10 λεπτά δεν υπήρχε τίποται το εχθρικόν, εγώ, ο Πεζάρος και ο Σιμιτόπουλος πήραμε μόνον 4 κόττες και λίγο τυρί. Τι να τα κάνομε περισσότερα;».[55] Έναν μήνα μετά παρόμοια τύχη είχε και ο στρατιώτης Κεφαλογιάννης:

Την επομένην έβλεπε τίς κατά τόπους ερριμμένα διάφορα τεμάχια ή κεφαλάς των ανωτέρω μηρυκαστικών [προβάτων, αιγών, βοδιών]. Είχε γίνει αφάνταστος καταστροφή εις τα ζώα ως και τους κήπους των Δερμιτζιωτών. Μήλα, απίδια, πεπόναι, σταφύλια, καρπούζια διά μίαν στιγμήν με κρέας οπτόν απετέλεσαν τη αληθεία λουκούλειον γεύμα, πρωτοφανές διά τον στρατόν μας.[56]

Όταν ο πόλεμος τελείωσε και ο ηττημένος ελληνικός στρατός εκκένωσε τη Μικρά Ασία το πρόβλημα της εύρεσης τροφής ακολούθησε τους καταπονημένους στρατιώτες στον τόπο αποβίβασής τους: «Έτσι μάθαμε πως η πόλη όπου είχαμε φτάσει ήταν η Μυτιλήνη. Μείναμε μέρες και κλέβαμε να φάμε, ο κόσμος δεν άνοιγε τις πόρτες του, έξω από κάτι γερόντια, κάτι γριές και άλλους που προτιμούσαν να μας δίνουν φαγώσιμα αντί να σπαράζουμε το βιός τους».[57]

 

Κεράσματα και «δώρα» από το σπίτι

 

Μια ακόμη πηγή τροφοδοσίας για τους στρατιώτες ήταν τα διάφορα κεράσματα των ντόπιων κατοίκων στις πόλεις και τα χωριά από τα οποία περνούσαν. Το κέρασμα φρούτων, φαγητών ή ποτών φαίνεται πως ήταν μία αυθόρμητη κίνηση χαράς, ενθουσιασμού και ευγνωμοσύνης των χριστιανικών πληθυσμών (Ελλήνων και Αρμενίων) της μικρασιατικής γης. Βλέπουμε, έτσι, πως όταν ο στρατιώτης Καραγιάννης πέρασε από τα Θείρα, οι Έλληνες και Αρμένιοι κάτοικοι μοίρασαν σε αυτόν και τους συναδέλφους του: «ένα σωρό καλούδια».[58] Τα ίδια και κατά την πορεία τους προς την Αδριανούπολη, όταν στο Μπουγιούκ Ντερέ οι Έλληνες ντόπιοι: «έσπευδαν με χαρά να προσφέρουν διάφορα φαγητά στον Ελληνικό Στρατό».[59] Αλλά και έπειτα στη Ραιδεστό όπου, όπως έγραψε: «μείναμε πέντε μέρες και στυλωθήκαμε από φιλοξενίες και κεράσματα».[60]

Ο Χαράλαμπος Πληζιώτης με τον ιδιότυπο καυστικό του τρόπο κατέγραψε επίσης τον ζήλο με τον οποίο οι ντόπιοι προσέφεραν βοήθεια στους στρατιώτες: «Υποφέρομε πολύ από δίψαν, ευτυχώς υπάρχουν πολλά χωριά ελληνικά, και τρέχουν οι καϊμένοι οι κάτοικοι και σκωτόνονται, ποιος να προτοφέρη νερό για να πιούν οι Ελευθερωταί!!!».[61]

 

Έλληνες στρατιώτες λιχνίζουν το θερισμένο στάρι. Μουσείο Μπενάκη.

 

Οι κάτοικοι στόλιζαν με σημαίες τα χωριά τους, επευφημούσαν και χτυπούσαν χαρμόσυνα τις καμπάνες.[62] «Μας πρόσφεραν φαγητά, αυγά, τυριά, γάλα, παστουρμάδες, γλυκά, φρούτα κ.α. Επιπλέον δε, μας έδωσαν και από μια πανκανότα (λίρα)», έγραψε στο ημερολόγιό του ο στρατιώτης Παρασκευαΐδης.[63] Σε ένα χωριό μάλιστα οι ντόπιοι «απαίτησαν» να περάσει ο στρατός από τον τόπο τους: «Κατά απέτησιν των κατοίκων του χωρίου Μεσόπωλις επήγεν ο λόχος μας εκεί, και αφού έγεινε δοξολογία, μας πήγαν μετά σε κάποιο εξωκλήσι, όπου είχον ετοιμάση φαγητά και τσήπουρον άφθονον!!».[64]

