Quantcast
Channel: Ιστορία – ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΑΡΧΕΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Viewing all 635 articles
Browse latest View live

Ο «Γέρος του Μοριά»: Κτίζοντας μια πατρική φιγούρα του Έθνους

$
0
0

Ο «Γέρος του Μοριά»: Κτίζοντας μια πατρική φιγούρα του Έθνους – Δημήτρης Δημητρόπουλος


 

«Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Διαβάστε στο «Ελεύθερο Βήμα»  την ανακοίνωση του κου Δημήτρη Δημητρόπουλου, στην επιστημονική συνάντηση: «Η ματιά των άλλων» – Προσλήψεις προσώπων που σφράγισαν τρεις αιώνες (18ος – 20ος), με θέμα:

«Ο Γέρος του Μοριά»: Κτίζοντας μια πατρική φιγούρα του Έθνους»

 

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Τοιχογραφίες του Μεγάρου της Βουλής, αίθουσα των Τροπαίων, ανατολικός τοίχος.

Στο τέλος του 2008 ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης γνώρισε αναπάντεχα μεγάλες δόξες, καθώς συμμετείχε – χωρίς να ερωτηθεί – σε διαγωνισμό που διεξήγαγε ο τηλεοπτικός σταθμός ΣΚΑΪ με θέμα την αναζήτηση του «μεγαλύτερου» Έλληνα από καταβολής «ελληνισμού». [1] Εκεί με το ατράνταχτο επιχείρημα ότι «έγινε κλέφτης για χάρη μας», αρίστευσε, εν αγνοία του, λαμβάνοντας 84.007 ψήφους, κατετάγη όμως τρίτος στον ευγενή αγώνα, καθώς τον ξεπέρασαν ο στρατηλάτης Μέγας Αλέξανδρος (121.011 ψήφοι) και ο γιατρός Γεώργιος Παπανικολάου (103.661 ψήφοι). Και μόνο η αναφορά των τριών πρωτευσάντων καθιστά προφανή την αφερεγγυότητα του όλου εγχειρήματος – το οποίο όμως έτυχε θερμής υποστήριξης και νομιμοποίησης από ακαδημαϊκούς ιστορικούς. Πέραν αυτού όμως, ανακύπτουν ουσιαστικά ερωτήματα, όπως: α) ποια είναι η διαδικασία που επιτρέπει από το πλήθος των προσώπων που έπαιξαν έναν ρόλο στα ιστορικά δρώμενα, κάποια από αυτά να αποκτήσουν γενική αποδοχή; και β) ποια είναι τα υλικά που επιτρέπουν να κτιστεί σταδιακά μια εθνικής εμβέλειας προσωπικότητα με υψηλό βαθμό αναγνώρισης και αποδοχής;

Αν κατασκευάζαμε ένα νοητό διάγραμμα της αποδοχής του Κολοκοτρώνη και της δημοτικότητάς του κατά τη διάρκεια της ζωής του, θα βρισκόμασταν μπροστά σε μια ενδιαφέρουσα κλιμάκωση. Από μισητός κλέφτης μέχρι τα πρώτα χρόνια του 19ου αιώνα, αποκτά κατόπιν αναγνώριση στο περιβάλλον της Φιλικής Εταιρείας και των ενόπλων που παρεπιδημούν στα Επτάνησα. Ακολούθως, στους πρώτους μήνες της Επανάστασης εδραιώνεται σταδιακά η φήμη του ως ικανού στρατιωτικού αρχηγού, η οποία απογειώνεται και απλώνεται σε όλη την Ευρώπη με την κατάληψη της Τρι­πολιτσάς και τη συντριβή του Δράμαλη το καλοκαίρι του 1822.

Η αποδοχή του γνωρίζει μετέπειτα κάμψη, όταν πρωταγωνιστεί στις εμφύλιες αντιπαραθέσεις των χρόνων της Επανάστασης. Από την εποχή αυτή και μέχρι την περίοδο της Αντιβασιλείας –με εξαίρεση τα πύρινα χρόνια του αγώνα κατά του Ιμπραήμ – ο Κολοκοτρώνης παύει να αποτελεί προσωπικότητα κοινής αποδοχής. Έχει βέβαια λαϊκό έρεισμα, στενούς φίλους και πιστούς οπαδούς, ταυτόχρονα όμως και φανατικούς, ορκισμένους εχθρούς, καθώς δρα ως ηγετική προσωπικότητα μιας από τις εκάστοτε αντιπαρατιθέμενες παρατάξεις: των στρατιωτικών, των ρωσόφιλων, των καποδιστριακών, των πολέμιων της βαυαρικής αντιβασιλείας. Η χορήγηση αμνηστίας από τον νεαρό Όθωνα, η εγκατάστασή του στην Αθήνα και η προσκόλλησή του στη βασιλική αυλή διευρύνουν το κοινό του, απαλύνουν τα παλαιά πάθη και σηματοδοτούν την πορεία ανόδου του στο εθνικό βάθρο. Η πάνδημη συμμετοχή στην κηδεία του, το Φεβρουάριο του 1843, το επιβεβαιώνει.

Ιδιαίτερο στοιχείο αποτελεί η φήμη του έξω από τον ελληνικό χώρο, η ταύτισή του, ουσιαστικά, με τον ένοπλο αγώνα και η γοητεία που ασκούσε ως ηγετική φυσιογνωμία της Επανάστασης, που έδωσαν πολλές, εξαιρετικά παραστατικές και γλαφυρές, αντιφατικές όμως και αντικρουόμενες περιγραφές. Φιλέλληνες και άλλοι, Ευρωπαίοι κυρίως, που επέλεξαν για ποικίλους λόγους να έρθουν στις εξεγερμένες περιοχές και εξέδωσαν τη μαρτυρία τους, ελκύονται από τον έλληνα πολέμαρχο και αφιερώνουν λίγα ή περισσότερα λόγια στην εμφάνιση, το χαρακτήρα, τα προτερήματα και τα ελαττώματα, τη συμπεριφορά ή τις ικανότητές του.[2]

 

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Λιθογραφία. Φανταστική απεικόνιση χαρακτηριστική της απήχησης του ήρωα στη Ρωσία. Εδώ αποδίδεται έφιππος σε ρωσική λαϊκή εικόνα (1830).

 

Ο Κολοκοτρώνης, έζησε ταυτισμένος με τα όπλα. Στα στερνά της ζωής του όμως, και κυρίως μετά το θάνατό του, υπήρξε ο ευνοημένος της πέννας. Ευτύχησε να έχει στον στενό κύκλο του συγγραφείς – αγωνιστές, τους αποκαλούμενους περιπαιχτικά από τους αντιπάλους του «κολοκοτρωνι­στές», που έδωσαν τον τόνο στη βιωματική αφήγηση του Αγώνα. Ο Ιωάννης Φιλήμων (1834 και 1859), ο Αμβρόσιος Φραντζής (1839), ο Νικόλαος Σπηλιάδης (1851), ο Φωτάκος (1858), ο Μιχαήλ Οικονόμου (1873) κ.ά., λίγα μόλις χρόνια μετά την περάτωση της Επανάστασης, υφαίνουν την εικονογραφία της· [3] και εδώ ο Κολοκοτρώνης πρωταγωνιστεί. Πρωταγωνιστεί όχι μόνο εξαιτίας του ρόλου του στην Επανάσταση, αλλά και χάρη στη ροπή που πήρε η γραπτή αφήγησή της.

Οι ηττημένοι στο πεδίο των πολιτικών συγκρούσεων οπλαρχηγοί, δικαιώνονται από την ελληνόγλωσση ιστοριογραφία του Αγώνα, η οποία, κατά μία ιδιότυπη συγκυρία, γράφεται είτε από αυτούς τους ίδιους είτε από ανθρώπους που ανήκουν στο κοντινό περιβάλλον τους. [4] Πράγματι αν σε όσους αναφέρθηκαν παραπάνω προστεθούν ο Νικ. Κασομούλης, ο Μακρυγιάννης, και όσοι έγραψαν με την πένα του Γεωργίου Τερτσέτη, [5] συγκροτείται ένα ογκώδες σώμα μαρτυριών δικαιωτικών των οπλαρχηγών.

Αντίθετα, οι πολιτικοί, οι διανοούμενοι που επικράτησαν στην εσωτερική αντιπαράθεση και επέβαλλαν τελικά το δικό τους σχεδιασμό στην Επανάσταση – με κάποιες λιγοστές εξαιρέσεις όπως του Σπ. Τρικούπη ή του Νικ. Δραγούμη– [6] δεν μετέχουν στη συγγραφή της ιστορίας της. Ο Ιωάννης Κωλέττης ή ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, για παράδειγμα, πλάθουν την ιστορία αλλά δεν τη συγγράφουν. [7] Μια προσπάθεια απάντησης έρχεται από την πλευρά των προκρίτων. Πρόσωπα όπως ο Κανέλλος Δεληγιάννης ή ο Παναγιώτης Παπατσώνης, πικραμένοι από την εξέλιξη που πήραν τα πράγματα και εξοργισμένοι απ’ όσα γράφονται ή αποσιωπούνται για την «τάξη των προκρίτων», γράφουν με πάθος για να ανασκευάσουν τις «ψευδοϊστορίες», τις «χαλιμάδες», οι οποίες, όπως καταγγέλλουν, σκοπό είχαν «να μηδενίσουν και να εξευτελίσουν τας εκδουλεύσεις και εξόχους θυσίας όλων των προκρίτων, προυχόντων και οικοκυραίων». [8] Βασικός στόχος τους ο Κολοκοτρώνης· δεν στάθηκαν όμως ικανοί ούτε να ανακόψουν το ρεύμα, [9] ούτε να αποκαθηλώσουν τον παλαιό τους κάπο.[10]

Ο Θ. Κολοκοτρώνης παρουσιάζει την ιδιαιτερότητα ότι έθεσε ο ίδιος τον θεμέλιο λίθο της μετέπειτα δικαίωσής του. Η αφήγηση του στον Γε­ώργιο Τερτσέτη, η οποία τυπώθηκε μετά το θάνατό του, το 1846, συντέ­λεσε καθοριστικά στην ανάδειξή του σε συστατική μορφή του ελληνικού έθνους. Ακόμη και ο μεγαλεπήβολος, πομπώδης αλλά και ιδιοφυής τίτλος του βιβλίου: Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836, προϊδέαζε τον αναγνώστη ότι βρισκόταν μπροστά σε κάτι διαφορετικό. Δεν ήταν απομνημόνευμα, δεν ήταν μαρτυρία, δεν ήταν καν μία ιστορία της ελληνικής επανάστασης, αλλά η αφήγηση των πεπραγμένων της εντός και εκτός συνόρων «ελληνικής φυλής» για διάστημα 66 χρόνων, από τα Ορλωφικά έως τα πρώτα χρόνια του Ελληνικού Βασιλείου.

Το βιβλίο, παρά τα προβλήματα που δημιουργούσε η προφορικότητα του λόγου του αφηγητή – συγγραφέα, θεωρήθηκε εθνική υποθήκη, γνώρισε μεγάλη διάδοση και πολλαπλές εκδόσεις· συνεχίζει άλλωστε να επανεκδίδεται με ποικίλους τρόπους μέχρι σήμερα. Ήδη όμως το 1851 ο συγγραφέας είχε νικήσει το κείμενό του. Στην επανέκδοση της αφήγησης προστίθεται χρωματιστό εξώφυλλο και ο τίτλος μεταμορφώνεται στο Ο Γέρων Κολο­κοτρώνης, μεταθέτοντας το κέντρο βάρους στο πρόσωπο του αφηγητή, ο οποίος κοσμείται πλέον και με το χάρισμα της γεροντικής σοφίας. Ο τίτλος αυτός συνάδει με το 34 σελίδων παράρτημα «Ρητά του Γέρου Κο­λοκοτρώνη», που δεν υπήρχε στην πρώτη έκδοση και περιλαμβάνει ιστορικά ανέκδοτα, ρήσεις ή γνωμικά που αποδίδονται στον Κολοκοτρώνη.

Ο εκδότης μάλιστα αισθάνεται την ανάγκη να εξηγήσει και την προσφώνηση «γέρος», που απαντά και σε άλλες μαρτυρίες των χρόνων της Επανάστασης. Δεν την αποδίδει λοιπόν στην προβεβηκυία ηλικία, αλλά ισχυρίζεται ότι: «η ονομασία γέρος του εγεννήθη, επειδή ήτο πολύξερος, έξυπνος, είχε πονηρίαις». Και συμπληρώνει: «Εις τα έθνη όπου η παιδεία δεν είναι εξαπλωμένη και η επιστήμη δεν φωτίζει τους νέους, οι γέροντες έχουν τα πρωτεία της γνώσεως· όποιος είδε προϊμώτερα τον ήλιο, έχει και πράξιν περισσότερη της ζωής».[11]

Επομένως, ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα, η πονηριά και η λαϊκή σοφία, η θυμοσοφία που δεν είναι επακόλουθο παιδείας αλλά εμπειρίας, προστίθενται στα υλικά που θα συγκροτήσουν το μετά θάνατον πορτρέτο της ιδρυτικής αυτής φυσιογνωμίας του νέου ελληνισμού. Ο Γεώργιος Τερ­τσέτης είναι βασικός εισηγητής αυτής της εικόνας, [12] η οποία τα χρόνια που ακολουθούν συνεχίζει να τροφοδοτείται με πλήθος «ανεκδότων» και περιστατικών που αποδίδονται στον Κολοκοτρώνη· μόνο ο Βλαχογιάννης ανθολογεί περί τα 140, από εφημερίδες και διηγήσεις του 19ου αιώνα. [13] Ο λόγος του Κολοκοτρώνη στους μαθητές του Ελληνικού Γυμνασίου στην Πνύκα που προδημοσιεύεται στην εφημερίδα Αιών στις 13 Νοεμβρίου 1838 και ακολούθως αναπαράγεται με διάφορους τρόπους, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ο εκδότης του Αιώνα Ιωάννης Φιλήμων σημειώνει στο προοίμιο του λόγου ότι «εγγυώμεθα το ακριβές, καθόσον δυνάμεθα να ενθυμηθώμεν».

Είναι όμως εμφανής η επέμβαση της γραφίδας του και η απόδοση στον Κολοκοτρώνη μιας διήγησης της εθνικής ιστορίας κατάφορτης από όσα εδραιώθηκαν στα κατοπινά χρόνια ως κλασικά στερεότυπά της.

Δοξαστικές βιογραφίες χωρίς αξιώσεις εμπεριστατωμένης ιστορικής τεκμηρίωσης, [14] ποιήματα, «κολοκοτρωναίικα» τραγούδια, θεατρικά έργα, σχολικά και νεανικά αναγνώσματα, ιχνογραφούν την αναγνώριση του Κολοκοτρώνη που αυξανόταν με την πάροδο του 19ου αιώνα. [15] O Αναστάσιος Γούδας τον βιογραφεί στους Βίους Παράλληλους – καταγράφει μάλιστα και ένα μύθο που εκφώνησε στην Πνύκα στο συγκεντρωμένο πλήθος –, [16] ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος και ο Παύλος Καρολίδης επαινούν τις στρατιωτικές του ικανότητες.[17]

Η γραμμή που σηματοδότησε ο ίδιος με τη Διήγησή του στον Τερτσέ­τη, υιοθετείται ένθερμα: κατασκευάζεται μία γενεαλογία της «αντίστασης» ανυπότακτων Κολοκοτρωναίων που επί αιώνες πολεμούν τον Τούρκο· η κλέφτικη παράδοση αποκαθαίρεται από την πεμπτουσία της ύπαρξής της, την κλοπή· [18] αναδεικνύεται η νικηφόρα στρατιωτική ιδιοφυΐα του Θοδωράκη· η αγνή φιλοπατρία αναγορεύεται σε μοναδική κινητήρια δύναμη των πρά­ξεών του· οι σκληρές συγκρούσεις για την κατανομή των φορολογικών προσόδων, των λειών, των μισθών των στρατιωτών αποσύρονται πίσω από το παραβάν κ.λπ. Όλα κατατείνουν επομένως στη δημιουργία ενός άλλου Κολοκοτρώνη, μιας πατρικής φιγούρας έλληνα πατριώτη, συνετού μα και γενναίου, που μπορεί να λειτουργεί ως η προσωποποίηση του έθνους.

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, σχέδιο Voutier. Δημοσιεύεται στο βιβλίο P.C.H.I. Pouqueville, “Histoire de la regeneration de la Greece’’, Παρίσι 1824.

Ο μεταλλαγμένος αυτός Κολοκοτρώνης αποτυπώνεται γλαφυρά στις απεικονίσεις του. Από τον κακομούτσουνο, αγριωπό Κολοκοτρώνη των πρώτων εκ του φυσικού σκίτσων, σταδιακά εξοικειωνόμαστε με έναν όμορφο λεβεντόγερο, στιβαρό στρατιωτικό που με περίσκεψη ατενίζει μπροστά καμαρωτός, ντυμένος συνήθως κάπως ιδιόρρυθμα: με το εντυπωσιακό γιλέκο μιας ασαφούς στρατιωτικής στολής, με φουστανέλα και μία κόκκινη περικεφαλαία, σήμα κατατεθέν του ήρωα. Η μακρά λευκή κόμη που χύνεται στους ώμους, σε συνδυασμό με την πάλλευκη ατσαλάκωτη φουστανέλα μπορεί να μην απεικονίζει ρεαλιστικά το πρόσωπο και να κατασκευάζει έναν εξιδανικευμένο τύπο μαχητή, κυριάρχησε όμως στην απεικόνισή του, καθώς αντιστοιχούσε στο νέο προφίλ του Γέρου του Μοριά.

 

Προσωπογραφία Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, έργο του Karl Krazeisen, 1828.

 

Προσωπογραφία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ελαιογραφία σε μουσαμά, 1853. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.

 

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, επιζωγραφισμένη λιθογραφία, Adam Friedel, 1830.

 

Ο Κολοκοτρώνης, λοιπόν, πορευόταν στην οδό της δόξας. Στον Μεσοπόλεμο όμως δέχεται ένα απρόσμενο πλήγμα, καθώς ξανάρχονται στην επιφάνεια παλαιές αντιθέσεις. Ο Γιάννης Βλαχογιάννης στη μελέτη του Κλέφτες του Μοριά, που εξέδωσε το 1935, σαλπίζει εναντίον των κλεφτών της Πελοποννήσου και ιδίως του πλέον ένδοξου από αυτούς, του Κολοκοτρώνη.

Το 1937 μάλιστα με τον λίβελο Ηθικά Ραπίσματα, που συγγράφει προς απάντηση του Σωκράτη Κουγέα, εκτραχύνει τη σύγκρουση. Ο Βλαχο­γιάννης με το θελκτικό αλλά και μπρούτο ύφος γραφής του, κάνει κάποιες εύστοχες επιμέρους παρατηρήσεις· συνολικά όμως συνιστά οπισθοδρόμηση στην ιστοριογραφική προσέγγιση, καθώς μετατοπίζει τη συζήτηση στην αναβίωση της παλαιάς αντιπαλότητας Ρουμελιωτών-Μοραϊτών, έκφανση της οποίας είναι και η διεκδίκηση της πρωτοκαθεδρίας του απελευθερωτικού αγώνα.

Έγραφε, έμπλεος οργής και ενθουσιασμού, στις πρώτες σελίδες της περί κλεφτών μελέτης του τα ακόλουθα που εικονογραφούν το πνεύμα και τις αντιλήψεις του ιδίου, αλλά και τα λογικά άλματα που απαιτεί η ιστοριογραφία του τύπου αυτού: «Ο Μοριάς, που έβγαλε τόσα παληκάρια και κατά τον Αγώνα και πρωτύτερα, πάντα ζήλευε μα και ζηλεύει – και τιμή του είναι γι’ αυτό – τη Ρουμελιώτικη παληκαριά, είδος Ελληνικού ιπποτισμού, που αιώνες αρματωλικής ζωής κληρονομικής – όχι Κλέφτικης μοναχά – την πλάσανε και την κάνανε τόσο όμορφη και τη στο­λίσανε με τόσες παραδόσεις και νόμους αυστηρούς, άγραφους. Μια παροιμία μοραΐτικη λέει: “Στη Ρούμελη είναι η λεβεντιά και στο Μοριά η γνώση”, και η παροιμία αυτή είναι η φυσική γνώμη του λαού του αληθινού, του Μοραΐτη, που είπε μιαν αλήθεια ιστορική».[19]

Η απάντηση των Πελοποννησίων λογίων – όχι μόνο άμεσα στον Βλα­χογιάννη αλλά συνολικά σε όσους αμφισβήτησαν την πρωτοκαθεδρία των Μοραϊτών και του πιο φημισμένου εκπροσώπου τους στον Αγώνα – υπήρξε πολυπρόσωπη αλλά ομόφωνη. Από τον Τάκη Κανδηλώρο στις αρχές του 20ού αιώνα, μέχρι τον Χρήστο Στασινόπουλο τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, τον Παν. Ζέπο, τον Τάκη Λάππα, τον Τάσο Γριτσόπουλο και τον κύκλο της Εταιρείας Πελοποννησιακών Σπουδών και της περιοδικής έκδοσης Πελοποννησιακά ή της επετηρίδας Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά, πελοποννήσιοι συγγραφείς και τοπικοί φορείς ανέδειξαν την προσωπικότητα του Κολοκοτρώνη, μέσα από μία προσέγγιση δικαιωτική και ηρωο­ποιητική.[20]

Ενδεικτική του πνεύματος αυτού είναι η αναλυτική εισαγωγή του Τάσου Γριτσόπουλου στην επανέκδοση, από την Εταιρεία Πελοπον­νησιακών Σπουδών, της Διήγησης των συμβάντων της ελληνικής φυλής. [21] Μεταφέρουμε ένα απόσπασμα, χαρακτηριστικό μιας ιστοριογραφικής αντίληψης, εμβαπτισμένης στο μύθο και ταυτοχρόνως παραγωγού μυθευμάτων: «Ομολογουμένως ο Κολοκοτρώνης υπήρξε για την αγωνιζομένην Ελλάδα δώρον του Θεού. Αλλ’ ως κύριον και βασικόν γνώρισμά του είχεν, ότι ήτον γνήσιον γέννημα του ελληνικού λαού. Εξ απαλών ονύχων ορφανός και κατατρεγμένος, εποτίσθη με όλες τις πίκρες της υποδούλου ζωής του έθνους του. Δεύτερον γνώρισμά του ήτο, ότι εκουβαλούσε μέσα του αγνήν και ανόθευτον την προτέραν παράδοσιν του εθνικού βίου και αύτη ελάμ­βανεν εκάστοτε λόγω της ευφυίας του μεγάλες διαστάσεις. Τρίτον ο ηγέτης αυτός κατά παραχώρησιν της φύσεως επύκνωνε την πίστιν και το όραμα της εθνικής ελευθερίας, δια την οποίαν ηγωνίσθη κατά την οικογενειακήν του παρακαταθήκην».[22]

 

Πορτρέτο Έλληνα αγωνιστή (ενδεχομένως του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη). Ελαιογραφία αγνώστου, 19ος αιώνας. Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα.

 

Η παραδοσιακή ιστοριογραφία λοιπόν αγκάλιασε τον Κολοκοτρώνη. Η συγγραφή μάλιστα της πολυσέλιδης, θελκτικής, μυθιστορηματικής βιογραφίας του ακαδημαϊκού Σπύρου Μελά, Ο Γέρος του Μωριά, που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1931, [23] αλλά γνώρισε συνεχείς επανεκδόσεις ως ανάγνωσμα για ενήλικες και εφήβους, ξαναέπλασε με τα παλαιά υλικά τη μορφή του αγωνιστή, φέρνοντάς την στο επίκεντρο της αφήγησης του εθνικού κλέους. Ο πρωταγωνιστικός του ρόλος στις ένοπλες εσωτερικές συγκρούσεις της Επανάστασης θεωρήθηκε μεν σφάλμα, αλλά αποδόθηκε στην επικατάρατη, «δολερή» διχόνοια, που ταλανίζει τους Έλληνες και δεν τους αφήνει να μεγαλουργήσουν. Ο θάνατος μάλιστα του γιου του, Πάνου Κολοκοτρώνη, το Νοέμβριο του 1824, κατά τη διάρκεια του αποκαλού­μενου πρώτου εμφύλιου, θεωρήθηκε ως ένα είδος εξιλέωσης, αφού αυτός τουλάχιστον πλήρωσε πολύ σκληρά για τα λάθη του: έχασε τον γιο του.

Αντίθετα, περισσότερο κριτική υπήρξε η αντιμετώπιση άλλων «λαθών» του Γέρου του Μοριά, όπως για παράδειγμα εκείνων που σχετίζονται με την κλέφτικη ζωή του. Κάποια δυσάρεστα γεγονότα που σχετίζονται με αυτήν αφήνονται να ξεγλιστρήσουν στη λήθη. Το 1946, για παράδειγμα, ο Θάνος Βαγενάς, μελετητής της Πελοποννήσου, λάτρης ο ίδιος της κλεφτουριάς, του «ηρωικού αντάρτικου κινήματος των Κλεφτών του Μοριά» όπως την χαρακτηρίζει, εκδίδει στο περιθώριο της ιστοριογραφικής και εκδοτικής κίνησης της εποχής ένα ολιγοσέλιδο φυλλάδιο, θέλοντας, με βαριά καρδιά, να αποκαταστήσει την αλήθεια γύρω από ένα γεγονός που ένιωθε ότι το σκέπαζε πέπλο σιωπής. Ο τίτλος του φυλλαδίου ρητός: Ο Θ. Κολοκοτρώνης χάλασε τα Βέρβενα και αναφερόταν βέβαια στην καταστροφή του ομώνυμου αρ­καδικού χωριού το 1806, μετά την άρνηση των κατοίκων να συνδράμουν την κλέφτικη ομάδα του Κολοκοτρώνη. Το επεισόδιο δεν ήταν άγνωστο άλλωστε, αφού με λιτό και συγκλονιστικό τρόπο το διηγείται ο ίδιος Κολο­κοτρώνης. [24] Το πέπλο όμως που ήθελε ο Βαγενάς να σηκωθεί δεν σάλεψε.

Η πολυκύμαντη ζωή του Κολοκοτρώνη, ακόμη και οι αντιφάσεις του, προσφέρουν υλικό, όπου με την κατάλληλη λάξευση σμιλεύεται το εκάστοτε επιθυμητό μήνυμα. Για παράδειγμα, η δίωξή του από τους Βαυαρούς αντι­βασιλείς, η δίκη και η καταδίκη του σε θάνατο, διευκολύνει την ένταξή του στο αντιδυναστικό κίνημα, ενώ από την άλλη πλευρά η θετική στάση του Κολοκοτρώνη απέναντι στο θεσμό της βασιλείας, μετά την ανάρρηση του Όθωνα στο θρόνο, επιτρέπει την υιοθέτησή του και από τους βασιλόφρονες.

Η δίκη του όμως είναι εκείνη που κυρίως διευρύνει τις υποδοχές ενσωμά­τωσής του στα εθνικά στερεότυπα, διότι στις ιδιότητες του σοφού και γενναίου πατριώτη προστέθηκαν και άλλες, εξίσου δημοφιλείς: του αδικημένου και του κυνηγημένου από τους ξένους. Το επαναλαμβανόμενο στερεότυπο των ξένων ολετήρων, που επιβουλεύονται την πτωχή Ελλάδα και μισούν τα πιο άξια τέκνα της, βρήκε έτσι στην περίπτωση του Κολοκοτρώνη μια από τις πιο αναγνωρίσιμες εκφράσεις της. [25] Η διελκυστίνδα «λαός – εχθροί του λαού» συνταιριάστηκε με τη σταθερά «αδικημένοι Έλληνες – άδικοι και επίβουλοι ξένοι», η οποία βρήκε αρμονικά εφαρμογή στο πρόσωπο Κολοκοτρώνη, καθώς θεωρήθηκε ότι αποτύπωνε και τη δική του διαδρομή.

Ανάλογη τύχη, αμφίδρομης αποδοχής, είχε και η σχέση του με τους κοτζαμπάσηδες. Ο Κολοκοτρώνης είναι βέβαια ηγέτης των οπλαρχηγών και συνεπώς πολέμιος των κοτζαμπάσηδων, των εχθρών του λαού, των προδοτών της Επανάστασης, σύμφωνα με μια προσφιλή «προοδευτική» ανάγνωση του 1821. Στον Κολοκοτρώνη όμως, από την άλλη πλευρά, προσγράφε­ται ότι επεμβαίνει κατευναστικά και αποτρέπει την επαπειλούμενη σφαγή των προκρίτων, τον Ιούλιο του 1821, όταν οι εξεγερμένοι στο στρατόπεδο στα Βέρνενα απαιτούν «σκότωμα στους τυράννους». [26] Και εδώ τα δύο πρόσωπά του, συγκλίνουν σε αυτό του εθνικού ήρωα.

Ο Κολοκοτρώνης υιοθετήθηκε, λοιπόν, και από την Αριστερά. Η αριστερόστροφη – μη ακαδημαϊκής προέλευσης – ιστοριογραφία αποδέχτηκε τα χαρίσματα που του είχε αποδώσει η παραδοσιακή ιστοριογραφία. Κοντά σε αυτά όμως προστέθηκαν και ορισμένες άλλες παράμετροι. Μία από αυτές αφορά την πρόσληψη της ομάδας των «στρατιωτικών» ως της αυθεντικής έκφρασης των λαϊκών δυνάμεων. Ο «λαϊκός στρατός» και συνεπώς και ο ηγέτης του, ο Κολοκοτρώνης, μέσα από προφανείς αναγωγές στα καθέκαστα νεότερων χρόνων, προβλήθηκαν ως το αντίπαλο δέος των τουρ­κολατρών εκμεταλλευτών του λαού κοτζαμπάσηδων και των διεφθαρμένων πολιτικάντηδων Φαναριωτών. Η λαϊκή καταγωγή, η διαβίωση στα όρη και κυρίως η πρότερη κλέφτικη δράση του – που διαβάστηκε με ευκολία αντάρτικη – εγγράφεται άριστα στο επιθυμητό μοντέλο και προσφέρεται για προβολές σε συγκαιρινά γεγονότα.

Ό,τι συμβόλιζε λοιπόν ο Κολοκοτρώνης ταίριαζε απόλυτα στις προτεραιότητες των χρόνων της Αντίστασης. Ενδεικτικό της απήχησης είναι ότι πριν την ΕΠΟΝ, είχε ιδρυθεί «Ενιαία Παναρκαδική Οργάνωση Νέων “Ο Κολοκοτρώνης”». [27] Ιδιαίτερα αγαπητή, καθότι προσφερόμενη σε σύγχρονες αναγνώσεις, υπήρξε και η δράση του κατά του Ιμπραήμ και η σκληρή τιμωρία όσων είχαν «προσκυνήσει» την Υψηλή Πύλη. Το παράγγελμά του «φωτιά και τζεκούρι στους προσκυνημένους» ταίριαζε να ανασυρθεί από το πιθάρι της ιστορίας, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί στα τεκταινόμενα της Κατοχής για να δικαιώσει τη δράση του ΕΛΑΣ απέναντι στους συνεργάτες των κατακτητών. [28] Λίγα χρόνια μετά, το ίδιο έπραττε και ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας για όσους υποδείκνυε ως προδότες στην εμφύλια σύρραξη. [29] Και η altera pars όμως, ο Ευάγγελος Αβέρωφ, στο γνωστό ομώνυμο βιβλίο του, σημειώνει ότι: «Η επικρατέστερη πολεμική κραυγή του Δημοκρατικού Στρατού» ήταν «Φωτιά και τσεκούρι!», την οποία αντιπαραβάλει μάλιστα στο «Ελευθερία ή θάνατος», που κατ’ εκεί­νον διαλαλούσαν οι αντίπαλοί του.[30]

Στα χρόνια αυτά και κυρίως στην μετεμφυλιακή περίοδο των απη­νών διώξεων των ηττημένων, ένα επιπλέον δεδομένο ήρθε να ενισχύσει τη θετική πρόσληψη του Κολοκοτρώνη από τον κόσμο της Αριστεράς. Η αναγόρευσή του ως αρχηγού του «ρωσικού κόμματος», και η δίκη του για μυστικές επαφές με τη Ρωσική Αυτοκρατορία και αντικρατική δράση, ενεργοποίησε κατ’ αναλογία τα αντανακλαστικά απέναντι στην τοτινή Σοβιετική Ένωση με δύο τρόπους: είτε με την έννοια του φίλου των Ρώσων είτε και με την έννοια εκείνου που υφίσταται αδίκως διώξεις, ως φίλος των Ρώσων. Την γραμμή αυτή πρόβαλε και η ηγεσία του ΚΚΕ. Έτσι στην κυριακάτικη εκπομπή του, στις 8 Μαρτίου 1952, η «Φωνή της Αλήθειας» υποστηρίζει ότι η δίκη και η καταδίκη του Νίκου Μπελογιάν­νη «φέρει στη μνήμη του κάθε Έλληνα την πολύκροτη δίκη, στην οποία καταδικάστηκε σε θάνατο ο Γέρος του Μωρηά, η ψυχή και η καρδιά της Επανάστασης του ’21», και ακολούθως αναλύει τα κοινά στοιχεία των δύο δικών.[31]

Συγγραφείς προερχόμενοι από το χώρο της Αριστεράς που θήτευσαν σε μια δημοφιλή μορφή παιδαγωγού, στρατευμένης ιστοριογραφίας ή ιστορικής έμπνευσης λογοτεχνία, όπως ο Τάκης Σταματόπουλος, [32] ο Δημήτρης Φωτιάδης [33] ή ο Βασίλης Ρώτας, [34] με βιβλία τους, που γνώρισαν μεγάλη διάδοση, υπηρέτησαν την εικόνα του «γέρου του Μοριά» ως πρότυπο αγωνιστή.

Ορισμένοι άλλοι υπήρξαν πιο επιφυλακτικοί ή και επικριτικοί. Ο Γιάν­νης Κορδάτος, για παράδειγμα, προσάπτει στον Κολοκοτρώνη ότι «σαν από μηχανής θεός κατορθώνει να σώσει τους ολιγαρχικούς από τη λαϊκή οργή», αλλά και του αναγνωρίζει ότι «εσταμάτησε το ρεύμα συνθηκολογήσεως με τον εχθρό εφαρμόζοντας επανασταστικήν τρομοκρατίαν». [35] Ο Γιώργης Λαμπρινός επαινεί τη στρατηγική του τέχνη αλλά τον εγκαλεί γιατί «συμπεθέρεψε με τους Ντεληγιανναίους και τα φτιάχνει με τους προεστούς»· [36] μαζί του συμφωνεί ο Γιώργος Βαλέτας υποστηρίζοντας ότι «άσχημο αντιλαϊκό ρόλο έπαιξε με τους συμβιβασμούς του ο Κολοκοτρώ­νης».[37]

Κάποιοι άλλοι παίρνουν αποστάσεις από επιμέρους ενέργειές του, παρότι του αναγνωρίζουν αγαθές προθέσεις. Για παράδειγμα, μιλώντας για την είσοδό του στο Εκτελεστικό μετά τη Β΄ Εθνοσυνέλευση, ο Λεωνίδας Στρίγκος υποστηρίζει ότι «αντί να στηριχτεί στις λαϊκές μάζες καταφεύ­γει σε πολιτικούς συμβιβασμούς με σκοπό, όπως σκέφτεται, να διασπάσει τους κοτζαμπάσηδες», [38] ενώ ο Τάσος Βουρνάς θεωρεί ότι «ο Κολοκοτρώ­νης από τη μία συμβιβαστής στην πολιτική του κι από την άλλη πονηρός, νομίζοντας ότι μπορεί από τα μέσα να τους διαβρώσει, δέχεται [να πάρει τη θέση του αντιπροέδρου]».[39]

Ο Πέτρος Ρούσος [40] και ο Γιώργης Ζεύγος – πιο γνήσιοι εκφραστές της κομματικής ορθοδοξίας – του προσάπτουν συμβιβαστική τακτική απέναντι στους κοτζαμπάσηδες, ακόμη και αντιλαϊκό ρόλο· τον θεωρούν εντούτοις «μεγάλο πολέμαρχο», «αρχηγό της αγροτιάς», και του αναγνωρίζουν «ότι εφαρμόζει την ταχτική του κλεφτοπόλεμου και δε διστάζει να βάλει σε ενέργεια την επαναστατική τρομοκρατία». [41] Ακόμη άλλωστε και ο ίδιος ο Ν. Ζαχαριάδης φέρνει τους Κολοκοτρωναίους σαν υπόδειγμα εθνικών αγωνιστών.[42]

Σήμερα το διαδίκτυο είναι ένας ακόμη δείκτης της αποδοχής του Θ. Κολοκοτρώνη. Εκατοντάδες ηλεκτρονικές σελίδες είναι αφιερωμένες σε αυτόν, ανατροφοδοτώντας μια απλοϊκή, δοξαστική πρόσληψή του. Όπως είναι αναμενόμενο πολλές από τις ιστοσελίδες αυτές εδρεύουν στην Πελοπόννησο, ξεχωριστή θέση όμως του επιφυλάσσουν και ιστότοποι ακροδεξιού και εθνικιστικού περιεχομένου. Πέρα όμως από τον εικονικό κόσμο του διαδικτύου, η κοινή αποδοχή στο πρόσωπό του αποτυπώνεται και με πιο παραδοσιακούς τρόπους, όπως στην πληθώρα εκδηλώσεων και άλλων εκφράσεων τιμής, που εξακολουθούν ενάμισι αιώνα μετά το θάνατό του.

Διαφήμιση της Vespa, από το περιοδικό Η κοινή γνώμη και η Σφυγμομέτρησις. Μάρτιος, 1955, Περίοδος Β΄, αριθ. φύλλου 21, σ. 2.

Επίσημοι κρατικοί θεσμοί επέλεξαν να φιλοτεχνηθεί η μορφή του σε χαρτο­νομίσματα, νομίσματα και γραμματόσημα. Το πορτραίτο του κατέχει περίοπτη θέση ανάμεσα στους ήρωες του 1821 σε σχολικές αίθουσες, γιορτές, διαλέξεις, ομιλίες, ποικίλα έντυπα. Κινηματογραφικά ή θεατρικά έργα ή ακόμη και διαφημίσεις χρησιμοποίησαν τη μορφή του για να προβάλλουν επίκαιρα ποικίλου χαρακτήρα μηνύματα[43]. Ο θυμόσοφος γέρος με την περικεφαλαία έγινε αγαπημένη φιγούρα των σκιτσογράφων.

 

Ναύπλιο, ο Κολοκοτρώνης έφιππος. Φωτογραφία: Γιώργος Αντωνίου.

 

Οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης έδωσαν το όνομά του σε δρόμους και πλατείες· μόνο στην Αθήνα και στους όμορους Δήμους, μία πρόχειρη καταμέτρηση έδειξε ότι περίπου πενήντα δρόμοι και πέντε πλατείες φέ­ρουν το όνομά του. Διάφοροι φορείς θεώρησαν ότι έπρεπε ο ανδριάντας ή η προτομή του να κοσμούν δημόσιους χώρους. [44] Οι πλέον διάσημοι είναι οι δίδυμοι ορειχάλκινοι έφιπποι ανδριάντες, έργα του γλύπτη Λάζαρου Σώ­χου, που τοποθετήθηκαν το 1901 και 1904 αντιστοίχως σε κεντρικές πλα­τείες της Αθήνας και του Ναυπλίου. Πλήθος άλλοι ανδριάντες έχουν όμως τοποθετηθεί στην Τρίπολη, στα Δερβενάκια, στη Θεσσαλονίκη και αλλού. Το ίδιο συμβαίνει και με προτομές του που έχουν τοποθετηθεί σε γειτονιές της Αθήνας, συνιστώντας απτό μάρτυρα μιας εν υπνώσει ιστο­ρικής μνήμης .

 

Ο έφιππος Κολοκοτρώνης στην Τρίπολη

 

Ήταν όμως πραγματικά ο Κολοκοτρώνης αυτή η οικεία φιγούρα του «Γέρου του Μοριά»; Ή ακόμη, υπάρχει αποκλειστικά ένας Κολοκοτρώνης, αφού προσωπικότητες της δικής του εμβέλειας μετά την αποδημία τους «εις τας αιωνίους μονάς», ξεκινούν μια νέα ζωή στο μάταιο τούτο κόσμο, μια ζωή μέσα από τα μάτια και τα μυαλά των «άλλων», η οποία υφίσταται τις ρυτίδες που φέρνει ο χρόνος, εμπεριέχει όμως την ελπίδα της αναγέννησης, όταν τα γεγονότα και οι συγκυρίες το επιτρέψουν;

 

Υποσημειώσεις


[1] Ως συνοδευτικό, υποστηρικτικό υλικό για την παρουσίαση καθεμιάς από τις δέκα επικρατέστερες προσωπικότητες, ο τηλεοπτικός σταθμός είχε δημιουργήσει ένα ωριαίο ντοκιμαντέρ και ένα βιβλίο. Για τον Κολοκοτρώνη βλ. Βασιλική Μπιζά­κη, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, πρόλογος Θάνος Βερέμης, εισαγωγή Ιωάννης Κολιό­πουλος, Μεγάλοι Έλληνες, τ. 3, Αθήνα, ΣΚΑΪ Βιβλίο, 2009.

[2] Βλ. Maxime Raybaud, Mémoires sur la Grèce pour servir à l’histoire de la guerre de l’ Ιndépendance, accompagnés de plans topographiques, τ. Α΄, Παρίσι 1824, σ. 380-381· J. D. Elster, Το τάγμα των Φιλελλήνων, μετάφρ. Χρ. Οικονόμου, Αθήνα 2010, σ. 68-70· Γ. Ζώρας, Έκθεσις Ολλανδού προξένου περί των γεγονότων της ελληνικής επαναστάσεως κατά τα έτη 1821 και 1822 (ανακοίνωσις αγνώστου κειμένου), Αθήνα 1976, σ. 25-27 [α΄ έκδοση Παρνασσός 18 (1976), σ. 276-307]· Ζ. Μανζάρ, «Αναμνήσεις από τον Μοριά», μετάφρ. Γ. Τσουκαλάς, Απομνημονεύματα αγωνιστών του ’21, τ. 20, Αθήνα χ.χ., σ. 167-168· Φρ. Τιρς, Η Ελλάδα του Καποδίστρια, μετάφρ. Απ. Σπήλιος, τ. Α΄, Αθήνα, εκδ. Αφοί Τολίδη, χ.χ., σ. 176-179, 193-195· Γ. Φίνλεϋ, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, μετάφρ. Αλ. Παπαδιαμάντης, επιμ. Αγγ. Μαντάς, τ. Α΄, Αθήνα, Βουλή των Ελλήνων, 2008, σ. 417· Κυριακή Μαμώνη, «Χαρακτηρισμοί Πελοποννησίων και αρχηγών του Αγώνα στην Πελοπόννησο από τα κείμενα των Φιλελλήνων (1821-1829)», Πρακτικά του Α΄ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, τ. Γ΄, Αθήνα 1976-1978, σ. 54-55· Απ. Βακαλόπουλος, Επίλεκτες βασικές ιστορικές πηγές της ελληνικής επαναστάσεως, τ. Β΄, Θεσσα­λονίκη 2000, σ. 406-407 (μαρτυρία του C. M. Schrebian).  Κάποιες μαρτυρίες Ελλήνων και ξένων της εποχής για τον Κολοκοτρώνη βλ. επίσης συγκεντρωμένες στο Δ. Δημητρόπουλος, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, στη σειρά: Οι ιδρυτές της Νεότερης Ελλάδας, αρ. 2, επιμ. Βασ. Παναγιωτόπουλος, Αθήνα, Τα Νέα, 2009, σ. 102-105.

[3] Ενδεικτικά: Ιω. Φιλήμων, Δοκίμιον ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρίας, Αθήνα 1834· Αμβρόσιος Φραντζής, Επιτομή της ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελλάδος, τ. 1-4, Αθήνα 1839· Φ. Χρυσανθόπουλος (Φωτάκος), Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, Αθήνα 1858· Ιω. Φιλήμων, Δοκίμιον ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. 1-4, Αθήνα 1859-1861· Μιχαήλ Οικονόμου, Ιστορικά της ελληνικής παλιγγενεσίας ή Ο ιερός των Ελλήνων αγών, Αθήνα 1873.

[4] Στο φιλικό προς τον Θ. Κολοκοτρώνη περιβάλλον εντάσσονται αρκετά απομνημονεύματα αγωνιστών που εκδόθηκαν είτε από τους ίδιους, ενώ ακόμη ήσαν εν ζωή, είτε μεταγενέστερα. Ενδεικτικά Στ. Ι. Στεφανόπουλος, Απομνημονεύματα τινά της Επαναστάσεως του 1821, Τρίπολη 1864· Αναγνώστης Κοντάκης, Απομνη­μονεύματα, επιμ. Εμμ. Πρωτοψάλτης, Απομνημονεύματα Αγωνιστών του ’21, τ. 11, Αθήνα, Γ. Τσουκαλάς, 1955· Θεόδωρος Ρηγόπουλος, Απομνημονεύματα από των αρχών της Επαναστάσεως μέχρι του έτους 1881, επιμ. Αθ. Φωτόπουλος, Αθήνα 1979. Στην ίδια γραμμή πλεύσης κινείται και η μαρτυρία του γιου του, Γενναίου [Γενναίος Θ. Κολοκοτρώνης, Απομνημονεύματα, επιμ. Εμμ. Πρωτοψάλτης, Αθήνα 1955 και του ίδιου, Απομνημονεύματα (χειρόγραφον δεύτερον 1821-1862), εισαγωγή Εμμ. Πρωτοψάλτης, Αθήνα, ΓΑΚ, 1961].

[5] Τα κείμενα των Μακρυγιάννη και Κασομούλη παρέμειναν ανέκδοτα μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα όταν τα εξέδωσε ο Γ. Βλαχογιάννης (Μακρυγιάννης, Απομνημονεύματα, εισαγωγή Γ. Βλαχογιάννης, τ. Α΄-Β΄, Αθήνα, 1907· Νικ. Κασομούλης, Ενθυμήματα στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821-1833, επιμ. Γ. Βλαχογιάννης, τ. Α΄-Γ΄, Αθήνα 1939-1942). Ο Γ. Τερτσέτης εξέδωσε την αφήγηση του Θ. Κολοκοτρώνη (Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836, Αθήνα 1846) και πολλά χρόνια μετά το θάνατό του εκδόθηκε και η αφήγηση του Νικηταρά (Ντίνος Κονόμος, Βίος Νικήτα Σταματελόπουλου ή Νικηταρά. Καταγραφή Γεωργίου Τερτσέτη εκ τεσσάρων νέων χειρογράφων, Αθήνα 1953).

[6] Σπ. Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. Α΄-Δ΄, Λονδίνο 1853-1857· Ν. Δραγούμης, Ιστορικαί αναμνήσεις, τ. Α΄-Β΄, Αθήνα 1874. Ειδική περίπτωση αποτελεί ο Π. Π. Γερμανός, καθώς το απομνημόνευμά του συγγράφεται ενόσω διαρκεί ακόμη ο Αγώνας, ο θάνατος όμως του συγγραφέα, το 1826, δεν του επιτρέπει να γνωρίσει την τελική έκβαση της Επανάστασης. Το κείμενο εκδόθηκε πρώτη φορά το 1837 στην Αθήνα από τον Καλλίνικο Καστόρχη, Υπομνήματα περί της Επαναστάσεως της Ελλάδος από του 1820 μέχρι του 1823 και έκτοτε γνώρισε αρκετές επανεκδόσεις· σημειώνεται όμως ότι έχει αμφισβητηθεί η πατρότητα του κειμένου.

[7] Ο Αλ. Μαυροκορδάτος μαρτυρείται ότι συνέγραφε Ιστορία της Επαναστάσεως την οποία όμως δεν εξέδωσε ποτέ, βλ. Χρ. Λούκος, «Εισαγωγή», Το ανέκδοτο Ημερολόγιο του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου Μόναχο – Βερολίνο (1834-1837), Αθήνα, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων – Μουσείο Μπενάκη, 2011, σ. 10.

[8] Καν. Δεληγιάννης, Απομνημονεύματα, τ. Α΄, Απομνημονεύματα Αγωνιστών του ’21, τ. 16, Αθήνα, Γ. Τσουκαλάς, 1955 (α΄ έκδοση Αθήνα 1854), σ. 180-181. Το απομνημόνευμα του Παν. Παπατσώνη εκδόθηκε πολύ μετά το θάνατό του (Παν. Παπατσώνης, Απομνημονεύματα από των χρόνων της Τουρκοκρατίας μέχρι της Βασιλείας του Γεωργίου Α΄, επιμ. Εμμ. Πρωτοψάλτης, Αθήνα, ΓΑΚ, 1960).

[9] Διάσπαρτη είναι η σκληρή κριτική απέναντι στους Κολοκοτρωναίους στους οποίους αφιερώνονται πολλές σελίδες, βλ. ενδεικτικά Δεληγιάννης, Απομνημονεύματα, τ. Α΄, σ. 36-46, 123-124, 179-182, 194-196 κ.α.

[10] Η τάση αυτή της εκ των υστέρων δικαίωσης των ηττημένων παρουσιάζει νομίζω ενδιαφέρουσες αναλογίες με την περί τον Εμφύλιο ιστοριογραφία όπου, τριάντα χρόνια μετά την ήττα, βρέθηκε να κυριαρχεί ο λόγος όσων έχασαν τον πόλεμο. Ας αναλογιστούμε την «αγιοποίηση» του Α. Βελουχιώτη ή του Ν. Μπελογιάννη, για να αναφερθούμε σε δύο μόνο χαρακτηριστικές προσωπικότητες της Αριστεράς.

[11] [Θ. Κ. Κολοκοτρώνης], Ο Γέρων Κολοκοτρώνης, Αθήνα 1851, σ. 273.

[12] Πέραν του ίδιου του τρόπου έκδοσης της αφήγησης του Θ. Κολοκοτρώνη και ιδίως των επανεκδόσεων που ακολούθησαν, βλ. επίσης και άλλα κείμενα του Γ. Τερτσέτη, Εξακολούθησις των προλεγομένων εις τα υπομνήματα του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη, Αθήνα 1852 και Ντ. Κονόμος, «Γεωργίου Τερτσέτη. Ανέκδοτη σκια­γραφία του Κολοκοτρώνη», Ελληνική Δημιουργία 6 (1950), σ. 571-573 (επανέκδοση στον τόμο Ντ. Κονόμος, Γεώργιος Τερτσέτης. Ανέκδοτα κείμενα, Αθήνα, Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, 1959, σ. 105-110).

[13] Γ. Βλαχογιάννης, Ιστορική Ανθολογία, επανέκδ.-επιμ. Άλκης Αγγέλου, Αθή­να, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, Εστία, 2000, σ. 526 κ.ε.

[14] Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα δημοσιεύονται μία σειρά τέτοιου τύπου κείμενα, βλ. ενδεικτικά: [Ανώνυμος], Ιστορία του Θ. Κολοκοτρώνη και του υιού του Γενναίου Κολοκοτρώνη, Αθήνα 1889· Επαμ. Κωτσονόπουλος, Λόγος πανηγυρικός εκφωνηθείς κατά τα αποκαλυπτήρια του ανδριάντος του Στρατάρχου της Ελλάδος Θεοδώρου Κολοκοτρώνη τη 23-4-1901, Αθήνα 1901· Γ. Τσοκόπουλος, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Αθήνα 1904· Θεμ. Αποστόλου, Ιστορία του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη ενδόξου στρατηγού των Πελοποννησίων κατά την μεγάλην υπέρ της παλιγγενεσίας του ελληνικού έθνους επανάστασιν του 1821, Κωνσταντινούπολη 1909.

[15] Η παλαιότερη ίσως έκδοση κολοκοτρωναίικου τραγουδιού είναι το τρισέλιδο φυλλάδιο Το άσμα του Κολοκοτρώνη που εκδόθηκε το 1822 στο Παρίσι. Σχετικά τραγούδια συγκέντρωσε ο Κ. Ρωμαίος, «Τα τραγούδια των Κολοκοτρωναίων», Πελοποννησιακά 1 (1956), σ. 409-440 και 2 (1957), σ. 379-413. Για τα θεατρικά βλ. ενδεικτικά: Θ. Δ. Κληρονόμος, Αντ. Ι. Αντωνιάδης, Ο αρχιστράτηγος Κολοκο­τρώνης, ήτοι, Κολοκοτρώνης πολιορκητής της Τριπόλεως: δράμα εις πράξεις τέσσαρας, Αθήνα 1904.

[16] Α. Γούδας, Βίοι Παράλληλοι, τ. Η΄, Αθήνα 1876, σ. 81-120 (ο μύθος στις σ. 104-105).

[17] Τις σχετικές κρίσεις συγκεντρώνει ο Τάσος Γριτσόπουλος, «Τα απομνημο­νεύματα», στο Θ. Κολοκοτρώνης, Διήγησις, σ. 77-79.

[18] Βλ. σχετικά Αλέξης Πολίτης, Το Δημοτικό τραγούδι. Κλέφτικα, Αθήνα, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, Ερμής, 1981, σ. ιβ΄- ιη΄.

[19] Γ. Βλαχογιάννης, Κλέφτες του Μοριά, επανέκδοση στη σειρά: Άπαντα των Νεοελλήνων Κλασσικών, αρ. 4, επιμ. Γ. Κουρνούτος, Αθήνα [1966] (α΄ έκδ. Αθήνα 1935), σ. 13.

[20] Βλ. Τ. Κανδηλώρος, Η δίκη του Κολοκοτρώνη και η επανάστασις της Πελοποννήσου, Αθήνα 1906· Χρ. Στασινόπουλος, Ο αληθινός Κολοκοτρώνης, ιστορική κριτική μελέτη, Αθήνα 1958· Τάκης Λάππας, Κολοκοτρώνης. Βιογραφία του στρατάρχη του Μοριά, Αθήνα 1967· Παν. Ζέπος, «Θεόδωρος Κολοκοτρώνης», Πε­λοποννησιακά 8 (1971), σ. 1-14. Τη σχετική βιβλιογραφία μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα, συγκέντρωσε ο Θ. Βαγενάς, «Κολοκοτρωνική βιβλιογραφία», Χρονικά του Μοριά 3 (1954-1956), σ. 25-30.

[21] Τ. Γριτσόπουλος, «Τα απομνημονεύματα», στο Θ. Κολοκοτρώνης Διήγησις, σ. 1-112.

[22] Στο ίδιο, σ. 1-2.

[23] Σπ. Μελάς, Ο Γέρος του Μωριά: Βιογραφία, τ. Α΄-Β΄, Αθήνα, Σαλίβερος, 1931.

[24] Κολοκοτρώνης, Διήγησις, σ. 19. Βλ. σχετικά και Θ. Βαγενάς, Ο Θ. Κολοκο­τρώνης χάλασε τα Βέρβενα, Αθήνα 1946, σ. 1-28.

[25] Εκπομπή του παράνομου ραδιοφωνικού σταθμού του ΚΚΕ, «Φωνή της Αλήθειας», στις 24 Οκτωβρίου 1954, αναφερόμενη στη «ρετσινιά του κατασκόπου που φορτώνουν στους πατριώτες οι προδότες και οι προσκυνημένοι», μετέ­διδε κείμενο που αντλούσε επιχειρήματα από την πρόσφατη ελληνική ιστορία. Εκεί ειπώθηκε και το εξής: «Μήπως τον αθάνατο Γέρο του Μωριά που σάλπισε στεντόρεια “φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους” και διαφέντεψε την επανάσταση στην πιο κρίσιμή της ώρα και το γενναίο στρατηγό Πλαπούτα δεν τους στείλανε οι αγγλόδουλοι και βαυαροπροσκυνημένοι στο δικαστήριο για προδότες, δεν τους καταδικάσανε σε θάνατο και δεν σώθηκαν μόνο χάρη στην παλλαϊκή κατακραυγή και στην υπέροχη στάση τέτοιων τιμημένων δικαστών σαν τον Πολυζωΐδη και τον Τερτσέτη», Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ), Αρχείο Ραδιοφωνικού Σταθμού «Φωνή της Αλήθειας», Ειδικές Εκπο­μπές, 26, φ. 2.

[26] Φιλήμων, Δοκίμιον, τ. Δ΄, σ. 87-93· Σπηλιάδης, Απομνημονεύματα, τ. Α΄, σ. 213· Μένδελσον Βαρθόλδη, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, μετάφρ. Ηλίας Οικονομόπουλος, Αθήνα 1894, σ. 350-351.

[27] Η πληροφορία αναφέρεται σε αχρονολόγητη – μεταπελευθερωτική όμως – 11σέλιδη έκθεση του Συμβουλίου Περιοχής Πελοποννήσου της ΕΠΟΝ προς το Κε­ντρικό Συμβούλιο της οργάνωσης, όπου γίνεται αναφορά στην ιστορία του αντιστα­σιακού κινήματος νέων στην περιοχή. ΑΣΚΙ, Αρχείο ΚΣ της ΕΠΟΝ, έγγρ. Α287, φ. 1.

[28] Βλ. για παράδειγμα κείμενο του Γρ. Φιδά, με τίτλο «Εφιάλτες» που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ξεκίνημα της Καλαμάτας τον Οκτώβριο του 1944, σ. 8-9, μετά δηλαδή από όσα είχαν διαδραματιστεί στις συγκρούσεις του ΕΛΑΣ με τα Τάγματα Ασφαλείας στην πρωτεύουσα της Μεσσηνίας και στον Μελιγαλά. Εκεί επαινείται ο Κολοκοτρώνης για την τακτική που εφάρμοσε κατά των προδοτών: «Όμως ο Κολοκοτρώνης μας έδωσε την πιο ταιριαστή λύση. Στους προδότες φωτιά και τσεκούρι. Η νεολαία και ο λαός τόνιωσε. Πριν ακόμα ξελεφτερωθεί ο τόπος μας το τσεκούρι άρχισε να καθαρίζει όσους ανάμεσά μας είχε λερώσει η προδοσία. Χιλιάδες ύπουλοι και φανεροί, φριχτοί και λαομίσητοι προδότες βρήκαν το θάνατο που τους άξιζε».

[29] Δημοσίευμα στην εφ. Ριζοσπάστης, 24 Νοεμβρίου 1946.

[30] Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας, «Φωτιά και τσεκούρι!», Ελλάς 1946-1949 και τα προηγηθέντα, β΄ έκδ., Αθήνα, Εστία, 1974, σ. 242.

[31] Βλ. ΑΣΚΙ, Αρχείο Ραδιοφωνικού Σταθμού «Φωνή της Αλήθειας», Ειδικές Εκπομπές, 26, φ. 1. Επίσης στις 24 Οκτωβρίου 1954 η «Φωνή της Αλήθειας», μετέδιδε τα εξής: «Όργανα των Σλάβων οι κομμουνιστές, πληρωμένοι με ρουσικά ρούβλια οι δημοτικιστές κι ο Κολοκοτρώνης ακόμα πράχτορας των Ρώσων. […] Κατηγορήθηκε μαζί με τον Πλαπούτα ότι “προδίδοντες την εθνικήν ανεξαρτησίαν υπέγραψαν και παρακίνησαν και άλλους να υπογράψουν παράκλησιν προς την Ρωσίαν επί σκοπώ καταργήσεως της Αντιβασιλείας κλπ.” Το ίδιο παληό παμπάλαιο τροπάρι ξανάρχισαν σήμερα αυτοί που προδίνουν και ξεπουλάν την Ελλάδα ενά­ντια στους πατριώτες αγωνιστές που πιάσανε». Βλ. ΑΣΚΙ, Αρχείο Ραδιοφωνικού Σταθμού «Φωνή της Αλήθειας», Ειδικές Εκπομπές, 26, φ. 2.

[32] Βλ. Τάκης Σταματόπουλος, Οι τουρκοπροσκυνημένοι και ο Κολοκοτρώνης, Αθήνα, εκδ. Κάλβος, χ.χ. και πολλαπλές αναφορές στο τετράτομο έργο του ιδίου Ο εσωτερικός αγώνας, τ. Α΄-Δ΄, β΄ έκδοση, Αθήνα, Κάλβος, 1975.

[33] Το αφήγημα του Δ. Φωτιάδη, Η δίκη του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα, εκδόθηκε το 1962 από τις εκδόσεις Κυψέλη και έκτοτε έχει γνωρίσει μέχρι σήμερα δεκάδες επανεκδόσεις.

[34] Ο Βασίλης Ρώτας υπήρξε συγγραφέας του θεατρικού έργου «Κολοκοτρώνης ή η νίλα του Δράμαλη» που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην Επιθεώρηση Τέχνης, τχ. 8 (1955), σ. 129-144, 9 (1955), σ. 209-224, 10 (1955), σ. 305-320, 11 (1955), σ. 385-400, 12 (1955), σ. 493-503. Συνέγραψε επίσης τα κείμενα του πολύ δημοφι­λούς εικονογραφημένου εντύπου «Κολοκοτρώνης», που εκδόθηκε από στη σειρά των Κλασσικών Εικονογραφημένων των εκδόσεων Πεχλιβανίδη, σε εικονογράφηση Κ. Γραμματικόπουλου στα μέσα της δεκαετίας του 1950.

[35] Γ. Κορδάτος, Η κοινωνική σημασία της ελληνικής επαναστάσεως του 1821, Αθήνα 1977 (α΄ έκδ. Αθήνα 1924), σ. 187 και 177 αντιστοίχως.

[36] Γ. Λαμπρινός, Μορφές του Εικοσιένα, δ΄ έκδ., Αθήνα, Τοξότης, 1956, σ. 79-80.

[37] Γ. Βαλέτας, Το προδομένο Εικοσιένα, β΄ έκδ., Αθήνα, Φιλιππότη, 1979, σ. 47.

[38] Λ. Στρίγκος, Η Επανάσταση του Εικοσιένα, Αθήνα, Θεμέλιο, 1966, σ. 137- 138.

[39] Τ. Βουρνάς, Ιστορία της νεώτερης Ελλάδας. Από την Επανάσταση του 1821 ως το κίνημα του Γουδί (1909), Αθήνα, Αφοί Τολίδη, χ.χ., σ. 127.

[40] Ο Π. Ρούσος, Ζητήματα της ιστορίας μας. Διαμόρφωση του Ελληνικού έθνους, Δοκίμια, χ.τ., Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις, 1955, σ. 134-135, γράφει πως ο Κολοκοτρώνης ήταν ο πιο αντιπροσωπευτικός αρχηγός της αγροτιάς ή υποστηρίζει ότι η «άρχουσα τάξη φυλάκισε το μεγάλο πολέμαρχο της Επανάστα­σης (σ. 235).

[41] Βλ. Γ. Ζεύγος, Σύντομη μελέτη της νεοελληνικής ιστορίας, Μπούλκες 1948, σ. 53.

[42] Το παραθέτει ο Ζεύγος, στο ίδιο, σ. 53.

[43] Μία από τις πιο χαρακτηριστικές χρήσεις του Θ. Κολοκοτρώνη για τις ανάγκες μιας σύγχρονης θεατρικής παράστασης απαντά στο έργο του Ιάκ. Καμπα­νέλη «Το Μεγάλο μας Τσίρκο» που ανέβηκε με μεγάλη επιτυχία από το θίασο Κ. Καζάκου και Τζένης Καρέζη τον Ιούνιο του 1973. Οι παραστάσεις διακόπηκαν τον Οκτώβριο του ίδιου έτους από το τότε δικτατορικό καθεστώς. Το ρόλο του Κολο­κοτρώνη ερμήνευε ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος.

[44] Μία μη συστηματική διερεύνηση – κυρίως μέσω διαδικτύου – έδειξε ότι αν­δριάντες ή προτομές του Κολοκοτρώνη υπάρχουν σε δημόσιους χώρους σε Δήμους της Αττικής όπως Αθήνα (Παλαιά Βουλή και Α΄ Νεκροταφείο), Χολαργό, Νέα Φιλα­δέλφεια, Χαϊδάρι, Παπάγου, Μαρούσι, Δάφνη.

 

Δημήτρης Δημητρόπουλος

 Διευθυντής Ερευνών – Τομέας Νεοελληνικών Ερευνών – Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών/ΕΙΕ

 «Η ματιά των άλλων» – Προσλήψεις προσώπων που σφράγισαν τρεις αιώνες (18ος – 20ος). Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών. Αθήνα, 2012.

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

Σχετικά θέματα:

 

 


Προεπαναστατικές Πραγματικότητες – Η Οικονομική κρίση και η Πορεία προς το Εικοσιένα

$
0
0

Προεπαναστατικές Πραγματικότητες – Η Οικονομική κρίση και η Πορεία προς το Εικοσιένα – Βασίλης Κρεμμυδάς, «Μνήμων», τόμ. 24 (2002)


 

Σε δημοσίευμα μου του 1976 [1] είχα προσπαθήσει να αναδείξω την έκταση και το βάθος μιας κρίσης των νέων κυρίως οικονομικών δραστηριοτήτων των Ελλήνων, υπηκόων του σουλτάνου ή μοναρχών της Ευρώπης, κατά τη δεύτερη δεκαετία του 19ου αιώνα, την τελευταία δηλαδή πριν από την έκρηξη της Επανάστασης του 1821, είχα επίσης επιχειρήσει να συνδέσω την κρίση με την Επανάσταση, προτείνοντας να υποθέσουμε ότι επιτάχυνε την έναρξη της.

Κυρίως όμως προσπάθησα να περιγράψω ένα κλίμα συνολικότερης κρίσης, με τις ρίζες του στην κρίση των οικονομικών δραστηριοτήτων, το οποίο διαχύθηκε με μεγάλη ταχύτητα και έθιξε διαμορφωμένες κοινωνικές σχέσεις και εξουσίες, οικονομικές, ιδεολογικές και πολιτικές, προκειμένου να προτείνω ένα νέο αναλυτικό, εκτός από εννοιολογικό, εργαλείο για την καλύτερη κατανόηση του Εικοσιένα: οι νέες πραγματικότητες του ελληνισμού, που άρχισαν να διαμορφώνονται από τα μέσα του 18ου αιώνα, με χρονικό σημείο ωρίμανσης και ακμής τους την τελευταία δεκαετία του και την πρώτη του 19ου αιώνα, άρχισαν να βυθίζονται σε σοβαρή κρίση μετά το 1810, η οποία, όπως θα δούμε σ’ αυτό εδώ) το δημοσίευμα, ανέδειξε και πολλά αδιέξοδα, και, πάντως, η Επανάσταση δεν οργανώθηκε και δεν κηρύχθηκε μέσα σε κλίμα γενικής ανόδου και ευφορίας, παρά μέσα σε κατάσταση γενικευμένων περίπλοκων προβλημάτων και αδιεξόδων.

 

«Ο Θεμιστοκλής», υδατογραφία, έργο του Αντωνίου Ε. Κριεζή (1872-1944). Αντίγραφο από έργο του Antoine Roux που φιλοτεχνήθηκε στη Μασσαλία το 1811. Ο πίνακας απεικονίζει το μπρίκι Θεμιστοκλής της νήσου Ύδρας με ρωσική σημαία. Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδας.

 

Στο δημοσίευμα εκείνο έχουν αποτυπωθεί ιστοριογραφικά δεδομένα και αιτήματα της εποχής του, όπως σε κάθε δημοσίευμα. Έκτοτε, η ιστοριογραφική πείρα και εμπειρία που συσσωρεύθηκαν είναι πλούσιες. Αυτά, καθώς και η αίσθηση ότι η ώρα για τη σύνταξη μιας νέας Ιστορίας του Εικοσιένα έχει πια έρθει, με κάνουν να επανέλθω στο ζήτημα που με είχε απασχολήσει το  1976: [2] πολλές από τις επιφυλάξεις που διέκριναν τότε παρατηρήσεις και υποθέσεις μου πρέπει τώρα να αρθούν κρίσιμα ζητήματα που απλώς τέθηκαν τότε είναι τώρα δυνατόν να εξεταστούν αναλυτικότερα και διεισδυτικότερα, κάποιες παρατηρήσεις για συνολικότερα αιτήματα του ελληνισμού, κυρίως αυτό για την ανάγκη να δημιουργηθεί εθνική αγορά, πρέπει τώρα να διαβαστούν κάπως διαφορετικά, ενώ νέα τεκμήρια ανέδειξαν και άλλες όψεις της κρίσης, που την εμφανίζουν περισσότερο αδιέξοδη. Αυτά είναι η δική μου διεκδίκηση από αυτό εδώ το μελέτημα, το οποίο όμως δεν είναι δυνατό να διαβαστεί ανεξάρτητα από εκείνο του 1976 [3].

Και ας προστεθεί ότι τώρα η ματιά έχει περιοριστεί στη ναυτιλία και στο θαλάσσιο εμπόριο, όπου με λίγα νέα αρχειακά τεκμήρια και με την περαιτέρω επεξεργασία ήδη γνωστών είναι δυνατό να τοποθετήσουμε το πρόβλημα σε περισσότερο βάθος και μεγαλύτερη έκταση. Για άλλους τομείς οικονομικών δραστηριοτήτων δεν έχουν προκύψει νέα τεκμήρια, εξηγείται, ωστόσο, πιο κάτω ότι οι εμποροναυτιλιακές δραστηριότητες επηρέαζαν σημαντικό μέρος και της παραγωγής και της έξω απ’ αυτές κυκλοφορίας. Χρειάζεται και μια τελευταία διευκρίνιση: η παρακμή των ναυτιλιακών δραστηριοτήτων του δυτικού ελληνικού χώρου (Μεσολόγγι, Ήπειρος) συνέβη πολύ ενωρίτερα, στα μέσα του 18ου αιώνα, οφείλεται σε διαφορετικούς λόγους και δεν έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με αυτήν του Αιγαίου, για πολλούς λόγους, είναι ένα διαφορετικό γεγονός.

Έγινε πιο πάνω λόγος για κρίση των νέων ελληνικών οικονομικών δραστηριοτήτων αυτές είναι η ανάπτυξη πολύ ισχυρής εμπορικής ναυτιλίας και η διεξαγωγή εμπορίου με ευρωπαϊκή και μεσογειακή διάσταση, η δημιουργία και ακμή νέας βιομηχανικής παραγωγής, η οργάνωση μοντέρνων οικονομικών σχημάτων και θεσμών και η ένταξη τους στις οικονομικές σχέσεις που διαμορφώνονταν στην Ευρώπη, τη μητρόπολη της παγκόσμιας αγοράς.

Δεν είναι, δηλαδή, αλήθεια ότι έχουμε να κάνουμε με μια απλή κρίση του σιτεμπορίου που ασκούσαν τα ελληνικά πλοία: θα δούμε στη συνέχεια ότι έχουμε να κάνουμε με γεγονός βαθύτερο και συνολικότερο. Είναι όμως αλήθεια ότι η κρίση εκδηλώθηκε με μεγαλύτερη έμφαση στη ναυτιλία, επειδή σε αυτήν είχε εκφραστεί αρτιότερα ο χαρακτήρας των νέων οικονομικών δραστηριοτήτων αυτή ήταν κάτι σαν η συνισταμένη τους. Για να κατανοήσουμε καλύτερα την έκταση και το χαρακτήρα της κρίσης στην προεπαναστατική ναυτιλία, πρέπει να ξέρουμε, εκτός από τον οικονομικό ρόλο, το σχήμα της λειτουργίας της: γνωρίζουμε τώρα καλά και τα δύο.

Ξέρουμε δηλαδή ότι ο λόγος ύπαρξης του προεπαναστατικού [4] ελληνικού [5] πλοίου ήταν η διεξαγωγή εμπορίου από το ίδιο, η λειτουργία του δηλαδή ως εμπόρου· να είναι μεταφορικό μέσο δικών του εμπορευμάτων, περιστασιακά μόνον ξένων.  [6] Και ξέρουμε ότι λειτουργία του προεπαναστατικού ελληνικού πλοίου σημαίνει ταυτόχρονη λειτουργία δύο εταιρειών, μιας μεταφορικής και μιας εμπορικής, ή μιας εταιρείας της πλοιοκτησίας και μιας του φορτίου· ότι μέτοχοι των δύο εταιρειών ήταν τα ίδια πρόσωπα, όπως το ίδιο πρόσωπο ήταν διαχειριστής και των δύο εταιριών και ταυτόχρονα ένας από τους κύριους μετόχους τους και καπετάνιος του πλοίου· ότι οι εργαζόμενοι στο πλοίο λογίζονταν ως εργαζόμενοι και για τις δύο εταιρείες· και ότι μόνον στην εταιρεία του φορτίου υπήρχαν και «έμμεσοι» μέτοχοι, αυτοί που συμμετείχαν δηλαδή στο σχηματισμό του εταιρικού μεριδίου των άμεσων μετόχων και που δεν είχαν να λογαριαστούν παρά με τον άμεσο μέτοχο στον οποίο κατέβαλαν τα χρήματα τους.

Κάτι άλλο που ξέρουμε τώρα καλά είναι ότι η επένδυση στις δύο εταιρείες γινόταν κεχωρισμένως (άπαξ στην εταιρεία της πλοιοκτησίας, ανά ταξίδι στην εταιρεία του φορτίου), αλλά οι αποδόσεις και των δύο υπολογίζονταν ενιαία και μόνον επί των πεπραγμένων της δεύτερης: διαχωρισμός του μεταφορικού από το εμπορικό κέρδος (το ίδιο και στην περίπτωση ζημίας) δεν ήταν δυνατός από τον τρόπο λειτουργίας του πλοίου.[7]

 

Η ναβέτα του Νικολάου Μπόταση από τις Σπέτσες. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.

 

Αυτό το σχήμα οργάνωσης της ελληνικής εμποροναυτιλιακής επιχείρησης οδηγούσε σε πλήρη κατάρρευση της, αν η εταιρεία του φορτίου δοκίμαζε μακρόχρονη κρίση· ακόμη και μία ατυχής εμπορική πράξη συμπαρέσυρε αυτομάτως στην ατυχία και την εταιρεία της πλοιοκτησίας: οι αποδόσεις του επενδυμένου εφοπλιστικού κεφαλαίου ήταν πλήρως συναρτημένες με τις αποδόσεις του επενδυμένου στο ταξίδι εμπορικού κεφαλαίου· η κακή απόδοση του δεύτερου σήμαινε αυτομάτως το ίδιο και για το πρώτο. Είναι αυτό ακριβώς που συνέβη: η δυσμενής για το ελληνικό εμπόριο πολιτική συγκυρία έφερε την κάμψη των εμπορικών εργασιών και τη μείωση των κερδών των εμπορικών πράξεων, καθώς και την αύξηση του κόστους λειτουργίας των δύο εταιρειών και ανέδειξε τα αδιέξοδα και του συγκεκριμένου οργανωτικού σχήματος και του «υπόδουλου» ελληνικού κεφαλαίου· και τελικά, ανέδειξε τα αδιέξοδα ενός ολόκληρου ελληνικού κόσμου.

Η δυσμενής πολιτική συγκυρία, για την οποία ο λόγος, είναι πολύ γνωστή και γι’ αυτό αρκούν δυο λόγια: η διαφαινόμενη από το τέλος της δεκαετίας του 1800 λήξη της πολεμικής περιπέτειας στην Ευρώπη έφερε τη σταδιακή ανάκτηση των πριν από το 1789 εμπορικών θέσεων τους από τις ευρωπαϊκές εμπορικές δυνάμεις σε ολόκληρη τη Μεσόγειο – και στις δικές τους εθνικές αγορές, εννοείται-, χωρίς να έχει σημασία για το ζήτημα που μας απασχολεί εδώ αν οι συσχετισμοί παρέμειναν ίδιοι, διαφοροποιήθηκαν ή ανατράπηκαν αν, αλλιώτικα, κάθε χώρα ανέκτησε την ίδια θέση, ως χώρο και ως ισχύ. Έχει όμως σημασία ότι ένα κενό το οποίο επιτυχώς είχε καλύψει η νέα ελληνική οικονομική δραστηριότητα άρχισε να ξανακαλύπτεται απ’ αυτούς που το είχαν αφήσει.

Η κρίση στην ελληνική ναυτιλία, την κυριότερη νέα οικονομική δραστηριότητα με έδρα τον υπόδουλο ελληνικό χώρο και χαρακτηριστικότερο δείκτη της οικονομικής ανάπτυξης του, οφείλεται στη ραγδαία κάμψη του όγκου των εμπορικών εργασιών της:[8] παντελής απουσία ανταγωνιστικότητας στο πεδίο των εμπορικών ανταλλαγών, αδυναμία δηλαδή συμμετοχής στις καταμεριστικές διαδικασίες της παγκόσμιας αγοράς, μολονότι τα οικονομικά δεδομένα (ισχυρό κεφάλαιο), η οργάνωση (μοντέρνα εταιρικά σχήματα) και η πολύχρονη διεθνής πείρα το επέτρεπαν.

Αναλόγως ραγδαία ήταν και η κάμψη των κερδών αυτό είναι ένα λεπτό ζήτημα και πρέπει να εξετάζεται με προσοχή, γιατί έχει οδηγήσει σε παρανοήσεις. Στην περίπτωση του εμπορίου που έκανε το ελληνικό πλοίο έχουμε κάμψη των κερδών κάθε εμπορικής πράξης και κάθε επιχειρηματία που είχε επενδύσει σε εμπορική πράξη. Το μεγάλο πρόβλημα της ελληνικής ναυτιλίας δεν ήταν αυτό, παρά ήταν η μεγάλη μείωση των εμπορικών πράξεων: όταν ένα πλοίο δεν κινείται και δεν εμπορεύεται, δεν μπορούμε να μιλούμε για κάμψη των κερδών μιλούμε στην περίπτωση αυτή για ακινησία ή και νέκρωση των κεφαλαίων και της επιχειρηματικής δραστηριότητας.

Γι’ αυτό, το μέγεθος και ο χαρακτήρας της κρίσης δεν πρέπει να αναζητούνται στο ποσοστό κέρδους επί του επενδυόμενου κεφαλαίου, αλλά στις επενδυτικές διεξόδους του συνόλου του διαθέσιμου κεφαλαίου· στην πρώτη περίπτωση η μείωση των κερδών θα μπορούσε να αποδοθεί στην κάμψη των τιμών, ιδιαίτερα αν το κεφάλαιο επενδυόταν στο εμπόριο ενός μόνον εμπορεύματος, των σιτηρών για παράδειγμα, μια πρακτική που λόγω της πολιτικής και οικονομικής συγκυρίας εφάρμοζε το ελληνικό πλοίο, κάτι όμως που δεν εξηγεί ικανοποιητικά το συνολικό γεγονός της κρίσης.

Και πράγματι μερικοί ερευνητές έχουν αποδώσει την κρίση στην εμπορική ναυτιλία στην κάμψη των τιμών των σιτηρών. Εντούτοις, αυτό που ξέρουμε είναι ότι κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα έχουμε ραγδαία άνοδο των τιμών – και των σιτηρών -, που κατά περιπτώσεις έφτασε και στον τριπλασιασμό, με κυμάνσεις: απότομη άνοδος γύρω στο 1815 και κάμψη, ως προς αυτήν την άνοδο, από το 1819.[9]

Η οικονομική κρίση στο εμπόριο και στη ναυτιλία δημιουργούσε πολύ σοβαρό πρόβλημα με εκτεταμένες συνέπειες, επειδή αυτοί οι οικονομικοί τομείς είχαν γνωρίσει στα χέρια των Ελλήνων τόσο μεγάλη ανάπτυξη, ώστε εν πολλοίς άλλαξαν το σύνολο των οικονομικών πραγματικοτήτων του υπόδουλου ελληνισμού και επηρέασαν τις αντίστοιχες του παροικιακού, και προετοίμασαν την οργάνωση μεγάλων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, μεγάλου εμπορίου και μεγάλης ναυτιλίας. Αυτός είναι και ο λόγος που έκανε την κρίση να απλωθεί σε ευρύτατα κοινωνικά στρώματα, αυτά που είχαν συνδέσει την υπόσταση τους με τις νέες οικονομικές δραστηριότητες, πολύ περισσότερο που σε χώρους ευμάρειας και αυξημένης ζήτησης μεταποιημένων αγαθών η παραγωγή τους είχε φτάσει να υπακούει σε προωθημένη εξειδίκευση και παραγωγική ιεράρχηση.[10]

 

Τα πλοία «Αγ. Νικόλαος» και «Ποσειδών» της οικογένειας Χατζηανάργυρου από τις Σπέτσες. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.

 

Στο πρώτο επίπεδο των άμεσων επιπτώσεων, η κρίση ανέδειξε κοινωνικές εντάσεις με χαρακτηριστικά ταξικής σύγκρουσης και προκάλεσε εκφυλισμό του θεσμικού ιστού μέσω του οποίου είχε επί μακρό χρόνο διασφαλιστεί η ηθική της οικονομικής δράσης, έστω και με τη χρήση εθιμικών πραγματικοτήτων, χωρίς αυτό να είναι ο κανόνας. Δεν είναι χωρίς σημασία ότι στις Σπέτσες, για παράδειγμα, ναυτικός νόμος χρειάστηκε να συνταχθεί και να εφαρμοστεί μόλις το 1814, επειδή, όπως στον ίδιον λέγεται, «τον περασμένον χρόνον ηκολούθησαν πολλαί αταξίαι εις την συρμαγιά, [11] πράγμα ασυνήθιστον…», [12] ενώ στην Ύδρα, η οποία διέθετε σχετικό νόμο από το 1804, χρειάστηκε να γίνει νέος, το 1818, προκειμένου να ρυθμιστούν σε νέα βάση, λόγω της κρίσης ασφαλώς, ζητήματα εταιρικών και εργασιακών σχέσεων και να εφαρμοστούν αυστηρότερες διατάξεις αστικού δικαίου: [13] η κρίση είχε αναδείξει προβλήματα και στους κόλπους του κεφαλαίου. Κάτι, που μπορεί να εξηγηθεί αν έχουμε υπόψη τις πολύ μεγάλες μειώσεις των αποδόσεων των ταξιδιών: το 1818 και το 1819 μερίδια και τόκοι κεφαλαίων κινήθηκαν σε επίπεδα κατά 60%-65% κατώτερα απ’ αυτά που προβλέπονταν στο νόμο.[14]

Δυστυχώς, είναι πολύ λίγα αυτά που γνωρίζουμε για την κρίση στο ανεξάρτητο από τη ναυτιλία εμπόριο και εξακολουθούμε να αγνοούμε την κατάσταση στο εσωτερικό εμπόριο του ελληνικού χώρου, στο βαθμό που αυτό δεν επηρεαζόταν από την κρίση στη ναυτιλία, στη βιομηχανία και βιοτεχνία και στις συναφείς δραστηριότητες. Ξέρουμε, για παράδειγμα, για αθρόες χρεωκοπίες ελληνικών επιχειρήσεων της ευρύτερης περιοχής της Σμύρνης, όπου έλληνες έμποροι εκμεταλλεύονταν την πίεση που αισθάνονταν οι γάλλοι βιομήχανοι υφασμάτων να διεκδικήσουν μερίδιο στις μεγάλες αγορές της ανατολικής Μεσογείου από το σχεδόν κυρίαρχο πια αγγλικό εμπόριο, αγόραζαν μεγάλες ποσότητες εξολοκλήρου επί πιστώσει και πουλούσαν σε πολύ χαμηλές τιμές: στην πραγματικότητα ανταγωνίζονταν τους εκεί εγκατεστημένους γάλλους εμπόρους που πουλούσαν τα ίδια εμπορεύματα. Το αποτέλεσμα ήταν να αδυνατούν να αποσβέσουν τα χρέη τους: [15] ήταν, ασφαλώς, αυτή η συμπεριφορά απόρροια δυσπραγίας των εμπορικών δραστηριοτήτων τους.

Μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η πορεία της ναυπήγησης υδραίικων και σπετσιώτικων πλοίων κατά τη δεκαετία 1811-1821 (πίνακες 1 και 2):[16]

 

πίνακες 1 και 2

 

Όσο προχωρούμε προς το 1821 και όσο η κρίση βαθαίνει, τόσο αυξάνει ο αριθμός των ναυπηγούμενων πλοίων είναι κάτι που το ξέρουμε ήδη, ότι τα αργούντα κεφάλαια επενδύθηκαν κυρίως σε καινούρια καράβια. Είναι πάντως αξιοσημείωτο ότι κατά την τριετία 1818-1820, όταν δηλαδή η προετοιμασία της Επανάστασης προχωρούσε με καλπασμό, οι Υδραίοι ναυπήγησαν πάνω από το 50% και οι Σπετσιώτες το 40% των πλοίων της δεκαετίας.[17]

Ακόμη πιο αξιοσημείωτη όμως είναι η πορεία του κόστους παραγωγής του πλοίου: την ώρα που σε ολόκληρο τον ελληνικό χώρο οι τιμές ανεβαίνουν, στους κεντρικούς χώρους της κρίσης και στο κεντρικότερο παραγωγικό σημείο τους οι τιμές κάμπτονται σημαντικά και το κόστος παραγωγής συμπιέζεται· στην Ύδρα διαπιστώνεται συνεχής καθοδική πορεία σε όλη τη δεκαετία, που έφτασε στο 40% από το πρώτο στο τελευταίο έτος της, ενώ στις Σπέτσες παρατηρούνται ισχυρές κυμάνσεις, που έφτασαν στο 41 % από το μέγιστο στο ελάχιστο, το 1816, για να καταλήξουν σε ένα τελικό 22 %.

 

Κατασκευή πλοίων

 

Η ερμηνεία του γεγονότος δεν μπορεί να αναζητηθεί έξω από την κρίση: το υπό επένδυση κεφάλαιο πίεσε όλους τους παράγοντες της ναυπήγησης, από την πώληση των υλικών κατασκευής μέχρι την πώληση της εργασίας, οι οποίοι επίσης βρίσκονταν σε κατάσταση κρίσης, προκειμένου να επιτύχει το χαμηλότερο κόστος παραγωγής πλοίων. Είναι χαρακτηριστικό ότι δύο πλοίων που κατασκευάστηκαν για λογαριασμό υδραίων εφοπλιστών το 1822, όταν η επανάσταση βρισκόταν σε πλήρη και επιτυχή ανάπτυξη, αλλά οι εμπορικές δραστηριότητες της ναυτιλίας σε ακόμη βαθύτερη κρίση από πριν, το κόστος παραγωγής είχε καταρρεύσει στα 157 τάληρα του ενός και στα 134 του άλλου,[18] από πάνω από τα 500 που ήταν.

Κάτι άλλο που ενδιαφέρει και προκύπτει από τις πληροφορίες μας είναι το συνολικό ύψος των επενδύσεων στην παραγωγή πλοίων κατά τη δεκαετία της κρίσης: 794.440 τάληρα οι Υδραίοι, 702.945 οι Σπετσιώτες, δηλαδή κάτι ανάμεσα σε πέντε και έξι εκατομμύρια γρόσια από κάθε νησί.[19] Η παρατήρηση που μπορεί να κάνει, κανείς είναι ότι ένα τόσο ισχυρό κεφάλαιο δε στάθηκε ικανό να αποτρέψει την κρίση, τη δική του και εκτεταμένων οικονομικών δραστηριοτήτων και, χωρίς αμφιβολία, δεν ήταν το μόνο διαθέσιμο, μολονότι η αναπαραγωγή του μειωνόταν χρόνο με το χρόνο σε υψηλά ποσοστά.

