Quantcast
Channel: Ιστορία – ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΑΡΧΕΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Viewing all articles
Browse latest Browse all 635

Τα ανάκτορα του Όθωνα

$
0
0

Τα ανάκτορα του Όθωνα –  Νίκος Βατόπουλος, Δημοσιογράφος στην «Καθημερινή» – Συγγραφέας


 

Τα πρώτα ανάκτορα στο έδαφος του νέου ελληνικού βασιλείου έφεραν εξαρχής ευδιάκριτο συμβολισμό. Ως το πιο μεγάλο, με διαφορά, και επιβλητικό κτίριο της Αθήνας, τα ανάκτορα του Όθωνα σηματοδότησαν τη ρήξη με το προνεωτερικό οθωμανικό παρελθόν με τρόπο απόλυτο και ευκρινή. Η δε, τελική, χωροθέτησή τους στην κορυφή της τότε πλατείας Μουσών και αργότερα Συντάγματος δεν άφηνε καμία αμφιβολία για τη μορφή της εξουσίας αλλά και τη νέα γεωγραφία της πόλης.

 

Η επιλογή της θέσης των ανακτόρων

 

Η παλιά Αθήνα, συστάδες οικιών, καταστημάτων και εκκλησιών από την Ερμού και κάτω, προς την Πλάκα, το Μοναστηράκι, του Ψυρρή και την οδό Αθηνάς, ήταν η πόλη που συνέχιζε πάνω σε έναν οικείο, λίγο-πολύ, καμβά δρόμων και λειτουργιών. Τα νέα σπίτια, τα νέα μαγαζιά, οι διανοίξεις των νέων δρόμων εκσυγχρόνιζαν σταδιακά και επεξέτειναν τον παλαιό ιστό. Παράγωνα οικόπεδα, απουσία υποδομών, παράγκες και αρχοντικά, ελεύθερα ζώα, μικροπωλητές, μια ατμόσφαιρα πολίχνης.

Αλλά από την πλατεία Μουσών και πάνω, η κατάσταση ήταν διαφορετική. Άλλωστε, οι φιλοδοξίες για τη νέα πρωτεύουσα ήταν η δημιουργία ενός παντελώς καινοτόμου αστικού κέντρου, που θα καθρέφτιζε τον προσανατολισμό του νεαρού βασιλείου με κατεύθυνση τις αξίες και τις πρακτικές του προηγμένου κόσμου της δεκαετίας του 1830 (που συμβολικά ταυτίζεται με τις απαρχές της Νεωτερικής εποχής και την εμπέδωση μιας νέας ισορροπίας δυνάμεων μετά τον Ναπολέοντα).

Σε μια νοητή γραμμή, τα ανάκτορα του Όθωνος συναντούσαν την Πύλη του Αδριανού, ένα προγενέστερο όριο της ρωμαϊκής Αθήνας, που συνέδεε αλλά και αντιπαρέθετε τη νέα με την παλιά πόλη.

Απέναντι στα μνημεία της κλασικής Αθήνας, της πόλης του Θησέα, η Αθήνα του Αδριανού με τα δημόσια έργα και τις ρωμαϊκές επαύλεις στο παριλίσσιο τοπίο έδινε άνοιγμα στις νεωτερικές ιδέες περί αστικής ζωής στον 2ο αι. μ.Χ. Με τον ίδιο τρόπο, η νέα Αθήνα του Όθωνα αντίκριζε την παλιά πόλη. Οι διορατικοί μπορούσαν να φανταστούν τα χρόνια που έμελλε να έρθουν.

 

Τα βασιλικά ανάκτορα (Κτίριο της Βουλής). Δημοσιεύθηκε στο «The Illustrated London News», 8 Ιουλίου 1843.

 

Η επιλογή της κορυφής της πλατείας Μουσών, σε ύψωμα, για την ανέγερση των ανακτόρων ήταν το αποτέλεσμα μιας σειράς αβέβαιων και αμήχανων επιλογών από το 1833 έως το 1835.

