Quantcast
Channel: Ιστορία – ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΑΡΧΕΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Viewing all articles
Browse latest Browse all 635

Στρατός και Πολιτική

$
0
0

Στρατός και Πολιτική – Θάνος Μ. Βερέμης. Ομότιμος Καθηγητής, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης – ΕΚΠΑ


 

Ο σχηματισμός τακτικού στρατού, με σώμα επαγγελματιών αξιωματικών, συνδέθηκε με την απόπειρα του νεοϊδρυθέντος βασιλείου να μιμηθεί τα δυτικά του πρότυπα και να αποκτήσει εκσυγχρονισμένους θεσμούς. Το υβριδικό αποτέλεσμα που προέκυψε από το πάντρεμα των δυτικών θεσμών με τα εντόπια ήθη και έθιμα έμοιαζε περισσότερο με την Ελληνίδα μητέρα του από ό,τι με τον ξένο πατέρα του.

Όταν οι αντιβασιλείς του Όθωνα επέβαλαν τις δικές τους στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις το 1833, υπήρχαν 5.000 άτακτοι και περίπου 700 τακτικοί Έλληνες στρατιωτικοί. Οι αντίστοιχοι αριθμητικά με τους ατάκτους Βαυαροί τακτικοί που τους αντικατέστησαν κατάφεραν να παγιώσουν την κεντρική εξουσία του οθωνικού κράτους και να στερήσουν τα κόμματα από την επιρροή τους στον στρατό. Με την κατάσταση των απολυμένων ατάκτων ασχολήθηκε συστηματικά ο Γιάννης Κολιόπουλος στο μνημειώδες έργο του για τη ληστεία στη μετεπαναστατική Ελλάδα.[1] Οι Γερμανοί μισθοφόροι έφυγαν από την Ελλάδα το 1837, αλλά ο ελληνικός τακτικός στρατός δεν έγινε αξιόπιστη δύναμη παρά μόνο στο τέλος του 19ου αιώνα.[2]

Χαρίλαος Τρικούπης

Από τη γέννησή του μετά το τέλος του Αγώνα έως τις μεταρρυθμίσεις του Χαρίλαου Τρικούπη κατά τη δεκαετία του 1880, ο ελληνικός τακτικός στρατός περιορίστηκε στη στήριξη της εξουσίας του νέου κράτους. Έως το τελευταίο τέταρτο του αιώνα, το κράτος είχε καταπνίξει τους ανταγωνιστές του και είχε μετασχηματίσει τις φρουρές σε μαζικό θεσμό που εξυπηρετούσε το αλυτρωτικό πρόγραμμα.

Στα πρώτα εξήντα χρόνια της ζωής του, το ελληνικό κράτος παρέμεινε εξαρτημένο από τη Σχολή Ευελπίδων για τη δημιουργία αξιωματικών με τεχνική εκπαίδευση. Τα προγράμματα σπουδών συμπεριλάμβαναν αριθμητική, άλγεβρα, γεωμετρία, στερεομετρία, κατασκευαστικές μεθόδους, τοπογραφία και σχέδιο μηχανών. Από το 1870, τα θεωρητικά μαθήματα, όπως η φυσική και τα μαθηματικά, παραδίδονταν σε ένα πενταετές πρόγραμμα αρχικά και η εφαρμοσμένη στρατιωτική εκπαίδευση συγκεντρωνόταν στα δύο τελευταία έτη. Οι σπουδαστές με τους υψηλότερους βαθμούς στις θετικές επιστήμες επιλέγονταν για το Μηχανικό και το Πυροβολικό, αλλά υπήρχαν και εκείνοι που προτιμούσαν να τερματίσουν τις σπουδές τους μετά την ολοκλήρωση ενός πρώτου κύκλου σπουδών θεωρητικών μαθημάτων και να ακολουθήσουν σταδιοδρομία καθηγητή ή πολιτικού μηχανικού. Έτσι, η Σχολή έγινε υποκατάστατο Πολυτεχνείου, ώσπου αυτό να ιδρυθεί ως ακαδημαϊκή δομή το 1887. Έως τότε, οι αξιωματικοί του Μηχανικού χρησιμοποιήθηκαν από το Υπουργείο Εσωτερικών για την κατασκευή και επίβλεψη δημοσίων έργων, γεφυρών, δρόμων και κυβερνητικών κτηρίων.[3]

To 1882, η Σχολή Ευελπίδων απέκτησε νέο κανονισμό λειτουργίας, ο οποίος παρέμεινε σε ισχύ για τριάντα χρόνια. Τα έτη σπουδών μειώθηκαν σε πέντε, με έμφαση πλέον στα καθαρά στρατιωτικά μαθήματα. Με τον τρόπο αυτό, η Σχολή διατηρούσε τους νέους, οι οποίοι, προηγουμένως, την εγκατέλειπαν καθ’ οδόν, για να ακολουθήσουν ιδιωτικά τεχνικά επαγγέλματα.

Η Σχολή Υπαξιωματικών, με δωρεάν φοίτηση, απέβλεπε στην παραγωγή αξιωματικών του Πεζικού. Με τρία χρόνια σπουδών και αρχική υπηρεσία υπαξιωματικού, η Σχολή αυτή προσέφερε ευκαιρίες σε φτωχότερους υποψήφιους. Ωστόσο, τα προνόμια των αποφοίτων της Ευελπίδων παρέμεναν πάντοτε σε ισχύ, ιδιαίτερα η υπεροχή τους στις προαγωγές.

Η βελτίωση της ποιότητας των αξιωματικών του Πεζικού έλαβε προτεραιότητα μετά την ταπεινωτική ήττα του 1897. Ολόκληρη η τάξη του 1900 της Σχολής των Ευελπίδων υποχρεώθηκε να ενταχθεί στο Πεζικό.

 

Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897 (γνωστός και ως Ατυχής πόλεμος). Το Οθωμανικό πεζικό επιτίθεται κατά τη Μάχη του Δομοκού στο μέτωπο της Θεσσαλίας. Έληξε με νίκη του τουρκικού στρατού, γεγονός που επιτάχυνε την επίτευξη ανακωχής μεταξύ των δυο εμπολέμων πλευρών. Πίνακας του Φάουστο Ζονάρο (Fausto Zonaro), ανάκτορο του Ντολμάμπαχτσε (Dolmabahçe Palace). Ο Fausto Zonaro (18 Σεπτεμβρίου 1854-19 Ιουλίου 1929) ήταν Ιταλός ζωγράφος, περισσότερο γνωστός για τους πίνακές του με ρεαλιστικό στυλ για τη ζωή και την ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το έργο απεικονίζει νεκρούς Έλληνες στρατιώτες που βρίσκονται στο έδαφος μπροστά από Οθωμανούς στρατιώτες που επιτέθηκαν κατά τη μάχη του Δομοκού. Το έργο εκτίθεται στο παλάτι Ντολμάμπαχτσε. Ο Οθωμανοελληνικός πόλεμος του 1897 ξέσπασε λίγο αφότου ο Ζονάρο έγινε δεκτός στο οθωμανικό παλάτι ως ζωγράφος της αυλής.

