Quantcast
Channel: Ιστορία – ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΑΡΧΕΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Viewing all 636 articles
Browse latest View live

Η Ηώς (1830-1831)

$
0
0

Η Ηώς (1830-1831)


 

Σύγγραμμα περιοδικόν ασχολούμενον περί την φιλολογίαν, φιλοσοφίαν, περί τας επιστήμας, τέχνας, γεωργίαν, εμπόριον κ.λπ. Ναύπλιο, 1 Φεβρ. 1830 – 25 Απρ. 1831, αρ. τχ. 1-17, με διακοπές. Εκδότης: Εμ. Αντωνιάδης.

Κάτω από τον τίτλο τα ακόλουθα: «Εκδίδεται άπαξ της εβδομάδος. Τιμάται κατ’ έτος Φοίνικες 25, καθ’ εξαμηνίαν Φοίνικες 12½. Εν Ναυπλίω 1 Φεβρουάριου 1830». Μότο: «Πενίαν και ατιμίαν αφαιρείται η παιδεία». Παρά το γεγονός ότι σε κάθε τεύχος ο εκδότης δηλώνει ότι το περιοδικό είναι εβδομαδιαίο, η Ηώς κυκλοφορούσε άρρυθμα: (αρ. τχ. 1, 1 Φεβρ. 1830· αρ. τχ. 2, 15 Φεβρ. 1830· αρ. τχ. 3, 1 Μαρτ. 1830· αρ. τχ. 4, 15 Μαρτ. 1830· αρ. τχ. 5, 25 Μαρτ. 1830· αρ. τχ. 6, 3 Απρ. 1830· αρ. τχ. 7/8, 3 [18] Απρ. 1830. Σε κανονικό εβδομαδιαίο ρυθμό (από το τχ. 9, 23 Αυγ. 1830 έως και το τχ. 15, 4 Οκτ. 1830). Τα δύο τελευταία τεύχη, αρ. 16 και 17 εκυκλοφόρησαν στις 18 και 25 Απρ. 1831, αντιστοίχως και έχουν την ένδειξη «Έτος Β’». Οκτασέλιδη, διαστάσεων 20×14 εκ. Σελιδαρίθμηση: έως και το διπλό τχ. 7/8 της 3ης [18ης] Απρ. 1830, σελιδαρίθμηση κατά τεύχος. Από το τχ. 9 (23 Αυγ. 1830) έως το τχ. 17 (25 Απρ. 1831) σελιδαρίθμηση ενιαία, με τελευταία τη σελίδα 72. Ένας από τους υπάρχοντες τόμους αποτελείται από 17 τεύχη (αρ. τχ. 1-17), συσταχωμένα, ενώ στο χάρτινο εξωτερικό περίβλημα σημειώνονται τα ακόλουθα: «Η Ηώς. Σύγγραμμα περιοδικόν. Εκδιδόμενον εν Ναυπλία κατά το 1830 έτος. Παρά του Κ. Εμ. Αντωνιάδου». Συνδρομές: ετήσια 25 φοίνικες, εξαμηνιαία 12½ φοίνικες. Τυπογραφείο: Εμμ. Αντωνιάδου.

Αντωνιάδης Εμμανουήλ (1791-1863). Δημοσιεύεται στο «Εθνικόν Ημερολόγιον Βρετού», τ. 5, No 1 (1865).

Είναι το πρώτο περιοδικό που εκδόθηκε σε ελεύθερη ελληνική πόλη και αποτελεί μία από τις πρώτες προσπάθειες να αναβιώσει ο περιοδικός Τύπος στην Ελλάδα. Ο Εμ. Αντωνιάδης έχοντας επίγνωση της αξίας και της δύναμης του Τύπου και της τυπογραφίας έφερε και εγκατέστησε στο Ναύπλιο ιδιόκτητο τυπογραφείο στο οποίο από τον Φεβρουάριο 1830 τύπωνε την Ηώ. Στο πρώτο φύλλο ο εκδότης δημοσιεύει δύο σύντομα κείμενα (είναι πολύ πιθανό ότι εκυκλοφόρησαν και αυτοτελώς). Το πρώτο με χρονολογία 1 Φεβρουαρίου 1830 το τιτλοφορεί «Είδησις», και το υπογράφει «ο πολίτης Εμ. Αντωνιάδης». Το δεύτερο χρονολογημένο 4 Φεβρουαρίου 1830, το απευθύνει «Προς τους Λογίους».

Τα δύο αυτά κείμενα απηχούν αφενός τις απόψεις του ως προς την αποστολή και τη σημασία του Τύπου για τη διαμόρφωση υγιούς πολιτικού, κοινωνικού, και πνευματικού βίου και αφετέρου διαγράφουν τα πλαίσια μέσα στα οποία ο εκδότης προτίθεται να κινηθεί για να επιτύχει στο έργο του. Και τα δύο κείμενα βρίσκονται μέσα στο κλίμα του διαφωτισμού, όπως είχε αναπτυχθεί και διαμορφωθεί τις δύο δεκαετίες που προηγήθηκαν από την Επανάσταση: Στην πρόσκλησή του εξάλλου προς όλους τους λογίους, για να συνεργασθούν, επισημαίνει τους λόγους για τους οποίους επεχείρησε την έκδοση της Ηούς: «Ο λόγος είναι περί της ηθικής βελτιώσεως του έθνους», καθώς και για την υποχρέωση των λογίων να συντελέσουν στην πραγματοποίησή του, «σεις δε ως λόγιοι και Διδάσκαλοι, χρεωστείτε παρά πάντας τους άλλους να συντρέξετε εις τον σκοπόν».

Στο ίδιο κείμενο εκφράζει την απόλυτη πίστη και αφοσίωσή του στην συνταγματική τάξη που δημιουργεί τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την καλή λειτουργία του πολιτεύματος: «αν […] η ελευθερία του τύπου είναι εν εκ των ιερωτέρων δικαιωμάτων του πολίτου Έλληνος, των πασιφανώς διακηρυχθέντων και καθιερωθέντων ενώπιον θεού και ανθρώπων, τα οποία δικαιώματα του πολίτου ως πρώτη και ιερωτέρα βάσις των πολιτικών μας θεσμών, σέβονται καθ’ όλην την έκτασιν των και Κυβερνούντες και Κυβερνώμενοι». Τελευταία και χαρακτηριστική φράση του τελευταίου άρθρου που εδημοσίευσε η Ηώς (αρ. τχ. 17, σ. 72): «Η ευνομία φέρει και την ησυχίαν».

Η αρθρογραφία του περιοδικού, στο μεγαλύτερο μέρος της, περιστρέφεται γύρω από θέματα σχετιζόμενα με την καλή λειτουργία του πολιτεύματος. Σκοπός του εκδότη είναι να ενισχύσει τη συνταγματική συνείδηση του Έλληνα πολίτη: άρθρα, πρωτότυπα ή μεταφρασμένα που πραγματεύονται «Περί Κυβερνήσεως», «Περί των μέσων, δια των οποίων επιτυγχάνεται ο σκοπός της Κυβερνήσεως ή περί της εξουσίας και των μέσων του να προλάβωμεν τας καταχρήσεις της ιδίας εξουσίας», «Ότι παν είδος Κυβερνήσεως απλούν καταχράται την εξουσίαν», «Περί του Δημοκρατικού», «Περί του Αριστοκρατικού», «Περί του Μοναρχικού», «Περί Δημοσιότητος» (μετάφραση από τον J. Bentham), άρθρο για την ελευθεροτυπία κ.ά.

 

Η Ηώς, Σύγγραμμα περιοδικόν ασχολούμενον περί την φιλολογίαν, φιλοσοφίαν, περί τας επιστήμας, τέχνας, γεωργίαν, εμπόριον κ.λπ.

 

Με το ψευδώνυμο «Παρατηρητής» δημοσιεύονται: «Παρατηρήσεις εις την πόλιν του Ναυπλίου», όπου ο συντάκτης ασκεί δριμύτατο έλεγχο στην κοινωνική ζωή όπως διαμορφώνεται ο κοινωνικός βίος (τάση για πολυτέλεια, τρυφή, χαρτοπαιξία, έλλειψη κοινωνικής πολιτικής και κοινωνικής αλληλεγγύης), επικρίνοντας τις κοινωνικές ομάδες που εκφράζουν τις τάσεις αυτές. Από την ξένη ειδησεογραφία επιλέγονται ιδίως θέματα που αναφέρονται σε προβλήματα του ελληνισμού, όπως π.χ. συζητήσεις της αγγλικής Βουλής περί Ελλάδος ή σε θέματα σχετιζόμενα με την ομαλή λειτουργία των θεσμών, όπως αρθρογραφία «Περί των κατά την Γαλλίαν συμβάντων», η οποία αναφέρεται στην «Ιουλιανή Επανάσταση» του 1830. Από τον ξένο Τύπο αντλεί επίσης σύντομα, ποικίλα νέα. Ξένα φύλλα από τα οποία αντλούσε ειδήσεις ο Αντωνιάδης για την Ηώ (οι τίτλοι δηλώνονται όπως παρουσιάζονται από την Ηώ): Αγγλικός Ταχυδρόμος, Ταχυδρόμος της Σμύρνης, Αστήρ. Περιλαμβάνει επίσης ύλη αρχαιολογική, ποίηση (δημοτική και λόγια), μύθους, αγγελίες βιβλίων, διατριβές για τη γεωργία.

Επώνυμη συνεργασία είναι της Αικατερίνης Βαλέτα, το γένος Σούτζου (στα 1819 είχε μεταφράσει τους Διαλόγους  του Φωκίωνος του Mably), η οποία στο τχ. 7/8 μεταφράζει μία γεωργική διατριβή. Επίσης ένα έμμετρο κείμενο του Δημ. Γουζέλη με τίτλο «Ερμηνεία πρακτική περί κατασκευής των κρασιών» δημοσιεύεται στο τχ. 12 (13 Σεπτ. 1830, σ. 31-32). Άλλες συνεργασίες με ονόματα των συντακτών δεν υπάρχουν. Συνεπώς, εκτός από τον Εμ. Αντωνιάδη που εξ αντικειμένου προϋποτίθεται ότι συνέτασσε μεγάλο μέρος της ύλης, δεν έχουμε τεκμήρια για άλλους συντάκτες. Τα αρχικά «Ζ.Γ.» στο τέλος του Διαλόγου Ζανής και Γεράσιμος είναι πιθανό ότι ανταποκρίνονται στα ονόματα των δύο προσώπων του διαλόγου και όχι σε κάποιον συνεργάτη. Με τίτλο «Καλός Ιατρός» (αρ. φ. 14, 4 Οκτ. 1830) ο Αντωνιάδης δημοσιεύει επίσης έναν σατιρικό διάλογο όπου στηλιτεύει την προσπάθεια ανίκανων ανθρώπων να καταλάβουν δημόσιες δέσεις. Για ίαση από την ασθένεια «φιλαρχική αισχροκέρδεια» ο γιατρός συμβουλεύει ως φάρμακο τα βρασμένα φύλλα «Πατριωτισμού» και «Ελληνισμού».

Μέσα στον τόμο του περιοδικού δεν αναφέρονται στοιχεία για τα οικονομικά του, παρά μόνο όσα σχετίζονται με την τιμή συνδρομής. Για τους συνδρομητές υπάρχουν δύο έμμεσες πληροφορίες: η μία καταχωρισμένη στο τχ. 9, μιλεί για συνδρομητές «μακράν της πόλεως ταύτης». Η δεύτερη, βρίσκεται σε επιστολή την οποία απευθύνει ο Κοραής στον Εμ. Αντωνιάδη, από το Παρίσι, με χρονολογία 20 Ιανουάριου 1831, όπου και τα ακόλουθα: «Υπερευχαριστώ δια τα σταλθέντα της εφημερίδος σου τετράδια». Η φράση αυτή του Κοραή ενδεχομένως σημαίνει ότι ο Αντωνιάδης επεδίωκε να αποστέλλει την εφημερίδα του και έξω από τον ελληνικό χώρο και ασφαλώς ο Κοραής δεν θα είναι ο μοναδικός αποδέκτης της στο εξωτερικό. Όσον αφορά στο θέμα των οικονομικών, η περίπτωση του φύλλου είναι ιδιότυπη, διότι ο εκδότης διαθέτει ιδιόκτητες τυπογραφικές εγκαταστάσεις και δεν εξαρτάται από άλλους παράγοντες στην εξάσκηση του επαγγέλματος του δημοσιογράφου. Αυτό το πλεονέκτημα του δίνει τη δυνατότητα να είναι ελεύθερος και ανεπηρέαστος. Ο Εμ. Αντωνιάδης με την ώριμη πολιτική του συνείδηση είχε έγκαιρα συνειδητοποιήσει την σημασία που είχε για τον απρόσκοπτο και ανεξάρτητο δημοσιογραφικό αγώνα, η αποδέσμευσή του από οικονομικές εξαρτήσεις.

Ως προς την κυκλοφορία, δεν υπάρχουν στο σώμα του στοιχεία και αριθμοί ενδεικτικοί. Στην περίπτωση της Ηούς παρεμβαίνει ένας νέος παράγων από τον οποίο εξαρτάται η κυκλοφορία της: είναι τα απαγορευτικά της κυκλοφορίας του περιοδικού μέτρα, που παίρνει η κυβέρνηση του I. Καποδίστρια. Έχει αναφερθεί ήδη το πρώτο κτύπημα που δέχθηκε το περιοδικό δύο μήνες ύστερα από την έκδοσή του. [Σημ. Βιβλιοθήκης: Το περιοδικό έκλεισε προσωρινά τον Απρίλιο του 1830, ο Αντωνιάδης παραπέμφθηκε σε δίκη με την κατηγορία ότι η κριτική που άσκησε στους υπουργούς έβλαπτε τη χώρα και υποκινούσε το λαό σε αποστασία, κρίθηκε ένοχος και καταδικάσθηκε σε φυλάκιση ενός μηνός από το πρωτόκλητο δικαστήριο Αργολίδας]. Επανεκδόθηκε στις 23 Αυγούστου 1830, (αρ. τχ. 9), σε κανονικό ρυθμό ενός τεύχους την εβδομάδα, έως τις 4 Οκτωβρίου 1830, (αρ. τχ. 15).

Στο διάστημα αυτό ο Αντωνιάδης αναγκάσθηκε πάλι να διακόψει την έκδοση, γιατί όπως δηλώνει στο αμέσως επόμενο τχ. 16 της 18ης  Απριλίου 1831, όλο αυτό το διάστημα είχε αντιμετωπίσει «παραβίασιν του οικήματος του, κατάσχεσιν των εγγράφων του… κατάργησιν και αυτών ακόμη των μηχανικών εργαλείων». [Σημ. Βιβλιοθήκης: Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, ο Αντωνιάδης έφυγε από το Ναύπλιο και  έστησε το τυπογραφείο του στα Μέγαρα, όπου άρχισε να εκδίδει την «Αθηνά» τoν Φεβρουάριο του 1832].

 

Βιβλιογραφία


  • Μ. Μ. Παπαϊωάννου. «Η εβδομαδιαία εφημερίδα του Ναυπλίου Η Ηώς 1830», Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά, τ. Ε’ (1961), 137-146.
  • Σοφία Αντωνιάδου, Εμμανουήλ Αντωνιάδης. Ο Αγωνιστής. Ο Δημοσιογράφος, 1791 – 1863, Αθήνα 1971.
  • Ελένη Δ. Μπελιά, «Η Ηώς και η Αθηνά του Ναυπλίου», ανάτυπο από Πρακτικά Α’ Συνεδρίου Αργολικών Σπουδών, Αθήνα 1979, σ. 219-244.

 

Αικατερίνη Κουμαριανού (1919-2012)

Ιστορικός, ομοτ. Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Σορβόννης.

Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών, «Εγκυκλοπαίδεια του Ελληνικού Τύπου 1784-1974», τόμος Β΄, Αθήνα, 2008

 

Διαβάστε ακόμη:

 

 


28η Οκτωβρίου 1940: «Το όχι των Ελλήνων»

$
0
0

28η Οκτωβρίου 1940: «Το όχι των Ελλήνων»


 

 

28η Οκτωβρίου 1940. Φωτογραφία Greek Library of London.

 

Τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940, ο πρεσβευτής της Ιταλίας στην Αθήνα, Εμανουέλε Γκράτσι επέδωσε στον Μεταξά τελεσίγραφο της ιταλικής κυβέρνησης. Με αυτό, η Ρώμη ζητούσε να επιτραπεί η ελεύθερη διέλευση ιταλικών στρατευμάτων, τα οποία θα κατελάμβαναν απροσδιόριστα «στρατηγικά σημεία» εντός της ελληνικής επικράτειας.

[…] Tο ηχηρό «ΟΧΙ» των Ελλήνων  προκάλεσε παλλαϊκές εκδηλώσεις ενθουσιασμού στην Αθήνα. Ο κόσμος συμμετέχει σ’ αυτές τις εκδηλώσεις, χειροκροτεί, ζητωκραυγάζει. Είχα πολλά, πάρα πολλά χρόνια να δω τέτοιο ενθουσιασμό στην Αθήνα. Αισθάνεται κανείς ένα πάθος μες στον αέρα, ένα φανατισμό, μια λεβεντιά. Ξύπνησε το ελληνικό φιλότιμο, είναι κάτι ωραίο. Και μια τέλεια εθνική ενότητα. Είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου που αισθάνομαι τέτοιαν ομόνοια να βασιλεύει στον τόπο: Κανείς δεν σκέπτεται αυτή τη στιγμή ότι ο εχθρός είναι δέκα φορές ισχυρότερος, ότι ο θάνατος κρέμεται από πάνω μας μέσα σ’ αυτόν τον λαμπρό ουρανό», περιγράφει εκείνο το πρωινό του Οκτωβρίου ο λογοτέχνης Γιώργος Θεοτοκάς. #28ηΟκτωβρίου1940 #ΟΧΙ #ΒΠαγκόσμιοςΠόλεμος

 

Ανάλυση της στρατηγικής των Ιταλών στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο (1940-41) βάσει των στρατηγικών αναλυτών Σουν Τσου, Κλαούζεβιτς, Ζομινί και Φούλερ

$
0
0

Ανάλυση της στρατηγικής των Ιταλών στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο (1940-41) βάσει των στρατηγικών αναλυτών Σουν Τσου, Κλαούζεβιτς, Ζομινί και Φούλερ | Αντιπλοίαρχος Θεόφιλος Νικολαΐδης


 

Μπενίτο Μουσολίνι (1883-1945).

Ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος εντάσσεται στα πλαίσια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου αλλά και του ευρύτερου στρατηγικού σχεδιασμού της πολιτικής του Μουσολίνι, στο χώρο της Μεσογείου. Ο Μουσολίνι στα μέσα του 1940 έχοντας ως πρότυπο τις κατακτήσεις του Αδόλφου Χίτλερ, θέλησε να αποδείξει στους συμμάχους του ότι μπορεί και ο ίδιος να οδηγήσει την Ιταλία σε ανάλογες στρατιωτικές επιτυχίες και να αναδειχθεί σε ρυθμιστική δύναμη της Νότιας Βαλκανικής. Αποτελεί δε, προϊόν της επεκτατικής πολιτικής του φασιστικού καθεστώτος, η οποία διαφάνηκε με την κατάληψη της Αλβανίας (Άνοιξη 1939), διαταράσσοντας την έως τότε πολιτική και στρατιωτική ισορροπία στα Βαλκάνια [1] ενώ την ίδια χρονική περίοδο Αγγλία και Γαλλία εγγυούνταν την ανεξαρτησία της Ελλάδας, σχηματοποιώντας έμμεσα τις συμμαχίες που διαμορφώνονταν στην περιοχή.

Ο σκοπός του άρθρου είναι να αναλύσει τη στρατηγική των Ιταλών στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο, υπό το πρίσμα των βασικών εννοιών που αναπτύχθηκαν από τους κορυφαίους διανοητές και στρατηγικούς αναλυτές, με σκοπό την εξαγωγή χρήσιμων και επωφελών συμπερασμάτων για την άσκηση της σύγχρονης στρατηγικής σκέψης και της επιχειρησιακής τέχνης.

 

Διεθνές Περιβάλλον

  

Ο Χίτλερ με προσωπικές του ενέργειες, για τις οποίες δεν είχε ενημερώσει το σύμμαχό του, Μουσολίνι:

– Εξασφάλισε συμμαχία με Ουγγαρία, Ρουμανία και Βουλγαρία, (Μάιος – Ιούλιος 1939).

– Επιτέθηκε στην Πολωνία, (1 Σεπτέμβριο 1939).

– Κατέλαβε τις πετρελαιοπηγές της Ρουμανίας, (12 Οκτώβριο 1940).

Οι ανωτέρω επεκτατικές ενέργειες, εξόργισαν το Μουσολίνι και έδρασαν καταλυτικά στην απόφασή του για επίθεση στην Ελλάδα [2], με σκοπό την απόκτηση ηγεμονικής κυριαρχίας στα Βαλκάνια. Αντίθετα η Μ. Βρετανία και η Γαλλία, παρέμεναν επίσημα θεατές εν ονόματι της φιλειρηνικότητας. [3]

 

Πολιτικός Αντικειμενικός Σκοπός (ΑΝΣΚ) Ιταλών

 

Ο πολιτικός Αντικειμενικός Σκοπός (ΑΝΣΚ)  που είχε τεθεί, ήταν η κατάληψη της Ελλάδας, όπως προκύπτει κι από το τελεσίγραφο της 28ης Οκτωβρίου. Για την επίτευξή του, χρησιμοποιήθηκε αρχικά διπλωματία εξαναγκασμού, με μεθοδευμένη κλιμάκωση των προκλητικών ενεργειών με απειλή χρήσης βίας (πειθαναγκασμός) και στη συνέχεια, από 28 Οκτωβρίου 1940, με την ανάληψη επιθετικών επιχειρήσεων, επιδιώκοντας αποφασιστικό αποτέλεσμα με τη χρήση βίας.

 

Αίτια Πολέμου

 

Τα αίτια του πολέμου προσδιορίζονται σε 3 επίπεδα [4] και αποτελούν απόρροια τόσο των προσωπικών επιδιώξεων του δικτάτορα, (ατομικό επίπεδο) όσο και των κρατικών δομών αλλά και του διεθνούς συστήματος, όπως αυτά αναλύονται παρακάτω:

Συστημικό Επίπεδο: Επιδίωξη ηγεμονικής κυριαρχίας της Ιταλίας στην περιοχή των Βαλκανίων, υπό την πίεση του διεθνούς ανταγωνισμού. Ο δικτάτορας αντιλαμβανόμενος την ανισοκατανομή ισχύος που θα δημιουργούνταν στην περιοχή ενδιαφέροντός του, με την πρόσκτηση των πετρελαιοπηγών της Ρουμανίας από τη Γερμανία, αναλαμβάνει επιθετικές επιχειρήσεις για να αποκτήσει μερίδιο στη διακυβέρνηση του διεθνούς συστήματος.

Κρατικό επίπεδο: Η καλλιέργεια στο εσωτερικό της χώρας και στη συνείδηση του ιταλικού λαού, μέσω προπαγανδιστικών ενεργειών, του κινήτρου προσφυγής στον πόλεμο, με την αναβίωση του αισθήματος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.

Ατομικό επίπεδο: Βιολογικά ορμέμφυτα του Μουσολίνι. Η ιδιοσυγκρασία [5] και η αλαζονεία του δικτάτορα για εξομοίωση στα μάτια του ιταλικού λαού με τον Χίτλερ καθώς και οι οραματισμοί του για αναβίωση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, επέδρασαν καταλυτικά στη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής της χώρας και στην κήρυξη του πολέμου στην Ελλάδα. [6] Επιπλέον δε, επιζητούσε και τη στρατιωτική δόξα, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Τσιάνο, «το ασύλληπτο όνειρο της ζωής του, η δόξα επί του πεδίου της μάχης».[7]

 

Υψηλή Στρατηγική Ιταλών

 

Σε επίπεδο υψηλής στρατηγικής, ο Μουσολίνι αν και αρχικά επιδίωξε την κατάκτηση της Ελλάδας άνευ κόστους ή με το ελάχιστο δυνατό κόστος, (προσέγγιση θεωρίας Σουν Τσου) [8] μετέβαλε στην πορεία την πολιτική του και εφάρμοσε την «άμεση προσέγγιση» [9], (θεωρία Κλαούζεβιτς) με χρήση όλων των διατιθέμενων μέσων στρατιωτικά – διπλωματικά – ψυχολογικά, τόσο στο φυσικό όσο και στο ηθικό πεδίο[10], ειδικότερα:

 

Καρλ Φίλιππ Γκότλιμπ φον Κλάουζεβιτς (Carl Philipp Gottlieb von Clausewitz, 1780-1831). Πρώσος στρατιωτικός και συγγραφέας περί της θεωρίας και πρακτικής του πολέμου. Έργο του Γερμανού ζωγράφου Karl Wilhelm Wach (1787-1845).

 

Στρατιωτικά: Πριν την έναρξη των πολεμικών επιχειρήσεων εκτελέστηκαν επιχειρήσεις προπαγάνδας και προκλητικές – επιθετικές ενέργειες με αποκορύφωμα τη βύθιση του καταδρομικού «Έλλη» [11]. Σκοπός, των ανωτέρω ενεργειών ήταν αφενός η ψυχολογική πίεση της ελληνικής πλευράς, για μείωση της θέλησης των ελλήνων για πόλεμο και αφετέρου η ενδυνάμωση του ηθικού του ιταλικού λαού, μεθόδευση όμως που δεν επέφερε τα αναμενόμενα αποτελέσματα, στο ηθικό των ελλήνων [12]. Επιπλέον, ο Μουσολίνι, υπό τον φόβο της απώλειας ισχύος στην περιοχή των Βαλκανίων, μετά την προσάρτηση της Ρουμανίας από τον Χίτλερ, αποφάσισε εσπευσμένα και παρά τις αρχικές αντιρρήσεις των επιτελών του, την επίθεση εναντίον της Ελλάδας [13], για την οποία είχε εκδώσει και σχετικές κατευθύνσεις.[14]

Διπλωματικά: Η επίδοση τελεσιγράφου, με το οποίο ζητείτο να επιτραπεί η ελεύθερη διέλευση των ιταλικών στρατευμάτων, τα οποία θα κατελάμβαναν απροσδιόριστα «στρατηγικά σημεία» εντός της ελληνικής επικράτειας.

Ψυχολογικά Μέσα: Πριν την έναρξη αλλά και κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων η ιταλική ηγεσία, προσπάθησε να δημιουργήσει στον ιταλικό λαό το κίνητρο προσφυγής στον πόλεμο αλλά και να επηρεάσει το ηθικό τους κατασκευάζοντας ψευδείς ειδήσεις και καλλιεργώντας την εντύπωση περί ενός εύκολου αγώνα, όπως π.χ. ότι η επιτυχία της επιχείρησης θα ήταν κεραυνοβόλα και απολύτως σύμφωνη με τα σχέδια. Ταυτόχρονα, επεδίωκαν την καταρράκωση του ηθικού της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας και των Ελλήνων. Έτσι πραγματοποιήθηκαν παρελάσεις και προεόρτιοι εορτασμοί για τη νίκη, (που τελικά δεν ήρθε), με κύριο σύνθημα ότι ο εχθρός, που βρισκόταν σε δεινή θέση, θα ηττηθεί. Γενικότερα, το φρόνημα των Ιταλών στρατιωτών υπερτονιζόταν δυσανάλογα σε σχέση με τις πραγματικές διαθέσεις τους και τη νομιμοφροσύνη τους απέναντι στο φασιστικό καθεστώς.[15]

 

Στρατιωτική Στρατηγική Ιταλών

 

Η Ιταλία σε επίπεδο στρατιωτικής στρατηγικής εφάρμοσε τη «Στρατηγική Εκμηδένισης», εστιάζοντας στην εξουδετέρωση των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων (ΕΔ) μέσω μάχης, σύμφωνα με αυτά που πρεσβεύει ο Ντέλμπρυκ.[16]

 

Επιχειρησιακή Τέχνη (Operational Art)

 

Για την επίτευξη του τεθέντος πολιτικού ΑΝΣΚ, σχεδιάστηκε σε στρατιωτικό στρατηγικό επίπεδο επιθετική ενέργεια στον τομέα Ηπείρου με εισβολή ταχυκίνητων μέσων, υποστηριζόμενες από πυροβολικό, μηχανικό και αεροπορία καθώς και προκαταρτική ή συγχρόνως κατάληψη των νήσων Κέρκυρας, Κεφαλονιάς και Ζακύνθου με αμυντική στάση στον τομέα της Μακεδονίας, υπό την προϋπόθεση της ουδετερότητας της Γιουγκοσλαβίας.[17] Το γενικό σχέδιο των Ιταλών ήταν καλό ως προς τη σύλληψή του, αλλά όμως πολύ αισιόδοξο, ως προς τη δυνατότητα επιτυχίας του.

Ο Μουσολίνι επηρεασμένος από το μεγαλοϊδεατισμό που τον κατείχε αλλά και από τις εισηγήσεις των επιτελών του, είχε την αίσθηση ότι θα αιφνιδίαζε τους έλληνες και η κατάκτηση της Ελλάδας θα ήταν αποτέλεσμα λίγων ημερών. Η πραγματικότητα όμως τον διέψευσε με αποτέλεσμα να επιρρίπτει παντού ευθύνες, χαρακτηριστικά δε για την Ιταλική φυλή έλεγε ότι είναι «φυλή προβάτων».[18]

 

Δυνάμεις – Μέσα

  

Για την εφαρμογή του σχεδίου επίθεσης, αν και ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου στρατηγός Πιέτρο Μπαντόλιο, είχε εκτιμήσει ότι απαιτούνταν 20 μεραρχίες, ο Διοικητής των δυνάμεων στην Αλβανία, Σεμπαστιάνο Βισκόντι Πράσκα, υποστήριζε ότι μόνο 3 μεραρχίες αρκούσαν, και αυτές μάλιστα αφού θα είχε ήδη ολοκληρωθεί η πρώτη φάση του σχεδίου, δηλαδή η κατάληψη της Ηπείρου.[19] Σύμφωνα με το σχέδιο, τελικά διατέθηκαν 9 Μεραρχίες.[20]

 

Πιέτρο Μπαντόλιο (Pietro Badoglio, 1871 – 1956), Ιταλός στρατάρχης, διπλωμάτης, αντιβασιλέας και πολιτικός. Ιούνιος 1940.

 

Υποβοηθητικές – Υποστηρικτικές Επιχειρήσεις

 

Το σχέδιο θα υποστηριζόταν από την πολεμική αεροπορία [21] και από το πολεμικό ναυτικό, με αποβατικές επιχειρήσεις και επιχειρήσεις ναυτικής υποστήριξης. Από την εφαρμογή του όμως η συνεισφορά τους ήταν υποδεέστερη των αναμενομένων και όλη η προσπάθεια εστιάστηκε στο χερσαίο αγώνα.

Χαρακτηριστικά Θεάτρου Επιχειρήσεων (Γεωγραφία – Μετεωρολογικές Συνθήκες – Μεταφορές)

Τα τοπογραφικά χαρακτηριστικά της περιοχής των επιχειρήσεων (ορεινή, δύσβατη με φτωχό οδικό δίκτυο) σε συνδυασμό με τα δυσμενή καιρικά φαινόμενα (συνεχείς βροχοπτώσεις), δημιούργησαν μη αναμενόμενες καταστροφές στις οδικές αρτηρίες – γέφυρες και επέφεραν φυσικές, μη επιθυμητές, επιδράσεις [22], στην εφαρμογή του Ιταλικού σχεδίου. Η εικόνα στο ναυτικό αγώνα ήταν ανάλογη, καθώς οι αντίξοες καιρικές συνθήκες δεν επέτρεψαν την προσχεδιασμένη απόβαση στην Κέρκυρα.

Εκτίμηση Προθέσεων Αντιπάλου (Ελλάδας) – Διοίκηση και Έλεγχος – Εναλλακτικά Σχέδια

Οι Ιταλοί αν και κατά τη σχεδίαση εκτίμησαν ορθά την αντίσταση των Ελλήνων [23], αιφνιδιάστηκαν από την προβαλλόμενη αντίσταση στο πεδίο της μάχης, ματαιώνοντας τα αρχικά τους σχέδια για ανάληψη επιθετικών ενεργειών στα ελληνικά νησιά.

Ουμπάλντο Σοντού (Ubaldo Soddu 1883-1949). Τον Νοέμβριο του 1940 αντικατέστησε στη διοίκηση των ιταλικών δυνάμεων στην Αλβανία τον Βισκόντι Πράσκα. Λίγο αργότερα, όμως, παραιτήθηκε.

Τα τακτικά αποτελέσματα στο πεδίο της μάχης, εξόργισαν το Μουσολίνι, ο οποίος ανασχημάτισε τη Διοίκηση Αλβανίας, αντικαθιστώντας τον Πράσκα (9 Νοεμβρίου ’40) με τον Ουμπάλντο Σόντου, ο οποίος στη συνέχεια αντικαταστάθηκε (μέσα Δεκεμβρίου ’40) από τον Ούγκο Καβαλλέρο.[24]

Επίσης, σε στρατηγικό επίπεδο δεν εκτελέστηκε κάποιο εναλλακτικό σχέδιο σε κάποιο άλλο Θέατρο Επιχειρήσεων [25] (π.χ. Ιόνια νησιά ή Κρήτη), ως αντίδραση στο αδιέξοδο που επέφεραν οι επιχειρήσεις στο Θέατρο της Αλβανίας. Ο Μουσολίνι επέμεινε στη συνέχιση των επιχειρήσεων στο Αλβανικό μέτωπο [26] και συγκεκριμένα στην «εαρινή επίθεση», χωρίς όμως επιτυχία.[27]

 

Ούγκο Καβαλλέρο (1880-1943). Αρχές Δεκεμβρίου του 1940, ο Καβαλλέρο ορίστηκε Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Ενόπλων Δυνάμεων της Ιταλίας. Στα τέλη του ίδιου μήνα, ανέλαβε να αναστρέψει την δυσμενή τροπή του πολέμου κατά της Ελλάδας, αντικαθιστώντας τον Σοντού, χωρίς όμως επιτυχία

 

Τα συμπεράσματα που εξάγονται από την κριτική ανάλυση των ιστορικών γεγονότων που παρατέθηκαν και τη συγκριτική τους ανάλυση με βάση τις θεωρίες και τους στρατηγικούς αναλυτές, παρουσιάζονται παρακάτω:

  1. Η περίφημη «Τριάδα» (Λαός – Στρατός – Κυβέρνηση) του Κλαούζεβιτς [28], αν και δεν αγνοήθηκε επί της αρχής, καθόσον επιδιώχθηκε ο επηρεασμός του «Λαού» και του «Στρατού», παρ’ όλα αυτά διαφαίνεται ότι η «Κυβέρνηση» και συγκεκριμένα ο δικτάτορας Μουσολίνι, στον οποίο ανήκε και η πολιτική καθοδήγηση του πολέμου, απέτυχε στη συγκριτική αξιολόγηση των συστατικών στοιχείων της «τριάδας». Ειδικότερα, κατεχόμενος από προσωπικά πάθη και εμμονές, δεν έλαβε υπόψη του τη μεταβαλλόμενη αξία των στοιχείων που τη συνθέτουν, προκειμένου να τη διατηρεί σε ισορροπία, ανάλογα με τη διαμορφωθείσα κατάσταση από την εξέλιξη στο μέτωπο του πολέμου και στο εσωτερικό της χώρας.
  2. Δεν ελήφθη υπόψη αυτό που ο Κλαούζεβιτς ονομάζει «γενικευμένη τριβή» [29], καθώς οι ιταλικές Ενοπλές Δυνάμεις δεν διέθεταν σχετική πολεμική εμπειρία, κάτι που συνιστά ο Κλαούζεβιτς ως το καλύτερο «λιπαντικό» για τη αντιμετώπιση της «τριβής». Αποτέλεσμα της ανωτέρω απειρίας, ήταν να μην μπορούν να διαχειριστούν προβλήματα τακτικής στο πεδίο της μάχης αλλά και να μην εκμεταλλευτούν το πυροβολικό και την αεροπορία τους. [30] Όπως εύστοχα επισημαίνει ο Ζομινί, «Δεν είναι ο τρόπος του σχηματισμού μάχης που θα εξασφαλίσει τη νίκη, όσο η σωστή συνδυαστική χρήση των διαφορετικών όπλων». [31] Η δράση δε των μηχανοκινήτων, επί των οποίων βασιζόταν ο αιφνιδιασμός, ήταν αναποτελεσματική λόγω της μη ορθής εκτίμησης των φυσικών κινδύνων.[32]

 

Πορτρέτο του Antoine-Henri Jomini (1779-1869). Ο βαρόνος Αντουάν-Ανρί Ζομινί συγγραφέας του βιβλίου «Η Τέχνη του Πολέμου», ήταν Γάλλος-Ελβετός αξιωματικός που έλαβε μέρος στις εκστρατείες του Ναπολέοντα, έχοντας υπηρετήσει ως επιτελής αξιωματικός και στη συνέχεια ως Επιτελάρχης του Ney, ενός εκ των Στραταρχών του Ναπολέοντα και, έχοντας λάβει μέρος σε μια σειρά από μεγάλες μάχες που άλλαξαν τη ροή των στρατιωτικών πραγμάτων όπως αυτή στο Ουλμ, στην Ιένα και στο Eylau. Έργο του Άγγλου ζωγράφου George Dawe (1781-1829), συλλογή Hermitage Museum.

 

  1. Ο Μουσολίνι αν και ενήργησε αρχικά με βάση την «εχθρική πρόθεση», προκάλεσε, με τον τορπιλισμό της «Έλλη», το «εχθρικό συναίσθημα» του Ελληνικού λαού, έννοιες με τις οποίες ασχολήθηκε ο Κλαούζεβιτς [33]. Συγκεκριμένα, ο τορπιλισμός του πλοίου ανήμερα των εορταστικών εκδηλώσεων της θρησκευτικής εορτής, επέδρασε στο ηθικό του Έλληνα κατά τρόπο μη αναμενόμενο από τον δικτάτορα (μη φυσική και μη επιθυμητή επίδραση) [34], δημιουργώντας στη συνείδηση του ελληνικού λαού, ισχυρό κίνητρο για εκδίκηση και απονομή δικαιοσύνης.
  2. Σύμφωνα με τον Κλαούζεβιτς, «ο πόλεμος είναι μια πολιτική πράξη» και όπως χαρακτηριστικά αναφέρει «η πολιτική είναι η μήτρα από την οποία γεννιέται ο πόλεμος» [35], για την επίτευξη πολιτικών ΑΝΣΚ. Ο Μουσολίνι αν και γνώριζε τι επιδιώκει μέσω του πολέμου θέτοντας σαφή πολιτικό ΑΝΣΚ, δεν είχε συλλάβει τη γενική ιδέα του πώς θα το πετύχει, δηλ. τη «θεωρία νίκης».
  1. Εσωτερική Νομιμοποίηση: Σύμφωνα με τον Σουν Τσου για την επίτευξη των πολιτικών σκοπών του πολέμου, η κυβέρνηση θα πρέπει να είναι σε αρμονία με το λαό «Περί αρμονίας ηγεμόνα και λαού». Το όραμα του Μουσολίνι για αναβίωση της ιταλικής κυριαρχίας στη Μεσόγειο, άφηνε εν πολλοίς αδιάφορο τον ιταλικό λαό, με αποτέλεσμα τις θλιβερές επιδόσεις των ιταλικών ΕΔ στο αλβανικό μέτωπο και την κατάρρευση της υψηλής στρατηγικής του Μουσολίνι, λόγω έλλειψης εσωτερικής νομιμοποίησης.[36]
  1. Ο Μουσολίνι υπό την πίεση του διεθνή ανταγωνισμού και εξοργισμένος από τις ενέργειες του Χίτλερ, αγνόησε τη συμβουλή του Θουκυδίδη: «Δύο πράγματα είναι αντίθετα στη λήψη της σωστής απόφασης: η βιασύνη και ο θυμός», έτσι δεν αξιολόγησε σωστά τους φυσικούς κινδύνους του πεδίου της μάχης, υπολογίζοντας την έκβαση της ιταλικής επίθεσης με βάση καθαρά στρατιωτικά κριτήρια. Αποτέλεσμα ήταν να επιτεθεί τη χειμερινή περίοδο, εισπράττοντας τη μειωμένη απόδοση τόσο της αεροπορίας όσο και των αρμάτων μάχης, μέσω των οποίων στήριζε κυρίως την επιτυχία του σχεδίου του. Ουσιαστικά δεν έλαβε υπόψη του αυτό που αναφέρει ο Σουν Τσου στα αποφθέγματά του: «Ουρανός σημαίνει σκοτάδι και φώς, κρύο και ζέστη, αλλαγές των εποχών» και «το Έδαφος θα πρέπει ν’ αποτιμάται ως προς την απόσταση, την δυσκολία ή την άνεση της μετακίνησης, τις διαστάσεις και την ασφάλεια».[37]
  1. Οι ιταλικές δυνάμεις δεν ήταν ηθικά προετοιμασμένες να ανταποκριθούν στις συνθήκες που αντίκρισαν στο μέτωπο καθώς η εικόνα που είχαν διαμορφώσει από την ιταλική προπαγάνδα ήταν τελείως διαφορετική από αυτή που κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν στο πεδίο της μάχης, επιβεβαιώνοντας την άποψη του Ζομινί ότι: «Τόσο οι αξιωματικοί όσο και οι στρατιώτες πρέπει να είναι προετοιμασμένοι για εκείνες τις ξαφνικές κρίσεις πανικού που συχνά καταλαμβάνουν ακόμη και τον γενναιότερο στρατό …».[38]
  1. Αν και οι ιταλικές ΕΔ υπερτερούσαν στο αεροπορικό όπλο, το οποίο σύμφωνα με τη θεωρητική ανάλυση του Φούλερ μπορεί να χαρακτηριστεί ως «Κυρίαρχο όπλο»[39] σε αυτή την περίπτωση, δεν το εκμεταλλεύτηκαν αποτελεσματικά.
  1. Παραβιάστηκαν ή αγνοήθηκαν οι βασικές Αρχές του Πολέμου, όπως τις προσδιόρισε αρχικά ο Ζομινί και τις επεξεργάστηκε στη συνέχεια ο Φούλερ, ο οποίος συγκεκριμένα αναφέρει σχετικά μ’ αυτές ότι: «Δεν είναι ανέκκλητες και ενίοτε μπορεί να αγνοηθούν δίχως συνέπειες, αλλά καλό είναι να σκεφτεί καλά κάποιος πριν τις αγνοήσει».[40]

 

Ειδικότερα αγνοήθηκαν:

  

  • Ασφάλεια – Αιφνιδιασμός: Αποτέλεσμα της μη τήρησης των αυστηρών κανόνων ασφαλείας, ήταν οι Ελληνικές ΕΔ να είναι πολύ καλά πληροφορημένες από τη βρετανική κατασκοπεία για τις ιταλικές προθέσεις, με αποτέλεσμα να μην αιφνιδιαστούν.
  • Συγκέντρωση: Η ιταλική επίθεση στον τομέα Ηπείρου, δεν υποστηρίχθηκε με επαρκείς δυνάμεις τόσο κατά την έναρξη της εισβολής, όσο και μετά τις πρώτες επιτυχίες της, μη επιφέροντας το επιθυμητό αποφασιστικό αποτέλεσμα.
  • Ενότητα Διοίκησης: Η αντικατάσταση του Ιταλού Αρχιστράτηγου, 3 φορές εντός 3μηνών από την έναρξη των επιχειρήσεων, αναδεικνύει περίτρανα τα προβλήματα διοίκησης που υπήρχαν στην Ιταλική Ηγεσία.[41]
  • Ηθικό: Οι ιταλικές ΕΔ εμφανίστηκαν απροετοίμαστες, με αποτέλεσμα τον αιφνιδιασμό τους και τη διστακτικότητα εκπλήρωσης των αποστολών τους.
  • Ευκαμψία: Οι ιταλικές ΕΔ εφάρμοσαν το αρχικό σχέδιο κατά τρόπο άκαμπτο, δηλ. εστίαση στην κύρια προσπάθεια (προς Καλπάκι) χωρίς να εκμεταλλευτούν τις επιτυχίες στις δευτερεύουσες κατευθύνσεις (παραλιακός τομέας – κατεύθυνση προς το Μέτσοβο), με συνέπεια τη φθορά. Επιπλέον, δεν εκμεταλλεύτηκαν τα Ιόνια νησιά ή την Κρήτη, τα οποία αποτελούσαν αυτονόητους και σχετικά ανυπεράσπιστους στόχους, με αποτέλεσμα τη μη δημιουργία προωθημένων «Βάσεων Επιχειρήσεων», για το ναυτικό και την αεροπορία, αναγκαιότητα την οποία επισημαίνει και ο Ζομινί. [42]

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Για το «Βαλκανικό Σύμφωνο Φιλίας» μεταξύ των χωρών τις περιοχής, βλ. Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, «ο Βαλκανικό Σύμφωνο Φιλίας», http://www.fhw.gr/chronos/14/gr/1923_1940/foreign_policy/institutions/07.html, (έγινε πρόσβαση 16 Δεκ 17).

[2] Είναι χαρακτηριστική η φράση που είπε ο Μουσολίνι για τον Χίτλερ, «…Θα μάθει από τις εφημερίδες ότι κατέλαβα την Ελλάδα», βλ. Ι.Ε. Γκίκας, Ο Μουσολίνι και η Ελλάδα, (Αθήνα: Εστία,1982), σελ. 110.

[3] Για την πολιτικοστρατιωτική κατάσταση της Ευρώπης κατά την 28η Οκτώβριου 1940, βλ. ΓΕΣ, Ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος 1940-1941. Η Ιταλική Εισβολή (28 Οκτωβρίου μέχρι 17 Νοεμβρίου 1940), ανάτυπο (Αθήνα: ΓΕΣ/ΔΙΣ, 1986 [1960]), σ. 1-2.

[4] Για τη θεωρητική ανάλυση των αιτιών του πολέμου, βλ. Κωνσταντίνος Σολκίδης, «Ο ρόλος του Πολέμου στην Ιστορία των Διεθνών Σχέσεων», Στρατιωτική Επιθεώρηση, Τεύχος 3 (Μάιος – Ιούνιος 2011), (Αθήνα: ΓΕΣ, 2011), σ. 28-31.

[5] Για τη μελέτη της προσωπικότητας του Μουσολίνι, βλ. Γκίκας, Ο Μουσολίνι και η Ελλάδα, σ. 97-106.

[6] Για την εξέταση των γεγονότων που διαδραματίστηκαν τις πρώτες ώρες της επίθεσης, βλ. Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, 1940: Οι τελευταίες μέρες του Οκτωβρίου, (Αθήνα: Πατάκη, 2016).

[7] Πρβλ. Γκίκας, Ο Μουσολίνι και η Ελλάδα, σ. 100 -101.

[8] Σχετικά με την ανωτέρω προσέγγιση ένα απόφθεγμα του Σουν Τσου είναι ότι: «Ο στρατηγικός θρίαμβος είναι να υποτάσσεις τον εχθρό χωρίς μάχη», βλ. Κολιόπουλος, Η Στρατηγική Σκέψη από την Αρχαιότητα έως Σήμερα, σ. 90.

[9] Για την κατανόηση των εννοιών, βλ. Κωνσταντίνος Κολιόπουλος, Η Στρατηγική Σκέψη, από την Αρχαιότητα έως Σήμερα (Αθήνα: Ποιότητα, 2008), σ. 19, 51-52, 155.

[10] Για την κατανόηση των εννοιών, βλ. ΓΕΕΘΑ, Διακλαδικός Κανονισμός Επιχειρησιακής Σχεδίασης Ενόπλων Δυνάμεων (ΔΚ 2-1/2012/ΓΕΕΘΑ) (Αθήνα: ΓΕΣ, 2012), σ. 13.

[11] Για την Ιταλική προκλητικότητα, βλ. «Ελληνοϊταλικός Πόλεμος: Η Έναρξη του Β’.Π.Π. Οι Ιταλικές Προκλήσεις και ο Τορπιλισμός του εύδρομου Καταδρομικού »ΕΛΛΗ»», http://greekworldhistory.blogspot.gr/2014/10/blog-post.html, 6 Οκτωβρίου 2014, (έγινε πρόσβαση στις 16 Δεκ. 17).

[12] Η επιλογή του τόπου (ιερό νησί της Τήνου) και του χρόνου (εορτασμός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου) ήταν εξαιρετικά ατυχείς, προκάλεσε αίσθημα εκδίκησης και απονομής δικαιοσύνης.

[13] Σχετικά με τις πολιτικές και στρατιωτικές κατευθύνσεις του Μουσολίνι καθώς και την απόφαση επίθεσης που ελήφθη στη σύσκεψη της 15ης Οκτωβρίου 1940, βλ. Γκίκας, Ο Μουσολίνι και η Ελλάδα, σ. 109-110.

[14] Για τη μελέτη των Κατευθύνσεων της Επιχείρησης, σύμφωνα με το Απόρρητο σχέδιο των Ιταλών, «Κατευθύνσεις δια την Επιχείρησιν (EMMERGENZZA G)», από 16 Σεπ. 1940 βλ. ΓΕΣ, Ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος 1940-1941, Η Ιταλική Εισβολή (28 Οκτωβρίου μέχρι 17 Νοεμβρίου 1940, σ. 278-280.

[15] Ενδεικτική είναι η φράση του Πράσκα ≪Εμείς πολεμούσαμε ωθούμενη από το αίσθημα του καθήκοντος. Ο εχθρός μας πολεμούσε για την άμυνα της δικής τους πατρίδας» Ε. Τσίρκα, «28η Οκτωβρίου 1940», Εθνικές Επάλξεις, τεύχος 53 (Ιουλ – Οκτ 2002), (Αθήνα: Λάμπρος Καζάκος, 2002), σ. 30.

[16] Πρβλ. Κολιόπουλος, Η Στρατηγική Σκέψη από την Αρχαιότητα έως Σήμερα, σ. 31.

[17] ΓΕΣ, Ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος 1940-1941. Η Ιταλική Εισβολή (28 Οκτωβρίου μέχρι 13 Νοεμβρίου 1940), σ. 278-279.

[18] Για τη στάση του Μουσολίνι σχετικά με τα αποτελέσματα των πολεμικών επιχειρήσεων στο Αλβανικό μέτωπο, βλ. Γκίκας, Ο Μουσολίνι και η Ελλάδα, σ. 112 -113.

[19] Για τη μελέτη των ημερολογίων του πολέμου, σχετικά με τις δικαιολογίες που προέβαλλαν οι ιθύνοντες της Ανώτατης Ιταλικής Ηγεσίας για την αποτυχία των επιχειρήσεων, βλ. ΓΕΣ, Ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος 1940-1941 – Η Ιταλική Εισβολή (28 Οκτωβρίου μέχρι 13 Νοεμβρίου 1940), σ. 260-272.

[20] Αναλυτικότερα αναφέρονται τα ακόλουθα: 2 Μεραρχίες για προκάλυψη προς την Γιουγκοσλαβία, 2 στην περιοχή της Κορυτσάς για ενεργητική άμυνα, 3ης  για την κύρια ενέργεια κατά της Ηπείρου και 2 για την κάλυψη της κύριας ενέργειας. Οι δυνάμεις της κύριας ενέργειας ήταν ισχυρότερες έναντι των ελληνικών, σε πυροβολικό, πεζικό και τεθωρακισμένα, όμως το ορεινό έδαφος της Ηπείρου, οι αντιαρματικές οχυρώσεις και οι στενοί δρόμοι μείωναν την ιταλική υπεροχή. Σε τακτικό επίπεδο οι κατευθύνσεις ενεργείας του ιταλικού στρατού, ιδιαίτερα προς τον τομέα Ηπείρου, ήταν ορθές αλλά οι δυνάμεις που διατέθηκαν για το σκοπό αυτό ήταν ανεπαρκείς. Πιθανόν, δύο παράγοντες συνέβαλαν σε αυτό, η υποτίμηση του αντιπάλου από απόψεως υλικής ισχύος και ηθικού καθώς και η υπερτίμηση της ικανότητας της Ιταλικής αεροπορίας και των αρμάτων μάχης.

[21] Για τη δράση της Ιταλικής αεροπορίας, όπως την παρουσιάζει ο Στρατηγός Πράσκα στο βιβλίο του «Εγώ επετέθην κατά της Ελλάδος», βλ. ΓΕΣ, Ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος 1940-1941…, σ. 260-261.

[22] Για την ανάλυση των επιδράσεων, βλ. ΓΕΕΘΑ, Διακλαδικός Κανονισμός Επιχειρησιακής Σχεδίασης Ενόπλων Δυνάμεων (ΔΚ 2-1/2012/ΓΕΕΘΑ), σ. 35-36.

[23] Σύμφωνα με τις «Κατευθύνσεις δια την Επιχείρησιν (EMMERGENZZA G)», βλ. ΓΕΣ, Ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος 1940-1941, Η Ιταλική Εισβολή (28 Οκτωβρίου μέχρι 17 Νοεμβρίου 1940, σ. 278-280.

[24] «Ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος (1940-41)», schooltime.gr: Ιστορία, σ. 1, 11-12.

[25] Για την κατανόηση της έννοιας, βλ. Antoine Henri Jomini, Η Τέχνη του Πολέμου, [μετάφραση – επιμέλεια – σχολιασμός Αντιστράτηγος ε.α. Ανδρέας Ματζάκος] (Αθήνα: ΓΕΕΘΑ, 2015), σ. 61.

[26] Για την κατανόηση της έννοιας του μετώπου, βλ. Antoine Henri Jomini, Η Τέχνη του Πολέμου, σ. 77.

[27] Για την εικόνα του Μουσολίνι από τα αποτελέσματα της «εαρινής επίθεσης», βλ. Γκίκας, Ο Μουσολίνι και η Ελλάδα, σ. 114-115.

[28] Πρβλ. Κολιόπουλος, Η Στρατηγική Σκέψη από την Αρχαιότητα έως Σήμερα, σ. 154-155.

[29] Πρβλ. Κολιόπουλος, Η Στρατηγική Σκέψη από την Αρχαιότητα έως Σήμερα, σ. 151.

[30] Η δράση της αεροπορίας δεν υπήρξε συγκεντρωτική αλλά ήταν γενικά κατά κύματα και ασυντόνιστη προς την ενέργεια του ιταλικού πεζικού, το οποίο δεν μπόρεσε να εκμεταλλευθεί τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς.

[31] ΓΕΕΘΑ, Αποφθέγματα (Αθήνα: ΓΕΣ, χ.χ. [γύρω στο 2015]), σ. 13.

[32] Το Πυροβολικό έβαλλε μεγάλο αριθμό βλημάτων, κατένεμε τα πυρά του σε όλα τα ορατά αμυντικά έργα και διέσπειρε την βολή του κατά πλάτος και βάθος ώστε σπάνια να επιτυγχάνει πυκνές συγκεντρώσεις επί των φίλιων θέσεων. Επιπλέον δεν κατόρθωσε να προσβάλλει τις θέσεις των ελληνικών πυροβολαρχιών.

[33] Πρβλ. Κολιόπουλος, Η Στρατηγική Σκέψη, από την Αρχαιότητα έως Σήμερα, σ. 141-142.

[34] Για την κατανόηση της έννοιας, βλ. Διακλαδικός Κανονισμός Επιχειρησιακής Σχεδίασης Ενόπλων Δυνάμεων (ΔΚ 2-1/2012/ΓΕΕΘΑ), σ. 36.

[35] Πρβλ. Κολιόπουλος, Η Στρατηγική Σκέψη, από την Αρχαιότητα έως Σήμερα, σ. 144-145.

[36] Πρβλ. Κολιόπουλος, Η Στρατηγική Σκέψη, από την Αρχαιότητα έως Σήμερα, σ. 77-78.

[37] Πρβλ. Σουν Τσου, Η τέχνη του πολέμου, [μετάφραση – επιμέλεια Έφη Καλλιφατίδου – Χάιδω Παπαβασιλείου] (Αθήνα: Ελευθερουδάκης Α.Ε., Οξύ Α.Ε., 2008), σ. 18.

[38] ΓΕΕΘΑ, Αποφθέγματα, σ.13.

[39] Πρβλ. Κολιόπουλος, Η Στρατηγική Σκέψη, από την Αρχαιότητα έως Σήμερα, σ. 215-216.

[40] Πρβλ. Κολιόπουλος, Η Στρατηγική Σκέψη, από την Αρχαιότητα έως Σήμερα, σ. 27-29, 134-135, 217.

[41] Για τα προβλήματα που παρουσιάστηκαν στο εσωτερικό της ιταλικής διοίκηση, βλ. ΓΕΣ, Ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος 1940-1941. Η Ιταλική Εισβολή (28 Οκτωβρίου μέχρι 13 Νοεμβρίου

1940), σελ. 260-271.

 [42] Για την ανάλυση των βάσεων επιχειρήσεων, βλ. Antoine Henri Jomini, Η Τέχνη του Πολέμου, σελ. 64-65.

