Το «Δημόσιον Κατάστημα» (σήμερα, συγκρότημα όπου το Δημαρχείο) Άργους*
Το «Δημόσιον Κατάστημα» (σήμερα, συγκρότημα όπου το Δημαρχείο) Άργους* – Συμβολές στην ιστορία της κτιριοδομίας της καποδιστριακής εποχής (1828-1833) – Βασίλης Δωροβίνης – Δικηγόρος, πολιτικός επιστήμονας, ιστορικός.
*Η ανακοίνωση δημοσιεύτηκε στο έγκριτο Περιοδικό, «Αρχαιολογία και Τέχνες», το 1989. Το Δημαρχείο Άργους – Μυκηνών μεταφέρθηκε, το 2012, σε ιδιωτικό κτίριο επί της οδού Καποδιστρίου 9-11.
Σήμερα στην πρώην αίθουσα του Δημοτικού Συμβουλίου υπάρχει προθήκη με τα όπλα και την αυθεντική στολή του στρατηγού Δημ. Τσώκρη, ενώ χρησιμοποιείτε και για την υποδοχή επίσημων προσκεκλημένων. Στο ισόγειο λειτουργούν οι υπηρεσίες της Δημοτικής Επιχείρησης Ύδρευσης – Αποχέτευσης Άργους – Μυκηνών (Δ.Ε.Υ.Α.ΑΡ.Μ). Στα δυο παράπλευρα κτίρια στεγάζονται (δεξιά) τα γραφεία της Δ.Ε.Υ.Α.ΑΡ.Μ, και (αριστερά) το Τμήμα Πρασίνου και το Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής.
Από το παρόν τεύχος της Αρχαιολογίας αρχίζει μία σειρά άρθρων με αντικείμενο ορισμένα σημαντικά δημόσια κτίρια που οικοδομήθηκαν ή αποτέλεσαν αντικείμενο ριζικής μετασκευής κατά την καποδιστριακή εποχή, η οποία θεωρώ ότι διαρκεί τυπικά, αλλά για ό,τι ενδιαφέρει εδώ και ουσιαστικά, τουλάχιστο μέχρι την εγκατάσταση Αντιβασιλείας στη χώρα.
Το υλικό των άρθρων αυτών προέρχεται από έρευνες πολλών ετών, στα πλαίσια ευρύτερης εργασίας μου για τον σχεδιασμό πόλεων, την κτιριοδομία και το πολεοδομικό δίκαιο της περιόδου αυτής. Η χρήση του στην παρούσα σειρά άρθρων γίνεται κατά τρόπο εξαντλητικό. Κατά κανόνα, όμως, αποφεύγω να προχωρήσω στην εξαγωγή γενικότερων συμπερασμάτων, πράγμα για το οποίο επιφυλάσσομαι στο τέλος της εργασίας που προανέφερα.
Στο πολύ συνοπτικό αυτό εισαγωγικό σημείωμα θα ήθελα, παρ’ όλα αυτά, να κάμω ορισμένες παρατηρήσεις.
Πρώτη απ’ όλες, ότι η εποχή της διακυβέρνησης Καποδίστρια εξακολουθεί όχι μόνο να προκαλεί το ενδιαφέρον ειδικών ερευνητών, αλλά και να διεγείρει πολιτικά πάθη. Το φαινόμενο θα παρουσιαζόταν παράδοξο, αν δεν προσφεύγαμε σε πολιτικές αναλύσεις. Και οι αναλύσεις αυτές θεωρούμε ότι δείχνουν πως, ενδόμυχα ή φανερά, η καποδιστριακή εποχή, αλλά και ο ίδιος ο Κυβερνήτης, γεννούν επώδυνα ερωτηματικά και προβλήματα, που μέχρι σήμερα εξακολουθούν να παραμένουν μετέωρα σε τούτη τη χώρα. Κοντολογίς, το θέμα «πρότυπο αυταρχισμού» ή «προάγγελος εκσυγχρονισμού» τίθεται από την εποχή εκείνη και από το πρόσωπο που τη σφράγισε με την πολιτική και το τραγικό τέλος του.
Στην εργασία μου, δεν πρόκειται ν’ αποφύγω ν’ απαντήσω σε αυτό και σε άλλα ερωτήματα. Απεναντίας, μάλιστα! Εδώ, όμως, επιβάλλεται να επιστήσω την προσοχή σε δύο σημεία. Το πρώτο: ότι είναι καιρός να προσπαθήσουμε να εντάξουμε τον Καποδίστρια και την πολιτική του στα πλαίσια της εποχής τους και να εγκαταλείψουμε τη μέθοδο των «ιστορικών αλμάτων» και των προβολών στο παρελθόν. Οι τελευταίες, άλλωστε, δεν μας κάνουν να αποφύγουμε, με κανένα τρόπο, την ανάγκη να δώσουμε τις δικές μας απαντήσεις στα προβλήματα της εποχής μας. Η ιδεολογική χρήση της ιστορίας κάπου βρίσκει τα όριά της, μετά τα οποία καταντά νευρωτική άσκηση επί χάρτου. Το δεύτερο: ότι είναι, επίσης, καιρός να κατανοηθεί η ανάγκη επί μέρους και σε βάθος μελετών, γι’ αυτήν όπως και για κάθε άλλη περίοδο.
Πρέπει, επιτέλους, ν’ απομακρυνθούμε από παρεμπίπτουσες αναλύσεις, σε αποσπασματική βάση, οι οποίες καθιστούν αμφίβολης εγκυρότητας και αξιοπιστίας τα συμπεράσματα που φτάνουν (ή θέλουν να φτάνουν) μέχρι και σε ευρύτερες θεωρήσεις, με αξιώσεις, μάλιστα, γενικής πολιτικής ερμηνείας.
Μόνο με επί μέρους και σε βάθος μελέτες μπορούμε να ιχνηλατήσουμε τις διαφορές, που συχνά παρουσιάζονται μεγάλες, μεταξύ νοοτροπιών και συναφών αρχικών προθέσεων, θεσμοθέτησης και πραγματικής εφαρμογής. Αξιόλογες και με μεγάλο ενδιαφέρον πρόσφατες εργασίες, όπως του Γιάννη Τσιώμη ή της Ελένης Καλαφάτη – για το θέμα της Αθήνας -πρωτεύουσας, η πρώτη, και της κατασκευής σχολικών κτιρίων, η δεύτερη -, δεν αποφεύγουν τον σκόπελο, και καταλήγουν ενίοτε σε κάποιες καταχρηστικές γενικεύσεις (όπως ως προς την οικονομική συμβολή των κατοίκων για την ανέγερση σχολείων κ.ά.). Επιφυλάσσομαι για συγκεκριμένες αναφορές και επιμέρους κρίσεις – επισημαίνω, όμως, ήδη από τώρα, ότι ο προσεκτικός αναγνώστης, που έχει υπόψη του και τις παραπάνω εργασίες, θα εντοπίσει στα άρθρα που θα δημοσιευθούν στοιχεία και αναφορές για μιαν άλλη ερμηνεία.
Η σειρά των άρθρων θα περιλάβει την ιστορία της ανέγερσης και, συχνά, και την μετέπειτα ιστορία σημαντικών δημοσίων κτιρίων στο Άργος, στο Ναύπλιο και στην Αίγινα, δηλαδή σε πόλεις όπου η παρουσία της καποδιστριακής διοίκησης και το προσωπικό ενδιαφέρον του ίδιου του Κυβερνήτη υπήρξαν έντονες και συνεχείς. Άλλωστε, είναι ακριβώς για τα κτίρια αυτών των πόλεων που το διαθέσιμο αρχειακό υλικό παρουσιάζεται πλουσιότερο μέχρι σήμερα. Επεξηγώ ότι δεν πρόκειται να περιλάβω στοιχεία για τους Στρατώνες του Καποδίστρια στο Άργος, για τους οποίους παρουσίασα μία πρώτη μορφή των μέχρι τότε ερευνών μου στα «Αρχιτεκτονικά Θέματα» (τ. 13, 1979): το υλικό που, τελικά, συγκέντρωσα είναι ογκωδέστατο και θα πάρει τη θέση του σε αυτόνομη μελέτη.
Οι έρευνές μου για εντοπισμό στοιχείων ξεκίνησαν από την Ελλάδα. Συγκεκριμένα από τα Γενικά Αρχεία του Κράτους, τη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, την Εθνική Βιβλιοθήκη, τη Μπενάκειο Βιβλιοθήκη και τη βιβλιοθήκη της Ιστορικής Εταιρείας, τη Βιβλιοθήκη της Βουλής, τη Βιβλιοθήκη του Μουσείου Μπενάκη, κάποια ιδιωτικά αρχεία, καθώς και με την αποδελτίωση όλου του τύπου της Αργολίδας, από το 1828 μέχρι σήμερα. Διασταυρώσεις στοιχείων για τη σύγχρονη ιστορία κτιρίων έγιναν και με συλλογή προφορικών μαρτυριών. Οι έρευνες επεκτάθηκαν και έκλεισαν στο Παρίσι, δηλαδή στα Αρχεία του Γαλλικού Στρατού, στην Εθνική Βιβλιοθήκη, και στα Εθνικά Αρχεία.
Από εδώ θα ήθελα, ήδη από τώρα, να ευχαριστήσω για την πολύτιμη συμβολή τους το προσωπικό όλων των ελληνικών ιδρυμάτων που ανέφερα και, ιδιαίτερα, των ΓΑΚ, των τόσο περιφρονημένων από το Κράτος (και εδώ κρατάμε σταθερά το «ρεκόρ», Μεσογείου και ηπειρωτικής Ευρώπης … ), όπως και τους Π. Μιχαηλάρη και Τρ. Σκλαβενίτη, του Εθν. Ιδρύματος Ερευνών, αλλά και τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, ιδιαίτερα τους κ. Ο. Picard, διευθυντή της, Ρ. Aupert, πρώην Γεν. Γραμματέα της, και Ph. Collet, φωτογράφο.
Το «Δημόσιον Κατάστημα» (σήμερα, συγκρότημα όπου το Δημαρχείο) Άργους
Τα κατά την καποδιστριακή εποχή
Ευθύς με την εγκατάστασή του στην Ελλάδα και αρκετά πριν μεταφερθεί η προσωρινή πρωτεύουσα της χώρας από την Αίγινα στο Ναύπλιο, ο Καποδίστριας ενδιαφέρθηκε για τη δημιουργία «Δημοσίου Καταστήματος» στο Άργος και έδωσε τις ανάλογες εντολές στον τότε Έκτακτο επίτροπο του «Τμήματος της Αργολίδος» Νικόλαο Καλλέργη. Σε συνθετικό έγγραφό του για τις ανάγκες της περιοχής Αργολίδας (και Κορινθίας, που υπαγόταν σε αυτήν), γράφει συγκεκριμένα για το θέμα αυτό:[1]
«Η Δημογεροντία πρέπει να έχει έναν τόπον θεωρούμενον ως οικίαν της Κοινότητος. Επί του παρόντος παίρνει χρείαν να γνωρίσουν την ανάγκην τούτου και να επιθυμήσωσι την πραγματοποίησιν αυτής.
Ο Κύριος Βούλγαρης θέλει φροντίση εν τω προοήκοντι καιρώ και τόπω να επιλέξη την τοποθεσίον αυτής της οικίας, και να κόμη το σχέδιόν της. Πρέπει να γενή απλουστάτη, και η οικοδομή της να απαιτή ολίγην δαπάνην. Μετά τινα καιρόν θέλετε συσκεφθή μετά των Δημογερόντων περί των οποίων μέσων η Επαρχία και η πόλις εμπορούν να τοις χορηγήσωσι διά την οικοδομήν της περί ης ο λόγος οικίας. Με τας ιδίας βάσεις θέλετε φροντίσει περί της οικοδομής μιας εκκλησίας, ήτις αναγκαίοι εις την πόλιν, και περί παντός άλλου δημοσίου καταστήματος».
Και στην περίπτωση αυτή διαπιστώνουμε τα ίδια χαρακτηριστικά της πολιτικής του Καποδίστρια για τα δημόσια κτίρια, δηλαδή το προσωπικό ενδιαφέρον του και την άμεση ανάμιξή του για την κατασκευή τους, την αντίληψη της στέγασης της διοίκησης σε ιδιόκτητα κτίρια, την ανάθεση σχεδιασμού τους σε επίσημο μηχανικό του κράτους (στην προκειμένη περίπτωση, στον Σταμάτη Βούλγαρη, που την εποχή εκείνη συνέτασσε το πρώτο σχέδιο της πόλης του Άργους), την επιδίωξη συμμετοχής των κατοίκων στην οικοδόμηση ιδιαίτερα του κτιρίου για τη Δημογεροντία και την φροντίδα για δημιουργία απλών και όχι πολυδάπανων οικοδομών.
Λίγο αργότερα, σε έγγραφο του Καλλέργη για άλλο θέμα,[2] αναφέρεται ότι η επιδημία πανούκλας, που κτύπησε τότε ιδιαίτερα σκληρά και την Αργολίδα, τον υποχρέωνε να βραδύνει «τοσούτον διά την μεταρρύθμισιν τούτων των τόσων αναγκαίων καταστημάτων».
Μήνες αργότερα, σε έγγραφό του προς τον Κυβερνήτη,[3] ο Ν. Καλλέργης γράφει ότι «εύρομεν εν μέρος κατάλληλον εις το Κέντρον της πόλεως, διά να γένη η οικοδομή διά το Διοικητικόν, Δημογεροντικόν και Αστυνομικόν Κατάστημα, υποκάτω του οποίου να γένουν και αι φυλακαί. Εις το κτήριον τούτο, θέλουν ως έγγιστα εξαρκέση 2000 έως 2500 τάλληρα δίστηλα, και οι κάτοικοι προθυμοποιούνται να συνεισφέρουν».
Η Διοίκηση έχει καταλήξει, πλέον, στη δημιουργία ενός οικήματος που να στεγάσει τόσο τις τοπικές όσο και τις κρατικές αρχές, για τις δαπάνες του οποίου είναι διατεθειμένοι να συμβάλουν και οι κάτοικοι. Προς το τέλος του χρόνου, σε άλλο έγγραφό του προς τον Καποδίστρια με θέμα τους πόρους και τα έξοδα της πόλης και της Επαρχίας του Άργους,[4] αναφέρει και για το προκείμενο θέμα:
«Η πόλις του Άργους έκπαλαι λαμβάνει τινά δικαιώματα οπό την γινομένην κατά Σάββατον αγοράν, τα οποία κατά μήνα αναβαίνουσιν εις γρόσια 1000 περίπου. Έχει ακολούθως και το εισόδημα των ρηθέντων τριών μύλων, ώστε κατά μήνα εμπορεί ως έγγιστα να έχη ένα σταθερόν πόρον, και κύριον εισόδημα από γρόσια 2500, τα οποία επαρκούν όχι μόνον διά την πληρωμήν των μισθών και εξόδων του γραφείου της Δημογεροντίας όσον και της Αστυνομίας και της πολιταρχίος, χωρίς η Κυβέρνησις να λάβη ποτέ αφορμήν να πληρώση από το εθνικόν ταμείον το τοιούτο έξοδο, αλλ’ ακόμη θέλει περισεύση κατ’ έτος αρκετή ποσότης η οποία να χρησιμεύση εις δημόσιο καταστήματα της πόλεως εκείνης. Αρκεί μόνον να γένη πρόνοια οπό την Κυβέρνησιν τόσον περί των εισοδημάτων αυτών, καθώς ακόμη και περί των ρηθέντων εξόδων, εις τρόπον ώστε να θεωρήται κατά μήνα ο λογαριασμός και να γίνηται ακριβής παρατήρησις διά το ενοικίασμα των εισοδημάτων αυτών, χωρίς να συγχωρήται η παραμικρά κατάχρησις».
Είναι σαφές ότι, και για την χρηματοδότηση της κατασκευής «δημοσίων καταστημάτων» ναι μεν επιδιωκόταν πρώτα απ’ όλα η συγκατάνευση των τοπικών αρχών, όπως φαίνεται και από το έγγραφο του Καποδίστρια που παραθέσαμε, όμως η εποπτεία της κεντρικής κυβέρνησης ήταν στενή και ο καθοδηγητικός ρόλος της εμφανής, ακόμα και για την κατανομή των τοπικών πόρων για τον σκοπό αυτό.
Πάντως, από πρόχειρο άλλου εγγράφου του Καλλέργη,[5] γίνεται γνωστό ότι η Αστυνομία Άργους εξακολουθεί να στεγάζεται σε νοικιασμένο οίκημα στις αρχές του 1829.
Στο μεταξύ, είχαν ιδρυθεί τα «Πρωτόκλητα Δικαστήρια» και εκείνο της Αργολίδας ορίστηκε να εδρεύει στο Άργος, όπου τελικά άρχισε να λειτουργεί και το «Ανέκκλητον», του οποίου έδρα είχε αρχικά οριστεί το Ναύπλιο.[6] Δημιουργήθηκε, έτσι, πρόσθετη ανάγκη να στεγασθούν και τα δικαστήρια αυτά, αλλά τώρα, πλέον, με τρόπο επιτακτικότερο, και φυλακή.