 

Το 1899 ήρθαν στη Βουλή ταυτόχρονα δύο προτάσεις νόμου για τη μεταρρύθμιση του στρατού. Η πρώτη προήλθε από τον υπουργό Στρατιωτικών Κωνσταντίνο Κουμουνδούρο και η δεύτερη από το φιλοβασιλικό Γενικό Επιτελείο. Η καθεμιά είχε διαφορετική άποψη για τη θέση του διαδόχου Κωνσταντίνου στο στρατό, σε τέτοιο βαθμό ώστε να απειλείται σύγκρουση Στέμματος και Κοινοβουλίου. Ο πρωθυπουργός Γεώργιος Θεοτόκης πιέστηκε να αποσύρει την πρότασή του και ο Κουμουνδούρος παραιτήθηκε. Σύμφωνα με τον νέο νόμο, που πέρασε τον Μάρτιο του 1900, ο διάδοχος αναλάμβανε τις δύο θέσεις, του «γενικού διοικητή» και του «επιθεωρητή». Ο υπουργός έχασε όλες σχεδόν τις αρμοδιότητές του, γεγονός που ενόχλησε μια μερίδα των αξιωματικών.[4]

 

Κωνσταντίνος Κουμουνδούρος (1846-1924), αντιναύαρχος και πολιτικός, πρωτότοκος γιος του Πρωθυπουργού Αλέξανδρου Κουμουνδούρου. Επί κυβέρνησης Θ. Δηλιγιάννη χρημάτισε υπουργός των Ναυτικών και στη κυβέρνηση του Γ. Θεοτόκη ανέλαβε το υπουργείο των Στρατιωτικών, (2 Απριλίου μέχρι 30 Δεκεμβρίου 1899), θέση από την οποία παραιτήθηκε λόγω της αντίθεσής του με τις παρεμβάσεις των ανακτόρων στο νομοσχέδιο περί οργανισμού του στρατεύματος.

 

Θεόδωρος Δηλιγιάννης (1824 ή 1820-1905). Πέντε φορές Πρωθυπουργός της Ελλάδας.

Η απογοήτευση με την κυβέρνηση Θεοτόκη οδήγησε πολλούς αξιωματικούς να εναποθέσουν τις ελπίδες τους στον Θεόδωρο Δηλιγιάννη, ο οποίος, κατά την προεκλογική εκστρατεία του 1902, υποσχέθηκε ότι θα καταργήσει τον επίμαχο νόμο. Όμως, όταν ο υπουργός Στρατιωτικών του Δηλιγιάννη, Θεοδόσης Λυμπρίτης προσπάθησε να μειώσει τις εξουσίες του Κωνσταντίνου, η αντίδραση της Αυλής ήταν άμεση και αποτελεσματική. Ο Δηλιγιάννης υποχώρησε και απέσυρε το διορθωτικό νομοσχέδιο και ο Λυμπρίτης παραιτήθηκε. Η βεβαιότητα ότι καμμία συνετή μεταρρύθμιση του στρατού δεν μπορούσε να προέλθει από τους πολιτικούς οδήγησε μεγάλο ποσοστό βαθμοφόρων να συμπήξουν επαναστατική οργάνωση και να οδηγηθούν στο κίνημα του 1909.[5]

Η επιδίωξη δύναμης στο Γουδί υπήρξε η πρώτη σημαντική αυτόνομη ενέργεια που πραγματοποίησαν οι στρατιωτικοί στην Ελλάδα. Οι 250 συνωμότες που συγκεντρώθηκαν στις 14 Αυγούστου 1909 παρουσίασαν τα αιτήματά τους σε μετριοπαθή γλώσσα. Χωρίς καμμία εκδήλωση βίας, ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος κατάφερε να κερδίσει την κοινή γνώμη και την υποχωρητικότητα των ιθυνόντων. Παρ’ ότι εγκατέλειψε νωρίς το σχέδιο να ανατρέψει τις πολιτικές αρχές, ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος κατάφερε ωστόσο να εκβάλει τους πρίγκιπες από την ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων και να προκαλέσει την επιψήφιση 169 νόμων, μέσα σε διάστημα πέντε μηνών. Η πρόσκληση του Ελευθέριου Βενιζέλου ως συμβούλου από την Κρήτη αποδείχθηκε η πιο σημαντική του ενέργεια. Περί τα τέλη του 1910, ο Βενιζέλος ανήλθε στην εξουσία με συντριπτική κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Τον Ιανουάριο του 1911, από τους 364 βουλευτές, οι 300 ήταν βενιζελικοί.

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος μεταφράζει τον Θουκυδίδη. Πίνακας του Χανιώτη ζωγράφου Δημήτρη Κοκότση (1894-1964). Δημοσιεύεται στο βιβλίο: «Στα χρόνια του Βενιζέλου», έκδοση, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Βενιζέλος» – Υπουργείο Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων. Χανιά – Αθήνα, 2010. Επιλογή φωτογραφίας, Αργολική Βιβλιοθήκη.

Η ανάμιξη του στρατού στην πολιτική από το 1911 έως το 1915 ήταν ελάχιστη. Η ηγεσία του Βενιζέλου καθώς και οι δύο Βαλκανικοί πόλεμοι (1912-1913) δεν άφηναν περιθώρια στον στρατό για άλλες δραστηριότητες. Τα αιτήματα των αξιωματικών του 1909 ικανοποιήθηκαν από τις ανάγκες του πολέμου και η επέκταση του Σώματος επιτάχυνε τις προαγωγές σε βαθμό χωρίς προηγούμενο στην ελληνική ιστορία. Από το 1909 έως το 1914, δεκανείς έγιναν ανθυπολοχαγοί και λοχαγοί συνταγματάρχες.[6] Λίγοι διαμαρτυρήθηκαν όταν ο Βενιζέλος αποκατέστησε τον διωγμένο από τον στρατό διάδοχο ως γενικό επιθεωρητή.