 

Βιβλιογραφία


 

  • Antoine Henri Jomini, Η Τέχνη του Πολέμου, [μετάφραση – επιμέλεια – σχολιασμός Αντιστράτηγος ε.α. Ανδρέας Ματζάκος] (Αθήνα: ΓΕΕΘΑ, 2015).
  • Σουν Τσου, Η τέχνη του πολέμου, [μετάφραση – επιμέλεια Έφη Καλλιφατίδου – Χάιδω Παπαβασιλείου] (Αθήνα: Ελευθερουδάκης Α.Ε., Οξύ Α.Ε., 2008).
  • ΓΕΕΘΑ, Αποφθέγματα (Αθήνα: ΓΕΣ, χ.χ. [γύρω στο 2015]).
  • ΓΕΕΘΑ, Διακλαδικός Κανονισμός Επιχειρησιακής Σχεδίασης Ενόπλων Δυνάμεων (ΔΚ 2-1/2012/ΓΕΕΘΑ) (Αθήνα: ΓΕΣ, 2012).
  • ΓΕΣ, Ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος 1940-1941. Η Ιταλική Εισβολή (28 Οκτωβρίου μέχρι 13 Νοεμβρίου 1940), ανάτυπο (Αθήνα: ΓΕΣ/ΔΙΣ, 1986 [1960]).
  • ΓΕΣ, Ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος 1940-1941. Η ελληνική αντεπίθεσις (14 Νοεμβρίου 1940 – 6 Ιανουαρίου 1941), ανάτυπο (Αθήνα: ΓΕΣ/ΔΙΣ, 1986 [1960]).
  • Γκίκας Ι.Ε., Ο Μουσολίνι και η Ελλάδα, (Αθήνα: Εστία,1982).
  • Κολιόπουλος Κωνσταντίνος, Η Στρατηγική Σκέψη από την Αρχαιότητα έως Σήμερα (Αθήνα: Ποιότητα, 2008).
  • Παπαρρηγόπουλος Κ., Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος 25, (Αθήνα: National Geographic, 2009).
  • Σβολόπουλος Κωνσταντίνος, 1940: Οι τελευταίες μέρες του Οκτωβρίου, (Αθήνα: Πατάκη, 2016).
  • Σολκίδης Κωνσταντίνος, «Ο ρόλος του Πολέμου στην Ιστορία των Διεθνών Σχέσεων», Στρατιωτική Επιθεώρηση, τεύχος 3 (Μαϊ – Ιουν 2011), (Αθήνα: ΓΕΣ, 2011).
  • Τσίρκας Ε., «28η Οκτωβρίου 1940», Εθνικές Επάλξεις, τεύχος 53 (Ιουλ. – Οκτ. 2002), (Αθήνα: Λάμπρος Καζάκος, 2002).

 

Διαδίκτυο

 

 

Αντιπλοίαρχος Θεόφιλος Νικολαΐδης ΠΝ, Εκπαιδευτής ΑΔΙΣΠΟ

«Διακλαδική Επιθεώρηση», περιοδικό Ανωτάτης Διακλαδικής Σχολής Πολέμου, έτος 16ο, τεύχος 42, Ιούλιος- Οκτώβριος 2018.  

Ο Αντιπλοίαρχος Θεόφιλος Νικολαΐδης ΠΝ αποφοίτησε από τη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων το 1992. Έχει υπηρετήσει σε πλοία επιφανείας καθώς και σε επιτελικές θέσεις με πιο σημαντικές αυτές του Κυβερνήτη στο Π/Φ ΥΠΕΡΙΩΝ, του Υποδιευθυντή Σπουδών ΣΜΥΝ και του Επιστολέα ΝΔΒΕ. Η τελευταία του τοποθέτηση είναι στο επιτελείο της Ανώτατης Διακλαδικής Σχολής Πολέμου (ΑΔΙΣΠΟ) με προσανατολισμό τον τομέα της Διακλαδικής Εκπαίδευσης και Επιχειρησιακής σχεδίασης. Είναι απόφοιτος ΣEAN, ΑΔΙΣΠΟ, ΣΕΘΑ και επιπλέον κάτοχος Μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών στη Διοίκηση Επιχειρήσεων. Έχει τιμηθεί με όλα τα παράσημα και τις διαμνημονεύσεις για το βαθμό του. Είναι παντρεμένος και έχει μια κόρη.

  

Διαβάστε ακόμη:

 

 

Υψηλάντης Κωνσταντίνος (1760-1816)

$
0
0

Προσωπογραφίες: Υψηλάντης Κωνσταντίνος (1760-1816)


 

Υψηλάντης Κωνσταντίνος (1760-1816)

 

 Πορτραίτο του Κωνσταντίνου Υψηλάντη, έργο του Alexander Molinari (1772-1831), υπογεγραμμένο και χρονολογημένο στο μέσο δεξιά: Molinari de[l;] / 1815. Υδατογραφία, κάρβουνο και αραιωμένο μελάνι σε χαρτί, 31,5 x 25,5 cm.

 

Ο Κωνσταντίνος Υψηλάντης (1760-1816) ήταν μέγας διερμηνεύς της Υψηλής Πύλης στα χρόνια 1796-1799, στη συνέχεια δε ηγεμόνας, διαδοχικά, της Μολδαβίας και της Βλαχίας. Έχοντας πάρει το μέρος των Ρώσων στο ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1806, εγκαταστάθηκε τελικά στο Κίεβο όπου και πέθανε. Παιδιά του ήταν ο αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας Αλέξανδρος Υψηλάντης (1792–1828), ο φιλικός και αγωνιστής Δημήτριος Υψηλάντης (1793–1832) και ο αρχηγός του Ιερού Λόχου Νικόλαος Υψηλάντης (1796–1833).

 

 

 Διαβάστε ακόμη:

Φιλική Εταιρεία – Οι Πρωτεργάτες

Υψηλάντης Δημήτριος  (1793-1832)

Τα επαναστατικά γεγονότα του 1821 στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες όπως τα είδε ένας Ρουμάνος αγωνιστής

Η αιχμαλωσία του Αλέξανδρου Υψηλάντη στην Αυστρία

 

Ο Jean Nicolas Maquart και η Γαλλική Στρατιωτική Αποστολή στο Μοριά

$
0
0

Ο Jean Nicolas Maquart και η Γαλλική Στρατιωτική Αποστολή στο Μοριά


 

Yves Ollivier – Georges Kondis: «Jean Nicolas Maquart (1786-1856). Intendant Militaire en Morée (1829-1831) », Βερσαλλίες, 2020. (Έκδοση στη γαλλική γλώσσα)

 

Μεταξύ των σημαντικών γεγονότων της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 υπάρχουν τρία «ξεχασμένα» που σημάδεψαν την πορεία της όπως και την πορεία του ανεξάρτητου νέου ελληνικού κράτους: η Ναυμαχία του Ναυαρίνου, η Γαλλική Στρατιωτική Αποστολή και η αντίστοιχη Γαλλική Επιστημονική Αποστολή στο Μοριά. Το σημαντικό έργο του γαλλικού στρατού και των Γάλλων επιστημόνων παρέμεινε ξεχασμένο και μόνο το 2011/2017 παρουσιάζονται οι δυο τόμοι ενός εξαιρετικού έργου με τίτλο «Το έργο της Γαλλικής Επιστημονικής Αποστολής του Μοριά. 1829-1838», φωτίζοντας πληθώρα πτυχών της γαλλικής παρουσίας στην ανεξάρτητη Ελλάδα με ένα πλούσιο υλικό χαρτών, εικόνων και κειμένων.

 

Το εξώφυλλο του βιβλίου «Jean Nicolas Maquart (1786-1856) – Intendant Militaire en Morée (1829-1831)».

 

Προηγουμένως, το 1971, στην εισαγωγή ενός άλλου σημαντικού έργου με τίτλο «Η ελεύθερη Ελλάς και η Επιστημονική Αποστολή του Μορέως. Το λεύκωμα Πεϋτιέ», ο επιμελητής της έκδοσης Στέλιος Α. Παπαδόπουλος σημειώνει:

 

Η Επιστημονική Αποστολή, παρά τη σημασία του έργου της, λησμονήθηκε· ενδεικτικό το γεγονός ότι σε μια μόνο γενική ιστορία της Ελλάδος γίνεται μνεία της. Η σχεδόν πλήρης έλλειψη μελετών για την ιστορία της επιστημονικής σπουδής της Χώρας δεν έδωσε ποτέ την ευκαιρία της συνολικής αποτιμήσεως της προσφοράς της. Ανάλογη ήταν και η τύχη του ανέκδοτου υλικού. Και υλικό δεν συγκεντρώθηκε μονάχα από τα επίσημα μέλη της: «πολλοί σχεδίαζαν τοπία, κρατούσαν σημειώσεις, έκαμαν συλλογές φυτών, εντόμων ή άλλων αξιοπερίεργων ή εταρίχευαν πουλιά· είδα πραγματικά πολύτιμες συλλογές φυσικής ιστορίας και πολύ ενδιαφέρουσες εκθέσεις (relations) που είχαν γίνει από υπολοχαγούς, ανθυπολοχαγούς, αξιωματικούς του υγειονομικού ή άλλα μέλη του εκστρατευτικού σώματος», γράφει ο Μπορύ ντε Σαιν Βενσάν. (σ. 13)

 

Ο Μπορύ ντε Σαιν Βενσάν (Bory de Saint – Vincent) επικεφαλής της Επιστημονικής Αποστολής είχε, βεβαίως, προσωπική εμπειρία για όλο αυτό το υλικό που είχε παραχθεί και που, ένα μέρος του, μας είναι ακόμη άγνωστο. Το ίδιο σημαντική είναι η επισήμανση  του Στ. Α. Παπαδόπουλου για το υλικό αυτό, προτρέποντας μάλιστα στο ίδιο εισαγωγικό σημείωμα (σ. 19) για την ανανέωση του ενδιαφέροντος σχετικά με την έρευνα του υλικού αυτού.

Για το λόγο αυτό εξάλλου είμαστε ιδιαίτερα χαρούμενοι που, μετά από επίπονη προσπάθεια, παρουσιάζουμε σήμερα αρχικά την πρώτη γαλλική «διασωστική» έκδοση ενός άγνωστου αρχείου της περιόδου εκείνης που αφορά στις περιηγητικές σημειώσεις και τις υδατογραφίες του Συνταγματάρχη Ζαν Νικολά Μακάρ (Jean Nicolas Maquart) που συμμετείχε στην Γαλλική Στρατιωτική Αποστολή στο Μοριά από το 1829-1831, υπό τις διαταγές του Στρατηγού Σνάιντερ (Antoine Virgile Schneider) διοικητή του ενός από τα τρία εκστρατευτικά σώματα που έφτασαν στην Πελοπόννησο υπό την αρχηγία του Στρατηγού Μαιζών (Nicolas Joseph Maison). Για πάρα πολλά χρόνια το αρχείο (κείμενο και υδατογραφίες) παρέμενε φυλαγμένο από τους απογόνους του J.N. Maquart, ώσπου μια ευτυχής συγκυρία μου επέτρεψε τη γνωριμία με τον κ. Yves Ollivier, σημερινό κάτοχο του αρχείου, ο οποίος μου παρείχε κάθε δυνατή βοήθεια για μια πρώτη κοινή «διασωστική» έκδοση του αρχείου.

 

Θέατρο Σπάρτης, άποψη του Μιστρά και του Ταϋγέτου, υδατογραφία Jean Nicolas Maquart, 29-8-1829. Δημοσιεύεται στο: Yves Ollivier – Georges Kondis: «Jean Nicolas Maquart (1786-1856). Intendant Militaire en Morée (1829-1831)», Βερσαλλίες, 2020.

 

Ο Jean Nicolas Maquart (1786-1856) ως στρατιωτικός συμμετέχει σε όλα τα μεγάλα στρατιωτικά γεγονότα και ιδιαίτερα τις εκστρατείες (1805-1814) του Ναπολέοντος 1ου, για τις οποίες καταγράφει πολλές πληροφορίες στο ημερολόγιό του. Την περίοδο 1828-1831 συμμετέχει στην Στρατιωτική Αποστολή του Μοριά. Στις 10 Απριλίου 1848 υπηρετώντας στη Στρατιά του Βορρά (Rouen),  συνταξιοδοτείται με το βαθμό του Συνταγματάρχη.

 

Χειρόγραφο κείμενο του Jean Nicolas Maquart.

 

Στις 28 Νοεμβρίου 1828 επιβιβάζεται στο πολεμικό πλοίο «Le Scipion» με προορισμό το Ναυαρίνο συνταξιδεύοντας με γιατρούς και άλλο στρατιωτικό προσωπικό. Στις 13 Δεκεμβρίου 1828 αποβιβάζεται στο Ναυαρίνο και μια εβδομάδα αργότερα θα εγκατασταθεί στην Πάτρα μαζί με μια ομάδα του «Υγειονομικού» (γιατροί, νοσοκόμοι και διαχειριστές), καθώς και ένα συνεργείο εξειδικευμένων τεχνιτών στην επισκευή πλοίων του γαλλικού ναυτικού. Ο J. N. Maquart ταξιδεύει σημειώνει και κυρίως ζωγραφίζει. Οι υδατογραφίες του (aquarelles) αποτελούν μια σημαντική πηγή πληροφοριών και σημαντικά τεκμήρια της περιηγητικής ζωγραφικής. Από το Ναυαρίνο έως την Αθήνα, ο J. N. Maquart διατηρεί ένα ημερολόγιο όπου σημειώνει πληροφορίες για τους τόπους και τους ανθρώπους, όπως επίσης και για τις προσωπικότητες που συναντούσε (π.χ. Κολοκοτρώνης). Το μεγαλύτερο μέρος των σημειώσεων αυτών και των υδατογραφιών διασώθηκαν από γενιά σε γενιά στην οικογένεια και ένα μέρος τους  όπως και ολόκληρο το κείμενο των σημειώσεων, παρουσιάζεται στη γαλλική έκδοση.

 

Δεν μπορώ παρά να φωνάξω με θαυμασμό ως ταξιδιώτης μέσα από τον γοητευτικό πίνακα των βοσκών της Αρκαδίας που ζωγράφισε ο Poussin: Ήμουν κι εγώ στην Αρκαδία!  Περιέτρεξα την Ελλάδα και βάδισα σ’ αυτή τη γη όπου πάτησαν τόσοι ήρωες των οποίων το όνομα και τα κατορθώματα διέσωσε και μας μετέδωσε η Ιστορία. Κατά την δια θαλάσσης άφιξή μας στην Ελλάδα, η θεά του υπέροχου όρμου του Ναυαρίνου, διακόπτεται από τρεις βραχώδεις μάζες  που σχηματίζουν τη λεγόμενη νήσο Σφακτηρία. Η μάζα η πιο απομακρυσμένη από την είσοδο είναι και η πιο ξακουστή καθώς διατηρεί  στην κορυφή της τα κατάλοιπα της αρχαίας Πύλου. Εκεί διέμενε ο σεβάσμιος Νέστορας.

 

Ο  J. N. Maquart, όπως και πολλοί άλλοι στρατιωτικοί που πήραν μέρος στη Ναυμαχία του Ναυαρίνου και στις Γαλλικές Αποστολές, εμφορείται από φιλελληνικά συναισθήματα και αναζητά στις περιηγήσεις του τα σημάδια μιας Ελλάδας φάρο παγκόσμιου πολιτισμού αλλά και απαρχής του δυτικού πολιτισμού. Γι’ αυτό, από τη μια θεωρεί πως η Γαλλία εκπλήρωσε ένα μεγάλο ιστορικό χρέος συμμετέχοντας στην απελευθέρωση της Ελλάδας και από την άλλη ακολουθεί τα βήματα της προσωπικής εμπειρίας, του βιώματος, με τα τεκμήρια του ελληνικού πολιτισμού: εκτός από την Αθήνα την οποία θα επισκεφτεί συνοδεύοντας το στρατηγό Schneider και για την οποία θα μας χαρίσει δυο εξαιρετικές οπτικές με τις υδατογραφίες του, περιηγείται σε πολλά μέρη της Πελοποννήσου: Άργος, Ναύπλιο, Μεσσήνη, Τρίπολη και περίχωρα, Αρχ. Ολυμπία, κ.ά.

 

Το φύλλο στρατιωτικής κατάστασης και μεταβολών του Jean Nicolas Maquart.

 

Ο J. N. Maquart δεν είναι επιστήμονας αλλά στρατιωτικός με ιδιαίτερη κλίση στη ζωγραφική. Επομένως η αναλυτικότητα των σημειώσεών του είναι αντίστοιχη του χρόνου που διαθέτει εκτός υπηρεσίας. Ο λόγος του είναι λιτός, αλλά οι περιγραφές του έχουν ενδιαφέρον για τους τόπους και τα πρόσωπα που βλέπει και καταγράφει. Είναι πιθανό ορισμένες σημειώσεις να έχουν χαθεί. Δυστυχώς δεν έχουμε λεπτομέρειες, για παράδειγμα,  από τη συνάντησή του με τον Κυβερνήτη Ι. Καποδίστρια στο Ναύπλιο.

Οι υδατογραφίες του αποτελούν μια σημαντικότερη αποτύπωση των περιηγήσεών του, μας παρέχουν συγκριτικά στοιχεία για τους τόπους και τα πρόσωπα σε σχέση με άλλους ζωγράφους – σχεδιαστές της εποχής (π.χ. Prospert Baccuet), καταγράφουν σημεία που δεν είχαν αποτυπωθεί από άλλους περιηγητές και αποτελούν πολύτιμη συμβολή στη γενικότερη αντίληψη που έχουμε για την περιηγητική ζωγραφική της εποχής.

Η «διασωστική» γαλλική έκδοση μας έδωσε την ευκαιρία μιας κοπιαστικής αλλά πλούσιας αρχειακής και βιβλιογραφικής έρευνας, η οποία σίγουρα θα συμπληρώνεται με νέα στοιχεία καθώς οι αντίστοιχες έρευνες θα συνεχίζονται. Η ελληνική έκδοση που αναμένεται για την άνοιξη του 2021 θα περιλαμβάνει ένα εμπλουτισμένο κείμενο και κυρίως το σύνολο των σαράντα πέντε (45) υδατογραφιών που ανήκουν στο αρχείο της οικογένειας του κ. Yves Ollivier.

 

Γιώργος Κόνδης

Ο Γεώργιος Η. Κόνδης είναι Κοινωνιολόγος, διδάσκων στο Τμήμα Παραστατικών και Ψηφιακών Τεχνών της Σχολής Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη

 

Ο εορτασμός της 100/ετηρίδας της Εθνικής Παλιγγενεσίας στο Κρανίδι και την Ερμιόνη

$
0
0

Ο εορτασμός της 100/ετηρίδας της Εθνικής Παλιγγενεσίας στο Κρανίδι και την  Ερμιόνη | Γιάννης Σπετσιώτης – Τζένη Ντεστάκου


 

Ιστορικά στοιχεία

 

Σπυρίδων Λάμπρος (1851-1919). Υπουργός Εκκλησιαστικών και Δημόσιας Εκπαίδευσης και ιστορικός, διετέλεσε πρωθυπουργός της Ελλάδας (27 Σεπτεμβρίου 1916 – 21 Απριλίου 1917). Τσιγκογραφία, «Νέα Ελλάς», 2 (1896) σ. 345.

Ο πρώτος που εισηγήθηκε το θέμα του μεγαλοπρεπούς εορτασμού της 100/ετηρίδας της Ελληνικής Επανάστασης ήταν ο Σπύρος Λάμπρου το 1899. Όταν το 1916 ανέλαβε Υπουργός Παιδείας σύστησε Επιτροπή για την προετοιμασία του εορτασμού του 1821. Ωστόσο, οι δύσκολες περιστάσεις εκείνων των χρόνων δεν επέτρεψαν τη λειτουργία της. Το θέμα επανήλθε δύο χρόνια αργότερα και τότε η Βουλή ομόφωνα «ψήφισε τον Νόμο 1375/1 Απριλίου 1918 που προέβλεπε λαμπρό εορτασμό καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους 1921.

Με το Β.Δ. της 11ης Μαΐου 1918 συστάθηκε η Κεντρική Επιτροπή του εορτασμού. Πρόεδρός της ανέλαβε ο Θεμιστοκλής Σοφούλης, Πρόεδρος της Βουλής, Αντιπρόεδροι ο Μητροπολίτης Αθηνών Μελέτιος, ο Παύλος Κουντουριώτης, Αντιναύαρχος και Υπουργός των Ναυτικών και ο Παναγιώτης Δαγκλής, Αντιστράτηγος και Γενικός Αρχηγός του Στρατού. Ως μέλη της Επιτροπής τοποθετήθηκαν πέντε βουλευτές, τέσσερις πρώην υπουργοί, ένας πρώην βουλευτής, τέσσερις καθηγητές Πανεπιστημίου, ο δημοσιογράφος Άδωνις Κύρου και ο λογογράφος Ιωάννης Δαμβέργης.

Θεμιστοκλής Σοφούλης (1860-1949). Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων, υφηγητής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, πρωθυπουργός της Ελλάδας.

Για τις ανάγκες του εορτασμού, με το ίδιο Β.Δ., συστάθηκαν, μεταξύ των άλλων, είκοσι ειδικές επιτροπές. Ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος ανέλαβε Πρόεδρος της «Επιτροπής Μεγάλου Μνημείου», ενώ ο Εμμανουήλ Ρέπουλης Πρόεδρος της «Επιτροπής πνευματικών αγωνισμάτων». Η παραπάνω Επιτροπή καταργήθηκε μετά την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του Δεκεμβρίου του 1920. Την επόμενη χρονιά καταρτίστηκε νέα πολυμελής Επιτροπή με επίτιμο Πρόεδρο τον διάδοχο Γεώργιο και Πρόεδρο τον πρίγκιπα Νικόλαο, σύμφωνα με το Β.Δ. της 20ης Φεβρουαρίου 1921.

Η Μικρασιατική εκστρατεία δεν επέτρεψε να πραγματοποιηθούν οι εκδηλώσεις του εορτασμού, όπως είχε προβλεφθεί. Στις 17 Μαρτίου 1921 συστάθηκε Εκτελεστική Επιτροπή η οποία, μεταξύ άλλων, καθόρισε ιωβηλαίο το έτος 1930. Έτσι στο διάστημα που θα μεσολαβούσε η Κεντρική Επιτροπή θα μπορούσε να προετοιμάσει τις όποιες εκδηλώσεις.

Η Μικρασιατική καταστροφή και τα τραγικά γεγονότα που ακολούθησαν, όπως ήταν φυσικό, δεν επέτρεψαν να γίνουν οι εορταστικές εκδηλώσεις, χωρίς όμως και να ματαιωθούν οριστικά. Στις 28 Δεκεμβρίου 1928 με Π.Δ. ανασυστάθηκε η Κεντρική Επιτροπή εορτασμού. Πρόεδρος ανέλαβε ο Αλέξανδρος Ζαΐμης, πρώην Πρωθυπουργός και Αντιπρόεδροι ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος και ο Πρόεδρος της Βουλής Ιωάννης Τσιριμώκος. Στην Κεντρική Επιτροπή συμμετείχαν τριάντα οκτώ μέλη, προσωπικότητες των Γραμμάτων και των Τεχνών. Με το Π.Δ. της 22ας Αυγούστου του 1829 συστάθηκαν δέκα πέντε ειδικές επιτροπές, οι οποίες αποτελούνταν από οκτώ έως είκοσι εννέα επιτροπές που ανέλαβαν ισάριθμες δράσεις του εορτασμού.

 

Ο εορτασμός της 100/ετηρίδας στο Κρανίδι

 

Στις 29 Σεπτεμβρίου 1930 ημέρα Δευτέρα τελέσθηκε με ιδιαίτερη μεγαλοπρέπεια αλλά και συγκίνηση ο εορτασμός της 100/ετηρίδας στο Κρανίδι. Πρόεδρος της Κοινότητας ήταν τότε ο Εμμανουήλ Σκλαβούνος, ενώ Πρόεδρος της Επιτροπής εορτασμού ανέλαβε ο Ιωάννης Κοκκίνης, Πρόεδρος του Συνδέσμου Κρανιδιωτών «Ο Προφήτης Ελισσαίος». Μέλη της Επιτροπής ήσαν οι Γεώργιος Παρασκευόπουλος, Θεόδωρος Χαρακόπουλος, Δημήτριος Μπαστούνης και Άγγελος Στυλιάτης.

Σύμφωνα με το πρόγραμμα των εορταστικών εκδηλώσεων στις 28 Σεπτεμβρίου 1930 ημέρα Κυριακή θα αναχωρούσε από τον Πειραιά το ατμόπλοιο «Ιωάννα» κατευθείαν για το Πόρτο Χέλι. Όσοι Κρανιδιώτες επιθυμούσαν μπορούσαν να ταξιδεύσουν δωρεάν, για να παρακολουθήσουν και να τιμήσουν με την παρουσία τους τις εκδηλώσεις.

 

Ο εορτασμός της 100/ετηρίδας στο Κρανίδι

 

Την επομένη, 29 Σεπτεμβρίου 1930, αναχώρησε από το Φάληρο για το Πόρτο Χέλι το αντιτορπιλικό «ΛΕΩΝ», στο οποίο επέβαιναν οι επίσημοι. Στην είσοδο του Ιερού Ναού της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, τους έγινε η καθιερωμένη υποδοχή και ακολούθησε δοξολογία. Τον πανηγυρικό εκφώνησε ο ομότιμος καθηγητής της Θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Ιωάννης Μεσολωράς.

Στη συνέχεια εψάλη επιμνημόσυνη δέηση, έγιναν τα αποκαλυπτήρια του Ηρώου των πεσόντων και κατάθεση των στεφάνων. Ακολούθησε δεξίωση των επισήμων στο Κοινοτικό κατάστημα και στις 1:00 μ.μ. γεύμα «εις την πλατείαν του Αγίου Χαραλάμπους υπό σκιάδαν» προς τιμή των επισήμων και των καλεσμένων. Το γεύμα περιλάμβανε ορεκτικά Κοιλάδας, μπαρμπούνια Πορτοχελίου, τυρόπιττα Διδύμων, κοτόπουλα Φούρνων, δίπλες Κρανιδίου, φρούτα Ερμιόνης και ρετσινάτο απ’ τα Φλάμπουρα. Την κυβέρνηση εκπροσώπησε ο Ερμιονίτης Υπουργός Οικονομικών Βασίλειος Δεληγιάννης.[1]

Στις 15 Οκτωβρίου 1930 η Επιτροπή των εκδηλώσεων συνέταξε τον οικονομικό απολογισμό του εορτασμού. Τα έσοδα ήσαν 91.554 δραχμές, τα έξοδα 131.443,30 δραχμές, ενώ το «έλλειμμα» ανερχόταν στις 39.894,70 δραχμές. Για να καλυφθεί το έλλειμμα η Επιτροπή απευθυνόμενη «προς τους απανταχού εκ της επαρχίας καταγομένους», σημείωνε στο κάτω μέρος της 4ης σελίδας του εντύπου απολογισμού «να συνεισφέρουν τον οβολόν των».

Επίσης με το από 20 Νοεμβρίου 1930 έγγραφό της ενημέρωνε την Κεντρική Επιτροπή ότι με τους εράνους που έκαμε μεταξύ των Κρανιδιωτών δεν κατάφερε να καλύψει τα έξοδα της ανέγερσης του μνημείου και της διαμόρφωσης του περιβάλλοντος χώρου. Ως εκ τούτου ζητούσε από την Κεντρική Επιτροπή των εκδηλώσεων 15.000 δραχμές, ενώ τις 25.000 δραχμές που υπολείπονταν «θέλομεν εξεύρει αλλαχόθεν». Πάντως από τα σχετικά έγγραφα (έντυπο απολογισμού προς Κ.Ε.) διαπιστώνεται ότι τα μέλη της Επιτροπής εκδηλώσεων Κρανιδίου «έβαλαν βαθιά το χέρι στην τσέπη τους» για τον επετειακό εορτασμό.

 

Ο εορτασμός της 100/ετηρίδας στην Ερμιόνη

 

Με ιδιαίτερη λαμπρότητα αλλά και σεμνότητα η Ερμιόνη απέδωσε τον φόρο τιμής και ευγνωμοσύνης σ’ εκείνους που με τη θυσία τους κράτησαν ζωντανό το δέντρο της λευτεριάς.[2]

Με το υπ’ αριθμ. 3/9 Μαρτίου 1930 ψήφισμά του το Κοινοτικό Συμβούλιο της Ερμιόνης που το αποτελούσαν ο Απόστολος Παπαβασιλείου ως Πρόεδρος, ο Αντώνιος Τσαούσης ως Αντιπρόεδρος και τα μέλη Γεώργιος Φραγκούλης, Δημήτριος Παναγιώτου, Σπύρος Γκάτσος, Δημήτριος Μερτύρης, Εμμανουήλ Σκούρτης και Ιωσήφ Μερτύρης αποφάσιζε η Ερμιόνη, ως ιστορική πόλη, να μετέχει του εορτασμού της 100/ετηρίδας.

 

Ο εορτασμός της 100/ετηρίδας στην Ερμιόνη

 

Πρότεινε δε να κατασκευαστούν, με δαπάνες της Κοινότητας, δύο αναμνηστικές πλάκες της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης «εκ Πεντελισίου μαρμάρου» με τα σχετικά επιγράμματα και να εντοιχιστούν η μία στην (ανατολική) πρόσοψη του Ι.Ν. των Ταξιαρχών, όπου ορκίστηκαν οι πληρεξούσιοι της Συνέλευσης και η άλλη στη (βορεινή) πρόσοψη της οικίας κληρονόμων Κοσμά Δ. Οικονόμου, όπου συνήλθε η Γ΄ Εθνοσυνέλευση. Η πίστωση που καταγράφηκε στον κοινοτικό προϋπολογισμό για την αξία της κατασκευής ανερχόταν στις 20.000 δραχμές. Τα αποκαλυπτήρια των δύο μαρμάρινων επιγραφών θα γίνονταν την ημέρα του εορτασμού της 100/ετηρίδας που πρότειναν να είναι η 8η Νοεμβρίου, ημέρα που πανηγυρίζει ο ιστορικός Ι.Ν. των Ταξιαρχών.

Κατόπιν αυτών με την από 20 Μαρτίου 1930 αναφορά του προς την Κεντρική Επιτροπή του εορτασμού της 100/ετηρίδας ο Πρόεδρος της Κοινότητας Απόστολος Παπαβασιλείου παρακαλεί να συμπεριληφθεί η Ερμιόνη στο πρόγραμμα των εκδηλώσεων, οι οποίες θα διεξαχθούν όπως ακριβώς περιγράφονται στο ψήφισμα του Κοινοτικού Συμβουλίου, το οποίο και τους κοινοποιεί.

Επίσης αναφέρει ότι όλοι οι επίσημοι θα τύχουν «αξιοπρεπούς υποδοχής». Για τον σκοπό αυτό με δεύτερο έγγραφό του την ίδια ημερομηνία, 20 Μαρτίου 1930, ζήτησε τη μεσολάβηση του αρχηγού της Αντιπολίτευσης Παναγή Τσαλδάρη στην Κεντρική Επιτροπή, για να συμπεριληφθεί η Ερμιόνη στο πρόγραμμα του εορτασμού της 100/ετηρίδας.

Ζήτησε επίσης και τη μεσολάβηση του Πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου, ο οποίος έστειλε το έγγραφο απευθείας στην Κ.Ε. του εορτασμού ζητώντας ενημέρωση. Ενώ γίνονταν οι παραπάνω διεργασίες και καθώς αναφέρει ο Ιωάννης Ηρ. Μάλλωσης στο βιβλίο του «Η εν Ερμιόνη Γ΄ Εθνοσυνέλευσις», η Κοινοτική αρχή Ερμιόνης αποφάσισε «να υψώση εις την κεντρικήν πλατείαν της πόλεως εις την του λιμένος εκ λευκού Πεντελησίου μαρμάρου Ηρώον» για εκείνους τους συμπολίτες μας που έπεσαν στους ένδοξους πολέμους 1912-1913 και να χαράξει επ’ αυτού τα ονόματά τους με χρυσά γράμματα.

Όταν η Κ.Ε. απάντησε θετικά στις προτάσεις της Κοινοτικής Αρχής ξεκίνησαν οι προετοιμασίες. Πρόεδρος της τοπικής επιτροπής του εορτασμού ορίστηκε ο πρώην δήμαρχος Ερμιόνης Κωνσταντίνος Κυρ. Γκολεμάς ο οποίος εκπροσωπούσε και τον δήμαρχο Άργους. Παράλληλα εκλέχτηκε 25μελής επιτροπή αποτελούμενη από ευυπόληπτα μέλη της ερμιονίτικης κοινωνίας, για να βοηθήσει στην οργάνωση του τοπικού εορτασμού.

Οι εορτές της 100/ετηρίδας διεξήχθησαν το Σάββατο 8 Νοεμβρίου 1930 με περισσή μεγαλοπρέπεια και τη συμμετοχή πλήθους κόσμου σύμφωνα με το πρόγραμμα, αντίγραφο του οποίου βρίσκεται στο αρχείο μας. Το Υπουργείο των Ναυτικών εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 95/10530/7 Νοεμβρίου 1930 διαταγή του σύμφωνα με την οποία: «Δι’ ατμοπλοίου «Ιωάννα» διερχομένου αύριον Σάββατον εκ Πόρου αποστείλατε εις Ερμιόνη μουσικήν Πόρου όπως παραστή εις τα εκεί εορτάς της 100/ετηρίδας.

Επιπροσθέτως από την Κ.Ε. ο Ιωάννης Δαμβέργης έστειλε το υπ’ αριθμ. 2235/7-11-1930 τηλεγράφημα προς τον Πρόεδρο της Επιτροπής εορτασμού της 100/ετηρίδας Κωνσταντίνο Γκολεμά γνωρίζοντάς του ότι:

«Πολεμικόν φέρον επισήμους αποπλεύσει δεκάτην πρωϊνήν Σάββατον. Κ.Ε. 100/ετηρίδας αντιπροσωπεύσει Στρατηγός Πετρίδης, καταθέσει στέφανον, αναμνηστικήν πλάκα οικία, Γ΄ Εθνοσυνελεύσεως.

 

Πρόγραμμα Εορτών

 

Α΄

Ώρα 8:00 π.μ. αναχώρηση από τον Πειραιά του ατμόπλοιου της γραμμής «Ιωάννα», για να μεταβούν στην Ερμιόνη οι προσκεκλημένοι και όσοι επιθυμούν να παρευρίσκονται στις εορτές.

Ώρα 10:00 π.μ. αναχώρηση από το Ν. Φάληρο πολεμικού του Στόλου για να μεταβούν στην Ερμιόνη οι επίσημοι.

Β΄

Ώρα 2:00 μ.μ. άφιξη των επισήμων και των προσκαλεσμένων στην Ερμιόνη.

Γ΄

Προσφώνηση του Προέδρου της Κοινότητας, μετάβαση στον Ι.Ν. των Ταξιαρχών, Δοξολογία χοροστατούντος του Σεβασμιωτάτου Ύδρας κ. Προκοπίου και αποκαλυπτήρια των δύο επιγραφών.

Δ΄

Επιμνημόσυνη δέηση στο Ηρώον, αποκαλυπτήρια του Ηρώου και κατάθεση στεφάνου.

Ε΄

Μετάβαση στα Μαντράκια και αποκάλυψη της αναμνηστικής μαρμάρινης επιγραφής που εντοιχίστηκε στο σπίτι των Μητσαίων από τον εγγονό τους στρατηγό Σταμάτη Αντ. Μήτσα. Δεξίωση των επισήμων. Λήξη των εορτών.

Την Κεντρική Επιτροπή 100/ετηρίδας εκπροσώπησε ο υποστράτηγος Ιωάννης Πετρίδης, τη δε Κυβέρνηση ο Ερμιονίτης Υφυπουργός Οικονομικών Βασίλειος Δεληγιάννης.

 

Υποσημειώσεις


[1] Λεπτομερής περιγραφή των εκδηλώσεων υπάρχει στο βιβλίο του Γ. Π. Παρασκευόπουλου: «Ακτίνες και Νέφη», Αθήνα 1932.

[2] Ο εορτασμός της 100/ετηρίδας περιγράφεται στο βιβλίο του Ιωάννη Ηρ. Μάλλωση: «Η εν Ερμιόνη Γ΄ Εθνοσυνέλευσις», Αθήναι 1930.

 

Πηγή


Γ.Α.Κ. «Αρχείο Ιωάννη Δαμβέργη»

 

Γιάννης Μ. Σπετσιώτης Τζένη Δ. Ντεστάκου

 

Διαβάστε ακόμη:

Η Παναγιά Πορτοκαλούσα, η Ήρα Ακραία και το «κρυφό σχολειό»

$
0
0

Η Παναγιά Πορτοκαλούσα, η Ήρα Ακραία και το «κρυφό σχολειό» | Χρήστος Πιτερός


 

Στα βορειοανατολικά του λόφου της Λάρισας στο απότομο πρανές και σε προεξέχουσα άκρα (=προεξοχή, κορυφή λόφου ή βουνού), είναι κτισμένος ο μνημειακός ολόλευκος εμβληματικός ναός της Παναγίας της Πορτοκαλούσας με το χαρακτηριστικό καμπαναριό, προστάτις της πόλης του Άργους. Ο ναός αυτός προβάλλεται στον φωτεινό ορίζοντα του Αργολικού πεδίου και αποτελεί από μακριά χαρακτηριστικό τοπόσημο αναγνώρισης της πόλης του Άργους και προσανατολισμού και για τους πιλότους της πολεμικής αεροπορίας, που κυριαρχούν στον ελληνικό ουρανό.

Ο ναός πανηγυρίζει στις 21 Νοεμβρίου εορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου. Η Παναγία διαδέχθηκε στην Αργολίδα την λατρεία της Ήρας που έχει βαθιές ρίζες από τα προϊστορικά χρόνια, κυρίαρχη θεότητα της φύσης και σύζυγος του Δία στη συνέχεια, προστάτης της οικογένειας «κρατούσε τα κλείδας του γάμου» και ήταν αμείλικτη τιμωρός των επίορκων γυναικών.

 

Ο Ιερός Ναός της Παναγίας Πορτοκαλούσας ή Κατακεκρυμμένης. Λήψη από το λόφο της Δειράδας – Προφήτη Ηλία. Φωτογραφία Ηλίας Αντωνάκος.

 

Η παλαιότερη χριστιανική λατρεία στην επιφανέστερη αυτή θέση της Πορτοκαλούσας ανάγεται γύρω στον δέκατο αι. μ. Χ., όπως έχει επισημανθεί από την αρχαιολογική έρευνα. Ανάλογη λατρεία υπήρχε και στο χαμηλότερο ορατό σπήλαιο, όπου διατηρούνται στους βράχους υπολείμματα τοιχογραφιών. Αλλά η λατρεία αυτή εγκαταλείφθηκε το πιθανότερο για λόγους ανασφάλειας σε δύσκολους καιρούς.

 

Ο Ιερός Ναός της Παναγίας Πορτοκαλούσας, ακριβώς κάτω το σπήλαιο.

 

Το σπήλαιο που βρίσκεται κάτω από την Παναγιά την Κατακεκρυμμένη.

Η Παναγία της Λάρισας είναι γνωστή και ως Παναγία του Βράχου και ως Κατακεκρυμμένη. Το δεύτερο αυτό όνομα αυστηρώς αρχαϊστικό είναι το πιθανότερο δημιούργημα των λόγιων εκπροσώπων της Εκκλησίας. Ωστόσο από τους περιηγητές η εκκλησία αυτή αναφέρεται και ως Κατηχουμένη. Το όνομα αυτό προφανώς αποτελεί παραφθορά του παλαιότερου ονόματος Καταχωμένη και έλαβε το όνομα το πιθανότερο από την εικόνα που βρέθηκε χωμένη στο σπήλαιο κάτω από την εκκλησία, στη θέση που είναι γνωστή ως Εύρεση. (Για την ιστορία της εκκλησίας αυτής, Α.Π. Τσακόπουλος, Ο ναός των Εισοδίων της Θεοτόκου, συμβουλαί εις την ιστορίαν της εκκλησίας της Αργολίδος, Αθήναι 1953, 17-30). Ωστόσο το κυρίαρχο όνομα της εκκλησίας στην εποχή μας είναι Πορτοκαλούσα.

Σύμφωνα με την κρατούσα παράδοση έλαβε το όνομα λόγω παλαιού εθίμου, σύμφωνα με το οποίο οι Αργείοι έριχναν πορτοκάλια στα νεόνυμφα ζευγάρια, που επισκέπτονταν την εκκλησία κατά την πανήγυρι (21η Νοεμβρίου). Ωστόσο το έθιμο αυτό που απηχεί παλιά παράδοση ανταλλαγής μηνυμάτων μεταξύ των νέων όπως αναφέρεται και σήμερα π.χ. σε λαϊκό άσμα: «Σου στέλνω μήλο μου στέλνεις πορτοκάλι».

Όπως γράφει ο Τσακόπουλος το 1953, το έθιμο αυτό το ενθυμούνται όσοι  έχουν ηλικία άνω των πενήντα ετών και άνω. Επίσης κατά την εορτή στόλιζαν την εικόνα της Παναγίας με πορτοκάλια και στα προσκυνητάρια. Αλλά το όνομα Πορτοκαλούσα προφανώς έλαβε η Παναγία διότι η εορτή και πανήγυρις στις 21 Νοεμβρίου συμπίπτει με την ωρίμανση των πορτοκαλιών, το χαρακτηριστικό χρυσό προϊόν του αργολικού κάμπου. Άλλο ανάλογο όνομα της Παναγίας την εποχή αυτή σε άλλες περιοχές είναι γνωστό ως Παναγία η Μεσοσπορίτισσα, διότι οι αγρότες βρίσκονται στο μέσο της σποράς των σιτηρών κατά το φθινόπωρο. Το επίθετο Πορτοκαλούσα είναι σαφώς νεότερο. Επίσης τα χρυσάνθεμα που ανθίζουν του Αγίου Δημητρίου (26 Οκτωβρίου) ο λαός τα αποκαλεί αγιοδημήτριδες. Αλλά και στα αρχαία χρόνια, όταν κατά την Άνοιξη με την ανθοφορία τελούνταν εορτές της Ήρας, η θεά του Άργους είχε λάβει το χαρακτηριστικό όνομα ως Ήρα Άνθεια και λατρευόταν σε αρχαίο ναό στην Αγορά του Άργους και η Ήρα, όπως και η Παναγία είχαν πολλά ονόματα.

Στην Αργολίδα εκτός από το μεγάλο ιερό στο Ηραίο του Άργους αλλά και στην Τίρυνθα και στην Άρια, την αρχαία Άνθεια στην Κάναθο πηγή τελούνταν μυστικές τελετές της Ήρας όπως αναφέρει ο Παυσανίας. Η Ήρα λατρευόταν με τελετές κυρίως στις κορυφές των βουνών και των λόφων μαζί με τον Δία, ως Ήρα Ακραία, χαρακτηριστικές θεότητες της βροχής στο πολυδίψιον Άργος. Και στην εποχή μας, σε περιόδους ξηρασίας γίνονταν θρησκευτικές τελετές, λιτανείες.

Με βάση τη σχετική αναφορά του Παυσανία για το Ιερό της Ήρας Ακραίας καθώς ανέβαινε προς τη Λάρισα είχε εκφρασθεί η υποθετική άποψη ότι στο Ιερό της Παναγίας Κατακρυμμένης του Άργους, λατρευόταν η Ήρα Ακραία. Η άποψη αυτή χωρίς αρχαιολογικά τεκμήρια είχε γίνει αποδεκτή από τους αρχαιολόγους. Ωστόσο από τις πρόσφατες έρευνες έχει γίνει φανερό ότι το Ιερό της Ήρας Ακραίας βρίσκεται στο λόφο της Δειράδας – Προφήτη Ηλία (Χ. Πιτερός, ΑΔ Χρονικά 2009), όπου έχουν αποκαλυφθεί από τις αρχές του περασμένου αιώνα τα Ιερά του Απόλλωνα Δειραδιώτη και της Αθηνάς Οξυδερκούς στα δυτικά του λόφου.

Αρχαϊκό ειδώλιο ανδρικής μορφής.

Ωστόσο ένα αρχαϊκό ιερό και ναός που βρέθηκε κοντά στην κορυφή στην ανατολική πλευρά του λόφου του Προφήτη Ηλία, δεν ταυτίσθηκε από τον ανασκαφέα μελετητή W. Vollgraff, διότι ένα σημαντικό αρχαϊκό ειδώλιο ανδρικής μορφής, μεταξύ των άλλων στο χώρο αυτό, 220 μ. ανατολικότερα από το Ιερό του Απόλλωνα Δειραδιώτη, ταυτίσθηκε λανθασμένα ως Απόλλωνας, ενώ πρόκειται για ειδώλιο του Δία, που συλλατρευόταν στη θέση αυτή με την Ήρα Ακραία, όπως έχουμε επισημάνει σε υπό έκδοση σχετική μελέτη μας. Την άποψη ότι το Ιερό της Ήρας Ακραίας βρισκόταν στον Προφήτη Ηλία έχουν επισημάνει και άλλοι ερευνητές.

Είναι αξιοσημείωτο ότι, λόγω λειψυδρίας, η Ήρα Ακραία είχε τα περισσότερα Ιερά στην Αργολίδα, όπως διαπιστώσαμε από την πρόσφατη αρχαιολογική έρευνα. Στο Αραχναίο, στον Προφήτη Ηλία Αγίου Αδριανού, στην κορυφή του όρους Εύβοια, πάνω από Ηραίο, στον Προφήτη Ηλία του Άργους, στην Ασίνη στο θεωρούμενο ναό του Απόλλωνα, όπως έχουμε επισημάνει (ΑΔ χρονικά 2010), διότι ένα αρχαϊκό ανάλογο ειδώλιο θεωρήθηκε και αυτό ως Απόλλωνας από τους Σουηδούς αρχαιολόγους ενώ απεικονίζει των Δία. Επίσης το πιθανότερο η Ήρα Ακραία λατρευόταν και στην κορυφή της ακρόπολης των Μυκηνών.

 

Άργος, σε πρώτο πλάνο Γεωργοί στις καθημερινές ασχολίες τους, στο βάθος το φρούριο Λάρισα του Άργους και κάτω η Ιερά Μονή Παναγίας της Κατακεκρυμμένης ή Πορτοκαλούσας. Φωτογραφία του Ελβετού Φρεντερίκ Μπουασονά (Frederic Boissonnas), περίπου το 1903.

 

Η εκκλησία της Παναγίας της Κατακρυμμένης – Πορτοκαλούσας είναι στενά συνδεμένη με την πόλη του Άργους και έπαιξε σημαντικό ρόλο κατά την Επανάσταση του 1821, όπου κατάφυγαν τα γυναικόπαιδα και οι γέροντες τον Απρίλιο του 1821 κατά την εισβολή του Κεχαγιάμπεη. Στο χώρο αυτό λειτούργησε προεπαναστατικά από το 1798 περίπου σχολείο από την Δημογεροντία του Άργους και τον άρχοντα κοτζαμπάση του Άργους Νικ. Περούκα.

Το σχολείο αυτό λίγα χρόνια αργότερα μεταφέρθηκε στην πόλη, στον τούρκικο Μπεκίρ Μαχαλά και λειτουργούσε στην περιοχή της Αγίας Παρασκευής και του Αγιάννη στη συνέχεια. Στο σχολείο αυτό είχε μαθητεύσει και ο επίσκοπος Παλαιών Πατρών Γερμανός. Η εντοιχισμένη μαρμάρινη πινακίδα στην είσοδο κάτω από την εκκλησία της Παναγίας που αναφέρει ότι στο χώρο αυτό λειτούργησε κρυφό σχολείο: « Ενταύθα το έτος 1798 συνεστήθη/ και ελειτούργει ελληνικό κρυφό/ σχολείο./ Εις τούτο εφοίτησε και ο επίσκοπος/ Παλαιών Πατρών Γερμανός ο υψώσας/ την σημαία της Επαναστάσεως του 1821» δεν έχει καμία ιστορική βάση.

 

Η εντοιχισμένη μαρμάρινη πινακίδα στην είσοδο κάτω από την εκκλησία της Παναγίας.

 

Λειτούργησε ανοιχτό σχολείο και όχι κρυφό σχολείο. Η επιγραφή αυτή το πιθανότερο τοποθετήθηκε στα χρόνια της Δικτατορίας από τους αρμόδιους της εκκλησίας. Ο μύθος για τη λειτουργία κρυφών σχολείων κατά την Τουρκοκρατία δημιουργήθηκε για πρώτη φορά κατά την επέτειο του εορτασμού της πεντηκονταετίας της Ελληνικής Επανάστασης, γύρω στα 1870, χωρίς αποδεικτικά στοιχεία και ιστορικές μαρτυρίες. Κατά τον εορτασμό της συμπλήρωσης 150 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση το 1971, κατά τη Δικτατορία, επανήλθε η άποψη αυτή δριμύτερη περί κρυφών σχολείων από τους κύκλους της Εκκλησίας. Έκτοτε η μυθολογική αυτή άποψη είχε ως αποτέλεσμα κάθε εξωκκλήσι να είναι υποψήφιο «κρυφό σχολειό». Την άποψη αυτή υποστηρίζουν συνήθως όσοι δεν έχουν από την πλευρά τους ασχοληθεί με την ιστορική έρευνα και αγνοούν κορυφαίους ιστορικούς μελετητές της νεότερης Ελληνικής Ιστορίας.

Στη σχετική παραπάνω εντοιχισμένη επιγραφή στην Παναγία της Λάρισας πρέπει να διαγραφεί η λέξη «κρυφό» σχολείο. Διότι η άποψη αυτή είναι ανιστόρητη και παραπληροφορεί τους επισκέπτες. Για να γίνει πλήρως κατανοητή η μυθολογία περί κρυφού σχολείου θα παραθέσω απόσπασμα από συνέντευξη της παγκοσμίως γνωστής βυζαντινολόγου Ελένης Γλύκατζη – Αρβελέρ, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών (31 Οκτωβρίου – 1 Νοεμβρίου 2020).

«Το θέμα είναι ότι η Ελλάδα δεν γνώρισε Διαφωτισμό. Ποιος φταίει; Θα το πω, η Εκκλησία. Αφόρισαν σχεδόν τον Βολταίρο και όλους αυτούς. Ο μόνος διαφωτιστής στην Ελλάδα ήταν ο Ρήγας Φεραίος. Όταν τον σκότωσαν και αυτόν… να μη τα λέω, η Εκκλησία δεν θρήνησε το Ρήγα…  Αλλά κατάφερε η Εκκλησία δύο πράγματα: πρώτον να πει αυτό που σας έλεγα για τον Διαφωτισμό και δεύτερον να μιλήσει για κρυφά σχολειά. Ποια κρυφά σχολειά; Όταν έχουμε τόσες βιβλιοθήκες, τόσους σοφούς, όταν έχουμε έγγραφα της εποχής που λένε για τα σχολεία που υπήρχαν, αν τα βάλουμε κάτω, θα δούμε ότι δεν είναι τα σχολεία της Πόλης και της Σμύρνης μονάχα, αλλά είναι τα ρουμελιώτικα σχολεία και πολλά άλλα. Ποια κρυφά σχολειά;»

Με τον εορτασμό της διακοσιοστής επετείου της Ελληνικής Επανάστασης (2021) καιρός είναι να ξεκαθαριστούν και να διορθωθούν πλάνες και ανιστόρητες απόψεις περί «κρυφού» σχολειού. Άλλωστε η μελέτη της ιστορικής έρευνας δεν έχει τέλος. «Το Έθνος πρέπει να θεωρεί εθνικό ότι είναι αληθές». Διονύσιος Σολωμός. Για το σημαντικό προεπαναστατικό σχολείο της Τουρκοκρατίας στο Άργος, το οποίο συνέχισε ο Ι. Καποδίστριας με το γνωστό καποδιστριακό σχολείο, θα αναφερθούμε διεξοδικά σε άλλο χώρο.

 

Χρήστος Πιτερός

Αρχαιολόγος

 

Η Ηώς (1830-1831) και ο Εθνικός (1832)

$
0
0

Η Ηώς (1830-1831) και ο Εθνικός (1832) –  Γιάννης Κόκκωνας


 

Το περιοδικό Η Ηώς (1830-1831) και η εφημερίδα Ο Εθνικός (1832) δεν μακροημέρευσαν και η βραχύτης του βίου τους οφείλεται κυρίως στον τρόπο με τον όποιον αντιλαμβάνονταν την πολιτική και αντιμετώπιζαν τους πολιτικούς αντιπάλους γενικά και τον Τύπο ειδικότερα οι πολιτικοί, τα στελέχη της Διοίκησης και οι πολιτικοποιημένοι διανοούμενοι στο πλαίσιο του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Τα σχετικά με τον Εθνικό και την τύχη του ήσαν άγνωστα ως πρόσφατα και δεν έχουν χρησιμοποιηθεί από όσους έγραψαν για την περίοδο που ακλούθησε την δολοφονία του Καποδίστρια· την περιπέτεια της Ηούς τη γνωρίζουμε από τη βιβλιογραφία της καποδιστριακής περιόδου, φαίνεται όμως ότι μπορούμε να την γνωρίσουμε και καλύτερα.

Με όσα ακολουθούν θα προσπαθήσω να δείξω, πρώτον ότι την έκδοση της Ηούς δεν την οργάνωσε η αντικαποδιστριακή αντιπολίτευση, όπως έχει υποτεθεί, αλλά ότι το περιοδικό σχεδιάσθηκε για να αποτελέσει βήμα των, περί την εκπαίδευση κυρίως ασχολουμένων, λογίων και εκ των πραγμάτων έγινε πολιτικό και κατά κάποιον τρόπο αντιπολιτευόμενο, προκειμένου να επιβιώσει, όταν ο, δημοκρατικός ούτως η άλλως και έντονα πολιτικοποιημένος, έκδοτης του διαπίστωσε το ατελέσφορο του αρχικού σχεδιασμού, και δεύτερον ότι το οριστικό κλείσιμο του περιοδικού την άνοιξη του 1831 δεν οφειλόταν στην επιλογή του Αντωνιάδη να προτιμήσει τη σιωπή από τη συμμόρφωση στον νέο, τότε, περί Τύπου νόμο, αλλά σε νέα επέμβαση του κρατικού μηχανισμού.

Στη συνέχεια θα παραθέσω τις πληροφορίες που διαθέτουμε για την εφημερίδα Ο Εθνικός, ώστε να είναι δυνατή η σύγκριση του τρόπου με τον όποιο προσπάθησαν χαμηλόβαθμα στελέχη της Διοίκησης, με την έγκριση του Κυβερνήτη, να φιμώσουν την  Ηώ με τον τρόπο που έκαναν το ίδιο επιφανείς συνταγματικοί στην περίπτωση του φιλοκαποδιστριακού Εθνικού.

Αρχίζω με την Ηώ, υπενθυμίζοντας ορισμένα στοιχειώδη για τον συντάκτη και έκδοτη της. Ο Εμμανουήλ Αντωνιάδης, Κρητικός την καταγωγή, έμπορος στην Κωνσταντινούπολη προεπαναστατικά, φιλικός, πολιτικό στέλεχος στην Επανάσταση και «μέχρι θανάτου δημοκρατικός», τον καιρό που οι περισσότεροι μορφωμένοι αγωνιστές αναζητούσαν κάποια, ανάλογη των προσόντων και της προσφοράς τους, δημόσια θέση στη νεοπαγή πολιτεία, αποφάσισε να εξασφαλίσει τα προς το ζην ασκώντας ελεύθερο επάγγελμα. Αν πιστέψουμε τον Νικόλαο Δραγούμη, όχι μόνο δεν επεδίωξε κάποια έμμισθη θέση αλλά αρνήθηκε πάντοτε σχετικές προσφορές, «φοβούμενος μη ποτέ βιασθή μισθοφορών και κάμψη τον αυχένα».

Τα χρήματα που είχε συγκεντρώσει από την προεπαναστατική εμπορική του δραστηριότητα τα είχε ανεπιτυχώς επενδύσει από το 1826 στη ναυτιλία, ναυπηγώντας, μαζί με άλλους, δύο γολέτες, οι όποιες είχαν εμπλακεί στην πειρατεία και είχαν γίνει αιτία να χαρακτηριστεί το 1828, σε επίσημα έγγραφα, «συνένοχος εις τας πειρατικάς πράξεις». Με το στίγμα αυτό να τον βαραίνει ο Αντωνιάδης φρόντισε να αποκτήσει τυπογραφικό εξοπλισμό, προκειμένου να ασκήσει το επάγγελμα του τυπογράφου και έκδοτη.

 

Αντωνιάδης Εμμανουήλ (1791-1863). Δημοσιεύεται στο «Εθνικόν Ημερολόγιον Βρετού», τ. 5, No 1 (1865).

 

Θα πρέπει να ήταν φθινόπωρο ή χειμώνας του 1829 όταν τον έβλεπε ο Δραγούμης στο «πενιχρόν εργαστήριόν» του, δίπλα στο Κυβερνείο του Ναυπλίου, να κάνει μόνος του τη χύτευση των τυπογραφικών στοιχείων: «έχων εν μεν τη αριστερά μήτρας, εν δε τη δεξιά μέταλλον τετηγμένον κατασκεύασε τα δύσμορφα εκείνα στοιχεία, άτινα έμελλον να συμπήξωσι μετ’ ολίγον τας αξέστους σελίδας της […] Ηούς».

Οι καιροί ήσαν δύσκολοι και ο Αντωνιάδης γνώριζε οπωσδήποτε ότι, ως νεόκοπος τυπογράφος, δεν θα έπρεπε να περιμένει πολλές παραγγελίες για εκτύπωση βιβλίων: οι σπουδαίοι και έμπειροι τεχνίτες Τόμπρας και Δημίδης, από τους όποιους είχε διδαχθεί την τυπογραφική τέχνη, είχαν τυπώσει μόνο δύο βιβλία το 1828 στο τυπογραφείο τους, στο Ναύπλιο, και τρία μόλις βιβλία είχε τυπώσει το 1829 ο Τόμπρας με τον νέο του συνεργάτη Κωνσταντίνο Ιωαννίδη· αν υπήρχε λοιπόν ελπίδα να επιβιώσει αυτός ως τυπογράφος και έκδοτης αυτή ήταν μία περιοδική έκδοση με συνδρομητές, που θα εξασφάλιζε τακτικά έσοδα και συνεχή λειτουργία του τυπογραφείου.