Από τον Κλεάνθη και τον Σάουμπερτ, οι οποίοι είχαν αρχικά προτείνει τον χώρο της μετέπειτα πλατείας Ομονοίας, έως τον Λέο φον Κλέντσε, που είχε κινηθεί προς τον Κεραμεικό, τα ανάκτορα περιφέρονταν ως ιδέα αλλά και ως μορφή.

Ο μεγάλος αρχιτέκτων του γερμανικού κλασικισμού Καρλ Σίνκελ είχε προτείνει την ανέγερση των ανακτόρων στην Ακρόπολη, σαν μια ακροβασία αρχιτεκτονικής σκηνογραφίας. Όμως όπως εν τέλει αποδείχθηκε, στην περίπτωση των Αθηνών χρειαζόταν μια σωστή δοσολογία ιδεαλισμού και πραγματισμού. Οι αλλαγές των αποφάσεων για τη χωροθέτηση των ανακτόρων ενισχύονταν από διαρκείς φημολογίες και είχαν παρασύρει κάποιους αστούς να αγοράσουν γη πλησίον της μετέπειτα πλατείας Ομονοίας, εκεί όπου σήμερα είναι η οδός Πειραιώς και η πλατεία Κουμουνδούρου.

Λουδοβίκος Α΄ της Βαυαρίας (1786-1868) του Οίκου των Βίττελσμπαχ. Έργο του Γερμανού ζωγράφου Ζόζεφ Στίλερ (Joseph Karl Stieler).

Ο πατέρας του Όθωνα και βασιλιάς της Βαυαρίας, Λουδοβίκος Α’ (1786-1868), ως γνήσιος και φλογερός φιλέλληνας, «παράφορος» φίλος της Ελλάδας, όπως είχε χαρακτηριστεί από τον Ζαχαρία Παπαντωνίου, ήταν και ρεαλιστής όσο και φιλόδοξος ηγεμόνας, που κατανοούσε στο έπακρο τη σημασία της αντανάκλασης της ισχύος και των συμβολισμών στο αστικό περιβάλλον. Επί των ημερών του, εξάλλου, το νεοκλασικό Μόναχο αναδείχθηκε καλλιτεχνικά και ανοικοδομήθηκε μεθοδικά με τη συνδρομή των αυλικών αρχιτεκτόνων, κορυφαίων της εποχής, ορισμένοι από τους οποίους δούλεψαν και στην Αθήνα του Όθωνα.

Ο Λουδοβίκος Α’ συνηγόρησε υπέρ της επιλογής της οριστικής θέσης των ανακτόρων – θέση που λέγεται ότι και ο Όθων είχε προτιμήσει – και ανέθεσε τη μελέτη στον συνεργάτη του αρχιτέκτονα Φρίντριχ φον Γκέρτνερ. Ο βασιλιάς της Βαυαρίας παρακολουθούσε τα δυσχερή οικονομικά της Ελλάδας και λάμβανε τακτική ενημέρωση για την ανάγκη συγκράτησης των δημόσιων δαπανών. Ο ίδιος προχώρησε σε σύναψη δανείου με το ελληνικό κράτος (στο πρόσωπο του υιού του) για την ανέγερση των ανακτόρων, κίνηση αποφασιστική μεν για την εκτέλεση του έργου, αλλά δυσμενής για τα κρατικά ταμεία τόσο της Ελλάδας όσο και της Βαυαρίας. Οι εγγυήσεις ήταν απαραίτητες για την απελευθέρωση των κονδυλίων. Η νεαρή Ελλάς ήταν ακόμη περισσότερο ιδέα παρά κρατική οντότητα.

Ο Γκέρτνερ, επηρεασμένος από την ανακτορική αρχιτεκτονική της Βαυαρίας, πρότεινε ένα πολυδαίδαλο εσωτερικά κτίριο με αυστηρή, στην τελική εκδοχή, μορφή, που έμελλε να εκπροσωπήσει – μέσα από ένα αισθητικό και ιδεολογικό τελετουργικό πέρασμα – τη νεοπαγή γεωπολιτική κατεύθυνση της χώρας.

