Quantcast
Channel: Ιστορία – ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΑΡΧΕΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Viewing all articles
Browse latest Browse all 636

Το Λυγουριό λίγα χρονιά πριν την Επανάσταση του 1821

$
0
0

Το Λυγουριό λίγα χρονιά πριν την Επανάσταση του 1821


 

«Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Δημοσιεύουμε σήμερα στο «Ελεύθερο Βήμα» ανακοίνωση του κ.  Αντώνη Ξυπολιά,  στην οποία παρουσιάζει τη ζωή στο Λυγουριό πριν την Επανάσταση του 1821. Όπως σημειώνει: «Μέσα από τα δικαιοπρακτικά έγγραφα του χωριού και από αρχειακό υλικό των αρχείων του Κράτους αποτυπώνονται οι συνθήκες ζωής, οι υποδομές, εικόνες του χωριού, αλλά και οι πεποιθήσεις των κατοίκων τα τελευταία χρόνια της οθωμανικής κατοχής και λίγο πριν την Επανάσταση 1821».

 

 Το Λυγουριό λίγα χρονιά πριν την Επανάσταση του 1821

 

Δρόμοι – Υποδομές

 

Στο κατώφλι του 19ου αι. [και μέχρι το 1828] ο δρόμος από το Ναύπλιο στο Λυγουριό, ήταν ένα μονοπάτι στις παρυφές βουνών και στις κοίτες ρεμάτων, που περνούσε από την μονή Καρακαλά, τους πρόποδες  του  βουνού Φονίσκου, το  αρχαιοελληνικό Καστράκι, τον αρχαιοελληνικό πύργο στις αλεπότρυπες, το πηγάδι στο Αγιάζι [απέναντι και κοντά στην πυραμίδα του Λυγουριού] και ανατολικά  συνέχιζε προς την Επίδαυρο.

«Το χωριό μας βρίσκεται εις θέσιν διόδου και πάροδον κείμενον των διαβενόντων εις Πίδαβρα, Αίγινα και απέναντι ήπειρον Αττικήν», έγραφαν οι κάτοικοι του Λυγουριού το 1822.

Ήταν αυτός τότε ο κύριος δρόμος προς το Λυγουριό, που περιηγητές αποτυπώνουν αναλυτικά, καθώς και ξεχασμένους πύργους, αρχαία μνημεία και εικόνες που αντίκρισαν σ’ εκείνη την δύσβατη διαδρομή, έξη περίπου ωρών. Για κάποιους αυτή η ορεινή διαδρομή ακολουθούσε την ίδια πορεία της «ευθείας οδού» που περπάτησε και ο γεωγράφος και περιηγητής Παυσανίας, τον 2ον αιώνα.

Δίπλα στο «πηγάδι του δρόμου» στο Αγιάζι, υπήρχε ένας συνοικισμός από την Β’ Ενετοτοκρατία. Εκεί σταμάτησε ο Δημήτρης Υψηλάντης στην πορεία του προς την Εθνοσυνέλευση της Πιάδας τον Απρίλιο του 1826 και όπως γράφει ο Φωτάκος ανέβηκε για λίγο πάνω στο χωριό για να αναπαυτεί.

Ένα μονοπάτι ακολουθούσε νότια την κοίτη του ρέματος της Αγίας Μαρίνας και έφτανε σε ένα ξύλινο γεφύρι απέναντι από την εκκλησία του Αγίου Τρύφωνα [που έστεκε τότε]. Από εκεί η διαδρομή ανηφόριζε ψηλά στο χωριό [σήμερα η δημοτική οδός Ελ. Βενιζέλου].

 

Λιγουριό, περ. 1968.

 

Δυο συνοικίες είχαν αναπτυχθεί γύρω από την εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και οι ξένοι περιηγητές περιγράφουν την καθαρότητα του αέρα, την όμορφη θέα στα γύρω βουνά, τα εσπαρμένα ερείπια στο έδαφος, τις φιλόξενες καλύβες των χριστιανών, αλλά και ένα υπαίθριο σχολείο κάτω από ένα δένδρο. Ακόμη ψηλότερα στην κορφή του λόφου είδαν πολλές κομμένες πέτρες, απομεινάρια από την αρχαία ακρόπολη που ανήκε στην «κώμη της Λήσσας».

Στενά σοκάκια ήταν το δίκτυο των δρόμων μέσα στον μαχαλά. Μονοπάτια  κατηφόριζαν δίπλα σε ρέματα, ανάμεσα σε κήπους, διάσπαρτα σπίτια, αλώνια, καπνοχώραφα, σποραδικές ελιές και αθανάτους προς τον συλλεκτήριο «δημόσιο δρόμο», [σήμερα  ο δημοτικός δρόμος Β. Ρούμπου].

Ο δρόμος αυτός δυτικά διέσχιζε τα χωράφια όπου στα τέλη του 19ουαι. κτίστηκε το δημοτικό σχολείο και συναντούσε την διαδρομή που ανηφόριζε από το ξύλινο γεφύρι πάνω στο χωριό. Ανατολικά ο ίδιος κύριος δρόμος από την εκκλησία του Αγιάννη συνέχιζε προς τους συνοικισμούς  Κορώνι, Πυρί  και τους δύο εκεί αρχαίους πύργους και κατέληγε στην τριγωνική κοιλάδα «του Ιερού του Ασκληπιού».