Προς τα τέλη του 1829 λοιπόν, παρακολουθώντας τις γενικότερες εξελίξεις, και προφανώς διερευνώντας, όσο και όπως ήξερε και μπορούσε, την αγορά, κατέληξε, φαίνεται, στο συμπέρασμα ότι θα ήταν δυνατόν να υπάρξει ζήτηση για ένα περιοδικό το όποιο θα εκάλυπτε τα ζητήματα της παιδείας και της εκπαίδευσης. Ειδικά όταν ανακοινώθηκε η ίδρυση και το πρόγραμμα σπουδών του Κεντρικού Σχολείου θεώρησε ότι η στιγμή ήταν κατάλληλη: οι αξιολογότεροι διδάσκαλοι επρόκειτο να συγκεντρωθούν και να διδάξουν στο νέο, ανώτερο των άλλων σχολείων της μικρής ελληνικής επικράτειας εκπαιδευτικό κατάστημα, και θα μπορούσαν να δημοσιεύουν ό,τι έκριναν πως άξιζε να διαδοθεί πέρα από τις αίθουσές του· δεκάδες ή και εκατοντάδες νέοι θα συνέρρεαν στην Αίγινα, για να αποκτήσουν τα προσόντα που θα τους επέτρεπαν να προσληφθούν αργότερα ως στελέχη της Διοίκησης ή ως εκπαιδευτικοί· πολλοί άλλοι εγγράμματοι θα ήθελαν ενδεχομένως να παρακολουθούν τα εκπαιδευτικά πράγματα και να αυτομορφώνονται ώστε να γίνουν καλύτεροι πολίτες, διαβάζοντας σε ένα περιοδικό ό,τι θα δημοσίευαν οι διδάσκαλοι και γενικά οι λόγιοι.

Μία έντυπη αγγελία – εντοπισμένη εδώ και χρόνια από τη βιβλιογραφική έρευνα άλλα ανεκμετάλλευτη ακόμα από τους μελετητές της εποχής – που κυκλοφόρησε την πρωτοχρονιά του 1830, μας φανερώνει τις αρχικές προθέσεις του συντάκτη και έκδοτη. Με το κείμενο αυτό ο Αντωνιάδης προσδιόριζε και οριοθετούσε τον ρόλο και τους στόχους του νέου περιοδικού, το όποιο θα ονομαζόταν Η Ηώς, και καλούσε τους λογίους να στείλουν συνεργασίες, πληροφορούσε τους υποψήφιους συνδρομητές για την έκταση και την περιοδικότητα, και γνωστοποιούσε τους όρους προεγγραφής· ένα δίκτυο 37 συνεργατών σε 32 πόλεις και νησιά είχε ήδη σχηματιστεί για την συγκέντρωση των συνδρομών.

Στο εκτενές κείμενο της αγγελίας αυτής υπάρχουν ορισμένα σημεία που μας δείχνουν, όπως σημείωσα παραπάνω, ότι θα πρέπει να αναθεωρήσουμε την άποψη, ή να τροποποιήσουμε την υπόθεση, σύμφωνα με την όποια η έκδοση της Ηούς σχεδιάσθηκε, τρόπον τινά, και ανατέθηκε στον Αντωνιάδη από την αντιπολίτευση:

 

«Η Κυβέρνησις», σημείωνε ο Αντωνιάδης, «προθυμοποιουμένη πάντοτε του να εμψυχόνη και ευκολύνη τον θείον τούτον δρόμον της παιδείας, συσταίνει ήδη και εν Κεντρικόν Σχολείον εις Αίγιναν από τους εδώ ευρισκομένους εμπειροτέρους διδασκάλους μας, όπου κοντά εις την Ελληνικήν φιλολογίαν, θέλουν διδάσκεσθαι η Λατινική, Γαλλική, Αγγλική και Γερμανική, θέλουν διδάσκεσθαι επιστήμαι, η φιλοσοφία κ.λ.π. όπου οι νέοι μας Έλληνες θέλουν τρέχει βέβαια ως διψώσαι έλαφοι […] Εις την περίστασιν ταύτην εθεωρείτο αναγκαιοτάτη και η έκδοσις τινών περιοδικών συγγραμμάτων, πραγματευομένων τα περί της διδασκαλίας κ.λ.π. Ετόλμησα να επιχειρήσω την έκδοσιν ενός τοιούτου με την ελπίδα, ότι θέλω εύρει συνεργούς τους λογίους του έθνους μου […] Θέλω νομίσει τον εαυτόν μου ευτυχή, αν δυνηθώ να γίνω και όργανον του να κοινοποιούν οι λόγιοι μας ούτοι τας γνώσεις των εις τους Έλληνας, και μετοχετεύουν εις αυτούς διάφορα ηθικά, φιλολογικά, επιστημονικά, γεωργικά και άλλα πράγματα. Το σύγγραμμα τούτο θέλει είσθαι η ακόνη, εις την όποιαν θέλουν ακονίζει τας ιδέας των, δια να τας καθιστώσι τοιαύτας, οποίαι να λαμπρύνουν την θείαν επιστήμην της Διδασκαλίας, και να ευκολύνουν την πρόοδον των Φώτων εις τους Έλληνας».

 

Τόσο στα αποσπάσματα που μόλις παρέθεσα, όσο και σε ολόκληρο το κείμενο της αγγελίας, που έχει τον τίτλο «Προειδοποίησης», δεν διακρίνει κανείς αντιπολιτευτική διάθεση ή πρόθεση. Έκτος από την επαινετική αναφορά στις κυβερνητικές φροντίδες για την Εκπαίδευση που είδαμε, σε άλλο σημείο του κειμένου αναφέρεται, πάλι θετικά, η «πρόνοια της Κυβερνήσεώς μας εις το να εισαχθή και η ευταξία, εις την όποιαν επροχώρησε και προχωρεί θαυμασίως η Πατρίς […]».

Έκτος από την έλλειψη αντιπολιτευτικών αιχμών στην αγγελία, αξίζει να προσέξουμε και τον κατάλογο των ανθρώπων που είχαν αναλάβει τη συγκέντρωση των συνδρομών. Από τους τριάντα επτά αντιπροσώπους του Αντωνιάδη οι επτά μας είναι γνωστοί για την πολιτική τους τοποθέτηση: τέσσερις ήσαν αντιπολιτευόμενοι και τρεις γνωστοί κυβερνητικοί, οι Ν. Φλογαΐτης, Αλέξανδρος Αξιώτης και Κωνσταντίνος Ράμφος, δεν είναι λοιπόν ακριβές ότι ο Αντωνιάδης ξεκινώντας την έκδοση «αναζήτησε τους συνεργάτες και συνδρομητές του ανάμεσα σε κορυφαίους αντικυβερνητικούς».

Το πρώτο φύλλο της Ηούς κυκλοφόρησε, όπως είχε προαναγγελθεί, την 1η Φεβρουάριου του 1830, σχεδόν ταυτόχρονα με την έναρξη των μαθημάτων στο Κεντρικό Σχολείο. Ο υπότιτλος συνόψιζε όσα είχαν ανακοινωθεί τον Ιανουάριο: «Σύγγραμμα περιοδικόν ασχολούμενον περί την φιλολογίαν, φιλοσοφίαν, περί τας επιστήμας, τέχνας, γεωργίαν, εμπόριον και τ.λ.π.», αλλά οι μόνες υποσχέσεις προς τους συνδρομητές που κατόρθωσε να τηρήσει ο Αντωνιάδης ήσαν εκείνες που αφορούσαν στην ημερομηνία κυκλοφορίας του πρώτου φύλλου και στον τίτλο.

Από τα περιεχόμενα του πρώτου φύλλου συμπεραίνει αβίαστα κανείς ότι οι λόγιοι δεν είχαν ανταποκριθεί στην πρόσκληση του έκδοτη, με αποτέλεσμα να μην συγκεντρώνεται η ύλη που είχε αναγγελθεί και η όποια εύλογα θα πρέπει να αναμενόταν από τους συνδρομητές. Το τεύχος ήταν οκτασέλιδο, αντί για δεκαεξασέλιδο, και περιείχε μόνο δύο ανακοινώσεις του Αντωνιάδη, σχετικές με την έκδοση του περιοδικού, και το πρώτο μέρος της μετάφρασης ενός σημαντικότατου πολιτικού δοκιμίου, που είχε δημοσιευτεί μερικά χρόνια νωρίτερα σε έναν συμπληρωματικό τόμο της Encyclopedia Britannica· ίσως τη μετάφραση είχε εκπονήσει ο γνώστης της αγγλικής γλώσσας Σπυρίδων Αντωνιάδης, αδελφός του έκδοτη.

 

Η Ηώς, Σύγγραμμα περιοδικόν ασχολούμενον περί την φιλολογίαν, φιλοσοφίαν, περί τας επιστήμας, τέχνας, γεωργίαν, εμπόριον κ.λπ

 

Ότι υπήρχε πρόβλημα ύλης αποδεικνύεται και από την αναδημοσίευση, στο πρώτο αυτό τεύχος της 1ης Φεβρουάριου, της ειδικής ανακοίνωσης – έκκλησης, που είχε απευθύνει ο Αντωνιάδης στους λογίους ένα μήνα πριν, στις 4 Ιανουαρίου:

 

«Διευθύνων δε την παρούσαν μου αμέσως προς σας, σας προσκαλώ να συνδράμετε το σύγγραμμά μου τούτο με διάφορα πονήματά σας, κατάλληλα ως προς τον χαρακτήρα τον όποιον ιδιοποιήθη, πραγματευόμενα δηλ. ύλην περί φιλοσοφίας, φιλολογίας, περί της ηθικής ή της βιωτικής κυρίως […] περί επιστημών, τεχνών και μάλιστα περί γεωργίας και εμπορίου. Εγώ ελπίζων εις την συνδρομήν σας επεχείρησα την έκδοσιν του συγγράμματος τούτου. Σεις δε, δεν ελπίζω ποτέ ότι θέλετε υποφέρει να ψευσθώ των ελπίδων μου».

 

Οι λόγιοι όμως φαίνεται ότι δεν μπόρεσαν, ίσως λόγω μεγάλου φόρτου εργασίας, ή δεν θέλησαν, να γράψουν για το περιοδικό του Αντωνιάδη, όπως δείχνει και το δεύτερο φύλλο, που είχε επίσης οκτώ αντί για δεκαέξι σελίδες και κυκλοφόρησε όχι μετά από μία εβδομάδα, όπως θα έπρεπε, άλλα μετά από δεκαπέντε ημέρες, και με διαφορετικό υπότιτλο, ο όποιος δείχνει ότι ο έκδοτης αποφάσισε γρήγορα να αλλάξει τον χαρακτήρα του περιοδικού: αντί για «Σύγγραμμα περιοδικόν ασχολούμενον περί την φιλολογίαν, φιλοσοφίαν, περί τας επιστήμας, τέχνας, γεωργίαν, εμπόριον και τ.λ.π.» η Ηώς από το δεύτερο φύλλο της είναι απλώς «Σύγγραμμα περιοδικόν»· στο δεύτερο αυτό φύλλο οι συνδρομητές βρήκαν τη συνέχεια της μετάφρασης του αγγλικού κειμένου που προαναφέραμε και το πρώτο μέρος ενός αρκετά σκληρού άρθρου για το Ναύπλιο, που δημοσιεύθηκε σε συνέχειες και στο όποιο κυρίως επικρινόταν με δριμύτητα η ηθική διαφθορά των κοινωνικών ομάδων που συγκροτούσαν τότε τον πληθυσμό της πόλης.

Στο τρίτο τεύχος, επίσης οκτασέλιδο, τυπωμένο κι αυτό μετά από ένα δεκαπενθήμερο, πάλι δεν φαίνονται συνεργασίες λογίων, ούτε υπάρχει κάποια αναφορά σε όσα είχε προαναγγείλει ο Αντωνιάδης για την παιδεία και την εκπαίδευση. Το Κεντρικό Σχολείο, που κατείχε κεντρική θέση στην αναγγελία της έκδοσης, ξεχάστηκε τελείως, τα «περί διδασκαλίας» γενικά επίσης είναι απόντα. Όσο για τον πολιτικό προσανατολισμό, η επιλογή του αγγλικού κειμένου και το κείμενο των παρατηρήσεων για την πόλη του Ναυπλίου δίνουν ένα δημοκρατικό πολιτικό στίγμα, χωρίς ωστόσο να υπάρχουν αιχμές κατά του Κυβερνήτη· αντίθετα, οι αναφορές σε αυτόν προσωπικά είναι ιδιαίτερα επαινετικές.

Στο πρώτο τεύχος διαβάζουμε ότι την ευδαιμονία του έθνους θα την εξασφαλίσουν στο εγγύς μέλλον το Σύνταγμα και «τα ιδιαίτερα προτερήματα του Κυβερνήτου μας, του φιλοστόργου πατρός μας», στο τρίτο τεύχος ο Καποδίστριας ονομάζεται «Σεβάσμιος Πρόεδρος της Πολιτείας μας» και εκθειάζονται διάφορες ενέργειές του από τις όποιες «βλέπομεν ότι όσα εξαρτώνται από την Κυβέρνησίν μας, και αν δεν έγειναν, θέλουν γένει μετ’ ολίγον».

Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος

Ας συνοψίσουμε λοιπόν τα δεδομένα που υπήρχαν στις αρχές Μαρτίου του 1830, δύο μήνες δηλαδή μετά την προαναγγελία της έκδοσης, και ενώ ετοιμαζόταν το 3ο τεύχος: σε σχέση με τον αρχικό σχεδιασμό το περιοδικό, πρώτον, ήταν μικρότερο σε αριθμό σελίδων, δεύτερον, εκδιδόταν δύο αντί για τέσσερις φορές το μήνα, τρίτον, είχε αλλάξει υπότιτλο, καθότι εξ ανάγκης περιείχε διαφορετική από την προαναγγελθείσα ύλη. Ακριβώς τότε ο Αντωνιάδης ήρθε σε επαφή με δύο κορυφαία στελέχη της αντιπολίτευσης, τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και τον Γεώργιο Κουντουριώτη. Στις 3 Μαρτίου έστειλε ένα γράμμα στον δεύτερο, τον Κουντουριώτη δηλαδή, πρώτον για να του πει ότι ντρέπεται που δεν μπορεί να ανταποκριθεί στην απαίτηση της πληρωμής ενός δανείου πενήντα διστήλων ταλλήρων, τα όποια του είχε δανείσει ο επιφανής Υδραίος πριν από χρόνια, και δεύτερον για να του στείλει την αγγελία της Ηούς, που είχε τυπώσει τον Ιανουάριο, καθώς και τα δύο πρώτα τεύχη.

Η σχετική με την Ηώ περικοπή της επιστολής νομίζω πως δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ότι ανάμεσα στους δύο άνδρες δεν υπήρχε προηγούμενη συνεννόηση για την έκδοση του περιοδικού. Μάλιστα η αποστολή της αγγελίας και των δύο τευχών αποτελεί ισχυρή ένδειξη για το ότι ο Κουντουριώτης δεν ήταν ούτε συνδρομητής, αλλιώς θα είχε πάρει τα τεύχη όταν εκδόθηκαν και όχι μετά από ένα μήνα, και φυσικά δεν θα είχε νόημα η αποστολή τής από πολύν καιρό τυπωμένης αγγελίας.

Χρεωμένος λοιπόν στον Κουντουριώτη ο Αντωνιάδης και γενικά οικονομικά στριμωγμένος, «εις άκρον στενοχωρημένος», όπως γράφει ο ίδιος, με τις συνθήκες να μη βοηθούν στην πραγματοποίηση των αρχικών σχεδίων του για το περιοδικό, έκανε την αναγκαία στροφή: αν οι λόγιοι δεν έγραφαν για την Ηώ «περί διδασκαλίας, περί φιλολογίας και περί φιλοσοφίας» και αν, ίσως, δεν είχαν βρεθεί αρκετοί συνδρομητές πρόθυμοι να προπληρώσουν το όχι ευκαταφρόνητο ποσό των είκοσι πέντε φοινίκων για να διαβάζουν κάθε βδομάδα τα εκπαιδευτικά και φιλολογικά νέα, μπορούσε, οπωσδήποτε, να βρεθεί ύλη πολιτική και, ίσως, αναγνώστες πρόθυμοι να διαβάζουν ένα κυρίως πολιτικό περιοδικό, σε μια εποχή που η αντιπολίτευση κατά της καποδιστριακής κυβέρνησης εντεινόταν.

Με δεδομένες τις απόψεις του Κυβερνήτη για την ελευθερία του Τύπου στην ελληνική επικράτεια κατά τη δεδομένη ιστορική συγκυρία, και με δεδομένη την συνακόλουθη σχετική κυβερνητική πρακτική κατά το πρόσφατο παρελθόν, ο Αντωνιάδης θα πρέπει να γνώριζε ότι αφενός η αλλαγή του προσανατολισμού και της ύλης του περιοδικού του και αφετέρου η κριτική στην κυβέρνηση θα τον έφερναν αντιμέτωπο με τον κρατικό μηχανισμό. Ο Καποδίστριας θεωρούσε αφενός ότι, με δεδομένη την κακή κατάσταση των εσωτερικών πραγμάτων και την κρισιμότητα των ζητημάτων της εξωτερικής πολιτικής, η ελευθερία του πολιτικού Τύπου είχε ζημιώσει και θα ζημίωνε τη χώρα, και αφετέρου ότι οι έκτακτες εξουσίες που του είχαν παραχωρηθεί του επέτρεπαν να απαγορεύει την έκδοση εφημερίδων και περιοδικών εντύπων στην περίπτωση που έκρινε ότι έβλαπταν τα εθνικά συμφέροντα.

Στην αιτίαση ότι παραβιάζει έτσι το άρθρο 26 του συντάγματος περί ελευθερίας του Τύπου, απαντούσε πρώτον ότι, σύμφωνα με το Β’ ψήφισμα της εθνοσυνέλευσης του Άργους τα επαναστατικά συντάγματα ήσαν υπό αναθεώρηση από την κυβέρνηση και την Γερουσία, προκειμένου να συνταχτεί νέος καταστατικός χάρτης, και δεύτερον ότι, ακόμα και αν η προσωρινή κυβέρνηση ήταν υποχρεωμένη να παραδεχθεί την αρχή της ελευθερίας του Τύπου, για να διαχειριστεί τα σχετικά ζητήματα χρειαζόταν έναν νόμο, και, επειδή τέτοιος νόμος ή σχετικός κανονισμός δεν είχε ψηφιστεί από τις Εθνοσυνελεύσεις και το Βουλευτικό, η προσωρινή κυβέρνηση μπορούσε να κρίνει και να αποφασίζει κατά περίπτωση για τα όρια της ελευθερίας του Τύπου.

Έτσι, «η Κυβέρνησις εκ πρώτης αρχής, αφού παρέστησεν εις τους συμπράκτοράς της, πόσον ασύμφωνος είναι με την παρούσαν πολιτικήν και εθνικήν του Έθνους κατάστασιν η απόλυτος αύτη και άκριτος ελευθερία του Τύπου, έπαυσε μεν τους επαγγελομένους την ανεξάρτητον παρρησίαν, συνεχώρησε δε την ελευθεριών του Τύπου εις τους θέλοντας να εκδώσωσι συγγράμματα φιλολογικά ή να τυπώσωσι βιβλία διδακτικά, τοσούτον χρήσιμα δια τα συνιστώμενα διδακτικά καταστήματα».

Αντωνιάδης Εμμανουήλ

Είναι γνωστός ο τρόπος με τον όποιον αντιμετωπίσθηκε ο Αντωνιάδης όταν εξαπέλυσε από την Ηώ την πρώτη ευθεία βολή κατά της κυβέρνησης: ο υπερβάλλων ζήλος του Διοικητή και της αστυνομίας Ναυπλίου, οι ενέργειες των όποιων είχαν την έγκριση του Κυβερνήτη, οδήγησε στο προσωρινό κλείσιμο του περιοδικού τον Απρίλιο του 1830, ο Αντωνιάδης παραπέμφθηκε σε δίκη με την κατηγορία ότι η κριτική που άσκησε στους υπουργούς έβλαπτε τη χώρα και υποκινούσε τον λαό σε αποστασία, κρίθηκε ένοχος, και καταδικάσθηκε σε φυλάκιση ενός μηνός από το πρωτόκλητο δικαστήριο Αργολίδος. Αυτό που θα μπορούσε να προσθέσει κανείς σε όσα γνωρίζαμε είναι ότι η πρώτη επισήμανση που έκανε η Αστυνομία Ναυπλίου, όταν έστειλε τον φάκελο της Ηούς στο Πρωτόκλητο Δικαστήριο Αργολίδος, έχει να κάνει με τον μετασχηματισμό του φύλλου από φιλολογικό σε πολιτικό: «Αντίφασης εις την παρ’ αυτού δημοσιευθείσαν προαγγελίαν της εφημερίδος του, δι’ ης υπόσχεται αυτήν φιλολογικήν».

Η Ηώς επανεκδόθηκε τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, κάθε βδομάδα αυτή τη φορά, άλλα η έκδοση διακόπηκε πάλι με έγγραφο που υπέγραφε ο πρόεδρος του Πρωτοκλήτου Δικαστηρίου Αργολίδος, συντεταγμένο στις 27 Σεπτεμβρίου. Αυτή τη φορά η Κυβέρνηση, λίγες ημέρες αργότερα, ζήτησε και την άποψη της Γερουσίας για την πολιτική της σε αυτή και σε παρόμοιες περιπτώσεις: «Εις τοιαύτην περίστασιν η Κυβέρνησις νομίζει χρέος της να ζητήση την γνώμην της Γερουσίας, εάν πρέπει να εξακολουθήση το μέτρον, το όποιον εξ αρχής ενήργησε περί της ελευθερίας του Τύπου και των αντικειμένων της δημοσιεύσεως ή αν υποχρεούται από το αρθ. 26 του Συντάγματος, να συγχωρήση απεριόριστον άδειαν εις τους τυχόντας να γράφωσι και να δημοσιεύωσι δια των τύπων ό,τι βούλεται έκαστος».

Η Γερουσία δεν απάντησε· ωστόσο, με μεγάλη καθυστέρηση, και αφοί η κυβέρνηση έθεσε εκ νέου το ερώτημα μετ’ επιτάσεως, όταν ανέκυψε το ζήτημα της εφημερίδας Ο Απόλλων του Πολυζωΐδη, η αρμόδια ’Επιτροπή της Γερουσίας γνωμοδότησε στις 20 Μαρτίου 1831 να εγκριθεί η πολιτική του Κυβερνήτη στο συγκεκριμένο ζήτημα: «Μέχρις ότου έμβωσιν εις ενέργειαν οι συνταγματικοί και οριστικοί νόμοι, η Σεβ. Κυβέρνησις να εξακολουθήση το μέτρον, το όποιον εξ αρχής ενήργησε και περί της ελευθερίας του Τύπου».

Στο μεταξύ ο Αντωνιάδης δια της δικαστικής οδού διεκδίκησε την αθώωσή του και την κέρδισε: το «έκκλητον» δικαστήριο της Πελοποννήσου, τον Απρίλιο του 1831, «απαθώς, ευσυνειδήτως και ελληνικώς» σύμφωνα με το κείμενο της απόφασής του, έκρινε ότι ο έκδοτης της Ηούς κακώς κατηγορήθηκε και κακώς καταδικάσθηκε. Ο δικαιωμένος από το δικαστήριο Αντωνιάδης τύπωσε ακόμα δύο τεύχη, ένα στις 18 και ένα στις 25 Απριλίου 1831, πριν διακόψει, οριστικά πλέον, την έκδοση.

Τα δύο αυτά τεύχη, και ίσως ένα ολιγοσέλιδο βιβλίο που τυπώθηκε λίγο άργότερα, αποτελούν τη συμβολή του Αντωνιάδη στην περί ελευθεροτυπίας συζήτηση που διεξαγόταν τότε, καθώς αναμενόταν η ανταπόκριση της Γερουσίας στο κυβερνητικό αίτημα για τη νομιμοποίηση του κυβερνητικού ελέγχου στον Τύπο, με την έκδοση ενός σχετικού ψηφίσματος. Το φύλλο 16 της Ηούς, που τυπώθηκε στις 18 Απριλίου 1831, περιείχε σύντομη περιγραφή της περιπέτειας του Αντωνιάδη, ολόκληρη τη δικαστική απόφαση που τον δικαίωνε, μαζί με τις απόψεις ενός από τους δικαστές που είχε διαφωνήσει, καθώς και μια επιστολή του Κοραή, με ημερομηνία 20 Ιανουαρίου 1831, με την όποια ο γέροντας ευχαριστούσε τον έκδοτη για τα τεύχη που του έστειλε, τον επαινούσε για την εκδοτική προσπάθεια, τον συμβούλευε να βρει συνεργάτες, αρνιόταν ευγενικά να γράψει ο ίδιος κείμενα προς δημοσίευση στην Ηώ, και ευχόταν καλή επιτυχία.

Στο τελευταίο φύλλο, αυτό της 25ης Απριλίου 1831, βλέπει κανείς την ύστατη προσπάθεια του Αντωνιάδη να πείσει τον Καποδίστρια και τα μέλη της Γερουσίας ότι ένα νομοθέτημα που θα περιόριζε την ελευθεροτυπία, στο τέλος θα ζημίωνε και θα κατέστρεφε τον ίδιο τον Κυβερνήτη.

Τις απόψεις του τις διατύπωσε έμμεσα: το 1827 είχε τυπωθεί μια Ιστορία του Ναπολέοντα, γραμμένη από τον Jacques Marquet de Montbreton, βαρώνο του Norvins, Γάλλο συγγραφέα γνωστό για τις διοικητικές, στρατιωτικές και διπλωματικές υπηρεσίες που προσέφερε στην πατρίδα του προ του 1814· στο βιβλίο αυτό ο Αντωνιάδης βρήκε ένα απόσπασμα, σχετικό με τον περιορισμό της ελευθεροτυπίας από τον Ναπολέοντα στα τέλη του 1811 και με τις καταστροφικές συνέπειες αυτού του περιορισμού για τον ίδιο τον εμπνευστή του, το μετέφρασε και το σχολίασε, χωρίς να αναφερθεί ευθέως στις σχετικές συζητήσεις της Γερουσίας και στο υπό έκδοση ψήφισμα.

Ο τρόπος που επέλεξε ο Αντωνιάδης να υπερασπιστεί την ελευθεροτυπία την παραμονή της έκδοσης του καποδιστριακού ψηφίσματος, με τον παραλληλισμό Ναπολέοντα και Καποδίστρια, είναι ο τρόπος του αυστηρού και ανήσυχου ενεργού πολίτη και όχι του σκληρού αντιπολιτευόμενου που επιδιώκει την εξόντωση του πολιτικού αντιπάλου: «Εντοσούτο το περί ελευθερίας του Τύπου ψήφισμά του έφερε, το όποιον έπρεπε να φέρη αποτέλεσμα· απεξένωσεν από τον Ναπολέοντα τους γενναίους εκείνους άνδρας, των όποιων τα φώτα, η ικανότης, και η γνώμη, σχηματίζουν την δύναμιν των επικρατειών· […] ο αφανισμός του προήλθεν από την ακινησίαν της Γαλλίας, ήτις μ’ όλον τούτο τον εθαύμαζε και ίσως ακόμη τον ηγάπα. Κατ’ αυτόν τον τρόπον εκφραζόμενος εις την του Ναπολέωντος ιστορίαν ο κύριος Νορβοΐνς μας δίδει εις ολίγας γραμμάς μάθημα πολλά σπουδαίον και βαθείας μελέτης άξιον».

Η επόμενη ημέρα έδειξε ότι ο Κυβερνήτης και η Γερουσία δεν θέλησαν να πάρουν αυτό το «πολλά σπουδαίον» μάθημα: το ψήφισμα ύπ’ αρ. 2085, το όποιο περιόριζε με τον τρόπο που έκρινε σκόπιμο η κυβέρνηση την καθιερωμένη από τα επαναστατικά συντάγματα ελευθεροτυπία, εκδόθηκε στις 26 Απριλίου 1831, με την έγκριση της Γερουσίας· πέντε μόνο από τους είκοσι επτά γερουσιαστές είχαν διαφωνήσει.

Εύλογα συνδέθηκε η οριστική διακοπή της έκδοσης του περιοδικού Η Ηώς με το ψήφισμα της 26ης Απριλίου 1831: υποστηρίχτηκε ότι ο Αντωνιάδης «έπαυσε οικειοθελώς την εφημερίδα του» αφού, όπως έγραψε ο Απόλλων λίγο αργότερα (φ. 26, 6.6.1831), θεώρησε «αλλότριον Έλληνος […] την εις τον νόμον τούτον ή μάλλον εις την παρανομίαν υποταγήν».

Επίσης εύλογα, νομίζω, είχα υποψιαστεί και αντικειμενική αδυναμία του Αντωνιάδη να συνεχίσει: δεν έφτανε μόνο να το επιτρέπει η Κυβέρνηση, έπρεπε να υπάρχουν και συνδρομητές, ή να έχει εξασφαλιστεί η χρηματοδότηση με άλλον τρόπο. Πόσοι άραγε από τους αναγνώστες της Ηούς ανανέωσαν τη συνδρομή τους όταν στη χρονιά που πέρασε είχαν πληρώσει το σεβαστό ποσό των 25 φοινίκων, προκειμένου να λάβουν σε 12 μήνες 48 τεύχη των 16 σελίδων, και τελικά έλαβαν σε 14 μήνες 17 τεύχη των 8 σελίδων, δηλαδή πήραν 136 σελίδες αντί 768; Όσο για τους αντιπολιτευόμενους, που θα μπορούσαν ενδεχομένως να στηρίξουν οικονομικά το περιοδικό, είχαν τώρα την εφημερίδα που χρειάζονταν: ο Απόλλων του Πολυζωΐδη εκδιδόταν στην ‘Υδρα από τις 11 Μαρτίου 1831. ’Εξάλλου, η σχετικά ήπια κριτική που ασκούσε ο Αντωνιάδης στην Κυβέρνηση, χωρίς ποτέ να καταφέρεται προσωπικά κατά του Καποδίστρια, δεν ήταν αυτό που ζητούσε η συγκυρία.

Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε, ωστόσο, αν ο Αντωνιάδης θα έβρισκε τρόπο να εξασφαλίσει χρηματοδότηση παρά τη δυσκολία της συγκυρίας, και ακόμα αν θα κατόρθωνε τελικά να κινηθεί στο στενό πλαίσιο που δημιουργούσε το νέο νομικό καθεστώς, σε περίπτωση που ο κρατικός μηχανισμός δεν διέκοπτε για μία ακόμη φορά την έκδοση. Δύο ανέκδοτα έγγραφα δείχνουν ότι το νέο, οριστικό κλείσιμο της Ηούς οφειλόταν οπωσδήποτε (και) στην επέμβαση της Αστυνομίας, η όποια προφανώς είχε διαταχτεί να μην επιτρέψει τη συνέχιση της έκδοσης, παρά την δικαίωση του Αντωνιάδη από το Έκκλητο Δικαστήριο Πελοποννήσου, στο όποιο είχε προσφύγει για να προσβάλει την απόφαση του Πρωτοκλήτου Δικαστηρίου Αργολίδος. Τέσσερις ημέρες μετά την κυκλοφορία του 17ου φύλλου της Ηούς, δηλαδή στις 29 Απριλίου 1831, ο Αντωνιάδης διατάχθηκε από την Αστυνομία Ναυπλίου να μην τυπώσει άλλα φύλλα.

Τι είχε συμβεί; Ο δημόσιος συνήγορος του Εκκλήτου Δικαστηρίου Πελοποννήσου Ι. Γ. Πανάς, χρησιμοποιώντας το δικαίωμά του να εκκαλεί στο Ανώτατο Δικαστήριο τις αποφάσεις του Εκκλήτου που ήσαν αντίθετες με τις αποφάσεις των Πρωτοκλήτων, είχε, όπως φαίνεται, αμέσως προβεί σε αυτή την ενέργεια κατά της απόφασης που αθώωνε τον Αντωνιάδη. Στην περίπτωση αυτή, σύμφωνα με έγγραφο του δημοσίου συνηγόρου προς την Αστυνομία Ναυπλίας, ίσχυε ό,τι προέβλεπε το άρθρο 351 της Πολιτικής Διαδικασίας: «Η έφεσις έγκαταλιμπάνει τα πράγματα όπως ήσαν εις την στιγμήν της αποφάσεως δια τους εκκαλουμένους». Αυτό σήμαινε ότι, ώσπου να τελεσιδικήσει η υπόθεση στο Ανώτατο Δικαστήριο, ίσχυε η απόφαση του Πρωτοκλήτου Αργολίδος, η όποια απαγόρευε την έκδοση. Με βάση όλα αυτά η Αστυνομία, επισημαίνοντας και ότι η απόφαση του Εκκλήτου αθώωνε μεν τον Αντωνιάδη από τις κατηγορίες αλλά δεν διέτασσε την συνέχιση της απαγορευμένης έκδοσης, ανέθεσε στον πολιτάρχη Ναυπλίου να φροντίσει για τη συμμόρφωση του έκδοτη της Ηούς  σε όσα του είχε παραγγείλει, έως ότου εκδοθεί οριστική δικαστική απόφαση.

Ο Αντωνιάδης απάντησε στον Αστυνόμο αμέσως, την επόμενη ημέρα 30 Απριλίου 1831, με ένα κείμενο πολύ χαρακτηριστικό για τη συγκρότηση της προσωπικότητάς του και για το «κλίμα» από το όποιο προερχόταν. Με την απάντησή του επεσήμανε ότι η πρώτη διακοπή της έκδοσης έγινε αυθαίρετα, χωρίς να του έχει κοινοποιηθεί κάποιο σχετικό επίσημο έγγραφο, ότι το Πρωτόκλητο Δικαστήριο Αργολίδος του είχε επιβάλει χρηματικό πρόστιμο και ποινή φυλάκισης ενός μηνός αλλά δεν είχε αποφασίσει το κλείσιμο του περιοδικού του, ότι το έγγραφο που επικαλείτο ο αστυνόμος το είχε συντάξει μόνος του ο πρόεδρος του Πρωτοκλήτου Αργολίδος αφού το Δικαστήριο αυτό είχε διαλυθεί, άρα ήταν παράνομο, ότι ακόμη και αν η αθωωτική απόφαση του Εκκλήτου προσβαλλόταν επιτυχώς στο Ανώτερο Δικαστήριο, πάλι δεν θα προέκυπτε απαγόρευση της έκδοσης και ότι, τέλος, αυτός, ως αγωνιστής και μέλος των ’Εθνικών Συνελεύσεων που ψήφισαν τους θεμελιώδεις πολιτικούς νόμους δεν θα υπάκουε στη διαταγή του αστυνόμου, ως «αντιβαίνουσαν» τους νόμους αυτούς, και σε περίπτωση που η απαγόρευση επιβαλλόταν με τη βία θα ξεσήκωνε το τυπογραφείο του για να εγκατασταθεί άλλου. Απ’ ό,τι φαίνεται ο Αστυνόμος επέβαλε την απαγόρευση και, αν πιστέψουμε τον Απόλλωνα, εμπόδισε και την μετεγκατάσταση, η όποια έγινε, ως γνωστόν, μετά τη δολοφονία του Κυβερνήτη: ο Αντωνιάδης έφυγε από το Ναύπλιο και έστησε το τυπογραφείο του στα Μέγαρα, όπου άρχισε να εκδίδει την Αθήνα τον Φεβρουάριο του 1832.

 

Η εφημερίδα Ο Εθνικός

 

Θεόκλητος Φαρμακίδης, χαλκογραφία.

Ας δούμε τώρα την υπόθεση του Εθνικού, πηγαίνοντας στο φθινόπωρο του 1832, όταν τα πράγματα είχαν αλλάξει στη χώρα γενικά, και βεβαίως στην Αίγινα. Έκτακτος Διοικητής του νησιού ήταν ο Νικόλαος Σκούφος, έφορος των σχολείων στη θέση του Ανδρέα Μουστοξύδη ο γνωστός και διωγμένος επί Καποδίστρια Θεόκλητος Φαρμακίδης, πρώην έκδοτης του Λόγιου Έρμη και με εμπειρία στην έκδοση εφημερίδων επίσης· μία ομάδα μελών του καποδιστριακού κόμματος, το όποιο βρισκόταν σε πορεία ανασύνταξης, ετοιμαζόταν να εκδώσει μια φιλολογική και πολιτική εφημερίδα και είχε ζητήσει τη σχετική άδεια από τον έκτακτο διοικητή Αίγίνης. Στην ομάδα αυτή ανήκε μεταξύ άλλων και ο Κανάρης, και την έκδοση της εφημερίδας ανέλαβε ο Στάμος Τριανταφύλλης, πρώην γραμματέας του Πρωτοκλήτου Δικαστηρίου Αίγίνης.

Οι συνταγματικοί το πληροφορήθηκαν, και ανάμεσα σε αυτούς ο Φαρμακίδης, ο όποιος, γνωρίζοντας την πολιτική τοποθέτηση του έκδοτη και των φίλων του, δεν περίμενε να εκδοθεί η εφημερίδα για να αντιδράσει, αλλά φρόντισε να μην επιτραπεί καθόλου η έκδοση· ας τον «ακούσουμε» να συνεννοείται ιδιαιτέρως με τον Μαυροκορδάτο: «μία συντροφιά κακών και κακοήθων ανθρωπαρίων ηνώθησαν εις έκδοση έφημερίδος, και συντάκτης αυτής εφάνη κάποιος Τριανταφυλλίδης, κακοηθέστατον ανθρωπάριον άμα έμαθον τούτο είπον τω διοικητή, να μη δώση την άδειαν αυτός, και να παραπέμψη το πράγμα εις την Κυβέρνησιν, ως, νομίζω, ήτον και το ορθόν, και να ενεργήσωμεν κρυφίως την μη δόσιν της άδειας».

Αυτή η πρώτη προσπάθεια του Εφόρου των Εκπαιδευτηρίων για τη ματαίωση της έκδοσης δεν είχε αποτέλεσμα, γιατί ο Σκούφος έδωσε την άδεια και το πρώτο φύλλο της εφημερίδας κυκλοφόρησε στις 15 Νοεμβρίου του 1832. Ο Φαρμακίδης λοιπόν δεν είχε παρά να περιμένει την πρώτη αφορμή που θα έδινε ο Εθνικός για να ενεργήσει δραστικότερα και αποτελεσματικότερα, και η αφορμή αυτή δεν άργησε να δοθεί. Ενώ το δεύτερο φύλλο είχε στοιχειοθετηθεί και διορθώνονταν τα δοκίμια, οι πληροφοριοδότες του Φαρμακίδη, ίσως κάποιος εργαζόμενος στο τυπογραφείο, τον ενημέρωσαν για το περιεχόμενο ενός υπό δημοσίευση άρθρου το όποιο αναφερόταν επικριτικά στον Γεννάδιο προσωπικά και γενικότερα στο Κεντρικό Σχολείο και τους διδασκάλους του, τους όποιους κατηγορούσε μεταξύ άλλων για πολιτικό καιροσκοπισμό, επαναλαμβάνοντας στην ουσία, από άλλη θέση βέβαια και για διαφορετικούς λόγους, τη σκληρή και εν πολλοΐς άδικη κριτική που είχε ασκήσει λίγο νωρίτερα ο Κοραής.

Καθώς ήταν δεδομένη η απροθυμία του Διοικητή να παρέμβει, ο Γεννάδιος και ο Φαρμακίδης κινήθηκαν προς τρεις κατευθύνσεις: η μία ήταν να ματαιώσουν δια της βίας την εκτύπωση και την κυκλοφορία του φύλλου, η δεύτερη να πείσουν τον τυπογράφο Αγγελίδη να αρνηθεί τις υπηρεσίες του στον έκδοτη της εφημερίδας και η τρίτη να πείσουν την Κυβέρνηση πρώτον ότι έπρεπε η εφημερίδα να κλείσει και ο έκδοτης της να εκτοπισθεί από την Αίγινα και δεύτερον ότι την ίδια τύχη με τον έκδοτη θα έπρεπε να έχει και ο Διοικητής.

Για τη ματαίωση της εκτύπωσης επιστρατεύθηκε μια ομάδα 30 περίπου θερμόαιμων μαθητών του Κεντρικού Σχολείου, οι όποιοι το πρωί της 25ης Νοεμβρίου 1832 εισέβαλαν στο τυπογραφείο, και, μη βρίσκοντας εκεί τον έκδοτη της εφημερίδας, διέλυσαν τις τυπογραφικές φόρμες και έφυγαν παίρνοντας μαζί τους τα δοκίμια, για να επιστρέψουν προς το μεσημέρι και να ξυλοκοπήσουν τον Τριανταφύλλη, ο όποιος μαθαίνοντας τα καθέκαστα είχε πάει εν τω μεταξύ στο τυπογραφείο. Μετά τον ξυλοδαρμό οι μαθητές, όπως συμπεραίνει κανείς από τα σχετικά έγγραφα, ακολουθώντας συγκεκριμένες οδηγίες του Γεννάδιου και του Φαρμακίδη, πήγαν στον Διοικητή απαιτώντας να κλείσει την εφημερίδα και να διώξει τον έκδοτη της από την Αίγινα, διαφορετικά θα έφευγαν αυτοί. Λεπτομέρεια που αξίζει να αναφερθεί: ο επικεφαλής των μαθητών αυτών λεγόταν Νικόλαος Σωμάκης ή Σουμάκης, ήταν 21 ετών, και σπούδαζε από το 1830 στο Κεντρικό Σχολείο με έξοδα του Ιωάννη Κωλέτη, ο όποιος αναφέρεται στις πηγές ως εξάδελφός του.

 

Η εφημερίδα «Ο Εθνικός».

 

Σειρά είχε ο τυπογράφος. Εδώ ο Φαρμακίδης θα πρέπει να θυμήθηκε μια παλαιότερη επιτυχημένη επιχείρηση των προεπαναστατικών χρόνων, όταν ως συνεκδότης του Λόγιου Έρμη συμμετείχε μαζί με άλλους περί τον Κοραή λογίους σε μια σειρά ενεργειών που οδήγησαν το 1819 στο κλείσιμο του περιοδικού Αθήνα. Το περιοδικό αυτό εκδιδόταν στο Παρίσι από μια ομάδα νέων λογίων, που είχαν διαφοροποιηθεί από τη γραμμή του Κοραή. Μία από τις πρώτες ενέργειες του Κοραή και των φίλων και συνεργατών του ήταν να πείσουν τον τυπογράφο Firmin Didot να αρνηθεί τις υπηρεσίες του στους έκδοτες της Αθήνας. Έτσι και στην περίπτωσή μας: οι τυπογράφοι αδελφοί Αγγελίδη η Αγγελοπούλου πείσθηκαν από τον Γεννάδιο και τον Φαρμακίδη να διακόψουν τη συνεργασία με τον έκδοτη του Εθνικού.

Για να επιτευχθεί ο τρίτος στόχος, δηλαδή η επίσημη παύση της εφημερίδας με κυβερνητική απόφαση και ο εκτοπισμός από την Αίγινα του έκδοτη άλλα και του Διοικητή, ο όποιος συνέλαβε τον μαθητή που είχε πρωταγωνιστήσει στον ξυλοδαρμό του εφημεριδογράφου, γράφτηκαν με συντονισμένο τρόπο αναφορές του Γεννάδιου και των διδασκάλων του Κεντρικού Σχολείου προς τον έφορο των εκπαιδευτικών καταστημάτων της Αίγινας Φαρμακίδη, του Φαρμακίδη προς το Υπουργείο Παιδείας και του Υπουργού Παιδείας προς την Διοικητική Επιτροπή, ενώ ταυτόχρονα ο Φαρμακίδης ζητούσε και ιδιωτικά με προσωπικές επιστολές την παρέμβαση του Μαυροκορδάτου. Μερικές περικοπές θα βοηθήσουν να ζωντανέψουμε το κλίμα και να καταλάβουμε καλύτερα την τακτική:

Γεννάδιος και διδάσκαλοι προς Φαρμακίδη: «Ο κύριος Τριανταφυλλίδης ευθύς εις το δεύτερον φύλλον της εφημερίδος του εξέρασεν ύβρεις εναντίον των διδασκάλων, των μαθητών και αυτών των διδακτικών καταστημάτων […] Παρακαλούμεν λοιπόν, Κύριε Έφορε, να αναφερθείτε όπου ανήκει, δια να διωχτεί από την νήσον τούτην ο αναίσχυντος αυτός και άδικος υβριστής. Αλλέως είμεθα αναγκασμένοι ν’ αναχωρήσωμεν ημεΐς· και τότε η Κυβέρνησις ας διορίση διδάσκαλον τον καλόν αυτόν άνθρωπον, δια να μορφώση όμοιους του πολίτας».

Φαρμακίδης προς Γραμματεία Εκκλησιαστικών και Δημοσίου Εκπαιδεύσεως: «Ο ποτέ γραμματεύς του εδώ Πρωτοκλήτου Δικαστηρίου, Τριανταφυλλίδης επονομαζόμενος, ανέλαβεν έκδοσιν πολιτικής εφημερίδος κατ’ άδειαν μόνον του έκτ. διοικητού χωρίς την προηγουμένην γνώσιν της Κυβερνήσεως. […] Εις τον αρ. 2 της εφημερίδος […] γράφει τα εξ αμάξης εναντίον των διδασκάλων, και ιδιαιτέρως ονομαστί εναντίον του κ. Γενναδίου […] Οι μαθηταί […] παροργισθέντες […] έδειραν αυτόν […] ’Ας μη παρεξηγηθή […] το κίνημα των μαθητών […] η αταξία είναι πάντοτε αταξία άλλ’ αταξία αταξίας διαφέρει. […] Ο συντάκτης του Εθνικού πρέπει ν’ απομακρυνθή εντεύθεν προς αποφυγήν […] άλλου τίνος σκανδάλου εις τους μαθητάς. […] αυτός ο εξ αγωγής, αν όχι εκ (ρύσεως, αυθάδης και επαρμένος εις το όποιον ανήκει κόμμα έγινεν αίτιος του δαρμού του».

Φαρμακίδης προς Μαυροκορδάτο: «Οι μαθηταί και οι διδάσκαλοι ζητούν την παύσιν της εφημερίδος και την δίωξιν του συντάκτου της· τούτο ζητεί και η Δημογεροντία του τόπου άλλ’ ο Σκούφος, επιμένων εις τας συνταγματικάς αρχάς του, δεν θέλει να κάμη πράγμα αυθαίρετον […] ας έχη τας αρχάς του άλλ’ ας λείψη άπ’ εδώ δια να μη μας κάμη εκ νέου άνω κάτω.

Φαρμακίδης προς Γραμματεία Εκκλησιαστικών και Δημοσίου Εκπαιδεύσεως: «Είναι ατιμία, είναι ύβρις εθνική το να παρουσιάζονται εις τον κόσμον τοιοΰτοι άνθρωποι ως δημόσιοι συγγραφείς, και η Κυβέρνησις πρέπει να θέση όρια, καθ’ όσον συγχωρούσιν αι περιστάσεις, εις την τόσην αναίσχυντον κατάχρησιν του περί ελευθεροτυπίας νόμου· υπό το πρόσχημα του νόμου τούτου κρύπτουσιν οι πονηροί τους ίδιους αυτών σκοπούς, ταράττουσι τα πράγματα, υβρίζουσι πρόσωπα, και μένουσιν ατιμώρητοι δια την κατάστασιν των εθνικών πραγμάτων και την έλλειψιν των δικαστηρίων […] και ο διοικητής Αίγίνης, δους τόσον ευκόλως την άδειαν εις έκδοσιν εφημερίδος παρά την προηγουμένην γνώσιν της Γραμματείας, εις ην ανάγονται τα τοιαύτα, έπραξε κακώς».

Φαρμακίδης προς Μαυροκορδάτο: «Ο Κύριος Σκούφος ενόμισεν ότι έχω τον χαρακτήρα του, και ηθέλησεν ανοήτως να επέμβη και εις τα των σχολείων […]· εφυλάκωσε μαθητήν χαριζόμενος εις τον Κανάρην, προστατεύοντα τον δαρμένον συντάκτην του Εθνικού […] Δεν το εχαρίτωσα τω Κυρίω Σκούφω. Ο άνθρωπος αυτός κατήντησε τωόντι αφόρητος˙ τόσον κούφον και ανάξιον και μικροφιλότιμον δεν τον επρόσμενα […] επιθυμώ πολύ να κρημνισθή τελευταΐον άπ’ εδώ ο βρομάνθρωπος».

Ο Φαρμακίδης και ο Γεννάδιος ήσαν αποφασιστικοί και αποτελεσματικοί άνθρωποι γενικά, και στην περίπτωση αυτή επίσης. Ο Υπουργός Παιδείας Ιακωβάκης Ρίζος Νερουλός, αν και δεν συμμερίσθηκε τις απόψεις του Φαρμακίδη περί αναρμοδιότητας του Διοικητή να συλλάβει τον πρωταίτιο του ξυλοδαρμού, υιοθέτησε τις προτάσεις για το κλείσιμο της εφημερίδας και λίγες ημέρες αργότερα, στις 14.12.1832, εισηγήθηκε στην Διοικητική Επιτροπή τα σχετικά: «Θεωρούσα […] η Γραμματεία ότι, ο εκ προμελέτης πρωταίτιος της ταραχής ταύτης ήτον ο εφημεριδογράφος […] είναι γνώμης […] να διαταχθή ο έκτακτος Διοικητής Αίγίνης όχι μόνον να παύση την έκδοσιν και δημοσίευσιν του φύλλου τούτου, αλλά και τον συντάκτην, ως επιφέροντα ταραχάς εις την νήσον […] να αποπέμψη προς καιρόν εκείθεν».

Έτσι φαίνεται πως έγινε. Ο έκδοτης του Εθνικού πήρε τα χειρόγραφα του δεύτερου φύλλου και πήγε στις Σπέτσες, όπου το ξαναστοιχειοθέτησε και το τύπωσε στο τυπογραφείο που εκδιδόταν ο Ελληνικός Καθρέπτης, για να αποδείξει ότι όσα του καταμαρτυρούσαν ήσαν άδικα. Έτσι έληξε η σύντομη ιστορία της εφημερίδας Ο Εθνικός. Σήμερα, άπ’ όσα γνωρίζω, σώζεται μόνο ένα αντίτυπο του πρώτου από τα δύο φύλλα στη Βιβλιοθήκη της Βουλής.

Όταν ο Ανδρέας Παπαδόπουλος Βρεττός επέκρινε τον Φαρμακίδη και τον Γεννάδιο για τον ρόλο τους στο κλείσιμο της εφημερίδας, πήρε την εξής, εύγλωττη από πολλές απόψεις, απάντηση, δημοσιευμένη στο φύλλο 81 (18.1.1833) της νέας εφημερίδας του Εμμανουήλ Αντωνιάδη, της Αθηνάς:

«Αντί πάσης απαντήσεως λέγω. Ο συντάκτης του Καθρέπτου ονομάζεται Ανδρέας Παπαδόπουλος Βρετός, Λευκάδιος· ο συντάκτης του Εθνικού ονομάζεται Σπυρίδων Π. Τριανταφύλλης, Κερκυραίος εν μέρει· και ο συγγραφεύς του κατά του Κυρίου Γ. Γενναδίου, των άλλων διδασκάλων και των μαθητών άρθρου του Εθνικού ονομάζεται Κωνσταντίνος Ράμφος Χίος […] και όστις δεν τους γνωρίζει παρακαλείται να εξετάση και να τους μάθη. Προς τοιούτους ανθρώπους όστις καταδέχεται ν’ αγωνίζεται νικών νικάται, και, εν αμίλλαις πονηραίς αθλιώτερος ο νικήσας. Καλόν ήτον να ήσαν μετριώτεροι. Ταύτα μόνον, παρακαλώ, να γενώσι γνωστά δια της εφημερίδος σου. Ευδαιμόνει. Ο φίλος σου Θ. Φαρμακίδης».

 

Γιάννης Κόκκωνας,

Καθηγητής, Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Αρχειονομίας και Βιβλιοθηκονομίας.

Η Ηώς (1830-1831) και ο Εθνικός (1832). Τεκμήριον 9 – Επιστημονική Επετηρίδα του Τμήματος Αρχειονομίας και Βιβλιοθηκονομίας. Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Κέρκυρα 2010.

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που παρατίθενται στο κείμενο, οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

Το πλήρες κείμενο με παραπομπές, σε μορφή Portable Document Format (PDF), στον σύνδεσμο: Η Ηώς (1830-1831) και ο Εθνικός (1832)

 

Διαβάστε ακόμη:


Ασπίς του Άργους – Εφημερίδα

$
0
0

Ασπίς του Άργους  – Εφημερίδα


 

Εβδομαδιαία εφημερίς τοπικών συμφερόντων. Άργος, 23 Οκτ. 1932<;> – 28 Δεκ. 1969<;>, αρ. φ. 1-1489<;>. Ιδρυτής: Κ. Ν. Ολύμπιος (Όλυμπος), δικηγόρος (έως 24 Δεκ. 1933, αρ. φ. 62). Διευθυντής: Ηλίας Οικονομόπουλος. δικηγόρος (έως 3 Σεπτ. 1933, αρ. φ. 46). Διαχειριστής: Ιωαν. Γ. Τα­σούλης (έως 25 Δεκ. 1932, αρ. φ. 10). Επί της ύλης: Μίμης Μέντης (13 Νοε. 1932 – 11 Δεκ. 1932, αρ. φ. 4-8). Διευθυ­ντής σύνταξης: Ι. Α. Ψωμαδάκης (από 29 Ιαν. 1933, αρ. φ. 15). Διαχειριστής: Θεοφ. Α. Παναγόπουλος (29 Ιαν. 1933 – 26 Μαρτ. 1933, αρ. φ. 15-23). «Διευθύνεται υπό επιτρο­πής» (από 5 Απρ. 1936<;> – 11 Οκτ. 1936. αρ. φ. 181<;>- 208). Διευθυντής: Ιωάννης Α. Ψωμαδάκης (από 18 Οκτ. 1936, αρ. φ. 209). Ιδιοκτήτης – διευθυντής: Ιωάννης Α. Ψω­μαδάκης (από 6 Ιαν. 1952, αρ. φ. 567/126<;>)· «† Ιδρυτής: Ι. Α. Ψωμαδάκης. Ιδιοκτησία: Βασιλικής (Χήρας) Ιω. Ψωμαδάκη. Διευθυντής συντάξεως – Υπεύθυνος: Δημήτριος Νικ. Εξαδάκτυλος» (από 10 Νοε. 1968. αρ. φ. 1434)· «† Ιδρυτής: I. Α. Ψωμαδάκης. Ιδιοκτησία – Διεύθυνσις: Βασιλική (χήρα) Ιωαν. Ψωμαδάκη» (από 9 Φεβρ. 1969, αρ. φ. 1444)· «† Ιδρυτής: I. Α. Ψωμαδάκης. Ιδιοκτησία: Βασι­λική (χήρα) Ιω. Ψωμαδάκη. Διευθυντής συντάξεως – Υπεύ­θυνος: Δημήτριος Ν. Εξαδάκτυλος» (από 6 Ιουλ. 1969, αρ. φ. 1464).

Ο τίτλος αλλάζει σε Ασπίς του Άργους. Άλλοι υπότιτλοι: Εβδομαδιαία ανεξάρτητος εφημερίς τοπικών συμφερόντων (από 31 Δεκ. 1933, αρ. φ. 1/63, «Περίοδος Νέα»)˙ Εβδομαδιαία εφημερίς των συμφερόντων της Αργολίδος (από 6 Ιαν. 1952, αρ. φ. 567/126<;>)· Εβδομαδιαία ανεξάρτητος εφημερίς των συμφερόντων της Αργολίδος (από 7 Αυγ. 1960. αρ. φ. 1009). Εβδομαδιαία (Κυριακή), τετρασέλιδη, τετράστηλη / πεντάστηλη (από 22 Οκτ. 1933, αρ. φ. 53). διαστάσεων 46,5×30 εκ. «Συνδρομαί Εσωτερι­κού Ετησία Δρ. 50, Εξάμηνος Δ. 30, Εξωτερικού Ετησία Φ. Γαλ. 24, Αμερικής Ετησία Δολ. 4». «Τιμή φύλλου Δραχ. 2. Συνδρομαί Ετησία Δραχ. 100, Εξαμην. [Δραχ.] 50. Εξωτερικού Ετησία Φ. Γαλ. 24. Αμερικής Δολ. 4» (από 6 Σεπτ. 1936, αρ. φ. 203). Οι τιμές ακολουθούν τις πληθωρι­στικές τάσεις των αρχών της δεκαετίας του 1950 και τις αποπληθωριστικές διευθετήσεις που ακολούθησαν. Η εφη­μερίδα κυκλοφορεί και στο εξωτερικό, όπως φαίνεται και από την ένδειξη των συνδρομών σε ξένα νομίσματα (φρά­γκα γαλλικά, δολάρια ΗΠΑ-Καναδά). «Τυπογραφείον Ε. Θωμοπούλου» (έως 11 Δεκ. 1932. αρ. φ. 8)· άλλαξε πολλά τυπογραφεία στη συνέχεια.

Ολύμπιος Κώστας

Στόχος της να διορθώσει με παρρησία και μα­χητικό πνεύμα την «οικτράν κατάστασιν του τόπου» και να προασπίσει την αλήθεια, αδιαφορώ­ντας για τις δυσαρέσκειες που δα προκαλέσει. Αποποιείται τη μικροπολιτική και κομματική αρθρογραφία, υποσχόμενη ότι δα επαινεί όποιον μεριμνά για τις γενικές ανάγκες της επαρχίας. Τους στόχους αυτούς θα επαναλαμβάνει καθ’ όλη τη διάρκεια της πολυετούς κυκλοφορίας της. Η πολιτική στάση της είναι συντηρητική και φι­λοβασιλική. Τάσσεται με το Λαϊκό Κόμμα αρ­χικά, με τον Ελληνικό Συναγερμό και την ΕΡΕ (Εθνική Ριζοσπαστική Ένωσις) στη συνέχεια, αλλά με μετριοπάθεια όσον αφορά τον κύριο πο­λιτικό τους αντίπαλο.

Κατά κύριο λόγο ασχολείται με τη ζωή και τα προβλήματα του Άργους. Παρακολουθεί την κοινω­νική και αθλητική κίνηση της πόλης, ασχολείται με γεωργοκτηνοτροφικά θέματα και δημοσιεύει αντα­ποκρίσεις από την περιφέρεια της επαρχίας. Επί­σης, περιλαμβάνει ιστορικά κείμενα επετειακού χα­ρακτήρα, καθώς επίσης άρθρα και διηγήματα λο­γιών της περιοχής. Η ύλη αυτή κατατάσσεται σε αντίστοιχες στήλες.

 

Ασπίς του Άργους, Αρ. Φύλλου 558, 1951. Έτος Έκδοσης: 14ο. Τίτλοι πρώτης σελίδας: Άξιοι της τύχης μας; – Ερασινός ποταμός, ναός Ζωοδόχου Πηγής – Ανά την Αργολίδα, Η στέρνα.