 

Φρίντριχ φον Γκέρτνερ (Friedrich Wilhelm von Gärtner, 1791- 847). Ο Γερμανός αρχιτέκτονας ο οποίος σχεδίασε το κτίριο των Ανακτόρων του Όθωνα, όπου μετέπειτα στεγάστηκε η Βουλή των Ελλήνων. Έργο του Γερμανού ζωγράφου Johann Wilhelm Volker, 1828.

 

Ένα τεχνικό επίτευγμα με βαυαρική σφραγίδα

 

Το νεοκλασικό, ογκώδες και για κάποιους ανέμπνευστο κτίριο των ανακτόρων διέσωζε έναν βαθμό μεγαλοπρέπειας και επιβολής. Διέθετε εποπτεία προς την παλαιά πόλη της Αθήνας, άμεση γειτνίαση προς τη σχεδιαζόμενη νέα πόλη (σημερινές οδούς Αμαλίας, Γεωργίου Α, Όθωνος, Βασιλίσσης Σοφίας, Ηρώδου Αττικού και Πανεπιστημίου) και ελεύθερο χώρο προς τις εκτάσεις που θα καταλάμβανε ο κήπος της Αμαλίας.

Τα ανάκτορα, ωστόσο, είναι ένα κτίριο που πέτυχε εξαρχής να εγγραφεί στο συλλογικό υποσυνείδητο. Ο Μαρίνος Βρεττός (1828-1871), δημοσιογράφος και εκδότης, που είχε παρακολουθήσει τη γένεση των νέων Αθηνών, είχε γράψει για τα ανάκτορα: «Αξιολογώτατον πάντων των εν Αθήναις οικοδομημάτων της καθ’ ημάς εποχής είναι τα ανάκτορα, ευρύ παραλληλόγραμμον, κοσμούμενον προς μεσημβρίαν υπό μακρού μεταστυλίου, δωρικού ρυθμού, εκ πεντελησίου μαρμάρου». Αυτά έγραφε στο λεύκωμα για την Αθήνα που είχε εκδώσει το 1861, όσο ακόμη ο Όθων ήταν βασιλιάς των Ελλήνων.

Τα ανάκτορα των Αθηνών ήταν χωρίς αμφιβολία ένα τεχνικό επίτευγμα της εποχής και στα μάτια των Αθηναίων συμβόλιζαν με τον πλέον σαφή και εξωστρεφή τρόπο το άλμα σε έναν κόσμο διαφορετικό. Από τη δεκαετία του 1820, το Μόναχο είχε αρχίσει να μετατρέπεται σε πατρίδα του κλασικισμού, στον αντίποδα των μπαρόκ πόλεων του γερμανόφωνου κόσμου, χάρη στην ελληνολατρία του Λουδοβίκου Α’.

Στο Μόναχο μπορεί να βρει κανείς τις πηγές έμπνευσης για τα ανάκτορα του Γκέρτνερ. Η δημόσια αρχιτεκτονική του Μονάχου της περιόδου 1825-1850 διαθέτει εκδοχές των αθηναϊκών ανακτόρων, με λιγότερο ή περισσότερο ικανοποιητικά αποτελέσματα. Δεν είναι υπερβολή να ισχυριστεί κάποιος πως το Μόναχο των δεκαετιών 1820 και 1830 εφάρμοζε ένα πρόγραμμα αστικής ανασυγκρότησης με σαφή ιδεολογικό σχήμα και αισθητική κατεύθυνση, πρωτοποριακό σε διεθνές επίπεδο. Η υπόθεση της Αθήνας δεν έμεινε ανεπηρέαστη.