Άξιες μνείας είναι επίσης δύο αναφορές του στρατιώτη Πληζιώτη για κεράσματα από Τούρκους κατοίκους. Στη μία αναφέρεται σε έναν μουχτάρη που «για να συνχωρεθή» η γυναίκα του πρόσφερε στους στρατιώτες το μποστάνι του.[65] Η άλλη αφορά δύο τουρκικά χωριά στα οποία είχαν πάει με σκοπό να αφοπλίσουν τους κατοίκους τους: «πήγαμε σε δύο τουρκικά χωριά, περάσαμε πάλι καλά, οι άνθρωποι μας εσέρβειραν ό,τι είχον ευχαρίστεισιν, γάλα, τυρί κτλ…».[66]

Ο στρατιώτης Παρασκευαΐδης αναφέρεται και αυτός σε ένα Γιουρούκικο[67] χωριό, του οποίου οι κάτοικοι εντυπωσίασαν αυτόν και τους συναδέλφους του με τη φιλοξενία τους: «Άντρες, γυναίκες, κορίτσια και μικρά παιδιά, πρόθυμα και πρόσχαρα μας δέχτηκαν και μας πρόσφεραν ό,τι τους ζητήσαμε, γάλα, αυγά, βούτυρο κ.ά. Εμείς τους ευχαριστήσαμε και τους δωρίσαμε ζάχαρη, αλάτι και μερικές κονσέρβες σαρδέλλες που μας περίσσευαν».[68]

Υπήρχαν, τέλος, φορές που ο ταχυδρόμος πέρα από το γράμμα με τα νέα από το σπίτι έφερνε και κάποιο φαγώσιμο, συνήθως γλυκό, που οι συγγενείς είχαν καταφέρει να ταχυδρομήσουν. Οι στρατιώτες μάλιστα μοιράζονταν τα «δώρα» τους: «Εδώ ήνειξα ένα κουτάκι καφέ, που μέστειλον η μητέρα μου και τον ψήσαμε, έγεινε ακρειβώς δυο καραβανιές!! Κατόπιν ήνειξεν και ο Πεζάρος ένα κουτάκι βύσσινο, που του έστειλε η μικρή, και γλυκάναμε το δόντι μας στην υγειά της».[69] Σε μια επιστολή του προς την αδερφή του, ο στρατιώτης Παρασκευαΐδης, την ευχαριστούσε για τα σύκα που του έστειλε, ενώ σε μια άλλη την ενημέρωνε πως είχε λάβει τα μελομακάρονά της.[70]

Σύκα ζητούσε επίσης και από τη μητέρα του: «Όταν κάμετε φουρνιστά σύκα φετεινά, να μου στείλετε λίγα διότι εδώ επάνω εις τα βουνά δεν έχει τίποτα».[71] Τρόφιμα είχε θελήσει και από την «Αδελφή Στρατιώτου»[72] Άννα Σαρόγλου, με την οποία αντάλλασσε συχνά αλληλογραφία, όμως κάποιες φορές το ταχυδρομείο απαγόρευε την αποστολή δεμάτων: «Με εστενοχώρησες ακόμη πολύ που μου ζητείς φαγώσιμο σε στιγμήν που το ταχυδρομείον δεν δέχεται διόλου δέματα. Μόλις δεχθεί, θα τα καταφέρω και θα σου στείλω γλυκά, λουκούμια, ζαχαρωτά, σοκολάτες. Έχω γνωστούς αξιωματικούς οι οποίοι θα τα δώσουν εις το ταχυδρομείον».[73]

 

Ο πόλεμος της συγκοινωνίας

 

Όπως πολύ εύστοχα έχει υποστηριχθεί, ο πόλεμος στη Μικρά Ασία ήταν κατά κύριο λόγο ένας πόλεμος συγκοινωνιών. Αυτό εν συντομία σημαίνει πως οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές επιχείρησαν την απόκτηση και διατήρηση των βέλτιστων για την κάλυψη των αναγκών τους σιδηροδρομικών ή οδικών δικτύων. Ο εκάστοτε ηττημένος στη μάχη για την ευνοϊκότερη συγκοινωνία, επιχειρούσε είτε την ανάκτησή της είτε την πρόκληση φθορών με σκοπό να την καταστήσει άχρηστη για τον αντίπαλο.[74]

