Η χαρτοπαιξία των Αγωνιστών και η Πρωτοχρονιά
«Ελεύθερο Βήμα»
Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.
Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.
Διαβάστε σήμερα στο «Ελεύθερο Βήμα» άρθρο του κυρίου Ελευθέριου Γ. Σκιαδά, Γενικού Διευθυντή της Εφημερίδας «ΕΣΤΙΑ», με τίτλο:
«Η χαρτοπαιξία των Αγωνιστών και η Πρωτοχρονιά».
Ανατολικοί λαοί ερίζουν για την πατρότητα της τράπουλας, αλλά στην Ελλάδα η χαρτοπαιξία έφθασε μέσω της Βενετίας. Από εκεί πέρασε στα Επτάνησα. Ο περίφημος τυχοδιώκτης Καζανόβας, ο οποίος επεσκέφθη την Κέρκυρα στα μέσα του 18ου αιώνος, έγραψε στα απομνημονεύματά του πως το νησί είχε μεταβληθεί σε χαρτοπαικτικό κέντρο!
Ο Κώστας Καιροφύλας [Ζάκυνθος, 1881 – 1961. Σημαντικός λόγιος, ποιητής, ιστοριοδίφης και ιστορικός συγγραφέας], συμπλήρωσε πως στην μεγαλόνησο του Ιονίου παρεπιδημούσαν κατά καιρούς πολλοί Σουλιώτες, στην αρχή για εμπορικούς λόγους. Αργότερα πολλοί περισσότεροι, που δεν μπορούσαν να αντέξουν την τυραννία του Αλή Πασά. Όπως ήταν φυσικό, μυήθηκαν στον ελκυστικό κόσμο της χαρτοπαιξίας, έχοντας μάλιστα αδυναμία στην ιταλικής προελεύσεως κοντσίνα (ή κολλιτσίνα).
Οι Σουλιώτες
Στα πρώτα χρόνια της Επαναστάσεως (1822), ανάμεσα στο πλήθος των φιλελληνικών ειδών που παρήχθησαν σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις όπου λειτουργούσαν Κομιτάτα υπήρχε και φιλελληνική τράπουλα, επιχρωματισμένη στο χέρι. Την αποκάλυψε η Βάνα Μπουσέ, δημοσιεύοντας μάλιστα και αρκετά από τα σωζόμενα τραπουλόχαρτα, τα οποία είχαν χαραγμένες ελληνικές προσωπικότητες (ρήγας σπαθί ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, κούπα η Μπουμπουλίνα, ρήγας μπαστούνι ο Γιωργάκης Ολύμπιος κ.ά.). Ακολούθησαν και άλλες τέτοιες εκδόσεις.

Φιλελληνική Τράπουλα με μορφές πρωταγωνιστών της επανάστασης που πωλούνταν για την συγκέντρωση χρημάτων υπέρ των Ελλήνων, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.
Όσο για την χαρτοπαιξία, φαίνεται ότι στα χρόνια της Εθνεγερσίας συντρόφευε τους αγωνιστές στις ώρες της σχόλης τους. Η τράπουλα βρισκόταν στα σελάχια των πολεμιστών και φαίνεται πως όταν σταματούσαν τα τουφέκια η κοντσίνα έδινε και έπαιρνε. Τα στοιχεία που διαθέτουμε μέχρι τώρα μαρτυρούν πως οι Σουλιώτες ήταν οι πιο χαρτοπαίχτες, με πρώτο και καλύτερο τον αδελφό του Μάρκου Μπότσαρη, τον Κώστα Μπότσαρη. Τον αγωνιστή που έδειξε μοναδική γενναιότητα στην πολιορκία του Μεσολογγίου, παίζοντας κοντσίνα ακόμη και στα διαλείμματα της μάχης. Εξάλλου, γι’ αυτό οι συμπολεμιστές τού κόλλησαν το παρατσούκλι Κώστας Κοντσίνας, το οποίο τον ακολουθούσε σε όλη την ζωή του.
Όταν ελευθερώθηκε η Ελλάς και n Αθήνα έγινε πρωτεύουσα του Ελληνικού Βασιλείου, ελλείψει άλλων διασκεδάσεων φαίνεται πως κυριάρχησε n χαρτοπαιξία. Συγκεντρώνονταν να παίξουν κοντσίνα στα σπίτια, εννοείται χωρίς χρήματα.