Υπήρχε ωστόσο η δυσαρέσκεια των βασιλοφρόνων, που είχαν υποστεί τον διωγμό από τον Στρατιωτικό Σύνδεσμο. Ο κύριος φίλος του Κωνσταντίνου, Βίκτωρ Δούσμανης, περιγράφει στα Απομνημονεύματά του ως «ανοίκειο και θλιβεράν επέμβασιν εις αλλότρια καθήκοντα» τις υποδείξεις του Βενιζέλου για την έγκαιρη κατάληψη της Θεσσαλονίκης. Σχετική κριτική υπάρχει και στο ημερολόγιο του επίσης βασιλόφρονος Ιωάννη Μεταξά. Ανάλογη κακομεταχείριση επιφυλάσσουν και οι δύο για τον αρχηγό του Επιτελείου Παναγιώτη Δαγκλή. Και ενώ η Ελλάδα διπλασιαζόταν, η εφημερίδα Σκριπ επιδιδόταν σε λιβανωτό προς τον «θεόπεμπτον αναδημιουργόν του εθνικού μεγαλείου και της δόξης» Κωνσταντίνο. Το σπουδαίο διαπραγματευτικό έργο του Βενιζέλου στο Λονδίνο ο Δούσμανης το χαρακτήριζε «οικτράν αποτυχίαν».[7]

O Βενιζέλος παραιτήθηκε για πρώτη φορά τον Μάρτιο του 1915 [ν.η.], ως αποτέλεσμα της τελικής απόφασης του βασιλιά Κωνσταντίνου (ο οποίος είχε ανέλθει στον Θρόνο μετά τη δολοφονία του Γεωργίου Α’ στη Θεσσαλονίκη) να απορρίψει το σχέδιο του πρωθυπουργού για συμμετοχή της χώρας στη συμμαχική επιχείρηση των Δαρδανελίων. Στις γενικές εκλογές της 13ης Ιουνίου 1915 [ν.η.], το Κόμμα των Φιλελευθέρων βγήκε νικητής με 184 από τις 310 έδρες.

Στις 4 Οκτωβρίου [ν.η.], ημέρα επίθεσης της Βουλγαρίας κατά της Σερβίας, ο Βενιζέλος δήλωσε την πρόθεσή του να τιμήσει την υποχρέωση της Ελλάδας και να εισέλθει στον πόλεμο εναντίον του εισβολέα. Ο Κωνσταντίνος απέρριψε την πρόταση του πρωθυπουργού του, υποχρεώνοντάς τον και πάλι σε παραίτηση. Ο διχασμός είχε πλέον συντελεστεί.[8]

Η πρώτη επικοινωνία του Κωνσταντίνου με τον γυναικάδελφό του, κάιζερ Γουλιέλμο της Γερμανίας, προέρχεται/μαρτυρείται από το Βασιλικό Αρχείο στο Βερολίνο. Μοχλός των διαπραγματεύσεων υπήρξε ο στρατιωτικός ακόλουθος της γερμανικής πρεσβείας ταγματάρχης Ερνστ φον Φαλκενχάουζεν. Σχέδιο των ελληνογερμανικών διαπραγματεύσεων ήταν η επίθεση κατά των Αγγλογάλλων στη Θεσσαλονίκη από τον βορρά, ενώ ο ελληνικός στρατός θα τους χτυπούσε από τον νότο.[9] Ο Φαλκενχάουζεν μάλιστα είχε αναλάβει να οργανώσει ομάδες ατάκτων από επιστράτους της Θεσσαλίας.

 

Κωνσταντίνος Α΄, έργο του Philip de László (1868-1937) φιλοτεχνημένο τον Απρίλιο του 1914.

 

Μετά τα Νοεμβριανά, η βασίλισσα Σοφία έγραφε το 1916 από το Βερολίνο στους Γερμανούς επιτελικούς του αδελφού της: «[…] παρακαλώ να μας ειδοποιήσετε πότε θα είναι έτοιμος ο στρατός της Μακεδονίας ώστε να περάσει στην αντεπίθεση. Πείτε στον Falkenhausen να επικοινωνήσει μαζί μας προτού φύγει για τη Μακεδονία».[10]

Η απομάκρυνση του Κωνσταντίνου από την Ελλάδα το 1917 δεν τερμάτισε τις μηχανορραφίες του με το Βερολίνο. Καθώς ο στρατός της Θεσσαλονίκης είχε ενωθεί με το κύριο σώμα του ελληνικού στρατεύματος στην Αθήνα και συμμετείχε στην πολεμική προσπάθεια της Συνεννόησης (Entente), ο Κωνσταντίνος, διά του Γεωργίου Στρέιτ, θέλησε να αναθερμάνει την ιδέα της ελληνικής ουδετερότητας.

 

Ο βαρόνος Γεώργιος Στρέιτ – (Πάτρα, 25 Σεπτεμβρίου 1868 – Αθήνα, 27 Δεκεμβρίου 1948) υπήρξε σημαντικός παράγων της ελληνικής πολιτικής ζωής του α΄ μισού του 20ου αιώνα. Προσωπικός φίλος και σύμβουλος του Βασιλιά Κωνσταντίνου, συνέδεσε τις τύχες του με αυτές του βασιλιά στην περίοδο του Εθνικού Διχασμού, ακολουθώντας τον τόσο στην άνοδο όσο και στην πτώση.

 

Η αντίδραση του γερμανικού επιτελείου υπήρξε ταπεινωτική για τον Κωνσταντίνο, αφού θεωρούσε την ουδετερότητα άχρηστη πλέον για τα γερμανικά συμφέροντα και μάλιστα όταν προσφερόταν από έναν έκπτωτο μονάρχη. Παρ’ όλα αυτά, ο Κωνσταντίνος φαινόταν πρόθυμος να υπηρετήσει τα γερμανικά (και βουλγαρικά) συμφέροντα, επικεφαλής του Δ’ Σώματος Στρατού, που είχε παραδοθεί το 1916 κατά τη γερμανοβουλγαρική κατάληψη της Ανατολικής Μακεδονίας και μεταφερθεί στην πόλη Γκέρλιτς για τη διάρκεια του πολέμου. Ευτυχώς γι’ αυτόν, η αλληλογραφία του με τον κάιζερ παρέμεινε μέχρι πρόσφατα άγνωστη στο ελληνικό κοινό, ώστε να επιστρέψει στον θρόνο με δημοψήφισμα, μετά τις εκλογές του 1920, που κέρδισαν οι αντιβενιζελικοί.

 

Καρτ – ποστάλ με 3 στιγμιότυπα από την άφιξη του 4ου σώματος στρατού στο Γκέρλιτς, το Σεπτέμβριο του 1916.