 

Τα σπίτια

 

Έτσι η εικόνα του χωριού ήταν χωρίς τον σημερινό εθνικό δρόμο που κατασκευάστηκε το 1886, αλλά και με λίγα σπίτια  στην κορυφή του λόφου, όπου όμως ανάβλυζαν φυσικές πηγές ύδρευσης.

Στον μαχαλά του Λυγουριού υπήρχαν συνολικά εκατό περίπου ασβεστόκτιστα σπίτια  χριστιανών και πυργόσπιτα οθωμανών. Σε δεσπόζουσα θέση κοντά στην αρχαία ακρόπολη έστεκε ο πύργος του Ιζέτ μπέη, ένα σημαντικό κτίριο αφού εν μέσω πολεμικών συγκρούσεων και οικονομικών δυσχερειών το 1826, το Εθνικό Ταμείο έστειλε έναν αρχιτεχνίτη [τον Θοδωρή Λάσιμο] να τον επισκευάσει.

Ο Ιζετ μπέης ήταν από τους πιο μορφωμένους Τούρκους, που όμως το 1817 έπεσε σε δυσμένεια στην Πύλη. Στην περιοχή εκτός από το Λυγουριό είχε δικούς του και άλλους πύργους και σε άλλα χωριά.  Στην Κάντια που ήταν τσιφλίκι του, σώζεται ακόμη και σήμερα εκεί ερειπωμένος ο  πύργος του.

Στο Άργος, ο πύργος του κτίστηκε με πέτρες που αφαίρεσε από το αρχαίο μνημείο/τρόπαιο, που είχε κτιστεί στην μνήμη των Ακρίσιου και Προίτου, στην Δαλαμανάρα [όπως αναφέρει ο Παυσανίας]. Στα Λευκάκια τον πύργο του κατέλαβαν οι επαναστατημένοι Έλληνες την 24 Μαρτίου 1821 και τον χρησιμοποίησαν ως πρώτο επιτελικό αλλά και αποθηκευτικό χώρο. Στο Λυγουριό κάτω από τον πύργο του Ιζέτ μπέη, το σπίτι του Τούρκου Αβδουλά πουλήθηκε το 1823 για 14 δίστηλα και 2,5 γρόσια «τά όποία έκατατέθησαν είς χρήσιν πολεμοφοδίων».

Τα δύσκολα χρόνια του Αγώνα η δημογεροντία του κάθε χωριού πουλούσε  παράτυπα σπίτια των φυγόντων οθωμανών για να καλύψει τις ανάγκες και τα έξοδα του Αγώνα και «τους εκ του χωρίου τούτου εξερχόμενους στρατιώτες κατά των εχθρών, καθώς και δια κοινών εράνων», έγραφε ο πρώτος δήμαρχος Λυγουριού  Δημήτρης παπά Θανάσης Καλούδης.  Όμως μετά την Επανάσταση η Κυβέρνηση απαίτησε την επιστροφή όλων των παράτυπα πουλημένων σπιτιών, γιατί ήταν «εθνική περιουσία».

Δίπλα στην εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου σπίτι είχε ο πεθερός του Ιζέτ μπέη Μολά Ομέρ που ήταν κατά το 1/3 ανώγειος και τα άλλα 2/3 κατώγειος. Ανατολικά σε μικρή  απόσταση ήταν το σπίτι  του Καραχαλίλη που αγόρασε το 1835 ο Γιώργης Κοντογιαννόπουλος, του Χατζή Σερεμικάκη που αγόρασε το 1838 ο Ιωάννης Κακουλίδης [ο «Ιερεύς»  της Φιλικής Εταιρείας], το σπίτι με αλώνι του Σαήφαγα, του Ισμαήλ μπέη, κλπ.

Στα σπίτια διέμεναν οι επιστάτες και οι εργάτες στα κτήματα τους, ενώ  οι ίδιοι κατοικούσαν στο Ναύπλιο και εισέπρατταν την γαιοπρόσοδο από τα χωριά που εξουσίαζαν. Απηνείς οι κτήμωνες τούρκοι εκμεταλεύοντο τις ανάγκες του υπόδουλου σε κάθε χωριό και με την βία και κυρίως την τοκογλυφία, μεγένθυναν τα κέρδη και τα περιουσιακά τους στοιχεία, σε βάρος των χριστιανών.

Τις συνθήκες περιέγραφε έγγραφο του 1822  της Πελοποννησιακής  Γερουσίας, που συνυπογράφει και ο εκπρόσωπος της επαρχίας Ναυπλίου Αναγνώστης Αναστασόπουλος: «Οι πολίτες έτρεφαν τόσας χιλιάδας τυράννων με τον ιδρώτα τους, ακαταπαύστως εδούλευαν δι’ αυτούς, δεν είχον καν το δικαίωμα των ανθρώπων ούτε αυτής της ζωής και της ιδιοκτησίας. Εδείροντο, εβρίζοντο, εφονεύοντο, ητιμάζοντο, ακραίως από τους τούρκους. Ο ελάχιστος τούρκος ήτον τρομερός δεσπότης των…».