Το Ρολόι του Μπότσαρη
Δεν άργησε όμως το χαρτοπαίγνιο να κατακτήσει τα καφενεία και τα στέκια όπου σύχναζαν όχι μόνον οι αργόσχολοι αλλά και οι απόμαχοι αγωνιστές καθώς και επιφανή μέλη της αθηναϊκής κοινωνίας. Ειδική νομοθεσία προσπάθησε να βάλει τάξη στα πράγματα και να αποτρέψει την επέκταση της χαρτοπαιξίας.
Τότε εμφανίζονται και οι πρώτες χαρτοπαικτικές λέσχες, όπου παίζονταν βεβαίως χρήματα. Δεν άργησαν να φανούν και οι επαγγελματίες χαρτοπαίχτες έχοντας ως θύματά τους κυρίως νεολαίους.
Όταν ήλθε στην Ελλάδα η βασίλισσα Αμαλία, το ζήτημα της χαρτοπαιξίας είχε ήδη λάβει σημαντική έκταση, γεγονός που της δημιουργούσε δυσφορία. Σε πολλές περιπτώσεις η βασίλισσα προσπαθούσε να νουθετήσει νεαρούς κυρίως αξιωματικούς, που έχαναν σχεδόν τα πάντα από το πάθος τους για την τράπουλα.
Καταγράφεται μάλιστα και επεισόδιο με τον Κώστα Μπότσαρη, ο οποίος είχε ήδη γίνει υποστράτηγος της Φάλαγγας, ενώ διετέλεσε και γερουσιαστής. Η Αμαλία πληροφορήθηκε πως ο αγαπημένος του Παλατιού υποστράτηγος είχε παίξει ό,τι είχε και δεν είχε, ακόμη και ένα ρολόι που του είχε δωρίσει ξένος ναύαρχος. «Μου είπαν πως έχετε ένα περίφημο ρολόι», του είπε η βασίλισσα φέρνοντάς τον σε αμηχανία. Για να δικαιολογηθεί της απάντησε πως του έπεσε και το έχασε. «Τότε θα διατάξω τον διευθυντή της Αστυνομίας να το αναζητήσουν», είπε η Αμαλία, η οποία φρόντισε να πληροφορηθεί σε ποια χέρια είχε περάσει το περίφημο ρολόι. Η Αθήνα ήταν μικρή και ο μηχανισμός ενημέρωσης του Παλατιού ήταν πράγματι εξαιρετικός. Σύντομα λοιπόν βρέθηκε το ρολόι και χαρούμενη n Αμαλία το επέστρεψε στον Μπότσαρη, ο οποίος από τότε έγινε ιδιαίτερα προσεκτικός.
Οι δύο πληγές

Ο Χατζή Χρήστος (Κρίστε) Ντάγκοβιτς (Βελιγράδι 1783 – Αθήνα 1853), Σέρβος αγωνιστής της ελληνικής επανάστασης του 1821 και πολιτικός της Ελλάδος.
Το περιστατικό αυτό έχει αναφερθεί επανειλημμένως, αλλά όχι πάντα με τον ίδιο πρωταγωνιστή. Ο Δ. Γατόπουλος [1886-1956, λογοτέχνης, ιστορικός συγγραφέας και δημοσιογράφος, ιστορικός χρονικογράφος], σε περισσότερα από ένα ιστορικά χρονογραφήματά του αναφέρεται είτε ανώνυμα σε στρατηγό είτε στον σερβικής καταγωγής στρατηγό Χατζηχρήστο Βούλγαρη.
Σε ένα από τα προπολεμικά «Ιστορικά Σημειώματά» του (15 Δεκεμβρίου 1933) αναφέρεται στις προσπάθειες που κατέβαλε η βασίλισσα Αμαλία για να αντιμετωπίσει τις δύο μεγάλες πληγές που εμφανίσθηκαν στην Αθήνα.
Αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «προτού ν’ αποκατασταθούν καλάκαλά τα κοινωνικά πράγματα εις την οριστικήν πρωτεύουσαν του νεαρού βασιλείου, μαζί με τον ελεύθερον πολιτισμόν των Βαυαρών, εμπήκαν εις τας Αθήνας δύο νέα φρούτα: αι «περιοδεύουσαι» γυναίκες και τα τραπουλόχαρτα. Η αφορολόγητος όμως αυτή εισαγωγή ηυξήθη τόσον πολύ κατά το 1840 και εγοήτευσε και προσείλκυσε τόσον πολύ τους Νεοέλληνας των Αθηνών ώστε, όπως αναφέρεται εις τας σχετικάς αφηγήσεις, το Παλάτι και συγκεκριμένως n νεαρά βασίλισσα Αμαλία ετέθη επί κεφαλής της εκστρατείας κατά των δύο αυτών πληγών της πρωτοσχηματίστου αθηναϊκής κοινωνίας. Με συντηρητικά, πάντοτε, μέτρα δια τον περιορισμόν, κατά το δυνατόν, των κινδύνων που περιεστοίχιζαν την νεοελληνικήν νεολαίαν. Τας δύο αυτάς φοβεράς πληγάς – όπως τας εχαρακτήριζαν οι σεμνότυφοι και υπερπατριώται αρθρογράφοι της εποχής- υπεβοήθουν, κυρίως, τα πολυπληθή καφενεία και κρασοπουλειά της εποχής, διά τα οποία μάλιστα δεν είχε ληφθή καν αστυνομικόν μέτρον, ούτε δια το άνοιγμα και το κλείσιμον αυτών».
Η φορολόγηση
Νεώτερα στοιχεία από τα ανέκδοτα αρχεία της περιόδου του Όθωνος επιβεβαιώνουν τα γραφόμενά του, καθώς και το γεγονός ότι ο κρατικός μηχανισμός ασχολήθηκε με τα ζητήματα αυτά αλλά μάλλον ανεπιτυχώς.
Περιοριζόμενοι στο ζήτημα της χαρτοπαιξίας καταγράφουμε προς το παρόν ότι εκ μέρους της επισήμου πολιτείας εδόθη περισσότερο βάρος στην είσπραξη φόρων! Παραδείγματος χάριν, το Υπουργείο Οικονομικών – το 1840 – εισηγήθηκε την λήψη μέτρων, ώστε να εισπράττονται δικαιώματα από τις τράπουλες ανεξαρτήτως της ποιότητος ή του τύπου κατασκευής τους. Το ζήτημα έφθασε να συζητηθεί μέχρι και στο Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο συμφώνησε πλήρως με την εισήγηση. Εν τέλει υπεγράφη και Βασιλικό Διάταγμα από τον βασιλέα Όθωνα.
Ανέφερε ότι, λόγω των καθημερινών παραπόνων και πολλών καταχρήσεων που είχαν εμφανισθεί, «όλα τα παιγνιόχαρτα, χωρίς διάκρισιν της ποιότητός των και του τόπου της κατασκευής των, υποβάλλονται του λοιπού εις χαρτόσημον τάξεως πεντήκοντα λεπτών»!
Πρωτοχρονιά
Κάπως έτσι ξεκίνησε το ζήτημα της χαρτοπαιξίας, το οποίο τα επόμενα χρόνια έλαβε τεράστιες διαστάσεις. Μέχρι που έφθασε εποχή, στα τέλη του 19ου αιώνος, κατά την οποία κυρίως n Πρωτοχρονιά έμοιαζε περισσότερο με επανάσταση παρά με ειρηνική γιορτή. Στο γύρισμα του 19ου προς τον 20ον αιώνα, σε πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά, πολλές εβδομάδες πριν από την Πρωτοχρονιά και αρκετές μετά, ήκμαζε η χαρτοπαιξία. Παντού «τα έκοβαν», σε λέσχες, καφενεία, ζαχαροπλαστεία, λέσχες, πανδοχεία ή ακόμη και στην ύπαιθρο οι άνδρες χαρτόπαιζαν αδιάκοπα.
Ολόκληρη n χώρα βρισκόταν σε ανησυχία, κόσμος κατεστρέφετο, το χρήμα έρρεε, όπως έρρεε και το αίμα από τους συνεχείς καυγάδες, τραυματισμούς, ακόμη και φόνους. Οι επαγγελματίες χαρτοπαίκτες μαζί με την τράπουλα είχαν στην τσέπη τους το πιστόλι ή το μαχαίρι. Χρειάσθηκε να εφαρμοσθεί ειδική νομοθεσία, να χαθούν ζωές, να οργανωθούν ιδιαίτερες υπηρεσίες αστυνομικού χαρακτήρος για να κατασταλεί το φαινόμενο, χωρίς να εξαφανισθεί. Εξάλλου, πάντα κάποια «παραθυράκια» επέτρεπαν την χαρτοπαιξία με διάφορες μορφές.
Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Γενικός Διευθυντής Εφημερίδος «ΕΣΤΙΑ»
Εφημερίδα «ΕΣΤΙΑ», περιοδικό ΕΣΤΙΑζω, 8 Δεκεμβρίου 2024.