 

Ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών Ρίχαρντ φον Κύλμαν έθετε θέμα Θεσσαλονίκης το 1917, προκειμένου να διασκεδάσει την ένταση που προκάλεσε στους Βούλγαρους η απόφαση των Γερμανών να παραδώσουν στους Ρουμάνους τη Δοβρουτσά. Χωρίς αυτό το κίνητρο της Θεσσαλονίκης, οι Βούλγαροι δεν θα πολεμούσαν κατά της Ελλάδας.[11]

Η καινοτομία του κινήματος Πλαστήρα-Γονατά, το 1922 μετά την κατάρρευση του μετώπου στη Μικρά Ασία, βρίσκεται στο ότι οι στρατιωτικοί άσκησαν για πρώτη φορά δικτατορική εξουσία. Η χειραφέτηση των αξιωματικών από τους πολιτικούς προετοίμασε το έδαφος για την πληθώρα των στρατιωτικών κινημάτων του Μεσοπολέμου. Εξ άλλου, οι επαναστάτες κατάφεραν να επιρρίψουν την ευθύνη της Καταστροφής ακέραια στην κυβέρνηση και να εκτελέσουν τους υπεύθυνους.

 

Τα ανώτερα μέλη της Επαναστατικής Επιτροπής του 1922. Από αριστερά: Συνταγματάρχης Πλαστήρας, Συνταγματάρχης Γονατάς, Ναύαρχος Χατζηκυριάκος, Συνταγματάρχης Πρωτοσύγκελλος.

 

Ενώ οι στρατιωτικοί αποκτούν σταδιακά συνείδηση συντεχνιακή, η οποία ξεχωρίζει τα συμφέροντά τους από εκείνα των πολιτικών, οι βενιζελικοί κυρίως πολιτικοί αργούν να αντιληφθούν ότι δεν ήταν πλέον δυνατό να μεταχειρίζονται τους αξιωματικούς ως ενόπλους πελάτες τους.[12]

Ο ίδιος ο Βενιζέλος ωστόσο είχε αντιληφθεί τον κίνδυνο για το δημοκρατικό πολίτευμα από την εμπλοκή των στρατιωτικών στην πολιτική. Μολονότι η εκπροσώπηση της Ελλάδας στη Συνδιάσκεψη της Λωζάννης είχε αυξήσει το γόητρό του και τον έφερε πάλι πρωθυπουργό το 1924 στην Ελλάδα, οι σχέσεις του με τους στρατιωτικούς φίλους του δεν ήταν εκείνες του παρελθόντος. Το Πολιτειακό, η εγκαθίδρυση δηλαδή αβασίλευτης δημοκρατίας έγινε το μήλον της έριδος μεταξύ του ιδίου και πολιτικών όπως ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου και στρατιωτικών όπως ο Θεόδωρος Πάγκαλος. Θέλοντας να αποφύγει τη φθορά από μιαν άγονη

διαμάχη, ο Βενιζέλος εγκατέλειψε την ενεργό πολιτική για μια μακρά, όπως αποδείχθηκε, τετραετία (1924-1928). Στο διάστημα της απουσίας του, οι στρατιωτικοί επιδόθηκαν σε ανταγωνισμούς φατριών του βενιζελικού στρατοπέδου, αφού οι βασιλόφρονες είχαν τεθεί εκτός πολιτικής.

Ο Γεώργιος Β’ αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα και το δημοψήφισμα, μετά τη φυγή του Βενιζέλου, επικύρωσε την εγκαθίδρυση του αβασίλευτου καθεστώτος, την οποία είχε ήδη αποφασίσει η Εθνοσυνέλευση. Ο εξόριστος μετά το αντιπλαστηρικό κίνημα του 1923 Ιωάννης Μεταξάς αμνηστεύτηκε αφού αποδέχθηκε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος.[13]

Τα Δημοκρατικά Τάγματα έκαναν την εμφάνισή τους το 1923. Η επιλογή των οπλιτών που κατατάσσονταν στα τάγματα γινόταν με βάση τις πολιτικές συμπάθειές τους. Μετά την αναχώρηση του Γεωργίου, τα τάγματα μετονομάστηκαν σε «Ειδική Φρουρά της Δημοκρατίας».[14]

Ο Θεόδωρος Πάγκαλος είχε σε τέτοιο βαθμό διαφημίσει, από τις αρχές του 1925, ότι επρόκειτο να κινηθεί εναντίον της κυβέρνησης, ώστε κανείς δεν πίστευε ότι θα πραγματοποιήσει την απειλή του. Όταν ο υπουργός Στρατιωτικών Κωνσταντίνος Γόντικας ανέκρινε τον κινηματία Β. Ντερτιλή για τη σχέση του με την εκκολαπτόμενη συνωμοσία, εκείνος αρνήθηκε μόνον ότι γνώριζε την ακριβή ημερομηνία του κινήματος. Στις 25 Ιουνίου 1925, παγκαλικοί διοικητές κινήθηκαν και κάλεσαν τον Γόντικα να παραιτηθεί. Την ίδια μέρα, ο ναύαρχος Αλέξανδρος Χατζηκυριάκος επιβιβάστηκε στο καταδρομικό Αβέρωφ και απείλησε την Αθήνα με βομβαρδισμό, αν δεν παραδιδόταν η εξουσία στον Πάγκαλο.

 

Θεόδωρος Πάγκαλος (1878 – 1952), στρατιωτικός. Συμμετείχε στο κίνημα στο Γουδή, στους Βαλκανικούς πολέμους, στο κίνημα της Θεσσαλονίκης, στη Μικρασιατική εκστρατεία, στην επανάσταση του 1922, ενώ από το 1925, με το κίνημα της 25ης Ιουνίου ανέλαβε την πρωθυπουργία, ουσιαστικά ως δικτάτορας.

 

Χάρη στην προτροπή του Αλέξανδρου Παπαναστασίου, η Εθνοσυνέλευση, με αποχή πολλών βουλευτών, έδωσε ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση Παγκάλου. Ήταν ο κοινοβουλευτικός μανδύας της δικτατορίας. Στην εκλογή του, ο Πάγκαλος είχε την αμέριστη συμπαράσταση του Ιωάννη Μεταξά από τους αντιβενιζελικούς.

Η σύντομη πτώση της δικτατορίας Παγκάλου οφειλόταν στους ίδιους στρατιωτικούς που αρχικά την είχαν στηρίξει. Η στροφή του προς τον αντιβενιζελισμό για στήριξη ανάγκασε τους βενιζελικούς να αντιδράσουν εναντίον του. Από τον μεγαλοαστό απόφοιτο της Σχολής Ευελπίδων της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα, στον πολιτικοποιημένο μικροαστό εξ εφέδρων της δεύτερης, έως τον «μισθοφόρο» της τρίτης, οι αξιωματικοί επέστρεψαν στη νοοτροπία των «ατάκτων» της Ελληνικής Επανάστασης.