Η μεταφορά, συνεπώς, των εφοδίων από τα κέντρα εφοδιασμού στις μονάδες δεν ήταν μία εύκολη υπόθεση. Όπως έγραψε χαρακτηριστικά ο Κιακίδης: «Οι Κεμαλικοί, κατά την υποχώρησή τους, κατέστρεψαν όλες τις σιδηροδρομικές γραμμές και τις περισσότερες γέφυρες∙ έτσι προκύπτει σοβαρό πρόβλημα εφοδιασμού. Οι Τσέτες στα μετόπισθεν λεηλατούν τις αποστολές τροφίμων και το ταχυδρομείο μας και έτσι ούτε σιτιζόμαστε κανονικά ούτε μαθαίνουμε νέα από τους δικούς μας».[75]

Όσο η Στρατιά προχωρούσε προς ανατολάς, συναντούσε μια γη δύσβατη, αφιλόξενη και φτωχή σε τρόφιμα, όπως «φτωχό» ήταν και το συγκοινωνιακό της δίκτυο. Τις μεγαλύτερες εν τούτοις δυσκολίες το σύστημα επιμελητείας τις συναντούσε τις περιόδους των εξορμήσεων, που η απόσταση μεταξύ του αντικειμενικού στόχου και της βάσης ήταν πολλά χιλιόμετρα δυσπρόσιτων, κατεστραμένων και εχθρικών διαδρομών. Η προέλαση προς τον Σαγγάριο, ειδικά, κατέδειξε με σαφήνεια τις περιορισμένες δυνατότητες στη μεταφορά των εφοδίων, αφού ο αριθμός αυτοκινήτων δεν ήταν αρκετός και οι καμήλες, οι γάιδαροι και τα μουλάρια είχαν εξαντληθεί σε βαθμό που δεν ήταν σε θέση να αποδώσουν.[76] Άλλες αιτίες των δυσχερειών που αντιμετώπιζε ο ανεφοδιασμός των τμημάτων ήταν και η ανυπαρξία ΙV Επιτελικών Γραφείων στα Σώματα Στρατού που θα μπορούσαν να οργανώσουν καλύτερα την επιμελητεία, αλλά και ο μικρός αναλογικά αριθμός σκαπανέων επιφορτισμένων με το έργο της επισκευής των δρόμων.[77]

Ο τελευταίος χρόνος παραμονής στο μέτωπο φαίνεται πως ήταν εφιαλτικός. Ο πολυετής πόλεμος είχε εξαντλήσει τα κρατικά ταμεία και η άρνηση πίστωσης από τις Δυνάμεις είχε οδηγήσει την ελληνική πλευρά σε αδιέξοδο. Οι εργολάβοι απειλούσαν με παύση παροχής τροφίμων και οι σιδηροδρομικές εταιρείες με διακοπή των μεταφορών στρατιωτικού υλικού.[78]

Από τον Οκτώβριο του 1921 μέχρι και τον Απρίλιο του επόμενου έτους ο επισιτισμός του στρατεύματος χώλαινε εμφανώς·[79] όπως έγραφε ο Παρασκευαΐδης στην αδελφή του τον Φεβρουάριο του 1922: «Κοντεύει πια ο κόσμος να βγη στην ελεημοσύνη στα τουρκικά χωριά».[80] Ζάχαρη, λάδι, τυρί και όσπρια σχεδόν δεν παρέχονταν στο συσσίτιο, αλλά και η ποιότητα των ζυμαρικών και των αλίπαστων ήταν τέτοια που τα καθιστούσε ακατάλληλα για βρώση, ενώ και το κρέας παρεχόταν μόνο δύο φορές την εβδομάδα. Ούτε τα κέντρα εκμετάλλευσης επιτόπιων πόρων που είχαν συσταθεί δεν φαίνεται να λειτουργούσαν όπως θα έπρεπε, αφού είχαν παρατηρηθεί προβλήματα στη διαδικασία οργάνωσης και διανομής, αλλά και εκβιαστικές πρακτικές κατά του ντόπιου πληθυσμού. Αξιωματικοί και στρατιώτες επίσης δεν λάμβαναν τον προβλεπόμενο μισθό τους. Για τους τελευταίους μάλιστα το εικοσιπεντάλεπτο αυτό επίδομα ήταν ζωτικής σημασίας, καθώς αξιοποιούνταν συνήθως για την αγορά τροφής. Μια προσωρινή λύση στον «γόρδιο δεσμό» έδωσε στα τέλη Μαρτίου ο υπουργός οικονομικών Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης διχοτομώντας το χαρτονόμισμα, μια ευφυής κίνηση που όμως το μόνο που μπορούσε να προσφέρει πλέον ήταν να επιτείνει την παραμονή της Στρατιάς στο μέτωπο για λίγους μήνες ακόμη. Η μοίρα της Μικράς Ασίας ήταν εντούτοις προδιαγεγραμμένη.[81]