 

Στην πρώτη σελίδα το κύριο άρθρο αναλύει το θέμα που ελκύει την προσοχή των συντακτών. Η δεύτερη σελίδα, που ονομάζεται «Αργολική ζωή», περιέχει ειδήσεις της περιοχής που συμπληρώνονται από τις στήλες «Κοινωνικά» και «Αθλητικά». Η τρίτη σελίδα επιγράφεται «Κρίσεις και Γνώμαι» και σχολιάζει ειδήσεις τοπικού ενδια­φέροντος. Στην τέταρτη σελίδα υπό τον τίτλο «Τα γεγονότα της Εβδομάδος» περιλαμβάνονται άλλες μικρές ειδήσεις που πλαισιώνονται από τις στήλες «Γεωργία και Κτηνοτροφία» και «Η ζωή των κοινο­τήτων μας»· στην τελευταία εντάσσονται οι αντα­ποκρίσεις από την περιφέρεια της πόλης. Οι βραχύ­βιες «Εκλεκτές επιφυλλίδες» φιλοξενούν σε συνέ­χειες κείμενα λογοτεχνικού ενδιαφέροντος. Σαφώς μονιμότερες είναι η θρησκευτική στήλη και το χρο­νογράφημα, το οποίο όμως αλλάζει αρκετές φορές υπέρτιτλο: «Σκόρπιες κουβέντες» αρχικά και «Η κωμωδία της ζωής» αργότερα, για να γίνει μεταπο­λεμικά «Σκόρπιες μολυβιές». Περιλαμβάνονται ακόμα αναγνώσματα σε συνέχειες. Μερικές φορές η ύλη εικονογραφείται με ασπρόμαυρες φωτογραφίες.

Αναστάσιος Τσακόπουλος

Μεταξύ των υπογραφών διακρίνονται τα ονό­ματα των Δ. Βαρδουνιώτη, Σ. Πέτροβιτς, Στέφανου Δάφνη, Αθηνάς Ταρσούλη, Ανασ. Π. Τσακόπουλου, Γεώργ. Παπαγιαννόπουλου, Γεώργ. Λογοθέτη («Ίδμωνος»), όπως επίσης αρχικά και ψευδώνυμα.

Μεταπολεμικά η Ασπίς του Άργους παρουσιά­ζεται ελαφρώς τροποποιημένη ως προς τα περιεχό­μενα, αλλά και τους συνεργάτες. Οι περισσότερες από τις στήλες, αλλά και αρκετοί από τους αρθρογράφους επανεμφανίζονται μετά τον πόλεμο. Προ­στίθενται όμως και άλλες στήλες, όπως «Η Αλλη­λογραφία μας» και «Ξέναι Δημοσιεύσεις» με επι­στολές αναγνωστών και απαντήσεις της εφημερί­δας, η στήλη «Με λίγα λόγια» για τις μικρές ειδή­σεις και ο «Σατυρικός στίχος», που υπογράφεται με το ψευδώνυμο «Τρελλός».

Δεν φαίνεται να συ­νεχίζεται η συνεργασία με λογοτέχνες, όπως συνέβαινε με την Ασπίδα πριν από τη διακοπή της. Τώρα το ενδιαφέρον περιορίζεται κυρίως στα γεγο­νότα και τα προβλήματα της περιοχής, περιλαμβά­νοντας όμως και ειδήσεις από την υπόλοιπη Ελ­λάδα και τον κόσμο. Αντιστοίχως, η προπολεμική πληθώρα των υπογραφών μειώνεται αισθητά. Παρουσιάζονται αρκετοί περιστασιακοί αρθρογράφοι – πρόκειται κυρίως για επώνυμα μέλη της αργοναυπλιακής κοινωνίας. Πάντως, είναι το όνομα του εκ­δότη I. Ψωμαδάκη που υπογράφει τα περισσότερα άρθρα μεταπολεμικά.

 

Ασπίς του Άργους, Αρ. Φύλλου 1311, 1966. Έτος Έκδοσης: 35ο. Τίτλοι πρώτης σελίδας: Εις πείσμα των αρμοδίων υπηρεσιών: «Συνελήφθησαν» υπό παραγωγών τα ύδατα του Αναβόλου – Η κωμωδία της ζωής, το τέλος του κόσμου! – Ιερόν βήμα, ο μοναχικός βίος.

 

Ασπίς του Άργους, Αρ. Φύλλου 1311, Έτος Έκδοσης: 35ο. Σελίδα 4.

 

Ο Ψωμαδάκης φαίνεται ότι εμπλέκεται στην έκδοση σχεδόν από την αρχή· η νεκρολογία του (20 Οκτ. 1968, αρ. φ. 1431) αριθμεί τη συνεργασία του με την εφημερίδα σε «40 ολό­κληρα έτη». Παραμένει επικεφαλής μέχρι τον θά­νατό του, στις 11 Οκτωβρίου 1968. Ο αρθρογράφος που ως «Η.» (πρόκειται για τον δικηγόρο Η. Οικονομόπουλο) υπογράφει τη νεκρολογία θεωρεί ότι η δημοσιογραφία του έκανε πράξη τους στόχους της Ασπίδος. Αναφέρει ακόμα την αγάπη του για το Άργος και τους αγώνες που κατέβαλλε για τη βελ­τίωση της κατάστασης στην πόλη.

Είναι ενδιαφέρον ότι τα πρώτα δύο χρόνια της κυκλοφορίας της εγκαινιάζονται δύο νέες περίο­δοι, η πρώτη ως «Περίοδος Β’» στις 23 Οκτωβρίου 1932 και η δεύτερη ως «Περίοδος Νέα» στις 31 Δε­κεμβρίου 1933. Και στις δύο περιπτώσεις αριθμείται εξαρχής τόσο το έτος όσο και το φύλλο, αν και τη δεύτερη φορά η παλαιά αρίθμηση παραμένει εντός παρενθέσεως – για λίγο όμως.

Από τον Μάρ­τιο 1940 κυκλοφορεί δισέλιδη, μάλλον εξαιτίας του πολέμου που μαίνεται στην Ευρώπη. Διακόπτει την κυκλοφορία της τον Απρίλιο 1942 σχεδόν για μια δεκαετία και επανακυκλοφορεί με τη λήξη του Εμφυλίου δισέλιδη και με διπλή αρίθμηση, παλιά και νέα – με την τελευταία να εκλείπει τελικά. Οι εγκαταστάσεις της ανακαινίζονται με «νέον ηλεκτροκίνητον ταχυπιεστήριον και με καινουργή στοι­χεία και λοιπά μηχανήματα» και από 29 Σεπτεμ­βρίου 1957 (αρ. φ. 860) εκδίδεται «εις νέον τετρασέλιδον σχήμα», που εξασφαλίζει χώρο κυρίως για διαφημίσεις και μικρές αγγελίες.

Ως προς τη διανομή της, ήδη από το Μεσοπό­λεμο η εφημερίδα πληροφορεί ότι κυκλοφορεί «ευ­ρύτατα ενταύθα, εις άπαντα τα χωρία της Επαρ­χίας μας και τας κυριωτέρας πόλεις».

Ο I. Ψωμαδάκης συνεχίζει να δηλώνεται ως ιδιοκτήτης και διευθυντής και μετά τον θάνατό του˙ ακόμα και μετά τις 10 Νοεμβρίου 1968 (αρ. φ. 1434), όταν αναγράφεται νέα ιδιοκτησία και διεύ­θυνση στην πρώτη σελίδα, στην τρίτη σελίδα πα­ραμένει το δικό του όνομα. Πρόκειται για μια πε­ρίοδο αλλεπάλληλων αλλαγών τόσο στους υπεύθυ­νους του τυπογραφείου όσο και στους διευθυντές. Εντούτοις τα 37 χρόνια κυκλοφορίας «είναι, διά μίαν επαρχιακήν εφημερίδα, πραγματικός άθλος».

 

Κωμικοτραγικά μονόστηλα της εφημερίδας «Ασπίς του Άργους» (1965). Δημοσιεύονται στην ηλεκτρονική εφημερίδα «Αργολικά».

 

Η εφημερίδα σε πολλές περιπτώσεις ζητούσε την επέμβαση της Αστυνομίας: Για να μαζέψει σκυλιά επειδή τις νύχτες γαβγίζουν, για να ανακαλύψει τα παιδιά που έσπασαν 55 τζάμια στο 3ο Δημοτικό Άργους, να συλλάβει κλέφτες κεραιών αυτοκινήτων, να κυνηγήσει ζητιάνους…

 

Η εφημερίδα σε πολλές περιπτώσεις ζητούσε την επέμβαση της Αστυνομίας…

 

Το κείμενο για τη «μάστιγα των επαιτών» εμπεριέχει κάποιον ρατσισμό, αλλά για τα δεδομένα της εφημερίδας είναι αρκετά ελαφρύ… Υπήρχαν και σχόλια με τα οποία ακόμη και οι σημερινοί νεοναζί θα κοκκίνιζαν. Τίτλος: «Οι μαύροι της Αφρικής κίνδυνος δια τους λευκούς και την αμερικανικήν ήπειρον».

 

Οι μαύροι της Αφρικής κίνδυνος δια τους λευκούς και την αμερικανικήν ήπειρον…

 

Μπορεί το 1965 να μην είχε γίνει Ανάπλαση της πλατείας του Άργους, αλλά …και τότε έρχονταν τουρίστες στην πόλη. Αλλά τι τους θέλαμε τέτοιους τουρίστες; Καλύτερα να μην έρχονταν… Ξυπόλυτοι, κουρελήδες, γενειοφόροι, ακούρευτοι!

 

Καλύτερα να μην έρχονταν… Ξυπόλυτοι, κουρελήδες, γενειοφόροι, ακούρευτοι!

 

Σήμερα το κυκλοφοριακό πρόβλημα του Άργους μπορεί να οφείλεται στα αυτοκίνητα, το 1965 όμως, το πρόβλημα ήταν τα μοτοσακό και τα τρίκυκλα. Οι μάγκες με τα τρίκυκλα απειλούσαν την αρτιμέλεια των πεζών.

 

Οι μάγκες με τα τρίκυκλα απειλούσαν την αρτιμέλεια των πεζών…

 

Η κόντρα Άργους – Ναυπλίου ήταν και τότε σε έξαρση. Οι Ναυπλιώτες κατηγόρησαν τους Αργείτες ότι η Γιορτή του Πορτοκαλιού ήταν «ξενόφερτη φιέστα». Αλλά για δες ποιοι μιλάνε… Η απάντηση ήταν αποστομωτική για τους …γείτονες.

 

Η κόντρα Άργους – Ναυπλίου ήταν και τότε σε έξαρση…

 

Μια σταρ (;) του Χόλιγουντ έστειλε επιστολή στην εφημερίδα… Ο Αργείτης ομογενής κομμωτής της ήρθε για διακοπές στην πατρίδα και αυτή μέσω της “Ασπίδος” του ευχήθηκε “Καλές Διακοπές”!

 

Ο Αργείτης ομογενής κομμωτής της ήρθε για διακοπές στην πατρίδα…

 

Ασπίς του Άργους:  Ασπίς του Άργους, Αρ. Φύλλου 558, Έτος Έκδοσης 14ο.

Ασπίς του Άργους:  Ασπίς του Άργους, Αρ. Φύλλου 1311, Έτος Έκδοσης 35ο

 

Σπύρος Ταλιέρης

Φιλόλογος – Εκπαιδευτικός

Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών, «Εγκυκλοπαίδεια του Ελληνικού Τύπου 1784-1974», τόμος Α΄, Αθήνα, 2008

 

Διαβάστε ακόμη:

 

 

Οι Τελώνες των Ευαγγελίων – Συμβολή στην ιστορία των χρόνων της Καινής Διαθήκης

$
0
0

Οι Τελώνες των Ευαγγελίων – Συμβολή στην ιστορία των χρόνων της Καινής Διαθήκης


 

Στην εποχή του Ιησού, τον 1ο αι. μ.Χ., έργο των Τελωνών ήταν κυρίως η είσπραξη των τελών, δηλ. των έμμεσων φόρων. Όπως είναι γνωστό πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους ήταν άδικοι και άπληστοι, ενώ αυτά που συνέλεγαν έπρεπε να ικανοποιούν την κρατική εξουσία που τους είχε παραχωρήσει αυτό το έργο, αλλά και τους ίδιους. Εξ αιτίας αυτών, σύμφωνα με πολλούς ερευνητές, [1] θεωρούνταν από την κοινωνία της Παλαιστίνης μισητοί και ξένα σώματα, που δεν ανήκαν στους «υιούς του Αβραάμ» κάτι που κυρίως ισχυρίζονταν οι ιουδαϊκές θρησκευτικές παρατάξεις, [2] ενώ εξισώνονταν με τους αμαρτωλούς, τους εθνικούς και τις πόρνες.

Πιο αναλυτικά, ο Π. Ν. Τρεμπέλας, [3] συνδέει την δυσμενή αντιμετώπιση των τελωνών από τους ευσεβείς Ιουδαίους, με την αργία του Σαββάτου και την επαφή τους με Έλληνες (δηλ. ειδωλολάτρες) εμπόρους την ιερή ημέρα. Όπως γράφει «αι απαιτήσεις του επαγγέλματος των (των τελωνών) καθίστων πρακτικός αδύνατον την τήρησιν του Σαββάτου (Έλληνες έμποροι διέσχιζον τα σύνορα κατά το Σάββατον και συνεπώς οι τελώναι ώφειλον να ευρίσκονται εκεί κατά την ημέραν ταύτην). Ούτω δε ήσαν εν διαρκεί επαφή μετά του εθνικού κόσμου. Ουδείς ευσεβής Ιουδαίος θα εξέλεγε τοιούτον επάγγελμα».

Παραπλήσια, χωρίς να είναι ακριβώς ίδια, φαίνεται να είναι η θέση του G. B. Caird, ο οποίος συναρτά το κοινωνικό στίγμα των τελωνών με την συνεργασία που είχαν – εξ αιτίας του επαγγέλματός τους – με εθνικούς ανώτερους υπάλληλους και εμπόρους. Παράλληλα και αυτός υπογραμμίζει πως οι άδικοι μέθοδοι που χρησιμοποιούσαν εξασκώντας το επάγγελμά τους (εκβιασμοί) τους οδηγούσαν στην κοινωνική περιθωριοποίηση.[4]

 

Συλλογή φόρων από τελώνες. (Ανάγλυφο του 2ου αι. μ. Χ.)

 

Πράγματι το επάγγελμα – και πιθανόν η καταγωγή τους, όπως θα φανεί παρακάτω – τοποθετούσε τους τελώνες πολύ χαμηλά στην κοινωνική κλίμακα της Παλαιστίνης. Είναι γνωστό πως ο λαός παρόλη την προφανή οικονομική τους επιφάνεια δεν τους εκτιμούσε, ενώ οι νομοδιδάσκαλοι και οι Φαρισαίοι τους χρησιμοποιούσαν ως παραδείγματα προς αποφυγή. Θεωρούνταν αδιανόητο, όπως συμπεραίνεται από αρκετά χωρία της Καινής Διαθήκης, να τρώει κάποιος μαζί τους στο ίδιο τραπέζι ή να πηγαίνει σπίτι τους, ενώ σε καμία περίπτωση οι ραβίνοι δεν θα δέχονταν έναν τελώνη για μαθητή τους, [5] γιατί τότε, εφόσον είχαν τέτοιες συναναστροφές, θα γίνονταν υπαινιγμοί σε βάρος τους, κάτι που συνέβη στον Ιησού, και θα κινδύνευαν να χαρακτηριστούν και αυτοί αμαρτωλοί που δεν τηρούσαν τα καθιερωμένα.

Αυτές οι ενδεικτικές ακραίες εκδηλώσεις σε βάρος των τελωνών είναι δύσκολο να ερμηνευτούν μόνο ως αποτέλεσμα της απληστίας τους και του σκληρού τρόπου με τον οποίο συγκέντρωναν τα οφειλόμενα στην εξουσία. Άραγε στην ιουδαϊκή κοινωνία των χρόνων του Ιησού δεν θα υπήρχαν και άλλες επαγγελματικές ομάδες, οι οποίες εξαιτίας της εργασίας τους, θα φέρονταν με σκληρότητα προκαλώντας το μίσος των πολιτών;

Για παράδειγμα οι στρατιώτες της φρουράς των Ηρωδών, (μεταξύ των οποίων υπήρχαν και άτομα ιουδαϊκής καταγωγής) που συνεργάζονταν με τους Ρωμαίους και έπαιρναν μέρος σε αντιδημοφιλείς ενέργειες, σαν τη σύλληψη του Ιωάννη του Βαπτιστή, γιατί να ήταν περισσότερο αποδεκτοί, κοινωνικά και θρησκευτικά απ’ ότι οι τελώνες. Ή γιατί να μην εξισώνονται με τους εθνικούς και τις πόρνες αυτοί που ασκούσαν επονείδιστα επαγγέλματα στην Παλαιστίνη,[6] όπως π. χ. οι κάπηλοι και οι έμποροι των καρπών του Σαββατικού έτους. Και τέλος, γιατί να μην θεωρούνται άνθρωποι του Θεού, άτομα όπως ο αρχιτελώνης Ζακχαίος, που η συμπεριφορά του φανέρωνε και τις θρησκευτικές του ανησυχίες και την συμπάθειά του, σε λανθάνουσα ίσως μορφή, για τους αναξιοπαθούντες συμπολίτες του.

 

Ιωάννης ο Βαπτιστής. Αρχείο: Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου Τμήμα εκτυπώσεων και φωτογραφιών Washington, 1872.

 

Βεβαίως είναι σοβαροί λόγοι, εφόσον ισχύουν, η μη τήρηση της αργίας του Σαββάτου και η συναναστροφή με ειδωλολάτρες υπαλλήλους και εμπόρους ώστε να θεωρηθούν οι τελώνες θρησκευτικά και κοινωνικά απόβλητοι. Τίθεται όμως το ερώτημα, εφόσον οι ίδιοι ήταν υπεύθυνοι των τελωνείων, δεν θα μπορούσαν, αν το ήθελαν, να σταματούν την εργασία τους αυτή την ημέρα και να ζητούν από τους εμπόρους να περιμένουν την επόμενη για να πληρώσουν τους δασμούς και να περάσουν; Άλλωστε κανένας δεν θα τους ανάγκαζε να εργαστούν το Σάββατο, αφού οι ίδιοι ως επιχειρηματίες είχαν ενοικιάσει τους φόρους και τους εισέπρατταν πλέον για δικό τους όφελος.

Ταυτόχρονα είναι γνωστή η ανοχή που έδειχναν στις θρησκευτικές ευαισθησίες των Ιουδαίων οι Ρωμαίοι επίτροποι και οι Ηρώδες.[7] Έτσι είναι δύσκολο να δεχτεί κάποιος πως θα διέταζαν τους εισπράκτορες των τελών να συναλλάσσονται την ημέρα της θρησκευτικής αργίας. Τέλος οι τελώνες δεν θα ήταν οι μοναδικοί Ιουδαίοι που θα είχαν συνεργασία με εθνικούς. Οπότε και πάλι αυτοί οι λόγοι δεν επαρκούν για να δικαιολογήσουν την δεινή θρησκευτική τους θέση που περιγράφουν τα Ευαγγέλια.

Ιώσηπος Φλάβιος ή Γιοσέφ μπεν Μαθιά, Εβραίος λόγιος, ιστορικός και αγιολόγος.

Άρα συνθετότερα φαίνονται να είναι τα αίτια της κοινωνικής απόρριψης, της απέχθειας και του μίσους που έτρεφαν οι κάτοικοι της Παλαιστίνης για τους τελώνες. Το πιθανότερο – και αυτή η θέση θα υποστηριχτεί στη συνεχεία – είναι πως η αντίδραση εναντίον τους οφείλονταν κυρίως στη θρησκευτική φόρτιση που είχε ο φόρος για τους κατοίκους της Παλαιστίνης. Είναι γνωστό πως για τους Ιουδαίους η απόδοση του φόρου ήταν καθαρά μία θρησκευτική πράξη, που, εκτός των άλλων, ξεκαθάριζε το ζήτημα της κυριαρχίας της άγιας γης. Άλλωστε ένας από τους κύριους λόγους για τον οποίο ξεσηκώθηκαν οι Ζηλωτές, ήταν η αντίδρασή τους στην προσφορά φόρου στον κατακτητή, πράγμα που φανερώνει τη θρησκευτική ιδιαιτερότητά του.

Τέλος, πρέπει να τονιστεί πως οι τελώνες δεν ήταν απαραίτητα αποξενωμένοι από το Θεό και το λαό, όπως τους παρουσίαζαν κυρίως οι Φαρισαίοι. Αυτό το γεγονός αντανακλάται στις μαρτυρίες των Ευαγγελίων και ενισχύεται από την μαρτυρία του Ιώσηπου, ο οποίος στο δεύτερο βιβλίο του «Ιουδαϊκού πολέμου» αναφέρεται στην βοήθεια που προσέφερε ο τελώνης Ιωάννης στην ιουδαϊκή κοινότητα της Καισάρειας, την εποχή του Νέρωνα. Συγκεκριμένα έδωσε μαζί με άλλους επιφανείς Ιουδαίους οκτώ τάλαντα στο ρωμαίο επίτροπο Φλώρο (64-66), ώστε αυτός να ευνοήσει τους συμπατριώτες του Ιουδαίους σε διένεξη που είχαν με τους Έλληνες κατοίκους της πόλης.[8]

 

Η θέση των τελωνών στο φορολογικό σύστημα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας

 

Για να γίνουν καλύτερα κατανοητές οι επαγγελματικές δραστηριότητες των τελωνών και οι λόγοι που ο λαός της Παλαιστίνης τους θεωρούσε παραδείγματα προς αποφυγήν θα πρέπει εδώ, δι’ ολίγων, να γίνει αναφορά στο φορολογικό σύστημα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.[9]

Η φορολογία στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία ήταν μία υπόθεση που αφορούσε αποκλειστικά τις επαρχίες. [10] Από αυτές εισπράττονταν οι φόροι του κράτους, που ήταν ή σε χρήμα [11] ή σε είδος (σιτάρι, άλλα τρόφιμα κ. α.).[12] Κάθε μία από αυτές έπρεπε να δίνει ή το ένα ή το άλλο. Υπήρχαν όμως και επαρχίες, όπως η Αίγυπτος, που υποχρεώνονταν να δίνουν και τα δύο.

Ηρώδης Αρχέλαος. εθνάρχης της Ιουδαίας της Σαμάρειας και της Ιδουμαίας (4 π.Χ.-6). Γιος του Ηρώδη του Μεγάλου.

Για να πληρώνει μία επαρχία μόνο χρηματικό φόρο στον κατακτητή θα έπρεπε στο έδαφός της να μην υπάρχουν στρατιωτικές μονάδες [13] στις οποίες θα καταβάλλονταν ο ανεφοδιασμός τους ή να υπάρχουν ελάχιστες. Η Παλαιστίνη ανήκε σ’ αυτή την κατηγορία. Όπως είναι γνωστό, την εξουσία εδώ την ασκούσαν οι φόρου υποτελείς ηγεμόνες – άνθρωποι των Ρωμαίων, ο εθνάρχης Αρχέλαος και οι τετράρχες που όλοι ανήκαν στην οικογένεια των Ηρωδών, ενώ την Ιουδαία την κυβερνούσε ο ρωμαίος επίτροπος που είχε την έδρα του στην Καισάρεια. Οι Ηρώδες, προφανώς φρόντιζαν για τους δικούς τους στρατιώτες, ενώ στην Ιουδαία υπήρχε ουσιαστικά μόνο η ρωμαϊκή φρουρά που έδρευε στο φρούριο Αντωνία της Ιερουσαλήμ σαν μόνιμη στρατιωτική εγκατάσταση.[14]

Οι επαρχίες έπρεπε να φροντίζουν για τον εφοδιασμό της Ρώμης με σιτάρι, και να παρέχουν τροφή στους αξιωματούχους και τους στρατιώτες. Ταυτόχρονα έπρεπε να δίνουν και μετρητά στα όργανα της αυτοκρατορίας, ενώ μπορούσαν να υπάρξουν και φόροι με ειδική έγκριση του αυτοκράτορα, όπως για παράδειγμα ο φόρος στο Ναό που έδιναν οι κάτοικοι της Παλαιστίνης.

Εκτός από τους άμεσους φόρους σημαντικοί ήταν και οι έμμεσοι που εισπράττονταν υπό τη μορφή δασμών για τα εμπορεύματα που διακινούνταν από μία επαρχία ή περιοχή της αυτοκρατορίας σε μία άλλη. Ειδικοί χώροι, τα τελωνεία, υπήρχαν γι’ αυτό το σκοπό. Ένα τέτοιο, όπως πληροφορούν οι συνοπτικοί Ευαγγελιστές, βρίσκονταν στην περιοχή της Καπερναούμ, στο οποίο έγινε η κλήση του Ματθαίου. Στη Γαλιλαία φαίνεται να είναι άμεση η εξάρτηση του φόρου από τις παραγωγικές διαδικασίες που σχετιζόταν με τη λίμνη Γεννησαρέτ (αλιεία, συντήρηση αλιευμάτων κοκ.).

Συνηθισμένο φαινόμενο ήταν η ενοικίαση των φόρων της αυτοκρατορίας από μεγάλους επιχειρηματίες, τους δημοσιώνες, ή από όμιλο, που τον αποτελούσαν οι τελώνες, αν επρόκειτο για τέλη, των οποίων ήταν χαρακτηριστική η ποικιλία στο ρωμαϊκο κράτος.[15] Επικεφαλής τέτοιου ομίλου, που δημιουργούσε μία εταιρεία, ήταν ο αρχιτελώνης. Χαρακτηριστική περίπτωση ήταν ο Ζακχαίος, που, όπως φαίνεται στο ευαγγέλιο του Λουκά, είχε ενοικιάσει με άλλους συναδέλφους του, τους δασμούς του τελωνείου της Ιεριχώς.

Ο Ματθαίος προτού γίνει μαθητής του Χριστού ήταν τελώνης που ανήκε στον όμιλο επιχειρηματιών που είχαν μισθώσει το τελωνείο της Καπερναούμ. Δουλειά του ήταν η είσπραξη των δασμών για τα εμπορεύματα που διακινούνταν από την περιοχή του Ηρώδη Αντίπα σ’ αυτή του Φιλίππου.

Ζητούμενο είναι από ποια αρχή οι τελώνες της Παλαιστίνης ενοικίαζαν τους φόρους. Από τους Ρωμαίους ή από τους τοπικούς υποτελείς ηγεμονίσκους; Φυσικά για την περιοχή της Ιουδαίας δεν τίθεται θέμα. Εφόσον εδώ την εξουσία την ασκούσαν οι ρωμαίοι επίτροποι, θα είχαν στην δικαιοδοσία τους και τους φόρους, οπότε αυτοί θα τους ενοικίαζαν στους ομίλους των επιχειρηματιών. Όσο για τις άλλες περιοχές οι φόροι ενοικιάζονταν από τους Ηρώδες, οι οποίοι ασκούσαν την εξουσία στο εσωτερικό τους. Άρα οι τελώνες της Γαλιλαίας, και μεταξύ αυτών και ο Ματθαίος, εισέπρατταν τα τέλη, που ενοικίαζαν από τον Ηρώδη Αντίπα.

Ανακεφαλαιώνοντας, φαίνεται πως οι τελώνες συγκροτούσαν εταιρείες με σκοπό την είσπραξη των τελών μιας ορισμένης περιοχής. Τα είχαν ενοικιάσει είτε από τη ρωμαϊκή αρχή ή από τους ανθρώπους που ασκούσαν μια «ανεξάρτητη» εξουσία σε μία περιοχή υπό την κηδεμονία του αυτοκράτορα. Μπορεί ο τρόπος που συγκέντρωναν τους φόρους να ήταν σκληρός και απάνθρωπος, δεν σημαίνει όμως πως υποχρεωτικά μόνο γι’ αυτό θα έπρεπε να τοποθετηθούν στο ίδιο επίπεδο με τους αμαρτωλούς και τους εθνικούς και να θεωρηθούν παραβάτες του νόμου του Θεού.

 

Οι αντιλήψεις των Ιουδαίων της εποχής του Ιησού για τη φορολογία

 

Γράφοντας ο Ιουδαίος ιστορικός Ιώσηπος για την επανάσταση του Ιούδα του Γαλιλαίου τονίζει μεταξύ των άλλων: «(Όταν έγινε επίτροπος ο Κωπώνιος)…τις ανήρ Γαλιλαίος Ιούδας όνομα εις απόστασιν ενήγε τους επιχωρίους, κακίζων ει φόρον τε Ρωμαίοις τελείν υπομένουσιν και μετά τον Θεόν οίσουσι θνητούς δεσπότας» (Ιουδ. Πόλεμος ΙΙ 118). Δηλαδή ο βασικός λόγος που ξεκίνησε ο αγώνας του Ιούδα και των Ζηλωτών εναντίον των Ρωμαίων ήταν η φορολογία που υποχρεωνόταν να δίνει ο λαός του Θεού στους κατακτητές.

Αυτή η ιδιαίτερη ευαισθησία των Ιουδαίων για τη φορολογία [16] είχε καθαρά θρησκευτικό κίνητρο. Σύμφωνα με τις κρατούσες αντιλήψεις που αντικατοπτρίζονται στην παραπάνω μαρτυρία του Ιώσηπου η απόδοση φόρου σε κάποιον σήμαινε πως αυτός αναγνωρίζονταν ως αφέντης και κυρίαρχος. Για το μωσαϊκό νόμο όμως και τους κατοίκους της Παλαιστίνης τέτοιος ήταν μόνο ο Θεός. Σύμφωνα με το Λευιτικόν (25,23) «και η γη ου πραθήσεται εις βεβαίωσιν, εμή γαρ έστιν η γη, διότι προσήλυτοι και πάροικοι υμείς εστέ εναντίον μου».

Δίνοντας λοιπόν εισφορές στο Ναό του Θεού και αυτοί που κατοικούσαν στην Παλαιστίνη και αυτοί που βρίσκονταν στη διασπορά αυτόματα έδειχναν ποιος είναι ο κυρίαρχος: Μόνο ο Θεός και μόνο στο Ναό Του έπρεπε να αποδίδεται ο φόρος που αποκτούσε έτσι έναν θρησκευτικό συμβολισμό. Βεβαίως, μετά από όλα αυτά, είναι αυτονόητη η αντίθεση των παραπάνω θέσεων του Ιουδαϊσμού με την επαχθή φορολογία, που επέβαλλαν οι ρωμαίοι κατακτητές και οι συνεργάτες τους Ηρώδες, την οποία εισέπρατταν έμμεσα μέσω των τελωνών, που ήταν ουσιαστικά τα εκτελεστικά όργανά τους.

Σε τελική ανάλυση το μεγάλο ζήτημα που έθετε ο φόρος ήταν ποιος θεωρείται δεσπότης της Παλαιστίνης ο Θεός ή οι Ρωμαίοι; Αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης το δίλημμα της θεοκρατικής ιουδαϊκής κοινωνίας: Αν πλήρωναν αυτά που ζητούσαν οι κατακτητές αμέσως αναγνώριζαν τους «θνητούς δεσπότας» όπως γράφει ο Ιώσηπος. Κάτι φοβερό για τους ευσεβείς Ιουδαίους που ήταν σχεδόν αδύνατο να αποδεχτούν. Όπως βέβαια δε θα αποδέχονταν με τίποτα και τους εισπράκτορες των οφειλόμενων στη Ρώμη, τους τελώνες, κάτι απόλυτα φυσικό για τη νοοτροπία τους. Ήταν όμως και αδύνατο, όπως είναι φυσικό, να μη πληρώσουν τους φόρους ή τα τέλη στα όργανα – άμεσα ή έμμεσα – της Αυτοκρατορίας. Γι’ αυτό το ερώτημα που τίθεται είναι σε ποιον θα ξεσπούσε η οργή και ο θρησκευτικός αποτροπιασμός. Η απάντηση είναι στους τελώνες που ήταν τα εύκολα θύματα, εφόσον – είτε το ήθελαν είτε όχι οι Φαρισαίοι – ανήκαν και αυτοί στην ιουδαϊκή κοινωνία.

Χαρακτηριστικό της ιδιάζουσας θέσης που είχε ο φόρος είναι ο τρόπος με τον οποίο προσπάθησαν να παγιδέψουν τον Ιησού μέλη των θρησκευτικοκοινωνικών παρατάξεων. Με σκοπό να τον παραδώσουν στους ρωμαίους τον ρώτησαν αν επιτρέπεται να πληρώνουν φόρο στον αυτοκράτορα. Όπως είναι γνωστό ο Κύριος με την απάντησή του, τους άφησε κατάπληκτους και τους ανάγκασε να φύγουν.[17]

Τώρα, όσον αφορά το φόρο στο Ναό, ενδιαφέρον παρουσιάζει το χωρίο Ματθ. 17,24-27. Εδώ οι ειδικοί εισπράκτορες του («οι τα δίδραχμα λαμβάνοντες») φτάνουν στην Καπερναούμ και ζητούν από τον Πέτρο να τους πληροφορήσει αν ο Χριστός πληρώνει το φόρο. Μετά από στιχομυθία του αποστόλου με τον Ιησού αυτός δέχεται να δώσει το συγκεκριμένο ποσόν «ίνα δε μη σκανδαλίσωμεν αυτούς» (17,27). Δηλαδή η μη απόδοση του ήταν αιτία σκανδαλισμού και είναι γνωστό από τις μωσαϊκές διατάξεις,[18] πόση βαρύτητα είχε ένα τέτοιο παράπτωμα, στο οποίο και ο Ιησούς έδινε μεγάλη σημασία (πρβλ. από την επί του Όρους ομιλία: «ει δε ο οφθαλμός σου ο δεξιός σκανδαλίζει σε, έξελε αυτόν και βάλε από σου» Ματθ. 5,29).

 

Οι μαρτυρίες των Ευαγγελίων για τους τελώνες

 

Είναι γνωστό πως οι ευαγγελικές αναφορές στους τελώνες περιορίζονται στην αφήγηση των τριών Συνοπτικών. Και εδώ όμως μόνο ο Ματθαίος και ο Λουκάς κάνουν λόγο γι’ αυτούς πάνω από μία φορά. Ο Μάρκος ασχολείται μαζί τους μόνο στο επεισόδιο της κλήσης του Λευί και στο τραπέζι που ακολουθεί.

 

Ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Ματθαίος.

 

Η αρχική τοποθέτηση των ευαγγελικών χωρίων που αναφέρονται στους τελώνες δεν φαίνεται να είναι διαφορετική από την αντίληψη που είχαν οι Φαρισαίοι και η ιουδαϊκή κοινωνία γι’ αυτούς. Και εδώ οι εισπράκτορες των φόρων παρουσιάζονται ως άνθρωποι αμαρτωλοί, μακριά από το Θεό και το νόμο του. Στην εξέλιξη όμως των περισσότερων επεισοδίων φαίνεται η διαφορετική αντιμετώπισή τους από τα Ευαγγέλια: ενώ για τους Φαρισαίους δεν υπάρχει καμία περίπτωση σωτηρίας των τελωνών, εδώ όχι μόνο περιγράφονται οι πιθανότητες να σωθούν, αλλά πολλές φορές έχουν ήδη σωθεί.

Δύο φαίνεται να είναι οι βασικές ομάδες χωρίων στα οποία συμμετέχουν τελώνες: στην πρώτη, κυρίως μέσα από λόγια του Ιησού, απηχείται η αντίληψη των ανθρώπων της Παλαιστίνης γι’ αυτούς, διαφαίνεται όμως ταυτόχρονα και θρησκευτική δικαίωση αυτής της επαγγελματικής ομάδας. Στη δεύτερη, μέσα από σειρά επεισοδίων παρουσιάζεται η συναναστροφή τους με τον Ιησού και οι συνέπειες που φέρνει αυτή. Είναι γνωστό πως γίνεται αφορμή ώστε να του αποδοθούν κατηγορίες από τις θρησκευτικές παρατάξεις της Παλαιστίνης. Τέλος η διήγηση για τους τελώνες που πηγαίνουν να βαπτισθούν από τον Ιωάννη και ο τελώνης της γνωστής παραβολής του Λουκά θα πρέπει να τοποθετηθούν ξεχωριστά από τις παραπάνω ομάδες.

Στη συνέχεια παρατίθενται τα σχετικά με τους τελώνες ευαγγελικά χωρία ανά ευαγγελιστή και ομάδα.

Για διευκόλυνση η πρώτη ομάδα συμβολίζεται με το Α, η δεύτερη με το Β και οι δύο μεμονωμένες περιπτώσεις με το Γ.

 

Ματθαίος

  • 5,43-48. Οι τελώνες αγαπούν μόνο όσους τους αγαπούν Α.
  • 9,9-13. Η κλήση του Ματθαίου και το φαγητό με τους τελώνες Β.
  • 10,3. Ένας από τους μαθητές: Ματθαίος ο τελώνης Β.
  • 11,19. Ο Υιός του Ανθρώπου κατηγορείται πως συναναστρέφεται με τελώνες Β.
  • 18,17. Ο τελώνης είναι εξομοιωμένος με τους ειδωλολάτρες Α.
  • 21,31-32. Οι τελώνες και οι πόρνες θα εισέλθουν πριν από τους αρχιερείς και τους πρεσβύτερους του λαού, στη Βασιλεία του Θεού, γιατί πίστεψαν στον Ιωάννη το Βαπτιστή Α.

Μάρκος

  • 2,13-17. Η κλήση του Λευί και το τραπέζι με τους τελώνες Β.

Λουκάς

  • 3,12-13. Οι τελώνες στον Ιωάννη Γ.
  • 5,27-32. Η κλήση του Λευί και το τραπέζι με τους τελώνες Β.
  • 7,29-30. Ακόμη και οι τελώνες – σε αντίθεση με τους Φαρισαίους και τους Νομοδιδασκάλους -βαπτίζονται από τον Ιωάννη Α.
  • 7,34. Ο Υιός του Ανθρώπου κατηγορείται για συναναστροφή με τελώνες Β.
  • 15,1 κ.ε. Οι τελώνες και οι αμαρτωλοί που πλησιάζουν και ακούνε τον Ιησού γίνονται αφορμή για τις παραβολές του χαμένου προβάτου, της χαμένης δραχμής και του ασώτου υιού (ή του Πατέρα που αγαπάει εξίσου τα παιδιά του ) Β.
  • 18,10-13. Παραβολή Τελώνη και Φαρισαίου Γ.
  • 19,1-10. Η συνάντηση του Ιησού με τον αρχιτελώνη Ζακχαίο Β.

 

Στη συνέχεια θα δοθούν κάποια στοιχεία, απαραίτητα για την ορθή κατανόηση των παραπάνω ευαγγελικών εδαφίων. Έτσι, παράλληλα χωρία – με την στενή έννοια και μόνον σε ότι αφορά τους τελώνες – είναι τα εξής:

Η κλήση του Ματθαίου – εφόσον δεχόμαστε την ταύτισή του με τον Λευί – και το τραπέζι που γίνεται κατόπιν. (Ματθ. 9,9-13 = Μαρκ. 2,13-17 =Λουκ. 5,27-32).

Ο Υιός του Ανθρώπου κατηγορείται για συναναστροφή με τελώνες ( Ματθ. 11,19 = Λουκ. 7,34).

Αυτοί οι στίχοι (Ματθ. 11,19 = Λουκ.7,34 ) ανήκουν στην ομάδα Β των χωρίων που αναφέρονται στους τελώνες. Μπορεί να φαίνεται εδώ η άποψη της ιουδαϊκής κοινωνίας γι’ αυτή την συναναστροφή, στηρίζεται όμως σε πραγματικό γεγονός. Δεν είναι ούτε αντίληψη κάποιων ούτε έκφραση που χρησιμοποιούνταν γι’ αυτή την επαγγελματική τάξη.

Το χωρίο Ματθ. 21,31- 32 είναι ουσιαστικά παράλληλο με το Λουκ. 7,29-30, έχοντας ως βάση το ίδιο λόγιο του Ιησού. Αντικαθίστανται όμως οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι του λαού με τους Φαρισαίους και τους Νομοδιδασκάλους. Ενώ το χωρίο Ματθ. 5,43-48 ανήκει στο μέρος της επί του Όρους ομιλίας που αναφέρεται στην αγάπη για το συνάνθρωπο. Έχει ως παράλληλό του το εδάφιο Λουκ. 6,27-28‘ 32-36. Εδώ όμως οι τελώνες αντικαθίστανται με τους αμαρτωλούς.

Το επάγγελμα του Ματθαίου παρατίθεται μόνο στον κατάλογο του στενού κύκλου των μαθητών (Ματθαίος ο τελώνης). Ενώ στο ευαγγέλιο του Λουκά αρκετές από τις αναφορές στους τελώνες ανήκουν στο ιδιαίτερο υλικό του ευαγγελιστή.

 

Ο Ευαγγελιστής Λουκάς ζωγραφίζει εικόνα της Θεοτόκου.
O απόστολος Λουκάς ζωγραφίζει την Παναγία Oδηγήτρια, ενυπόγραφη δημιουργία του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου (1541-1614), χρονολογημένη ανάμεσα στα 1560-1567. H μορφή του αποστόλου, προστάτη των ζωγράφων, έχει υποστεί σοβαρές φθορές. Aπό τα σωζόμενα ωστόσο στοιχεία, και παρά την εικονογραφική προσήλωση του έργου στη βυζαντινή παράδοση, διακρίνεται καθαρά ο προσανατολισμός του Θεοτοκόπουλου προς τη δυτική τέχνη, προτού ακόμη ο καλλιτέχνης εγκαταλείψει την Kρήτη. 0,41×0,33 μ. Δωρεά Δημητρίου Σισιλιάνου (11296). Μουσείο Μπενακη.

 

Σ’ αυτό το σημείο είναι απαραίτητη αυτή η γενική παρατήρηση: παντού λοιπόν, όπου γίνεται λόγος για τους τελώνες, σ’ όλα τα ευαγγελικά εδάφια, – εκτός από εκείνα που απηχούν αντιλήψεις της ιουδαϊκής κοινωνίας – αυτοί χρησιμοποιούνται για ν’ αποτελέσουν το «αντίπαλον δέος» στους Φαρισαίους και τους νομοδιδασκάλους και να δικαιώσουν τις επιλογές του Ιησού και την διδασκαλία του περί φανέρωσης των μυστικών της Βασιλείας του Θεού στα «νήπια» (Ματθ. 11,25= Λουκ.10,21 ). Αν μάλιστα στον όρο «νήπια» συμπεριληφθούν και τα άτομα, τα οποία η ιουδαϊκή κοινωνία τα αντιλαμβάνονταν ως πνευματικά ανώριμα, που, επειδή δεν μπορούσαν να πλησιάσουν το Θεό οδηγούνταν σε «ασεβή» επαγγέλματα μη αποδεκτά (τελώνες, πόρνες κ. α.), τότε φαίνεται η άμεση σχέση των «νηπίων» με αυτούς που ασκούσαν επονείδιστα επαγγέλματα.

Στην πρώτη ομάδα χωρίων που αναφέρθηκαν παραπάνω αποκαλύπτονται αντιλήψεις της ιουδαϊκής κοινωνίας της εποχής του Ιησού για τους τελώνες: αυτοί λοιπόν αγαπούν μόνο όσους τους αγαπούν και είναι όμοιοι με τους ειδωλολάτρες. Αυτές οι απόψεις μάλλον χρησιμοποιούνται από τον Ιησού για να χρωματίσουν το λόγο του και να κάνουν πιο κατανοητό το κήρυγμά του από το πλήθος που ασφαλώς θα τις γνώριζε. Όλη η δράση του Χριστού δεν επιτρέπει να θεωρηθεί πως Αυτός υιοθετούσε αυτές τις εκφράσεις. Άλλωστε είναι γνωστός ο πρωτοποριακός ρόλος που επιφύλασσε για τους τελώνες.

 

Ο Ευαγγελιστής Λουκάς ζωγραφίζει εικόνα της Θεοτόκου. Χαρακτικό, Raphael Sadeler (Ράφαελ Σάντελερ Δε Έλντερ), (1560 – 1628).

 

Το πρόβλημα που ξεπηδάει από την ανάγνωση των χωρίων της δεύτερης ομάδας είναι η λαχτάρα των τελωνών να πλησιάσουν τον Ιησού, να Τον ακούσουν και να καθίσουν να φάνε μαζί Του. Φανερώνει άραγε αυτή τους η συμπεριφορά γνήσιο ενδιαφέρον για το λόγο και το έργο του Χριστού ή απλά δείχνει τον πόθο τους να γίνουν αποδεκτοί από μια σημαίνουσα θρησκευτική προσωπικότητα και έτσι να καταξιωθούν και να δικαιωθούν – αν βέβαια μπορούσε να γίνει αυτό στ’ αλήθεια ή ήταν μόνο μία μύχια ελπίδα τους που δεν θα πραγματοποιούνταν ποτέ – από τη θεοκρατική ιουδαϊκή κοινωνία στην οποία θρησκεία και κοινωνικός σεβασμός συμβάδιζαν; Για ν’ απαντηθεί το ερώτημα νομίζουμε πως πρέπει να ερευνηθούν τα κίνητρα των τελωνών.

Υπάρχουν λοιπόν περιπτώσεις όπως ο Ζακχαίος, του οποίου η λαχτάρα για συνάντηση με τον Ιησού τον κάνει να παραβλέψει και την ιλαρότητα που θα μπορούσε να προκαλέσει η συμπεριφορά του αλλά και τον πιθανό κίνδυνο που δημιουργούσε η ανάμειξή του με το πλήθος, εφ’ όσον θεωρούνταν άτομο που ασκεί αντιδημοφιλές επάγγελμα. Εδώ φανερώνεται ένας άνθρωπος με γνήσια αγάπη για τον Ιησού και το κήρυγμά του. Το ίδιο συμβαίνει και με το Ματθαίο – και μάλιστα σε πολύ πιο έντονο βαθμό – ο οποίος για να ακολουθήσει τον Ιησού και να γίνει μαθητής του εγκαταλείπει τα πάντα και προσχωρεί στον αποστολικό όμιλο. Πάντως, ενδείξεις για άλλα κίνητρα των τελωνών δεν υπάρχουν στα ευαγγέλια. Δεν είναι όμως απίθανο, αν ληφθεί υπόψη και η κακή γνώμη που είχε η ιουδαϊκή κοινωνία γι’ αυτούς, κάποιους τελώνες να τους ενδιέφερε και το κύρος που θα αποκτούσαν από τη συντροφιά του Ιησού ή ακόμη και να αισθάνονταν δικαιωμένοι για τις επιλογές τους, όταν άκουγαν στο κήρυγμα, πως θα εισέλθουν στη Βασιλεία του Θεού πριν από τους Φαρισαίους και τους Γραμματείς.

Χαρακτηριστικός είναι ο αρνητικός σχολιασμός που κάνουν οι Φαρισαίοι για το κοινό δείπνο του Ιησού με τους τελώνες. Φτάνουν μάλιστα στο σημείο να μη μιλήσουν μαζί του αλλά να κάνουν έλεγχο στους μαθητές του, όχι μόνο για τη δική τους συμμετοχή αλλά και για τη συμμετοχή του δασκάλου τους σ’ αυτό το τραπέζι. Γιατί το κάνουν αυτό; Είναι γνωστό πως η τροφή εκτός των άλλων «καθόριζε τις σχέσεις των Ισραηλιτών μεταξύ τους και με το Θεό. Έτσι η τροφή μπορούσε να συμβολίζει ευλογία ή κρίση, αποδοχή ή απόρριψη ή αμφιβολία ….[19]

 

Ο Χριστός και οι Φαρισαίοι. Έργο του Γερμανού Ζωγράφου Ernst Zimmerman (1852-1901).

 

Άρα, σύμφωνα με τις αντιλήψεις αυτές, τρώγοντας μαζί τους ο Ιησούς σημαίνει πως τους αποδέχεται και τους θεωρεί ανθρώπους του Θεού. Έτσι όμως, για τη θρησκευτική παράταξη των Φαρισαίων, εξισώνεται με τους τελώνες και θεωρείται ένας από αυτούς. Ενώ οι μαθητές κάθονται και τρώνε με αυτούς που θεωρούνται αμαρτωλοί ακολουθώντας πιστά τις οδηγίες του δασκάλου τους. Δεν φαίνεται να έχουν λοιπόν άμεση ευθύνη, μιας και όφειλαν υπακοή σ’ αυτόν. Ταυτόχρονα με αυτή την κίνηση των Φαρισαίων φανερώνεται η προσπάθειά τους να τους τραβήξουν μακριά από τον Ιησού. Ενώ δείχνουν να ελέγχουν, μέσω των μαθητών τον Ιησού, φανερώνουν και το δήθεν «ενδιαφέρον» τους για την αποστολική ομάδα, έχοντας βέβαια ως σκοπό να απομακρύνουν τους μαθητές από το Χριστό, παρουσιάζοντας την «παρακοή» Του στις καθιερωμένες αρχές του Ιουδαϊσμού.

Σημαντικό είναι να ερευνηθεί σε ποιο σκαλοπάτι της ιουδαϊκής κοινωνικής και θρησκευτικής κλίμακας βρίσκονταν οι τελώνες. Έπαιζαν κάποιο ρόλο τα χρήματα που σίγουρα είχαν, στην καταξίωσή τους; Η απάντηση, πιστεύουμε, είναι όχι. Γνωρίζουμε πως την εποχή του Ιησού οι κάτοικοι της Παλαιστίνης κατατάσσονταν στις εξής επτά κατηγορίες: α) Ιερείς, β) Λευίτες γ) ο λαός των Ισραηλιτών δ) τα παράνομα παιδιά των ιερέων, οι προσήλυτοι, οι πρώην ειδωλολάτρες που μεταστράφηκαν στον ιουδαϊσμό, οι απελεύθεροι ε) οι ευνούχοι, τα έκθετα βρέφη και όσοι είχαν γεννηθεί με παράνομο τρόπο στ) οι εκ γενετής ευνούχοι, οι παραμορφωμένοι σεξουαλικά και οι ερμαφρόδιτοι ζ) οι εθνικοί.[20] Δηλαδή οι ειδωλολάτρες βρίσκονταν στην τελευταία θέση και με το λόγιο του Ιησού «…ώσπερ ο εθνικός και ο τελώνης» (Ματθ.18,17), που απηχούσε την αντίληψη των Ιουδαίων, φαίνεται πως εδώ ανήκαν και οι τελώνες: Θεωρούνταν δηλαδή άνθρωποι χωρίς καμία κοινωνική ή θρησκευτική υπόληψη, παρόλη την προφανή οικονομική τους επιφάνεια ή τη λαχτάρα που εκδηλώνουν για θρησκευτικά ζητήματα. Το επάγγελμά τους λοιπόν είναι τόσο καθοριστικό που παραμερίζει όλα τα υπόλοιπα και δημιουργεί την περιφρόνηση των θρησκευτικών παρατάξεων και του λαού.

 

Τελώνες και Am- Haarez[21]

 

Στο γνωστό γεύμα που παρατίθεται στο σπίτι του Λευί, μετά την κλήση του, παρακάθησαν μαζί με τον Ιησού και τους μαθητές του στο τραπέζι πολλοί τελώνες και αμαρτωλοί. Σίγουρα γεννιέται το ερώτημα τι εννοείται με τον όρο «αμαρτωλοί». Είναι άραγε ένας τεχνικός όρος που αναφέρεται σε άτομα ύποπτης ηθικής ή αφορά μία ειδική κοινωνική ομάδα; Προφανώς συμβαίνει το δεύτερο γιατί δεν μπορεί, μετά τη συγκεκριμένη αναφορά στους τελώνες να ακολουθεί κάποια αφηρημένη και γενική μνεία σε αμαρτωλούς. Το πιθανότερο είναι να πρόκειται για τους am- haarez, δηλαδή τους ανάμεικτους πληθυσμούς από Σαμαρείτες, Αραμαίους, Φιλισταίους, Μεσοποτάμιους που κατοικούσαν κυρίως στη Γαλιλαία, αδιαφορούσαν για την τήρηση των διατάξεων του νόμου και θεωρούνταν προσκολλημένοι σε δεισιδαιμονίες και προλήψεις.[22]

 

Το Ισραήλ στα χρόνια της Παλιάς Διαθήκης.

 

Επειδή δεν γνώριζαν το νόμο θεωρούνταν καταραμένοι και στο πρόσωπο τους συγκέντρωναν την περιφρόνηση των προνομιούχων θρησκευτικών ομάδων της Παλαιστίνης. Ειδικά για τους Φαρισαίους ήταν ο όχλος που δεν είχε καμμία σχέση με τις θρησκευτικές παραδόσεις («ο όχλος ούτος ο μη γινώσκων τον νόμον» Ιωάν. 7,49), και ο ραββίνος Χιλλέλ έλεγε γι’ αυτούς. «Δεν έχουν συνείδηση και είναι κάτι λιγότερο από άνθρωποι», ενώ ο ραβίνος Ελεάζαρ κήρυττε. «Επιτρέπεται να διαμελίζουν έναν αμ- χάαρεζ την μέρα του Σαββάτου, ακόμη και κατά την γιορτή του εξιλασμού».[23]

Γίνεται φανερή λοιπόν η δεινή θρησκευτική τους θέση που συμβάδιζε και με την κοινωνική τους κατάσταση: ποτέ δε θα γίνονταν αποδεκτοί και η περιθωριοποίησή τους ήταν δεδομένη, Εφόσον θεωρούνταν πως δεν τηρούν τις εντολές του Νόμου ήταν και εθνικά και κοινωνικά απόβλητοι. Δεν είναι άλλωστε τυχαία η περιφρόνηση των Ιουδαίων για την Γαλιλαία, τον κατεξοχήν τόπο των am- haarez . Θεωρούνταν χώρα ειδωλολατρών, γη εθνών[24] που οι κάτοικοί της μισούσαν το νόμο.

Όμως αυτή η θρησκευτική και κοινωνική μειονεκτική θέση των am- haarez δε φαίνεται να συμβαδίζει υποχρεωτικά και με την οικονομική τους κατάσταση. Είναι γνωστό πως ένα μέρος τους ήταν πλούσιοι Χαναναίοι και ισραηλίτες γαιοκτήμονες.[25] Δεν φαίνεται όμως ο πλούτος τους να τους βοηθούσε στην κοινωνική τους εξέλιξη. Μεγαλύτερη βαρύτητα είχε – χαρακτηριστικό άλλωστε της θεοκρατικής ιουδαϊκής κοινωνίας του 1ου αι. μ. Χ. – η προέλευσή τους.

Σίγουρα οι τελώνες θα προέρχονταν από τους am- haarez. Δεν είναι δυνατό άτομα από άλλη κοινωνική ομάδα να δέχονταν να αναλάβουν τέτοιο επονείδιστο έργο που θα τους έφερνε σε σύγκρουση με τον υπόλοιπο ιουδαϊκό πληθυσμό και θα δημιουργούσε τέτοιον εθνικό και κοινωνικό αποκλεισμό εναντίον τους, ενώ θα τους εξίσωνε με τους εθνικούς και τις πόρνες. Προς αυτή την άποψη συνηγορεί και η ιδιαίτερη συμπάθεια που έδειχναν στον Κύριο και τη διδασκαλία του οι τελώνες. Είναι γνωστό πως μόνο Αυτός απ’ όλους τους διδασκάλους αποδέχονταν και τους am- haarez και τους εισπράκτορες των τελών.[26]

Επομένως η προέλευση των τελωνών από τους am- haarez αποτελούσε έναν ακόμη παράγοντα που οδηγούσε τους Φαρισαίους, τους Γραμματείς και όλη την ιουδαϊκή κοινωνία να καταφέρεται εναντίον τους και να μην επιθυμεί την καταξίωσή τους.

 

Χάρτης της Οθωμανικής Παλαιστίνης το 1851, από τον εικονογραφημένο άτλαντα και τη σύγχρονη ιστορία του κόσμου. Γεωγραφικά, πολιτικά, εμπορικά και στατιστικά, επιμέλεια R. R. Montgomery Martin

 

Η αιτία του θρησκευτικού και κοινωνικού αποκλεισμού των τελωνών

 

Οι τελώνες λοιπόν τοποθετούνταν στην ίδια θρησκευτική και κοινωνική θέση με τους αμαρτωλούς, τους εθνικούς και τις πόρνες. Αιτία γι’ αυτό, όπως ειπώθηκε παραπάνω, δεν ήταν οι πράξεις τους αλλά κυρίως η άσκηση του συγκεκριμένου επαγγέλματος.

Από τις διηγήσεις των Ευαγγελίων όμως δεν φαίνεται να ήταν περισσότερο ή λιγότερο θεοσεβούμενοι από άλλα μέλη της ιουδαϊκής κοινωνίας. Αντίθετα σε πολλές από τις διηγήσεις που τους αφορούν, φαίνεται ο πόθος τους να γίνουν και αυτοί αποδεκτοί από τη θεοκρατική κοινωνία που ζούσαν. Έτσι, θέλουν να προσεύχονται στο Ναό (όπως συμπεραίνεται από την παραβολή του Τελώνη και του Φαρισαίου), και επισκέπτονται θρησκευτικές προσωπικότητες με ευρύτερη αποδοχή σαν τον Ιωάννη το Βαπτιστή.

Επίσης πουθενά δεν φαίνεται ότι δεν τηρούσαν τις βασικές διατάξεις του νόμου, εκτός βέβαια από το κοινό φαγητό με τους θεωρούμενους αμαρτωλούς, κάτι για το οποίο όμως φαίνεται πως αναγκάζονταν από τις συνθήκες και την κοινωνική τους καταγωγή. Ταυτόχρονα δεν αποδεικνύεται πως δεν τηρούσαν την αργία του Σαββάτου συναλλασσόμενοι με εθνικούς εμπόρους. Άρα, είναι περίεργο να θεωρούνται αμαρτωλοί από μία κοινωνία, η οποία κατεξοχήν στηριζόταν σε μία θρησκεία τήρησης τυπικού και τελετουργικών διατάξεων, μόνο και μόνο γιατί εισέπρατταν το φόρο με σκληρό τρόπο, από τη στιγμή που η αγωνία τους για θρησκευτική ένταξη, τους οδηγούσε σε πράξεις ευλάβειας.