Ο νέος Έκτακτος Επίτροπος Αργολίδας Κων. Ράδος πληροφόρησε, άλλωστε, τον Καποδίστρια ότι το Πρωτόκλητο δικαστήριο του είχε απευθύνει αναφορά για την «ανάγκην της ανεγέρσεως ενός κτηρίου χρησιμεύοντος διά φυλακήν των υπευθύνων».[7] Στα μέσα, πλέον, του 1829 και για το ίδιο θέμα ο Ράδος στέλνει δική του αναφορά στον Καποδίστρια,[8] μνημονεύοντας προηγούμενή του για την ανάγκη οικοδόμησης φυλακής, και γράφει ότι για τον σκοπόν αυτό «μοι εδόθη η άδεια. Αλλά μέχρι τούδε δεν εβλήθη εις την πράξιν το έργον τούτο, καθότι μ’ όλας τας δυνατάς προσπαθείας δεν ηδυνήθην να συμβιβάσω την οικονομίαν με ό,τι απαιτείται εις οικοδόμημα το oπoίov μέλλει να χρησιμεύση εις ολόκληρον το Τμήμα τούτο, ώστε διωρίσας και εσχάτως τας εκεί αρχάς μετά του Αρχιτέκτονος, να παρατηρήσουν επιτοπίως και δώσουν εν σχέδιον ανάλογον περί τούτου, και τον ως έγγιστα υποθετικόν λογαριασμόν, όστις αναγκαιοί διά την κατασκευήν, με διεύθυνσιν τας εσωκλείστους εκθέσεις του Αρχιτέκτονος, κατά τας οποίας η υποθετική ποσότης αναβαίνει εις γρόσια 14.201».
Τα σχέδια και τον προϋπολογισμό, που σημειωτέον δεν βρήκα συνημμένα στο έγγραφο αυτό, στα Γενικά Αρχεία, τα υποβάλλει ο Ράδος στην Κυβέρνηση, για έγκριση, και παρατηρούμε ότι το ποσό που υπολογίζεται ότι θα απαιτηθεί μόνο για την ανέγερση των φυλακών, κατά τα γραφόμενά του, είναι πολλαπλάσιο από εκείνο που, γενικά, υπολόγιζε ότι θα απαιτηθεί ο Καλλέργης.
Ένα μήνα αργότερα ο Ράδος γράφει σε νέο έγγραφό του προς τον Κυβερνήτη:[9]
«Επειδή ήδη καθιδρύεται και το Ανέκκλητον Δικαστήριον εις το Άργος, κατασταίνεται αναπόφευκτος η εκ βάθρων ανέγερσις μιας οικοδομής ευρυχώρου διά φυλακήν, με τα αναγκαία οικήματα των επιστατούντων. Το σχέδιον το οποίον καθυπεβλήθη προλαβόντως υπό την επίκρισιν της Υ.Ε. στοχάζομαι ότι ήναι αρμόδιον και ον εγκρίνη, ας διατάξη τα εικότα με την επιστροφήν του σχεδίου, διότι δεν εκράτησεν αντίτυπο ο οχυρωματοποιός».
Με έγγραφό του προς το Ράδο λίγες μέρες αργότερα[10] ο Καποδίστριας δίνει την έγκρισή του για τα σχέδια της φυλακής και τον καλεί να «διατάξη διά να έμβη εις ενέργειαν άνευ αναβολής, πληροφορώντας τον ότι διαβίβασε στην επί της Οικονομίας Επιτροπή τον προϋπολογισμό των 14.201 γρ. για έγκριση».
Πάντως, στο τέλος του χρόνου, ο Ράδος αναφέρει στη Γραμματεία της Επικράτειας ότι συνεχίζει να καταβάλλεται ενοίκιο, στο Άργος, ποσού 100 γρ. για στέγαση της Αστυνομίας, «μη υπάρχοντος εθνικού καταστήματος».[11]
Στις 7 Δεκεμβρίου 1829 υπάρχει το πρώτο έγγραφο, σταλμένο από την Αστυνομία του Κρανιδιού προς τον Υγειολιμενάρχη Κοιλάδας, από το οποίο πληροφορούμαστε ότι άρχισαν συγκεκριμένες διαδικασίες για την ανέγερση του Δημοσίου Καταστήματος στο Άργος,[12] δηλαδή ότι στέλνονται στο Ναύπλιο, για το σκοπό αυτό, δέκα χιλιάδες κεραμίδια.
Τον Μάρτιο του 1830 έχει ήδη συγκροτηθεί, από πέντε μήνες, διμελής επιτροπή, από τον αργίτη πρόκριτο Μιχαήλ Κάββα και από τον Λάμπρο Αλεξάνδρου, με γραμματέα τον Θεόδ. Τζάνογλου, για την επίβλεψη του έργου και τη διαχείριση των χρημάτων. Αυτό μαθαίνουμε από έγγραφο της ίδιας, που ο διοικητής Ναυπλίου κλπ. Νικ. Γερακάρης διαβιβάζει στον Καποδίστρια,[13] και σύμφωνα με το οποίο είχαν δαπανηθεί, μέχρι τότε, για το έργο 33.800 γρ.
Η επιτροπή γράφει ότι αποπερατώνεται η οικοδομή και ότι μένει να κατασκευαστούν τα ξύλινα τμήματα, για τα οποία έχει προσληφθεί με αποκοπή μαραγκός, που χρειάζεται ξύλα καρυδιάς, και για να γίνει οικονομία προτείνεται να δοθεί εντολή της Κυβέρνησης «επάνω εις τους χωριανούς Νεοχώρι και Καπαρέλλι», για να παραχωρήσουν στον επιστάτη των έργων δύο ή τρεις εθνικές καρυδιές (από δημόσια έκταση). Η επιτροπή ζητούσε επιπλέον άλλα 7000 γρόσια.
Ο Καποδίστριας απαντά στο Γερακάρη[14] ότι έδωσε εντολή στην επί της Οικονομίας Επιτροπή να πληρώσει και το πρόσθετο ποσό των 7000 γρ. (2800 φοινίκων)[15] και του ζητά να υποβληθεί αναλυτικός λογαριασμός των εξόδων, αλλά και να διατάξει τους Δημογέροντες του Νεοχωριού και του Καπαρελλιού να παραδώσουν την ζητούμενη ξυλεία, επισημαίνοντας ότι πρέπει να αποφευχθούν καταχρήσεις και να ζητηθούν αποδείξεις.
Τελικά, μια καρυδιά που κόπηκε και μεταφέρθηκε από το Νεοχώρι αποδείχθηκε ακατάλληλη, οπότε και ζητήθηκε από τη διμελή επιτροπή άδεια να κοπεί άλλη καρυδιά στο χωριό Πάνω Μnέλεσι, πράγμα με το οποίο δεν συμφώνησε ο διοικητής Ναυπλίου και Άργους και πρότεινε ξυλεία από πλατάνι[16] και, πάντως, πληροφορούσε τον Καποδίστρια ότι το μόνο που απόμενε να κατασκευαστεί ήταν οι πόρτες της φυλακής.
Στις 17 Μαρτίου 1830 φαίνεται ότι έχει περατωθεί η οικοδόμηση του δημοσίου καταστήματος, αφού την ημέρα αυτή ο Καποδίστριας, με έγγραφό του προς την επί της Οικονομίας Επιτροπή,[17] διαβιβάζει σχετική αναφορά του διοικητή Ναυπλίου, με τον αναλυτικό λογαριασμό εξόδων που είχε συνταχθεί από την διμελή επιτροπή, και της ζητά να διορίσει ελεγκτική επιτροπή για να εκτιμήσει το έργο και να πάρει τις αποδείξεις των δαπανών, από πολίτες που να έχουν τη σχετική πείρα. Η έκθεση της επιτροπής αυτής, με γνωμοδότηση της ίδιας της επί της Οικονομίας Επιτροπής, ο Καποδίστριας ζητούσε να του υποβληθούν, και μετά θα διέτασσε «τα κατά συνέπειαν».
Με την ολοκλήρωση της οικοδομής του Δημοσίου Καταστήματος και με διαφορά ελάχιστων ημερών παρατηρείται το φαινόμενο ιδιώτες και, μάλιστα, από τους μάλλον προεξάρχοντες (ο εκατόνταρχος Κωνστ. Φαρμάκης, ο οπλαρχηγός Δημ. Τσώκρης και ο Α. Κατσαΐτης), να ζητούν «εθνικόν τόπον» πολύ κοντά και δυτικά από αυτό, απέναντι από τον τότε ναό του Αγ. Νικολάου (όπου αργότερα κτίστηκε ο μητροπολιτικός ναός του Αγ. Πέτρου).
Οι σχετικές αιτήσεις διαβιβάζονται στη Γεν. Γραμματεία, και ο Σπηλιάδης απαντά ότι αυτός ο τόπος μπορεί να «χρησιμεύση διά την θέσιν του εις δημοσίαν χρείαν» και ότι ο Τοποτηρητής Άργους να τους πληροφορήσει ότι, αν θέλουν, είναι δυνατό να ζητήσουν «εν άλλον μέρος προσφορώτερον». Ο ίδιος τόπος ζητείται, τρεις μήνες αργότερα, και από τον Γ. Μ. Αντωνόπουλο, για τον αδελφό του Αντώνιο που βρίσκεται στην Τεργέστη, οπότε η αναφορά του διαβιβάστηκε και πάλι στην Γεν. Γραμματεία, με την υπόμνηση της αρνητικής της απάντησης για τους προηγούμενους. Πάντως, ο Κ. Φαρμάκης πήρε, τελικά, εθνικό τόπο προς νότο του Εθνικού Καταστήματος, στη θέση όπου μέχρι το 1970, περίπου, βρισκόταν παλαιό κτίριο που στέγασε ιατρεία και το συμβολαιογραφείο Αλωνιστιώτη. Στο σχέδιο πόλης του ντε Μποροτσύν [De Borroczun] (Μάρτιος 1831) μνημονεύεται η ιδιοκτησία αυτή του Φαρμάκη.[18]
Με έγγραφό της 16ης Μαΐου προς τον Καποδίστρια[19] η επί της Οικονομίας Επιτροπή τον πληροφόρησε ότι είχε συγκροτηθεί διμελής ελεγκτική επιτροπή, από τον Ανδρ. Μιαούλη και τον Λιμπέρη Γιαννακόπουλο, ότι εκτίμησε την οικοδομή και έλεγξε τις αποδείξεις, ότι «η εκτίμησις συμφωνεί με την δαπάνην, ότι τα δαπανηθέντα απεδείχθησαν, ότι το οικοδόμημα έγινε στερεόν και ανάλογον και ότι εις απαρτισμόν αυτού απαιτούνται εισέτι φοίνικες 2024» (η επιτροπή επίβλεψης ζητούσε 2200, οπότε με το ίδιο έγγραφο η επί της Οικονομίας Επιτροπή ρωτούσε τον Καποδίστρια ποιο από τα δύο ποσά έπρεπε να εγκριθεί).
Με αναφορά τους της 26ης Ιουνίου προς τον Καποδίστρια[20] τα μέλη της επιτροπής επίβλεψης σημειώνουν ότι συμπλήρωσαν εννέα μήνες στην αποστολή τους και ότι για τον σκοπό αυτό είχαν εγκαταλείψει επάγγελμα και οικιακές φροντίδες, «αφοσιωθέντες και ενασχολούμενοι όλως δι’ όλου εις τον απαρτισμόν του καταστήματος με την απαιτούμενην ακρίβειαν, εις την πρόβλεψιν και καλήν χρήσιν της κάθε ύλης, συν του γραμματέως μας και επιστάτου κ. Θ. Τζάνογλου».
Και συνεχίζουν: «Σήμερον δε με την ευχήν της Κυβερνήσεως έλαβεν τέλος κατά το σχέδιον του μηχανικού Κυρίου Δεβώ. Ένεκα τούτου παρακαλούμεν την αυτού εξοχότητα ως είθισται εις τους πιστώς δουλεύσαντας υπαλλήλους της Κυβερνήσεως, να αναγνώριση την ειλικρινήν μας δούλευσιν και να αποζημίωση τους κόπους μας».
Ως πρόσθετο λόγο για την αποζημίωση που ζητούν δίνουν το ότι μέχρι τότε υπηρέτησαν αμισθί την Πατρίδα και το ότι βαρύνονται με καθημερινά, μεγάλα οικογενειακά έξοδα.
Το έγγραφο αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, επειδή για πρώτη φορά βρίσκουμε να παρέχεται με σαφήνεια και η πληροφορία ότι αρχιτέκτονας του οικήματος ήταν ο Ελβετός μηχανικός Ντεβώ.
Η επί της Οικονομίας Επιτροπή παραλαμβάνει από την Γενική Γραμματεία το σύνολο των λογαριασμών και των εκθέσεων και με έγγραφό της προς τον Κυβερνήτη, στις 13 Αυγούστου 1830,[21] βεβαιώνει ότι τους βρήκε ορθούς και ότι ανέρχονται συνολικά τα έξοδα κατασκευής σε 46.444 και 10/40 γρόσια, από τα οποία 45.887 και 30/40, «επλήρωσε μόνον το Ταμείον, τα δε λοιπά προς 444,10/40, απεπληρώθησαν από τας περισσευθείσας πωληθείσας ύλας» – πράγμα που δείχνει ποιο πνεύμα οικονομίας και ορθολογισμού διείπε, τότε, τα δημόσια έργα.
Για τον γραμματέα της επιτροπής και επιστάτη του έργου Θ. Τζάνογλου, που υπηρέτησε «με ζήλον και επιμέλειαν», λέει ότι τα μέλη της επιτροπής επίβλεψης ζητούν να του καταβληθούν, ως «ανταμοιβή», 400 φοίνικες, εκτός του μηνιαίου μισθού του από 80 φ., αλλά και ότι ήδη του κατέβαλαν ως ανταμοιβή 44,80/ 100 φ. και προσθέτει ότι «Επειδή η ανταμοιβή προϋποθέτει ευχαρίστησιν, απόκειται εις την Υ.Ε. να διατάξη αν πρέπει ν’ ανταμειφθή ο γραμματεύς ούτος ή όχι».
Απαντώντας ο Καποδίστριας δίδει το «έχει καλώς» για τους λογαριασμούς,[22] αλλά αρνείται να συγκατατεθεί για την αμοιβή του Τζάνογλου, «δια την γνωστήν απορίαν του Ταμείου», περιοριζόμενος να εγκρίνει τους 44,80/100 φοίνικες που ήδη του είχαν δοθεί,[23] και παραγγέλλει να προωθηθεί ο φάκελλος στο αντίστοιχο του σημερινού Ελεγκτικού Συνεδρίου (Λογισμικού και Ελεγκτικού Συμβουλίου).
Η κατασκευή προσθηκών στο Δημόσιον Κατάστημα και η αντικατάσταση του Ντεβώ από τον Λάμπρο Ζαβό
Είχε μόλις περατωθεί η οικοδόμηση του Εθνικού Καταστήματος, όταν προέκυψε ανάγκη δημιουργίας δύο προσθηκών σε αυτό, δηλαδή παράπλευρων οικημάτων προς τη ΒΔ και τη ΝΔ γωνία της δυτικής πλευράς του. Ο Τοποτηρητής Άργους Ιω. Βρατσάνος, με έγγραφό του προς τον Καποδίστρια,[24] του διαβιβάζει τον προϋπολογισμό «των αναγκαιούντων εξόδων διά την κατασκευήν των δύω καταστημάτων της αυλής του νεοκατασκευάστου εθν. καταστήματος» καθώς και τα σχέδια του Ντεβώ γι’ αυτά και για το κτίριο του αλληλοδιδακτικού σχολείου της πόλης. Στα ΓΑΚ σώθηκε ο συνημμένος προϋπολογισμός, δίχως τα σχέδια, που είχε συνταχθεί ιδιόχειρα από τον Ντεβώ. Σύμφωνα με τον τίτλο του, τα δύο οικήματα προορίζονταν για την Αστυνομία και την Δημογεροντία της πόλης, ενώ το συνολικό ποσό που χρειαζόταν υπολογιζόταν σε 12.500 πιάστρα. Ο Ντεβώ σημειώνει στο τέλος ότι αν το πάνω πάτωμα των οικημάτων κατασκευαζόταν με πλίθρες, θα προέκυπτε οικονομία 1800 πιάστρων.
Δύο μέρες αργότερα, στις 9 Μαΐου 1830, ο Καποδίστριας του απαντά ότι εγκρίνει τα σχέδια του Ντεβώ (δαπάνης 10-12 χιλ. φοινίκων, όπως γράφει) και τον καλεί να συνεννοηθεί μαζί του «διά να προσέλθωσιν οι βουλόμενοι δι’ αποχρώντως εξηγημένης τοιχοκολλήτου προκηρύξεως, να αναλάβωσι την κατασκευήν των διαφόρων τούτων κτιρίων, με τας διά το έθνος επωφελεστέρας συμφωνίας».[25] Και προσθέτει ότι ο Τοποτηρητής καθίσταται υπόλογος, εφιστώντας του την προσοχή και στο ότι δεν θα πρέπει να υπογράψει συμφωνητικό (με εργολάβους και τεχνίτες), πριν υποβάλει το κείμενό του για έγκριση από τον Καποδίστρια.