 

Η Τοκογλυφία

 

Το 1745 οι κάτοικοι του Λυγουριού υποχρεώθηκαν να δανεισθούν όλο το ποσό που αντιστοιχούσε στην ετήσια δόση του κεφαλικού τους φόρου. Τότε ίσχυε το διανεμητικό σύστημα όπου  η φορολογική επιβάρυνση ήταν συλλογική. Όπως συλλογική ήταν και η όποια προσφυγή σε δανειοδότηση για τον κεφαλικό τους φόρο.

Έτσι ο  Τούρκος δανειστής, ένας  ιμάμης του τζαμιού Χουανκάρ στο  Ναύπλιο, δάνεισε στους Λυγουριάτες συλλογικά 1340 γρόσια, με την προϋπόθεση ότι θα δέχονταν ως όρο στην ομολογία να καταγραφεί το διπλάσιο  ποσό. Ο νόμος των οθωμανών απαγόρευε την τοκογλυφία και οι δανειστές πρόσθεταν στο αρχικό δάνειο κεφάλαιο και τον συνολικά συμφωνημένο τόκο [που έφτανε το 30%]. Λίγα χρόνια μετά ο δανειστής των Λυγουριατών απαίτησε το σύνολο των χρεών  και οι κάτοικοι υποχρεώθηκαν να του υπογράψουν νέο χρεωστικό ομόλογο 4700 γρόσια. Το ποσό ήταν υπερβολικά  μεγάλο, αφού το 1749 πουλήθηκε αμπέλι «130 οργιές» στην περιοχή Αγίου Ελισαίου για 14 γρόσια.

Οι Λυγουριάτες πλήρωσαν 2200 γρόσια στον τούρκο και τελικά η υπόθεση κατέληξε στο δικαστήριο Ναυπλίου. Την 14 Μαβιού 1752 ενώπιον του Μουσταφά πασά εμφανίστηκαν [ονομαστικά] οι οφειλέτες κάτοικοι του Λυγουριού, διεκδικώντας βάση των νόμων, τον μηδενισμό των τόκων. Στην διαδικασία ο τούρκος δανειστής ανέφερε ότι ήταν την περίοδο 1745-1749 υπεύθυνος συλλογής του κεφαλικού φόρου στο χωριό και με βάση τα τοπικά έθιμα και τις κοινές πρακτικές υπήρχαν δοσοληψίες με τους κατοίκους, ενώπιον μαρτύρων και του οφείλοντο ακόμη 2500 γρόσια.

Οι Λυγουριάτες ανέφεραν ότι δανείσθηκαν το ποσό των 1340 γροσιών για την πληρωμή της ετήσιας δόσης του κεφαλικού φόρου, κι επ’ αυτού του ποσού, επειδή δεν είχαν άλλη επιλογή, υποχρεώθηκαν να αποδεχτούν τις αξιώσεις του δανειστή:

 

«Με το πέρασμα του χρόνου, καθώς δεν μπορούσαμε να επιστρέψουμε τα χρήματα και έτσι να αποπληρώσουμε το χρέος μας, επ’ αυτού του αρχικού ποσού προστέθηκαν επιπλέον στρώματα τόκων και έτσι ο τόκος του τόκου, δηλαδή ο αρχικός τόκος και οι μετέπειτα προστιθέμενοι τόκοι, μέρα με τη μέρα και ολοένα ταχύτερα και ασταμάτητα άρχισε να αυξάνει. Εντέλει, προσφάτως, σε μία χρονική στιγμή ένδειας και πενίας ζήτησε την πλήρη καταβολή των χρημάτων του και μας κατέστησε καθ’ οιοδήποτε τρόπο αδύνατο να ανταποκριθούμε στις απαιτήσεις αυτές και να πληρώσουμε. Ως εκ τούτου, έχοντας περιέλθει σε κατάσταση αμηχανίας και σαστιμάρας, έλαβε από τα χέρια μας ένα χρεωστικό ομόλογο αξίας 4700 γροσιών. Τώρα, ενώ είχαμε παραδώσει σε αυτόν τον ίδιο 2200 γρόσια, δεν έχει πειστεί και δεν του αρκούν. Αντιθέτως, απαιτεί καθ΄ ολοκληρίαν το ακριβές ποσό που αναγράφεται επάνω στο χρεωστικό ομόλογο και έτσι μας στενοχωρεί και μας πιέζει. Εντούτοις, το ζητούμενο για μας είναι το αρχικό ποσό των 1340 γροσιών και τα λοιπά ποσά που αποτελούν τους συσσωρευμένους τόκους να διερευνηθούν και, αφού έλθετε εις πλήρη και τέλεια γνώση των διεστώτων, να σκιστεί το χρεωστικό ομόλογό μας».

 

Την ίδια περίοδο και ο κοτσαμπάσης Λυγουριού Γιωργάκης Λιάτας [παππούς του καπετάνιου στον Αγώνα Μητρολιάτα] σύρθηκε την 3 Ιανουαρίου 1752 στο δικαστήριο και υποχρεώθηκε να αποδώσει ποσότητα 60 κιλών [1320 οκάδες] από χρέος αλλά και επιπλέον 180 κιλά σιτάρι [3950 οκάδες] ως ενοίκιο από τη γη στους κληρονόμους κάποιου τούρκου Αλήμπεη.