 

Χριστός και οι Ψαράδες (1888). Έργο του Γερμανού Ζωγράφου Ernst Zimmerman (1852-1901).

 

Σε προηγούμενο κεφάλαιο τονίστηκε πως η ιουδαϊκή κοινωνία φανέρωνε το θρησκευτικό της αποτροπιασμό για τους τελώνες, εξαιτίας του φόρου, εφόσον αυτή, ήταν αδύνατο να σταματούσε να τον πληρώνει χωρίς οδυνηρές συνέπειες. Επομένως εδώ πρέπει να αναζητηθεί η αιτία της άσχημης θρησκευτικής και κοινωνικής θέσης των τελωνών: Η λύση του προβλήματος έχει να κάνει με τα οφειλόμενα που εισέπρατταν. Αυτοί τα έπαιρναν όχι για το Ναό – δηλαδή για το Θεό – όπως έκαναν οι τα «δίδραχμα λαμβάνοντες» αλλά ενεργούσαν στο όνομα των κατακτητών και των ανθρώπων τους στην Παλαιστίνη, εισπράττοντας τους φόρους αντ’ αυτών. Δηλαδή οι τελώνες θεωρούνταν βλάσφημοι που δεν είχαν ούτε εθνική ούτε και θρησκευτική συνείδηση, αφού συνεργάζονταν με τον κατακτητή και τους ηγεμονίσκους της Παλαιστίνης σ’ ένα τόσο λεπτό ζήτημα που έθιγε τις ευαισθησίες των συμπατριωτών τους.

Άρα οι κατηγορίες που τους αποδίδονταν και τους είχαν οδηγήσει στο τελευταίο σκαλί της θρησκευτικής και κοινωνικής κλίμακας, ήταν η βλασφημία εναντίον του Θεού και η συνεργασία με τον κατακτητή. Έτσι, θα θεωρούνταν εκτός των άλλων, από τους Ιουδαίους, πως δεν αποδέχονταν τον Θεό ως κυρίαρχο της άγιας γης αλλά τους ρωμαίους, μιας και αυτή η αντίληψη είχε συνδεθεί με την εισφορά του φόρου.

Κατανοείται λοιπόν η απέχθεια που ένοιωθαν γι’ αυτούς οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι: Αφού τα μέλη των θρησκευτικοκοινωνικών παρατάξεων ήταν τηρητές των παραδόσεων και ήθελαν μέσω αυτών να διατηρήσουν την εθνική τους ταυτότητα,[27] πως θα μπορούσαν να κάνουν αποδεκτούς τους τελώνες, οι οποίοι με την εργασία τους, φαίνονταν ν’ αναγνωρίζουν ως κυρίαρχους της Παλαιστίνης τους ρωμαίους και όχι το Θεό, όπως δίδασκε ο μωσαϊκός νόμος; Είναι λοιπόν απόλυτα φυσικό να τους εξισώνουν με τους εθνικούς  -άποψη που είχε περάσει και στο λαό – μιας και θεωρούνταν, πως, αφού εισέπρατταν φόρους, όχι για το Θεό αλλά για τους κατακτητές, υπέσκαπταν την προσπάθεια για τήρηση των πατρώων αρχών, που εκτός των άλλων θα οδηγούσαν στην αναγέννηση του ιουδαϊκού έθνους, μετά την απαλλαγή από τους κατακτητές, σύμφωνα με τις αποκαλυπτικές αντιλήψεις. Αυτά οδηγούσαν, εκτός των άλλων και να μη γίνονται δεκτές οι εκδηλώσεις ευσέβειας των τελωνών.

Βεβαίως και στους υπόλοιπους κατακτημένους λαούς δεν ήταν δημοφιλείς οι συλλέκτες των φόρων, ούτε προκαλεί εντύπωση ο βίαιος τρόπος συλλογής των οφειλομένων. Πουθενά όμως δεν εντοπίζεται θρησκευτικός αποκλεισμός τους και κοινωνική απαξίωση στο βαθμό που αυτά συνέβαιναν στον ιουδαϊσμό. Φαίνονται λοιπόν ξεκάθαρα οι επιπτώσεις της θρησκευτικής σημασίας που είχε προσλάβει ο φόρος στην ιουδαϊκή κοινωνία.

Αλλά και η άμεση σχέση των τελωνών με τους am-haarez ήταν βασική αιτία για τη δημιουργία του αρνητικού κλίματος που επικρατούσε σε βάρος των εισπρακτόρων των έμμεσων φόρων. Και μόνο γι’ αυτό ήταν αδύνατο να γίνουν αποδεκτοί από τις θρησκευτικές παρατάξεις. Και η προσπάθειά τους όμως για θρησκευτική και κοινωνική καταξίωση, που θα τους έκανε να ξεφύγουν από το επίπεδο των ανθρώπων της γης (am-haarez), αποκλείεται να γίνονταν δεκτή, και έτσι υπήρχε κάθε λόγος να συντηρείται η δυσμενής θέση που τους απέκλειε από τα ανώτερα πνευματικά σκαλοπάτια της ιουδαϊκής κοινωνίας.

 

Συμπεράσματα

 

Η θρησκευτικά δεινή θέση των Τελωνών μέσα στο θεοκρατικό περιβάλλον της Παλαιστίνης του 1ου αι. μ. Χ. δεν μπορεί να οφειλόταν ούτε στον τρόπο είσπραξης των φόρων με βίαιο τρόπο ούτε στο συγχρωτισμό τους με τους Ρωμαίους. Τα παραπάνω ήταν μία πρακτική που τελικά δεν αφορούσε μόνο αυτούς. Η αρνητική λοιπόν εικόνα που είχε σχηματίσει γι’ αυτούς η ιουδαϊκή κοινωνία του 1ου αιώνα μ. Χ. ήταν αποτέλεσμα της αντίληψης, ότι αυτοί, εξ αιτίας της εργασίας τους, αναγνώριζαν ως κυρίαρχους της Αγίας Γης τους Ρωμαίους και όχι το Θεό. Μάλιστα αυτό τεκμηριωνόταν από τη θέση ότι η καταβολή του φόρου σε κάποιον, σήμαινε και αυτόματη αναγνώρισή του ως κυριάρχου, που είχε όμως και την αποδοχή των φορολογουμένων. Οι κάτοικοι της Παλαιστίνης μπορεί να έδιναν αυτά που ζητούσαν οι κατακτητές και τα ντόπια όργανά τους, οι Ηρώδες Αυτό όμως ήταν, όπως είναι φυσικό, πράξη αναγκασμού κάτι που μαρτυρούν οι εξεγέρσεις, που γίνονται με αφορμή τη φορολογία.

Παράλληλα ήταν αδύνατο, ένας ευσεβής Ιουδαίος, ενταγμένος στο σύστημα της ιουδαϊκής θεοκρατίας, να δεχόταν να γίνει τελώνης. Έτσι, είναι φυσικό αυτοί να προερχόταν από τους am- haarez. που δε φαίνεται να είχαν ούτε τις αντιλήψεις ούτε τους ενδοιασμούς των θρησκευτικοκοινωνικών ομάδων της Παλαιστίνης. Άλλωστε, εφόσον ανήκαν στο θρησκευτικό περιθώριο του Ιουδαϊσμού, μπορούσαν εύκολα να υποδυθούν ρόλους αδιανόητους για έναν ευσεβή.

Πάντως, τουλάχιστο από τις διηγήσεις των Ευαγγελίων, συνεχής φαίνεται να είναι η προσπάθεια των Τελωνών για αναγνώριση (και συνεπώς κοινωνική καταξίωση) από μία θρησκευτική προσωπικότητα. Επιζητούν λοιπόν τη συναναστροφή με χαρισματικές μορφές, συχνάζουν στο Ναό κάνουν αγαθοεργίες. Τα παραπάνω όμως δεν επιτυγχάνουν μία γενική αναστροφή του αρνητικού κλίματος που έχει δημιουργηθεί εναντίον τους ούτε βοηθούν στην αποδοχή τους, τουλάχιστο με τον τρόπο που αυτοί θα επιθυμούσαν.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Βλ. Στέργιου Ν. Σάκκου: Οι Τελώναι. Συμβολή εις την ιστορίαν των χρόνων της Καινής Διαθήκης, Θεσσαλονίκη 1968, ιδίως το κεφ. Δ «Το ήθος των τελωνών» σελ. 115-116 και σελ. 161 όπου σημειώνεται: «ο λαός, όστις εμίσει τους τελώνας μόνον διά λόγους ουσιαστικούς (αδικία, βιαιοπραγία, αρπαγή, καταπίεσις…». Στο  ίδιο έργο αναφέρονται και οι εξής ακόμη αιτίες για την απέχθεια εναντίον των τελωνών: «Αλλ’ οι εγκρατείς του νόμου και τηρηταί των εντολών των πρεσβυτέρων νομοδιδάσκαλοι και φαρισαίοι είχον και άλλους λόγους να απεχθάνονται αυτούς. α) Εγνώριζον ότι ο μωσαϊκός νόμος δεν προέβλεπε φόρους κρατικούς οίοι ήσαν οι εις τους Ρωμαίους αποδιδόμενοι. Εμφορούμενοι υπό στρεβλού θεοκρατικού φρονήματος επεζήτουν μόνον τα προνόμια της θεοκρατίας, χωρίς να ενδιαφέρονται διά τας υποχρεώσεις. Είνε πλέον ή βέβαιον ότι δεν εθεώρουν εαυτούς ως αιτίους της εις Ρωμαίους και τους Ηρώδας δουλείας… β) Οι τελώναι ήσαν όργανα των τετραρχών και των Ρωμαίων, έστιν ότε δε και θέσει Ρωμαίοι πολίται… γ) Διά τον συγχρωτισμόν και την αναστροφήν των μετά των προϊσταμένων ρωμαϊκών αρχών εθεωρούντο ως μεμολυσμένοι και σχεδόν εθνικοί..» (σελ. 161).

Στο γλωσσάριο της νεοελληνικής δημοτικής μετάφρασης της Καινής Διαθήκης «Η Καινή Διαθήκη». Το πρωτότυπο κείμενο με νεοελληνική δημοτική μετάφραση, Αθήνα 1985) των καθηγητών Σ. Αγουρίδη, Π. Βασιλειάδη, Γ. Γαλάνη, Γ. Γαλίτη, Ι. Καραβιδόπουλου και Β. Στογιάννου (+) σημειώνεται για τους τελώνες: «Τελώνης, Ο επιφορτισμένος με την είσπραξη των φόρων. Στα χρόνια του Χριστού οι φόροι ήταν επαχθείς και οι τελώνες συνήθως ήταν άδικοι και άρπαγες, ώστε όχι μόνο ανταποκρίνονταν στις απαιτήσεις των άπληστων ρωμαϊκών αρχών αλλά και οι ίδιοι ικανοποιούνταν. Για το λόγο αυτό, στην κοινωνία της εποχής θεωρούνταν μισητοί και τοποθετούνταν στο ίδιο επίπεδο με τους αμαρτωλούς και τις πόρνες» (σελ. 526). Τα ίδια ακριβώς γράφονται και στη νεότερη μετάφραση της Καινής Διαθήκης των καθηγητών Π. Βασιλειάδη, Γ. Γαλάνη, Γ. Γαλίτη, Ι. Καραβιδόπουλου, Αθήνα 1989.

Αλλά και ο Ντ. Ροπς (« Η καθημερινή ζωή στην Παλαιστίνη στους χρόνους του Ιησού», μετ. Έλλης Αγγέλου, Αθήνα 1988) τονίζει πως οι φόροι εισπράττονταν άσχημα από τους τελώνες, που πλούτιζαν σε βάρος των φορολογούμενων (σελ. 178).

Τέλος ο Ε. Π. Σάντερς στο έργο του «Το ιστορικό πρόσωπο του Ιησού» μετ. Γ. Βλάχος, Αθήνα 1998, σημειώνει: «Ωστόσο είναι αρκετό να πούμε πως οι φοροεισπράκτορες ήταν ύποπτοι για υπερβολικές χρεώσεις και επομένως για συστηματική εκμετάλλευση του πληθυσμού, Ζούσαν λοιπόν σαν να μην υπήρχε Θεός ή σαν να μην μπορούσε να τους εκδικηθεί, με άλλα λόγια ήταν “άνομοι’”». (σελ. 374).

[2] Για τις ιουδαϊκές θρησκευτικές και πολιτικές παρατάξεις βλ, Σ. Αγουρίδη: Ιστορία των χρόνων της Καινής Διαθήκης, Θεσσαλονίκη 1980, σελ,326 -359 και Γ. Γαλίτη:    Ιστορία εποχής της Καινής Διαθήκης Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 107-122.

[3] Βλ. Π. Ν. Τρεμπέλα (†): Υπόμνημα εις το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, Αθήναι 1989, σελ. 170.

[4] Βλ. G. B. Caird: Saint Luke, Middlesex, England, 1965, σελ. 95-96.

[5] Βλ. Ματθ. 9,9-13 = Μαρκ. 2,13-17=Λουκ. 5,27-32 ‘Ματθ. 11,19 «Λουκ, 7,34.

[6] Κατάλογο των επονείδιστων επαγγελμάτων βλ. Στ. Σάκκος, οπ. παρ. σελ. 136-141, όπου και σχετική βιβλιογραφία.

[7] Βλ. Ντ. Ροπς, τα κεφάλαια: «Οι κληρονόμοι του Ηρώδη κι οι επίτροποι» και «Κατακτητές και κατακτημένοι» σελ. 78-93.

[8] «Ως δε τούτους είργεν της βίας Φλώρος, αμηχανούντες οι δυνατοί των Ιουδαίων, συν οις Ιωάννης ο τελώνης, πείθουσι τον Φλώρον αργυρίου ταλάντοις οκτώ διακωλύσαι το έργον», Ιώσηπου «Περί του Ιουδαϊκού πολέμου» ΙΙ 287.

[9] Πολλαπλά χρήσιμη για την συγγραφή αυτού του κεφαλαίου ήταν η μελέτη των Peter Garnsey και Richard Saller: «Η ρωμαϊκή αυτοκρατορία, Οικονομία, κοινωνία και πολιτισμός», μετ. Β. Ι. Αναστασιάδης, Ηράκλειο 1995.

[10] όπ. παρ. σελ. 274.

[11] Για το φόρο σε χρήμα, όπ. π. αρ. σελ. 67 κ. ε.

[12] «…οι πόλεις καλούνταν επιπρόσθετα να ανταποκριθούν σε απαιτήσεις παροχής ζώων για μεταφορές, φιλοξενίας σε διερχόμενους αξιωματούχους ή καταλυμάτων και εφοδίων στους στρατιώτες», όπ. παρ. σελ. 42 και σελ.66 και 111.

[13] Είναι γνωστό πως οι κατακτημένες περιοχές είχαν υποχρέωση να παρέχουν τροφή και εξοπλισμό, φόρο υποτέλειας και συνεισφορές. Όπ. παρ. σελ. 128-­129.

[14] «Τα στρατεύματα,… που στάθμευαν στην Παλαιστίνη ήταν λιγοστά. Οι λεγεώνες, που απαρτίζονταν από ρωμαίους, γαλάτες και, ιδιαίτερα από Ισπανούς πολίτες, βρίσκονταν στη Συρία, σε κάποια απόσταση…». Ντ. Ροπς, όπ. παρ. σελ. 88.

[15] Βλ. Στ, Σάκκου σελ. 38. Πάντως μετά τους πρώϊμους αυτοκρατορικούς χρόνους φαίνεται να εγκαταλείπεται το σύστημα της συγκέντρωσης φόρων από τις ιδιωτικές εταιρείες. Βλ. Garnsey…, όπ. παρ. σελ. 26.

[16] Για τα τέλη και τους φόρους στο αρχαίο Ισραήλ, βλ. Σάκκος, όπ. παρ. το κεφάλαιο «Η τελωνία εν τω Ισραήλ», σελ. 82-114.

[17] Ματθ. 22,15-22=Μαρκ.12,13-17=Λουκ. 20,20-26

[18] Εξοδ. 20,17 Ιωβ 31,1.

[19] Βλ. Δημ. Πασσάκου: «Μετά των εθνών συνίσθιεν…» (Γαλ. 2,12). Ο συμβολισμός της τροφής στην ιουδαϊκή και στην πρωτοχριστιανική παράδοση. Η συνδρομή της πολιτιστικής ανθρωπολογίας», στο συλλογικό έργο: Η προς Γαλάτας επιστολή του Απ. Παύλου, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 292.

[20] Όπ. παρ.

[21] Για τους am- haarez, κυρίως στην Παλαιά Διαθήκη βλ. Ιωάννη Μούρτζιου: Ο λαός της γης και η πολιτικο-θρησκευτική κατάσταση στο βασίλειο του Ιούδα, στο «Γρηγόριος Παλαμάς» 762 (1996), σελ. 293 – 308.

[22] Βλ. Ντ. Ροπς, όπ. παρ. σελ.178. Πρβλ. και Χρ. Βούλγαρη: «Εσκυλμένοι και ερριμμένοι» Παρακμή και κατάπτωσις του Ιουδαϊσμού κατά τους χρόνους της Καινής Διαθήκης. Εν Επιστημονική Επετηρίς της Θεολ. Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΕΘΣΠΑ), τόμος ΚΔ, εν Αθήναις 1979-80, σελ. 533-534.

[23] Βλ. Ροπς, όπ. παρ.

[24] Ματθ. 4,15-16.

[25] Ροπς, όπ. παρ.

[26] Σύμφωνα με την άποψη του ραβίνου Ignatz Ziegler που παραθέτει ο καθηγητής Μάρκος Σιώτης «ο Ιησούς Χριστός προκάλεσε το μίσος των πολιτικών αρχόντων του Ισραήλ ένεκα της εκπεφρασμένης συμπάθειάς Του προς τους Am-Haarez». Στο Μ. Α. Σιώτου: Ο πολιτικός χαρακτήρ των αντιπάλων του Απ. Παύλου (μαζί με την μελέτη του ιδίου καθηγητή: Προλεγόμενα εις την ερμηνείαν της προς Γαλάτας επιστολής) Αθήναι 1972, σελ. 109.

[27] Όπως τονίζει ο Σ. Αγουρίδης: «(οι Φαρισαίοι) χρησιμοποιούσαν τη θρησκεία και το Θεό σαν μέσο επιβιώσεως και διασώσεως του έθνους» όπ. παρ. σελ. 332.

 

Νίκος Παύλου

Θεολόγος – Ιστορικός, PhD, MA, MTh

Πρωτοδημοσιεύτηκε το 2001 στην ιστοσελίδα του «Μικρού Απόπλου».

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που συνοδεύουν το κείμενο οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

Διαβάστε ακόμη:

 

Μήτσας ή Μήτζας Γιάννης (1794 ή 1795-1827)

$
0
0

Μήτσας ή Μήτζας Γιάννης (Καστρί Ερμιονίδας 1794 ή 1795 – Ταμπούρια, Πειραιάς  27 Μαρτίου 1827)


 

Προεπαναστατικός ένοπλος, Φιλικός, Στρατιωτικός του Αγώνα, ο Γιάννης Μήτσας ή Μήτζας (προσωνύμιο Καστρίτης – Γκογκαγιάννης), γεννήθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα στο Καστρί (σημερινή Ερμιόνη). Γιος του Αδριανού Μήτζα και της Θεοδώρας, το γένος Σαρρή από το Κρανίδι. Όταν πέθανε ο πατέρας του, σπογγαλιέας στο επάγγελμα, την κηδεμονία του όπως και του αδελφού του, Σταμάτη, ανέλαβε «ο εκ μητρός πάππος τους».

Κατά τις υπάρχουσες μαρτυρίες διέθετε εντυπωσιακή εμφάνιση. Ήταν επιβλητικός και με εξαιρετική σωματική δύναμη. Σε νεαρή ηλικία επέλεξε το επάγγελμα του κλέφτη και του πειρατή επιχειρώντας καταδρομικές – πειρατικές επιχειρήσεις με ιδιόκτητα πλοιάρια, μαζί τον αδελφό του και τον κουνιάδο του, ερμιονίτη ναυτικό Γιάννη Αποστόλου.

 

Προσωπογραφία του Γιάννη Μήτσα ή Μήτζα, έργο του Ευσταθίου Μ. Μπούκα (1870-1960). Δημοτική Κοινότητα Ερμιόνης.

 

Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία, από τον απόστολο της οργάνωσης, Αναγνώστη Παπαγεωργίου – Αναγνωσταρά.

Συμμετείχε εξαρχής στον Αγώνα, επικεφαλής σώματος ενόπλων από το Καστρί το Κρανίδι και τα Δίδυμα.

Συγκεκριμένα, στις 27 Μαρτίου 1821 ο Σπετσιώτης (με καταγωγή από το Κρανίδι) πλοιοκτήτης και Φιλικός Γκίκας Μπότασης έφτασε στο Κρανίδι από τις Σπέτσες και κήρυξε την επανάσταση. Επτά ημέρες αργότερα, στις 2 Απριλίου ο Μήτσας και ο αδελφός του κήρυξαν την επανάσταση στο Καστρί (Ερμιόνη). Στις 4 Απριλίου η επανάσταση επεκτάθηκε σε όλη την επαρχία Ερμιονίδας (Κάτω Ναχαγές).

Τον πρώτο χρόνο του αγώνα πολέμησε στο Βαλτέτσι (12 και 13 Μαΐου), στη μάχη των Βερβένων (18 και 19 Μαΐου) και συμμετείχε στην πολύμηνη πολιορκία της Τρίπολης, στις μάχες που προηγήθηκαν (Γράνα, 10 Αυγούστου) και στην ιστορική Άλωση της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου).

Τον επόμενο χρόνο (1822) ο Γιάννης Μήτσας ακολούθησε τον Νικήτα Σταματελόπουλο – Νικηταρά σε εκστρατεία στην Ανατολική Στερεά και διακρίθηκε, ως επικεφαλής σώματος, μαζί με τις δυνάμεις του Οδυσσέα Ανδρούτσου, Γιώργου Δυοβουνιώτη και Δημητρίου Υψηλάντη, στη μάχη της Αγίας Μαρίνας (1η Απριλίου), κοντά στη Στυλίδα, όπου τραυματίστηκε στο χέρι και το πόδι.

Επέστρεψε, στην Πελοπόννησο και στις 26 Ιουλίου πολέμησε στην μεγάλη μάχη στα Δερβενάκια, ενώ στη συνέχεια συμμετείχε στις επιχειρήσεις της πολιορκίας του Ναυπλίου και στην κατάληψη του Παλαμηδίου (30 Νοεμβρίου).

Τον Μάιο του 1823 ακολούθησε τον Υδραίο ναύαρχο Μανώλη Τομπάζη που είχε διοριστεί από την Διοίκηση, Αρμοστής Κρήτης, στο νησί. Πολέμησε σε σειρά συγκρούσεων εκεί και διακρίθηκε στις επιχειρήσεις της επαρχίας Σελίνου Χανίων. Τον επόμενο χρόνο, επέστρεψε στην Πελοπόννησο μαζί με τον Μανώλη Τομπάζη.

Πολιτικά ανήκε στην φατρία των Πελοποννησίων στρατιωτικών του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη με τον οποίο συμπαρατάχθηκε στη διάρκεια των εμφύλιων συρράξεων.

 

Προτομή του Γιάννη Μήτσα ή Μήτζα στην Ερμιόνη.

 

Η πολεμική του δράση συνεχίστηκε και μετά την αποβίβαση των αιγυπτιακών στρατευμάτων στην Πελοπόννησο. Διακρίθηκε στη σημαντική μάχη των Μύλων, (13 Ιουνίου 1825), που έκοψε την προέλαση του Ιμπραήμ Πασά προς το Ναύπλιο, ενώ τον επόμενο μήνα (18 και 20 Ιουλίου) αντιμετώπισε τα στρατεύματα του Ιμπραήμ στο χωριό Μεχμέταγα, (σημερινή Γαρέα) από την Τριπολιτσά. Η πολεμική δράση του εναντίον των αιγυπτιακών στρατευμάτων συνεχίστηκε αμείωτη και το επόμενο έτος. Συγκεκριμένα πολέμησε, επικεφαλής ενόπλων της επαρχίας του, στη μάχη του Αγίου Πέτρου και στις 14 Αυγούστου συμμετείχε υπό την αρχηγία του Γενναίου Κολοκοτρώνη στις μάχες της Βαμβακούς, στα Βέρροια, του Βασαρά και της Βαρβίτσας, ορεινά χωριά της Λακωνίας, πολεμώντας τα αιγυπτιακά στρατεύματα.

Το επόμενο έτος, κατά τη διάρκεια των εργασιών της Γ’ Εθνοσυνέλευσης της Ερμιόνης (18 Ιανουαρίου – 17 Μαρτίου 1827), ανέλαβε μετά από πρόταση του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, φρούραρχος της Συνέλευσης, επικεφαλής ομάδας 45 ενόπλων με καθήκον την εξασφάλιση της ευταξίας.

Αμέσως μετά εκστράτευσε ενταγμένος, ως μπουλουκτσής, στο σώμα του Γενναίου Κολοκοτρώνη, μαζί με τον αδελφό του, με άλλα πελοποννησιακά σώματα (υπό τους Νικηταρά, Χρύσανθο Σισίνη, Πετμεζαίους, Γιώργο Λεχουρίτη κ.ά.) στην Αττική και εντάχθηκε στο στράτευμα του αρχιστράτηγου Γιώργου Καραϊσκάκη, που τότε συγκρουόταν με τις δυνάμεις του βαλή της Ρούμελης Μεχμέτ Ρεσίτ Κιουταχή Πασά για τον έλεγχο ευρύτερης περιοχής και για να διατηρήσει ελεύθερη την Ακρόπολη των Αθηνών.

Σκοτώθηκε στη φονική μάχη στα Ταμπούρια, περιοχή ανάμεσα στο Κερατσίνι και τον Πειραιά: «Την Εױ της προ του τότε Πάσχα Μεγάλη Εβδομάδα εφονεύθησαν οι υπό τον Γενναίον οπλαρχηγόν, ο εξ Ερμιόνης Ιωάννης Μήτσας και ο εκ Στεμνίτσης Μηλιώνης, εις τα μεταξύ Πειραιώς και Κερατσινίου Ταμπούρια του Μπιν-Βασίρι, επιπεσόντες νυκτός να κυριεύσουν και κυριεύσαντες το μεγαλύτερον». 

Ο θάνατός του μνημονεύτηκε από τον ρομαντικό ποιητή Αχιλλέα Παράσχο, στο ποίημά του Οι νεκροί του Φαλήρου. Εντάχθηκε μετά θάνατο, από την Επιτροπή Εκδουλεύσεων στην Ε’ τάξη των αξιωματικών. Σε ένδειξη αναγνώρισης των υπηρεσιών του  στην κόρη του Θεοδώρα, μετά τον γάμο της με τον Ερμιονίτη Δημήτριο Νικολάου, διατελέσαντα Δήμαρχο Ερμιόνης, παραχωρήθηκε, με δωρεά, (Β.Δ. 25/3/1842 – Φ.Ε.Κ. 7 «περί ορφανών του αγώνος»), καλλιεργήσιμη γη από τις διαθέσιμες «εθνικές γαίες» κατ’ εκτίμηση αξίας 2.500 δραχμών.

Ο Γιάννης Μήτζας υπήρξε ένας παραδοσιακός ένοπλος της περιόδου του Αγώνα, από τους σημαντικούς ενόπλους της επαρχίας Ερμιονίδας, με αξιοσημείωτη δράση στις επιχειρήσεις της περιόδου, ως μπουλουκτσής (επικεφαλής ενόπλων) ενταγμένος στα σώματα μειζόνων οπλαρχηγών, και συγκεκριμένα ως στρατιωτικός πελάτης της οικογένειας Κολοκοτρώνη.

 

Βιβλιογραφία


  • Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, Βουλή των Ελλήνων, τόμος 3ος, σ. 366. 399, τόμος 5οςpassim. [https://paligenesia.-parliament.gr/]
  • Γενικά Αρχεία του Κράτους, «Αρχείο οικογένειας Μήτσα», [https://greekarchivesinventory.gak.gr/index.php/35-2
  • Βουτσίνος Γεώργιος, Μητρώον Ερμιονέων Αγωνιστών…, Αθήνα, 2005.
  • Ησαΐας Αγγ. Ιωάννης, Ιστορικές σελίδες του Δήμου Ερμιόνης, Αθήνα 2005.
  • Μάλλωσης Ηρ. Ιωάννης, Η εν Ερμιόνη Γ΄ Εθνοσυνέλευσις, Αθήνα 1930.
  • Οικονόμου Μιχαήλ, Ιστορικά της Ελληνικής Παλιγγενεσίας…, Αθήνα 1873.
  • Παρασκευόπουλος Γ. Παναγιώτης, «Ακτίνες και Νέφη», Αθήνα 1932.
  • Σπετσιώτης Μ. Γιάννης – Ντεστάκου Δ. Τζένη, Η εκπαίδευση στην Ερμιόνη κατά την Καποδιστριακή και Οθωνική περίοδο 1829-1862, Αθήνα 2016.
  • Χρυσανθόπουλος Φώτιος, Βίοι Πελοποννησίων…, Αθήνα 1888, σ. 67.

 

Γιάννης Μ. ΣπετσιώτηςΤζένη Δ. Ντεστάκου

«1821 – Lexicon» του Κ.Ε.Ν.Ι. (Κέντρο Έρευνας Νεότερης Ιστορίας) του Παντείου Πανεπιστημίου.

 

Διαβάστε ακόμη:

 

Μήτσας ή Μήτζας Σταμάτης (1798 ή 1800–1874)

$
0
0

Μήτσας ή Μήτζας Σταμάτης (Καστρί Ερμιονίδας 1798 ή 1800 – Αθήνα, 27 Φεβρουαρίου 1874)


 

Προσωπογραφία του Σταμάτη Μήτσα, ελαιογραφία σε μουσαμά (0.52 x 0.61 m). Άγνωστος δημιουργός. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.

Ο Σταμάτης Μήτσας ή Μήτζας, προεπαναστατικός ένοπλος, στρατιωτικός και πολιτικός της επαναστατικής και οθωνικής περιόδου, γεννήθηκε περί το 1800 στο Καστρί (σημερινή Ερμιόνη). Ήταν γιος του Αδριανού Μήτζα και της Θεοδώρας, το γένος Σαρρή από το Κρανίδι και μικρότερος αδελφός του Γιάννη Μήτσα Όταν πέθανε ο πατέρας του, σπογγαλιέας στο επάγγελμα, την κηδεμονία του όπως και του αδελφού του, Γιάννη, ανέλαβε «ο εκ μητρός πάππος τους».

Συμμετείχε εξαρχής στον Αγώνα, ως υπαρχηγός στο σώμα του αδελφού του, που απαρτιζόταν από ένοπλους της επαρχίας Ερμιονίδας και έλαβε μέρος σε σειρά μαχών καθόλη τη διάρκεια του Αγώνα.

Διακρίθηκε στην πολιορκία του Παλαμηδίου όπου κατά τον Οικονόμου αναρριχήθηκε πρώτος στην Γιουρούς Ντάπια του φρουρίου στις 30 Νοεμβρίου 1822: «Και αναβάντες εκυρίευσαν αυτήν, πρώτων εισπηδησάντων των Κρανιδιωτών Δ. Ν. Μοσχονησιώτη, [σημ. Βιβλιοθήκης: Εδώ πρόκειται περί λάθους, ο Δημήτριος Μοσχονησιώτης ήταν από τις Κυδωνίες (Αϊβαλί) της Μικράς Ασίας], Μανώλη Σκρεπετού και Κώστα Γκιώνη. Μη φθανούσης της κλίμακος ζώνης διπλής ριφθείσης επί πυροβόλου βοηθεία αυτής, υποβοηθείς από τον Γκιώνην ο εξ Ερμιόνης Σταμάτης Μήτσας αναβάς πρώτος, εβοήθησεν και ηυκόλυνεν την των άλλων ανάβασιν εν οις και τινα γέροντα Κρανιδιώτην ειδήμονα και την πόλην ανοίξαντα, δι ης οι λοιποί εισήλθον».

Πολιτικά ανήκε στην φατρία των Πελοποννησίων στρατιωτικών του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη με τον οποίο συμπαρατάχθηκε στη διάρκεια των εμφύλιων συρράξεων. Το 1827 είχε εκλεγεί δημογέροντας Ερμιόνης.

Κατά την καποδιστριακή περίοδο υποστήριξε το καθεστώς και δραστηριοποιήθηκε πολιτικά συμμετέχοντας ως πληρεξούσιος της επαρχίας του Κάτω Ναχαγέ, στην Ε’ Εθνοσυνέλευση του Άργους και στην επακόλουθη Ε’ Εθνοσυνέλευση του Ναυπλίου (7 και 15 Δεκεμβρίου 1831).

Κατά την περίοδο της βασιλείας του Όθωνα η επιτροπή εκδουλεύσεων τον κατέταξε στην Ζ’ τάξη των αξιωματικών (ανθυπολοχαγός). Με τον βαθμό αυτό εντάχθηκε στην 9η Τετραρχία Αργολιδοκορινθίας της Βασιλικής Φάλαγγας (1836). Στη συνέχεια μετακινήθηκε στην 1η Τετραρχία με τον βαθμό του ταγματάρχη (1845), ενώ του απονεμήθηκε ο αργυρός σταυρός του Τάγματος του Σωτήρος και το αργυρό αριστείο του Αγώνα (1845). Ως ταγματάρχης ανέλαβε φρούραρχος Λαυρίου και μερίμνησε για την ευταξία της περιοχής και την περιστολή της ληστείας.

Οπαδός της «Μεγάλης Ιδέας», έλαβε μέρος στο αλυτρωτικό κίνημα της Θεσσαλίας (1854) ως επικεφαλής πολυάριθμου σώματος εθελοντών, στο οποίο συμμετείχε και ο γιος του Αντώνης. Αποστρατεύτηκε τον Δεκέμβριο του 1856 με τον βαθμό του συνταγματάρχη.

 

Προτομή του Σταμάτη Μήτσα στην Ερμιόνη.

 

Κατά την οθωνική περίοδο ανέπτυξε παράλληλα και έντονη πολιτική δραστηριότητα. Επανειλημμένα εκλέχθηκε δημοτικός σύμβουλος και διετέλεσε Πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου του Δήμου Ερμιόνης (1845-1865). Περαιτέρω, το 1850 εκλέχτηκε βουλευτής Ερμιονίδας, θέση την οποία διατήρησε μέχρι το 1862, επικρατώντας σε διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις. Συγκεκριμένα διετέλεσε βουλευτής κατά την Γ΄ (30-10-1850/27-10-1853), την Δ΄ (30-10-1853/28-10-1856), την Ε΄ (7-12-1856/24-5-1859), την Στ΄ (29-10- 1859/16-11-1860) και την Ζ΄ βουλευτική περίοδο (15-2-1861/11-9-1862).

Πιστός Οθωνιστής, αντέδρασε στην επανάσταση του 1862 για την εκθρόνιση του Όθωνα και οργάνωσε αντεπανάσταση στην Ερμιόνη, η οποία, ωστόσο, κατεστάλη. Έκτοτε ο Σταμάτης αποχώρησε από την πολιτική δράση.

Πέθανε την Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου στην Αθήνα σε ηλικία 74 ετών. Τον επιτάφιο λόγο εκφώνησε ο καθηγητής της Λαογραφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Νικόλαος Πολίτης.

Με τη γυναίκα του Μαρία (το οικογενειακό επώνυμό της είναι άγνωστο) απέκτησαν δύο γιους, τον Αδριανό και τον Αντώνη, και μία κόρη τη Θεοδότα, μητέρα του δημάρχου Αθηναίων Σπύρου Μερκούρη.

 

Βιβλιογραφία


  • Γενικά Αρχεία του Κράτους, «Αρχείο οικογένειας Μήτσα», [https://greekarchivesinventory.gak.gr/index.php/35-2
  • Βουτσίνος Γεώργιος, Μητρώον Ερμιονέων Αγωνιστών…, Αθήνα, 2005.
  • Ησαΐας Αγγ. Ιωάννης, Ιστορικές σελίδες του Δήμου Ερμιόνης, Αθήνα 2005.
  • Μάλλωσης Ηρ. Ιωάννης, Η εν Ερμιόνη Γ΄ Εθνοσυνέλευσις, Αθήνα 1930.
  • Μητρώο Πληρεξουσίων, Γερουσιαστών και Βουλευτών, 1822 – 1935, «Βουλή των Ελλήνων», Αθήνα 1986, σ. 28, 31, 52, 136.
  • Οικονόμου Μιχαήλ, Ιστορικά της Ελληνικής Παλιγγενεσίας…, Αθήνα 1873.
  • Παρασκευόπουλος Γ. Παναγιώτης, Ακτίνες και Νέφη, Αθήνα 1932.
  • Σπετσιώτης Μ. Γιάννης- Ντεστάκου Δ. Τζένη, Η εκπαίδευση στην Ερμιόνη κατά την Καποδιστριακή και Οθωνική περίοδο 1829-1862, Αθήνα 2016.
  • Σπηλιάδης Νικόλαος, «Απομνημονεύματα» Τομ. Γ΄, Αθήνα 2007.
  • Χρυσανθόπουλος Φώτιος, Βίοι Πελοποννησίων…, Αθήνα 1888, σ. 67.

 

Γιάννης Μ. Σπετσιώτης Τζένη Δ. Ντεστάκου

 

Διαβάστε ακόμη:

 

«το αποδέλοιπο Κολοκοτρωνέικο»

$
0
0

«το αποδέλοιπο Κολοκοτρωνέικο» το νέο βιβλίο του Νίκου Πλατή


 

«Ήξερα την ιστορία. Αγνοούσα την αλήθεια».

Κάρλος Φουέντες Μασίας, Μεξικανός μυθιστοριογράφος και δοκιμιογράφος.

 

Κυκλοφόρησε το «το αποδέλοιπο Κολοκοτρωνέικο» του Νίκου Πλατή από τις Εκδόσεις των Συναδέλφων.

«Το αποδέλοιπο Κολοκοτρωνέικο» είναι η συνέχεια και η ολοκλήρωση του βιβλίου «μικρο – Μέγα Κολοκοτρωνέικο» που κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 2019 και εξαντλήθηκε σε λιγότερο από τρεις μήνες.

 

«Το αποδέλοιπο Κολοκοτρωνέικο»

 

Γλαφυρά γραμμένα και τα δύο βιβλία, με ζυγισμένες δόσεις ειρωνείας και χιούμορ, αυστηρά τεκμηριωμένα, διεισδυτικά και αλληλοσυμπληρούμενα, απευθύνονται στο ευρύτερο ανήσυχο και απαιτητικό κοινό και καταφέρνουν να μην έχουν καμία επετειακή διάσταση.

Περιλαμβάνουν συνολικά περισσότερα από 400 λήμματα, που διαβάζονται σαν αυτοτελείς, συχνά συναρπαστικές, μικροϊστορίες και γίνονται ακόμη πιο ενδιαφέροντα επειδή πλαισιώνονται από ένα… φωτορεπορτάζ εποχής όλο εκπλήξεις που αναδύονται μέσα από πίνακες και σπάνια χαρακτικά ζωγράφων και περιηγητών.

 

«μικρο – Μέγα Κολοκοτρωνέικο» και «το αποδέλοιπο Κολοκοτρωνέικο».

 

Διαβάζοντας «το αποδέλοιπο Κολοκοτρωνέικο», ο αναγνώστης έχει πρόσβαση και σε πλήθος «λεπτομερειών» που η επίσημη ιστορία αποσιωπά εξ συστήματος, όπως λόγου χάρη:

Ότι στα Απομνημονεύματά του ο ίδιος ο Παλαιών Πατρών Γερμανός δεν αναφέρει πουθενά πως αυτός κήρυξε την Επανάσταση. Η κοινή λογική λέει πως αν είχε κηρύξει μια Επανάσταση… θα το θυμόταν.

Ότι ο Γεώργιος Κουντουριώτης πήγε να πολεμήσει τον Ιμπραήμ καβάλα σε χρυσοστόλιστο άλογο, υποβασταζόμενος (εκατέρωθεν) από δυο υπηρέτες του (έχανε την ισορροπία του και έπεφτε, σωριάζονταν καταγής): «Ασυνήθιστος ιππεύς, τον βαστούσαν δύο Αραπάδες, αιχμάλωτοι ιπποκόμοι, να μην πέσει από το περίφημον άλογον το οποίον κατείχεν και εις το οποίον δύσκολον εβαστούνταν ο πλέον καλύτερος ιππεύς».

Ότι κατά κανόνα, χωρίς σχεδόν καμιά εξαίρεση, μία φρεγάτα είχε ένα κυβερνήτη, έναν αρχικαπετάνιο, εκτός από την φρεγάτα «Ελλάς» που είχε τρεις αρχικαπετάνιους: Στην φρεγάτα «Ελλάς» διορίσθηκαν τρεις κυβερνήτες. Οι ναύαρχοι Μιαούλης (Υδραίος), Ανδρούτσος (Σπετσιώτης) και Αποστόλης (Ψαριανός). Το γελοίο αυτό μέτρο, γράφει ο Heideck, «ήταν αποτέλεσμα της αντιζηλίας και της δυσπιστίας που επικρατούσαν ανάμεσα στα τρία νησιά».

Ότι τα ορφανά του πολέμου κυκλοφορούσαν παντέρημα, ολόγυμνα και πειναλέα στους δρόμους της Αίγινας. Από πουθενά έλεος. Ο Αμερικανός εθελοντής και φιλέλληνας Jonathan Miller που βρισκόταν στην Αίγινα τον Μάιο του 1827, είδε μια μέρα ένα αγοράκι και ένα κοριτσάκι 9 και 7 χρόνων να περπατούν χέρι – χέρι σχεδόν γυμνά, γράφει στο Ημερολόγιό του (που κυκλοφόρησε στη Νέα Υόρκη την ίδια χρονιά): «Ήταν ορφανά από το Αϊβαλί». Ο Miller αποφάσισε να υιοθετήσει το αγοράκι. «Το κορίτσι, μόλις έμαθε ότι προτίμησα το αδερφάκι του, έκλαιγε απαρηγόρητο. Αλλά τι μπορούσα να κάνω;».

Ότι το μένος των επαναστατών δεν μετριαζόταν στα γυναικόπαιδα του εχθρού, δεν υπήρχε έλεος για κανένα τους. Άκρως συγκλονιστική, γι’ αυτές τις φρικτές μέρες της εκδίκησης, η μαρτυρία, του νεαρού αξιωματικού Brengeri, ο οποίος έζησε τις ωμότητες και τη σφαγή των αιχμαλώτων Κορινθίων Τούρκων και τις ιστορεί: «Μια μέρα, περνώντας από την αγορά, είδα πλήθος συγκεντρωμένο. Ζύγωσα και είδα μια νεαρή Τουρκάλα που οι Έλληνες στρατιώτες, ύστερα από κάθε λογής προσβολές και ταπεινώσεις, την είχαν μαχαιρώσει πολλές φορές στο πρόσωπο και στα χέρια. Το θύμα σύρθηκε όλη τη νύχτα με τα γόνατα και έφθασε στην πλατεία για να ζητήσει βοήθεια. Οι Έλληνες που την τριγύριζαν, την έφτυναν, ξέσχιζαν τα ρούχα της και την έβριζαν πουτάνα Τουρκάλα. Τα ανοιχτά τραύματά της που αιμορραγούσαν θα μπορούσαν να συγκινήσουν και πέτρινη καρδιά. Έτρεξα στο σπίτι του Κωλέττη, μινίστρου του πολέμου, και τον παρακάλεσα να στείλει δύο στρατιώτες για να απομακρύνουν αυτό το δύστυχο πλάσμα και να δώσουν ένα τέλος στο μαρτύριό του. Ο Κωλλέτης έδωσε αμέσως εντολή. Σε λίγο ήρθαν στην Αγορά δύο άνδρες, άρπαξαν την Τουρκάλα με βάρβαρο τρόπο, την πήραν παράμερα, τη σκότωσαν με τρεις σπαθιές και την παράτησαν στα σκυλιά. Ήταν μια από τις φρικαλέες σκηνές που αντίκρυζα καθημερινά» (Σιμόπ. τ. 2, σ. 33).

 

Για να πάρουμε μια γεύση από «το αποδέλοιπο Κολοκοτρωνέικο», σας «μεταφέρω» δύο λήμματα του βιβλίο που αφορούν, στο Θεόδωρο Κολοκοτρώνη το πρώτο και στους Σουλιώτες το επόμενο:

 

Κολοκοτρώνης, Θεόδωρος

 

Κολοκοτρώνης, Θεόδωρος: Ένας Βοναπάρτε του άτακτου πολέμου! Το μεγαλύτερο προσόν του η γεωστρατηγική του σκέψη και η άριστη γνώση του περιβάλλοντος χώρου, του πολεμικού του πεδίου. Από τον μακρύ ληστρικό προηγούμενο βίο του (αλλά και ως Κάπος που ήταν κατά καιρούς) γνώριζε πιθαμή προς πιθαμή τα μέρη που πολέμησε, μπορούσε να διαβάσει τη σκέψη των αντιπάλων του για το τι θα κάνουν· εν αντιθέσει με τον Καραϊσκάκη, αυτός δεν το έπαιζε αρχιπαλικαράς και μπροστάρης, απλώς σκαρφάλωνε στα γκρεμίδια και παρατηρούσε προσεκτικά με το κιάλε του τις κινήσεις του εχθρού, έκανε χωσιές και κλεφτοπόλεμο, όχι πόλεμο αλά Βοναπάρτε (όπου οι αντίπαλοι στρατοί αντιπαρατίθενται ιστάμενοι ο ένας απέναντι στον άλλο σαν μολυβένια στρατιωτάκια και με τα κανόνια αμφοτέρων να βαράνε στο ψαχνό, σκορπίζοντας προς όλες τις γνωστές κατευθύνσεις ανθρώπινες σάρκες σε… μερίδες του μισόκιλου και του κιλού).

Η φήμη του κάποια στιγμή τεράστια, οι Τούρκοι της Ασίας, γράφει ο Σπηλιάδης, «ἔλεγον ὅτι ὁ Κολοκοτρώνης εἶχεν ἕνα ὀφθαλμὸν εἰς τὸ μέτωπον (ὡς ὁ πολύφημος Κύκλωψ), ἦτο τεράστιος ἄνθρωπος καὶ δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ τὸν νικήσωσι ποτέ». (τ. α, σ. 560, σημ. 1).

 

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Γέρος του Μοριά: Ολόσωμο πορτρέτο του Κολοκοτρώνη με την τεχνική της αγιογραφίας. Είναι ντυμένος με τζοπάνικη καπότα, έχει μακριά μαλλιά και ξυρισμένο το εμπρός της κεφαλής του, ούτως ώστε να προφυλάσσεται από μάχες σώμα με σώμα, αντί για περικεφαλαία φορά το χαρακτηριστικό αρβανίτικο «φεσάκι». Αγνώστου αγιογράφου, αρχείο του συγγραφέα.

 

Η μεγαλύτερη στιγμή της αρχιστρατηγίας του Κολοκοτρώνη και της στρατιωτικής του παρουσίας καθ’ όλη τη διάρκεια του Αγώνα ήταν ασφαλώς η συντριβή του Δράμαλη: «Δικό του έργο ήταν και η κατάληψη της Τριπολιτζάς. Αλλά τα Δερβενάκια και ο Άγιος Σώστης υπερτερούσαν κατά πολύ. Χωρίς να στάξει πάνω του ούτε μια σταλαγματιά αίμα, μόνο με την ιδιοφυΐα του, κατόρθωσε να παγιδεύσει ένα πανίσχυρο στράτευμα, χρησιμοποιώντας ως κύρια όπλα τα πλεονεκτήματα του Δράμαλη. Εξάλλου ήταν ο μόνος που μπορούσε να εμπνεύσει στα στρατιωτικά του σώματα την πεποίθηση της νίκης, όταν άνθρωποι σαν τον Ρήγα Παλαμήδη έσπερναν τον τρόμο με τις διαδόσεις τους. Έκανε τα παλληκάρια να χλιμιντρούν, γράφει ο Φωτάκος, σαν βαρβάτα άλογα». (Κανέλλ., σ. 182)

Μπορεί στα θέματα του κλεφτοταμπουροπολέμου ο Κολοκοτρώνης να ήταν ένα είδος αυθεντίας, στον τακτικό όμως πόλεμο υστερούσε, δεν είχε γνώση, φαντασία και εμπειρία, γι’ αυτό και έχασε όπως έχασε από τον Ιμπραήμ την Τριπολιτζά: «Ὁ Ἰμπραϊμπασιάς, μὲ ὅλον τὸν στρατόν του θριαμβευτής, τροπαιοῦχος, ἐμβῆκεν εἰς Τριπολιτζὰν εἰς τὰς 10-11 Ἰουνίου, ὅπου ηὗρεν καὶ θροφὰς καὶ ὅσα ἄλλα ἄφησαν οἱ εὐκατάστατοι (καὶ ποῖος ἦτον δυστυχὴς τότες ἐκεῖ;)» (Κασομ., σ. 72).

Και ως αρχηγός της Επανάστασης δεν τα πήγε καθόλου καλά ο Κολοκοτρώνης, και ας λένε διάφοροι διάφορα: «Το εθνοπατριωτικό μάρκετινγκ όμως τον επέβαλε ως αρχηγό των αρχηγών. Και δεινό καβαλάρη (όπως ο τελευταίος Παλαιολόγος άλλωστε)». (μικροΜέγα Κολοκοτρωνέικο, σ. 48).

Η Επανάσταση χρειαζόταν έναν γενικό αρχηγό, αλλά δυστυχώς δεν τον απέκτησε ποτέ. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης προσπάθησε πολλάκις να ηγηθεί της Επανάστασης, να γίνει ο κύριος του Μοριά και του ελληνικού εγχειρήματος εν γένει, το έκανε όμως με πολύ ωμό και αδέξιο τρόπο, δεν είχε τα απαιτούμενα πολιτικά προσόντα, απέτυχε παταγωδώς κατά το μάλλον ή ήττον και επιπλέον έγινε υπαίτιος δύο εμφυλίων πολέμων, όπως μας διαβεβαιώνει η εξόχως δημοφιλής και αγαπητή ιστορικός μας (καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Αθηνών) Μαρία Ευθυμίου: «Η Ελληνική Επανάσταση χρειαζότανε έναν αρχηγό. Αυτό της έλειψε, το είπαμε σε προηγούμενα σημεία. Όμως, δεν το πέτυχε [ο Κολοκοτρώνης], αλλά δεν το πέτυχε με τέτοιο τρόπο ώστε πυροδότησε δύο κύκλους εμφυλίων πολέμων, στους οποίους και πρωταγωνίστησε. Και αυτό του το χρεώνει η βιβλιογραφία, χωρίς πάντοτε να ξεχνάει κανείς ότι, έτσι κι αλλιώς, ο άνθρωπος αυτός υπήρξε πολύτιμος σε πολλές φάσεις της Επανάστασης, αλλά στα πολιτικά του πράγματα υπήρξαν φορές που έβλαψε βαρύτατα τον Αγώνα». (Ευθυμίου).

Ο γνωστός Μακρυγιάννης (που τον υμνεί ο νομπελίστας ποιητής Γιώργος Σεφέρης) κατηγορεί απερίφραστα τον Κολοκοτρώνη για δόλιο και αθέμιτο πλουτισμό (γράφει στα απομνημονεύματά του πως ήρθε γυμνός από τη Ζάκυνθο και κατέληξε ένας νέος Κιαμίλμπεγης σωστός): «Ἤμασταν φτωχοί, ἐγίναμεν πλούσιοι. Ἦταν ὁ Κιαμίλμπεγης ἐδῶ εἰς τὴν Πελοπόννησο καὶ οἱ ἄλλοι οἱ Τοῦρκοι πλουσιώτατοι, ἔγινε ὁ Κολοκοτρώνης καὶ οἱ ἄλλοι οἱ συγγενεῖς καὶ φίλοι πλούσιοι ἀπὸ γές, ἀργαστήρια, μύλους, σπίτια, σταφίδες καὶ ἄλλα πλούτη τῶν Τούρκων. Ὅταν ο Κολοκοτρώνης καὶ οἱ συντρόφοι του ἦρθαν ἀπὸ τὴν Ζάκυθο, δὲν εἶχαν οὔτε πιθαμὴ γῆς τώρα φαίνεται τί ἔχουν».

 

Ο Κολοκοτρώνης στα κόκκινα και τα χρυσοποίκιλτα. Όταν πια μπορούσε να φοράει ρούχα πολύτιμα, αντάξια της φήμης του. Γύρω στα 1826. Πολύ πριν του βάλουν την περικεφαλαία του Μεγαλέξανδρου. Αυτή πρέπει να θεωρείται η πλέον πιστή απεικόνισή του.

 

Ο φιλέλληνας Αμερικανός Χένρι Έι Βι Πόουστ (Henry A. V. Post), αν και νηφάλιος (και μάλλον εχέγγυος) αυτόπτης μάρτυς, δεν τον είχε περί πολλού τον Κολοκοτρώνη (όπως και όλους τους οπλαρχηγούς που γνώρισε εκ του σύνεγγυς), δεν τον γουστάριζε καθόλου για την ακρίβεια, γράφει τα χειρότερα γι’ αυτόν στο Χρονικό του, μιλάει με θυμό για το άτομό του: «[…] Η φιλοχρηματία έχει κηλιδώσει τα πιο αξιέπαινα κατορθώματά του. Με δυο λόγια (ο Κολοκοτρώνης) απόχτησε πλούτη, τεράστια πλούτη, ενώ οι συμπατριώτες του αφανίζονταν από την πείνα. Είναι Κλέφτης και γιος Κλέφτη. Και οι άνομες και αρπακτικές συνήθειες που απόχτησε στα ορεινά του κρησφύγετα, όπου αυτός και οι πρόγονοί του επί τόσο χρόνο αψήφισαν τη δύναμη του κατακτητή, ήταν πολύ βαθιά ριζωμένες […].

Όπως οι περισσότεροι από τους συμμαχητές του στο βουνό είναι αμαθής και απαίδευτος, ποτισμένος με άγριες ιδέες ανεξαρτησίας και απρόθυμος να ξεχωρίσει τους περιορισμούς των ευεργετικών νόμων από τις αλυσίδες της απόλυτης δουλείας. Ωστόσο, δεν μπορώ να μην αντικρύσω αυτόν τον σκληροτράχηλο γέρο-Κλέφτη με αισθήματα σεβασμού και σχεδόν λατρείας. Γιατί όποια κι’ αν είναι τα σφάλματα και οι ατέλειες του χαρακτήρα του, θα ήταν ψεύδος να μην αναγνωρίσει κανείς ότι πρόσφερε σημαντικές υπηρεσίες στην υπόθεση στην οποία αφιερώθηκε». (Σιμόπ., τ. 5, σ. 438).

Και οι ξένοι μισθοφόροι που ήρθαν για να προσφέρουν τις πολεμικές υπηρεσίες τους στην Επανάσταση δεν είχαν να πουν ούτε μισή λέξη συμπάθειας για τον Κολοκοτρώνη, τον μισούσαν θανάσιμα, ήταν αυτός που τους εμπόδιζε να αναδείξουν τα δήθεν προτερήματά τους, γιατί αντιπροσώπευε έναν τελείως διαφορετικό τρόπο πολέμου από αυτόν που ήξεραν, έναν τρόπο πετυχημένο για τις συγκεκριμένες συνθήκες της Ελλάδας του 1821: «Ήρθαν στην Ελλάδα για μισθοφορία, για αξιώματα και πλουτισμό. Και όχι μόνο κρατήθηκαν μακριά από τους θησαυρούς της Τριπολιτσάς αλλά είχαν περιπέσει και σε κατάσταση λιμοκτονίας. Θεωρούσαν τον Κολοκοτρώνη προσωπικό τους εχθρό επειδή ήταν εμπόδιο στις φιλοδοξίες τους, στην ένταξη δηλαδή των χιλιάδων αγωνιστών σε τακτικές μονάδες που θα διοικούσαν οι ίδιοι. Τον συκοφαντούν διαρκώς υιοθετώντας τις διαδόσεις ότι συγκέντρωσε θησαυρούς στην Τριπολιτσά και κατέθεσε μεγάλα ποσά σε επτανησιακές Τράπεζες. Όλοι σχεδόν οι εθελοντές θεωρούν αιτία των δεινών τους τον Κολοκοτρώνη. Είναι ληστής, γράφει ο Γερμανός Em. Hahn. “Πλούτισε και δεν νοιάζεται διόλου για την ελευθερία της πατρίδας του” […]». (Σιμόπ., τ. 2, σ. 240).

Στο ίδιο μήκος κύματος με τους περισσότερους ξένους εθελοντές και ο Πρώσσος αξιωματικός Σρέμπιαν (Schrebian), ο οποίος δεν παραλείπει να κατηγορήσει κι αυτός τον Κολοκοτρώνη για απληστία και φιλοχρηματία. Στο χρονικό του ο Σρέμπιαν καταγράφει τις εντυπώσεις του από τη γνωριμία του με τον γέρο του Μοριά: «Περασμένα τα πενήντα, βλέμμα αυστηρό, έκδηλη υπεροψία στην έκφραση μαζί με σκληρότητα, που προσπαθεί, αλλά χωρίς επιτυχία, να κρύψει. Είναι αμαθής, μ’ όλο που παρασταίνει τον πολύξερο. “Φαίνεται πως είναι και αναλφάβητος. Όταν του έδωσα τα ελληνικά συστατικά μου πρόσεξα πως τα κρατούσε ανάποδα. Μου τα ξανάδωσε δείχνοντας πως τα μελέτησε και τα βρήκε εντάξει”. Στις δημόσιες εμφανίσεις του στην πόλη τον ακολουθούσε πάντοτε ένα σώμα από 80-100 διαλεχτούς στρατιώτες. Πλάι του οι δυο γιοι του και πίσω ένας στρατιώτης που κρατούσε ένα σάκο μικρά νομίσματα – παράδες – και πλήρωνε στα μαγαζιά για τα ψώνια του αρχηγού. Κάπου-κάπου έδινε και ελεημοσύνες στους φτωχούς που τύχαιναν στο δρόμο». (Σιμόπ., τ. 2, σ. 43-44).