Από έγγραφο του Διοικητή των Επαρχιών Ναυπλίου, Άργους και κάτω Ναχαγιέ[26] πληροφορούμαστε ότι «δυνάμει του υπ’ αριθ. 1370 διατάγματος της Α.Ε. του Κυβερνήτου» ο Τοποτηρητής Άργους εξέθεσε σε δημοπρασία την κατασκευή των δύο κτιρίων και προσθέτει τις εξής λεπτομέρειες, που διαφωτίζουν πτυχές του τρόπου ανάθεσης των δημοσίων έργων την εποχή εκείνη:
«Αλλ’ εκ των εκείσε ευρεθέντων τεκτόνων, κανείς δεν επρόσφερε τιμήν, αλλ’ εζήτησαν να αναδεχθούν την κατασκευήν των διά γρόσια 25.000, φοίνικας 10.000 δύω μόνον εκ των τεκτόνων τούτων, Χαρίτων Κάππος και Νάνος Δημητρίου ονομαζόμενοι, επρόσφερον, διά τα δύω τούτα καταστήματα γρόσια 13.000, φοίνικας 5.200, αντί των γροσίων 12.000, φοινίκων 4.800 με τα οποία εκτίμησεν ο κύριος Δεθώ, αρχιτέκτων, την κατασκευήν των διαληφθέντων κτιρίων. Επί συμφωνία του να λάβωσιν επί χείρας το ήμισυ της τιμής διά να προβλέψωσι την αναγκαίαν ύλην, το δε άλλο ήμισυ περί το μέσο της κατασκευής, διά να μη δυσκολεύωνται εις την πρόβλεψιν των αναγκαίων υλών, δίδοντες αξιόχρεων εγγυτήν περί της ταχείας αποπερατώσεως και καλής κατασκευής των κτηρίων τούτων, επί των οποίων ο αρχιτέκτων κύριος Δεβώ θέλει επιτηρή διά να γίνωσιν με την απαιτουμένην ακρίβειαν».
Ο Καποδίστριας τελικά εγκρίνει και επικυρώνει το σχέδιο συμφωνητικού με τον Χ. Κάππο, που του είχε διαβιβαστεί από τον Τοποτηρητή Άργους, και ως προς την αμοιβή και σύμφωνα με τα παραπάνω, δέχεται τον όρο του άρθρου 6 του συμφωνητικού, να πληρωθούν αμέσως 2600 φοίνικες και άλλοι τόσοι όταν θα έχει προχωρήσει η οικοδομή, με την επίβλεψη του Ντεβώ, δηλαδή κάνει δεκτό το ποσό που πρότεινε ο μελλοντικός ανάδοχος (5200 φ.).[27]
Λίγες μέρες αργότερα ο Ντεβώ απευθύνει στον Καποδίστρια μία οργίλη αναφορά, σε κακά γαλλικά που έγραφε και που δυσκολεύουν την ακριβή απόδοση των νοημάτων και των κινήτρων του. Έγραφε, λοιπόν, στις 23 Ιουνίου ο Ντεβώ:[28]
«Όταν σας πρότεινα για το καλό της υπηρεσίας και της οικονομίας να αναλάβω κατά το ένα τρίτο την εκτέλεση των σχεδίων του Σχολείου και του κτιρίου για τις τοπικές αρχές, πολύ απείχα από το να πιστεύω ότι θα θεωρούμην ως επιχειρηματίας και ότι θα υποχρεωνόμουν να εργαστώ υπό τη διεύθυνση και την επιρροή μιας επιτροπής, που με υποβιβάζει υπερβολικά με την άγνοια της γι’ αυτό το είδος εργασίας, και που, επιπλέον, διαχειρίζεται η ίδια τα χρήματα. Εντούτοις, αυτό συμβαίνει σήμερα, αφού με αυτή την ιδιότητά τους ήρθαν να μου ζητήσουν να παραδώσω το σχέδιο αυτών των οικοδομημάτων, το οποίο δεν έχω, επειδή είναι κατατεθειμένο, μαζί με τους όρους, στο αρχείο του Τοποτηρητή.
Έχω απαυδήσει βλέποντας να έχω υποτιμηθεί στα μάτια της Α. Εξοχότητάς σας, δίχως να γνωρίζω το αίτιο και δίχως να μπορώ να θυμηθώ ένα γεγονός που να μπορούσε να μου προκαλέσει αυτή τη δυσμένεια.
Οι προθέσεις μου είναι καθαρές, Κύριέ μου, αποδεικνύουν ενώπιον όλων την ορθότητα των υπολογισμών μου, και κατά συνέπεια τη δυνατότητα να κτίσω, στερεό και με οικονομία, αυτός άλλωστε ήταν ο λόγος που με έκανε να αυξήσω την απασχόλησή μου υπογράφοντας αυτό το συμβόλαιο. Το αλληλοδιδακτικό σχολείο, που οι εργασίες του βρίσκονται στη μέση, θα το αποδείξει και θα κάνει επιπλέον να φανεί ότι τήρησα τους όρους της δημοπρασίας αλλά και ότι έκανα περισσότερο, πράγμα που δεν είναι ίδιον ενός επιχειρηματία, αλλά ενός ανθρώπου που θέλει να χρησιμοποιήσει στο σύνολό τους και με ανιδιοτελή τρόπο το ποσά που εγκρίθηκαν.
Όσο για τα άλλα δυο κτίρια, δεν θα δώσω συνέχεια στο συμβόλαιο αφού ήδη το παρέκαμψαν, παρόλο που οι εργασίες άρχισαν κιόλας αλλά και προκατέβαλα χρήματα στους κτίστες και πλήρωσα μεγάλο αριθμό εργατών. Αύριο, μάλιστα, σταματώ τις εργασίες, εκτός κι αν η Εξοχότητά σας θεωρεί πρέπον να αποκαταστήσει τα πράγματα στην αρχική τους κατάσταση.
Σας ικετεύω, Κυριέ μου, να μου παραχωρήσετε μια στιγμή ακρόασης, ώστε να ξέρω πού να σταθώ.
Ο πιο αφοσιωμένος των υπαλλήλων σας σας παρακαλεί να δεχτείτε την τιμή με την οποία σας περιβάλλει.
Ο πολύ ταπεινός και υπάκουος υπηρέτης
Λοχαγός του Μηχανικού Ντεβώ.
Η άμεση ανάμιξη του Ντεβώ στα δημόσια έργα, ιδιαίτερα του Άργους, προκάλεσε αμφιβολίες και υποψίες τόσο για την τεχνική αρμοδιότητά του όσο και για την εντιμότητά του. Δεν είναι δυνατό να είμαστε κατηγορηματικοί, με τα στοιχεία που διαθέτουμε, ως προς την πρώτη, αλλά μάλλον θα πρέπει να αποφανθούμε θετικά ως προς τη δεύτερη, όπως αναφέρουμε λεπτομερειακότερα στο κεφάλαιο που αφορά στους ξένους μηχανικούς και στον ίδιο.
Δεν ξέρουμε αν μετά το έγγραφό του τον δέχθηκε ο Καποδίστριας, πάντως φαίνεται ότι υπήρξε κάποια έστω προσωρινή διευθέτηση του θέματος, γιατί εξακολούθησε να εργάζεται μέχρι το καθοριστικό γεγονός της κατάρρευσης της στέγης και μέρους του τοίχου του αλληλοδιδακτικού σχολείου Άργους, του οποίου επέβλεπε την οικοδόμηση.
Στην αναφορά του Διοικητή Ναυπλίου κλπ. της 2ας Αυγούστου, προς τον Καποδίστρια, για το γεγονός αυτό,[29] αναφέρεται συγκεκριμένα για τα πρόσθετα οικήματα του Δημοσίου Καταστήματος ότι «Εις την αυτήν κατηγορίαν [ενν. ως προς την κατασκευή τους και σε σχέση με το σχολείο] υπόκεινται, ως παρατηρεί [ο Τοποτηρητής Άργους] και τα ολονέν εκείσε οικοδομούμενα τα οποία θέλουσι χρησιμεύση διά την τοπικήν αρχήν και Δημογεροντίας, διότι και αυτά διευθύνονται παρά του ιδίου αρχιτέκτονος, όστις διηύθυνε και το κρημνισθέν αλληλοδιδακτικών σχολείον».
Ο Ντεβώ παρατείται στις 11 Αυγούστου και με προφορική διαταγή του Καποδίστρια, τα καθήκοντά του, στο Άργος, αναλαμβάνει ο Λάμπρος Ζαβός,[30] οπότε από τον Τοποτηρητή Άργους ζητείται να παραδώσει ο Ντεβώ χρήματα και υλικά στο διάδοχό του. Σύμφωνα με έγγραφο του Διοικητή Ναυπλίου κλπ.,[31] είχαν καταβληθεί στις 17 Ιουνίου 2600 φ. για το έργο, και στις 28 Ιουλίου άλλοι 1000 φ., γι’ αυτό και ζητούσε την καταβολή των υπολοίπων 1600, κατά τους όρους του συμφωνητικού.
Στις 9 Σεπτεμβρίου ο Τοποτηρητής Άργους πληροφορεί την Γραμματεία της Επικρατείας ότι, σύμφωνα με προϋπολογισμό του Ζαβού, χρειάζονταν 4030,45 φοίνικες για την αποπεράτωση των δύο κτιρίων, και ζητεί να του σταλούν τα χρήματα για να ενεργήσει τις σχετικές πληρωμές.[32] Ο Σπηλιάδης εγκρίνει την καταβολή.[33] Με νέο έγγραφό του, της 14 Οκτωβρίου,[34] διαβιβάζει νέο προϋπολογισμό για κατασκευές, οι οποίες φαίνεται πως είναι προσθήκες στα νεοκατασκευασμένα κτίρια. Γράφει ο Τοποτηρητής:
«Περικλείεται υποθετικός λογαριασμός του αρχιτέκτονος κυρίου Ζαβού, διά την κατασκευήν δύο οικημάτων, των αποπάτων και διαχωρίσματος, τα οποία θέλουν γενή εντός του προαυλίου των εθνικών καταστημάτων:
α. Τα οικήματα είναι απαραιτήτως αναγκαία διά την ανάπαυσιν των στρατιωτών της φρουράς και των φυλαττόντων τακτικών ιππέων, διά να μη ενώνονται με τους φυλακισμένους.
β. Τα διαχωρίσματα τα οποία θέλουν γίνη κατ’ ανατολάς από το Διοικητήριον έως το Δημογεροντικόν κατάστημα, θα χρησιμεύσωσι διά τους εν φυλακή ώστε όταν εξέρχωνται διά να αναπνεύσωσιν τον καθαρόν αέρα, να ευρίσκωνται όπισθεν του Ανεκκλήτου κριτηρίου, και να μη ενώνωνται μετά των λοιπών εξερχομένων και διαφερομένων, και χωρίς να προξενούν ανησυχίας και ταραχάς εις τους εδρεύοντος.
γ. Οι απόπατοι ήναι και ούτοι απαραιτήτως αναγκαίοι διότι θα ευρίσκωνται πάντοτε εις τα καταστήματα υπέρ τους 150 ανθρώπους πολιτικούς, στρατιώτας και τους φυλακισμένους.
Καθυποβάλλω ταύτα υπ’ όψιν της Α.Ε. και εγκρίνουσα ας διατάξη να μας σταλώσι τα χρήματα ταύτα, διά να αρχίσουν οι οικοδομαί πριν ή ανοίξωσι τα Δικαστήρια και τότε δυσκολεύονται οι μαστόροι εις τας εργασίας των.
Παρατηρώντας το σύνολο των κτιρίων, με μαύρο χρώμα, και με την ένδειξη Tribunal στο σχέδιο πόλης (1831) του Ντε Μποροτσύν, [R. de Borroczün] (παραλλαγή του στα αρχεία του ΥΠΕΧΩΔΕ), διαπιστώνουμε μία συνέχεια στα δύο παράπλευρα κτίρια του κεντρικού Δημοσίου Καταστήματος και μάλλον θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι το παραπάνω έγγραφο αναφερόταν σε δημιουργία προσθηκών στα δύο παράπλευρα κτίρια.
Ο Καποδίστριας εγκρίνει και τον προϋπολογισμό αυτό, με δύο έγγραφά του προς τον Τοποτηρητή και προς την επί της Οικονομίας Επιτροπή, την οποία παρακαλεί να εμβάσει το αντίστοιχο ποσό των 3011,25 φοινίκων, αλλά προσθέτει στην απάντησή του προς τον Τοποτηρητή ότι πρέπει να κρατηθούν τακτικοί λογαριασμοί και να επιδειχθεί πνεύμα οικονομίας, αλλά και να αποφευχθούν καταχρήσεις.
Στις 23 Οκτωβρίου ο Ζαβός υπογράφει απόδειξη παραλαβής του ποσού αυτού και σε αυτήν υπάρχει η ένδειξη «Οσπήτια, κάγγελα και απόπατος» («διά δύο οικήματα και κοπροδοχεία», γράφει ο ίδιος ο Ζαβός) της εν Άργει στρατιωτικής φρουράς.[35]
Στα Γενικά Αρχεία σώζονται σειρές αποδείξεων πληρωμής εργατών και υλικών με τις ενδείξεις «διά δύο οσπήτια πλησίον του Ανεκκλήτου», απόδειξη πληρωμής του Ζαβού με το ποσό του προϋπολογισμού εις απαρτισμόν των Εθνικών Καταστημάτων του Διοικητηρίου και της Δημογεροντίας και ακόμα και απόδειξη πληρωμής καταγραφείσης ύλης προς χρήσιν του αρχιτεκτονικού γραφείου Άργους («ρέσμο χαρτί και καδέρνα», «καθέκλαι» και «μελανοθήκαι»). Συνολικά υπάρχουν 36 αποδείξεις, ακόμα και για κουφώματα και μεντεσέδες, που αρχίζουν από τον Σεπτέμβριο του 1830 και φτάνουν κυρίως μέχρι και τον Ιανουάριο του Τον Ιανουάριο αγοράζονται κλειδαριές, μεντεσέδες κλπ., πράγμα που σημαίνει ότι οι βασικές εργασίες ολοκλήρωσης των δύο παράπλευρων οικημάτων πρέπει να τελείωσαν περίπου τότε, αν λάβουμε υπόψη και την ταχύτητα με την οποία η Διοίκηση έσπευσε να εγκρίνει και να καταβάλει το ποσό του σχετικού προϋπολογισμού. Θα πρέπει να αναφερθεί ότι η απόδειξη του Ζαβού για την παραλαβή των 4030,45 φ. έχει ημερομηνία 19 Σεπτεμβρίου, ότι οι περισσότερες από τις υπόλοιπες αποδείξεις (κυρίως οικοδομικά υλικά και ξυλεία) έχουν ημερομηνίες κυρίως Οκτωβρίου 1830, κι ότι υπάρχει και απόδειξη του Τοποτηρητή για επιστροφή από το Ζαβό 3,36 φ (12.6.1831), πράγμα που σημαίνει ότι η κατασκευή των δύο κτιρίων στοίχισε λιγότερο από το ποσό του προϋπολογισμού.[36]
Μία άλλη σειρά αποδείξεων,[37] 25 τον αριθμό, συνοδευόμενων από δύο αναλυτικές καταστάσεις πληρωμής του Ζαβού (με ημερομηνίες, αυτές, 16 Μαΐου και 27 Ιουνίου 1831), φέρουν ημερομηνίες από 1 Νοεμβρίου 1830 μέχρι και 15 Ιουνίου 1831 και έχουν την εξής επισημείωση, χωρίς χρονολογία: «Θ, αριθ. Ι έως 25, οσπήτια, κάγγελα, απόπατος της εν Άργει στρατιωτικής φρουράς, ανακεφαλαίωσις, όσα εις ύλην φ. 1811,29, όσα εις έκτακτα φ. 14,40, σύνολο φ. 1825,69».
Η αιτιολογία που φέρουν οι αποδείξεις, μετά την στερεότυπη φράση «Έλαβα ο… από τον κυρ Λάμπρον Ζαβόν φοίνικας… λεπτά …», είναι «προς χρήσιν των οσπητίων της στρατιωτικής φρουράς», ή «προς χρήσιν των οσπητίων και αποπάτων της στρατιωτικής φρουράς», ή «προς χρήσιν των δύο οσπητίων της στρατιωτικής φρουράς», ή «των δύο οσπητίων και αποπάτων της στρατιωτικής φρουράς», ή «προς χρήσιν των αποπάτων», ή «προς χρήσιν των δύο οσπητίων, κάγγελα και αποπάτων», ενώ η συνημμένη στις αποδείξεις και μία χωριστή, δεύτερη κατάσταση του Ζαβού φέρουν τον τίτλο «Εβδομαδάριαι πληρωμαί των όσων εδούλευσαν εις το εν Άργει εθνικόν οσπήτιον και τον ονδάμπασι».