Εν κατακλείδι ο προβληματικός επισιτισμός κατά τη διάρκεια των διαφόρων σταδίων της Εκστρατείας κατέδειξε μεταξύ άλλων τη σύνδεση που υπήρχε ανάμεσα στην τροφή και την έκβαση του πολέμου. Θα ήταν σίγουρα παράτολμο να προταθεί μια σχέση απόλυτης αλληλεξάρτησης του επισιτισμού με την τελική ήττα, δεν θα ήταν ωστόσο άτοπο να επισημανθεί η μεταξύ τους σχέση. Η έλλειψη νερού και τροφής δεν ευθύνεται μόνο για τη μείωση του ηθικού των στρατιωτών, αλλά και για τη δημιουργία συνθηκών διαβίωσης που δυσχέραιναν την ομαλή διεξαγωγή του πολέμου. Είναι λογικό πως ο στρατιώτης σε συνθήκες πείνας και δίψας δεν μπορούσε να αποδώσει τα αναμενόμενα. Η διατροφή, επομένως, ήταν μια από τις σημαντικότερες όψεις της καθημερινής ζωής και διαβίωσης των στρατιωτών στο μέτωπο και, κατά συνέπεια, ένα σημαντικό κεφάλαιο της ίδιας της μικρασιατικής εκστρατείας.

 

Υποσημειώσεις


[1] Θεόδωρος Π. Κιακίδης, Το ημερολόγιο του Στρατιωτικού μου Βίου: Μικρασιατική Εκστρατεία 1920-1922, επιμ. Περικλής Θ. Κιακίδης (Νέο Σιδηροχώρι: Δήμος Νέου Σιδηροχωρίου, 2010), 59.

[2] Βλ. ενδεικτικά Mark Harrison, The Medical War: British Military Medicine in the First World War (Oxford: Oxford University Press, 2010)· Robert Gerwarth και John Horne, επιμ., War in Peace: Paramilitary Violence in Europe after the Great War (Oxford: Oxford University Press, 2013)· Robert Gerwarth, The Vanquished: Why the First World War Failed to End (New York: Farrar, Straus and Giroux, 2016)· Jochen Bӧhler, Włodzimierz Borodziej και Joachim von Puttkamer, επιμ., Legacies of Violence. Eastern Europe’s First World War (München: Oldenbourg 2014)· Jay Winter, επιμ., The Cambridge History of the First World War, Volumes 1, 2, 3 (Cambridge: Cambridge University Press, 2014)· «1914-1918-Online. International Encyclopedia of the First World War (WW1)», επιμ. Ute Daniel, Peter Gatrell, Oliver Janz, Heather Jones, Jennifer Keene, Alan Kramer, και Bill Nasson, Freie Universität Berlin, https://encyclopedia.1914-1918-online.net/home.html. Ανακτήθηκε 16/10/2022.

[3] Το άρθρο γράφτηκε πριν την έκδοση του σημαντικού συλλογικού τόμου Δη­μήτρης Καμούζης, Αλέξανδρος Μακρής και Χαράλαμπος Μηνασίδης, επιμ., Έλ­ληνες στρατιώτες και Μικρασιατική Εκστρατεία. Πτυχές μιας οδυνηρής εμπειρίας (Αθήνα: Εστία, 2022), που ήρθε να καλύψει το ερευνητικό κενό.

[4] Erica Janik, «Food will win the war: food conservation in World War I Wisconsin», The Wisconsin Magazine of History τόμ. 93, No. 3 (Wisconsin 2010): 17-27.

[5] Χρήστος Καραγιάννης, Η ιστορία ενός στρατιώτη. Μια συγκλονιστική μαρτυρία για τις ελληνικές εκστρατείες (1918-1922), επιμ. Φίλιππος Δρακονταειδής (Αθήνα: Κέδρος, 2013), 177, 185-186.

[6] Καραγιάννης, Η ιστορία ενός στρατιώτη, 212.

[7] Αγαμέμνων Πολίτης, Η ελληνική εκστρατεία στη Μικρά Ασία. Προσωπικές σελίδες ημερολογίου, επιμ. Κωνσταντίνα Μπάδα (Αθήνα: Σοκόλη-Κουλεδάκη, 2009), 67.