Τα ταμεία της Βαυαρίας έλεγχαν τα δημόσια οικονομικά και μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν κτίρια που έμειναν στην ιστορία συνυφασμένα με τη νεοκλασική αναγέννηση του Μονάχου, όπως π.χ. το περίφημο οικοδόμημα της Γλυπτοθήκης (αποπεράτωση 1830), σχεδιασμένο από τον Λέο φον Κλέντσε. Το κεντρικό αέτωμα με τις εκατέρωθεν πτέρυγες ήταν μια συνήθης πρακτική της αρχιτεκτονικής μόδας του κλασικισμού. Μια άλλη παραλλαγή των αθηναϊκών ανακτόρων μπορεί κανείς να εντοπίσει στον ευρωπαϊκό βορρά, στα ανάκτορα του Όσλο, χτισμένα την περίοδο 1821-1849, σε σχέδια του Δανού αρχιτέκτονα Χανς Λίστοβ.

Σε κάθε περίπτωση, τα ανάκτορα του Όθωνα, αχανή για τα δεδομένα της τότε Αθήνας, υπηρετούσαν τόσο πρακτικούς όσο και ιδεολογικούς σκοπούς. Ο συμβολισμός της νέας αρχιτεκτονικής ήταν περισσότερο από σαφής. Η εθνογένεση, υπόθεση υψίστης σημασίας, η οποία όφειλε να διασωθεί ως ιδέα και να υπηρετηθεί ως πράξη έως εσχάτων, συναντούσε στη συμβολική μορφή των ανακτόρων ένα μέσο ενσάρκωσης.

 

Όθων μελέτη – Νικηφόρος Λύτρας, Λάδι σε ξύλο 31 x 19 εκ. Εθνική Πινακοθήκη & Μουσείο Αλ. Σούτζου Κληροδότημα Αντωνίου Μπενάκη.

 

Κιβωτός συμβολισμών για το ελληνικό έθνος

  

Παρά τη βαυαρική αρχιτεκτονική τους, τα ανάκτορα καλούνταν να λειτουργήσουν και σαν μια κιβωτός συμβολισμών για το ελληνικό έθνος. Σε επίπεδο σκηνογραφίας, το εσωτερικό των ανακτόρων διακοσμήθηκε – στις αίθουσες πέραν των βασιλικών διαμερισμάτων – με σκηνές και πρόσωπα από τον νωπό στη λαϊκή μνήμη Αγώνα της Ανεξαρτησίας. Τη δεκαετία του 1840, ήταν ακόμη εν ζωή πολλοί εκπρόσωποι της γενιάς που πολέμησε, όπως και της γενιάς που βίωσε ως άμαχος πληθυσμός τη μετάβαση από την αυτοκρατορία στο εθνικό κράτος. Η ζώσα μνήμη όριζε ένα πλαίσιο.

 

Το βασιλικό παλάτι της Αθήνας. Βινιέτα αφιερωμένη στην Α.Μ. τον βασιλιά Όθωνα της Ελλάδας. Λιθογραφία από το λεύκωμα του Ferdinand Stademann «Panorama von Athen», Μόναχο, 1841. Η εικόνα αποτελεί σχέδιο του βασιλικού ανακτόρου, που δημοσιεύτηκε στο έργο «Panorama von Athen» (Πανόραμα της Αθήνας) του August Ferdinand Stademann, ο οποίος διετέλεσε διοικητικός σύμβουλος της Αντιβασιλείας και αργότερα πολιτικός σύμβουλος της γερμανικής κυβέρνησης. Το σχέδιο είναι αφιερωμένο στον βασιλιά Όθωνα. Απεικονίζεται ένα επιβλητικό, ορθογώνιο, τριώροφο κτήριο, νεοκλασικής αρχιτεκτονικής, που βρίσκεται σε λόφο και στις παρυφές της Αθήνας. Ο Όθωνας εγκαταστάθηκε στο κτήριο αυτό το 1843, ενώ το ανάκτορο από το 1929 μέχρι σήμερα είναι η έδρα της Βουλής των Ελλήνων.