Εφόσον πρόκειται για το σύνολο των αποδείξεων πληρωμών, θα πρέπει να συμπεράνουμε πρώτον ότι την ίδια, περίπου, εποχή ολοκληρώθηκε και η κατασκευή των προσθηκών στα δύο παράπλευρα κτίρια και, δεύτερον, ότι η οικοδόμησή τους στοίχισε περίπου 1200 φοίνικες λιγότερους από το ποσό του προϋπολογισμού.
Λεπτομέρειες για τα κατ’ ιδίαν κτίρια
Ως προς τον χώρο των φυλακών, που από όσα εκθέσαμε στην αρχή προκάλεσαν την κατασκευή του Δημοσίου Καταστήματος στο Άργος, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι, λίγο μετά την αντικατάσταση του Ντεβώ, διαπιστώνεται πλημμελής κατασκευή τους, όπως φαίνεται από αναφορά του πρώτου εισαγγελέα στο Ανέκκλητο Δικαστήριο («Δημοσίου Συνηγόρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου», όπως υπογράφει) Γ. Α. Ράλλη, προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης, με ημερομηνία 14 Νοεμβρίου 1830, το οποίο τη διαβιβάζει προς τη Γραμματεία των Στρατιωτικών».[38] Γράφει ο Ράλλης:
«Ο Επιστάτης των του Άργους φυλακών δι’ αναφοράς του της σημερινής χρονολογίας εκθέτει ότι η υγρασία και ο τοίχος χειροτερεύουσιν καθ’ ημέραν την θέσιν των φυλακισμένων, εξ ων οι πλείονες πάσχουν και έτι μάλλον από την γυμνότητά των.
Επισκεψάμενος και ο υπογεγραμμένος το κατάστημα τούτο εύρε τωόντι την υγρασίαν και την αποφοράν εις τοσούτον βαθμόν, ώστε δεν στοχάζεται απίθανον να ασθενήσουν όλοι οι φυλακισμένοι. Είναι ίδιον της προνοίας και της φιλανθρωπίας της Σ. Κυβερνήσεως να μην υποφέρη ώστε οι δυστυχείς ούτοι να φθείρωνται τοιουτοτρόπως. Εωσούν ήθελον ληφθή γενικώτερα περί των φυλακών μέτρα, ήτον αναγκαίον να γίνουν και μερικά ξύλινα καθίσματα και κρεββάτια, ώστε να μη κοιμώνται οι άνθρωποι επάνω εις την γην, τόσον υγροτέραν από την άλλην γην, όσον ολιγώτερον ήναι εκτεθημένοι εις τον ήλιον και εις τον αέρα.
Πολλοί των φυλακισμένων πάσχουν δεινώς και από την γυμνότητά των και προσθέτει ο υποφαινόμενος ότι ήθελε γίνη περισσότερον όφελος εις την ανθρωπότητα και ολίγη ζημία εις το εθνικόν ταμείον αν κατεσκευάζοντο από 15 έως είκοσι μακρυά επανωφόρια λινά, διά να είναι εις χρήσιν των ενδεεστέρων».
Και καταλήγει ο Ράλλης ότι υποβάλλει την αναφορά του για να διατάξει τα σχετικά η Γραμματεία επί της Δικαιοσύνης. Το θέμα φαίνεται ότι είχε κάποια ευτυχή κατάληξη, όπως συμπεραίνουμε από έγγραφο του Τοποτηρητή Άργους προς τη Γραμματεία των Στρατιωτικών,[39] που αναφερόταν στα «ενδύματα των εν τη ενταύθα ειρκτή ευρισκομένων γυμνών».
Πάντως, τον Αύγουστο του 1830 είχε σημειωθεί δραπέτευση φυλακισμένων, πιθανώς εξαιτίας της κατάστασης που περιέγραφε ο Ράλλης ενάμιση μήνα αργότερα, οπότε δημιουργήθηκε το θέμα της ενίσχυσης των φυλάκων με στρατιώτες του ιππικού, από τον παρακείμενο Στρατώνα, θέμα που κρατιόταν στην επικαιρότητα μέχρι και το 1832.[40]
Εκτός από τις φυλακές, αναφέραμε ήδη ότι στα κτίρια του Δημοσίου Καταστήματος στεγάστηκε και το Ανέκκλητο δικαστήριο, που τελικά άρχισε να λειτουργεί στο Άργος, για πρώτη φορά, παρόλο που αρχικά είχε οριστεί να εγκατασταθεί στο Ναύπλιο. Στην πόλη είχε οριστεί και λειτουργούσε ένα από τα Πρωτόκλητα δικαστήρια του κράτους, που στεγαζόταν βεβαιωμένα μέχρι και τον Οκτώβριο του 1830 σε νοικιασμένο οίκημα (από τις 26 Μαρτίου 1829).[41]
Τον Ιούνιο, όμως, του 1831, ο Τοποτηρητής Άργους γράφει προς τη Γραμματεία της Επικρατείας ότι πρέπει να γίνει δαπάνη επισκευών «του Δημοσίου Καταστήματος», όπου συνεδριάζει το Πρωτόκλητο δικαστήριο, και επισυνάπτει σχετική αναφορά του Προέδρου του Χαρ. Μηλιώνη, της 16 Μαΐου, όπου αναφέρεται ότι: «Το έδαφος του Καταστήματος όπου συνεδριάζει το Πρωτόκλητον Δικαστήριον έχει ανάγκην επισκευής». Και προσθέτει ότι «Διά να μη συμβή δε διακοπή εις τας εργασίας του Δικαστηρίου τούτου, παρακαλείσθε να πέμψετε τα κλειδιά του καταστήματος όπου αρχήτερα συνεδρίαζε το Ανώτατον, το οποίον ήναι ήδη εύκαιρον, διά να μετακομισθώσι προσωρινώς εις αυτό τα αρχεία του Πρωτοκλήτου».[42]
Από πολλές μαρτυρίες είναι σίγουρο ότι, μέχρι το 1831, το Ανέκκλητο συνέχιζε να λειτουργεί στο Άργος. Η τελευταία πρόταση του Μηλιώνη μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τον Μάιο του 1831 το Ανέκκλητο είχε μετακομίσει από την αρχική αίθουσά του στο Δημόσιο Κατάστημα, την οποία αρχική αίθουσά του ζητούσε για να μεταφερθούν προσωρινά εκεί τα αρχεία του Πρωτοκλήτου, ώστε ν’ αρχίσουν οι εργασίες επισκευής του νοικιασμένου οικήματος όπου στεγαζόταν, δίχως εκείνο να διακόψει τη λειτουργία του.
Νέο έγγραφο του Τοποτηρητή, της 14 Αυγούστου 1831,[43] προς τη Γενική Γραμματεία, επισημαίνει ότι «κατ’ επανάληψιν του υπ’ αριθ. 2791 εγγράφου της Τοποτηρήσεως ταύτης παρακαλείται η Γραμματεία να μας ειδοποιήση εγκαίρως αν ενεκρίθη ο παρά του αρχιτέκτονος προβληθείς υποθετικός λογαριασμός διά την επιδιόρθωσιν των Δικαστικοδιοικητικών καταστημάτων, και να διατάξη να μας σταλώσι τα χρήματα διά να κάμωμεν αρχήν της επιδιορθώσεως».
Δυστυχώς δεν βρήκαμε άλλα έγγραφα που να διαλευκαίνουν περισσότερο την υπόθεση, αν και στο έγγραφο της σημ. 43 εντοπίζουμε ότι, αναφορικά με την αύξηση του ενοικίου του σπιτιού όπου στεγαζόταν, τον Οκτώβριο του 1830, το Πρωτόκλητο, η Κυβέρνηση είχε διατάξει τον Διοικητή Ναυπλίας κλπ. «ν’ αναβάλη την υπόθεσιν άχρις ότου το Δικαστήριον μεταβή εις το νεόδμητον κατάστημα». Υπήρχε, λοιπόν, πρόθεση να μεταφερθεί και το Πρωτόκλητον στο Δημόσιον Κατάστημα, αλλά φαίνεται ότι μέχρι τον Μάιο του 1831 εξακολουθούσε να λειτουργεί σε νοικιασμένο οίκημα (βλ. και τέλος, σημ. 56).
Σχετικά, τώρα, με τα γραφεία της «Τοποτηρήσεως» του Άργους, δηλαδή του κυβερνητικού εκπροσώπου στο Άργος, παρατηρούμε ότι από τα υπάρχοντα στοιχεία, και μέχρι να κατασκευαστούν τα δύο παράπλευρα οικήματα του Εθνικού Καταστήματος, στεγάζονταν σε νοικιασμένο οίκημα,[44] αλλ’ ότι μετά την κατασκευή των οικημάτων αυτών, για τα οποία ο ίδιος ο Ζαβός έγραφε, όπως είδαμε, ότι θα χρησίμευαν για τη Διοίκηση και τη Δημογεροντία, είναι πολύ πιθανό ότι στεγάστηκαν σε ένα από αυτά.[45]
Ανακεφαλαιώνοντας και έχοντας υπόψη ότι οι προσθήκες στα παράπλευρα κτίρια τελικά κατεδαφίστηκαν, άγνωστο πότε ακριβώς, αλλά και ότι το κυρίως κτίριο και τα δύο παράπλευρα κτίρια εξακολουθούν να υπάρχουν μέχρι σήμερα και έχουν, μάλιστα, κηρυχθεί διατηρητέα μνημεία,[46] μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε ότι στο κυρίως κτίριο του Εθνικού Καταστήματος (σημερινό κτίριο Δημαρχείου) στεγάστηκαν το Ανέκκλητο δικαστήριο (πρώτος όροφος) και οι φυλακές (ισόγειο), ότι στα δυο παράπλευρα κτίρια (σήμερα ιδιοκτησίας του Δημοσίου) η Δημογεροντία της πόλης, η Αστυνομία – Πολιταρχία και η Τοποτήρηση, και στις προσθήκες τους (βοηθητικά κτίρια) η φρουρά της φυλακής καθώς και τα αποχωρητήρια του Δημοσίου Καταστήματος.
Προβολή και σημασία των κτιρίων και μετέπειτα χρήση τους
Στην περίπτωση του Δημοσίου Καταστήματος του Άργους έχουμε μοναδική για την καποδιστριακή και, ίσως, και για την μετέπειτα εποχή περίπτωση συγκεντρώσεως όλων των πολιτικών, δικαστικών και αστυνομικών αρχών, της κεντρικής και της τοπικής διοίκησης, στο ίδιο σημείο της πόλης και στο ίδιο συγκρότημα κτιρίων, που οικοδομείται σε πολύ σύντομο διάστημα, δηλαδή περίπου σε δεκαοκτώ μήνες, χρονικό διάστημα που, τηρουμένων των αναλογιών μέσων και χρηματοδότησης, σήμερα μπορεί να θεωρηθεί ασύλληπτο, αλλά που για την καποδιστριακή εποχή, με την άγρυπνη εποπτεία της Διοίκησης (και του ίδιου του Καποδίστρια), φαίνεται ότι δεν ξέφευγε από τον εφαρμοζόμενο κανόνα. Ένα κανόνα, μέσα στα πλαίσια του οποίου βρισκόταν και η έλλειψη υπερβάσεων σε σχέση με τους προϋπολογισμούς που απαραιτήτως συντάσσονταν πριν, τελικά, αποφασιστούν και αρχίσουν τα έργα.
Η σημασία της ανέγερσης τέτοιου συγκροτήματος κτιρίων τονίστηκε και υπογραμμίστηκε από την ίδια τη Διοίκηση, όπως μπορούμε να συμπεράνουμε με τρόπο ενδεικτικό από δύο κείμενα του Τοποτηρητή Άργους Ν. Μαυρομμάτη.[47] Στο πρώτο, που δημοσιεύεται στη «Γενική Εφημερίδα» της 15 Νοεμβρίου 1830, τονίζει ότι «Διά της ευδοκίας του Σεβαστού Κυβερνήτου διάφορα περιφανή καταστήματα ανηγέρθησαν, οίον ναοί, στρατών, Διοικητικά και Δικαστικά καταστήματα και λαμπρόν αλληλοδιδακτικόν σχολείον και δίνει μια αισιόδοξη εικόνα της πολεοδομικής εξέλιξης της πόλης, αναγγέλλοντας ότι σε λίγες μέρες θ’ αρχίσει η εκποίηση «εθνικών κτημάτων» στο Άργος (δημόσιας γης).
Στο δεύτερο, που είναι ο λόγος τον οποίο εκφώνησε στις 11 Ιουνίου 1831, στα εγκαίνια του Αλληλοδιδακτικού σχολείου Άργους, όπου δόθηκε μεγάλη σημασία και παρέστη ο ίδιος ο Καποδίστριας, λέει απευθυνόμενος σε πυκνή συγκέντρωση Αργείων ότι «Η Σεβαστή Κυβέρνησις εστόλισε την πόλιν σας με λαμπρόν στρατώνα άξιον πολιτισμού πάσης ευρωπαϊκής καθέδρας, την εστόλισε με δικαστικά και διοικητικά καταστήματα, την εστόλισε με το κοινωφελέστατον τούτο σχολείον. Εν ενί λόγω εγένετο αιτία τοσούτων περιφανών δημοσίων τε και μερικών οικοδομών».
Είναι προφανές ποια σημασία δίνει η Διοίκηση στην εμφύτευση αυτού του συγκροτήματος κτιρίων, που σύντομα γίνεται και τόπος συσκέψεων για βασικές αποφάσεις ως προς την εξέλιξη της πόλης.[48] Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, φαίνεται να μειώνονται οι υπηρεσίες που στεγάζονται σε αυτό και ήδη στα μέσα του 1832, όπως πληροφορούμαστε από έγγραφο της «Διοικητικής Τοποτηρήσεως της Επαρχίας Άργους»[49] (που αναφέρει ότι «Εις Άργος υπάρχει εθνικόν οίκημα οικοδομημένον δια να χρησιμεύση ως Γραφείον της Τοπικής Διοικήσεως όχι δε και ως κατάλυμα διοικητικόν»), καθώς και από το γεγονός ότι ανέκαθεν οι αξιωματούχοι της Διοίκησης διέμεναν σε νοικιασμένα σπίτια.
Το 1833, σε γενική αναφορά για την κατάσταση των δημοσίων κτιρίων,[50] γραμμένη γαλλικά, διαβάζουμε ότι στο Άργος υπάρχουν «τρία οικήματα δημόσια, που σχηματίζουν τετράγωνο. Στο ισόγειο μπορούν να στεγαστούν δημόσιες υπηρεσίες και για τον σκοπό αυτό έδωσα διαταγές» (…). «Ο πρώτος όροφος έχει πάθει φθορές και μπορεί να στεγάσει τα γραφεία της Επαρχίας, της Δημογεροντίας και του Δικαστηρίου, ή κάποιαν άλλη Αρχή, αλλά για τις επισκευές που χρειάζονται θα πρέπει να διατεθεί το ποσό των 4911 δρχ.
Σήμερα, τα κτίρια αυτά είναι ακατοίκητα». Δηλαδή άρκεσαν μόλις δύο χρόνια διάλυσης για να ερειπωθούν και τα κτίρια αυτά.
Τα μετά την Καποδιστριακή εποχή
Με τη γενική διάλυση που ακολουθεί τη δολοφονία του Καποδίστρια και διαρκεί επί δεκαέξι, περίπου, μήνες, τα κτίρια παθαίνουν μεγάλες φθορές και, στην αρχή της οθωνικής περιόδου, προτείνεται να στεγάσουν διοικητικές υπηρεσίες, ενώ για ένα διάστημα λειτουργούν, εκεί, τα σχολεία της πόλης. Το γεγονός αυτό έκαμε να διασωθούν στα ΓΑΚ ορισμένα έγγραφα της πρώτης οθωνικής εποχής και να ξεκαθαριστεί, έτσι, κάποια σημαντική λεπτομέρεια της όλης μορφής του κτιρίου.
Έτσι, από έγγραφο του Υπουργείου Παιδείας προς την Αντιβασιλεία, του τέλους του 1834, πληροφορούμαστε ότι το κτίριο του Αλληλοδιδακτικού σχολείου του 1831 χρησιμοποιόταν από τον στρατό και ότι το σχολείο στεγαζόταν «στο κυβερνητικό κτίριο του δικαστηρίου», το οποίο χαρακτηρίζεται ότι βρίσκεται «σε άθλια κατάσταση, στην οποία οφείλουν να διδάσκονται 130 παιδιά», ότι «στο εξής θα είναι αδύνατο να βρίσκεται το σχολείο σε κτίριο ανοιχτό απ’ όλες τις πλευρές, δίχως έστω κι ένα παράθυρο» κι ότι «αν αργήσει ακόμα να αποφασιστεί σε τι προορίζονται τα κτίρια, τότε πρέπει τουλάχιστο να γίνουν οι πλέον απαραίτητες επισκευές στο κτίριο του δικαστηρίου, ώστε να προστατευθούν τα παιδιά από το κρύο, τη βροχή και τον αέρα· ιδίως αφού το κτίριο ίσως αργότερα χρησιμοποιηθεί για άλλο σκοπό, οι εργασίες αυτές θα εξυπηρετήσουν τη συντήρησή του».