Ο Κολοκοτρώνης δεν εκφράζει συμπάθειες, φιλικά και συντροφικά συναισθήματα· φαίνεται πως αγνοούσε παντελώς την έννοια της συντροφικότητας, θεωρούσε μάλλον την Επανάσταση μια καθαρά δική του υπόθεση, δεν εκφράζει την παραμικρή συμπάθεια για τους συμπολεμιστές του, δεν μοιράζεται συναισθήματα με κανέναν, είναι μόνος του, είναι αυτός και οι απέναντι, οι αντίπαλοί του. Ένας μοναχικός λύκος! Δεν μιλάει παρά μόνο για τον εαυτό του. Μοιάζει σαν να μας λέει ότι την έκανε σχεδόν μόνος του την Επανάσταση: «Μα, από όσο ξέρουμε, στην αστική, αλλά και στη βουκολική κουλτούρα υπάρχουν οι σύντροφοι, οι συναγωνιστές, υπάρχουν οι άνθρωποι που πολεμάμε μαζί τους και μοιραζόμαστε τις χαρές και τις λύπες μας, τις επιτυχίες μας, τις αποτυχίες μας κλπ. ο Κολοκοτρώνης δεν είχε τέτοια συναισθήματα. Όλοι έχουμε φίλους, πόσο μάλλον όταν επαναστατούμε, τους έχουμε και ανάγκη κιόλας. Δεν έχει πει καλή κουβέντα για κάποιον σύντροφο του, είναι αυτός και οι απέναντι. Εντελώς στεγνός!» (Από συνέντευξή μου στη LIFO με την ευκαιρία της κυκλοφορίας του μικροΜέγα Κολοκοτρωνέικο, 27 Νοεμβρίου 2019).

 

Μια ακόμα προσωπογραφία του Θ. Κολοκοτρώνη, του Γκιαούρ πασά, όπως τον αποκαλούσαν οι Τούρκοι, προσωνύμιο που υποδηλώνει τον σεβασμό που προκαλούσε στις τάξεις του εχθρού, όπως γράφει και το Κολοκοτρωνεΐκο λεξικό.
Δημοσιεύεται στο βιβλίο του Γάλλου φιλέλληνα διπλωμάτη Κλοντ Ντενίς Ραφενέλ (C.D. RAFFENEL), «Ιστορικά Γεγονότα στην Ελλάδα» («L’Histoire Des Evenements De La Grece», τόμος 2ος), που εκδόθηκε στο Παρίσι το 1824.

 

Αν και αποδεδειγμένα ατρόμητος ως άνθρωπος και γενναίος, είχε κι αυτός (όπως και όλοι μας άλλωστε) τις άσχημες στιγμές του, που αν η Ιστορία ήθελε καλά και σώνει να σταθεί και σε αυτές, δεν θα του αφιέρωνε επ’ ουδενί τόσα πολλά από τα χρυσά της γράμματα· τέτοιες ήσαν και οι στιγμές εκείνες που αυτοεξευτελιζόμενος ο Κολοκοτρώνης εκλιπαρούσε (όπως και οι άλλοι συγκρατούμενοί του) τον Κουντουριώτη να του χαρίσει τη ζωή: «Πραγματικά ζήτησαν έλεος. Ο Κολοκοτρώνης, μάλιστα, εκλιπαρούσε για τη ζωή του. Όταν παραδόθηκε στα χέρια των εχθρών του κι’ οδηγήθηκε στ’ Ανάπλι έστειλε στον πρόεδρο του Εκτελεστικού Γ. Κουντουριώτη ένα γράμμα* […] όπου δοξολογεί και κολακεύει ταπεινά τον πρώτο διώκτη του (“γνωρίζων τὴν εὐγενὴ καὶ εὐαίσθητόν Σας καρδίαν”, “τὸ ἔκλαμπρον ὑποκείμενόν Σας”, το “ἐστολισμένον μ’ ὅλας τὰς γενναίας ἀρετάς”, “τὰ γενναῖα καὶ πατριωτικὰ αἰσθήματα τῆς εὐγενεστάτης τῶν Κουντουριωτῶν οἰκογενείας” κλπ. κλπ.), εκφράζει βαθειά μεταμέλεια και ζητεί έλεος. Προκαλεί εντύπωση ο αυτοεξευτελισμός του Κολοκοτρώνη, η δημόσια μετάνοια, που, όπως γνωρίζουμε από άλλα κείμενα, δεν εκφράζει διόλου τις σκέψεις του και τα πραγματικά συναισθήματά του. Φαίνεται πως, επηρεασμένος από τον φόνο του γιου του, περίμενε καταδίκη και εκτέλεση. Και οι φόβοι του δεν ήταν υπερβολικοί». (Σιμόπ., τ. 4, σ. 53).

 

* Η επιστολή έχει ημερομηνία 30 Δεκεμβρίου 1824 και δεν συνηγορεί επ’ ουδενί περί του ατρομήτου εν γένει του Κολοκοτρώνη: «[…] ἠπατήθην, ἔδωσα λόγον τιμῆς, λόγον ἐμπιστοσύνης, τὸν ὁποῖον διὰ νὰ φυλάξω ἐβιάσθην νὰ πράξω ἐναντία τῶν νόμων τοῦ ἔθνους, ἐναντία τῶν συμφερόντων τῆς πατρίδος, νὰ πράξω ὅσα ἀποστρέφεται καὶ ἀποδοκιμάζει ἡ ψυχή μου· ἀλλ’ ἤδη μὲ λύπην καὶ θλίψιν ἐκάρδιον προστρέχω εἰς τὴν μητρικὴν φιλοστοργίαν της… πεποιθὼς εἰς τὴν εὐσπλαχνίαν καὶ τὴν δικαιοσύνην τῆς διοικήσεως καὶ ἐξαιρέτως ἐπιστηρίζων τὰς ἐλπίδας μου εἰς τὸν ἐγνωσμένον πατριωτισμόν Σας [στον Κουντουριώτη τα λέει αυτά], καὶ τὰς ἀρετάς Σας ὁποὺ στολίζουν τὴν προεδρίαν της, ἦλθον ἐνταῦθα ὁποὺ ἐξ ἀτυχίας μου δὲν Σᾶς εὗρον, διὸ καὶ ἐλυπήθην καιρίως, ἀκούσας μάλιστα ὅτι ἀνεχωρήσατε διὰ ζαϊφλίκι (σημ. ανάρρωση) καὶ εὔχομαι ν’ ἀναλάβετε ὅ,τι τάχιστα τὴν ὑγείαν Σας καὶ νὰ ἐπιστρέψετε, διὰ νὰ σᾶς προσφέρω καὶ προσωπικῶς τὸν σεβασμόν μου καὶ νὰ ἀφοσιώσω τὴν πίστιν καὶ τὴν κλίσιν μου εἰς τὸ τίμιον τοῦ εὐγενοῦς χαρακτῆρος Σας. Ἐν τοσούτῳ ἐπὶ τῆς ἐνδόξου προεδρίας Σας δὲν ἐλπίζει νὰ πάθῃ ἀνάξια ὁ ἠπατημένος Κολοκοτρώνης […]». (Αρχεία Κουντουριώτου, τ. Γ΄, σ. 522-523 και αναφορά σε Σιμόπ., σ. 53).

 

Ολοκληρώνοντας περίπου το αρνητικό προφίλ του γέρου του Μοριά, θα πρέπει κανείς να σταθεί και στο πόσο ελάχιστα εύστροφος ήταν στα πολιτικά θέματα και κυρίως στο πόσο μειονεκτικά ένιωθε με τους πρόκριτους και τους μορφωμένους: «Ήταν αργόστροφος ο Κολοκοτρώνης στα πολιτικά, απονήρευτος και εύπιστος. Και το χειρότερο: Αυτός ο ατρόμητος πολέμαρχος που στο κάλεσμά του ρίχνονταν οι αγωνιστές στη φωτιά κι’ ο λαός τον θεοποιούσε, ένοιωθε κατωτερότητα μπροστά στους κοτζαμπάσηδες, στους Επτανησιώτες “ευγενείς” και στους ξένους. Τον συντρίβει η αγραμματοσύνη του, αποζητά την εύνοιά τους, χάνει την ορθοφροσύνη του, παρασύρεται. Επιδιώκει αδιάκοπα σχέσεις, φιλίες, συγγένειες και συμμαχίες με τα τζάκια (το τσαρούχι με τη γούνα)». Όταν ο γιος του ο Κολίνος παντρεύτηκε την εγγονή του πρώην ηγεμόνος της Βλαχίας Καρατζά, είπε περιχαρής ο γέρος του Μοριά: «Ἐσυμπεθέρευσεν ἡ κάπα μὲ τὴν γούνα».

Στα πλην του Θόδωρου Κολοκοτρώνη και η αφιλία, μα και η απύθμενη τσιγκουνιά του: ενώ είχε βαθύ πλούτο, ήταν πια ένας επιφανής Αθηναίος που έμενε κοντά στο Παλάτι (και πήγαινε ανελλιπώς στις βασιλικές χοροεσπερίδες και τραπεζώματα), δεν νοιάστηκε καθόλου για τον έρμο τον ανιψιό του (και πιστό του πολεμικό σύντροφο) τον Νικηταρά (τον διαβόητο Τουρκοφάγο) και την άτυχη οικογένειά του, που πέθαιναν της πείνας σε ένα αχούρι κάτω στον Πειραιά, όπου έφτασε ο τάλας να ζητιανεύει στα σκαλιά της εκκλησίας τις δεκάρες των περαστικών.

Και το τέλος του Κολοκοτρώνη δεν ήταν πάντως και τόσο ηρωικό· πέθανε από βαρυστομαχιά, «έσκασε από το πολύ φαΐ», που έλεγαν οι παλιότεροι· έπαθε αποπληξία κατά τον ύπνο (τον βρήκε κόλπος, όπως λένε), κατά την 4η ώρα της νυκτός: «Δεν μπορούσε να κουνηθεί ούτε να μιλήσει, και μετά βίας ανέπνεε. Αν και ήρθαν οι καλύτεροι γιατροί της εποχής, δεν μπόρεσαν να κάνουν τίποτε περισσότερο απ’ το να παρατείνουν τις στιγμές του. Τον φλεβοτόμησαν και του έβαλαν βδέλλες [για αφαίμαξη], χιόνι στην κεφαλή, καταπλάσματα από σιναπόσπορο στα πόδια», όπως διαβάζουμε σχετικώς σε μια ιστοσελίδα ελληνορθόδοξων φρονημάτων. (antexoume.files.wordpress.com).

Τη βραδιά του θανάτου του ήταν προσκεκλημένος στον βασιλικό χορό του Παλατιού: «Εκεί χόρεψε, έφαγε και ήπιε περισσότερο απ’ ό,τι συνήθιζε, ευτυχής καθώς ήταν, αφού προ δύο ημερών είχε παντρέψει το μικρότερο παιδί του, τον Κωνσταντίνο (Κολίνο). Μετά τον χορό γύρισε σπίτι του, το οποίο βρισκόταν πολύ κοντά στα Παλάτι, την σημερινή Βουλή των Ελλήνων».

 

Σουλιώται

 

Σουλιώται: Οι διαμένοντες εις το Σούλι (αλλά και οι καταγόμενοι απ’ αυτό), οι Σουλιώτες (στην ορθογραφία που ακολουθούσε ο Τερτσέτης, μα κι ο Φωτάκος, αλλά και ο Κασομούλης). Το ένα τρίτο των ενεχομένων σε μια γραπτή έκθεση προς τον τσάρο που μνημονεύει ο Κολοκοτρώνης: «Κάμνομεν ὅλοι μία ἀναφορά, Σουλιῶται, Ρουμελιῶται καὶ Πελοποννήσιοι, εἰς τὸν Αὐτοκράτορα καὶ τοῦ ζητοῦμεν βοήθειαν διὰ νὰ ἐλευθερώσωμεν τὸν τόπον μας. Ὁ Ἀναγνωσταρᾶς ἐνήργησε νὰ γίνει ἡ ἀναφορά. Οἱ Σουλιῶται, Ρουμελιῶτες ἦτον στὴν Πάργαν». (Διήγ.)

Τι ακριβώς ήσαν; Ένας πληθυσμός ανελέητων μισθοφόρων πολεμιστών, άνδρες αργυρώνητοι [αργυρώνητος: (λόγ.) που εξαγοράζεται με χρήματα· πουλημένος ή… νοικιασμένος] και ληστρικοί. Η λεηλασία και η αρπαγή ήταν μια παράπλευρη επαγγελματική τους ιδιότητα.

 

Ο Φώτος Πίκος από το Σούλι: Εικάζεται πως αυτή είναι η πρώτη προσωπογραφία που δημιούργησε ο Luis Dupre στον ελλαδικό χώρο. Απεικονίζεται η διάχυτη θλίψη (μα και η ταπείνωση) της εξορίας (δεν είναι δα και κάτι απλό το να σε σου πάρουν τον τόπο σου και να σε διώξουν για πάντα απ’ αυτόν).

 

Πήραν μέρος στην Επανάσταση ως επαγγελματίες μισθοφόροι οι περισσότεροι εξ αυτών και πληρώνονταν, αδρά μάλιστα, όπως μαρτυρεί ο πάντα αξιόπιστος Νικόλαος Κασομούλης:

 

«Οι Σουλιώται όλοι σχεδόν εμισθώθησαν, οι μεν υπό την άμεσον διοίκησιν της Κυβερνήσεως, οι δε υπό άλλους οπλαρχηγούς, και άγοντο και με την περίστασιν. […] Εις Κορυφούς [Κέρκυρα] εκατοικούσαν (έως τότε), και απ’ εκεί η επιτροπή της (εκεί συστημένης) Ελλ. Εταιρίας τους επλήρωνε ανά δώδεκα δίστηλα και τους έβγαζεν εις την Ελλάδα από εκεί, μυστικώς από την εκεί (Αγγλικήν) κυβέρνησιν, και με αδρά έξοδα». (Ενθυμήματα στρατιωτικά, σ. 36).

 

Συμπληρωματικά δε, γράφει τα εξής ο γνωστός Γιάννης Βλαχογιάννης σε μια υποσημείωσή του: «Σα μισθοφόροι συστηματικοί, πηγαίνανε μ’ όσους δίναν περισσότερα. Αλλά και το Κράτος τους έδωσε μισθούς προνομιακούς».

Πολλά και διάφορα λέγονται περί της καταγωγής τους, η πλέον ελληνοπρεπής εκδοχή θεωρεί πως οι Σουλιώτες ήσαν «[…] δίγλωσσοι Έλληνες που μιλούσαν ελληνικά και αλβανικά, ενώ έγραφαν μόνο στα ελληνικά» (και γιατί να ομιλούν την αλβανική αυτοί οι απομονωμένοι ορεσίβιοι τάχα Έλληνες, μήπως και περάσει από τα μέρη τους κάνας… Αλβανός τουρίστας;).

Κατά πάσα πιθανότητα, οι Σουλιώτες ήσαν κράμα μιας αρχικής αλβανικής πατριάς μιλιτέρ μισθοφόρων (που καταδιωκόμενη διέφυγε στα απρόσιτα ορεινά της Θεσπρωτίας) και αλβανοφώνων και ελληνοφώνων χριστιανών κακοποιών που κατέφυγαν εις το Σούλι (τον 17ο κυρίως αιώνα). Ο εθνοπατριωτικός «μας» ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος (1815-1891) τους θεωρεί (τι… ανήκουστο) «ιδανικό Ελληνοαλβανικό μίγμα», [Βλ. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. 8ος, κεφ. Στ.],  ενώ ο μαρξιστής – «ιστορικός» Γιάννης Κορδάτος (1891-1961) τους απαξιώνει πλήρως, [Βλ. Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας, τ. Α΄, σελ. 405, 407, 409], δεν τους θεωρεί ούτε Έλληνες ούτε άξιους ιστορικής μνημόνευσης, αλλά κοινούς «ληστοσυμμορίτες» (η αλήθεια πάντως είναι πως όσο ζούσαν στο Σούλι, ούτε με τα αγροτικά ασχολούνταν ούτε με εργασία άλλη πέραν της συστηματικής και ένοπλης λήστευσης των γειτονικών τους χωριών).

 

Σουλιώτης αρχηγός: Ο θρύλος τον θέλει να πολεμάει τους κακούς Τούρκους. Στην πραγματικότητα όμως, δεν ήταν παρά ένας υπάλληλός τους (δουλειά του ήταν να μαζεύει παντί τρόπω τους φόρους). Ζωγραφικό έργο αποδιδόμενο στον Joseph Cartwright (1789-1829).

 

Ο μάλλον αξιόπιστος Εγγλέζος ιστορικός της Επανάστασης Τζορτζ Φίνλεϊ (1799-1875) ωστόσο δεν διατηρεί την παραμικρή αμφιβολία ούτε για τη χριστιανικότητά τους ούτε για την αλβανικότητά τους: «ΣΟΥΛΙΩΤΕΣ, Η ΠΙΟ ΑΞΙΟΛΟΓΗ ΦΥΛΗ ΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΑΛΒΑΝΩΝ», [Τσάμηδες χριστιανοί για τους ιστορικούς Θάνο Βερέμη, Γιάννη Κολιόπουλο και Ιάκωβο Μιχαηλίδη, οι οποίοι συνέγραψαν το 1821, που κυκλοφόρησε προ διετίας περίπου, το Νοέμβριο του 2018].

Όταν ο Αλήπασας τους εκδίωξε κλοτσηδόν από το Σούλι, αυτοί κατέφυγαν στα ’Φτάνησα, προσφέροντας τις στρατιωτικές υπηρεσίες τους στους εκάστοτε κυρίαρχους των Ιονίων νήσων (Ρώσους, Γάλλους και Άγγλους), πολεμώντας και εναντίον των Ελλήνων όταν τους ζητήθηκε· έτσι πολλοί Σουλιώτες πέρασαν στο στράτευμα των Ρώσων στους Κορφούς (Κέρκυρα), στην εκεί λεγεώνα των ξένων (μαζί με Χειμαριώτες, Μανιάτες και άλλους μισθοφόρους), συμμετέχοντας στις εκστρατείες στη Νάπολη (1805), στην Τένεδο και τη Δαλματία (1806)· μετά δε τη Συνθήκη του Τίλσιτ στα 1807, περνούν στη δούλεψη των Γάλλων, σε μία μονάδα γνωστή στα του Ιονίου Πελάγους ως «Σύνταγμα Σουλιωτών» (Régiment Souliot), ενώ: «Κατά τη διάρκεια της αγγλογαλλικής διένεξης, μεταξύ 1810 και 1814, οι Σουλιώτες, ευρισκόμενοι στη γαλλική υπηρεσία, αντιμετώπισαν άλλους Έλληνες πρόσφυγες, που είχαν οργανωθεί από τους Βρετανούς σε ελαφρύ σύνταγμα πεζικού». (el.wiki)

Στα 1823 (3 Αυγούστου για την ακρίβεια), που φτάνει με μια χούφτα ακολούθους του στο λιμάνι της Κεφαλονιάς ο Μπάιρον, οι Σουλιώτες ήσαν επί ενοικίω, πήγαιναν με όποιον είχε λεφτά να τους πληρώσει: «Προτού ο ποιητής προλάβει να πατήσει το χωλό του πόδι σε ελληνικό έδαφος, αρχίζουν οι παραλογισμοί. Στο λιμάνι ο Βύρων στρατολογεί 40 Σουλιώτες πολεμιστές ως προσωπική φρουρά· το επόμενο λεπτό το ξανασκέφτεται και στέλνει τους άνδρες στα σπίτια τους, μ’ ένα μηνιάτικο στο χέρι». (Schaper)

 

«Grecs και Souliotes». Σελίδα από μια γαλλική έκδοση του 1840 με μη πολιτικά ορθές εικονογραφήσεις, όπου ταυτίζονται οι λέξεις Grecs και Souliotes. Ερωτική λιθογραφία με σασπένς Σουλιώτικου εξωτισμού.

 

Άξια μνείας και τούτα ασφαλώς: Οι Σουλιώτες εκπαιδεύονταν από τα παιδικά τους χρόνια στις σφαγές και ήσαν δεινοί νυχτομάχοι, μπορούσαν δηλαδή να πολεμούν στο σκοτάδι. Το ίδιο όπως και οι ομότεχνοί τους Μανιάτες, ποτέ δεν πολέμησαν χωρίς αμοιβή· «ο μισθός ήτο η πατρίς των» υπερθεματίζει ο ακριβοδίκαιος Φωτάκος, ο οποίος δεν τους είχε σε καμία απολύτως εκτίμηση. Και πολεμούσαν μόνο υπό τις διαταγές κάποιου Σουλιώτη (και ουδενός άλλου). Η φήμη τους δε είχε φτάσει πολύ πέραν της Βαλκανικής χερσονήσου.

Γράφει δε, μεταξύ άλλων, τα εξής για τους Σουλιώτες: «[…] όλη η Πελοπόννησος ήτο σκεπασμένη από Τούρκους, τας δε γυναίκας και τα παιδία των τας είχαν εις τας τρύπας, και τας κορυφάς των βουνών και των βράχων, και προσέτι επάνω εις μεγάλα δένδρα και δάση. Και όμως οι Σουλιώται τότε εζήτουν προνόμια, και δι’ αναφοράς των προς την Συνέλευσιν παρίστων τας μεγάλας προς την πατρίδα εκδουλεύσεις των, και ότι αυτοί πρώτοι έλαβαν τα όπλα υπέρ αυτής από του έτους 1820, και δια τούτο εκαυχώντο, ότι ήσαν πρωτοεπαναστάται. Ελησμόνησαν όμως, ότι ήσαν μισθωτοί σύντροφοι του Σατράπου της πατρίδος των (τον Αλήπασα εννοεί), και ότι αφού τα Ιωάννινα εκυριεύθησαν από τους στρατούς του Σουλτάνου, εσυμφώνησαν έπειτα με τον στρατάρχην τούτου Χουρσήτ πασάν να υποταχθώσιν και να προσφέρωσιν εις τον Σουλτάνον τας υπηρεσίας των. […] Αλλά αυτά τα παληκάρια του Σουλίου χάριν τίνος επολέμουν; Δια την πατρίδα και την πίστιν, ή δια τον μισθόν; Εντροπή!»

«Το αποδέλοιπο Κολοκοτρωνέικο» μπορεί να αποτελέσει ένα θαυμάσιο δώρο, για εσάς και τους φίλους σας και να χαρίσει μοναδικές στιγμές χαλάρωσης αλλά και προβληματισμού. Απευθύνεται δε, σε ένα ευρύτερο ανήσυχο και απαιτητικό κοινό και καταφέρνει να μην έχει καμία επετειακή διάσταση.

 

Επιμέλεια: Τάσος Τσάγκος

Επιμελητής εκδόσεων

Γενικός Γραμματέας Αργολικής Αρχειακής Βιβλιοθήκης

 

Ο πανηγυρικός λόγος του Αλέκου Παπαδόπουλου στον Μητροπολιτικό Ναό Αίγινας

$
0
0

Ο πανηγυρικός λόγος του Αλέκου Παπαδόπουλου στον Μητροπολιτικό Ναό Αίγινας


 

«Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Φιλοξενούμε σήμερα στο «Ελεύθερο Βήμα» την ομιλία του τέως υπουργού κ. Αλέκου Παπαδόπουλου στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου Αιγίνης, Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2021, στα πλαίσια  της πανηγυρικής Δοξολογίας  για  την επέτειο από την άφιξη και ορκωμοσία  του Ιωάννη  Καποδίστρια στην Αίγινα.

Ο  κ.  Αλέκος Παπαδόπουλος διετέλεσε  Υπουργός Οικονομικών, Υγείας και Εσωτερικών επί Κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ και υπήρξε ο εμπνευστής και εισηγητής μεγάλων μεταρρυθμίσεων όπως το νομοσχέδιο «Καποδίστριας» για  την τοπική αυτοδιοίκηση.

 

Η Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας, εξέλεξε στις  14 Απριλίου 1827,  τον  Ιωάννη  Καποδιστρία  ως  Κυβερνήτη της  Ελλάδας με 7ετη  θητεία, επίσης  εξέλεξε  3μελη  επιτροπή, ως  αντικυβερνητική, με  τον   Γεώργιο  Πετρόμπεη  Μαυρομιχάλη  ως  πρώτο  μέλος και  όρισε  ως  έδρα  της  κυβέρνησης, δηλ. πρωτεύουσα  της  Ελλάδος, το Ναύπλιο. Όταν ο Ιωάννης Καποδιστρίας έφτασε στο Ναύπλιο,  στις 7  Ιανουαρίου 1828, αφού είδε ότι ήταν έκρυθμη η κατάσταση και ότι η πόλη  δεν ήταν  ασφαλής, μετέφερε στις  11 Ιανουαρίου 1828  την  έδρα της  κυβέρνησης  στην  Αίγινα.  Έτσι, έως  ότου στο Ναύπλιο   ομαλοποιηθούν οι συνθήκες η Αίγινα έγινε η πρώτη πρωτεύουσα της χώρας. Στον  Μητροπολιτικό Ιερό Ναό  της Αίγινας,  στις  25 Ιανουαρίου 1828,  ο  Καποδίστριας ορκίστηκε πρώτος  κυβερνήτης της Ελλάδος και παρέλαβε τα ηνία της χώρας, από τον επικεφαλής  της 3μελους  επιτροπής   Γεωργ.  Μαυρομιχάλη, το ήθελε όμως, η κακή  μοίρα  της  πολύπαθης  πατρίδας μας τα  ίδια  χέρια που έδωσαν το χρίσμα στον πρώτο κυβερνήτη της, τα  ίδια  χέρια  3,5  χρόνια  αργότερα να του αφαιρέσουν τη ζωή.

Με  επισημότητα  κάθε  χρόνο  εορτάζουν  πανηγυρικά στην Αίγινα την επέτειο  αυτών  των  ιστορικών  γεγονότων στον  Μητροπολιτικό τους  Ιερό Ναό, και  ο πανηγυρικός  εκφωνείται  από το  ίδιο  βήμα όπου έγινε κυβερνήτης ο Ιωάννης Καποδιστρίας.  Ο  φετινός  193ος εορτασμός είχε τον πρ. υπουργό Αλέκο Παπαδόπουλο να στέκεται εκεί όπου εστάθει  ο κυβερήτης και να εκφωνήσει ένα  βαρύνουσας σημασίας  πανηγυρικό, ενταγμένο στο πλαίσιο και  της  επετείου και του  εορτασμού των 200 ετών της  Εθνικής μας παλιγγενεσίας.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού φιλοξενεί  σήμερα αυτόν το  πανηγυρικό, που περιέχει την  αναγκαία  ιστορική  περιγραφή, αλλά,  κυρίως, ένα  βαθύ  προβληματισμό για  το  παρόν  και το μέλλον της  πατρίδας μας.

Γιώργος Γιαννούσης

Οικονομολόγος

Πρόεδρος Αργολικής Αρχειακής Βιβλιοθήκης

 

Το κείμενο του πανηγυρικού λόγου

 

Κυρίες και Κύριοι,

Έχουν γραφτεί πολλά για τη ζωή και τη μεγάλη προσφορά του Ιωάννη Καποδίστρια στο Έθνος μας. Δεν θα επαναλάβω σήμερα τα όσα ειπώθηκαν κατά καιρούς για το μαρτυρικό κυβερνήτη και ιδιαίτερα εδώ στο νησί σας, απ’ όπου ξεκίνησε η δημιουργία εκ του μηδενός του νεοσύστατου κράτους μας. Εσείς εδώ οι Αιγινήτες, τον τιμήσατε και τον τιμάτε τόσο πολύ, όσο, ίσως, πουθενά στη χώρα. Έχετε ταυτιστεί με τη μνήμη του, όχι μόνο γιατί κατέστησε την Αίγινα εφαλτήριο του νέου κράτους επιλέγοντάς την ως πρώτη πρωτεύουσα, αλλά κυρίως γιατί ο πόνος και το πάθος ψυχής του κυβερνήτη ελευθέρωσε από μέσα του τεράστιες ψυχικές δυνάμεις προκειμένου να μετατρέψει έναν απλό και κατεστραμμένο χώρο σε μία σύγχρονη χώρα και να δώσει στο καθημαγμένο λαό τη ψυχική και πνευματική δύναμη να σταθεί στα πόδια του, να κινητοποιήσει νέες κινητήριες δυνάμεις, να χτίσει καινούρια ελπίδα. Αυτός ο αχός, αυτή η υπόκωφη βοή που έρχεται από τα βάθη των δύο αιώνων, τη νιώθετε εσείς, καλά ακόμα, όπως την ένιωσαν περισσότερο οι πρόγονοί σας, βλέποντας κάθε μέρα έναν άνθρωπο να παλεύει σχεδόν μόνος του και να επιτυγχάνει τόσα πολλά στο λίγο διάστημα που τον άφησαν να ζήσει. Εμπιστεύτηκαν και συμπαραστάθηκαν στον ερημίτη πολιτικό, τον αφοσιωμένο στην πατρίδα Άγιο της πολιτικής.

Είναι αλήθεια, ότι ο θάνατος του κυβερνήτη έμεινε αδικαίωτος και η μοίρα του «αχυρένιου» ελληνικού κράτους ήταν προδιαγεγραμμένη να εξελιχθεί σε ένα μετά-οθωμανικό κράτος που ταλανίζεται επί δύο αιώνες να ανακαλύψει τον εθνικό του χαρακτήρα ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση.

 

Ο τέως υπουργός κ. Αλέκος Παπαδόπουλος στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου Αιγίνης. Φωτογραφία: Aegina Portal.

 

Η περίοδος μετά τη δολοφονία του και όσα αμέσως ακολούθησαν οδήγησαν το μεγάλο μας ιστορικό Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο πλήρως απογοητευμένος να διατυπώσει σπαρακτικά: «Δυστυχώς το νέον ελληνικόν κράτος σκότωσε το Ελληνικό Έθνος». Γιατί έβλεπε να αφυδατώνονται οι πνευματικές του δυνάμεις, αυτές που κράτησαν όρθιο  το Γένος μας τα 400 χρόνια υποτέλειας. Ήταν φανερή η έλλειψη διάθεσης και πίστης στη δημιουργία ενός νέου αξιόπιστου κράτους με ρίζες σε θεσμούς και κανόνες. Είδε τον ελληνισμό να πορεύεται με οδηγούς «Τας στρατιάς της ήττης» όπως έγραψε αργότερα ο Κ. Καρυωτάκης. Να καταρρέει σε σημείο εξαφάνισης κάθε προσπάθεια που ξεκίνησε ο Κυβερνήτης να θεμελιώσει στέρεα παιδεία, δικαιοσύνη, κοινωνική μέριμνα, στρατό, δημοσιονομικό και νομισματικό σύστημα και πάνω απ’ όλα, το αίσθημα εθνικής αξιοπρέπειας.

Είναι αληθές, ότι η χώρα αν και προόδευσε πολύ από τότε και μέχρι σήμερα, πορεύεται ακόμα με παλινωδίες, με λυσσαλέους πολιτικούς και άκαρπους ανταγωνισμούς, με δημαγωγούς, με λαοπλάνους. Μία κοινωνία χωρίς ιεραρχήσεις, με μεγάλα πολιτιστικά και κοινωνικά ελλείμματα, με έλλειψη των αναγκαίων κοινών κανόνων, όπου οι άνθρωποι υπακούουν σε αυτούς, όχι από φόβο τιμωρίας, αλλά από συνείδηση αυτοπειθαρχίας σ’ αυτούς και στο συλλογικό καλό, που είναι χαρακτηριστικό των ολοκληρωμένων κοινωνιών. Δυστυχώς, αυτή η καταστροφική εγκατάλειψη του πνεύματος και του έργου του Ιωάννη Καποδίστρια και η εν συνεχεία αποκαθήλωση καθετί που πρόλαβε να οικοδομήσει στο πλαίσιο του πνεύματος αυτού, μας οδηγεί στο βέβαιο συμπέρασμα ότι αυτός ήταν και ο λόγος που η νεότερη Ελλάδα δεν ολοκληρώθηκε ποτέ πολιτισμικά γιατί δεν ολοκληρώθηκε ποτέ κοινωνικά μέχρι σήμερα.

Γι’ αυτό το συλλογικό όραμα έδωσε τον αγώνα τον καλό ο Ιωάννης Καποδίστριας σε τέτοιο βαθμό όσο κανένας άλλος μεταγενέστερος πολιτικός σ’ αυτό τον τόπο. Το όραμα του Καποδίστρια έγινε και όραμα του λαού του και για αυτό το όραμα έχυσε ιδρώτα και, δυστυχώς, αίμα. Το όραμά του ήταν η ανασύσταση της κρατικής υπόστασης της ρωμιοσύνης μέσα από τις πολιτικές στάχτες της και η θεμελίωσή της σε γερές βάσεις ώστε να πορευθεί συντεταγμένα και πατώντας γερά στα πόδια της να φέρει το βάρος της απαράμιλλης πολιτιστικής κληρονομιάς της, μιας κληρονομιάς που καμία άλλη χώρα δεν έχει στην πεπολιτισμένη Δύση σήμερα.

 

To εκπαιδευτικό σύστημα του Καποδίστρια

 

Βάση της ιδρυτικής και μεταρρυθμιστικής πολιτικής του Καποδίστρια για την υλοποίησή του οράματός του ήταν η Παιδεία. Πάνω σε αυτή έχτισε και όλα τ’ άλλα που προαναφέρθηκαν γι’ αυτό περιορίζομαι να αναφερθώ μόνο στη Παιδεία για να διαγνωσθεί το μέγεθος της συνολικής έμπνευσης του Κυβερνήτη και να γίνουν οι συγκρίσεις όλης της μετέπειτα διαδρομής μέχρι και σήμερα.

Ο Καποδίστριας βρήκε την Παιδεία διαλυμένη και στην ουσία μη λειτουργούσα λόγω των χρόνων του πολέμου από το 1821 και μετά. «… Διά τα σχολεία χρειάζονται οικήματα, εγώ δε φθάσας ενταύθα εύρηκα μόνον καλύβας όπου εσκεπάζοντο πλήθος οικογενειών πειναλέων».

Οι ιδέες του Καποδίστρια για την παιδεία των Ελλήνων πήγαζαν από το Πιστεύω του. Συνοπτικά μπορούμε να πούμε αυτό που ο ίδιος έγραφε: «… Αποτελεί Θεία τιμή το να αναθρέψει κάποιος Ελληνόπαιδες, με τις γνώσεις της Ιεράς μας Θρησκείας, να τους εκπαιδεύσει στην πάτριον γλώσσα και να τους προπαρασκευάσει για ανώτερες Πανεπιστημιακές σπουδές».

Δεν είναι τυχαία η ίδρυση Υπουργείου «επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίου Εκπαιδεύσεως Γραμματείαν», με γραμματέα τον Ν. Χρυσόγελο, που είχε την ευθύνη για τα Εκκλησιαστικά και τα εκπαιδευτικά θέματα, μια συνύπαρξη που υπάρχει μέχρι και σήμερα.

 

Ιωάννης Καποδίστριας, Λιθογραφία, ΑΒ ΕΒ Venezia. Lit. Deye.

 

Κοκκώνης Π. Ιωάννης (1795-1864)

Ο Καποδίστριας πίστευε ότι ο λαός έπρεπε να μορφωθεί διότι αλλιώς θα υπερίσχυε το «δίκαιο του ισχυρότερου στηριζόμενο εις την αμαθίαν και αποκτήνωσιν του πλήθους». Αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί με τον συνδυασμό της πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας και την προώθηση της επαγγελματικής εκπαίδευσης. Έβαλε σκοπό και στόχο την ίδρυση ενός τουλάχιστον σχολείου σε κάθε χωριό και κωμόπολη «Εντεύθεν και καταγίνομαι μετ’ επιμονής μάλιστα εις τα τρία ταύτα, να συστήσω εις πάσαν κοινότητα έν ή περισσότερα αλληλοδιδακτικά σχολεία, να βάλω θεμέλια τυπικών σχολείων και σχολείων τεχνών και εργοχείρων, …» με σύστημα διδασκαλίας την αλληλοδιδακτική μέθοδο.

Η αλληλοδιδακτική μέθοδος χρησιμοποιήθηκε από τα μέσα του 17ου αιώνα στην Αγγλία και τελειοποιήθηκε τον 18ο αιώνα στη Γαλλία του Sarazin. Ονομάστηκε έτσι για το λόγο ότι με την καθοδήγηση του δασκάλου χρησιμοποιούνταν οι καλύτεροι μαθητές (οι πρωτόσχολοι) για να διδάσκουν τους υπόλοιπους μαθητές στις μικρότερες τάξεις. Η αλληλοδιδακτική εισήχθη επίσημα από τον Ιωάννη Κοκκώνη στα χρόνια του Καποδίστρια, ο οποίος και μετέφρασε (1830) τον οδηγό της αλληλοδιδακτικής μεθόδου του Σαραζίνου.

Ο Καποδίστριας προχώρησε στη σύσταση ειδικών επιτροπών που θα επιδίδονταν «εις την μετάφρασιν και σύστασιν βιβλίων στοιχειωδών και εις την αναθεώρησιν συγγράμματος ήδη μεταφρασμένων, συντεινόντων προς ομοιόμορφον και τελειότερον οργανισμόν των αλληλοδιδακτικών και τυπικών σχολείων».

 

Υποτροφίες στους αρίστους μαθητές

 

Επιβράβευε τους αρίστους μαθητές με υποτροφίες και βοηθούσε τους απόρους μαθητές να συνεχίσουν τις σπουδές τους: «Να μας σημειώσης εκείνους των μαθητών σου, όσοι έδωκαν αδιακόπως προφανή δείγματα της εμφύτου κλίσεως και ικανότητος των καθότι έχομεν σκοπόν να τους προσκαλέσωμεν δια να τελειοποιηθώσιν εις το πρωτότυπον σχολείον…». Ο Νικόλαος Δραγούμης αναφέρει: «Της δ’ αυτής αξιοθαυμάστου προνοίας έδιδε καθ’ εκάστην δείγματα της εν Ελλάδι, αγωνιζόμενος διά παντός τρόπου να προβιβάζη τα της παιδείας και διά τούτο επισκεπτόμενος συνεχώς τα σχολεία, ενθαρρύνων ευμενώς διδάσκοντάς τε και διδασκομένους διά λόγου, βραβείων, ευσήμων και αυτογράφων ευχαριστηρίων επιστολών προς νεανίσκους».

Ήθελε οι δάσκαλοι να έχουν τις απαραίτητες γνώσεις για να διδάξουν και προέτρεπε: «Η επιτροπή δεν θέλει συστήσει ουδένα εις την Κυβέρνηση ως ικανό ινα διευθύνη αλληλοδιδακτικόν σχολείον, εαν δεν είναι ειδήμων της Γραμματικής, και ικανός να εξηγήση εις την καθομιλουμένην τον Αίσωπον,Ισοκράτην και Ξενοφώντα ευχής έργον ήτον να είναι ικανός να εξηγεί και Όμηρον».

Επίσης εμψύχωνε τους δασκάλους: «Διδάσκαλε, είπον μία των ημερών, οδηγείς τας ελπίδας της πατρίδος.» και τους ενίσχυε με χρηματικά βοηθήματα, «δια ν΄αποζημιώσωμεν δε κατά το δίκαιον τους διδασκάλους δια τα έξοδα, όσα μέχρι τούδε έκαμον, θέλοντες να διεγείρουν των μαθητών την φιλοτιμίαν, προσφέρομεν εις αυτούς δωρεάν ανα 300 γρόσια δι’ έκαστον των μαθητών όσοι μέλλουν να γενούν παραδεκτοί εις το πρωτότυπόν σχολείον».

Σύμφωνα με την έκθεση του Ν. Χρυσόγελου, γραμματέα των εκκλησιαστικών και της δημόσιας εκπαίδευσης, τα λιγοστά σχολεία του αγώνα είχαν αυξηθεί μέχρι το 1831 σε 121, ενώ ο αριθμός των μαθητών σε 9.246 από τους οποίους οι 6.718 φοιτούσαν στα 75 αλληλοδιδακτικά που λειτουργούσαν την περίοδο αυτή στη χώρα.

 

Ορφανοτροφείο και πρότυπο σχολείο

 

Ορφανοτροφείο της Αίγινας

Καρπός όλων αυτών των προσπαθειών ήταν η ίδρυση στην Αίγινα, του Ορφανοτροφείου. Στο Ορφανοτροφείο λειτουργούσαν παράλληλα τρία αλληλοδιδακτικά σχολεία. Το ένα ονομάστηκε Ευνάρδειο: «διότι δαπάναις του Ευνάρδου εκτίσθη και συνετηρήθη». Λειτούργησαν πολλά χειροτεχνεία (τορνευτικής, πλεκτικής, ξυλουργικής, σιδηρουργείας, σκυτοτομικής, ραπτικής, τυπογραφίας, βιβλιοδετικής, λιθογραφίας, ωρολογοποιίας κτλ).

Στο Ορφανοτροφείο διδασκόταν και το μάθημα της μουσικής με αποτέλεσμα να συσταθεί και χορωδία. Ο Καποδίστριας όταν επισκέφθηκε το Ορφανοτροφείο και διαπίστωσε την πρόοδο των μαθητών στην μουσική ενέκρινε με Διάταγμα του την αγορά 12 βιολιών και ειδική στολή για τα μέλη της χορωδίας «λευκὸν ποδήρες ένδυμα και ζώνην κυανόχρουν».

Επιπλέον λειτούργησε Πρότυπο Σχολείο το οποίο είχε σκοπό τη μόρφωση δασκάλων που θα στελέχωναν τα αλληλοδιδακτικά σχολεία. Επίσης ιδρύθηκε το Κεντρικό Σχολείο την 1η Νοεμβρίου 1829 με το υπ. άρ. 97 ψήφισμα που σκοπό είχε τη μόρφωση των νέων που θα ήθελαν να ακολουθήσουν Πανεπιστημιακές σπουδές. Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια το ορφανοτροφείο και τα χειροτεχνεία φυτοζωούσαν και αντιμετώπιζαν τεράστια προβλήματα λόγω της αδιαφορίας από την πολιτεία. Επιπλέον, στην Αίγινα ιδρύθηκε η Εθνική Τυπογραφία.

Στην Τίρυνθα, η Αγροτική Σχολή για τη διδασκαλία των σύγχρονων τρόπων γεωργικής καλλιέργειας και κτηνοτροφίας, το Κεντρικό Πολεμικό Σχολείο Ναυπλίου, η Εκκλησιαστική Σχολή στη μονή Ζωοδόχου Πηγής στον Πόρο για την εκπαίδευση των μελλοντικών κληρικών, το Εμπορικό Σχολείο στην Ερμούπολη από τους εμπόρους της πόλης. Σχολεία ιδρύθηκαν στο Ναύπλιο, στο Άργος, στην Τρίπολη, στην Αθήνα, στην Αίγινα, στον Πόρο, στην Ύδρα, στο Γαλαξείδι, στη Ναύπακτο, στη Μεθώνη, στα Φιλιατρά, στην Πάτρα, στα Καλάβρυτα, στη Σκιάθο, στη Σύρο, στην Αμοργό και σε πολλές άλλες πόλεις και νησιά. Συστήθηκαν δευτεροβάθμια σχολεία τα οποία ονόμαζε «πρότυπα» ή «τυπικά», ενώ παράλληλα διατηρήθηκαν και τα λεγόμενα Ελληνικά σχολεία.

 

Εκπαίδευση των κοριτσιών

 

Ο Καποδίστριας έδωσε και μεγάλη βαρύτητα στη μόρφωση των κοριτσιών, σε μια εποχή κατά την οποία η θέση της γυναίκας στην κοινωνία ήταν υποβαθμισμένη. Για την εκπαίδευση των κοριτσιών λειτούργησε στη Σύρο, στην Τήνο και στο Ορφανοτροφείο Αιγίνης σχολείο θηλέων. Στην Κόρινθο λειτούργησε μεικτό σχολείο. Φιλοδοξούσε στην ίδρυση, εν ευθέτω χρόνω, Πανεπιστημίου, αφού συγκεντρώνονταν οι απαραίτητοι οικονομικοί πόροι αλλά και οι υποψήφιοι φοιτητές. Όπως είπε ο Νικόλαος Δραγούμης: «Διότι την δημοτικήν αγωγήν θηρεύων εκείνος δεν εθήρευεν ως σκοπόν και τέρμα της όλης εκπαιδεύσεως, αλλ’ ως προστοιχείωσιν εις ανωτέραν βαθμίδα. Μωρός δε ο αρχιτέκτων ο ανεγείρων οικίαν, μεγάλην μάλιστα και πολυτελή, άνευ θεμελίων, τοιαύτην όμως μωρίαν δεν είχεν ο Κυβερνήτης. Την ανωτάτην παιδείαν και ηγάπα και ετίμα και παρεδέχετο και την επί τον νούν και την καρδίαν ευγενεστάτην επίδρασιν των αρχαίων συγγραφέων ωμολόγει είπερ τις και άλλος, διότι είπερ τις και άλλος είχε μελετήσει αυτούς». Προχώρησε στην έκδοση, στις αρχές του 1831 στην Αίγινα της φιλολογικής, επιστημονικής και τεχνολογικής εφημερίδας ποικίλης ύλης ονόματι «ΑΙΓΙΝΑΙΑ» με την συνδρομή του Εθνικού Τυπογραφείου, υπό των Γ. Αποστολίδη Κοσμιτή. Κύριος αρθρογράφος, μεταφραστής και υποκινητής της εκδοτικής φιλόδοξης προσπάθειας ήταν ο αεικίνητος Ι. Καποδίστριας πίσω από τα αρχικά Ι.Κ.

 

Αίγινα. Λιθογραφία του Fr. Hole από πίνακα εκ του φυσικού, Krazeisen μεταξύ 1826-1827.

 

Ο Καποδίστριας δεν φρόντισε μόνο για την ίδρυση των σχολείων, αλλά και παρακολουθούσε από κοντά τη λειτουργία τους. Αυτό προκύπτει και από την επιστολή του προς τον διευθυντή του αλληλοδιδακτικού σχολείου Ναυπλίου Κ. Νικητόπουλο, στην οποία έγραφε: «…ευφράνθην χθες ευρεθείς εν μέσω των μαθητών σας και ιδών την μελέτην αυτών. Σας ευχαριστεί η Κυβέρνηση δια τον ζήλον καθ’ ον διδάσκετε και εις επίδοσιν προάγονται 250 μαθητές μη χλιανόμενος την προαίρεσιν μηδέ καταργών την φιλόπατρη υμών προαίρεσιν υπό τας παντελείς στερήσεις των αναγκαίων…».

 

Συμπέρασμα Κυρίες και Κύριοι,

 

Σήμερα, στην διακοσιοστή επέτειο του 1821 μεγάλα και ψηλά γύρω μας έχουν χτίσει τείχη. Εμείς με περίσκεψη, λύπη και αιδώ καλούμαστε να σκεφθούμε και να βάλουμε στην άκρη την όποια απελπισία μας. Ζώντας μία ιδιότυπη αξιακή και θεσμική παρακμή, κλεισμένοι έξω από τον κόσμο, το ’21 μας προκαλεί να γκρεμίσουμε τα τείχη της στασιμότητάς μας και να αναλογισθούμε το τότε και το τώρα για να οραματιστούμε το μετά. Το ’21 χωρίς το μετά δεν έχει αξία. Το ’21 δεν είναι αφορμή για φαμφάρες και λαϊκισμούς. Είναι ο οίστρος που πρέπει να μας ξυπνήσει από τον ύπνο της λήθης.

Συνδυάζοντας δημιουργικά την παράδοσή μας με έναν αναγκαίο εκσυγχρονισμό, η εποχή μας καλείται να αναδείξει έναν νέο τύπο ηγεσίας από καθολικούς και αναγεννητικούς ανθρώπους,  που θα εμπνεύσει το λαό μας και θα συνεχίσει το έργο και το όραμα του Καποδίστρια από εκεί που εκείνος άξαφνα και βίαια άφησε. Μόνο τότε θα είμαστε σε θέση να σηκώσουμε κεφάλι, να σκεφθούμε, να αισθανθούμε και να πιστέψουμε το συλλογικό μας καημό για ένα αξιόπιστο μέσα και έξω από τη χώρα κράτος, που τόσο έχουμε ανάγκη.

Πρέπει να ξεφύγουμε το συντομότερο από τη μέγγενη, όχι με ευχολόγια, με παρηγορίες και αγοράζοντας συνεχώς πολιτικό χρόνο. Πρέπει να αρχίσει τώρα η απεμπλοκή της χώρας από την κατάσταση της πνευματικής στασιμότητας, της θεσμικής αναιμίας, της  παραγωγικής αποξήρανσης στα οποία έχουμε περιέλθει. Ν’ αρχίσουμε να διακρίνουμε τους επαπειλουμένους  γεωπολιτικούς κινδύνους.

Να κατανοήσουμε, ότι σήμερα στη χώρα μας, κυριαρχούν αφυδατωμένες σε αξιοπιστία ελίτ και ότι η κοινωνία μας βρίσκεται σε συνεχή ροπή υποδούλωσης στο διαλυτικό λαϊκισμό. Δηλητηριασμένες οι νεότερες γενιές πολιτικών από την αρρώστια του ηλεκτρονικού επικοινωνισμού και της εικόνας προσπαθώντας μεν να κερδίσουν τις εντυπώσεις χάνουν όμως τις υποθέσεις. Αντίθετα, ο Καποδίστριας του καθήκοντος, της φιλεργατικότητας και της πίστης που ορίζει ένας σκοπός κέρδισε τις υποθέσεις στο μέτρο που η άτεγκτη πραγματικότητα της εποχής, του άφηνε περιθώρια. Γιατί ήταν μαχητής για τη μεγάλη υπόθεση του Έθνους και όχι για να επιβεβαιώσει τον ήδη επιβεβαιωμένο εαυτό του. Σήμερα μας αφήνει μια βαριά παρακαταθήκη και πρόσταγμα και την εθνική ευκαιρία να ξαναγυρίσουμε στο πνεύμα αυτού του μεγάλου εθνικού πατριώτη.

Είμαι βέβαιος, ότι η Επιτροπή Εορτασμού θα κάνει καλαίσθητες και αξιοπρεπείς εκδηλώσεις. Δεν φτάνουν όμως για να επανακάμψει το δημιουργικό πνεύμα του Καποδίστρια για ένα σύγχρονο και βιώσιμο κράτος και για να αποκτήσει ο λαός μας οδηγητές και αυτοπεποίθηση, ώστε να διεγερθεί μία νέα εθνική αποφασιστικότητα, μέσα στη διάρκεια αυτού του αιώνα. Ο εορτασμός  της παλιγγενεσίας, ως αφετηριακό μέγα πνευματικό γεγονός αλλά και ως ένα βαθιά πολιτικό γεγονός είναι κρίμα να πάει χαμένος και φοβούμαι ότι αυτό θα γίνει.

Δεν πρέπει να χαθεί η ιστορική ευκαιρία να καλλιεργηθεί στο λαό μας ένα νέο πνεύμα προσδοκιών αλλά και ευθυνών του, ώστε να κυριαρχήσει στο μέλλον του. Με κενολόγες μεγαλαυχίες, δεν νοηματείται το μέλλον ούτε χτίζεται ελπίδα.

Οφείλουν οι πολιτικές, κοινωνικές αλλά και οι σχολάζουσες δυνάμεις της χώρας να επανιχνεύσουν νέες αφετηρίες που θα οδηγήσουν προς ένα νέο ιστορικό κεφάλαιο. Απαιτείται ρήξη πνευματική με όσα εξεμέτρησαν το ζήν και εμποδίζουν τη χώρα να θωρακιστεί με άλλη ποιότητα αξιών.

Οι γενιές μας, συνέβαλαν πράγματι στην υλική ανόρθωση της χώρας, αλλά στέρεα πνευματικά υπόβαθρα, για να σταθούν οι επερχόμενες γενιές άφησαν δυστυχώς λίγα και ασθενή.

Το αποτέλεσμα είναι να φωλιάσει φόβος στους νέους ανθρώπους. Νιώθουν ότι ζουν σε μία εποχή πολτοποιημένων συνειδήσεων και η μηδενιστική αίσθηση του αναπότρεπτου τους οδηγεί σε άλλες κοινωνίες.

Έχουμε ανάγκη σήμερα από ένα ηχηρό κάλεσμα σε όσους θέλουν να συστοιχηθούν γύρω από ένα σύγχρονο Εθνικό Λόγο. Δεν χρειάζεται να κοπιάσουν να τον εφεύρουν υπάρχει και μας καρτερεί. Δεν είναι άλλος από αυτό που εκπέμφθηκε από τον Κυβερνήτη εδώ σε αυτό το νησί και μας περιμένει  να αρπάξουμε την ευκαιρία για μία νέα αναγεννητική πνοή που θα επικυρώνει την νέα ελληνική μέρα, στο φως ενός εμπνευσμένου ρεαλισμού. Με τη δημιουργία επιτέλους ενός σύγχρονου ισχυρού κράτους όπως το οραματίστηκε ο αδικαίωτος κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας.

 

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που συνοδεύουν το κείμενο οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

Σχετικά θέματα:

Η συμμετοχή των Σαμίων στην επανάσταση του 1821 και η αντίδραση του Οθωμανικού κράτους

$
0
0

Η συμμετοχή των Σαμίων στην επανάσταση του 1821 και η αντίδραση του Οθωμανικού κράτους. Σοφία Λαΐου, Ιόνιο Πανεπιστήμιο – Τμήμα Ιστορίας


 

Η κήρυξη της επανάστασης τον Μάρτιο του 1821 έφερε αντιμέτωπους τους εκφραστές της ανάγκης δημιουργίας ενός μοντέρνου, εθνικού κρατικού πλαισίου με το παραδοσιακό αυτοκρατορικό οθωμανικό μο­ντέλο· το τελευταίο ήδη έμπαινε στον πέμπτο αιώνα ζωής και είχε υποστεί διαδοχικές φάσεις μετασχηματισμού, με εναλλαγές μεταξύ του συ­γκεντρωτικού και αποκεντρωτικού μοντέλου διοίκησης και αλλαγές στη δημοσιονομική πολιτική που είχαν ευρύτερες κοινωνικο-οικονομικές συνέπειες.

Ο Mahmud Β’ είναι ο σουλτάνος που ήρθε αντιμέτωπος με διάφορες προκλήσεις, μία εκ των οποίων ήταν η «αποστασία» (fesad) ή «εξέγερση» (Tuğyan) των έως τότε ζιμμήδων Ρωμιών. Παρά το γεγονός ότι η έκβαση του αγώνα των Ελλήνων για την ανεξαρτησία ήταν θετική για αυτούς, έστω και με απώλειες, όπως ο αποκλεισμός της Σάμου από το νεοσύστατο ελληνικό κράτος, η βασιλεία του εν γένει θε­ωρείται καθοριστική. Ο ίδιος ο Mahmud έχει περάσει στην ιστορία ως συγκεντρωτικός σουλτάνος, αφενός γιατί έκανε ουσιαστικές προσπά­θειες για να περιορίσει την ισχύ των επαρχιακών αρχόντων και αφετέ­ρου γιατί κατήργησε το 1826 το παρηκμασμένο πλέον και αναποτελε­σματικό γενιτσαρικό σώμα, ύστερα μάλιστα και από την οδυνηρή για τους Οθωμανούς εμπειρία της ελληνικής επανάστασης. Άλλωστε, το γεγονός ότι ο Mahmud Β’ αναγκάστηκε το 1824 να ζητήσει τη συνδρο­μή του Mehmed Ali της Αιγύπτου για την καταστολή της επανάστα­σης καταδεικνύει τα στρατιωτικά αδιέξοδα που αντιμετώπισε η οθωμα­νική ηγεσία παρά τις μεμονωμένες νίκες.

Μαχμούτ Β΄(1785–1839). 30ός Σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, από το 1808 μέχρι τον θάνατό του το 1839. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση. Λιθογραφία του von Josef Kriehuber (1800 -1876), περίπου το 1825.

Το άρθρο αυτό βασίζεται σε οθωμανικά έγγραφα που απόκεινται στα Πρωθυπουργικά Αρχεία της Κωνσταντινούπολης. Τα περισσότερα προέρχονται από την συλλογή των hatti hümayun και ορισμένα από τη συλλογή Cevdet Dahiliye, και οπωσδήποτε δεν αποτελούν το σύνο­λο των εγγράφων που αναφέρονται στην Σάμο τη συγκεκριμένη περίο­δο[1]. Τα έγγραφα καλύπτουν την περίοδο 1821-1826, κυρίως δε τα τρία πρώτα έτη της επανάστασης, και αφορούν αναφορές στρατιωτικών δι­οικητών, όπως της Χίου και του Κουσάντασι, εκπροσώπων διοικητών του σαντζακιού της Σίγλα, στο οποίο υπαγόταν το Κουσάντασι, καθώς και του γειτονικού Μεντεσέ, αναφορές εκπροσώπων καδήδων (ναΐμπηδων), καθώς και αναφορές του Μεγάλου Βεζίρη προς τον σουλτάνο. Στην περίπτωση των hatt-i humayun, πέρα από την αναφορά προς την Υψηλή Πύλη, καταγράφεται η ιδιόχειρη απάντηση του σουλτάνου, η οποία αρκετές φορές εξέφραζε τα συναισθήματά του τη στιγμή που ενημερώνονταν για τις σοβαρές αδυναμίες ενός δυσκίνητου διοικητικού μηχανισμού. Σε γενικές γραμμές, οι πληροφορίες που παρέχουν οι πα­ραπάνω πηγές είναι αποσπασματικές εξαιτίας του στρατιωτικού περιε­χομένου αρκετών εγγράφων. Παρόλα αυτά δίνουν μία πρώτη εικόνα των αντιδράσεων της οθωμανικής διοίκησης απέναντι στην «ανταρσία» των ραγιάδων της Σάμου.