 

Η ζωγραφική στο εσωτερικό των ανακτόρων έχει την επιπλέον αξία ότι ενσωματώνει για πρώτη φορά την κληρονομιά και τον απόηχο του Εθνικού Αγώνα στη σκηνογραφία της λαϊκής μνήμης, ενώ ταυτόχρονα εκφράζεται μέσω αυτής η κρατική ιδεολογία, η οποία όχι απλώς έμελλε να κυριαρχήσει, αλλά ήταν προορισμένη να οργανώσει τη σχέση κράτους και λαού. Η κοινή συνείδηση του τόπου, της ιστορίας, της καταγωγής και της αποστολής αποκτούσε ήρωες, πάνθεον, μαρτυρολόγιο και προορισμό.

Στα ανάκτορα δημιουργήθηκε η Αίθουσα Τροπαίων και Υπασπιστών, η οποία, διασωθείσα, είναι πλέον γνωστή ως Αίθουσα «Ελευθέριος Βενιζέλος», προς χάριν του δημιουργού της μετεξέλιξης των ανακτόρων σε Βουλή των Ελλήνων κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου.

 

Προσωποποίηση της Ελλάδας. Τοιχογραφία από τη ζωφόρο στον δυτικό τοίχο της Αίθουσας των Τροπαίων της Βουλής (Βουλή των Ελλήνων). Η Ελλάδα προσωποποιείται ως αρχαιοπρεπώς ενδεδυμένη γυναίκα – μορφή σύμφωνη με το αρχαιολατρικό πνεύμα του νεοκλασικισμού που δεσπόζει επί Βαυαροκρατίας – να κρατά με το δεξί της χέρι τις σημαίες των τριών Μεγάλων Δυνάμεων, ενώ με το αριστερό σηκώνει ψηλά το σύμβολο της χριστιανικής πίστης, τον σταυρό, για να τον τοποθετήσει πάνω από μαρμάρινη στήλη, όπου αναγράφονται τα ονόματα διακεκριμένων αγωνιστών. Το συμβολικό φορτίο της παράστασης αναμφίβολα συμπυκνωμένο: αρχαιοελληνική κληρονομιά, χριστιανισμός, δυτική κηδεμόνευση αλλά και αυτοθυσία των Ελλήνων ηρώων, όλα συνοψίζονται σε μια αλληγορική γυναικεία μορφή.

 

Παρά την καταστροφή που προκάλεσε η πυρκαγιά του 1909, η οποία κατέκαψε την κεντρική πτέρυγα των ανακτόρων προκαλώντας ανυπολόγιστες καταστροφές και απαλείφοντας διά παντός σημαντικό κατάλοιπο της Οθωνικής εποχής, ο ζωγραφικός διάκοσμος των ιστορικών αιθουσών διασώθηκε και είναι σήμερα αποκατεστημένος.

Η ιδέα της ζωγραφικής αναπαράστασης σκηνών από το 1821 και προσωπογραφιών των πρωταγωνιστών του Αγώνα αντλούσε από τα κυρίαρχα ρεύματα του κλασικισμού και του ρομαντισμού. Και οι δύο σχολές σκέψης και αισθητικής συνέδραμαν τρόπον τινά. Η ιδέα της Επανάστασης κατ’ αρχάς και η εξιδανίκευση του ηρωισμού είναι μια ιδέα του ρομαντικού πνεύματος. Η ένταξη αυτής της σκηνογραφίας στην υπηρεσία της κρατικής ιδεολογίας σε ορθολογικά κτίσματα είναι μια ιδέα του κλασικισμού. Στο εσωτερικό των ανακτόρων των Αθηνών υπηρετήθηκαν όλες αυτές οι ανάγκες.

 

Επανάσταση των Ελλήνων εναντίον των Τούρκων, λεπτομέρεια από τη Ζωφόρο στον ανατολικό τοίχο της Αίθουσας των Τροπαίων της Βουλής (Βουλή των Ελλήνων).