Τον Ιούνιο του 1835, με έγγραφό του προς τον Όθωνα ο Υπουργός Παιδείας Ι. Ρίζος φαίνεται ότι έχει ήδη μελετήσει σχέδιο και προϋπολογισμό επισκευών, που είχαν συνταχθεί στο μεταξύ, για «το δικαστήριο του Άργους και τα παραρτήματά του», εκφράζει τη γνώμη ότι «για να μετατραπεί το δικαστήριο σε οίκημα σχολείου 120 παιδιών, τουλάχιστο, σύμφωνα με τις τωρινές ανάγκες, είναι ανάγκη ο πρώτος όροφος να μετατραπεί σε μιαν ενιαία αίθουσα, η σκάλα που οδηγεί σε αυτόν να τοποθετηθεί απ’ έξω – στην πρόσοψη – του κτιρίου και να κλείσουν τουλάχιστο δύο παράθυρα στις δύο πλευρές αυτής της αίθουσας. Για τον σκοπό αυτό, το πάνω πάτωμα του Επαρχείου πρέπει να διαμορφωθεί σε άλλη αίθουσα, για να δεχθεί 80 κορίτσια, και μερικά παράθυρά του να κλείσουν.
Με τη διαμόρφωση αυτή, το κτίριο της Δημογεροντίας μπορεί να χρησιμεύσει ως κατοικία του δασκάλου της στοιχειώδους εκπαίδευσης και το ισόγειο του Επαρχείου ως κατοικία μιας δασκάλας, ενώ το ισόγειο του δικαστηρίου μπορεί να κρατηθεί για άλλη χρήση. Είναι, ακόμα, ανάγκη να χωριστεί ένα τμήμα της αυλής για τα κορίτσια, με χωριστή είσοδο, και χωριστά αποχωρητήρια να οικοδομηθούν γι’ αυτά στην ίδια αυλή». Και ο Ρίζος δηλώνει ότι όσα προτείνει αποτελούν τις οικονομικότερες προτάσεις και ζητά να υιοθετηθούν και το Μηχανικό να προχωρήσει στα έργα.[51]
Από το έγγραφο αυτό γίνεται σαφές ότι, την εποχή εκείνη, εκτός από την εγκατάσταση του σχολείου στο κτίριο του «Ανεκκλήτου» Δικαστηρίου, στο ισόγειο του οποίου δεν λειτουργούσε, πια, η φυλακή, τα υπόλοιπα, παράπλευρα δύο κτίρια, εξακολουθούσαν να στεγάζουν τοπικές Αρχές.
Αλλά και συνάγουμε με ασφάλεια ότι η εξωτερική σκάλα, που υπάρχει και σήμερα στο κτίριο του Δημαρχείου, δεν υπήρχε στην καποδιστριακή εποχή και, επομένως, αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη, πιθανώς κατά την οθωνική εποχή.
Για την περίοδο 1836-1888 πληροφορίες για την τύχη του κτιρίου δεν υπάρχουν παρά μέσα από μαρτυρίες ξένων περιηγητών, που περνούν από το Άργος, δεδομένου ότι μεγάλο μέρος του δημοτικού αρχείου της εποχής έχει εξαφανιστεί και, πιθανώς, καταστραφεί, ενώ τοπικός Τύπος, με κάποια κανονικότητα έκδοσης, αρχίζει να υπάρχει μόλις από το 1885. Πάντως, μέχρι και σήμερα, όλοι οι τοπικοί λόγιοι που ασχολήθηκαν με τη νεότερη ιστορία της πόλης διασώζουν τη μνήμη και την πληροφορία για την κατασκευή του κτιρίου επί καποδιστριακής εποχής.[52]
Οι μαρτυρίες των περιηγητών
Ο Michel Sève, στη βασική και πολύ σημαντική εργασία του για τους ξένους ταξιδιώτες στο Άργος από τον 16ο μέχρι τον 19ο αιώνα,[53] έχει αποδελτιώσει σειρά μαρτυριών περιηγητών και για το Δημαρχείο. Στο κυρίως κείμενο του έργου του γράφει ότι το κτίριο επισημαίνεται από το 1859, κυρίως επειδή στεγάζει μικρό μουσείο, ενώ σημειώνεται ότι χρησιμεύει και ως δικαστήριο, κάθε Δευτέρα (κατά τον Centerwall), αλλά και ότι μία αίθουσα των κτιρίων χρησιμοποιείται ως σχολείο. Αλλ’ ας δούμε στο παράρτημα του έργου του τις συγκεκριμένες αναφορές των περιηγητών.
Ο Breton γράφει ότι «Στην πόλη, στην πλατεία όπου τώρα κτίζεται μια μεγάλη εκκλησία, βρίσκεται το Δημαρχείο, του οποίου μία από τις αίθουσες στεγάζει μικρό μουσείο με αγγεία, γλυπτά και άλλα μέλη που συλλέχθηκαν στις ανασκαφές» (1859).
Στις 15 Μαΐου του 1862 ο Schaub γράφει ότι επισκέφθηκε και το κτίριο της Δημαρχίας: «Διασχίζοντας την πόλη για να γυρίσω στο ξενοδοχείο, είδα σε μια πλατεία παιδιά να τραγουδούν και να χορεύουν, και μπροστά στο Στρατώνα στρατιώτες να έχουν δοθεί στην ίδια διασκέδαση. Έμαθα ότι σήμερα ήταν η γιορτή του Αγ. Πέτρου (την παραμονή ήταν, επίσης, περίπου γενική αργία, του Αγ. Αθανασίου). Στο κτίριο της κοινότητας επισκέφθηκα μικρό δωμάτιο γεμάτο από αρχαία υπολείμματα, αλλά δεν είδα τίποτα το εντυπωσιακό».
Το 1873 ο lsambert γράφει ότι «Στα κτίρια του Δημαρχείου είναι μικρό μουσείο με μερικές επιγραφές, αλλά κυρίως αξιοπρόσεκτο εξαιτίας των τμημάτων γλυπτών από τη μετόπη του Ηραίου, έργα της σχολής του Πολυκλείτου που, πριν μερικά χρόνια, βρέθηκαν στις ανασκαφές που διηύθυνε ο κ. Ραγκαβής. Δεν είναι παρά ξεχωριστά κομμάτια, κεφάλια, μέλη, τμήματα γλυπτών ενδυμάτων, που δεν παρέβαλαν διόλου ώστε να ανασυνδέσουν μορφές».
Το 1878 ο Reinach [Ζοζέφ Ρενάκ] σημειώνει: «Πάμε να επισκεφθούμε ένα μικρό μουσείο με αρχαία μέλη, που ανακαλύφθηκαν στο Ηραίο και που συγκεντρώθηκαν στο Δημαρχείο. Όταν μπήκαμε, συνεδρίαζε το δημοτικό συμβούλιο, με πουκάμισα, γύρω από ένα τραπέζι κουζίνας. Βλέποντάς μας, αυτοί οι ταπεινοί απόγονοι των Ατρειδών σηκώθηκαν και με χάρη μας χαιρέτησαν».
Και σε υποσημείωση γράφει: «Μου γράφουν από την Αθήνα ότι η πλατεία του Δημαρχείου του Άργους μόλις πήρε το όνομα ‘πλατεία Γαμβέτα’ (Μάρτιος 1879)», πολύ ενδιαφέρουσα και αναπάντεχη πληροφορία, που δεν έχουμε διασταυρώσει.
Τον ίδιο χρόνο ο Petit γράφει ότι «αυτοί οι αρχαίοι θησαυροί φυλάσσονται στο κτίριο του δικαστηρίου. Το κτίριο αυτό βρίσκεται σε μεγάλη πλατεία, φυτεμένη με δέντρα, στο κέντρο της πόλης (…). Στην αυλή του κτιρίου βρίσκονταν πολλά αρχιτεκτονικά μέλη. Το μουσείο βρισκόταν στο βάθος του κτιρίου».
Το 1886 ο Sandys γράφει: «Σταματήσαμε πρώτα στο μουσείο, ένα και μοναδικό δωμάτιο στο ισόγειο της Δημαρχίας (σημ. Demarchia, στο κείμενο), στο ίδιο κτίριο με το τοπικό σχολείο. Ο δάσκαλος ξεκλείδωσε την πόρτα και παραμέρισε τα παραπετάσματα για μας, προς μεγάλη ευχαρίστηση μερικών περίεργων μαθητών, που μας ακολούθησαν στο δωμάτιο. Εδώ είδαμε πολυάριθμα γλυπτά μέλη, κυρίως από το Ηραίο. Υπήρχε, επίσης, ανάγλυφο που παρουσίαζε νέο να κρατάει ακόντιο και να στέκεται δίπλα στ’ άλογό του, σε μια στάση που υπεδείκνυε μορφή όπως του περίφημου Δορυφόρου του Αργείου γλύπτη Πολυκλείτου (Αίθουσα αρχαιοτήτων του Σάουθ Κένζινγκτον). Και το αγαλμάτιο νύμφης, με το πόδι της πάνω σ’ έναν υποκλινόμενο κύκνο, σε στάση που κάπως έμοιαζε με εκείνη της Αφροδίτης της Μήλου».
Το 1889, χρονιά που έγιναν τα έργα για την ανακαίνιση του Δημαρχείου, ο Χ. Π. Κορύλλος, στην «Πεζοπορία από Πατρών εις Τρίπολιν» (Πάτρα, 1890), γράφει ότι «προς το Α. της πλατείας κείται το κομψότατον και λίαν ευρύχωρον δημαρχικόν κατάστημα, υπό του νυν αξιολόγου δημάρχου κ. Καλμούχου, ιατρού, ανεγερθέν (sic)».
Τέλος, προς το τέλος του αιώνα, το 1896, έχουμε δύο ακόμα μαρτυρίες, του Larroumet, που έρχεται με τρένο από το Ναύπλιο, και του Le Camus, ιερωμένου, που φτάνει στο Άργος με συνάδελφό του και με έναν ανιψιό του. Ο πρώτος γράφει, σε επιστολή που δημοσιεύθηκε στην «Le Temps», ότι «Τούτο το πρωινό γιορτής δεν υπάρχει άλλη δραστηριότητα από την έξοδο μετά τη λειτουργία και, προς το κέντρο, υπαίθρια αγορά. Στο Δημαρχείο, μερικά όμορφα αποσπάσματα γλυπτικής σχηματίζουν μικρό μουσείο», ενώ ο δεύτερος σημειώνει ότι «Το μουσείο, σε μία από τις αίθουσες της Δημαρχίας, δεν παρουσιάζει παρά μέτριο ενδιαφέρον», σημειώνοντας ότι τα ευρήματα είναι αποχωρισμένα και ανακατεμένα.
Η ανακαίνιση του 1888-1889
Στο άρθρο που δημοσιεύθηκε στο τεύχος 29 της «Αρχαιολογίας», με θέμα τη νεοκλασική αγορά του Άργους, αναφερθήκαμε στις αποφάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου, με πρωτοβουλία και επί Δημαρχίας του Σπ. Καλμούχου, για ανακαίνιση του κτιρίου του Δημαρχείου και προσθήκη νέου κτιρίου, επί της σημερινής οδού Βασ. Σοφίας, που θα χρησίμευε ως κατά πολύ ευρυχωρότερο οικοδόμημα για το δικαστήριο και το σχολείο.
Συγκεκριμένα, η έγκριση για σύναψη δανείου με σκοπό και την ανέγερση του κτιρίου που αναφέραμε, αλλά και ανακαίνιση του Δημαρχείου παίρνεται στη συνεδρίαση του Δημ. Συμβουλίου της 17 Ιουλίου 1888. Στον προϋπολογισμό για το έτος 1889, που ψηφίζεται στη συνεδρίαση της 3 Οκτωβρίου, στη στήλη των εξόδων περιλαμβάνεται και κονδύλι 300 δραχμών, με τον τίτλο «επισκευή δημοτικών καταστημάτων».
Στις εφημερίδες «Ακρόπολις», της 5 Νοεμβρίου 1889, και «Νέα Ημέρα» δημοσιεύεται διακήρυξη μειοδοτικής δημοπρασίας του Δήμου, για το νέο κτίριο, με αριθμό πρωτοκόλλου 1561 και ημερομηνία 18 Οκτωβρίου, για την κατασκευή «πλησίον του δημαρχιακού καταστήματος δημοτικών καταστημάτων, ήτοι δύο μαγαζείων και άνωθεν τούτων τριών καταστημάτων χρησιμευσόντων ως δημόσια γραφεία, κατά τον υπό του μηχανικού Π. Καραθανασοπούλου συνταχθέντα προϋπολογισμόν και συγγραφήν υποχρεώσεων».
Κατά τον προϋπολογισμό, το έργο προγραμματίζεται για 50.190 δρχ., η δημοπρασία θα οργανωνόταν στο Άργος από 18 μέχρι 20 Νοεμβρίου και για τον ανάδοχο του έργου απαιτείτο εμπειρία από άλλο, ανάλογο έργο ή δίπλωμα μηχανικού ή αρχιτέκτονα.
Στο Πρακτικό αρ. 116 του βιβλίου Πρακτικών του Δημοτικού Συμβουλίου, στην εγγραφή της 4ης Ιανουαρίου 1889, εγκρίνεται ανάθεση κατασκευής του νέου κτιρίου:
«Λαβόν υπ’ όψει τα πρακτικά της ενεργηθείσης μειοδοτικής δημοπρασίας διά την εργολαβίαν της κατασκευής των δημοτικών μαγαζείων και των εντός αυτών καταλυμάτων, των χρησιμευσόντων ως Δημόσια γραφεία εν τω προς ανατολάς του Δημαρχικού Καταστήματος χώρω του Δήμου, συμφώνως προς τα περί τούτων εγκεκριμένα σχεδιαγράμματα, καθ’ α πρακτικά ανεδείχθη τελευταίος μειοδότης ο Κωνσταντίνος Θεωνάς, προσενεγκών δραχ. 42.119 και 721, καθώς και εγγύησιν του Κ. Παναγιωτοπούλου, ήτοι δραχ. 16 επί τοις εκατόν έλαττον της προϋπολογισθείσης αρχικώς υπό του μηχανικού δια το έργον τούτο δαπάνης».
Για το έργο, λοιπόν, αυτό επιλέγεται ο ίδιος εργολάβος που, τελικά, ανέλαβε την ανέγερση της δημοτικής αγοράς, ενώ και για την περίπτωση αυτή δεν έχουμε εξακριβώσει ποιος αρχιτέκτονας εκπόνησε τα σχέδια. Για τους λόγους που εξηγήσαμε ως προς την αγορά, αλλά και επειδή το δάνειο για την ανέγερση όλων των κτιρίων παρουσιαζόταν, τότε, ενιαίο, είναι πολύ πιθανό ο αρχιτέκτονας της αγοράς να εκπόνησε και τα σχέδια του πρόσθετου, νέου κτιρίου στο δημαρχιακό συγκρότημα.
Σημειώνω, εξάλλου, ότι ως προς τη χρησιμοποιούμενη ορολογία για τον προσδιορισμό των δημοτικών κτιρίων, εξακολουθεί να διατηρείται ο καποδιστριακός όρος των «Καταστημάτων» (δημοτικών, το 1888).
Την ίδια μέρα, με αριθμό Πρακτικού 119, εγκρίνονται και οι εργασίες για την ανακαίνιση των υπαρχόντων κτιρίων του δημοτικού συγκροτήματος:
«Ακούσαν (το Δημ. Συμβούλιο) του Δημάρχου ειπόντος: επειδή το Δημαρχικόν Κατάστημα και τα εκατέρωθεν τούτου δημοτικά καταστήματα άτινα χρησιμεύουσιν ως ελληνικόν σχολείον και στρατών της Χωροφυλακής, περιήλθον εις ελεεινήν κατάστασιν, απεφάσισα την επισκευήν αυτών και διαρρύθμισιν επί το βέλτιον δι’α κατά τον υπό του μηχανικού Π. Καραθανασοπούλου προϋπολογισμόν απαιτείται δαπάνη δραχ. 9.188 και 701. Συμφώνως δε προς τον προϋπολογισμόν τούτον και το σχεδιάγραμμα του αυτού μηχανικού ενήργησα μειοδοτικήν δημοπρασίαν κατ’ επανάληψιν καθ’ ην ανεδείχθη τελευταίος μειοδότης ο Γεώργ. Μαρούλης, προσενεγκών δραχ. 6.460 και υπό την εγγύησιν του Ιω. Βλάχου. Υποβάλλω λοιπόν τα πρακτικά ταύτα υπ’ όψιν του Συμβουλίου και ζητώ ν’ αποφανθή.
Αποφαίνεται
Θεωρεί αναγκαίαν την επισκευήν του Δημαρχικού Καταστήματος και των εξαρτημάτων αυτού και επιδοκιμάζει πληρέστερα τα περί αυτής ληφθέντα μέτρα του κ. Δημάρχου».