Ας επανέλθουμε σε κάτι ειπωμένο: το εμπόριο και η ναυτιλία κινητοποιούν ως οικονομικές δραστηριότητες ευρύτατες κοινωνικές δυνάμεις· από τον υλοτόμο, το χαμάλη, τη ράφτρα και τον αγωγιάτη μέχρι τον τεχνικό, τον κατασκευαστή, τον ιδιοκτήτη αποθηκών και το φύλακα· από τον παραγγελιοδόχο και τον έμπορο της Οδησού και του Λιβόρνου μέχρι το μικροεπενδυτή, το μεγαλέμπορο και το μεγαλοεφοπλιστή· μαζί, και όσους αφορούσαν οι δραστηριότητες αυτές.

Το συντριπτικά μεγαλύτερο τμήμα αυτού του κόσμου, ο οποίος με την πλήρη ένταξη του ή και με την απλή συμμετοχή του και τη σύνδεση του με τις νέες οικονομικές δραστηριότητες του ελληνικού χώρου και του ελληνισμού είχε συγκροτήσει, ως σύνολο, τις νέες κοινωνικές πραγματικότητες και υπέστη αμέσως τον κλονισμό από την κρίση, δεν είχε τη δυνατότητα να την αντέξει επί μακρό χρονικό διάστημα και βρέθηκε σε αδιέξοδο· [20] όπως σε αδιέξοδο βρέθηκε και το κεφάλαιο. Μόνο που το πρώτο ήταν ένα αδιέξοδο με μόνη διέξοδο τη σύγκρουση· το δεύτερο, την άμυνα: η αρχική λαϊκή δυσαρέσκεια μετατράπηκε γρήγορα σε κοινωνική αναταραχή.

Τα γεγονότα – έκφραση του συγκρουσιακού κλίματος που διαμορφωνόταν είναι λίγο-πολύ γνωστά, για μερικά έχουμε ήδη μιλήσει· τα γνωρίζουμε εμμέσως περισσότερο, από τα μέτρα, οικονομικά και θεσμικά, που έλαβαν οι τοπικές οικονομικές και πολιτικές εξουσίες. Με κέντρο των παρατηρήσεων μας τις εμποροναυτιλιακές δραστηριότητες πάντοτε, γνωρίζουμε ότι τα περισσότερα μέτρα απέβλεπαν στην εκτόνωση της κοινωνικής έντασης και στην αποτροπή της λαϊκής εξέγερσης. Προς την κατεύθυνση της αποτροπής αυτής της τελευταίας απέβλεπαν μέτρα όπως η δωρεάν διανομή τροφίμων στους εξαθλιωμένους ανέργους, [21] η οργάνωση άσκοπων και επιζήμιων ταξιδιών [22] και η, σκόπιμη και επιζήμια επίσης, αύξηση του αριθμού των πληρωμάτων σε όσα πλοία εργάζονταν.

Σ’ αυτό το τελευταίο πρέπει, να μείνουμε λίγο περισσότερο. Ξέρουμε ότι ο αριθμός των τόνων χωρητικότητας που αναλογούσε σε κάθε μέλος πληρώματος των ελληνικών πλοίων που κινήθηκαν στο λιμάνι της Οδησσού στα χρόνια 1816-1820 υπολειπόταν από τον αντίστοιχο των αγγλικών πλοίων, στο ίδιο λιμάνι και στην ίδια περίοδο, κατά 43,42%· και ότι κατά την περίοδο 1821-1835 το ποσοστό αυτό μειώθηκε δραστικά: 12,07 %. Γενικότερα, κατά τη δεύτερη δεκαετία του 19ου αιώνα, στο σύνολο της ελληνικής ναυτιλίας, η σχέση πλήρωμα-χωρητικότητα βάρυνε συνεχώς υπέρ του πληρώματος, αναλογούσαν δηλαδή όλο και περισσότεροι τόνοι χωρητικότητας σε κάθε μέλος πληρώματος· από το 1821 η σχέση αυτή άρχισε να κινείται αντίστροφα και μάλιστα, όπως είπαμε, δραστικά.[23]

Ας επιχειρήσω μια εξήγηση: κατά τα τελευταία πριν από το 1821 χρόνια, προκειμένου να αντιμετωπίσουν την αυξανόμενη κοινωνική πίεση από την ανεργία των ναυτικών, που όπως είπαμε δεν έπληξε μόνον αυτούς, οι πλοιοκτήτες αύξαναν τον αριθμό των πληρωμάτων των πλοίων, προκαλούσαν δηλαδή συνειδητά και προγραμματισμένα αύξηση του κόστους της εμπορικής πράξης-[24] από το 1821 η Επανάσταση απορρόφησε την ανεργία, μαζί με τα δεμένα ή μισοαπασχολούμενα καράβια, τα οποία μετατράπηκαν αμέσως σε πολεμικά: η Επανάσταση ανέλαβε τελικά το οικονομικό κόστος της κρίσης και, ταυτόχρονα, ενσωμάτωσε στο χαρακτήρα της – χωρίς να την απορροφήσει – την κοινωνική ένταση.

Αξίζει στο σημείο αυτό να διαβάσουμε μια σχετική με αυτό το ζήτημα παρατήρηση του Κ. Παπαρρηγόπουλου: «Μετά την ειρήνην του 1815, επειδή εξέλιπον αι αφορμαί των δαψιλών κερδών, οι ναυτικοί όχλοι, οι αποταμιεύματα μη έχοντες, εδυσφόρουν επί τη αργία αυτών και απορία, ου μόνον εν Ύδρα, αλλά και εν Σπέτσαις· εν Ύδρα δε επί τοσούτον αφήνιασαν, ώστε αυτοί πρώτοι εκήρυξαν την έναρξιν του αγώνος του 1821. Και όμως οι πρόκριτοι αμφοτέρων των νήσων, προϊσταμένου του περιφανούς Υδραίου Λαζάρου Κουντουριώτου, κατώρθωσαν δι’ όλης της Επαναστάσεως να πηδαλιουχήσωσιν… τα πλήθη δια μόνης της ηθικής επιρροής, ην ανέκαθεν εκτήσαντο, πολιτευθέντες προς τον λαόν ως πατέρες και αδελφοί και σύντροφοι».[25]

Το σχήμα λειτουργίας της προεπαναστατικής ελληνικής ναυτιλίας, η ταυτόχρονη δηλαδή λειτουργία, στην ίδια εμπορική πράξη, μιας μεταφορικής και μιας εμπορικής εταιρείας, δεν μπορούσε να ευδοκιμήσει παρά με συνεχή εργασία και υψηλές αποδόσεις· αυτό το είδος σύμπραξης δύο διαφορετικού περιεχομένου εταιρειών συμπίεζε κάπως το κόστος λειτουργίας και των δύο, οι αποδόσεις όμως έπρεπε να προσφέρουν κέρδος και στο μεταφορικό μέσο και στον επ’ αυτού έμπορο: επρόκειτο για δύο διαχωρισμένες επενδύσεις που ανέμεναν το κέρδος από τη μία εταιρεία, αυτήν του φορτίου, του πλοίου δηλαδή με την ιδιότητα του ως εμπόρου, που όμως έπρεπε να κερδίσει και ως μεταφορικό μέσο. Σε αυτό ακριβώς το σημείο είναι που κατέρρευσε το σύστημα, επειδή χαλάρωσε δραματικά ο ρυθμός των εργασιών  – η μείωση των αποδόσεων θα είχε περιορισμένες επιπτώσεις, αν συνεχίζονταν οι εμπορικές εργασίες με τους προηγούμενους ρυθμούς: τώρα, ακόμη και υψηλά κέρδη αν απέφεραν τα, όλο και λιγότερα, ταξίδια, το κενό από την απώλεια των εμπορικών θέσεων θα ήταν αδύνατο να καλυφθεί.

 

«Το βρίκιον Άρης», στο Μουσείο Μπενάκη, έργο του François Geoffroi Roux (1881).

 

Η κρίση των εμποροναυτιλιακών δραστηριοτήτων ξεκίνησε λοιπόν από την εταιρεία του φορτίου- από το πλοίο – έμπορος και όχι από το πλοίο – μεταφορικό μέσο. Πρέπει να μελετήσουμε καλά το συγκεκριμένο αδιέξοδο· γιατί έχουμε πει και ξέρουμε περισσότερα για την ανεργία, τη φτώχεια και την κοινωνική έκπτωση, που ήταν το ένα αδιέξοδο από την κρίση, λιγότερο όμως έχουμε εξετάσει το άλλο, το εξίσου σοβαρό αδιέξοδο, που ήταν τα συσσωρευμένα και αργούντα μετά την έναρξη της κρίσης κεφάλαια, τόσο όσα είχαν επενδυθεί σε πλοία, εγκαταστάσεις κ.λπ., όσο και αυτά που βρίσκονταν σε επενδυτική αναμονή.

Γι’ αυτά λοιπόν, σύμφωνα με όσα είπαμε λίγο πριν, μία διέξοδος θα ήταν να διαχωριστούν οι δύο συμπίπτουσες λειτουργίες, να εγκαταλειφθεί η εταιρεία-φορτίο και να λειτουργήσει το ελληνικό πλοίο ως μεταφορικό μέσο και να επιδιώξει ανταγωνιστικό μερίδιο στη διεθνή αγορά των ναύλων, όπου την επιτυχία καθόλου δεν πρέπει να την υποθέσουμε απίθανη· θα είχε έτσι απολεσθεί η δυνατότητα αναπαραγωγής του εμπορικού τμήματος του συσσωρευμένου κεφαλαίου ως τέτοιου, όχι όμως και του εφοπλιστικού.

Για μια τέτοια αλλαγή υπήρχαν δύο, προφανώς ανυπέρβλητα, στο άμεσο μέλλον, εμπόδια: η λογική της λειτουργίας του προεπαναστατικού ελληνικού πλοίου, αυτή που το έκανε πανίσχυρο, ήταν εμπορική, όχι ναυτιλιακή, δηλαδή μεταφορική,[26] και η εγκαθίδρυση μιας άλλης απαιτούσε χρόνο και θεσμικές αλλαγές σε κρατικό επίπεδο· όμως, μας είναι γνωστό ότι στη λογική οργάνωσης των οικονομικών σχέσεων, στην οικονομική πολιτική, δηλαδή, του οθωμανικού κράτους μερκαντιλιστικές και λιμπεραλιστικές λογικές δε χωρούσαν ως ασύμβατες μ’ αυτήν[27] και η χρήση σημαίας μιας χωράς που η οικονομία της λειτουργούσε με βάση αυτά τα δόγματα θα έκανε το ελληνικό πλοίο να εκκινεί από υψηλότερο κόστος.

 

Ιωάννης Αλταμούρας (1852-1878), «Καΐκι στις Σπέτσες», λάδι σε μουσαμά, 29Χ39 εκ. Εθνική Πινακοθήκη & Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτζου.

 

Θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς δύο ακόμη διεξόδους για τα συγκεκριμένα κεφάλαια, με εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα και περιεχόμενο. Η μία συνιστούσε ένα είδος «επιστροφής» και υποδήλωνε αποδοχή της «ήττας»: να επενδυθούν τα αργούντα συσσωρευμένα κεφάλαια σε γη- κάτι όμως που δεν αποτελούσε απάντηση ούτε για τα ήδη επενδυμένα κεφάλαια (το είπαμε: πλοία, εγκαταστάσεις κ.λπ.), ούτε για το κοινωνικό πρόβλημα. Η δεύτερη δεν βρισκόταν σε τίποτε άλλο απ’ αυτό που έλειψε την ώρα της κρίσης: στην κρατική προστασία. Η δημιουργία εθνικού κράτους σήμαινε επανάσταση.[28] Η Επανάσταση ενσωμάτωσε, πράγματι, κι’ αυτό το είπαμε, την κοινωνική ένταση, απορρόφησε τα αργούντα πλοία, όπως και τα αργούντα κεφάλαια και την ανεργία· για τα κεφάλαια, επενδυμένα και αργούντα, προσφερόταν ως μια ενδιαφέρουσα επένδυση. Γενικότερα, η Επανάσταση ανέλαβε να εξοφλήσει το κόστος, το υλικό και το ιδεολογικό, της οικονομικής κρίσης.

Στο αίτημα για ίδρυση μοντέρνου εθνικού, δηλαδή αστικού, κράτους, εμπεριέχεται η ανάγκη για οργάνωση εθνικής αγοράς, όχι με την περιοριστική έννοια του εθνικού χώρου ανταλλαγής εμπορευμάτων – το εμπόριο και η ναυτιλία είναι περισσότερο διεθνικές οικονομικές δραστηριότητες -, αλλά κυρίως με την έννοια της θεσμικής οργάνωσης των «εθνικών» οικονομικών δραστηριοτήτων· κάτι που αφορούσε και ενδιέφερε και τον, σε κρίση επίσης, αλλά για διαφορετικούς λόγους, εκτός ελληνικού χώρου ελληνισμό.[29]

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Βασίλης Κρεμμυδάς, «Η οικονομική κρίση στον ελλαδικό χώρο στις αρχές του 19ου αιώνα και οι Επιπτώσεις της στην Επανάσταση του 1821», Μνήμων 6 (1976) 16-33.

[2] Δεν πρέπει να κρύψω ότι σ’ αυτό πολύ συνέβαλαν και οι επανειλημμένες παροτρύνσεις φίλων, οι οποίοι γνωρίζουν την καταρχήν άρνηση μου να ξαναεπεξεργάζομαι αυτοτελώς παλαιά δημοσιεύματα μου.

[3] Αυτός είναι ο λόγος που εδώ δε γίνεται καμιά επιμέρους παραπομπή στο περιεχόμενο του, αφού τούτο συνεχίζει εκείνο. Πάντως, καθόλου δεν είναι στις προθέσεις μου να προκαλέσω σύγκριση δύο ιστοριογραφικών στιγμών που απέχουν μεταξύ τους τουλάχιστον 27 χρόνια, μολονότι κάτι τέτοιο δεν είναι ίσως δυνατό να αποτραπεί.

[4] Με την ίδια λογική λειτούργησε και στη διάρκεια του Εικοσιένα και για δύο περίπου δεκαετίες κατόπιν.

[5] Μέχρι την ίδρυση ελληνικού κράτους με το «ελληνικό» πλοίο δεν μπορούμε να ορίζουμε άλλο από την εθνικότητα της πλοιοκτησίας, ανεξάρτητα από τη σημαία με την οποία ταξίδευε.

[6] Αντ. Λιγνός, Ιστορία της νήσου Ύδρας, τ. Α’, Αθήνα 1946, σ. 601: «Δεν εταξίδευον τα πλοία της Ύδρας επί ναύλω, ειμή εν’ αρχή· αλλ’ εταξίδευον και εμπορεύοντο δι’ ίδιον λογαριασμόν και προς ίδιον κέρδος». Οι σχετικές αρχειακές αναφορές είναι άφθονες. Πρόχειρα: Β. Κρεμμυδάς, Αρχείο Χατζηπαναγιώτη, Αθήνα 1973

[7] Ας μου επιτραπεί να παραπέμψω στα γνωστά: Β. Κρεμμυδάς, Ελληνική ναυτιλία 1776-1835, τ. Β’, Αθήνα, Ιστορικό Αρχείο – Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, 1986, σ. 20-25, 54-55, 58-65″ του ίδιου, «Όψεις της τσακώνικης κοινωνίας (1784-1821)», Χρονικά των Τσακώνων, Γ’ (1969) 17-31″ και του ίδιου, Αρχείο Χατζηπαναγιώτη, ό.π., σ. 70-104, passim.

[8] Όλες οι πληροφορίες που διαθέτουμε για την κίνηση ελληνικών πλοίων στα λιμάνια της Μεσογείου μαρτυρούν για τη μεγάλη κάμψη: Β. Κρεμμυδάς, Ελληνική ναυτιλία 1776- 1835, τ. Α’, Αθήνα, Ιστορικό Αρχείο – Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, 1985.

[9] Ας αρχίσουμε με μια πληροφορία που μας δίνει, ο γάλλος υποπρόξενος στο Ναύπλιο De Saint André (Archives du Ministère des Affaires Étrangères, correspondence consulaire, Naples de Romanie, 20 Δεκ. 1819): «L’île d’Hydra n’est pas dans ce moment dans une situation brillante, le commerce des grains… est presque l’unique ressourse qui alimente sa navigation, les bas prix auxquels se vendent générallement les blés portent une atteinte remarquable et bien rapide à la prospérité… Le mois dernier un parti nombreux, composé de matelots Idriotes sans emploi s’est mis dans un état de révolte… Le blés néammoins ne se vend à Hydra que 5 1I2 piastres le kilo… Si, comme tout porte à le croire, ce prix n’éprouvait d’augmentation pendant plus d’une année, il est probable qu’une partie de la population d’Hydra se trouverait forcée à une émigration, qui, je pense, ne s’effectuerait dans un caractère paisible». Το απόσπασμα είναι πολλαπλώς ενδιαφέρον εδώ, όμως, δε μας ενδιαφέρει παρά η πληροφορία για την τιμή του σιταριού, την οποία ο υποπρόξενος θεωρεί καταστρεπτική. Η τιμή την οποία αναφέρει όμως ο De Saint André, δηλαδή 9,78 παράδες στην οκά, κινείται στα επίπεδα της τιμής εισαγωγής και εξαγωγής αυτού του εμπορεύματος στην Πελοπόννησο, κάτι που όφειλε να γνωρίζει. Η τιμή αυτή είναι υπερδιπλάσια από την τιμή της περιόδου 1783-1789, κατά 80% περίπου ανώτερη από την τιμή του πελοποννησιακού σιταριού στην αγορά της Μασσαλίας το 1791 (Β. Κρεμμυδάς, Το εμπόριο της Πελοποννήσου στο 18ο αιώνα, Αθήνα 1972, σ. 206-209) και κατά 15% περίπου ανώτερη από την τιμή του 1809″ είναι όμως κατά 60% περίπου κατώτερη από την, μοναδική, τιμή του 1815: πράγματι, εκεί στα 1814-1816 έχουμε μια απότομη άνοδο των τιμών, οι οποίες όμως άρχισαν να επανέρχονται στους προηγούμενους ανοδικούς ρυθμούς τους καθώς οι νέες πολιτικές πραγματικότητες στην Ευρώπη εδραιώνονταν (Β. Κρεμμυδάς, Συγκυρία και εμπόριο στην προεπαναστατική Πελοπόννησο, 1793-1821, Αθήνα, Θεμέλιο, 1980, σ. 115-121).

Ο γάλλος υποπρόξενος επιμένει στη χαμηλή τιμή του σιταριού ως αιτίας της κρίσης, ενώ γνωρίζει και το λέει ότι η εξέγερση έγινε από άνεργους ναυτικούς και ότι η ενδεχόμενη μετανάστευση, την οποία επίσης θα απέδιδε στη χαμηλή τιμή του σιταριού, θα γινόταν λόγω της ανεργίας.

[10] Το παράδειγμα είναι πάλι από την Ύδρα και αναφέρεται σε ανέκδοτη διατριβή για το D.E.A. της Evanthia Cascadiri με τον τίτλο «Etrangers et institutions commerciales: le cas de l’île d’Hydra, fin du XVIIIe-début du XIXe siècle», Paris 1989, σ. 66-67. Ας δούμε τη σχετική παρατήρηση, είναι ενδιαφέρουσα: «Les productions artisanales (manufacturières) constituent des petites entreprises. Le travail est organise en corporation et sa répartition obéit à une spécialisation très poussée. Par exemple: Kazazis (l’ouvrier en soie) fabrique les cordonnets et les manchettes alors qu’un autre ouvrier qualifié siritas se charge de la fabrications des soutaches… Nous constatons une hierrachisation du travail qui correspond à une échelle sociale». Πρέπει όμως να έχουμε στη σκέψη μας τις οικονομικές δραστηριότητες που βλάπτονταν από την ακινησία ενός πλοίου και εννοώ πέρα από όσες είναι οι αμεσότερες, όπως η επένδυση κεφαλαίων και η εργασία των ναυτικών και είναι αυτές, η τροφοδοσία του πλοίου σε τρόφιμα, το εμπόριο σχοινιών, υλικών επισκευής γενικότερα, η εργασία επισκευής (πανιά, καλαφάτισμα κ.λπ.), η κίνηση της αγοράς λόγω μείωσης της αγοραστικής ισχύος, οι χρηματιστικές εργασίες, η κατασκευή και πώληση υλικών συσκευασίας, η παραγωγή αγαθών άμεσα συνδεδεμένων με την κίνηση του πλοίου κ.λπ. Και βέβαια, οι δραστηριότητες που βλάπτονταν δεν ήταν γεωγραφικά περιορισμένες μόνον στους ναυτικούς τόπους.

[11] Υπενθυμίζεται ότι συρμαγιά ή σερμαγιά ήταν το εταιρικό κεφάλαιο που συγκροτούνταν ενόψει αγοράς φορτίου· ο όρος και το πράγμα είχαν εφαρμογή και σε οικονομικές δραστηριότητες άλλες από το ναυτικό εμπόριο, σήμαινε πάντοτε το εταιρικό κεφάλαιο, αλλά εκεί η χρήση του δεν ήταν γενικευμένη.

[12] Κ. Παπαρρηγόπουλος, Ιστορία τον Ελληνικού έθνους, 8η έκδοση, Ελευθερουδάκης, τ. 5, σ. 153.

[13] Ο νόμος του 1804 είχε τιτλοφορηθεί «ναυτεμπορικός» και είχε 12 άρθρα· ο νέος του 1818 τιτλοφορήθηκε «αστικός και ναυτεμπορικός» και περιλάμβανε 65 άρθρα. Ο νόμος του 1818 αύξησε κατά 15%-20%, σε σύγκριση με τον προηγούμενο, το ποσοστό κέρδους ή τόκου επί του επενδυόμενου κεφαλαίου και καθιέρωσε πολύ αυστηρές και λεπτομερειακές διατάξεις για την προστασία του.

[14] Β. Κρεμμυδάς, Ελληνική ναυτιλία 1776-1835, τ. Β’ (1986), σ. 108 (πίνακας 27) και 85-110. Κατά το άρθρο 40 του νόμου του 1818 οι αποδόσεις ταξιδιού που υπολείπονταν από τα προσδιοριζόμενα σ’ αυτόν διανέμονταν τελικά από ειδικό σώμα κριτών της Κοινότητας πριν, αυτό ήταν κανονικά μια αρμοδιότητα του καπετάνιου. Δεν πρέπει πάντως να λησμονούμε ότι αυτά που λέγονται εδώ αναφέρονται σε μέρος της κρίσης, στις αποδόσεις των εμπορικών πράξεων, ενώ το άλλο μέρος, το πιο σημαντικό, ήταν η απουσία τέτοιων πράξεων.

[15] Archives du Ministère des Affaires Étrangères (AMAE), Correspondance consulaire (CC), Smyrne, τόμος 35 (1818-1820), Σμύρνη, 24 Ιουλίου 1820. Ο συντάκτης του σχετικού κειμένου μάλιστα υποσημειώνει ότι οι έλληνες έμποροι της Σμύρνης είχαν ιδρύσει στη Μασσαλία, όταν αποκαταστάθηκε η ειρήνη, δώδεκα εμπορικά καταστήματα, από τα οποία χρεωκόπησαν τα εννέα και εζημίωσαν τους ντόπιους προμηθευτές τους και τους βιομηχάνους του Languedoc δύο εκατομμύρια γαλλικά φράγκα.

[16] Όλες οι πληροφορίες των πινάκων 1 και 2 στο Αντ. Λιγνός, ό.π., τ. 2, Αθήνα 1953, σ. 58-62.

[17] Οι πληροφορίες που κάνουν λόγο για δραματική μείωση του όγκου της ελληνικής ναυτιλίας (αριθμός πλοίων και χωρητικότητα) από το 1813 στο 1821 (Pouqueville, 1813 = 153.580 τόννοι, 1821 = 61.449 τόννοι: Πανδώρα 4 (1853-1854) 174-175) δεν έχουν καμία σχέση με ό,τι πράγματι συνέβη. Πρβλ. Β. Κρεμμυδάς, Αρχείο Χατζηπαναγιώτη, ό.π., σ. 59, πίνακας XXIX, όπου η αξία των σπετσιώτικων καραβιών από το Αρχείο Χατζηπαναγιώτη ακολουθεί την ίδια πορεία με αυτήν που μας δίνει το Αρχείο της Ύδρας και ο Αντ. Λιγνός.

[18] Αντ. Λιγνός, ό.π., σ. 62· οι αύξοντες αριθμοί πλοίων 36 και 37. Πρβλ. τις τιμές με τα δεδομένα των πινάκων.

[19] Αξίζει παρεμπιπτόντως να σημειωθεί ότι τα ποσά που απαίτησαν – και τους εγκρίθηκαν αρμοδίως – τα δύο νησιά ως αποζημίωση για τη συμμετοχή τους στην Επανάσταση ήταν 1.000.000 τάληρα για την Ύδρα και 557.000 για τις Σπέτσες (Αντ. Λιγνός, ό.π., σ. 713) ή, χονδρικά πάλι, κάπου 7.000.000 και 4.000.000 γρόσια αντίστοιχα: για την Ύδρα πολύ υψηλότερο από την επένδυση στην παραγωγή 35 – μεγάλων, ας σημειωθεί – πλοίων κατά τη δεκαετία 1811-1820· και μολονότι και στη διάρκεια του Αγώνα είχαν λάβει σημαντικά ποσά για επισκευές, μισθοτροφοδοσίες κ.λπ.

[20] Στην Ύδρα πάλι, το 1819, οκτώ ομότεχνοι όφειλαν να καταβάλουν έναν κοινοτικό φόρο (36 γρόσια)· από 5 γρόσια οι εφτά και ένα γρόσι ο όγδοος: τέσσερις μόνον απ’ αυτούς μπόρεσαν να εξοφλήσουν κανονικά το μηδαμινό ποσό της οφειλής τους (Ε. Cascadiri, ό.π., σ. 65-66).

[21] Α.Μ.Α.Ε., CG., Naples de Romanie, ό.π.

[22] Α.Μ.Α.Ε., ό.π.

[23] Όλες οι σχετικές πληροφορίες στο Β. Κρεμμυδάς, Ελληνική ναυτιλία 1776-1835, ό.π., τ. 2, σ. 69-72.

[24] Ίσως εδώ πρέπει να δούμε και έναν από τους λόγους της αύξησης των ποσοστών κέρδους του κεφαλαίου που πρόβλεψε ο νόμος της Ύδρας του 1818.

[25] Κ. Παπαρρηγόπουλος, ό.π., σ. 155.

[26] Σε όλα τα σχετικά πρωτότυπα κείμενα αυτό που ζητείται είναι, «να κατασκευάσουμε ένα πλοίο, να κάνουμε μ’ αυτό εμπόριο και να κερδίσουμε».

[27] Β. Κρεμμυδάς, «Το οθωμανικό κράτος και η αναγκαστική αυτονόμηση του εμπορικού », Ο Πολίτης 40 (19 Σεπτ. 1997) 30-33.

[28] Με τη φιλοδοξία ότι δε μου έχει διαφύγει κάτι, ο πρώτος που συνέδεσε, με κάποιο τρόπο, την οικονομική κρίση με την επαναστατικοποίηση του ελληνισμού είναι ο Γιάννης Ζεύγος (Σύντομη μελέτη της νεοελληνικής ιστορίας, μέρος Α’, τρίτη έκδοση (ίσως: 1964), σ. 38), σε μια πολύ σύντομη φράση του: «Μα κι’ αυτή η οικονομική κρίση αποτέλεσε με τη σειρά της κίνητρο για το δυνάμωμα της επαναστατικής κίνησης».

[29] Είναι και αυτό ένα ενδιαφέρον ζήτημα σε άμεση συνάρτηση με την πορεία προς το Εικοσιένα. Και αυτό το τμήμα του ελληνισμού βρέθηκε σε οικονομική κρίση, των εμπορικών του δραστηριοτήτων επίσης, η οποία όμως  δεν εκκινούσε από οικονομικούς λόγους, ούτε από λόγους πολιτικής συγκυρίας – γι’ αυτό ήταν σταθερά αργόσυρτη -, αλλά από εθνικιστικούς: η ανάπτυξη των εθνικισμών στα Βαλκάνια και στην Ευρώπη, στις αρχές του 19ου αιώνα είχε αρχίσει εξαρχής να αποβάλλει τα ισχυρά ξένα οικονομικά συμφέροντα.

 

Βασίλης Κρεμμυδάς (1935-2017)

Ο Βασίλης Κρεμμυδάς ήταν ομότιμος καθηγητής του πανεπιστημίου των Αθηνών.

Προεπαναστατικές Πραγματικότητες – Η Οικονομική κρίση και η Πορεία προς το Εικοσιένα – «Μνήμων», τόμ. 24 (2002).

 

«Ανώνυμου του Έλληνος, Ελληνική Νομαρχία» – Μια απόπειρα ερμηνείας |Βασίλης Κρεμμυδάς

$
0
0

«Ανώνυμου του Έλληνος, Ελληνική Νομαρχία» – Μια απόπειρα ερμηνείας | Βασίλης Κρεμμυδάς


 

Θα αντιγράψω πλήρη τον τίτλο του βιβλίου και την αφιέρωση και κατόπιν θα εξηγήσω γιατί αποφάσισα να ασχοληθώ με αυτό το κείμενο ή ποια είναι η ερευνητική εκκρεμότητα που με οδήγησε σε αυτή την απόφαση.

Ελληνική Νομαρχία, ήτοι Λόγος περί ελευθερίας, δι’ ού αναδεικνύεται πόσον είναι καληωτέρα η Νομαρχική διοίκησις από τας λοιπάς, ότι εις αυτήν μόνον φυλάττεται η Ελευθερία του ανθρώπου, τι εστί Ελευθερία, οπόσων μεγάλων κατορθωμάτων ήναι πρόξενος, ότι τάχιστα η Ελλάς πρέπει να συντρίψη τας αλύσσους της, ποίαι εστάθησαν αι αιτίαι οπού μέχρι της σήμερον την εφύλαξαν δούλην, και οποίαι είναι εκείναι οπού μέλλει να την ελευθερόσωσι.

Συντεθείς τε και Τύποις εκδωθείς ιδίοις αναλώμασι προς ωφέλειαν των Ελλήνων παρά Ανονίμου του Έλληνος, εν Ιταλία. 1806.

Αυτός είναι ο πλήρης τίτλος. Ακολουθεί, μετά από ένα προλογικό σημείωμα προς τον αναγνώστη, η αφιέρωση:

Εις τον τύμβον του Μεγάλου και Αειμνήτου Έλληνος Ρίγα του υπέρ της σωτηρίας της Ελλάδος εσφαγιασθέντος: χάριν ευγνωμοσύνης ο συγγραφεύς το Πονημάτιον τόδε ως δώρον ανατίθησι.

Εις ποίον άλλον έπρεπε να αναθέσω εγώ το παρόν μου πονημάτιον ώ αξιάγαστε Ήρως, παρά εις εσέ οπού εστάθης ο Πρόδρομος μιας ταχέας ελευθερόσεως της κοινής Πατρίδος μας Ελλάδος, και εθυσίασες την ζωήν σου δι’ αγάπην της; δέξαι το λοιπόν με το συνηθισμένον σου ελληνικόν ιλαρόν και καταδεκτικόν βλέμμα, και δέξαι το προς τούτοις ως αρραβώνα εκδικήσεως του λαμπρού αίματός σου κατά των τυράνων της Ελλάδος. Η δε Ελλάς άπασα θέλει δοξάσει δια παντός το αθάνατον όνομά σου, συναριθμούσα αυτό εις τον κατάλογον των Επαμινόντων, Λεονείδων, Θεμηστοκλέων και Θρασυβούλλων.[1]

 

Η «Ελληνική Νομαρχία» κυκλοφόρησε το 1806 στην Ιταλία από άγνωστο συγγραφέα. Καλούσε τους Έλληνες να εξεγερθούν κατά των Οθωμανών, προκειμένου να αποκαταστήσουν τη «νομαρχία», ένα πολίτευμα δηλαδή στο οποίο θα άρχουν οι νόμοι και όχι η αυθαιρεσία. Ταυτόχρονα σκιαγραφούσε την προεπαναστατική ελληνική κοινωνία και κατήγγελλε με ιδιαίτερη δριμύτητα όσους θεωρούσε υπεύθυνους για την αθλιότητα στην οποία είχε περιέλθει: τους προεστούς, τους Φαναριώτες και τους ιεράρχες.

 

Υπάρχει πράγματι επιστημονική – ερευνητική εκκρεμότητα αυτή τη στιγμή ώστε να ξαναθέσουμε ζήτημα «Ελληνικής Νομαρχίας»; Υπάρχει ζήτημα σε εκκρεμότητα, το οποίο περιγράφεται ως εξής: κατά τη δεκαετία του 1950, νεαρός φοιτητής η αφεντιά μου ακόμη, σε συζητήσεις αριστερών, κυρίως, επιστημονικών κύκλων πρωτάκουσα για την «Ελληνική Νομαρχία» ως το κατεξοχήν επαναστατικό κείμενο, με το επιχείρημα ότι καταγγέλλει τους προεστούς, τους πλούσιους κλπ. και τον ανώτερο κλήρο ως διεφθαρμένους, ανήθικους και εκμεταλλευτές του λαού – ό,τι δηλαδή ώφειλε να μισεί και να πολεμάει κάθε γνήσιος αριστερός εκείνη τη στιγμή.

Το επιχείρημα προέβαλε ο Κ. Θ. Δημαράς, στην πρώτη έκδοση της «Ιστορίας» του «της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» το 1949. [2] Στη δεκαετία του 1950, πολύ νωρίς, ο Γιάννης Κ. Κορδάτος άρχισε να δημοσιεύει, σε φυλλάδια αρχικά, και να κυκλοφορεί τη δική του «Ιστορία της νεότερης Ελλάδας». Εκεί, τονίζεται πολύ η μεταστροφή των υπόδουλων Ελλήνων προς τις δικές τους δυνάμεις, απογοητευμένων από τους Μεγάλους της Ευρώπης, ιδιαίτερα μετά τη γαλλορωσική συνθήκη ειρήνης του 1807. Πιστεύει μάλιστα ότι «ένας απ’ αυτούς που διέδωσε τη σωστή αυτή άποψη» ήταν ο Ανώνυμος της «Ελληνικής Νομαρχίας».[3]

Αν αποφάσισα να συντάξω αυτό το σημείωμα είναι γιατί, καθώς διάβασα, ίσως για δέκατη φορά, πρόσφατα το κείμενο της Ελληνικής Νομαρχίας, έχω οδηγηθεί στο εξής θλιβερό συμπέρασμα, που θα το διατυπώσω κάπως προκλητικά: από όσους έχουν γράψει για την Ελληνική Νομαρχία κανένας δεν την διάβασε· τουλάχιστον κανένας δεν την διάβασε προσεκτικά. Με μια εξαίρεση: Φίλιππος Ηλιού,[4] που μένει στο καταγγελτικό μέρος της κοσμικής και εκκλησιαστικής εξουσίας του υπόδουλου ελληνισμού ως στοιχείου νεωτερικότητας.

Οι υπόλοιπες παρατηρήσεις όσων έγραψαν, μηδέ του Κ. Θ. Δημαρά εξαιρουμένου, παραμένουν έωλες απέναντι στο ίδιο το κείμενο. Γιατί η Ελληνική Νομαρχία Ανωνύμου του Έλληνος δεν είναι ένα  ανατρεπτικό κείμενο, σε καμία περίπτωση επαναστατικό.

Ο Ανώνυμος της Ελληνικής Νομαρχίας [5] είναι θαυμαστής του Ρήγα, του αφιερώνει το βιβλίο του και τον θεωρεί ήρωα της ελευθερίας· χωρίς όμως να ασπάζεται το πολιτικό πρόγραμμά του,[6] μολονότι επιθυμεί η μέλλουσα «Ελλάς» να τον ταξινομήσει μαζί με τους ενδόξους «Επαμεινώνδας, Λυκούργους, Θεμιστοκλείς, Θρασυβούλους».

Ο Ανώνυμος θεωρεί ότι έχει έρθει η ώρα της ελευθερίας· ότι είναι επείγον μάλιστα ζήτημα: οι καιροί «βιάζουσιν» (σ. 247). Η ελευθερία γι’ αυτόν είναι ύψιστο αγαθό· ελευθερία, δηλαδή απαλλαγή από τον οθωμανικό ζυγό και συγκρότηση ελληνικού κράτους – η ελευθερία που φέρνει την ατομική ευτυχία.

Να δούμε όμως τι σημαίνουν όλα αυτά. Να δούμε σε ποιο πλαίσιο γίνονται οι προτάσεις του Ανώνυμου και ποιους τρόπους προτείνει για την πραγματοποίησή τους. Το 1806 που κυκλοφόρησε η «Ε.Ν.» στην Ιταλία, στον ευρωπαϊκό χώρο έχουν συμβεί κοσμογονικά γεγονότα. O Διαφωτισμός έχει εκπέμψει παντού τα μηνύματά του και η Γαλλική Επανάσταση έχει ανοίξει τα μάτια του κόσμου, θα πει αργότερα ο Θ. Κολοκοτρώνης· την ίδια ώρα ο Ναπολέων «περιφέρει» την Επανάσταση στην Ευρώπη και έξω απ’ αυτήν.

Εν τούτοις στο κείμενο που έγραψε ο Ανώνυμος δεν αντανακλάται τίποτε από την κοσμογονία. Θα δούμε αναλυτικά, αφού διαβάσουμε πώς περιγράφει ο ίδιος το σκοπό του: «Επροσπάθησα να σας αποδείξω πόσον εύκολος είναι η Επανόρθωσις της Ελλάδος: ο χαρακτήρ μας, η ποσότης μας, τα ήθη μας, το γήρας της Τυρανίας, το πλήθος των συνδρομιτών και η φυγή της αμαθείας, εστάθησαν τα αναντήρητα δικαιολογήματά μου. Εν ενί λόγω έδειξα του καθενός πού ευρίσκεται η ευτυχία του» (σ. 256).

Ο Ανώνυμος γνωρίζει το κήρυγμα του Διαφωτισμού και τα μηνύματα της Γαλλικής Επανάστασης. Δεν τα ασπάζεται· ούτε καν αναφέρεται στα γεγονότα αυτά. Θα τα ήθελε αλλιώτικα: δε θέλει ελευθερία και Δικαιώματα ως παράγωγα κοινωνικής ευδαιμονίας, προτιμάει την ελευθερία ως παράγωγο ατομικής ευτυχίας – ασφαλώς όχι Δικαιώματα· δε θέλει «ελευθερία, ισότητα, αδελφοσύνη» που είναι το έμβλημα της Γαλλικής Επανάστασης, παρά θέλει «ομοιότητα» αντί για «ισότητα» που δεν είναι το ίδιο.

Μιλάει για επανάσταση και «επανόρθωση του γένους μας» με ίδιες δυνάμεις και για πατρίδα· η πατρίς» η δική του δεν είναι «la patrie» της Γαλλικής Επανάστασης – θα δούμε τι είναι. Από το κείμενο απουσιάζει εντελώς η οικονομία· αυτή η έκρηξη του εμπορίου και της ναυτιλίας των υπόδουλων Ελλήνων δεν έχει υπολογιστεί, μολονότι το 1803 μόλις είχε κυκλοφορήσει το Mémoire του Αδ. Κοραή που προβάλλει αυτήν ακριβώς την έκρηξη ως πολιτιστικό δεδομένο και μολονότι ο ίδιος είναι θαυμαστής του.[7]

Οι προτάσεις της «Ελληνικής Νομαρχίας» για την απελευθέρωση και το μέλλον των Ελλήνων είναι ενδιαφέρουσες.

Εξηγεί καταρχήν ο συντάκτης της γιατί προτιμάει την Νομαρχία ως πολίτευμα του αυριανού ελληνικού κράτους (σ. 24 κ.ε.): «η Νομαρχία, αδελφοί μου, ευρίσκεται τόσον εις την Δημοκρατίαν, καθώς και εις την Αριστοκρατίαν αι οποίαι εις άλλο δεν διαφέρουσι ειμή μόνον ότι η μεν Δημοκρατία κλίνει εις την Αναρχίαν, η δε Αριστοκρατία εις την Ολιγαρχίαν, η οποία πολλάκις είναι χειροτέρα και από την ιδίαν Τυρανίαν» (σ. 14). Και, τελικά, τι είναι ελευθερία; Στην Αναρχία ελεύθεροι είναι μόνον οι ισχυρότεροι, ένας μόνον στην Μοναρχία, κανένας στην Τυρανία και όλοι στη Νομαρχία (σ. 14-15).

Και πώς θα γίνει λοιπόν η Επανάσταση, η ίδρυση ελληνικού κράτους και κατ’ επέκταση η εφαρμογή στην πράξη μιας πολιτείας-νομαρχίας;· με ποιόν τρόπο. Ας μου επιτραπεί να σχηματοποιήσω – το κείμενο της «Ε.Ν.» δεν δίνει συγκεκριμένη εικόνα – χωρίς να παραποιήσω, ούτε στο ελάχιστο: Οι μορφωμένοι  και πλούσιοι Έλληνες των παροικιών να επιστρέψουν στην Ελλάδα, να απαντούν στους, προφανώς σκοταδιστικούς λόγους των ιεροκηρύκων και δημογερόντων στις συνελεύσεις· οι υπόδουλοι Έλληνες που θέλουν να είναι ελεύθεροι, θα πεισθούν από τους λόγους τους και θα πάρουν τα όπλα, που διαθέτουν δύο και τρία καθένας στο σπίτι του!

Θα κάνω εδώ ένα άλμα. Πρέπει να πούμε δυο λόγια γι’ αυτό που ο συντάκτης της «Ε.Ν.» θεωρεί αποτελέσματα της δουλείας, για το περιεχόμενο δηλαδή του βιβλίου. Πρέπει να τονίσουμε πρώτα ότι ο συγγραφέας της «Ε.Ν.» είναι φανατικός υποστηρικτής της ελευθερίας, ως πηγής κάθε ευτυχίας – με προϋποθέσεις ασφαλώς. Γι’ αυτό κατηγορεί και καταγγέλλει την εκκλησιαστική και κοσμική εξουσία του υπόδουλου ελληνισμού ως υπεύθυνους για τη συντήρηση και διατήρηση της δουλείας και της εκμετάλλευσης των υπόδουλων από τον κατακτητή και απ’ αυτούς τους ίδιους.[8]

Μπορεί, παράλληλα, να προκύψει και κάτι άλλο: στις αρχές του 19ου αιώνα είχαν όλοι οι νεοέλληνες, υπόδουλοι και μη, συνειδητοποιήσει ότι η απελευθέρωση δεν έπρεπε να καθυστερήσει. Η περιγραφή των δεινών που υφίστανται οι υπόδουλοι γεωργοί, τεχνίτες, εμπορευόμενοι κλπ. δεν αποκλείεται να τονίζει αυτήν ακριβώς τη συνειδητοποίηση.

Πέραν απ’ αυτό όμως, ο συγγραφέας της «Ε.Ν.» δεν παραλείπει να ψέξει και τους Έλληνες των παροικιών που, αφού πλούτισαν, έκαναν καλές σπουδές και είναι σε θέση να αντιληφθούν, να εκτιμήσουν καταστάσεις, δεν επιστρέφουν στην υπόδουλη πατρίδα να βοηθήσουν στην απελευθέρωσή της (σ. 199-200). Τους ψέγει ακόμη γιατί έχουν παντρευτεί με ξένες («αλλογενείς») γυναίκες, κάτι που το χαρακτηρίζει ως «εντροπήν ανυπόφορον» (σ. 202, 207).

Ας προσέξουμε και κάτι άλλο: «ας ευχαριστήσωμεν τον θεόν, οπού δεν εγεννήθημεν ένα αιώνα προτήτερα, αλλά εγεννήθημεν εις καιρόν επιτηδιότατον εις το να ελευθερόσωμεν την Πατρίδα μας» (σ. 251). Αλλά, αλοίμονο αν το γένος μας «κυριευθή από ετερογενές βασίλειον· τότε οι Έλληνες δεν θέλουν μείνει πλέον Έλληνες» (σ. 252). Αυτές οι φράσεις μιλούν για τις προσπάθειες των Ελλήνων να ελευθερωθούν με τη βοήθεια ξένης δύναμης – της Ρωσίας δηλαδή· και θεωρείται εδώ ότι η βοήθεια των ξένων ισοδυναμεί με μια άλλη υποδούλωση. Και εδώ εκφράζεται μια άλλη συνειδητοποίηση: στήριξη στις δικές μας δυνάμεις.[9]

Ο συγγραφέας της «Ε.Ν.» είναι κάποιος, ένας Έλληνας της Τουρκοκρατίας, με ανεπτυγμένο πατριωτισμό, με πόνο για την απελευθέρωση της πατρίδας, την οποία μάλιστα θεωρεί «εύκολη» στη συγκεκριμένη συγκυρία της εποχής που έγραψε την «Ε.Ν.». Εν τούτοις τα «δικαιολογήματα» του Ανώνυμου δεν έχουν μεγάλη σχέση με τις πραγματικότητες του ελληνισμού, υπόδουλου και παροικιακού, της στιγμής που κυκλοφορούσε το βιβλίο του. Ο Ανώνυμος μοιάζει να μη θεωρεί ως «δικαιολόγημα» τις βαθιές αλλαγές που συντελούνταν στην υπόδουλη ελληνική κοινωνία, εξαιτίας της τεράστιας ανατροπής στις οικονομικές σχέσεις: εμπορική – ναυτιλιακή ανάπτυξη, νέα επαγγέλματα, πλούτος. Δεν έχουν περάσει, όπως είδαμε, παρά μόνον τρία χρόνια από τότε που ο Κοραής, τον οποίον ο Ανώνυμος φαίνεται να σέβεται, είχε προβάλει αυτήν ακριβώς την αλλαγή στις οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις, την τεράστια ανάπτυξη του εμπορίου και της ναυτιλίας των Ελλήνων, ως κύριο λόγο πολιτισμικής προόδου.

Ο Ανώνυμος μοιάζει να μην αποδέχεται τα μηνύματα του Διαφωτισμού, ούτε τα κηρύγματα της Γαλλικής Επανάστασης· γι’ αυτά τα δύο μέγιστα γεγονότα της νεώτερης Ιστορίας απουσιάζει οποιοσδήποτε λόγος. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι το κεντρικό σύνθημα της Γαλλικής Επανάστασης «liberté, égalité, fraternité» έχει στην πέννα του Ανώνυμου παραποιηθεί· η δεύτερη λέξη, η μόνη από τις τρεις που αναφέρεται, δεν έχει μεταφραστεί ως ισότητα, αλλά ως «ομοιότητα», που καθόλου δεν είναι το ίδιο.

Γενικότερα, ο συγγραφέας της «Ε.Ν.» μοιάζει να είναι εκτός τόπου και χρόνου ως προς τις πραγματικότητες του υπόδουλου ελληνισμού: περί εταιρισμού, κύριο – και καίριο – χαρακτηριστικό κάθε οικονομικής δραστηριότητας, δε λέγεται ούτε λέξη. Η Επανάσταση δε χρειαζόταν, φαίνεται, ούτε οργάνωση, ούτε προετοιμασία – ο Ανώνυμος της «Ε.Ν.» δεν έχει ακούσει τίποτε για τεκτονικές στοές, ούτε για καρμποναρισμό· ούτε για εταιρεία του Ρήγα που ήταν θαυμαστής του και του έχει αφιερώσει το βιβλίο· ο Ανώνυμος μοιάζει να μη ζει στις πραγματικότητες του ελληνισμού, ούτε της Ευρώπης.

Γενικά, τον Ανώνυμο της «Ε.Ν.» περισσότερο ενδιαφέρουν κάποιες αόριστες, ίσως ουτοπικές ιδέες, παρά ο υλικός βίος που δε μπορεί να μη γνωρίζει ότι αυτός είναι που διαμορφώνει τις κοινωνικές σχέσεις. Γι’ αυτό ίσως δεν κάνει λόγο για οικονομική ανάπτυξη – η λέξη κοινωνία ως αναλυτικό εργαλείο απουσιάζει από το κείμενό του· ο λόγος είναι κυρίως για την ελευθερία που οδηγεί στην ατομική ευτυχία – ο Διαφωτισμός εξισώνει την ελευθερία με την κοινωνική ευδαιμονία.

Δεν κάνει ο Ανώνυμος ούτε λόγο για τα οργανωτικά μιας επανάστασης· ίσως, γιατί αυτό που τον καίει είναι το πολίτευμα του αυριανού ελληνικού κράτους περισσότερο: «…η διοίκησις οπού εγώ θέλω να την ονομάσω ΝΟΜΑΡΧΙΑΝ… είναι η μόνη πρόξενος της Αρετής, της Ομοιότητος και της Ελευθερίας.» (σ. 13).

Το πολίτευμα είναι αυτό που ενδιαφέρει τον Ανώνυμο συγγραφέα μας· αυτό είναι η Νομαρχία του. Όχι όμως οποιοδήποτε πολίτευμα, ούτε οποιαδήποτε «Νομαρχία». Ο Ανώνυμος έχει συγκεκριμένο πολίτευμα και συγκεκριμένη Νομοθεσία που προτείνει. Έχει πρότυπο έτοιμο για εφαρμογή:

Η ανατροφή των νέων είναι ο κυριότερος στοχασμός των Νομοδότων. Ο θαυμασιότερος και νουνεχέστερος Νομοδότης οπού μέχρι της σήμερον εφάνη εις τον κόσμον κατά πάντα τρόπον, εστάθη βέβαια ο μέγας Λυκούργος, ο οποίος δεν ηπατήθη να στοχασθή τους ανθρώπους, καθώς επρεπε να ήτον, αλλά γνωρίζωντάς τους οποίας λογής είναι, τούς αποκατέστησε όσον ήτον το δυνατόν καληοτέρους. Η Ανατροφή δια να ειπώ ούτως, είναι μία δευτέρα φύσις εις τον άνθρωπον (σ. 20-21).

Αυτό το πολίτευμα προκρίνει ο συγγραφέας της «Ε.Ν.» στις αρχές του 19ου αιώνα: δε χωρεί αμφιβολία ότι η Γαλλική Επανάσταση, οι αλλεπάλληλες Συνελεύσεις, Γενικές και μη, η σύνταξη και έγκριση τόσων Συνταγμάτων έχουν απορριφθεί από το συγγραφέα μας ή οφείλονται σε πολιτεύματα που δεν είναι Νομαρχία.

Φανερό είναι επίσης ότι η Νομαρχία δε μπορεί να προβλέπει ούτε Γενικές Συνελεύσεις, ούτε εκλογές, ούτε κυβέρνηση, ούτε Βουλή – όλα όσα κατόπιν προέβλεψε η Επανάσταση.

Αυτό που προτείνει με άλλα λόγια για την ελεύθερη Ελλάδα δεν είναι παρά το πολίτευμα της Αρχαίας Σπάρτης, αυτό με τον Καιάδα και το Μέλανα Ζωμό που όσο και αν είναι μύθοι κάτι σημαίνουν· και αν ψάξουμε βαθύτερα, θα βρούμε ότι επί της ουσίας ο συγγραφέας της «Ε.Ν.» προτείνει πολλά από τα αποτελέσματα που σε άλλα σημεία του βιβλίου έχει απορρίψει, εκτός της Δημοκρατίας.

Ο θαυμασμός του Ανωνύμου για την αρχαία Σπάρτη, για το Λεωνίδα, για την πολεμική τέχνη, την τακτική του πολέμου τον βρίσκουμε σε κάμποσα σημεία του κειμένου· και όλα όμως είναι «θαυμαστά αποτελέσματα των φοβερών Νόμων του Μεγάλου Λυκούργου» (σ. 37).

Ασφαλώς ο λόγος είναι για τους Μανιάτες, που ήταν οπλισμένοι, πολεμιστές, σκληροτράχηλοι, έτοιμοι να εξεγερθούν – μαζί με τους Σουλιώτες αποδεικνύουν ότι η Ελλάς γεννά ακόμη «Λεωνίδας και Θεμιστοκλείς» (σ. 43).

Η «Ελληνική Νομαρχία, ήτοι λόγος περί ελευθερίας… παρά Ανωνύμου του Έλληνος» είναι ένα βιβλίο με περιεχόμενο άκρως συντηρητικό και αντίθετο προς τα κοινωνικά αιτήματα της εποχής του τόσο σε ευρωπαϊκό επίπεδο όσο και σε, στενότερο, ελληνικό.

Την ώρα που κυκλοφορούσε η «Ελληνική Νομαρχία» όλη η Ευρώπη – και όλος ο ελληνισμός – ζούσε μια κοσμογονία· διανοητική και κοινωνική, δηλαδή και πολιτική κοσμογονία: η Γαλλική Επανάσταση συγκλόνιζε τον κόσμο· οι ιδέες και τα κηρύγματα του Διαφωτισμού συζητούνταν και, όπου ήταν δυνατό, εφαρμόζονταν· ένας νέος όρος, Συνέλευση, κατοπινή Βουλή, ως μέθοδος διακυβέρνησης και κοινωνικών σχέσεων γενικευόταν· το ίδιο και ο όρος Σύνταγμα· μια νέα, τέλος, κοινωνική τάξη εμφανιζόταν παντού και διεκδικούσε με εξεγέρσεις και επαναστάσεις την εξουσία.

Αυτά και άλλα, οι προετοιμασίες, για παράδειγμα, από μυστικές, συνωμοτικές οργανώσεις κινημάτων, εξεγέρσεων, επαναστάσεων, η «Ελληνική Νομαρχία» ούτε τα θίγει ως ερωτήματα της εποχής, ούτε τα συζητάει – ούτε, φυσικά, τα προτείνει ως ενδεχόμενη, έστω, διαδικασία απελευθέρωσης από τον τουρκικό ζυγό και διακυβέρνησης του ελληνικού κράτους που θα προέκυπτε.

Ο συγγραφέας της «Ε.Ν.» δεν μπορεί να μη γνώριζε και να μην έβλεπε όσα γίνονταν γύρω του – δεν τα πολεμάει, δεν τα καταδικάζει – τα αγνοεί και αναλύει τη δική του πρόταση για τη διακυβέρνηση, κυρίως γι’ αυτήν, του ελληνικού κράτους. Ασφαλώς κάνει εντύπωση που ο Ανώνυμος μας λέει πώς πρέπει να κυβερνηθεί το ελληνικό κράτος, αλλά πώς θα γίνει ελληνικό κράτος δεν τον απασχολεί. Ακόμη μεγαλύτερη βέβαια εντύπωση – και απορία – προκαλεί που παρακάμπτει πλήρως τα γεγονότα και το πνεύμα της εποχής του.

Η «Ελληνική Νομαρχία» δε μοιάζει με κανένα ανάλογο κείμενο της περιόδου από τη Γαλλική στην Ελληνική Επανάσταση· είναι ένα κείμενο που δύσκολα κατηγοριοποιείται· μόνον που δεν μπορεί να αποφύγει το χαρακτηρισμό του συντηρητικού και του εκτός τόπου και χρόνου· καμιά ανατρεπτικότητα δεν υπάρχει σ αυτό.

 

Υποσημειώσεις


[1] Χρησιμοποιώ την «φωτοτυπική επανέκδοση Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρίας της Ελλάδος», Αθήνα 1976, σ. 5-6.

[2] Αντιγράφω από την έβδομη έκδοση (Ίκαρος, 1983) το χαρακτηρισμό του βιβλίου (σ. 155): «Κι’ αυτό που αξίζει να σημειωθεί είναι ότι μ’ όλον το λιβελλογραφικό χαρακτήρα του, το βιβλίο παρουσιάζει εξαίρετη ωριμότητα της σκέψης και της θεωρίας: παρέχει πολλές και χρήσιμες πληροφορίες, στατιστικές κ.ά. σχετικά με την Ελλάδα και τείνει να συστηματοποιήσει ένα πρόγραμμα για την ανύψωση και την απελευθέρωση του Γένους· φωτεινό βιβλίο, που παρά τις νεανικές του ατέλειες εκφράζει έναν προηγμένο βαθμό εθνικής συνείδησης και κοινωνικής παιδείας». Η πρώτη έκδοση είναι του 1948-1949 – λέγονται και εκεί αυτολεξεί τα ίδια.

[3] Γ. Κ. Κορδάτος, Ιστορία της νεώτερης Ελλάδας, τόμος πρώτος (Τουρκοκρατία), Εκδόσεις «20ός αιώνας», σ. 501-502.

[4] Φ. Ηλιού, «Νεοελληνικός Διαφωτισμός· η νεωτερική πρόκληση», Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, τ. 2, Αθήνα 2003, σ. 19.

[5] Στο εξής «Ε.Ν.» για συντομία.

[6] Δεν επιθυμεί επανάσταση των χριστιανών της Βαλκανικής, αλλά των Ελλήνων· επιθυμεί ελληνικό κράτος – θα δούμε στα επόμενα. Όχι εθνικό κράτος, πάντως.

[7] «Ακροασθήτε τας συμβουλάς του νέου Ιπποκράτους, του εναρέτου φιλοσόφου Έλληνος, του εν Παρρησίοις, λέγω, κυρίου Κοραή» (σ. 196).

[8] Αυτές οι καταγγελίες και η υπεράσπιση των ταπεινών αγροτών, τεχνιτών, εμπορευόμενων κλπ. είναι που έκαναν τους διανοούμενους της Αριστεράς στη δεκαετία του 1950 να αναδείξουν την «Ε.Ν.» σε επαναστατικό κείμενο.

 [9] Το πλήρες σχετικό απόσπασμα: «Αλοίμονον λοιπόν εις το γένος μας αν κυριευθή από ετερογενές βασίλειον. Τότες οι Έλληνες δεν θέλουν μείνει πλέον Έλληνες, αλλά κατ’ ολίγον ολίγον, θέλουν διαφθαρεί τα ήθη των, και θέλομεν μείνει πάλιν δούλοι […] Μην σας πλανήσουν τα ταξήματα των επιτρόπων, και αποστόλων, των ξένων βασιλειών […] Μην στοχάζεσθε, ώ αδελφοί μου, ότι κανείς από αυτούς θέλει θυσιάσει και χρυσόν και στρατηώτας, δια να διώξη τον Ωθομανόν, και να μας αφήση έπειτα ελευθέρους. Ω, κάλλιον ένας σεισμός, ή ένας κατακλεισμός να μας αφανίση όλους τους Έλληνας, παρά να υποκείψωμεν πλέον εις ξένον σκήπτρον. Διατί ώ Έλληνες αγαπητοί μου να προσμείνωμεν να μας δανίση άλλος εκείνο οπού ημείς έχωμεν; Χίλλιας φοράς περισσότερον αίμα ήθελεν εκχυθή, αν ήθελεν εισέλθη ξένον σπαθί εις την Ελλάδα, παρά αν ηθέλαμεν ελευθερωθή μόνοι μας».

 

Βασίλης Κρεμμυδάς (1935-2017)

Ο Βασίλης Κρεμμυδάς ήταν ομότιμος καθηγητής του πανεπιστημίου των Αθηνών.

Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού, «Μνήμων», τομ. 35, Αθήνα, 2016.

Η πολιτισμική γενοκτονία του ελληνισμού του Πόντου 1908-1923: μία άλλη πτυχή του διωγμού των Ελλήνων

$
0
0

Η πολιτισμική γενοκτονία του ελληνισμού του Πόντου 1908-1923: μία άλλη πτυχή του διωγμού των Ελλήνων – Ευριπίδης Π. Γεωργανόπουλος


 

Ο όρος γενοκτονία είναι ένας όρος αρκετά γνωστός καθώς τα τελευταία χρόνια γίνεται όλο και συχνότερα αναφορά σε αυτόν για εγκλήματα που διενεργηθήκαν κατά εθνών τον 20ο αι. με πιο γνωστά αυτά κατά των Αρμενίων το 1915 από τους νεοτούρκους και κατά των Εβραίων από τους ναζί. Δεν είναι όμως καθόλου βέβαιο ότι είναι σαφές στους περισσότερους το ακριβές περιεχόμενό του. Η συνήθης ερμηνεία που δίνεται είναι ότι γενοκτονία είναι η ολοκληρωτική εξόντωση ενός έθνους ή μίας εθνοτικής ομάδας.

Σύμφωνα όμως με τη «Συνθήκη περί Γενοκτονίας», που υπεγράφη στον ΟΗΕ στις 9 Δεκεμβρίου 1948, ως γενοκτονία νοείται η εφαρμογή ενός οργανωμένου σχεδίου ενεργειών με σκοπό την καταστροφή των θεμελιωδών στοιχείων διαβιώσεως των εθνικών, φυλετικών ή θρησκευτικών ομάδων τα οποία επιφέρουν και την εξόντωσή τους ολική ή μερική. [1] Αυτοί που διενεργούν τη γενοκτονία δεν εξοντώνουν μια ομάδα για κάτι που έκανε, αλλά για κάτι που είναι.

Στην περίπτωση των Ελλήνων του Πόντου, εξοντώθηκαν μαζικά και οργανωμένα επειδή ήταν Έλληνες και Χριστιανοί. Αξιοσημείωτο είναι πως σύμφωνα με τη συνθήκη η απώλεια της ζωής δεν συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση για τον ορισμό μίας γενοκτονίας. Αυτό μάλιστα αποτελεί τη χαρακτηριστική διαφορά μεταξύ της γενοκτονίας και του εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας. Πρόκειται για ένα έγκλημα, το οποίο δεν έχει συνάρτηση μόνο με πολεμικές συγκρούσεις αλλά μπορεί να λάβει χώρα και σε καιρό ειρήνης. Η γενοκτονία αποτελεί βαριά προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου, όπως το δικαίωμα στη ζωή, στη σωματική ακεραιότητα στην προσωπική ελευθερία και στην οικογενειακή εστία, δηλ. περιλαμβάνονται στη γενοκτονία και ο εκτοπισμός, οι καταστροφές των σπιτιών και η βίαιη αλλαγή της θρησκείας. Οποιαδήποτε παραβίαση των ανωτέρω δικαιωμάτων αποτελεί υπό κάποιες προϋποθέσεις γενοκτονία.[2]

Υπάρχουν όμως και άλλα δικαιώματα που θεωρούνται ζωτικά. Ο Ραφαήλ Λέμκιν, εισηγητής του όρου, αρχικά υποστήριξε ότι υπάρχουν οκτώ είδη γενοκτονίας: η φυσική, η βιολογική, η πολιτιστική, η πολιτική, η κοινωνική, η θρησκευτική, η ηθική και η οικονομική. Αυτές, στη συνέχεια, συνοψίστηκαν σε τρεις: τη φυσική, τη βιολογική και την πολιτιστική, που περιέλαβε την πολιτική, την κοινωνική, την θρησκευτική, την ηθική και την οικονομική.[3]

Στο προσχέδιο της Συνθήκης ως Πολιτιστική Γενοκτονία οριζόταν: α) η αναγκαστική μεταφορά παιδιών σε άλλη ομάδα (έγινε δεκτή η περίπτωση αυτή μετά από αγώνα της ελληνικής αντιπροσωπείας), στην οποία περιλαμβάνεται και η περίπτωση της βίαιης αλλαγής της θρησκείας τους, όπως και η κατήχηση κατά του έθνους τους προκειμένου να το μισήσουν, β) η βίαιη και συστηματική απομάκρυνση των αντιπροσωπευτικών μορφωτικών στοιχείων της ομάδας, όπως οι πνευματικοί, πολιτικοί και οικονομικοί ταγοί της, γ) η απαγόρευση της χρήσης της εθνικής γλώσσας ακόμη και στις ιδιωτικές σχέσεις, δ) η συστηματική καταστροφή βιβλίων στην εθνική γλώσσα ή θρησκευτικών έργων ή απαγόρευσης έκδοσης νέων, όπως και η καταστροφή εγγράφων και ε) η συστηματική καταστροφή ή απαγόρευση χρήσης σχολείων, εκκλησιών, βιβλιοθηκών και ιδρυμάτων, αλλά και θρησκευτικών, ιστορικών, καλλιτεχνικών κ. ά. μνημείων, όπως και αντικειμένων προορισμένων για τη λατρεία και ιστορικών εγγράφων. Ουσιαστικά δηλ. καθορίζονταν όλες εκείνες οι ενέργειες που τείνουν στην καταστροφή των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών μίας ομάδας. Όμως επειδή υπήρχαν διαφωνίες εάν η πολιτιστική γενοκτονία έπρεπε να περιληφθεί στις περιπτώσεις γενοκτονίας, τελικώς απορρίφθηκε η πρόταση αυτή με την επισήμανση ότι θα εξασφαλιζόταν η αναγνώριση της πολιτιστικής γενοκτονίας στην παγκόσμια Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.[4]

Η διάσταση αυτή, της πολιτισμικής δηλ. Γενοκτονίας, απουσιάζει γενικώς ως ξεχωριστό αντικείμενο έρευνας από την έρευνα της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου καθώς τις περισσότερες φορές αναφέρονται παρεπιπτόντως και δευτερευόντως στις περιπτώσεις αυτές. Και είναι αναμενόμενο καθώς η μεγάλη σε έκταση και ένταση γενοκτονία των Ποντίων της κύριας περιόδου διώξεώς τους, δηλ. της περιόδου 1916-1923, επισκιάζει την πολιτισμική γενοκτονία που επιτελέσθηκε παράλληλα, αλλά και νωρίτερα αυτής της περιόδου. Αρκετοί ερευνητές πάντως εντάσσουν την περίοδο από την επικράτηση των νεοτούρκων το 1908 έως την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ή έως την έναρξη των μαζικών διωγμών των Ελλήνων στον Πόντο, δηλ. έως το 1916, στην περίοδο της γενοκτονίας θεωρώντας την ως την πρώτη φάση της γενοκτονίας, βασιζόμενοι όμως κυρίως σε στοιχεία που στοιχειοθετούν πολιτισμική γενοκτονία στις περισσότερες περιπτώσεις. Δηλ. στα μέτρα που έλαβε η νεοτουρκική κυβέρνηση κατά των ελληνικών σχολείων, της διοικούσας εκκλησίας και της οικονομικής και πολιτικής υπόστασης των Ελλήνων, καθώς και οι διώξεις Ελλήνων και ο βίαιος εξισλαμισμός, κυρίως Ελληνίδων και παιδιών.

 

Εστίες Ελληνισμού στη Μαύρη θάλασσα. Πηγή: Φωτιάδης Κώστας.

 

Οι νεότουρκοι αμέσως μετά την επικράτηση του κινήματος τους έθεσαν σε εφαρμογή το σχέδιο εκτουρκισμού της πολυεθνικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, παρά τα όσα θεωρητικά διακήρυσσαν έως τότε περί ισότητας και αδελφοσύνης των εθνών της Αυτοκρατορίας. Το αρχικό σχέδιο που εφάρμοσαν είχε ως στόχο τον εκτουρκισμό της χώρας με έμμεσο σε ένα βαθμό και όχι τόσο μαζικά βίαιο τρόπο προκειμένου να μην προκαλέσει την αντίδραση και των ίδιων των εθνών της αυτοκρατορίας, αλλά και των ομοεθνών κρατών τους και των Μ. Δυνάμεων.

Η εκτουρκιστική πολιτική, που σε αυτή τη φάση είχε ως κύριο στόχο τους Έλληνες επιδιώκοντας τη συνολική αποδυνάμωσή τους (πολιτική, οικονομική και πληθυσμιακή), επιχειρούνταν να επιτευχθεί και νομιμοφανώς μέσω της κατάργησης των προνομίων πρωτίστως με τη μείωση της δυνατότητας της πολιτικής τους αντιπροσώπευσης, με την υποβάθμιση και εντέλει κατάργηση του πολιτειακού ρόλου του Οικουμενικού Πατριάρχη ως εκπροσώπου των Ρωμιών και κυρίως με τις παρανομίες στις εκλογές που ακύρωσαν την πιθανότητα αναλογικής εκπροσώπευσής τους στην οθωμανική πολιτική ζωή, με τον ανθελληνικό εμπορικό αποκλεισμό και με τη στρατολόγηση και δευτερευόντως με την παρέμβαση στην εκπαίδευση, με την απαγόρευση ίδρυσης εθνικών συλλόγων και με ποικίλες διώξεις και βιαιότητες.[5]

Οι νεότουρκοι πολύ νωρίς, από τον Αύγουστο του 1908, φανέρωσαν τους εκτουρκιστικούς τους σκοπούς όχι μόνο ορίζοντας στο νέο σύνταγμα την τουρκική ως επίσημη γλώσσα, αλλά επιβάλλοντάς την ως υποχρεωτική στην κατώτερη και μέση εκπαίδευση, σε αντίθεση με τις διακηρύξεις τους περί οθωμανικής εθνότητας, την οποία υποτίθεται ότι αυτή η επιβολή υπηρετούσε. [6] Σε αυτή την πρώτη φάση έδωσαν ιδιαίτερη βάση στο ρόλο της εκπαίδευσης στο εκτουρκιστικό τους σχέδιο, καθώς το Σεπτέμβριο του 1908 έλαβαν απόφαση για «εθνική ισοπέδωση», για αφομοίωση δηλ., όλων των λαών κάτω από την «εθνική ιδέα της οθωμανικής (βλ. τουρκικής) πατρίδας έναντι των θρησκευτικών διαφορών», μέσω των σχολείων. [7] Αυτή η πολιτική σύντομα τέθηκε σε σταδιακή εφαρμογή με την κατάργηση των προνομίων στην εκπαίδευση, γεγονός που αποξένωνε το Πατριαρχείο από την εκπαίδευση των Ελλήνων και το οποίο είχε ως συνέπεια την επιβολή της τουρκικής γλώσσας και στα ελληνικά σχολεία, τον απ’ ευθείας έλεγχο των σχολείων από το υπουργείο Παιδείας, παρακάμπτοντας τις κατά τόπους αρμόδιες εκκλησιαστικές αρχές, και την εκδίωξη των δασκάλων Ελληνικής Υπηκοότητας. Η άμεση παρέμβαση των οθωμανικών αρχών στα εκπαιδευτικά ζητήματα σήμαινε και τη συνεχή και αδικαιολόγητη έγερση εμποδίων στη λειτουργία των ελληνικών σχολείων.[8]

 

Ελληνικόν Φροντιστήριον Τραπεζούντος. Φωτογραφία των αρχών του 20ου αιώνα που απεικονίζει το κτήριο που στέγασε το Φροντιστήριο Τραπεζούντας κατά την τελευταία περίοδο λειτουργίας του (1902-1921).

 

Έτσι, από την αρχή του σχολικού έτους 1908-9 το υπουργείο Παιδείας παρακάμπτοντας τις κατά τόπους εκκλησιαστικές αρχές απευθύνθηκε κατ’ ευθείαν στα σχολεία ζητώντας στατιστικά στοιχεία.[9] Παράλληλα άρχισαν να επιθεωρούν τα σχολεία επιθεωρητές του Υπουργείου Παιδείας, δίχως άδεια, απαιτώντας περισσότερες πληροφορίες άμεσα από το διευθυντή, ενώ παράλληλα απαγορεύθηκε η περιοδεία των κοινοτικών επιθεωρητών στα σχολεία. Επειδή όμως οι διευθυντές των σχολείων αρνούνταν να δώσουν πληροφορίες, ψηφίστηκε νόμος το 1910 που προέβλεπε την τιμωρία τους σε τέτοια περίπτωση. Με το νόμο αυτό αφαιρέθηκε ουσιαστικά η δυνατότητα ελέγχου από το Πατριαρχείο και τις εφορείες και δόθηκε στο υπουργείο Παιδείας, στους επιθεωρητές και στα τοπικά εκπαιδευτικά συμβούλια, παραμένοντας μόνο θεωρητικά το δικαίωμα της ίδρυσης και διεύθυνσης των σχολείων από τις εθνικές κοινότητες, σαν να ήταν ιδιωτικά και όχι κοινοτικά. Το Πατριαρχείο περιορίστηκε μόνο στην εποπτεία του μαθήματος των Θρησκευτικών και οι εφορείες επωμίστηκαν την ευθύνη εξεύρεσης οικονομικών πόρων για τη συντήρηση των σχολείων. Οι επιθεωρητές ήλεγχαν τους δασκάλους ως προς την επάρκεια και το ήθος τους και τους τιμωρούσαν μέχρι και με κλείσιμο του σχολείου. Ο νόμος επέβαλλε επιπλέον την υποχρεωτική διδασκαλία της τουρκικής γλώσσας και ιστορίας στα σχολεία των εθνοτήτων, με την επισήμανση ότι η τουρκική γλώσσα έπρεπε να διδάσκεται όπως στα κυβερνητικά σχολεία, δηλ. ως εθνική γλώσσα και όχι ως ξένη. Παράλληλα προβλεπόταν ότι οι μη Τούρκοι μαθητές, που οι γονείς τους δεν τους είχαν γράψει στα μειονοτικά σχολεία ή ήταν υπεράριθμοι λόγω έλλειψης χώρου στα σχολεία τους, θα στέλνονταν στα κυβερνητικά, όπου όμως δεν θα διδάσκονταν τη μητρική γλώσσα. Μόνο στα χριστιανικά χωριά που δεν είχαν σχολείο θα ιδρύονταν κυβερνητικά και θα γινόταν η διδασκαλία στη μητρική γλώσσα, κατά το πρόγραμμα όμως των κυβερνητικών και με παράλληλη διδασκαλία της τουρκικής.[10] Όλα αυτά τα μέτρα έδειχναν ότι οι νεότουρκοι επιδίωκαν να εφαρμόσουν με αυστηρότητα την απόφασή τους για εξαφάνιση των υπολοίπων γλωσσών προκειμένου έτσι να εκτουρκίσουν τους υπόλοιπους πληθυσμούς.[11]

 

Ελληνικόν Φροντιστήριον Τραπεζούντος, μαθητές και καθηγητές της σχολής, 1911.

 

Η εφαρμογή του εκπαιδευτικού νόμου του 1910, όπως φανερώνουν τα πολυάριθμα προξενικά έγγραφα, ήταν άμεση σε όλα τα σχολεία του Πόντου και αφορούσε όλα τα σημεία του νόμου δηλ. τον έλεγχο των σχολείων με την παράκαμψη εκκλησιαστικών αρχών, τη συλλογή πληροφοριών και στατιστικών στοιχείων και την τιμωρία δασκάλων που αρνούνταν να συμμορφωθούν. Στο πρώτο τρίμηνο του 1911 η επιθεώρηση των ελληνικών σχολείων της Τραπεζούντας από κρατικούς επιθεωρητές προκάλεσε την αντίδραση του μητροπολίτη που υπερασπίστηκε τα εκπαιδευτικά προνόμια τα οποία όμως είχαν παρακαμφθεί με τον νόμο του 1910.[12] Ανάλογη περίπτωση έχουμε την ίδια εποχή και στην Αμισό και στην Πάφρα στις οποίες παρά τις αντιδράσεις, αναγκάστηκαν τελικά να δεχτούν και την επιθεώρηση και να παρέξουν τα στατιστικά στοιχεία που τους ζητήθηκαν.[13] Η προσπάθεια άμεσου ελέγχου της ελληνικής εκπαιδεύσεως παρουσιάστηκε και στην απόφαση για επικύρωση των πτυχίων των ελληνικών σχολείων από το υπουργείο Παιδείας και όχι από το Πατριαρχείο. Έτσι, ουσιαστικά δεν αναγνωρίζονταν ως έγκυρες οι διαδικασίες απόκτησης πτυχίου σε ελληνικά σχολεία ενώ ταυτόχρονα η κυβέρνηση ασκούσε άμεσο έλεγχο στην απονομή πτυχίων. Η υποβάθμιση των πτυχίων επιτάθηκε με το νομοσχέδιο του 1912, κατά το οποίο απαιτούνταν εξετάσεις, και μάλιστα στην τουρκική, για την εισαγωγή στο Οθωμανικό Πανεπιστήμιο, τη στιγμή που οι απόφοιτοι των Ελληνικών Γυμνασίων της αυτοκρατορίας γίνονταν δεκτοί στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια χωρίς εξετάσεις.[14]

Απολυτήριο Γυμνασίου του Φροντιστηρίου Τραπεζούντας, 1916.

Σημαντικότερο πρόβλημα προέκυψε με την επικύρωση των διπλωμάτων των δασκάλων των ελληνικών σχολείων, δικαίωμα που μέχρι τότε είχε μόνο το Πατριαρχείο. Η επικύρωση των διπλωμάτων ήταν και ένας τρόπος εκδίωξης των ήδη υπαρχόντων δασκάλων μη οθωμανικής υπηκοότητας καθώς από το 1909 είχαν απαγορέψει την πρόσληψη αλλοδαπών δασκάλων σε όλα τα σχολεία, θεωρώντας ότι θα έπλητταν καίρια τη λειτουργία των ελληνικών σχολείων, αφού δεν υπήρχε ικανοποιητικός αριθμός δασκάλων οθωμανικής υπηκοότητας για να καλύψει τις υπάρχουσες ανάγκες, και ότι παράλληλα θα περιοριζόταν η επαφή των υπόδουλων σχολείων με τα ελλαδικά.

Αρχικά οι οθωμανικές αρχές επέβαλαν την επικύρωση αυτή έμμεσα, ως συμπληρωματική στην κύρια επικύρωση του Πατριαρχείου, προκειμένου να απαλλαγούν οι δάσκαλοι οθωμανικής υπηκοότητας από τη στρατιωτική θητεία. Κατόπιν όμως επέβαλαν την επικύρωση ως υποχρεωτική, προκειμένου να δοθεί άδεια άσκησης του διδασκαλικού λειτουργήματος, επί τη απειλή μάλιστα της διακοπής των μαθημάτων και της αποπομπής των δασκάλων. Καθώς πολλοί μητροπολίτες αρνήθηκαν να υπακούσουν στο νέο καθεστώς πολλοί δάσκαλοι παύθηκαν.[15] Στην Αμισό, όπου εφαρμόσθηκε το μέτρο το 1911, παρά την αρχική αντίδραση και του μητροπολίτη και των κατοίκων, αποδέχτηκαν τελικά τα νέα μέτρα προκειμένου να μην δημιουργηθούν περισσότερα προβλήματα.[16]

Έντονα προβλήματα δημιουργήθηκαν σε σχέση και με τις άδειες ανεγέρσεως και λειτουργίας ελληνικών σχολείων και το ιδιοκτησιακό τους καθεστώς. Αρχικά ανεστάλη η έκδοση φιρμανίων για την ανέγερση ή επισκευή σχολείων και ναών, ενώ αργότερα προβάλλονταν πολύπλοκες γραφειοκρατικές διαδικασίες, πολύ μεγαλύτερες από αυτές που υπήρχαν παλαιότερα και οι οποίες μπορούσαν, τουλάχιστον, να ξεπεραστούν με την παρέμβαση του Πατριαρχείου ή του ενδιαφερομένου μητροπολίτη.

Όσα σχολεία και ναοί δεν είχαν φιρμάνι ανεγέρσεως και λειτουργίας σταματούσαν τη λειτουργία τους, ενώ αφαιρούνταν και διδακτήρια διά της βίας ή μετατρέπονταν, βάσει του νόμου, σε κυβερνητικά από κοινοτικά, με αίτηση της πλειοψηφίας του χωριού ή της συνοικίας της πόλης. Επιχορήγηση μπορούσαν να λάβουν μόνο όσα σχολεία ιδρύονταν σε μη μουσουλμανικές περιοχές ως κυβερνητικά και όχι ως κοινοτικά. Με το νόμο δε του 1910 επιβλήθηκε η υποχρέωση των μη μουσουλμανικών κοινοτήτων στη συμμετοχή στα έξοδα για ίδρυση και συντήρηση των κρατικών δηλ. τουρκικών σχολείων. Από το Σεπτέμβριο του 1913 τα κοινοτικά σχολεία θεωρούμενα ως ιδιωτικά, απώλεσαν οριστικά την εποπτεία τους από τις μητροπόλεις και ο έλεγχός τους ανατέθηκε στους κυβερνητικούς επιθεωρητές, ενώ οι δάσκαλοι διορίζονταν απ’ ευθείας από την κυβέρνηση. Επιπλέον αυξήθηκαν οι ώρες διδασκαλίας της τουρκικής, η οποία έγινε υποχρεωτική και στα παρθεναγωγεία, ενώ η ιστορία και η γεωγραφία θα διδάσκονταν στα τουρκικά, μέτρα που θα ίσχυαν και στα Γυμνάσια αρρένων και θηλέων. [17] Οι Έλληνες αντέδρασαν το 1910 και το 1911 μέσω των υπομνημάτων του Πατριαρχείου και των Ελλήνων βουλευτών χωρίς όμως αποτέλεσμα. [18] Ιδιαίτερη κινητικότητα σε σχέση με την υποστήριξη των αιτημάτων του Πατριαρχείου παρουσιάσθηκε στον Πόντο το καλοκαίρι του 1911 με διαδηλώσεις και ψηφίσματα διαμαρτυρίας.[19]

Ανάμεσα στα προνόμια που κατήργησαν οι νεότουρκοι με το πρόσχημα της εκκοσμικεύσεως του οθωμανικού κράτους ήταν και οι αρμοδιότητές των εκκλησιαστικών αρχών σε ζητήματα εκκλησιαστικής δικαιοσύνης των χριστιανών (όπως γάμοι, διαθήκες, διαζύγια) και της συμμετοχής τους στην τοπική αυτοδιοίκηση. [20] Παράλληλα όμως η νεοτουρκική κυβέρνηση άρχισε να αναμιγνύεται και σε εσωτερικά θέματα της εκκλησίας, ενώ παρουσιάστηκαν πολλά φαινόμενα περιφρόνησης του ορθόδοξου κλήρου, παρεμπόδισης του έργου του από τις οθωμανικές αρχές ακόμη και φυλάκιση και προσαγωγή σε δίκη δίχως τη μεσολάβηση των τοπικών εκκλησιαστικών αρχών και με ανυπόστατες κατηγορίες αλλά και παρεμβάσεις ιεροδικών σε διαθήκες και σε διαφορές συζύγων σε διαζύγια. Επιπλέον το νεοτουρκικό κράτος αμφισβήτησε με ψεύτικους τίτλους εκκλησιαστικές, μοναστηριακές και κοινοτικές ιδιοκτησίες τις οποίες επιχείρησε και πέτυχε σε ορισμένες περιπτώσεις είτε το ίδιο είτε μουσουλμάνοι ιδιώτες να τις κατάσχουν παράνομα ακόμη και μέσω δικαστικών αποφάσεων, [21] ενώ δεν έλειψαν και περιπτώσεις καταστροφής εκκλησιών.[22]

Αυτές οι ενέργειες εντάσσονταν σε μία κλιμακούμενη ανθελληνική δράση των νεοτούρκων στον Πόντο σε όλα τα επίπεδα όπως η απαγόρευση εράνων και εισφορών προς την ανέγερση και επισκευή κοινοτικών σχολείων και εκκλησιών, η καταπάτηση ελληνικών περιουσιών [23] και η επιβολή μόνο στους χριστιανούς νέων φόρων, όπως ο φόρος επιτηδεύματος, ελαιοτριβείων ή ο φόρος 2% της αξίας των γεωργικών προϊόντων υπέρ του οθωμανικού στόλου που έως τότε ήταν προαιρετική συνεισφορά και υποχρεωτικών εισφορών κάθε είδους μόνο στους χριστιανούς,[24] και υποχρεωτικές εισφορές κάθε είδους, όπως αυτή για την κατασκευή των στρατιωτικών υποδημάτων. [25] Ιδίως ο φόρος επιτηδεύματος που επιβλήθηκε μόνο στους εμπόρους ελληνικής υπηκοότητας από το 1909 δημιούργησε σοβαρό πρόβλημα, παράλληλα με τον οικονομικό αποκλεισμό που υφίσταντο.

 

Κερασούντα: Οικογένεια Ελλήνων Ποντίων, 1910.

 

Οι Έλληνες έμποροι της Τραπεζούντας για να αποφύγουν τα εναντίον τους μέτρα, δέχτηκαν να καταβάλουν αυτόν τον φόρο αλλά τους ζητήθηκε να πληρώσουν για πολλά χρόνια, ως καθυστερημένους, αυτούς τους φόρους και με ποσά δυσανάλογα σε σχέση με εκείνα που πλήρωναν οι Οθωμανοί υπήκοοι, που έφταναν στο πενταπλάσιο ή και εξαπλάσιο ποσό. [26] Παρά τη δυσχερή οικονομική τους κατάσταση σχεδόν κανένας δεν άλλαξε την ελληνική του υπηκοότητα σύμφωνα με τον πρόξενο Τραπεζούντας και της Αμισού, όπου και εκεί δέχθηκαν να καταβάλλουν τον φόρο μολονότι ήταν εξισωμένοι με τους πολίτες των ευρωπαϊκών δυνάμεων βάσει των υπαρχουσών συνθηκών και πρωτοκόλλων.[27]

Τα οικονομικά αυτά μέτρα εντάσσονταν σε μία συνολικότερη πολιτική διωγμού των Ελλήνων ελληνικής υπηκοότητας. Έτσι, πέρα από τους Έλληνες δασκάλους που είδαμε παραπάνω, προχώρησαν σε απελάσεις και άλλων επαγγελμάτων Ελλήνων, όπως γιατρών, δημοσιογράφων, γαιοκτημόνων, εμπόρων και βιομηχάνων, επειδή δεν δέχθηκαν να αλλάξουν την ελληνική τους υπηκοότητα. Υπήρξαν συλλήψεις, παραπομπές σε δίκες, έρευνες χωρίς δικαιολογίες και χωρίς την ενημέρωση των ελληνικών προξενικών αρχών, κατάσχεση περιουσιών και κάθε είδους δυσχέρειες στο ζήτημα της υπηκοότητας, κυρίως των παιδιών των Ελλήνων υπηκόων. Οι περισσότεροι βέβαια ήταν μόνιμοι κάτοικοι της χώρας, που είχαν πάρει την ελληνική υπηκοότητα για οικονομικούς λόγους. [28] Οι νεότουρκοι ενέτειναν τις πιέσεις το 1911 μην αφήνοντας στα προξενεία περιθώρια προστασίας των Ελλήνων υπηκόων. Έτσι, στην Αμισό οι οθωμανικές αρχές ζήτησαν από το υποπροξενείο, όπως και από όλα τα ελληνικά υποπροξενεία, κατάλογο των Ελλήνων υπηκόων που υπήρχαν στην περιφέρειά του. Ο υποπρόξενος, μολονότι προσπάθησε να καθυστερήσει την έκδοσή του, αναγκάστηκε τελικά να δώσει τον κατάλογο των 500 Ελλήνων υπηκόων. [29] Το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών προκειμένου να αντιμετωπίσει σε κάποιο βαθμό την κατάσταση έδωσε οδηγίες στα προξενεία το Σεπτέμβριο του 1911 να κρατήσουν τα ονόματα των Ελλήνων που έχασαν με αυτόν τον τρόπο την υπηκοότητά τους ώστε όταν τελείωνε ο εμπορικός αποκλεισμός να αποκτούσαν και πάλι την ελληνική υπηκοότητά τους.[30]

 

Οικογένεια Ελλήνων Ποντίων στις αρχές του 20ου αιώνα.