[8] Χαράλαμπος Δ. Τριανταφυλλίδης, Η μικρασιατική εκστρατεία και το ημερολόγι­ον ενός οπλίτου. Μικρασιατικόν Οροπέδιον-Αλμυρά Έρημος-Σαγγάριος-Αίτια της καταστροφής του Αυγούστου 1922, Βιβλίον Δεύτερον (Αθήνα-Γιάννινα: Δωδώνη, 1984), 466.

[9] Καραγιάννης, Η ιστορία ενός στρατιώτη, 223-224.

[10] Ο αρχιστράτηγος Παπούλας ψέγει τους διοικητές εκείνους που επιχειρούν να κάνουν οικονομία για το δημόσιο κατακρατώντας μέρος του (25λεπτου) επιδό­ματος των στρατιωτών, βλ. Βαγγέλης Παπαευθυμίου, Στρατιά Μικράς Ασίας. 28ο Σύνταγμα (Αθήνα: Φιλιππότης, 1990), 46.

[11] Δημήτριος Κεφαλογιάννης, Οδοιπορικό. Σμύρνη, Ιούνιος 1920-Νικομήδεια, Ια­νουάριος 1921, επιμ. Αγγελική Καραπάνου-Παλόγλου (Αθήνα: Εστία, 2005), 35.

[12] Λεφτέρης Παρασκευαΐδης, ‘Αδελφή Στρατιώτου’. Ημερολόγιο και αλληλογρα­φία ενός φαντάρου της μικρασιατικής εκστρατείας, επιμ. Γιώργος Παρασκευαΐδης (Θεσσαλονίκη: University Studio Press, 2006), 119.

[13] Παρασκευαΐδης, ‘Αδελφή Στρατιώτου’, 121.

[14] Χαράλαμπος Πληζιώτης, Αναμνήσεις του μετώπου 1920-1921 (Μικρά Ασία- Θράκη), επιμ. Ματούλα Ρίζου-Κουρουπού (Αθήνα: Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, 1991), 37, 114, 187.

[15] Τριανταφυλλίδης, Ημερολόγιον ενός οπλίτου, 469.

[16] Καραγιάννης, Η ιστορία ενός στρατιώτη, 213, 229.

[17] Αθανάσιος Αργυρόπουλος, Μνήμες πολέμων 1917-1922 (Αθήνα: Τύποις Π. Παρασκευοπούλου, 1985), 62.

[18] Παπαευθυμίου, Στρατιά Μικράς Ασίας, 280.

[19] Πληζιώτης, Αναμνήσεις του μετώπου, 97.

[20] Καραγιάννης, Η ιστορία ενός στρατιώτη, 225.

[21] Παπαευθυμίου, Στρατιά Μικράς Ασίας, 46.

[22] Παπαευθυμίου, Στρατιά Μικράς Ασίας, 50-51.

[23] Σε όλα τα ημερολόγια που εξετάστηκαν γίνονται αναφορές σε κάποια από αυτά τα τρόφιμα. Η καλύτερη όμως και διεξοδικότερη παρουσίαση του στρατιωτικού συσσιτίου γίνεται στο ημερολόγιο του Χαράλαμπου Πληζιώτη, βλ. ενδεικτικά Πληζιώτης, Αναμνήσεις του μετώπου, 14, 45, 64, 124, 125, 180, 187.

[24] Καραγιάννης, Η ιστορία ενός στρατιώτη, 139-140.

[25] Καραγιάννης, Η ιστορία ενός στρατιώτη, 256.

[26] Αθανάσιος Κ. Γραμμένος, Τέλος και τω Θεώ δόξα. 1921. Ημερολόγιο Μικρασια­τικής Εκστρατείας του Λοχία Αποστόλου Μ. Ρόκου (Παλαιόκαστρο Χαλκιδικής: Ερωδιός, 2010), 141.

[27] Γραμμένος, Τέλος και τω Θεώ δόξα, 175.

[28] Κιακίδης, Το ημερολόγιο του Στρατιωτικού μου Βίου, 64.

[29] Αρχηγείον Στρατού, Ανεφοδιασμοί και Μεταφοραί κατά την Μικρασιατικήν Εκστρατείαν (1919-1922) (Αθήνα: Έκδοσις Διευθύνσεως Ιστορίας Στρατού, 1969), 155.

[30] Παπαευθυμίου, Στρατιά Μικράς Ασίας, 51.

[31] Πληζιώτης, Αναμνήσεις του μετώπου, 190.

[32] Πληζιώτης, Αναμνήσεις του μετώπου, 69, 93, 101, 118, 160, 189, 190.