Με τη διάλυση της «Δημοκρατικής Φρουράς», τερματίστηκε μια τετραετία στρατιωτικής ανάμιξης στην πολιτική. Οι στρατιωτικοί έχασαν ανεπιστρεπτί την αίγλη που τους προσέδωσαν οι πόλεμοι της δεκαετίας 1912-1922.[15]

Το ζήτημα της Επετηρίδας του Στρατού, το οποίο αποτέλεσε μήλον της έριδος σε όλες τις μεσοπολεμικές επεμβάσεις, εμφανίστηκε το 1917. Σύμφωνα με τον νόμο 927, οι αξιωματικοί που είχαν αγωνισθεί με την Εθνική Άμυνα στη Θεσσαλονίκη έπαιρναν δέκα μήνες ενεργού υπηρεσίας και αρχαιότητας στην ιεραρχία. Στις 14 Δεκεμβρίου 1926, ο υπουργός Στρατιωτικών στην οικουμενική κυβέρνηση Αλέξανδρος Μαζαράκης κατέθεσε νομοσχέδιο για το καθεστώς 2.836 αξιωματικών οι οποίοι είχαν αποταχθεί μεταξύ του 1922 και του 1926, εξ αιτίας της αντιβασιλικής δράσης τους. Η αποκατάστασή τους ήταν όρος των αντιβενιζελικών στην οικουμενική κυβέρνηση για να υπάρξει κοινοβουλευτική ειρήνη. Ο συμβιβασμός επήλθε με επέμβαση του ίδιου του Ελευθέριου Βενιζέλου και σύμπραξη βενιζελικών αξιωματικών όπως ο Νικόλαος Πλαστήρας.[16]

Η Ελληνική Στρατιωτική Οργάνωση (ΕΣΟ), την οποία, έως το 1934, αποτελούσαν κατώτεροι αξιωματικοί απόφοιτοι της Σχολής Ευελπίδων, φιλοδοξούσε να απαλλάξει την ιεραρχία από τους επαγγελματίες κινηματίες που ταλαιπωρούσαν το στράτευμα από το 1924. Η Δημοκρατική Άμυνα ήταν οργάνωση αποστράτων με φανατική πρόσδεση στην αβασίλευτη δημοκρατία. Μετά το πραξικόπημα του Πλαστήρα και την απόπειρα δολοφονίας του Βενιζέλου το 1933, η οργάνωση ανέπτυξε συνωμοτική δράση κατά των βασιλοφρόνων. Τον Μάρτιο του 1934, την αρχηγία της Άμυνας ανέλαβε ο αρχιστράτηγος της μικρασιατικής εκστρατείας Αναστάσιος Παπούλας, ο οποίος στη δίκη των Έξι είχε καταθέσει ως μάρτυρας κατηγορίας αν και πρώην βασιλόφρων. Η ΕΣΟ και η Δημοκρατική Άμυνα δεν κατάφεραν ποτέ να ομονοήσουν.

Η αποτυχία του κινήματος του 1935 κατά της κυβέρνησης του Παναγή Τσαλδάρη, με επικεφαλής τον Βενιζέλο, αποδόθηκε σε πολλούς παράγοντες.[17] Ο συντονισμός του κινήματος απέτυχε γιατί κάθε ομάδα κινηματιών διεκδικούσε και πέτυχε αυτονομία δράσης. Το ναυτικό εκπροσωπούσαν δύο αντίπαλοι μέσα στο βενιζελικό στρατόπεδο, ο Ιωάννης Δεμέστιχας και ο Ανδρέας Κολιαλέξης. Στον στρατό, το κίνημα εκπροσωπούσαν αξιωματικοί με ανταγωνιστικές σχέσεις ώστε να αλληλεξουδετερωθούν: ο Ζάννας και η ΕΣΟ κατά της «Δημοκρατικής Άμυνας», μέλη της ΕΣΟ κατά του Στέφανου Σαράφη και του Γιάννη Τσιγάντε, ο ναύαρχος Καραβίδας κατά του Κολιαλέξη και πολλές ακόμη αντιθέσεις.

Η δίκη των κινηματιών έβγαλε από τον στρατό περίπου 1.500 βενιζελικούς αξιωματικούς, επιτρέποντας στον Γεώργιο Κονδύλη, που είχε περάσει στο αντιβενιζελικό στρατόπεδο, να επαναφέρει με νέο δημοψήφισμα τον Γεώργιο Β’ στον θρόνο. Με ένα στράτευμα απολύτως πιστό στον ίδιο, ο βασιλιάς επέβαλε δικτατορικό καθεστώς, με εντολοδόχο τον παλαιό του συνεργάτη Ιωάννη Μεταξά. Η βασιλευόμενη δικτατορία κράτησε έως τη γερμανική κατοχή της Ελλάδας.[18]

Μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους Γερμανούς, ο Γεώργιος και η κυβέρνησή του κατέφυγαν στο Κάιρο και το Λονδίνο. Το σώμα των αξιωματικών χωρίστηκε σε βενιζελικούς, που δεν τους είχαν επιτρέψει οι κρατούντες να μοιραστούν με τους βασιλόφρονες τη δόξα του αλβανικού πολέμου, και στους πρωταγωνιστές του πολέμου, που απενεργοποιήθηκαν μετά την Κατοχή. Κάποιοι από τους πρώτους στελέχωσαν την αντίσταση κατά των κατακτητών και άλλοι έφθασαν στην Αίγυπτο, για να συμβάλουν από εκεί στην πολεμική προσπάθεια. Το μεγάλο μέρος του αναδιοργανωθέντος στρατεύματος αποτελέστηκε αρχικά από αξιωματικούς πιστούς στην κυβέρνηση εν εξορία, επικεφαλής της οποίας ήταν ο Εμμανουήλ Τσουδερός. Οι βενιζελικοί απότακτοι του παρελθόντος δημιούργησαν δική τους λέσχη και σύντομα ο μεγάλος διχασμός ξαναζωντάνεψε. Τα κινήματα στη Μέση Ανατολή κατά της ελληνικής κυβέρνησης γρήγορα διαβρώθηκαν από απεσταλμένους του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ (ΚΚΕ), όπως ο Γ. Σαλάς.[19]