 

Ιδιαίτερη περίπτωση πιέσεων αποτελούσαν οι βιασμοί γυναικών, συνήθως με την πρόφαση της έρευνας για λιποτάκτες και φυγόστρατους, [31] και οι περιπτώσεις εξισλαμισμών που αν και δεν είχαν λάβει ακόμη την έκταση που θα έχουν κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ωστόσο είχαν αυξηθεί σε σχέση με το παρελθόν. [32] Συνήθως αφορούσαν ανήλικες γυναίκες μέσω απαγωγών και εκβιασμών. Χαρακτηριστικό είναι ότι υπήρχε και ειδικό κονδύλι στον προϋπολογισμό του κράτους για τους εξισλαμισμούς. Το Πατριαρχείο, λόγω των αυξανόμενων συμβάντων, προχώρησε σε επανειλημμένες διαμαρτυρίες προς την κυβέρνηση με αποτέλεσμα την έκδοση διατάγματος στις 25 Μαΐου 1913 που καθόριζε ως κατώτατο όριο εξισλαμισμού μιας γυναίκας το εικοστό έτος της ηλικίας της. Η απόφαση αυτή όμως δεν υλοποιήθηκε και το Πατριαρχείο συνέχισε τις διαμαρτυρίες.[33]

Κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους στον Πόντο το νεοτουρκικό καθεστώς προχώρησε, βάσει του σχεδίου οικονομικής αποδυνάμωσης των Ελλήνων, σε επιτάξεις μόνο από αυτούς ζώων, τροφίμων, ενδυμάτων και ό,τι άλλο ήταν ωφέλιμο για το στρατό, αλλά και σε αρπαγή χρημάτων. Όσοι αντιστέκονταν, ξυλοκοπούνταν και φυλακίζονταν. [34] Κατ’ εντολή του νομάρχη Τραπεζούντας επιτάχθηκαν το ελληνικό παρθεναγωγείο, εκκλησίες και ενορίες. [35] Παράλληλα το ζήτημα των εράνων, όπως είχε γίνει και πριν από τους Βαλκανικούς, εξελίχθηκε σε ένα ακόμη μέτρο οικονομικής αφαίμαξης των Ελλήνων καθώς προσέλαβε μόνο για αυτούς υποχρεωτικό χαρακτήρα. Αφορούσε κυρίως την ενίσχυση του οθωμανικού στόλου και μαρτυρούνται περιπτώσεις εράνων και στην Τραπεζούντα και στην Αμισό.[36]

Μεγάλο πρόβλημα δημιουργήθηκε με την υποχρεωτική εγκατάσταση μουσουλμάνων προσφύγων από τα Βαλκάνια σε ελληνικά χωριά στον Πόντο και την αρπαγή ελληνικών κτημάτων σε μία προσπάθεια αλλοίωσης της πληθυσμιακής σύνθεσης της περιοχής. [37] Σε μία τέτοια περίπτωση δημιουργήθηκε σοβαρό επεισόδιο το Μάιο του 1913 σε χριστιανικά χωριά γύρω από την Αμισό, όπου με κυβερνητική διαταγή επιχειρήθηκε να εγκατασταθούν περίπου 2.500 Τουρκαλβανοί, που προέρχονταν από τη Βόρεια Ήπειρο, στους οποίους διατάχθηκε να δώσουν τροφή και να παραχωρήσουν χωράφια. Η βίαιη αντίδραση των κατοίκων και η παρέμβαση του μητροπολίτη Γερμανού στο νομάρχη, είχε μόνο πρόσκαιρα αποτελέσματα καθώς δεν αποτράπηκε η εγκατάσταση ενώ συνελήφθησαν και φυλακίσθηκαν οι επικεφαλής των Ελλήνων. [38] Το σχέδιο αφελληνισμού της περιοχής περιελάμβανε και προτάσεις για αλλαγή των ελληνικών ονομάτων περιοχών, πόλεων και χωριών.[39]

Με την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου η ήδη δυσχερής θέση των Ελλήνων στον Πόντο επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο. Έχοντας ως στόχο την παραπέρα οικονομική αποδυνάμωση του ελληνικού στοιχείου οι νεότουρκοι προχώρησαν σε καθολικές επιτάξεις κάθε είδους από τα ελληνικά καταστήματα και σπίτια πολλές φορές άσχετων με οποιαδήποτε στρατιωτική χρήση, όπως οικιακά έπιπλα, κοσμήματα ακόμη και γυναικεία ενδύματα, καπέλα και εσώρουχα! Αντιθέτως από τους μουσουλμάνους επίτασαν ελάχιστα, τα οποία μάλιστα πολλές φορές τα επέστρεφαν ύστερα από λίγο. Επιπλέον έγιναν επιτάξεις εμπορικών οίκων κοινοτικών κτιρίων, σχολείων, ορφανοτροφείων, βιβλιοθηκών, φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, ακόμη και εκκλησιών. [40] Τον ίδιο σκοπό είχε και η Επιτροπή κατά της αισχροκέρδειας, που δημιουργήθηκε για να προστατέψει, υποτίθεται, τους πολίτες από τυχόν αισχροκέρδεια των εμπόρων, αλλά κατ’ ουσίαν ήταν ένα ακόμη μέτρο κατά των Ελλήνων εμπόρων καθώς τους επιβάλλονταν για υποτιθέμενες παρανομίες υπέρογκα πρόστιμα και προχωρούσαν σε κατασχέσεις εμπορευμάτων ή κλείσιμο των καταστημάτων τους. Ο έλεγχος των τιμών περιοριζόταν μόνο στους Έλληνες εμπόρους, ενώ οι μουσουλμάνοι μπορούσαν να πωλούν σε όποιες τιμές ήθελαν. Απαγορεύονταν στους μουσουλμάνους να συναλλάσσονται με Έλληνες, στην περίπτωση δε που το έκαναν κινδύνευαν με ξυλοδαρμό και καταστροφή του προϊόντος που αγόραζαν. Επιπλέον οι κατά τόπους αρχές ζήτησαν από τις ξένες επιχειρήσεις να απολύσουν τους Έλληνες και να τους αντικαταστήσουν με μουσουλμάνους. Νέοι αναγκαστικοί έρανοι για τον οθωμανικό στόλο, τους μουσουλμάνους πρόσφυγες κ. ά. αλλά και φόροι επιβλήθηκαν μόνο στους Έλληνες και στους Αρμενίους, ενώ αυξήθηκαν οι απελάσεις Ελλήνων με ελληνική υπηκοότητα με παράλληλη δήμευση των περιουσιών τους.[41]

Στην εκπαίδευση προχώρησαν τον Ιούλιο του 1915 σε οριστική κατάργηση των προνομίων και στον πλήρη εκτουρκισμό της καθώς επέβαλαν το πρόγραμμα των τουρκικών σχολείων, απαγορεύοντας τη διδασκαλία της ελληνικής ιστορίας και περιορίζοντας τη χρήση της ελληνικής γλώσσας μόνο στα γλωσσικά μαθήματα. Επιπλέον καταργήθηκαν τα εκκλησιαστικά δικαστήρια όπως και η κοινοτική αυτοδιοίκηση, ενώ όλα τα ιδρύματά της δημεύτηκαν με νόμο στις 14 Αυγούστου 1916. Σημαντική εξέλιξη αποτέλεσε και η απαγόρευση παρέμβασης του Πατριαρχείου σε περιπτώσεις εξισλαμισμού με νόμο στις 28 Ιουλίου 1915 σε μία περίοδο που όλο και συχνότερα υπήρχαν καταγγελίες για βίαιο εξισλαμισμό. Οι εξισλαμισμοί έγιναν πιο οργανωμένοι με την ίδρυση ειδικών ορφανοτροφείων για ελληνόπουλα που οι γονείς τους είτε είχαν δολοφονηθεί είτε εκτοπισθεί ή απελαθεί ή είχαν απαχθεί διά της βίας. Στα παιδιά αυτά παρεχόταν μόνο μουσουλμανική εκπαίδευση στην τουρκική γλώσσα με στόχο τον εξισλαμισμό και παράλληλα ή εκ των υστέρων τον εκτουρκισμό τους.[42]

Ο Αντισυνταγματάρχης Τουρκικής πολιτοφυλακής Topal Osman.

Κατά την υποχώρηση των οθωμανικών στρατευμάτων μπροστά στη ρωσική προέλαση την άνοιξη του 1916 υπήρξαν πολλά έκτροπα στον ανατολικό Πόντο, ανάμεσα στα οποία λεηλασίες και καταστροφές σπιτιών, εκκλησιών και σχολείων, όπως στην περίπτωση των χωριών της Αργυρούπολης,[43] και κυρίως στοχευμένες καταστροφές μοναστηριών. Έτσι, αρχικά λεηλατήθηκε στις 19 Απριλίου η Παναγία Σουμελά χωρίς να καταστραφεί μετά από παρέμβαση Οθωμανού αξιωματικού αραβικής καταγωγής και στις 23 Απριλίου καταστράφηκε ολοσχερώς από τους Τούρκους η I. Μ.  Βαζελώνος, ένα από τα τρία μεγάλα μοναστήρια του Πόντου, ενώ λίγο αργότερα καταστράφηκαν και δύο γυναικεία μοναστήρια. Παράλληλα υπήρξαν και πολλές περιπτώσεις βιασμών Ελληνίδων όπως στην περιοχή της Αργυρούπολης, όπου κάποιες προκειμένου να μην ατιμασθούν προτίμησαν να αυτοκτονήσουν πέφτοντας στο ποτάμι, και μάλιστα γυναικών μοναχών όπως στην περίπτωση της μονής Σιμικλή. Μετά την πτώση της Τραπεζούντας ο Τοπάλ Οσμάν στην Κερασούντα προχώρησε σε διώξεις πλουσίων Ελλήνων, βιασμούς γυναικών και δολοφονίες ιερέων. [44] Όλα αυτά αποτέλεσαν το «προανάκρουσμα» των καθολικών διωγμών που ακολούθησαν στον δυτικό Πόντο το επόμενο διάστημα.

 

Η Παναγία Σουμελά.

 

Άγιος Ιωάννης Βαζελώνος. (Φωτ.: IHA)

 

Η κατάσταση βέβαια έγινε πραγματικά δραματική με την έναρξη των εκτοπισμών των ελληνικών πληθυσμών του δυτικού Πόντου που ξεκίνησαν το καλοκαίρι του 1916[45] και έλαβαν χώρα κυρίως από τον Νοέμβριο του 1916 έως την άνοιξη του 1917. Αρχικά στράφηκαν κατά των προκρίτων, των δασκάλων, των ιερέων, των εύπορων και των μορφωμένων της κάθε ελληνικής κοινότητας τους οποίους κατά περίπτωση τους εκτόπιζαν ή τους εκτελούσαν λεηλατώντας στη συνέχεια την περιουσία τους. Παράλληλα προχώρησαν σε δηώσεις και καταστροφές πολλών σχολείων και εκκλησιών των περιοχών αυτών. Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά την επιστροφή τους οι επιζήσαντες εκτοπισμένοι κατά το τέλος του πολέμου βρήκαν σε αρκετές περιπτώσεις κατεστραμμένα μόνο το σχολείο και την εκκλησία του χωριού τους. Πέρα από τις καταστροφές οι βεβηλώσεις των ιερών ναών αποτελούσαν συχνό φαινόμενο όπως και η διαπόμπευση ιερέων με ξυλοδαρμό, ξύρισμα και διάφορους άλλους εξευτελισμούς.[46]

 

Αμισός. Η Αμισός ή Σαμισός (σήμερα Σαμψούντα) ήταν ο αμέσως μετά την Σινώπη ακμαιότερος ελληνικός λιμένας στη νότια ακτή του Ευξείνου Πόντου.

 

Ο εκτοπισμός αρχικά μόνο των ανδρών άφηνε απροστάτευτα τα παιδιά και τις γυναίκες με αποτέλεσμα οι περιπτώσεις απαγωγών και βίαιων εξισλαμισμών να πολλαπλασιαστούν. Κυρίως όμως κατά την περίοδο των καθολικών εκτοπισμών οι μαρτυρίες βιασμών, βίαιων εξισλαμισμών και απαγωγής μικρών παιδιών ακόμη και βρεφών υπό το πρόσχημα της προστασίας αυτών είναι πάρα πολλές και αφορούν όλες τις περιοχές του δυτικού Πόντου. Δεν είναι λίγες και οι περιπτώσεις γυναικών που προτίμησαν να αυτοκτονήσουν παρά να αλλαξοπιστήσουν. Αρκετά από τα ελληνόπουλα που είχαν απαχθεί με τη μέθοδο του παιδομαζώματος μέσω της Εταιρείας της Ερυθράς Ημισελήνου εντάχθηκαν σε ειδικά ορφανοτροφεία που είχε ιδρύσει ο Ταλαάτ με σκοπό να τα εκτουρκίσει.[47]

Με την ανακατάληψη του ανατολικού Πόντου από τον οθωμανικό στρατό τον Φεβρουάριο του 1918 οι δύο γυναικείες μονές που είχαν επαναλειτουργήσει ερημώθηκαν και πάλι ενώ στην Παναγία Σουμελά και στον Αγ. Γεώργιο Βαζελώνος απέμειναν ελάχιστοι μοναχοί. Οι μουσουλμάνοι προχώρησαν και πάλι σε καταστροφές εκκλησιών και σχολείων, όπως στην περιοχή της Ριζούντας, ενώ κατασχέθηκαν από την κυβέρνηση ή από ιδιώτες μουσουλμάνους μοναστηριακά, εκκλησιαστικά και κοινοτικά κτήματα σχεδόν εξ ολοκλήρου πέρα από ιδιωτικά κτήματα και οικίες που μετά πωλήθηκαν σε μουσουλμάνους.[48]

 

Άποψη της Ριζούντας, λιμάνι 60 χιλιόμετρα ανατολικά της Τραπεζούντας, πρωτεύουσα της επαρχίας του Λαζιστάν. Φωτογραφία των Αδελφών Κακούλη, δεκαετία 1890. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.

 

Ο Παπα-Ευθύμ Καραχισαρίδης. Φωτογραφία του 1919. Ο Παπα-Ευθύμ (κατά κόσμον Παύλος Καραχισαρίδης) πρωτοστάτησε στην προσπάθεια δημιουργίας αυτοκέφαλης τουρκορθόδοξης Εκκλησίας, σε σύγκρουση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο – το οποίο μετά το 1919 είχε ταχθεί πλέον καθαρά στο πλευρό του ελληνικού μεγαλοϊδεατισμού. Συνεργάστηκε στενά με τους κεμαλικούς και κατάφερε να σώσει αρκετά μέλη της κοινότητάς του από διωγμούς κατά τη διάρκεια του ελληνοτουρκικού πολέμου. Αυτό φαίνεται ότι τον βοήθησε να πετύχει κάποια λαϊκή στήριξη για το εγχείρημά του, το οποίο πάντως με το τέλος του πολέμου δεν είχε πολλή τύχη.

Μία μικρή ανάπαυλα μερικών μηνών υπήρξε μεταξύ του τέλους του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και της έναρξης του κεμαλικού κινήματος που σήμανε μία νέα περίοδο μαζικών και ολοκληρωτικών διωγμών από το καλοκαίρι του 1919 έως την επαύριο της Μικρασιατικής Καταστροφής. Αρχικά οι διώξεις δεν ήταν μαζικές σε όλο τον Πόντο αλλά εντοπίζονταν σε κάποιες περιοχές.[49] Μέσα στο πλαίσιο της ανθελληνικής του πολιτικής ο Κεμάλ ως ένα ακόμη μέσο έμμεσης εξόντωσης των Ελλήνων με σκοπό την αφαίρεση της εθνικής ταυτότητας των Ελλήνων ορθοδόξων ίδρυσε τη λεγάμενη «τουρκοορθόδοξη εκκλησία» στην οποία έθεσε ως επικεφαλής της τον Παπαευθύμ. Το εγχείρημα παρά τις προσπάθειες του Κεμάλ απέτυχε ολοκληρωτικά μολονότι συνέχισε να υφίσταται αυτή η «εκκλησία» και μετά την Καταστροφή.[50]

Η κύρια περίοδος των μαζικών εκτοπισμών και εξόντωσης ήταν το καλοκαίρι του 1921 αν και κλιμακώνονταν συν τω χρόνω οι σφαγές των Ελλήνων σε όλο τον Πόντο. Και σε αυτή την περίπτωση επαναλήφθηκαν οι ίδιες πρακτικές με καταστροφές εκκλησιών και σχολείων,[51] καταλήστευση ελληνικών περιουσιών, βίαιους εξισλαμισμούς που έφτασαν να αφορούν ολόκληρα χωριά, απαγωγή ελληνόπουλων και βιασμούς γυναικών, παιδιών αλλά ακόμη και νέων αγοριών. Πολλά κορίτσια και παιδιά αυτοκτόνησαν μετά από την τραυματική αυτή εμπειρία, όπως στην Οινόη, ή τρελάθηκαν όπως στην περίπτωση του Καβάκ ή ακόμη οι ίδιοι οι γονείς τους τα σκότωσαν.[52]

Των εκτοπισμών αυτών είχε προηγηθεί η απέλαση των Ελλήνων υπηκόων της Αμισού το Νοέμβριο του 1920 και η φυλάκιση στην Αμάσεια τον Ιανουάριο του 1921 επιφανών Ελλήνων της Αμισού, της Πάφρας και του Αλάτζαμ. Η σύλληψη και άλλων Ελλήνων της θρησκευτικής, πνευματικής και πολιτικής ηγεσίας του ελληνισμού του Πόντου με την κατηγορία ότι ενέχονται στο ζήτημα της Δημοκρατίας του Πόντου και η καταδίκη τους σε θάνατο τον Σεπτέμβριο του 1921 από το «Δικαστήριο Ανεξαρτησίας» φανέρωσε την απόφαση της κεμαλικής ηγεσίας για ολοκληρωτική εξόντωση του ελληνισμού.[53]

 

Χάρτης που επισημάνει τη Ριζούντα, την Τραπεζούντα και το Βατούμ.

 

Η ίδια πρακτική συνεχίστηκε και το 1922 όπως φανερώνουν οι πολλές, αμερικανικές κυρίως, μαρτυρίες. Η Ethel Thompson, μέλος αμερικανικής ιεραποστολής περίθαλψης προσφύγων, ήταν μάρτυρας ύπαρξης ειδικού ορφανοτροφείου στη νοτιοανατολική Μ. Ασία που είχε περισσότερα από 300 ελληνόπουλα συγκεντρωμένα.

Η ίδια αναφέρει ότι κατά τον εκτόπισμά των Ελλήνων μουσουλμάνοι άρπαζαν στη διαδρομή ανενόχλητοι τα ωραιότερα κορίτσια και τα έβαζαν σε χαρέμια. Κάποιες από τις κοπέλες μάλιστα είχαν παραμορφώσει το πρόσωπό τους με την ελπίδα να μην τις πάρουν.[54] Άλλη αμερικανική μαρτυρία αναφέρει την πυρπόληση εκκλησιών στην περιοχή της Μερζιφούντας και το κάψιμο ιερέων των οποίων πρώτα είχαν βουτήξει τα ράσα σε κηροζίνη.[55] Σύμφωνα με τον Γκίμπονς στην Τραπεζούντα τον Μάιο του 1922 όλα τα παιδιά 2 έως 14 ετών είχαν απομακρυνθεί από τις οικογένειές τους και είχαν συγκεντρωθεί σε ειδικό χώρο από τις κεμαλικές αρχές. Τα δε ελληνικά σχολεία σε όλο τον Πόντο είχαν κλείσει από τον Ιούνιο του 1921.[56]

Ακόμη και μετά την Μικρασιατική Καταστροφή όταν ήταν προδιαγεγραμμένο το τέλος της παρουσίας του ελληνισμού εκεί υπήρξε νέος γύρος δολοφονιών και βιαιοτήτων στον Πόντο με νέες περιπτώσεις εξισλαμισμών γυναικών και παιδιών αλλά και καταστροφής εκκλησιών και μοναστηριών με χαρακτηριστικότερο ίσως αυτό της Παναγίας Σουμελά. Ο κίνδυνος εξισλαμισμού ακόμη και μετά το τέλος του πολέμου παρέμενε μεγάλος καθώς στην έκθεση που συνέταξε η επιτροπή της Κοινωνίας των Εθνών στην Πόλη για το ζήτημα αναφέρεται ότι 300.000 γυναίκες και παιδιά, από όλο τον ελληνισμό της Μικρός Ασίας είχαν εκτοπιστεί και κρατούνταν από μουσουλμάνους. Χιλιάδες Ελληνίδες που τις είχαν πάρει οι Τούρκοι στα χαρέμια τους όλο αυτό το διάστημα και τις εξισλάμισαν παρέμειναν εκεί.[57] Η πολιτισμική γενοκτονία όμως συνεχίστηκε και μετά τη φυγή των Ελλήνων του Πόντου. Ο Νηλ Άσερσον στο βιβλίο του Μαύρη Θάλασσα. Λίκνο πολιτισμού και βαρβαρότητας επισημαίνει για την Παναγία Σουμελά: «Παντού υπάρχουν ερείπια. Αλλά τα ερείπια αυτά είναι ερείπια μίσους κι όχι ερείπια του χρόνου. Επαγγελματίες κλέφτες χρησιμοποίησαν ειδικά εργαλεία για να αποσπάσουν τμήματα του μωσαϊκού, τα οποία κατέληξαν σε δημοπρατήρια του Λονδίνου και της Νέας Υόρκης».[58]

 

Summary

  

Immediately after the successful conclusion of the Young Turks movement in 1908, their Committee of Union and Progress (CUP) put in practice a plan for the transformation of the multinational Ottoman Empire into a Turkish national state. The plan of turcification at the beginning included mainly measures for not violated attack against the no Turkish nations and especially the Christians. So in August of 1908, using as a pretext the strengthening of Ottomanism, they started taking away the privileges of the millets. By this way they tried with indirect methods to destroy the education of the Greeks and to restrict the role of the orthodox bishops upon the Greeks. In Pontus the Young Turk government interfere with the internal issues of the orthodox church, in which the government always took the side of the opponents of the topical bishop, and in the ecclesiastical justice of the orthodox such as in matters of marriages, testaments, and divorces, obstructed the ecclesiastical act of the Greek priests, persecuted and imprisoned priests with unfounded accusations, obstructed the travel of the bishops in their area etc. Also later, Kemal interfere with internal affairs of the Oikoumenical Patriarchate with the establishment of the pseudo Turkish-orthodox patriarchate putting as a head of it the Greek orthodox priest from Pontus papa-Efthym.

In the area of education the Young Turks imposed the Turkish language in all schools as obligatory despite their declarations and they decided from September 1908 to impose the ottoman idea through the schools. The main goal was the weakening and the control of the powerful Greek education through the abolition of this responsibility from the patriarchate. So they imposed the teaching of the Turkish language as metrical and of the Turkish history in the Greek schools, they restricted the Greek Schools, they tried, especially in the hinterland of Pontus where the muslims were more from the Greeks, to enlist the Greek pupils to the Turkish schools, which established in great nmnbers from the Young Turks since 1908, they closed Greek schools with different pretexts for supposed irregularities, they restrained the permits for building or repair for the Greek Schools, they deported Greek teachers, scientists and journalists, etc.

During the period of the genocide of the Pontian Greeks (1914-1923) the muslims advanced to destructions of Greek churches and seizures of Greek schools without reasons, which they did not return even after the end of the 1st WW. Especially during the second period of genocide (1919-1923) the attack against the elite of the Pontian Greeks was total as in September of 1921 the verdict of the so-called “Independence Courts”, that Kemal had created in an attempt to have a legal pretext for the execution of noted Greeks (bishops, teachers, journalists, doctors, traders) in Pontus through a parody of trials, sent to death 450 Greeks. The violent islamization of Greeks, especially women and orphans, which have been increased after 1908, became major problem for the Greeks, besides the others, during the period 1914-1924. Even after the Asia Minor destruction and in spite of the Lausanne Agreement (January 30, 1923) the kemalists continued the islamizations of Greeks and the attacks against the church. But even after the expulsion of Greeks the Turks tried to destroy characteristic monuments which reminded the Greek presence in Pontus (for example monaster of Panagia Soumela), suppressed the possibility of the revealing of the islamized Greeks and cryptochrisitans and put in pursuing Greek-speaking Muslims in Pontus.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Ήδη με τις συμβάσεις της Χάγης του 1907 είχαν τεθεί οι βάσεις για τη νομική αντιμετώπιση των εγκλημάτων πολέμων. Η εξόντωση των Αρμενίων το 1915 από τους νεοτούρκους προκάλεσε μεγάλη αντίδραση και την προειδοποίηση από την πλευρά της Αντάντ ότι θα τιμωρηθούν οι υπεύθυνοι της οθωμανικής κυβερνήσεως και όσοι αναμίχθηκαν στην εξόντωση. Επισήμους τότε έγινε για πρώτη φορά χρήση του όρου εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Στη Συνθήκη των Βερσαλλιών κατόπιν γίνεται λόγος για τα εγκλήματα πολέμου, αλλά δεν ελήφθησαν μέτρα είτε τιμωρίας είτε ποινικός καθορισμός των εγκλημάτων αυτών. Πρώτη φορά ο όρος genocide (από την ελληνική λέξη «γένος» και την λατινική caedere (= αποκτείνω, σκοτώνω) εισήχθη από τον Αμερικανό πολωνοεβραϊκής καταγωγής Ραφαήλ Λέμκιν (R. Lemkin), καθηγητή της Νομικής του Πανεπιστημίου του Γέιλ, στο έργο του Axis rule in occupied Europe, Law of Occupation. Analysis of Government proposals for readers, Washington 1944. Η Ελλάδα από την αρχή υπέγραψε τη διεθνή σύμβαση περί γενοκτονίας ενώ η Τουρκία το 1965. Για το ιστορικό του όρου βλ. Απόστολος I. Παπασλιώτης, Το έγκλημα της Γενοκτονίας, Θεσσαλονίκη 1966, σ. 9, 15, 31, 136.

[2] Γενοκτονία θεωρείται και ο Αργός Θάνατος, δηλ. οι τελέσεις ενεργειών που διά εσκεμμένων παραλείψεων συνεπάγονται την έμμεση εξόντωση της ομάδας, όπως η περίπτωση των εκτοπίσεων των Ελλήνων του Πόντου. Παπασλιώτης, ά π., σ. 30, 32-3, 39- 40.

[3] Στη βιολογική γενοκτονία εμπίπτει και η υποχρεωτική διαμονή και εργασία σε απομακρυσμένα μέρη συνδυαζόμενη με χωρισμό των μελών της οικογένειας. Παπασλιώτης, o. π., σ. 32, 41, 53.

[4] Παπασλιώτης, ό. π., σ. 35, 42-3, 54-8.

[5] Ν. Βλάχος Ιστορία των κρατών της Χερσονήσου του Αίμου 1908-1914, Ο.Ε.Δ.Β., τ. 1, Αθήνα 1954, σ. 152-3, A. X. Χαμουδόπουλος, Ελληνισμός και Νεότουρκοι. Εθνική Δράσις του υποδούλου Ελληνισμού κατά την νεοτουρκικήν περίοδον 1908-1912, Θεσσαλονίκη 1926, σ. 9-10.

[6] F. Ahmad, «Unionist Relations with the Greek, .Armenian and Jewish Communities of the Ottoman Empire, 1908-1914», Christians and Jews in the Ottoman Empire, τ. 1, επιμ. B. Braude-B .Lewis, Νέα Υόρκη-Λονδίνο 1982, σ. 403-6.

[7] Μ. Ροδάς, Πώς η Γερμανία κατέστρεψε τον ελληνισμόν της Τουρκίας, Αθήνα 1978 (1η εκδ. 1916), σ. 25, 27, συνέντευξη Ναζήμ Μπέη, όπου και υπόσχεση για προσωρινή διατήρηση των προνομίων.

[8] Σία Αναγνωστοπούλου, Μικρά Ασία. 19ος αχ.-1919. Οι Ελληνορθόδοξες κοινότητες. Από το Μιλλέτ των Ρωμιών στο Ελληνικό Έθνος, Αθήνα 1997, σ. 462-3, Βλάχος, ό.π., σ. 112, 114.

[9] ΑΥΕ/1911/ΒΓ/39, Έντυπο στατιστικής του υπουργείου Παιδείας του σχολικού έτους 1909 -10.

[10] Αναγνωστοπούλου, ό.π., σ. 463 – 464, 506, σημ. 30, Βλάχος, ό.π., σ. 118 – 127.

[11] Οι Times του Λονδίνου στις 3 Οκτωβρίου 1911 δημοσίευσαν το νεοτουρκικό πρόγραμμα σύμφωνα με το οποίο οι υπόλοιπες εθνότητες μπορούσαν να τη θρησκεία αλλά όχι τις γλώσσες τους. Βλάσης Αγτζίδης, «Η γενοκτονία του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας», εφ. Η Καθημερινή, 18 Φεβρουάριου 2001, σ. 37.

[12] ΑΥΕ/1911/Β 39, αρ. πρ. 227, προξ. Τραπεζούντος προς υπουργείο Εξωτερικών (ΥΠΕΞ), Τραπεζούς, 24 Μαρτίου 1911.

[13] ΑΥΕ/1911/Β 39, αρ. πρ. 89, υποπροξ. Αμισού προς ΥΠΕΞ, Αμισός, 9 Μαρτίου 1911.

[14] Βλάχος, ό.π., σ. 118-9, 124.

[15] Ο Γολγοθάς του εν Τουρκία ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη 1919, σ. 26, X. Σολδάτος, Η εκπαιδευτική και πνευματική κίνηση του ελληνισμού της Μ. Ασίας 1800-1922, τ. 3, Αθήνα 1991 σ. 81, 107, 114-5, 119.

[16] ΑΥΕ/1911/Β 39, αρ. πρ. 397, υποπροξ. Αμισού προς ΥΠΕΞ, Αμισός, 12 Σεπτεμβρίου 1911.

[17] Πανάρετος, Αρχιμανδρίτης Τοπαλίδης Ο Πόντος ανά τους αιώνας, Δράμα 1927 και 1929, σ. 146, 165, Σολδάτος, ό. π., τ. 3, σ. 111, 114-5.

[18] Βλάχος, ό. π., σ. 118-123, 204, 209-211, 213-4, Χαμουδόπουλος, ό.π., σ. 34, 36-9.

[19] ΑΥΕ/1911/Β 39, αρ. πρ. 358 υποπροξ. Αμισού προς ΥΠΕΞ, Αμισός, 17 Αυγούστου 1911.

[20] Αναγνωστοπούλου, ό.π., 457, 461, 465, Γολγοθάς, ό.π., σ. 21-7 και Βλάχος, ό.π., σ. 116-7, 126-7.

[21] Πανάρετος, ό. π. , σ. 145-6.

[22] ΑΥΕ/1911/Β 53, αρ. πρ. 503, προξ. Τραπεζ. προς ΥΠΕΞ, Τραπεζούς, 4 Νοεμβρίου 1911.

[23] ΑΥΕ/1912/25.3, αρ. πρ. 476, προξ. Τραπεζ. προς ΥΠΕΞ, Τραπεζούς, 31 Αυγούστου 1912.

[24] ΑΥΕ/1912/25.3, αρ. πρ. 123, προξ. Τραπεζ. προς ΥΠΕΞ, Τραπεζούς, 12 Μαρτίου 1912, όπου ο πρόξενος τονίζει ότι ούτε επί τουρκοκρατίας (!) δεν γίνονταν αυτά.

[25] Αναγνωστοπούλου, ό. π., σ. 496, Βλάχος, ό. π., σ. 133, 134.

[26] ΑΥΕ/1909/Κωνσταντινουπόλεως Πρεσβεία, αρ.πρ. 158, προξ. Τραπεζ. Προς πρεσβ. Κων/πόλεως, Τραπεζούς, 28 Νοεμβρίου 1909, όπου αίτημά τους για παρέμβαση της πρεσβείας στην οθωμανική κυβέρνηση.

[27] ΑΥΕ/1910/Α 21, αρ. πρ. 238, προξεν. Τραπεζ. προς ΥΠΕΞ, Τραπεζούς, 26 Νοεμβρίου 1910, αρ. πρ. 443, υποπροξ. Αμισού προς ΥΠΕΞ, Αμισός, 9 Νοεμβρίου 1910.

[28] Βλάχος, ό. π., σ. 257-8.

[29] ΑΥΕ/1911/Β 43, αρ. πρ. 82, υποπροξ. Αμισού προς ΥΠΕΞ, Αμισός, 2 Μαρτίου 1911.

[30] ΑΥΕ/1911/Α 21, αρ. πρ. 16012, ΥΠΕΞ προς πρεσβ. Κων/πόλεως, Αθήνα, 8 Σεπτεμβρίου 1911.

[31] ΑΥΕ/1911/Β/53, αρ. πρ. 236, υποπροξ. Αμισού προς ΥΠΕΞ, Αμισός 30 Μαΐου 1911, για βιασμούς Ελληνίδων στην Έρμπαα, Κωσταντίνος Εμμ. Φωτιάδης, Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, τ. 5, (Θεσσαλονίκη 2002), σ. 50, 55-6, Θ. Παπαθεοδωρίδης, Μαρτυρολόγιον του εν Πόντω Ελληνισμού, σ. 7-8, σ. 572.

[32] ΑΥΕ/1912/25.3, αρ. πρ. 207 και 473, προξ. Τραπεζ. προς ΥΠΕΞ, Τραπεζούς, 27 Απριλίου και 28 Αυγούστου 1912 αντίστοιχα, Φωτιάδης, Γενοκτονία, τ. 1, σ. 389 από εφ. Φάρος της Ανατολής, Τραπεζούντα, 6 Ιουλίου 1911.

[33] Βλάχος, ό.π., σ. 133, Γολγοθάς, ό.π., σ. 46-50, Χαμουδόπουλος, ό.π., σ. 45.

[34] Χρήστος Σαμουηλίδης, Μαύρη Θάλασσα. Χρονικό από την τραγωδία του Πόντου, Αθήνα 19943, σ. 29-30.

[35] ΑΥΕ/1912/25.3, χ. αρ. πρ., προξ. Τραπεζ. προς ΥΠΕΞ, Βατούμ, 15 Οκτωβρίου 1912.

[36] ΑΥΕ/1911/Β 53, αρ. πρ. 577, προξεν. Τραπεζ. προς ΥΠΕΞ, Τραπεζούς, 30 Νοεμβρίου 1911, /1912/25.3, αρ. πρ. 446, ό. π., 10 Αυγούστου 1912, /1912/24.3, αρ. πρ. 110, υποπροξ. Αμισού προς ΥΠΕΞ, Αμισός, 5 Μαρτίου 1912.

[37] Γ. Κ. Σκαλιέρης, Πολιτικαί σελίδες. Τα δίκαια των εθνοτήτων εν Τουρκία (1453-1921), Τροχαλία, Αθήνα 1997, σ. 23.

[38] ΚΜΣ, Χρήστος Γεωργιάδης, Παράλιος Πόντος 32, Αμισός, σ. 6-17, Σαμουηλίδης, Μαύρη, σ. 35-43.

[39] Αναφορά εγγράφου Αυστριακού προξένου Τραπεζούντας Μόριτς το Νοέμβριο του 1913 όπου λόγος μουσουλμάνου κατά Ελλήνων και ελληνικών ονομάτων: Πολύχρονης Ενεπεκίδης, «Το ολοκαύτωμα, του Μικρασιατικού Ελληνισμού. Οι πρώτοι διωγμοί των Ελλήνων του Πόντου, όπως αποκαλύπτονται από τα αρχεία Βιέννης-Βερολίνου», Λ’ Παγκόσμιο Ποντιακό Συνέδριο, Θεσσαλονίκη 7-14 Ιουλίου 1985, Θεσσαλονίκη 1986, σ. 276.

[40] ΑΥΕ/1915/Α/4/15, αρ. πρ. 1, υποπροξ. Αποστολόπουλος προς ΥΠΕΞ, Αμισός, 11 Ιανουάριου 1915 και /1917/Β/38, χ. στ., 15 Δεκεμβρίου 1916, για επιτάξεις στην Κερασούντα στις αρχές του πολέμου. Βλ. και Γ. Κ. Βαλαβάνης, Σύγχρονος γενική ιστορία του Πόντου, Θεσσαλονίκη 1986 (1η εκδ. 1925), σ. 60-62, 65-66, Γολγοθάς, ό. π., σ. 68-70, 92, 123-126, Σ. Ιοοακειμίδης, Συμβολή εις την γενικήν ιστορίαν του Πόντου, Αθήνα 1970, σ. 64-9, Πανάρετος, ό. π., σ. 175, Φιοτιάδης, Γενοκτονία, σ. 9, σ. 143-144, 148-149, 176-177.

[41] Αναγνωστοπούλου, ό.π., σ. 528-530, Οι ανθελληνικοί διωγμοί εν Τουρκία από της κηρύξεως του Ευρωπαϊκού Πολέμου (κατά τας επισήμους εκθέσεις των πρεσβειών και προξενικών αρχών), Αθήνα 1917, σ. 27-30, Γολγοθάς, ό. π., σ. 92-3,1. Σαλτσής, «Χρονικά Κοτυώρων», Χρονικά του Πόντου, 14 (1945), 325-6 και Ahmad, ά π., σ. 418.

[42] Ανθελληνικοί, ά. π., σ. 16-20, 31, Ιωακειμίδης, ά. π., 62, Πανάρετος, ά π., σ. 174-5, Στάθης Πελαγίδης, Ο ηρωικός Πόντος. Αλησμόνητες πατρίδες του Ελληνισμού, τ. 9, Θεσσαλονίκη (1999), σ . 100-103 και Σαλτσής, ό.π. σ. 325-6.

[43] ΑΥΕ/1917/35, 38, 45, 59, αρ. πρ. 1573, Πανάς προς ΥΠΕΞ, Πετρούπολη, 30 Αυγούστου 1916 από

έκθεση μητροπολίτη Ροδοπόλεως Κυρίλλου 10 Αυγούστου 1916 για λεηλασίες σπιτιών, καταστροφές εκκλησιών, βιασμούς και εξισλαμισμούς από τον Μάρτιο του 1916 κατά την οπισθοχώρηση των οθωμανικών στρατευμάτων.

[44] ΑΥΕ/1917/35, 38, 45, 59, αρ. πρ. 11848, ΥΠΕΞ προς πρεσβεία Κωνσταντινούπολης από τηλεγρ. Πετρούπολης για απαγωγή Ελλήνων Βαζελώνος και εντολή να μεριμνήσει ο Πατριαρχείο, Απρίλιος 1916, αρ. πρ. 824 Πανάς προς ΥΠΕΞ, Πετρούπολη, Μάιος 1916, για εγκατάλειψη Μονών Σουμελάς και Βαζελώνος και απαγωγή 150 Ελλήνων από Τούρκους, αρ. πρ. 1573, Πανάς προς ΥΠΕΞ, Πετρούπολη, 30 Αυγούστου 1916, Έκθεση περί της θέσεως των Ελλήνων της Τραπεζούντος και της περιφερείας αυτής κατά τους τελευταίους μήνες της τουρκοκρατίας υπό του Αρχιμανδρίτου Βαζελώνος Παναρέτου, Πετρούπολη 28/8/1916 προς πρεσβεία Πετρούπολης, Πανάρετος, ό. π., σ. 186-7 για Βαζελώνος: διαρπαγή κινητής περιουσίας και θησαυροφυλακίου, αποτέφρωση αρχειοφυλακείου με όλα τα κειμήλια, χρυσόβουλα, κώδικες και βιβλία, διαρπαγή βιβλιοθηκών, σύληση ναού, βιασμούς εντός της μονής και μετά αποκεφαλισμός, και εξευτελισμός μοναχών που εδάρησαν και τους έβαλαν σε πορεία γυμνούς, Μαύρη Βίβλος διωγμών και μαρτυρίων του εν Τουρκία Ελληνισμού (1914-1918), Κωνσταντινούπολη 1919, σ. 224, 242-5, 253-5, 266-7, 269-270, 271-2.

[45] ΑΥΕ/1917/35, 38, 45, 59, αρ. πρ. 7100, ΥΠΕΞ προς πρεσβεία Kωv/πολης, Αθήνα, 4 Αυγούστου 1916 για εκκένωση Αμάσειας και Ινέμπολης και εξισλαμισμούς Ελλήνων.

[46] Μαύρη, ό. π., σ. 239, σ. 392, 300-304, 310-316, όπου έκθεση του μητροπολίτη Νεοκαισαρείας Πολυκάρπου, Πελαγίδης, ό. π., σ. 105, Σαμουηλίδης, Θάλασσα, σ. 90 και ΑΥΕ/1917/35, 38, 45, 59, αρ. πρ. 5153, Κακλαμάνος προς ΥΠΕΞ, Πετρούπολη 23 Ιουλίου 1917, για δολοφονία 40 προκρίτων των Κοτυώρων.

[47] Ανθελληνικοί, ό. π., σ. 49, 51, Ιωακειμίδης, ό. π., σ. 83, Μαύρη, ό. π., σ. 236, 238-240.

[48] Πανάρετος, ό. π., σ. 189, 225, Μαύρη, ό. π., σ. 276-7.

[49] Βλ. ενδεικτικά Γεώργιος Ανδρεάδης, «Πώς έζησα τη σφαγή», εφ. Αγγελιοφόρος, 16 Μαΐου 2010 για βιασμό Ελληνίδων στα Σούρμενα και δολοφονίας τους στη συνέχεια με βασανιστήρια και για δήωση του σχολείου με αποτέλεσμα να καούν όλοι όσοι, ήταν μέσα τον Ιούνιο του 1920.

[50] Αλέξης Αλεξανδρής, «Η απόπειρα δημιουργίας Τουρκορθόδοξης Εκκλησίας στην Καππαδοκία, 1921-1923», ΔΚΜΣ, 4 (1983), 172, Γεώργιος Ανδρεάδης, Από το μύθο στην έξοδο. Ο ελληνισμός της Μαύρης Θάλασσας, Θεσσαλονίκη 1994, σ. 87-91 και Νίκος Φωτιάδης, Στο Κεσκίν-Μαδέν με τον Παπαευθύμ, το Ρασπουτίν του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας, Αθήνα 1982, σ. 74-5, 100-112, 115.

[51] ΑΥΕ/1921/6.7, αρ. πρ. 196, Πρόεδρος της εν Αθήναις Εθνικής Συνελεύσεως προς ΥΠΕΞ, Αθήνα

20 Φεβρουάριου 1921 για καταστροφή εκκλησίας στην Αμισό.

[52] Black Book, The Tragedy of Pontus 1914-1922, Αθήνα 1922, σ. 21-2, 26, William H. King, Turkish Atrocities in Asia Minor, Ουάσιγκτον 1922, σ. 5-6, Βαλαβάνης, ό. π., σ. 214-5, Αντώνιος I. Γαβριηλίδης,, Σελίδες έκτης μαύρης εθνικής συμφοράς του Πόντου, (Θεσσαλονίκη 1992) (=1η έκδ. Αθήνα 1924), σ. 52-53, Χάρης Τσιρκινίδης, Επιτέλους τους ξεριζώσαμε…Η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, της Θράκης και της Μικράς Ασίας, μέσα από τα γαλλικά αρχεία, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 203., Δημοσίευμα της βρετανικής εφημερίδας «Daily Telegraph» της 6ης Ιουνίου του 1921, που περιλαμβάνει μαρτυρίες του Αμερικανού Murray, κυβερνήτη του USS Overton.

[53] Βαλαβάνης, ό. π., σ. 232, 254, Γαβριηλίδης, ό. π., σ. 46-9, 80-84, 182-192, Ιωακειμίδης, ό. π., σ. 108, 112-3.

[54] Φωτιάδης, Γενοκτονία, τ. 11, σ. 542-3, King, ό. π., σ. 8, ΕΛΙΑ/Αρχείο Γ. Στρέιτ/ 18.5/Rapport Officiel du Capitaine F. D. Yowell, σ. 1, 22-25 και/18.5/Rapport du Docteur Mark H. Ward, σ. 30-32.

[55] TNA/FO 371/7877, Report of G. W. Rendel, 17 Μαΐου 1922.

[56] Άδαμς Χέμπερτ Γκίμπωνς, «Από την τραγωδίαν του Πόντου», κατά μετάφρασιν εκ της εφημερίδος «Μόνιτορ», εφ. Αθηναϊκή, 26 Ιουνίου 1922 (το πρωτότυπο άρθρο στην εφημερίδα The Christian Science Monitor, 3 Μαΐου 1922 Boston), TNA/FO 371/7877, Herbert Gibbons, Τραπεζούντα, 7/20 και 21 Μαΐου 1922. Βλ. και Σαλτσής, ό. π., 19-20 (1946), 457-8: όταν έκλεισαν όλα τα σχολεία, ένας χότζας Κρητικός πήγε στον διευθυντή των σχολείων της Τραπεζούντας και του είπε ότι ξέρει ελληνικά και πως μπορεί να διδάξει τα ελληνόπουλα.. Τότε αυτός του απάντησε: «Εμείς θέλουμε να τους καταστρέψουμε και εσύ θέλεις να τους σώσεις;».

[57]Everett P. Wheeler, “The Expelled Greeks”, The New York Times, 9 Δεκεμβρίου 1922, Ιωακειμίδης, ό. π., σ. 186-9, 205.

[58] Νηλ Άσερσον, Μαύρη Θάλασσα. Λίκνο πολιτισμού και βαρβαρότητας, μετ. Λεωνίδας Καρατζάς, Αθήνα 2003, σ. 351-2.

 

Ευριπίδης Π. Γεωργανόπουλος*

ΛΑ΄ Πανελλήνιο Ιστορικό Συνέδριο, 28-30 Μαΐου 2010, Θεσσαλονίκη. Ελληνική Ιστορική Εταιρεία, Πρακτικά, Θεσσαλονίκη, 2011.  

*Ο Ευριπίδης Γεωργανόπουλος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1969 και είναι παντρεμένος με δύο παιδιά. Αποφοίτησε από το τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Α. Π. Θ. και στη συνέχεια έλαβε μεταπτυχιακό και διδακτορικό τίτλο σπουδών από το ίδιο πανεπιστήμιο με ειδίκευση στη Νεώτερη και Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία. Η μεταπτυχιακή του εργασία είχε θέμα «Το νεοτουρκικό κίνημα και οι επιπτώσεις του στον ελληνισμό του Πόντου 1908-1914», ενώ η διδακτορική του διατριβή είχε τίτλο «Οι προσπάθειες των Ελλήνων του Πόντου για αυτοδιάθεση 1916-1921». Έχει κάνει ανακοινώσεις σε ελληνικά και διεθνή συνέδρια και έχει γράψει άρθρα κυρίως για την ιστορία των Ελλήνων του Πόντου κατά τον 19ο και 20ο αι. Παράλληλα έχει συμμετάσχει στη δημιουργία λογισμικών ιστορίας για την πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Εργάζεται ως καθηγητής στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. 

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που παρατίθενται στο κείμενο, οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

Σχετικά θέματα:

 

Ο «κατατρεγμός των κλεφτών» και η διαφυγή του Κολοκοτρώνη στη Ζάκυνθο (1805-1821)

$
0
0

Ο «κατατρεγμός των κλεφτών» και η διαφυγή του Κολοκοτρώνη στη Ζάκυνθο (1805-1821) – Δημήτρης Πεταλάς


 

Για πρώτη φορά ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης βρέθηκε στη Ζάκυνθο τον Μάρτιο του 1805, μετά τη μάχη της Ξηροκερπινής ή Τουρκοκερπινής. Στο χωριό αυτό είχε αποκλειστεί από 400 Τουρκαλβανούς του λαλαίου Χασάναγα Φιδά, στον οποίο ο μοραγιάννης <=υψηλός χριστιανός προύχοντας του Μοριά> Δεληγιάννης είχε αναθέσει να δολοφονήσει τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη με ενέδρα. [1] Στα Απομνημονεύματά του, ωστόσο, ο Κολοκοτρώνης λέγει ότι πήγε στη Ζάκυνθο τον Αύγουστο και όχι τον Μάρτιο του 1805. Πρόκειται όμως, κατά τα φαινόμενα, για παραδρομή είτε του Τερτσέτη, είτε του ίδιου του αφηγητή, όπως άλλωστε προκύπτει από την ανέκδοτη αυτοβιογραφία του Β. Αθ. Πετμεζά, την οποίαν παραθέτει ο έγκριτος ιστορικός και λαογράφος Τάκης Χ. Κανδηλώρος.[2]

Προσωπογραφία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ελαιογραφία σε μουσαμά, 1853. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.

Κατά τη σύντομη αυτή παραμονή του στη Ζάκυνθο (15 μέρες) ο Κολοκοτρώνης απέρριψε τις προτάσεις του Ρώσου διοικητή Ανρέπ να στρατολογηθεί στον ρωσικό στρατό και να πολεμήσει κατά του Ναπολέοντα, καθώς ήξερε καλά ότι ο τσάρος δεν εσκόπευε πραγματικά να ελευθερώσει την Ελλάδα. («Όσον δια το μέρος μου δεν εμβαίνω εις την δούλευσιν. Τι έχω να κάμω με τον Ναπολέοντα; Aν θέλετε όμως στρατιώτας, δια να ελευθερώσωμεν την πατρίδα μας σε υπόσχομαι και πέντε και δέκα χιλιάδας στρατιώτας. Μία φορά εβαπτισθήκαμεν με το λάδι, βαπτιζόμεθα και μίαν με το αίμα και άλλη μίαν δια την ελευθερία της πατρίδος μας»).[3] Έσπευσε μάλιστα να γυρίσει στον Μοριά λόγω της επαπειλούμενης σφαγής των Χριστιανών.

Πράγματι, εν αντιθέσει με τον Κολοκοτρώνη αλλά και τον Ζαχαριά, πολλοί Έλληνες (ρουμελιώτικες, πελοποννησιακές και μανιάτικες εκατονταρχίες) είχαν συμμετάσχει στην εκστρατεία των Ρώσων κατά του Βοναπάρτη και αυτό είχε εξοργίσει τον Σουλτάνο, του οποίου οι σχέσεις με τη Γαλλία ήταν φιλικές:

«Η συμμετοχή Ελλήνων εις την κατά Ναπολέοντος εκστρατείαν των Ρώσσων έκρινε και την τύχην του Αρματωλισμού της Πελοποννήσου.[…] Αρχομένου λοιπόν του Οκτωβρίου του 1805 απεφασίσθη παρά της Πύλης, εισηγήσει των επιτοπίων αρχών, η καταστροφή του Τζανέτμπεη ως αρχηγού της υπό τους Ρώσσους στρατολογίας των Μανιατών, η δολοφονία του Ζαχαριά ως ηγέτου της Αρματωλικής ομοσπονδίας και η εξόντωσις των Κολοκοτρωναίων ως καταλυόντων εν Αρκαδία πάσαν σκιάν εξουσίας δια των επιδρομών αυτών».[4]

Ο Ζαχαριάς δολοφονήθηκε το έτος 1805 συνεργεία του κουμπάρου του και προκρίτου της Μάνης Κουκέα. Οι συνέπειες του γεγονότος ήταν καταλυτικές. Παλαιότερα η Πύλη τον είχε ονομάσει δερβέναγα του Μοριά, κατ’ απαίτηση του ντόπιου τουρκικού πληθυσμού, σε μεγάλο μέρος του οποίου ο Ζαχαριάς ήταν ιδιαιτέρως αγαπητός – άλλωστε ανάμεσα στα παλληκάρια του υπήρχαν και οι Τουρκαλβανοί Οσμάν, εξ Αργυροκάστρου, και Μουσάς, εκ Μπερατίου.[5] Με τον θάνατό του η συνοχή αυτή αλλά και η ενότητα της αρματολικής ομοσπονδίας του Μοριά υπέστησαν καίριο πλήγμα.

 

Το άγαλμα του Καπετάν Ζαχαρία – Βαριτσιώτη (1759-1803 ή 1804). Σπάρτη – Νότια είσοδος -Κεντρικός δρόμος από Γύθειο. Φωτογραφία: Παναγιώτης Κατσαμπής.

 

Η χαριστική βολή ήρθε λίγο αργότερα. Οι Κολοκοτρωναίοι άρχισαν να επιτίθενται συστηματικά εναντίον των Τούρκων και των προσκυνημένων κοτζαμπάσηδων· αποκορύφωμα των επιθέσεων αυτών ήταν η κακοποίηση και καταλήστευση του πρωτοσύγκελλου Αδριανόπουλου, που περιερχόταν τον Μοριά ως απεσταλμένος του Πατριαρχείου για να συλλέξει τα δικαιώματα <=φόρους> της Μεγάλης Εκκλησίας. Στην επίθεση συμμετείχαν οι Γιάννης, Γιωργακλής και – κατά τον Βέη – ο ίδιος ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Ο Κανδηλώρος, εντούτοις, βασιζόμενος στο δημώδες άσμα το οποίο και παραθέτει, διαφωνεί ως προς τη συμμετοχή του Θεόδωρου στο περιστατικό:[6]

 

Ο Γιάννης ήταν βόιβοντας κι ο Θοδωράκης κλέφτης

κι ο Γιώργος απ’ τον Αϊτό κατής είναι και κρένει.

Πιάνει και γράφει γράμματα και του Γιαννάκη στέλνει:

-Σε σε Γιαννάκη αδερφέ και Θοδωράκη κλέφτη,

ώρα να ιδείς το γράμμα μου, διαβάσεις τη γραφή μου

μάζω[7] τα παλληκάρια μας δικά σου και δικά μου

κι έβγα στο Σαπολίβαδο, στης Μαρμαριάς τον κάμπο,

πώρχεται ο Πρωτοσύγκελλος από τους Γαργαλιάνους.

Φέρνει φλωριά μέσ’ στον ντορβά, τις ντούπιες στο ντισάκι.

Μα πήγαν και φυλάξανε στου γεφυριού το πόδι.

Πιάνουν τον Πρωτοσύγκελλο καβάλα στ’ άλογό του.

Τον πιάνει ο Γιώργος κι ο Ζορμπάς με τα σπαθιά στα χέρια.

Κι ο Θόδωρος που τ’ άκουσε πολύ του κακοφάνη,

το Σύγκελλο απόλυκε στον τόπο του να πάει.

Πεισμώνει ο Πρωτοσύγκελλος και στο Ντιβάνι γράφει

τους κλέφτες, τους αρματωλούς ούλους να τους ξεκάνει.

 

Για εκδίκηση ο μόρα βαλεσής <=διοικητής του Μοριά> Οσμάν Πασάς ζήτησε από τον σουλτάνο Σελίμ να διατάξει τον πατριάρχη Καλλίνικο Ε΄ να αφορίσει τους κλέφτες του Μοριά, πράγμα και το οποίο έγινε (Οκτώβριος 1805).

 

Οι γέροντες κι οι προεστοί κι οι προύχοντες του τόπου

πιάνουν και γράφουν μια γραφή στον Βασιλιά στην Πόλη:

«Άκουσε Αφέντη Βασιλιά και πολυχρονεμένε:

Οι κλέφτες που ’ναι στον Μοριά γενήκαν βασιλιάδες·

ο Θοδωράκης βασιλιάς κι ο Γιάννης είν’ βεζύρης

κι ο Γιώργος απ’τον Αϊτό είναι κατής και κρένει».

Ο βασιλιάς σαν τ’ άκουσε, πολύ του κακοφάνη

κι ευθύς φερμάνι έβγαλε και στον Μοριά το στέλνει

τους κλέφτες να σκοτώσουνε, τους Κολοκοτρωναίους.[8]

 

Όπως παρατηρεί ο Κανδηλώρος, «αι αραί του αφορισμού ήσαν φρικώδεις, ραγίζουσαι κατά την θρησκόληπτον αντίληψιν και πέτρες, διετάσσοντο δε δι’ αυτού οι Χριστιανοί ου μόνον να διακόψωσι πάσαν σχέσιν, απόκρυψιν και τροφοδοσίαν των κλεφτών, αλλά και να καταδίδωσιν εις την εξουσίαν τους υποθάλποντας ή γνωρίζοντάς τι περί εκείνων και προθύμως να παρέχωσιν εις τον στρατόν ένοπλον συνδρομήν προς ταχυτάτην και ασφαλή εξόντωσιν πάντων».[9] Και ο Κανδηλώρος συνεχίζει:

«Ο Κεχαγιάμπεης εξελθών εν βαρυτάτω χειμώνι εκ Τριπόλεως, το μεν ετοποθέτησε δύο ισχυρά αποσπάσματα εις Στεμνίτσαν και εις τα μεταξύ Κούρταγα και Μεσσηνίας Δερβένια, το δε ανέπτυξεν εν τη πεδιάδι της Μεγαλοπόλεως τον λοιπόν στρατόν και τα φονικά όργανα του ανασκολοπισμού, σφύρας, πελέκεις κλ. Έχων δε, ως άλλος Σύλλας, και ονομαστικόν κατάλογον προγεγραμμένων τινών, φίλων των κλεφτών θεωρουμένων, ως υποθαλπόντων αυτούς πρότερον ή ως κατασκοπευόντων τα διαβήματα της εξουσίας (γιατάκηδων) και εφοδιαζόντων τους κλέφτας, διέταξε να προσέλθωσιν ούτοι ενώπιόν του. Πάντας δε τούτους, είτε διότι εκ φόβου ωχρίων, είτε διότι επεδείκνυον αφοβίαν ή αταραξίαν, άνευ δηλ. αποδείξεων και ευλόγου αφορμής, ανεσκολόπιζε, συνέτριβε τα οστά των δια σφυρών ή τους κατεκερμάτιζε δια πελέκεων ή τους έψηνε ζώντας, ταύτα δε πάντα δια να τα μάθη η Πελοπόννησος και εμπνευσθή ο πανικός. Πράγματι δε άμα τη λήψει των διαταγών εξήρχοντο άπαντες, ένοπλοί τε και άοπλοι, άνευ αναβολής, Οθωμανοί και Έλληνες, κατά των κλεφτών, και εισερχόμενοι εις τας κώμας και τα χωρία, παραφυλάσσοντες τας τριόδους και τα στενά και εισδύοντες εις τα δάση και τα σπήλαια και εν γένει ανά τα όρη και τα ύποπτα μέρη, συνελάμβανον τους κλέφτες, ους εκόμιζον ζώντας εις τον Κεχαγιάμπεην.

Και ο Γενναίος [10] εις το παράρτημα των Απομνημονευμάτων του (σελ. 631) γράφει ότι: «μετά τον αφορισμόν ούτε εις τους φίλους των ούτε εις τους συγγενείς των ούτε εις ουδένα εύρισκον άσυλον. Απανταχού της Πελοποννήσου και εις τα όρη, εις τα βουνά, εις τα δάση και εις τους βράχους, καταφοράν, καταδίωξιν απάντων. Οι δε Τούρκοι πάντας αδιακρίτως τους γνωρίμους, φίλους και συγγενείς του Κολοκοτρώνη εφόνευον δια μικράς υποψίας. Αντέσχον δε επί δύο μήνας».[11]

Μεταξύ των κλεφταρματολών οι οποίοι εξοντώθηκαν κατά τη μαύρη αυτή περίοδο -χαραγμένη στη μνήμη του λαού ως «o Κατατρεγμός των κλεφτών» – ήταν και ο Γιάννης Κολοκοτρώνης, αδελφός του Θεόδωρου, ο επιλεγόμενος και «Ζορμπάς» λόγω του ατίθασου χαρακτήρα του: δολοφονήθηκε σε ενέδρα κοντά στη Μονή Αιμυαλών <=Άγιος Αιμιλιανός>, λίγο έξω από τη Δημητσάνα, όταν τον κατέδωσε στους Τούρκους καλόγερος της μονής.[12] (Η τοποθεσία λέγεται ακόμα και σήμερα «Ληνός των Κολοκοτρωναίων). Τα γεγονότα διαδραματίστηκαν ως εξής:

«Ο αδελφός του Θεόδωρου, Γιάννης […] μετά του Γεώργα και τεσσάρων άλλων Κολοκοτρωναίων και του εξ Αητού της Τριφυλίας Γιώργη, μετέβησαν εις Ζάτουναν, μη ευρόντες δ’ εκεί τον οικογενειακόν φίλον και προστάτην Θανόπουλον, κατήλθον εις το παρά τον Λούσιον χλοερόν Παλαιοχώρι και εκείθεν, στερούμενοι τροφών, κατέφυγον εις την μονήν.

Έξωθεν αυτής συνήντησαν καλόγηρον, παρ’ ου εζήτησαν τρόφιμα και στέγην. Ούτος όμως, αφού τους έκρυψεν εις τον ληνόν της μονής, αντί να τοις φέρη τροφάς έστειλεν εις Στεμνίτσαν προς ειδοποίησιν του καταδιωκτικού αποσπάσματος και μετέβη αυτοπροσώπως εις Δημητσάναν προς κατάδοσιν. Ο προεστώς αυτής Αθ. Αντωνόπουλος ειδοποίησε τους Κολοκοτρωναίους να φύγουν εκ της μονής, ο Γιάννης όμως, αείποτε ατίθασος και ατρόμητος, δεν ήκουσε την συμβουλήν.

Οι Τούρκοι, παρασύροντες κατά των αφωρισμένων υπό των Πατριαρχείων κλεφτών και τους Χριστιανούς των πέριξ κωμών, επολιόρκησαν τον ληνόν. Κατά πάντων τούτων ήνοιξαν φονικόν πυρ οι Κολοκοτρωναίοι, οχυρωθέντες εν τω ληνώ και ανοίξαντες προχείρως πολεμίστρας, εσκέπτοντο δε την νύκτα να διαφύγωσιν, εξερχόμενοι ξιφήρεις κατά το αρματολικόν σύστημα. Οι Τούρκοι όμως επρόλαβον την έξοδον, διότι εξαντληθέντων των πολεμεφοδίων των αρματολών, έρριψαν εις τον ληνόν θείον, ούτω δε ήναψαν τα εντός αυτού ξύλα και εδημιουργήθη αποπνικτική ατμόσφαιρα εκ του καπνού και του θείου. Ο Γιάννης και οι εξ σύντροφοι, πυροβολούντες οι μεν, ξιφήρεις οι λοιποί, εξώρμησαν, αλλ’ οι καλώς ωχυρωμένοι πολιορκηταί, καίτοι δεκατισθέντες, τους εφόνευσαν πάντας, έστειλαν δε τας κεφαλάς των εις Τρίπολιν. Ο προδότης και οδηγός των απίστων καλόγηρος, πληγωθείς, διεσώθη και κατέφυγεν υπό πάντων μισούμενος εις το Άγιον Όρος, ένθα έζησεν εν τελεία απομονώσει. […]»[13]

Από τα πολλά τραγούδια με τα οποία ο λαός θρήνησε τους ήρωες του Ληνού παραθέτω δύο:

 

Οι Κολοκοτρωναίοι

 

Λάμπει (ν’) ο ήλιος στα βουνά, λάμπει και στα λαγκάδια,

λάμπει και στ’ Αρκουδόρεμμα, το δόλιο Λιμποβίσι,

οπού ’ν’ οι κλέφτες οι πολλοί, οι Κολοκοτρωναίοι,

πώχουν τ’ ασήμια τα πολλά και τα χρυσά τσαπράζια,

καβάλλα πάν’ στην εκκλησιά, καβάλλα προσκυνάνε,

καβάλλα παίρν’ αντίδερο απ’ του παπά το χέρι,

καβάλλα βγήκαν κι έκατσαν στο μαρμαρένιο αλώνι.

Κι ο Θοδωράκης μίλησε και λέει του Αντώνη:

-Ξήγα μ’, Αντώνη, τ’ όνειρο, τι ’ναι κακό για μένα.

Θελό ποτάμι πέρασα και πέρα δεν εβγήκα,

και μου ’πεσε το φέσι μου κι η φούντα του σπαθιού μου.

Στέκετ’ Αντώνης και του λέει και τ’ όνειρο ξηγάει:

-Τ’ αδέρφια σου σκοτώθηκαν στης Αιμυαλούς τ’ αμπέλια,

τους πρόδωσε ο Καλόγερος από το Μοναστήρι.[14]

 

Προδοσία καλογέρου

 

Καλόγερος εκλάδευε στου Αιμυαλού τ’ αμπέλια,

βλέπει δυο κλέφτες κι έρχονται, δυο λεροφορεμένους,

κι από μακριά τον χαιρετούν κι από κοντά του λένε:

«Ώρα καλή, καλόγερε». -«Καλώς τα παλληκάρια».

-«Καλόγερε, φέρε ψωμί, να φαν’ τα παλληκάρια».

-«Ψωμί δεν έχω ’δώ, παιδιά, να πάγω να σας φέρω».

-«Τήρα καλά, καλόγερε, να μη μας μαρτυρήσεις!

Σου κόβει ο Γιώργος τα μαλλιά κι ο Αντώνης το κεφάλι».

Μα κείνος δεν τ’ αγροίκησε τα λόγια που του λένε,

επήγε και τους πρόδωκε, πάει τους μαρτυράει.

Και η παγανιά τούς έκλεισε μέσ’ στους ληνούς στ’ αμπέλια.[15]

 

Ο ίδιος ο Θεόδωρος μόλις και μετά βίας μπόρεσε να περάσει μέσω Κυθήρων στη Ζάκυνθο, αφού γλύτωσε παρά τρίχα από τη συνωμοσία που είχαν εξυφάνει οι προεστοί της Μάνης Δουράκης και Αντωνόμπεης.

 

Μια ακόμα προσωπογραφία του Θ. Κολοκοτρώνη, του Γκιαούρ πασά, όπως τον αποκαλούσαν οι Τούρκοι, προσωνύμιο που υποδηλώνει τον σεβασμό που προκαλούσε στις τάξεις του εχθρού, όπως γράφει και το Κολοκοτρωνεΐκο λεξικό.
Δημοσιεύεται στο βιβλίο του Γάλλου φιλέλληνα διπλωμάτη Κλοντ Ντενίς Ραφενέλ (C.D. RAFFENEL), «Ιστορικά Γεγονότα στην Ελλάδα» («L’Histoire Des Evenements De La Grece», τόμος 2ος), που εκδόθηκε στο Παρίσι το 1824.

 

Στη Ζάκυνθο ο Κολοκοτρώνης, μη θέλοντας να γίνει βάρος στους φίλους του ή στους προύχοντες του τόπου, αναγκάστηκε, όπως και ο Καραγιώργης στη Σερβία, να κάνει τον ζωέμπορο, αστειευόμενος δε υπέγραφε συχνά ως «μακελλάρης». Ο Κανδηλώρος παρατηρεί:

 

«Δια το επάγγελμά του αυτό τον εμυκτήριζε κατά την δίκην του τω 1834 το όργανον του Κωλέτη ο “Σωτήρ”, μεταφέρων την είδησιν εκ της γαλλοφώνου εφημερίδος της Σμύρνης, ενόμιζε δε ότι τον διασύρει αγγέλλων ότι κατήντησέ ποτε ο Κολοκοτρώνης “εις τόσην δυστυχίαν, ώστε να σφάζη και να πωλή κρέατα”. Είναι περιττόν να τονίσωμεν ότι μόνον η αργία φέρει όνειδος και ότι προτιμώμεν τον Κολοκοτρώνην ως μακελλάρην από τον Κωλέτην ως ιατρόν του αιμοβορωτέρου των τυράννων Αλή Πασσά».[16]

 

Παραλλήλως προσπαθούσε ο Κολοκοτρώνης να αποκτήσει και κάποια πνευματική καλλιέργεια:

 

«Δεν είναι παρά αφού επήγα εις την Ζάκυνθο, όπου εύρηκα την Ιστορία της Ελλάδος εις την απλοελληνική. Τα βιβλία οπού εδιάβαζα συχνά ήτον η Ιστορία της Ελλάδος, η Ιστορία του Αριστομένη και Γοργώ και η Ιστορία του Σκεντέρμπεη».[17]

 

Μεταξύ των φίλων του ήταν άλλωστε και ο φιλογάλλος ποιητής και μετέπειτα δάσκαλος των παιδιών του, Μαρτελάος. (Ο Κολοκοτρώνης μετεκάλεσε αργότερα στη Ζάκυνθο, από τη Δημητσάνα όπου διέμεναν, την οικογένειά του καθώς και αυτήν του αδελφού του).

Η πρώτη πολεμική επιχείρηση του Κολοκοτρώνη, με έδρα πια τη Ζάκυνθο ήταν η επιδρομή, με το τούρκικο πολεμικό πλοίο («σαμπέκο», με δέκα κανόνια), το οποίο είχε αγοράσει και κυβερνούσε ο ίδιος, εναντίον του χωριού Αχαγιές, κοντά στην Πάτρα:

 

«Επήρα διαβατήριο, επήγα εις την καθέδρα της Ρεπούμπλικας, εις τους Κορφούς, εκεί με έδωσαν την άδεια δια να κτυπώ στεριάς και θαλάσσης τους Τούρκους όθεν με εβόλιε. Επήρα και μια ογδονταριά στρατιώτες της ξηράς και επήγα πλησίον της Πάτρας, Αχαγιές λεγόμενο, και έκαψα τα σπίτια, τες ιδιοκτησίες, τα μαγαζιά του Σαΐταγα, και έπειτα επέστρεψα εις την Ζάκυνθο. Οι Ζακύνθιοι, επειδή και είχαν ανάγκη από τροφάς φερμένας από την Πελοπόννησο, έκαμαν μίαν αναφορά εις την Διοίκηση, και έλεγαν ότι να μη χτυπήσουν πλέον τον Μοριά, διότι οι Τούρκοι δεν εδέχοντο τους πηγαίνοντας εκεί δια εμπόριο».[18]

 

Για την επιδρομή αυτή ο Κολοκοτρώνης θα τιμωρηθεί με φυλάκιση από τον διοικητή της Λευκάδας Παπαδόπουλο και, χολωμένος για την αθέτηση της συμφωνίας από πλευράς της Ιονίου Πολιτείας, θα ζητήσει λύση του συμβολαίου του. Λίγες μέρες αργότερα, εντούτοις, οι Ρώσοι παραδίδουν τα Επτάνησα στον Ναπολέοντα και ο Κολοκοτρώνης αφήνεται να επιστρέψει ελεύθερος στη Ζάκυνθο.

Η ναυτική όμως δραστηριότητα του Θεόδωρου δεν τελειώνει εδώ. Όπως λέγει ο ίδιος,

 

«Επήγα με τον καπετάν Αλεξανδρή εις τον Λεβάντε δέκα μήνες εναντίον των Τουρκών. Εκεί επήγα εις το Άγιον Όρος, μας επολιόρκησαν τρία καράβια τούρκικα πολεμικά, δύο κορβέτα και μία φεργάδα εις την Σκιάθο. Εδώκαμεν είδηση μιας φεργάδας αγγλικής, και ήλθε εις βοήθειάν μας. Τα δύο κορβέτα τα εβούλιαξε και την φεργάδα την επήρε ζωντανή. Είμεθα ημείς οι Έλληνες 1400, όλοι οι καπεταναίοι του Ολύμπου, καθώς Παπαμπλαχάβας, Λιόλιος, Λαζόπουλα, του Τζάρα οι καπεταναίοι. Αυτοί ευρέθηκαν εις την Σκιάθο κατατρεγμένοι από τον Μουχτάρπασα και λοιπούς Τούρκους της ξηράς. Μας επήρε ο χειμώνας, επήγαμε εις την Μάνη, από εκεί επήγα εις την Ζάκυνθο».[19]

 

H επόμενη πολεμική επιχείρηση του Κολοκοτρώνη θα γίνει το 1808 στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Γορτυνία. Ο μοραγιάννης Δεληγιάννης διαβάλλει συστηματικά στον έμπιστο φίλο του, Βελή Πασά της Τριπολιτσάς (γιο του Αλή Πασά), τον πανίσχυρο λαλαίο τουρκαλβανό Αλή Φαρμάκη, αρχηγό της οικογένειας των Ισμαηλαίων και κάτοχο οχυροτάτου πύργου κοντά στο χωριό Μοναστηράκι. Σύμφωνα με τον Δεληγιάννη, ο πύργος αυτός συνιστούσε φριχτήν απειλή για τη βεζυρεία του Βελή Πασά. Ο Φαρμάκης, του οποίου ο πατέρας και ο παππούς ήταν φίλοι και αδερφοποιτοί με τον πατέρα και τον παππού του Κολοκοτρώνη, καλεί τον τελευταίο σε βοήθεια.

Ο Κολοκοτρώνης με 14 παλληκάρια έφτασε στον πύργο λίγο πριν αυτός περικυκλωθεί από 8.000 εχθρούς και 4 κανόνια. Επί 65 μέρες οι εν συνόλω 104 πολιορκούμενοι απέκρουαν τις επιθέσεις του Βελή, ο οποίος αποχώρησε άπρακτος, όταν και η έκρηξη που προκάλεσε στο λαγούμι κάτω από τον πύργο, ξεθύμανε σε αντίθετο λαγούμι, το οποίο προνοητικά είχαν σκάψει οι πολιορκούμενοι. Προηγουμένως ο Αλή Φαρμάκης είχε απορρίψει με αγανάκτηση την ποταπή πρόταση του Βελή να παραδώσει τον Κολοκοτρώνη με αντάλλαγμα αμνηστία και μη καταστροφή του πύργου. Με τη βοήθεια του προσκείμενου στον Φαρμάκη, Ιμπραΐμ-αγα μπόρεσε ο Κολοκοτρώνης να περάσει στη Ζάκυνθο, απ’ όπου μάταια προσπάθησε ο Βελής -χρησιμοποιώντας τον Φαρμάκη που είχε εν τω μεταξύ προσκυνήσει – να τον οδηγήσει πίσω στην Πελοπόννησο. Για να μην υπάρξει παρεξήγηση: ο Φαρμάκης έμεινε μέχρι τέλους πιστός στον Κολοκοτρώνη· ακόμα κι όταν αναγκάστηκε να ενεργεί για λογαριασμό του Βελή, πάντοτε είχε τον τρόπο, με μυστικά σημάδια, να ειδοποιεί τον φίλο του για τον κίνδυνο. Άλλωστε και ο ίδιος δραπέτευσε λίγο αργότερα στη Ζάκυνθο, όπου και έμεινε μέχρις ότου, βαριά άρρωστος από δυσεντερία, γύρισε στο Λάλα για να πεθάνει (1812). Ο Κολοκοτρώνης θεώρησε ότι έχει πατρική υποχρέωση προς τα ορφανά του φίλου του, στου οποίου τη χήρα είπε: «Λύκαινα! Εχάσαμεν τον Λύκον, αλλά τα λυκόπουλα δεν είναι ορφανά. Έχουν εμένα […]».[20]

Καρπός της συμμαχίας Κολοκοτρώνη – Αλή Φαρμάκη υπήρξε το σχέδιο συστάσεως – με τη βοήθεια των Γάλλων – ελληνοαλβανικού κράτους, ενόψει του οποίου οι δύο άντρες πήγαν στην Ήπειρο και στρατολόγησαν 3.000 Τουρκαλβανούς, τους οποίους συγκέντρωσαν στην Πάργα (1809)· το εγχείρημα βεβαίως απέτυχε εν τη γενέσει του, κυρίως λόγω της ισχυρής αντίθεσης των Επτανησίων προς τους Γάλλους:

François-Xavier Donzelot (Δονζελότ, 1764-1843) Γάλλος στρατηγός και κυβερνήτης των Ιονίων Νήσων.

«Κατά το σχέδιον τούτο ο Δονζελώτ θα παρεχώρει εις τους επαναστάτας 500 άνδρας του πυροβολικού με κανόνια, ενδεδυμένους φουστανέλλας και τους εις την υπηρεσίαν της Γαλλίας πεντακισχιλίους μισθοφόρους Έλληνας της Επτανήσου […], αν δε παρουσιασθή ανάγκη, θα επετρέπετο να στρατολογήσουν εν Επτανήσω μέχρι 15 χιλ. ανδρών Επτανησίων. Εκτός τούτων να δοθώσιν εις αυτούς τα μέσα να στρατολογήσουν εν Αλβανία, Ηπείρω και Στερεά, ούτω δε δια δυνάμεως ισχυροτάτης να γίνη απόβασις εις την Πελοπόννησον.

Ευθύς μετά τούτο οι Τούρκοι της δυτικής και νοτίας Πελοποννήσου θα παρέδιδον τα φρούρια Μεσσηνίας, Πατρών και Μονεμβασίας εις τους επαναστάτας και θα συνετάσσοντο αναφοραί προς τον Σουλτάνον, βεβαιούσαι ότι η επανάστασις δεν γίνεται εναντίον του, αλλά κατά του Βελή Πασσά, ου την Βεζυρείαν θα κατέλυον. Συγχρόνως ο Δονζελώτ θα έγραφε προς τον Σεβαστιάνην, πρέσβυν της Γαλλίας εν Κωνσταντινουπόλει, να πιέση τον Σουλτάνον να υποδεχθή το κίνημα χωρίς να γίνη ουδεμία ένοπλος επίθεσις κατά των στασιαστών. […] Ως προς δε τον οργανισμόν του μελετωμένου κράτους απεφασίσθη να σχηματισθή δημοκρατική κυβέρνησις εξ ίσου αριθμού Μουσουλμάνων και Χριστιανών, διεπομένων των κατοίκων υπό νόμων καταρτισθέντων εν Κερκύρα, δι’ ων καθιερούτο πλήρης ισοπολιτεία, άνευ διακρίσεως φυλής ή θρησκεύματος. “Οι Τούρκοι επίσης να καταδικάζωνται καθώς οι Ελληνες”, γράφει ο Κολοκοτρώνης. “Η σημαία μας από το ένα μέρος το φεγγάρι, από το άλλο το Σταυρό”»[21]

Το 1809 ο άγγλος στρατηγός Όσβαλντ αποβιβάζεται με 3.000 άντρες στη Ζάκυνθο και, μετά από ασήμαντη αντίσταση της μικρής γαλλικής φρουράς, τερματίζεται στο νησί η μισητή (αφού είχε καταλύσει το αυτόνομο πολίτευμα της Επτανήσου) γαλλική κυριαρχία. Ακολουθούν η Κεφαλονιά, η Ιθάκη και τα Κύθηρα. Οι Γάλλοι εξακολουθούν να κατέχουν, εντούτοις, τη Λευκάδα, τους Παξούς, την Κέρκυρα, καθώς και την Πάργα. Θέλοντας όμως να ολοκληρώσουν την κατάληψη της Επτανήσου, οι Άγγλοι, κατά συμβουλή των ελλήνων καπεταναίων, προτείνουν στον Κολοκοτρώνη να καταταγεί στον αγγλικό στρατό με τον βαθμό του λοχαγού, όπερ και γίνεται.

Ο αγγλικός στόλος έφτασε στη Λευκάδα το απόγεμα της 8ης Μαρτίου 1810 αλλά, επειδή ο Κολοκοτρώνης φοβόταν ότι η επερχόμενη νύχτα θα δημιουργούσε σύγχυση μεταξύ των 3.000 αλλογλώσσων (Άγγλων, Κορσικανών, Σικελών, Καλαβρέζων και Ελλήνων) στρατιωτών, η απόβαση άρχισε την επομένη. Το εγχείρημα ήταν ιδιαιτέρως δύσκολο, καθώς την πόλη της Λευκάδας περιέβαλλαν οχυρώματα με πανίσχυρες κανονοστοιχίες, πάνω δε από αυτήν υψωνόταν ισχυρότατο φρούριο· στον γαλλικό στρατό υπηρετούσαν αφετέρου αρκετοί Σουλιώτες που ήξεραν καλά τα τεχνάσματα των επιτιθεμένων Ελλήνων. Να πώς περιγράφει ο Κανδηλώρος την κατάληψη της τελευταίας και σπουδαιότερης κανονοστοιχίας:

«Αλλ’ άμα τη προσεγγίσει των δρομαίων Ελλήνων τρομερά εχύθησαν κατ’ αυτών τα μυδράλια και αι σφαίραι των Γάλλων. Ο Κολοκοτρώνης περίφοβος δια την ζωήν των Ελλήνων, ους έβλεπε τασσομένους πάντοτε πρώτους υπό του στρατηγού, και μάλιστα άμα είδε πληγωθέντα και τον ταγματάρχην του Τσουρτς, κραυγάζει δια της στεντορείας φωνής του: “Έλληνες! Πέσετε κάτω! Βρε παιδιά, πέσετε χάμου!” και ωργισμένος επαναλαμβάνει: “Πέσετε κάτω σκύλοι!!!”

 

Ο σερ Ρίτσαρντ Τσωρτς (Sir Richard Church 1784 – 1873), με στολή του 1ου Συντάγματος Ελληνικού Πεζικού, έργο του Denis Dighton, 1813.
Ο Βρετανός στρατιωτικός, στα Ιόνια νησιά, συνέστησε για λογαριασμό των Βρετανών μια στρατιωτική μονάδα από Έλληνες έως το 1813. Το 1827 τον κάλεσαν οι Έλληνες για να αναλάβει την αρχιστρατηγία του στρατού ξηράς. Στη συνέχεια έλαβε τις θέσεις του αρχηγού της Δυτικής Ελλάδος, Σύμβουλου της Επικρατείας, πληρεξούσιου στην Α΄ Εθνοσυνέλευση των Αθηνών το 1843 και γερουσιαστή το 1844. Πέθανε στην Αθήνα το 1873.

 

Το στρατήγημα ήτο σωτήριον δια τα παλληκάρια του. Διότι το πρώτον πυρ των γαλλικών πυροβόλων κατά των Ελληνικών σωμάτων εύρε τους όπισθεν ερχομένους Άγγλους και Κόρσους και δεινήν επέφερεν εις αυτούς καταστροφήν. Ευθύς δε τότε ο Κολοκοτρώνης διατάσσει τους υπ’ αυτόν να εγερθώσι και κατά το μικρόν διάλειμμα των κανονιοβολισμών, μέχρις ου αναγεμισθώσι τα πυροβόλα, εφορμά τρομερός και αρειμάνιος κατά του οχυρώματος. Οι Κόρσοι τον ακολουθούσι και μετ’ ολίγον η Γύρα εκυριεύθη, διότι, ως λέγεται, οι στρατιώται του Κολοκοτρώνη ενεπήγνυον εις τον τοίχον ήλους, δι’ ων ως αίλουροι αστραπιαίως ανερριχώντο. Αλλ’ αι ζημίαι ήσαν αρκούντως σπουδαίαι. Πλην του Τσουρτς επληγώθη και ο αδελφός του στρατηγού Οσβάλδ και ο κυβερνήτης της Ναυαρχίδος, τριάκοντα δε και πέντε Έλληνες κατέκειντο φονευμένοι και βαρέως πληγωμένοι, πλήθος δ’ επίσης Άγγλων και Κόρσων. […] Αλλά το στρατήγημα του Κολοκοτρώνη δεν έμεινεν απαρατήρητον. Και επηνέθη μεν παρά του στρατηγού η ανδρεία του, αλλά και κατηγορήθη ενώπιον του στρατοδικείου ως υπαίτιος της φθοράς των Άγγλων και Κόρσων. Ο πονηρός όμως Γορτύνιος ετοίμως απολογηθείς ισχυρίσθη, ότι τοιαύτην είχον ανέκαθεν συνήθειαν οι αυτοδίδακτοι Έλληνες, να πίπτωσι δηλ. χαμαί και να εγείρωνται αιφνιδίως όταν εφώρμων κατ’ οχυρωμάτων. Ου μόνον δε απηλλάγη της κατηγορίας, αλλά και εβραβεύθη».[22]

Την κατάληψη των οχυρωμάτων ακολούθησε πολιορκία και σφοδρός κανονιοβολισμός του υπερκειμένου της πόλεως κυρίως φρουρίου, το οποίο τελικώς παραδόθηκε δια συνθήκης την 11η Απριλίου 1810.

Το φθινόπωρο του 1818 έφτασε στη Ζάκυνθο από την Ύδρα ο απεσταλμένος της Φιλικής Εταιρείας Πάγκαλος και κατήχησε – πρώτον στην Επτάνησο – τον Κολοκοτρώνη, στον οποίο ακολούθως ο Αναγνωσταράς ανέθεσε την μύηση των Επτανησίων. Εν συνεχεία ο Υψηλάντης του ανέθεσε και τη γενική διεύθυνση της μυήσεως των οπλαρχηγών της Πελοποννήσου και της Στερεάς, καθήκοντα, τα οποία, όπως λέγει ο Κανδηλώρος, ο Κολοκοτρώνης «διεξήγαγεν επιμελώς και μετ’ αφοσιώσεως».[23] Δεν είναι ακριβώς γνωστό πότε παραιτήθηκε ο Κολοκοτρώνης από τον αγγλικό στρατό. Βέβαιο είναι πάντως ότι απέρριψε τις επίμονες προτάσεις του Τσουρτς να πάει στην Ιταλία, «διότι τούτο αντέβαινεν εις την γνωστήν αρχήν να μη υπηρετήση εις ξένον έδαφος και κατά Ευρωπαίων»:[24]

 

«Είδα τότε ότι, ό,τι κάμομε, θα το κάμομε μοναχοί και δεν έχομε ελπίδα καμμία από τους ξένους. Ο Τζουρτζ επήγε εις τη Νεάπολη, έγινε εκεί στρατηγός. Με επροσκάλεσε με δύο γράμματά του και επειδή ήξευρα την Εταιρείαν δεν εδέχθηκα, αλλά εκοίταζα πότε να βγούμε για την πατρίδα μας».[25]

 

Τον Αύγουστο του 1820 ο Κολοκοτρώνης δέχτηκε ένα ακόμη πλήγμα της μοίρας: τον θάνατο της γυναίκας του, «ην ηγάπα τρυφερώς και επένθησε συντετριμμένος, φέρων επί της κεφαλής του ο ίδιος τα κόλλυβα. Αλλά, συνεχίζει ο Κανδηλώρος, δεν εκάμπτετο ο Γέρος του Μωριά εκ των δυσμενειών της Τύχης και εξ αντιξόων περιστάσεων».[26] Στις 3 Ιανουαρίου του 1821 εγκατέλειψε τη Ζάκυνθο και την 6η του ιδίου μηνός αποβιβάστηκε στη Σκαρδαμούλα <Καρδαμύλη> της Μάνης για να οργανώσει την επανάσταση στον Μοριά.

Κλείνω το μικρό αυτό πόνημα με την αναφορά σε ένα εκ πρώτης όψεως ασήμαντο περιστατικό, όπως το περιγράφει ο Κανδηλώρος:

«Εν Ζακύνθω είδεν <ο Παπαφλέσσας> τον Κολοκοτρώνην αναγινώσκοντα το Ευαγγέλιον εις μετάφρασιν της Βιβλικής Εταιρίας και αποτόμως τω παρετήρησεν, ότι το κείμενον αυτό ήτο απηγορευμένον από την Μεγάλην Εκκλησίαν. Ο Κολοκοτρώνης εσίγα και ο Δικαίος οξυθύμως επανέλαβε: “Μην το διαβάζης, δεν πρέπει. Έχει αφορισμόν ο Πατριάρχης. Αφού το διαβάζεις αυτό, είσαι καταραμένος, ωργισμένος από τον Θεόν”.