[33] Κεφαλογιάννης, Οδοιπορικό, 51-52, 53-54· Πληζιώτης, Αναμνήσεις του μετώπου, 53, 55, 57, 204-205.

[34] Πληζιώτης, Αναμνήσεις του μετώπου, 204-205.

[35] Κιακίδης, Το ημερολόγιο του Στρατιωτικού μου Βίου, 41.

[36] Χαράλαμπος Δ. Τριανταφυλλίδης, Η μικρασιατική εκστρατεία και το ημερολόγιον ενός οπλίτου. Μικρασιατικόν Οροπέδιον-Αλμυρά Έρημος-Σαγγάριος-Αίτια της καταστροφής του Αυγούστου 1922, Βιβλίον Πρώτον (Αθήνα-Γιάννινα: Δωδώνη, 1984), 289.

[37] Τριανταφυλλίδης, Ημερολόγιον ενός οπλίτου, Βιβλίον Πρώτον, 325.

[38] Τριανταφυλλίδης, Ημερολόγιον ενός οπλίτου, Βιβλίον Πρώτον, 325.

[39] Κιακίδης, Το ημερολόγιο του Στρατιωτικού μου Βίου, 47.

[40] Κιακίδης, Το ημερολόγιο του Στρατιωτικού μου Βίου, 47.

[41] Κεφαλογιάννης, Οδοιπορικό, 35.

[42] Μαργαρίτα Ν. Δαλεζίου, «‘Κάθισα στο αντίσκηνο και έγραφα τα πάθη μου.’ Αφηγήσεις του ανδρικού εαυτού σε ημερολόγια στρατιωτών του Μικρασιατικού μετώπου (1919-1922)» (Μεταπτυχιακή Εργασία Ειδίκευσης, Ερμούπολη Σύρου, Μάιος 2010), 43.

[43] Πληζιώτης, Αναμνήσεις του μετώπου, 44.

[44] Πληζιώτης, Αναμνήσεις του μετώπου, 44.

[45] Πληζιώτης, Αναμνήσεις του μετώπου, 99.

[46] Καραγιάννης, Η ιστορία ενός στρατιώτη, 117.

[47] Σταύρος Χριστοδουλίδης, Ημερολόγιον Εκστρατείας Μ. Ασίας, επιμ. Κωνσταντίνος Κρίνος-Πανίτσας (Αθήνα: Συλλογές, 2005), 31.

[48] Καραγιάννης, Η ιστορία ενός στρατιώτη, 226.

[49] Καραγιάννης, Η ιστορία ενός στρατιώτη, 227.

[50] Παντελής Πρινιωτάκις, Ατομικόν ημερολόγιον. Μικρά Ασία, 1919-1922, επιμ. Νίκος Καββαδίας (Αθήνα: Εστία, 1998), 147.

[51] Πληζιώτης, Αναμνήσεις του μετώπου, 13, 72, 249· Πολίτης, Η ελληνική εκστρατεία στη Μικρά Ασία, 67· Κεφαλογιάννης, Οδοιπορικό, 51.

[52] Παρασκευαΐδης, ‘Αδελφή Στρατιώτου’, 32.

[53] Πληζιώτης, Αναμνήσεις του μετώπου, 96.

[54] Γραμμένος, Τέλος και τω Θεώ δόξα, 99, 111· Καραγιάννης, Η ιστορία ενός στρατιώτη, 186, 190, 246· Κεφαλογιάννης, Οδοιπορικό, 51· Πληζιώτης, Αναμνήσεις του μετώπου, 14.

[55] Πληζιώτης, Αναμνήσεις του μετώπου, 55.

[56] Κεφαλογιάννης, Οδοιπορικό, 51.

[57] Καραγιάννης, Η ιστορία ενός στρατιώτη, 288.

[58] Καραγιάννης, Η ιστορία ενός στρατιώτη, 115.

[59] Καραγιάννης, Η ιστορία ενός στρατιώτη, 151.

[60] Καραγιάννης, Η ιστορία ενός στρατιώτη, 152.

[61] Πληζιώτης, Αναμνήσεις του μετώπου, 57.

[62] Παρασκευαΐδης, ‘Αδελφή Στρατιώτου’, 66· Πληζιώτης, Αναμνήσεις του μετώπου, 58.

[63] Παρασκευαΐδης, ‘Αδελφή Στρατιώτου’, 67.

[64] Πληζιώτης, Αναμνήσεις του μετώπου, 62.

[65] Πληζιώτης, Αναμνήσεις του μετώπου, 53.