Σκοπός μου δεν είναι να εξιστορήσω γεγονότα, ορισμένα εξ αυτών ήδη γνωστά, αλλά να εντάξω τις ενέργειες των επαναστατημένων Σαμίων στο ευρύτερο οθωμανικό πλαίσιο και να θέσω ζητήματα που έχουν να κάνουν με το ιδεολογικό πρίσμα μέσα από το οποίο οι Οθωμανοί ιθύ­νοντες αντιλήφθηκαν την επανάσταση, τις μεθόδους καταστολής που επιστράτευσαν και το νομιμοποιητικό πλαίσιο στο οποίο αυτές εντά­χθηκαν, καθώς και τις εγγενείς αδυναμίες του οθωμανικού κρατικού μη­χανισμού, οι οποίες φάνηκαν ακόμα πιο έντονες κατά τη διάρκεια της κρίσης.

Εν πρώτοις, η ανάγνωση των πηγών καταδεικνύει το διαφορετικό νοηματικό πλαίσιο μέσα στο οποίο οι Οθωμανοί ενέταξαν την ελληνική επανάσταση. Είναι γνωστό ότι στην οθωμανική πολιτική ορολογία της εποχής απουσιάζουν οι νεωτερικές έννοιες «έθνος» και «πατρίδα». Η χρήση των όρων «μιλλέτι» και «ταϊφές», προκειμένου να αποδοθεί το «έθνος» και η ομάδα ανθρώπων αντίστοιχα που έχει αποσπαστεί ή επι­διώκει την απόσχιση από την οθωμανική αυτοκρατορία καταργώντας το καθεστώς της υποτέλειας, χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά για τους Σέρβους και στη συνέχεια για τους επαναστατημένους Έλληνες[2].

Ο εθνικιστικός λόγος των επαναστατών μόλις τότε άρχιζε να προκαλεί το ενδιαφέρον των Οθωμανών αξιωματούχων[3]. Άλλωστε, η έναρξη της επίδρασης της Γαλλικής επανάστασης, η οποία οδήγησε στα επανα­στατικά κινήματα των αρχών του 19ου αιώνα, στα οθωμανικά πολιτικά συμφραζόμενα συμπίπτει με την περίοδο των οθωμανικών μεταρρυθμί­σεων στα μέσα του 19ου αιώνα[4].

Έως τότε το ιδεολογικό πεδίο της οθω­μανικής ελίτ στηριζόταν στους κοινωνικούς διαχωρισμούς που επέβαλ­λε η θρησκεία και ειδικότερα στο συμβόλαιο «ζίμμα» βάσει του οποίου η μουσουλμανική κοινότητα αναγνωρίζει ως προστατευόμενα αλλά κα­τώτερα μέλη τους μη μουσουλμάνους υπηκόους. Η έννοια του ζιμμή Οθωμανού υπηκόου είναι θρησκευτικο-πολιτική, εφόσον ο κατώτερος μη μουσουλμάνος υπήκοος οφείλει να αναγνωρίζει την πολιτική εξου­σία του αλλόθρησκου οθωμανικού κράτους. Η επιθυμία για απόσχιση από το κράτος και όχι η απλή εξέγερση ως εναντίωση στην άσκηση τυ­ραννίας εκ μέρους κάποιων Οθωμανών αξιωματούχων σημαίνει απόρρι­ψη του συμβολαίου και την αυτόματη μετατροπή του ζιμμή σε εχθρό του κράτους εναντίον του οποίου επιτρέπεται με βάση τον ισλαμικό ιε­ρό νόμο η κήρυξη του τζιχάντ.

Στο πλαίσιο αυτό οι θρησκευτικοί και ηθικοί χαρακτηρισμοί που συνοδεύουν τους εξεγερμένους Έλληνες στα οθωμανικά κείμενα («οι κακούργοι Ρωμιοί που συνενώθηκαν για να επι­δείξουν δόλο και κακία εις βάρος της μουσουλμανικής θρησκείας και κράτους [din ve devlet]»[5]) αντανακλούν και το αντίστοιχο πλαίσιο στο οποίο οι Οθωμανοί τοποθέτησαν την εξέγερση. Έτσι, η αντιμετώπιση των εξεγερμένων Ελλήνων έγινε στο πλαίσιο του ισλαμικού ιερού νόμου με την ταυτόχρονη ενεργοποίηση των θρησκευτικών αισθημάτων των μουσουλμάνων Οθωμανών, με τον ίδιο τρόπο που και οι επαναστατημένοι Έλληνες χρησιμοποίησαν τη θρησκεία, δίνοντας εθνο-θρησκευτική διάσταση στα επαναστατικά τους μηνύματα[6].

Η άμεση και βίαιη καταστολή της επανάστασης αποτέλεσε την πρώ­τη, αποφασιστική αλλά αναποτελεσματική προσπάθεια αντίδρασης της οθωμανικής κυβέρνησης. Σε φιρμάνι που εκδόθηκε πριν την 20η Μαΐου 1821 γίνεται λόγος για τους «αντάρτες των Μοσχονησίων, Αϊβαλιού και Σάμου και άλλων που συμπράττουν με αυτούς», οι οποίοι εξαπολύουν πειρατικές επιθέσεις εις βάρος πλοίων που μεταφέρουν μουσουλμάνους. Για το λόγο αυτό το φιρμάνι διατάζει τη θανάτωση των ανδρών και τον εξανδραποδισμό των γυναικόπαιδων των παραπάνω περιοχών, σύμφω­να με φετβά που εκδόθηκε για το σκοπό αυτό. Παράλληλα, δηλώνεται ότι «(έως τώρα) δεν υπήρξε παρόμοια θρησκευτική διαμάχη», ενώ υπο­γραμμίζεται η ανάγκη ενότητας και ομοψυχίας των μουσουλμάνων[7]. Η τελευταία παράμετρος ήταν καθοριστική στο γενικότερο σχεδιασμό της Υψηλής Πύλης, η οποία στόχευε με την αποστολή αυτών των φιρμανίων στην αύξηση των αριθμού των εθελοντών μουσουλμάνων που θα συνενώνονταν με τις δυνάμεις του τακτικού στρατού και στη δημιουρ­γία ενός κλίματος θρησκευτικής επαναστατικότητας, η οποία σε συν­δυασμό με την προοπτική των λαφύρων, θα αποτελούσε την απάντηση στην εξέγερση των Ρωμιών.

Στο πλαίσιο αυτό είναι χαρακτηριστική η απάντηση του Mahmud Β’ τον Αύγουστο του 1821 στο αίτημα του μουτεσελλίμη (εκπροσώπου του επαρχιακού διοικητή και φοροεισπράκτο­ρα) του σαντζακιού της Σίγλα İlyas-zade İlyas Ağa να κατανεμηθούν στο κάστρο του Κουσάντασι και στις γύρω ακτές καθώς και να εξοπλισθούν οι 111 από τους μουσουλμάνους της Μονεμβασιάς, οι οποίοι μετά την παράδοση του κάστρου στους Έλληνες μεταφέρθηκαν στο Κουσάντασι, και οι οποίοι κρίθηκαν ικανοί για πόλεμο. Ο σουλτάνος ζητά να μοιραστούν τα όπλα «σε άνδρες και γυναίκες» μέσα σε ένα κλίμα μιας άνωθεν επιβεβλημένης γενικής επιστράτευσης[8].

 

Χάρτης της νήσου Σάμου. Γεωφυσικός χάρτης στον οποίο απεικονίζονται τοποθεσίες και μορφολογικά στοιχεία της Σάμου. Σχεδιαστής: Kauffer, F. Χαράκτης: J.Perrier. Voyage Pittoresque de la Grèce. 1782, Paris.

 

Το ολοκληρωτικό χτύπημα εναντίον της Σάμου θα λειτουργούσε, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Mahmud Β’, αποτρεπτικά και «θα τρόμα­ζε τα μάτια των υπολοίπων», καθώς από μόνη της η έξοδος του αυτοκρατορικού στόλου δεν ήταν αρκετή, κατά την εκτίμηση του ίδιου[9]. Οι φετβάδες που εκδόθηκαν για την περίπτωση της Σάμου δεν είχαν ως αφορμή μόνο τις προαναφερθείσες επιθέσεις εις βάρος των εμπορικών μουσουλμανικών πλοίων καθώς και πλοίων που μετέφεραν μουσουλμά­νους προσκυνητές, αλλά και τη σφαγή των λιγοστών Οθωμανών μου­σουλμάνων που βρίσκονταν στο νησί και τη λεηλασία των περιουσιών τους[10].

Παράλληλα, εστάλησαν φιρμάνια που καλούσαν στην αποστολή στρατιωτικών ενισχύσεων υπό τις διαταγές του προαναφερθέντος İlyas-zade El-hac İlyas Ağa. Αποδέκτες τέτοιων φιρμανίων ήταν ο ναΐμπης της Περγάμου αλλά και των Τρικάλων, οι οποίοι στις αρχές Ιουλίου του 1821 (4 και 6 Ιουλίου αντίστοιχα) ενημέρωσαν την Υψηλή Πύλη για την επικείμενη αποστολή στρατιωτών[11]. Ήταν όμως αργά, καθώς η επίθεση εναντίον της Σάμου είχε ήδη πραγματοποιηθεί, χωρίς αποτέλεσμα.

Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί ότι τόσο στο χρονικό του επίσημου ιστοριογράφου της βασιλείας του Mahmud Β’, Esad Efendi, όσο και στην ιστορία του Ahmed Cevdet δεν γίνεται αναφορά στην αποτυχημένη επιχείρηση απόβασης στην Σάμο, αλλά στην κατα­στροφή από τον ελληνικό στόλο, που κατέφθασε για την ενίσχυση των Σαμίων, των οκτώ εμπορικών πλοίων που βρίσκονταν στο Τσαγλί, απέναντι από το νησί (9 Ιουλίου 1821). Η ανέξοδη και σχετικά ουδέ­τερη αναφορά στην καταστροφή των εμπορικών και όχι πολεμικών πλοίων, με την επισήμανση μάλιστα ότι τα πλοία καταστράφηκαν από τους ίδιους τους Οθωμανούς για να μην πέσουν στα χέρια των ανταρ­τών, αφού πρώτα αποβιβάστηκαν στη μικρασιατική ακτή οι στρατιώ­τες, συνδέεται από τους συγγραφείς με το γεγονός ότι το κυρίως σώμα του οθωμανικού στόλου πήρε εντολή να αποχωρήσει από το Τσαγλί προκειμένου να μεταβεί στην Πελοπόννησο, όπου η κατάσταση κρίθηκε ως πιο επείγουσα[12].

Το σημαντικότερο σκέλος της επιθετικής δραστηριότητας των Σαμίων κατά τη διάρκεια της επανάστασης[13] ήταν οι καταδρομικές επιθέ­σεις στα απέναντι μικρασιατικά παράλια με στόχο την απομάκρυνση των εκεί χριστιανών και την προμήθεια εφοδίων και μουσουλμάνων αιχ­μαλώτων. Ας σημειωθεί ότι ιδιαίτερα κατά τα πρώτα έτη της επανάστα­σης η Σάμος είχε δεχθεί μεγάλο αριθμό προσφύγων τόσο από την Μι­κρά Ασία όσο από γειτονικά νησιά. Επομένως η παροχή τροφίμων απο­τελούσε σοβαρό πρόβλημα, το οποίο οι Σάμιοι επιχείρησαν να το λύ­σουν με τις επιδρομές εναντίον των μουσουλμανικών χωριών στα δυτι­κά παράλια[14].

Γρήγορα, ωστόσο, οι επιθέσεις τους προσέλαβαν πειρατι­κό χαρακτήρα[15]. Συγκεκριμένα, στα υπό μελέτη έγγραφα αναφέρονται 13 τέτοιες επιθέσεις για την περίοδο 1821-1826, οι οποίες σημειώθηκαν στην περιοχή που εκτείνεται από τον Τσεσμέ (Çeşme) και τα Βουρλά (Vurla) στην περιοχή της Σμύρνης (İzmir) έως νοτιότερα στον κόλπο του Κουλούκιου (Güllük) στην ευρύτερη περιοχή της Αλικαρνασσού (Bodrum). Οι αναφορές των στρατιωτικών διοικητών που αποστέλλονται στην Υψηλή Πύλη και οι οποίες περιγράφουν τις επιθέσεις και τις προσπάθειες αναχαίτισής τους από τις τοπικές στρατιωτικές δυνάμεις, συχνά με εκφράσεις που επιχειρούν να καταδείξουν την ισχύ του στρα­τού και του Ισλάμ αλλά και την ικανότητα των ίδιων των διοικητών, στην πραγματικότητα αναδεικνύουν την ουσιαστική αδυναμία των το­πικών δυνάμεων να αντιμετωπίσουν επιτυχώς τον ανταρτοπόλεμο που διεξήγαγαν οι Σαμιώτες.

 

Η Σάμος, η μικρασιατική ακτή και η ευρύτερη περιοχή.

 

Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι στις καταγεγραμμένες περιπτώσεις ο οθωμανικός στρατός δεν μπόρεσε να αντιμε­τωπίσει με απόλυτη επιτυχία τις επιθέσεις, ενώ ακόμα και στην περί­πτωση που υπήρχαν ανθρώπινες απώλειες μεταξύ των Σαμίων, η συνή­θης κατάληξη ήταν η επιστροφή των υπολοίπων στο νησί τους μαζί με ολόκληρη ή μέρος της λείας και κάποιους τουλάχιστον από τους τραυ­ματίες, ή η διαφυγή στα βουνά των μικρασιατικών παραλίων[16].

Χαρα­κτηριστικό της παράτολμης επιθετικής πολιτικής των Σαμίων και της αδυναμίας των τοπικών αρχών για την οργάνωση ουσιαστικής άμυνας ήταν η επίθεση εναντίον της κωμόπολης (nefs) του Σιβρί-χισάρ (Sivri-hisar), για την οποία δεν γνωρίζουμε πότε έγινε, γνωρίζουμε όμως ότι πραγματοποιήθηκε ταυτόχρονα με την επίθεση εναντίον του γειτονι­κού χωριού Υψηλή (İpsilli), κατά την οποία σκοτώθηκαν και αιχμαλω­τίστηκαν πολλοί μουσουλμάνοι, αναγκάζοντας τον βοεβόδα της παρα­πάνω κωμόπολης μαζί με τμήμα των κατοίκων να μετακινηθεί προς τον οικισμό αυτό για την απώθηση των ανταρτών. Η επίθεση στην κωμό­πολη δεν ήταν επιτυχής, ο στόχος όμως των Σαμίων για την προμήθεια αιχμαλώτων και την τρομοκράτηση των μουσουλμάνων είχε πετύχει[17].

Το γεγονός ότι, σύμφωνα με την ελληνική βιβλιογραφία, οι επιθέσεις αυτές είχαν ως αποτέλεσμα την ερήμωση της απέναντι από την Σάμο μικρασιατικής ακτής επιβεβαιώνεται από έγγραφα της οθωμανικής δι­οίκησης, στα οποία επισημαίνεται το πρόβλημα και αναζητούνται λύ­σεις. Σε αναφορά του φρουράρχου Σμύρνης Hasan Paşa με ημερομηνία 21 Ιανουαρίου 1825, που εστάλη κατόπιν εντολής του Μεγάλου Βεζίρη, γίνεται λόγος για ερήμωση των ακτών από την περιοχή Τσάι αγζί (Çay ağzı), που απέχει επτά ώρες από το Κουσάντασι, έως το λιμάνι Κοκάρ· από την ερήμωση εξαιρούνταν το ίδιο το κάστρο του Σιγατζίκ. Η κατά­σταση αυτή αποδίδεται στις επιθέσεις των ανταρτών, οι οποίοι κρύβο­νταν στα βουνά και εξαπέλυαν επιθέσεις κατά το δοκούν, ενώ μετακι­νούνταν με ταχύτητα κατά την καταδίωξή τους αλλάζοντας συνεχώς θέσεις, γεγονός που καθιστούσε την πάταξη του φαινομένου δύσκολη, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των βοεβόδων. Για το λόγο αυτό ο φρούραρχος πρότεινε τη δημιουργία δύο δερβενίων στην περιοχή του χωριού Υψηλή καθώς και στο λιμάνι Κοκάρ με 100 στρατιώτες το καθέ­να, προκειμένου να αποτραπούν οι συχνές αποβάσεις των Σαμίων στις περιοχές αυτές[18]. Πράγματι, η κατασκευή των δερβενίων και η εγκατά­σταση μικρής ναυτικής δύναμης κατέστησαν εφικτή την εν μέρει από­κρουση των Σαμίων που αποβιβάστηκαν στο Κοκάρ τον Ιούνιο του 1825[19].

Δεν ήταν ωστόσο μόνο το είδος του πολέμου που διεξήγαγαν οι Σάμιοι στα Μικρασιατικά παράλια, αλλά και οι εγγενείς αδυναμίες στη λει­τουργία του κρατικού μηχανισμού που δεν επέτρεψαν την αντιμετώπιση του προβλήματος από την πλευρά του οθωμανικού κράτους. Το 18ο έως και τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα ένα από τα κεντρικά ζητήματα που απασχολούσαν τους Οθωμανούς ιθύνοντες ήταν η διαμόρφωση των σχέσεων της κεντρικής διοίκησης με τους παράγοντες της περιφέρειας (αγιάνηδες) και η παράλληλη προσπάθεια ελέγχου της διάχυσης της εξουσίας εκτός των κλειστών ορίων της Υψηλής Πύλης. Η ανάδειξή των αγιάνηδων υπήρξε το προϊόν σημαντικών διεργασιών στο οθωμανικό κράτος που ξεκίνησαν ήδη από τα τέλη του 16ου αιώνα και είχαν ως κύ­ρια έκφανση την επέκταση του συστήματος της βραχυπρόθεσμης (iltizam) και από τα τέλη του 17ου αιώνα ισόβιας φοροεκμίσθωσης (malikane).

Το σύστημα της φοροεκμίσθωσης σε συνδυασμό με την κατανομή των φορολογικών βαρών σε επίπεδο επαρχίας και όχι κεντρικά έφερε στο προσκήνιο τους τοπικούς άρχοντες, οι οποίοι ανέλαβαν το ρόλο των εκ­προσώπων – υπεκμισθωτών των αρχικών ενοικιαστών των φόρων και πα­ράλληλα διοικητών των επαρχιών. Επιπλέον οι άρχοντες αυτοί συμμετεί­χαν στην κατανομή των φορολογικών βαρών ανά επαρχία. Έτσι, ορισμέ­νοι εξ αυτών κατόρθωσαν να συγκεντρώσουν αφενός οικονομική εξουσία μέσα από τη συμμετοχή τους στο σύστημα των φοροενοικιάσεων και αφετέρου πολιτική νομιμοποίηση προερχόμενη από το ρόλο του ενδιάμεσου μεταξύ της τοπικής κοινωνίας και του κράτους. Παράλληλα, η κα­τοχή τσιφλικιών, η διεξαγωγή εμπορίου, οι πιστωτικές δραστηριότητες καθώς και ένα ευρύ φάσμα πελατειακών σχέσεων στις τοπικές κοινωνίες εδραίωνε ακόμα περισσότερο τη θέση τους[20].

Στις αρχές του 19ου αιώνα τα παράλια της Μικράς Ασίας ελέγχονταν από επαρχιακούς τοπάρχες (αγιάνηδες-ντερεμπέηδες), οι σημαντικότεροι εκ των οποίων εγκαθίδρυσαν τις δικές τους τοπικές δυναστείες. Οι υποχρεώσεις τους προς το κρά­τος ήταν η άσκηση διοίκησης σε συνδυασμό με την είσπραξη φόρων, η τήρηση της τάξης και κυρίως η πάταξη της ληστείας, καθώς και η απο­στολή μισθοφόρων από το στρατό που συντηρούσαν, όποτε αυτό ζητού­νταν από την Κωνσταντινούπολη. Στόχος της κρατικής πολιτικής απο­τελούσε η συνεχής επιβεβαίωση της ισχύος της κεντρικής εξουσίας στις περιοχές δράσης των αγιάνηδων με κύρια μέθοδο την πολιτική των κατα­σχέσεων (müsadere) των περιουσιών τους μετά το θάνατό τους, είτε για να αποδυναμωθεί η οικονομική ισχύς της οικογένειας είτε για να χρηματοδοτηθούν κρατικές πολιτικές[21].

Άλλωστε, η απόδοση από το κράτος στους σημαντικότερους αγιάνηδες αξιωμάτων της κεντρικής εξουσίας, όπως καπουτζήμπασης, βοεβόδας και μουτεσελλίμης, που απαντώνται και στα υπό μελέτη έγγραφα, στόχευε ακριβώς στη μεγαλύτερη εξάρτηση των φορέων των αξιωμάτων από την Υψηλή Πύλη και στην νόμιμη πλέον κατάσχεση της περιουσίας τους, εφόσον οι φορείς των αξιωμάτων θεω­ρούνταν «δούλοι της Πύλης» (kapikullari)[22]. Από την άλλη βέβαια, η ανάληψη αξιωμάτων της κεντρικής εξουσίας αποτελούσε στόχο της πο­λιτικής στρατηγικής των αγιάνηδων, καθώς τους καθιστούσε μέλη πλέον της κεντρικής ελίτ[23].

 

Ο Μαχμούτ Β΄ και μονάρχες της Ευρώπης. Γρηγόριος XVI Willem I (Βασιλιάς των Κάτω Χωρών), Ferdinand II (Βασιλιάς των δύο Σικελιών), Mahmud II (Σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας), Nicholas I Pavlovich (Τσάρος της Ρωσίας), Frederick William III (Βασιλιάς της Πρωσίας), Charles Albert (Βασιλιάς της Σαρδηνίας), Francis II (Γερμανός Αυτοκράτορας). Λιθογραφία, Παρίσι, 1833.

 

Όταν ξέσπασε η ελληνική επανάσταση, ο Mahmud Β’ είχε ήδη δείξει τις προθέσεις του ως προς το ποιος θα έπρεπε να είχε τον τελευταίο λόγο στην άσκηση εξουσίας στην περιφέρεια. Η περίπτωση του Αλή Πασά Τεπελενλή και ο θάνατός του το 1822 είναι η πλέον χαρακτηριστική, ωστό­σο ο Mahmud Β’ είχε ξεκινήσει ήδη μετά το 1812 και τη λήξη του πολέμου με την Ρωσία την πολιτική της αποδυνάμωσης ή εξαφάνισης σημαντικών αγιάνηδων[24].

Ωστόσο, προβλήματα ανυπακοής και διαφθοράς μεταξύ των αγιάνηδων αλλά και των αξιωματούχων της Υψηλής Πύλης υπέβο­σκαν και όταν παρουσιάστηκε η κρίση της επανάστασης, ο αντίκτυπός τους υπήρξε πολλαπλάσιος. Αναφέρω ενδεικτικά την περίπτωση του φρουράρχου του Κουσάντασι Mustafa Reşid Paşa, ο οποίος τον Ιούνιο του 1823 με αφορμή επίθεση των Σαμίων στην περιοχή του χωριού Τσαγλί, ανέφερε στην Υψηλή Πύλη ότι τον προηγούμενο χρόνο ήταν αδύνα­τη η συγκρότηση σώματος 700 στρατιωτών προερχομένων από όσους υπηρετούσαν στους καζάδες του χασίου του Ντενιζλί (Denizli) και συ­γκροτούσαν το στρατό των αγιάνηδων, καθώς, όπως αναφέρει χαρακτη­ριστικά, προσήλθαν περίπου οι μισοί, παρέμειναν για υπηρεσία 25-30 μέ­ρες και στη συνέχεια έφυγαν. Για το λόγο αυτό είχε ζητήσει παλαιότερα από την Υψηλή Πύλη την άδεια να εισπράξει από τους φορολογούμενους της περιοχής το μπεντέλ (χρηματικό αντιστάθμισμα) προκειμένου να συγκροτήσει μισθοφορικό στρατό. Η άδεια ωστόσο δεν δόθηκε, με αποτέλε­σμα να έχει υποπέσει ο ίδιος σε χρέη 40.000-50.000 γροσίων για την πρό­σληψη μισθοφόρων για τη φύλαξη των περιοχών[25].

Σε σύσκεψη, ωστόσο, που έγινε στην Κωνσταντινούπολη ύστερα από εντολή του σουλτάνου μεταξύ υψηλών αξιωματούχων με αντικείμενο τη φύλαξη της περιοχής στην οποία αρμόδιος ήταν ο Mustafa Reşid Paşa, προτάθηκε η αντικατά­στασή του εξαιτίας επιβεβαιωμένων αναφορών που έφθαναν στην πρω­τεύουσα από διάφορες πλευρές, κατηγορώντας τον για ολιγωρία και έλ­λειψη ικανότητας στην αντιμετώπιση των προβλημάτων, αλλά και για σπατάλη. Ο σουλτάνος έκανε δεκτή την πρόταση και είναι χαρακτηριστι­κή η ιδιόχειρη απάντηση: «δεν είναι ο μόνος άχρηστος βεζίρης· υπάρχουν πολλοί σαν κι αυτόν»[26].

Η αδυναμία συγκρότησης στρατεύματος, είτε γιατί οι αγιάνηδες αρνούνταν να καλύψουν τα έξοδα είτε γιατί ολιγωρούσαν, αποτελούσε καίριο εμπόδιο στην κινητοποίηση του κρατικού μηχανισμού και είχε ως αποτέλεσμα την πλημμελή ή καθόλου φύλαξη των περιοχών. Είναι χαρακτηριστική η καταγγελία εκ μέρους του μουτεσελλίμη του σαντζα­κιού του Μεντεσέ (Menteşe) εναντίον του μουχτάρη του καζά Ντεγέρ (Doger), τον Νοέμβριο του 1823, ότι ενώ ο τελευταίος είχε ορισθεί υπεύ­θυνος με σουλτανικό διάταγμα ήδη από τον προηγούμενο χρόνο για τη φύλαξη της σκάλας του χωριού Καζικλί (Kazikli) με 200 στρατιώτες τους οποίους θα πλήρωνε με δικά του έξοδα, ο μουχτάρης απέκρυψε το φιρμάνι και αδιαφόρησε για τη φύλαξη της περιοχής, ασχολούμενος πε­ρισσότερο με τη μετακίνησή του σε άλλον καζά. Το αποτέλεσμα ήταν η επίθεση των Σαμίων το 1823 στο χωριό Καζικλί, το οποίο υπέστη «ολοκληρωτική ζημία» (küllî hasar).

Ο μουτεσελλίμης αναφέρει επίσης ότι η απροθυμία στην πληρωμή των εξόδων για τη συντήρηση των στρατευ­μάτων είναι γενικευμένη και ότι είναι βέβαιο ότι υπ’ αυτές τις συνθήκες οι επιθέσεις των «κακόβουλων απίστων», οι οποίοι περιμένουν την κα­τάλληλη ευκαιρία, θα συνεχισθούν[27].

Παρόμοια περίπτωση αφορά τον βοεβόδα του Σιβρί-χισάρ Τσεσμέ (Sivrihisar Ģeşme), ο οποίος ενώ είχε οριστεί από τον μουτεσελλίμη της Σίγλα υπεύθυνος για τη φύλαξη του κάστρου του Σιγατζίκ, δήλωσε το καλοκαίρι του 1821 ότι στο εξής δεν θα παρέμενε στο κάστρο και ότι θα μετακινούταν στο Σιβρί-χισάρ, πι­θανόν για να προφυλάξει με τους στρατιώτες του την περιοχή στην οποία είχε οικονομικά συμφέροντα. Το αποτέλεσμα ήταν το κάστρο, που αποτελούσε το κύριο αμυντικό οχυρό στον κόλπο του Σιγατζίκ, να μείνει – για άγνωστο διάστημα – κενό[28]. Τέλος, σε αχρονολόγητη αναφο­ρά του Μεγάλου Βεζίρη προς τον Mahmud Β’ γίνεται λόγος για την ανικανότητα του βοεβόδα των Βουρλών Ahmed Ağa να οργανώσει τη φύλαξη της περιοχής από τα περίχωρα της Σμύρνης έως τα Βουρλά, με αποτέλεσμα κατά μήκος των ακτών να μην υπάρχουν στρατιώτες και οι «αντάρτες» της Σάμου να εξαπολύουν επιθέσεις[29].

Ανυπακοή, έλλειψη πειθαρχίας και συντονισμού, καθυστέρηση στην λήψη και την εφαρμογή των αποφάσεων με χαρακτηριστικό παράδειγ­μα το σχεδιασμό φύλαξης του κόλπου του Σιγατζίκ και την καθυστέρη­ση της οχύρωσής του, είναι μερικά χαρακτηριστικά της στρατιωτικής και επαρχιακής διοίκησης, έτσι όπως αναπαράγονται στα υπό μελέτη έγγραφα. Σε αυτά μπορούν να προστεθούν και τα προβλήματα που προκαλούσαν τα ίδια τα οθωμανικά στρατεύματα, τα οποία συχνά αδυ­νατούσαν να ελέγξουν οι διοικητές τους, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις η παρουσία τους δεν ήταν αρεστή ούτε στους ίδιους τους μουσουλμά­νους των δυτικών παραλίων. Είναι χαρακτηριστική η αίτηση των κατοί­κων του Τσεσμέ να αναχωρήσουν από το λιμάνι τα πλοία γεμάτα στρα­τό που κατέφθασαν εκεί στα τέλη Ιουλίου 1821 με τη δικαιολογία ότι η παραμονή των πλοίων «θα προκαλούσε κινδύνους και θα έκανε δύσκο­λη την προστασία». Πέρα από την ανυπακοή των στρατιωτών, πολλοί εκ των οποίων ήταν άτακτοι μισθοφόροι, και το βάρος της τροφοδο­σίας τους, οι κάτοικοι του Τσεσμέ πιθανόν να ήθελαν να αποτρέψουν μια ενδεχόμενη επίθεση των Ελλήνων εναντίον της πόλης με αφορμή την παρουσία των πλοίων[30].

Είναι σαφές ότι το μοντέλο επαρχιακής διοίκησης στο οποίο κεντρι­κό ρόλο έπαιζαν οι αγιάνηδες ήταν προβληματικό εξαιτίας της δημι­ουργίας επαρχιακών ελίτ, οι οποίες αντλούσαν μεν τη νομιμοποίηση της εξουσίας τους από το ίδιο το κράτος, η αποστασιοποίησή τους, ωστόσο, από τις κρατικές πολιτικές ήταν συχνή, ιδιαίτερα όταν διακυ­βεύονταν ισχυρά οικονομικά συμφέροντα και απειλούνταν η βάση της τοπικής τους εξουσίας. Στις περιπτώσεις που περιγράφησαν παραπάνω είναι πρόδηλη ισχύς των επαρχιακών παραγόντων, η οποία εδραζόταν στην παροχή στρατιωτών. Παρόλα αυτά υπήρξαν περιπτώσεις συμπό- ρευσης αγιάνηδων με τις κρατικές εντολές, ιδιαίτερα όταν προσωπικά οικονομικά συμφέροντα ταυτίζονταν με τα κρατικά. Αναφέρομαι στην περίπτωση του μουτεσελλίμη του σαντζακιού της Σίγλα İlyas-zade El-hac İlyas Ağa, ο γνωστός «Ελέζογλου», του οποίου η οικογένεια ήλεγχε το συγκεκριμένο σαντζάκι από τη θέση του αγιάνη ήδη από τη δεκαετία του 1740 και της οποίας οι σχέσεις με την κεντρική εξουσία είχε διάφο­ρες διακυμάνσεις[31].

Ο İlyas-zade υπάκουσε στις εντολές της κεντρικής διοίκησης σχετικά με τη συγκέντρωση στρατού εναντίον της Σάμου και την οργάνωση της άμυνας στο σαντζάκι, παρά το γεγονός ότι αρχικά και αυτός είχε ζητήσει την κρατική συνδρομή όσον αφορά την καταβο­λή των ημερομισθίων στους μισθοφόρους του στρατεύματος που συ­γκέντρωσε. Η απάντηση που του δόθηκε είναι χαρακτηριστική του σκε­πτικού της κεντρικής εξουσίας: ως μουτεσελλίμης του σαντζακιού της Σίγλα όπου υπαγόταν το Κουσάντασι μπορούσε να συγκεντρώσει στρατό από τους «δικούς του ανθρώπους» καθώς και από τους καζάδες του σαντζακιού[32].

Παρόλα αυτά ο İlyaszade İlyas Ağa  αναδείχθηκε σε αγιάνη ο οποίος συνεργάστηκε αρμονικά με την κεντρική κυβέρνηση. Είναι αυτός που, μεταξύ άλλων, επιτυχώς οργάνωσε την άμυνα στο Κουσάντασι κατά την διάρκεια της πολιορκίας του από 50-60 πλοία Σαμίων, όπως αναφέρει, τον Αύγουστο του 1821[33], και είναι αυτός που αντικατέστησε το 1823 τον φρούραρχο του Κουσάντασι Mustafa Reşid Paşa, καθώς, όπως επισημαίνεται, ήταν ικανότερος από αυτόν και είχε μεγαλύτερη επιρροή στους ανθρώπους της περιοχής, καταγόμενος και ίδιος από εκεί[34]. Η επισήμανση αυτή καταδεικνύει τη σημασία που απέ­διδε η κεντρική διοίκηση στο εύρος της κοινωνικής επιρροής που είχαν οι αγιάνηδες στις τοπικές κοινωνίες μέσα από δίκτυα συγγένειας και πε­λατειακών σχέσεων, τα οποία εγγυούνταν την αποτελεσματικότερη εφαρμογή της κρατικής πολιτικής.

Ο İlyas-zade  διέμενε στο Κουσάντα­σι και είχε εκτεταμένα τσιφλίκια στην περιοχή, άρα εδραιωμένες κοινωνικο-οικονομικές σχέσεις με τους κατοίκους και όσους απασχολούνταν εποχιακά ως εργατικό δυναμικό στα τσιφλίκια, όπως κάτοικοι της Σά­μου. Χωρίς να αμφισβητείται η αξία της συναισθηματικής προσέγγισης που προβάλλει την πραότητα του χαρακτήρα του[35], στόχος του İlyas-zade  ήταν η μικρότερη δυνατή ανατροπή των κοινωνικο-οικονομικών δομών και σχέσεων στην περιοχή του Κουσάντασι στις οποίες εδραζό­ταν η εξουσία του. Με άλλα λόγια, η προστασία της περιοχής σήμαινε προστασία των τσιφλικιών του και οι επιθέσεις των Σαμίων απειλούσαν τα τσιφλίκια του, όπως φάνηκε στην επιχείρηση μεταφοράς των χρι­στιανών των χωριών Ντομάτια (Domanca) και Άκκιοϊ (Akkőy) τον Αύγουστο του 1821, όταν καταστράφηκαν δύο από αυτά[36].

Η περίπτωση του İlyas-zade σε σύγκριση με τους απειθείς αγιάνηδες καταδεικνύει τις διαφορές αντιλήψεων όσον αφορά τον κίνδυνο που έκρυβε η ανταρσία των Ρωμιών μεταξύ των επαρχιακών παραγόντων, αλλά και τις διαφορετικές πολιτικές στρατηγικές των αγιάνηδων ως προς τις σχέσεις τους με το κράτος.

Είναι χαρακτηριστικό ότι στην πε­ρίπτωση που μελετάται τα προβλήματα δυσλειτουργίας και ανυπακοής προκλήθηκαν από αγιάνηδες με μικρό εύρος εξουσίας, σε επίπεδο καζά, ενώ ο πλέον σημαντικός από αυτούς ήταν ο φρούραρχος του Κουσάντασι. Αυτή η κάθετη και οριζόντια διάσταση συμφερόντων μαρτυρά σημαντική έλλειψη συνοχής σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο. Παράλ­ληλα, η αδυναμία εφαρμογής αποφάσεων της κεντρικής εξουσίας σε πε­ριόδους κρίσης κατέστησε φανερή την απουσία ενός κεντρικού ιδεολογικού-πολιτικού μηνύματος που να διαπερνά εξίσου την Υψηλή Πύλη και τις επαρχιακές ελίτ.

Ανεδείχθησαν έτσι τα προβλήματα του υπάρχοντος μοντέλου εξουσίας που στηριζόταν στην ύπαρξη πολλών ελίτ δια­βαθμισμένης σημασίας γύρω από ένα κέντρο, την πολιτική νομιμοποίη­ση του οποίου δεν αμφισβητούσαν, βρίσκονταν όμως σε θέση διαπραγ­μάτευσης με αυτό σε θέματα επέκτασης και διαφύλαξης της οικονομι­κής τους δύναμης. Η διαπίστωση αυτή μαζί με την ανάδειξη των αδυνα­μιών του ευρύτερου οθωμανικού κρατικού μηχανισμού στα μέτωπα ξηράς και θάλασσας κατά την ελληνική επανάσταση αλλά και την ανάγκη εύρεσης ενός – υτοκρατορικού πάντα – πλαισίου που θα συνένωνε τους Οθωμανούς, μουσουλμάνους και μη, σε μία νέα ταυτότητα, ώθησαν καταρχήν στην εφαρμογή πολιτικών που θα έθεταν σε νέα βάση τη σχέση κέντρου και περιφέρειας.

Στο νέο αυτό πλαίσιο δεν θα υπήρχε περιθώριο διαπραγμάτευσης των ελίτ με το κέντρο και η εξουσία θα συγκεντρωνό­ταν γύρω από την Υψηλή Πύλη και το Παλάτι. Η πολιτική αυτή ξεκίνη­σε στην τελευταία κυρίως περίοδο της βασιλείας του Mahmud Β’ (ιδιαί­τερα μετά το 1826 και την διάλυση του γενιτσαρικού σώματος) και παρά τις σοβαρές προκλήσεις της εποχής, όπως η δημιουργία ανεξάρτητου ελληνικού κράτους και οι αποσχιστικές κινήσεις του Mehmed Ali της Αιγύπτου, έθεσε τις βάσεις για την επιβολή ενός νέου μοντέλου κρατι­κού συγκεντρωτισμού βασισμένου στην λειτουργία εκσυγχρονισμένων κρατικών θεσμών[37]. Μακροπρόθεσμα, οδήγησε στην προσπάθεια δημι­ουργίας ενός «Οθωμανικού έθνους»[38].

 

Υποσημειώσεις


[1] Κατά μία εκτίμηση, υπάρχουν περίπου 20.000 οθωμανικά έγγραφα στο Πρωθυπουργικό Αρχείο της Κωνσταντινούπολης, που αναφέρονται στα γεγονότα των δεκαε­τιών 1820 και 1830, βλ. H. Ş. Ilicak, “The Revolt of Alexandras Ipsilantis and the Fate of the Fanariots in Ottoman Documents”, στο Π. Πιζάνιας (επιμ.-εισ.), Η Ελληνική επανά­σταση του 1821. Ένα ευρωπαϊκό γεγονός, Αθήνα 2009, σ. 320.

[2]     Μ. Ursinus, “Millet”, Encyclopedia ofIslam, 2η έκδοση· Η. Erdem, «Μη λογίζετε τους Έλληνες σκαφτιάδες της γης. Οι αντιδράσεις της οθωμανικής εξουσίας στην ελλη­νική επανάσταση»|, στο Θ. Δραγώνα – Φ. Μπιρτέκ (επιμ.), Ελλάδα και Τουρκία. Πολίτης και έθνος-κράτος, Αθήνα 2006, σ. 159-160. Όταν στα έγγραφα γίνεται λόγος γενικά για τους εξεγερμένους Έλληνες, χρησιμοποιείται κυρίως η φράση «Rum taifesi» (C.D. 349/17452, H.H. 507/24953, C.D. 28/1353). Σε μία περίπτωση γίνεται αναφορά στο «μο­χθηρό μιλλέτι» (millet-i habise), H.H. 875/38789-P.

[3] Η. Erdem, «The Greek Revolt and the End of the Old Ottoman Order», στο Π. Πιζάνιας (επιμ.-εισ.), Η Ελληνική επανάσταση του 1821. Ένα ευρωπαϊκό γεγονός, Αθήνα 2009, σ. 286 και του ίδιου, «Μη λογίζετε τους Έλληνες», σ. 162-163.

[4] Z. Toprak, «Από την πολλαπλότητα στην ενότητα: νομοθεσία και νομολογία στην ύστερη οθωμανική αυτοκρατορία», στο Τσ. Κεϋντέρ – Α. Φραγκουδάκη (επιμ.), Ελ­λάδα και Τουρκία. Πορείες εκσυγχρονισμού, Αθήνα 2008, σ. 48 και Erdem, «Μη λογίζετε τους Έλληνες», σ. 160-161.

[5] C.D. 349/17452. Η ίδια φράση επαναλαμβάνεται στο C.D. 28/1353.

[6] Erdem, «Μη λογίζετε τους Έλληνες, σ. 135-137, 162.

[7] C.D. 349/17452. Το περιεχόμενο του φιρμανιού γίνεται γνωστό μέσα από την απάντηση που έστειλε ο εκπρόσωπος καδή του ιεροδικείου του Rusçuk στην σημερινή Βουλγαρία με ημερομηνία 20 Μαΐου 1821.

[8]     Η.Η. 862/38431. Για τις προσπάθειες κινητοποίησης των μουσουλμάνων υπηκόων βλ. Ilicak, «The Revolt», σ. 325-326.

[9] F. Yaşar, Yunan Bağımsızlık Savaşı’nda Sakız Adası, Άγκυρα 2006, σ. 58

[10]   C.D. 139/6910 (δεν κατέστη δυνατή η πρόσβαση στο συγκεκριμένο έγγραφο). Οι σφραγιασθέντες Οθωμανοί ήταν δεκαοκτώ έμποροι που έτυχε την περίοδο εκείνη να βρίσκονται στο Βαθύ. Βλ. Ν. Σταματιάδης, Σαμιακά, τ.1, σ.31 και Μιχαήλ Οικονόμου, Ιστορικά της ελληνικής παλιγγενεσίας, εν Αθήναις 1873, σ. 170. Ωστόσο, ο Οθωμανός διοικητής του νησιού, ο καδής και λιγοστοί Οθωμανοί που διέμεναν στην πρωτεύουσα του καζά της Σάμου, την Χώρα, φυγαδεύτηκαν από τους εκεί προκρίτους στα απέναντι μικρασιατικά παράλια. Μιχαήλ Οικονόμου, ό.π., σ.236.

[11]   C.D. 114/5656, C.D. 333/16624.

[12] Tarih-i Cevdet, τ. 6, σ. 2796· Vak’a-nuvis Es’ad Efendi Tarihi, ed. Z. Yilmazer, Istanbul 2000, σ. 31-32· Ν. Σταματιάδης, ό.π., τ. 1, σ. 50. Στο Η.Η. 1319/51390 αναφέρεται ότι ο μουτεσελλίμης της Σίγλα İlyas Ağa πρότεινε στην Υψηλή Πύλη να σταλεί ο στόλος στον Μοριά προκειμένου να καταπνιγεί η επανάσταση και ο ίδιος με το στρατό που είχε συγκεντρωθεί για την επίθεση στην Σάμο θα παρέμεινε στη θέση του. Σύμφωνα με τον πρόξενο της Levant Company στην Σμύρνη, Francis Werry, μόλις ο Οθωμανός αρχιναύαρχος πληροφορήθηκε την άφιξη του ελληνικού στόλου στα νερά της Σάμου, ανέβαλε την απόβαση στο νησί, R. Clogg, «Smyrna in 1821: Documents from the Levant Company Archives in the Public Record Office», Μικρασιατικά Χρονικά 15 (1972), σ. 339.

[13]   Για την εμπλοκή των Σαμίων και των Ψαριανών στην επανάσταση της Χίου βλ.Yasar, Yunan Bagimsizlik Savapi’nda Sakiz adasi, passim.

[14]   Ν. Σταματιάδης, ό.π., τ.1, σ. 66.

[15]   Για τις καταδρομικές επιθέσεις των Σαμίων και τη σταδιακή μετατροπή τους σε πειρατικές βλ. Δεσπ. Θέμελη – Κατηφόρη, Η δίωξις της πειρατείας και το θαλάσσιον δικαστήριον, τ.Α’, εν Αθήναις 1973, σ. 22,40, 43, 81-82, 115. Είναι ενδεικτικό ότι, όταν κα­τά την Καποδιστριακή περίοδο καταβλήθηκαν σοβαρές προσπάθειες από την επανα­στατική κυβέρνηση προκειμένου να παταχθεί η πειρατεία, οι συλληφθέντες για πειρα­τεία πρόσφυγες που διέμεναν στην Σάμο κατηγόρησαν τις τοπικές αρχές ότι προκειμένου να προστατέψουν τους γηγενείς πειρατές συλλάμβαναν μόνο τους πρόσφυγες. Ανέ­φεραν επίσης ότι δύο από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του νησιού και πρωτα­γωνιστές της επανάστασης, ο Λυκούργος Λογοθέτης και ο Κωνσταντής Λαχανάς, είχαν μερίδια σε πλοία που ασκούσαν πειρατεία. Ό.π., σ. 82, 115, 232-233. Για το ίδιο θέμα βλ. Χρ. Λάνδρος, «Η ληστοπειρατεία στην Σάμο περί τα μέσα του 19ου αιώνα», Πρακτικά συνεδρίου «Η Σάμος από τα βυζαντινά χρόνια μέχρι σήμερα», τ.Β’, Αθήνα 1998, σ. 182­189. Ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τις επιδρομές των Σαμίων στην ευρύτερη περιοχή της Σμύρνης βλ. στο Από τη Σμύρνη στην Ελλάδα του 1821. Η αφήγηση του Πέτρου Μέγγου, Ιωάννινα 2009, σ.287, 290

[16] Η πλέον επιτυχημένη αντίδραση των οθωμανικών δυνάμεων σημειώθηκε τον Ιούνιο του 1825 κατά την άφιξη μίας γολέττας, δύο καϊκιών και τριών τράτων με Σάμιους στο λιμάνι Κοκάρ, όταν οι Οθωμανοί βύθισαν δύο καΐκια και μία τράτα, με αποτέλε­σμα να σκοτωθούν 36 Σαμιώτες και να αιχμαλωτισθούν δύο. Στη μία τράτα βρέθηκαν επίσης τέσσερις αιχμάλωτοι μουσουλμάνοι έμποροι, τους οποίους οι επιτιθέμενοι προ­φανώς σκόπευαν να απελευθερώσουν έναντι ανταλλαγμάτων. Η.Η./899/39520. Το λι­μάνι Kokar, το οποίο αναφέρεται ότι βρισκόταν σε τοποθεσία παράλληλη με τα Βουρλά και κοντά στην Σμύρνη (Η.Η. 653/31939), πιθανόν ταυτίζεται με το Κοκάργιαλι (χωριό Μυρακτή), που βρισκόταν σε κοντινή απόσταση από την Σμύρνη, βλ. Σ. Αναγνωστο- πούλου, Μικρά Ασία, 19ος-1919. Οι ελληνορθόδοξες κοινότητες, σ.177 σημ. 15, 248 σημ. 99. Την εποχή αυτή, πάντως, η περιοχή δεν κατοικούταν. Ας σημειωθεί, ωστόσο, ότι υπάρχει και η τοποθεσία Kokar στο δυτικό άκρο του κόλπου του Σιγατζίκ.

[17]   Η.Η. 875/38789-P, αρζουχάλ (αίτηση) χωρίς ημερομηνία. Για την επίθεση είχε χρησιμοποιηθεί αρκετά μεγάλη στρατιωτική δύναμη, καθώς γίνεται λόγος για 30-40 πλοία που έφθασαν στην περιοχή. Επίσης αναφέρεται η ύπαρξη κατασκόπου των Σαμίων στην κωμόπολη για την οργάνωση της επίθεσης.

[18]   Η.Η. 923/40100-Ε. Το ίδιο πρόβλημα αναφέρεται στο Η.Η. 653/31939, όπου γίνε­ται κατανομή στρατιωτικών αρμοδιοτήτων μεταξύ των βοεβόδων του Σιβρί-χισάρ, Βουρλών και φρουράρχου Σμύρνης για τη φύλαξη του κάστρου του Σιγατζίκ και των δερβενίων στο χωριό Υψηλή και το λιμάνι Κοκάρ. Ήδη από τις αρχές του 16ου αι. ο Πιρί Ρεΐς αναφέρει ότι από το λιμάνι του Σιγατζίκ έως νοτιότερα του όρμου της Υψηλής σύχναζαν πειρατικά πλοία, καθώς τα νερά ήταν ρηχά και οι ακτές επίπεδες, κι επομένως η περιοχή ήταν κατάλληλη για αποβάσεις. Βλ. Δ. Λούπης, Ο Πιρί Ρεΐς (1465-1553) χαρ­τογραφεί το Αιγαίο, Αθήνα 1999, σ. 221. Για τον κόλπο του Σιγατζίκ ως μέρος δράσης πειρατών βλ. και Z. Arikan «15. ve 16. Yuzyillarda Seferihisar, Sigacik ve Korsanlik», στο O Kumrular (εκδ.), Turkler ve Deniz, Κωνσταντινούπολη 2007, σ. 88.

[19]   Η.Η. 899/39520. Βλ. και σημ. 16. Στην απάντησή του ο Mahmud Β’ διαπιστώνει ότι οι αντάρτες επιμένουν στην ίδια τακτική, αλλά «εάν το θέλει ο Θεός, θα βρουν τον μπελά τους».

[20]   Για τους αγιάνηδες βλ. Y. Ozkaya, Osmanli Imparatorlugunda Ayanlik, Άγκυρα 1994. Επίσης H. Inalcik, “Centralization and Decentralization in Ottoman Administra­tion”, στο Thomas Naff και Roger Owen (εκδ.), Studies in Eighteenth Century Islamic History, Carbondale 1977, σ. 27-52. Για περιπτώσεις αγιάνηδων των δυτικών παραλίων της Μικράς Ασίας βλ. G. Veinstein, “Ayan de la region d’ Izmir et le commerce du Lev­ant (deuxieme moitie du XVIIIe siecle)”, Revue de l’Occident musulman et de la Medit- eranee 20 (1975) 131-147. S. Faroqhi, “Wealth and Power in the Land of Olives: Eco­nomic and Political Activities of Muridzade Haci Mehmed Agha, Notable of Edremit”, Making a Living in the Ottoman Lands, 1480 to 1820, Istanbul 1995, σ. 291-311. Y. Na- gata, “Ayan in Anatolia and the Balkans during the Eighteenth and Nineteenth Cen­turies: A Case Study of the Karaosmanoglu Family”, στο A. Anastasopoulos (επιμ.), Provincial Elites in the Ottoman Empire. Halcyon Days in Crete (10-12 January2003), Ρέθυμνο 2005, σ.269-294. Για μια πρόσφατη θεώρηση της βιβλιογραφίας για το ζήτημα των αγιάνηδων βλ. Canay §ahin, The Rise and Fall of an Ayan Family in Eighteenth Century Anatolia: The Caniklizades (1737-1808), αδημ. διδ. διατριβή, Bilkent University 2003, σ. 23-38.

[21]   Nagata, ό.π., σ. 275-276.

[22]   Nagata, ό.π., σ. 275, 288.

[23] Canay, ό.π., σ. 31-32.

[24]   Βλ. Őzkaya, ό.π., σ. 295-301, Canay, ό.π, σ. 34. Κατά τον Slade, ο οποίος ταξίδε­ψε στην Μικρά Ασία την εποχή της βασιλείας του Mahmud Β’, οι ντερεμπέηδες «had two crimes in the eyes of Mahmoud II: they held their property from their ancestors, and they had riches”. A. Slade, Records of Travels in Turkey, Greece, etc., τ.1, Baltimore 1833, σ. 118. Σύμφωνα όμως με τον Nagata, η συγκεντρωτική πολιτική του Mahmud Β’ επηρέασε περισσότερο τους αγιάνηδες που εμπλέκονταν στο σύστημα των φοροενοικιάσεων και όχι αυτούς που βάσιζαν την κοινωνική και οικονομική ισχύ τους στα τσι­φλίκια και τα βακούφια, Nagata, ό.π., σ. 270.

[25]   Η.Η. 935/40470. Η επίθεση έγινε στις 10 Şevval 1238 (8 Ιουνίου 1823) από μεγάλη, κατά τον φρούραρχο, δύναμη Σαμίων, που έφθανε τα 1.000 άτομα (αριθμός υπερβολι­κός που αποσκοπούσε στο να δικαιολογήσει την ανεπάρκεια του γράφοντα) και οι οποίοι κατέφθασαν με περίπου 30 περάματα και βάρκες, 5 τράτες και 1 μαρτίγο. Η επί­θεση ήταν επιτυχής, καθώς παρά την κινητοποίηση των τοπικών αρχών και τις ενισχύ­σεις που έστειλε ο φρούραρχος, σκοτώθηκαν πέντε μουσουλμάνοι και τέσσερις Σαμιώτες, ενώ αρκετοί από τους τελευταίους τραυματίστηκαν, χωρίς όμως να συλληφθούν, εφόσον οι Σάμιοι κατόρθωσαν και τους φυγάδευσαν στα πλοία.

[26]   Η.Η. 285/17123. Σύμφωνα με τον Esad Efendi, ο Mustafa Reşid Paşa απασχο­λούσε ανίκανους αξιωματούχους, ενώ ο ίδιος δεν μπόρεσε να οργανώσει την προφύλαξη των περιοχών επιδεικνύοντας νωθρότητα και αδιαφορία. Vak’a-nuvis Es’ad Efendi Tarihi, σ. 227. Ο Mustafa Reşid Paşa αντικαταστάθηκε από τον ilyas-zade ilyas Aga (H.H 285/17123).

[27]   C.D.114/5672. Για την επίθεση βλ. και Επ. Σταματιάδης, Σαμιακά, τ. Β’, Αθήνα 1965, σ. 297, όπου γίνεται λόγος για δύναμη 50 Σαμίων.

[28] Η.Η. 938/40524. Βλ. και Ν. Σταματιάδης, ό.π., τ.1, σ. 70.

[29] Η.Η. 653/31939.

[30]   Η.Η. 751/35467. Για τις ταραχές στην Σμύρνη που προκλήθηκαν από τους άτα­κτους στρατιώτες και από χαμηλόβαθμους γενίτσαρους το καλοκαίρι του 1821 βλ. Clogg, ό.π., κυρίως σ. 330, 333-334.

[31]   Őzkaya, Ayanlik, σ.105-106, 109, 121-122, 253-254. Για τον İlyas-zade İlyas Ağa  βλ. επίσης Comte de Forbin, Voyage dansleLevant, en 1817et 1818, Paris 1819, σ. 54-55, ο οποίος σημειώνει ότι η επικράτεια εξουσίας του εκτεινόταν από την περιοχή έξω από την Σμύρνη έως 12 μίλια νότια του ποταμού Μαιάνδρου (Menderes). Βλ. επίσης και Slade, ό.π., τ.1, σ. 117.

[32] Η.Η. 410/21336

[33] Η.Η. 938/40524.

[34] Η.Η. 285/17123 και Vak’a-nuvis Es’ad Efendi Tarihi, σ. 227.

[35]   Επ. Σταματιάδης, ό.π., τ. Β’, σ. 126-128. Για το δίκαιο τρόπο με το οποίο διοικού­σε την περιοχή που εξουσίαζε και την οξυδέρκεια του  İlyas-zade κάνει λόγο και ο Forbin, ό.π.

[36]   Η.Η. 938/40524. Τα υπάρχοντα, οι προμήθειες και τα ζώα που εγκαταλείφθηκαν από τους φυγάδες ραγιάδες μεταφέρθηκαν στα υπόλοιπα τσιφλίκια του İlyas-zade. Η περιουσία του İlyas-zade υπέστη ζημιές και από τις ταραχές που ξέσπασαν στο Κουσάντασι με ευθύνη των ατάκτων του οθωμανικού στρατού μετά την αποτυχημένη απόπει­ρα απόβασής τους στην Σάμο το καλοκαίρι του 1821, βλ. Slade, ό.π., τ. 1, σ. 117. Για τις ταραχές βλ. επίσης Επ. Σταματιάδης, ό.π., τ. Β’, σ. 152-153 και Clogg, ό.π., σ. 339-340.

[37]   Για μια αποτίμηση των μεταρρυθμιστικών προσπαθειών του Mahmud Β’ βλ. R. Davison, Reform in the Ottoman Empire, 1836-1876, Princeton 1963, σ. 25-36.

[38] Βλ. Erdem, “The Greek Revolt”, σ. 288.

 

Σοφία Λαΐου

Ιόνιο Πανεπιστήμιο – Τμήμα Ιστορίας

1821, Σάμος και Επανάσταση, ιστορικές προσεγγίσεις, Πρακτικά συνεδρίου, Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχεία Ν. Σάμου, Αθήνα 2011. 

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που παρατίθενται στο κείμενο, οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 


Σπετσιώτης Γιάννης Μ. – «Ο καπετάν Αντώνης Σταμ. Μήτσας (1832-1897)»

$
0
0

Σπετσιώτης Γιάννης Μ. – «Ο καπετάν Αντώνης Σταμ. Μήτσας (1832-1897)»


 

Κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο του Γιάννη Μ. Σπετσιώτη με τίτλο:  «Ο καπετάν Αντώνης Σταμ. Μήτσας (1832-1897)». Πρόκειται για μια λεπτομερή μονογραφία του Ερμιονίτη αξιωματικού και βουλευτή Αντώνη Σταμ. Μήτσα, γιου του Σταμάτη και της Μαρίας Μήτσα, καρπός μακροχρόνιας έρευνας και μελέτης.

Ως αξιωματικός ο ήρωας μας συμμετείχε στην Επανάσταση της Θεσσαλίας (1854), στην Κρητική Επανάσταση (1866) και στη Θεσσαλική Επανάσταση (1878). Ήταν παρών στη λαϊκή εξέγερση του 1862 που οδήγησε στην ανατροπή και την έξωση του Βασιλιά Όθωνα, καθώς και στον εμφύλιο πόλεμο του 1863 μεταξύ «Ορεινών» και «Πεδινών». Επίσης ως επικεφαλής ομάδας ανδρών πέτυχε τη διάλυση των ληστρικών συμμοριών που μάστιζαν την Αττική. Ως πολιτικός ο Αντώνης Σταμ. Μήτσας, από το 1865 και για μια 20/ετία, συμμετείχε σε εννέα εκλογικές αναμετρήσεις από τις οποίες τις 6 εκλέχτηκε βουλευτής Ερμιονίδας.