Επειδή δε, κατά Τερτσέτην, ο Κολοκοτρώνης εσίγα και πάλιν, ο Δικαίος επανέλαβε τας συστάσεις και τους αφορισμούς. “Τότε άναψεν ο Γέρος, τον αρπάζει τον Δικαίον από τα μαύρα περίσσια μαλλιά του, τον βάνει κάτου και ετρόμαξαν οι φίλοι του να τον γλυτώσουν…”

Ο Κολοκοτρώνης ενεθυμήθη το πατριαρχικό αφοριστικό του 1805, με το οποίον βέβαια δεν ήτο εις αρμονίαν. Ο νέος αναγνώστης <δηλ. ο Παπαφλέσσας> έσυρεν αθέλητα το δοξάρι του σε χορδήν μεστήν από παλαιές λύπες της καρδίας του. Οι δοξαριές τού επόνεσαν, διότι ενθυμήθη το αίμα των συντρόφων και το παπαδίστικο συνοδικό του 1805. Και ίσως ακόμη αι σκέψεις αύται τού εβασάνιζον τον νουν, όταν την εορτήν των Ταξιαρχών, 30 έτη έπειτα, εις το φαεινότερον φως της ελευθερίας, από τον άμβωνα του Δημοσθένους εξεφώνησε τον γνωστόν λόγον όπου σώζεται η εξής εκφραστική περικοπή, διότι με δύναμιν ή οργήν Δημοσθενικήν εδημοσίευσε την τρομεράν απόφασιν: “Αυτός ο Πατριάρχης (Καλλίνικος ο Ε΄) έκανεν ό,τι του έλεγεν ο Σουλτάνος!”»[27]

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Γ. Τερτσέτη, Άπαντα, τόμος Α΄, Θεοδώρου Κολοκοτρώνη Απομνημονεύματα, Εκδόσεις Παρθενών, Αθήνα 1958, παράγραφος 13.

[2] Τάκη Χ. Κανδηλώρου, Ο αρματωλισμός της Πελοποννήσου, εν Αθήναις 1924, σ. 307-308.

[3] Θ. Κολοκοτρώνη Απομνημονεύματα, ό.π., παρ. 14.

[4] Τ. Χ. Κανδηλώρου, ό.π., σ. 313.

[5] Στο ίδιο, σ. 150.

[6] Στο ίδιο, σ. 323.

[7] Προστακτική (=μάζωξε).

[8] Τ. Χ. Κανδηλώρου, ό.π., σ. 324.

[9] Στο ίδιο, σ. 325.

[10] Ο γιος του Θεόδωρου Γιάννης Κολοκοτρώνης.

[11] Τ. Χ. Κανδηλώρου, ό.π., σ. 328-329.

[12] Θ. Κολοκοτρώνη Απομνημονεύματα, ό.π., παρ. 20.

[13] Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ελευθερουδάκη, Αθήναι 1927, λήμμα Αιμυαλών μονή.

[14] Κ. Α. Ψάχου, Δημώδη άσματα Γορτυνίας, τύποις περιοδικού «Σφαίρας», εν Αθήναις 1923, σ. 5-6.

[15] Ελληνικά δημοτικά τραγούδια (εκλογή), τόμ. Α΄, Ακαδημία Αθηνών, Δημοσιεύματα του Λαογραφικού Αρχείου, αρ. 7, εν Αθήναις 1962, σ. 237-238.

[16] Τ. Χ. Κανδηλώρου, ό.π., σ. 347.

[17] Θ. Κολοκοτρώνη Απομνημονεύματα, ό.π., παρ. 61.

[18] Στο ίδιο, παρ. 32.

[19] Στο ίδιο, παρ. 35.

[20] Τ. Χ. Κανδηλώρου, ό.π., σ. 425.

[21] Στο ίδιο, σ. 403-404.

[22] Στο ίδιο, σ. 412-413.

[23] Στο ίδιο, σ. 443.

[24] Στο ίδιο, σ. 432.

[25] Θ. Κολοκοτρώνη Απομνημονεύματα, ό.π., παρ. 57.

[26] T. X. Kανδηλώρου, ό.π., σ. 444.

[27] Στο ίδιο, σ. 439.

 

Δημήτρης Πεταλάς

Διδάκτωρ Συγκριτικής Μεσαιωνικής Φιλολογίας

«Τετράδια Πολιτικού Διαλόγου έρευνας και Κριτικής, τ. 72-23, Χειμώνας 2018- Άνοιξη 2019.

Στα αποσπάσματα από τα Απομνημονεύματα του Κολοκοτρώνη και τον Αρματωλισμό της Πελοποννήσου του Κανδηλώρου έχει κρατηθεί (πλην του τονισμού) – και με ελάχιστες εξαιρέσεις – η ορθογραφία του πρωτοτύπου.

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που παρατίθενται στο κείμενο, οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

 Σχετικά θέματα:

 

Το βουνό, οι κλέφτες – Δυο κρίκοι της εθνικής αφήγησης

$
0
0

Το βουνό, οι κλέφτες – Δυο κρίκοι της εθνικής αφήγησης | Δημήτρης Δημητρόπουλος


 

Τα βουνά και οι κλέφτες. Δύο πραγματικότητες και δύο έννοιες, οι οποίες έζησαν σε στενή συνάφεια, πριν, κατά και μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους. Τα όρη αποτέλεσαν τόπο δράσης και καταφύγιο ληστών· παράλληλα, βουνά και κλέφτες, σαν δύο άρρηκτα συνδεδεμένοι κρίκοι, χρησιμοποιήθηκαν στην ιστοριογραφία και τον δημόσιο λόγο ως έννοιες ιδεολογικά χρήσιμες, αξιοποιήσιμες για τη συγκρότηση του εθνικού αφηγήματος, με σημείο τομής την επανάσταση του 1821.

Κατ’ αρχάς λοιπόν το βουνό. Το βουνό ως τόπος προστασίας, ως καταφύγιο των καταπιεσμένων και των υποδούλων, αποτελεί μια σταθερά που εκκινεί από την προεπαναστατική περίοδο, εδραιώνεται όμως και κυριαρχεί στην ιστοριογραφία και τη λογοτεχνία του 19ου και του 20ού αιώνα και γίνεται βασικό συστατικό του εξηγητικού σχήματος για τις τύχες του ελληνικού έθνους. Το σχήμα αυτό, κοινός τόπος από τα συγγράμματα διδασκαλίας ώς τις δημόσιες και ιδιωτικές συζητήσεις, θέλει τους χριστιανικούς /ελληνικούς πληθυσμούς αμέσως μετά την οθωμανική κατάκτηση – ήδη από τον 15ο αιώνα – να εγκαταλείπουν μαζικά τις πεδινές και εύφορες περιοχές και να καταφεύγουν στα ορεινά, προκειμένου να αποφύγουν την καταπίεση και τις φορολογικές ή άλλες απαιτήσεις των Τούρκων κατακτητών. [1] Η υποτιθέμενη φυγή προς το βουνό εμφανίζεται δηλαδή ως πράξη αντίστασης και ανάγκης.

Το ίδιο μοτίβο επαναλαμβάνεται, και ως προς τους κλέφτες των προεπαναστατικών χρόνων αυτοί στην παραδοσιακή ιστοριογραφία, αλλά και γενικότερα στον δημόσιο λόγο, [2] εμφανίζονται ως πρόσωπα, τα οποία μην αντέχοντας τη σκλαβιά βγαίνουν στο βουνό. Εδώ όμως ο μαζικός χαρακτήρας των μετακινήσεων των φοβισμένων πληθυσμιακών ομάδων του κάμπου έχει απαλειφθεί και προβάλλουν εξατομικευμένα χαρακτηριστικά των επώνυμων κλεφτών: περηφάνια, παλικαριά, πολεμική δεινότητα. Το βουνό πια από καταφύγιο των αδικημένων, μεταλλάσσεται σε προπύργιο ελευθερίας, με προμάχους τους κλέφτες. Με μια επιπλέον σημαντική παράμετρο: οι κλέφτες δεν είναι οι αδύναμοι, φοβισμένοι αγρότες, αλλά οι επίφοβοι ένοπλοι, οι προάγγελοι και πλαστουργοί της Επανάστασης. Οι ιδιαίτερες πολεμικές τους ικανότητες μάλιστα, η άριστη γνώση της μορφολογίας των ορεινών όγκων, αλλά και η ανικανότητα της οθωμανικής διοίκησης, υποστηρίζεται ότι ωθούσαν την τελευταία να τους προσλαμβάνει ενίοτε ως αρματολούς, αναθέτοντάς τους αστυνομικά καθήκοντα ελέγχου των ορεινών περασμάτων. [3] Έτσι, μέσα από μια σειρά σημασιολογικές ανατροπές, οι κλέφτες όχι μόνο αποκαθαίρονται από την κλεψιά, αλλά και μεταμορφώνονται ταυτόχρονα σε επαναστάτες και σε αστυνόμους.[4]

Μια μικρή παρέμβαση για ένα σχόλιο: Η ασάφεια αυτή ανάμεσα στον ρόλο του κλέφτη και του αστυνόμου, του προστάτη του νόμου και του παραβάτη, έχει, νομίζω, εμποτίσει τη συλλογική μνήμη, τις αντιλήψεις και τις νοοτροπίες. Το 1973, ο καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Απόστολος Δασκαλάκης, με ανάθεση από το Αρχηγείο Χωροφυλακής, εκδίδει μια δίτομη ιστορία του Σώματος. Στην εισαγωγή, στο κεφάλαιο «Αρματολοί και Κλέφτες – Πρώτη ελληνική χωροφυλακή», αναπαράγονται όλα τα στερεότυπα για τους κλεφταρματολούς με σκοπό να υποστηριχθεί η θέση ότι: «ως καθαυτό πρώτη εθνική δύναμις Χωροφυλακής, ασκήσασα ανυπολόγιστον επίδρασιν εις τα εθνικά πεπρωμένα του νεώτερου ελληνισμού, δύνανται να χαρακτηριστούν τα σώματα Κλεφτών και Αρματολών».[5] Ο συγγραφέας, γεμάτος λυρισμό, επιχειρεί να σχηματίσει μια γενεαλογία της Χωροφυλακής, να κατασκευάσει ένα συνεχές των δυνάμεων ασφαλείας: από τους περίφημους κλέφτες γεννήθηκαν οι δοξασμένοι αρματολοί, άμεσος απόγονος των οποίων είναι η περιώνυμος ελληνική χωροφυλακή.[6] Το γεγονός ότι η ελληνική αστυνομία σεμνύνεται ότι κατάγεται από ληστές, είναι, νομίζω, μια απτή ένδειξη της ρευστότητας των συνόρων, των ορίων ανάμεσα στο θεσμοθετημένα «καλό» και «κακό», η οποία έχει αφήσει το στίγμα της και στα γεγονότα των τελευταίων χρόνων.

 

Έλληνας αρματολός – Carl Haag (1820-1915). Yδατογραφία, 1861. Μουσείο Μπενάκη.

 

Προχωρώ σε δύο διευκρινίσεις:

 

α) Γενικότερα σε σχέση με την πρόσληψη του βουνού. Αυτή αλλάζει εικόνα από εποχή σε εποχή· παραλλάσσει μάλιστα τόσο η πρόσληψη του βουνού όσο και η διήγηση της πρόσληψης αυτής.[7] Η ρομαντική λογοτεχνία και τέχνη ύμνησαν και αναπαράστησαν το βουνό ως σύμβολο ελευθερίας. Τα όρη γίνονται, τόπος επικίνδυνος και απρόσιτος για την ακμάζουσα ληστρική λογοτεχνία του 19ου και του αρχόμενου 20ού αιώνα. [8] Παράλληλα η λαογραφία, η πεζογραφία και η ποίηση του τέλους του 19ου αιώνα και των πρώτων χρόνων του 20ού προβάλλουν ένα άλλο, ειδυλλιακό βουνό. [9]  Τα Ψηλά Βουνά του Ζαχαρία Παπαντωνίου – το γνωστό αναγνωστικό της Τρίτης Δημοτικού, που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1917, ξεσήκωσε τη μήνι των αντιπάλων του δημοτικισμού και της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, [10] αποδείχθηκε όμως ανθεκτικό στον χρόνο, αφού μέχρι σήμερα επανεκδίδεται ως δημοφιλές ανάγνωσμα – σηματοδοτούν, νομίζω, ένα σημείο αναφοράς για την αλλαγή αυτή θέασης του βουνού που έχει συμβεί· συνιστούν έναν ύμνο στην ομορφιά της φύσης, στην αγνή ζωή και στους αγαθούς κατοίκους του.

Ακολούθως, οι ιστορικές συγκυρίες μεταστρέφουν πάλι την εικόνα του βουνού. Οι αντάρτες της Αντίστασης, στα χρόνια της Κατοχής, που μαζικά «βγαίνουν στο βουνό», το μετατρέπουν σε προπύργιο ελευθερίας, τόπο δόξας και αγώνων μια διάσταση που κυριαρχεί στην πληθώρα μαρτυριών αγωνιστών της Αντίστασης, οι οποίες στην πλειονότητά τους εκδόθηκαν στην περίοδο της Μεταπολίτευσης.[11] Ιδιαίτερα για την Αριστερά, η εύκολη αναγωγή των ανταρτών στους προεπαναστατικούς κλέφτες, που θεωρήθηκε ότι αποκαθιστούσε ένα νήμα λαϊκού ηρωισμού, έγινε με βασικό όργανο τον κοινό τόπο δράσης τους, το βουνό.

Αντιπροσωπευτικό δείγμα αυτής της αντίληψης είναι το λογοτέχνημα του Τάσου Βουρνά Αρματολοί και κλέφτες. Ο συγγραφέας το χαρακτηρίζει μάλιστα ως ξεχωριστό είδος που εισάγει «ιστορικές γνώσεις με λογοτεχνική γραφή». Δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην Αυγή και ακολούθως σε χωριστό τόμο στην υπερωρία το 1962, από τις Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις. Γράφει λοιπόν στην πρώτη σελίδα του αφηγήματος που είναι αφιερωμένο στον κλέφτη Ζαχαριά: «Μια ανυπόταχτη βουνίσια ράτσα έχει στήσει εδώ πάνου [στο Μαίναλο] τη μονιά της. Άγρια και απροσκύνητη λυπάται μα και περιφρονεί τους καμπίσιους, που σκάφτουν ολημερίς τη γη των κοτζαμπάσηδων και των αγάδων, […] μάχεται τον τύραννο τον Τούρκο και τον κοτζάμπαση με το ντουφέκι στο χέρι και καρτερεί την κλεφτουριά να δέσει τους ξωμάχους της γης, Μοριά και Ρούμελη, σ’ ένα ανίκητο στρατό, που θα κινήσει απ’ τα βουνά και θα καθαρίσει τον κάμπο από το βραχνά του Τούρκου και την ψώρα του κοτζάμπαση, φέρνοντας στο έθνος τη λευτεριά του και στο φτωχό ζευγίτη και τον τσοπάνη μια στάλα ξεκούραση και ανασεμιά, μαζί με μια μπουκιά γλυκό ψωμί».[12]

 

Το άγαλμα του Καπετάν Ζαχαρία – Βαριτσιώτη (1759-1803 ή 1804). Σπάρτη – Νότια είσοδος -Κεντρικός δρόμος από Γύθειο. Φωτογραφία: Παναγιώτης Κατσαμπής.

 

Ο νέος ισχυρός αυτός συμβολισμός του βουνού συνυπήρξε, νομίζω, έως πολύ πρόσφατα με την άλλη εικόνα του που δημιουργήθηκε και πάλι στη δεκαετία του 1940, από τον Εμφύλιο πόλεμο: εδώ το βουνό ήταν το πεδίο ανάπτυξης των «κομμουνιστοσυμμοριτών», χώρος ανεξέλεγκτος, μια πληγή στο σώμα του έθνους. Η υποχρεωτική μετακίνηση των κατοίκων των  και η πρόσκαιρη εγκατάλειψη πλήθους ορεινών οικισμών εδραίωσαν αυτήν την παραδοχή.

Στα πολύ πρόσφατα πάλι μεταπολεμικά χρόνια, οι βαθιές αλλαγές στην οικονομία και οι επιπτώσεις τους στα δημογραφικά δεδομένα ορίζουν μια νέα διαδρομή που έχει με επιτυχία, νομίζω, σκιαγραφηθεί ως μετάβαση από το «τραγικό» στο «μαγικό» βουνό· ως μετάβαση δηλαδή από τους εγκαταλελειμμένους, ερημωμένους και καθυστερημένους ορεινούς οικισμούς των δεκαετιών του 1950, 1960, 1970, στα σύγχρονα ορεινά χωριά τουριστικά θέρετρα, που αξιοδότησε με νέο τρόπο η επιθυμία των κατοίκων των αστικών κέντρων για επιστροφή στη φύση και η «ανακάλυψη» των χειμερινών σπορ.[13]

β) Σχετικά με τη σχέση κλεφτών και βουνού. Η λογοτεχνία που από τις πρώτες μετεπαναστατικές δεκαετίες αφηγήθηκε τα κατορθώματα των κλεφτών χρησιμοποιεί τα όρη περισσότερο ως ένα ντεκόρ που εξάπτει τη φαντασία· κατά κανόνα όμως χωρίς να μπαίνει στην ουσία των όρων και των συνθηκών διαβίωσης σε αυτά. Στον Κατσαντώνη του Κωνσταντίνου Ράμφου, π.χ., που εκδόθηκε το 1862 και γνώρισε απανωτές επανεκδόσεις, ελάχιστα παρουσιάζεται η ζωή στο βουνό, με εξαίρεση την περιγραφή μιας εντυπωσιακής σπηλιάς στα Τζουμέρκα, που υποτίθεται αποτελούσε το άντρο του ομώνυμου κλέφτη.[14] Το ίδιο ισχύει εν πολλοίς και για το ληστρικό μυθιστόρημα, όπου και αυτό πρόβαλλε την απόφαση των ληστών να αποκοπούν από την κοινωνία ή την αποτυχία της κοινωνίας να τους ενσωματώσει.[15]

 

Κατσαντώνης. Λεπτομέρεια από το άγαλμα στα Άργαφα.

 

Από την άλλη πλευρά, η νεότερη ιστοριογραφική θεώρηση, που εντάσσει τους κλέφτες και τους αρματολούς στο γενικό σχήμα των «πρωτόγονων της εξέγερσης»,[16] εστιάζει κυρίως στην άρνηση των κλεφτών να ενταχθούν στην κατεστημένη κοινωνική τάξη και να υποταχθούν στην εξουσία και δεν δίνει ιδιαίτερο βάρος στη σχέση τους με τον ορεινό χώρο.[17]

 

Η μαρτυρία

 

Ας επανέλθουμε όμως στις μαρτυρίες της προεπαναστατικής εποχής. Η ρομαντική θεώρηση των κλεφτών που ζουν παράνομοι στα όρη ως αγνοί υπέρμαχοι της ελευθερίας απαντά ήδη στην Ελληνική Νομαρχία, το 1806. Εκεί, ο ανώνυμος συγγραφέας της υποστηρίζει ότι οι κλέφτες «φεύγουσι εις τα δάση διά να διαφεντεύσουν την ελευθερίαν τους». [18] Τη θέση αυτή επαναλαμβάνουν πολλοί συγγραφείς απομνημονευμάτων του Αγώνα που είχαν ιδία γνώση της κλέφτικης δράσης· ξεχωρίζουν όσοι ανήκαν στην παράταξη των στρατιωτικών και ιδιαίτερα στον κύκλο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Από τους πιο πρώιμους, ο Φιλικός Ιωάννης Φιλήμων γράφει ότι «οι κλέπται επολέμουν την τυραννίαν εις τα όρη». [19] Το ίδιο και ο Αμβρόσιος Φραντζής, που συνδέει μάλιστα την εμφάνιση των κλεφτών με την οθωμανική κατάκτηση της Πελοποννήσου το 1715· τότε λοιπόν κάποιοι από τους κατοίκους – που τους χαρακτηρίζει αποστάτες – «δεν παρεδέχθησαν να υποκύψωσιν τον αυχένα εις τον οθωμανικό ζυγόν, αλλ’ οπλοφόροι, περιεφέροντο εις τα όρη και τα δάση».[20] Σε αυτό το κλίμα και ο υπασπιστής του Κολοκοτρώνη Φωτάκος, που επισημαίνει ότι κλέφτες ονομάστηκαν από την οθωμανική εξουσία όσοι πριν την Επανάσταση πήραν τα όπλα, αμφισβήτησαν την κυριαρχία της και: «έζων και ευρίσκοντο απάνω εις τα όρη και εις τα δάση, και όσοι των ραγιάδων εκαπνίζοντο από το αίσθημα της ελευθερίας τους ηκολούθουν».[21]

 

Προσωπογραφία του Θ. Κολοκοτρώνη. Δημοσιεύεται στο βιβλίο του Γάλλου φιλέλληνα διπλωμάτη Κλοντ Ντενίς Ραφενέλ (C.D. RAFFENEL), «Ιστορικά Γεγονότα στην Ελλάδα» («L’Histoire Des Evenements De La Grece», τόμος 2ος), που εκδόθηκε στο Παρίσι το 1824.

 

Ο Μακεδόνας αγωνιστής Νικόλαος Κασομούλης επίσης, που προτάσσει στα ενθυμήματά του μια γενεαλογία του κλεφταρματολισμού, γράφει ότι οι κλέφτες όχι μόνον «τον αυχένα εις τον ζυγόν των τυράννων δεν έκλιναν να πληρώσουν χαράτσι», αλλά ζώντας «εντός των ερημιών, και από τας περηφάνους και υψηλάς κορυφάς των ορεινών τόπων της Στερεάς Ελλάδος, νηστικοί, διψασμένοι, γυμνοί, ξυπόλυτοι κατατρεχόμενοι» κέρδισαν προνόμια ανεξαρτησίας και διαφύλαξαν τη θρησκεία και τα έθιμα του λαού.[22] Τα ίδια επαναλαμβάνουν και ο γραμματικός και βιογράφος του Καραϊσκάκη Δημήτριος Αινιάν,[23] ο Μακρυγιάννης που ονοματίζει τους κλέφτες «μαγιά της λευτεριάς»[24] και άλλοι αγωνιστές, άνθρωποι των όπλων, που μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους αντάλλαξαν «την πάλα με την πέννα», αναλαμβάνοντας με τη γραφίδα πια να υπερασπιστούν τα πολεμικά έργα τους.[25]

Φυσικά, με αυτήν την άποψη δεν στοιχίζονταν όλοι. Κάποιοι θα λέγαμε σχηματικά ότι μεταθέτουν το θέμα των κλεφτών από το εθνικό στο κοινωνικό. Ο Κωνσταντίνος Κούμας, π.χ., λόγιος, μέτοχος των ιδεών του Διαφωτισμού, σχηματίζει το 1832 ένα περίγραμμα της ιστορικής διαδρομής των κλεφτών και των αρματολών. Οι «περιαδόμενοι κλέπται της Ελλάδος» – γράφει με ειρωνεία – κάθε καλοκαίρι κυρίως που φούντωνε η δράση τους, καταρήμαζαν τα χωριά, διέπρατταν βαρύτατα κακουργήματα κατά χριστιανών και Τούρκων, ήταν «βάρβαροι, απάνθρωποι και ωμοί» και είχαν μοναδικό κίνητρο τον προσωπικό πλουτισμό.[26] Κυρίως όμως πολέμιοι των κλεφτών είναι πρόκριτοι, όπως ο Κανέλλος Δεληγιάννης και ο Παναγιώτης Παπατσώνης, που συνέγραψαν απομνημονεύματα για την Επανάσταση του ’21· αυτοί αφιερώνουν αρκετές, με πάθος γραμμένες σελίδες, προκειμένου να αποκαθηλώσουν τον κλέφτικο μύθο.[27]

 

Η βίωση

 

Οι έγκυρες μαρτυρίες της εποχής για το βουνό είναι περιορισμένες, αποσπασματικές και λίγο πολύ τυχαίες. Μια ανάστροφη πορεία από εκείνη της αποχώρησης από την πεδιάδα στο βουνό αφηγούνται, π.χ., ο Φωριέλ και ο Πουκβίλ. Ο τελευταίος μιλά με θαυμασμό για τους εύσωμους και ανυπότακτους κλέφτες των Αγράφων, εντούτοις υποστηρίζει ότι κατέβαιναν από τα ορεινά και λήστευαν τα τουρκικά χωριά του θεσσαλικού κάμπου, επενδύοντας μάλιστα τα τελευταία προεπαναστατικά χρόνια στο εμπόριο· εκεί, έχοντας ανάγκη αγοράς για τα προϊόντα τους, ήρθαν σε συνδιαλλαγή με την οθωμανική διοίκηση.[28]

Μια ωραία μαρτυρία παρέχει επίσης ο Γεώργιος Δημητρίου από το Αργυρόκαστρο, όταν στα 1783 περιγράφει την πατρίδα του. Εκεί λοιπόν επισημαίνει ότι οι περισσότεροι ληστές στην Ήπειρο και τη Θεσσαλία είναι χριστιανοί. «Δεν έχουν σπίτια παρά λημεριάζουν μέσα στα δάση, μέσα σε σπηλιές ή κουφάλες χονδρών δένδρων, απ’ όπου κάνουν αιφνιδιασμούς στους ταξιδιώτες, χριστιανούς και Τούρκους, τους ληστεύουν, τους σκοτώνουν ή σκοτώνονται από αυτούς. Ο αριθμός τους ανέρχεται σε 50-100, καμιά φορά και σε 200 άνδρες. Κάνουν αυτή τη δουλειά από απελπισία ή από φόβο τιμωρίας που θέλουν να ξεφύγουν ή από αγάπη προς τη ζωή τους που θέλουν να τη σώσουν, ακόμα και κάτω από αυτές τις συνθήκες που βρίσκονται. Μερικοί ζουν κοντά στην Πίνδο (τώρα λέγεται Μέτσοβο), άλλοι στα βουνά της Άρτης (Ακαρνανίας), άλλοι στο Καρπενήσι και στα Άγραφα, δηλαδή στη Ρούμελη. Εκεί επάνω είναι σαν αποκλεισμένοι, και γιατί οι δρόμοι είναι δύσβατοι και τα μέρη απρόσιτα, και γιατί τους Τούρκους τους εμποδίζουν τα ίδια τα φορέματά τους ώστε να μπορέσουν να καταδιώξουν ή εντελώς να εκδιώξουν αυτόν τον συρφετό».[29]

Ο λόγος του Δημητρίου δεν συνάδει με τη συνήθη υμνητική προσέγγιση πολλών από τους μεταγενέστερους συγγραφείς, δίνει, όμως ένα λιτό περίγραμμα της κλέφτικης ζωής: ζουν σαν τα αγρίμια, εκμεταλλευόμενοι το δυσπρόσιτο του τόπου διαμονής τους και ταυτόχρονα υποφέροντας από αυτό. Το ίδιο λέει και ο Μακρυγιάννης, παρ’ όλο που το επικό και λυρικό του ύφος δημιουργεί άλλο κλίμα: «Και είχαν συντρόφους όλοι αυτήνοι τ’ άγρια θεριά και φίδια, οπού συγκατοικούσανε μαζί, και προστάτη μόνον τον Θεόν. Και τροφή είχαν το κρέας των τυράγνων Ρωμαίγων, όσοι ήταν σύμφωνοι με τους Τούρκους, και Τούρκων, και το αίμα τους κρασί».[30] Ανάλογες εικόνες κακουχιών και διαβίωσης με το όπλο παρά πόδα αναπαριστά και ο δημοτικός τραγουδιστής.[31]

Ένα παράδειγμα· το τραγούδι του καπετάν Ρομφέη:[32]

 

Σαράντα χρόνους έκαμα αρματολός και κλέφτης

το χέρι μου προσκέφαλο και το σπαθί μου στρώμα

και το ντουφέκι στο πλευρό όσο να ξημερώση.

 

Ο ανώνυμος της Ελληνικής Νομαρχίας τονίζει και αυτός το λιτοδίαιτο των κλεφτών, συνδέοντάς το με τον υποτιθέμενο, και από πολλές άλλες πηγές αμφισβητούμενο, αλτρουισμό που έδειχναν απέναντι στους κατοίκους: «ζώσι» γράφει «δύο και τρεις ημέρας με νερόν και χόρτα, και ούτως δεν ενοχλούσι τους χωριάτας εις το ουδέν».[33]

Η απουσία λοιπόν οργανωμένης κατοικίας, ο πλάνης και έκθετος στα στοιχεία της φύσης βίος, χαρακτηρίζουν τη διαβίωση των κλεφτών στο βουνό. Οι μαρτυρίες συγκλίνουν, ενδεχομένως όμως και γενικεύουν. Κατά πάσα πιθανότητα δηλαδή μεταγράφουν ως καθημερινότητα των κλεφτών, συνθήκες που αφορούν το τμήμα εκείνο του έτους που οι κλέφτες ήταν εν δράσει. Οι κλέφτες όμως δεν έκλεβαν όλο τον χρόνο.

Ο λαϊκός ποθητής αποδίδει, την εποχικότητα αυτή άτεχνα αλλά ρεαλιστικά:[34]

 

Παιδιά, πήρ’ ο χινόπωρος, παιδιά, πήρ’ ο χειμώνας,

πέσαν τα φύλλ’ απ’ τα κλαριά, ξεσκιώσαν τα λημέρια.

Παιδιά μου, να σκορπίσουμε, να γίνουμε μπουλούκια.

Πιάστε τους φίλους τους πιστούς και τους πιστούς κουμπάρους,

παιδιά μ’, να ξεχειμάσουμε και τούτον το χειμώνα.

 

Η δράση τους λοιπόν ξεκινούσε από την άνοιξη και αναπτυσσόταν κυρίως κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. [35] Το υπόλοιπο έτος έβρισκαν απάγκιο σε ορεινά, απομονωμένα χωριά, αλλά και στα μοναστήρια που αποτελούσαν προνομιακά τους καταφύγια. [36] Οι Κολοκοτρωναίοι στη Μάνη, [37] ο Κατσαντώνης στο Μοναστηράκι των Αγράφων, [38] κλπ. Την ίδια εποχή άλλωστε εξορμούσαν και οι διώκτες τους.

  • «Έτους, αψ’ [1700]», διαβάζουμε σε μία ενθύμηση, «εγίνηκε χειμών φοβερός· και έπεσε χιόνι πολύ και άρχισεν το χιόνι από τους είκοσι Δικεβρίου και εχιόνισε έως όπου εβγήκε ο Μάρτιος… και εψόφησαν πολλά πράματα και τον αυτόν μήνα ετζάκοσαν και τον ταλαίπωρον τον Μεηδάνον και τον εχάλασαν. Εις το χωρίον Γαρδίκι τον έπιασαν και εις την Θεσσαλονίκη τον εχάλασαν».[39] Το Γαρδίκι που είχε καταφύγει ο κλέφτης Μεϊντάνης βρίσκεται στα Τζουμέρκα, σε υψόμετρο 1.050 μ.
  • «και τους είχα βάλει, χοσιάδα [:ενέδρα] διά τους κλέφτες απάνου εις το Βελούχι, εις ένα σέμπτι [:περιοχή] οπού ονομάζεται Λάκουρες»· αναφέρει στον Αλή πασά ο τοπικός επικεφαλής αρματολών «την νύχτα οπού εφύλαγαν έντεσε [:έτυχε] και επέρασαν κλέφτες και έπεσαν απάνω τους, εντουφεκίστηκαν με τους κλέφτες».[40] Η Λιάκουρα βρίσκεται στο Βελούχι, σε υψόμετρο 2.043 μ. και η επιχείρηση έγινε τις τελευταίες μέρες του Αυγούστου του 1802.

Ανάλογες μαρτυρίες για ορεινές θέσεις όπου δρούσαν και κατέφευγαν οι κλέφτες εντοπίζονται στο αρχείο του απηνούς διώκτη τους, του Αλή πασά. Ενδεικτικά:

  • Απρίλιο τον 1802, όμηροι των κλεφτών φυλάσσονται στο χωριό Περλιάγκου (σημ. Χρυσομηλιά) στις πλαγιές του όρους Κότζιακα, υψόμετρο 910 μ.[41]
  • Μάιο τον 1805, νυκτερινή ενέδρα επιχειρείται εναντίον κλεφτών στη θέση Τζαγίρια Γραμματικού στο Βέρμιο, υψόμετρο 1.160 μ.[42]
  • Μάιο τον 1807, άνθρωποι του Αλή πασά δίνουν μάχη με τον Κατσαντώνη στη Σπινάσα (σημ. Νεράιδα Καλαμπάκας), υψόμετρο 820 μ., ενώ μπουλούκια κλεφτών συναντούν και στις θέσεις Ανδριαδίτικο και Ζυγός των Αγράφων, υψόμετρο περί τα 800 μ.[43]
  • Απρίλιο τον 1809, ο αδελφός του Κατσαντώνη Λεπενιώτης επιτίθεται με 80 παλικάρια στο χωριό Βούτυρο στις πλαγιές του Τυμφρηστού, υψόμετρο 840 μ.[44]
  • Απρίλιο τον 1808, εκφράζουν στον Αλή πασά την απελπισία τους για τις συνεχείς επιδρομές που υφίστανται από τους κλέφτες κάτοικοι του Μαραθιά στις πλαγιές της κορυφής Καμαράκι στην Ευρυτανία, υψόμετρο 800 μ.[45]

Η ζωή και η δράση των κλεφτών ήταν αλληλένδετη με την ποιμενική κτηνοτροφία·[46] βασίζεται, σε ένα πλέγμα οικονομικών σχέσεων και συγγενικών δεσμών που διευρύνεται μέσω του συνοικεσίου, της κουμπαριάς και της αδελφοποιίας.[47] Αποτυπώνεται στα τραγούδια, ακόμη και όταν είναι αμφίβολη η λαϊκή προέλευσή τους. Το ακόλουθο ηπειρώτικο τραγούδι την αναπαριστά με ενάργεια:[48]

 

Εμαραθήκαν τα δεντριά, τα κορφοβούνι’ ασπρίζουν

κ’ οι Βλάχοι παν ’ς τα χειμαδιά, πάνε να ξεχειμάσουν,

κι ο κλέφτης τότε πού να πάη; Τα κορφοβούνι’ αφήνει,

αλλάζει τα φορέματα και τρέχει σκοτισμένος,

και δε γελάει τ’ αχείλι του και σκύβει το κεφάλι.

Μετρώντας τα μερόνυχτα την ώρα καρτεράει,

ν’ ανοίξη ο γαύρος, η οξυά, να ζώση τ’ άρματά του,

να πάρη το ντουφέκι του, να τρέξη ’ς ταις ραχούλες,

ν’ ανέβη ’ς τα ψηλά βουνά, ’ς τα κλέφτικα λημέρια,

να σμίξη με τη συντροφιά, την τέχνη του ν’ αρχίση,

σφάζοντας Τούρκους όπου βρει, γυμνώνοντας διαβάταις,

και πλούσιους σκλάβους πιάνοντας την ξαγορά να παίρνη.

 

Το δίκτυο των ανθρώπων που θα βοηθούσαν τους κλέφτες και θα τους προμήθευαν τροφή και χειμερινό κατάλυμα ήταν βασικό συστατικό της κλέφτικης ζωής. Ο χαλασμός των κλεφτών του Μόριά το 1806 και οι αντίστοιχες συστηματικές διώξεις που εφάρμοσε ο Αλή πασάς στη δική του εκτεταμένη επικράτεια στηρίχτηκαν σε αυτή τη στρατηγική απομόνωσης των κλεφτών από τους υποστηριχτές τους, τις ποιμενικές κυρίως κοινωνίες. Έτσι, ο Κε- χαγιάμπεης του πασά της Πελοποννήσου τον χειμώνα του 1806 «ήρχισε κατά πρώτον από τους γιατάκηδες, οπού τους έκρυπτον και τους ετροφοδοτούσαν και επαλούκωσαν τοιούτους υπέρ τους τριάκοντα και τότε εχύθη ο τρόμος προς άπαντας».[49] Λίγους μήνες αργότερα, τον Φεβρουάριο του 1807, ο Μουχτάρ πασάς ενημερώνει τον πατέρα του ότι έχει εντοπίσει γιατάκι (:λημέρι) των κλεφτών στον Πλάτανο Κραβάρων, σε υψόμετρο 860 μ., οι κάτοικοι του οποίου τους προμήθευαν «φυσέκια και ψωμί».[50]

Το άξενο, χιονισμένο βουνό δεν μπορούσε να είναι καταφύγιο, ιδιαίτερα όταν τα ορεινά χωριά, τα οποία εκόντα-άκοντα τους παρείχαν τροφή, είχαν πλέον μεταστραφεί, είχαν γίνει εχθρικά. «Χιόνι έτρωγαν, χιόνι έπιναν και τη φωτιά βαστούσαν» διηγείται ένα δημοτικό τραγούδι που μιλά για τον διωγμό του Νικοτσάρα, [51] θέτοντας τα δύο κύρια προβλήματα που είχαν να επιλύσουν οι κλέφτες: τη διατροφή και τη διαμονή.

Ο Θ. Κολοκοτρώνης, που βιωματικά διηγείται τον διωγμό των κλεφτών της Πελοποννήσου, αποτυπώνει το αίσθημα αποκλεισμού: «και τα βουνά ήταν γεμάτα χιόνια και δεν ειμπορούσαμε να πάμε» λέει σε ένα σημείο, «επήγαμεν εις τα Κοντοβούνια διά ψωμί και έπειτα επήγαμεν εις ένα βουνό να λημεριάσωμεν» λίγο μετά. [52] Αλλά και ο γραμματικός του, ο Μιχαήλ Οικονόμου, σημειώνει ότι οι Τούρκοι επέλεξαν τον χειμώνα για να ξεκινήσουν την καταδίωξη των κλεφτών «των χωρίων ερήμων σχεδόν όντων, διότι οι ορεινοί και οι ποιμένες διέτριβον τότε εις τα παραχειμάσια, αι δίοδοι και χιονοσκεπείς ούσαι, κατείχοντο από τα περιπολίας και τους διώκτας των, ως και τα κατοίκους τινας έχοντα χωρία, οι δε φίλοι των απέφευγον αυτούς αποκρυπτόμενοι, εστερούντο δε τροφών και πέδιλων (τσαρουχίων) και πολεμοφοδίων».[53]

Λύση ανάγκης για το κλέφτικο λημέρι αποτελούσαν οι σπηλιές. Ο πρόκριτος λ.χ. του Άγιου Πέτρου Κυνουρίας Αναγνώστης Κοντάκης σημειώνει στα απομνημονεύματά του ότι μετά την κατάληψη της Πελοποννήσου από τους Τούρκους ο Αντωνάκης, γνωστός κλέφτης της εποχής, «είχεν οχυρωμένα πολλά σπήλαια» προς χρήση σε περίπτωση ανάγκης. [54] Ανάγκης κατά κυριολεξία. Το καλοκαίρι, του 1929, ο δεινός μελετητής των βουνών της Ρούμελης Δημήτριος Λουκόπουλος πραγματοποιεί ένα παλαβό του όνειρο και φτάνει, με τη βοήθεια ποιμένων στη διάσημη σπηλιά του Κατσαντώνη στα Άγραφα, απέναντι, από τη Φούρκα, όπου και ο φημισμένος κλέφτης συνελήφθη, όντας βαριά άρρωστος. Εκεί ο Λουκόπουλος βρέθηκε μπροστά σε μια σχισμή στον βράχο – ριζόσπηλο την αποκαλεί – όπου δεν επαρκούσε να σταθεί όρθιος, ίσα-ίσα που χώραγε να ξαπλώσει αυτός και οι δύο συνοδοί του, με το κεφάλι προς τα μέσα και τα πόδια προς τα έξω.[55]

 

Η πρόσληψη

 

Οι κλέφτες λοιπόν βιώνουν τη διπλή αυτή φύση του βουνού: ως καταφύγιου ελευθερίας και ως παγίδας θανάτου. Από την άλλη πλευρά, η πρόσληψη του βουνού από εκείνους που παρατηρούν τη ζωή και τη δράση των κλεφτών παρουσιάζει σημαντικές διαφορές ανάλογα με το πρόσωπο που κάθε φορά μιλάει.

Ο Σπυρίδων Τρικούπης, για παράδειγμα, στο άτεχνο, ρομαντικό, ποίημά του Ο Δήμος, που πρωτοεξέδωσε στο Παρίσι τον Νοέμβριο του 1821, στον νεκρικό αποχαιρετισμό του κλέφτη ήρωά του, του αποδίδει την άποψη:

 

Και πάντα δούλων έλεγε ταις Χώραις άξιους τόπους,

Λαγγάδια, Ράχαις κι Ερημιαίς για ’λεύθερους ανθρώπους.[56]

 

Στον αντίποδα, για τον Ρήγα Βελεστινλή το βουνό είναι πλήρως απαξιωμένο.[57] Χώρος κατάλληλος για θηρία και όχι για ανθρώπους, τόπος εξορίας μάλλον, που πρέπει οι άξιοι αγωνιστές να τον εγκαταλείψουν τάχιστα, μεταφέροντας την πολεμική δράση τους στις πόλεις.

 

Ως πότε παλικάρια, να ζούμε στα στενά, μονάχοι σα λεοντάρια, στες ράχες, στα βουνά;

Σπηλιές να κατοικούμε, να βλέπωμεν κλαδιά, να φεύγωμ’ απ’ τον κόσμον, για την πικρή σκλαβιά;

 

σαλπίζει στους πρώτους κιόλας στίχους του «Θούριού» του.[58]

Στον «Ύμνο Πατριωτικό» η ανυποληψία του βουνού και της πολεμικής δράσης σε αυτό είναι ακόμη πιο έντονη:[59]

 

Αν περπατείς μες στα βουνά,

κι έχεις συντρόφους τα κλαδιά,

κανείς δε σε στιμάρει, πως να ’σαι παλικάρι.

Και παρακάτω:

Ως πότε, άνδρες ξακουστοί,

να είστε πάντα σφαλιστοί;

Σ’ ερήμους και στα δάση,

κανείς δεν σας τρομάσει.

 

Το μήνυμα είναι σαφές. Εκείνοι που έχουν βγει στο βουνό είναι γενναίοι αγωνιστές της ελευθερίας, αλλά ο αγώνας, όσο παραμένει εκεί, δεν συνιστά αληθινό κίνδυνο για τους Οθωμανούς, είναι μάταιος και ανυπόληπτος.

Αν όμως το βουνό ήταν τόπος άγριος και εχθρικός, οι κλέφτες που ζούσαν σε αυτόν δεν θα μπορούσαν να μείνουν ανεπηρέαστοι. Ο λόγιος και γραμματικός του Καραϊσκάκη για παράδειγμα, ο Γεώργιος Γαζής, είναι απόλυτος στις κρίσεις του όταν μιλάει για τις ομάδες κλεφτών που κλείστηκαν στο Μεσολόγγι:

 

«κατέφυγον πολλά θηρία ορεσικώεντα του Ομήρου, ήγουν άνθρωποι λησταί και κλέπται και κακούργοι, οίτινες έζων έως της Επαναστάσεως ως άγρια θηρία εις τα σπήλαια και δάση της Στερεάς Ελλάδος […] ποτέ δεν είχον ιδεί πόλιν, ούτε εις εκκλησίαν επήγαν, ούτε λειτουργίαν ήκουσαν, ούτε εξομολόγησιν και μετάληψιν εγίνωσκον, ούτε ανθρωπισμόν διόλου».

 

Εντούτοις, ο Γαζής τους αναγνωρίζει κάποιες ιδιαίτερες σωματικές ικανότητες, που προσιδιάζουν όμως μάλλον σε άγρια ζώα και είναι αποτέλεσμα του τρόπου ζωής και της διατροφής στο βουνό. Σημειώνει έτσι ότι ένας από τους έγκλειστους στο Μεσολόγγι κλέφτες «τόσον καθαρά έβλεπεν εις το βαθύ σκότος της νυκτός, ώστε έβλεπε τους Τούρκους έξωθεν Μεσολογγίου περιπατούντας […] και έρριπτε με το ντουφέκι και τους εφόνευε»· όταν λοιπόν τον ρώτησαν πώς τα καταφέρνει, είπε ότι «ποτά πνευματώδη (σπίρτα δηλ. ρώμην, ρακί κλπ.) και ψωμί αλατισμένον σπανίως έχει φάγει εις την ζωήν του».[60]

Ο Γαζής, όπως είδαμε στο παραπάνω απόσπασμα, ανάμεσα στα άλλα προσάπτει, στους κλέφτες ότι είχαν μηδαμινή σχέση με τη θρησκεία και τις αρχές τις χριστιανικής πίστης. Ο κλέφτης που, στο δημοτικό τραγούδι, προτρέπει τους συμπολεμιστές του

 

βάλτε φωτιά στην εκκλησιά, κάψτε τους Τούρκους μέσα,

χίλια φλωριά να τη χρωστώ, καινούργια να τη φτιάξω

 

απεικονίζει την αίσθηση και τη γνώση των συγχρόνων του ότι το όποιο θρησκευτικό συναίσθημα των κλεφτών είναι πολύ μπρούτο, ανεπεξέργαστο. [61] Η αιτιολογία απλή: οι ορεσίβιοι έχουν δικούς τους κανόνες. [62] Ο τρόπος που κατανοούσε ο αγροτικός πληθυσμός τους άλλους αυτούς κανόνες αποτυπώνεται γλαφυρά σε χειρόγραφο με θαύματα της Παναγίας της Προυσιώτισσας. Εκεί, οι κλέφτες παρουσιάζονται να δίνουν την ακόλουθη απάντηση σε αιχμάλωτό τους, όταν αυτός ζητά το έλεος τους επικαλούμενος την αγάπη του Χριστού και της Παναγίας:

 

«ημείς Χριστόν και Παναγίαν εδώ εις τα βουνά δεν ηξεύρομεν, μόνον φέρε την εξαγοράν τα οκτακόσια γρόσια, διά να γλυτώσης τη ζωήν σου, διότι ημείς έχομεν όρκον, και χωρίς γρόσια τον σκλάβον δεν απολύομεν».[63]

 

Οι άνθρωποι του βουνού συνεπώς είναι γυμνασμένοι στο σώμα, γενναίοι στην ψυχή και ικανοί στην πολεμική τέχνη, γίνονται όμως αντικείμενο περιφρόνησης από τους ανθρώπους της πόλης, αφού θεωρούνται αμόρφωτοι, αστοιχείωτοι. Η καυστική, ειρωνική κρίση που επιφυλάσσει ο Αδαμάντιος Κοραής για τον πιο διάσημο από τους κλέφτες, τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, αποδίδει, νομίζω, μια συλλογική αντίληψη για το θέμα: «Ο ταλαίπωρος Κολοκοτρώνης, λόγιος και ούτος τα πολεμικά, είναι παλληκαράς βουνήσιος· και το λογικόν του δεν φτάνει μακρότερον του σπαθιού του».[64]

Αν οι κλέφτες όμως ως βουνίσιοι έφεραν το στίγμα ότι ήταν αδροί στη συμπεριφορά και ακατέργαστοι στο μυαλό, οι κάτοικοι των ορεινών περιοχών χρεώθηκαν, από μέρος τουλάχιστον των νεότερων μελετητών, έμφυτη ροπή προς τη ληστεία. Η αυξημένη παρουσία ληστών στα ορεινά θεωρήθηκε κάτι σαν τοπικό φυσικό χαρακτηριστικό, αφού, όπως έγραφε ένας μελετητής του κλεφταρματολισμού, εκεί τη ληστεία «την γεννάει ο τόπος». Στις σχηματικές, απλοϊκές προσεγγίσεις του τύπου αυτού, οι ορεινοί πληθυσμοί θεωρήθηκε ότι κατέφυγαν μαζικά στη ληστεία επειδή ήταν φύσει ανυπότακτοι, καταπιέζονταν από τους δυσβάστακτους φόρους που επέβαλλαν οι Τούρκοι και έτρεφαν ισχυρά αισθήματα εκδίκησης. Ας σημειωθεί ότι η τεκμηριωτική πενία και η εξηγητική αδυναμία των σχημάτων αυτών δεν τα εμπόδισε να κυριαρχήσουν στον δημόσιο λόγο και να εδραιωθούν στη σχολική ιστορία.[65]

Ακόμη όμως και στις θεωρήσεις αυτές το βουνό και κατ’ επέκταση και οι άνθρωποί του αντιμετωπίζονταν με κάποιο θαυμασμό, ενώ η κλεφτουριά, με τη θορυβώδη παρουσία της και τα πολεμικά της κατορθώματα, δοξάζει και ζωντανεύει το βουνό· αποτελεί το πιο όμορφο στολίδι του.

Ένα ανώνυμο ποίημα, ενδεχομένως λόγιας προέλευσης, που ακολουθεί τη φόρμα του δημοτικού τραγουδιού, με αφορμή την επίθεση του Ανδρούτσου, πατέρα του Οδυσσέα, στη Λιβαδειά το 1786,[66] συνιστά ένα ωραίο σχόλιο για τις σχέσεις βουνού-κάμπου, και εκφράζει με ανάγλυφο τρόπο πώς κατανοούνταν η σχέση των κλεφτών με τα βουνά.[67] Οι τελευταίοι ιδιαίτερα στίχοι του ποιήματος δημιουργούν μια αυθεντική ποιητική εικόνα εξαιρετικής δύναμης και ομορφιάς:

 

Κλαίνε τα μαύρα τα βουνά, παρηγοριά δεν έχουν,

δεν κλαίνε για το ψήλωμα, δεν κλαίνε για τα χιόνια,

η κλεφτουριά τ’ αρνήθηκε και ροβολάει στους κάμπους.

Η Γκιώνα λέγ’ της Λιάκουρας κι η Λιάκουρα της Γκιώνας.

«Βουνί μ’ πούσαι ψηλότερα και πιο ψηλ’ αγναντεύεις

πού νάνε, τι να γίνηκαν οι κλέφταις Ανδριτζαίοι;

Σαν πού να ψένουν τα σφαχτά, να ρίχνουν στο σημάδι;

Σαν ποια βουνά στολίζουνε με τούρκικα κεφάλια;»

«Τι να σου πω μωρέ βουνί, τι να σου πω βουνάκι,

Τη λεβεντιά τη χαίρονται οι ψωριασμένοι κάμποι.

Στους κάμπους ψένουν τα σφαχτά και ρίχνουν το σημάδι,

τους κάμπους τους στολίζουνε με τούρκικα κεφάλια.»

Κ’ η Λιάκουρα σαν τ’ άκουσε βαριά της κακοφάνη.

Τηράει ζερβά, τηράει δεξά, τηράει κατά τη Σκάλα.

«Βρε κάμπε αρρωστιάρικε, βρε κάμπε μαραζάρη,

με τη δική μου λεβεντειά να στολιστής γυρεύεις;

Για βγάλλε τα στολίδια μου, δόμου τη λεβεντειά μου,

μη λυώσ’ ούλα τα χιόνια μου και θάλασσα σε κάμω».

 

Η περηφάνια λοιπόν των ορεσίβιων για το βουνό, για τον τόπο τους, συνδυάζεται από τη μεριά τους με απέχθεια για τον κάμπο και αποτελεί μια απάντηση στην αφ’ υψηλού αντιμετώπισή τους από τους κατοίκους των πόλεων. [68] Η φράση «εγεννήθηκα εις ένα βουνό εις ένα δένδρο αποκάτω», με την οποία διαλέγει να ξεκινήσει ο Γέρος του Μοριά την περίφημη διήγησή του στον Γεώργιο Τερτσέτη, εγγράφεται βέβαια σε μια μακρά παράδοση που θέλει τους ήρωες να παλεύουν από γεννησιμιού τους με τα στοιχειά της φύσης, [69] αλλά είναι και μια διακηρυκτική δήλωση περηφάνιας για τη βιωματική του σχέση με το βουνό, που εκφράζει τους κατοίκους του ορεινού χώρου.[70] Μια σχέση που τελειώνει μόνο με τον θάνατο. Αυτήν αποδίδει και ο λαϊκός ποιητής που βάζει στο στόμα του ετοιμοθάνατου κλέφτη ως τελευταία του λόγια:

 

Έχετε γεια ψηλά βουνά και δροσερές βρυσούλες

και σεις Τζουμέρκα κι Άγραφα παλικαριών λημέρια.[71]

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Για τις σχετικές απόψεις, βλ. A. Vacalopoulos, «La retraite des populations grecques vers des régions éloignées et montagneuses pendant la domination turque», Balkan Studies, 4 (1963), 265-276 (και σε ελληνική μετάφραση Α. Βακαλόπουλος, Καίρια θέματα της ιστορίας μας, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 117-135). Κριτικό προβληματισμό επί του θέματος, βλ. στο Β. Παναγιωτόπουλος, «Η “αποχώρηση” πληθυσμών από την πεδιάδα στο βουνό στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Ένας εξηγηματικός μύθος σύνθετων δημογραφικών φαινομένων», Πρακτικά Συνεδρίου: Ο αγροτικός κόσμος στον Μεσογειακό χώρο, Αθήνα 1988, σ. 203-205.

[2] Εμβληματική μορφή εδώ είναι ο Γιάννης Βλαχογιάννης, ο οποίος με το συγγραφικό έργο του στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα όχι μόνο επιτρέπει στο ελληνικό κοινό να ανακαλύψει τον Μακρυγιάννη, τον Κασομούλη και άλλους αγωνιστές – αφηγητές της Επανάστασης που το έργο τους είχε παραμείνει άγνωστο, αλλά στρατεύεται στην εξύμνηση της κλεφτουριάς – και ξεχωριστά βέβαια των Ρουμελιωτών. Ο αδρός και παθιασμένος λόγος του κατάφερε να αποκτήσει μεγάλη διάδοση και αποδοχή. Η εκλαïκευση μάλιστα και η μπρούτα γραφή του Βλαχογιάννη συγκινεί ακόμη και τους υπεύθυνους των Πολιτικών και Λογοτεχνικών Εκδόσεων του ΚΚΕ, που εκδίδουν εκτός Ελλάδας, το 1968, με τον τίτλο Μεγάλα χρόνια, ένα τμήμα του έργου του Λόγοι και Αντίλογοι, το οποίο είχε εκδοθεί στην Αθήνα το 1925 και περιλάμβανε ιστορικά αφηγήματα για τους κλέφτες και τους Σουλιώτες.

[3] Οι μαρτυρίες της εποχής, κάποιες μάλιστα από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές, συμφωνούν στην ιδιότυπη αυτή εναλλαγή ρόλων, παρ’ όλο που δεν συμπίπτουν στη συμβολή εκάστου των εμπλεκόμενων. Ο Νικ. Κασομούλης, Ενθυμήματα στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων, επιμέλεια Γ. Βλαχογιάννης, τ. 1, Αθήνα 1939, σ. 1-18, που επιχειρεί μια γενεαλογία των κλεφτών και αρματολών, υποστηρίζει ότι οι δύο όροι είναι πρακτικά ταυτόσημοι. Μια αναπαράσταση του κόσμου αυτού των εναλλασσόμενων ρόλων μέσα από ένα παράδειγμα βλ. στη μελέτη του Σπ. I. Ασδραχά, «Η μικρή ιστορία του Χρήστου Μιλιόνη, 1753», στον τόμο Βίωση και καταγραφή τον οικονομικού. Η μαρτυρία της απομνημόνευσης, εκδοτική φροντίδα Ευτυχία Λιάτα, Άννα Ματθαίου, Πόπη Πολέμη, Αθήνα 2007, σ. 75-104.

[4] Στο επίπεδο της γραφής η διάκριση από τους κοινούς ληστές δηλώνεται με τη χρήση του κεφαλαίου Κ για τους κλέφτες της προεπαναστατικής περιόδου· βλ. Στ. Δαμιανάκος, «Από τον ορεσίβιο κλέφτη στον ρεμπέτη των αστικών κέντρων: κοινωνική αμφισβήτηση και συνέχεια των λαϊκών παρανομιών στην Ελλάδα», στο Ήθος και πολιτισμός των επικίνδυνων τάξεων στην Ελλάδα, Αθήνα 2005, σ. 102.

[5] Βλ. Απ. Δασκαλάκης, Ιστορία της ελληνικής χωροφυλακής χρονικής περιόδου 1936- 1950, τ. 1, Αθήνα 1973, σ. 26-29 (το απόσπασμα στη σ. 26).

[6] Οι θέσεις του Απ. Δασκαλάκη δεν ήταν καινοφανείς. Για παράδειγμα, το 1931, και ακολούθως το 1960, εκδίδεται από έναν συντηρητικών πεποιθήσεων συγγραφέα, τον Νικόλαο Κτενιάδη, μια ιστορία της χωροφυλακής. Το έργο προλογίζει με ενθουσιασμό ο ακαδημαϊκός Διονύσιος Κόκκινος. Το εισαγωγικό του κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στους κλέφτες: «άνδρες αγέρωχοι και γενναίοι που δεν μπορούσαν να ανεχθούν τον τουρκικόν ζυγόν, εγκατέλειψαν τα χωριά των και έστησαν τις αετοφωλιές των εις τις απρόσιτες κορυφές των ελληνικών βουνών… Τους γενναίους εκείνους προμάχους της ελληνικής ελευθερίας ο λαός ωνόμασε “κλέφτες” διότι κατέβαιναν εις τα πεδινά και ελήστευαν τους Τούρκους μπέηδες και αγάδες, εκδικούμενοι διά τας διαρπαγάς των ελληνικών περιουσιών». Βλ. Νικ. Κτενιάδης, Ελληνική Χωροφυλακή. Ιστορικοί σελίδες, τ. 1, Αθήνα Τ960, σ. 13-18.

[7] Μια περιδιάβαση στην πρόσληψη του βουνού από την αρχαιότητα ώς τα πνευματικά και καλλιτεχνικά κινήματα του 20ού αιώνα βλ. στις μελέτες: Walter Kirchner, «Mind, mountain and history», Journal of the History of Ideas, 11, τχ. 4 (1950), 412-447, και Simon Schama, Landscape and Memory, επανέκδοση, Λονδίνο 1996, σ. 385-447. Για τις πολλαπλές χρήσεις του βουνού στην κλασική αρχαιότητα, βλ. R. Buxton, «Imaginary Greek mountains», The Journal of Hellenic Studies, 112 (1992), 1-15.

[8] Για την ανάπτυξη της «ληστρικής» λογοτεχνίας, βλ. Χρ. Δερμετζόπουλος, Το ληστρικό μυθιστόρημα στην Ελλάδα. Μύθοι – παραστάσεις – ιδεολογία, Αθήνα 1997, και Γ. Παπαθεοδώρου, «Ανατομία του εγκλήματος», Εισαγωγή στην επανέκδοση του μυθιστορήματος Βιογραφία τον κακούργου Ν. Πετιμεζά, Τον εν Πάτραις καρατομηθέντος την 14η Αύγουστον 1882, επιμ. Κατερίνα Δέδε – Δημήτρης Δημητρόπουλος, Πάτρα 2014, σ. VIΙ-ΧΧΙ. Έναν κατάλογο των «ληστρικών» μυθιστορημάτων βλ. στο Χρ. Δερμετζόπουλος, ό.π., σ. 265-267 και μια συλλογή διηγημάτων σε επανέκδοση βλ. στον τόμο Ιστορίες ληστών από την ελληνική λογοτεχνία, επιλογή Γ. Σολδάτος, Αθήνα 1994. Μια ένδειξη της διάδοσης των λογοτεχνημάτων αυτών ήταν οι διαδοχικές επανεκδόσεις που πραγματοποιούσαν. Η βιογραφία του Ν. Πετιμεζά, λ.χ., γνώρισε τουλάχιστον τρεις εκδόσεις, στην Αθήνα και στην Πάτρα το 1883 και στην Αθήνα το 1891.

[9] Για τη σχέση λογοτεχνών όπως ο Γ. Δροσίνης, ο Αργ. Εφταλιώτης, ο I. Πολέμης και ο Κ. Κρυστάλλης με τη λαογραφία και την ηθογραφία, βλ. πρόχειρα Κ. Θ. Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Αθήνα 92000, σ. 463-492.

[10] Μια αναλυτική υπεράσπιση του βιβλίου από τον χώρο των εκπαιδευτικών, όπου μέσα από την ανασκευή των κατηγοριών καταγράφονται και στοιχεία για τις απόψεις των κατηγόρων του, βλ. στο Κ. Δ. Σωτηρίου, Τα Ψηλά Βουνά. Απάντηση στψ επιτροπή, Αθήνα 1923.

[11] Η λέξη «βουνό» σηματοδότησε την ένοπλη αντιστασιακή δράση στην περίοδο της Κατοχής και του Εμφυλίου, γι’ αυτό και χρησιμοποιήθηκε συχνά στις μαρτυρίες που εξέδωσαν αγωνιστές. Βλ. ενδεικτικά: Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, Τα Βουνά, Πολιτικές και Λογοτεχνικές εκδόσεις, χ.τ., 1963· Νικηφόρος, Αντάρτης στα βουνά της Ρούμελης, τ. Α’-Γ’, Αθήνα 1965· Γιώργος Κοτζιούλας, Θέατρο στα βουνά, Αθήνα 1980· Λουκάς Κουσούλας, Το βουνό, Αθήνα 1982· Θανάσης Κόκκας, 1108 μέρες στα βουνά της Ρούμελης, Αθήνα 1988· Σπόρος Μελετζής, Με τους αντάρτες στα βουνά, Αθήνα 2002· Παύλος Καρτέρης, Αναμνήσεις από το βουνό, Ιούνης 1947- Μάης 1949, Αθήνα 2003· Γρηγόρης Πλάτανος, Με τους αντάρτες στα βουνά της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας (1946-1949), Αθήνα 2004· Γερμανός Δημάκος, Στο βουνό με το σταυρό κοντά στον Αρη, Λάρισα 2005· Νίκος Κυτόπουλος, Ιστορίες του βουνού, Αθήνα 2007· Βασίλης Αποστολόπουλος, Επί ξυρού ακμής. Ένας «κομμένος» αντάρτης του ΔΣΕ στα βουνά της Ρούμελης, Αθήνα 2009, κ.ά.

[12] Βλ. Τάσος Βουρνάς, Αρματολοί και Κλέφτες. Χρονικό της τιμής και της παλληκαριάς, χ.τ., 1962, σ. 9. Η εύκολη αυτή αναγωγή, καθώς θεωρήθηκε προνομιακό ιδεολογικό όπλο της κομμουνιστικής αριστεράς, γίνεται προσπάθεια να εμφυσηθεί και στα παιδιά από τη σχολική ηλικία. Στο αναγνωστικό, λ.χ., της Τρίτης Δημοτικού που εκδόθηκε το 1967 από τις Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις υπάρχουν αρκετές σελίδες αφιερωμένες στους κλέφτες, με περιεχόμενο όπως το ακόλουθο: «Βγήκαν λοιπόν στα βουνά τα αποφασιστικά αυτά παλικάρια [οι κλέφτες], για να εκδικηθούν τους Τούρκους τυράννους και τους Έλληνες συνεργάτες των Τούρκων, τους κοτζαμπάσηδες» (σ. 133).

[13] Βλ. Λέων. Λουλούδης, «Από το “τραγικό” στο “μαγικό” βουνό. “Υπερτοπικές” συνέργειες επιβίωσης της ορεινής κοινωνίας», Γεωγραφίες, 5 (2003), 36-40. Μια εξαιρετική αφήγηση της ζωής στον ορεινό χώρο στη μετεμφυλιακή Ελλάδα βλ. στο Άγγ. Ελεφάντης, Η ιστορία τον παππού μου, Αθήνα 2000.

[14] Βλ. Κ. Ράμφος, Ο Κατσαντώνης. Αι τελευταία ημέραι τον Αλή πασά, επανέκδοση, Αθήνα 1994, σ. 79. Καταγραφή των εκδόσεων του έργου τον 19ο αιώνα (τουλάχιστον εννέα μέχρι το 1900) βλ. στον ηλεκτρονικό κατάλογο των Φίλιππου Ηλιού και Πόπης Πολέμη «Ελληνική βιβλιογραφία του 19ου αιώνα»: http://www.benaki.gr/bibliology/19.htm

[15] Ας σημειώσουμε κάποια χαρακτηριστικά παραδείγματα. Το διάσημο μυθιστόρημα του Edmond About Le Roi des montagnes, Παρίσι 1857 (ελλ. έκδοση: Ο βασιλεύς των ορέων, μετάφραση Ανδρ. Φραγκιάς, Αθήνα 1982), δίνει μια φανταστική φιγούρα ληστή-βασιλιά (του ήρωά του Χατζησταύρου), κυριαρχείται από στερεότυπα που κυκλοφορούσαν στην Ευρώπη για τους ληστές στην Ελλάδα, δεν έχει όμως περιγραφές των ελληνικών βουνών ή της ζωής των ληστών σε αυτά. Στο έργο του νεαρού Δημ. Παπαρρηγόπουλου Σκέψεις ενός ληστού ή Καταδίκη της κοινωνίας, Αθήνα 1861, που με μορφή επιστολής καταγγέλλεται η κοινωνία και ο σύγχρονος πολιτισμός, τα βουνά δεν υπάρχουν παρά μόνον ως αναφορά ότι ζει εκεί ελεύθερος ο ληστής που πρωταγωνιστεί («Αναπνέων τον καθαρόν αέρα των ορέων και μη κύπτων τον αυχένα εις ουδένα είμαι ίσως ο ευτυχέστερος των ανθρώπων. […] Ήδη δε πτηνόν ελεύθερον έχω κατοικίαν τα όρη και τους βράχους· δεν φοβούμαι ασθενείας, τα δε μίση των ανθρώπων δεν φθάνουσι μέχρις εμού» [σ. 6]). Ένα ακόμη παράδειγμα είναι το πρωτόλειο μυθιστόρημα του Κων. Θεοτόκη Η ζωή στο βουνό, που εκδίδεται το 1895 στα γαλλικά στο Παρίσι (ελλ. μετάφραση Γ. Ξενάριος, Αθήνα 1999). Το βουνό δεν εντάσσεται σχεδόν καθόλου στη λογική του συγγραφέα, αφού άλλωστε και ο ίδιος το αγνοεί. Δεν υπάρχουν περιγραφές του βουνού ή των συνθηκών ζωής σε αυτό, μόνο αναφορά στα όρη ως καταφύγιο των ληστών.

[16] Η ανάδειξη των «κοινωνικών ληστών» και της σχέσης τους με την εξέγερση προτάθηκε από τον Έρικ Χόμπσμπαουμ και άλλους ιστορικούς· βλ. Έ. Χόμπσμπαουμ, Οι ληστές, μετάφραση Φαίδρα Ζαμπαθά-Παγουλάτου, Αθήνα 1975 (και πρόσφατη νέα έκδοση σε μετάφραση Ν. Κούρκουλου, Αθήνα 2010). Για το θέμα, βλ. την ενδιαφέρουσα συζήτηση Dimension de la révolte primitive en Europe Central et Oriental στην περιοδική έκδοση Questions et Débats sur I’Europe Central et Oriental, 4 (1985), 85-134.

[17] Για το σχήμα ένταξης των κλεφτών στους «πρωτόγονους της εξέγερσης», βλ. Σπ. I. Ασδραχάς, «Από τη συγκρότηση του αρματολισμού (ένα ακαρνανικό παράδειγμα)», Ελληνική κοινωνία και οικονομία, ιη’-ιθ’ at., Αθήνα 1982, σ. 231-252, 374-380· του ίδιου, «Οι “πρωτόγονοι της εξέγερσης”», στον τόμο Σχόλια, Αθήνα 1993, σ. 173-186. Βλ. επίσης Ν. Κοταρίδης, Παραδοσιακή επανάσταση και Εικοσιένα, Αθήνα 1993, σ. 9-11,92-97.

[18] Ανωνύμου του Έλληνος, Ελληνική Νομαρχία ήτοι λόγος περί ελευθερίας, επιμέλεια Γ. Βαλέτας, Αθήνα 41982, σ. 210. Βλ. και όσα αναφέρει ο Αλέξης Πολίτης, Το δημοτικό τραγούδι. Κλέφτικα, Αθήνα 1981, σ. ιζ’.

[19] Βλ. I. Φιλήμων, Δοκίμιον ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρείας, Ναύπλιο 1834, σ.ι’.

[20] Αμβρ. Φραντζής, Επιτομή της ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελλάδος, τ. 1, Αθήνα 1839, σ. 3.

[21] Βλ. Φ. Χρυσανθόπουλος, Απομνημονεύματα περί της ελληνικής επαναστάσεως, εκδ. Στ. Ανδρόπουλος, τ. 1, Αθήνα 1899, σ. 27.

[22] Βλ. Νικ. Κασομούλης, Ενθυμήματα στρατιωτικά, ό.π., τ. 1, σ. 3.

[23] Βλ. Δ. Αινιάν, Απομνημονεύματα, στη σειρά «Απομνημονεύματα Αγωνιστών του ’21», έκδ. Γ. Τσουκαλά, Αθήνα χ.χ., σ. 15-18.

[24] Βλ. Μακρυγιάννης, Απομνημονεύματα, Αθήνα 1964, σ. 397 σημ. (α’ έκδ., Βιβλίο Γ’, κεφ. Ε’).

[25] Για τον συσχετισμό της πάλας και της πέννας, βλ. Αλκής Αγγέλου, Οι λόγιοι και ο Αγώνας, Αθήνα 1971, σ. 13-14, 119, όπου και η προέλευση της φράσης.

[26] Βλ. Κων. Κούμας, Ιστορία των ανθρωπίνων πράξεων, τ. 12, Βιέννη 1832, ανατύπωση Αθήνα 1998, σ. 541-544· πβ. Αλ. Πολίτης, Το δημοτικό τραγούδι. Κλέφτικα, ό.π., σ. 149-151.

[27] Βλ. Καν. Δεληγιάννης, Απομνημονεύματα, τ. 1, επανέκδοση, Αθήνα 2005 (α’ έκδ. Αθήνα 1854), σ. 41-46· Παν. Παπατσώνης, Απομνημονεύματα από των χρόνων της Τουρκοκρατίας μέχρι της βασιλείας του Γεωργίου Α, ανατύπωση Αθήνα 1993, σ. 35-36.

[28] Βλ. F.-C.-H.-L. Pouqueville, Voyage de la Grèce, τ. 4, Παρίσι 1826, σ. 36-37· πβ. Μ. Γκιόλιας, Ιστορία της Ευρυτανίας στους νεότερους χρόνους (1393-1821), Αθήνα 1999, σ. 221-222. Για τις απόψεις του Φωριέλ, βλ. Cl. Fauriel, Ελληνικά δημοτικά τραγούδια, τ. Α’: Η έκδοση τον 1824-1825, εκδοτική επιμέλεια Αλ. Πολίτης, Ηράκλειο 1999, σ. 37-38.

[29] Βλ. Γ. Λάιος, «Περιγραφή βορείου Αλβανίας και Ηπείρου από τον Γ. Δημητρίου εξ Αργυροκάστρου, 1783», Ηπειρωτική Εστία, 5 (1956), 651· πβ. Αλ. Πολίτης, Το δημοτικό τραγούδι. Κλέφτικα, ό.π., σ. 148.

[30] Βλ. Μακρυγιάννης, Απομνημονεύματα, ό.π., σ. 397 σημ. (α’ έκδ., Βιβλίο Γ’, κεφ. Ε’)· πβ. Αλ. Πολίτης, Το δημοτικό τραγούδι. Κλέφτικα, ό.π., σ. ιη’. Η ρομαντική εικόνα που έχει ο Φωριέλ είναι διαφορετική· βλ. Cl. Fauriel, Ελληνικά δημοτικά τραγούδια, τ. Α’, ό.π., σ. 41-49.

[31] Για τα κλέφτικα δημοτικά τραγούδια, την προέλευση, τη χρονολόγηση, τη νοηματοδότηση και τη νόθευσή τους, βλ. Αλ. Πολίτης, Το δημοτικό τραγούδι, Ηράκλειο 2010, σ. 92-104, 168-184, 269-276, όπου ανασκευάζονται και παλαιότερες απόψεις του συγγραφέα. Βλ. επίσης Σπ. I. Ασδραχάς, Ιστορικά απεικάσματα, Αθήνα 1995, σ. 201-216.

[32] Βλ. Αλ. Πολίτης, Το δημοτικό τραγούδι. Κλέφτικα, ό.π., σ. 101.

[33] Βλ. Ανωνύμου του Έλληνος, Ελληνική Νομαρχία, ό.π., σ. 210-211.

[34] Βλ. Νικ. Πολίτης, Εκλογαί από τα τραγούδια τον ελληνικού λαού, Αθήνα 1914, σ. 42.

[35] Βλ. Κων. Κούμας Ιστορία των ανθρωπίνων πράξεων, τ. 12, ό.π., σ. 541 (πβ. Αλ. Πολίτης, Το δημοτικό τραγούδι. Κλέφτικα, ό.π., σ. 149)· Καν. Δεληγιάννης, Απομνημονεύματα:, τ. 1, ό.π., σ. 34.

[36] Βλ. λόγου χάρη τα μοναστήρια που διηγείται ότι χρησιμοποιούσε ως κλέφτης ο Θ. Κολοκοτρώνης· Θ. Κ. Κολοκοτρώνης, Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836, επιμέλεια Τ. Γριτσόπουλου, φωτομηχ. ανατύπωση, Αθήνα 1981 (α’ εκδ. Αθήνα 1846), σ. 16-17, 19, 22, 24 κλπ. Ο Cl. Fauriel, Ελληνικά δημοτικά τραγούδια, τ. Α’, ό.π., σ. 40, σημειώνει εντούτοις ότι υπήρχε άσβεστο μίσος μεταξύ καλόγηρων και κλεφτών, γι’ αυτό και οι πρώτοι, όταν μπορούσαν, τους παρέδιδαν στις οθωμανικές αρχές.

[37] Βλ. Κολοκοτρώνης, Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής, ό.π., σ. 10-12, Καν. Δεληγιάννης, Απομνημονεύματα, τ. 1, ό.π., σ. 34.

[38] Βλ. Δ. Λουκόπουλος, Στα βουνά τον Κατσαντώνη, χ.τ., χχ. [αρχές δεκαετίας 1930], σ. 175.

[39] Βλ. Σπ. Λάμπρος, «Ενθυμήσεων ήτοι χρονικών σημειωμάτων Συλλογή πρώτη», Νέος Ελληνομνήμων, 7 (1910), 205-206: σύμφωνα με την έκδοση του Απ. Βακαλόπουλου, «Ο αρματολός Μεϊντάνης (τέλη Που αι.)», Ελληνικά, 13 (1954), 163.

[40] Βλ. Βασίλης Παναγιωτόπουλος, με τη συνεργασία των Δημ. Δημητρόπουλου και Παν. Μιχαηλάρη, Αρχείο Αλή πασά Συλλογής I. Χώτζη Γενναδείον Βιβλιοθήκης της Αμερικανικής Σχολής Αθηνών, τ. 1, Αθήνα 2007, σ. 311-312, έγγρ. 170, 19/9/1802, και σ. 312-314, έγγρ. 171,3/9/1802.

[41] Αρχείο Αλή πασά, τ. 1, σ. 289-290, έγγρ. 155, 4/4/1802.

[42] Αρχείο Αλή πασά, τ. 1, σ. 429-430, έγγρ. 230, 10/5/1804.

[43] Αρχείο Αλή πασά, τ. 1, σ. 570-571, έγγρ. 309, 11/5/1807.

[44] Αρχείο Αλή πασά, τ. 2, Αθήνα 2007, σ. 35-40, έγγρ. 454 και 455, 9/4/1809.

[45] Αρχείο Αλή πασά, τ. 1, σ. 727-728, έγγρ. 381, 10/4/1808.

[46] Βλ. σχετικά Αλ. Πολίτης, «Ληστεία, κοινωνικά πλεονάσματα, κτηνοτροφία. Υποθέσεις για το πλέγμα που τις συνδέει, 18ος-19ος αι.», Νέα Εστία, τχ. 1857 (Μάρτιος 2013), 97-115. Για τη διαπλοκή ληστείας και κτηνοτροφίας μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, βλ. Γιάννης Κολιόπουλος, Ληστές. Η Κεντρική Ελλάδα στα μέσα τον 19ον αιώνα, ανατύπωση, Αθήνα 1989, σ. 245-255· Μ. Γκιόλιας, Παραδοσιακό δίκαιο και οικονομία τον τσελιγκάτον, Αθήνα 2004, σ. 465-516· Στ. Δαμιανάκος, «Ακαδημαϊκή λαογραφία και αγροτική κοινωνία. Μια χαρακτηριστική περίπτωση: Η μυθοποιία του κλέφτικου», στο Παράδοση ανταρσίας και λαϊκός πολιτισμός, Αθήνα 1987, σ. 55. Ήδη στα χρόνια της Αντιβασιλείας, στις πρώτες εκθέσεις για την αντιμετώπιση του προβλήματος της ληστείας, επισημαίνεται ότι οι νομάδες κτηνοτρόφοι ήταν φυσικοί σύμμαχοι των ληστών και ορκισμένοι εχθροί της Κυβέρνησης και του αγροτικού πληθυσμού· βλ. Γ. Κολιόπουλος, Ληστές, ό.π., σ. 11. Μαρτυρίες των ίδιων των ληστών για τις σχέσεις τους με τους κτηνοτρόφους και την εξασφάλιση τροφοδοσίας από αυτούς περιλαμβάνονται στα πρακτικά ανάκρισης που δημοσιεύει ο Γ. Κολιόπουλος, ό.π., σ. 290-324.

[47] Ένα δείγμα των πρακτικών αυτών δίνει ο Κασομούλης, Ενθνμήματα στρατιωτικά, τ. 1, ό.π., σ. 414-415· βλ. και Μ. Γκιόλιας, Ιστορία της Ενρντανίας, ό.π., σ. 235-240.

[48] Βλ. Π. Αραβαντινός, Συλλογή δημωδών ασμάτων της Ηπειρον, Αθήνα 1880, σ. 109, πβ. Γκιόλιας, Ιστορία της Ευρντανίας, ό.π., σ. 222.

[49] Βλ. Παν. Παπατσώνης, Απομνημονεύματα, ό.π., σ. 35-36.

[50] Βλ. Αρχείο Αλή πασά, τ. 1, σ. 562-564, έγγρ. 304, 25/2/1807.

[51] Βλ. Αλ. Πολίτης, Το δημοτικό τραγούδι. Κλέφτικα, ό.π., σ. 58 και 59.

[52] Βλ. Κολοκοτρώνης, Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής, ό.π., σ. 19-20.

[53] Βλ. Μιχ. Οικονόμου, Ιστορικά της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, Αθήνα 1873, σ. 50.

[54] Βλ. Αναγνώστης Κοντάκης, Απομνημονεύματα, στη σειρά «Απομνημονεύματα Αγωνιστών του ’21», έκδ. Γ. Τσουκαλά, Αθήνα χ.χ., σ. 15.

[55] Βλ. Δ. Λουκόπουλος, Στα βουνά τον Κατσαντώνη, Αθήνα, Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, χ.χ. [αρχές δεκαετίας 1930], σ. 198-199.

[56] Βλ. Σπ. Τρικούπης, Ο Δήμος. Ποίημα κλέφτικον, Παρίσι 1821, σ. 9.

[57] Ανάλογα αρνητική διάθεση απέναντι στην ορεινή φύση διαφαίνεται στην αλληλογραφία και προγενέστερων που έζησαν λόγω του μοναχικού σχήματος αναγκαστικά μακριά από τις πόλεις. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Ευγένιου Γιαννούλη στα τέλη του του 17 αιώνα· βλ. Σπ. Ασδραχάς, Ιστορικά απεικάσματα, ό.π., σ. 121-124.

[58] Βλ. Ρήγα Βελεστινλή Άπαντα σωζόμενα, επιμ. Πασχ. Κιτρομηλίδης, τ. 5, Αθήνα 2000, σ. 73.

[59] Βλ. Ρήγα Βελεστινλή Απαντα σωζόμενα, τ. 5, ό.π., σ. 150-151.

[60] Βλ. Γ. Γαζής, Λεξικόν της Επαναστάσεως και άλλα έργα, επιμ. Λέανδρ. Βρανούσης, Ιωάννινα 1971, σ. 95· πβ. Αλ. Πολίτης, Το δημοτικό τραγούδι. Κλέφτικα, ό.π., σ. ιζ’. Βλ. επίσης όσα γράφει για την εκγύμναση και τις ικανότητες των κλεφτών ο Fauriel, Ελληνικά δημοτικά τραγούδια, τ. Α’, ό.π., σ. 41-44.

[61] Βλ. Αλ. Πολίτης, Το δημοτικό τραγούδι, ό.π., σ. 270.

[62] Ο Πελοποννήσιος πολιτικός Σ. Σωτηρόπουλος, που είχε απαχθεί από ληστές, στη διήγηση της αιχμαλωσίας του, αναπαράγει μια συζήτηση, την οποία υποστηρίζει ότι είχε με τον αρχηγό των ληστών. Ο τελευταίος φέρεται να του λέει ότι υπάρχουν «νόμοι» των ληστών που οι ίδιοι τους τηρούν απαρέγκλιτα και είναι άλλοι από εκείνους της κοινωνίας. Ο ίδιος σε υποσημείωση αναφέρει ότι οι νόμοι αυτοί και τα έθιμα ανήκαν κυρίως «εις τους επί Τουρκοκρατίας κλέφτας, οίτινες δεν ήσαν λησταί αλλ’ αντάρται κατά της δυναστείας και των καταπιέσεων των Οθωμανών ως τοιούτοι δεν επέτρεπον εις εαυτούς να γυμνώνοσιν ή να κακοποιώσιν»· βλ. Σ. Σωτηρόπουλος, Τριάκοντα εξ ημερών αιχμαλωσία και σνμβίωσις μετά των ληστών, Αθήνα 21867, σ. 51.

[63] Βλ. Γρ. Νταβαρίνος, Ανδρ. Τσιαπέρας, Ιστορία της εν Ευρυτανία Ιεράς Μονής Προυσού και της εν αυτή θαυματουργού εικόνος Παναγίας της Προυσιωτίσσης, Αθήνα 1957, σ. 51-52· πβ. Αλ. Πολίτης, Το δημοτικό τραγούδι. Κλέφτικα, ό.π., σ. ιγ’.

[64] Απόσπασμα από επιστολή του Αδ. Κοραή προς τον Αλ. Κοντόσταυλο τον Δεκέμβριο του 1831, Αδ. Κοραής, Αλληλογραφία, επιμέλεια Κ. Θ. Δημαράς, τ. 6, Αθήνα 1984, σ. 246-247.

[65] Από το πλήθος των σχετικών αναφορών σημειώνουμε μία χαρακτηριστική που συμπυκνώνει τα στερεότυπα της παραδοσιακής ιστοριογραφίας· βλ. I. Κ. Βασδραβέλλης, Οι Μακεδόνες εις τους υπέρ της ανεξαρτησίας αγώνας 1796-1832, Θεσσαλονίκη 21950, σ. 2-3. Βλ. επίσης Π. Σ. Σπανδωνίδης, Οι κλεφταρματολοίκαι τα τραγούδια τους, Αθήνα [1963], σ. 13-14, 38, όπου ανάμεσα στα συνήθη περί κλεφτών και κάποιες σκέψεις, χωρίς τεκμηρίωση, για τη σχέση των τελευταίων με τη φύση.

[66] Για τον Ανδρούτσο, βλ. πρόχειρα Σπ. I. Ασδραχάς, «Σημείωμα για τον Ανδρούτσο», Νέον Αθήναιον, 1 (1955), 222-239· Δημ. Σταμέλος, Το λιοντάρι της κλεφτουριάς. Ανδρούτσος ο πατέρας τον Οδυσσέα, Αθήνα21984.

[67] Το ποίημα δημοσίευσε ως δημοτικό ο Κ. Σάθας στο περιοδικό Χρυσαλλίς, 4, τχ. 81 (15 Μαïιου 1866), 215. Το αναδημοσιεύει ο Δημ. Σταμέλος, Το λιοντάρι της κλεφτουριάς, ό.π., σ. 37-38. Ευχαριστίες οφείλω στον Αλέξη Πολίτη για τις επισημάνσεις του σχετικά με τη λόγια προέλευση του ποιήματος.

[68] Βλ. επίσης ανάλογα παραδείγματα στο Κοταρίδης, Παραδοσιακή επανάσταση και Εικοσιένα, ό.π., σ. 36-37.

[69] Βλ. Ν. Θεοτοκάς, Μακρυγιάννης, στη σειρά «Οι ιδρυτές της Νεότερης Ελλάδας», Αθήνα 2010, σ. 11-14· Δημ. Δημητρόπουλος, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, στην ίδια σειρά, Αθήνα 2009, σ. 8-10· Διον. Τζάκης, Γεώργιος Καραϊσκάκης, στην ίδια σειρά, Αθήνα 2009, σ. 11-16.

[70] Βλ. Κολοκοτρώνης, Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής, ό.π., σ. 5.

[71] Μ. Γκιόλιας, Ιστορία της Ευρυτανίας, ό.π., σ. 221.

 

Δημήτρης Δημητρόπουλος

 Διευθυντής Ερευνών – Τομέας Νεοελληνικών Ερευνών – Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών/ΕΙΕ

Συνέδριο Νεοελληνικών Σπουδών, «Λόγος και χρόνος στη νεοελληνική λογοτεχνία
(18ος – 19ος αι.)». Ρέθυμνο 12-14 Απριλίου 2013. Πρακτικά συνεδρίου προς τιμήν του Αλέξη Πολίτη. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2015.

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που παρατίθενται στο κείμενο, οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη. 

 

Σχετικά θέματα:

Η ατελέσφορη αναζήτηση του χαρισματικού ηγέτη της Ελληνικής Επανάστασης: Η Φιλική Εταιρεία, οι αυτόχθονες αρχηγοί και οι συσχετισμοί δυνάμεων

$
0
0

Η ατελέσφορη αναζήτηση του χαρισματικού ηγέτη της Ελληνικής Επανάστασης: Η Φιλική Εταιρεία, οι αυτόχθονες αρχηγοί και οι συσχετισμοί δυνάμεων – Ελπίδα Κ. Βόγλη


 

Δημήτριος Υψηλάντης (1793-1832) – Έργο του Σπυρίδωνος Προσαλέντη, Πολεμικό Μουσείο, Αθήνα.

Τον Ιούνιο του 1821 ο πληρεξούσιος της Ανωτάτης Αρχής της Εταιρείας, πρίγκηπας Δημήτριος Υψηλάντης, υπήρξε ο πρώτος άνδρας που έγινε δεκτός στην υπό τα όπλα Ελλάδα με τιμές αρχηγού, σωτήρα και λυτρωτή. Χρειάστηκε, βέβαια, να παραμείνει αρκετές ώρες στο πλοίο που τον μετέφερε από την Τεργέστη στην Ύδρα, μέχρι να προετοιμαστεί η τελετή της υποδοχής. Αλλά η στιγμή που εμφανίστηκε ενώπιον των Υδραίων και των άλλων νησιωτών που είχαν συγκεντρωθεί στο λιμάνι υπήρξε από κάθε άποψη εντυπωσιακή. Μόλις εξήλθε από το πλοίο, οι απλοί νησιώτες εστίασαν την προσοχή τους στην εντυπωσιακή στολή του, παρόμοια της οποίας δεν είχαν δει ποτέ άλλοτε, και επίσης στο χρυσό σπαθί, που ίσως δεν γνώριζαν ότι είχε χαρίσει στον πατέρα του κάποιος σουλτάνος, αλλά προφανώς όλοι πίστευαν ότι με αυτό θα κατατροπώσει τώρα τους εχθρούς. Μικρά και μεγάλα καράβια, αγκυροβολημένα στο λιμάνι, ύψωσαν τις σημαίες τους, «αδιάκοπος ήρξατο τηλεβολισμός παρά πάντων», και παντού ακούγονταν επευφημίες. Οι εκκλησιαστικοί, με τα επίσημα ενδύματά τους, προσέδιδαν επισημότητα στην τελετή, στην προετοιμασία της οποίας είχαν πρωτοστατήσει, όπως ήταν φυσικό, οι κατά παράδοση τοπικοί πολιτικοί, και κυρίως οι ισχυρότεροι όλων, οι Κουντουριώτηδες. [1] Λίγες μέρες αργότερα ο Υψηλάντης αποθεώθηκε στην Πελοπόννησο, όπου αυτήν τη φορά, με τη συναίνεση των πελοποννησίων πολιτικών και στρατιωτικών, είχε την ευκαιρία, έστω γι’ αυτές τις λίγες ώρες της υποδοχής του, να διεκδικήσει όχι μόνο μερίδιο στη διαχείριση των κοινών υποθέσεων και τη λήψη των αποφάσεων, αλλά και τον υπέρτατο ρόλο του εθνάρχη, όπως τον είχαν πλάσει οι προφητείες και οι παρηγορητικές θεωρίες του μεσσιανισμού.