[66] Πληζιώτης, Αναμνήσεις του μετώπου, 59.

[67] Οι Γιουρούκοι ήταν νομάδες τουρκικής καταγωγής, βλ. Apostolos Vakalopoulos, Origins of the Greek nation; The Byzantine period, 1204-1461 (New Brunswick, N.J.: Rutgers University Press, 1970), 64.

[68] Παρασκευαΐδης, ‘Αδελφή Στρατιώτου’, 54.

[69] Πληζιώτης, Αναμνήσεις του μετώπου, 55-56.

[70] Παρασκευαΐδης, ‘Αδελφή Στρατιώτου’, 169, 231.

[71] Παρασκευαΐδης, ‘Αδελφή Στρατιώτου’, 199.

[72] Είχαν συσταθεί σύλλογοι με την επωνυμία «Αδελφή Στρατιώτου», όπου γυναίκες αλληλογραφούσαν με στρατιώτες παρέχοντάς τους σημαντική ψυχολογική υποστήριξη.

[73] Παρασκευαΐδης, ‘Αδελφή Στρατιώτου’, 201.

[74] Αρχηγείον Στρατού, Ανεφοδιασμοί και Μεταφοραί, VII-VIII.

[75] Κιακίδης, Το ημερολόγιο του Στρατιωτικού μου Βίου, 32.

[76] Αρχηγείον Στρατού, Ανεφοδιασμοί και Μεταφοραί, VII, 156-158.

[77] Αρχηγείον Στρατού, Ανεφοδιασμοί και Μεταφοραί, VIII.

[78] Αρχηγείον Στρατού, Ανεφοδιασμοί και Μεταφοραί, 160.

[79] Αρχηγείον Στρατού, Ανεφοδιασμοί και Μεταφοραί, 166.

[80] Παρασκευαΐδης, ‘Αδελφή Στρατιώτου’, 236.

[81] Αρχηγείον Στρατού, Ανεφοδιασμοί και Μεταφοραί, 160-161, 166-167.

 