Στη συνέχεια, το Συμβούλιο έγραψε στον προϋπολογισμό του 1889 τη νέα αυτή δαπάνη, ενώ με απόφασή του της 30 Ιανουαρίου ενέκρινε αποζημίωση 500 δρχ. για τον δήμαρχο, ώστε να καλυφθούν τα έξοδα του ταξιδιού του στην Αθήνα, για τη σύναψη του δανείου, και, στις 28 Μαρτίου, τα έξοδα καταχωρήσεων σε αθηναϊκή εφημερίδα για την πρόκληση ενδιαφέροντος.
Στη συνεδρίαση της 23 Ιουνίου, και μετά από πρόταση του Δημάρχου, το συμβούλιο ορίζει τον νομομηχανικό Αργολιδοκορινθίας Αλέξ. Πετσάλη ως «διαιτητήν επί των εκτελουμένων ήδη και εκτελεσθησομένων έργων του Δήμου, όπως λύη τας τυχόν αναφυομένας διαφωνίας μεταξύ του εργολάβου και του επί των έργων εργοδηγού».
Με άλλη απόφασή του, της 13 Αυγούστου, αποδέχεται πρόταση του δημάρχου για παροχή πίστωσης 1.200 δρχ., από τα αποθεματικά του προϋπολογισμού, «προς κατασκευήν ωρολογοστασίου, αγοράν ωρολογίου, μεταφοράν και τοποθέτησιν αυτού επί του Δημαρχείου και δι’ αγοράν και τοποθέτησιν δύο φανών, τεθεισομένων επί τας δύο αυλοθύρας του Δημαρχείου και των λοιπών δημοτικών καταστημάτων».
Το ρολόι, αν τοποθετήθηκε, πάντως από δεκαετίες δεν υπάρχει στο Δημαρχείο, ενώ οι «φανοί» τοποθετήθηκαν, παρέμειναν και αντικαταστάθηκαν με την πρόσφατη ανακαίνιση του κτιρίου.
Στα πλαίσια των νέων διαρρυθμίσεων παίρνεται νέα απόφαση, στις 6 Οκτωβρίου, και εγκρίνεται δημοπρασία με σκοπό την «εκποίησιν των εκκοπέντων δένδρων του προαυλίου της Δημαρχίας, ως και των έξωθεν αυτής». Από τη λιγόλογη αυτή απόφαση γίνεται γνωστή η εικόνα που παρουσίαζε ο χώρος του Δημαρχείου πριν από τα έργα. Την ίδια μέρα εγκρίνεται και ο προϋπολογισμός του 1890, στον οποίο και πάλι περιλαμβάνεται κονδύλι 300 δρχ., με την ίδια ένδειξη, «έξοδα επισκευής δημοτικών καταστημάτων», που φαίνεται εγκρινόταν κανονικά κατ’ έτος για έξοδα συντήρησης των κτιρίων του Δημαρχείου.
Αυτές είναι οι διαθέσιμες πηγές για τα έργα στα δημοτικά κτίρια του συγκροτήματος του Δημαρχείου κατά το 1888-89. Είναι αξιοσημείωτο ότι, ενώ για την ανέγερση της δημοτικής αγοράς υπήρξαν έντονες αντιδράσεις από τη δημοτική αντιπολίτευση, με άμεση απήχηση στον τύπο, που παρακολουθούσε την υπόθεση βήμα προς βήμα, αντίθετα, για την επισκευή του Δημαρχείου και την προσθήκη του νέου κτιρίου, που σε όγκο είναι μεγαλύτερο του κυρίως κτιρίου των «δημοτικών καταστημάτων», δεν υπήρξε καμιά αντίθεση ή αντίδραση, εκτός για τα θέματα όπου η οικοδόμηση του συμπληρωματικού κτιρίου συμβάδιζε, ως προς τις διαδικασίες και τη χρηματοδότηση, με εκείνη της αγοράς.
Ως προς την περάτωση των εργασιών, δεν φαίνεται να καθυστέρησαν περισσότερο από εκείνες της αγοράς και, πάντως, δεν διαθέτουμε για την ώρα άλλα και ακριβέστερα στοιχεία.

Άποψη του συγκροτήματος των κτιρίων του Δημαρχείου Άργους το 1979. Φαίνεται αριστερά το κτίριο-προσθήκη του 1889-90. Αρχείο: Βασίλη Δωροβίνη, δημοσιεύεται στο Περιοδικό, «Αρχαιολογία και Τέχνες», τεύχος 30, 1989.
Η μετέπειτα κατάσταση μέχρι το 1968
Μετά τα έργα του 1888-89, ακολουθεί περίοδος περίπου τριάντα επτά ετών, κατά την οποία δεν φαίνεται να δημιουργούνται αλλαγές ή να γίνονται ριζικές επισκευές στα κτίρια.
Καθοριστική, όμως, για την τύχη τους υπήρξε η ρύθμιση που η κυβέρνηση Βενιζέλου, το 1920 και πριν τις εκλογές του Νοεμβρίου, προώθησε με νομοσχέδιο, σύμφωνα με το οποίο περιέρχονταν στην κυριότητα του (κρατικού) Ταμείου Εκπαιδευτικής Προνοίας όλα τα δημοτικά ή κοινοτικά καταστήματα που είχαν νοικιαστεί από το Υπουργείο Παιδείας και χρησιμοποιούνταν ως εκπαιδευτήρια. Περίπτωση σπάνιας σύμπνοιας βενιζελικών και αντιβενιζελικών, η κυβέρνηση Γούναρη, που σχηματίστηκε ευθύς μετά τις εκλογές και την ήττα του Βενιζέλου, με υπουργό, μάλιστα, Παιδείας τον Αργίτη καθηγητή της Νομικής Κ. Πολυγένη, δημοσίευσε τον νόμο αυτό.
Έτσι, και στο Άργος, τόσο τα δύο παράπλευρα κτίρια όσο και η μεγάλη προσθήκη του 1888-89, που στέγαζαν αίθουσες σχολείων, περιήλθαν στην κυριότητα του Δημοσίου, με μία περίεργη κίνηση εκκρεμούς: τα καποδιστριακά κτίρια του 1829-31 κάποια στιγμή είχαν περιέλθει στο Δήμο Άργους, ο οποίος, με έξοδά του, κατασκεύασε και σημαντική προσθήκη, και τώρα σχεδόν όλα (πλην του κεντρικού κτιρίου που είχε στεγάσει το Ανέκκλητον δικαστήριον και τη φυλακή), με μία μονόπλευρη ρύθμιση, ξαφνικά περνούν στην κυριότητα του Δημοσίου. Κατά κακή τύχη, τα δικαστήρια, που κατά τον 19ο αιώνα είχαν στεγασθεί στα κτίρια αυτά, το 1920 είχαν μετακομίσει σε κτίριο εκτός του δημοτικού συγκροτήματος.

Δυτική άποψη του Δημαρχείου, 1889. (Λήψη φωτογραφίας, 1985). Δημοσιεύεται στο: Ξηνταρόπουλος Πέτρος – «Η Αρχιτεκτονική της Κατοικίας στο Άργος το 19ο αιώνα», Έκδοση Πνευματικού Κέντρου Δήμου Άργους, 2006.
Ένα κύριο άρθρο, σχετικά με το θέμα αυτό, της τοπικής εφημερίδας «Παναργειακή», του τέλους του 1928,[54] όχι μόνο δίνει πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία ακόμα και για την εξέλιξη του δανείου του 1888-89, αλλά δείχνει ότι, οκτώ χρόνια αργότερα, το πρόβλημα που είχε δημιουργηθεί (και που, μέχρι και σήμερα, κάνει τις δημοτικές υπηρεσίες να ασφυκτιούν, μέσα στο κεντρικό και μοναδικό δημοτικό κτίριο), παρέμενε επίκαιρο και «καυτό». Αναδημοσιεύουμε ένα καίριο απόσπασμα του άρθρου αυτού:
«Αλλά διά την ανέγερσιν των δικαστικών καταστημάτων τούτων (που στεγάστηκαν στο κτίριο του 1888-89), ην προεκάλεσε μεγίστη ανάγκη, καθότι πρότερον η δικαιοσύνη του τόπου μας εστεγάζετο εις τα διάφορα χάνια, ο Δήμος Αργείων συνήψε δάνειον μετά της Εθνικής Τραπέζης, το οποίον πληρωνόμενον χρεωλυτικώς δεν εξωφλήθη μέχρι σήμερον, και ούτω ο Δήμος πληρώνει αρκετόν χρηματικόν ποσόν ετησίως δια την δημευθείσαν παρά του Δημοσίου περιουσίαν του, η δε δικαιοσύνη του τόπου μας δεν στεγάζεται μεν και σήμερον εντός χανίων, αλλά παραπλεύρως αυτών. Τάχα δεν ήσαν αρκετά τα περιελθόντα εις το Ταμείον της Εκπαιδευτικής Προνοίας δύο περίπτερα του Δημαρχείου μας ένθα στεγάζεται το Γυμνάσιον και δια τα οποία ουδεμία διαμαρτυρία ηγέρθη, αλλ’ έπρεπε να δημευθώσι και τα Ειρηνοδικειακά καταστήματα, την ανέγερσιν των οποίων παμψηφεί ενέκρινε το Δημοτ. Συμβούλιον, αποκρούσαν εν τω αυτώ ψηφίσματι την ανέγερσιν της Νέας Αγοράς δι’ οκτώ ψήφων, ενώ το προς την Εθνικήν Τράπεζαν δάνειον δεν έχει ουδέ μέχρι σήμερον εξοφληθή».
Και η εφημερίδα, παρά την ελαφρά δημαγωγία της (που οφειλόταν κυρίως στο ότι ο εκδότης της, ο δικηγόρος Αγαμ. Φικιώτης, ήταν στο δημοτικό συμβούλιο του 1888-89, στην αντιπολίτευση προς τον δήμαρχο Καλμούχο, αλλά και είχε άμεση γνώση των πραγμάτων), κατέληγε στην ορθολογική πρόταση ότι το Δημόσιο όφειλε ή να επιστρέψει στο Δήμο τουλάχιστο το κτίριο του 1888-89 ή να αναλάβει την αποπληρωμή του ανεξόφλητου, μέχρι τότε, δανείου προς την Εθνική Τράπεζα.
Μέχρι σήμερα, πάντως, δεν έχει σημειωθεί η παραμικρή εξέλιξη για το θέμα, τα κτίρια παραμένουν στο Ταμείο Σχολικών Εφοριών και Εφοριών Παιδείας, τα παράπλευρα κτίρια έφτασαν να νοικιαστούν ακόμα και σε… βενζινάδικα (έκρηξη στο ένα από αυτά, στη δεκαετία του 1950, παραλίγο να μετατρέψει σε παρανάλωμα του πυρός το κέντρο της πόλης), και μέχρι σήμερα, ακόμα και μετά την κήρυξή τους σε διατηρητέα, εξακολουθούν να «κοσμούνται» με διαφημιστικές επιγραφές κάθε διάστασης και χρώματος και να δέχονται λογής επεμβάσεις.
Το 1929 γίνονται επισκευές κάποιας έκτασης στο κτίριο του Δημαρχείου που απόμεινε στο Δήμο, ασφαλτοστρώνεται το πεζοδρόμιό του, τσιμεντοστρώνεται η αυλή και μαρμαροστρώνεται η εξωτερική σκάλα.[55] Από τότε και μέχρι και μετά την Κατοχή δεν φαίνεται να έγιναν άλλες εργασίες στο κτίριο.

Βόρεια άποψη του Δημαρχείου, 1889. (Λήψη φωτογραφίας, 1985). Δημοσιεύεται στο: Ξηνταρόπουλος Πέτρος – «Η Αρχιτεκτονική της Κατοικίας στο Άργος το 19ο αιώνα», Έκδοση Πνευματικού Κέντρου Δήμου Άργους, 2006.
Από το 1968 μέχρι σήμερα Είναι αρκετά γνωστή η πολιτική που ακολουθήθηκε απέναντι στην πολιτισμική κληρονομιά της χώρας μας κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του 1967-74, αν και ακόμα μένει να γραφεί η ιστορία για το θέμα αυτό. Ο εθνικιστικός παροξυσμός των λόγων βάδιζε, ταυτόχρονα και παράλληλα, με το ξεθεμέλιωμα σημαντικών και ιστορικών κτιρίων, με τη χυδαία επίδειξη νεοπλουτικού πνεύματος και με την πλήρη, γενικά, αφασία της ιστορικής μνήμης.
Ο εργολαβισμός έφτασε στο απόγειό του, και τότε πλούτισαν άτομα του κοινωνικού ημίφωτος, που στράφηκαν στον τομέα της οικοδομής ντουβαριών και, στη συνέχεια, έφτασαν όχι μόνο να «πρασινίσουν», αλλά να γίνουν μέχρι και Υπουργοί Δημοσίων Έργων (και άλλων τινών). Ήταν οι ίδιοι που έδωσαν και δίνουν τον «τόνο» στον τομέα της προστασίας της πολιτισμικής μας κληρονομιάς.
Στο Άργος, και σε μικρότερη κλίμακα, υπήρξε ακριβέστατη αναπαραγωγή αυτής της νοοτροπίας και της αντίστοιχης πολιτικής. Στα αρρωστημένα μυαλά κάποιων πανάσχετων δημιουργήθηκε η «μεγαλοφυής» ιδέα να συγκεντρωθούν όλες οι κοινόχρηστες υπηρεσίες, από τις δημοτικές μέχρι και την Πυροσβεστική, σ’ ένα «ίδιο και μεγάλο κτίριο».
Στόχος τους ήταν στην αρχή το συγκρότημα των κτιρίων του Δημαρχείου, μετά ο χώρος της νεοκλασικής αγοράς, και προς το τέλος, από το 1977, ο χώρος των Στρατώνων του Καποδίστρια (με τη «σοσιαλιστική» προσθήκη, τώρα, μια και η θεσμική χούντα είχε αποχωρήσει, ενός «μεγάλου υπόγειου γκαράζ»). Αρωγούς και βοηθούς βρήκαν, ας το τονίσω κι από εδώ, ιδίως στο πρόσωπο πρώην άκαπνων στρατιωτικών και, τώρα, κοινοβουλευτικών εκπροσώπων, πραγματικών μηδενικών, με μόνη αριθμητική και ουσιαστική αξία εκείνη του μηδενικού (το οποίο, όμως, προστιθέμενο σε άλλα, υπαρκτότερα μεγέθη, σε δεδομένη στιγμή μπορεί να τα εμφανίσει διογκωμένα).
Έτσι, ο διορισμένος δήμαρχος Άργους, στρατιωτικός Θ. Πολυχρονόπουλος, προκαλεί σύσκεψη, το Σεπτέμβριο του 1969, με στόχο την επίλυση της διαιωνιζόμενης διαφοράς Δήμου Δημοσίου για τα κτίρια και απώτερο σκοπό, όπως το δήλωσε στη σύσκεψη, την ανέγερση στο χώρο «του Δημοτικού Καταστήματος ως και εις τους εναπομένοντας λοιπούς τω Δήμω χώρους Διοικητηρίου, εις το οποίον θα στεγασθώσιν άπασαι αι δημόσιαι υπηρεσίαι της πόλεως».[56]
Χρόνια αργότερα, πριν αρχίσει η μάχη για τους Στρατώνες του Καποδίστρια, ο εκδότης της εφημερίδας «Φείδων», σε περισπούδαστο άρθρο του,[57] προτείνει την κατεδάφιση των… πάντων (Στρατώνων, νεοκλασικής αγοράς και Δημαρχείου), για να οικοδομηθούν νέα θηριώδη κτίρια, και για το Δημαρχείο γράφει «ειδικότερα»:
«ΤΕΤΑΡΤΟΝ: Το σημερινό Δημαρχείο (σαράι – sic) θα κατεδαφιστεί και θα ανεγερθή περικαλλές κτιριακόν συγκρότημα ξενοδοχείου από το οποίον ο Δήμος θα έχη αρκετά έσοδα τον χρόνο».
Λίγους μήνες μετά, ο επίδοξος δήμαρχος της πόλης Γ. Πειρούνης, του οποίου είναι γνωστός ο ρόλος κατά της πολιτισμικής κληρονομιάς της πόλης, σε άρθρο του στην ίδια εφημερίδα αναγγέλλει τηλεγραφικά την αόριστη πρόθεσή του για «συντήρηση, εξωραϊσμό Δημαρχείου και Δημοτικής Αγοράς, ήτις τυγχάνει ιστορικόν διατηρητέον μνημείον».[58]
Τα πράγματα παραμένουν ακίνητα μέχρι τον χαρακτηρισμό των κτιρίων του Δημαρχείου (τωρινών και προηγουμένων) ως διατηρητέων, τον Αύγουστο του 1982, με προεδρικό διάταγμα που προώθησε το ΥΧΟΠ και, ένα χρόνο αργότερα, ως μνημείων, με απόφαση του ΥΠ.ΠΟ.