Η παρατήρηση του Ιωάννη Φιλήμονα, του θερμότερου υμνητή των Υψηλάντηδων και της Εταιρείας, ότι καθ’ όλη τη διάρκεια του Αγώνα καμία άλλη τελετή υποδοχής πολιτικού ηγέτη δεν υπήρξε τόσο σημαντική από συμβολική άποψη, παρουσιάζεται πράγματι αρκετά πειστική. Τις προϋποθέσεις είχαν προετοιμάσει οι απεσταλμένοι της Εταιρείας οι οποίοι, με τη στήριξη κυρίως των αυτοχθόνων στρατιωτικών, είχαν διαδώσει στα στρατόπεδα της Πελοποννήσου τη φήμη ότι σε αυτήν την επανάσταση υπήρχε αρχηγός, και μάλιστα Έλληνας του εξωτερικού. Αρκετά εύκολα μάλλον κατάφεραν να εντυπωσιάσουν τους πολλούς, τους απλούς στρατιώτες και τον λαό, για τους οποίους η ύπαρξη της Εταιρείας αποτελούσε πρόσφατη αποκάλυψη. Ο επίδοξος ηγεμών καταγόταν από ένδοξη και πλούσια ελληνική οικογένεια, που ήταν λογικό να παράγει ηγέτες του έθνους αλλά και να διατηρεί ισχυρούς ξένους φίλους σε καίριες θέσεις.[2]

Το γεγονός, επίσης, ότι ο νέος ηγέτης ερχόταν από το εξωτερικό για να πραγματοποιήσει το εθνικό όνειρο που, όπως είχε αποδειχθεί, ήταν αδύνατο να επιτευχθεί με τις δυνάμεις και την πρωτοβουλία των παραδοσιακών τοπικών ηγετών, είναι πιθανό να ενίσχυε ακόμη περισσότερο την εικόνα του ως λυτρωτή και πατριώτη. Τέλος, ο Δημήτριος Υψηλάντης δεν είχε αναλάβει ρόλους στο παλαιό καθεστώς των υπό τα όπλα κοινωνιών και έτσι απαλλασσόταν από ευθύνες, δυσαρέσκειες, τοπικές συγκρούσεις, αντιπαλότητες ή αντιπάθειες.[3]

Αλλά δεν διαθέτουμε στοιχεία που να αποκαλύπτουν τις πολιτικές αντιλήψεις των «πολλών» πριν το 1821 ή αμέσως μετά την έναρξη των εχθροπραξιών. Ακόμη και αν στη συντριπτική πλειονότητά τους πείστηκαν ότι, αντίθετα από τους προγόνους τους, συμμετείχαν τώρα σε μια οργανωμένη επανάσταση, είναι εξαιρετικά δύσκολο να υποθέσουμε με ποιους τρόπους ερμήνευαν τα γεγονότα. Οι αντιλήψεις των «πολλών» είναι αδύνατον να ανιχνευθούν παρά μόνο μέσω λογικών υποθέσεων που μπορούν να στηριχθούν σε όσες περιγραφές της συμπεριφοράς, και σπανιότερα των προσδοκιών τους, έκριναν σκόπιμο να παρέχουν στον μεταγενέστερο ιστορικό οι «λίγοι» απομνημονευματογράφοι ή ιστοριογράφοι των γεγονότων της επαναστατικής δεκαετίας.

Αντιθέτως, υπάρχουν πολλές πληροφορίες για τις απόψεις, τις προτιμήσεις ή τις πρωτοβουλίες των «λίγων», αυτών που συνήθως λαμβάνουν τις καίριες αποφάσεις. Αλλά και πάλι πρόκειται για αντιλήψεις που οι ίδιοι φρόντισαν να καταγράψουν, μετά τα γεγονότα, για να τονίσουν τον ρόλο τους, είτε για εκείνες που πρόβαλαν εξ ονόματος τους οι ομοϊδεάτες συνεργάτες και οπαδοί τους και άλλοτε οι ανταγωνιστές και εχθροί τους που θέλησαν να διασώσουν με τον δικό τους τρόπο την «αλήθεια». Άλλοτε, τέλος, διαθέτουμε τις απόψεις που ενσωμάτωσαν στις ερμηνείες τους οι πρώτοι ιστοριογράφοι του Αγώνα, που επίσης συμμετείχαν στα γεγονότα και αποπειράθηκαν να καταθέσουν τη δική τους «αλήθεια».

Είναι φανερό, λοιπόν, ότι οι σωζόμενες μαρτυρίες της εποχής φανερώνουν εκ των υστέρων κατασκευασμένες «αλήθειες», που αλληλοσυμπληρώνονται, ή συγκρούονται και αλληλοαναιρούνται, και αποτυπώνουν εναργώς τον προφορικό χαρακτήρα της επαναστατικής κοινωνίας, παρά το γεγονός ότι συνήθως προβάλλονται για να στηρίξουν τον εξής συχνά επαναλαμβανόμενο κανόνα: ότι κάθε επανάσταση χρειάζεται την πολιτική ηγεσία που αναλαμβάνει την ευθύνη τόσο για την πλήρωση του κενού εξουσίας που προκάλεσε η έναρξή της, όσο και για την αποτελεσματική διεξαγωγή της. Κατά την εξέλιξη όμως μιας επανάστασης, ακόμη κι αν αποδεχθούμε έναν διαχρονικό ορισμό της επανάστασης, δεν υπάρχουν κανόνες, όπως εξηγεί ο Τσαρλς Τίλι. [4] Με άλλα λόγια, το σημαντικότερο πρόβλημα του ιστορικού που αναζητά τους προτεινόμενους και ενίοτε συγκρουόμενους «μηχανισμούς μεταβολής» – αυτούς που διαμορφώνονται σταδιακά και εκείνους που, τελικά, επικρατούν στο πλαίσιο μιας επανάστασης – είναι η υποχρέωσή του να απομονώσει τις προθέσεις, τα κίνητρα ή τις προτιμήσεις των προσώπων που πρωταγωνίστησαν στα γεγονότα και να απομακρύνει τόσο τις μεταγενέστερες πολιτικές, ιδεολογικές ή άλλες επιρροές, όσο και τους ενδεχόμενους κανόνες που είθισται να παράγονται εκ των υστέρων στις μετεπαναστατικές κοινωνίες.

Αυτοί προκύπτουν ως απόρροια της έντονης επιθυμίας των μετεπαναστατικών κοινωνιών να μελετήσουν τι συνέβη στο πρόσφατο παρελθόν τους, να επιλέξουν τι πρέπει να διασώσουν στη συλλογική τους μνήμη και τι να διαγράψουν και, εν κατακλείδι, να επαναπροσδιορίσουν μετά την εμπειρία της επαναστατικής ρήξης τη σχέση τους με τον χρόνο. Το πώς θα έπρεπε να έχουν γίνει τα πράγματα διαφέρει από το πώς έγιναν, αλλά το σπουδαιότερο ερώτημα είναι το πώς θα πρέπει να γίνονται στο εξής. Η απάντηση του τελευταίου ερωτήματος συνήθως αναγκάζει απομνημονευματογράφους και ιστοριογράφους να επινοήσουν τρόπους ή και να αναζητήσουν κανόνες, συγκρίνοντας τη δική τους εμπειρία με εκείνες άλλων επαναστάσεων ή πολιτειακών μεταβολών.

Το πρώτο ζήτημα, λοιπόν, που εξετάζεται στο άρθρο αυτό είναι αν πράγματι υπήρξε ομοφωνία ή ίσως κάποια άτυπη συμφωνία στο αρχικό στάδιο για την αναγνώριση του αρχηγού της Εταιρείας ως ηγέτη του κινήματος. Χωρίς αμφιβολία, οι προαναφερόμενες περιγραφές του εθνικού πανηγυρισμού κατά την υποδοχή του δεν αρκούν για την απάντηση του ερωτήματος. Για την εξέταση των διεργασιών μέσα από τις οποίες διαμορφώθηκαν οι «μηχανισμοί» μετάβασης της ελληνικής κοινωνίας από το παλαιό στο νέο καθεστώς είναι απαραίτητο να λάβουμε υπόψη μας ότι η περίπλοκη διαδικασία συγκρότησης της ελληνικής εξουσίας ήταν αποτέλεσμα της συνάντησης, για πρώτη φορά στις υπό τα όπλα επαρχίες αυτοχθόνων, ετεροχθόνων από οθωμανικές επαρχίες, Φιλικών και άλλων Ελλήνων της διασποράς, κάποιοι από τους οποίους επιζήτησαν ηγετικούς ρόλους ως εκπρόσωποι ομάδων ή έχοντας ήδη διασφαλίσει την υποστήριξη δεδομένων ομάδων.

Διερευνώνται επίσης, στον βαθμό που είναι δυνατό, οι προθέσεις και τα κίνητρα των ανδρών που αποδέχθηκαν ή απέρριψαν τη σύνδεσή τους με τους Φιλικούς πριν από την έναρξη των πολεμικών επιχειρήσεων, προκειμένου να φανεί αν πράγματι η διαμορφούμενη σχέση τους με την Εταιρεία αποδείκνυε και τη στάση τους στο ενδεχόμενο μιας επαναστατικής κινητοποίησης, είτε την προθυμία ή απροθυμία τους να πειθαρχήσουν στις εντολές και την εξουσία του «αρχηγού» της.

Ιωάννης Καποδίστριας, Λιθογραφία, Σχέδιο εκ του φυσικού του Louis Letronne.
Λιθογραφία του Institut Lithographie της Βιέννης, 1829

Άραγε η ύπαρξη της Εταιρείας και η στρατολόγηση νέων μελών μετά το 1818 αποδείκνυαν τον σχεδιασμό  μιας επανάστασης, όπως τονίζεται σε τμήμα της μετεπαναστατικής ιστοριογραφίας; Πώς εξηγείται επίσης το γεγονός ότι όχι μόνον η αποδοχή του ηγετικού ρόλου του Δημήτριου Υψηλάντη αποδείχθηκε προσωρινή, αλλά ακόμη και μετά τη σύγκληση των δύο πρώτων εθνοσυνελεύσεων, ή και την εκλογή του Ιωάννη Καποδίστρια ως κυβερνήτη, το αίτημα ή το παράπονο ότι η Ελληνική Επανάσταση δεν είχε αναδείξει τον «πολυπόθητο» ηγέτη της εξακολούθησε να επαναλαμβάνεται από διάφορες πλευρές; Θα πρέπει, τέλος, να διευκρινιστεί εδώ ότι η έννοια της ομάδας χρησιμοποιείται με φειδώ, κυρίως με γνώμονα τη γεωγραφική προέλευση και, συνεπώς, τις κοινές πολιτικές και κοινωνικές εμπειρίες που, ως έναν βαθμό, συνέδεαν κάποιους από τους επαναστάτες, παρά με βάση τις ιδεολογικές προτιμήσεις ή προθέσεις τους που, όπως αποδεικνύεται, δεν μπορούν να θεωρηθούν συλλογικές σε κανένα στάδιο της προετοιμασίας ή της εξέλιξης του πολέμου.

Τον Αύγουστο του 1818 ο Παναγιώτης Παπαγεωργίου ή Αναγνωσταράς ξεκίνησε το έργο της στρατολόγησης νέων Φιλικών στην Ύδρα. Αλλά όταν ο Γεώργιος Κουντουριώτης αξίωσε γραπτές εγγυήσεις για τον ηγετικό ρόλο του Καποδίστρια στην Εταιρεία, προκειμένου να αποδεχθεί τη μύησή του,[5] δεν είναι βέβαιο ότι προσπαθούσε να εξακριβώσει την αλήθεια ή τους μύθους του μυστηρίου των Φιλικών. Είναι πολύ πιθανό ότι αυτό που αναζητούσε τότε ήταν μια αφορμή για να δικαιολογήσει την άρνησή του να συνδεθεί με την Εταιρεία. Ένας έμπειρος υδραίος πολιτικός, το νησί του οποίου είχε επωφεληθεί από την υπαγωγή του στην Οθωμανική Αυτοκρατορία κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων πολέμων, προφανώς θα γνώριζε ότι, ακόμη και αν πράγματι ο Καποδίστριας ήταν ηγέτης της Εταιρείας, ήταν μάλλον απίθανο να είχε εφοδιάσει με γραπτές αποδείξεις έναν απεσταλμένο του που ταξίδευε σε διάφορες περιοχές του οθωμανοκρατούμενου χώρου. Εξάλλου, ο Καποδίστριας υπηρετούσε τη δεδομένη στιγμή στη ρωσική κυβέρνηση, ώστε οποιαδήποτε απερίσκεπτη κίνησή του θα τον εξέθετε ανεπανόρθωτα απέναντι στον Τσάρο.

Αν υποτεθεί ότι γενικότερα οι Έλληνες του οθωμανοκρατούμενου χώρου εύχονταν να κρύβεται πίσω από την Εταιρεία η Ρωσία, οι Υδραίοι είχαν πολλούς λόγους να μην ενθουσιάζονται. Άλλωστε, η ναυτιλιακή και εμπορική ανάπτυξη του νησιού τους μετά τα Ορλωφικά δεν ήταν αποτέλεσμα μόνον των ευνοϊκών όρων που είχαν περιληφθεί στη γνωστή συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή, αλλά κυρίως της απόφασής τους να προτιμήσουν την ουδετερότητα παρά την εμπλοκή τους σε εκείνο τον πόλεμο, κατά τη διάρκεια του οποίου συνέχισαν με αμείωτους ρυθμούς τις εμπορικές δράστηριότητές τους ενώ, μετά το τέλος του, παρακολούθησαν ως απλοί θεατές τις καταστροφές και τα οθωμανικά αντίποινα που υπέστησαν τα λιμάνια και τα εμπορικά κέντρα της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδας, όπως και τα περισσότερα από τα άλλα νησιά του Αιγαίου πελάγους.

Οι Πελοποννήσιοι που αναζήτησαν ασφαλές καταφύγιο στην ουδέτερη Ύδρα προσέφεραν ένα έτοιμο ανθρώπινο δυναμικό για την επάνδρωση των πλοίων της αλλά και την ανάπτυξη των ναυπηγείων της. Οι εξελίξεις ήταν αλληλένδετες: η εντυπωσιακή αύξηση των υδραιϊκών πλοίων, που έκτοτε ήταν μεγαλύτερης χωρητικότητας και σύγχρονων προδιαγραφών, προορισμένα να καλύπτουν ταξίδια μεγάλων αποστάσεων, και η συσσώρευση εμπορικών κεφαλαίων είχαν ως αποτέλεσμα την ενίσχυση της θέσης του νησιού στο διαμετακομιστικό εμπόριο της Μεσογείου. Υπό αυτές τις συνθήκες οι Υδραίοι, όπως και μερικοί άλλοι έλληνες πλοιοκτήτες, κατάφεραν να αναδειχθούν στους κυριότερους μεσολαβητές του «κρυφού» εμπορίου της Μεσογείου κατά τον αποκλεισμό των βρετανικών προϊόντων από τη Γαλλία του Ναπολέοντα, στο πλαίσιο του λεγόμενου «ηπειρωτικού συστήματος», μετά το 1806.[6]

Γιατί λοιπόν οι Υδραίοι ή οι άλλοι νησιώτες συνιδιοκτήτες πλοίων, των οποίων οι κοινές προτεραιότητες (δηλαδή το εμπορικό κέρδος και η αποσόβηση του κινδύνου οικονομικής καταστροφής) δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις της αγαστής συνεργασίας τους και τους ενθάρρυναν να αναζητούν την προστασία ή και την υπηκοότητα ξένων δυνάμεων, να διακινδυνεύσουν τη σύνδεσή τους με μια μυστική οργάνωση, σε μια εποχή μάλιστα που η Ευρώπη καταδίκαζε απερίφραστα κάθε οργάνωση αυτής της μορφής; Τον Δεκέμβριο του 1820 οι Υδραίοι προφασίστηκαν σε απεσταλμένο της Εταιρείας ότι δεν θα εμπλέκονταν στους κύκλους καμιάς μυστικής οργάνωσης που οραματιζόταν εξεγέρσεις, μέχρις ότου καταστρεφόταν ολοσχερώς ο οθωμανικός στόλος.[7]

Όπως φαίνεται, ήταν απόλυτα ειλικρινείς τόσο ως προς το φανερό επιχείρημά τους, ότι δηλαδή δεν προτίθεντο να θέσουν σε κίνδυνο τον εμπορικό στόλο τους, όσο και ως προς εκείνο που υπαινίσσονταν: ότι δηλαδή δεν εμπιστεύονταν μια μυστική συνωμοτική εταιρεία, αλλά και ότι δεν εντυπωσιάζονταν από τις μεγαλόστομες διακηρύξεις που διένειμε όλο και συχνότερα ο πρόσφατα αναγνωρισμένος αρχηγός της, Αλέξανδρος Υψηλάντης. Δεν αποκλείεται, άλλωστε, να επιθυμούσαν και πάλι την ουδετερότητα του νησιού σε περίπτωση μιας εξέγερσης που κανείς δεν γνώριζε πόσο θα διέφερε από εκείνη των Ορλωφικών. Δεν είναι τυχαίο ότι παρόμοια στάση με αυτήν του Κουντουριώτη κράτησαν και οι άλλοι εύποροι πλοιοκτήτες και πρόκριτοι όχι μόνο στην Ύδρα αλλά επίσης στις Σπέτσες και τα Ψαρά, ενώ πρόθυμοι να μυηθούν αποδείχθηκαν μόνον ορισμένοι από τους μικρομεσαίους εμπόρους των τριών νησιών.

Στα νησιά του Αιγαίου πελάγους, συγκεκριμένα στη Χίο και την Πάτμο, μυήθηκαν μόλις έξι άνδρες, αλλά οι μετανάστες από αυτά τα νησιά έδειξαν μεγαλύτερη προθυμία, όταν οι κατηχητές της Εταιρείας τους πλησίασαν στους τόπους κατοικίας και δραστηριοποίησής τους. Εξίσου περιορισμένη ήταν η επιτυχία των Αποστόλων της Εταιρείας στους εμπορικούς κύκλους των πόλεων της Μακεδονίας ή και της Μικρός Ασίας, παρότι και πάλι αρκετοί από τους αυτόχθονες κατοίκους τους, που είχαν μεταναστεύσει σε άλλους τόπους, παρουσιάζονταν αρκετά πιο πρόθυμοι να συνδεθούν με την οργάνωση. Μπορεί λοιπόν να υποτεθεί ότι η Εταιρεία είχε αποτύχει να επεκτείνει τις στρατολογήσεις της στους ευπορότερους κύκλους των νησιών και των εμπορικών κέντρων του οθωμανοκρατούμενου χώρου, όπως δεν είχε καταφέρει νωρίτερα να πείσει τους πλουσιότερους και πιο επιτυχημένους από τους έμπορους της διασποράς.

Αντιθέτως, όμως, σημαντικές επιτυχίες σημείωσαν οι κατηχητές της στην Πελοπόννησο. Οι τρεις από τους τέσσερις προεστούς και δημογέροντες, που μετά το 1818 αναδείχθηκαν στη δεύτερη πιο πολυάριθμη «επαγγελματική» ομάδα των Φιλικών, δήλωναν ως τόπο καταγωγής και δραστηριοποίησής τους την Πελοπόννησο. Εξίσου σημαντική ήταν η αντιπροσώπευση των πελοποννήσιων «εκκλησιαστών ηγετών» (με αυτή την ιδιότητα καταγράφονταν στους καταλόγους της Εταιρείας), της τρίτης δηλαδή μεγαλύτερης «επαγγελματικής» ομάδας των Φιλικών.[8]

Ο Σπυρίδων Τρικούπης ήταν ο μοναδικός από τους μετέπειτα ιστοριογράφους της Επανάστασης που προσπάθησε να εξηγήσει γιατί αρκετοί Πελοποννήσιοι που κατείχαν εξουσία, αξιώματα, επιρροή ή και περιουσίες με τη συναίνεση της οθωμανικής διοίκησης φάνηκαν πρόθυμοι να συνδεθούν με μια μυστική οργάνωση, τις στρατηγικές τακτικές και τους στόχους της οποίας αγνοούσαν. Από τις πληροφορίες που συνέλεξε από αυτόπτες μάρτυρες των γεγονότων, πείστηκε ότι εξαιρετικά αποκαλυπτική ήταν η τελετή μύησης του Παλαιών Πατρών Γερμανού. Ο φιλόδοξος ιερέας που, όπως τον περιέγραφαν οι σύγχρονοί του, αναζητούσε ευκαιρίες για να ενισχύσει τη θέση του στην τοπική κοινωνία, δεν έδωσε απαραίτητα μεγάλη προσοχή στις υποσχέσεις του κατηχητή του. Αντίθετα, όμως, από κάποιους ισχυρούς προεστούς της Πάτρας, οι οποίοι λίγο νωρίτερα είχαν διώξει τον ίδιο κατηχητή, απειλώντας τον ότι θα τον καταδώσουν στις οθωμανικές αρχές, ο Γερμανός δέχθηκε να μυηθεί, επειδή συσχέτισε μια επιστολή που είχε λάβει νωρίτερα από τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο με την προσπάθεια της Εταιρείας να αποκτήσει μέλη στον οθωμανοκρατούμενο χώρο.

 

Γερμανός, ο Αρχιεπίσκοπος Παλαιών Πατρών. Λιθογραφία, A. Friedel. Λονδίνο, Ιανουάριος 1826.

 

Σύμφωνα, λοιπόν, με τα όσα μετέφεραν στον Τρικούπη οι συνομιλητές του μετά τα γεγονότα, ο Γερμανός είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι «οι σημαντικώτεροι και οι συνετώτεροι του έθνους ήσαν μέλη της Εταιρίας». [9] Βέβαια, ο ίδιος στα απομνημονεύματά του δεν ανέφερε ότι η απόφασή του επηρεάστηκε από τη μύηση επιφανών Ελλήνων της διασποράς, αλλά τόνιζε ότι η Εταιρεία είχε μυήσει «άπαντας σχεδόν τους προκρίτους και αρίστους των Ελλήνων», [10] κυρίως στην Πελοπόννησο. Είναι απίθανο όμως να επέλεξε τη μύησή του μόνον προσωρινά, προκειμένου να κερδίσει χρόνο και να εξετάσει ποια οφέλη θα μπορούσε ενδεχομένως να αποκομίσει;

Δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι ένας Φιλικός ήταν αδύνατο να θεωρεί προσωρινή ή ακόμη και ασήμαντη απόφαση τη μύησή του. Ακόμη και ο ίδιος ο Μαυροκορδάτος είχε αποδεχθεί τη σύνδεσή του με την Εταιρεία, αλλά δεν έγινε ποτέ ενεργό μέλος, ενώ ο Νέγρης που, όπως αναφέρεται, αξίωσε και την ανάληψη υψηλού αξιώματος στους κόλπους της, στη συνέχεια έπαψε να ασχολείται με τις υποθέσεις της.[11] Εξάλλου, η ιδιότητα του μέλους της Εταιρείας δεν συνεπαγόταν απαραίτητα δεσμεύσεις ή σαφείς υποχρεώσεις. Ακόμη και από τους ισχυρότερους και ευπορότερους προκρίτους που αποδέχθηκαν τη σύνδεσή τους με την Εταιρεία, ελάχιστοι κατέβαλαν χρήματα στο ταμείο της – όπως προσδοκούσαν, δηλαδή, οι ηγέτες της. Ο Γερμανός, μάλιστα, τονίζει στην αφήγησή του ότι αυτός είχε προτρέψει τους πελοποννήσιους ηγέτες να κρατήσουν τα χρήματά τους για τις ανάγκες του τόπου τους.[12] Υπάρχουν επίσης πληροφορίες ότι ήταν τελικά η Εταιρεία που έστειλε χρήματα στον ισχυρό Μανιάτη Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη για να τον πείσει πως η οργάνωση είχε ισχυρά ερείσματα και εξασφαλισμένη χρηματοδότηση για την προετοιμασία και τη διεξαγωγή ενός κινήματος και έτσι να πετύχει την υποστήριξη της Μάνης.[13]

 

Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης ο τελευταίος Μπέης της Μάνης, και βασικός εκφραστής της αντίληψης για τοπική αυτονομία των απελευθερωμένων περιοχών της Ελλάδας (ιδιαίτερα της Μάνης) σε αντίθεση με το όραμα του Καποδίστρια που επιθυμούσε τη δημιουργία ενός ομογενοποιημένου εθνικού κράτους.

Πορτρέτο του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη (1765 ή 1773 -1848). Υδατογραφία σε φίλντισι, διαστάσεις 16 x 12 εκ. Έργο του Χένρι Τζον Τζορτζ Χέρμπερτ (Henry John George Herbert 1800 -1849).

 

Η περίπτωση της μύησης του Μαυρομιχάλη παρουσιάζει, και για άλλους λόγους, ενδιαφέρον. Παρά τις αρχικές αμφιβολίες του, ο ισχυρός άνδρας της Μάνης αποδέχθηκε τη σύνδεσή του με την Εταιρεία, έλαβε διαβεβαιώσεις και χρήματα, αλλά, όπως φαίνεται, με την επίκληση του επιχειρήματος ότι δεν πείστηκε από τις υποσχέσεις των εκπροσώπων της, θεώρησε σκόπιμο να διαπραγματευτεί απευθείας με αρχηγούς.

Στις αρχές, λοιπόν, του 1820 έστειλε με δικό του άνθρωπο στην Πετρούπουλη επιστολή στον Καποδίστρια και, κατ’ άλλη εκδοχή, μια δεύτερη επιστολή στον ίδιο τον Τσάρο. Επομένως, ένας Φιλικός δεν ήταν απίθανο να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες που αποδείκνυαν την αμφισβήτησή του προς την Εταιρεία ή ήταν καταδικαστέες από την ηγεσία της. Ωστόσο, ο απεσταλμένος του δολοφονήθηκε υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες στο ταξίδι της επιστροφής και πριν ενεχειρίσει στον ίδιο απαντητικές επιστολές. [14] Περιέργως ο Μαυρομιχάλης δεν αντέδρασε. Δεν υπάρχουν πληροφορίες που να τον παρουσιάζουν να ζητά εξηγήσεις ή να απειλεί ότι θα απομακρυνθεί από την Εταιρεία, όπως θα ήταν αναμενόμενο. Οι προθέσεις του στην περίπτωση αυτή είναι μάλλον αδύνατο να διερευνηθούν. Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι ο κανονισμός της Εταιρείας δεν είχε προβλέψει ούτε το ενδεχόμενο παραίτησης, ούτε τη διαδικασία διαγραφής κάποιου μέλους, σε όποιο παράπτωμα κι αν υπέπιπτε.

Από την άλλη πλευρά, όμως, γιατί η Εταιρεία έδωσε τόσο μεγάλη έμφαση στην εξασφάλιση της υποστήριξης του Μαυρομιχάλη; Πόσο πιθανό είναι να φιλοδοξούσε να παρακινήσει μέσω της Μάνης τη μύηση πολλών άλλων πολιτικά και οικονομικά ισχυρών προεστών της Πελοποννήσου; Είναι αδύνατο επίσης να εξακριβωθεί σε ποιον βαθμό ήταν πιθανό να τηρείται η μυστικότητα των επιτυχημένων μυήσεων της Εταιρείας ή ποιες τυχόν εντυπώσεις για το έργο της ήταν δυνατό να διαδίδονται στους κόλπους των ήδη μυημένων προεστών και δημογερόντων, που ως γνωστό συνεργάζονταν σε τακτά διαστήματα μεταξύ τους υπό τις εντολές ακόμη της οθωμανικής διοίκησης. Μέσω ποιων μηχανισμών άραγε ο Γερμανός γνώριζε την ταυτότητα των προεστών που είχαν ήδη μυηθεί στην Εταιρεία, ώστε να τους δίνει συμβουλές για την οργάνωσή τους σε τοπικό επίπεδο και οι ίδιοι να συμμετέχουν στις αρχές του 1820 σε μια πρώτη μυστική συνάντηση στην Τριπολιτσά; [15] Και, τέλος, σε ποιους κύκλους διαδίδονταν οι φήμες για τον ηγετικό ρόλο του Καποδίστρια ή την υποστήριξη της Εταιρείας από την Ρωσία, που είχαν φτάσει μέχρι και την Αυλή του Αλή Τεπενλή των Ιωαννίνων;

Αυτό πάντως που μπορεί να θεωρηθεί βέβαιο είναι πως η φήμη της ρωσικής υποστήριξης, σε συνδυασμό με τις ειδήσεις που είχαν αρχίσει να κυκλοφορούν για την επικείμενη σύγκρουση του Αλή Πασά με την Πύλη, επηρέασαν καθοριστικά τη στάση των πελοποννησίων πολιτικών και εκκλησιαστικών ηγετών απέναντι στην Εταιρεία. Συγκεκριμένα, οι μυήσεις νέων μελών στην Πελοπόννησο πολλαπλασιάστηκαν μετά την άνοιξη του 1819, όταν άλλες φήμες παρουσίαζαν την επίσκεψη τότε του Καποδίστρια στη γενέτειρά του, την Κέρκυρα, ως απόδειξη της ανάμειξής του στα σχέδια των Φιλικών.[16]

Φυσικά, τη δεδομένη στιγμή το ενδεχόμενο εξέγερσης ή πολέμου ήταν απίθανο και προφανώς απευκταίο για τους περισσότερους. Σε περίπτωση όμως αναταραχής, η παρέμβαση μιας ξένης δύναμης που θα προωθούσε κάποια μεταβολή, προσφέροντας έτσι ευκαιρίες στους προνοητικότερους, ήταν πάντοτε πιθανή. Ως αποτέλεσμα, ακόμη και η έγκαιρη πρόβλεψη μιας αλλαγής που θα μπορούσε να ανατρέψει τον συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ των πελοποννήσιων προεστών ήταν μάλλον αρκετή για να εξάρει τον ανταγωνισμό τους. [17] Παραμένει άγνωστο, ωστόσο, τι ακριβώς γνώριζαν οι προεστοί για τα σχέδια του Αλή Πασά, που την ίδια εποχή επιχείρησε να προσεγγίσει στην Κέρκυρα τον Καποδίστρια διά του Ιωάννη Παπαρρηγόπουλου, του διερμηνέα του προξένου της Ρωσίας στην Πάτρα, προκειμένου να διερευνήσει τις προθέσεις του Τσάρου απέναντι σε ένα ενδεχόμενο ελληνικό κίνημα που θα ήταν πιθανό να συνδεθεί με τον αγώνα του ίδιου εναντίον της Πύλης.[18]

Δυσερμήνευτος είναι και ο ρόλος του Παπαρρηγόπουλου που, πέρα από τις ισχυρές διασυνδέσεις στη Ρωσία, διατηρούσε στενές επαφές τόσο με τον Αλή Πασά όσο και με τους πελοποννήσιους προεστούς. Αμφότεροι τον θεωρούσαν άνθρωπο εμπιστοσύνης και οι τελευταίοι που, όπως ισχυρίζονταν, γνώριζαν τις σχέσεις του με τον ισχυρό πασά των Ιωαννίνων, «τόσην έδοσαν (sic) πίστιν εις τον χαρακτήρα του ανδρός», ώστε κατά τη συνέλευσή τους στην Τριπολιτσά του ανέθεσαν την αποστολή να συνομιλήσει εξ ονόματος τους με την Ανωτάτη Αρχή και του ενεχείρισαν ακόμη και άγραφα φύλλα με τις υπογραφές τους, προκειμένου να συμπληρώσει ο ίδιος τα απαραίτητα στοιχεία σχετικά με τα δίκτυα της Εταιρείας στην Πελοπόννησο, όταν θα έφτανε στον προορισμό του.[19]

Πορτραίτου του Αλέξανδρου Υψηλάντη με στολή ουσάρου, 1810.

Η αποστολή του Παπαρρηγόπουλου υπήρξε η πρώτη σημαντική κινητοποίηση των Φιλικών προεστών της Πελοποννήσου. Ενθαρρυμένοι προφανώς από την επικείμενη ενδο-οθωμανική σύρραξη αποφάσισαν να παρακάμψουν τους Απόστολους της Εταιρείας και να διαπραγματευτούν επί ίσοις όροις την εξέλιξη των πραγμάτων με τον ηγέτη της, την ταυτότητα του οποίου ακόμη δεν γνώριζαν. Αναφέρεται μάλιστα ότι εξουσιοδότησαν τον απεσταλμένο τους να υποβάλει τα αιτήματά τους, τα οποία τελικά δέχθηκε ο Αλέξανδρος Υψηλάντης: τη συγκρότηση δηλαδή μιας πελοποννησιακής εφορίας, απαρτιζόμενης από τους ίδιους και εξουσιοδοτημένης να ασκεί απόλυτο έλεγχο στις κινήσεις της Εταιρείας στην Πελοπόννησο και να διαχειρίζεται το ταμείο της.[20] Την ίδια στιγμή, όμως, με δεύτερο απεσταλμένο τους επεδίωξαν να διευρύνουν τους εξωτερικούς συμμάχους τους, προσεγγίζοντας αυτήν τη φορά τον Μητροπολίτη Ιγνάτιο, προφανώς για να διασταυρώσουν τις πληροφορίες τους και ίσως για να διερευνήσουν τις προθέσεις των Ελλήνων της διασποράς.[21] Από την άποψη αυτή η συνάντησή τους στην Τριπολιτσά μπορεί να θεωρηθεί η πρώτη ουσιαστική προσπάθεια άμεσης συνεργασίας τους, προκειμένου να αξιοποιήσουν το πλεονέκτημα της μύησής τους και να επωφεληθούν από απρόοπτες πιθανές εξελίξεις.

Η δεύτερη και τελευταία πρωτοβουλία τους πριν από την έναρξη των κατά τόπους μαχών ήταν η συνάντησή τους στη Βοστίτσα τον Ιανουάριο του 1821. Στη συνάντηση αυτή δεν έλειψαν οι αντιπαραθέσεις, αφού οι προεστοί θεώρησαν άνευ σημασίας τις «οδηγίες» εξέγερσης που τους έστειλε ο Αλέξανδρος Υψηλάντης μέσω του εκπροσώπου του Γρηγορίου Δικαίου, του γνωστού Παπαφλέσσα. Προφανώς οι ίδιοι δεν θεωρούσαν πως χρειάζονταν υποδείξεις για τη διαχείριση των πολιτικών υποθέσεων του τόπου τους, αλλά αποδείξεις ότι είχε προηγηθεί η αποτελεσματική προετοιμασία της εξέγερσης, ότι υπήρχαν εξωτερικοί χρηματοδότες και υποστηρικτές που θα παρενέβαιναν υπέρ της υπόθεσής τους σε περίπτωση που αποτολμούσαν μια κινητοποίηση και, τέλος, ότι είχε σχεδιαστεί κάποιο πρόγραμμα για την επιδιωκόμενη μεταβολή στις ιδιαίτερες πατρίδες τους. Αναφέρεται μάλιστα ότι στη συνάντηση αυτή ο Σωτήρης Χαραλάμπης περιέγραψε με τον εξής ξεκάθαρο τρόπο στον Παπαφλέσσα τις ανησυχίες των πελοποννησίων προεστών: «Ο ραγιάς ευθύς αφού πάρει τα όπλα, δεν θα μας ακούη και δεν θα μας σέβεται και θα πέσωμεν εις τα χέρια εκείνου», όπως του είπε δείχνοντας τον αδελφό του, Νικήτα, «ο οποίος προ ολίγου δεν ημπορούσε να κρατήση το περούνι να φάγη».[22]

Ούτε ο Παπαφλέσσας προσβλήθηκε από το υποτιμητικό σχόλιο κατά του αδελφού του, ούτε όμως κάποιος από τους προεστούς πείστηκε από τις υποσχέσεις του ότι είχε ήδη μεταφερθεί στην Ύδρα επαρκής ποσότητα πολεμικού υλικού για τη διεξαγωγή του πολέμου ή ότι υπήρχε πολιτικό σχέδιο της Εταιρείας, το οποίο προέβλεπε τη διατήρηση της τοπικής αυτοδιοίκησης του οθωμανικού συστήματος και, αυτομάτως, την ενίσχυση της δύναμης των ίδιων μέσω της ανάθεσης της ανώτερης μόνο πολιτικής εξουσίας σε έλληνα ανώτατο άρχοντα – δηλαδή στον αρχηγό της Φιλικής Εταιρείας. Στο τέλος «ηγανάκτισε η συνέλευσις» εναντίον του Παπαφλέσσα, «τον επέπληξεν αυστηρώς και τον εφοβέρισεν ότι θα τον εφυλάκιζεν, αν δεν έπαυεν ερεθίζων τα πνεύματα, διαδίδων τόσω ψευδείς φήμαις (sic) και ριψοκινδυνεύουν την ύπαρξιν του έθνους». Κατά τη λήξη της, οι προεστοί αποφάσισαν να μην λάβουν καμία πρωτοβουλία μέχρι την άφιξη του πληρεξουσίου της Εταιρείας, αλλά να στείλουν εκ νέου έμπιστο άνθρωπό τους, αφενός στη Ρωσία για να διερευνήσουν τις προθέσεις του Τσάρου και, αφετέρου, στην Πίζα για να λάβουν τις συμβουλές του Μητροπολίτη Ιγνάτιου,[23] ο οποίος ήδη παρουσιαζόταν, όπως και μερικοί άλλοι από τους μετριοπαθείς «φωτισμένους» Έλληνες της διασποράς, ως εναλλακτικός, ισχυρός και αντίθετος προς την Εταιρεία εξωτερικός σύμμαχος. Ακόμη και ο Ιωάννης Φιλήμων παραδεχόταν ότι κανείς δεν μπορούσε να αμφισβητήσει «την πολλήν επί της ενάρξεως του αγώνος χρησιμότητα του Ιγνατίου εν τη Ευρώπη», όχι μόνον γιατί «ο ιεράρχης ούτος είχε νουν φυσικόν, μελέτην ικανήν των του κόσμου και σχέσεις διαφόρους μετά πολιτικών και πεπαιδευμένων», αλλά κυρίως χάρη στη φήμη «ην έχαιρεν, ως θεωρούμενος […] εν υπολήψει παρά της ρωσσικής (sic) αυτοκρατορίας».

Σύμφωνα με την αρκετά απλοϊκή ερμηνεία του Φιλήμονα, ο ισχυρός Μητροπολίτης στράφηκε νωρίς ενάντια στην Εταιρεία και μάλιστα κατηγόρησε προσωπικά τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, διότι εκείνος δεν τον ρώτησε «περί της ενάρξεως, ή μη, του κινήματος», και επίσης επειδή μετά την άφιξη του Δημήτριου Υψηλάντη στην Ύδρα, ο ίδιος θεωρούσε πια «αδύνατον […] ‘την γενικήν πρόσκλησιν εαυτού’». Κατά τον Φιλήμονα, άλλωστε, η Εταιρεία αποτελούσε εκ των προτέρων τη «νόμιμη κυβέρνηση» της υπό τα όπλα Ελλάδας, ώστε όλοι οι αυτόχθονες ή οι άνδρες της διασποράς που στράφηκαν εναντίον των αδελφών Υψηλάντη επιθυμούσαν να αναδειχθούν οι ίδιοι σε ηγέτες.[24]

 

Όταν ο Δημήτριος Υψηλάντης συνάντησε τους αυτόχθονες κατά παράδοση Πολιτικούς

 

Ένας επτανήσιος «αρχηγός» και Φιλικός, όπως ο Κωνσταντίνος Μεταξάς, παραδεχόταν ότι μετά τις πρώτες μάχες υπήρχε ενθουσιασμός για τον ηγετικό ρόλο του Υψηλάντη, κυρίως επειδή η ύπαρξη ενός «αφέντη» ασκούσε ακαταμάχητη γοητεία τόσο στους έλληνες πολεμιστές όσο και στους εχθρούς τους στα πεδία των μαχών. Ήδη ο ίδιος μαζί με άλλους αρχηγούς των πρώτων στρατοπέδων χρησιμοποιούσαν την υπογραφή ενός Υψηλάντη, πριν από την άφιξη ακόμη του Δημήτριου στην Ύδρα, για να προσδίδουν «μεγαλειτέραν (sic) σπουδαιότητα» στις πολεμικές επιχειρήσεις τους.[25] Με βάση την ερμηνεία του, επομένως, η ύπαρξη μιας κεντρικής ηγεσίας αποτελούσε ανάγκη για την εκπροσώπηση του κινήματος απέναντι στους εχθρούς ή και γενικότερα ίσως στις ευρωπαϊκές αυλές· όχι απαραίτητα όμως και για τη διαχείριση των επαναστατικών υποθέσεων, αφού οι παραδοσιακοί αρχηγοί της Πελοποννήσου διοικούσαν τον τόπο όπως ακριβώς και στο παρελθόν. Με την κατάλυση δηλαδή της οθωμανικής διοίκησης είχε μεν καταστραφεί «όλη η δημόσια υπηρεσία», αλλά διά «της επιρροής των προκρίτων των επαρχιών ανεπληρούντο τα ελλείποντα […] η ευταξία διετηρείτο εν ταις επαρχίαις, τα συμφέροντα των πολιτών δεν έπασχαν και η υπηρεσία ενηργείτο».[26]

 

Κωνσταντίνος Μεταξάς (1793 – 1870). Ελαιογραφία, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.

 

Σαν να μην υπήρξε ποτέ ουσιαστικό κενό εξουσίας, αφού με την έναρξη των εχθροπραξιών ανατράπηκαν μόνον οι οθωμανικές αρχές, όπως προσέθετε ο Γερμανός, οι Έλληνες κατά παράδοση αρχηγοί θεώρησαν ότι ανέλαβαν αυτοδικαίως τις αρμοδιότητές τους, όπως και την ηγεσία των πρώτων πολεμικών επιχειρήσεων. Αυτό συνέβη, για παράδειγμα, κατά την πολιορκία της Πάτρας, της οποίας οι αρχηγοί ενημέρωσαν άλλους κατά τόπους ισχυρούς, όπως τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και τον Κανέλλο Δεληγιάννη.

Στη συνέχεια οι ίδιοι, προεστοί και εκκλησιαστικοί ηγέτες, μεταξύ των οποίων και ο Γερμανός, «εσχημα- τίσθησαν και εις επαναστατικόν διευθυντήριον», το Αχαϊκό Διευθυντήριο. Υπό την προεδρία του Μαυρομιχάλη συστήθηκε η Μεσσηνιακή Γερουσία και γύρω από τον Δεληγιάννη η Εφορεία της Καρύταινας.[27] Τις επόμενες μέρες σε όλες σχεδόν τις υπό τα όπλα επαρχίες συστάθηκαν με παρόμοιο τρόπο τοπικές αρχές, γερουσίες, δημογεροντίες, εφορείες, διευθυντήρια ή καγκελαρίες, όπως ονόμασαν τις περισσότερες από αυτές οι ιδρυτές τους. Απαρτιζόμενες συνήθως από τρία ή πέντε μέλη, οι νέες διοικήσεις διαχειρίζονταν με αρκετή επιτυχία τις στρατιωτικές και οικονομικές υποθέσεις στις μικρές περιφέρειες της δικαιοδοσίας τους. Οι ηγέτες τους, αυτόχθονες στη συντριπτική πλειονότητά τους, είχαν απόλυτη επίγνωση των παραγωγικών πηγών και του προϊσχύσαντος φορολογικού συστήματος και, όντας εξοικειωμένοι με τις νοοτροπίες των συντοπιτών τους, κατόρθωναν να φέρνουν σε πέρας το σπουδαιότερο έργο τους: να συγκεντρώνουν δηλαδή «τα διά τας στρατολογίας αναγκαιούντα».[28]

Το επόμενο βήμα ήταν ο διορισμός στρατιωτικών αρχηγών. Τότε όμως εκδηλώθηκε η πρώτη σοβαρή αντιπαράθεση μεταξύ των κατά παράδοση τοπικών πολιτικών και των εκπροσώπων της Εταιρείας. Στην ουσία επρόκειτο για μια σύγκρουση μεταξύ Φιλικών αφού, όπως φάνηκε, αρκετοί από τους γηγενείς πολιτικούς ήταν ήδη μέλη της Εταιρείας. Πρωταγωνιστής αναδείχθηκε στην περίπτωση αυτή ο Παπαφλέσσας, που αντέδρασε έντονα όταν η Εφορεία της Καρύταινας διόρισε με εντολή του ισχυρότερου πολιτικού της, του Δεληγιάννη, τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη αρχιστράτηγο των δυνάμεών της.[29]

 

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, επιζωγραφισμένη λιθογραφία, Adam Friedel, 1830.

 

Η αξίωση να διατηρεί η Εταιρεία το αποκλειστικό δικαίωμα στην απονομή στρατιωτικών αξιωμάτων δεν κατέλυε μόνον την προεπαναστατική συνήθεια των προεστών να διαθέτουν και να συντηρούν ένοπλα σώματα, αλλά στην ουσία προμήνυε την πλήρη αποδυνάμωσή τους: εάν δηλαδή χρηματοδοτούσαν τα στρατόπεδα αλλά δεν ασκούσαν επιρροή στους οπλαρχηγούς, δεν θα ήλεγχαν ούτε τους στρατιώτες. Έτσι, αφού ήταν αδύνατο πια να διακόψουν τη χρηματοδότηση, στην ουσία θα δημιουργούσαν οι ίδιοι τις προϋποθέσεις για την εδραίωση ενός νέου συστήματος που θα επέφερε την απόλυτη εξάρτησή τους από τους αρχηγούς των ενόπλων, όσο και από τους νεοφερμένους πολιτικούς που πλέον θα ήλεγχαν τους τελευταίους. Αν μάλιστα η αντίδραση του Παπαφλέσσα θεωρηθεί ενδεικτική των προθέσεων του Υψηλάντη, μπορεί να υποστηριχθεί ότι ήδη από τα τέλη του Απριλίου διαφαινόταν ο κίνδυνος της αμφισβήτησης των τοπικών αρχών που είχαν ήδη ιδρύσει οι αυτόχθονες πολιτικοί στις περισσότερες υπό τα όπλα επαρχίες, από ανάγκη για τη διαχείριση του πολέμου αλλά και για τη διασφάλιση της συνέχειας του παραδοσιακού συσχετισμού δυνάμεων. Από την άποψη αυτή η κυριότερη διαφωνία πελοποννησίων προεστών και Φιλικών εστιαζόταν, πριν ακόμη φτάσει στην Ύδρα ο Δημήτριος Υψηλάντης, στις μεταβολές που θα επέφερε η Επανάσταση στο υφιστάμενο έως τότε διοικητικό σύστημα των υπό τα όπλα επαρχιών.

Προφανώς έτσι εξηγείται γιατί τόσο οι προεστοί όσο και ο Υψηλάντης άρχισαν να προετοιμάζονται για τη συνάντησή τους αρκετές μέρες νωρίτερα. Από τις 9 Μαΐου 1821 οι προεστοί του Μιστρά προσκαλούσαν εξ ονόματος του Μαυρομιχάλη πελοποννήσιους, υδραίους και σπετσιώτες άρχοντες σε γενική συνέλευση, επικαλούμενοι την ανάγκη «να έμβη η υπόθεσις εις ένα διαφορετικόν δρόμον», αφού στην Πελοπόννησο «τα πράγματα δεν υπάγουν καλά από την αναρχίαν και ακαταστασίαν του γένους».[30] Με τους όρους αναρχία ή ακαταστασία περιέγραφαν προφανώς την απροθυμία πολλών χωρικών να επανδρώσουν τα στρατόπεδα της Επανάστασης. Αυτό ήταν τουλάχιστο ένα βολικό επιχείρημα για να δικαιολογήσουν την αναγκαιότητα μιας γενικής συνέλευσης αυτοχθόνων και τη συγκρότηση με τη λήξη των εργασιών (26 Μαΐου) της Γερουσίας, που επρόκειτο να παρουσιαστεί στον Υψηλάντη ως η ισχυρή και νόμιμη «κυβέρνηση» της υπό τα όπλα Ελλάδας. Αυτή η συνέλευση, όμως και η νεοσυσταθείσα διοικητική αρχή, παρέμειναν προληπτικές κινήσεις αποκλειστικά των Πελοποννησίων, αφού οι νησιώτες αρνήθηκαν να συμμετάσχουν, κατανοώντας ότι η πρόσκλησή τους είχε στόχο την επίτευξη μιας αυτοχθονικής συμμαχίας, την οποία οι ίδιοι δεν χρειάζονταν τη δεδομένη στιγμή.[31] Έτσι και η αντιπαράθεση με τη Φιλική Εταιρεία παρέμεινε πελοποννησιακή υπόθεση.

Φυσικά δεν διενεργήθηκαν εκλογές ούτε για την ανάδειξη των αντιπρόσωπων των επαρχιών της Πελοποννήσου σε αυτήν τη συνέλευση, ούτε για την επιλογή των μελών της Γερουσίας, τα οποία παρουσιάστηκαν ως προσωρινοί μεν αλλά συνάμα ως απόλυτοι άρχοντες, που θα αποφάσιζαν «καθ’ οποίον τρόπον η θεία Πρόνοια τους φωτίσει», και χωρίς κανείς να μπορεί να αμφισβητήσει τις πράξεις τους ή να παρακούσει τις διαταγές τους.[32] Ούτε ο Υψηλάντης όμως προκήρυξε εκλογές για τη συγκρότηση των νησιωτικών «εφορειών», που ίδρυσε αμέσως μετά την άφιξή του στην Ύδρα, αφού προηγουμένως κατήργησε τις τοπικές διοικητικές αρχές που είχαν συσταθεί εν αγνοία του. Βέβαια, ακολουθώντας τις παραδοσιακές πρακτικές, όρισε ως εφόρους τους παλαιούς άρχοντες, αλλά τώρα όλα τα διοικητικά σώματα υπάγονταν απευθείας στην Εταιρεία: συγκεκριμένα στους δύο πληρεξουσίους του Υψηλάντη που στελέχωσαν την ανώτερη Αρχή των νησιών, τη Γενική Επιτροπή. Παρά το γεγονός ότι το νέο σύστημα άλλαζε μόνο το όνομα των προηγούμενων επαναστατικών αρχών, είναι φανερό ότι μετέβαλε ριζικά τον υφιστάμενο συσχετισμό δυνάμεων. Η παραχώρηση επίσης προνομίων στην Ύδρα, τις Σπέτσες και τα Ψαρά[33] ήταν ένα ευφυές τέχνασμα με στόχο την εξασφάλιση της υποστήριξής τους σε περίπτωση εσωτερικής αντιπαράθεσης – την οποία, κατά μια πληροφορία, ήδη σχεδίαζαν οι σύμβουλοι του Υψηλάντη. Αναφέρεται, δηλαδή, ότι λίγες ώρες μετά την τελετή της υποδοχής του στο Άργος οι άνθρωποί του αποκάλυψαν στον Μεταξά την πρόθεσή τους να συγκρουστούν με τους πελοποννήσιους προεστούς, «διότι ούτοι κακάς λαβόντες έξεις επί Τουρκοκρατίας, πλήρεις δε παθών και αλαζονείας, ήθελον επιφέρει μεγάλα προσκόμματα εις την πρόοδον της Επαναστάσεως», και ζήτησαν την υποστήριξη των Επτανησίων.[34]

Επιβεβαιώνοντας το σχέδιό τους, ο Υψηλάντης αξίωσε άμεσα τη διάλυση του «αριστοκρατικού» και, κατά άλλη εκδοχή, «ολιγαρχικού» οργανισμού της Πελοποννησιακής Γερουσίας και την υποκατάστασή του από ένα δημοκρατικότερο σύστημα, απαρτιζόμενο από «εφορείες», «υπο-εφορείες» και μια «βουλή» υπό την προεδρία του ίδιου, που θα αποτελούσε το ανώτερο σώμα στη θέση της Γερουσίας.

Όπως αποδεικνύεται, οι όροι της πολιτικής έκφρασης «δημοκρατικός» ή «φιλελεύθερος», «συντηρητικός» ή «ολιγαρχικός» προσλαμβάνουν το ειδικό περιεχόμενό τους ανάλογα με τις συνθήκες της κοινωνίας στην οποία χρησιμοποιούνται. Έτσι, στον «οργανισμό» που σχεδίασαν οι «ολιγαρχικοί» προεστοί εξ ονόματος του «λαού» αλλά στην ουσία ερήμην του, προέβλεπαν τη διενέργεια εκλογών για την ανάδειξη των εφόρων, αφού θεωρούσαν ότι ήταν σε θέση να ελέγχουν, όπως και στο παρελθόν, τις ψήφους των «πολλών». Παράλληλα επέμειναν στη διατήρηση της «απολυταρχικής» Γερουσίας, προβαίνοντας ακόμη και στη φαινομενικά «φιλελεύθερη» χειρονομία να παραχωρήσουν τον τίτλο του προέδρου της στον Υψηλάντη, που ούτως ή άλλως θα ήταν αδύνατο να ελέγχει ένα σώμα απαρτιζόμενο από ισχυρούς προεστούς.

Στον δεύτερο κύκλο της αντιπαράθεσής τους όμως στη Ζαράκοβα, αμφότεροι λησμόνησαν τη βούληση των «πολλών» και διαπραγματεύτηκαν σχεδόν αποκλειστικά το ζήτημα της Γερουσίας. Ο νέος «οργανισμός», που προτάθηκε από τους αυτόχθονες αλλά αυτή τη φορά συντάχθηκε από τον Μαυροκορδάτο και τον Νέγρη – παρότι και πάλι δεν εφαρμόστηκε -, αποτέλεσε όπως φαίνεται το πρότυπο του «μηχανισμού μεταβολής» στην ελληνική περίπτωση: τη σύσταση δηλαδή μιας «διοίκησης» που θα απαρτιζόταν από πολλά ανώτερα σώματα, που προφανώς δεν θα διέθεταν ίση πολιτική δύναμη και επιρροή, αλλά έτσι θα δημιουργούνταν πολλά φαινομενικά «υψηλά» αξιώματα προς διανομή, με σκοπό την ικανοποίηση όσο το δυνατό περισσότερων διεκδικητών της εξουσίας.[35]

Πολύ συχνά οι επαναστάσεις, όσο ρηξικέλευθες κι αν είναι οι μεταβολές που διακηρύσσουν, δεν απομακρύνονται μονομιάς από τις δομές ή τις πρακτικές του παλαιού καθεστώτος που ανατρέπουν. Το συγκεντρωτικό σύστημα που προσπάθησε να προωθήσει ο Υψηλάντης μέσω των Φιλικών τους οποίους εμπιστευόταν, αλλά και εναντίον πολλών άλλων μελών της Εταιρείας, κυρίως αυτοχθόνων, ήταν καταφανώς διαφορετικό από το προκάτοχο σύστημα των υπό τα όπλα επαρχιών, είτε ο ίδιος επιθυμούσε και ενέκρινε μια μεταβολή που θα συνέπιπτε με την «αποκατάσταση» της εξουσίας της ηγεμονικής οικογένειας που εκπροσωπούσε, είτε όχι. Στη μετεπαναστατική ιστοριογραφία υποστηρίζεται ότι, εξαιτίας των περιορισμένων ηγετικών ικανοτήτων του, έχασε την ευκαιρία το καλοκαίρι του 1821, όταν δηλαδή διέθετε την υποστήριξη των στρατιωτικών και διά αυτών, κατά μια εκδοχή, και του «λαού», και έτσι χρεώθηκε την πρώτη και καθοριστική «ήττα» του απέναντι στους «ολιγαρχικούς» προεστούς, οι οποίοι επιθυμούσαν τη διατήρηση ενός συστήματος που δεν διέφερε ριζικά από το παλαιό. Στην πραγματικότητα όμως στο στάδιο αυτό δεν υπήρξαν ούτε «νικητές» ούτε «ηττημένοι».

 

Αντί Επιλόγου

 

Κατά κοινή παραδοχή, η Εταιρεία προσέφερε για πρώτη φορά πριν το 1821 ένα «φαντασιακό τόπο» συνάντησης μικρών τμημάτων, όχι απαραίτητα αντιπροσωπευτικών, από όλες τις ελληνικές ομάδες. Όπως ήδη φάνηκε, συνένωσε εμπόρους και άλλους επαγγελματίες από τις διάφορες κοινότητες της διασποράς αλλά και από τη Μακεδονία, τις ακτές της Μικράς Ασίας και άλλες οθωμανοκρατούμενες περιοχές που δεν συμμετείχαν αργότερα στον πόλεμο. Με την Εταιρεία συνδέθηκαν επίσης αυτόχθονες, κατά παράδοση πολιτικοί, γαιοκτήμονες και φοροεισπράκτορες ή πλοιοκτήτες και έμποροι, εκκλησιαστικοί και στρατιωτικοί ηγέτες από τις ηπειρωτικές και νησιωτικές κοινωνίες της μετέπειτα υπό τα όπλα Ελλάδας καθώς επίσης και Επτανήσιοι.

Στους κόλπους αυτού του μικρόκοσμου δεν έλειψαν οι διαφωνίες και οι αντιπαραθέσεις, που συνεχίστηκαν και κορυφώθηκαν μετά την έναρξη του πολέμου. Σχεδόν εξ αρχής, όμως, ήταν φανερό πως οι απαντήσεις των εκπροσώπων των διάφορων ομάδων στα ερωτήματα ποια ήταν η κατάλληλη ηγεσία του Αγώνα και ποια η ιδεατή μορφή της υπό συγκρότηση κεντρικής διοίκησης  ήταν αλληλένδετες. Ως αποτέλεσμα, η διεκδίκηση της εξουσίας δεν φανέρωνε μόνον τη φιλοδοξία έκαστου άνδρα για τον ρόλο του στη διαχείριση των κοινών, αλλά μετέφερε στην ελληνική πολιτική σκηνή ιδέες και θεωρίες σχετικά με τη διαδικασία πολιτειακής συγκρότησης που είχαν διαμορφωθεί με βάση διαφορετικές πολιτικές και κοινωνικές εμπειρίες, και οι οποίες ήταν λογικό να μεταβάλλονται και να αναπροσαρμόζονται ανάλογα με τις εκάστοτε εξελίξεις του πολέμου και του παράλληλου διπλωματικού αγώνα.

Η περίπλοκη διαδικασία, επομένως, συγκρότησης ηγεσίας και πολιτείας στην περίπτωση της Ελληνικής Επανάστασης αποτυπώνει τη σταδιακή μετάβαση από ένα μη δυτικό καθεστώς – που είχε αναδείξει για την επιβίωση του και μια ελληνική ηγεσία υπαγόμενη στην οθωμανική (και τώρα εχθρική)-, ενώ παράλληλα είχε ευνοήσει τη δημιουργία μιας απομονωμένης από τις εσωτερικές εξελίξεις του και ισχυρής αριθμητικά διασποράς. Στους κόλπους της τελευταίας, που αναπτύχθηκε σε δυτικού τύπου καθεστώτα, αναδείχθηκαν τόσο ο επαναστατικός συνασπισμός της Εταιρείας όσο και άλλοι προβαλλόμενοι ηγέτες. Η συνάντηση όλων αυτών των ελληνικών ηγετικών ομάδων στις υπό τα όπλα επαρχίες μπορεί να θεωρηθεί η κορυφαία στιγμή για τη σταδιακή μετατόπιση από τα επαναστατικά αιτήματα που στρέφονταν ενάντια στα προβλήματα του παλαιού καθεστώτος, στην εθνικιστική ιδεολογία που συνήθως παράγουν οι επαναστάσεις[36] και ενισχύουν οι μετεπαναστατικές ιστοριογραφίες. Και είναι γεγονός ότι οι επαναστάσεις προκαλούν μετά το τέλος τους, σε όλες σχεδόν τις ομάδες μιας κοινωνίας, εντυπωσιακά έντονο ενδιαφέρον για την ιστορία· πρωτίστως τη σύγχρονη ιστορία.

Αλλά «όστις γράφει την Ιστορίαν των συγχρόνων του, δυσκόλως δύναται να ήναι ελεύθερος από συμπάθειας και αντιπάθειας αισθήματα», όπως παραδεχόταν στον πρόλογο του δοκιμίου του για τη Φιλική Εταιρεία ο Φιλήμων. Ο ίδιος εξηγούσε ότι η μεροληψία είναι το αναπόδραστο αποτέλεσμα των διαφορετικών τρόπων «του συλλογίζεσθαι», αλλά και του γεγονότος ότι κάθε άνθρωπος «λαμβάνει πολλάκις οδηγόν την πρόληψιν», ώστε επιδιώκει να μεταμορφώσει σε συλλογική μνήμη εκείνες τις περασμένες στιγμές που θεωρεί ένδοξες, γιατί έτσι αντιλαμβάνεται την προσωπική του ευθύνη τόσο απέναντι στο παρελθόν, του οποίου τις «ζημιές» επιθυμεί να αποκαταστήσει, όσο και απέναντι στο παρόν, που επιθυμεί να προφυλάξει από μελλοντικές «ζημιές».[37]

Προσφέροντας με την παραδοχή αυτή ένα εξαίρετο δείγμα συγχρονικής κατανόησης των «τάξεων του χρόνου», δηλαδή των συνειδητών ή ασύνειδων επιταγών «των καιρών» όσον αφορά τις αδιαπραγμάτευτες σχέσεις μιας κοινωνίας με τον χρόνο,[38] ο Φιλήμων αποκαλύπτει εκ των προτέρων στον μεταγενέστερο ιστορικό τις δεσμεύσεις του και έτσι τις «αδυναμίες» των ιστορικών έργων που του προσφέρει. Ίσως γι’ αυτό επεδίωκε τον εμπλουτισμό τους με παραρτήματα εγγράφων. Για να ενισχύσει δηλαδή την «αλήθεια» των σκέψεων και ερμηνειών του, αν και σε τελευταία ανάλυση θεωρούσε πως ήταν αυταπόδεικτη: «ομιλούσι τα πράγματα, ουδεμίαν έχοντα ανάγκην συνηγορίας και υποστηρίξεως».[39]

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Βλ. τη διεξοδικότερη περιγραφή της τελετής υποδοχής στην Ύδρα στο Ιωάννης Φιλήμων, Δοκίμιον ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμ. 3, Αθήνα 1860, σ. 389-391 και 462.

[2] Προς απογοήτευση ίσως κάποιων στενών συνεργατών του, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ήταν εξ αρχής αποφασισμένος να επιλέξει μεταξύ των αδελφών του τον άνδρα που θα μετέβαινε ως πληρεξούσιός του στην Πελοπόννησο. Βλ. Ιωάννης Φιλήμων, ό.π., σ. 384-385 και 388-389.

[3] Στα απομνημονεύματα διάφορων αγωνιστών εντοπίζονται αρκετές αντιφατικές περιγραφές της υποδοχής του Υψηλάντη στο Άργος. Κατά μια εκδοχή, μόνο μερικοί Επτανήσιοι ήταν επιφυλακτικοί. Βλ. σχετικά Κωνσταντίνος Μεταξάς, «Ιστορικά Απομνημονεύματα εκ της Ελληνικής Επαναστάσεως», Εμμανουήλ Γ. Πρωτοψάλτης (επιμ.), Απομνημονεύματα Αγωνιστών του 21, Αθήνα, οίκος Γ. Τσουκαλά, 1957» σ· 33· Γενικότερα για την υποδοχή του Υψηλάντη βλ. Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836, Αθήνα 1846, σ. 74-75. Φώτιος Χρυσανθόπουλος [Φωτάκος], Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, Αθήνα 1858, σ. 82-83· Νικόλαος Σπηλιάδης, Απομνημονεύματα δια να χρησιμεύσωσην εις την Νέαν Ιστορίαν της Ελλάδος, τόμ. 1, Αθήνα 1851, σ. 206-207. Περιγραφές της υποδοχής του σώζονται και σε ιστορίες που συνέγραψαν ευρωπαίοι παρατηρητές των εξελίξεων· βλ. ενδεικτικά Samuel G. Howe, An I lislorical Sketch of the Greek Revolution, Νέα Υόρκη 1828, σ. 28-30. Ωστόσο, η αναλυτικότερη αφήγηση της αποθέωσής του περιλαμβάνεται στο I. Φιλήμων, ό.π., σ. 396-399.

[4] Charles Tilly, Οι ευρωπαϊκές επαναστάσεις, 1492-1992, μτφρ. Κώστας Θεολόγου, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 1998, σ. 443.

[5] Ιωάννης Φιλήμων, Δοκίμιον ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρίας, Ναύπλιο 1834, σ. 201-202.

[6] Αναλυτικότερα για την Ύδρα, βλ. Ελπίδα Κ. Βόγλη, Έργα και ημέραι ελληνικών οικογενειών, 1750-1940, Αθήνα, ΕΛΙΑ, 2005, σ· 23-29 (βλ. στο ίδιο αναλυτικότερη βιβλιογραφία).

[7] Τη μαρτυρία αυτή μετέφερε στον Αλέξανδρο Υψηλάντη ο τότε απεσταλμένος της Εταιρείας στην Ύδρα, Χριστόφορος Περραιβός· βλ. την επιστολή του, με ημ. 15 Δεκεμβρίου 1820, στο Ιωάννης Φιλήμων, Δοκίμιον ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμ. 1, Αθήνα 1859, σ. 120 και 318.

[8] George Demetrios Frangos, The Philike Etaireia, 1814-1821: A Social and Historical Analysis, διδακτορική διατριβή, Faculty of Political Sciences, Columbia University, 1971, o. 140-165,167-171, 185-192 και 289-291.

[9] Σπυρίδων Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμ. 1, Λονδίνο ²1860, σ. 316-316 Με παρόμοιο τρόπο περιγράφει και ο Ιωάννης Φιλήμων στην εισαγωγή της πρώτης έκδοσης των απομνημονευμάτων του Παλαιών Πατρών Γερμανού την απόφαση του να μυηθεί στην Εταιρεία αλλά καταλήγει στην εξύμνηση του πατριωτισμού και της προνοητικότητα του αρχιμανδρίτη· βλ. Παλαιών Πατρών Γερμανός, Υπομνήματα περί της Επαναστάσεως της Ελλάδος από το 1820 μέχρι τον 1823, Αθήνα 1837, σ. δ’-στ’.

[10] Στο ίδιο, σ. 8.

[11] Ο Νέγρης διαφώνησε με την τακτική της Εταιρείας και συγκεκριμένα επέκρινε τους Αποστόλους της· βλ. σχετικά Ιωάννης Φιλήμων, Δοκίμιον ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρίας, Ναύπλιο 1834, ο. 12-13 και 140-152 (όπου δημοσιεύει το σχετικό υπόμνημα του Νέγρη, με ημ. 12 Απριλίου 1819) και G. Frangos, ό.π., σ. 123-127.

[12] Π. Π. Γερμανός, ό.π., σ. 4-5.

[13] Αναλυτικότερα για τη μύηση του Μαυρομιχάλη, G. Frangos, ό.π., σ. 144-158.

[14] Ι. Φιλήμων, Δοκίμιον ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρίας, Ναύπλιο 1834» σ. 262-267· G. Frangos, ό.π., σ. 157.

[15] Η συνάντηση αυτή μνημονεύεται από αρκετούς απομνημονευματογράφους και ιστοριογράφους των γεγονότων· βλ. ενδεικτικά Π. Π. Γερμανός, ό.π., σ. 4-5, Σ. Τρικούπης, ό.π., σ. 14.

[16] G. Frangos, ό.π., σ. 163.

[17] Για τους ρόλους, τις αρμοδιότητες αλλά και τους ανταγωνισμούς των Πελοποννησίων προεστών, βλ. John Petropulos, Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο ελληνικό βασίλειο (1833-1843), τόμ. 1, Αθήνα, ΜΙΕΤ, 1985, σ. 35-39 και Στέφανος Π. Παπαγεωργίου, Από το γένος στο έθνος. Η θεμελίωση τον ελληνικού κράτους, 1821-1862, Αθήνα, Παπαζήση, 2004, σ. 60-68.

[18] Για τις προσπάθειες του Αλή Πασά να προσεγγίσει την Εταιρεία και τον Καποδίστρια, βλ. Douglas Dakin, Ο Αγώνας των Ελλήνων για την Ανεξαρτησία, 1821-1833, μτφρ. Ρένα Σταυρίδη-Πατρικίου, Αθήνα, ΜΙΕΤ, 1989, σ. 72-81.

[19] Αναλυτικότερα για τη σχέση του Παπαρρηγόπουλου με τους πελοποννησίους προεστούς, βλ. την εισαγωγή του Φιλήμονα στο Π. Π. Γερμανός, ό.π., σ. ιστ’ κ.ε.

[20] Βλ. αναλυτικότερα τα αιτήματά τους, I. Φιλήμων, Δοκίμιον ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρίας, Ναύπλιο 1834, σ. 336-345, όπου παρατίθεται και η απάντηση του Αλέξανδρου Υψηλάντη· Σ. Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Λονδίνο ²1860, τόμ. 1, σ. 16.

[21] Π. Π. Γερμανός, Υπομνήματα περί της Επαναστάσεως της Ελλάδος από το 1820 μέχρι τον 1823, Αθήνα 1837, σ. 12.

[22] Φωτάκος, Βίος του Παπαφλέσσα, Αθήνα 1868, σ. 21.

[23] Τα παραθέματα από την αναλυτικότερη περιγραφή της συνάντησης στη Βοστίτσα, Σπυρίδων Τρικούπης, ό.π., σ. 27-31.

[24] Ιωάννης Φιλήμων, Δοκίμιον ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμ. 4, Αθήνα 1860, σ. 346.

[25] Κωνσταντίνος Μεταξάς, «Ιστορικά Απομνημονεύματα εκ της Ελληνικής Επαναστάσεως», Εμμανουήλ Γ. Πρωτοψάλτης (επιμ.), Απομνημονεύματα Αγωνιστών του 21, Αθήνα, οίκος Γ. Τσουκαλά, 1957, σ. 26.

[26] Σ. Τρικούπης, ό.π., σ. 301.

[27] Φιλήμων, Δοκίμιον ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμ. 3, Αθήνα 1860, σ. 22.

[28] Για την αναλυτική περιγραφή του τρόπου είσπραξης φόρων, βλ. Αμβρόσιος Φραντζής, Επιτομή της Ιστορίας της Αναγεννηθείσης Ελλάδος, αρχομένη από τον έτους 1715 και λήγουσα το 1835, τόμ. 2, Αθήνα 1839, σ. 241-242.

[29] Για το περιστατικό αυτό βλ. Ν. Σπηλιάδης, Απομνημονεύματα διά να χρησιμεύσωσιν εις την Νέαν Ιστορίαν της Ελλάδος, ό.π., σ. 122.

[30] Βλ. σχετικά επιστολή τους με ημερομηνία 9 Μαΐου 1821, δημοσιευμένη από το Αρχείο της Εθνικής Βιβλιοθήκης στο Δημήτριος Α. Πετρακάκος, Κοινοβουλευτική Ιστορία της Ελλάδος, τόμ. 1, Αθήνα 1935» σ· 251· Πρβλ. την περιγραφή της συνέλευσης στο Ν. Σπηλιάδης, ό.π., σ. 143-145.

[31] Νικηφόρος Διαμαντούρος, Οι απαρχές της συγκρότησης σύγχρονου κράτους στην Ελλάδα, 1821-1828, μτφρ. Κ. Κουρεμένος, Αθήνα, ΜΙΕΤ, 2002, σ. 111-112.

[32] Ανδρέας Ζ. Μάμουκας, Τα κατά την Αναγέννησιν της Ελλάδος, ήτοι Συλλογή των περί την Αναγεννόμενην Ελλάδα συνταχθέντων πολιτευμάτων, νόμων και άλλων επισήμων πράξεων, από του 1821 μέχρι τέλους του 1832, τόμ. 1, Πειραιάς 1839, σ. 3-5.

[33] Γεώργιος Δ. Δημακόπουλος, Η διοικητική οργάνωσις κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν, 1821-1827. Συμβολή εις την ιστορίαν της ελληνικής διοικήσεως, Αθήνα 1966, σ. 39-61.

[34] Κ. Μεταξάς, ό.π., σ. 33-34.

[35] Για τη σύνοδο και τον οργανισμό της Ζαράκοβας, βλ. Γ. Δ. Δημακόπουλος, ό.π., σ. 55-59 (όπου παρατίθεται και αναλυτικότερη βιβλιογραφία).

[36] Charles Tilly, Οι ευρωπαϊκές επαναστάσεις, 1492-1992, μτφρ. Κώστας Θεολόγου, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 1998, σ. 443.

[37] Φιλήμων, Δοκίμισν ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρίας, Αθήνα 1834, σ. ιστ’-κ’.

[38] Για τον ορισμό των «τάξεων του χρόνου», την ευρύτητα των «παραδειγμάτων» και τη γενικότερη σημασία τους, βλ. François  Hartog, Καθεστώτα ιστορικότητας. Παροντισμός και εμπειρίες του χρόνου, μτφρ. Δημήτρης Κουσουρής, Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 2014.

[39] Φιλήμων, Δοκίμιον ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμ. 3, Αθήνα 1860, σ. κδ’. Βλ. στο ίδιο περισσότερες πληροφορίες για το «αρχείο» της Φιλικής Εταιρείας, στο οποίο στήριξε το σχετικό Δοκίμιό του το 1834 και το οποίο συνέχισε να συγκεντρώνει μέχρι την έκδοση του Δοκιμίου του για την Ελληνική Επανάσταση · βλ. στον πρόλογο του τελευταίου, τόμ. 1, σ. ιστ’ -κδ’.

 

Ελπίδα Βόγλη

 Αναπληρώτρια Καθηγήτρια

Νεότερης και Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας

του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης

Η Φιλική Εταιρεία: Επαναστατική δράση και μυστικές Εταιρείες στη Νεότερη Ευρώπη, Αθήνα: εκδ. Ασίνη και Δήμος Σκουφά, Αθήνα 2017.

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που παρατίθενται στο κείμενο, οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

Σχετικά θέματα:

 

Το «Κρυφό Σχολειό» και η ρητορική της εικόνας

$
0
0

Το «Κρυφό Σχολειό» και η ρητορική της εικόνας – Γιάννης Παπαθεοδώρου


 

Ο μύθος εξαφανίζεται, μένει όμως, πολύ πιο δόλιο, το μυθικό.

Ρολάν Μπαρτ, Μυθολογίες

 

Ένα «εθνικό σύμβολο»

 

«Χάσαμε το Κρυφό Σχολειό» έγραφε με μεγάλα γράμματα το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας Καθημερινή, στις 14 Δεκεμβρίου 1993. [1] Το «Κρυφό Σχολειό», το περίφημο έργο του Νικολάου Γύζη, είχε αγοραστεί από ανώνυμο συλλέκτη κατά τη διάρκεια της πρώτης δημοπρασίας του οίκου Christie’s, έναντι της τιμής των 170 εκατ. δρχ. Το πλαφόν που είχε ορίσει η ελληνική Πολιτεία για να μπορέσει να προσθέσει το έργο στην Εθνική Πινακοθήκη ήταν 80 εκατ. δρχ. Τα αλλεπάλληλα «χτυπήματα», ωστόσο, εκτόξευσαν την τιμή σε δυσθεώρητα ύψη, καθιστώντας τον Γύζη (αλλά και τον συγκεκριμένο πίνακα) πρώτο στο ιδιότυπο χρηματιστήριο αξιών των έργων τέχνης.

Η πολιτεία αμήχανη προσπάθησε να δικαιολογήσει την αδυναμία της να αποκτήσει ένα τόσο σημαντικό πίνακα με «εθνικό θέμα», ενώ παράλληλα οι φήμες για τον «ανώνυμο αγοραστή» φούντωναν. Ποιος ήταν εκείνος που τολμούσε να πάρει το «Κρυφό Σχολειό» μακριά από τους φυσικούς και αυτονόητους ιδιοκτήτες του; Σε ποια ιδιωτική συλλογή θα κατέληγε ένα έργο που φλόγισε τον νου και την καρδιά των Ελλήνων για περίπου εκατό χρόνια; Στην ειδησεογραφία των ημερών εκείνων μπορεί κανείς να διακρίνει ότι το αίσθημα της απώλειας συνοδεύεται από μια κριτική για την ίδια την αναποτελεσματικότητα του κράτους. Το «Κρυφό Σχολειό», αίφνης γινόταν αφορμή για να εκφραστεί η δυσαρέσκεια απέναντι σε θεσμούς όπως η Πινακοθήκη αλλά και το ΥΠΠΟ, που δεν μπόρεσαν να κρατήσουν το έργο στην Ελλάδα.

Ευτυχώς η «εθνική» αγωνία δεν κράτησε πολύ. Λίγες μέρες αργότερα, ο μεγαλοεργολάβος κατασκευαστικών έργων κ. Πρόδρομος Εμφιετζόγλου, σε συγκέντρωση οικονομικών συντακτών, αποκάλυψε ότι αυτός ήταν ο αγοραστής του πίνακα. «Το Κρυφό Σχολειό», δήλωνε ο Π.Ε., «θα το έπαιρνα ακόμα και αν έπρεπε να ξεπουλήσω ό,τι είχα και δεν είχα. Θα θυμίσει, σε πάρα πολλούς αυτό που έχουν ξεχάσει. Ότι πάνω από τα ταπεινά, υπάρχουν ιδανικά για τα οποία πολέμησαν περήφανα οι πατέρες μας. Αυτή η περηφάνια μάς λείπει». [2] Ο κάτοχος του πίνακα διευκρίνισε επίσης πως δεν θα τον δωρίσει στην Εθνική Πινακοθήκη αλλά θα δανείζει το έργο, όποτε του ζητείται, «για να το δουν όλοι, από τη Μακεδονία και τη Θράκη μέχρι την άλλη άκρη της Ελλάδας». Πράγματι, λίγο καιρό αργότερα, ο πίνακας παρουσιάστηκε στην έκθεση «Το παιδί στη Νεοελληνική Τέχνη, 19ος-20ός αιώνας», στην Εθνική Πινακοθήκη. Αποτέλεσε την «ατραξιόν» της έκθεσης και συγκέντρωσε το ενδιαφέρον της εικαστικής κριτικής αλλά και της δημοσιογραφίας. Δεν χρειάζεται να σημειωθεί, βέβαια, η υψηλή επισκεψιμότητα της έκθεσης από σχολεία και συλλόγους, ανά την Ελλάδα. Το «Κρυφό Σχολειό» είχε επιτέλους «επαναπατριστεί», κατοχυρώνοντας, δίπλα στην υψηλή αγοραστική του αξία, τη συμβολική του υπεραξία στη δημόσια σφαίρα.

 

Η μάχη των συμβόλων

 

Λίγο καιρό μετά τον πρώτο δημοσιογραφικό θόρυβο για το «Κρυφό Σχολειό», ο Αλέξης Πολίτης δημοσίευε στην Αυγή της 25ης Μαρτίου 1994 ένα μικρό άρθρο με τίτλο «Φεγγαράκι μου λαμπρό…». [3] Εκεί επιχειρούσε να εντοπίσει τα ίχνη της πρώτης φάσης του μύθου του Κρυφού Σχολειού, εστιάζοντας παράλληλα «στην κατανόηση των μηχανισμών που τον τροφοδότησαν». Τρία χρόνια αργότερα, το 1997, το βιβλίο του Αλκή Αγγέλου, Το χρονικό ενός μύθου [4] άνοιγε ξανά τη συζήτηση για την ύπαρξη – ορθότερα, για τη μη ύπαρξη – του Κρυφού Σχολειού στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας, προκαλώντας πλήθος αντιδράσεων· και δεν αναφέρομαι μόνο στα επικριτικά άρθρα και φυλλάδια, για τον «αρνητή». Το θέμα της αμφισβήτησης του Κρυφού Σχολειού απασχόλησε ακόμη και την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία, σε συνεδρίασή της (7-10 Ιουλίου 1998), αποφάσισε να εκδοθεί ειδική πραγματεία, που όχι μόνο θα αναιρούσε τις ενστάσεις των ιστορικών και των φιλολόγων, αλλά θα συνεισέφερε στην έρευνα με νέα ισχυρά τεκμήρια για την ύπαρξη του Κρυφού Σχολειού. Και πράγματι, λίγο καιρό αργότερα, εκδόθηκε από την Αποστολική Διακονία φυλλάδιο (και όχι βιβλίο) με τίτλο Το Κρυφό Σχολειό: Μύθος ή πραγματικότητα; Αθήνα 1999. [5]

 

Νικόλαος Γύζης, «Σχολείον κρυπτόν», Λάδι σε ξύλο, 1885-86. Ιδιωτική συλλογή.

 

Δεν είναι της ώρας να σχολιάσουμε τα επιχειρήματα αυτής της βιβλιογραφίας. [6] Τα περισσότερα, άλλωστε, επαναλαμβάνουν κοινούς τόπους της «επινοημένης παράδοσης», γνώριμες στρεβλώσεις της ιστορικής και φιλολογικής μεθοδολογίας, επικίνδυνες μεταβάσεις από την περιοχή της επιστημονικής δεοντολογίας στις ανάγκες της εθνικής σκοπιμότητας. [7] Αυτό που με ενδιαφέρει, για την ώρα, είναι να επιστρέψω στην καταστατική σημασία που έχει το ποίημα «Το Κρυφό Σχολειό» του Ιωάννη Πολέμη (1899), καθώς και η ταυτόχρονη δημοσίευσή του μαζί με τον πίνακα του Γύζη στο περιοδικό Εθνική Αγωγή. Εκκινώντας από μια παρατήρηση του Αλέξη Πολίτη, που νομίζω πως δεν προσέχτηκε τόσο πολύ στον καιρό της, θα επιχειρήσω να εξετάσω τη λειτουργία της σύνδεσης του ποιήματος με τον πίνακα. Πρόκειται για ένα «δίπτυχο που αλληλοσχολιάζεται και αλληλοσυμπληρώνεται», σημείωνε σχετικά ο Πολίτης στο άρθρο του· ένα δίπτυχο που «ακτινοβόλησε σ’ ολόκληρον τον εκπαιδευτικό κόσμο, που έκανε κάθε ελληνική καρδιά να ριγήσει από τα πάθη των προγόνων – αλλά κι από το πείσμα – τους να αντισταθούν. Η αξία των γραμμάτων, κεντρικό μοτίβο της ιδεολογικής υπεροχής των Ελλήνων, ολοκλήρωσε τον πρώτο της κύκλο».[8]

Βασική αφετηρία της εργασίας μου είναι ότι τόσο το ποίημα του Πολέμη όσο και ο πίνακας του Γύζη δεν πρέπει να εξετάζονται βέβαια ως τεκμήρια για την ύπαρξη ή μη του «Κρυφού Σχολειού», αλλά ως υλικά μιας πολιτισμικής κατασκευής και ως καλλιτεχνικές μορφές κοινωνικής διευθέτησης και διαχείρισης της ιστορίας και της κουλτούρας. Ειδικά ετούτη την τελευταία παράμετρο την θεωρώ σημαντική, ακριβώς γιατί συνδέει τη φιλολογία με ένα ορισμένο είδος πολιτισμικής ανάλυσης, την οποία με τον δικό του τρόπο υπηρέτησε πρακτικά ο Αλέξης Πολίτης στη μακρόχρονη ενασχόλησή του με τους μύθους και τα στερεότυπα του Νέου Ελληνισμού.

Ξαναδιαβάζοντας, σήμερα, είκοσι χρόνια μετά το άρθρο του για το Κρυφό Σχολειό, την ανάλυση του Αλέξη Πολίτη για το «Φεγγαράκι μου λαμπρό», ο ερευνητής μπορεί να διευρύνει τα ερωτήματα που άρρητα ενυπάρχουν στο άρθρο. Θα μπορούσα να τα συνοψίσω ως εξής: πώς μελετάει ένας φιλόλογος φαινόμενα «ειδολογικού υβριδισμού» σε ό,τι αφορά την παραγωγή πολιτισμικών νοημάτων (π.χ. «το δίπτυχο» ποιήματος και πίνακα); Πώς αντιμετωπίζει την πρόκληση να ασχοληθεί με ρητορικές επιτελέσεις που προϋποθέτουν τη διαπλοκή και τη μείξη διαφορετικών πολιτισμικών αντικειμένων, ειδών και καθιερωμένων ιεραρχιών (υψηλό/χαμηλό); Και τέλος, πώς μελετάει κανείς σήμερα το «μυθολογικό κενό» της νεοελληνικής πολιτισμικής συνείδησης, με μια πολιτική εγρήγορση που δεν θυσιάζει ωστόσο τις επιστημονικές της αξιώσεις;

Η παρούσα εργασία αποτελεί περισσότερο μια δοκιμή αναστοχασμού γύρω από αυτά τα ερωτήματα· δοκιμή που φέρει τα ίχνη της θητείας στον λόγο του Αλέξη Πολίτη. Για πολλούς από εμάς τους νεότερους φιλολόγους, η ιστορική του ματιά και ο καθαρός του λόγος στάθηκαν ισχυρά αντίβαρα τόσο απέναντι στην «έκρηξη της θεωρίας» όσο και απέναντι στον ιμπρεσιονισμό της «παραδοσιακής» φιλολογίας. Κάπου εκεί στα μέσα της δεκαετίας του ’90, άλλωστε, δίπλα στη «μάχη των εθνικών συμβόλων», μια άλλη παράλληλη μάχη διεξαγόταν στα αμφιθέατρα, στις ταβέρνες και στα μπαράκια. Η «εισαγωγή της θεωρίας» – για να χρησιμοποιήσω μια μάλλον άκομψη έκφραση εκείνης της εποχής – στις νεοελληνικές φιλολογικές και ιστορικές σπουδές δημιουργούσε αναπόφευκτες συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις, που αδικούσαν συχνά τα ίδια τα επιχειρήματα. Οι σχετικές εργασίες του Αλέξη Πολίτη, ιδίως αυτές που περιλαμβάνονται τώρα στο βιβλίο του Το μυθολογικό κενό, υπερασπίζονταν ένα μοντέλο έρευνας, το οποίο διαφοροποιούνταν από την άκριτη υποδοχή της θεωρίας, [9] διεκδικώντας ταυτόχρονα έναν άλλο δρόμο για τη διεπιστημονική σύνδεση της φιλολογίας με την ιστορία και την ανθρωπολογία. Από τη σημερινή σκοπιά, θα μπορούσε κανείς να πει πως ο Αλέξης Πολίτης «έφτανε» έτσι από τα δικά του μονοπάτια σε εξίσου θεωρητικές ζητήσεις, που είχαν απασχολήσει μόνο περιθωριακά ώς τότε τη νεοελληνική φιλολογία.