Στο συνέδριο του Λιβάνου, τον Μάιο του 1944, οι εκπρόσωποι της ΠΕΕΑ, του ΕΑΜ και του ΚΚΕ καταδίκασαν ομόφωνα τις εξεγέρσεις που αδρανοποίησαν τις ελληνικές μονάδες στη Μέση Ανατολή. Μολονότι ο Ζαχαριάδης αργότερα απέδωσε την ευθύνη των κινημάτων στους Βρετανούς, ο Σαλάς ανέλαβε ολόκληρη την ευθύνη για το τελευταίο κίνημα στην έκθεση που υπέβαλε στο πολιτικό γραφείο του ΚΚΕ το 1946. Η εξήγηση της πρωτοβουλίας του ήταν ότι έτσι εμπόδιζε τις ελληνικές δυνάμεις να επιστρέψουν στην Ελλάδα ως παράγοντας καταστολής του ΕΑΜ. Η επιρροή του Σαλά στην Αντιφασιστική Στρατιωτική Οργάνωση (ΑΣΟ) έδειξε ότι το πρόκριμα στις ενδοστρατιωτικές διενέξεις δεν ήταν πια ο παλιός διχασμός, αλλά η σύγκρουση Δεξιάς-Αριστεράς.

Πολλοί απότακτοι του 1935 μοιράστηκαν ανάμεσα στον ΕΛΑΣ και τον ΕΔΕΣ. H σύλληψη του Παπάγου και άλλων αξιωματικών του 1940-1941 και ο εγκλεισμός τους σε γερμανικό στρατόπεδο κατέστησε δύσκολο το έργο της οργάνωσης μιας δεξιάς αντίστασης.[20]

H απελευθέρωση και τα αιματηρά γεγονότα του Δεκεμβρίου 1944 επέσπευσαν τις εξελίξεις στις ένοπλες δυνάμεις. Μετά τον Δεκέμβριο, ο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ έχασε το μονοπώλιο των όπλων και σταδιακά έχασε και την αποκλειστικότητά του στην ελληνική ύπαιθρο χώρα. Τα πολιτικά κόμματα ανασυγκροτήθηκαν μετά την αδράνειά τους κατά την Κατοχή και σταδιακά απέκτησαν τις λαϊκές τους βάσεις.

Τον χειμώνα του 1945 ιδρύθηκε στο στράτευμα μια νέα οργάνωση, ο «Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών» (ΙΔΕΑ), από συντηρητικούς και βασιλικούς.[21] Επαγγελόταν τον αντικομμουνισμό και την ανεξαρτησία από πολιτικά κόμματα.

Από την αρχή του Εμφυλίου (1946-1949), ο Εθνικός Στρατός (ΕΕΣ) δεν διέθετε ετοιμοπόλεμους αξιωματικούς. Το άνθος των βενιζελικών είχε μαραθεί λόγω ηλικίας και αδράνειας. Οι βασιλόφρονες του 1940-1941 είχαν χάσει το γόητρό τους από τη συνεργασία με την κυβέρνηση Τσολάκογλου. Ο Κωνσταντίνος Βεντήρης ήταν από τους λίγους φιλελεύθερους στην ηγεσία του νέου στρατού. Διορίστηκε αρχηγός του Γενικού Επιτελείου το 1947 και, τελικά, διοικητής του 1ου και του 2ου Σώματος Στρατού το 1949. Ο Θρασύβουλος Τσακαλώτος, παλιός βασιλικός, απέκτησε φήμη ως διοικητής της Ορεινής Ταξιαρχίας του Ρίμινι.[22] Ο Αλέξανδρος Παπάγος ήταν ικανός επιτελικός, εξαιρετικός στον θεωρητικό σχεδιασμό και δεξιοτέχνης της διπλωματίας του πολέμου.[23] Ο Παπάγος, αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού στον πόλεμο του 1940-1941, έγινε ο από μηχανής θεός που οδήγησε τον ΕΕΣ στη νίκη το 1949. Η άφιξη, τον Οκτώβριο 1947, αξιωματικών συνδέσμων από τις ΗΠΑ και ο σχηματισμός της Κοινής Aποστολής Παροχής Στρατιωτικών Συμβούλων και Σχεδιασμού (JUSMAPG) ήταν μια ισχυρή ένεση στο ηθικό του ΕΕΣ.[24]

Οι καταστροφές που επισώρρευσαν ο πόλεμος και οι έκτακτες περιστάσεις του Εμφυλίου απομάκρυναν το σώμα των αξιωματικών από την κοινωνία των πολιτών και δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για μιαν απομόνωση, η οποία διευκόλυνε το έργο και τη διείσδυση υψηλών προστατών και ξένων υπηρεσιών. Έως το 1951, ο ΙΔΕΑ είχε μετατοπίσει την αφοσίωσή του από τον βασιλιά στον Παπάγο και είχε γίνει πόλος έλξης για μεγάλο αριθμό αξιωματικών που αναδείχθηκαν στον Εμφύλιο, αλλά χωρίς υψηλούς προστάτες. Το κίνημα από τέτοιους αξιωματικούς κατά της κυβέρνησης του Σοφοκλή Βενιζέλου, τον Μάιο του 1951, είχε σκοπό να θέσει τον Παπάγο επικεφαλής της κυβέρνησης και ρυθμιστή των πολιτικών πραγμάτων. Ο Παπάγος αρνήθηκε το αξίωμα και συμβούλεψε τους υποστηρικτές του να εγκαταλείψουν το εγχείρημα.

Στις εκλογές του 1952, ο Παπάγος κατήγαγε θρίαμβο, ο οποίος επέτρεψε στον Ελληνικό Συναγερμό, το κόμμα που είχε ιδρύσει ο ίδιος ενάμιση χρόνο νωρίτερα, να ελέγξει το πολιτικό πεδίο – με τον διάδοχό του Κωνσταντίνο Καραμανλή – για μια δεκαετία.

 

Αλέξανδρος Παπάγος (1883-1955). Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού (1936-1941), Αρχιστράτηγος των ελληνικών δυνάμεων κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο (1940-1941) και κατά την περίοδο 1949-1951 καθώς και Πρωθυπουργός της Ελλάδας κατά την περίοδο 1952 – 1955.