Την 29 Αυγούστου 1785 ο Αναγνώστης Γκοβάτσης υποχρεώθηκε  επίσης να δώσει το αμπέλι του στον Αγιάννη που είχε βάλει ενέχυρο σε δύο τούρκους αξιωματούχους του Λυγουριού, για ποσότητα σταριού 11 κιλά [240 οκάδες] που είχε πάρει για να «θρέψει τα παιδιά του».

Υπό αυτές της συνθήκες τα χρόνια της κατοχής οι πλούσιοι οθωμανοί γίνοντο πλουσιότεροι, αφέντες σε βάρος των αδυνάτων, απροστάτευτων χριστιανών και κατείχαν τα περισσότερα ελαιόδεντρα, αμπέλια και κτήματα. Και οι φτωχοί χριστιανοί κατέληγαν δουλοπάροικοι στα κτήματά τους. Καλλιεργούσαν τα κτήματα με την συμφωνία του γεώμορου με τους αφέντες, που προέβλεπε την απόδοση ποσοστού της παραγωγής σε αυτούς, εκτεθειμένοι όμως και σε όποιες καιρικές αλλά και απρόβλεπτες συνθήκες. Το καλοκαίρι του 1799, όπως έγραφαν οι μοναχοί της μονής Ταξιαρχών  «έπεσε οργισμένη ακρίδα εις τα χωρία μας ……και μας έφαγε τα ταμπάκικα, εξόχως τα αμπέλια σχεδόν ειπείν και τις ελιές μας…» και οι χριστιανοί κατέφυγαν στην λιτανεία και την περιφορά των λειψάνων του Αγίου Κλήμεντος, για να σωθεί το όποιο ελάχιστο εισόδημα.

Δεκάδες Τούρκοι αξιωματούχοι ιδιοκτήτες σε Λυγουριό καταγράφονται ονομαστικά που είχαν όμως ιδιοκτησίες και σε άλλα χωριά της  περιοχής, κάποια από τα οποία ήταν τσιφλίκια τους, όπου δίπλα στα σπίτια τους υπήρχαν καλύβες χριστιανών εργατών.

Τσιφλίκια αναφέρονται στις Κοκκινάδες, στο Παλυγουριό, στον Άγιο Νικόλαο στον Χαραμό. Τσιφλίκια ήταν το Κολιάκι με 10 ασβεστόκτιστα σπίτια εργατών με αχυρώνες και 50 ελιές, η Τραχειά με 18 σπίτια και μια εκκλησία, το Χατζη Μέτο με 10  σπίτια και 50 ελιές, η Ματαράγκα 3 σπίτια, το Μπάφι 18 σπίτια, ο Καρατζάς 8 σπίτια με αχυρώνες και 100 ελιές, κλπ.

 

Τμήμα χάρτη της Αργολιδοκορινθίας του Αντώνη Μηλιαράκη, 1886, με τη θέση του σημερινού Λυγουριού.

 

Τα Ελαιόδεντρα

 

Στο Λυγουριό λίγα χρόνια πριν την Επανάσταση οι Τούρκοι είχαν στην κατοχή τους 6327 ελιές. Σε είκοσι επτά κτήματα στην περιφέρεια  του χωριού περιγράφονται αναλυτικά ο αριθμός των ελιών, η ποιότητα του εδάφους και των δένδρων, οι συμπλιαστές [συνορίτες], τα τοπωνύμια, ενώ στην περιοχή του Κοκκινοβράχου υπήρχαν [σώζονται] και τα τοπογραφικά των ελαιοστάσιων. Ιδιαίτερα  περιγράφεται στο Παλιγουριό ότι 1 ήμερη αντιστοιχούσε σε 100 αγριελιές, που συνυπήρχαν με θάμνους και σκύνα.

Στην περιοχή του Λυγουριού αναφέρονται επίσης 539 ρίζες της μονής Αγίου Μερκουρίου, 15 ήρεμα  ελαιόδεντρα και 500  αγριελιές της μονής Τσιπιανίτη. Η μονή Ταλαντίου Χελιού είχε 627 ρίζες στην περιοχή «έρυμα», αλλά  και «μονόπατο σπίτι πλησίον της Αγίας Τριάδος, προς του Τσιμπούρη, μέσα στην κωμόπολη», όπως έγραφαν το 1835 ο ηγούμενος και οι μοναχοί  της μονής.

Στην περιοχή  του Ιερού Ασκληπιού ο Σεκήραγα γιος του Εμίραγα Κρητικού είχε έκταση 100 παλαιών στρεμμάτων [με 16 μόνο ελιές], που το 1818  μεταβίβασε στην μονή Βαρσών Τρίπολης. Την ίδια περίοδο αναφέρονται 2960 ρίζες ιδιόκτητες, στις 40 συνολικά οικογένειες  του χωριού!!!

Στον Κοκκινόβραχο το 1814 ο Αγά πασάς Ναυπλίου ενοικίασε για 100 χρόνια στους κατοίκους του χωριού την έκταση και τις 330 ελιές. Η συμφωνία προέβλεπε ότι οι κάτοικοι του χωριού θα καλλιεργούσαν την γη και θα έδιναν στον τούρκο και τους κληρονόμους του, το μισό της παραγωγής.