Επιλέγοντας σήμερα, σε μια εποχή «μετά τη θεωρία», να επισκεφτώ εκ νέου το θέμα του «Κρυφού Σχολειού», θα ήθελα επομένως να σχολιάσω και αυτά τα μονοπάτια του Αλέξη Πολίτη: τις «νεοελληνικές μυθοπλασίες». [10] Αν με τον όρο αυτόν εννοούμε μια ορισμένη πολιτισμική συνθήκη, στην οποία ο μύθος υποκαθιστά και ταυτόχρονα ανακαθορίζει τη νεοελληνική ιστορική πραγματικότητα, τότε η ίδια η διαδικασία της μυθοποίησης προβάλλεται όχι ως παρένθετο αλλά ως υποχρεωτικό ερευνητικό έδαφος για τη γνώση του αντικειμένου. Και είναι ακριβώς αυτό το είδος των ερευνητικών ερωτημάτων που υποχρεώνουν τον φιλόλογο να συναντηθεί με τα εργαλεία της πολιτισμικής ιστορίας, για να κατανοήσει τους περίπλοκους τρόπους με τους οποίους η λογοτεχνία συμμετέχει στην ευρύτερη «πολιτισμική ποιητική».[11]

Ειδικότερα σε ό,τι αφορά τα ζητήματα των ιδεολογικών χρήσεων[12] του Εικοσιένα, καταλαβαίνουμε πως η λογοτεχνία έπαιξε καταστατικό ρόλο στην καθιέρωση, την εδραίωση και τη διάχυση του μύθου του Κρυφού Σχολειού, τόσο μέσα από τις μυθοπλαστικές εκδοχές εξιστόρησης του Εικοσιένα όσο και μέσα από τις θεσμικές χρήσεις των σχετικών κειμένων (π.χ. Το «Κρυφό Σχολειό» του Ιωάννη Πολέμη στην εκπαίδευση). Με άλλα λόγια, η μελέτη των «νεοελληνικών μυθοπλασιών» εντάσσεται οργανικά μέσα στο σύγχρονο πεδίο έρευνας του εθνοσυμβολισμού,[13] και μπορεί να τροφοδοτήσει τις νεότερες εργασίες με ένα γόνιμο πεδίο προβληματισμού.

Αναμφισβήτητα, το «Κρυφό Σχολειό» – εννοώ τον πίνακα του Νικολάου Γύζη, συνοδευμένο βέβαια από το γνωστό ποίημα του Ιωάννη Πολέμη, αποτελεί ίσως την πιο χαρακτηριστική στιγμή των «νεοελληνικών μυθοπλασιών». Δεν είναι μόνο η στιγμή της κατοχύρωσης του σχετικού μύθου·[14] είναι η στιγμή της επινόησης ενός νέου τρόπου κυκλοφορίας του μύθου: με λόγο και εικόνα. Στο πλαίσιο του νεοελληνικού εθνοσυμβολισμού ίσως να μην υπάρχει κανένα άλλο έργο τέχνης που να συναγωνίζεται την αίγλη αυτού του δίπτυχου·[15] τις χρήσεις και τις καταχρήσεις της πολιτισμικής του σημασίας, τις αντιπαραθέσεις γύρω από την τεκμηριωτική του αξία, τον απόηχό του στη σύγχρονη νεοελληνική κουλτούρα. Στο άρθρο μου αυτό, λοιπόν, επιχειρώ να «ξαναδιαβάσω» το συγκεκριμένο δίπτυχο, εξετάζοντας ταυτόχρονα την καταστατική στιγμή του μύθου.

 

Ο ζωγράφος και ο ποιητής

 

Ας ξεκινήσουμε, όμως, από μερικά γνωστά πραγματολογικά δεδομένα. Ο πίνακας του Νικολάου Γύζη, που είναι σήμερα γνωστός ως «Το Κρυφό Σχολειό», εκτέθηκε για πρώτη φορά στην Αθήνα το 1888. Στην αφετηρία της ενασχόλησης του ζωγράφου, η σύλληψη του «κρυφού σχολειού» συνυπάρχει με τη βεβαιότητα της απαγόρευσης των σχολείων στην περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας. Συγκεκριμένα, σε επιστολή προς τον πεθερό του, κατά την περίοδο της δημιουργίας του πίνακα (24.1.1886), ο Γύζης περιγράφει τις προθέσεις του ως εξής: «Διά του υπογείου, της κλειστής θύρας και παραθύρου και διά του ωπλισμένου νέου, εσκέφθην να παραστήσω την εποχήν εκείνην της Ελλάδος, ότε επί Τουρκοκρατίας ήσαν αυστηρώς απηγορευμένα τα σχολεία και μόνον εν κρυπτώ ελειτούργουν». Και συνεχίζει: «ηθέλησα να παραστήσω μυστηριώδη πράξιν εις σκοτεινόν υπόγειον μόνον διά μιας ακτίνος ηλίου εισερχόμενης εντός».[16] Ξέρουμε βέβαια πως οι προθέσεις των δημιουργών δεν είναι δεσμευτικές για την πρόσληψη του έργου τους. Πόσο μάλλον όταν το έργο προσφέρεται για ποικίλες ιδεολογικές χρήσεις. Ο πίνακας με τον αρχικό τίτλο Σχολείον κρυπτόν ολοκληρώνεται πάντως τους αμέσως επόμενους μήνες, και ο Γύζης τον στέλνει με φωτογραφία στον φίλο του Νικηφόρο Λύτρα.

Όταν αργότερα το έργο εκτέθηκε στην Αθήνα δεν φαίνεται να έκανε ιδιαίτερη εντύπωση στο πλατύ κοινό. Η λαϊκή διάδοση του μύθου μέσα από το «Φεγγαράκι μου λαμπρό» έβρισκε πάντως ένα αξιοσημείωτο συμπλήρωμα, που δημιουργούσε την ψευδαίσθηση της αληθοφάνειας μέσω του ηθογραφικού ρεαλισμού.

Ο προσεκτικός βιογράφος του Γύζη Μαρίνος Καλλιγάς, αφού εντάξει το έργο στη γενική κατηγορία της ηθογραφίας – η σχολή του Μονάχου ήταν γνωστή ανάμεσα σε άλλα και για τις οριενταλιστικές ηθογραφίες της – σημειώνει πως, σε μια σειρά έργων του Γύζη αυτής της περιόδου, η θεματογραφία της ελληνικής παράδοσης αναδύει μια «παλαιότητα», που εδώ βέβαια δεν είναι άλλη από την αναπαράσταση της προεπαναστατικής περιόδου. «Όλοι οι Έλληνες, εξάλλου», γράφει ο Καλλιγάς, «θα αναγνώριζαν ως γνήσια την απεικόνιση του “Κρυφού Σχολειού”, ενώ βέβαια κανείς δεν θα είχε δει ποτέ μια τέτοια σκηνή στην πραγματικότητα». [17] Το σίγουρο είναι ένα: «η εικονογράφηση του θέματος του Κρυφού Σχολειού, από έναν αναγνωρισμένο μάλιστα ζωγράφο, δεν μπορεί να έμενε χωρίς επιπτώσεις στην εξέλιξη του μύθου για το Κρυφό Σχολειό, όπως αυτός έχει διαμορφωθεί στα τέλη του αιώνα».[18]

Το 1899, ο Ιωάννης Πολέμης, εμπνεόμενος από τον πίνακα του Γύζη, δημοσίευσε στο περιοδικό Εθνική Αγωγή  το ποίημά του «Το Κρυφό Σχολειό», που μεταγενέστερα γνώρισε ιδιαίτερη επιτυχία ιδίως μέσα στον χώρο των νεοελληνικών αναγνωσμάτων της υποχρεωτικής εκπαίδευσης. Ο τίτλος του ποιήματος αντικατέστησε τον αρχικό τίτλο του έργου του Γύζη, κατοχυρώνοντας, επιπλέον και εφεξής, την κοινή πρακτική τιτλοφόρησης τόσο για τον πίνακα όσο και για το ποίημα. Ήδη με τον πρώτο στίχο, ο προσεκτικός αναγνώστης μπορεί να καταλάβει τις διαφορές:

 

Απ’ έξω μαυροφόρ’ απελπισιά,

πικρής σκλαβιάς χειροπιαστό σκοτάδι

 

Ας σημειώσουμε πρόχειρα τις μετατοπίσεις. Η «ακτίνα του ήλιου» (Γύζης) έγινε «χειροπιαστό σκοτάδι» (Πολέμης), η καθαρεύουσα (Σχολείον κρυπτόν) έγινε δημοτική (Το Κρυφό Σχολειό), και κυρίως, η τεχνική παρουσίασης του ποιήματος και του πίνακα απέκτησε πλέον ενιαίο και συνδυαστικό χαρακτήρα. [19] Όπως είναι γνωστό, το ποίημα του Πολέμη εκδόθηκε μαζί με την τσιγκογραφία του Γύζη, στο πρωτοσέλιδο του περιοδικού Εθνική Αγωγή που εξέδιδε ο Γεώργιος Δροσίνης, την πρωτοχρονιά του 1899. Αν δεν κάνω λάθος, πρόκειται για το πρώτο νεοελληνικό ποίημα που εκδίδεται όχι απλώς με αφορμή την εικαστική απεικόνιση του μύθου αλλά ως ερμηνεία του ίδιου του πίνακα. Κι είναι, επίσης, η πρώτη φορά που ο νεοελληνικός πολιτισμικός εθνικισμός γνωρίζει ένα σημαντικό εκσυγχρονισμό σε ό,τι αφορά υλικά του μύθου του Κρυφού Σχολειού. Από το δημώδες παιδικό τραγούδι «Φεγγαράκι μου λαμπρό» έχουμε περάσει στο λόγιο δίπτυχο που «αλληλοσχολιάζεται και αλληλοσυμπληρώνεται», όπως παρατηρεί ο Πολίτης, κερδίζοντας, μέσω της «δημοτικιστικής θερμότητας», μεγάλη αποδοχή στον νου και στην καρδιά των δασκάλων και των μαθητών. «Ο μύθος απέκτησε πια στην αυγή του δικού μας αιώνα σχεδόν, και ονομασία, ή ίσως απλά την κατοχύρωσε».[20]

 

«Κρυφό Σχολειό», ο πίνακας του Νικολάου Γύζη και το ποίημα του Ιωάννη Πολέμη, πρωτοσέλιδο στο περιοδικό του Γ. Δροσίνη «Εθνική Αγωγή», 1η Ιανουαρίου 1899.

 

Θα ήταν καλό πριν προχωρήσουμε, να γνωρίσουμε τη θέση των προσώπων «σε καιρό και σε τόπο». Ο Πολέμης είχε επιστρέφει από το Παρίσι, στα τέλη του 1890, και περιφερόταν σε πνευματιστικές συγκεντρώσεις της Αθήνας ως το απόλυτο «υπνωτιστικό υποκείμενο». [21] Ο ποιητής, πέφτοντας σε κατάσταση ύπνωσης ζωγράφιζε ιχνογραφήματα και, σύμφωνα με τον παριστάμενο νευρολόγο Σίμωνα Αποστολίδη, οι σφυγμοί του έφταναν από τους 80 στους 140, ανάλογα με την ένταση του καλέσματος των πνευμάτων: του Βούδα, της Σαπφούς, του Γκαίτε και του Ουγκώ, τα οποία του υπαγόρευαν και ποιήματα. (Μερικά από αυτά, μάλιστα, δημοσιεύτηκαν ως «ντοκουμέντα» υπνωτιστικής εναίσθησης στο Άστυ). Ο Πολέμης πίστευε στον πνευματισμό και τον αποκρυφισμό, στον οποίο είχε μυηθεί όταν σπούδαζε στη Γερμανία.

 

Ιωάννης Πολέμης (1862-1924), δημοσιεύεται στο «Ημερολόγιον Σκόκου», 1889.

 

Στους λογοτεχνικούς κύκλους της Αθήνας λειτουργούσε σαν ένα αυθεντικό μέντιουμ, με ικανότητες τηλαισθησίας, διόρασης και αυτόματης καταγραφής ποιημάτων σε διάφορες γλώσσες. (Η Σαπφώ του τα υπαγόρευε στα αρχαία ελληνικά και ο Ουγκώ – κατά έναν παράδοξο τρόπο – του υπαγόρευε ποιήματα στα νέα ελληνικά). [22] Σε ό,τι αφορά τα λογοτεχνικά του ενδιαφέροντα, είχε διαφοροποιηθεί από τον λόγιο και κάποτε «σκοτεινό» Παλαμά, υιοθετώντας μια ποίηση με ρομαντικές αφετηρίες, έντονο διδακτισμό, ονειροπόλα διάθεση και εύκολα νοήματα.[23]

Ο Γύζης είχε ήδη γίνει καθηγητής στην περίφημη σχολή του Μονάχου και, εκτός από τις ηθογραφικές παραστάσεις του, τα έργα του είχαν ήδη έντονο και συμβολιστικό χαρακτήρα. Επηρεασμένος κι αυτός από το πνευματικό κλίμα των Γερμανών νεορομαντικών είχε στραφεί στον μυστικιστικό συμβολισμό, που μάλλον δεν άρεσε στο ευρύ αθηναϊκό κοινό. Είναι σχεδόν βέβαιο πως στην ίδια όψιμη περίοδο έχει στραφεί στον θεοσοφισμό και γι’ αυτό η ζωγραφική του υποβάλλει έντονα την εξίσωση αισθητικής και θρησκείας. Παρ’ όλα αυτά, ο Γύζης ήταν ένας «ζωγράφος για πολλούς» κι ένας «καλλιτέχνης για λίγους».[24]

 

Νικόλαος Γύζης, περιοδικό «Εστία», τ. 470, 1885.

 

Οι αλληγορικές μορφές και τα αλλόκοτα πλάσματα που είχε κατά καιρούς εκθέσει στην πρωτεύουσα δεν ήταν μόνο «δύσκολα» για το πλατύ κοινό αλλά ίσως και προκλητικά. Ένα μόνο παράδειγμα. Όταν το 1899 εκθέτει τη «Δόξα των Ψαρών» στην Καλλιτεχνική Έκθεση Αθηνών, εμπνευσμένη από το ομώνυμο ποίημα του Σολωμού, κάποιοι θα μιλήσουν για έργο «παράτολμον υψιπέτιδος φαντασίας». «Μου την είπαν ζουρλοκαμπέρω», γράφει ο Γύζης χολωμένος από το Μόναχο, απειλώντας να την κάψει. «Η Δόξα του», θα γράψει ο Μποέμ, «μας φαίνεται ως ποίημα λουστραρισμένον αγαθού στιχοπλόκου συγκινούντος τας απλοϊκάς αισθήσεις». Η «Δόξα δεν εννοήθη» σημείωνε σχετικά ο Ξενόπουλος, προσπαθώντας να διαφοροποιηθεί από τους απλοϊκούς θεατές και τους βλοσυρούς κριτικούς, για να διασώσει τον Γύζη.[25]

Ας συνοψίσουμε με ένα πρόχειρο πρώτο συμπέρασμα. Η ποίηση του Πολέμη και η ζωγραφική του Γύζη ήταν ώς τότε, δηλαδή στη συγχρονία του τέλους του 19ου αιώνα, αρκετά συμβατές με τις προσδοκίες και τις διανοητικές ροπές των αποκρυφιστών νεορομαντικών. Σπεύδω, ωστόσο, να προλάβω το διαφαινόμενο ερώτημα: θα μπορούσε άραγε να είναι το «Κρυφό Σχολειό» ένας αποκρυφιστικός πίνακας; Ας μην προτρέχουμε. Η «μυστηριώδης πράξη» που ήθελε να ζωγραφίσει ο Γύζης και πήρε το όνομα «Κρυφό Σχολειό» από τους στίχους του Πολέμη δεν είναι απαραίτητο να παραπέμπει σε κάποιο αποκρυφιστικό κώδικα. Τους δύο καλλιτέχνες τους ένωνε, βέβαια (όπως και τους περισσότερους νεορομαντικούς του τέλους του 19ου αιώνα), η κοινή πεποίθηση για τη «συμπολιτεία του ωραίου»: μια οργανική αντίληψη για τη συνολική αρμονία της τέχνης, στην οποία ποίηση, μουσική και ζωγραφική αποτελούσαν τα κοινά, συμπληρωματικά και ενιαία μέσα μιας συναισθητικής εμπειρίας. [26]  Οι παραλληλισμοί μεταξύ ποίησης και ζωγραφικής δεν ήταν απλώς νόμιμοι αλλά ίσως και επιβεβλημένοι. Ο Γύζης, στα τελευταία του χρόνια, δήλωνε πως αν άλλαζε τέχνη, θα ’θελε να γίνει ποιητής και ο Πολέμης έγραφε ήδη επικαιρικά ποιήματα εμπνευσμένα από λευκώματα και επίκαιρες σκηνές της καθημερινότητας.

Περισσότερο όμως από τον Γύζη ο Πολέμης είχε προσαρμοστεί στις αναγνωστικές προσδοκίες των πιο πλατιών στρωμάτων. Είχε, όπως ήδη ειπώθηκε, εγκαίρως διαφοροποιηθεί από τον Παλαμά (1893) κατηγορώντας τον για στίχους «αδικαιολογήτως ασαφείς» [27] και είχε προσαρμόσει την ποίησή του στα γούστα του ευρύτερου κοινού. «Αυτή η αντίληψη φαίνεται να καθορίζει ολόκληρο το έργο του: η διάθεση να ανταποκριθεί σε προσδοκίες, να διερμηνεύσει αισθήματα, να νουθετήσει σύμφωνα με τις καθιερωμένες κοινωνικές προδιαγραφές».[28] Και βέβαια η αντίληψη δεν ήταν άσχετη από την επαγγελματική του θέση μέσα στο νεοσύστατο λογοτεχνικό πεδίο. «Ο κ. Πολέμης ανήκει εις την αρτιπαγή εκείνην εν Αθήναις σχολήν των δημοσιογράφων-ποιητών», θα γράψει ο Νιρβάνας για την πρώτη του ποιητική συλλογή (τους Χειμωνανθούς), το 1888.[29]

 

Στον απόηχο του ’97

 

Νομίζω, επομένως, πως αλλού πρέπει να αναζητήσουμε τον μίτο που ένωσε τον πίνακα με το ποίημα, σφραγίζοντας ανεξίτηλα το φαντασιακό του Εικοσιένα στη νεότερη ελληνική πολιτισμική συνείδηση. Περισσότερο από τον νεορομαντικό αποκρυφισμό, άλλωστε, τους δύο καλλιτέχνες τους ένωνε η πατριδολατρία, καθώς και η ανάδυση μιας νέας καλλιτεχνικής συνείδησης που σφραγιζόταν από τη ματαίωση των συλλογικών ελπίδων. [30] Αυτή οδήγησε άλλωστε και τον Γεώργιο Δροσίνη να συμπεριλάβει τον πίνακα και το ποίημα στο πρωτοσέλιδο του περιοδικού του. Αξίζει να μείνουμε λίγο στα ιστορικά συμφραζόμενα της παρουσίασης του «διπτύχου». Ας μην ξεχνάμε πως το περιοδικό Εθνική Αγωγή εκδίδεται στον απόηχο της ταπεινωτικής ήττας του 1897, και, χωρίς να έχει άμεση σχέση με τα εκπαιδευτικά νομοσχέδια του Ευταξία (1899), «που συνδέουν τον πόλεμο με τις αλλαγές στην εκπαίδευση», στα επιχειρήματα της έκδοσής του μπορεί κανείς να διακρίνει τις νέες προτεραιότητες της παιδείας. Παραθέτω:

 

Αλλ’ ό,τι εγένετο πολύ υπολείπεται εκείνου, το οποίον ώφειλε να γείνη, τούτο δε κατέδειξε και η τελευταία εκ του πολέμου συμφορά, η αποκαλύψασα ως κυριωτάτην αφορμήν του ολέθρου την έλλειψιν εθνικής αγωγής. Τα σοφά ταύτα διδάγματα, κυρωθέντα δυστυχώς και υπό των τελευταίων παθημάτων ημών επιβάλλουσιν ως ιεράν υποχρέωσιν ουχί μόνον εις την επίσημον του Κράτους Αρχήν, αλλ’ εις πάντα δυνάμενον οπωσδήποτε να συμπράξη εις το μέγα έργον της εθνικής αγωγής, επείγουσαν και σοβαράν την μέριμναν, ταχείαν και αποτελεσματικήν την ενέργειαν. Προς τον Οίκον, προς το Σχολείον, προς την Κοινωνίαν, προς τους τρεις τούτους μεγάλους εθνικούς παράγοντας ας στραφή η όλη ημών προσοχή.[31]

 

Είναι φανερό πως βρισκόμαστε στην περιοχή της εθνικής παιδαγωγίας. Στην ίδια σκοπιμότητα εγγράφεται και η κοινή δημοσίευση του ποιήματος μαζί με τον πίνακα, που συν τοις άλλοις αντλούν τη θεματολογία τους από ένα εντέλει «εκπαιδευτικό θέμα».

Ο Γύζης ήταν ήδη συνδρομητής της Εθνικής Αγωγής και ο Πολέμης τακτικός συνεργάτης της. Έτσι, όταν ο Δροσίνης παρήγγειλε στον Γύζη να του στείλει το Σχολείον Κρυπτόν σε τσιγκογραφική αναπαραγωγή, ο ζωγράφος συμφώνησε αμέσως, αν και πιθανώς να γνώριζε πως η ασπρόμαυρη εκδοχή του πίνακα αδικούσε καταφανώς το αρχικό έργο. Δεν ξέρουμε αν ο Γύζης ήταν ενήμερος για το ποίημα του Πολέμη, ή αν ο Δροσίνης απευθύνθηκε ξεχωριστά στον καθένα. Το σίγουρο όμως είναι πως ο Πολέμης ήταν ο πλέον ταιριαστός από τη Νέα Αθηναϊκή Σχολή για να γράψει ένα τέτοιο ποίημα. Η πατριδολατρική του στάση ήταν αναμφισβήτητη, η θρησκευτικότητα των ποιημάτων του αναγνωρίσιμη, οι εθνικοί θρύλοι πανταχού παρόντες και ο διδακτισμός του (κυρίως με απεύθυνση στο πλατύ κοινό) ήταν έντονος. Τόσο ο ζωγράφος όσο και ο ποιητής συμφωνούσαν επιπλέον και. σε τούτο: κάθε απόπειρα αναμόρφωσης της κοινωνίας περνούσε πλέον υποχρεωτικά από την παιδεία και την «εθνική αγωγή». Κάθε άλλο λοιπόν παρά τυχαία συνάντηση ήταν αυτή που έγινε στο πρωτοσέλιδο εκείνης της Πρωτοχρονιάς του 1899.

 

Κάτωθι εικόνος Γύζη

 

Νικόλαος Γύζης (Σκλαβοχώρι Τήνου, 1842 – Μόναχο, 1901).

Στο περιοδικό Εθνική Αγωγή, κάτω από τον πίνακα του Γύζη υπάρχει ο τίτλος «Το Κρυφό Σχολειό», ακολουθεί ο μεσότιτλος «Εικών Ν. Γύζη» και έπεται το ποίημα του Πολέμη. Είναι σαν ο πίνακας και το ποίημα να μοιράζονται τον ίδιο τίτλο, ή μάλλον σα να ήταν το ποίημα προέκταση του πίνακα. Αυτό φαίνεται άλλωστε και από τη «γεωμετρία» της σελίδας. Ένα χρόνο μετά, στην έκδοση του ποιήματος (συλλογή Αλάβαστρα, 1900), ο τίτλος θα εντείνει αυτήν την ακολουθία της εικόνας και του λόγου, έστω και μετωνυμικά – δηλαδή διά της απουσίας. Ο τίτλος θα παραμείνει βέβαια ο ίδιος («Το Κρυφό Σχολειό»), και αμέσως μετά – ελλείψει εικονογράφησης – ο συγγραφέας θα σημειώσει ανάμεσα σε αγκύλες: [«κάτωθι εικόνος Γύζη»]. Ας προσέξουμε τόσο το «κάτωθι» όσο και τη γενική αναφορά στην «εικόνα» του Γύζη, για να διαπιστώσουμε μια διπλή κίνηση οικειοποίησης του πίνακα, τόσο ως προς το περιεχόμενο όσο και ως προς τον τίτλο. Είναι μάλλον βέβαιο ότι ο Πολέμης «ξαναγράφει» τον πίνακα, χαρίζοντάς του πλέον μια νέα ερμηνεία, που ήδη φαίνεται από τον νέο τίτλο. Αν ήθελε να κρατήσει τον αρχικό τίτλο του πίνακα θα το είχε κάνει. Αρκεί να συγκρίνουμε τις επιλογές του, με βάση μια αντίστοιχη συγγραφική στρατηγική, εφαρμοσμένη σε άλλο πίνακα του Γύζη: «Το παραμύθι της Γιαγιάς», στη συλλογή Το παλιό βιολί, 1909. Εκεί το παρακειμενικό σχόλιο είναι σαφώς διαφορετικό. «Κάτω από την συνώνυμον εικόνα του Γύζη», γράφει ο Πολέμης, μέσα σε αγκύλες. Γνωρίζει, λοιπόν, πολύ καλά πότε η εικόνα είναι συνώνυμη και πότε όχι.

Στο «Κρυφό Σχολειό», επομένως, οι προτεραιότητες ήταν διαφορετικές. Το δίπτυχο εικόνας και κειμένου δεν δημιουργούσε απλώς νέες συνδηλώσεις αλλά έφτιαχνε νέες μορφικές σχέσεις για την παραγωγή του νοήματος. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για μια μοναδική περίπτωση «νεοελληνικής μυθοπλασίας», όπου η ποίηση «συναντήθηκε» με τη ζωγραφική μέσα από έναν κοινό ορίζοντα νοοτροπιακής ταύτισης. «Ο Πολέμης, δηλαδή», γράφει ο Αλκής Αγγέλου, «ως γνήσιος τυπικός εκπρόσωπος του αστικού ρομαντισμού ελκύσθηκε από τον πίνακα του ζωγράφου, ακριβώς επειδή διέκρινε στον πίνακα τα στοιχεία εκείνα που τροφοδοτούσαν τη δική του έμπνευση». [32] Και η «έμπνευση» του Πολέμη δεν μπορεί παρά να ανταποκρίνεται στη «νοητικότητα του μέσου αναγνώστη» της εποχής· οι περίφημοι «μέσοι όροι», όπως θα έλεγε ο Κ. Θ. Δημαράς, κατασκευάζουν, και στην περίπτωση αυτή, το ευνοϊκό περιβάλλον αλλά και τις κατάλληλες δεκτικότητες για την κυκλοφορία του μύθου μέσα από το δίπτυχο εικόνας και λόγου.

Σε αυτό το σημείο, το ερώτημα που προκύπτει είναι εύλογο. Πώς μπορούμε να ερμηνεύσουμε το συγκεκριμένο δίπτυχο ως πυρήνα της «εικονολογίας» του «Κρυφού Σχολειού»; Αν το «Κρυφό Σχολειό» είναι μια ιστορία με λόγια και εικόνες, τότε μάλλον μια απλοϊκή φιλολογική προσέγγιση που θα έδινε έμφαση στην έμπνευση του ποιητή από τον πίνακα του ζωγράφου, θα αδικούσε και το κείμενο και την εικόνα. Είναι προφανές πως βρισκόμαστε μπροστά σε μια μάλλον πιο πολύπλοκη στρατηγική, και αυτήν καλούμαστε να μελετήσουμε με τα αντίστοιχα διανοητικά εργαλεία.

 

Στοιχεία για μια θεωρία της ανάγνωσης των εικόνων

 

Παρόλο που η χρήση της εικόνας ως ιστορικού τεκμηρίου έχει μπολιάσει εδώ και χρόνια την πολιτισμική ιστορία, [33] για τους ιστορικούς της λογοτεχνίας και των ιδεών η στροφή προς τη μελέτη της εικόνας, ή ακριβέστερα, προς τη μελέτη των οπτικών αφηγήσεων, αποτελεί ένα μάλλον πρόσφατο ερευνητικό πεδίο. Η ιδέα, πάντως, για μια «ανάγνωση των εικόνων» είναι αρκετά παλιά στις λογοτεχνικές σπουδές, ήδη από τότε που ο Ρολάν Μπαρτ στις Μυθολογίες [34] του πρότεινε τη δική του «εικονογραφική μέθοδο» για τη μελέτη του μύθου και των στερεοτύπων. Στον Μπαρτ, άλλωστε, χρωστάμε και την ανάλυση για τη «ρητορική της εικόνας»: την ανάλυση, δηλαδή, μιας ειδικής και παραπληρωματικής σχέσης μεταξύ εικονικών και λεκτικών σημείων, στην οποία τόσο ο λόγος όσο και η εικόνα αποτελούν αποσπάσματα μιας κοινής αφήγησης, μιας ενιαίας ρητορικής στρατηγικής, «ενός γενικότερου “συντάγματος”», [35] με συνδηλώσεις που παράγονται από το πεδίο της ιδεολογίας και αναπαράγουν σημαίνουσες όψεις της ιδεολογίας.[36]

Από τη δεκαετία του ’80 και έπειτα, στους όμορους χώρους της θεωρίας της λογοτεχνίας, της ιστορίας της τέχνης αλλά και των «σπουδών του πολιτισμού της εικόνας» (visual culture studies), έγινε ολοένα και περισσότερο φανερό πως η συνύπαρξη και αλληλεπίδραση μεταξύ οπτικών και κειμενικών μορφών αναπαράστασης αποτελεί συστατικό στοιχείο των πολιτισμικών τεχνολογιών της νεωτερικότητας. Η πειθαρχία του βλέμματος σε συνδυασμό με την οργάνωση της γραφής λειτούργησαν καθοριστικά στη διαμόρφωση της νεωτερικής ιδεολογίας και κουλτούρας, επηρεάζοντας τα ίδια τα κοινωνικά υποκείμενα σε ό,τι αφορά την εικόνα του εαυτού τους αλλά και του κόσμου. Κανείς δεν μπορεί, σήμερα, να φανταστεί τον 19ο αιώνα χωρίς την έννοια της «εθνικής ζωγραφικής» ούτε τον 20ό αιώνα χωρίς την ανάδυση αυτού που ο Γκι Ντεμπόρ ονόμασε «κοινωνία του θεάματος». Τα τελευταία χρόνια, εγκαινιάζοντας τη λεγάμενη «εικονιστική στροφή» (pictorial turn), οι θεωρητικοί της λογοτεχνίας και οι ιστορικοί της τέχνης έχουν προεκτείνει αυτή την προσέγγιση, καλλιεργώντας πλέον το πεδίο της πολιτισμικής «εικονολογίας» [37] ως τον κατεξοχήν χώρο μεθοδολογικού προβληματισμού αλλά και διεπιστημονικής συνάντησης [38] για τη μελέτη των «εικονο/κειμένων», διευρύνοντας, παράλληλα, και το πεδίο των συγκριτικών σπουδών.

Σε αυτή τη νέα «διαγραμματολογία», [39] σύμφωνα με την εύστοχη έκφραση του W. J. Τ. Mitchell, η εικόνα και ο λόγος μελετώνται ως ένας υβριδικός τρόπος παραγωγής συμβολικού νοήματος, που εντάσσει τους αντιληπτικούς καταναγκασμούς της όρασης μέσα σε έναν συγκεκριμένο διηγητικό ορίζοντα, οδηγώντας τον θεατή/αναγνώστη σε συχνά χειραγωγούμενα, και πάντως ιδεολογικά προσανατολισμένα ερμηνευτικά εγχειρήματα. Εξειδικεύοντας αυτή την προβληματική, η «οπτική ρητορική» [40] ανέδειξε τη σημασία και τη συμβολική αξία των «οπτικών αφηγήσεων», ιδίως εκείνων που εγγράφονται οργανικά, και πολύπλοκους τρόπους στην «τέχνη της πειθούς»: στην εμπρόθετη, δηλαδή, δημιουργία, παρουσίαση, έκθεση και χρήση μιας εικόνας ή ενός «εικονοκειμένου», προκειμένου να επηρεαστούν οι αντιλήψεις, οι ιδέες αλλά και συμπεριφορές του κοινού, στη δημόσια σφαίρα.

 

«Το Κρυφό Σχολειό»: ένα εικονοκείμενο;

 

Μετά από αυτές τις σύντομες θεωρητικές επεξηγήσεις επιστρέφω ξανά στο κύριο θέμα μου, διευκρινίζοντας ότι στην ανάλυσή μου ο πίνακας του Γύζη και το ποίημα του Πολέμη δεν νοούνται πλέον ως αυτόνομα καλλιτεχνικά είδη (ποίηση και ζωγραφική) αλλά ως ένα ενιαίο πολιτισμικό εικονοκείμενο. (Αυτή άλλωστε δεν είναι μόνο δική μου επιλογή αλλά και επιλογή του Γεωργίου Δροσίνη, που καταχώρισε με αυτόν τον τρόπο το «Κρυφό Σχολειό» στο πρωτοσέλιδο της πρωτοχρονιάτικης Εθνικής Αγωγής). Αν είναι έτσι, αυτό που μας ενδιαφέρει είναι η «ρητορική της εικόνας»: ο τρόπος, δηλαδή, που υποτάσσονται οι φυσικοί καταναγκασμοί της όρασης σε έναν συγκεκριμένο τύπο ερμηνείας και αποκωδικοποίησης των σημασιών της εικόνας. Το συνοδευτικό κείμενο, με άλλα λόγια, «οδηγεί τον αναγνώστη ανάμεσα στα σημαινόμενα της εικόνας, τον κάνει να αποφεύγει ορισμένα από αυτά και να δέχεται άλλα». [41] Το ποίημα του Πολέμη λειτουργεί, με άλλα λόγια, σαν ένας «κατανομέας νοημάτων», που μέσα από μια παραπληρωματική ποιητική αφήγηση κατασκευάζει μια επιλεγμένη έννοια «κρυφού σχολειού» και της αποδίδει συγκεκριμένες ιδιότητες.

Αν θέλαμε να ορίσουμε αυτούς τους ερμηνευτικούς κόμβους του ποιήματος που κατοχυρώνουν την αναδιηγητική αξία αναμετάδοσης των σημασιών του πίνακα, θα μπορούσαμε να διακρίνουμε τρεις ρητορικούς τόπους. Αναμφισβήτητα, η έννοια της «σκλαβιάς» είναι αυτή που κατέχει τη δεσπόζουσα σημασία. Ήδη από την πρώτη στροφή, η «πικρή σκλαβιά», το «φοβισμένο φως του καντηλιού» και τα «σκλαβόπουλα» σηματοδοτούν μια ορισμένη αντίληψη για τα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας. Το κρυφό σχολειό δεν είναι μόνον ο τόπος μιας παράνομης εκπαιδευτικής διαδικασίας, αλλά και ο τόπος που «κατοικεί του σκλάβου η αλυσόδετη πατρίδα» (β’ στροφή). «Εκεί η ψυχή πιότερο αγροικά/τον πόνο της σκλαβιάς της», μες «τη σιγαλιά που δένει στο λαιμό πνιγμού θηλειά». Η πύκνωση της έννοιας – μιας έννοιας, ας σημειωθεί, δύσκολα απεικονίσιμης σε έναν τέτοιο πίνακα – δεν μεταφράζει μόνο επί το «θυμικότερο» και το «δημοτικότερο» την αρχική σύλληψη του Γύζη για το «Σχολείον κρυπτόν». Στην πραγματικότητα, επιτείνει μια αρκετά διαδεδομένη αντίληψη για το ίδιο το σχήμα της οθωμανικής κυριαρχίας ως, ήδη και πάντα, «σκλαβιάς». Δε χρειάζεται νομίζω να θυμίσω πως η έννοια της «σκλαβιάς» θα ακουγόταν μάλλον φορτισμένα μετά την ταπεινωτική ήττα του ’97 και το ανολοκλήρωτο (αλλά πάντως ακόμη γοητευτικό) πρόγραμμα της Μεγάλης Ιδέας.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, τοποθετείται και ο δεύτερος ερμηνευτικός κόμβος, που σχετίζεται άμεσα με την αξία των γραμμάτων και το αγαθό της μόρφωσης. Εδώ ο Πολέμης δεν πρωτοτυπεί, βέβαια. Ακόμα και το «Φεγγαράκι μου λαμπρό» τόνιζε αυτή την αξία, χωρίς απαραίτητα να τη συνδέει με οποιοδήποτε εθνικο-απελευθερωτικό ή άλλο πρόταγμα. Η διαφορά με το ποίημα του Πολέμη είναι πως εδώ η ίδια η παιδευτική πράξη έχει αποκτήσει μυστικιστικό περιεχόμενο. Ο παπαδάσκαλος μιλάει με «λόγια μαγικά» και «προφητικά», μέσα σε τρεμάμενα κεριά, όνειρα, ψαλμούς και μελωδίες «ενός κόσμου άλλου». Τα βιβλία είναι μάλλον προσχηματικός διάκοσμος: η άφθαρτη γνώση που μεταφέρουν δείχνει τα πανάρχαια μεγαλεία. Η διδασκαλία έχει κι αυτή αντικατασταθεί από τη μυστικιστική μέθεξη («ανατριχιάζει ακούοντας καθείς»). Η ψυχή – και όχι ο νους – «βλέπει τι έχασε, τι έχει, τι της πρέπει».

Φτάνουμε, έτσι, στο τρίτο ερμηνευτικό κλειδί: τα εθνικά πεπρωμένα, και βέβαια το αίτημα της ελευθερίας, έτσι όπως επιτακτικά ακούγεται στο τελευταίο τρίστιχο: «Η λευθεριά/σαν της αυγής το φεγγοβόλο αστέρι/της νύχτας το ξημέρωμα θα φέρη». Το μοτίβο, ασφαλώς, δεν μας ξενίζει. Αμφιβάλλω αν υπάρχει κάποιο ποίημα της λεγόμενης πατριωτικής ποίησης που να μην υποβάλλει άμεσα ή έμμεσα κάποια ιδέα ποθητής απελευθέρωσης, συνδέοντας το Εικοσιένα με τις μελλοντικές πολεμικές επιχειρήσεις του έθνους. Η προφητική φωνή του παπαδάσκαλου θα ήταν οπωσδήποτε μια παρηγορητική λύση σε μια εποχή που η εθνική αναδίπλωση, σε στρατιωτικό και διπλωματικό επίπεδο, ήταν επιβεβλημένη.

Άφησα ασχολίαστο ένα σημείο του ποιήματος που είναι ίσως και το πιο προφανές: την ανάδυση της θρησκευτικότητας ως κρίσιμου διαμεσολαβητή, από την αρχή ώς το τέλος, των επιμέρους νοημάτων που «προβάλλονται» στον πίνακα. Δεν είναι μόνον η φιγούρα του παπαδάσκαλου που επικυρώνει αυτόν τον κρίκο. Είναι βέβαια η «εκκλησιά που παίρνει κάθε βράδυ την όψι του σχολειού», αλλά και «το φως του καντηλιού», η «εικόνα του Χριστού ψηλά, που εβούβανε τα στόματα των πλάνων», ο ψαλμός που «ακούγεται βαθύς» κλπ.

Μίλησα παραπάνω για προβολή νοημάτων στον πίνακα· έτσι κι αλλιώς η «ρητορική της εικόνας» έχει ασταθή, ασυνεχή και πάντως «προσθετικό» χαρακτήρα. Πουθενά, π.χ., στον πίνακα του Γύζη δεν υπάρχει ένδειξη ότι ο χώρος είναι εκκλησία, πουθενά δεν υπάρχει εικόνα του Χριστού, πουθενά δεν υπάρχει καντήλι, και βέβαια πουθενά δεν απεικονίζεται κάποιος που ψέλνει. Ας θυμηθούμε και πάλι πώς περιγράφει ο ίδιος ο Γύζης τη «σκηνογραφία» του πίνακα: «Διά του υπογείου, της κλειστής θύρας και παραθύρου και διά του ωπλισμένου νέου, εσκέφθην να παραστήσω την εποχήν εκείνην της Ελλάδος, ότε επί Τουρκοκρατίας ήσαν αυστηρώς απηγορευμένα τα σχολεία και μόνον εν κρύπτω ελειτούργουν».

Δεν μας ενδιαφέρουν, ωστόσο, οι αρχικές προθέσεις του ζωγράφου για να τις αντιπαραβάλλουμε στις υστερόχρονες αλλοιώσεις τους από τον ποιητή. Σημασία έχει ότι ο Πολέμης «είδε» στον πίνακα και την εκκλησία και το καντήλι και την εικόνα του Χριστού· και «άκουσε» την ψαλμωδία. Αυτή είναι, άλλωστε, και η κατεξοχήν λειτουργία ενός εικονοκειμένου. Αναλαμβάνει να μετατρέψει τα σημεία ενός συστήματος σε ένα νέο σύστημα συμπαραδήλωσης, δημιουργώντας έτσι μια νέα πληροφοριακή δομή. Σε αυτή τη νέα δομή το ποίημα αποκτά την αξία μιας υποκατάστασης/συμπλήρωσης του ίδιου του πίνακα μέσα από μια σειρά καθορισμένων μεταφορών. Το «Κρυφό Σχολειό» ως ενιαίο εικονοκείμενο έχει πολύ περισσότερα λεξιλόγια και υποκώδικες από όσα έχει ξεχωριστά ο πίνακας και το ποίημα.

 

Μια «αντιπνευματική κοινωνία»;

 

Ελπίζω να είναι φανερό πως οι μεταφορές αυτές δεν προέρχονται μόνον από την ποιητική ιδιόλεκτο του Πολέμη, αλλά και από τους κοινούς τόπους της εποχής του και της συγκυρίας μέσα στην οποία γράφτηκε το ποίημα. «Μήπως ο κ. Πολέμης», αναρωτιόταν στα 1918 ο Ρήγας Γκόλφης, «για την ώρα έγινε η πνευματική ανάγκη της κοινωνίας μας;».[42]

 

Ιωάννης Πολέμης, ελαιογραφία του Γ. Ν. Ροϊλού.

 

Πράγματι, ας θυμηθούμε κι εδώ τις κρίσιμες παρατηρήσεις του Κ. Θ. Δημαρά για την εποχή. Η κοινωνία του Πολέμη «δεν ήταν η κοινωνία που βγήκε από το ’97 αλλά η κοινωνία που το προκάλεσε και το δέχθηκε».[43] Ήταν η κοινωνία που τίμησε τον Παράσχο και αγάπησε τον Πολέμη, ακριβώς γιατί της εξασφάλιζε ένα καταφύγιο στην παράδοση, και στις ηθικές αξίες της φυλής, χωρίς καινούργια προβλήματα, «αναζητήσεις και αγωνίες». «Άνθρωποι που αγαπούσαν να αποκοιμίζονται με λόγια»,[44] γράφει ο Δημαράς, για να χαρακτηρίσει με τον δικό του τρόπο την οριοθέτηση των αναγνωστικών προσδοκιών και την «αντιπνευματική κοινωνία» της εποχής. Το εύκολο γούστο, οι κοινοί τόποι, οι εύληπτοι τρόποι, ο κραυγαλέος διδακτισμός, οι δραματοποιημένες επαναλήψεις του εθνικού αφηγήματος και οι μεγαλοϊδεατικές φαντασιώσεις ήταν αρκετές για να θρέψουν τις λογοτεχνικές προτιμήσεις ενός νέου κοινού, που εκπαιδευόταν καθημερινά μέσα από τον εφήμερο λόγο των εφημερίδων και των περιοδικών, προσανατολισμένο προς την εθνική παιδαγωγία. Δεν θα ήταν υπερβολή νομίζω να υποστηρίξει κανείς πως το Κρυφό Σχολειό – αυτό το «Κρυφό Σχολειό», του 1899 – είναι, σε πρώτη φάση, μια «παραλογοτεχνική» κατασκευή που απέκτησε, με τον καιρό, αυτόνομη παιδευτική αξία μέσα στα σχολικά εγχειρίδια.

Μπορούμε να αποτιμήσουμε και ποσοτικά τα αποτελέσματα τούτης της «ευχάριστης διδασκαλίας» στη «μακρά διάρκεια». Μέχρι και το 1976, το ποίημα του Πολέμη για το Κρυφό Σχολειό ήταν το πιο συχνά ανθολογημένο ποίημα ολόκληρης της νεοελληνικής ποίησης στα Νεοελληνικά Αναγνώσματα,[45] στη σύνταξη των οποίων είχε άλλωστε παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο και ο ίδιος ο ποιητής ήδη από τη δεκαετία του 1910. Ξεπερνάει στις επανεκδόσεις ακόμα και το άλλο περίφημο ποίημά του, με τον τίτλο «Τι είναι η πατρίδα μας». Ας μη βιαστούμε, ωστόσο, να κατατάξουμε τον Πολέμη στους «σχολικούς ποιητές». Το σωστό ερώτημα είναι να δούμε τι επέτρεψε στον Πολέμη να εξελιχθεί σε «σχολικό ποιητή», αφού πρώτα είχε ανταποκριθεί στον ορίζοντα προσδοκίας του μεγάλου κοινού της εποχής του. Εντελώς ενδεικτικά αναφέρω το σταδιακό πέρασμά του από τα νεωτεριστικά λογοτεχνικά έντυπα στα οικογενειακά περιοδικά ποικίλης ύλης, και βέβαια την άμεση απόκρισή του στη «δομή της αίσθησης» της κοινωνίας, μετά το ’97.

Ο λόγος στον Καραντώνη, που, με τη δική του πάντα οπτική γωνία, μας εξηγεί τα αιτούμενα των, κατά βάση, συντηρητικών νοοτροπιών.

 

Ο Πολέμης ένοιωθε την ανάγκη να εξυπηρετήσει με τον τρόπο του, τα γενικώτερα παιδευτικά ιδανικά της μετά το 1897 Ελλάδας: την τόνωση του πατριωτικού συναισθήματος, τη διδασκαλία της πολεμικής αρετής, την υποστήριξη των αξιών που λέγονται τιμή, συνέπεια, αξιοπρέπεια, φιλότιμο, ταπεινοφροσύνη, τη μεγάλη χριστιανική αρετή της καλοσύνης, και την αγάπη στην ελληνική φύση, παρουσιασμένη μέσα από την απλή ζωή του λαού. […] Ακόμα και την αγάπη την τραγούδησε περιτυλιγμένη σε πέπλους ελληνικής αιδούς, απαλλαγμένη από κάθε χυδαιότητα και προκλητικό αισθησιασμό, ντροπαλή συνεσταλμένη, μια αγάπη που της αρέσουν περισσότερο οι εκκλησίες, που της αρέσουν τα στεφανώματα, παρά τα κρυφά και πονηρά μέρη της αντικοινωνικής ενοχής.[46]

 

Θα άξιζε μια εκτενέστερη μελέτη για την «κοινωνιολογία του φιλολογικού γούστου» προκειμένου να καταλάβουμε τη θέση του Πολέμη μέσα στο λογοτεχνικό πεδίο του καιρού του και την κατοπινή του ενσωμάτωση στην εκπαίδευση. Όμως, εδώ, δεν μάς απασχολεί αυτό το θέμα. Παρακολουθήσαμε απλώς την ιδρυτική πράξη ενός λογοτεχνικού μύθου που διαχειρίστηκε έναν άλλο, ευρύτερο «εθνικό μύθο». Τη σημασία της ιδρυτικής στιγμής αυτής μπορούμε να την διαπιστώσουμε άμεσα, στα συγχρονικά της τεκμήρια.

Αμέσως μετά τον θάνατο του Γύζη, ο Κίμων Μιχαηλίδης γράφει στα Παναθήναια (1901) μια εκτενή νεκρολογία στην οποία παρουσιάζει και ερμηνεύει τα κύρια έργα του Γύζη. Δεν είναι τυχαίο ότι κι εκεί το ποίημα του Πολέμη προτείνεται ως «κυριολεκτική» ερμηνεία του πίνακα. Ένας πρώτος κύκλος μνημείωσης του έργου διά του ποιήματος μόλις είχε ανοίξει, δημιουργώντας μια πολιτισμική «συνήχηση», που έφτασε ώς τις μέρες μας. Λίγο αργότερα, ο ίδιος ο Παλαμάς στο ποίημά του για τον Γύζη θα ακολουθήσει κι αυτός το δρόμο που είχε ανοίξει ο Πολέμης: αναφερόμενος στα έργα του ζωγράφου, θα βρει μια καλή αφορμή για να συστοιχίσει ποιητικά τη θεματολογία με την ηθική αξία και τα ιδανικά της φυλής. Για άλλη μια φορά ο «εθνοσυμβολισμός» έβρισκε νέες ρητορικές επιτελέσεις για να μεταφέρει τα ιδεολογικά του προτάγματα στο πεδίο της τέχνης.

Ας μείνουμε λίγο ακόμη στο γύρισμα του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα. Στα 1910, ο Πολέμης εξέδωσε μια σημαντική ανθολογία με τον τίτλο Λύρα. Ανθολογία της νεωτέρας ελληνικής ποιήσεως. Είναι σαφέστατα η ώρα της εσωτερικής σύγκρουσης μέσα στο λογοτεχνικό πεδίο ανάμεσα στους «παλιούς» και στους «νέους». Εκεί ανάμεσα σε άλλους παρουσιάζει και τον νέο ποιητή, τον Γιάννη Βλαχογιάννη. Δεν μπορώ να αποφύγω τον πειρασμό να μην υπενθυμίσω την ιστορική ειρωνεία που κρύβεται πίσω από αυτήν τη χειρονομία. Ο ίδιος ο Πολέμης ήταν ο πρώτος ανθολόγος του σημαντικότερου αρνητή του μύθου του Κρυφού Σχολείου. Πολλά χρόνια αργότερα, ο γέρος πια Γιάννης Βλαχογιάννης, ο σημαντικότερος ίσως ιστοριοδίφης του Εικοσιένα, έγραφε στο περιοδικό Νέα Εστία:

 

Ανάμεσα σ’ όσες διατριβές έτυχε να διαβάσω γραμμένες από παιδαγωγικούς άντρες ή γυναίκες, δεν είδα καμιάν ιστορική μαρτυρία, που να βεβαιώνη την ύπαρξη κρυφού σκολειού, όμως ούτ’ εγώ μέσα στον αμέτρητο σωρό ανέκδοτου υλικού για της σκλαβιάς τα σκολειά, που έχω συναγμένο, δεν απάντησα τίποτε που να κάνη λόγο για το σκολειό έξω από το τραγούδι. […]. Όλο αυτό το φανταχτερό και κούφιο και χωρίς θεμέλιο χτίσμα πέφτει σε μια στιγμή σωρός μ’ ένα λόγο μοναχά: Ποτέ ο Τούρκος, ο αγράμματος δε μπόδισε το Χριστιανό γράμματα να μαθαίνη, και μονάχα πολύ σπάνια έμπαινε στη μέση να χωρίζη τους δασκάλους άμα πιάνονταν από τα μαλλιά και γίνονταν σκάνταλο με τα μεγάλα τους σκολειά.[47]

 

Ο Πολέμης δεν ζούσε πια. Χάρη στην ποίησή του όμως το Κρυφό Σχολειό εξακολούθησε να ζει στα σχολικά αναγνώσματα, στις εθνικές επετείους, στους πανηγυρικούς λόγους, στο διαδίκτυο και κυρίως στις συνειδήσεις των Νεοελλήνων, που ακόμη και σήμερα πιστεύουν πως το Κρυφό Σχολειό είναι πρωτίστως ένα εθνικό θέμα.

 

Το μυθολογικό κενό

 

«Κάθε μυθολογική θεώρηση ενός ζητήματος δημιουργεί στο μυαλό μας ένα κενό: στη θέση της γνώσης έρχεται να εισχωρήσει ένα ασαφές μόρφωμα που την αντικαθιστά», σημειώνει ο Αλέξης Πολίτης. [48] Τι σημαίνει ακριβώς ετούτη η έννοια του «κενού» την ώρα της μελέτης ενός πολιτισμικού φαινομένου; Αν θέλουμε κατ’ αρχάς να ιστορικοποιούμε τα ερωτήματά μας, θα πρέπει να αντιστοιχίσουμε την οπτική γωνία του Αλέξη Πολίτη με άλλες περιπτώσεις της μεταδημαρικής παράδοσης που επέμειναν στην κριτική της «εθνικής ρητορείας».

Σημειώνω πρόχειρα: την «αποσχηματοποίηση» (Αλκής Αγγέλου), την κριτική στη «δικανική ιστορία» (Σπύρος Ασδραχάς), «τις ιδεολογικές χρήσεις της ιστορίας» (Φίλιππος Ηλιού). Θα μας πήγαινε μακριά ετούτη η συζήτηση για τον τρόπο εργασίας του νεοελληνιστή απέναντι στην «εθνωφελή» λειτουργία της επιστήμης. Αρκούμαι μόνο στο να σημειώσω ότι το «απέναντι» έχει κυριολεκτικά πολιτική σημασία, αφού αυτή η γενιά έδωσε τη μάχη της «απομυθοποίησης», έχοντας στον νου της τόσο την παραμορφωμένη πρόσληψη της ιστορικής πραγματικότητας όσο και τους κινδύνους μιας εξίσου ιδεολογικοποιημένης επιστήμης. Πάνε είκοσι χρόνια από τότε που ο Αλέξης Πολίτης πρότεινε τον χώρο των «Νεοελληνικών Μυθοπλασιών» ως προνομιακό πεδίο για μια πολιτική παρέμβαση των νεοελληνιστών στο πεδίο της λογοτεχνίας και της κουλτούρας. Η απόπειρα αξίζει να έχει τη δική της συνέχεια από τους συνομιλητές και μαθητές του.

Για την ώρα ας μείνουμε στο «πρώτο σκαλί»: το Κρυφό Σχολειό. Αποκομμένο από οποιονδήποτε ερευνητικό και επιστημονικό έλεγχο, το Κρυφό Σχολειό απέκτησε μια νέα, δεύτερη ζωή μέσα στη νεοελληνική κουλτούρα, σε σημείο μάλιστα, που το ίδιο το ποίημα και ο πίνακας έφτασαν να θεωρούνται αυθεντική και αδιαμεσολάβητη πηγή για την ιστορία. «Την πραγματικότητα δεν την αποδομεί η λήθη, την αποδομεί ο μύθος», διαπίστωνε με άλλη αφορμή ο Αλέξης Πολίτης. [49] Δεν έχει κανείς παρά να «σερφάρει» σε μερικές συναφείς σελίδες του διαδικτύου για να διαπιστώσει πως ο πίνακας του Γύζη και το ποίημα του Πολέμη αναφέρονται ακόμη ως τεκμήρια για την ύπαρξη του Κρυφού Σχολειού. Στον αντίποδα αυτής της χρήσης το Κρυφό Σχολειό επιβιώνει ακόμη και στις πιο παρωδιακές εκφορές του ως ισχυρό διακείμενο της νεοελληνικής αντικουλτούρας (εικ. 3). Το εντυπωσιακό, σε αυτή την περίπτωση, δεν είναι τα ανθεκτικά υλικά του μύθου αλλά η δύναμη του μυθικού, έτσι όπως το περιέγραφε ο Ρολάν Μπαρτ στις δικές του Μυθολογίες: «ο μύθος εξαφανίζεται, μένει όμως, πολύ πιο δόλιο, το μυθικό». Το μυθικό είναι πλέον εκείνο που εκδιπλώνεται μπροστά μας, πριμοδοτώντας διαρκώς τον οικείο, τον γνωστό μας, τον τετριμμένο· τον μπανάλ εθνικισμό που μας περιβάλλει. Αυτό το τόσο δικό μας «μυθολογικό κενό».

 

Υποσημειώσεις


 

[1] http://www.kathimerini.gr/4dcg/_w_articles_kathuseful_1_28/12/2011_1286717

[2] http://imenos.blogspot.gr/2009/03/hellenicrevenge.html

[3] Το άρθρο είναι τώρα ενταγμένο στη συλλογή δοκιμίων του Αλέξη Πολίτη, Το μυθολογικό κενό. Δοκίμια για την ιστορία, τη φιλολογία, την ανθρωπολογία και άλλα, Αθήνα 2000, σ. 25-39.

[4] Βλ. Άλκης Αγγέλου, Το Κρυφό Σχολειό. Χρονικό ενός μύθου, Αθήνα 1997.

[5] Η έκδοση έγινε με την ευθύνη και επιμέλεια της Επιτροπής Εθνικής Κληρονομιάς της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών». Βλ. http://www.antibaro.gr/node/85G

[6] Τελευταία βιβλιογραφική κατάθεση σε αυτή την κατεύθυνση είναι το βιβλίο του Γιώργου Κεκαυμένου, Κρυφό Σχολειό. Το χρονικό μιας ιστορίας, Αθήνα 2012.

[7] Στην κατεύθυνση αυτή, βλ. τη διεισδυτική ανάλυση του Παναγιώτη Στάθη, «Ιστορική κουλτούρα και κατασκευασμένη μνήμη. Τα κρυφά σχολειά», στον συλλογικό τόμο Μύθοι και Ιδεολογήματα στη σύγχρονη Ελλάδα, Αθήνα 2005, σ. 225-243.

[8] Βλ. Πολίτης, Το μυθολογικό κενό, ό.π., σ. 39.

[9] Βλ. π.χ. το άρθρο του «για τη μυθοποίηση του οριενταλισμού» στις εργασίες του Edward Said, Το μυθολογικό κενό, ό.π., σ. 116. Ας καταγραφεί και εδώ η παλιά μου διαφωνία με αυτό το άρθρο. Το βιβλίο του Said, κλασικό πλέον στις λογοτεχνικές σπουδές, υπερβαίνει κατά πολύ την κατηγορία για «ενοχοποίηση» της Δύσης.

[10] Υπενθυμίζω πως το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου Το μυθολογικό κενό φέρει τον τίτλο «Νεοελληνικές μυθοπλασίες». Υπενθυμίζω επίσης πως πάλι με αφορμή το θέμα του Κρυφού Σχολειού, ο Αλκής Αγγέλου προτείνει τη μεθοδολογική μετατόπιση της έρευνας από «τον χώρο της ιστορικής έρευνας στην περιοχή των συμβόλων που διαμορφώνουν την ιστορική συνείδηση», ονομάζοντας συμβατικά το πεδίο αυτό «Νεοελληνική Μυθολογία». Βλ. Α. Αγγέλου, Το Κρυφό Σχολειό, ό.π., σ. 70.

[11] Βλ. ενδεικτικά, Peter Burke, Τι είναι πολιτισμική ιστορία;, μτφρ. Σπύρος Σηφάκης, Αθήνα 2009.

[12] Για την έννοια των ιδεολογικών χρήσεων ως μηχανισμού πρόληψης, ανακατασκευής και εμπρόθετης αλλοίωσης του παρελθόντος, προκειμένου να εξυπηρετηθούν μεταγενέστερες ανάγκες και σκοπιμότητες, βλ. Φίλιππος Ηλιού, Ιδεολογικές χρήσεις τον κοραϊσμού στον 20ό αιώνα, Αθήνα 2003 (α’ εκδ. 1989, από τις εκδόσεις Ο Πολίτης), σ. 22.

[13] Η ερμηνευτική της «εθνοσυμβολικής προσέγγισης» εισάγεται στις μελέτες του έθνους και του εθνικισμού από τον Anthony D, Smith, και αφορά τη μελέτη της χρήσης των εθνικών μύθων, των μνημονικών ιχνών, των συμβόλων και των κληρονομημένων παραδόσεων, που διαμορφώνουν μέσα από την αίσθηση του ζωντανού και βιωμένου παρελθόντος την εθνική ταυτότητα. Βλ. ενδεικτικά Anthony Smith, Myths and Memories of the Nation, Oxford University Press 1999, ιδίως σ. 9-18. Για μια συνθετική και κριτική ανάλυση της «εθνοσυμβολικής προσέγγισης», βλ. Montserrat Guibernau -John Hutchinson (επιμ.), History and National Destiny: Ethnosymbolism and its Critics, Οξφόρδη 2004. Στη σχετικά πρόσφατη βιβλιογραφία για τον ρόλο της τέχνης στις εθνοσυμβολικές πρακτικές, σημαντική συμβολή αποτελεί ο συλλογικός τόμος Athena S. Leoussi – Steven Grosby (επιμ.), Nationalism and Ethnosymbolism: History, Culture and Ethnicity on the formation of nations, Εδιμβούργο 2006, σ. 55-98. Για την αξιοποίηση αυτής της προσέγγισης στη μελέτη της εθνορομαντικής ποίησης, βλ. Γιάννης Παπαθεοδώρου, Ρομαντικά Πεπρωμένα. Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης ως «εθνικός ποιητής», Αθήνα 2009.

[14] Βλ. Πολίτης, Το μυθολογικό κενό, ό.π., σ. 39.

[15] Για τη λειτουργία της ζωγραφικής ως «εθνικής τέχνης» στο πλαίσιο του «εθνοσυμβολισμού», βλ. Athina S. Leoussi, «The ethno-cultural roots of national art», στον συλλογικό τόμο M. Guibernau – J. Hutchinson (επιμ.), History and National Destiny, ό.π., σ. 143-159.

[16] Βλ. Επιστολαί τον Νικολάου Γύζη  (επιμ. Γεωργίου Δροσίνη και Λάμπρου Κορόμηλά), Αθήνα 1953, σ. 139. Βλ. και Πολίτης, Το μυθολογικό κενό, ό.π., σ. 35.

[17] Βλ. Μαρίνος Καλλιγάς, Νικόλας Γύζης. Η ζωή και το έργο του, Αθήνα ²1995, σ. 112 (η υπογράμμιση δική μου).

[18] Βλ. Α. Αγγέλου, Το Κρυφό Σχολειό, ό.π., σ. 58.

[19] Οι παλαιότεροι μαθητές – και πάντως σίγουρα οι συμμαθητές μου – θυμούνται ακόμη τους τοίχους των αιθουσών των ελληνικών σχολείων να διακοσμούνται από τη σχετική αναπαραγωγή του πίνακα του Γύζη. Κατά την ώρα της ανάγνωσης του ποιήματος, η «κορνίζα» ήταν η αυτονόητη απόδειξη για την «αλήθεια» των στίχων. Σύμφωνα, ωστόσο, με προφορική μαρτυρία του Τριαντάφυλλου Σκλαβενίτη, στη μεταπολεμική Λευκάδα η ένδεια του σχολικού «εποπτικού υλικού» δεν επέτρεπε τέτοιες ταυτίσεις. Το ποίημα αρκούσε από μόνο του για να    πετύχει την απαραίτητη θερμοκρασία της «εθνικής συγκίνησης». Δεν πρόλαβα σε αυτή τη φάση της έρευνας να εξακριβώσω πότε αρχίζει η πολλαπλασιαστική αναπαραγωγή του πίνακα του Γύζη με στόχο τη διακόσμηση των σχολικών αιθουσών.

[20] Βλ. Πολίτης, Το μυθολογικό κενό, ό.π., σ. 39.

[21] Βλ. Ευγένιος Δ. Ματθιόπουλος, Η τέχνη πτεροφυεί εν οδύνη. Η πρόσληψη τον νεορομαντισμού στο πεδίο της ιδεολογίας, της θεωρίας της τέχνης και της τεχνοκριτικής στην Ελλάδα, Αθήνα 2005, σ. 206.

[22] Βλ. Ματθιόπουλος, ό.π., σ. 207.

[23] Βλ. σχετικά την αναλυτική και «ακριβοδίκαιη» εισαγωγή της Έρης Σταυροπούλου στην ανθολογία Ιωάννης Πολέμης. Επιλογή Ποιημάτων, εισαγωγή, ανθολόγηση, επιμέλεια Έρη Σταυροπούλου, Αθήνα 2005, σ. 13-59.

[24] Βλ. Ματθιόπουλος, ό.π., σ. 537.

[25] Ό.π., σ. 537-541. Αντλώ όλες τις πληροφορίες από το οικείο κεφάλαιο του Ματθιόπουλου στο οποίο γίνεται λόγος για την υποδοχή του έργου του Γύζη στην Ελλάδα. Για μια άλλη προσέγγιση με έμφαση στην εικαστική ανάλυση, βλ. Νέλλη Μισιρλή, Γύζης, Αθήνα 1996.

[26] Βλ. τις καίριες επισημάνσεις του Ματθιόπουλου, Η τέχνη πτεροφυεί εν οδύνη, ό.π., σ. 354-358.

[27] Βλ. Έρη Σταυροπούλου, Ιωάννης Πολέμης, ό.π., σ. 25.

[28] Ό.π., σ. 25.

[29] Ό.π., σ. 29.

[30] Βλ. Αγγέλα Καστρινάκη, «Ο ποιητής είν’ ο μεγάλος πατριώτης!», στον συλλογικό τόμο Ο πόλεμος τον 1897. Διήμερο με την ευκαιρία των 100 χρόνων (4 και 5 Δεκεμβρίου 1997), Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα 1999, σ. 193-204.

[31] Βλ. Αλέξης Δημαράς, «Ο πόλεμος του 1897 και τα εκπαιδευτικά», στο Ο πόλεμος του 1897, ό.π., σ. 139. Ειδικότερα για το περιοδικό Εθνική Αγωγή, βλ. Κ. Π. Δεμερτζής, Το περιοδικό «Εθνική Αγωγή» του Γ. Δροσίνη. Βιβλιογραφική παρουσίαση, Αθήνα χ.χ.

[32] Βλ. Α. Αγγέλου, Το Κρυφό Σχολειό, ό.π., σ. 62.

[33] Βλ. ενδεικτικά Peter Burke, Αυτοψία. Οι χρήσεις των εικόνων ως ιστορικών μαρτυριών, μτφρ. Αντρέας Π. Ανδρέου, Αθήνα 2003.

[34] Βλ. Ρολάν Μπαρτ, Μυθολογίες. Μάθημα, μτφρ. Καίτη Χατζή δήμου – Ιουλιέττα Ράλλη, επιμ. μτφρ. Γιάννης Κρητικός, Αθήνα 1973.

[35] Βλ. Μπαρτ, Εικόνα – μουσική – κείμενο, μτφρ. Γιώργος Σπανός, πρόλ. Γιώργος Βέλτσος, Αθήνα 1988, σ. 49.

[36] Γράφει σχετικά ο Μπαρτ: «Ο κοινός αυτός χώρος των σημαινομένων συμπαραδήλωσης είναι ο χώρος της ιδεολογίας, η οποία δεν θα μπορούσε παρά να είναι μοναδική για μια δεδομένη κοινωνία και ιστορία, όποια κι αν είναι τα σημαίνοντα συμπαραδήλωσης στα οποία προσφεύγει»: ό.π., σ. 56.

[37] Για την έννοια της «εικονολογίας», βλ. την κλασική μελέτη του W. J. Τ. Mitchell, Iconology: Image, text, ideology, Σικάγο 1986, σ. 1- 46.

[38] Βλ. W. J. Τ. Mitchell, «Interdisciplinarity and Visual Culture», Art Bulletin, 70, τχ. 4 (1995), 540-544. Του ίδιου, «Showing seeing: a critique of visual culture», Journal of Visual Culture, Ι,τχ. 2 (2002), 165-181.

[39] Βλ. W. J. T. Mitchell, «Diagrammatology», Critical Inquiry, 7, τχ. 3 (άνοιξη 1981), 622-633.

[40] Για την προσέγγιση αυτή, βλ. Charles A. Hill – Marguerite Helmes, Defining Visual Rhetorics, Λονδίνο 2004, σ. 1-24. Ειδικότερα για τις προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν για να αποτελεί μια οπτική αφήγηση αντικείμενο της Ρητορικής, αλλά και για τη θεωρητική πρόκληση των οπτικών συμβόλων, βλ. το άρθρο της Sonja Κ. Foss, «Framing the Study of Visual Rhetoric: Toward a transformation of Rhetorical Theory», στον ίδιο τόμο, σ. 303-313.

[41] Βλ. Μπαρτ, Εικόνα – μουσική – κείμενο, ό.π., σ. 48.

[42] Βλ. Σταυροπούλου, Ιωάννης Πολέμης, ό.π., σ. 37.

[43] Βλ. Κ. Θ. Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Από τις πρώτες ρίζες ώς την εποχή μας, Αθήνα 1985, σ. 407.

[44] Ό.π.

[45] Βλ. Χρυσάνθη Κουμπάρου-Χανιώτη, Τα Νεοελληνικά Αναγνώσματα στη Μέση Εκπαίδευση. Συγγραφείς και ανθολογημένα κείμενα, Αθήνα 2003, σ. 141.

[46] Βλ. Σταυροπούλου, Ιωάννης Πολέμης, ό.π., σ. 41.

[47] Γ. Βλαχογιάννης, «Το κρυφό σκολειό», Νέα Εστία, 38, τχ. 436 (1945), 678, 679.

[48] Το μυθολογικό κενό, ό.π., σ. 211.

[49] Ό.π., σ. 17.

 

*Γιάννης Παπαθεοδώρου

Συνέδριο Νεοελληνικών Σπουδών, «Λόγος και χρόνος στη νεοελληνική λογοτεχνία (18ος – 19ος αι.)». Ρέθυμνο 12-14 Απριλίου 2013. Πρακτικά συνεδρίου προς τιμήν του Αλέξη Πολίτη. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2015.

Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που παρατίθενται στο κείμενο, οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη. 

*Ο Γιάννης Παπαθεοδώρου είναι επίκουρος καθηγητής νεοελληνικής φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.

  

Διαβάστε ακόμη:

  

 


Οι Συμβολαιογράφοι |Σημειογράφοι – Μνήμονες – Συμβολαιογράφοι Ναυπλίου 1831- 2009

$
0
0

Οι Συμβολαιογράφοι | Σημειογράφοι – Μνήμονες – Συμβολαιογράφοι Ναυπλίου 1831- 2009 – Νικόλαος Γεωργίου Τόμπρας


 

Ένα καινούργιο βιβλίο ξεκινά την πορεία του, «Οι Συμβολαιογράφοι, Σημειογράφοι – Μνήμονες – Συμβολαιογράφοι του Ναυπλίου, 1831 – 2009», του Νικολάου Γεωργίου Τόμπρα εν ενεργεία συμβολαιογράφου Ναυπλίου. Το βιβλίο είναι το αποτέλεσμα μιας προσπάθειας πέντε περίπου ετών στα οποία ο συγγραφέας με επίπονη προσπάθεια, κόπο και συστηματική έρευνα  κατάφερε να συγκεντρώσει στοιχεία για τους συνάδελφούς του  και να προσδιορίσει την περίοδο που υπηρέτησαν τον θεσμό της Συμβολαιογραφίας.

Στη συνέχεια εξετάστηκε συστηματικά το  σύνολο του νομοθετικού πλαισίου που οδήγησε στην σύλληψη, τον σχεδιασμό, την δημιουργία, την ανάπτυξη και την ωρίμανση του Συμβολαιογραφικού θεσμού στην Ελλάδα. Ταυτόχρονα εντοπίστηκε η πορεία γέννησης και ωρίμανσης του θεσμού των υποθηκοφυλάκων και οι λειτουργοί της στο Ναύπλιο. Ακόμα, στάθηκε δυνατό να διακριβωθεί η διαδικασία δημιουργίας του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου Εφετείου Ναυπλίου (νομοί Αργολίδος, Αρκαδίας, Καλαμάτας, Κορινθίας, Λακωνίας) και να αναδειχθούν τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων του στην πορεία του χρόνου. Τέλος, μέσα από όλη αυτή την διαδικασία δημιουργήθηκε μια υπέροχη εικόνα της πόλης του Ναυπλίου, καθώς και της επαρχίας Ναυπλίας και των ανθρώπων της στο χρόνο.

 

Οι Συμβολαιογράφοι | Σημειογράφοι – Μνήμονες – Συμβολαιογράφοι Ναυπλίου 1831- 2009

 

Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου διαβάζουμε:

 

Ενώ ο Αγώνας για την Ανεξαρτησία εξελίσσεται και η προσπάθεια για τη δημιουργία σύγχρονου Ελληνικού Κράτους εντατικοποιείται, προκύπτει η ανάγκη δημιουργίας σύγχρονων θεσμών και σχετικού νομοθετικού πλαισίου. Ένας από τους πρώτους θεσμούς που θα ιδρυθεί είναι και αυτός της Συμβολαιογραφίας. Η πορεία σύλληψης και εξέλιξής του και οι δημόσιοι λειτουργοί που τον υπηρέτησαν στην πρώτη επίσημη πρωτεύουσα του σύγχρονου Ελληνικού Κράτους, κατά τη διάρκεια του 19ου  αλλά και του 20ου  αιώνα, αποτελούν το αντικείμενο αυτού του πονήματος.

Η προσωπική και επαγγελματική πορεία των συμβολαιογράφων του Ναυπλίου, που ήρθαν από κάθε σημείο του ορίζοντα όπου υπήρχε Ελληνισμός, είναι ενδιαφέρουσα. Ήταν Φιλικοί, έμποροι, κτηματίες, τραπεζικοί, γραφείς, υπάλληλοι δημοσίων υπηρεσιών, δικαστές, δικηγόροι, κατάσκοποι, πολεμιστές, άνθρωποι των γραμμάτων, συγγραφείς, ποιητές, δωρητές, πολιτικοί, απόφοιτοι της Νομικής, αν και όχι πάντα, απλοί συμβολαιογράφοι, συνδικαλιστές. Αυτοί αντιπροσωπεύουν την πληρέστερη και χωρίς κανένα κενό αλυσίδα λειτουργών του θεσμού.

Παράλληλα, εξετάζεται η πορεία γέννησης και ωρίμανσης του θεσμού των υποθηκοφυλάκων και οι λειτουργοί αυτού στην πόλη καθώς και η διαδικασία δημιουργίας του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου Εφετείου Ναυπλίου και τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων του.

Το Ναύπλιο αποτέλεσε μια πολυπολιτισμική πόλη και οι κάτοικοί του προσήλθαν από την Κωνσταντινούπολη, τη Μικρά Ασία, την Οδησσό, τη Χίο. την Κρήτη, την Μακεδονία, την Κέρκυρα και ολόκληρη την Πελοπόννησο. Ήταν Έλληνες και ξένοι φιλέλληνες, ο καθένας με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του. Η ιστορία τους αποτελεί μέρος της ιστορίας της πόλης του Ναυπλίου, της επαρχίας Ναυπλίας αλλά και του σύγχρονου Ελληνικού κράτους.

 

Νικόλαος Γεωργίου Τόμπρας

Οι Συμβολαιογράφοι | Σημειογράφοι – Μνήμονες – Συμβολαιογράφοι Ναυπλίου 1831- 2009

Σχήμα 17Χ24

Σελίδες 336

ISBN 978-618-00-2254-4

 

Οι αντάρτες του ΕΛΑΣ και ο Άρης Βελουχιώτης στο Άργος   

$
0
0

Οι αντάρτες του ΕΛΑΣ και ο Άρης Βελουχιώτης στο Άργος   


  

«Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Διαβάστε σήμερα στο «Ελεύθερο Βήμα», ένα άρθρο του Οικονομολόγου και  Προέδρου της Αργολικής Αρχειακής Βιβλιοθήκης Ιστορίας και Πολιτισμού, Γιώργου Γιαννούση  με θέμα:

 

«Οι αντάρτες του ΕΛΑΣ και ο Άρης Βελουχιώτης στο Άργος». 

 «Προκήρυξη προς το λαό του Άργους και της Αργολίδας για την παράδοση μέχρι 28 Σεπτεμβρίου 1944, στον Ελληνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό (ΕΛΑΣ), των πολεμικών όπλων που κατέχουν, από την επιτροπή τη διαλυθείσης Πολιτοφυλακής Άργους».

 

Με τον τίτλο «Οι Γερμανοί στην Αργολίδα» η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη ανάρτησε στις 18 Σεπτεμβρίου 2010 την ιστορική έρευνα του Κώστα Δανούση, «1944-1994, 50 χρόνια από την απελευθέρωση του Άργους από τους Γερμανούς», που είχε πρωτοδημοσιευτεί στο περιοδικό «Αναγέννηση», τεύχος 321, το Σεπτέμβριο του 1994 στο Άργος.

Ο αναγνώστης της τόσο εμπεριστατωμένης εργασίας του σπουδαίου ερευνητή της νεώτερης Αργολικής Ιστορίας Κώστα Δανούση, έχει μια έγκυρη ενημέρωση γαι όσα συνέβησαν από την κατάληψη του Άργους από τον Γερμανικό στρατό την Κυριακή του Θωμά στις 27 Απριλίου 1941 έως το βράδυ της Πέμπτης 14 Σεπτεμβρίου 1944, που έφυγαν οι τελευταίοι Γερμανοί από την πόλη.

Ο λόγος της συγγραφής του παρόντος είναι μία πολύ σημαντική προκήρυξη των ημερών που ακολούθησαν μέχρι την αποχώρηση των Γερμανών και την είσοδο των Ανταρτών του ΕΛΑΣ στην πόλη του Άργους, που απευθύνεται «Προς τον λαό του Άργους και της Αργολίδας», που την υπογράφουν οκτώ (8) επώνυμοι Αργείοι πολίτες ως επιτροπή της διαλυθείσης  Πολιτοφυλακής. Μία προκήρυξη σχεδόν άγνωστη στον Λαό του Άργους, που το περιεχόμενό της θα πληροφορήσει αλλά και θα προβληματίσει τον αναγνώστη για το «κλίμα» που επέβαλαν οι νικητές αντάρτες του ΕΛΑΣ στους πολίτες και στην πόλη του Άργους.

 

Προκήρυξη της διαλυθείσας πολιτοφυλακής για την παράδοση όλων των όπλων.

 

Μετά την αποχώρηση των Γερμνανών, οι πολιτικές και στρατιωτικές εξελίξεις υπήρξαν ραγδαίες στην πόλη. Μία από τις ελάχιστες και έγκυρες πηγές πληροφόρησης των γεγονότων και των πρωταγωνιστών της εποχής αυτής είναι ο συγγραφέας και ποιητής Ανδρέας Χριστόπουλος (Φοίβος), με το διασωθέν [1] βιβλίο του «Οι Ιταλογερμανοί στην Αργολίδα» το οποίο εκδόθηκε τον Αύγουστο του 1946 στο Ναύπλιο.

Από τον «Φοίβο» μαθαίνουμε πως μετά «…τον ανεξήγητο βομβαρδισμό του Άργους από αμερικάνικα αεροπλάνα στις 14 Οκτωβρίου 1943 με δεκάδες νεκρούς…» άρχισαν να εμφανίζονται στην πόλη του Άργους τα πρώτα κρούσματα τις εμφύλιας σύρραξης που θα ακολουθούσε.

Ιάσων Μπούκουρας

Οργανώθηκε τότε από τον διοικητή της χωροφυλακής Άργους, ανθυπομοίραρχο Δημ. Κουρκουλάκο, τοπική πολιτοφυλακή με επικεφαλής τον Παν. Χιωτακάκο, με στόχο την αυτοπροστασία των πολιτών που πίστευαν ότι κινδυνεύουν (όχι φυσικά από τους Γερμανούς!), και μονάδα ταγμάτων ασφαλείας με διοικητή τον Ίλαρχο Κωνσταντά και τον ανθυπολοχαγό Βασίλειο Γκόνο. Τα τάγματα ασφαλείας μαζί με τους Γερμανους συμμετείχαν σ΄όλες τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις κατά των ανταρτών από τον Ιούνιο του 1944 έως ότου έφυγαν οι Γερμανοί στις 14 Σεπτεμβρίου 1944. (Στις 19 Ιουνίου 1944 τα τάγματα ασφαλείας δολοφόνησαν, λίγο έξω από το Άργος, τον Ιάσωνα Κων. Μπούκουρα, που επέστρεφε από την Εθνική Συνέλευση των Κορυσχάδων, όπου συμμετείχε ως εκλεγμένος αντιπρόσωπος της Αργολίδας).

Ας δούμε, όσο μπορούμε, ποιο περιληπτικά τα σπουδαιότερα γεγονότα της εποχής αυτής και τους πρωταγωνιστές της:

 

  • 11 Σεπτεμβρίου 1944. Τρείς μέρες πριν φύγουν οι Γερμνανοί από το Άργος, ο ανθυπομοίραρχος Δημ. Κουρκουλάκος με ενδιάμεσο τον Δημ. Ζερβό που έρχεται σ΄επαφή με τους αντάρτες του ΕΛΑΣ, ξεκινάει διαπραγματεύσεις για «αναίμακτη παράδοση της πόλης» σ΄αυτούς. Η συνάντηση γίνεται στη Μιδέα (Γκέρμπεση) και οι αντάρτες εγγυώνται εγγράφως την «αναίμακτη παράδοση». Τα τάγματα ασφαλείας όμως στο Άργος διαφωνούν απόλυτα με τις διαπραγματεύσεις αυτές και αρνούνται να αποχωρήσουν από την πόλη.

 

  • Το βράδυ της Πέμπτης 14 Σεπτεμβρίου 1944 φεύγουν οι τελευταίοι Γερμανοί απο το Άργος. Η χωροφυλακή και τα τάγματα ασφαλείας είναι πλέον οι μόνες «Αρχές» στην πόλη. Όμως ο ανθυπομοίραρχος Δημ. Κουρκουλάκος ανακοινώνει μέσω του Δημ. Ζερβού ότι οι αντάρτες θα συνεχίσουν τη διαπραγμάτευση για την «αναίμακτη παράδοση» της πόλης με την επιτροπή που επιλέγει από έγκριτους πολίτες του Άργους οι οποίοι είναι: ο Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Δεληγιαννόπουλος, ο βιομήχανος Γεώργιος Ρασσιάς, οι δικηγόροι Στέφανος Μακρής και Μιχαήλ Στάμου, ο φαρμακοποιός Νικόλαος Παπανικολάου και ο συμβολαιογράφος Παν. Δασκαλόπουλος.

 

  • Την  Παρασκευή  15 Σεπτεμβρίου 1944, τελειώνει  η  3ημερη  φονική  μάχη  στο  Μελιγαλά μεταξύ 1200 ανταρτών  του  ΕΛΑΣ και 1000 ταγματασφαλιτών,  με νίκη των ανταρτών και με  εκατοντάδες νεκρούς ταγματασφαλίτες  αλλά  και αθώους  αμάχους.

 

  • Τη Δευτέρα 18 Σεπτεμβρίου 1944 τελειώνει η μάχη στον Αχλαδόκαμπο μεταξύ του ΕΛΑΣ (6ο σύνταγμα υπό τον συνταγματάρχη Βαζαίο) και τον λόχο των ταγμάτων ασφαλείας. Οι αντάρτες νικούν τα τάγματα ασφαλείας (52 Αχλαδοκαμπίτες νεκροί).

 

  • Την επόμενη 19 Σεπτεμβρίου 1944, μετά τη νίκη τους αυτή, οι αντάρτες του ΕΛΑΣ αναγκάζουν τη χωροφυλακή και τα τάγματα ασφαλείας να εγκαταλείψουν πρωί το Άργος και εσπευσμένα να κατευθυνούν προς Ναύπλιο, γίνεται άλλη μάχη με τους αντάρτες στην πορεία τους κοντά στο Μπολάτι.

Ο Χρυσόστομος Β’. Αύγουστος 1940, ως Ιεροκήρυξ Τριφυλίας και Ολυμπίας.

Έτσι, το μεσημέρι, 12 η ώρα 19 Σεπτεμβρίου 1944, μπαίνουν στο Άργος οι ΕΛΑΣίτες χωρίς μάχη, με  επικεφαλής τον λοχαγό Νικόλαο Μαυρουδή,   και βέβαια, ως νικητές εγκατέστησαν τις νέες δικές τους αρχές στη πόλη και  συγκροτήθηκε  η  «Επιτροπή Λαϊκής Εξουσίας». Την επομένη, 20 Σεπτεμβρίου 1944, έγινε πανηγυρική δοξολογία χοροστατούντος του Αρχιμανδρίτη Χρυσοστόμου Δεληγιαννόπουλου και ανακοινώθηκε η σύνθεση της 25μελούς λαϊκής επιτροπής Αυτοδιοίκησης υπό την προεδρία του στενού φίλου και συνεργάτη του Αρχιμανδρίτη Χρυσοστόμου, του οδοντιάτρου Κωνσταντίνου Δωροβίνη, η οποία εκλογή εγκρίθηκε δια βοής.

Ο Κ. Δωροβίνης το 1958

Εγκατέστησαν επίσης νέα Εθνική πολιτοφυλακή με επικεφαλής, τον μετριοπαθή και διαλλακτικό, Γιάννη Κότσιρα, που εγκαταστάθηκε στο σπίτι του Γεώργιου Θωμόπουλου, (Αγγελή Μπόμπου και Μυστακοπούλου). Συνελήφθησαν, επίσης, τα μέλη της παλιάς πολιτοφυλακής που δεν ακολούθησαν τα τάγματα ασφαλείας στο Ναύπλιο με επικεφαλής τον Παν. Χιωτακάκο. Τότε γράφτηκε η «Προκήρυξις προς τον Λαό του Άργους και της Αργολίδος». Την υπογραφούν τα οκτώ (8) μέλη της με επικεφαλής τον συληφθέντα Παναγιώτη Χιωτακάκο. Έκτος στην σειρά ο «Φοίβος» Ανδρέας Χριστόπουλος και έβδομος ο μετέπειτα Δήμαρχος Άργους Γ. Θωμόπουλος.

Η προκήρυξη δεν στέλνει μόνο τελεσίγραφο για την παράδοση κάθε πολεμικού όπλου στον Εθνικό στρατό του ΕΛΑΣ, μέχρι την 5ην πρωϊνή της 28 Σεπτεμβρίου 1944, αλλά, ο άγνωστος σ΄εμέ συντάτης της, «προειδοποιεί και απειλεί ότι η εθνική πολιτοφυλακή κατέχει όλα τα στοιχεία εκείνων που κατακρατούν πολεμικά είδη, γι΄αυτό ας μη νομισθεί ότι θα μπορέσουν ν΄αποφύγουν την αποκάλυψη της κατοχής». Φυσικά δεν εννοεί τα όπλα των Ελασιτών. Άξιον απορίας και θαυμασμού, αλλά και προβληματισμού για τις συνθήκες που υπογράφτηκε αυτό το κείμενο απο τους οκτώ  εγκρίτους Αργείους πολίτες είναι η δήλωσή τους ότι, «Είμαστε υποχρεωμένοι να διαδηλώσουμε δημόσια τα αισθήματα θαυμασμού στον ηρωικό στρατό του ΕΛΑΣ που με το ανωτέρο Πνεύμα του κατέκτησε ολοκληρωτικά τις ψυχές μας…», και μάλιστα κλείνουν την προκήρυξη εξομολογούμενοι και απολογούμενοι ότι «…τόσο καιρό τα συκοφαντικά κυρήγματα, (κατά του ΕΛΑΣ), μας είχαν απομονώσει την σκέψη και την αντίληψη για την αξία του και τους σκοπούς του που αποβλέπουν στην εξυπηρέτηση μόνον των συμφερόντων του Λαού μας».

 Δεν γνωρίζω τα αποτελέσματα ή τι συνέπειες είχε η συμόρφωση  ή μη του Λαού του Άργους στις απαιτήσεις και τις απειλές της προξήρυξης αυτής.