 

Το 1956, ο Καραμανλής κέρδισε για πρώτη φορά ως αρχηγός της «Εθνικής Ριζοσπαστικής Ενώσεως» (ΕΡΕ) τις εκλογές, μολονότι συγκέντρωσε το 47% των ψήφων έναντι 48% της «Δημοκρατικής Ενώσεως». Η αύξηση της δύναμης της Αριστεράς θορύβησε τους νέους του ΙΔΕΑ, οι οποίοι, με επικεφαλής τον ταγματάρχη Δημήτριο Ιωαννίδη, ζήτησαν από τον αρχηγό του ΓΕΣ Σόλωνα Γκίκα να δώσει εντολή πραξικοπήματος. Η άρνηση των ανωτέρων να εγκρίνουν την προτροπή αυτή έπεισε τους οπαδούς της Ενώσεως Ελλήνων Νέων Αξιωματικών (ΕΕΝΑ) να δρουν πλέον με δική τους πρωτοβουλία.[25]

Μετά την εκλογική νίκη της Ενώσεως Κέντρου, το 1963, τα σύννεφα στον ορίζοντα των στρατιωτικών πύκνωσαν. Στις 7 Νοεμβρίου 1963, ο υπαρχηγός Γ. Αντωνάκος και ο ταξίαρχος της αεροπορίας Καρακίτσος επισκέφθηκαν στελέχη της αμερικανικής πρεσβείας για να διατυπώσουν τους φόβους τους ότι η κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου θα προέβαινε σε αποστρατεύσεις αξιωματικών του ΙΔΕΑ για να επαναφέρει κεντρώους απόστρατους.

Όμως, ο Γεώργιος Παπανδρέου φρόντισε να μην προκαλέσει αλλαγές στο στράτευμα που θα προκαλούσαν ανησυχίες στη Δεξιά. Ούτε ο εκλογικός του θρίαμβος, τον Φεβρουάριο του 1964, έφερε μεγάλες αλλαγές. Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού έγινε ο Ιωάννης Γεννηματάς, ο οποίος είχε παίξει ρόλο στις εκλογές του 1961, που είχαν καταγγελθεί ως εκλογές «βίας και νοθείας» από το Κέντρο. Υπουργός Εθνικής Αμύνης έγινε ο Πέτρος Γαρουφαλιάς. Μετατέθηκαν όμως σε μονάδες της Βορείου Ελλάδος ο Γεώργιος Παπαδόπουλος και οι Ιωαννίδης, Λαδάς, Λέκκας και Μπαλόπουλος, όλοι γνωστοί ως στελέχη της ΕΕΝΑ (Εθνική Ένωσις Νέων Αξιωματικών).[26]

 

Γεώργιος Παπανδρέου (1888-1968). Στιγμιότυπο από περιοδεία στη Ζάκυνθο και την Κεφαλονιά (1962). Αρχείο Αφών Μεγαλοκονόμου.

 

Η υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ, το 1965, είχε σοβαρές επιπτώσεις για την πολιτική ομαλότητα αφού, ως αρχηγός οργάνωσης αντιδεξιών αξιωματικών μελών της εμφανιζόταν από τον κίτρινο Τύπο ο γιος του πρωθυπουργού, Ανδρέας Παπανδρέου. Η κρίση κορυφώθηκε όταν ο Γεώργιος Παπανδρέου ήρθε σε σύγκρουση με τον υπουργό του Γαρουφαλιά, επειδή ο τελευταίος αρνήθηκε να υπογράψει την αντικατάσταση του Γεννηματά. Όταν  ο πρωθυπουργός θέλησε να αναλάβει ο ίδιος το υπουργείο Αμύνης, αντίρρηση προέβαλλε ο ίδιος ο βασιλιάς Κωνσταντίνος. Η παραίτηση του Γ. Παπανδρέου και οι ανωμαλίες που ακολούθησαν προκάλεσαν εκ του μη όντος τη μεγαλύτερη μεταπολεμική πολιτική κρίση, που θύμιζε στους παλαιότερους τη σύγκρουση πρωθυπουργού και βασιλιά το 1915. Παρά την οξύτητά της, η νέα κρίση δεν υπήρξε αποτέλεσμα δεξιάς και αριστερής αναμέτρησης, αλλά απότοκο αλλαγής φρουράς στη διαχείριση της εξουσίας και της άρνησης του βασιλιά να παραδώσει το κράτος σε λαοπρόβλητη κυβέρνηση.[27]

Η επικράτηση των συνταγματαρχών το 1967 αξιοποίησε την επιρροή των αμερικανικών απόψεων για το ελληνικό στράτευμα. Οι Αμερικανοί σύμβουλοι, κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου πολέμου, πίστευαν ότι οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις έπρεπε να αποκτήσουν επιχειρησιακή αυτονομία από τους πολιτικούς. Η πεποίθηση αυτή εξακολούθησε να επικρατεί, ιδιαίτερα μεταξύ των αξιωματικών του ΙΔΕΑ, πολλά χρόνια μετά τον Εμφύλιο. Σύμφωνα με τις στατιστικές του αμερικανικού υπουργείου Άμυνας, μεταξύ 1950 και 1969, 11.229 Έλληνες αξιωματικοί εκπαιδεύτηκαν στις ΗΠΑ, στο πλαίσιο του Προγράμματος Στρατιωτικής Βοήθειας (ΜΑΡ).[28] Οι κινηματίες θεώρησαν την αμερικανική συμβολή ως το κύριο όπλο με το οποίο θα απαλλάσσονταν από την κηδεμονία των συντηρητικών πολιτικών και του θρόνου.

Η κυβέρνηση Παρασκευόπουλου και η συμφωνία Γ. Παπανδρέου και Π. Κανελλόπουλου και βασιλιά για διεξαγωγή εκλογών χωρίς ιδεολογικές συγκρούσεις προκάλεσαν την έντονη αντίδραση του Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος υποσχέθηκε στους οπαδούς του ότι θα όρκιζε κυβέρνηση στο πεζοδρόμιο αν η συμφωνία πραγματοποιείτο. Στις 20 Απριλίου 1967, οι βασιλόφρονες στρατηγοί αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν πραξικόπημα στις 23 Απριλίου, για να εμποδίσουν τις εκλογές που θα κέρδιζε η Ένωση Κέντρου. Ο αντιστράτηγος Γ. Ζωϊτάκης όμως μετέφερε την πληροφορία στον συνταγματάρχη Ν. Μακαρέζο.

Κατά τη μαρτυρία του Στ. Παττακού, οι τρεις πρωταγωνιστές του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου αποφάσισαν να κινηθούν τη συγκεκριμένη ημερομηνία, για να προλάβουν τους στρατηγούς.[29] Επρόκειτο για την αρχή μιας επταετούς δικτατορίας που θα έθετε την Ελλάδα σε απομόνωση από την Ευρώπη και την Κοινότητά της και θα επανέφερε στοιχεία λαϊκισμού και τριτοκοσμισμού σε μια χώρα με έντονα σημεία ανάπτυξης και εκσυγχρονισμού.