Λιτρίβια αναφέρονται μέσα στο χωριό. Στο «κοινό πηγάδι» του πλάτανου υπήρχε λιτρίβι της οικογένειας Λιάτα, που περιγράφεται σε μεταβίβαση αδιαίρετου μεριδίου το 1773. Τότε ο  πωλητής βεβαίωνε την κάθε μεταβίβαση  με το αποτύπωμα  στο έγγραφο του δάκτυλού  του που είχε βάλει σε μελάνι, ενώ Έλληνες και Τούρκοι μάρτυρες συνυπόγραφαν στην ελληνική.

Στην ενορία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου λειτουργούσε ένα ακόμη  ζωοκίνητο λιτρίβι μιας πέτρας. Λιτρίβι  «συντροφικό» είχε  ο Αναγνώστης Καψάλης και η μονή Βαρσών. Το λιτρίβι αυτό ήταν απέναντι  από το «σπίτι του δημογέροντα» Δημήτρη παπά Θανάση Καλούδη. [Εκεί φιλοξενήθηκε την Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 1858 ο Όθωνας και η Αμαλία, στην επίσκεψή τους στο Λυγουριό].

Συντροφικό λιτρίβι με μία πέτρα αναφέρεται και στο «δημόσιο δρόμο» στα Γκοβατσέικα  των Θανάση  του Δασκάλου [πρόγονος Διδασκάλου] και του  Τούρκου Καραχαλήλη. Ένα ακόμη λιτρίβι συντροφικό, όπου  το ¼ ανήκε σε Τούρκο αναφέρεται και στον Άγιο Νικόλαο. Λιτρίβι και λινό είχε και η μονή αγίου Μερκουρίου στην περιοχή Τζερέκου από τα χρόνια της β’ ενετοκρατίας, κοντά στην [τότε] εκκλησία του Αγίου Πέτρου.

Ανάλογα λειτουργούσαν υδρόμυλοι στο «γκρεμνό» των  Θανάση του Δασκάλου, του Μιχάλη Τσιμπούρη που παραχωρήθηκε το 1862 στην Αικατερίνη χήρα Αντώνη Παπαθανασίου και ένας ακόμη  συνεταιρικός, όπου το 1/6 ανήκε στην οικογένεια Ιωάννη Κουτρούλη. Μύλος συντροφικός κατά το 1/3 σε οθωμανό αναφέρεται και στο Παλαιό Λυγουριό. Υδρόμυλος  λειτουργούσε  και στην Νάπα, ενώ στο Πυρί ο νερόμυλος ήταν ερείπιο από το 1716. Στο Μπουλμέτι ο μύλος οθωμανού έμεινε γνωστός για την μετέπειτα διαμάχη του δημογέροντα Κυριάκου Λιάτα με τον ενοικιαστή των προσόδων του Λυγουριού το 1826 Νικήτα Κιάλα.

 

Τα Αμπέλια

 

Αμπέλια Οθωμανών ήταν τα 89 και ¼ στρέμματα. Σε έγγραφα εμφανίζονται ιδιοκτήτες Τούρκοι και Έλληνες, οι τοποθεσίες, τα τοπωνύμια, οι εκτάσεις, οι περιγραφές και οι συμπλιαστές  των αμπελιών. Εκτάσεις αμπελιών αναφέρονται στην μονή Αγίου Μερκουρίου, αλλά και της Μονής Ταξιαρχών που είχε και δύο σπίτια στο χωριό. Παλαιότερα υπήρχαν αμπέλια στην κατοχή και των μονών Αγνούντος, Αυγού, Καρακαλά, αλλά και της μονής Σωτήρος του τσιφλικιού Χαϊντέρ αγά Δρεπάνου.

Το 1820 ο περιηγητής Edmund  Laurent περιέγραφε ότι φιλοξενήθηκε στο Λυγουριό από τον κοτσαμπάση Κωσταντή Καλούδη την εποχή του τρύγου, όπου ο  κάμπος ήταν  γεμάτος από  αγρότες που μάζευαν σταφύλια. Σε κάθε χωράφι ένας επιστάτης Τούρκος επέβλεπε τις εργασίες σε κάθε αμπέλι, γιατί οι αμπελώνες ανήκαν σε έναν πλούσιο αγά, που τους είχε στείλει από το Ναύπλιο.

Τότε όλα τα χωριά της επαρχίας Ναυπλίου αναφέρονται ως «νέφερα και σπαθιά»  δηλ. μονάδες μέτρησης φορολογικής δυναμικότητας γης 1530 στρεμμάτων και στο Λυγουριό  21 ½ «σπαθιά» που  εισέπραττε ο βοεβόδας του Ναυπλίου και τα άλλα 18 οι νεφεράμηδες, οι τούρκοι στρατιώτες.

 

Συνθήκες και πεποιθήσεις

 

Η  εκμετάλλευση, η βία, ο κυνισμός, η απληστία των μεγαλοτσιφλικάδων, η αγριότητα  των συνθηκών, ο φόβος του απροστάτευτου, αλλά και η στασιμότητα  χαρακτήριζαν τα χρόνια της δουλείας.