Άρης Βελουχιώτης

Οι γραπτές μαρτυρίες για την τραγική αυτή περίοδο σπανίζουν ή απουσιάζουν. Μια ξεχωριστή μαρτυρία μας δίνει στο βιβλίο του «Αναμνήσεις ενός Πλοιάρχου» ο Παν. Φίλης, στην δεύτερη επαυξημένη έκδοση του βιβλίου του. Δύο μέρες μετά την λήξη της προθεσμίας που έβαλε η προκήρυξη, την 1η Οκτωβρίου του 1944 ήρθε στο Άργος ο Άρης Βελουχιώτης συνοδευόμενος από τον Συνταγματάρχη Εμμ. Βαζαίο, αρχηγό του ΕΛΑΣ Πελοποννήσου και νικητή της μάχης του Αχλαδοκάμπου κατά των ταγμάτων ασφαλείας.

Η υποδοχή που του έγινε στο Άργος ήταν αποθεοτική. Οι καμπάνες των εκκλησιών χτυπούσαν χαρμόσυνα και ο έφιππος Άρης αναγκάστηκε από το πλήθος που συνωστιζόταν για να τον υποδεχτεί κραυγάζοντας και ραίνοντάς τον με άνθη, να κατέβει απο το άλογό του στο ύψος του σιταροπάζαρου και τέλος να φτάσει στην πλατεία του Αγίου Πέτρου, όπου από το μπαλκόνι του καφενείου του Μήλια εκφώνησε λόγο προς τον λαό του Άργους.

Γράφει στο βιβλίο του ο Παναγιώτης Πέτρου Φίλης για την επίσκεψη του Άρη Βελουχιώτη στο Άργος:

«…ο Άρης κατεβαίνοντας την οδό Κορίνθου έφιππος, συνάντησε μεγάλο πλήθος κόσμου που συνωστίζονταν για να τον υποδεχτούν, κραυγάζοντας και ραίνοντάς τον με άνθη. Στην πλατεία Δερβενακίων (σιταραγορά) κατέβηκε από το άλογό του. Εδώ τον προσφώνησε η Ευφροσύνη (Φροσάρα) Σταυριανοπούλου, εκ μέρους των εργατών.

Πεζός πλέον, ξεσκούφωτος με μακριά μαλλιά και γενειάδα, βάδιζε προς την πλατεία. Επάνω στο άλογό του έβαλαν έναν πιτσιρικά ονόματι Κωτσονάρο (μαρτυρία Κώστα Παπαντωνόπουλου). Έξω  από το μαγαζί του Περρούκα το οποίο βρισκόταν στην αρχή της οδού Κορίνθου, τον υποδέχτηκαν οι κοπέλες Κατίνα Καραχάλιου και Μαρία Μαστορίκου. Η πρώτη του πρόσφερε ένα μπουκέτο λουλούδια, που της έδωσε ο Δημήτριος Ζερβός  και η δεύτερη τον προσφώνησε. Την Κατίνα τη σήκωσε ψηλά και την εφίλησε. Από τότε την φώναζαν «η  φιλημένη». Μετά ο Άρης προχώρησε και ανέβηκε στο μπαλκόνι του καφενείου του Μήλια, απ΄ όπου και εκφώνησε λόγο στον αργειακό λαό. Στο μπαλκόνι ανέβηκαν και οι δύο κοπέλες, οι οποίες ήταν πίσω του, αλλά επειδή ήθελαν να τον βλέπουν κατά πρόσωπο κατέβηκαν  κάτω. Σε διπλανό παράθυρο ήταν ο  δήμαρχος  Άργους, Κώστας Δωροβίνης.

Οι αντάρτες του ΕΛΑΣ έμειναν κύριοι της καταστάσεως στο Άργος για 4 μήνες ακόμη, μέχρι τα μεσάνυχτα της 18 Ιανουαρίου 1945. Είχαν μεσολαβήσει τα τραγικά γεγονότα στις 3 Δεκεμβρίου 1944 στην Αθήνα με την εκτέλεση δεκάδων αθώων θυμάτων, τα γνωστά ως «Δεκεμβριανά».

Οι όροι της ανακωχής μεταξύ ΕΑΜ, Βρετανικών  δυνάμεων  και  Κυβέρνησης, στις 11 Ιανουαρίου 1945, μεταξύ πολλών άλλων, απαιτούσαν την απομάκρυνση των ανταρτών από την πόλη του Άργους και την μετακίνησή τους «Πέραν των Μύλων».

Την επόμενη ημέρα που οι αντάρτες έφυγαν, στις 19 Ιανουαρίου 1945 και ώρα 10 το πρωϊ, ήρθε στο Άργος ο Αγγλικός στρατός και εγκατέστησε νέες αρχές στην πόλη.

 

Λόχος Άγγλων στρατιωτών στην Πλατεία Αγίου Πέτρου στο Άργος. Ήρθαν 19 Ιανουαρίου 1945, αποχώρησαν 3 Μαρτίου 1945. Αρχείο: Καλλιόπης Κιτσοπούλου.

 

Δεν γνωρίζω αν υπήρξε νέα προκήρυξη των νέων αρχών προς τον Λαό του Άργους.

 

Υποσημείωση


 

[1] Τρία ακόμη έργα του: 1) Οι ανταρτοκομουνισταί στην Αργολίδα (2 τόμοι), 2) Οι Ιταλογερμανοί στην Αργολίδα (δεύτερο βιβλίο) και 3) Το ημερολόγιο της κατοχής (5 τόμοι) οι οποίοι χάθηκαν ή καταστράφηκαν όταν πυρκαγιά, στις 10 Ιανουαρίου 1977, έκαψε το σπίτι του και ο ίδιος βρήκε τραγικό θάνατο από τις φλόγες μέσα στο δωμάτιό του.

 

Γιώργος Γιαννούσης

Οικονομολόγος – Πρόεδρος της Αργολικής Αρχειακής Βιβλιοθήκης Ιστορίας & Πολιτισμού

 

Σχετικά θέματα:

 

Κυπρο-Αργολικά

$
0
0

ΚυπροΑργολικά | Χαράλαμπος Β. Κριτζάς2013, Epigraphy, Numismatics, Prosopography and History of Ancient Cyprus. Papers in Honour of Ino Nicolaou, (Demetrios Michaelides, ed.), Uppsala (2013), 213-225.


 

Κατά τα έτη 2000–2001 η Δ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων διενήργησε σωστική ανασκαφή στο μικρό οικόπεδο ιδιοκτησίας Ευαγγέλου Σμυρναίου, στην οδό Κορίνθου 48 στο Άργος, περίπου 200 μ. βορείως της κεντρικής πλατείας του Αγίου Πέτρου…

Epigraphy, Numismatics, Prosopography and History of Ancient Cyprus.

[…]   Η ανασκαφή αποκάλυψε, σε βάθος περίπου 3 μ. και κάτω από ποτάμιες προσχώσεις, τα πενιχρά λείψανα ενός δωματίου (για τοπογραφικό και κάτοψη της ανασκαφής. Κατά μήκος του κυρίου άξονά του υπήρχε μια σειρά από λίθινες θήκες, μεγάλα πήλινα αγγεία, καθώς και ένας χάλκινος λέβης (ή κρατήρας). Στα ίδια τα κείμενα οι λίθινες θήκες αποκαλούνται πέτροι (στον ενικό ὁ πέτρος) και τα αγγεία (ενδεχομένως μόνο το χάλκινο) λέκεα ( εν. τὸ λέκος). Όλα ήταν καλυμμένα με βαριές λίθινες πλάκες, που σε ορισμένες περιπτώσεις ζύγιζαν 1,5 τόννο. Μέσα περιείχαν χάλκινους ενεπίγραφους πίνακες, με οικονομικούς απολογισμούς και δοσοληψίες διαφόρων σωμάτων αρχόντων και επιτροπών. Βρέθηκαν περί τους 136 πίνακες, αλλά είναι βέβαιο ότι υπάρχουν και άλλες θήκες στα όμορα οικόπεδα…

Φαίνεται ότι οι θαμμένες στη γη θήκες και τα αγγεία αποτελούσαν ένα είδος πρωτόγονων θησαυροφυλακίων (θησαυρών). Μέσα εκεί φυλάσσονταν χρήματα και πολύτιμα μέταλλα και σκεύη του θησαυρού της Παλλάδος (Αθηνάς), παλιάς πολιούχου του Άργους, καθώς και της Ήρας, που την υποκατέστησε ως πολιούχος τον 5ο π.Χ. αιώνα. Εκτός από ρητές αναφορές στα ίδια τα κείμενα, ένα κομμάτι χρυσού σύρματος που βρέθηκε μέσα στον χάλκινο λέβητα, καθώς και πολυάριθμα ψηγμάτια χρυσού, υπό μορφή μικροσκοπικών κόκκων, συσσωματωμένων στην οξείδωση των χαλκών πινάκων, δεν αφήνουν αμφιβολία για τον χαρακτήρα των θηκών…

Εκτός από τις άφθονες πληροφορίες για την ιστορία, την τοπογραφία και τους θεσμούς του Άργους που παρέχουν τα νέα κείμενα, ιδιαίτερης σημασίας είναι και τα στοιχεία που μας δίνουν για το κύριο ιερό της Ήρας, το φημισμένο Ἡραῖον. Υπάρχουν απολογισμοί για την οικοδόμηση και τη διακόσμηση του νέου ναού της Ήρας, μετά την καταστροφή του παλιού ναού από φωτιά το 423 π.Χ., καθώς και για την κατασκευή του χρυσελεφάντινου αγάλματος της θεάς, που η παράδοση απέδιδε στον Αργείο γλύπτη Πολύκλειτο. Τα νέα κείμενα ενίσχυσαν μια παλιά πρόταση, να αποδοθεί το άγαλμα στον Πολύκλειτο τον Νεώτερο, που ήκμασε στις αρχές του 4ου π.Χ. αιώνα.

Παράλληλα γίνεται λόγος για διάφορες δαπάνες που σχετίζονται με τους αγώνες προς τιμήν της Ήρας. Πρόκειται για τους πεντετηρικούς αγώνες με πανελλήνια φήμη, που από τον 5ο έως τον 3ο π.Χ αιώνα απεκαλούντο Ἑκατόμβουα (και με αυτή την ονομασία αναφέρονται στις νέες επιγραφές), από τον 3ο έως τον 1ο π.Χ. αιώνα Ἡραῖα και από τον 1ο π.Χ. έως τον 3ο μ.Χ. αιώνα Ἡ ἐξ Ἄργους ἀσπίς (Amandry 1980 και 1983). Η τελευταία ονομασία υποδηλώνει και τα βραβεία που δίνονταν στους νικητές. Στην τελευταία φάση ήταν οι περιζήτητες χάλκινες στρογγυλές αργειακές ασπίδες. Πριν όμως τα βραβεία ήταν διάφορα χάλκινα χρηστικά σκεύη, όπως υδρίες, λέβητες ή τρίποδες, όμοιοι με αυτόν που βρέθηκε στον λεγόμενο «τάφο του Φιλίππου» της Βεργίνας…

[…] Στο Άργος και γενικά στην κυρίως Ελλάδα δεν υπάρχουν μεταλλεία χαλκού και η εισαγωγή του γινόταν κυρίως από την Κύπρο. Είναι γνωστό το επίγραμμα στη βάση χαλκού τιμητικού ανδριάντα του βασιλιά της Σαλαμίνος της Κύπρου Νικοκρέοντος (βασ. 332–311 π.Χ.), που βρέθηκε στο Άργος.  Ο ανδριάντας είχε στηθεί από τους Αργείους σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για τον χαλκό που έστειλε από τα πλούσια μεταλλεία του βασιλείου του ο Νικοκρέων, προκειμένου να κατασκευασθούν τα χάλκινα βραβεία, κυρίως ασπίδες, που θα δινόταν ως έπαθλα στους νικητές…

[…] Στο επίγραμμα η λέξη ἄεθλα, στην οποία θα αναφερθούμε εκτενέστερα, σημαίνει τα έπαθλα, τα βραβεία που έδιναν στους νικητές. Η ίδια όμως λέξη στον πληθυντικό σημαίνει και αυτούς καθ᾽ εαυτούς τους αγώνες. Πρόκειται φυσικά για ασυναίρετους τύπους των λέξεων ἆθλον, ἆθλα, που στις διαλεκτικές επιγραφές αναγράφονται ως hάFεθλον, hάFεθλα, με πλεοναστική δάσυνση και δίγαμμα μεταξύ των φωνηέντων. Οι τύποι των επιγραφών που φέρουν τα χάλκινα βραβεία είναι: Παρ᾿ Ηέρας Ἀργείας ἐμὶ τõν hαFέθλον (Είμαι από τους αγώνες της Ήρας του Άργους) ή Παρ᾿ Ηέρας Ἀργείας ἐμὶ hάFεθλον (Είμαι βραβείο από την Ήρα του Άργους).

Στα νέα κείμενα υπάρχουν πολλές αναφορές στους αγώνες της Ήρας του Άργους, που πλουτίζουν το σχετικό λεξιλόγιο και μας δίνουν ενδεικτικές πληροφορίες για το κόστος της προετοιμασίας των αγώνων και των βραβείων. Μπορούμε έτσι έμμεσα να εκτιμήσομε περίπου το ύψος της δωρεάς του Νικοκρέοντος.

Η κρατική αρχή που είχε την ευθύνη της προετοιμασίας των αγώνων και της διεξαγωγής τους ήταν οι τέσσερεις hαFεθλοθέται (= ἀθλοθέται), ένας από κάθε φυλή του Άργους, που ήταν ως γνωστόν οι Ὑλλέες, οι Παμφύλαι Πάμφυλοι), οι Δυμᾶνες και οι Ὑρνάθιοι. Τους hαFεθλοθέτας πλαισίωναν δύο γροφεῖς (= γραμματεῖς).

Τα έξοδα των αγώνων καλύπτονταν από το ταμείο του ιερού, στο οποίο συγκεντρώνονταν χρήματα από διάφορες πηγές. Ενδεικτικά αναφέρομε τα έσοδα από την ενοικίαση των ιερών και δημοσίων γαιών, τους τόκους από χρήματα που δάνειζε το ιερό, τη δεκάτη που ανετίθετο στην Ήρα από διάφορα προϊόντα ή λάφυρα πολέμου, τα χρήματα από την πώληση περιουσιών που κατασχέθηκαν, τα έσοδα από τα ιερά κοπάδια, τα ποσά από πάσης φύσεως πρόστιμα, καθώς και χρήματα από προσφορές των πιστών…

 

Για την ανάγνωση ολόκληρης της ανακοίνωσης πατήστε διπλό κλικ στον σύνδεσμο: Κυπρο-Αργολικά

 

Διαβάστε ακόμη:

Οθωμανικές αφηγήσεις για την Ελληνική Επανάσταση: Από τον Γιουσούφ Μπέη στον Αχμέτ Τζεβντέτ Πασά

$
0
0

Οθωμανικές αφηγήσεις για την Ελληνική Επανάσταση: Από τον Γιουσούφ Μπέη στον Αχμέτ Τζεβντέτ Πασά | Σοφία Λαΐου – Μαρίνος Σαρηγιάννης


 

Προτάσεις βιβλίων από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού

 

«Η αρχή των κινημάτων [των Ρωμιών] ήταν στα μέσα του μήνα Τζεμαζιουλέβελ του έτους 1236, που είναι το έτος 1820 από τη γέννηση  του Χριστού. Στο διάστημα αυτό, εγώ ο αμαθής και αδύναμος από κάθε άποψη, Αχμέτ Πασά- ζαντέ Μιρ Γιουσούφ ο Μοραΐτης, όντας ιππέας της Υψηλής Πύλης, στάλθηκα από την Υψηλή Πρωτεύουσα για να ρυθμίσω κάποιες φοροεκμισθώσεις, και με την ευκαιρία πήγα να επισκεφτώ τους δικούς μου στην πόλη και γενέτειρά μας, το κάστρο του Ναυπλίου. Διέμεινα εκεί κάποιο διάστημα για τις ταπεινές δουλειές μου και εκεί ήμουν, όταν το εν λόγω μιλλέτι ξεκίνησε την ανυποταξία του».

Έτσι ξεκινά η αφήγηση του Γιουσούφ Μπέη, αξιωματούχου της Υψηλής Πύλης και αυτόπτη μάρτυρα των γεγονότων της Πελοποννήσου. Ο Οθωμανός αξιωματούχος που εγκλωβίστηκε στο Ναύπλιο κατά την έναρξη της Επανάστασης και παρέμεινε εκεί ώς την παράδοση του κάστρου (Νοέμβριος 1822), ήταν γιος του γεννημένου στο Ναύπλιο διοικητή του πασαλικιού του Μοριά Αχμέτ πασά Σαλλάμπας και μητέρα του υπήρξε μια Ελληνίδα που αιχμαλωτίστηκε κατά τα Ορλωφικά. Ο ίδιος μιλούσε ελληνικά και είχε κοινωνικές επαφές με Έλληνες. Μετά την απελευθέρωσή του κατέγραψε τις μαρτυρίες του, και το κείμενο παρέμεινε αδημοσίευτο.

 

Οθωμανικές αφηγήσεις για την Ελληνική Επανάσταση… Στο εξώφυλλο, «Μερική άποψη του Ναυπλίου και το Παλαμήδι», αγνώστου, υδατογραφία.

 

Οι «Οθωμανικές αφηγήσεις για την Ελληνική Επανάσταση: Από τον Γιουσούφ Μπέη στον Αχμέτ Τζεβντέτ Πασά» είναι ένα από τα τρία πρώτα βιβλία της επιστημονικής σειράς «Ιστορική Βιβλιοθήκη 1821» – σε επιμέλεια της Μαρίας Χριστίνας Χατζηιωάννου, διευθύντριας ερευνών και διευθύντριας του Ινστιτούτου Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών (ΕΙΕ). Παρουσιάζει για πρώτη φορά την πρόσληψη της Επανάστασης από την οθωμανική πολιτική ελίτ. Έτσι, στην ακαδημαϊκή συζήτηση για την Ελληνική Επανάσταση από την οποία σε μεγάλο βαθμό απουσίαζε η οθωμανική πλευρά, προστίθεται μια ολοκληρωμένη πλέον ιστορική εργασία. Αυτό το έργο, όπως και ολόκληρη η σειρά, εντάσσεται στο ερευνητικό και εκδοτικό πρόγραμμα που αφορά επιμέρους και λιγότερο γνωστές από την υπάρχουσα βιβλιογραφία όψεις της Επανάστασης του 1821. Υλοποιείται με τη στήριξη του Ιδρύματος Αικατερίνης Λασκαρίδη.

«Αυτή η ενδιαφέρουσα πρωτοπρόσωπη αφήγηση από έναν συγγραφέα που γνώριζε και την επίσημη ιστοριογραφία της εποχής του, πέρα από την αμεσότητα και τις συναισθηματικές εξάρσεις που εύλογα χαρακτηρίζουν έναν αυτόπτη μάρτυρα, μεταφέρει μια πολύτιμη ερμηνεία της Επανάστασης μέσα από την οπτική ενός μέλους των ανώτερων Οθωμανών αξιωματούχων», λέει ο ιστορικός – οθωμανολόγος Μαρίνος Σαρηγιάννης, ένας από τους δύο συγγραφείς του βιβλίου. «Έτσι ειδικά για την πολιορκία του Ναυπλίου αφενός καταγράφει τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο μερών με σκοπό την ανταλλαγή ομήρων. Αφετέρου συνομιλώντας με διαφόρους Έλληνες πρόκριτους μεταφέρει τις σκέψεις και τους προβληματισμούς των επαναστατών για την προοπτική του αγώνα τους, φωτίζοντας εντέλει από όλες τις πλευρές τους μηχανισμούς που οδήγησαν στην Επανάσταση», σχολιάζει ο ιστορικός.

Και συνεχίζει: «Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο που διαπιστώνουμε είναι ο τρόπος με τον οποίο η οθωμανική ελίτ χειρίστηκε την ανάδυση μιας εθνικής ταυτότητας, με την έννοια του έθνους-κράτους, όπως προέκυψε μέσα από την Ελληνική Επανάσταση. Ο Γιουσούφ Μπέης μιλάει για τη φυσική τάση μιας κοινότητας για ανεξαρτησία. Έχει δηλαδή μια θεώρηση που μοιάζει πολύ με την ελληνική, τη στιγμή που η οθωμανική πολιτική έδινε περισσότερη έμφαση στην προσπάθεια κατανόησης των λαθών της οθωμανικής εξουσίας να ελέγξει τους υπηκόους της».

 

«Οθωμανικές αφηγήσεις για την Ελληνική Επανάσταση: Από τον Γιουσούφ Μπέη στον Αχμέτ Τζεβντέτ Πασά»

 Σοφία Λαΐου – Μαρίνος Σαρηγιάννης

Έκδοση: Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών

Σελίδες: 184

Διαστάσεις: 22 x 14 εκ.

ISBN: 9789609538909

 

Μάρω Βασιλειάδου,

Η οθωμανική πλευρά του 1821, «Η Καθημερινή», 18.2.2020

 

Βαλλιάνος Θεόδωρος (1799-1857)

$
0
0

Βαλλιάνος Θεόδωρος (1799-1857)


 

Ο Θεόδωρος Βαλλιάνος, ελαιογραφία. Δημοσιεύεται στο: Βασίλης Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770 – 2000, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003. Πηγή εικονογράφησης: Εθνική Πινακοθήκη.

Στρατιωτικός, αγωνιστής του 1821, μηχανικός – αρχιτέκτονας, πρόξενος και λόγιος. Ο άνθρωπος που έλαβε την εύφημο μνεία για την επιστασία των έργων μετατροπής του τζαμιού Αγά Πασά σε Βουλευτικό και καταγράφεται στο πρακτικό της πρώτης συνεδρίασης του Βουλευτικού ήταν ο στρατιωτικός μηχανικός Θεόδωρος Βαλλιάνος ο οποίος γεννήθηκε το 1799 στο Ταϊγάνιο (Ταγκανρόγκ) της Ρωσίας, ενώ η καταγωγή του ήταν από εύπορη οικογένεια της Κεφαλονιάς, η οποία μετακόμισε στην Ρωσία στα τέλη του 18ου αιώνα.

Σπούδασε στην Στρατιωτική Ακαδημία της Αγίας Πετρούπολης, ενώ ασχολούταν με τη θεολογία και την λογοτεχνία. Υπηρέτησε στον Ρωσικό Στρατό, φτάνοντας στον βαθμό του λοχαγού του μηχανικού. Το 1822 εγκαταλείπει τη θέση του για να κατέβει στην Ελλάδα και να πάρει μέρος στην Επανάσταση. Προέβη στη συγκρότηση στρατιωτικού σώματος Κεφαλονιτών, μιας και μαζί του είχε φέρει χρήματα και όπλα. Συμμετείχε στις μάχες κατά του Δράμαλη και του Γιουσούφ Πασά στην Πάτρα. Στο Μεσολόγγι αγωνίστηκε κατά του Σκόδρα πασά.

Όπως γράφει στη μελέτη της για τους πρώτους Έλληνες μηχανικούς που δημοσιεύτηκε στα Τεχνικά Χρονικά το 1988 η Μάρω Καρδαμίτση – Αδάμη, Καθηγήτρια Αρχιτεκτονικής ΕΜΠ, ο Θ. Βαλλιάνος το 1824 με διαταγή της τότε κυβέρνησης ορίστηκε διοικητής μηχανικού και πυροβολικού στο Ναύπλιο. Εκεί αναλαμβάνει την επισκευή και τη μετατροπή του τζαμιού του Αγά Πασά σε Βουλευτικό, καθώς και την κατασκευή στρατώνων, του ‘Ιτς Καλέ, το Μπούρτζι, και άλλα κτίσματα. Στη συνέχεια ασχολείται με διάφορα έργα, όπως την επιστασία της κατασκευής της μεγάλης οδού Αίγινας – Περιβόλας, τον σχεδιασμό και την εκτέλεση του Ορφανοτροφείου της Αίγινας, την επιστασία των εργασιών της φυτείας γεωμήλων, τη μελέτη και κατασκευή του λοιμοκαθαρτηρίου του νησιού, τη μελέτη του στρατώνα, τη μετατροπή της κατοικίας του Αρχιμανδρίτη Αίγινας σε κυβερνείο κλπ.

Στην εποχή του Ιωάννη Καποδίστρια έγινε αντισυνταγματάρχης, διευθυντής του μηχανικού και διοικητής του Οπλοστασίου και είναι ένας από τους πρώτους έλληνες μηχανικούς που επάνδρωσαν το πρώτο σώμα των Οχυρωματοποιών και Αρχιτεκτόνων, σύμφωνα με το υπ’ αριθμ. 13.559 διάταγμα του Καποδίστρια της 28ης Ιουλίου του 1828, υπό τη διοίκηση του Γάλλου στρατιωτικού Aug. Theodore Garnot. Οι άλλοι ήταν οι Δημήτρης Σταυρίδης, I. Καλλέργης, Εμ. Μανιτάκης και Στεφ. Ησαΐας, οι οποίοι παρέμειναν στο σώμα και μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια και τους συναντάμε ως στελέχη των κρατικών υπηρεσιών και κατά την Οθωνική περίοδο.

Ο Θεόδωρος Βαλλιάνος που αντικατέστησε τον Garnot στη διεύθυνση του σώματος, παρέμεινε για ένα διάστημα στην υπηρεσία μέχρι την εγκατάσταση της βασιλείας. Ανέλαβε μάλιστα και τη Διεύθυνση του Κεντρικού Πολεμικού Σχολείου (της τότε σχολής των Ευελπίδων). Το 1833 απομακρύνεται από την ενεργό υπηρεσία (ενδεχομένως διότι ανήκε στη φιλο-καποδιστριακή μερίδα και συνδεόταν στενά με τη Ρωσία όπου είχε σπουδάσει και υπηρετήσει στο σώμα του Μηχανικού). Ο Όθων Α’ της Ελλάδας, τον όρισε πρόξενο Θεσσαλίας και Μακεδονίας. Έμεινε στη θέση μέχρι το 1841 όταν και παραιτήθηκε για να αναλάβει το Δικαστικό Σώμα του Υπουργείου Στρατιωτικών, ενώ έγινε συνταγματάρχης. Πέθανε το 1857 στην Αθήνα.

 

Ενδεικτικά το συγγραφικό του έργο:

 

  • Επιστολαί περί των Ιερών Ακολουθιών της Ανατολικής Καθολικής Εκκλησίας. Συγγραφείσαι μεν Ρωσσιστί, και το πέμπτον ήδη εκδοθείσαι τω 1844 έτει εν Πετρουπόλει, μετενεχθείσαι δε εις την ημετέραν διάλεκτον υπό Θεοδώρου Βαλλιάνου, Αθήνησιν: Εκ του Τυπογραφείου Ερμού,1864.
  • Ιστορία της Ρωσσικής Εκκλησίας, συγγραφείσα μεν Ρωσσιστί και το δεύτερον εκδοθείσα τω 1848ώ έτει εν Πετρουπόλει. Μεθερμηνευθείσα δε εις την ημετέραν φωνήν υπό Θεοδώρου Βαλλιάνου, Συνταγματάρχου του Μηχανικού της Ελλάδος. Εν Αθήναις: εκ του τυπογραφείου Χ. Νικολαιδου Φιλαδελφεως, 1851.
  • Αλήθεια της Οικουμενικής εκκλησίας περί της ρωμαϊκής και των λοιπών πατριαρχικών καθεδρών,  συγγραφείσα μεν ρωσσιστί και εκδοθείσα τω 1849 έτει εν Πετρούπολη εξελληνισθείσα δε υπό Θεοδώρου Βαλλιάνου, Αθήνησι : Τύποις Χ.Νικολαίδου Φιλαδελφέως, 1854.
  • Ο Θάνατος του εκ Σμολένσκης Πρίγκιπος Ποτέμκην: Συμβάς κατά το 1812 έτος, ότε οι Γάλλοι εισέβαλον εις την Ρωσσίαν: τραγωδία εις τρεις πράξεις συνταχθείσα μεν γερμανιστί και εκρωσσισθείσα, μεταφρασθείσα δε εκ της Ρωσσικής Γλώσσης εις την ελληνικήν υπό Θεοδώρου Βαλλιάνου, Αθήνησι: Τύποις Χ. Νικολαϊδου Φιλαδελφέως, 1850.
  • Αι τελευταίαι ώραι του βίου του αυτοκράτορος Νικολάου του πρώτου.  Συγγραφείσαι μεν ρωσσιστί και εκδοθείσαι υψηλοτάτη αδεία εκ του Τυπογραφείου του Β’ τμήματος του ιδιαιτέρου της Α. Α. Μ. Γραφείου τη 24 Μαρτίου του 1855 έτους, εν Πετρουπόλει. Μετενεχθείσαι δε εις την ημετέραν γλώσσαν υπό Θεοδώρου Βαλλιάνου, συνταγματάρχου των γενικών επιτελών του στρατού της Ελλάδος, 1855.
  • Λόγος της καθολικής Ορθοδοξίας προς τον ρωμαϊκόν Κατολικισμόν, και πραγματεία περί της διαφοράς της Προτεσταντικής ή της των διαμαρτυρομένων διδασκαλίας.  Από των της Ορθοδοξίας Αληθειών. Συγγραφέντα μεν ρωσσιστί και εκδοθέντα τω 1852 έτει εν Μόσχα. Εξελληνισθέντα δε υπό Θεοδώρου Βαλλιάνου, συνταγματάρχου των Γενικών επιτελών του στρατού της Ελλάδος. Εκ του Τυπογραφείου Χ. Νικολαϊδου Φιλαδελφέως, 1853.
  • Παράρτημα της Αληθείας της Οικουμενικής Εκκλησίας: ήτοι Λόγος της Καθολικής Ορθοδοξίας προς τον Ρωμαϊκόν Κατολικισμό. Συγγραφείς μεν ρωσσιστί και εκδοθείς τω 1853ω έτει εν Μόσχα εξελληνισθείς δε υπό Θεοδώρου Βαλλιάνου. Αθήνησι, Tύποις Χ. Νικολαΐδου Φιλαδελφέως, 1854.
  • Παράρτημα των περί ιερών ακολουθιών επιστολών, συγγραφέν μεν Ρωσσιστί και εκδοθέν εν Πετρουπόλει, εξελληνισθέν δε υπό Θεοδώρου Βαλλιάνου, Συνταγματάρχου των Γενικών Επιτελών του Στρατού της Ελλάδος. Αθήνησι, Tύποις Χ. Νικολαΐδου Φιλαδελφέως, 1856.

 

Πηγές


  • «Οι πρώτοι έλληνες μηχανικοί – Καινούργια στοιχεία για το σώμα των οχυρωματοποιών και τους έξι μηχανικούς που το επάνδρωσαν», Μάρω Καρδαμίτση – Αδάμη, Τεχνικά Χρονικά: Επιστημονική Έκδοση ΤΕΕ Περιοχή Α, Οκτ.- Δεκ. 1988, τόμ. 8, τεύχ. 4 , σ. 63-89.
  • «Επί του… περιστυλίου!», ηλεκτρονικό περιοδικό της Βουλής των Ελλήνων, τεύχος 3, 22 Σεπτεμβρίου 2020.
  • Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Νεοελληνικών Σπουδών «Ανέμη».

 

Δίδυμα Αργολίδας

$
0
0

Δίδυμα – Οδοιπορικό στον τόπο και στο χρόνο


 

Το χωριό Δίδυμα του Νομού Αργολίδας βρίσκεται στο κέντρο μιας μικρής αλλά εύφορης πεδιάδας, που περιβάλλεται από υψηλά βουνά προς το βορρά και από χαμηλότερα προς το νότο. Με την πρώτη ματιά ο επισκέπτης εντυπωσιάζεται από ένα τεράστιο κοίλωμα που βρίσκεται στην πλαγιά του βουνού βορειοδυτικά του χωριού και που οι ντόπιοι ονομάζουν Μεγάλη Σπηλιά. Το κοίλωμα αυτό, όπως και ένα άλλο μικρότερο, η Μικρή Σπηλιά, [Δολίνες] που ανοίγεται στην επιφάνεια του εδάφους με αποτέλεσμα να μη γίνεται ορατό αμέσως, προήλθαν από καθίζηση του εδάφους.

 

Δίδυμα Αργολίδας

 

Σπήλαιο Διδύμων

 

Στον τόπο αυτό τα πρώτα ίχνη ανθρώπινης παρουσίας χρονολογούνται από την Ύστερη Νεολιθική Εποχή (4.000-2.800 π.Χ.). Πρόκειται για λίθινα εργαλεία, που βρέθηκαν στη Μεγάλη Σπηλιά, όπου βρήκε καταφύγιο από τα στοιχεία της φύσης ο άνθρωπος εκείνης της εποχής.

Η αρχαιολογική σκαπάνη έχει φέρει στο φως ελάχιστα ευρήματα από την Εποχή του Χαλκού (2.800-1.100 π.Χ.)· αντίθετα εμφανή είναι τα σημάδια από την Κλασική Εποχή (5ος-4ος αι. π.Χ.), περίοδο ακμής για ολόκληρη την Ερμιονίδα. Το σημαντικότερο τεκμήριο αυτής της περιόδου είναι το Κάτω Πηγάδι, που βρίσκεται ανάμεσα στο Πάνω και το Κάτω Χωριό. Σε λίθινη επιγραφή του 2ου αι. π.Χ. συναντούμε για πρώτη φορά το όνομα Διδυμία. Η ονομασία αφορούσε την περιοχή για την οποία έριζαν δύο μεγάλες πόλεις-κράτη εκείνης της εποχής, η Επίδαυρος και η Ερμιόνη. Η περιοχή αυτή, που τοποθετείται στα σύνορα των δύο πόλεων-κρατών, ταυτίζεται με εκείνη των Διδύμων.

Ο γνωστός περιηγητής της αρχαιότητας Παυσανίας το 2ο αι. μ.Χ. γράφει για τα Δίδυμα:

 …χωρίον δέ έτερον, ο Διδύμους ονομάζουσι,… ενταύθα έστι μέν ιερόν Απόλλωνος, έστι δε Ποσειδώνος επί δε αυτοις Δήμητρος. αγάλματα δε ορθά λίθου λευκού.

 (…άλλο χωριό, που το ονομάζουν Διδύμους,… εδώ υπάρχει ιερό του Απόλλωνα και του Ποσειδώνα και πίσω από αυτά της Δήμητρας. (Υπάρχουν) και αγάλματα όρθια από λευκή πέτρα.)

Μάλιστα στο ξωκλήσι της Αγίας Μαρίνας βρίσκεται εντοιχισμένο τμήμα κίονα με επιγραφή, στην οποία αναφέρεται προσφορά στη θεά Δήμητρα. Ακολουθώντας την πορεία του χρόνου, τα επόμενα μνημεία που συναντούμε ανάγονται στη βυζαντινή εποχή. Τα σημαντικότερα είναι το μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου στο Αυγό, που χρονολογείται από τον 11ο αι., και το ξωκλήσι του Αγίου Γεωργίου  που βρίσκεται στη Μικρή Σπηλιά πολύ κοντά στο χωριό. Πρόκειται για βραχοσκεπή διακοσμημένη με τοιχογραφίες πιθανά του 13ου αι. (Στη Μικρή Σπηλιά υπάρχει επίσης το ξωκλήσι της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα, σκαμμένο στο τοίχωμα της σπηλιάς, το οποίο δεν έχει χρονολογηθεί ακριβώς).

 

Η Μονή του Αγίου Δημητρίου Αυγού

Το εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου

 

Tο εσωτερικό του Αγίου Γεωργίου.

 

Ξωκλήσι Μεταμορφώσεως του Σωτήρος.

 

Οι Φράγκοι μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης το 1204, έφτασαν μέχρι την Πελοπόννησο και το 1212 κυρίευσαν την Αργολίδα, την οποία και κράτησαν υπό την κατοχή τους μέχρι το 1388. Από αυτό το έτος μέχρι το 1540 κύριοι της περιοχής έγιναν οι Ενετοί. Σημάδια αυτής της περιόδου αποτελούν οι επιγραφές που είναι χαραγμένες στις τοιχογραφίες του Αϊ- Γιώργη στη Μικρή Σπηλιά:

 

1486 HIC FUIT DIMI PALEOLOGO (Εδώ βρέθηκε ο Δημήτριος Παλαιολόγος)

1490 HIC FUIT TOMA VERONEZI (Εδώ βρέθηκε ο Θωμάς Βερονέζι).

 

Τα χρόνια εκείνα ένας αριθμός Αρβανιτών, που είχαν φτάσει στην Πελοπόννησο το 14ο αιώνα, έχοντας πολεμήσει στο πλευρό των Ενετών κατά των Τούρκων ως stradioti (μισθοφόροι) και φοβούμενοι την εκδικητική μανία των τελευταίων, βρήκαν καταφύγιο στην Ερμιονίδα, που ήταν κάτω από την ενετική κυριαρχία.

Το 1540 οι Τούρκοι κατέλαβαν το Ναύπλιο και έτσι το μεγαλύτερο τμήμα της Ερμιονίδας, της οποίας η μοίρα ήταν δεμένη με την τύχη του Ναυπλίου, πέρασε κάτω από την κυριαρχία των Οθωμανών. Όμως, το 1686 οι Ενετοί ανακατέλαβαν την Πελοπόννησο. Από το έτος αυτό μέχρι το 1715, που οι Τούρκοι έγιναν κύριοι της Πελοποννήσου, οι Ενετοί προσπάθησαν να ενισχύσουν την κυριαρχία τους και να οργανώσουν την οικονομική διοίκηση της αποικίας τους. Γι’ αυτό χαρτογράφησαν τις περιοχές που κατείχαν και απέγραψαν τις οικονομικές πηγές και τον πληθυσμό. Σε έγγραφο προς το Γενικό Προβλεπτή του Μορέως Φραγκίσκο Grimani (1697- 1700) διαβάζουμε:

 

«1696 Αυγούστω 24-χορίον Δίδιμω

έχη εκκλησίαν τον Άγιον Νικόλαον έχη και έξω του χορίου τρεία παρεκκλήσια την Παναγίαν, την Αγίαν Μαρήναν. και τον Άγιον Γεώργιον στην Σπιλιά. δεν έχουν κανένα πράμα» (περιουσιακό στοιχείο).

«έχη το χορίον σπίτια 37 και είναι εισε τόπον άφεντηκον» (μη ιδιωτικό)

«είναι άνδραις εντόπιοι πανδρεμένοι και ανίπανδροι …………………. 51

γηναίκαις πανδρεμέναις και ανήπανδρες …………………………………. 46

πεδία εντώπια άρσενικά και θηληκά ………………………………………… 34

εγο παπα Γεωργη(ς) εφημεριο(ς) βεβηονο»

[στο πίσω μέρος του εγγράφου:] «Δοίδιμο. Villa Didimo».

(Τα ξωκλήσια της Παναγίας και της Αγίας Μαρίνας βρίσκονται στους πρόποδες των βουνών στ’ ανατολικά της κοιλάδας των Διδύμων).

 

Σε άλλο έγγραφο διαβάζουμε:

«1696 εν μηνί Αύγουστου 27- φορτέτζια Θερμήσι.

————————————————————————–

χωρίον Ήλιαν

Έχει εκκλησία τον Άγιον Γεώργιον, δεν έχει υποστατικά Έχει το χωρίον σπήτια 8 είναι κτισμένα εις σε τόπον αυθεντικόν

είναι άνδρες πανδρεμένοι και ανίπανδροι εντόπιοι …………………… 8

είναι και γυναίκες πανδρεμέναις και ανίπανδρες ……………………… 9

παιδία αρσενικά και θυλικά ……………………………………………….. …..15

χωρίον Λουκαΐτη

Έχει εκκλησία τον Αρχιστράτηγον δεν έχει υποστατικά

είναι άνδρες πανδρεμένοι εντόπιοι ……………………….. 10

και γυναίκες πανδρεμέναις …………………………………… 10

παιδία αρσενικό και θυλικά ………………………………….  24

Έχει το χωρίον σπήτια 10 κτισμένα εις σε τόπον αυθεντικόν

παπα Μανόλης Ζερβός και εφημερηος τον αν(ο)θεν χορηον βεβεονο».

[στο πίσω μέρος του εγγράφου:] «Θερμίσι. Termis».

Το 1700, όταν ακόμη ήταν Προβλεπτής ο Φραγκίσκος Grimani, οι Ενετοί διεξήγαν απογραφή όλων των χωριών και των κατοίκων της Πελοποννήσου. Τα αποτελέσματα αυτής της απογραφής ήταν τα εξής:

Δίδυμα …………………………………………… 195 κάτοικοι σε 42 οικογένειες.

Ήλια ……………………………………………… 37 κάτοικοι σε 9 οικογένειες.

Λουκαΐτη ………………………………………… 22 κάτοικοι σε 5 οικογένειες.

Πελεή …………………………………………….. 21 κάτοικοι σε 7 οικογένειες.

Ράδο ……………………………………………… 62 κάτοικοι σε 15 οικογένειες.

 

Λίγο αργότερα, το 1705, όταν Προβλεπτής της Πελοποννήσου ήταν ο Nani, οι Ενετοί απέγραφαν πάλι τον πληθυσμό της. Η νέα απογραφή βρήκε να κατοικούν στα Δίδυμα 48 οικογένειες.

Έναν αιώνα αργότερα, το 1813, ο Γάλλος ταξιδιώτης Pouqueville, που επισκέφθηκε την περιοχή, αναφέρει ότι στα Δίδυμα κατοικούσαν 120 άνθρωποι.

Η Ερμιονίδα συμμετείχε με άνδρες, όπλα, πλοία και χρήματα στον εθνοαπελευθερωτικό αγώνα του 1821. Μάλιστα, από τη Μεγάλη Σπηλιά των Διδύμων, σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, οι Δημητσανήτες μετέφεραν νίτρο, με το οποίο κατασκεύαζαν πυρίτιδα (το νίτρο προερχόταν από τα ούρα των ζώων, που φυλάσσονταν εκεί).

Το 1829-1830 η γαλλική αποστολή υπό το στρατηγό Maison απογράφει στα Δίδυμα 536 ψυχές, αλλά σημειώνει ότι το Καρακάσι [Ηλιόκαστρο] και το Λουκαΐτι ήταν ακατοίκητα.

Την ίδια εποχή ο πρώτος Κυβερνήτης της Ελλάδας Ιωάννης Καποδίστριας στην προσπάθειά του να οργανώσει το νέο κράτος συγκέντρωσε πληροφορίες που αφορούσαν την κατάσταση των πόλεων και των χωριών. Απόδειξη αυτής της προσπάθειας είναι ο κατάλογος που χρονολογείται από το 1830 και στον οποίο σημειώνεται ότι στα Δίδυμα υπήρχαν 80 σπίτια, ενώ το Καρακάσι και το Λουκαΐτι αναφέρονται και πάλι ως ακατοίκητα.

Τα Δίδυμα ήταν ένας από τους Δήμους που δημιουργήθηκαν το 1836. Περιλάμβανε εκτός από το κυρίως χωριό τους οικισμούς Λουκαΐτι, Καρακάσι, Τσουκαλιά, Καψοσπίτι και Είλια, το γειτονικό χωριό Φούρνοι και το μοναστήρι του Προδρόμου.

Το χωριό διατήρησε το αρχαίο ελληνικό όνομα Δίδυμοι ως όνομα επίσημο. Στις μέρες μας παρατίθεται όλο και περισσότερο με το όνομα Δίδυμα. Οι μεγαλύτεροι στην ηλικία κάτοικοι χρησιμοποιούν το όνομα Δίδυμο, με το οποίο το χωριό αναφέρεται στα βενετικά έγγραφα. Οι Διδυμιώτες εξηγούν το όνομα του χωριού με διάφορες παραδόσεις. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι οι πρώτοι του κάτοικοι ήταν δίδυμοι αδελφοί – άλλοι ότι η πρώτη γυναίκα που ήρθε στο χωριό γέννησε δίδυμα και άλλοι πάλι θέλουν το όνομα του χωριού να προέρχεται από τις δύο κορυφές, Κονί και Μεγαλοβούνι, που έχουν το ίδιο ύψος, είναι παρόμοιες, δηλαδή δίδυμες. Είναι πολύ πιθανό η προέλευση του ονόματος του χωριού να προήλθε από το βουνό που βρίσκεται στα βορειοανατολικά και κυριαρχεί στη μικρή πεδιάδα. Το βουνό φέρει το αρχαίο ελληνικό όνομα «Δίδυμον όρος» – οι δύο κορυφές του ήταν αφιερωμένες στους ημίθεους δίδυμους αδελφούς Κάστορα και Πολυδεύκη. Ο Pouqueville σημειώνει τα Δίδυμα σαν ένα χωριό αφιερωμένο στον Κάστορα και τον Πολυδεύκη και παρατηρεί ότι αυτό το όνομα το είχε και κατά την αρχαιότητα.

Από το 1840 μέχρι το 1866 τα Δίδυμα ανήκαν με άλλα χωριά στο Δήμο της Ερμιόνης. Το 1866 έγινε πάλι ανεξάρτητος Δήμος που περιλάμβανε το κυρίως χωριό, το Λουκαΐτι, το Καρακάσι, την Τσουκαλιά και το Ράδο. Το 1884-1885 ο γεωγράφος Μηλιαράκης, όταν επισκέφθηκε την Αργολίδα και την Κορινθία, πέρασε και από τα Δίδυμα. Μας πληροφορεί, λοιπόν, ότι στο χωριό υπήρχαν 300 οικίες πολλές από τις οποίες ήταν διώροφες και ότι κατοικούσαν 1.243 άνθρωποι. Σημειώνει μάλιστα ότι μόνοι οι Διδυμιώτες από τους κατοίκους της Ερμιονίδας φορούσαν φουστανέλες. Επίσης, μας πληροφορεί ότι την εποχή εκείνη δημιουργείται και το Καρακάσι. Εκεί οι Διδυμιώτες που είχαν χωράφια κατασκεύασαν 10 σπίτια. Το 1912 δυο χωριά που ανήκαν στο Δήμο Διδύμων, το Καρακάσι και η Τσουκαλιά, αποκόπηκαν για να δημιουργήσουν την Κοινότητα του Καρακασίου (Ηλιοκάστρου). Έτσι, την Κοινότητα των Διδύμων αποτέλεσαν το ομώνυμο χωριό, το Μοναστήρι του Αυγού, το Λουκαΐτι και το Ράδο, το οποίο εν τω μεταξύ είχε προσαρτηθεί στην Κοινότητα.

 

Τμήμα χάρτη της Αργολιδοκορινθίας του Αντώνη Μηλιαράκη, 1886.

 

Το 1925 η έγγεια περιουσία του Μοναστηριού του Αυγού μετά από απαλλοτρίωση περιήλθε στην κυριότητα της Κοινότητας Διδύμων. Έτσι, η οικονομία του χωριού, που μέχρι εκείνη την εποχή στηριζόταν κυρίως στην κτηνοτροφία, με την παραχώρηση αυτών των εκτάσεων άρχισε να αποκτά έντονο γεωργικό χαρακτήρα. Η απαλλοτρίωση των γαιών είχε μια ακόμη συνέπεια: την ίδρυση από τους Διδυμιώτες ενός καινούργιου χωριού, της Πελεής, στους εύφορους λόφους κοντά στο Μοναστήρι.

Το 1952 ολοκληρώνεται η κατασκευή του δρόμου Ναυπλίου – Κρανιδίου χάρις στον οποίο τα Δίδυμα μπορούν να επικοινωνούν ταχύτερα και δια ξηράς με το Ναύπλιο και την Αθήνα. Μέχρι τότε το χωριό επικοινωνούσε με τις δυο αυτές πόλεις μόνο από τη θάλασσα. Η κατασκευή του δρόμου, όπως ήταν αναμενόμενο, συνέτεινε στην εξέλιξη του χωριού.

Οι κάτοικοι της Κοινότητας σήμερα ασχολούνται με τη γεωργία, την κτηνοτροφία, τα ξενοδοχειακά επαγγέλματα και τις οικοδομικές εργασίες. Σύμφωνα με τα πρώτα στοιχεία της απογραφής του 1991 η Κοινότητα αριθμεί 1.541 κατοίκους, που κατανέμονται ως εξής: Δίδυμα 1.189, Λουκαΐτι 252, Πελεή 14, Ράδο 82, Σαλάντι 4.

[Το 1997 με την εφαρμογή του σχεδίου Καποδίστριας, η κοινότητα Διδύμων καταργήθηκε και ενσωματώθηκε στο δήμο Κρανιδίου. Ο δήμος λειτούργησε την περίοδο 1999 -2010 οπότε και καταργήθηκε με την εφαρμογή του προγράμματος Καλλικράτης και εντάχθηκε στον νέο δήμο Ερμιονίδας].

Το Σαλάντι είναι παραθαλάσσια περιοχή που βρίσκεται στα νοτιοδυτικά του χωριού. Τα καθαρά νερά, οι μικροί όρμοι και η χαμηλή βλάστηση δίνουν ένα ιδιαίτερο χρώμα στον τόπο.

 

Βιβλιογραφία


  • Βακαλόπουλος Α., Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ.Α.’, Θεσσαλονίκη 1974 (β’ έκδ.).
  • Βοκοτόπουλος Π., «Συμβολή εις την μελέτην των μονόχωρων ναών μετά δύο κογχών», Χαριστήριον εις Α. Ορλάνδον, τ. 4 (1967-68), σελ. 66-74.
  • Γιανναροπούλου I., «Κατάλογος κωμοπόλεων και χωρίων των επαρχιών Ναυπλίας και Κάτω Ναχαγιέ (1830)», Πελοποννησιακά, τ. 13 (1978-79), σελ. 121-128.
  • Δημητροκάλλης Γ., Οι δίκογχοι χριστιανικοί ναοί, Αθήνα 1976.
  • Ευαγγελίδης Τρ., Ιστορία του εποικισμού της Ύδρας, Αθήνα 1935.
  • Harper D., “Just add water…”, Expedition, τ. 19, τχ. 1 (1976), σελ. 40-49.
  • Horn D.V., “The archaeology survey: chipped stone”, Expedition, τ. 19, τχ. 1 (1976), σελ. 50-53.
  • Jochalas Τ., “Uber die Einwandrung der Albaner in Griechenland”, Dissertationes Albani- cae, Μόναχο 1971, σελ. 89-106.
  • Κόντη Β., «Συμβολή στην Ιστορική Γεωγραφία του Νομού Αργολίδας». Σύμμεικτα, τ. 5 (1983), σελ. 169-202.
  • Koster Η., The ecology ofpastoralism in relation to changing patterns of land use in the northeast Peloponnese, Ph. D. dissertation in Cultural Anthropology, University of Pennsylvania, Philadelphia 1977.
  • Λαμπρυνίδης Μ., Η Ναυπλία, Ναύπλιο 1975 (γ’ έκδ.).
  • Λιγνός Α., Ιστορία της νήσου Ύδρας, Αθήνα 1946.
  • Μηλιαράκης Α., Γεωγραφία πολιτική, νέα και αρχαία του νομού Αργολίδος και Κορινθίας, Αθήνα 1886.
  • Miller W., Η Φραγκοκρατία στην Ελλάδα (1204-1566), Αθήνα 1960.
  • Μοσχονά Π., «Οικονομικά Μονών Ναυπλίας το ΙΘ’ αιώνα», Πελοποννησιακά, τ. 14 (1978-1979), σελ. 215-221.
  • Ντόκος Κ., «Η εν Πελοποννήσω εκκλησιαστική περιουσία κατά την περίοδον της δευτέρας ενετοκρατίας»,
  • Παναγιωτόπουλος Β., Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου (13ος-18ος αιώνας), έκδ. Ιστορικού Αρχείου Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος, Αθήνα 1985.
  • Παντελεήμονος Καρανικόλα, Μητροπολίτου Κορίνθου, Το Κρανίδι, κομμάτια από τη χαμένη ιστορία του, Κόρινθος 1980.
  • Παπαχατζής Ν., Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησις: Κορινθιακά-Λακωνικά, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1976.
  • Pouqueville F.C.H.L., Voyage de la Grece, τ. V, Παρίσι 1827.
  • Topping Ρ., “Premodem Peloponnesus: the land and the people under Venitian rule (1685- 1715)”, Regional variation in modem Greece and Cypms, Annals of the New York Academy of Sciences, τ. 268, έκδ. Dimen M. and Friedl E., New York 1976, σελ. 92-108.
  • Vellioti-Georgopoulos M., Vers une approche ethnologique de Didyma, village de la Grece. Memoire de D.E.A., Departement d’ Anthropologie Sociale, Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales, Παρίσι 1982 (αδημοσίευτο).
  • Wilhelm A., “Ein Gebietsstreit in der Argolis”, Anzeiger der Osterreichischen Akademie der Wissenschaften, Nr. 4,1948, σελ. 58-79.
  • Χουλιαράκης Μ., Γεωγραφική, Διοικητική και Πληθυσμιακή εξέλιξις της Ελλάδος (1821- 1971), τ. Α’ (1973-74), τ. Β’ (1975), τ. Γ’ (1976), Αθήνα.
  • Zakythinos D., Le Despotat Grec de Moree, Παρίσι 1932.

 

Μαρία Βελιώτη – Δημήτρης Γεωργόπουλος

Κοινότητα Δίδυμων: Οδοιπορικό στον τόπο και στο Χρόνο. Έκδοση: Κοινότητα Διδύμων – Μορφωτικός Σύλλογος Διδύμων. 

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που παρατίθενται στο κείμενο, οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη. 

 

Η λειτουργία των 1ου και 2ου Δημοτικών Σχολείων Αρρένων Κρανιδίου κατά την πρώτη 15/ετία του 20ου αιώνα (1900 – 1915)

$
0
0

Η λειτουργία των 1ου και 2ου Δημοτικών Σχολείων Αρρένων Κρανιδίου κατά την πρώτη 15/ετία του 20ου αιώνα (1900 – 1915) | Γιάννης Σπετσιώτης – Τζένη Ντεστάκου


 

Εισαγωγή

 

Η αρχή του 20ου αιώνα βρίσκει το Κρανίδι να έχει δύο Δημοτικά Σχολεία για τα αγόρια ένα πλήρες (τετρατάξιο) και ένα κοινό (διτάξιο), ενώ η πόλη είχε τότε τρεις χιλιάδες τετρακοσίους εξήντα οκτώ (3.468) κατοίκους. Έτσι το σύνολο των μαθητών (άρρενες) και των δύο σχολείων ήταν το 10% και πλέον του πληθυσμού της πόλης.

 

1ο (πλήρες) Δημοτικό Σχολείο Αρρένων

 

Οι δημοδιδάσκαλοι

  • Ιωάννης Στρίγκος, πρωτοβάθμιος δημοδιδάσκαλος με πρώτο διορισμό στο Κρανίδι στις 7 Σεπτεμβρίου 1886. Η απόλυσή του δημοσιεύτηκε στο Φ.Ε.Κ. 297/12 Δεκεμβρίου 1914.
  • Δ. Τσαμαδός, πρωτοβάθμιος με διορισμό από το Δημοτικό Συμβούλιο στις 20 Οκτωβρίου 1901, ενώ λίγο αργότερα απεβίωσε.
  • Γεώργιος Παπαπροκοπίου, πρωτοβάθμιος, με μετάθεση από το Δημοτικό Σχολείο Διδύμων «εις το εν Κρανιδίω πλήρες Δημοτικό Σχολείο Αρρένων προς το συμφέρον της εκπαιδεύσεως και τη συγκατεθέσει του αρμοδίου Δημοτικού Συμβουλίου». Φ.Ε.Κ.234/29 Ιουλίου (ή Σεπτεμβρίου) 1900/Πράξη Υπουργού 17272/29 Ιουλίου 1900.

Με τη συμπλήρωση δύο χρόνων από την τοποθέτησή του το Εποπτικό Συμβούλιο στη νθ’ (59) πράξη της 28ης Σεπτεμβρίου 1902 εξετάζει την αναφορά του Διευθυντή του Σχολείου Κρανιδίου Ιωάννη Στρίγκου, ο οποίος περιέγραψε τη γενική εικόνα και συμπεριφορά του εριστικού και απρόσεχτου δημοδιδασκάλου Γεωργίου Παπαπροκοπίου. Έτσι ο ανωτέρω με την Υπουργική Πράξη 2179/4 Δεκεμβρίου 1902 που δημοσιεύτηκε στο Φ.Ε.Κ.299/5 Δεκεμβρίου 1902 απολύεται από το Δημοτικό Σχολείο Κρανιδίου καθώς «ανωμαλίας περί τα οικονομικά του ιδιωτικού του βίου και το γόητρον αυτού εν Κρανιδίω κατέρριψαν και εις διάστασιν αυτόν προς τους συναδέλφους του περιήγαγον και εις ασέβειαν προς τας προϊσταμένας του αρχάς ώθησαν».

  • Βασίλειος Σκλιάς, δευτεροβάθμιος. Με την υπ’ αριθμ. λζ΄(37) πράξη της 6ης Σεπτεμβρίου 1900 παρ.3 το Εποπτικό Συμβούλιο αποφάσισε τη μετάθεση του δημοδιδασκάλου από το πλήρες Δημοτικό Σχολείο Αρρένων Κρανιδίου «εις το κοινό» Δημοτικό Σχολείο Αρρένων Κρανιδίου. Η μετάθεση δημοσιεύτηκε στο Φ.Ε.Κ.227/22 Σεπτεμβρίου 1900 και η σχετική με αρ. 16563 Υπουργική απόφαση τού κοινοποιήθηκε στις 23 Σεπτεμβρίου 1900.
  • Ανδρέας Αδαμόπουλος, πρωτοβάθμιος. Μετάθεση από το πλήρες Δημοτικό Σχολείο Αρρένων Κρανιδίου στο κοινό Δημοτικό Σχολείο Αρρένων Κρανιδίου (Φ.Ε.Κ.276/18 Νοεμβρίου 1900). Η νέα μετάθεση από το 2ο (κοινό) Δημοτικό Σχολείο Αρρένων στο 1ο (πλήρες) μετά από πρόταση του Επιθεωρητή, δημοσιεύτηκε στο Φ.Ε.Κ.140/23 Ιουνίου 1912 κα του κοινοποιήθηκε με την υπ’αριθμ.17264 Υπουργική απόφαση, που υπέγραφε ο αντιβασιλεύς Κωνσταντίνος.
  • Σ. Γεωργακόπουλος, δευτεροβάθμιος. Διορισμός από το Υπουργείο στις 17 Φεβρουαρίου 1898 με προϋπηρεσία 6 έτη, 7 μήνες, 11 ημέρες. Μέχρι το 1913 υπηρετεί το σχολείο.
  • Δ. Αντωνόπουλος, δευτεροβάθμιος. Διορισμός από το Δημοτικό Συμβούλιο στις 29 Ιανουαρίου 1903. Είχε τότε προϋπηρεσία 1 έτος, 6 μήνες, 3 ημέρες.
  • Ιωάννης Παπούλιας. Διορίστηκε από το Υπουργείο στις 27 Ιανουαρίου 1914 και παραιτήθηκε με την υπ’αριθμ.22284 Υπουργική Πράξη στις 11 Σεπτεμβρίου 1916.
  • Αθανάσιος Βήχος, τριτοβάθμιος. Διορίστηκε από τη Νομαρχία με την υπ’αριθμ.1990 πράξη του Νομάρχη στις 6 Φεβρουαρίου 1915 και η παραίτησή του δημοσιεύτηκε στο Φ.Ε.Κ 165/29 Αυγούστου 1917.
  • ; Γερασίμου, πρωτοβάθμια. Διορίστηκε από τη Νομαρχία με την υπ’ αριθμ. 19003 πράξη στις 30 Νοεμβρίου 1915 και η απόλυσή της δημοσιεύτηκε στο Φ.Ε.Κ. 247/5 Νοεμβρίου 1916. Η Γερασίμου, καθώς φαίνεται, ήταν η πρώτη γυναίκα εκπαιδευτικός που διορίστηκε στο 1ο Δημοτικό Σχολείο Αρρένων Κρανιδίου.

 

Ιωάννης Αντ. Στρίγκος

 

Αντώνιος Στρίγκος

Τον ανωτέρω δημοδιδάσκαλο θα μπορούσαμε να τον χαρακτηρίσουμε ως το κεντρικό πρόσωπο της εκπαιδευτικής ζωής του Κρανιδίου εκείνων των χρόνων. Ήταν το πρώτο από τα εννέα παιδιά, πέντε αγόρια (Γιάννης, Γιώργος, Ανδρέας, Νίκος, Παναγιώτης και τέσσερα κορίτσια (οι δίδυμες Βενετσιάνα – Σταματίνα, Μαρίκα, Μαρία) του ιερέα και διδασκάλου Αντωνίου Ιωαν. Στρίγκου και της Αικατερίνης, το γένος Πουλή.

Γεννήθηκε στο Κρανίδι τη 10/ετία του 1860 και για δυόμιση χρόνια φοίτησε στην Ιατρική Σχολή. Η μητέρα, όμως, πάντα του έλεγε ότι τα χρόνια είναι πολλά και έπρεπε να δουλέψει, για να βοηθήσει την πολυμελή οικογένεια. Έτσι αναγκάστηκε να αφήσει την ιατρική και να γίνει δάσκαλος. Διορίστηκε στις 7 Σεπτεμβρίου 1886 στο 1ο Δημοτικό Σχολείο Αρρένων Κρανιδίου, όπου υπηρετούσε ο πατέρας του. Το 1892 με την υπ’ αριθμ. 23556/20 Οκτωβρίου 1892 Υπουργική Πράξη του ανατέθηκε η διεύθυνση του Σχολείου. Απολύθηκε μετά από 28 χρόνια υπηρεσίας κατόπιν εισήγησης του Εποπτικού Συμβουλίου (Πρακτικό 5ο/18 Οκτωβρίου 1914, Πράξη 3), επειδή ασθένησε σοβαρά και έπαιρνε συχνές άδειες. Τη σχετική γνωμάτευση «ότι πάσχει εκ χρονίας βρογχίτιδος και λαρυγγίτιδος… με σωματική εξάντλησιν» υπογράφουν οι γιατροί Κρανιδίου Π. Δέδες και Δ. Τσαμαδός. Έτσι απολύθηκε από την υπηρεσία και η απόλυσή του δημοσιεύτηκε στο Φ.Ε.Κ.297/12 Δεκεμβρίου 1914. Παλαιοί Κρανιδιώτες ομολογούν πως ο εκπαιδευτικός αυτός «ανέστησε» και διαπαιδαγώγησε γενεές ολόκληρες παιδιών του Κρανιδίου. Για τον λόγο αυτό όλη η πόλη γνώριζε «τον Γιάννη το δάσκαλο» και ιδιαίτερα τον σέβονταν και τον αγαπούσαν, αλλά και ο ίδιος με κάθε τρόπο και μέσο που διέθετε εκδήλωνε την αγάπη και το ενδιαφέρον προς τους συμπολίτες του. Τη γυναίκα του τη φώναζαν «δασκαλίνα» και ήταν φίλη της γιαγιάς του παπα – Γκίκα. Είχαν ένα γιο τον Αντώνη που απεβίωσε το 1979. Το σπίτι τους ήταν εκεί που σήμερα βρίσκεται η Εθνική Τράπεζα. Και μία τελευταία λεπτομέρεια: Ο Γιάννης Στρίγκος ήταν πρώτος ξάδελφος της μητέρας του δασκάλου Μιχαήλ Παπαβασιλείου.

 

Οι μαθητές (ενδεικτικά):

 

  • Σχολικό έτος: 1904-1905

Εγγραφέντες: Α΄ εξήντα επτά (67), Β΄ πενήντα (50), Γ΄ σαράντα εννέα (49), Δ΄ τριάντα (30), Ε΄ εννέα(9)

Φοιτήσαντες: Α΄ εξήντα δυο (62), Β΄ πενήντα (50), Γ΄ σαράντα οκτώ (48), Δ΄ είκοσι εννέα (29),Ε΄ εννέα (9)

Σύνολο: 205/198

  • Σχολικό έτος: 1905-1906

Φοιτώντες: Α΄ εβδομήντα τρεις (73), Β΄ πενήντα τέσσερις (54), Γ΄ σαράντα τρεις (43), Δ΄ τριάντα πέντε (35), Ε΄ τέσσερις (4)

Εξετασθέντες: Α΄ ογδόντα ένας (81), Β΄ πενήντα έξι (56), Γ΄ τριάντα έξι (36), Δ΄ τριάντα τέσσερις(34), Ε΄ τρεις (3)

Σύνολο: 209/210

  • Σχολικό έτος: 1906-1907

Φοιτώντες: Α΄ ογδόντα εννέα (89), Β΄ εξήντα επτά (67), Γ΄ σαράντα έξι (46), Δ΄ σαράντα ένας (41), Ε΄ δώδεκα (12)

Εξετασθέντες: Α΄ εβδομήντα πέντε (75), Β΄ πενήντα επτά (57), Γ΄ σαράντα (40), Δ΄ είκοσι εννέα (29), Ε΄ τρεις (3)

Σύνολο: 245/204

  • Σχολικό έτος: 1907-1908

Φοιτώντες: Α΄ εκατόν πέντε (105), Β΄ σαράντα εννέα (49), Γ΄ τριάντα επτά (37), Δ΄ είκοσι τρεις (23)

Εξετασθέντες: Α΄ εκατόν έξι (106), Β΄ πενήντα πέντε (55), Γ΄ σαράντα δύο (42), Δ΄ τριάντα δύο (32)

Σύνολο: 214/235

Γενικά ο Μέσος Όρος των μαθητών κατά την πρώτη 10/ετία του 20ου αιώνα κυμάνθηκε από 190/235 μαθητές. Επίσης, σύμφωνα με την έρευνά μας, σώζονται, μεταξύ άλλων βιβλίων του 1ου Δημοτικού Σχολείου Αρρένων Κρανιδίου, το Μαθητολόγιο και ο Γενικός Έλεγχος έτους 1904.

 

Το διδακτήριο

 

Το Σχολείο στεγαζόταν στην Καποδιστριακή Σχολή της πόλης -περιοχή «Τερψιθέα»[1]– στη θέση που σήμερα βρίσκεται το 1ο Δημοτικό Σχολείο. Φαίνεται, ακόμη, ότι επειδή το διδακτήριο δεν επαρκούσε για τη στέγαση των μαθητών, νοικιαζόταν, για κάποια χρόνια, και μια ιδιωτική οικία ιδιοκτησίας Σπύρου Γεωργακόπουλου (Γεωργόπουλου) με μηνιαίο μίσθωμα εξήντα δραχμές (60 δρχ.).

 

Ο εξοπλισμός (όργανα και σκεύη)

 

Σύμφωνα με την απογραφή των τελευταίων ετών της 10/ετίας το σχολείο είχε:

  1. Θρανία: επτά + δεκαπέντε (7+15)
  2. Έδρες: τρεις (3)
  3. Τραπέζι: ένα (1)
  4. Μαυροπίνακες: τέσσερις (4)
  5. Οκρίβαντες: δύο (2) (τρίποδο υποστήριγμα)
  6. Χάρτες: τέσσερις + ένας (4+1)

 

 2ο (κοινόν) Δημοτικό Σχολείο Αρρένων

 

Οι δημοδιδάσκαλοι

 

  • Ανδρέας Αδαμόπουλος, πρωτοβάθμιος. Τοποθετήθηκε με μετάθεση από το «πλήρες» Δημοτικό Σχολείο Αρρένων Κρανιδίου στις 18 Νοεμβρίου 1900 και παρέμεινε για τέσσερα χρόνια.
  • Βασίλειος Σκλιάς, δευτεροβάθμιος. Τοποθετήθηκε με μετάθεση από το «πλήρες» Δημοτικό Σχολείο Αρρένων Κρανιδίου/Φ.Ε.Κ. 227/22 Σεπτεμβρίου 1900.

Οι ως άνω δημοδιδάσκαλοι φαίνεται ότι ήσαν οι πρώτοι που τοποθετήθηκαν στο «Κοινό» 2ο Δημοτικό Σχολείο Αρρένων Κρανιδίου με τη σύστασή του.

  • Αλ. Κυριακόπουλος, πρωτοβάθμιος. Διορίστηκε με την υπ’ αριθμ. 8534 πράξη της Νομαρχίας στις 29 Σεπτεμβρίου 1912 έχοντας προϋπηρεσία 7 έτη και 10 μήνες.
  • Μαρία Τακούση, (προσωρινή), τριτοβάθμιος. Διορίστηκε με την υπ’ αριθμ. 20209/3 Σεπτεμβρίου 1915 πράξη της Νομαρχίας. Απελύθη με την υπ’ αριθμ. 28350/1 Σεπτεμβρίου 1916 πράξη του Υπουργείου;

 

Οι μαθητές (ενδεικτικά):

 

  • Σχολικό έτος: 1904-1905

Εγγραφέντες: Α΄ πενήντα δύο (52), Β΄ τριάντα τέσσερις (34), Γ΄ είκοσι τέσσερις (24), Δ΄ δέκα εννέα (19)

Φοιτήσαντες: Α΄ πενήντα δύο (52), Β΄ τριάντα τέσσερις (34), Γ΄ είκοσι τρεις (23), Δ΄ δεκαέξι (16)

Σύνολο:129/125

  • Σχολικό έτος: 1905-1906

Φοιτώντες: Α΄ σαράντα πέντε (45), Β΄ τριάντα εννέα (39), Γ΄ είκοσι επτά (27), Δ΄ είκοσι (20)

Εξετασθέντες: Α΄ σαράντα ένας (44), Β΄ σαράντα (40), Γ΄ είκοσι επτά (27), Δ΄ δέκα εννέα(19)

Σύνολο:131/131

  • Σχολικό έτος: 1906-1907

Φοιτώντες: Α΄ σαράντα τρεις (43), Β΄ τριάντα έξι (36), Γ΄ τριάντα ένας (31), Δ΄ δέκα έξι (16)

Εξετασθέντες: Α΄ σαράντα ένας (41), Β΄ τριάντα τρεις (33), Γ΄ είκοσι οκτώ (28), Δ΄ δέκα (10)

Σύνολο: 126/112

  • Σχολικό έτος: 1907-1908

Εξετασθέντες: Α΄ σαράντα τέσσερις (44), Β΄ τριάντα τέσσερις (34), Γ΄ είκοσι τρεις (23), Δ΄ δεκατρείς(13)

Εγγραφέντες: Α΄ πενήντα (50), Β΄ τριάντα εννέα (39), Γ΄ είκοσι τέσσερις (24), Δ΄ δεκαέξι (16)

Σύνολο:114/129

Γενικά ο Μέσος Όρος των μαθητών κατά την πρώτη 10/ετία κυμάνθηκε από 125/129 μαθητές. Επίσης, σύμφωνα με την έρευνά μας, σώζονται, μεταξύ άλλων υπηρεσιακών βιβλίων του 2ου Δημοτικού Σχολείου Αρρένων Κρανιδίου, το Μαθητολόγιο και ο Γενικός Έλεγχος έτους 1900.

 

Το διδακτήριο

 

Το σχολείο, σύμφωνα με τις γραπτές μαρτυρίες, στεγαζόταν για μια πενταετία, από τις 5 Σεπτεμβρίου 1902 μέχρι τις 5 Σεπτεμβρίου 1907) στην ιδιωτική οικία του Κυριάκου Σκρεπετού με μηνιαίο μίσθωμα πενήντα δραχμές (50 δρχ.).

Εν τούτοις ακολουθώντας τη βιβλιογραφία και τις γραπτές μαρτυρίες το 2/τάξιο Δημοτικό Σχολείο Αρρένων Κρανιδίου – τύπου Καλλία (Συγγρού), του οποίου η πρώτη μειοδοτική δημοπρασία ξεκίνησε τον Δεκέμβριο του 1900, φαίνεται να ολοκληρώθηκε το 1905 και να πρωτολειτούργησε το σχολικό έτος 1906-1907. Σύμφωνα με έντυπο[2] (1910) του Υπουργείου επί των Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως (Υ.Ε.Δ.Ε.) του Γραφείου Αρχιτεκτόνων το Δημοτικό Σχολείο Αρρένων Κρανιδίου είναι 2/τάξιο, χωρητικότητας διακοσίων επτά (207) μαθητών, με δαπάνη κατασκευής είκοσι έξι χιλιάδες τριακόσιες πενήντα δύο δραχμές (26.352 δρχ.). Το οικόπεδο αγοράστηκε πέντε χιλιάδες (5.000 δρχ.), ενώ το ενοίκιο που θα καταβαλλόταν θα ήταν τριακόσιες εξήντα δραχμές (360 δρχ.) κατ’ έτος. Την ανακοίνωση έκανε ο Υπουργός (Σπ. Στάης) στη Βουλή, όπου υπέβαλλε και τον σχετικό πίνακα.

 

Ο εξοπλισμός (όργανα και σκεύη)

 

Σύμφωνα με την απογραφή των τελευταίων ετών της 10/ετίας το σχολείο διέθετε:

  1. Θρανία: είκοσι τρία (23)
  2. Τραπέζι: ένα (1)
  3. Έδρα: μία (1)
  4. Μαυροπίνακες: δύο (2)

 

Οι επιθεωρητές

 

Από το 1900 έως το 1911 επιθεωρητής των δημοτικών σχολείων Αργολίδας ήταν ο Ιωάννης Μεγαρεύς. Από το σχολικό έτος 1911-1912 στη θέση του τοποθετήθηκε ο Δημήτριος Μαυροκέφαλος. Τέλος από το σχολικό έτος 1915-1916 επιθεωρητής αναλαμβάνει ο Αθανάσιος Παπαϊωάννου.

 

Υποσημειώσεις


[1]Η περιοχή «Τερψιθέα», σύμφωνα με την περιγραφή παλαιών Κρανιδιωτών, ήταν μια όμορφη τοποθεσία που φύτρωναν αγριοπιπεριές και αγριοτρανταφυλλιές.

[2]Το αναφερόμενο έντυπο του Υπουργείου επί των Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως (Υ.Ε.Δ.Ε.) του Γραφείου Αρχιτεκτόνων περιελάμβανε πίνακες με τις δαπάνες ανέγερσης διδακτηρίων σύμφωνα με τον νόμο ΒΤΜΘ΄(2349) του 1895.

 

Πηγές


  • Γ.Α.Κ. – Υ.Ε.Δ.Ε. Δ΄, «Υλικό αταξινόμητο».
  • Γ.Α.Κ. Νομού Αργολίδας, «Μητρώον Εκπαιδευτικών».

 

Γιάννης Μ. Σπετσιώτης Τζένη Δ. Ντεστάκου

Διαβάστε ακόμη:

 


«Περιμένοντας τους Γερμανούς…» – Φόβοι και ελπίδες στην Ελλάδα του Διχασμού

$
0
0

«Περιμένοντας τους Γερμανούς…» – Φόβοι και ελπίδες στην Ελλάδα του Διχασμού | Δημήτρης Μπαχαράς


 

Η ιστορία του Εθνικού Διχασμού και η δημιουργία της Προσωρινής Κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης είναι λίγο-πολύ γνωστές: η σύγκρουση μεταξύ Βενιζέλου και βασιλιά Κωνσταντίνου το 1915, σχετικά με τη συμμετοχή ή όχι στον πόλεμο, οδήγησε τον Βενιζέλο, ύστερα από διπλές εκλογές το ίδιο έτος, σε αποχώρηση από την πρωτεύουσα και ύστερα από ένα διάστημα λίγων μηνών στη Θεσσαλονίκη (τον Σεπτέμβριο του 1916), όπου ανέλαβε την αρχηγία του κινήματος της Εθνικής Αμύνης και τη δημιουργία κυβέρνησης θετικά διακείμενης στους συμμάχους. Υπό τη δεύτερη αυτή κυβέρνηση τέθηκαν όλες οι βενιζελικές περιοχές, σε άμεση συνεργασία με τη Στρατιά της Ανατολής, που είχε αποβιβαστεί στη Μακεδονία ήδη από το 1915. Η Παλαιά Ελλάδα παρέμεινε υπό την επίσημη κυβέρνηση των Αθηνών, θεωρητικά ουδέτερη, πρακτικά διοικούμενη από τη φιλοβασιλική κυβέρνηση του συζύγου της αδερφής του Κάιζερ, Κωνσταντίνου, η οποία άφηνε ευλόγως υπόνοιες δυνητικής συνεργασίας με τη Γερμανία στους βενιζελικούς – άποψη που διατρέχει και τη μετέπειτα ιστοριογραφία του Διχασμού.

Έτσι είχαμε δύο αντίπαλα στρατόπεδα: τους βενιζελικούς και τους συμμάχους στις Νέες Χώρες από τη μία, και τη βασιλική κυβέρνηση των Αθηνών από την άλλη. Εκ πρώτης όψεως μάλιστα, η αντιμαχία μοιάζει εκ των υστέρων άνιση για την εποχή, τόσο σε επίπεδο δυνάμεων όσο και σε επίπεδο φόβων και ελπίδων. Οι βενιζελικοί είχαν τη στήριξη του τεράστιου στρατού των συμμάχων στη Μακεδονία και την ελπίδα ότι μετά τον πόλεμο θα έπαιρναν είτε τη Μικρά Ασία, είτε την Κωνσταντινούπολη, είτε την Κύπρο, [1] ενώ οι βασιλικοί είχαν μόνο τα δικά τους στρατεύματα και την ελπίδα ότι στην καλύτερη περίπτωση η Ελλάδα θα παρέμενε ουδέτερη και δεν θα είχε πρόβλημα με τις γείτονες χώρες. Οι βενιζελικοί ήλπιζαν ότι θα επέστρεφαν θριαμβευτικά στην Αθήνα κάποια στιγμή, και θα έβαζαν ολόκληρη τη χώρα στον πόλεμο στην πλευρά των συμμάχων, ενώ οι βασιλικοί φοβούνταν ότι μπορεί να έχαναν τα πάντα ανά πάσα στιγμή. [2] Οι ελπίδες λοιπόν των βενιζελικών αποτελούσαν ταυτοχρόνως τον φόβο των αντιβενιζελικών: ποιος θα τους σταματούσε σε περίπτωση που οι βενιζελικοί και οι σύμμαχοι αποφάσιζαν να κατέβουν προς τον νότο; Είχαν εναλλακτικές λύσεις και πού μπορεί να στηρίζονταν οι ελπίδες τους;

 

Πορτρέτο του Βενιζέλου στο εξώφυλλο του «Le Petit Journal», 29 Οκτωβρίου 1916.

 

Στη συνέχεια αυτού του άρθρου παρουσιάζονται στοιχεία που αφορούν αυτά τα ερωτήματα και ρίχνουν φως σε μία σχετικά άγνωστη πτυχή που πήρε μικρή δημοσιότητα στον Τύπο εκείνα τα χρόνια: το ενδεχόμενο μιας μεγάλης στρατιωτικής επέμβασης της Γερμανίας στη Μακεδονία και τη Θράκη για να βοηθήσει τον βασιλιά και την κυβέρνησή του εναντίον της Στρατιάς της Ανατολής. Αυτό θα αποτελούσε την κρυφή ελπίδα και προσδοκία των βασιλέων για ένα σύντομο, αλλά κρίσιμο, χρονικό διάστημα.

Τα δεδομένα που παρατίθενται στη συνέχεια προέρχονται κυρίως από το προσωπικό ημερολόγιο του Γεωργίου Στρέιτ και την απόρρητη αλληλογραφία των βασιλικών πρεσβευτών κυρίως στο Βερολίνο και στη Ρώμη (Γ. Θεοτόκης και Ε. Ζαλοκώστας αντίστοιχα) με το παλάτι, ενώ η ιστορία εκτυλίσσεται κυρίως από το καλοκαίρι του 1916 – πριν τον σχηματισμό της Προσωρινής Κυβέρνησης – έως τους πρώτους μήνες του 1917. Τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι δεν επρόκειτο απλώς για φόβους που καλλιέργησαν οι σύμμαχοι και οι βενιζελικοί, όπως έχει υποστηριχτεί, [3] αλλά για πραγματικά σχέδια που είχαν βάση και δυνατότητες πραγματοποίησης.

 

Γεώργιος Στρέιτ (1868-1948) καθηγητής νομικής, πολιτικός. Στενός φίλος του βασιλιά Κωνσταντίνου, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο ως σύμβουλός του στα γεγονότα του Εθνικού Διχασμού.

 

Πρώτα από όλα πρέπει να καταστεί σαφές ότι τα σχέδια στα οποία θα αναφερθούμε εντάσσονταν απολύτως στο ευρύτερο πλαίσιο των στρατιωτικών σχεδιασμών και επιχειρήσεων της Γερμανίας στο Ανατολικό μέτωπο εκείνης της εποχής. Συγκεκριμένα, ξεκίνησαν ως σκέψεις από τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του καλοκαιριού του 1916, όταν οι Γερμανοί και οι Βούλγαροι αντεπιτέθηκαν ύστερα από την αγγλογαλλική επίθεση κατά της λίμνης Δοϊράνης τον Αύγουστο (9-18), και συνεχίστηκαν με συγκεκριμένες προτάσεις μετά τη δημιουργία της Προσωρινής Κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης από τον Βενιζέλο.

 

Κωνσταντίνος Α΄, έργο του Philip de László (1868-1937) φιλοτεχνημένο τον Απρίλιο του 1914. Επιλογή εικόνας: Αργολική Βιβλιοθήκη.

 

Η αντεπίθεση της Γερμανίας και της Βουλγαρίας στα Βαλκάνια[4] πυροδότησε παρασκηνιακά μια συζήτηση που ξέφευγε από την μέχρι τότε ανοιχτά διατυπωμένη άποψη των αντιβενιζελικών και των βασιλέων περί ουδετερότητας. Και η συζήτηση αυτή αφορούσε την ένταξη της Ελλάδας στον πόλεμο με την πλευρά της Γερμανίας. Οι Γερμανοί είδαν ότι με τη βοήθεια των Βούλγαρων είχαν καταφέρει να κερδίσουν σημαντικές μάχες στα ανατολικά της Μακεδονίας εναντίον των συμμάχων, και ότι είχαν σοβαρές πιθανότητες να τους κερδίσουν και στα δυτικά, ειδικά αν κατάφερναν να εξασφαλίσουν τη συμμετοχή της βασιλικής ελληνικής κυβέρνησης και του στρατού στο πλευρό τους. Έτσι ξεκίνησαν τις διαπραγματεύσεις.[5] Κύριος μοχλός και μέσο των διαπραγματεύσεων αυτών ήταν ο στρατιωτικός ακόλουθος της γερμανικής πρεσβείας στην Αθήνα ταγματάρχης Falkenhausen (Φαλκενχάουζεν).

Συγκεκριμένα, από τα μέσα Αυγούστου και ύστερα ο ταγματάρχης πύκνωσε τις επαφές του με το παλάτι. Οι προτάσεις του Falkenhausen όμως, δεν ήταν αρκετά πειστικές για τους βασιλείς (Κωνσταντίνο και Σοφία). Ουσιαστικά τους ζητούσε να ξεκινήσουν προετοιμασίες πολέμου, καλώντας 2-3 κλάσεις στρατού,[6] χωρίς κανένα αντάλλαγμα και χωρίς καμία εγγύηση ότι θα τους βοηθούσε άμεσα και από κοντά η Γερμανία, δηλαδή ουσιαστικά στηριζόταν μόνο στα φιλογερμανικά αισθήματα του Κωνσταντίνου και στη σχέση της γυναίκας του με τον αδερφό της.

Έτσι, σε συνεργασία με τους κοντινούς τους ανθρώπους, απέρριψαν, αρχικά τουλάχιστον, τις προτάσεις, παρ’ όλο που οι φόβοι, ειδικά της Σοφίας, ότι οι σύμμαχοι μπορεί να επέβαλλαν τελικά τον Βενιζέλο συλλαμβάνοντας τους βασιλείς, εκφράζονταν στο κοντινό τους περιβάλλον,[7] – άλλωστε η χώρα δεν είχε ακόμη διαιρεθεί. Παρ’ όλα αυτά οι συναντήσεις δεν σταμάτησαν. Αντιθέτως, τον Σεπτέμβρη του 1916 πύκνωσαν τόσο, που δικαίως προκάλεσαν διάφορα σχόλια στον Τύπο και την κοινή γνώμη, αλλά και διαμαρτυρίες ξένων πρεσβευτών που εύλογα πίστευαν ότι οι βασιλείς συνεννοούνταν έξοδο της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας,[8] – ειδικά αν λάμβανε κανείς υπόψη του και την πρόσφατη (Μάιος 1916) παράδοση του Ρούπελ στη Βουλγαρία.

Η στάση των βασιλικών απέναντι στις γερμανικές προτάσεις φάνηκε να αλλάζει με την άφιξη του Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη, τον Σεπτέμβριο του 1916, όταν την ημέρα που έμαθαν ότι ο Βενιζέλος πάει στη Θεσσαλονίκη, ο Στρέιτ έγραφε ότι «ο Πρωθυπουργός και ο υπουργός των εξωτερικών, λέγει, ήσαν το πρωί πανικόβλητοι, συνεβούλευον δ’ ότι πρέπει να εξέλθωμεν αμέσως της ουδετερότητος».[9] Αυτό βέβαια δεν έγινε, όμως η ταυτόχρονη σκλήρυνση της στάσης των συμμάχων και η ανοιχτή συμμαχία τους με τον Βενιζέλο, οδήγησε σε σοβαρές σκέψεις ακόμη και για δημοψήφισμα για την έξοδο της Ελλάδας στον πόλεμο – σχέδιο το οποίο εγκρίθηκε από το συμβούλιο του στέμματος και ανατέθηκε στους Γούναρη και Ζαΐμη.[10]

 

Εθνικός Διχασμός: Πρωτοσέλιδο με τον Ελευθέριο Βενιζέλο και το βασιλιά Κωνσταντίνο, με τον τίτλο «Η Ελλάδα δεν είναι πια ουδέτερη». Εφημερίδα The New York Times: Mid-week pictorial, Σεπτέμβριος 1916.

 

Παρ’ όλα αυτά, όμως, και παρά τις συνεχιζόμενες πιέσεις του Φαλκενχάουζεν, οι βασιλικοί παρέμεναν αναποφάσιστοι. Καταλύτης στον τρόπο που έβλεπαν τα πράγματα υπήρξαν τα Νοεμβριανά, τα οποία τους ανάγκασαν να στρέψουν τις όποιες ελπίδες τους πλέον αποκλειστικά σε μια επέμβαση της Γερμανίας. Άλλωστε οι Γερμανοί τούς είχαν εγγυηθεί από νωρίτερα ότι σε ενδεχόμενη σύγκρουση με τους συμμάχους στον βορρά, θα νικούσαν.[11] Και η πρότασή τους αυτή τη φορά δεν αφορούσε απλώς μια μετριοπαθή στάση – όπως ουδετερότητα, επιστράτευση, κ.λπ.-, αλλά ένα σχέδιο αντεπίθεσης: οι βασιλικές στρατιωτικές δυνάμεις θα επιτίθονταν από τον νότο και οι Γερμανοί θα εισέβαλλαν από τον βορρά, δημιουργώντας ένα διπλό μέτωπο που δύσκολα θα μπορούσε να αντιμετωπίσει η Στρατιά της Ανατολής.