Τη στιγμή που δημοσιευόταν το Π. Διάταγμα, η Σχολική Εφορία είχε νοικιάσει σε ρηξικέλευθους ιδιοκτήτες το προς τα αριστερά του Δημαρχείου παράπλευρο οίκημα, όπου και έγιναν δραστικές «καλλωπιστικές» παρεμβάσεις (διεύρυνση θυρών, τζάμωμα παραθύρων και
τοποθέτηση, στο εξωτερικό, σειράς από ξερές… φλούδες δέντρων, για «διακόσμηση»). Η Αργολική Οικολογική Εταιρία έκανε επίσημη καταγγελία στις αρχές (Πολεοδομικό Γραφείο και ΕΠΑΕ Ναυπλίου, αρχές του 1983), διαπιστώθηκε, επιτέλους, το αυθαίρετο των εργασιών αυτών και στη συνέχεια… όλα ατόνησαν, προφανώς με παρέμβαση των γνωστών ανευθυνοϋπεύθυνων.[59]
Τον Σεπτέμβριο του 1983, η Νομαρχία Αργολίδας δημοσίευσε προκήρυξη εκδήλωσης ενδιαφέροντος για την αποκατάσταση των όψεων «των διατηρητέων κτιρίων του Δημαρχείου και του Οικονομικού Γυμνασίου Άργους (σύνολο τεσσάρων κτιρίων)»[60] (διατηρητέα ήταν και τα παράπλευρα, νοικιασμένα κτίρια, σύνολο πράγματι τέσσερα, που η Νομαρχία τα εξίσωνε με τα…δύο!…). Η μακρόσυρτη διαδικασία, του ν. 716/1977, ο οποίος έγινε για να διασφαλίσει τις αμοιβές των μηχανικών και αρχιτεκτόνων, όχι όμως και για την επιβίωση των διατηρητέων κτιρίων, κάπου κατέληξε μετά από χρόνια και, πάντως, καταχώθηκε σε συρτάρια χωρίς ν’ αρχίσουν εργασίες, παρόλο που βγήκαν και κάποια κονδύλια, που ο Γ. Πειρούνης παρέλειψε να ενεργοποιήσει.
Δύο χρόνια αργότερα ο πρώτος όροφος του προς νότο παράπλευρου κτιρίου νοικιάστηκε στην «Αγροτική Ασφαλιστική» και με τις πρώτες εργασίες συντήρησης έπεσε η στέγη. Τότε οι «κατεδαφιστές» προέβησαν σε μια φτωχομακιαβελλική ενέργεια: κατάγγειλαν στην Αρχαιολογία τις εργασίες αντικατάστασης της στέγης, διότι έτσι αλλοιωνόταν η παραδοσιακή μορφή του![61] Οι εργασίες συνεχίστηκαν και περατώθηκαν.
Τον Μάρτιο του 1987, με πρωτοβουλία του νέου Δημάρχου Δημ. Παπανικολάου, ενεργοποιήθηκε στις 12 παρά πέντε το κονδύλι για τη συντήρηση όψεων και επιχρίστηκαν με ώχρα οι τοίχοι όλων των κτιρίων, όσοι φαίνονταν από τους δρόμους. Από μία άποψη ευτυχώς, γιατί έτσι εξακολουθεί να μένει απείραχτος, μετά τόσες επαλείψεις, ο προς νότο τοίχος του Δημαρχείου, με τα αυθεντικά χρώματα (σε κεραμιδί απόχρωση) και τα νεοκλασικά παράθυρά του.
Από τον Σεπτέμβριο του 1987 άρχισαν εργασίες για ριζική ανακαίνιση του εσωτερικού του κτιρίου και αναδιάταξη των υπηρεσιών. Οι εργασίες ολοκληρώνονται τον Ιούλιο του 1988, οπότε όλες οι διοικητικές-γραφειοκρατικές υπηρεσίες του Δήμου συγκεντρώνονται στο ισόγειο και τα γραφείααίθουσες δημάρχου και δημοτικού συμβουλίου στον πρώτο όροφο. Τεχνικές υπηρεσίες, αρχεία κλπ. προσωρινά περνούν σε αίθουσες του κτιρίου του 1888-89.[62]
Οι εκκρεμότητες παραμένουν, λοιπόν, και τελικά, όπως και για τους Στρατώνες του Καποδίστρια, η ύπαρξη και κρατικής αρμοδιότητας για ιστορικά κτίρια, έστω λειψής, στραβής κι ανάποδης, είναι αυτή που δεν επέτρεψε την καταστροφή τους. Αν περνούσε απ’ το χέρι των λογής πανάσχετων δημοτικών αρμοδίων και «παραγόντων», δεν θα είχαν αφήσει και στο Άργος, όπως έγινε παντού αλλού, λίθον επί λίθου. Είναι άλλη μια απόδειξη παταγώδους χρεοκοπίας της σοσιαλίζουσας πολιτικής ξεφορτώματος αρμοδιοτήτων σε πλάτες αναρμόδιων και βανδάλων.
Πρόσθετη απεικόνιση αποκέντρωσης-ξεφορτώματος υπήρξαν οι εργασίες του 1987-88, όπου λ.χ. μετά το ξύσιμο σοβάδων και την εμφάνιση ενδιαφερουσών λεπτομερειών της λιθοδομής, κανένας δεν φρόντισε για τις απαραίτητες αποτυπώσεις και φωτογραφήσεις και ο νέος σοβάς κάλυψε τα πάντα.
Υποσημειώσεις
[1] ΓΑΚ. Γεν. Γρ., φ. 55. έγγρ της 17.4.1828 – δημοσιεύθηκε και στην έκδοση επιστολών του Καποδίστρια.
[2] Έγγρ. αρ. 745 της 2.6 1828 προς τον Αστυνόμο Άργους Πανάγο Κυριάκου (ΓΑΚ Εκτ. Επιτρ. και Πρ. Δ., φ. 17).
[3] Έγγρ. αρ. 1762 της 16.9.1828 (ΓΑΚ. Γεν. Γρ. φ. 125).
[4] Έγγρ. αρ. 2684 της 22 12.1828 (ΓΑΚ. Γεν. Γρ. φ. 175).
[5] Έγγρ. αρ. 2701 της 5.1.1829 προς τον Προσωρινό Διοικητή Ναυπλίας κλπ. (ΓΑΚ, Εκτ. Επιτρ. και Πρ. Δ., φ. 78).
[6] Σύμφωνα με την τελική απόφαση για την οργάνωση των δικαστηρίων (δημοσιεύθηκε στη «Γενική Εφημερίδα», παράρτημα φ. αρ. 73. της 10.9.1830), ιδρύονταν Ειρηνοδικείο σε κάθε επαρχία και ήταν δυνητική η δημιουργία τους σε κώμες ή χωριό. Πρωτόκλητο δικαστήριο σε κάθε Επαρχία. Έκκλητον δικαστήριον (το Πρωτόκλητο δικαστήριο σε προσφυγές κατά αποφάσεων ειρηνοδικών – τρία Έκκλητα γιο όλη τη χώρα) και το Ανώτατον (Ανέκκλητον) δικαστήριον (ένα για όλη την Ελλάδα). Ιδρυόταν επίσης, επίσημο και Εμπορικόν δικαστήριον. Σε συνέχεια των αποφάσεων της Δ’ Εθνοσυνέλευσης του Άργους (Ιουλ.-Αυγ. 1829), είχε δημοσιευθεί προηγουμένως (βλ. Μάμμουκα, τ. ΙΑ’, 1852, σελ. 505-511) και κατ’ εφαρμογή του 10 ψηφίσματος το με αρ. 8268 νομοθέτημα «Περί του Διοργονισμού των Δικαστηρίων», με ημερομηνία 15.12.1828, με το οποίο δεν ιδρύονταν Ειρηνοδικεία περιοριστικά σε κάθε Επαρχία, το Πρωτόκλητο συγκροτούνταν σε κάθε «Τμήμα» (Νομό) και έκριναν ανεκκλήτως τις διαφορές που δεν ξεπερνούσαν τα 60 δίστηλα, δημιουργόταν επίσημο Εμπορικό δικαστήριο στη Σύρο και το Ανέκκλητο, τέλος, έκρινε, κατ’ έφεση, υποθέσεις για τις οποίες αποφάσιζαν εκκλήτως τα Πρωτόκλητα και το Εμπορικό.
Με την απόφαση αρ. 9469 της 18.2.1829 του Κυβερνήτη (ΓΑΚ. Γεν. Γρ., φ. 187, δημοσιεύθηκε και στη «Γεν. Εφημερίδα», αρ. 25. σελ. 95, της 27.3.1829) το Πρωτόκλητο δικαστήριο του Τμήματος της Αργολίδος ιδρύθηκε στο Άργος. Ο Καποδίστριας επειγόταν να ιδρυθούν κατά προτεραιότητα το Πρωτόκλητο της Αργολίδος, της Αρκαδίας, της Άνω Μεσσηνίας, των Βορείων Κυκλάδων και των Δυτικών Σποράδων, γι’ αυτό και εξέδωσε τη με αρ. 10151/16.3.1829 εντολή (ΓΑΚ. Γεν. Γρ. φ. 191), με την οποία και για το Πρωτόκλητο του Άργους Πρόεδρός του οριζόταν ο Σκαρλάτος Παπαρρηγόπουλος (που παραιτήθηκε ευθύς αμέσως και αντικαταστάθηκε, τελικά, οπό τον Αλέξ. Φωκά – παραίτηση σε ΓΑΚ, Γεν. Γρ., φ. 195, με ημερομηνία 8.4.28. και διορισμός Φωκά σε «Γεν. Εφημ.» της 1.6.28. με ημερομηνία 18.5.28), συνδικαστές οι Σταμ. Αντωνόπουλος και Ασημάκης Ιερομνήμων, πάρεδροι οι Στ. Νικολάου και Γεωργ. Σκαλίδης και Γραμματέας ο Γρηγ. Νικητάδης.
Με το έγγραφό του αρ. 1185 της 6 Απριλίου (ΓΑΚ, Γεν. Γρ. Φ. 194) προς τη Γεν. Γραμματεία ο Έκτακτος Επίτροπος Αργολίδος πληροφορούσε ότι «συνήχθησαν» τα μέλη του Πρωτοκλήτου, ώστε μετά τας πράτας εορτάς του Πάσχα θέλει τελεσθή η ορκωμοσία και μετά τούτο θέλει γίνη έναρξις των εργασιών του. Με το έγγραφο αρ. 7 της 3 Μαΐου του ίδιου του Πρωτοκλήτου προς την Γενική Γραμματεία (ΓΑΚ, Γεν. Γρ., φ. 198) γίνεται γνωστό ότι «Κατά την 28 του παρελθόντος, ήμερα Κυριακή, μετά την θείαν μυσταγωγίαν, έγινε η κανονισμένη ορκωμοσία των μελών του Δικαστηρίου τούτου, παρόντος του Αρχιερέως και του Εκτάκτου Επιτρόπου και παντός του λαού και σήμερον έγινεν η έναρξις των εργασιών του», πράγμα που επιβεβαιώνεται και από το έγγρ. αρ. 1427, της 2.5.29, του Εκτάκτου Επίτροπου προς τους Δημογέροντες της Αργολίδος (Δημ. Αρχείο Ναυπλίου). Με την πράξη αρ. 10152/16 Μαρτίου 1829 (ΓΑΚ, Γεν. Γρ., φ. 191) του Καποδίστρια και με βάση το ψήφισμα του 1828 για τον Οργανισμό των Δικαστηρίων, συστήθηκε το Ανέκκλητο δικαστήριο, με Πρόεδρο τον Πανούτσο Νοταρά, Αντιπρόεδρο τον Ιάκ. Ρίζο, μέλη τους Αν. Οικονόμου, Ιω. Γενοβέλη, Ιω. Καραμάνο, Κων. Κωνσταντινόπουλο, Νικ. Χρυσόγελο, Ιω. Μικέλη και Κων. Ζώτο, Δημ. Συνήγορο (Εισαγγελέα) τον Χριστόδ. Κλωνάρη, Γραμματέα τον Μ.Γ (sic) Ράλλη και βοηθό του τον Νικ. Παγκαλάκη. Στο έγγραφο αυτό ο Καποδίστριας έγραφε ότι «Το Ανέκκλητον Κριτήριον θέλει κάμη έναρξιν των υψηλών χρεών του περί τα τέλη του Απριλίου μηνός.
Με το διάταγμα αρ. 12595 της 20 Μαΐου 1829 έδρα του Ανεκκλήτου ορίστηκε το Ναύπλιο ΓΑΚ, Γεν. Γρ., φ 202). Πάντως, από έγγραφο του Γ. Α. Ράλλη (ΓΑΚ. Γεν. Γρ., φ. 199) γίνεται γνωστό ότι στις αρχές Μαΐου δεν είχε καν συγκροτηθεί, από τεχνική πλευρά, το γραφείο του Ανεκκλήτου. Το Ανέκκλητο εξακολουθεί να μη λειτουργεί για μήνες ακόμη και με νέα πράξη του Καποδίστρια, της 21.9.29 Αίγινα) («Γεν. Εφημερίς», φ 67. σελ. 269, της 2.10.1829) οργανώνεται συγκεκριμένα η σύνθεσή του, χωρίζεται σε δυο τμήματα (Εγκληματικόν και Πολιτικόν-Εμπορικόν) και «Καθέδρα του Ανεκκλήτου διορίζεται προσωρινώς το Άργος». Προστίθεται ότι το «Ανέκκλητον θέλει αρχίσει τας συνεδριάσεις του την α του εγγίζοντος Οκτωβρίου 1829». Κατά τον Ιάκ. Βισβίζη («Η πρώτη εν Ελλάδι εισαγγελική αγόρευσις», στην Επετηρίδα του αρχείου της ιστορίας του ελληνικού δικαίου της Ακαδημίας Αθηνών, 1954) ως ημέρα ενάρξεως των εργασιών ταυ Ανεκκλήτου αναφέρεται, η 27 Νοεμβρίου 1829, στο Άργος, με εισαγγελέα τον Γ. Α. Ράλλη. Όμως φαίνεται ότι οι εργασίες του άρχισαν λίγες μέρες νωρίτερα, όπως αποδεικνύεται από έγγραφο του Μιχ. Σικελιανού, προέδρου του, με αρ. 5 και ημερομηνία 24 Νοεμβρίου 1829 («Γεν. Εφημερίς», αρ. 95, σελ. 445-446, της 3.12.1829), όπου «δηλοποιείται» ότι «Το Ανώτατον Δικαστήριον ήρχισεν ήδη τας εργασίας του». Το Ανέκκλητο συνεχίζει να λειτουργεί στο Άργος το 1830, όπως γ.π. υποδεικνύουν σαφείς μαρτυρίες του Michaud (της 11.6.1830, στην «Correspondence 1830-1831», Παρίσι 1833) και του Μ. Σχινά, στο υπόμνημά του της 12.8.1830 (βλ. άρθρο της Α. Παναγιωτοπούλου-Γαβαθά, στον «Ερανιστή» του 1977, αρ 11/1974. σελ. 340).
Το Πρωτόκλητο εξακολουθεί να λειτουργεί στο Άργος μέχρι και τον Οκτώβριο του 1831. Ο Μιχ. Σικελιανός, που μετά τη δολοφονία του Κυβερνήτη ονομάζεται προσωρινός επί της Δικαιοσύνης Γραμματεύς (Υπουργός), με έγγραφό του της 16 Οκτωβρίου (ΓΑΚ. Αχ. Μάμμουκα, Β Δημόσια, 1831), ζητεί να μεταφερθεί στο Ναύπλιο, για επτά λόγους, από τον οποίο ο τελευταίος είναι «διότι μεταβαίνοντος του Δικαστηρίου ενταύθα, το Δικαστικόν κατάστημα θέλει χρησιμεύση εις Δημόσιον υπηρεσίαν». Το έγγραφο φέρει την επισημείωση «Εγκρίνεται, η Επιτροπή Αυγ. Καποδίστριας, Θ. Κολοκοτρώνης, Ιω. Κωλέττης». Στη «Γεν. Εφημερίδα», όπου συχνά δημοσιεύονταν δικαστικές αποφάσεις, τελευταία απόφαση του Πρωτοκλήτου με την ένδειξη «Άργος» και με στοιχεία 4201 της 27.10.1831 δημοσιεύεται, με καθυστέρηση, στο φύλλο της της 6.1.1832. Και πρώτη απόφαση του Πρωτοκλήτου με την ένδειξη «Ναύπλιον» και με στοιχεία 4753 της 14.12.1831, δημοσιεύεται στο ίδιο φύλλο της.
[7] Έγγρ. αρ. 1422 της 2.5.1829 (ΓΑΚ. Γεν. Γρ., φ. 198).
[8] Αρ. 2878 της 24.8.29 (ΓΑΚ. Γεν. Γρ. φ. 216).
[9] Αρ. 3377 της 27.9.29 (ΓΑΚ. Γεν. Γρ. φ. 221).
[10] Αρ. 14636 της 2.10.29 (ΓΑΚ. Γεν. Γρ. φ. 222).
[11] Έγγρ. αρ. 4077 της 23.1129 (ΓΑΚ. Γεν. Γρ., Αρχ. Βλαχ. φ. 114).