Βιβλιογραφία


  • Αργυρόπουλος, Αθανάσιος. Μνήμες πολέμων 1917-1922. Αθήνα: Τύποις Π. Παρασκευοπούλου, 1985.
  • Αρχηγείον Στρατού, Ανεφοδιασμοί και Μεταφοραί κατά την Μικρασιατικήν Εκστρατείαν (1919-1922). Αθήνα: Έκδοσις Διευθύνσεως Ιστορίας Στρατού, 1969.
  • Γραμμένος, Αθανάσιος Κ. Τέλος και τω Θεώ δόξα. 1921. Ημερολόγιο Μικρασιατικής Εκστρατείας του Λοχία Αποστόλου Μ. Ρόκου. Παλαιόκαστρο Χαλκιδικής: Ερωδιός, 2010.
  • Δαλεζίου, Μαργαρίτα Ν. «‘Κάθισα στο αντίσκηνο και έγραφα τα πάθη μου.’ Αφηγήσεις του ανδρικού εαυτού σε ημερολόγια στρατιωτών του Μικρασιατικού μετώπου (1919-1922)». Μεταπτυχιακή Εργασία Ειδίκευσης, Ερμούπολη Σύρου, Μάιος 2010.
  • Καμούζης, Δημήτρης, Αλέξανδρος Μακρής και Χαράλαμπος Μηνασίδης, επιμ. Έλληνες στρατιώτες και Μικρασιατική Εκστρατεία. Πτυχές μιας οδυνηρής εμπειρίας. Αθήνα: Εστία, 2022.
  • Καραγιάννης, Χρήστος. Η ιστορία ενός στρατιώτη. Μια συγκλονιστική μαρτυρία για τις ελληνικές εκστρατείες (1918-1922). Επιμ. Φίλιππος Δρακονταειδής. Αθήνα: Κέδρος, 2013.
  • Κεφαλογιάννης, Δημήτριος. Οδοιπορικό. Σμύρνη, Ιούνιος 1920-Νικομήδεια, Ιανουάριος 1921. Επιμ. Αγγελική Καραπάνου-Παλόγλου. Αθήνα: Εστία, 2005.
  • Κιακίδης, Θεόδωρος Π. Το ημερολόγιο του Στρατιωτικού μου Βίου: Μικρασιατική Εκστρατεία 1920-1922. Επιμ. Περικλής Θ. Κιακίδης. Νέο Σιδηροχώρι: Δήμος Νέου Σιδηροχωρίου, 2010.
  • Παπαευθυμίου, Βαγγέλης. Στρατιά Μικράς Ασίας. 28ο Σύνταγμα. Αθήνα: Φιλιππότης, 1990.
  • Παρασκευαΐδης, Λεφτέρης. ‘Αδελφή Στρατιώτου’. Ημερολόγιο και αλληλογραφία ενός φαντάρου της μικρασιατικής εκστρατείας. Επιμ. Γιώργος Παρασκευαΐδης. Θεσσαλονίκη: University Studio Press, 2006.
  • Πληζιώτης, Χαράλαμπος. Αναμνήσεις του μετώπου 1920-1921 (Μικρά Ασία-Θράκη). Επιμ. Ματούλα Ρίζου-Κουρουπού. Αθήνα: Κέντρο Μι κρασιατικών Σπουδών, 1991.
  • Πολίτης, Αγαμέμνων. Η ελληνική εκστρατεία στη Μικρά Ασία. Προσωπικές σελίδες ημερολογίου. Επιμ. Κωνσταντίνα Μπάδα. Αθήνα: Σοκόλη-Κουλεδάκη, 2009.
  • Πρινιωτάκις, Παντελής. Ατομικόν ημερολόγιον. Μικρά Ασία, 1919-1922. Επιμ. Νίκος Καββαδίας. Αθήνα: Εστία, 1998.
  • Τριανταφυλλίδης, Χαράλαμπος Δ. Η μικρασιατική εκστρατεία και το ημερολόγιον ενός οπλίτου. Μικρασιατικόν Οροπέδιον-Αλμυρά Έρημος-Σαγγάριος-Αίτια της καταστροφής του Αυγούστου 1922, Βιβλίον Δεύτερον. Αθήνα-Γιάννινα: Δωδώνη, 1984.
  • Τριανταφυλλίδης, Χαράλαμπος Δ. Η μικρασιατική εκστρατεία και το ημερολόγιον ενός οπλίτου. Μικρασιατικόν Οροπέδιον-Αλμυρά Έρημος-Σαγγάριος-Αίτια της καταστροφής του Αυγούστου 1922, Βιβλίον Πρώτον. Αθήνα-Γιάννινα: Δωδώνη, 1984).
  • Χριστοδουλίδης, Σταύρος. Ημερολόγιον Εκστρατείας Μ. Ασίας. Επιμ. Κωνσταντίνος Κρίνος-Πανίτσας. Αθήνα: Συλλογές, 2005.
  • Bӧhler, Jochen, Włodzimierz Borodziej και Joachim von Puttkamer, επιμ., Legacies of Violence. Eastern Europe’s First World War. München: Oldenbourg, 2014.
  • Gerwarth, Robert, και John Horne, επιμ. War in Peace: Paramilitary Violence in Europe after the Great War. Oxford: Oxford University Press, 2013.
  • Gerwarth, Robert. The Vanquished: Why the First World War Failed to End. New York: Farrar, Straus and Giroux, 2016.
  • Harrison, Mark. The Medical War: British Military Medicine in the First World War. Oxford: Oxford University Press, 2010.
  • Janik, Erica. «Food will win the war: food conservation in World War I Wisconsin». The Wisconsin Magazine of History τόμ. 93, No. 3 (Wisconsin 2010): 17-27.
  • Vakalopoulos, Apostolos. Origins of the Greek nation; The Byzantine period, 1204-1461. New Brunswick, N.J.: Rutgers University Press, 1970.
  • Winter, Jay, επιμ. The Cambridge History of the First World War, Volumes 1, 2, 3. Cambridge: Cambridge University Press, 2014.

Διαδικτυακές Πηγές

  • «1914-1918-Online. International Encyclopedia of the First World War (WW1)», επιμ. Ute Daniel, Peter Gatrell, Oliver Janz, Heather Jones, Jennifer Keene, Alan Kramer, και Bill Nasson, Freie Universität Berlin. Διαθέσιμο στο https://encyclopedia.1914-1918-online.net/home.html. Ανακτήθηκε 16/10/2022.

 

Παναγιώτης Αγιάνογλου,

ΜΔΕ στην Ιστορική Έρευνα, ΑΠΘ

 «Η Ελλάδα στους πολέμους του 20ου αιώνα: Ιστορίες από τα κάτω». Επιλογή από Πρακτικά Συνεδρίου. Εργαστήριο Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας και Ιστορικής Εκπαίδευσης, Τμήμα Ιστορίας και Εθνολογίας, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Κομοτηνή 2024.

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που συνοδεύουν το κείμενο οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

Διαβάστε ακόμη:

 


Viewing all articles
Browse latest Browse all 639

Trending Articles