Το πρόβλημα, βέβαια, ήταν ότι οι σύμμαχοι ζητούσαν πλέον (Δεκέμβρης 1916) την αποχώρηση των βασιλικών στρατευμάτων από τη Θεσσαλία, πράγμα που θα δυσκόλευε εξαιρετικά τους βασιλικούς στο κοινό σχέδιο με τους Γερμανούς. Γι’ αυτό τον λόγο είχαν ξεκινήσει τη συγκρότηση ομάδων ατάκτων που θα δρούσαν στα βόρεια της Θεσσαλίας, με στόχο να βοηθήσουν στην αναχαίτιση ενδεχόμενης προέλασης της Στρατιάς της Ανατολής προς τα νότια, αλλά και την αναμενόμενη γερμανική επίθεση από τον βορρά.

Τις άτακτες αυτές ομάδες, τις οργάνωνε ο ταγματάρχης Φαλκενχάουζεν,[12] με βασικό βοηθό του τον επίστρατο Φραγκίσκο[13] και τον Καραβίτη. Για τον εξοπλισμό τους είχαν προβλεφθεί 5.000 τυφέκια, 6 μυδραλιοφόρα και 11 κανόνια, με τα παρελκόμενά τους, και τις προμήθειες.[14] Μάλιστα, στη δημιουργία αυτών των ομάδων ενεργό ρόλο φαίνεται πως είχε παίξει η βασίλισσα Σοφία, η οποία εκτός των συναντήσεων που προαναφέρθηκαν στην Αθήνα με τον Φαλκενχάουζεν, είχε και μυστική αλληλογραφία μαζί του, με τηλεγραφήματα μέσω Βερολίνου. Η δράση της (μέσω αλληλογραφίας) πρέπει να έγινε πιο έντονη μετά τα Νοεμβριανά του 1916, οπότε τρομοκρατημένη έγραφε: «Από θαύμα σωθήκαμε μετά τον τρίωρο βομβαρδισμό εναντίον του παλατιού […] σωθήκαμε κατεβαίνοντας στα υπόγεια […] περιμένουμε τα πάντα τώρα […] σας παρακαλώ να μας πληροφορήσετε πότε ο στρατός της Μακεδονίας θα είναι έτοιμος με ενισχύσεις ώστε να περάσει στην αντεπίθεση. Πείτε στον Φαλκενχάουζεν να επικοινωνήσει μαζί μας πριν φύγει για τη Μακεδονία. Σοφία».[15]

 

Η βασίλισσα Σοφία της Ελλάδας. Στην φωτογραφία το 1887 ως πριγκίπισσα της Πρωσίας και της Γερμανίας. National Portrait Gallery, London.

 

Η βασίλισσα Σοφία της Ελλάδας (1870-1932) αδελφή του Γερμανού αυτοκράτορα Γουλιέλμου Β΄. Στην φωτογραφία το 1887 ως πριγκίπισσα της Πρωσίας και της Γερμανίας. National Portrait Gallery, London.

 

Το σχέδιο λοιπόν ήταν να λειτουργήσουν οι άτακτες ομάδες συμπληρωματικά στην κινητοποίηση των βασιλικών στρατευμάτων, σε περίπτωση που υποχωρούσαν στα βόρεια της Πελοποννήσου. Ακόμη όμως και σε αυτή την περίπτωση, οι βασιλικοί είχαν έτοιμο σχέδιο να επαναφέρουν άμεσα τα στρατεύματά τους στη Στερεά – πράγμα που δικαιολογεί και την πρωθύστερη ανησυχία των βενιζελικών και των συμμάχων.[16] Αν ο γερμανικός στρατός κατέβαινε προς τον νότο, οι βασιλικοί θα προέλαυναν προς βορρά, έχοντας έτοιμα τα αντάρτικα σώματα που θα καθυστερούσαν τη Στρατιά της Ανατολής μέχρι να φτάσουν.

 

Ο Βενιζέλος μετακινείται από τα Χανιά στη Θεσσαλονίκη, όπου δημιουργεί την Προσωρινή Κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης. Η πρώτη σελίδα του «Exelsior» που απεικονίζει την άφιξη του Βενιζέλου και την υποδοχή του από τον στρατηγό Sarrail, διοικητή του Armée d’ Orient. «Exelsior», Οκτώβριος 1916.

 

Το δεύτερο όμως, και μεγαλύτερο, πρόβλημα των βασιλικών ήταν ότι οι Γερμανοί δεν φαίνονταν διατεθειμένοι να αναλάβουν την πρωτοβουλία της επίθεσης. Άφηναν μεν να κυκλοφορούν φήμες πως θα επέμβουν, αλλά υποδείκνυαν στα τηλεγραφήματά τους στους βασιλείς να ενεργήσουν πρώτοι. Οι γερμανοί στρατηγοί έβλεπαν ότι το θέατρο των επιχειρήσεων στα Βαλκάνια είχε αλλάξει σε σχέση με το καλοκαίρι και ότι η Στρατιά της Ανατολής είχε δυναμώσει κι άλλο. Ταυτοχρόνως, είχαν να αντιμετωπίσουν το πολύ σοβαρό πρόβλημα της Ρουμανίας. Δεν ήταν λοιπόν έτοιμοι να αναλάβουν ένα καινούργιο μέτωπο, αν δεν είχαν ενδείξεις ότι υπάρχει σοβαρή στρατιωτική δύναμη που θα βοηθούσε. Αν οι συρράξεις ξεκινούσαν και οι συμμαχικές δυνάμεις βρίσκονταν απασχολημένες στον νότο, θα ήταν μια πολύ καλή ευκαιρία για αυτούς να χτυπήσουν από τον βορρά. Στις 3 Δεκεμβρίου, ο Κάιζερ έγραφε σχεδόν εκβιαστικά στη Σοφία:

 

Είδα τους κινδύνους που εσύ και ο Τίνο περάσατε […] Η Αντάντ έδειξε ποιος είναι πλέον ο σκοπός της […] O Τίνο δεν έχει πλέον άλλη επιλογή παρά να στραφεί ανοιχτά εναντίον των σφαγέων του. Η παρέμβαση του Τίνου με τις συνεργαζόμενες δυνάμεις του εναντίον της δυτικής πτέρυγας του Σαράιγ θα φέρει τη λύση για την απόφαση σχετικά με τη Μακεδονία και την απελευθέρωση της φτωχής Ελλάδος. Ο Τίνο το ξέρει. Σκεφτόμενος εσένα και τον Τίνο, Βίλχελμ.[17]

 

Για τους βασιλικούς όμως, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Αν δεν ερχόταν σε βοήθειά τους η Γερμανία, θεωρούσαν πως ήταν χαμένοι και ότι οι βασιλείς θα βρίσκονταν σε κίνδυνο. Πώς θα αναλάμβαναν πρώτοι την πρωτοβουλία μιας επίθεσης, χωρίς να γνωρίζουν αν τελικά θα τους βοηθήσουν εγγυημένα οι Γερμανοί; Θα ήταν σαν άλμα στο κενό. Επιβεβαιώνοντας λοιπόν την πρόθεσή τους να υλοποιήσουν το κοινό σχέδιο, προσπαθούσαν να πείσουν τους Γερμανούς να επιτεθούν αυτοί πρώτοι. Γι’ αυτόν τον λόγο και η Σοφία απαντούσε έξυπνα στις 26 Δεκεμβρίου στον αδελφό της πως, δεδομένης της κατάστασης για τους γερμανόφιλους στην Ελλάδα:

 

[…] η λύση που προτείνεις είναι η μόνη πιθανή, καθώς εάν επιτεθείτε εσείς στον Σαράιγ από βόρεια, θα αναγκαστεί να υποχωρήσει προς τα νοτιοανατολικά, όπου θα τον περιμένει ο δικός μας στρατός. Αυτή τη στιγμή όμως η απόσταση είναι μεγάλη, οι επικοινωνίες αποκομμένες και οι προμήθειες ελάχιστες. Μια δική σας αποφασιστική και άμεση επίθεση θα δημιουργούσε για την Ελλάδα τις προϋποθέσεις για επέμβαση και για έξοδο από τη φρικτή κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε. Σε φιλώ, Σοφία.[18]

 

Ουσιαστικά, δηλαδή, προσπαθούσε να ερμηνεύσει την απάντηση του Κάιζερ ως πρωτοβουλία επίθεσης πρώτα από μέρους τους. Ταυτόχρονα, και οι υπόλοιποι βασιλικοί αποφάσισαν να πιέσουν. Στις 31 Δεκεμβρίου ο Ζαλοκώστας τηλεγραφούσε στον Θεοτόκη, στο Βερολίνο, τα αιτήματα των συμμάχων μετά τα Νοεμβριανά, περί εκκένωσης της Θεσσαλίας και απομάκρυνσης του στρατού στη βόρεια Πελοπόννησο, και ζητούσε να μάθει αν η επίθεση των Γερμανών στη Θράκη θα ξεκινούσε και πότε, ώστε να οργανώσουν την απάντησή τους στους συμμάχους. Δύο μέρες αργότερα, μετέφερε τηλεγράφημα της Σοφίας που προσπαθούσε να πιέσει να ξεκινήσει η επίθεση όσο το δυνατόν πιο γρήγορα (2.1.1917).[19] Παράλληλα με τον Ζαλοκώστα, και ο Θεοτόκης τηλεγραφούσε στον Κωνσταντίνο στις 30 Δεκεμβρίου 1916, λέγοντάς του ότι είδε τον Ζίμερμαν που συμφωνούσε μεν με τη γερμανική αντεπίθεση από τον βορρά, ωστόσο έπρεπε να πάρει την έγκριση του Χίντεμπουργκ. Ο Θεοτόκης ζητούσε να λάβει σαφή απάντηση αν θα γίνει η επίθεση. Αν αυτό δεν γινόταν, τότε το βασιλικό συμβούλιο, – «αν και θα ήθελε πάρα πολύ» [sic] -, δεν μπορούσε να αναλάβει καμία δράση.[20]

 

Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α΄ της Ελλάδας στο γραφείο του, με τη βασίλισσα Σόφια την 1η Φεβρουαρίου 1921. Bibliothèque nationale de France.

 

Γεώργιος Θεοτόκης (1844 – 1916). Πολιτικός, διετέλεσε τέσσερις φορές πρωθυπουργός της χώρας στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα. Κατά την περίοδο του Εθνικού Διχασμού υποστήριξε την ουδετερότητα και την ελληνογερμανική προσέγγιση, συνταχθείς με τον βασιλιά Κωνσταντίνο και τις αντιβενιζελικές δυνάμεις.

Σε αυτές τις πιέσεις οι Γερμανοί απάντησαν ζητώντας ξανά την εγκατάλειψη της θέσης ουδετερότητας και την ένταξη στον πόλεμο φανερά, με το πλευρό της Γερμανίας. Μάλιστα, σε τηλεγραφήματα του Θεοτόκη αναφέρονταν τα οφέλη που θα υπήρχαν για τη χώρα από τη συνεργασία με Βουλγαρία και Τουρκία. Επίσης ρωτούσαν αν τα στρατιωτικά σώματα, που βρίσκονταν πίσω από τη συμφωνηθείσα με τους συμμάχους γραμμή, θα προχωρούσαν πάνω από τη γραμμή ουδετερότητας, ώστε τη στιγμή που θα ερχόταν ο γερμανικός στρατός να τους συναντούσε ευκολότερα στην Καβάλα. Αυτή όμως η λύση δεν ήταν δυνατή, όπως αρχικά ανέφεραν οι έλληνες αξιωματούχοι και στη συνέχεια και ο ίδιος Φαλκενχάουζεν.

Ένα από τα προβλήματα του σχεδίου ήταν η διάσπαση των αντιβενιζελικών δυνάμεων σε διαφορετικά σημεία. Στη μεταξύ τους αλληλογραφία για το παραπάνω σχέδιο, ο γερμανός στρατηγός πρότεινε στον Κωνσταντίνο να συγκεντρώσει τις δυνάμεις του στην Καβάλα, τη Δράμα και τις Σέρρες, και να τις θέσει υπό τις διαταγές του Makheuser, ενώ ο ίδιος (ο Κωνσταντίνος) θα συγκέντρωνε υπό τις διαταγές του τους στρατιώτες που είχαν αποχωρήσει από τη Θεσσαλονίκη και αυτούς που βρίσκονταν ακόμη εκεί και όλες τις υπόλοιπες δυνάμεις της Παλαιάς Ελλάδας που βρίσκονταν διασκορπισμένες. Τότε θα έρχονταν οι Γερμανοί και οι Βούλγαροι στο Μοναστήρι και θα άρχιζε η επίθεση.

Όμως, τα Νοεμβριανά, οι απαιτήσεις των συμμάχων που ήταν ασφυκτικές, ο αποκλεισμός, η δημιουργία της ουδέτερης ζώνης στη Θεσσαλία, η επικείμενη αποχώρηση των βασιλικών στρατευμάτων από την περιοχή και η συγκέντρωσή τους στο βόρειο μέρος της Πελοποννήσου, είχαν δημιουργήσει ένα κλίμα που, όσο περνούσε ο καιρός, γινόταν όλο και πιο δύσκολο για τους βασιλικούς. Οι περιορισμοί στις επικοινωνίες, η εξάντληση των αποθεματικών συντήρησης των υπαρχόντων στρατευμάτων λόγω του αποκλεισμού και η σταδιακή ενδυνάμωση της Στρατιάς της Ανατολής, είχαν φτάσει στα όριά τους τους βασιλικούς, τη στιγμή μάλιστα που οι φόβοι ότι οι σύμμαχοι θα κατέβαιναν προς τον νότο ανά πάσα στιγμή, με τελικό στόχο τη σύλληψη του βασιλιά και την επιβολή του Βενιζέλου, αυξάνονταν. Έτσι η ανάγκη επέμβασης του γερμανικού στρατού ήταν περισσότερο επιτακτική από ποτέ, και όσο καθυστερούσε, τόσο αυξάνονταν οι φόβοι και οι ανασφάλειες των βασιλικών. Εκείνη την περίοδο η βασίλισσα έγραφε: «αν η επίθεση δεν γίνει γρήγορα, θα είναι πολύ αργά».[21]

Ευγένιος Ζαλοκώστας (1855-1919 ). Διπλωμάτης, υπουργός εξωτερικών της Ελλάδας στην κυβέρνηση Σπυρίδωνος Λάμπρου στα χρόνια 1916-1977.

Τη στιγμή λοιπόν, που ακόμη και η διατήρηση των ομάδων ατάκτων του Φαλκενχάουζεν είχε καταστεί δυσχερής, καθώς οι προμήθειες είχαν σχεδόν τελειώσει – όπως τηλεγραφούσε η Σοφία στις 2 Ιανουάριου 1917 – και που ο Ζαλοκώστας απευθυνόταν με αγωνία στον Θεοτόκη στο Βερολίνο, ζητώντας του να μάθει πότε επιτέλους θα ξεκινούσε η γερμανική επίθεση,[22] οι Γερμανοί φαίνεται ότι είχαν εγκαταλείψει πια οριστικά το σχέδιο της επίθεσης στη Στρατιά της Ανατολής. Και δεν ήταν μόνο οι καθυστερήσεις που οδηγούσαν σε αυτό το συμπέρασμα, αλλά και η επικέντρωση σε έναν άλλο στόχο: αυτόν της σωτηρίας των βασιλικών όπλων από τα χέρια των βενιζελικών και των συμμάχων.

Στις αρχές Ιανουάριου ο Θεοτόκης τηλεγραφούσε από το Βερολίνο (5.1.1917) ότι οι Γερμανοί ζητούσαν διαβεβαίωση πως η Αθήνα θα φροντίσει ώστε τα όπλα τους να μην πέσουν στα χέρια των συμμάχων και, σε περίπτωση που χρειαζόταν, να τα καταστρέψουν – θα τους αποζημίωναν οι ίδιοι οι Γερμανοί. Οι προσπάθειες μεταφοράς των όπλων αυτών στην Πελοπόννησο μετά τις 19 Ιανουάριου έβαζαν στην ουσία τέλος στις ελπίδες των βασιλικών,[23] παρ’ όλες τις διαβεβαιώσεις των Γερμανών στον Ζαλοκώστα ότι η επίθεση θα γίνει τελικά, αλλά μετά το τέλος της επίθεσης στη Ρουμανία.[24]

Η μόνη δραστηριότητα που μάλλον διατηρήθηκε για κάποιον καιρό ακόμη ήταν οι ομάδες των Φαλκενχάουζεν και Φραγκίσκου, για τη μεγάλη σημασία των οποίων τηλεγραφούσε η Σοφία στις 14 Ιανουάριου 1917. Φαίνεται ότι οι ομάδες αυτές ήταν ακόμη χρήσιμες για την απόκρυψη των όπλων και για τις απαραίτητες μικροσυμπλοκές που χρειάζονταν στη ζώνη ουδετερότητας για να δείξουν ότι οι βασιλικοί δεν θα παραδίδονταν αμαχητί.

Από τα παραπάνω φαίνεται πως το πρόβλημα ήταν ότι καμιά από τις δυο πλευρές δεν ήταν διατεθειμένη να κάνει το πρώτο βήμα χωρίς τις απαραίτητες εξασφαλίσεις. Οι Γερμανοί του Κάιζερ δεν μπορούσαν να στείλουν πρώτοι στρατό να αντιπαρατεθεί σε μια τεράστια στρατιά, όπως αυτή του Σαράιγ, χωρίς να είναι σίγουροι ότι τους ευνοούσαν οι συνθήκες. Και αν οι συνθήκες έμοιαζαν ευνοϊκές για αυτούς μετά το καλοκαίρι του 1916, η είσοδος της Ρουμανίας στον πόλεμο, το φθινόπωρο, με την πλευρά των συμμάχων, σίγουρα άλλαξε άρδην τα δεδομένα. Αυτό εξηγεί και την αναποφασιστικότητα του Χίντεμπουργκ – την οποία θεωρούσαν υπεύθυνη για τη συνεχή αναβολή της γερμανικής επίθεσης τόσο ο Ζαλοκώστας, όσο και ο Θεοτόκης.[25] Ο επικεφαλής του γερμανικού στρατού παρ’ όλα αυτά δεν ήθελε να αποκλείσει το ενδεχόμενο ανοίγματος ενός νέου μετώπου για τους συμμάχους στον νότο, τη στιγμή που ήταν απασχολημένοι στον βορρά. Ούτε όμως και ο Κωνσταντίνος και η Σοφία μπορούσαν να αρχίσουν πρώτοι τις διαδικασίες σύγκρουσης με τους συμμάχους, καθώς θα διακινδύνευαν την απόλυτη καταστροφή των δυνάμεών τους, σε περίπτωση που οι Γερμανοί αποφάσιζαν τελικά να μην έρθουν σε βοήθεια. Έτσι, η όλη προσπάθεια διακόπηκε ουσιαστικά στις αρχές του 1917, βάζοντας τέλος στις βασιλικές ελπίδες, παρ’ όλο που τα αντάρτικα σώματα του Φαλκενχάουζεν συνέχισαν να δρουν τουλάχιστον έως τον Μάιο του 1917.[26]

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Νικ. Πετσάλης – Διομήδης, «Τη Σμύρνη ή την Πόλη; Μια εναλλακτική λύση που ο Βενιζέλος απέρριψε μάλλον βεβιασμένα» και Γ. Πικρός, «Ο Βενιζέλος και το κυπριακό ζήτημα», Θ. Βερέμης, Οδ. Δημητρακόπουλος (επιμ.), Μελετήματα γύρω από τον Βενιζέλο και την εποχή του, Αθήνα, Φιλιππότης, 1980, σ. 101-118.

[2] Στο επίπεδο των φόβων μάλιστα, παρατηρείται το εξής παράδοξο: οι αντιβενιζελικοί φαίνεται ότι φοβούνταν οποιαδήποτε ανάμιξη στον πόλεμο, υπολογίζοντας σοβαρά και την περίπτωση νίκης των Κεντρικών Δυνάμεων – πράγμα διόλου απίθανο το 1915 ως πιθανότητα -, ενώ οι βενιζελικοί, όπως φαίνεται και από τη μετέπειτα ιστοριογραφία του Διχασμού, δεν φαίνεται να φοβούνταν καθόλου ένα τέτοιο ενδεχόμενο.

[3] Για να απαιτήσουν την αποστράτευση και μεταφορά των βασιλικών δυνάμεων στην Πελοπόννησο και την παράδοση του πολεμικού υλικού και του στόλου, βλ. Πετσάλη- Διομήδη, Η Ελλάδα των δύο κυβερνήσεων, σ. 39-40.

[4] Η οποία ήταν γνωστή εκ των προτέρων στο παλάτι – ο Θεοτόκης είχε τηλεγραφήσει για αυτήν από το Βερολίνο από τις 4 Αυγούστου – χωρίς όμως να είναι γνωστή και η έκτασή της («Δεν γνωρίζω αν αυτή η επίθεση θα είναι αποφασιστική και γρήγορη, υποθέτω ότι θα είναι περιστασιακή»), ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, Αρχείο Μερκάτη, φ. 4, Θεοτόκης προς βασιλιά Κωνσταντίνο, 4.8.1916.

[5] Παρασκηνιακά βέβαια οι Γερμανοί είχαν προσπαθήσει και νωρίτερα να προσεγγίσουν τη βασιλική κυβέρνηση, για παράδειγμα υποσχόμενοι χρηματική βοήθεια για να κερδίσουν τις εκλογές – πρόταση την οποία απέρριψαν οι Σκουλούδης και Γούναρης – αλλά και μέσω παραινέσεων του αυτοκράτορα της Γερμανίας προς τον Κωνσταντίνο. ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, Αρχείο Στρέιτ, «Ημερολόγιο Στρέιτ», 6 και 7.7.1916.

[6] ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, Αρχείο Στρέιτ, «Ημερολόγιο Στρέιτ», 31.8.1916.

[7] ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, «Ημερολόγιο Στρέιτ», 4.7.1916. Αυτοί οι φόβοι του παλατιού πάντως δεν φαίνεται να ήταν γνωστοί στον Φαλκενχάουζεν, αφού δεν τους χρησιμοποίησε καθόλου ως μέσο πίεσης.

[8] Βλ. διαμαρτυρίες Guillemin, ο οποίος κατηγορούσε τους βασιλείς ότι έκαναν σαφείς διακρίσεις («Ημερολόγιο Στρέιτ», 13.8.1916). Ειδικά με τη Σοφία υπήρχε πιο συχνή επαφή. Ο Στρέιτ έγραφε στο προσωπικό του ημερολόγιο «Αληθώς εις την Βασίλισσαν έρχονται συχνάκις την Κυριακήν, λέγει ο Βασιλεύς, αλλ’ αυτός (ο Βασιλιάς) δεν τους είδεν ή σπανιώτατα ακριβώς κατερχόμενος την ώραν εκείνη, ανά πάσαν Κυριακήν εις της Πριγκηπίσσης Ελένης» («Ημερολόγιο Στρέιτ», 6.9.1916).

[9] ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, «Ημερολόγιο Στρέιτ», 12.9.1916.

[10] ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, «Ημερολόγιο Στρέιτ», 8.11.1916.

[11] ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, «Ημερολόγιο Στρέιτ», 31.8.1916.

[12] Πετσάλη-Διομήδη, Η Ελλάδα των δύο κυβερνήσεων, σ. 70. Για την οργάνωση βλ. και τηλεγράφημα Ζαλοκώστα, 17.12.1916, ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, Αρχείο Μερκάτη, φ. 5, υπ. 2.

[13] ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, Αρχείο Μερκάτη, φ. 4, υπ. 2, Ζαλοκώστας προς Θεοτόκη, 14.1.1917.

[14] Θεωρούσε μάλιστα πως ένα περιστατικό στην Κορυτσά θα έδινε πάτημα για την ανάπτυξη αυτών των δυνάμεων ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, Αρχείο Μερκάτη, φ. 4, υπ. 2, Τηλεγράφημα Ζαλοκώστα, 17.12.1916.

[15] ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, Αρχείο Μερκάτη, Τηλεγράφημα Θεοτόκη, 23.11.1916.

[16] Οι σύμμαχοι και οι βενιζελικοί ανησυχούσαν αμέσως μετά τα Νοεμβριανά για το ενδεχόμενο ένοπλης σύρραξης στη Θεσσαλία. Γι’ αυτό και είχαν επιμείνει τόσο στη μεταφορά του βασιλικού στρατού στην Πελοπόννησο· βλ. Γιάνν. Μουρέλος, Τα «Νοεμβριανά» του 1916, Αθήνα, Πατάκης, 2007, σ. 313.

[17] ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, Αρχείο Μερκάτη, Τηλεγράφημα Θεοτόκη 3.12.1916.

[18] ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, Αρχείο Μερκάτη, Τηλεγράφημα Θεοτόκη 26.12.1916.

[19] ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, Αρχείο Μερκάτη, φ. 4, υπ. 2, Ζαλοκώστας προς Θεοτόκη 31.12.1916 και 2.1.1917.

[20] ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, Αρχείο Μερκάτη, φ. 4, υπ. 2, Ζαλοκώστας προς Θεοτόκη 30.12.1916.

[21] ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, Αρχείο Μερκάτη, φ. 4, υπ. 2, Ζαλοκώστας προς Θεοτόκη 2.1.1917.

[22] ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, Αρχείο Μερκάτη, φ. 4, υπ. 2, Ζαλοκώστας προς Θεοτόκη 6.1.1917.

[23] ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, Αρχείο Μερκάτη, φ. 4, υπ. 2, Ζαλοκώστας προς πρέσβη στο Βερολίνο (20.1.1917), όπου του αναφέρει ότι όπλα και πυρομαχικά θα μεταφερθούν στην Πελοπόννησο.

[24] Στο ίδιο.

[25] ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, Αρχείο Μερκάτη, cp. 4, υπ. 2, Αλληλογραφία Ζαλοκώστα-Θεοτόκη 30.12.1916 και 13.1.1917.

[26] Βλ. συγκρούσεις με βενιζελικές και συμμαχικές δυνάμεις τον Μάιο του 1917 στην ουδέτερη ζώνη· ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, Αρχείο Μερκάτη, φ. 5, Έκθεση του διοικητή του Γ’ Σώματος Στρατού.

 

Δημήτρης Μπαχαράς

Ο Δημήτρης Μπαχάρας είναι ιστορικός και εργάζεται στο Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης (ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ).  Έχει σπουδάσει στο Λονδίνο (MA, King’s College) και το Παρίσι (διδακτορικό, EHESS) και τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα επικεντρώνονται στην περίοδο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, σε θέματα δημοκρατίας, φασισμού και αντικομμουνισμού την περίοδο του Μεσοπολέμου, καθώς και στην ιστορία των προκρίτων της Πελοποννήσου του 19ου αιώνα. Έχει συμμετάσχει σε συνέδρια στο εξωτερικό και την Ελλάδα και άρθρα του έχουν δημοσιευτεί σε συλλογικούς τόμους και επιστημονικά περιοδικά στη Γαλλία και την Ελλάδα.

«Φόβοι και ελπίδες στα νεότερα χρόνια», Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών (Ε.Ι.Ε.). Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών, Αθήνα, 2017.

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που παρατίθενται στο κείμενο, οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

Διαβάστε ακόμη:

 

Δαναός – Η Εφημερίδα του Συλλόγου Αργείων «Ο Δαναός»

$
0
0

Δαναός – Η Εφημερίδα του Συλλόγου Αργείων «Ο Δαναός»


  

Tα Χριστούγεννα της 25ης Δεκεμβρίου 1895 τυπώθηκε το πρώτο φύλλο της πέμπτης κατά σειρά Αργείτικης εφημερίδας η οποία μετά από μια πορεία δέκα ετών, το 1905 διέκοψε  την κυκλοφορία της έχοντας ολοκληρώσει τον κύκλο της.

 

Εφημερίς του ομωνύμου Συλλόγου εκδιδομένη κατά Κυριακήν. Άργος, 25 Δεκ. 1895 – 5 Αυγ. 1901, αρ. φ. 1- 125. Διευθυντής: Χρηστός Παπαοικονόμος (25 Δεκ. 1895 – 5 Σεπτ. 1898, αρ. φ. 1- 70 και 27 Μαΐου 1900 – 5 Αυγ. 1901, αρ. φ. 100-125), σχολάρχης, πρόεδρος του Συλλόγου Αργείων ο «Δαναός». Άλλος υπότιτλος: Εφημερίς του ομωνύμου Συλλόγου εκδιδομένη δις του μηνός (1 Ιαν. 1898 – 5 Αυγ. 1901, αρ. φ. 54-125). Εβδομαδιαία και από 1 Ιαν. 1898 δεκαπενθήμερη (αρ. φ. 54), τετρασέλιδη και δίστηλη, διαστάσεων 31×23 εκ. περίπου. Τιμή φύλλου: 10 λεπτά έως και το φ. 71, 23 Σεπτ. 1898· μετά δεν αναγράφεται τιμή. Ετήσιες συνδρομές: εσωτερικού 12 δρχ. και εξωτερικού 5 χρυσά φράγκα· από 1 Ιαν. 1898 (αρ. φ. 54) μειώνεται σε 4 δρχ. για το εσωτερικό και 4 χρυσά φράγκα για το εξωτερικό. Τυπωνόταν στο τυπογραφείο του Ανάργυρου Τημελή, το μοναδικό του Άργους.

Διέπεται από τις αρχές του ομώνυμου συλλόγου. Αποβλέπει κυρίως στην ηθική και πνευματική προαγωγή του λαού και στην υπόδειξη της «αληθούς ευδαιμονίας». Στόχο έχει να μεταδίδει στους απανταχού Αργείους την κοινωφελή εργασία του συλλόγου και τα όσα συμβαίνουν στην επαρχία του Άργους, ώστε να «χρησιμεύση ως σύνδεσμος πατριωτικός».

 

Εφημερίδα «Δαναός»

 

Ο τίτλος παραχωρήθηκα από τον I. Υψηλάντη που εξέδιδε παλιότερα τοπική εφημερίδα με την ίδια ονομασία. Δεν ενδιαφέρεται καθόλου για πολιτικά ζητήματα· περιορίζεται σε άρθρα ηθικοθρησκευτικού περιεχομένου, ειδήσεις τοπικού ενδιαφέροντος, πληροφορίες γύρω από τη δράση του συλλόγου ή κείμενα για εκλιπόντες ευεργέτες του, αλλά και ιστορικές μελέτες για τοπικά κυρίως δέματα. Ο Δαναός αναφέρει ότι η κάλυψη της ύλης εναπόκειται στη φιλόφρονη συνδρομή άρθρων και πληροφοριών εκ μέρους των αναγνωστών. Τα περισσότερα άρθρα είναι ανυπόγραφα· παρουσιάζονται όμως τα ονόματα του Δημοσθένη Δ. Δεσμίνη και του αντιπροέδρου του συλλόγου Δ. Κ. Βαρδουνιώτη.

Συχνά τα φύλλα κυκλοφορούν διπλά, παραμένοντας όμως πραγματικά διπλά (οχτασέλιδα, όπως στις 10 Ιαν. 1899, αρ φ. 88/89). Ο πόλεμος του 1897 επιβάλλει διακοπή της έκδοσης (με την επιστράτευση κλείνει προσωρινά το τυπογραφείο ελλείψει εργατών). Η εφημερίδα όμως «επανέρχεται» με «μεταρρυθμίσεις τινάς εις την έκδοσιν», που σημαίνουν την «δεκαπενθημερίαν» και ανάλογη ελάττωση της συνδρομής. Ταυτόχρονα όμως υπογραμμίζεται στους Αργείους και στους φίλους του συλλόγου ότι σ’ αυτούς εναπόκειται να ενισχύσουν την εκδοτική προσπάθεια, ώστε να ξαναγίνει εβδομαδιαία. Η ενίσχυση αυτή όχι μόνο δεν ήρθε, αλλά η μη καταβολή των συνδρομών θα οδηγήσει τον Δαναό, ύστερα από επανειλημμένες «παρακλήσεις», να διακόψει οριστικά την κυκλοφορία του, αφού προηγουμένως αραίωσε η τακτική κυκλοφορία του.

Βιβλιοθήκη – Αρχείο: ΒΣΑΔ – Βιβλιοθήκη Συλλόγου Αργείων «Ο Δαναός», ΕΒΕ – Εθνική Βιβλιοθήκη Ελλάδος, (εκτός από τα φ. 2-53), Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

Σπύρος Ταλιέρης

Φιλόλογος – Εκπαιδευτικός

Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών, «Εγκυκλοπαίδεια του Ελληνικού Τύπου 1784-1974», τόμος Α΄, Αθήνα, 2008

 

Διαβάστε ακόμη:

 

 

Ο Απόλλων (11 Μαρτίου-30 Σεπτέμβρη 1831)

$
0
0

Ο Απόλλων: Εφημερίς της Ύδρας –  Το αντιπολιτευτικό όργανο των συνταγματικών κατά του Καποδίστρια


 

Η εφημερίδα «Ο Απόλλων» εκδιδόταν από τις 11 Μαρτίου ως τις 9 Οκτωβρίου 1831, από τον Αναστάσιο Πολυζωίδη (1802-1873), πολιτικό φίλο του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου και ένθερμο υποστηρικτή των δημοκρατικών και συνταγματικών θεωριών της Ιουλιανής Επανάστασης του 1830 στη Γαλλία. Πρόκειται για τον μετέπειτα δικαστικό, που δίκασε τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη το 1834 και αρνήθηκε να επικυρώσει τη θανατική του καταδίκη, με αποτέλεσμα να υποστεί διώξεις και ο ίδιος. Η εφημερίδα του Πολυζωίδη εξελίχθηκε σε αδιάλλακτο αντιπολιτευτικό όργανο, που προπαγάνδιζε ανοιχτά την εξέγερση κατά του Κυβερνήτη.

 

Ο Απόλλων Εφημερίς της Ύδρας, πολιτική και φιλολογική. Ύδρα, 11 Μαρτ. 1831 – 7 Οκτ. 1831, αρ. φ. 1 – 60. Ιδρυτής – εκδότης: Αναστάσιος Πολυζωίδης. Μότο: «Ούτε εκ του Κόσμου τον Ήλιον ούτε εκ της Ομιλίας αρτέον την Παρρησίαν» (Πλούταρχος). Από το φ. 6 (28 Μαρτ. 1831) προστίθεται το σύνθημα «Εθν. Συνέλευσις! Σύνταγμα!», το οποίο γίνεται στο φ. 46 (15 Αυγ. 1831) «Ελεύθερ’ Εκλογαί! Σύνταγμα!». Δισεβδομαδιαία (Τετάρτη και Σάββατο), τετρασέλιδη, δίστηλη, διαστάσεων 32×22 εκ. Ετήσια συνδρομή, 36 φοίνικες, κατά τετραμηνία 12 φοίνικες. Από το φ. 40 αναγράφεται η ετήσια συνδρομή σε τάλληρα, έξι και δύο αντίστοιχα. Είχε ως βάση της κυκλοφορίας της τους συνδρομητές. Ο εκδότης, που μιλά για τον «μέγαν αριθμόν των συνδρομητών μας», εξέδωσε δύο προκηρύξεις (Ναύπλιο, 19 Δεκ. 1830 και Ύδρα, 6 Μαρτίου 1831) και παραρτήματα όταν το απαιτούσε η ύλη (αρ. φ. 15, 29 Απρ. 183Τ αρ. φ. 24, 30 Μαΐου 1831· αρ. φ. 31, 24 Ιουν. 1831· αρ. φ. 42, 1 Αυγ. 1831· αρ. φ. 44-45, 12 Αυγ. 1831· αρ. φ. 48-49, 26 Αυγ. 1831· αρ. φ. 59, 30 Σεπτ. 1831). Διέθετε ιδιόκτητο τυπογραφείο όπως φαίνεται από την είδηση στο φ. 20-21 (20 Μαΐου 1831): «εξ αιτίας τίνος επισκευής, της οποίας έλαβεν εν τω μεταξύ χρείαν το ατελές πιεστήριόν μας […] ηναγκάσθημεν ν’ αναβάλωμεν το φύλλον του Σαββάτου, και να συνάψωμεν αυτό με το σημερινόν».

Αναστάσιος Πολυζωίδης

Πρόκειται για πολιτική, αντιπολιτευτική εφημερίδα, την πρώτη στην ιστορία του ελληνικού Τύπου. Το πρώτο φύλλο της, σύμφωνα με την προκήρυξη της 19ης Δεκεμβρίου 1830, θα κυκλοφορούσε στο Ναύπλιο την 1η Ιανουάριου 1831. Η απόφαση να απαγορευθεί η κυκλοφορία του Απόλλωνα και να κατασχεθεί το πρώτο φύλλο από την αστυνομία έγινε κατά παράβαση των ψηφισμάτων της Δ’ Εθνοσυνέλευσης του Άργους (1829), που όριζε τον Τύπο ανεξάρτητο και την έκδοση εντύπου χωρίς να χρειάζεται κυβερνητική άδεια.

Στις 6 Μαρτίου 1831 ο Αναστάσιος Πολυζωίδης με νέα προκήρυξη γνωστοποίησε την επανέκδοση του Απόλλωνα στην Ύδρα με την υποστήριξη της οικογένειας Κουντουριώτη. Από το πρώτο φύλλο ο εκδότης έθεσε το ζήτημα της ελευθεροτυπίας, αναφερόμενος με σειρά άρθρων του στην παρεμπόδιση της έκδοσης και κυκλοφορίας του φύλλου στο Ναύπλιο, καυτηριάζοντας τα ανελεύθερα μέτρα του Καποδίστρια.

Η αντιπολίτευση εκμεταλλεύτηκε την παραβίαση των συνταγματικών διατάξεων, εγκολπώθηκε την υπόθεση και πρόβαλε τον Απόλλωνα ως σύμβολο της διωκόμενης πολιτικής ελευθερίας. Η εξασφάλιση της έκδοσης της εφημερίδας αποτελούσε επιδίωξη της αντιπολίτευσης εφόσον θα κάλυπτε το κενό που άφησε, ύστερα από τη δίωξη της, η εφ. Ηώς (1830) του Εμμανουήλ Αντωνιάδη.

 

Το πρώτο φύλλο – 11 Μαρτίου 1831 – της αντιπολιτευόμενης τον Καποδίστρια εφημερίδας «Απόλλων».

 

Εκτός από την αρθρογραφία δημοσίευσε επίσης εσωτερική ειδησεογραφία, φιλολογία, ποίηση, αγγελίες βιβλίων κ.ά. Καταχώρησε πολλές ειδήσεις μεταφρασμένες από ξένες εφημερίδες.

Είναι έκδηλη η προσπάθεια του εκδότη Αν. Πολυζωίδη να πληροφορήσει έγκυρα το ελληνικό αναγνωστικό κοινό για τις ζυμώσεις τις πολιτικές μεταβολές, τους αγώνες των λοιπών ευρωπαϊκών κρατών για την εξασφάλιση της ανεξαρτησίας και των συνταγματικών ελευθεριών. Δημοσίευσε ψηφίσματα, διαμαρτυρίες και αναφορές των κατοίκων των διάφορων ελληνικών περιοχών για την τήρηση των νόμων και εναντίον αυθαιρέτων κυβερνητικών πράξεων, έλεγχο των νομοθετημάτων, αυστηρές επικρίσεις για υπερβάσεις της εκτελεστικής εξουσίας στα οικονομικά ζητήματα, θεωρώντας ότι η κυβερνητική πολιτική δεν ήταν εύστοχη και αποτελεσματική ως προς την αντιμετώπιση των προβλημάτων του έθνους.

Οι προσπάθειες του Καποδίστρια να παρεμποδίσει την έκδοση και την κυκλοφορία του Απόλλωνος απέτυχαν, παρότι στις 26 Απριλίου 1831 εξέδωσε τον πρώτο νόμο περί Τύπου στην Ελλάδα, με πολλά βάρη για την ελευθεροτυπία. Στην εφημερίδα θα πρέπει να αποδοθεί σημαντικό μέρος της ευθύνης για τη διάδοση του πνεύματος εμπάθειας ανάμεσα στα αντιμαχόμενα μέρη, που οδήγησε στα τραγικά γεγονότα του Αυγούστου και του Σεπτεμβρίου 1831. Στο φύλλο της 30ης Σεπτεμβρίου 1831 αναγγέλλεται ο φόνος του Καποδίστρια και εξαίρεται ο πατριωτισμός των φονέων του, τους οποίους δικαιολογεί για την πράξη τους.

Λίγες ημέρες αργότερα και συγκεκριμένα στις 9 Οκτωβρίου 1831 θα κυκλοφορήσει το τελευταίο φύλλο του «Απόλλωνα», στο οποίο ο εκδότης του δηλώνει: «Παύομεν την έκδοσιν της εφημερίδος μας, επειδή απολαύσαμεν τον σκοπόν μας – ο τύραννος δεν υπάρχει πλέον».

 

Πηγές


  • Γιούλα Κουτσοπανάγου, «Ο Απόλλων», Εγκυκλοπαίδεια του Ελληνικού Τύπου,τομ. 1ος, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών – Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα, 2008, σελ.257-258.
  • Η δίωξη της εφημερίδας «Ο Απόλλων», Ναύπλιο 1831, ο Ερανιστής, Vol 9 (1971) Χρήστος Κ. Λούκος.

Γενική Εφημερίς της Ελλάδος (1825-1832)

$
0
0

Γενική Εφημερίς της Ελλάδος (1825-1832)


 

Η Γενική Εφημερίς της Ελλάδος ήταν το επίσημο έντυπο της Διοίκησης. Κυκλοφόρησε από τις 7 Οκτωβρίου του 1825 μέχρι τις 23 Μαρτίου του 1832. Επί επτά συνεχόμενα έτη κάλυπτε τις ανάγκες της Κυβέρνησης και είναι προδρομικό έντυπο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως.

 

Ναύπλιο. 7 Οκτ. 1825 – 23 Μαρτ. 1832. Διευθυντές: Θεόκλητος Φαρμακίδης (Οκτ. 1825 – Ιούν. 1827), Γ. Χρυσίδης (Ιούν. 1827 – 8 Δεκ. 1831), Ιωάννης Γαλιάτσας (15 Δεκ. 1831 – 23 Μαρτ. 1832). Κυκλοφορούσε δύο φορές την εβδομάδα, κάθε Τετάρτη και Παρασκευή ή Σάββατο, συνήθως τετρασέλιδη, συνοδευόταν και από παραρτήματα. Η αρίθμηση ήταν συνεχής και οι διαστάσεις 29×22 εκ. Ετήσια συνδρομή: τάλαρα δίστηλα 6. Τυπογραφείο: Εθνική Τυπογραφία.

Πρόκειται για το ημιεπίσημο, αρχικά, όργανο της Διοίκησης που πρωτοκυκλοφόρησε στο Ναύπλιο. Διευθυντής της τυπογραφίας της Διοικήσεως και «εφημεριδογράφος» ορίστηκε αρχικά ο Θεόκλητος Φαρμακίδης. Αποτελεί τη μόνη εφημερίδα της εποχής με πανελλήνιο και όχι τοπικό χαρακτήρα. Δημοσίευε συστηματικά τα Πρακτικά του Βουλευτικού και του Εκτελεστικού, αλλά περιλάμβανε και πολιτικά, φιλολογικά άρθρα και ποιήματα, δοκίμια για τον πατριωτισμό, σχόλια για την κατάσταση της Ελλάδας, και γεωργικές συμβουλές (όπως το πώς φυτεύονται τα γεώμηλα), ειδήσεις του εσωτερικού και του εξωτερικού, καθώς και επιστολές των αναγνωστών. Πληροφορίες αντλούσε από τις εφ. Ανατολικός Θεατής, Εφημερίς της Σμύρνης, Εφημερίς Οδησσού, Ο Ήλιος, Συνταγματικός, αλλά και από μία πληθώρα εφημερίδων της Γαλλίας, της Αγγλίας, της Αυστρίας, της Ιταλίας, της Γερμανίας, της Μάλτας, της Ελβετίας κ.α.

 

Γενική Εφημερίς της Ελλάδος, Αίγινα, 8 Μαρτίου 1830.

 

Γενική Εφημερίς της Ελλάδος, Ναύπλιο, 1η Απριλίου 1831.

 

Γνώρισε αρκετές αλλαγές έδρας. Μεταφέρθηκε στις 24 Νοεμβρίου 1826 από το Ναύπλιο στην Αίγινα και στις 30 Μαρτ. 1827 στον Πόρο. Ο υπεύθυνος συντάκτης Θεόκλητος Φαρμακίδης παραιτήθηκε από τη θέση του τον Ιούνιο 1827 «διά περιστάσεις ιδιαιτέρας», αλλά στην πραγματικότητα διαφωνώντας με την εκλογή του Ιωάννη Καποδίστρια ως «Κυβερνήτου της Ελλάδος».

 

Γενική Εφημερίς της Ελλάδος, Αίγινα, 2 Φεβρουαρίου 1829.

 

Προστριβές μεταξύ του Θ. Φαρμακίδη και του Βουλευτικού είχαν προκύψει και νωρίτερα, τον Φεβρουάριο 1827, είχαν όμως ξεπεραστεί με την υποστήριξη των βουλευτών Σπ. Τρικούπη, Εμμ. Αντωνιάδη και Λιβέριου Λιβερόπουλου. Τη δέση του Θ. Φαρμακίδη κατέλαβε ο Γ. Χρυσίδης, ο οποίος ήταν υποστηρικτής του Ιωάννη Καποδίστρια. Από τις 22 Ιουνίου 1827 εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο υπό τη διεύθυνση του Γ. Χρυσίδη για να μεταφερθεί και πάλι στην Αίγινα στις 24 Αυγούστου 1827, όπου και παρέμεινε έως τον Οκτώβριο 1830, με ένα μηνιαίο διάλειμμα, οπότε εκδιδόταν στο Άργος. Από τις 18 Οκτωβρίου μεταφέρθηκε εκ νέου στο Ναύπλιο. Τον Δεκέμβριο 1831, τη θέση του Χρυσίδη, ως αντιπολιτευομένου τον Αυγουστίνο Καποδίστρια, κατέλαβε ο ηπειρώτης λόγιος και νομικός Ιωάννης Γαλιάτσας, έως τον Μάρτιο της επόμενης χρονιάς.

Στις 18 Απριλίου 1832 άλλαξε τον τίτλο της σε Εθνική Εφημερίς υπό την διεύθυνση και πάλι του Γ. Χρυσίδη. Τέλος, στις 16 Φεβρουάριου 1833 ο χαρακτήρας της έγινε αποκλειστικά κυβερνητικός και πήρε την ονομασία Εφημερίς της Κυβερνήσεως, ονομασία που διατηρεί έως σήμερα. Στις 21 Δεκεμβρίου 1834 μεταφέρθηκε στην Αθήνα.

Η Γενική Εφημερίς της Ελλάδος ανατυπώθηκε φωτομηχανικά: τ. Α’: 1825 και τ. Β’: 1826 (Α. Καραβίας και Ηλίας Ρίξος – Βερναρδάκης, 1969), τ. Γ’: 1827 (Ηλίας Ρίξος – Βερναρδάκης και Γιώργος Δ. Καρανικόλας, 1972), τ. Δ’: 1828 (Διονύσιος Καραβίας, 1987), τ. Ε: 1829 (Διονύσιος Καραβίας, 1993), τ. ΣΤ’: 1830 (Διονύσιος Καραβίας, 1996) και τ. Ζ’: Ναύπλιο, αρ. φ. 1/6 Ιαν. 1832 – αρ. φ. 23/29 Μαρτ. 1832 (ανατύπωση Νομαρχία Αττικής, Αθήνα 1973).

 

Βιβλιογραφία:


  • Μάγερ, Ιστορία του Ελληνικού Τύπου, τ. Α’, σ. 30-32
  • Γ. Δ. Δημακόπουλος, «Το Ιστορικόν της Γενικής Εφημερίδος της Ελλάδος (1825-1832) » στην ανατύπωση της Γενικής Εφημερίδος της Ελλάδος, του 1828 έτους, Αθήνα, Βιβλιοπωλείο Διονυσίου Νότη Καραβία, 1987, σ. ε’-νστ’.
  • Αικατερίνη Κουμαριανού, Ο Τύπος στον Αγώνα, τ. Α’, Αθήνα, Ερμής, 1971, σ. ξξ’-οδ’.

 

Έλλη Δρούλια – Μητράκου

Η Έλλη Δρούλια – Μητράκου είναι φιλόλογος και ιστορικός. Στα τέλη του 2015 ανέλαβε διευθύντρια της Βιβλιοθήκης της Βουλής των Ελλήνων.

  

Διαβάστε ακόμη:

 

Η δίωξη της Εφημερίδας «Ο Απόλλων»

$
0
0

Η δίωξη της Εφημερίδας «Ο Απόλλων»


 

Το καλοκαίρι του 1830 ο Αναστάσιος Πολυζωίδης επέστρεψε στην Ελλάδα, υστέρα από συμπληρωματικές σπουδές δύο χρόνων περίπου στο εξωτερικό. Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης είχε διαδραματίσει δευτερεύοντα ρόλο, τώρα όμως ένοιωθε αρκετά ικανός για ουσιαστικότερη παρουσία στο ελεύθερο πια κράτος. Η πολιτική κατάσταση στο μεταξύ είχε αλλάξει: το σύνταγμα της Τροιζήνας, στη σύνταξη του όποιου και ο ίδιος συνέβαλε, είχε ανασταλεί και όλη η εξουσία βρισκόταν στα χέρια του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια.

Αναστάσιος Πολυζωίδης

Ο Πολυζωίδης, σαν φιλελεύθερος, ανήκε ιδεολογικά στην αντιπολίτευση. Παρόλα αυτά θέλησε να υπηρετήσει κάτω από τις διαταγές του Κυβερνήτη, τον όποιο σεβόταν και ευγνωμονούσε για τη χρηματική ενίσχυση των σπουδών του. Στην αρχή προσπάθησε να καταλάβει υπεύθυνη θέση στον κρατικό μηχανισμό, αλλά οι ελπίδες του διαψεύστηκαν. Οι θέσεις που του πρόσφερε η Κυβέρνηση έθιγαν, κατά τη γνώμη του, τη φιλοτιμία του και, το σπουδαιότερο, δεν του παρείχαν την ευκαιρία να χρησιμοποιήσει γόνιμα όσα έμαθε σπουδάζοντας τόσα χρόνια. Η πεποίθηση ότι σαν πνευματικός άνθρωπος είχε υψηλότερη αποστολή τον ώθησε στην απόρριψή τους. Συγχρόνως άλλη απογοήτευση περίμενε τον νεαρό διανοούμενο: η επιθυμία του να εκδώσει μετάφραση της Πολιτικής Οικονομίας του Ιωσήφ Δροζίου δεν έγινε ευνοϊκά δεχτή από τον Κυβερνήτη, ο όποιος θεώρησε τους Έλληνες ανώριμους ακόμη για να ωφεληθούν από το έργο αυτό. Η δημοσιογραφία πρόβαλε τότε στον Πολυζωίδη σαν το μόνο μέσο αξιόλογης προσφοράς στους συμπολίτες του. Στην απόφασή του αυτή θα παρακινήθηκε ασφαλώς από τους αντιπολιτευόμενους την Κυβέρνηση φίλους του και ιδιαίτερα από τον παλιό του προστάτη Αλ. Μαυροκορδάτο. Οι τελευταίοι επιθυμούσαν να καλύψουν το κενό που άφησε, ύστερα από τη δίωξή της, η ανεξάρτητη εφημερίδα «Η Ηώς» του Εμμ. Άντωνιάδη.

Ο Πολυζωίδης γνωστοποίησε την έκδοση της εφημερίδας του «Ο Απόλλων» με την προκήρυξη της 13 Δεκεμβρίου 1830. Σ’ αυτή τόνιζε την ιερή αποστολή του τύπου: ότι είναι φύλακας όλων των ελευθεριών και ότι συμβάλλει ουσιαστικά στο φωτισμό του έθνους. Υποσχέθηκε την καταχώριση ειδήσεων από το εξωτερικό και διακήρυξε την αμετάτρεπτη απόφασή του να υπηρετήσει, μέσα στα όρια του νόμου και χωρίς καμιά παρέκκλιση η συγκατάβαση, την αλήθεια και τη δικαιοσύνη.

Τα πρώτα αντίτυπα της προκήρυξης στάλθηκαν στον Γραμματέα της Δημόσιας Παιδείας Ν. Χρυσόγελο για να παραδοθούν στον Κυβερνήτη, ο όποιος ετοιμαζόταν τότε να αναχωρήσει από το Ναύπλιο. Η ενέργεια αυτή δεν σήμαινε αίτηση επίσημης άδειας για την έκδοση, αλλά αποτελούσε απλή γνωστοποίηση και πρόσκληση συνδρομής.

Ο Πολυζωίδης γνώριζε καλά ότι σύμφωνα με τις αρχές των επαναστατικών Εθνοσυνελεύσεων, οι όποιες αποτέλεσαν τις συνταγματικές βάσεις της Κυβέρνησης Ιω. Καποδίστρια και τις όποιες αναγνώρισε χωρίς τροποποιήσεις η Δ’ Εθνοσυνέλευση του Άργους (1829), ο εκδότης ενός εντύπου δεν υπέκειτο σε κανένα περιορισμό παρά μόνο στην τήρηση των έξης όρων: να σεβαστή τη χριστιανική θρησκεία και τις αρχές της ηθικής· να αποφύγει κάθε προσωπική ύβρη και συκοφαντία. Κατά συνέπεια η άδεια ήταν περιττή και αν τυχόν η Κυβέρνηση διεκδικούσε το δικαίωμα συγκατάθεσης ή άρνησης στην έκδοση μιας εφημερίδας, θα ενεργούσε αντίθετα προς τη συνταγματική διάταξη που όριζε τον τύπο ανεξάρτητο. Εξ άλλου είχε ήδη εκδοθεί η «Ηώς» χωρίς να χρειαστεί κυβερνητική άδεια.

Ο Κυβερνήτης έλαβε την προκήρυξη του «Απόλλωνα» μετά την αναχώρησή του από το Ναύπλιο (20 Δεκ. 1830) και ενώ βρισκόταν στην Αίγινα. Ερμηνεύοντας την αποστολή της προκήρυξης σαν αίτηση άδειας για την έκδοση και μη θέλοντας να συγκατατεθεί στην έκδοση νέας εφημερίδας πριν γνωρίσει «περί της ύλης και τον σκοπού αυτής», διέταξε τον Γραμματέα της Επικράτειας να πληροφορήσει τον Πολυζωίδη ότι θα λάβει απάντηση στο αίτημά του μόλις ο ίδιος θα επέστρεφε στο Ναύπλιο. Μέχρι τότε όμως απαγορευόταν η έκδοση και ο αρμόδιος Πολιτικός Διοικητής Ναυπλίας θα έπρεπε να λάβει τις σχετικές οδηγίες.

Καποδίστριας Βιάρος

Το πρώτο φύλλο του «Απόλλωνα» θα κυκλοφορούσε, σύμφωνα με την προκήρυξη, την 1 Ιανουαρίου 1831. Τρεις ημέρες ενωρίτερα ο Διοικητής Ναυπλίας κάλεσε τον Πολυζωίδη και μάταια προσπάθησε να τον πείσει ή να παραιτηθεί από το εγχείρημα ή να αναβάλει την έκδοση ως την επιστροφή του Κυβερνήτη. Ούτε η επέμβαση του Βιάρου Καποδίστρια, Γραμματέα των Ναυτικών και προσωρινά της Δικαιοσύνης, υπήρξε περισσότερο επιτυχής.

Ο Πολυζωίδης απάντησε αποστομωτικά σ’ όλα τα επιχειρήματα που ο Βιάρος πρόβαλε για να αποτρέψει την έκδοση του «Απόλλωνα». Συγχρόνως δεν παρέλειψε να υπενθύμιση τα δικαιώματα που του παρείχαν οι νόμοι, καθώς και το χρέος που ανέλαβε προς το κοινό, αφού οι συνδρομητές της εφημερίδας ξεπερνούσαν ήδη τους εξακόσιους. Χωρίς αποτέλεσμα στάθηκε και η μεσολάβηση του γερουσιαστή Γ. Αΐνιάνα.

Την 1 Ιανουαρίου 1831 ο Διοικητής Ναυπλίας έστειλε τον αστυνόμο και στρατιώτες στο τυπογραφείο Εμμ. Αντωνιάδη, όπου θα τυπωνόταν η νέα εφημερίδα. Στην ερώτηση του αστυνόμου αν έχει κυβερνητική άδεια για την έκδοση, ο Πολυζωίδης απάντησε ότι «το Σύνταγμα του Έθνους μας μοι δίδει την άδειαν». Τότε ο αστυνόμος διέταξε να ανασταλεί η εκτύπωση ωσότου υπάρξει νεώτερη διαταγή, ενώ ο Τοποτηρητής της Εθν. Τυπογραφίας μέτρησε 608 φύλλα μισοτυπωμένα. Ο Πολυζωίδης πείστηκε να θεωρήσει προσωρινή την αναστολή, γιατί, όπως τον διαβεβαίωσε πρώτα ο αστυνόμος και στη συνέχεια ο Διοικητής, ο ταχυδρόμος που στάλθηκε ακριβώς για την υπόθεση αυτή δεν θα αργούσε να φέρει τις εντολές του Κυβερνήτη.

Συμφωνήθηκε λοιπόν, μέχρι να φτάσει ο ταχυδρόμος, ο Διοικητής να μην ενοχλήσει πλέον το τυπογραφείο και ο Πολυζωίδης να μην προχωρήσει στην εκτύπωση. Όμως την επομένη ο Διοικητής διέταξε την κατάσχεση της εφημερίδας. Ο αστυνόμος με δυο μάρτυρες και τον γραμματέα του ήλθε και πάλι στο τυπογραφείο Αντωνιάδη και ενώ απουσίαζε ο Πολυζωίδης, ο όποιος αρνήθηκε να παρευρεθεί, προχώρησε στην κατάσχεση 608  φύλλων μισοτυπωμένων και 3 με διορθώσεις. Αφού τυπώθηκε ένα ολόκληρο φύλλο, ο αστυνόμος διέταξε τη διάλυση των στοιχείων τα υπόλοιπα φύλλα σφραγίστηκαν και μεταφέρθηκαν στην άστυνομία. Το φύλλο που κατασχέθηκε περιείχε έκθεση των πολιτικών γεγονότων στην Ευρώπη από τη μεγάλη Γαλλική Επανάσταση ως τα τελευταία γεγονότα της Πολωνίας, καθώς και λόγους επίσημων ανδρών που εκφωνήθηκαν στα κοινοβούλια της Γαλλίας και της Αγγλίας τους τελευταίους μήνες του 1830.

Με δύο επιστολές του, στις 4 και 8 Ιανουαρίου 1831, ο Πολυζωίδης διαμαρτυρήθηκε στον Βιάρο Καποδίστρια για την ενέργεια του Διοικητή, ο όποιος αθέτησε την υπόσχεσή του, καθώς και για την καταπάτηση των συνταγματικών δικαιωμάτων του. Παράλληλα ζήτησε από την Κυβέρνηση να αποσαφηνίσει τη θέση της στο θέμα που προέκυψε, άλλα μάταια περίμενε απάντηση. Δεν γνώριζε βέβαια ο συντάκτης ότι ο ίδιος ο Κυβερνήτης είχε διατάξει το διωγμό του. Αντίθετα στις διαμαρτυρίες του υπάρχει διάχυτη η ελπίδα ότι η σύνεση του αρχηγού του κράτους δεν θα επιτρέψει την παράβαση θεμελιωδών διατάξεων, τις όποιες εψήφισαν οι Εθνοσυνελεύσεις.

Στις 10 Ιανουαρίου 1831 ο Πολυζωίδης διαμαρτυρήθηκε στη Γερουσία και υπενθύμισε το χρέος που με όρκο είχαν αναλάβει οι περισσότεροι Γερουσιαστές, όταν έλαβαν μέρος στις Εθνοσυνελεύσεις, να υπερασπίζουν τις συνταγματικές αρχές και μάλιστα την ελευθεροτυπία, «τον στοιχειωδέστερον Νόμον, την ψυχήν τον Συντάγματος . . .». Στέλνοντας αντίγραφα της παραπάνω διαμαρτυρίας στον Γραμματέα της Επικρατείας και στον Προσωρινό Γραμματέα της Δικαιοσύνης, ο Πολυζωίδης δεν παρέλειψε να τονίσει την αδιαφορία την οποία σαν μέλη της Κυβέρνησης έδειξαν κατά την παράνομη αυτή άσκηση βίας. Στις διαμαρτυρίες αυτές απάντησε μόνο ο Γραμματέας της Επικράτειας Ν. Σπηλιάδης: προσκάλεσε τον Πολυζωίδη και του συνέστησε υπομονή ως την επιστροφή του Κυβερνήτη.

Στο μεταξύ ο Καποδίστριας πληροφορήθηκε στην Αίγινα τα όσα συνέβησαν από αναφορά του Διοικητή Ναυπλίας. Επειδή ο Διοικητής ζήτησε έγκριση των ενεργειών του, ο Κυβερνήτης διαβίβασε την αναφορά του στη Γραμματεία της Επικρατείας, αφού στο νώτο, με ημερομηνία 5 Ιανουαρίου 1831, υπαγόρευσε και υπέγραψε τα ακόλουθα: «εγκρίνονται τα πραχθέντα του Δ(ιοικητου) και ο Γραμ(ματεύς) της Επικράτειας να τον ειδοποίηση αυτό τούτο».

Προσωπογραφία Ιωάννη Καποδίστρια, Γεράσιμος Πιτζαμάνος, Ελαιογραφία σε χαρτόνι, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.

Η απόφαση του Ιω. Καποδίστρια να απαγορεύσει την έκδοση του «Απόλλωνα» δεν θεμελιωνόταν σε κανένα νόμο. Γι’ αυτό θεωρήθηκε σαν προσβολή κατά του «Παλλαδίου τον Έθνους, της ελευθεροτυπίας» και συγκίνησε την κοινή γνώμη, η όποια, αν και βρισκόταν στη διαμόρφωσή της τότε, είχε την ικανότητα να διακρίνει ότι διακυβεύονταν θεμελιώδεις συνταγματικές διατάξεις. Οι πολιτικές απόψεις του Κυβερνήτη δεν συμφωνούσαν ασφαλώς με τις δημοκρατικές αρχές των επαναστατικών συνταγμάτων. Οι πεποιθήσεις του αυτές ενισχύθηκαν, όταν, φθάνοντας στην Ελλάδα, αντίκρισε την οδυνηρή κατάσταση της χώρας. Από την αρχή τόνισε ότι μόνο μια κυβέρνηση με ευρύτερες δικαιοδοσίες θα μπορούσε να προχωρήσει στην αναδιοργάνωση του κράτους. Αν και επέτυχε, με τη διάλυση της Βουλής, να συγκέντρωση όλη την εξουσία στα χέρια του, λόγοι πολιτικής τον ανάγκασαν να στηρίξει το προσωρινό του καθεστώς στο σύνταγμα της Τροιζήνας και πάντοτε κατέβαλε ιδιαίτερες φροντίδες για να δικαιολογεί τις παραβάσεις ή παρεκκλίσεις από τις συνταγματικές διατάξεις.

Με κατάλληλες ενέργειες, αμέσως μετά την άφιξή του, είχε επιτύχει να καταστήσει τον τύπο μονοπώλιο της Κυβέρνησης. Όταν, στις αρχές του 1830, κυκλοφόρησε η «Ηώς» η ανεξάρτητη και με φιλελεύθερες αρχές εφημερίδα του Εμμ. Αντωνιάδη, κινήθηκε εναντίον της ο δικαστικός μηχανισμός, που δε διακρινόταν πάντα για την ανεξαρτησία της γνώμης του. Η απροκάλυπτη όμως, στην περίπτωση του Πολυζωίδη, παραβίαση των σχετικών με την ελευθεροτυπία συνταγματικών διατάξεων, αποδεικνύει τον εκνευρισμό στον όποιο βρισκόταν ο Κυβερνήτης από την εποχή της Ιουλιανής επανάστασης.

Οι Γάλλοι είχαν και πάλι δείξει στους λαούς πως να διεκδικούν τα νόμιμα δικαιώματά τους: αλυσιδωτές υπήρξαν οι επαναστάσεις σε πολλά μέρη της Ευρώπης. Η ανανέωση αυτή του επαναστατικού πνεύματος δεν μπορούσε παρά να επηρεάσει και τους Έλληνες.

Κατανοώντας τούτο ο Κυβερνήτης θέλησε με τον περιορισμό της ελευθερίας του τύπου όχι μόνο να αποφύγει τον έλεγχο των πράξεων του, αφού οι αρχές του εκδότη και ο σύνδεσμός του με την αντιπολίτευση δεν άφηναν καμιά αμφιβολία γι’ αυτό, άλλα και να αποκλείσει τη διάδοση ειδήσεων που αναφέρονταν στη γενική τότε εναντίον των αυταρχικών καθεστώτων εξέγερση των λαών της Ευρώπης. Οι ειδήσεις αυτές θα ενίσχυαν ιδεολογικά την αντιπολίτευση, ενώ συγχρόνως θα δυσαρεστούσαν τον Ρώσο αντιπρόσωπο στην Ελλάδα, αφού η ίδια η Ρωσία αγωνιζόταν τότε να καταπνίξει την επανάσταση των Πολωνών.

Η σύγχρονη εξ άλλου εξέγερση των Μανιατών στην Τζίμοβα και το Λιμένι ενίσχυσε τους φόβους του Κυβερνήτη, ο όποιος έβλεπε τον όλεθρο της Ελλάδας, αν συνέβαινε αναταραχή στο εσωτερικό. Φαίνεται όμως ότι οι αρχικοί του φόβοι ήταν υπερβολικοί, ενώ η τακτική που ακολουθούσε δεν απέτρεπε, αλλά, αντίθετα, έκανε αναπόφευκτη τη βίαιη σύγκρουση με την αντιπολίτευση.

Ήταν οπωσδήποτε υπερβολικά όσα ο Κυβερνήτης έγραφε στις 27 Ιανουαρίου 1831 προς τον πρίγκιπα Σούτσο, ότι δηλ. απαγόρευσε την έκδοση της νέας εφημερίδας, επειδή «έμελλε να κηρύξει την αποστασία  εις όλας τας επαρχίας». Την εποχή αυτή ο Πολυζωίδης δεν είχε καμιά πρόθεση να κηρύξει επανάσταση, αλλά σαν ελεύθερος πολίτης διεκδικούσε το αναφαίρετο δικαίωμα να συντέλεση νόμιμα και όσο μπορούσε στην επίλυση των μεγάλων προβλημάτων του έθνους. Ο Ιω. Καποδίστριας, προσηλωμένος μόνο στο δικό του όραμα για το μέλλον της Ελλάδας και κατανοώντας καλά τις μεγάλες του υπηρεσίες στην ανόρθωση της χώρας, αρνιόταν επίμονα να συμμεριστεί τις ανησυχίες ανθρώπων όπως ο Πολυζωίδης – γι’ αυτόν ήταν απλώς «φυλλαδιογράφοι ή ερασταί της εφημεριδογραφίας» και νέοι «ερχόμενοι εις την Ελλάδα με τα εξωτερικά μαθήματα».

Αλλά ο Πολυζωίδης ανησυχούσε, γιατί νόμιζε ότι ο Κυβερνήτης κινιόταν σ’ ένα κόσμο ιδεών τελείως διαφορετικό από τους δημοκρατικούς στόχους που έθεσε η Επανάσταση του 1821. Από πεποίθηση συνταγματικός πίστευε ότι μόνο ένα πολίτευμα σαν της Γαλλίας ή της Αγγλίας, δηλ. η συνταγματική μοναρχία, παρείχε ασφαλείς εγγυήσεις για την απρόσκοπτη ανέλιξη των ελεύθερων Ελλήνων. Αντίθετα η επάνοδος σε οποιαδήποτε μορφή αυθαίρετης διακυβέρνησης θα έπνιγε τη γνήσια επαναστατικότατα του λαού και έτσι θα εμπόδιζε τη δημιουργική συμμετοχή του στην οικοδόμηση του νέου κράτους. Για τον Πολυζωίδη, όπως και για πολλούς άλλους Έλληνες, το «ρωσικό» καθεστώς που δημιούργησε ο Ιω. Καποδίστριας δεν αποτελούσε πια προσωρινή λύση, αλλά καθημερινά δημιουργούσε μόνιμη κατάσταση και απειλούσε να εμποδίσει την ένταξη των Ελλήνων στον όμιλο των πολιτισμένων ευρωπαϊκών λαών.

Ευγενή συνεπώς ήταν τα κίνητρα της αντιπολιτευτικής διάθεσης του νεαρού δημοσιογράφου και την εποχή που κατασχέθηκε ο «Απόλλων» δεν τον διέκρινε η γνωστή βιαιότητα των επόμενων μηνών, προϊόν ασφαλώς των γεγονότων που μεσολάβησαν. Τρέφοντας σεβασμό στο πρόσωπο του Κυβερνήτη φιλοδοξούσε, παράλληλα με το φωτισμό των ομογενών, να υπόδειξη τις ανησυχίες ορισμένων πολιτών για το μέλλον της Ελλάδας. Αλλά η βία ήλθε να διαλύσει τις ελπίδες του. Η Κυβέρνηση, μη επιτρέποντας να ακουστή διαφορετική από την ιδική της γνώμη, ακόμη και αν εκφραζόταν νόμιμα, εξωθούσε τους διωκομένους σε ριζοσπαστικότερες αποφάσεις. Συγχρόνως στερούσε τα μέλη της από την απαραίτητη εκείνη κριτική που εμποδίζει την δημιουργία αγεφύρωτου χάσματος ανάμεσα στους κυβερνήτες και κυβερνωμένους.

Λάζαρος Κουντουριώτης

Η αντιπολίτευση, που τρεφόταν συνεχώς από τα σφάλματα της Κυβέρνησης, εκμεταλλεύτηκε κατάλληλα τη νέα παραβίαση των συνταγματικών διατάξεων. Ενώ στην αρχή είχε περιοριστή στην ηθική και με συνδρομές υποστήριξη του εγχειρήματος του Πολυζωίδη, τώρα εγκολπώθηκε την υπόθεση και εμφάνισε τον «Απόλλωνα» σαν σύμβολο της διωκόμενης πολιτικής ελευθερίας. Εξ άλλου τα γεγονότα της Ευρώπης είχαν ενισχύσει σημαντικά την ιδεολογική της θέση: Στη Γαλλία η Ιουλιανή επανάσταση είχε ανεβάσει στην εξουσία φιλελεύθερη Κυβέρνηση, η οποία δεν βρισκόταν πλέον κάτω από την κηδεμονία της Ρωσίας. Η πεποίθηση ότι εκτός από την Αγγλία, της οποίας η έχθρα εναντίον του Κυβερνήτη υπήρξε πάντοτε σταθερή, η Γαλλία θα έδινε τώρα την ηθική της τουλάχιστον επιδοκιμασία στην προσπάθεια για την αποκατάσταση των πολιτικών δικαιωμάτων στην Ελλάδα, ενθάρρυνε όσο τίποτε άλλο τους αντιπολιτευόμενους και τους οδήγησε σε γενναιότερες σκέψεις. Τότε αποφασίστηκε να αναζητηθεί άλλο, με μεγαλύτερη ασφάλεια, καταφύγιο για το διωκόμενο τύπο. Η Ύδρα παρείχε τις περισσότερες εγγυήσεις, αλλά χωρίς τη συγκατάθεση των Κουντουριωτών, που ήταν η ισχυρότερη οικογένεια στο νησί, τίποτε δεν μπορούσε να επιχειρηθεί. Η περίσταση εμφανιζόταν ευνοϊκή, γιατί οι διαπραγματεύσεις της Κυβέρνησης με τα ναυτικά νησιά για το θέμα των αποζημιώσεων είχαν φθάσει σε αδιέξοδο και βάραιναν την άτμόσφαιρα.

Μια από τις πρώτες ενέργειες προς την κατεύθυνση αυτή έγινε στις 15 Ιανουαρίου 1831. Ο Δ. Α. Μιαούλης, γιος του ναυάρχου, γράφοντας από το Ναύπλιο στον Γ. Κουντουριώτη, εμφάνιζε την πρόσκληση της διωκόμενης τυπογραφίας στην Ύδρα σαν «επισφράγισιν όλων των ενδόξων κατορθωμάτων» του νησιού. Αλλά και ο Αλ. Μαυροκορδάτος, που βρέθηκε τις ημέρες εκείνες στην Ύδρα,  δεν θα παρέλειψε να προτείνει παρόμοια. Οι Κουντουριώτες είχαν λόγους να είναι δυσαρεστημένοι με τον Κυβερνήτη, αφού και τα συμφέροντά τους είχε πλήξει και οι απόψεις του για το μέλλον της Ελλάδας δεν τους εύρισκαν πάντοτε σύμφωνους. Παρόλα αυτά δίσταζαν να δώσουν προστασία στον «Απόλλωνα» γνωρίζοντας ότι η πράξη αυτή θα τους έφερνε σε ανοιχτή ρήξη με την Κυβέρνηση.

Οι αρχηγοί της αντιπολίτευσης στο Ναύπλιο και το Άργος  διασκέδασαν και τους τελευταίους δισταγμούς των Κουντουριωτών. Όχι μόνον εμφάνισαν την κατάσταση στην Ευρώπη ευνοϊκή για τη διεκδίκηση των συνταγματικών δικαιωμάτων, αλλά επιδέξια υπέθαλψαν τον πατριωτισμό που τόσο εύκολα καλύπτει άλλα κίνητρα. Χαρακτηριστικοί, στην περίπτωση αυτή, είναι οι λόγοι του Κ. Καρατζά. Σε επιστολή του προς τον Γ. Κουντουριώτη παρακινούσε τους Υδραίους προκρίτους να μη μείνουν απαθείς, απλοί θεατές των κατορθωμάτων των ευρωπαϊκών λαών, ούτε να ανεχτούν, ύστερα από τόσες υπηρεσίες στην πατρίδα, να τυραννιούνται, αλλά με μια ακόμη θυσία να κερδίσουν «τον στέφανον της δόξης» ως «σωτήρες τον έθνους και στηρίγματα της ελευθερίας της φιλτάτης πατρίδας». Έτσι την επιθυμία του Πολυζωίδη να εκδώσει και πάλι την εφημερίδα του, έσπευσαν να ενθαρρύνουν οι ίδιοι οι Υδραίοι προσκαλώντας τον να μεταφέρει την τυπογραφία του στο νησί τους, κάτω από την άμεση προστασία τους. Το δεύτερο δεκαήμερο του Φεβρουάριου 1831, το τυπογραφικό υλικό του Πολυζωίδη βρισκόταν στην Ύδρα.

Στις 6 Μαρτίου 1831 ο Πολυζωίδης με νέα προκήρυξη γνωστοποίησε την επανέκδοση του «Απόλλωνα». Αφού αναφέρθηκε πρώτα στη βίαιη παύση της εφημερίδας του στο Ναύπλιο, στη συνέχεια έπλεξε το εγκώμιο των Υδραίων, οι όποιοι, θέλοντας να προστατεύσουν τα δικαιώματα των ομογενών από την αυθαιρεσία, έδωσαν άσυλο και προστασία στο διωκόμενο τύπο. Συγχρόνως υποσχέθηκε να τηρήσει τις ίδιες αρχές που διατύπωσε στην πρώτη του προκήρυξη.

Μέσα στην ανομοιογένεια της αντικαποδιστριακής παράταξης ο Πολυζωίδης αγωνίστηκε, όχι πάντοτε με επιτυχία, να διατηρήσει την ανεξαρτησία των φρονημάτων του. Η μετέπειτα πάντως στάση του απέδειξε ότι αντιμαχόμενος τον Κυβερνήτη ήταν ειλικρινής στις επιδιώξεις του και δεν χρησιμοποίησε, όπως άλλοι, τις λέξεις «σύνταγμα» και «συνελεύσις» ως «μηχανήν πολέμου».

 

Ο ανδριάντας του Ιωάννη Καποδίστρια στο Ναύπλιο. Ντιάνα Αντωνακάτου.

 

Όταν ο Κυβερνήτης πληροφορήθηκε τη νέα προκήρυξη, παράγγειλε στο Διοικητή Ύδρας και Σπετσών να εξακριβώσει αν πράγματι ο Πολυζωίδης τύπωσε στην Ύδρα το ανωτέρω πρόγραμμα· έπειτα να διαπίστωση εάν οι δημογέροντες της Ύδρας δέχονταν, με γνώση των συνεπειών, όσα ο εφημεριδογράφος διακήρυξε, ότι δηλαδή «ασφαλίζει την δημοσίευσιν της εφημερίδος του, απαγορευθείσης εις την καθέδραν της Κυβερνήσεως, υπό την προστασίαν της Κοινότητος». Έπρεπε, συγχρόνως, να γίνει σαφές στη δημογεροντία ότι η Κυβέρνηση απαγόρευε την έκδοση της εφημερίδας και στην Ύδρα, μέχρις ότου ο Πολυζωίδης, στέλνοντας το πρόγραμμά του, ζητήσει κυβερνητική άδεια.

Ο Διοικητής, πριν ακόμα λάβει τις παραπάνω διαταγές του Κυβερνήτη, είχε ενεργήσει προς αυτή την κατεύθυνση. Είχε μάλιστα ρητώς προσκαλέσει τη δημογεροντία να χρησιμοποιήσει την αστυνομική δύναμη σε περίπτωση που ο Πολυζωίδης θα επιχειρούσε την έκδοση της εφημερίδας του χωρίς κυβερνητική άδεια, «διότι το επιχείρημά του υπήρχε εναντίον των καθεστώτων και της πολιτικής κοινωνίας».

Στις 11 Μαρτίου 1831 η δημογεροντία της Ύδρας του ανέφερε ότι ο Πολυζωίδης εγκατέστησε στο νησί τυπογραφείο, εξέδωσε προκήρυξη και σε λίγο θα κυκλοφορούσε το πρώτο φύλλο του «Απόλλωνα»· ότι δεν είχε τη συγκατάθεση της Κυβέρνησης και ότι, για να αντιμετωπίσει το ενδεχόμενο νέας δίωξης, συγκρότησε φρουρά, στην όποια κατατάχτηκαν για τον αδρό μισθό και μερικοί από τους άνδρες της τοπικής φρουράς.  Με την τελευταία παρατήρηση η δημογεροντία τόνιζε την αδυναμία της να εμποδίσει το τόλμημα του δημοσιογράφου. Ο Διοικητής, γνωστοποιώντας όλα αυτά στον Κυβερνήτη, υπέδειξε την ανάγκη να ληφθούν γρήγορα τα αναγκαία μέτρα για την κατάπαυση της «στασιώδους τούτης πράξεως».

 

Το πρώτο φύλλο – 11 Μαρτίου 1831 – της αντιπολιτευόμενης τον Καποδίστρια εφημερίδας «Απόλλων».

 

Ο Ιω. Καποδίστριας δεν θέλησε να λάβει αμέσως αυστηρά μέτρα, αν και η προστασία που χορηγήθηκε από τους Υδραίους στον τύπο θεωρήθηκε σαν αντικυβερνητική πράξη και πρώτη εναντίον του καθεστώτος φανερή ενέργεια της αντιπολίτευσης.

Όπως ο ίδιος έγραφε, τα μέτρα αυτά όχι μόνο «ήθελον περιπλέξει εις τα αυτά δεινά, τόσον τους ενόχους, ως και τους αθώους, άλλα και δεν ήθελον έχει βάσιν ακριβώς νόμιμον. Διότι δεν υπάρχει πράξις της Κυβερνήσεως ψηφίζουσα περί των καταχρήσεων της ελευθερίας του τύπου, και περί του, το όποιον είναι το μεγαλύτερον απ’ όλο, εις όσα κατέστη ένοχος ο Κύριος Πολυζωίδης, δημοσιεύων εφημερίδα, χωρίς να λάβη άδειαν της Κυβερνήσεως». Με αυτά όμως τα λόγια εκείνος ακριβώς που διέταξε την παύση του «Απόλλωνα», ομολογούσε ότι η εφημερίδα κατασχέθηκε παράνομα στο Ναύπλιο. Στο μεταξύ ο Κυβερνήτης, επιθυμώντας το νομότυπο περιορισμό της ελευθεροτυπίας, είχε ζητήσει από τη Γερουσία να ρυθμίσει με ιδιαίτερο νόμο τη συνταγματική αρχή που όριζε τον τύπο ανεξάρτητο.

Συγχρόνως ο «Απόλλων», που άρχισε να κυκλοφορεί κανονικά από τις 11 Μαρτίου 1831, εμφανίστηκε σαν όργανο της κακοβουλίας και της ιδιοτέλειας, με μοναδικό του σκοπό «να ενίσχυση την επαναστατικήν πλάνην εν μέσω των Ελλήνων».

Οι προσπάθειες της Κυβέρνησης να στέρηση τον «Απόλλωνα» από την προστασία των νησιωτών δεν κατέληξαν σε ουσιαστικό αποτέλεσμα. Μόλις 40 Υδραίοι υπέγραψαν την αναφορά που προσκόμισε ειδικός κυβερνητικός εκπρόσωπος. Μ’ αυτή στιγματιζόταν η έκδοση της εφημερίδας στο νησί και τονιζόταν η ανησυχία των «φιλήσυχων και άκακων πολιτών» για τον επαπειλούμενο εμφύλιο σπαραγμό.

Επίσης οι αναφερόμενοι ζητούσαν τη μεσολάβηση της Κυβέρνησης, γιατί η ένοπλη φρουρά του Πολυζωίδη ήταν ανώτερη από τη δύναμη που διέθετε η δημογεροντία. Την ίδια τύχη είχε και η αναφορά που συνέταξε ο Διοικητής Ύδρας και Σπετσών: οι περισσότεροι Σπετσιώτες αρνήθηκαν να την υπογράψουν μη θέλοντας να καταδικάσουν τους Υδραίους για την τόλμη τους να υπερασπίσουν την ελευθεροτυπία. Δεν έλλειπαν, για εκφοβισμό, και οι φήμες ότι η Κυβέρνηση σκόπευε να λάβει μέτρα αυστηρά, αν οι Υδραίοι δεν δέχονταν να υπακούσουν στο νέο νόμο περί τύπου που θα ψηφιζόταν. Στα μέτρα αυτά δεν αποκλειόταν και η άρνηση της Κυβέρνησης να χορηγήσει ναυτιλιακά διπλώματα.

Η διαδικασία στο μεταξύ για το νομότυπο περιορισμό της ελευθεροτυπίας προχωρούσε. Ύστερα από επανειλημμένες συνεδριάσεις και παρά τη σθεναρή αντίσταση λίγων Γερουσιαστών, η πλειοψηφία της Γερουσίας ανταποκρίθηκε στις απαιτήσεις της Κυβέρνησης. Το ύπ’  άριθμ. 2085 ψήφισμα της 26 Απριλίου 1831 έπληττε καίρια την ελευθεροτυπία που θεμελίωσαν τόσες Εθνοσυνελεύσεις. Παρά το γεγονός ότι δεν επιτρεπόταν η προληπτική λογοκρισία, η δεύτερη παράγραφος του παραπάνω ψηφίσματος περιείχε τόσες δεσμεύσεις, ώστε να φαίνεται αδύνατη η ύπαρξη πραγματικής αντικυβερνητικής δημοσιογραφίας: Απαγορευόταν η εκτύπωση κάθε συγγράμματος το όποιο «καθήπτετο τας ευεργέτιδας της Ελλάδος δυνάμεις» ή «εκίνει εις ανατροπήν των καθεστώτων προσωρινώς της Επικράτειας πραγμάτων» ή «προεκάλει εις απείθειαν προς τους νόμους», ενώ οποίος παρέβαινε τις διατάξεις αυτές υποβαλλόταν σε αυστηρές χρηματικές ποινές και φυλάκιση.

Δεν μένει αμφιβολία ότι με τον πρώτο αυτό ελληνικό νόμο κατά του τύπου δεσμευόταν η ελευθερία της γνώμης, αφού, στην τότε ένταση των πολιτικών παθών, και η πιο αθώα κριτική μπορούσε να περιληφθεί στις απαγορευτικές του διατάξεις.

Ύστερα από την γνωστοποίηση του νέου νόμου, η Κυβέρνηση διέταξε όλα τα διοικητικά της όργανα να απαγορεύσουν την κυκλοφορία του «Απόλλωνα» και να προειδοποιήσουν τους τυχόν συνδρομητές αυτής της εφημερίδας «ότι τον λοιπόν δεν δύνανται να την λαμβάνουν ούτε να την διαδίδουν χωρίς να βλάψουν εαυτούς καθυποβαλλομένους εις αστυνομικά μέτρα». Οι απαγορευτικές διατάξεις κοινοποιήθηκαν στους πολίτες των επαρχιών, ενώ οι υγειονομολιμενάρχες, που επιστατούσαν στις αποστολές του ταχυδρομείου, και οι αστυνόμοι επιφορτίστηκαν να κρατούν όσα αντίτυπα της «στασιώδους εφημερίδος» περιέρχονταν στα χέρια τους και να επισημάνουν όσους τα προμηθεύονταν με οποιοδήποτε τρόπο. Σε μερικούς γνωστούς συνδρομητές του «Απόλλωνα» έγινε ιδιαίτερη υπόμνηση των νέων μέτρων που έλαβε η Κυβέρνηση για τον τύπο. Μερικά πάντως όργανα της επαρχιακής διοίκησης είχαν, από υπερβολικό ζήλο, απαγορεύσει την κυκλοφορία της εφημερίδας με δική τους πρωτοβουλία, πριν ψηφιστεί ο νέος νόμος.

Ο νέος νόμος περί τύπου έδειχνε την απόφαση της Κυβέρνησης να μην έλθει, προβαίνοντας σε μερικές παραχωρήσεις, σε συνδιαλλαγή με τους Υδραίους. Ο Πολυζωίδης και οι λοιποί στην Ύδρα αντιπολιτευόμενοι αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν αυτό το νόμο, γιατί εμπόδιζε την ελεύθερη εξέταση των δημοσίων πράξεων. Κατά τη γνώμη τους ούτε η Γερουσία, η οποία σαν υπάκουο όργανο του Κυβερνήτη δεν μπορούσε πια να εκπροσωπεί το έθνος, ούτε η Κυβέρνηση είχαν το δικαίωμα να ακυρώσουν ή τροποποιήσουν θεμελιώδεις (δηλ. συνταγματικούς) νόμους παρά μόνο μια νέα Εθνοσυνέλευση. Συγχρόνως διακήρυξαν ότι «εις παρανόμους πράξεις κάνεις πολίτης γνήσιος δεν χρεωστεί ευπείθειαν». Η αντιπολίτευση ωθούνταν στην παρανομία και ο εμφύλιος πόλεμος διαγραφόταν στον ορίζοντα, για την έκρηξη του οποίου σε λίγο δεν ήταν ασφαλώς μόνοι υπαίτιοι οι αντιπολιτευόμενοι τον Ιωάννη Καποδίστρια.

 

Χρήστος Κ. Λούκος

Ιστορικός – Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης

Ο Ερανιστής, τ. 9 (1971), Έκδοση του «Ομίλου Μελέτης του Ελληνισμού Διαφωτισμού».

 

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που παρατίθενται στο κείμενο, οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

Το πλήρες κείμενο με παραπομπές, σε μορφή Portable Document Format (PDF), στον σύνδεσμο: Η δίωξη της Εφημερίδας «Ο Απόλλων»

 

Διαβάστε ακόμη:

 

Viewing all 635 articles
Browse latest View live