Εκτάσεις εκατοντάδων στρεμμάτων παρέμεναν παντού ακαλλιέργητες, άχρηστες. Μεγάλες εκτάσεις σε Τροιζήνα, Ερμιόνη ήταν βακούφι στο Ορτάκιο Τζαμί Κωνσταντινούπολης, όπου επί χρόνια επιστάτες απλά εισέπρατταν το γεώμορο και επέβλεπαν τους ακτήμονες χριστιανούς εργάτες. Η στασιμότητα ευνοούσε τον αφέντη και τον έλεγχο των εργατών στις καλλιέργειες.

Εύφορες εκτάσεις σε Άνω Επίδαυρο περιγράφονται λογγώδεις, όπου μόλις  τον Οκτώβριο του 1820 έγινε συμφωνία Νεοεπιδαυριτών με τον Κιαμήλ μπέη Κορίνθου, για μεταβίβαση 145  στρεμμάτων  και  φύτευση αμπελιών, με την υποχρέωση να του δίνουν 3 γρόσια το στρέμμα, κάθε χρόνο.

Ανάλογη συμφωνία έγινε και με την οθωμανή Μουραταγού στην περιοχές «σπηλιά» και Πηλάλωνα. Τότε η Αρχαία Επίδαυρος ήταν ακατοίκητος, όπως «άδεια από ραγιάδες» αναφέρεται και το 1512. Στην σκάλα Επιδαύρου έπιαναν λίγα σκάφη, όπως το 1770 δύο φορές Γαλλικό πλοίο φόρτωσε σιτάρι στην Μονή Ταξιαρχών το 1803 δικαιούχος αναφέρεται ο γιος του Σελήχ γραμματέα του φρουρίου της Ανατολής.

Στα τέλη του 18ου – αρχές του 19ου αι. παρατηρείται και αύξηση  φορολογικών βαρών και προστίμων στις κατά τόπους κοινότητες. Χαρακτηριστικά το 1768 ένα ολόκληρο χωριό στην Μάνη έβαλε τη γη του υποθήκη για να ξεπληρώσει 15.000 γρόσια, πρόστιμο για το φόνο ενός Τούρκου. Υποχρεώσεις της κάθε κοινότητας ήταν επίσης η συνεισφορά τους σε μισθούς αξιωματούχων καθώς  και δώρα, τροφές σε διαβάτες, χρήματα για τις εκκλησίες, αλλά για δημοτικά έργα.

Συνθήκες που ανάγκαζε κάποια μέλη όλων των χωριών  είτε να εκχωρήσουν κτήματά των, είτε  να εγκαταλείπουν κρυφά τις εστίες τους αλλά και τα ακίνητά τους. Οι εξουσιαστές  υποχρέωναν όμως την αποπληρωμή των χρεών την κάθε κοινότητα, βιάζοντας  με «διαταγές δια φιρμανιών και διατάξεων να πωλούνται τα υποστατικά δια να πληρώνεται, η κατ’ έτος αναλογία των δοσιμάτων».

Το 1778 ο βεζίρης του Μοριά ενημερώθηκε ότι πασάς Ναυπλίου  επέβαλε υπερβολικές καταχρήσεις και πρόστιμα εις βάρος των χωριών της επαρχίας και πολλοί χριστιανοί διασκορπίστηκαν, έφυγαν. Το 1789  οι Τούρκοι διοικητής και ο επίτροπος στην επαρχία Ναυπλίου επέβαλαν με δόλιο τρόπο υπερβολική φορολογία  για δύο χρόνια στους «ραγιάδες» των χωριών, με σκοπό το ίδιο όφελος. Για την υπόθεση ενημερώθηκε ο Σουλτάνος στην Κωνσταντινούπολη, αλλά οι ραγιάδες υποχρεώθηκαν να πληρώσουν και τα ταχυδρομικά έξοδα αποστολής των εγγράφων, που τότε ήταν υπέρογκα.

Το 1790  ο οθωμανός Κακούτης «βίαια καταπλάκωσε» πεντακόσια στρέμματα στο Αδάμι στην περιοχή Μαρκεδόν, Σέλκι, από καλυβίτσα έως το χωριό και κάτοικοι του χωριού «βιασμένοι» έφυγαν σε άλλους τόπους. Έκταση της Μονής Καλαμίου στο Λυγουριό καταπάτησε τυραννικά ο Αντουραμάναγας Ναυπλίου.

Το 1790 στην Τραχειά και Πειρανόλλα χριστιανοί διώχτηκαν από τη γη τους των «15 ζευγαριών». Στα Δίδυμα  οι ακρότητες του Καραϊλάνη, που είχε τεκέ στην Τρίπολη και σπίτι στο Ναύπλιο, έδιωξαν τους κατοίκους από τα κτήματα τους.

Η γη των Φούρνων εξουσιάζετο από σαλή εφέντη Ναυπλιώτη που εισέπραττε κάθε χρόνο από τους κατοίκους  χίλια γρόσια, 11 κουβέλια [340 οκ.] αμύγδαλα και 11 καΐκια ξύλα.