 

Λούντβιχ Μίκαελ φαν Σβαντάλερ (Ludwig Michael Schwanthaler, 1802-1848

Στην Αίθουσα των Τροπαίων, όπου βλέπει κανείς μια ζωφόρο με σκηνές από την Επανάσταση του 1821, η ζωγραφική ανατέθηκε στον αυλικό καλλιτέχνη του Μονάχου, Λούντβιχ Μίκαελ φαν Σβαντάλερ (Ludwig Michael Schwanthaler, 1802-1848). Αν και δεν είχε ποτέ επισκεφθεί την Ελλάδα, ο Σβαντάλερ είχε αποκτήσει φήμη από την εργασία του στα ανάκτορα του Μονάχου και τις μυθολογικές σκηνές του. Στην Αθήνα, τα έργα του εφαρμόστηκαν με την τεχνική της νωπογραφίας από ομάδα Βαυαρών καλλιτεχνών, τα ονόματα των οποίων είναι γνωστά. Ο ζωγραφικός διάκοσμος ολοκληρώθηκε κατά το στάδιο αποπεράτωσης των ανακτόρων.

Ο μνημειακός χαρακτήρας της ζωγραφικής των ανακτόρων παρέμενε, ωστόσο, σε μια ισορροπία του επικού και του λαϊκού στοιχείου. Έχει ενδιαφέρον η αντιπαράθεση από τη μία των πυκνών σκηνών και της μνημειακότητας στην Αίθουσα των Τροπαίων με τις προσωπογραφίες των ηρώων του ’21 στην Αίθουσα των Υπασπιστών. Οι μορφές τους σαν μετάλλια σχηματίζουν ζωφόρο πλούσια διακοσμημένη, ενισχύοντας αισθήματα δέους και ιερότητας σαν σε χώρο Πανθέου.

Η Αθήνα του Όθωνα οργανώθηκε επί της ουσίας γύρω από τα ανάκτορα. Αυτό τουλάχιστον συνέβαινε σε ένα επίπεδο διοίκησης, εμπορίου, αστικής ανάπτυξης και προοπτικής. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι τα μεγάλα οικόπεδα σε Σταδίου, Φιλελλήνων, Πανεπιστημίου, Κηφισίας (μετέπειτα Βασιλίσσης Σοφίας) και Αμαλίας δεσμεύονταν σταδιακά από την αστική εμπροσθοφυλακή της χώρας αλλά και της ομογένειας. Παράλληλα, η ζωή των μικροαστών Αθηναίων και της Αθήνας του μεροκάματου συνέχιζε να πυκνώνει στα όρια της παλιάς πόλης κάτω από το Σύνταγμα.

 

Άποψη της Αθήνας με τα ανάκτορα στο βάθος, π. 1860.

 

Τα ανάκτορα ήταν το πρώτο και μεγαλύτερο έργο δημόσιας αρχιτεκτονικής στο νεοσύστατο κράτος. Πριν ακόμη αποκτήσει θεσμική επάρκεια, το βασίλειο της Ελλάδος είχε οργανώσει τη συμβολική εκπροσώπηση της εξουσίας. Σε επίπεδο διεθνές και στη γενική βιβλιογραφία, το κτίριο των ανακτόρων είναι ένα από τα πολλά οικοδομήματα που αντανακλούσαν την ισχύ της εξουσίας. Αλλά μέσα στον ελληνικό χώρο και σε διάλογο με την ελληνική κοινωνία, τα ανάκτορα του Όθωνα συμβόλισαν μια μεγάλη τομή ανάμεσα στο πριν και το τώρα. Ήταν η πιο εξωστρεφής και αδιαμφισβήτητη επιβεβαίωση της νέας εποχής.

 

Νίκος Βατόπουλος,

Δημοσιογράφος στην «Καθημερινή» – Συγγραφέας  

«Η εποχή των βασιλέων» – «Όθων», 1ος τόμος, Καθημερινή, Σεπτέμβριος 2024.

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

Διαβάστε ακόμη

 


Viewing all articles
Browse latest Browse all 635

Trending Articles