[12] Με αρ. 345 (ΓΑΚ. Γεν. Γρ., Αρχ. Βλαχ., φ. 127).
[13] Έγγραφό της της 2ας Μαρτίου 1830 και διαβιβαστικό του Γερακάρη με αρ 181. της ίδιας μέρας (ΓΑΚ. Γεν. Γρ. φ. 233).
[14] Εγγρ. με αρ. 801 της 3 Μαρτίου (ΓΑΚ. Γεν. Γρ. φ. 233).
[15] Εγγρ. της 3 Μαρτίου (ΓΑΚ. Γεν Γρ. φ. 233).
[16] Εγγρ. Επιτροπής της 30 Μαρτίου και έγγρ. του Διοικητή με αρ. 593, της ίδιας μέρας (ΓΑΚ. Γεν. Γρ. φ. 235).
[17] Εγγρ. της 17.3. 1830 (ΓΑΚ. Γεν. Γρ.φ. 234). Το γεγονός της περάτωσης των κτιρίων αποδεικνύεται έμμεσα αλλά σαφώς από έγγραφο του Μακρυγιάννη (τότε Γεν. Αρχηγού της Εκτελεστικής δυνάμεως Πελοποννήσου, που έμενε στο Άργος) προς την Γραμματεία των Στρατιωτικών (ΓΑΚ. Γρ. Στρ. φ. 27), όπου γράφει ότι δεν επαρκεί η φρουρά του Άργους από 25 άτομα, «διότι ήναι δουλιές πολλαίς και δεν προφθαίνουν ετουτοί, ήναι τα δύω Κριτήρια, η Δημογέροντα, η Αστυνομία, ο Τοποτηρητής, αι φυλακαί οπού ήναι αδύνατοι και θέλει πολλούς ανθρώπους να την φυλάττη». Αλλά το ίδιο φαίνεται και από έγγραφο του Πολιτάρχη Άργους προς τον Γερακάρη, όπου αναφέρονται η φυλακή, η Τοποτήρηση, η Δημογεροντία, το Πρωτόκλητο και το Ανέκκλητο δικαστήριο, όπως και από μνεία της φυλακής στα Απομνημονεύματα του Αλεξ. Ραγκαβή (τόμος πρώτος, 1894. σελ. 265).
[18] Έγγραφα του Διοικητή Ναυπλίου κλπ. Αρ. 472/ 22.3.30 και συνημμένη αναφορά αρ. 166/18.3.30 του Τοποτηρητή Άργους, άλλο του πρώτου με αρ. 501/24.3.30 και αναφορά του δεύτερου με αρ. 183/21.3.30, της Γενικής Γραμματείας (29.3.30) (όλα στα ΓΑΚ, Γεν. Γρ. φ. 235), άλλο έγγραφο του Διοικητή με αρ. 1437/σ.0. 30 και συνημμένη αναφορά του Αντωνόπουλου της 14.5.30 (ΓΑΚ, Γεν. Γρ. φ. 242).
[19] Αρ. 3134 (ΓΑΚ. Γεν. Γρ. φ. 239).
[20] ΓΑΚ. Γεν. Γρ. φ. 244 α.
[21] Αρ. 5267 (ΓΑΚ. Γεν Γρ. φ. 248).
[22] Έγγρ. αρ. 2129 της 14.8.30 (ΓΑΚ. Γεν. Γρ. φ. 249).
[23] Ο Τζάνογλου απευθύνει αναφορά του στον Καποδίστρια, με ημερομηνία 16 Αυγούστου (ΓΑΚ. Γεν. Γρ. φ. 249), διεκτραγωδεί την κατάστασή του, επεξηγεί ότι ο μισθός των 80 φ. δεν επαρκούσε και τον παρακαλεί να του δοθεί, αν όχι όλο, τουλάχιστο το μισό του ποσού της ανταμοιβής του, ζητώντας του και να διατάξει να διοριστεί «είς τι ανάλογον υπούργημα». Δεν εντοπίσαμε συνέχεια στην υπόθεση.
[24] Αρ. 466 της 7.5.1830 (ΓΑΚ. Γεν. Γρ. φ. 238 β).
[25] Εγγρ. της 9.5.30 (ΓΑΚ. Γεν. Γρ. φ. 239).
[26] Αρ. 1424 της 4.6.30 (ΓΑΚ. Γεν. Γρ. φ. 242).
[27] Εγγρ. της 15.6.30 (ΓΑΚ. Γεν. Γρ. φ. 243 α).
[28] Αναφορά στα ΓΑΚ, Γεν. Γρ. φ. 244 α).
[29] Αρ. 2177, στα ΓΑΚ. Γεν. Γρ. φ. 248.
[30] Εγγρ. αρ 332 της 14.8.30 του Τοποτηρητή Άργους προς την Γραμματεία της Επικρατείας (ΓΑΚ, Γρ. Στρατ. φ. 26).
[31] Αρ. 2395 της 25.8.30 (ΓΑΚ. Γεν. Γρ. φ. 250).
[32] Εγγρ. αρ. 350 (ΓΑΚ, Γεν. Γρ. φ. 251).
[33] Αρ. 3383 της 11.9.30 (ΓΑΚ. Γεν. Γρ. φ. 251 β).
[34] Αρ. 832 (ΓΑΚ. Γεν. Γρ. φ. 253 β).
[35] Έγγρ. αρ. 2535 της 16 Οκτωβρίου και 2537 της ίδιας μέρας. Και τα τρία έγγραφα στα ΓΑΚ. Γεν. Γρ. φ. 254.
[36] ΓΑΚ. Έκτ Επίτρ. και Πρ. Δ. φ. 97.
[37] ΓΑΚ. Γρ. Στρ. φ. 94.
[38] Αναφορά Ράλλη με αρ. 66 της 14 Νοεμβρίου 1830 και έγγραφο της επί της Δικαιοσύνης Γραμματείας αρ. 3792 της 16 Νοεμβρίου, με το οποίο διαβιβάστηκε η αναφορά στη Γραμματεία των Στρατιωτικών (ΓΑΚ, Γρ. Στρ., φ. 45).
[39] Αρ. 2193 της 11.4.1831 (ΓΑΚ, Γρ. Στρ., φ. 108).
[40] Σχετικά τα έγγραφα του Ράλλη προς τη Γρ. της Δικαιοσύνης (αρ. 60, της 26 Αυγούστου – ΓΑΚ, Γρ. Στρ., Φ. 31), του Αρχηγού του Στρατού Ζεράρ (αρ. 145, της 15 Σεπτεμβρίου – ΓΑΚ, Γρ. Στρ., φ. 33), του Τοποτηρητή Άργους (αρ. 678, της 23 Σεπτεμβρίου – ΓΑΚ, Γεν. Γρ., Φ 252 β), του ίδιου (της 29.1.1831 – ΓΑΚ, Γραμμ. Στρ., Φ. 61), του Touret (της 27.1.31 – ΓΑΚ, Γρ. Στρ., φ. 83), του Τοποτηρητή Άργους (αρ. 2387, της 15.5.31 – ΓΑΚ, Γρ. Στρ., φ. 83), του ίδιου (αρ. 3325, της 8.9.31 – ΓΑΚ, Γρ. Στρ., Φ. 109) και, τέλος, του ίδιου (της 31.5.1832 -ΓΑΚ, Γρ. Στρ., φ. 156).
[41] Βλ. έγγραφο αρ. 6408/7.10.1830 της επί της Οικονομίας Επιτροπής προς τον Καποδίστρια ΓΑΚ, Γεν. Γρ., φ. 253).
[42] Αναφορά του Μηλιώνη με αρ. πρωτ. Πρωτοκλήτου 2223 της 16.5.1830 και έγγρ. Αρ. 2692 της 19 Ιουνίου του Τοποτηρητή (ΓΑΚ, Γεν. Γρ., φ. 265).
[43] Αρ. 1123 (ΓΑΚ, Γεν. Γρ., φ. 253).
[44] Βλ. έγγρ. αρ. 2419, της 26.9.1830 του Καποδίστρια προς τον Τοποτηρητή Άργους, όπου παρατηρεί ότι πρέπει να νοικιαστεί φθηνότερο κατάλυμα για την Τοποτήρηση και εγκρίνονται 300 φοίνικες, για τρεις μήνες και για τελευταία φορά, με την παρατήρηση ότι ο προηγούμενος πλήρωνε 36 φ. το μήνα για νοίκι των γραφείων (ΓΑΚ, Γεν. Γρ., φ. 252).
[45] Στο έγγραφο αρ. 1679/5.2.1831 του Τοποτηρητή Άργους προς τη Γραμματεία των Στρατιωτικών, με θέμα όσους είχαν καταταγεί στο λόχο των ταξιαρχικών εικοσιπεντάρχων και περιφέρονταν στα καφενεία και καπηλειά του Άργους, βρίσκουμε, στο τέλος του, την παρατήρηση: «Να διαταχθούν προσέτι να ενοικήσωσιν εις το κατάστημα της Τοποτηρήσεως, όπου ήναι αρμόδια και ευρύχωρα οικήματα, και να μη προξενούν βάρη εις τους πολίτας» (ΓΑΚ, Γρ. Στρ., φ. 64). Σε άλλα έγγραφα της Τοποτηρήσεως, προς τη Γραμματεία των Εκκλησιαστικών (αρ. 186/15.7.1832 και συνημμένο άλλο της ίδιας, προς τη Γραμματεία της Επικρατείας, με αρ. 168/13.7.1832 – ΓΑΚ, Θρησκείας, φ. 51) βρίσκουμε ότι «ηνοίχθησαν τα Καταστήματα της Τοποτηρήσεως και εκείνο της Αστυνομίας». Πάντως, έχουμε βρει και απόδειξη 150 Φοινίκων του Λ. Ζαβού, της 28 Μαρτίου 1832, για ποσό 300 φ. σε χαρτονομίσματα που εξαργύρωσε «με ξεπεσμόν», «προς χρήσιν των εθνικών καταστημάτων», για επισκευές, προφανώς, που είχε κάνει σε αυτά.
[46] Με το Προεδρικό Διάταγμα προστασίας του Άργους, που προωθήθηκε από το Υπουργείο Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος και δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Δ’, αρ. 401, της 20.8.1982. Τα κτίρια χαρακτηρίστηκαν ως μνημεία και με απόφαση της Υπουργού Πολιτισμού, τον Οκτώβριο του 1983 (αθηναϊκές εφημερίδες της 20 Οκτωβρίου).
[47] Αρ. 1043 της 12.11.1830.
[48] ΓΑΚ, Θρησκείας, φ. 40. Βλ. έγγραφο του Καποδίστρια αρ. 2390, της 15.6.1831 προς τον Τοποτηρητή Άργους, για συγκέντρωση «εις την δημοσίαν οικίαν» των όσων είχαν συνεισφέρει για την οικοδόμηση του Αλληλοδιδακτικού Άργους, που να εκλέξουν επιτροπή με σκοπό να εφορεύει το σχολείο αυτό (Γεν. Εφημερίς της 17.6.31, φ. 256).
[49] Της 7.6.1832 (ΓΑΚ, Γεν. Γρ., Φ. 291).
[50] ΓΑΚ, Οικονομίας, φ. 326.
[51] ΓΑΚ, Οθωνικό, Οικοδομές φ. L. 57, έγγραφα της 24.12.1834 και της 7.6.1835. Είχε δημιουργηθεί γενικότερο θέμα για τη στέγαση του Αλληλοδιδακτικού Άργους, που απασχόλησε επανειλημμένα το Υπουργ. Συμβούλιο και τον Όθωνα. Σε άλλο έγγραφο του Υπουργού Παιδείας Ι. Ρίζου προς τον Όθωνα, της 28.9.1834, προτεινόταν να γίνουν επισκευές στα κτίρια του Δημ. Καταστήματος και να στεγάσουν προσωρινά στρατιωτικό νοσοκομείο. Το κτίριο του δικαστηρίου χαρακτηρίζεται ως διώροφο οίκημα, καλά αεριζόμενο και με γερά πατώματα, αλλά δίχως εξώφυλλα και παράθυρα, με τρύπες στο ταβάνι και στο πάτωμα και με εσωτερική σκάλα που είχε δημιουργήσει ο δάσκαλος, με δικά του έξοδα. Το Υπουργ. Συμβούλιο φαίνεται πως υιοθέτησε κατ’ αρχήν τις προτάσεις του Ρίζου, αφού απόσπασμα συνεδρίασής του της 30.1.1835 αναφέρει ότι τα τρία κτίρια του Δημ. Καταστήματος, που βρίσκονται στον ίδιο περίβολο, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από τη στρατιωτική υπηρεσία (ΓΑΚ, στον ίδιο φάκελο).
[52] Βλ. άρθρο του Δημ. Βαρδουνιώτη στην εφημερίδα «Ίναχος», με τον τίτλο «Το Άργος κατά τον 19ο αιώνα» (1901), που αναδημοσιεύσαμε στο αργίτικο περιοδικό «Ελλέβορος» (καλοκαίρι του 1988). Ο Τ. Τσακόπουλος δημοσιεύει άρθρο με τον ίδιο προηγούμενο τίτλο και με… ελάχιστα παραλλαγμένο περιεχόμενο, στο περιοδικό του Άργους «Ηραία», τχ. 3, Φεβρ.-Μάρτ. 1938, αλλά και αναφορά του Ιω. Ε. Ζεγκίνη, στο έργο του ιστοριοδιφίας «Το Άργος διά μέσου των αιώνων» (έκδ. Β’, 1968, σελ. 275): «Πρώτος ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας εστόλισε το Άργος με οικοδομήματα, ανεγείρας το σημερινόν Α’ Δημοτικόν σχολείον, το σημερινόν δημαρχείον (…) και τον στρατώνα του ιππικού». Σε ερώτησή μου από πού πήρε τις πληροφορίες, μου απάντησε «από τον Βαρδουνιώτη», χωρίς να έχει σημειώσει από πού ακριβώς.
[53] «Témoignages de voyageurs et d’ artistes sur la ville et les antiquites d’ Argos», διατριβή Τρίτου Κύκλου στο Πανεπιστήμιο 10 του Παρισιού (Ναντέρ), υπό τη διεύθυνση του R. Ginouvés (1981).
[54] Φ. 94 της 25.11.1928.
[55] «Παναργειακή», ειδήσεις στα «ψιλά» των φ. 101 (24.3.1929) και 106 (2.6.1929).
[56] Σχετικό άρθρο στην εφημερίδα «Ασπίς του Άργους», 21.9.1969, σελ. 3.
[57] Φ. 304, της 6 Ιουνίου 1976.
[58] «Φείδων», φ. 315, της 5.9.1976.
[59] Η καταγγελία έγινε με το έγγραφο αρ. 21 της 22.8.1982. Δημιουργήθηκε πυκνή αλληλογραφία μεταξύ υπηρεσιών και μεταξύ ενοικιαστή και αυτών, και ένα από τα τελευταία έγγραφα του Γραφείου Πολεοδομίας Ναυπλίου, προς τη Σχολική Εφορία, για αφαίρεση πρόσθετων κατασκευών, μέσα σε… ένα μήνα, έχει τον αριθμό 14270 της 3.6.1983. Ένας χρόνος άκαρπης αποστολής χαρτιών.
[60] Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Θάρρος», αρ. 405, της 25.9.1983, και φέρει την υπογραφή του Νομάρχη Ευθ. Μασσαρά.
[61] Άρθρο του «Φείδωνα», πρωτοσέλιδο, στις 19.7.1985. Αγνοούσε ή παρίστανε ότι αγνοούσε ότι είχε ζητηθεί και δοθεί άδεια της Αρχ. Υπηρεσίας.
[62] Βλ. σχετικές ειδήσεις στις εφημερίδες «Φείδων» (6.3.1987), «Ειδήσεις» (3.9.1987), «Φείδων» (2.10.1987) και «Αργ. Βήμα» (15.7.1988).
Ο Βασίλης Κ. Δωροβίνης είναι δικηγόρος, πολιτικός επιστήμονας και ιστορικός με ερευνητικές εργασίες στον τομέα της νεότερης ιστορίας. Το 2012 βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών για τη δράση και τις μελέτες του στον τομέα της πολιτισμικής κληρονομιάς.
Περιοδικό, «Αρχαιολογία και Τέχνες» τεύχη 30-31, 1989.
Σχετικά θέματα:
- Δημοτική Νεοκλασική Αγορά Άργους
- Στρατώνες Καποδίστρια στο Άργος: Ιστορία, και μια πολιτιστική μάχη
- Μια Εύγλωττη Σύγκρουση – Στρατώνες Καποδίστρια στο Άργος, κράτος, δήμος, κόμματα, φορείς και πολίτες
- Καποδιστριακό σχολείο (1ο Δημοτικό Σχολείο Άργους)
- Το Άργος κατά τον 19ο αιώνα
- Πολιτιστικός Όμιλος Άργους (Π.Ο.Α.): 40 χρόνια μετά
- Δήμαρχοι του Άργους (1834–1951)
- Ο Καποδίστριας στο Άργος – Επισκέψεις και διαμονή του στην πόλη από το 1828 ως το 1831