Στο Λυγουριό, ο Γιάννης Θώδης αδυνατώντας να ανταπεξέλθει στα χρέη κατάφυγε  στην Σμύρνη. Ο πατρικός ελαιώνας του Αναστάση Λιάτα  ήταν το 1820  «αμανάτι στα χέρια των οθωμανών» και αυτός υποχρεώθηκε να μετοικήσει στην Τροιζήνα. Αντίθετα στο Λυγουριό κατάφυγαν ο Γιώργης του Συμεών και η αδελφή του από τις Σπέτσες, ο Γιάννης και Αναστάσης Σανιάς το 1820, ο παπά Θανάσης [Παπαθανασίου] κλπ.

Απροστάτευτοι  πολίτες αναζητούσαν καταφύγιο και ασφάλεια  σε άλλους τόπους. Στις συνθήκες ανοχής και καρτερίας, έντονα είχε αναπτυχθεί και η προσδοκία  «ότι αφού καταδιωχθώσι οι Οθωμανοί, θέλουν μείνει έκαστου ιδιοκτησία κ’ έκαστος Δήμος ήθελεν εξουσιάσει όλα τα επ’ αυτού εθνικά κτήματα και ιδιοκτησίας»,  μοιραζόμενα αναλόγως» έγραφε ο πρώτος στην συνέχεια δήμαρχος Λυγουριού Δημήτρης παπά Θανάση Καλούδης.

Ο κάθε πολίτης ήθελε να «αποτινάξει το βδελυρό και ανυπόφορο ζυγό του τυράννου και αποσείσας αυτόν να εξησφαλίσει την ιδιοκτησίαν, τιμή και ζωή».

Σε επικίνδυνες και πρωτόγονες συνθήκες πολίτες και της Αργολίδας μυήθηκαν στην Φιλική Εταιρεία. Προετοίμαζαν, συμμετείχαν στην δημιουργία μυστικών υποδομών συγκέντρωσης, αποθήκευσης αγαθών και τροφίμων, που θα χρησίμευαν στην ένοπλη εξέγερση. Ένας τέτοιος χώρος λειτούργησε  στην Μονή Κατακεκρυμένης Άργους και έγγραφο του Λυγουριάτη Αναγνώστη  Αναστασόπουλου, δύο μήνες πριν την έναρξη της Επανάστασης, αναδεικνύει και την διαδικασία που χρησιμοποιούσαν: «Την σίμερον ελογαριαστήκαμεν με τον Γιώργη ….από όσο κριθάρι ήχε λαβημένω από τω γενικό όπου ήχαμεν εις το μοναστήρι Κατακριμένης και έδωσε εις χρείαν του Γένους, καθός έλαβε και καθός εξόδεψε κατά τω τεφτέριτου και επέρασε να έχη εδικότου κριθάρι δοσμένο κουβέλια εβδομήνταοχτώ και μισό 78 ½ [=2600 οκ.] το οποίο έχη να λάβη από το Γένος και δια σιγουριά του έδόθη το παρόν εις χίρας  του

Εις 1821 Ιανουαρίου 28 άργος

οι έφοροι  αναγνώστης αναστασόπουλος και λιποί».

 

Πηγές


ΓΑΚ [Γενικά Αρχεία του Κράτους] Αρχείο Ι. Βλαχογιάννη, Αρχείο Αγώνος τομ.1 ,Φ. Εκτελεστικό  Φ 10. Αρχείο Ι. Βλαχογιάννη Αρχείο Αγώνος Φ Πελοποννησιακή Γερουσία.

ΓΑΚ  Αρχείο Ι. Βλαχογιάννη, Β’ Κατάλογος χειρογράφων  Φ 51 και Φ 90.

ΓΑΚ  Αρχείο Ι. Βλαχογιάννη, Α’ Κατάλογος χειρογράφων Ιδιωτικαί συλογαί, τουρκικά φιρμάνια  Φ 289

ΓΑΚ Γενική Γραμματεία περιόδου Καποδίστρια Φ 222 και  Φ241.

ΓΑΚ Υπουργείο Δικαίου Φ 2 και Φ 104.

ΓΑΚ Αρχείο Γραμματείας Υπουργείο Εκκλησιαστικών και Δημόσια Εκπαίδευση  1833-1844. Υποφάκελος εκκλησιαστικά φ 535.

ΓΑΚ Εθνικά κτήματα, Οικίες και Οικόπεδα Φ1618 ,Φ 1621,Φ1624 ,Φ 1632.

ΓΑΚ Εθνικά κτήματα οικόπεδα Αργολιδοκορινθίας. Φ 1845.

ΓΑΚ Εθνικά κτήματα  Φ 3160 Νόμοι, Διατάγματα, Εγκύκλιοι, υπουργικές  εκθέσεις, διοικητική αλληλογραφία. ΓΑΚ Εθνικά κτήματα Μονοετείς και πολυετείς ενοικιάσεις  εθνικών φθαρτών κτημάτων Φ 2008 , Φ 2014. Εθνικά κτήματα  1833-1862 σειρά 01, εκποιησεις εθνικών φθαρτών κτημάτων 1830-1867. Υποσειρά  2. Εθνικό Ταμείο  Φ 26.