Την παλινδρόμηση αυτή η Ελλάδα την πλήρωσε με την τουρκική εισβολή στην Κύπρο και τη δημιουργία μιας λαϊκιστικής Αριστεράς που, επί δεκαετίες μετά την πτώση της χούντας, σκιαμαχεί με μια εξ ίσου αναχρονιστική Δεξιά. Ο κεντρώος χώρος βρέθηκε σε χειμέρια νάρκη. Ο στρατός ωστόσο και οι αξιωματικοί επέστρεψαν στο κύριο έργο της επαγγελματικής ιδιότητάς τους που διαρκεί ακόμα.[30]

 

Υποσημειώσεις


[1] John S. Koliopoulos, Brigands with a Cause (Oxford: Oxford University Press, 1987), 76-84.

[2] Χρήστος Σ. Βυζάντιος, Ιστορία του τακτικού στρατού της Ελλάδος (Αθήναι: Εκ της τυπογραφίας Κ. Ράλλη, 1837).

[3] Επαμεινώνδας Κ. Στασινόπουλος, Η ιστορία της Σχολής Ευελπίδων (Αθήναι: Προδρόμου και Μουσουλιώτη, 1954).

[4] Νίκη Μαρωνίτη, Πολιτική εξουσία και εθνικά ζητήματα στην Ελλάδα, 1880-1910 (Αθήνα: Αλεξάνδρεια, 2000), 423-443.

[5] Θάνος Βερέμης – Ιωάννης Κολιόπουλος, Νεώτερη Ελλάδα: μια ιστορία από το 1821 (Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη, 2013), 146-149.

[6] Θάνος Βερέμης, Ο στρατός στην ελληνική πολιτική (Αθήνα: Κούριερ, 1997), 89-99.

[7] Θάνος Βερέμης, Εκσυγχρονισμός και συντήρηση από τον 19ο στον 21ο αιώνα (Αθήνα: Εκδόσεις Καθημερινής, 2019), 68-74.

[8] Γιώργος Μαυρογορδάτος, 1915: Ο Εθνικός Διχασμός (Αθήνα: Πατάκης, 2016).

[9] Δημήτρης Μπαχάρας, «Περιμένοντας τους Γερμανούς…: φόβοι και ελπίδες στην Ελλάδα του Διχασμού», στο Κατερίνα Δέδε – Δημήτρης Δημητρόπουλος – Τάσος Σακελλαρόπουλος (επιμ.), Φόβοι και ελπίδες στα νεώτερα χρόνια (Αθήνα: ΕΙΕ/Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών, 2017), 111-120.

[10] Ό.π., 115-116.

[11] Γεώργιος Β. Λεονταρίτης, Η Ελλάδα στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο (Αθήνα: ΜΙΕΤ, 2000), 137.

[12] Αθήνα, Υπηρεσία Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου του Υπουργείου Εξωτερικών, 1923/A/2, Κοινοποίηση αναφοράς Α/2 γραφείου, 10 Δεκεμβρίου 1923.

[13] A. A. Pallis, Greece’s Anatolian Venture and After (London: Methuen, 1937), 154, Γρηγόριος Δαφνής, Τα ελληνικά πολιτικά κόμματα (Αθήνα: Γαλαξίας, 1961), 137.

[14] «Η απολογία του Πάγκαλου» (1928), στο Θησεύς Θ. Πάγκαλος (επιμ.), Αρχείον Θεοδώρου Παγκάλου, τ. 2 (Αθήνα: Κέδρος 1974).

[15] Θάνος Βερέμης, Ο στρατός στην ελληνική πολιτική, 148-149.

[16] Γρηγόριος Δαφνής, Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων, τ. Α΄ (Αθήνα: Ίκαρος, 1955), 354-356.

[17] Γιάννης Γ. Μπενέκος, Το κίνημα του 1935 (Αθήνα: Γιαννίκος, 1958), 70-90・ Κώστας Καλλιγάς, 1η Μαρτίου 1935 (Αθήνα: Φυτράκης, 1974).

[18] Θάνος Βερέμης, Ο πόλεμος των Ελλήνων (Αθήνα: Μεταίχμιο, 2019).

[19] Hagen Fleischer, «The Anomalies of the Greek Middle East Forces, 1941-1944», Journal of the Hellenic Diaspora, 5 (1978), 5-36. Η σημαντικότερη ανάλυση των γεγονότων της Μέσης Ανατολής.

[20] Andre Gerolymatos, «The Role of the Greek Officer Corps in the Resistance», Journal of the Hellenic Diaspora, 11 (1984), 69-79.

[21] Γεώργιος Καραγιάννης, 1940-1952: το δράμα της Ελλάδος. Έπη, αθλιότητες (Αθήνα: χ.ε., 1963), 206-210.

[22] Θρασύβουλος Τσακαλώτος, Σαράντα χρόνια στρατιώτης της Ελλάδος (Αθήνα: Τυπ. Ακροπόλεως, 1960), 52, 68.

[23] C.M. Woodhouse, The Struggle for Greece, 1941-1949 (London: Hart-Davis, McGibbon, 1976), 199-209, 239-240, 261-276.

[24] Edgar O’Balance, The Greek Civil War, 1944-1949 (London, Faber & Faber, 1966), 156-157.

[25]  Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Ιστορικά δοκίμια (Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 1975), 26-44.

[26] Τριαντάφυλλος Γεροζήσης, Το σώμα των αξιωματικών και η θέση τους στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία, 1821-1975 (Αθήνα-Ιωάννινα: Δωδώνη, 1996), 1023-1024.

[27] Nicos Mouzelis, Modern Greece: Facets of Underdevelopment (London: Macmillan, 1978), 113.

[28] Theodore A. Couloumbis, «The Greek Junta Phenomenon», Polity 7 (1974), 353.

[29] Στυλιανός Παττακός, 21η Απριλίου 1967. Διατί; Ποιοί; Πώς; (Αθήνα: Βιοβλ., 1996), 121-129.

[30] Θάνος Βερέμης – Ιωάννης Κολιόπουλος, Νεώτερη Ελλάδα: μια ιστορία από το 1821 (Αθήνα: εκδόσεις Πατάκη, 2013).

Θάνος Μ. Βερέμης

Ομότιμος Καθηγητής, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης – ΕΚΠΑ

 Τα διακόσια χρόνια του Ελληνικού Κράτους Δομές και Θεσμοί 8. «Ένοπλες δυνάμεις και εσωτερική ασφάλεια (1830-2022)», Αθήνα 2023, Τράπεζα Πειραιώς – Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που συνοδεύουν το κείμενο οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

Διαβάστε ακόμη:

 

 


Viewing all articles
Browse latest Browse all 635