ΓΑΚ Αρχείο περιόδου Ι. Καποδίστρια – Έκτακτοι επίτροποι και προσωρινοί διοικητές Φ 23,Φ32 ,Φ 69.

ΓΑΚ Αρχείο Γραμματείας Εσωτερικών – Περίοδος Αγώνα 1821-1828 Φ 36 ,Φ 52,Φ 65.

ΓΑΚ Αρχείο Γραμματείας Θρησκείας – Περίοδος Αγώνα 1821-1828 Φ 7.

ΓΑΚ Μινιστέριο Υπουργείο Οικονομίας –  Περίοδος Αγώνα  Φ 43  ,Φ 55,Φ 60,Φ61,Φ72,Φ94.

ΓΑΚ Μινιστέριο Υπουργείο Οικονομίας – Περίοδος Καποδίστρια Φ 84.

ΓΑΚ  Μοναστηριακά Φ 214 ,Φ221,Φ226,Φ 326.

ΓΑΚ Υπουργείο Πολέμου – Περίοδος Αγώνα  Φ 29.

Αρχείο Ελληνικής Παλιγγενεσίας Τ.1.

Ιστορική και Εθνολογική  εταιρεία της Ελλάδος «’Εθνικό Ιστορικό Μουσείο».

Σ. Αντωνιάδης, Τα δημοτικά, Αθήνα 1842.

Γιώργος Κοντογιώργης, Κοινωνική δημοτική και πολιτική Αυτοδιοίκηση. Οι Ελληνικές κοινότητες  επί τουρκοκρατίας.

Σωκράτης Κουγέας, «Το ταξίδι του Villoison στην Ελλάδα [1784-1786]».

Αναστασία Κυρκίνη- Κούτουλα, «Η Οθωμανική Διοίκηση στην Ελλάδα. Η περίπτωση της Πελοποννήσου», Αθήνα 1996.

Σταύρος Κουτίβας, Οι Νοταράδες, Αθήνα 1968, σ. 253.

Ευτυχία Δ. Λιάτα, «Από το τεριτόριο στο Βιλαέτι», Αργειακή Γη.

Γ. Β. Νικολάου, «οικισμοί γαιοκτησία και φορολογία στην περιοχή του Ναυπλίου κατά την ύστ. Τουρκοκρατία», Τα Ιστορικά 18 Τ.Χ.34. σσ. 94-97.

Κωνσταντίνος Ντόκος, «Η εν Πελοποννήσω εκκλησιαστική περιουσία κατά την Β’ Ενετοκρατία».

Μάρθα Πύλια, «Λειτουργίες και αυτονομία των κοινοτήτων της Πελοποννήσου  κατά την δεύτερη τουρκοκρατία (1715-1821)».

Διονύσιος Πύρρος. «Τα Αργολικά».

Ιωάννης Φιλίνης, Δοκίμιον Ιστορικόν της Φιλικής Εταιρείας.

Αμβρόσιος Φραντζής, Επιτομή της ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελλάδος.

Φωτάκος, Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως.

Αθανάσιος Φωτόπουλος, «Στατιστικές ειδήσεις για την επαρχία Ναυπλίου του έτους 1828», Ανάλεκτα 2000.

Γεωργίου Χώρα, Ιστορία της Μονής Ταξιαρχών.

A. Bouhon, Nouvelles recherchés historiques sur la principaute francaise de Moree et ses hautes baronies ,2vol.Paris, 1845.

Conarnt Bursian Geographie von Grieheland,  Λειψία 1862.

W. Gell, The Itinerary of the Morea. London [1817].

Ε. Dodwell,  Classical and Topographical Tour in Greece, during the years 1801, 1805, and 1806. Vol II. London(1819).

Peter Edmund Laurent, Recollections of a classical tour through various parts of Greece, Turkey, and Italy:made in the years 1818, & 1819.

W.M. Leake, Travels in the Morea, London 1830, τόμοι Ι-ΙΙΙ και Peloponnesiaca: A Supplement to Travels in the Morea, London, Rodwell, (1846).

Simone Pomardi Viagio nella Grecia negli anni 1804,1805,1806  V.II,Roma 1820.

F.C.H.L. Pouqueville [Φραγκίσκος Καρολος Πουκεβίλ] Ταξίδι στην Ελλάδα, Πελοπόννησος, Εκδ. Τολίδη 1997.

D.J. Windell and R.A. Webb, Ακολουθώντας τον Παυσανία: Ο Αρχαίος Δρόμος από το Άργος ως την Επίδαυρο και η Αρχαιολογία του Μετάφραση: A. Αναγνωστοπούλου.

Εφημερίς των Κοινοφελών Γνώσεων, 28 Φεβρουαρίου 1858 αρ.64  και Εφημερίδα  ΝΟΜΙΚΗ 185/7/8/58.                                                                                   Συμβόλαια 12/3/1835, υπ. αρ 5 -13/25/11/1836, υπ. αρ .2 -9/9/1839 υπ.αρ. 6 – 25/11/1839 ,υπ. αριθ, 3 -7/11/1839 ,υπ. αριθ,6 και 256 —1844.

 

Αντώνης Ξυπολιάς

Αρχιτέκτονας

 

Σχετικά θέματα:


Viewing all articles
Browse latest Browse all 636

Trending Articles