Τις σελίδες του βιβλίου κοσμούν σπάνιες φωτογραφίες, ενώ πίνακας που απεικονίζει τον αξιωματικό Αντώνη Σταμ. Μήτσα, έργο του ζωγράφου Ευσταθίου Μ. Μπούκα (1870-1960), βρίσκεται στο γραφείο του Προέδρου της Κοινότητας Ερμιόνης.

 

«Ο καπετάν Αντώνης Σταμ. Μήτσας (1832-1897)»

 

Στον πρόλογο του βιβλίου σημειώνει ο συγγραφέας:

 

Τα τελευταία χρόνια ασχολούμαι συστηματικά με τη μελέτη της ιστορικής ερμιονίτικης οικογένειας των Μητσαίων και κατά καιρούς έχω αρθρογραφήσει για τα περισσότερα μέλη της.

Η παρούσα εργασία αφορά στη ζωή και τη δράση του ήρωα Αντώνη Σταμ. Μήτσα. Το υλικό που έχει προκύψει από την έρευνα στα αρχεία και τις σημειώσεις από τις χιλιάδες σελίδες που έχω μελετήσει σε πρωτογενείς πηγές και ιστορικά βοηθήματα είναι τεράστιο.

Έτσι, έκρινα σκόπιμο, να το παρουσιάσω χωρίς ανώφελες περιττολογίες, σε μια μονογραφία, που εκτός των άλλων, λόγω του θέματος θα περιέχει και αρκετές πληροφορίες της τοπικής μας ιστορίας (στρατιωτικά γεγονότα και πολιτικές εξελίξεις) του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα (1850 – 1899). Και αυτό γιατί ο ήρωας μας, Αντώνης Μήτσας, συμμετείχε για σαράντα χρόνια στα πεδία των μαχών τριών μεγάλων πολεμικών αναμετρήσεων, στην Επανάσταση της Θεσσαλίας το 1854, στην Κρητική Επανάσταση του 1866 και στην Θεσσαλική Επανάσταση του 1878.

Tο δε στρατιωτικό του σώμα ήταν στρατολογημένο κυρίως από άνδρες της επαρχίας μας (Ερμιονίδας), της ευρύτερης περιοχής του Νομού Αργολίδας καθώς και των γύρω νησιών Ύδρας, Σπετσών και Πόρου. Κάποιοι από αυτούς έπεσαν ηρωικά ή τραυματίστηκαν σ’ εκείνες τις μάχες. Ορισμένα ονόματα των πεσόντων διασώθηκαν και αναγράφονται στην παρούσα μελέτη.

Επίσης ήταν παρών, ως υποστηρικτής του Βασιλιά Όθωνα, στη λαϊκή εξέγερση του 1862 που οδήγησε στην ανατροπή και την έξωση του, καθώς και στον εμφύλιο πόλεμο του 1863 μεταξύ «Ορεινών» και «Πεδινών».

Ο Αντώνης Σταμ. Μήτσας για είκοσι χρόνια πρωτοστάτησε και στην πολιτική σκηνή της χώρας, όπως ο πατέρας του, μαζί με τον διακεκριμένο πολιτικό της Ερμιονίδας και της Ελλάδας Γεώργιο Ιω. Μίληση, καθώς και άλλους αξιόλογους βουλευτές της επαρχίας μας.

Τέλος, θεωρώ αναγκαίο να αναδειχθούν από τη μελέτη αρχειακών πηγών, εκτός από τα στρατιωτικά και πολιτικά γεγονότα και άλλες άγνωστες πτυχές της τοπικής μας Ιστορίας και του Πολιτισμού.

Ως τέτοιες θεωρούμε την εκκλησιαστική λατρεία, την εκπαίδευση, το εμπόριο, την οικονομία, τις τέχνες, τις παραδόσεις, την κοινωνική και οικογενειακή ζωή.

Πιστεύω πως η αναζήτηση, ανακάλυψη, διάσωση, μελέτη και διάδοση της τοπικής Ιστορίας και του Πολιτισμού συμβάλλει στη γνώση της σύγχρονης ταυτότητάς μας και καλλιεργεί τη συνείδηση και την ευθύνη για όσα έχουμε κληρονομήσει από τις προηγούμενες γενιές και για όσα οφείλουμε να αφήσουμε παρακαταθήκη στις επόμενες…

Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να το αναζητήσουν στις βιβλιοθήκες Κρανιδίου, Ερμιόνης και στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

«Ο καπετάν Αντώνης Σταμ. Μήτσας (1832-1897)»

Γιάννης Μ. Σπετσιώτης

Σχήμα: 17Χ24

Σελίδες: 74

ΙSBN 978-618-83000-3-3

 

Όπου γη πατρίδα – Έλληνες μετανάστες στον κόσμο

$
0
0

Όπου γη πατρίδα – Έλληνες μετανάστες στον κόσμο


 

«Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Διαβάστε σήμερα στο «Ελεύθερο Βήμα», άρθρο του Φιλόλογου – Συγγραφέα Αλέξη Τότσικα, με θέμα:

«Όπου γη πατρίδα – Έλληνες μετανάστες στον κόσμο»

 

Η Ελλάδα αποτέλεσε για μεγάλο χρονικό διάστημα χώρα αποστολής μεταναστών. Πολλοί Έλληνες αποφάσισαν να αναζητήσουν ένα καλύτερο αύριο στο εξωτερικό. Κύριους προορισμούς των Ελλήνων μεταναστών αποτέλεσαν η Αυστραλία, η Ευρώπη και η Αμερική.  Έλληνες όμως μπορούμε να συναντήσουμε στα πιο απίθανα μέρη και σε κάθε γωνιά της γης. Οι Έλληνες πήγαν κυριολεκτικά παντού. Η ελληνική καρδιά κτύπησε σε όλο τον κόσμο. Τα πρώτα υπερωκεάνια δημιουργούνται και ναυτολογούν τους Έλληνες μετανάστες για να φτάσουν στην Αμερική, την Αυστραλία, τον Καναδά, τη Νότια Αφρική, τη Γερμάνια, τη Γαλλία, την Αίγυπτο και άλλες χώρες υποδοχής.

Τα κύρια αίτια μετανάστευσης ήταν, και είναι ακόμη, η φτώχεια και το ανήσυχο ελληνικό πνεύμα, δηλαδή η αναζήτηση περιπέτειας και εμπειριών. «Πρώτα γίνεσαι φτωχός και μετά μετανάστης» έλεγαν οι παλαιοί και δεν είχαν άδικο. Όπλο τους η ψυχική τους αντοχή, γιατί το όραμα μιας καλύτερης ζωής στηρίζεται στην ελπίδα, που αποτελεί το χρυσάφι των φτωχών. Στις χώρες που πήγαν η εργασία για την απόκτηση αγαθών ήταν σκληρή. Κάθε μετανάστης κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια, με υπερβολικό κόπο και μεγάλες ταλαιπωρίες, για να επιβιώσει ο ίδιος και να στέλνει λίγα χρήματα, που ανακούφιζαν τη φτώχεια των δικών του, που είχαν μείνει στην πατρίδα.

Πότε ξεκίνησε η μετανάστευση των Ελλήνων; Μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμού σημειώθηκαν από τη βυζαντινή περίοδο και κατά την εποχή της τουρκοκρατίας, μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Το φεουδαρχικό καθεστώς και η οικονομική εκμετάλλευση των πληθυσμών, οι φυλετικές διακρίσεις και ο πνευματικός σκοταδισμός ανάγκασαν πολλούς Έλληνες να μεταναστεύσουν προς τη Δύση, Αίγυπτο, Ρωσία και Ρουμανία, όπου πολλοί από αυτούς πέτυχαν οικονομικά και κοινωνικά και δημιούργησαν στους τόπους αυτούς ελληνικές παροικίες.

Σύμφωνα με έρευνα του καθηγητή Αναστασίου Τάμη, επικεφαλής του Εθνικού Κέντρου Ελληνικών Μελετών και Ερευνών (ΕΚΕΜΕ) του πανεπιστημίου Λατρόμπ της Μελβούρνης, ο Χριστόφορος Κολόμβος το 1484 πήγε στη Χίο και πήρε οκτώ έμπειρους ναυτικούς, για να τον βοηθήσουν στο ταξίδι του για την ανακάλυψη της Αμερικής. Από τότε στη Βραζιλία και την Αργεντινή, καθώς και στη Βενεζουέλα και την Ουρουγουάη οι Χιώτες πρωτοστάτησαν στην ίδρυση Ελληνικών Κοινοτήτων που υπάρχουν έως τις μέρες μας.

Το 1528 ο Έλληνας Δον Τεόντορο Γκριέγκο (Don Theodoro) αποβιβάστηκε στη Φλόριντα των ΗΠΑ με την εξερευνητική αποστολή του Ισπανού Narváez και πέθανε εκεί, όπως οι περισσότεροι από τους συντρόφους του.

 

Ο Δον Θεόδωρος Griego, ο οποίος μεγαλούργησε με τις ιδιαίτερες ικανότητες και την εργατικότητά του. Το άγαλμά του έχει στηθεί στην Τάμπα της Φλόριδα με πρωτοβουλία της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Φλόριδας. Τα αποκαλυπτήρια είχαν γίνει με επίσημη τελετή στις 8 Ιανουαρίου 2005.

 

Το 1592 ο Έλληνας καπετάνιος από την Κεφαλονιά Ιωάννης Φωκάς ή Απόστολος Βαλεριάνος, γνωστός με το ισπανικό όνομα Χουάν ντε Φούκα, ο οποίος υπηρετούσε το ισπανικό στέμμα και γι’ αυτό έμεινε γνωστός στην ιστορία ως Χουάν ντε Φούκα, αναζητώντας το βόρειο πέρασμα, που συνέδεε τον Ειρηνικό με τον Ατλαντικό ωκεανό, ανακάλυψε ένα θαλάσσιο δίαυλο στα σημερινά διεθνή σύνορα των ΗΠΑ με τον Καναδά, ο οποίος αργότερα πήρε το όνομά του: «Πορθμός Χουάν ντε Φούκα».

 

5η/2018 – Μονή Σειρά Γραμματοσήμων – Φεγιέ. Ιωάννης Φωκάς – Ο Πρώτος Έλληνας Θαλασσοπόρος στον ΝΔ Καναδά.

 

Ιωάννης Φωκάς

 

Τον Απρίλιο του 2018 τα ΕΛΤΑ κυκλοφόρησαν σε πρώτη παγκόσμια γραμματόσημο αφιερωμένο στον Ιωάννη Φωκά, ενώ μεγάλου μεγέθους προτομή με την συμβολική μορφή του τοποθετήθηκε ως μόνιμο έκθεμα στο «Μουσείο του Βανκούβερ» και στο λιμάνι Αργοστολίου το οποίο φέρει πλέον το όνομά του.

 

Το 1768 περίπου 500 Έλληνες από τη Σμύρνη, την Κρήτη και τη Μάνη εγκαταστάθηκαν και δημιούργησαν την αποικία Νέα Σμύρνη στη Φλόριντα. Πολλοί από τους αποίκους αρρώστησαν και πέθαναν, ενώ οι υπόλοιποι το 1776 μεταφέρθηκαν στον Άγιο Αυγουστίνο της Φλόριντα, όπου σώζεται το πρώτο ξύλινο σχολείο των ΗΠΑ, το οποίο δημιούργησε στις αρχές του 19ου αιώνα ο Ιωάννης Γιαννόπουλος από τη Μάνη, απόγονος των πρώτων αποίκων.

Η συστηματική μετανάστευση Ελλήνων άρχισε το β΄ μισό του 19ου αιώνα. Το 1897 η Ελλάδα χάνει τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο, καταστρέφεται οικονομικά και της επιβάλλεται Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος. Η κακή οικονομική κατάσταση της χώρας, που θα γίνει ακόμα χειρότερη με τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-13 και τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο που ακολούθησε, οδήγησε ένα μεγάλο αριθμό Ελλήνων στη μετανάστευση. Υπολογίζεται πως στην εικοσαετία 1900-1920 το 8% περίπου του συνολικού πληθυσμού της χώρας μετανάστευσε στο εξωτερικό, κυρίως στις ΗΠΑ και την Αυστραλία, ενώ αρκετοί κατευθύνθηκαν την ίδια εποχή στη Νότια Αφρική.

Μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο παρατηρήθηκε δεύτερο κύμα μετανάστευσης για πολιτικούς ή για οικονομικούς λόγους. Πολιτικοί μετανάστες ήταν αρκετοί από τους ηττημένους κομμουνιστές του Εμφυλίου πολέμου, που κατέφυγαν στις σοσιαλιστικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Ως οικονομικοί μετανάστες έφυγαν πολλοί φτωχοί  Έλληνες, κυρίως από τη Βόρεια Ελλάδα, με προορισμό χώρες της Ευρώπης όπως η Γερμανία, το Βέλγιο, η Σουηδία, αλλά και για τον Καναδά και την Αυστραλία.

 

Έλληνες μετανάστες στην Αμερική

 

Η Αμερική από τις αρχές του 19ου αιώνα έγινε πόλος έλξης για Έλληνες μετανάστες, που πήραν τη φτώχεια τους, άφησαν τα χωριά τους και έφθασαν εκεί αναζητώντας καλύτερες συνθήκες ζωής. Μέχρι το 1880 οι Έλληνες μετανάστες στις ΗΠΑ δεν ξεπερνούσαν τις 2.000. Την εποχή εκείνη οι Έλληνες που πήγαιναν στις ΗΠΑ προέρχονταν από τη Μικρά Ασία και τα ελληνικά νησιά, που ανήκαν στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Οι πρώτοι Έλληνες μετανάστες εγκαταστάθηκαν σε μεγάλα αστικά και βιομηχανικά κέντρα, όπου έβρισκαν εύκολα εργασία.

Στα 1890 ζούσαν στις ΗΠΑ περίπου 15.000 Έλληνες. Τη δεκαετία του 1890 η μετανάστευση αυξήθηκε, κυρίως λόγω των πολλών οικονομικών ευκαιριών που υπήρχαν στις ΗΠΑ και λόγω των δυσκολιών που αντιμετώπιζαν οι χριστιανοί στο Οθωμανικό κράτος και, αργότερα, λόγω των βαλκανικών πολέμων και του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Από το 1890 ως το 1917 έφτασαν στις ΗΠΑ 450.000 Έλληνες μετανάστες κι άλλοι 70.000 από το 1918 ως το 1924. Οι περισσότεροι εργάζονταν στις πόλεις των βορειοανατολικών ΗΠΑ και λιγότεροι ως εργάτες στο σιδηρόδρομο και στα μεταλλεία των δυτικών ΗΠΑ.

 

Οι Έλληνες μετανάστες στα ορυχεία του Ροκφέλερ.

 

 Το 1900 οι αμερικανικές αρχές κατάργησαν τους περιορισμούς στην είσοδο Ελλήνων μεταναστών. Έτσι ο αριθμός τους αυξήθηκε εντυπωσιακά. Σε μεγάλα αστικά κέντρα των ΗΠΑ δημιουργήθηκαν ελληνικές γειτονιές. Μικρές ελληνικές επιχειρήσεις, κυρίως εστιατόρια, καφενεία και παντοπωλεία άρχισαν να εμφανίζονται παντού. Η ομογένεια οργανώνεται σε ελληνορθόδοξες ενορίες, εθνικοτοπικούς συλλόγους και άλλες οργανώσεις. Το 1915 εμφανίστηκε στη Νέα Υόρκη η ελληνική εφημερίδα «Εθνικός Κήρυξ», η οποία εξακολουθεί να κυκλοφορεί μέχρι σήμερα, και το 1922 δημιουργήθηκε η μεγαλύτερη και μακροβιότερη ελληνική οργάνωση ΑΧΕΠΑ (AHEPA: American Hellenic Educational and Progressive Association), με σκοπό τον αγώνα για την ενσωμάτωση των Ελλήνων στην αμερικανική κοινωνία και τα πολιτικά τους δικαιώματα, καθώς και κατά των διακρίσεων, τον φανατισμό και του μίσους της Κου-Κλουξ-Κλαν.

 

Τα μέλη της «Mother Lodge» και οι εκπρόσωποι των κεφαλαιούχων τραβούν την φωτογραφία τους στο πρώτο Ανώτατο Συνέδριο AHEPA, που πραγματοποιήθηκε στην Ατλάντα 14-17 Οκτωβρίου 1923.

 

Οι Έλληνες μετανάστες εκείνη την εποχή ήταν κατά 90% άντρες και προσδοκούσαν να εργαστούν και να επιστρέψουν στην πατρίδα τους με κάποιο κεφάλαιο, ώστε να ενισχύσουν την οικογένειά τους. Όμως, δυο παράγοντες άλλαξαν τα δεδομένα και τις προσδοκίες τους.

Ο πρώτος ήταν η απώλεια των πατρογονικών εδαφών, που τους στέρησε το δικαίωμα να επιστρέψουν. Το 1913, με το τέλος των βαλκανικών πολέμων, οι τόποι καταγωγής 60.000 Ελληνοαμερικανών βρέθηκαν υπό βουλγαρική κυριαρχία και το 1923 οι πατρίδες 250.000 Ελλήνων των ΗΠΑ παρέμειναν υπό τουρκική κυριαρχία και οι ομοεθνείς τους αναγκάστηκαν να τις εγκαταλείψουν είτε λόγω διωγμών είτε έπειτα από την αναγκαστική ανταλλαγή πληθυσμών, που επέβαλε η Συνθήκη της Λωζάνης. Έτσι πολλοί Έλληνες της Αμερικής ξέχασαν το όνειρο της επιστροφής.

Ο δεύτερος ήταν η αλλαγή της αμερικανικής νομοθεσίας. Το 1923 οι ΗΠΑ αναθεώρησαν τους κανόνες για την ευρωπαϊκή μετανάστευση και έδωσαν το δικαίωμα στους μετανάστες να πάρουν την αμερικανική υπηκοότητα και να φέρουν στις ΗΠΑ τις οικογένειές τους για μόνιμη εγκατάσταση. Κατά την εικοσαετία 1925 ως 1945 έφτασαν στην Αμερική γύρω στα 30.000 νέα άτομα από την Ελλάδα. Τα περισσότερα από αυτά ήταν πραγματικές ή εικονικές νύφες για ανύπαντρους Έλληνες άνδρες. Μεγάλος αριθμός Ελλήνων άρχισε να έρχεται πάλι στις ΗΠΑ μετά το 1945. Αιτία ήταν οι οικονομικές καταστροφές, που υπέστησαν από το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και από τον Εμφύλιο Πόλεμο που ακολούθησε. Από το 1946 ως το 1982 μετανάστευσαν στις ΗΠΑ περίπου 211.000 Έλληνες.

Οι πρώτες ελληνικές οικογένειες μεταναστών στην Αμερική, επιζητούσαν να μένουν η μία κοντά στην άλλη για προστασία, καθώς αντιμετωπίστηκαν με εχθρότητα από τους Αμερικανούς. Τους θεωρούσαν τους πιο ανεπιθύμητους μετανάστες. Το κατακάθι της Ευρώπης. Δεν τους θεωρούσαν καν λευκούς, αλλά μιγάδες. Οι Εργοδότες τους έβαζαν να κάνουν τις πιο επικίνδυνες δουλειές και τους πλήρωναν με τα μικρότερα μεροκάματα.

 

Ελληνικό καφενείο στο Σολτ Λέικ Σίτι, πρωτεύουσα της πολιτείας Γιούτα των Η.Π.Α., περίπου 1915- 1920. Ο ιδιοκτήτης Emanuel Katsanevas όρθιος μπροστά. Αυτό και πολλά άλλα καφενεία ήταν όπου Έλληνες εργάτες και ανθρακωρύχοι έπιναν καφέ, κάπνιζαν, έπαιζαν χαρτιά και διάβαζαν εφημερίδες από την Ελλάδα και τη Γιούτα. Αρχείο: Utah State Historical Society.

 

Χωρίς να το θέλουν,  οι πρώτοι Έλληνες μετανάστες έγιναν θύματα των ρατσιστών. Αντιμετωπίστηκαν ως εισβολείς που απειλούσαν τις θέσεις εργασίας και τα χρηστά ήθη των «γνήσιων» Αμερικανών, ενώ κατηγορήθηκαν ως υπεύθυνοι για την αύξηση της εγκληματικότητας.

Η λέξη «Έλληνας» εκστομιζόταν εναντίον τους ως βρισιά.  Τους αποκαλούσαν «dirty Greeks», «denkatalaveni», newcomers με τα παράξενα ονόματα. Πολλοί αναγκάστηκαν να κόψουν τα επίθετά τους και να αλλάξουν τα μικρά τους ονόματα. Ο Αθανάσιος θα γίνει Tom. Ο Κωνσταντίνος θα γίνει Gus. Ο Δημήτρης θα γίνει Jim. O Παναγιώτης, Pete. O Ηλίας, Louis …

Η ελληνική παροικία της Βόρειας Αμερικής έζησε για δεκαετίες το ρατσισμό, την ξενοφοβία και τον κοινωνικό αποκλεισμό σε μια ήπειρο, που αναγνώριζε μόνο τους «λευκούς» ως πολίτες και είχε κατατάξει τους Έλληνες βιολογικά και ηθικά σε μια υποδεέστερη φυλή. Τέτοια ρατσιστικά επιχειρήματα χρησιμοποιούνταν από την πολιτεία, αλλά και από εργοδότες που παραβίαζαν τα δικαιώματα των Ελλήνων μεταναστών. Οι Αμερικανοί περιφρονούσαν τους Έλληνες μετανάστες, διότι τους θεωρούσαν απείθαρχους, βρώμικους και βίαιους και πίστευαν ότι οι Έλληνες δεν είχαν τον πατριωτισμό και την ευγενή ψυχή που απαιτούσε η χώρα.

Κατά την άφιξή τους στο λιμάνι της Νέας Υόρκης οι Έλληνες έπρεπε να μείνουν για ένα διάστημα σε καραντίνα στο νησάκι Έλις και να περάσουν από υγειονομικό έλεγχο. Αν κάτι δεν πήγαινε καλά, το ταξίδι της επιστροφής περίμενε τον απελπισμένο μετανάστη. Οι υπόλοιποι ξεκινούσαν τη ζωή τους με την αρνητική εικόνα του «βρωμοέλληνα», την οποία προσπαθούσαν να ανατρέψουν. Στον αμερικανικό Νότο οι Έλληνες, όπως και οι μαύροι και οι Μεξικανοί, αντιμετώπισαν τη βία και τον τρόμο της Ku Klux Klan. Η φοβερή αυτή ρατσιστική οργάνωση ταλαιπώρησε αφάνταστα τους Έλληνες μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του  1920 κάνοντας επιδρομές σε ελληνικές συνοικίες. Μόνο με τον ελληνο-ιταλικό πόλεμο του 1940 και τον ηρωικό αγώνα των Ελλήνων κατά του φασισμού άρχισε να αλλάζει η εικόνα για τους Έλληνες μετανάστες της Αμερικής.

Στην Αμερική σύντομα ο Έλληνας ανακάλυψε ότι υπήρχε ένας θεός που τον έλεγαν «Business». Αλλά ως μετανάστης ήξερε ότι για να πετύχει έπρεπε να αρχίσει πλένοντας πιάτα, δουλεύοντας στο εργοστάσιο, ως εργάτης στον σιδηρόδρομο, ως λούστρος στον δρόμο ή ως πλανόδιος πωλητής. Τσιγάρα, λουλούδια, λαχανικά και άλλα εμπορεύματα διακινούνταν σε στενά δρομάκια από τους Έλληνες μετανάστες της πρώιμης περιόδου. Ψάχνοντας για δουλειά πολλοί μετανάστες τριγυρνούσαν σε διάφορα σημεία της πόλης περιμένοντας ένα νεύμα. Χωρίς να γνωρίζουν τη γλώσσα, προσπαθούσαν να επιβιώσουν σε δύσκολες συνθήκες και συχνά βρίσκονταν αντιμέτωποι με απρόβλεπτες καταστάσεις.

 

Ιδιοκτήτης ελληνικού καφενείου. Φωτογράφος, Arthur Rothstein, 1938.

 

Οι πρώτοι Έλληνες μετανάστες στις ΗΠΑ αναλάμβαναν πολύ βαριές δουλειές και με χαμηλά μεροκάματα. Ο Έλληνας μετανάστης έπασχε να βρει μια δουλειά, οποιαδήποτε δουλειά, σε οποιοδήποτε σημείο της Αμερικής που θα του εξασφάλιζε ένα σταθερό, έστω και μικρό μεροκάματο.

 

Ελληνικό καφενείο στο Μανχάταν το 1940. Καρέ του Andreas Feininger.

 

Οι δυσκολίες αυτές βοήθησαν να δημιουργηθεί το σύστημα του αφεντικού, που εκμεταλλευόταν με κάθε τρόπο τους μετανάστες. Νεαροί Έλληνες έγιναν θύματα εκμετάλλευσης προστατών, που τους έπαιρναν το μεροκάματο και τους εκμεταλλεύονταν σωματικά και ηθικά. Αυτοί κανόνιζαν σε ποιον θα δώσουν δουλειά και βοήθεια στις δυσκολίες που συναντούσαν λόγω γλώσσας και αυτοί γίνονταν διαιτητές σε κάθε καβγά. Η απόφαση του «boss» ήταν νόμος ανάμεσα στους εμιγκρέδες.

 

Έλληνες λούστροι στην Ινδιανάπολη. Αύγουστος του 1908. Αρχείο: US Library of Congress.

 

Με την πάροδο των χρόνων η ελληνική ομογένεια στις ΗΠΑ άρχισε να βελτιώνεται τόσο οικονομικά όσο και κοινωνικά. Από τη δεκαετία του 1960 πολλοί Ελληνοαμερικανοί δεύτερης και τρίτης γενιάς άρχισαν να αναμειγνύονται και στην πολιτική ζωή της χώρας. Ο Σπύρο Άγκνιου (Αναγνωστόπουλος), ο Τζον Μπραδήμας, ο Μάικλ Δουκάκης, ο Πωλ Σαρμπάνης, ο Πωλ Τσόγκας, ο Τζωρτζ Στεφανόπουλος, ο Τζωρτζ Τένετ και ο Τζον Νεγκρεπόντε (Νεγρεπόντης) ανέβηκαν ψηλά στην αμερικανική πολιτική ζωή, αν και οι περισσότεροι από αυτούς απομακρύνθηκαν από την ελληνική ομογένεια.

 

Salt Lake City, Greek School, φωτογραφία τελετής αποφοίτησης μαθητών, περίπου το 1920, Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία της Αγίας Τριάδας. Ομαδικό πορτρέτο αποφοίτησης 70 παιδιών με τους καθηγητές τους. Ελένη Χαλόρι (αριστερά) και η κυρία Ιωάννη Βαρανάκη (ακροδεξιά). Συνοδεύονται από μέλη της σχολικής επιτροπής (επάνω σειρά, αριστερά προς τα δεξιά), Mike Varonakis, William Souvall και George Tountas, πίσω η Εκκλησία της Αγίας Τριάδας. Helen Z. Papanikolas Collection, Utah State Historical Society.

 

Ελία Καζάν (1909 – 2003). Ελληνικής καταγωγής σκηνοθέτης και ηθοποιός, με σημαντική καριέρα στο Χόλιγουντ.

Άλλα άτομα ελληνικής καταγωγής, όπως ο γιατρός Γεώργιος Παπανικολάου, ο σκηνοθέτης Ελία (Ηλίας) Καζάν, ο πεζογράφος Τζέφφρυ Ευγενίδης, ο σκηνοθέτης Αλεξάντερ Πέιν (Παπαδόπουλος), η ηθοποιός Ολυμπία Δουκάκη, ο ηθοποιός Τέλλυ Σαβάλας, ο αρχιτέκτονας και επιστήμονας της Πληροφορικής Νίκολας Νεγκρεπόντε κ.ά., έγιναν πολύ γνωστά ονόματα στον χώρο των τεχνών και των επιστημών. Πολλοί Έλληνες καλλιτέχνες, όπως ο αρχιμουσικός Δημήτρης Μητρόπουλος, η υψίφωνος Μαρία Κάλλας, η ηθοποιός Έλλη Παππά κ.ά., εργάστηκαν για μεγάλα χρονικά διαστήματα στις ΗΠΑ. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι οι πρώτες ηχογραφήσεις ελληνικής μουσικής έγιναν στις ΗΠΑ.

Μεγάλος αριθμός Ελληνοαμερικανών υπάρχει στη Νέα Υόρκη, κυρίως στην Αστόρια, στη συνοικία Κουίνς. Επίσης, αρκετοί κατοικούν στις πόλεις Ντιτρόιτ, Βοστόνη, Κλίβελαντ και Σικάγο. Μεγάλη ελληνοαμερικανική κοινότητα υπάρχει ακόμη στη Φλόριντα. Απογραφικά στοιχεία έδειξαν ότι το 1990 στις ΗΠΑ κατοικούσαν περίπου 700.000 άτομα με ελληνική καταγωγή και από τους δύο γονείς και 400.000 άλλα άτομα με κάποια ρίζα ελληνική. Σύμφωνα με επίσημους αμερικανικούς υπολογισμούς το 2000 ζούσαν στις ΗΠΑ 1.153.295 άτομα ελληνικής καταγωγής και 365.435 από αυτά τα άτομα μιλούσαν ελληνικά στο σπίτι τους. Κατά το State Department 3.000.000 περίπου κάτοικοι των ΗΠΑ ανέφεραν το 2005 ότι έχουν ελληνική καταγωγή, αριθμός που φαίνεται υπερβολικός.

 

Οι Έλληνες  στην Αυστραλία

 

Οι πρώτοι Έλληνες που αποβιβάστηκαν στην Αυστραλία ήταν επτά νεαροί από την Ύδρα, οι οποίοι έφτασαν εκεί το 1828 καταδικασμένοι σαν πειρατές από την Αγγλική Δικαιοσύνη. Σύμφωνα με τις διαθέσιμες ιστορικές πηγές, πέντε απ’ αυτούς επαναπατρίστηκαν το 1836, γεγονός που δείχνει ότι μάλλον ήταν πατριώτες παρά κοινοί πειρατές.

Μνήμα στην Αυστραλία, 1880.

Ο πρώτος Έλληνας ελεύθερος μετανάστης που έφτασε στην Αυστραλία ίσως να ήταν κάποιος ναυτικός ονόματι Τζων Πήτερς, που έφτασε στο Sydney το 1838, ενώ η πρώτη Ελληνίδα ήταν κάποια Αικατερίνη Πλέσσα, που έφτασε στην Αυστραλία το 1853. Έτσι, λίγο πριν την ανακάλυψη των πλούσιων κοιτασμάτων χρυσού στην Αυστραλία, είναι ζήτημα αν υπήρχαν περισσότεροι από 4-5 Έλληνες εγκατεστημένοι εκεί. Η ανακάλυψη αυτή δεν αύξησε ιδιαίτερα το μεταναστευτικό ρεύμα από την Ελλάδα προς την Αυστραλία, όπως συνέβη με μετανάστες από άλλες χώρες. Το 1880 υπήρχαν στην Αυστραλία περίπου 150 Έλληνες, παρόλο που στο μεταξύ ο συνολικός πληθυσμός της χώρας είχε σχεδόν τριπλασιαστεί κυρίως λόγω των νέων μεταναστών.

Το κύριο μεταναστευτικό ρεύμα από την Ελλάδα προς την Αυστραλία τον 19ο αιώνα άρχισε μετά το 1880. Η απογραφή του 1891 αναφέρει την ύπαρξη 482 ατόμων γεννημένων στην Ελλάδα. Ο αριθμός αυτός, όπως και όλοι οι επόμενοι, που αναφέρονται σε απογραφές ή εκτιμήσεις, είναι οπωσδήποτε συντηρητικός, αφού δεν συμπεριλαμβάνει τους Έλληνες που γεννήθηκαν στην Αυστραλία, όπως και αυτούς που, για τον ένα ή άλλο λόγο, δεν θέλησαν να καταγραφούν σαν Έλληνες. Αυτοί οι μετανάστες κατάγονταν κύρια από τα Κύθηρα, την Ιθάκη και το Καστελλόριζο και ήταν αυτοί που έθεσαν τα θεμέλια της Ελληνο-αυστραλέζικης παροικίας και προκάλεσαν το φαινόμενο της αλυσιδωτής μετανάστευσης, το οποίο οδήγησε στην αύξηση του Ελληνικού στοιχείου στην Αυστραλία σε 878 άτομα το 1901 και 1.798 άτομα το 1911. Η αύξηση του Ελληνικού πληθυσμού στην Αυστραλία συνεχίστηκε με τους ίδιους ρυθμούς μέχρι μετά το 1950. Έτσι το 1921 ο Ελληνικός πληθυσμός της Αυστραλίας αριθμούσε 3.654 άτομα γεννημένα στην Ελλάδα, ενώ το 1933 υπήρχαν 8.337 Έλληνες στην Αυστραλία και το 1947 12.291.

Μετά το 1952 η αύξηση του Ελληνικού στοιχείου στην Αυστραλία ήταν ραγδαία. Πράγματι, από το 1953 μέχρι το 1956 έφτασαν στην Αυστραλία σαν μετανάστες περίπου 30.000 Έλληνες αυξάνοντας έτσι τον Ελληνισμό της Αυστραλίας. Η μετανάστευση από την Ελλάδα κορυφώθηκε από το 1961 μέχρι το 1966, περίοδο κατά την οποία περίπου 69.000 Έλληνες εγκαταστάθηκαν στην Αυστραλία. Οι Έλληνες αριθμούσαν 77.333 το 1961 και 160.200 το 1971.

 

Νύφες και γαμπροί της Αυστραλίας.

 

Η μετανάστευση στην Αυστραλία τις δεκαετίες του 1950 και 1960 γίνονταν κυρίως για οικονομικούς λόγους και οι συνθήκες για τους Έλληνες μετανάστες ήταν πολύ δύσκολες. Περίπου 35 χιλιάδες Έλληνες στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 έζησαν εφιαλτικές στιγμές στο Κέντρο Υποδοχής Μεταναστών Μπονεγκίλα της Αυστραλίας, περίπου 300 χιλιόμετρα από τη Μελβούρνη στη βορειο-ανατολική Βικτώρια. Εκεί έμεναν χιλιάδες άνθρωποι στοιβαγμένοι σε 30 κυματοειδή σιδερένια μπλοκ με 350 άτομα το καθένα. Φρουροί και αγκαθωτά συρματοπλέγματα προστάτευαν το στρατόπεδο από παράνομη είσοδο ή έξοδο. Οι διαμένοντες εκεί προμηθεύονταν με τα προσωπικά σκεύη, κλινοσκεπάσματα, πετσέτες, κλπ., και, εφόσον δεν επιστρέφονταν σε καλή κατάσταση, το κόστος αυτό αφαιρείτο από το επίδομα ανεργίας που έπαιρναν, από το οποίο οι αρχές είχαν ήδη αφαιρέσει τα έξοδα διαβίωσης.

Ο Πλούταρχος Δεληγιάννης, συνταξιούχος εκπαιδευτικός, ο οποίος έφτασε στη Μπονεγκίλα στις 16 Απρίλη 1954, είπε στο δημοσιογράφο του «Νέου Κόσμου», Κώστα Νικολόπουλο στις 16 Απρίλη 2004: «Πρέπει να σας πω ότι είχαμε βρει συχνά σκουλήκια σε λουκάνικα και είτε μας άρεσαν είτε όχι έπρεπε να τα φάμε μετά την αφαίρεση των σκουληκιών, καθώς τα λουκάνικα ήταν η βασική τροφή». Μετά από 33 ημέρες αναμονής χωρίς δουλειά ο Π. Δεληγιάννης, δύο αδέλφια του και άλλοι τρεις αποφάσισαν να δραπετεύσουν μια νύχτα με τα πόδια προς την Wodonga ή το Albury, «για να επιβιβαστούν στο τρένο για τη Μελβούρνη, όπου επέστρεψαν στον πολιτισμό και άρχισαν να ζουν σαν άνθρωποι».

Μετά το 1970 το μεταναστευτικό ρεύμα μειώθηκε και πάλι δραστικά, ενώ ήδη είχε αρχίσει μια αντίστροφη μετακίνηση μεταναστών προς την Ελλάδα, γεγονός που, μαζί με τους θανάτους, είχε σαν αποτέλεσμα την μείωση των γεννημένων στην Ελλάδα Ελληνο-αυστραλών σε 152.908 άτομα το 1976, 146.625 το 1981, και 137.611 το 1986. Φυσικά, οι αριθμοί αυτοί δεν αντιστοιχούν στο σύνολο του Ελληνικού στοιχείου της Αυστραλίας, μια και αφορούν μόνον άτομα γεννημένα στην Ελλάδα, δηλαδή μετανάστες πρώτης γενιάς. Οπωσδήποτε όμως δίνουν μια σχετικά ακριβή αίσθηση της κινητικότητας Ελλήνων προς την Αυστραλία και μια εκτίμηση για το σύνολο του Ελληνικού στοιχείου στην Αυστραλία.

 

Γαμήλια φωτογραφία – Σίδνεϋ Αυστραλίας 1959. Μπακόπουλος Νίκος, γεννήθηκε στο Μαλαντρένι Άργους το 1928 και η σύζυγός του Μπακοπούλου Χριστίνα που γεννήθηκε το 1931 στο Μαλαντρένι Άργους.

 

Σήμερα εκτιμάται ότι η Ελληνική κοινότητα της Αυστραλίας ξεπερνά το νούμερο των 600.000 ανθρώπων. Πάνω από τα μισά άτομα με Ελληνική καταγωγή ζουν στη Μελβούρνη και αρκετοί στο Σύδνεϋ. Η Μελβούρνη ειδικότερα έχει το μεγαλύτερο ελληνικό πληθυσμό εκτός Ευρώπης και το μεγαλύτερο ελληνικό πληθυσμό στον κόσμο μετά την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη.

Οι Έλληνες της Αυστραλίας έχουν δημιουργήσει μια ισχυρή και ακμάζουσα Ελληνική κοινότητα. Οι Ελληνο-Αυστραλοί έχουν καθιερωθεί στην Αυστραλιανή κοινωνία και έχουν συμβάλλει σημαντικά στην ανάπτυξη πολλών βιομηχανιών της Αυστραλίας, όπως η παροχή υπηρεσιών στο φαγητό και κρασί, οι κατασκευές, η διαχείριση ακίνητης περιουσίας και ο τουρισμός. Οι Ελληνο-Αυστραλοί διατηρούν μια ισχυρή πολιτιστική και θρησκευτική ταυτότητα, ενώ παίζουν ένα σημαντικό ρόλο στην Αυστραλιανή κοινωνία σε τομείς όπως η πολιτική, οι τέχνες, η εκπαίδευση, οι επιχειρήσεις και ο αθλητισμός.

Στη Μελβούρνη υπάρχουν πολλές γειτονιές με πολύ ισχυρές ελληνικές επιρροές. Συχνά θα συναντήσετε Ελληνικά εστιατόρια, καφετέριες, καταστήματα, κοινοτικές ομάδες που εκπροσωπούν σχεδόν κάθε περιοχή της Ελλάδας, ελληνικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς και εφημερίδες. Υπάρχουν πολλές ελληνικές εκδηλώσεις, όπως το ετήσιο Φεστιβάλ «Αντιπόδων», μια γιορτή του Ελληνικού πολιτισμού, που προσελκύει χιλιάδες ανθρώπους σε ένα διήμερο υπαίθριο πάρτι στην καρδιά της Μελβούρνης. Τοπικοί καλλιτέχνες εμφανίζονται στις εκδηλώσεις και διάσημοι μουσικοί από την Ελλάδα καλούνται να λάβουν μέρος στις εκδηλώσεις.

Η ελληνική κοινωνία της Αυστραλίας έχει να επιδείξει σημαντικούς ανθρώπους, που ξεχωρίζουν σε όλους σχεδόν τους τομείς της δημόσιας ζωής.  Ανάμεσά τους ο Νίκος Κότσιρας (υπουργός στη Βικτόρια), Νώντας Κατσαλίδης (πολυβραβευμένος αρχιτέκτονας), Αιμίλιος Κύρου (δικαστής στο Ανώτατο Δικαστήριο), Μαρία Βαμβακινού (ομοσπονδιακή βουλευτής), Ολίβια Νίκου (νομικός), Δημήτρης Τατούλης (καρδιοχειρούργος), Γιώργος Πεπόνης (κορυφαίος παίκτης του ράγκμπι και καρδιοχειρουργός), Γιάννης Αποστολίδης (κορυφαίος φωτογράφος), ‘Αγγελος Ποστέκογλου (προπονητής ποδοσφαίρου) και ο γνωστός Κώστας «Con» Μακρής με καταγωγή από το Λιγουριό Αργολίδας, ο οποίος έφυγε για την Αυστραλία το 1963 σε ηλικία 16 ετών και είναι σήμερα ο πλουσιότερος Έλληνας της Αυστραλίας και ο μόνος δισεκατομμυριούχος.

 

Τα Ελληνικά υπερωκεάνια

 

Το ταξίδι των μεταναστών στην Αμερική και στη μακρινή Αυστραλία γινόταν με πλοία, τα μεγάλα υπερωκεάνια, που έκαναν κοντά ένα μήνα, για να διασχίσουν τον ωκεανό και να φτάσουν στον προορισμό τους. Μέχρι το 1907 το ελληνικό μεταναστευτικό κύμα προς την Αμερική το διακινούσαν ξένες ατμοπλοϊκές εταιρίες. Κυρίως, η Αυστριακή εταιρία «Austro Americana», η γερμανική «Hamburg American Line» και τα υπερωκεάνια του Βόρειου Ατλαντικού.

 

Έλληνες επιβιβάζονται σε βάρκες για να μεταβούν σε υπερωκεάνιο που θα τους μεταφέρει στις ΗΠΑ (Πάτρα, 1910).

 

Οι δύο πρώτες ελληνικές εταιρίες «Μωραΐτης» (1907-1908) και «Υπερωκεάνιος Ελληνική Ατμοπλοΐα» (1910 – 1912), που προσπάθησαν να δημιουργήσουν ελληνική υπερατλαντική γραμμή, απέτυχαν και οδηγήθηκαν σε χρεοκοπία. Η «Εθνική Ατμοπλοΐα της Ελλάδος» των αδελφών Εμπειρίκου όμως, κυριάρχησε στο χώρο των υπερωκεανίων για 30 ολόκληρα χρόνια (1908-1937). Άρχισε τις εργασίες της με την παραλαβή το 1909 από τα αγγλικά ναυπηγεία του υπερωκεάνιου  «Πατρίς» (4890 κόρων ολικής χωρητικότητας). Στη συνέχεια ακολούθησαν το «Μακεδονία» (6.333 κορ.), το «Ιωάννινα» (4.191 κ.), το «Θεσσαλονίκη» (4.682 κορ.), το «Βασιλεύς Κωνσταντίνος» (μετέπειτα «Μεγάλη Ελλάς» και «Βύρων»), που μπορούσε να μεταφέρει 1800 μετανάστες, το «Βασιλεύς Αλέξανδρος», το «Κωνσταντινούπολις» και ο «Μορέας».

 

Εθνική Ατμοπλοΐα της Ελλάδος.

 

Οι δοκιμασίες των φτωχών μεταναστών, οι οποίοι ελάχιστα νοιάζονταν για ανέσεις, που ποτέ άλλωστε δεν είχαν γευτεί, άρχιζαν πολύ πριν το ταξίδι. Οι περισσότεροι αγνοούσαν τις μεγάλες δυσκολίες που τους περίμεναν στο Νέο Κόσμο, τον οποίο εκατοντάδες μεσίτες μετανάστευσης (επάγγελμα που ανθούσε τα χρόνια εκείνα), παρουσίαζαν ως νέα Γη της Επαγγελίας. Με την ελπίδα λοιπόν ότι στην ξένη χώρα θα αποκτήσουν ό,τι χρειάζονται, για να επιστρέψουν εφοδιασμένοι για μια καλύτερη ζωή, αγωνίζονταν να πάρουν την πολυπόθητη άδεια μετανάστευσης για την Αμερική, τόπο απαγορευμένο για παράδειγμα σε όσους υπέφεραν από τραχώματα (διαδεδομένη νόσο την εποχή εκείνη). Όσοι τα κατάφερναν, πριν την επιβίβαση στο πλοίο, υποβάλλονταν σε ξεψείριασμα και εμβολιασμό.

Η αναχώρησή τους γινόταν σε ατμόσφαιρα πανηγυρική, με την μπάντα του δήμου να παίζει στο λιμάνι του Πειραιά, τα βαπόρια να σφυρίζουν και τα μαντήλια να ανεμίζουν στα σημαιοστόλιστα πλοία και στην αποβάθρα, καθώς ανταλλάσσονταν οι τελευταίοι χαιρετισμοί. Έπειτα άρχιζαν τα βάσανα.

 

Το ιστορικό υπερωκεάνιο «Πατρίς» των Εμπειρίκων.

 

Αν κρίνουμε από τις «φρικτές» συνθήκες διαβίωσης κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, στα μεταναστευτικά υπερωκεάνια, ιδιαίτερα εκείνα της πρώτης περιόδου (1907-1937), οι μετανάστες θεωρούνταν «φορτίο». Αρκεί να σκεφτούμε ότι πλοία μόλις 5-6 χιλιάδων τόνων, μετέφεραν έως 1.200-1.300 επιβάτες, σε ταξίδια που συχνά ξεπερνούσαν τις 20-22 ημέρες. Οι μετανάστες «πακετάρονταν» κυριολεκτικά στους χώρους κάτω από το κυρίως κατάστρωμα σε απελπιστικά στενούς χώρους. Από την πρώτη κιόλας ημέρα, η πολυκοσμία, οι αναθυμιάσεις των εμετών, η μυρωδιά των σωμάτων των επιβατών και η έλλειψη στοιχειώδους καθαριότητας έκαναν την ατμόσφαιρα αποπνικτική.

Το αεροπλάνο έφερε το τέλος των υπερωκεανίων. Οι μέρες ταξιδιού μετατράπηκαν σε ώρες  και το ναύλο έπεσε πολύ χαμηλά. Τα πλοία υπέκυψαν και τα περισσότερα έγιναν κρουαζιερόπλοια. Το «Αυστραλία» έκανε το τελευταίο του ταξίδι το 1977 και μετά πουλήθηκε.

 

Η μετανάστευση στην Ευρώπη

 

Η μετανάστευση των Ελλήνων στην Ευρώπη άρχισε στα τέλη του 17ου αιώνα, όταν άνοιξαν τα σύνορα για τους εμπόρους και πολλοί Έλληνες αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Κέντρο της ελληνικής μετανάστευσης έγινε η Λειψία της Γερμανίας, η οποία την εποχή εκείνη ήταν σημαντικό εμπορικό κέντρο. Πολλοί Έλληνες σπούδασαν στο πανεπιστήμιο Universität Leipzig. Μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη διαίρεση της Γερμανίας οι Έλληνες της Λειψίας εγκαταστάθηκαν στη Δυτική Γερμανία, κυρίως στη Φραγκφούρτη, όπου συνέχισαν την εμπορική τους δραστηριότητα, και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.  Μεγάλη ελληνική κοινότητα δημιουργήθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα και στο Μόναχο.

Τον 20ο αιώνα η μετανάστευση Ελλήνων στη Γερμανία ενισχύεται σε τρεις συγκεκριμένες περιόδους. Κατά τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο και μετά τη λήξη του πολλοί κομμουνιστές έστειλαν τα παιδιά τους στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας και σε άλλες ανατολικοευρωπαϊκές χώρες. Την εποχή της Χούντας των Συνταγματαρχών, που οδήγησε σε ρεύμα πολιτικής μετανάστευσης Ελλήνων και στα δυο γερμανικά κράτη. Επίσης μετά την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ σημειώθηκε για μικρό διάστημα αύξηση της ελληνικής μετανάστευσης στη Γερμανία.

 

Γκασταρμπάιτερ, Μόναχο, 1960

 

Κατά τη μεταπολεμική περίοδο ανασυγκρότησης των ευρωπαϊκών κρατών σημειώνεται η μεγαλύτερη εργατική μετανάστευση στην ευρωπαϊκή ιστορία. Το διάστημα εκείνο η Γερμανία είχε ανάγκη εργατικών χεριών και καλεί για τα εργοστάσια της εργατικό δυναμικό από το εξωτερικό ως «φιλοξενούμενους εργάτες» (Gastarbeiter). Έτσι πολλοί Έλληνες, που δε γνώριζαν καν τι υπογράφουν, έπαιρναν τις απαραίτητες οδηγίες και με τη σφραγίδα στο διαβατήριο έφευγαν για τη χώρα, που τους υπόσχονταν ένα καλύτερο μέλλον από αυτό που τους επιφύλασσε η πατρίδα. Το θρυλικό φέριμποτ «Κολοκοτρώνης» αναχωρεί από το λιμάνι του Πειραιά γεμάτο με μετανάστες που ταξιδεύουν για το Μπρίντιζι της Ιταλίας, απ’ όπου συνεχίζουν με το τρένο το μακρύ, δύσκολο ταξίδι και τελικά την εγκατάσταση στον «ξένο τόπο» με τα σκληρά μεροκάματα και τις δυσκολίες προσαρμογής. Στα χέρια τους κρατούσαν ένα σακούλι με τρόφιμα για το ταξίδι: δύο κονσέρβες, μία με σαρδέλες και μία με κορν–μπιβ, ένα καρβέλι ψωμί, λίγες ελιές και ένα κομμάτι τυρί.

Στριμωγμένοι μέσα στα τρένα και με τις κασέτες του Στέλιου Καζαντζίδη, τα τραγούδια του οποίου ταυτίστηκαν με την πίκρα, τον πόθο και τον καημό των μεταναστών, στις τσάντες τους φεύγουν για μερικά χρόνια μόνο, μέχρι να βγάλουν κάποια χρήματα. Μετά θα επέστρεφαν στην πατρίδα τους. Έτσι πίστευαν. Μερικοί από αυτούς βρήκαν πραγματικά την τύχη τους, πέτυχαν το σκοπό τους και επέστρεψαν στην Ελλάδα. Πολλοί από αυτούς όμως έμειναν για πάντα εκεί, στη Γερμανία, τη χώρα που έγινε η δεύτερη πατρίδα γι’ αυτούς και τα παιδιά τους.

Οι Έλληνες εργάτες που έφθασαν στη Γερμανία το 1960 ήταν 20.800, έγιναν 194.600 το 1966, έφθασαν τις 270.000 το 1972. Στα τέλη του 2006 στη Γερμανία ζούσαν 303.761 πολίτες με ελληνική υπηκοότητα. Η γερμανική Ομοσπονδιακή Στατιστική Υπηρεσία υπολογίζει για το έτος 2005 τον αριθμό πολιτών ελληνικής καταγωγής ανεξαρτήτως υπηκοότητας στα 351.100 άτομα. Η Γενική Γραμματεία Απόδημου Ελληνισμού υπολογίζει για το έτος 2006 τον αριθμό των απόδημων Ελλήνων στα 370.000 άτομα.

Οι Έλληνες που μετανάστευσαν στη Γερμανία ήταν κατά 85% αγρότες και μόνο το 7% προέρχονταν από μεγάλες πόλεις. Το μορφωτικό τους επίπεδο ήταν χαμηλό. Λιγότεροι από τους μισούς είχαν τελειώσει τη βασική εκπαίδευση. Αποτελούσαν όμως το πιο καλό έμψυχο υλικό που διέθετε η Ελλάδα. Το 90% των μεταναστών ήταν ηλικίας από 18–35 ετών. H υγεία τους ήταν άριστη. H γερμανική υγειονομική επιτροπή εξέταζε με ξεχωριστή αυστηρότητα τους υποψήφιους μετανάστες και υπήρχε τόση μεγάλη προσφορά, ώστε να επιλέγονται μόνο εκείνοι, που συγκέντρωναν τις ιδεώδεις προϋποθέσεις για τη βαριά βιομηχανική δουλειά.

Οι υποψήφιοι μετανάστες σχημάτιζαν ατέλειωτες σειρές έξω από τα γραφεία των επιτροπών επιλογής και ήταν ευτυχισμένοι αν οι γιατροί τους έβρισκαν τα δόντια, τα μάτια, την καρδιά, τους πνεύμονες και τα μπράτσα γερά και τους έδιναν το πιστοποιητικό της καλής υγείας. Πολύ αργότερα, όταν πήγαν στα εργοστάσια, κατάλαβαν ότι η επιλογή τους έγινε με τα ίδια κριτήρια και την ίδια διαδικασία που γίνεται στο τμήμα του κοντρόλ για τα άψυχα αντικείμενα, που παράγει το εργοστάσιό τους. Οι Γερμανοί τους θεωρούσαν προσωρινούς, φιλοξενούμενους εργάτες, «τεμάχια», όπως τους χαρακτήριζαν, όταν ζητούσαν εργατικά χέρια για τα γερμανικά εργοστάσια και τα ανθρακωρυχεία.

 

Η οικογένεια του Παναγιώτη Ι. Κολεβέντη, (από τις Λίμνες Άργους, που γεννήθηκε το 1943) στην Γερμανία.

 

H χώρα προέλευσης των μεταναστών βιαζόταν να εκποιήσει ένα τμήμα του πληθυσμού της έναντι «πινακίου» συναλλάγματος και η χώρα υποδοχής να καλύψει τις ολοένα αυξανόμενες ανάγκες της με όσο γίνεται πιο φτηνά εργατικά χέρια. Έτσι οι υποψήφιοι μετανάστες παραδίδονταν χωρίς όρους. Ήταν μία μετανάστευση «άγρια», όπως τονίζουν πολλοί από τους πρώτους Έλληνες, που πήραν τον δρόμο για τα ξένα. Κανείς δεν είπε στους υποψήφιους μετανάστες τι θα βρουν εκεί που θα πάνε. Κανείς δεν τους μίλησε για τις συνθήκες της δουλειάς και της διαμονής. Για την καινούργια χώρα που θα εγκατασταθούν και για τους ανθρώπους της που μαζί θα ζήσουν. Κανείς δεν φρόντισε να μάθουν τρεις λέξεις πριν φύγουν, για να μπορούν να ζητήσουν ένα ποτήρι νερό στη χώρα που θα φτάσουν.

Στον ξένο τόπο οι Έλληνες μετανάστες ένιωθαν πραγματικά μόνοι. Οι εστίες τους συχνά αποτελούσαν τμήμα των εργοστασιακών εγκαταστάσεων και ήταν χωρισμένες ανά φύλο (αν υπήρχαν αντρόγυνα έπρεπε να χωρίσουν). Κάθε εργάτης είχε στη διάθεσή του ένα κρεβάτι σε κουκέτα, ένα ντουλάπι που κλείδωνε, μια θέση στο τραπέζι του φαγητού και μια καρέκλα. Οι Γερμανοί τους περιόριζαν ακόμα και την ψυχαγωγία, αφού τους επέτρεπαν να πηγαίνουν σε ορισμένες ταβέρνες. Σιγά – σιγά ανέπτυξαν μιαν αντιπάθεια απέναντι στους μετανάστες και τους αντιμετώπιζαν ρατσιστικά δίνοντας τους παρατσούκλια, όπως «γκάσταρμπάιτερ», «ausländer» και «ντι σβάινε», γιατί πίστευαν πως εκείνοι είναι ανώτεροι και οι ξένοι βρώμικα γουρούνια που τους λέρωναν την κοινωνία.

Μεταπολεμικά, Έλληνες μετανάστες θα εγκατασταθούν και σε διάφορες άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Στις δεκαετίες του 1960 και 1970 μετακινήθηκε ένας σημαντικός αριθμός Ελλήνων εργατών, αλλά και «πολιτικών προσφύγων» προς τη Σουηδία. Στις σκανδιναβικές χώρες εγκαθίστανται κυρίως εργάτες και φοιτητές όπως και στην Ολλανδία, ενώ στην Ιταλία περισσότερο φοιτητές. Ο ελληνισμός της Σουηδίας, παρόλο που σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες ο αριθμός του ήταν σχετικά μικρός και δεν ξεπέρασε τις 25.000, είναι γνωστός για την έντονη πολιτική του δραστηριοποίηση κατά την περίοδο της δικτατορίας στην Ελλάδα (1967-1974). Έτσι δημιουργήθηκαν ελληνικές παροικίες και στις σκανδιναβικές χώρες Σουηδία, Δανία, Νορβηγία, αλλά και στην Ολλανδία και στην Ιταλία. Σημαντική είναι επίσης η παρουσία των Ελλήνων στη Γαλλία, όπου συναντούμε πολλούς ανθρώπους, οι οποίοι κατάφεραν να εξελιχτούν αργότερα σε επιστήμονες και λόγιους, κυρίως στην ελληνική κοινότητα των Παρισίων.

 

Η Ελληνική διασπορά.

 

Ο Α΄Παγκόσμιος πόλεμος, η ελληνική εκστρατεία στη Μ. Ασία και η εθνική καταστροφή του 1922 επέδρασαν στην τύχη της ελληνικής διασποράς. Έλληνες από τον Πόντο καταφεύγουν στην ρωσική επικράτεια. Το 1919 ο αριθμός των Ελλήνων του Καυκάσου ανέρχεται στις 195.000 χιλιάδες ψυχές. Με το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και τη λήξη του ελληνικού εμφυλίου πολέμου 56.000 περίπου Έλληνες εγκαταλείπουν για πολιτικούς λόγους την Ελλάδα και φεύγουν κυρίως για τη Ρωσία, τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία.

 

Μετανάστευση των Ελλήνων του Πόντου στη Ρωσία.

 

Βατούμι. Ελληνίδες μετανάστριες στον Καύκασο, σε φυτεία τσαγιού, τέλη 19ου αι.

 

Σήμερα στη Γαλλία ζουν 10.000 Έλληνες, στο Βέλγιο 20.000, στα Σκανδιναβικά κράτη 20.000, στην Αίγυπτο 10.000, στην Αγγλία 130.000, στην Αφρική 70.000, στην Κωνσταντινούπολη περίπου 2.000 με 3.000, ενώ στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης παραμένουν ακόμη 60.000 Έλληνες.

 

Η ζωή των Ελλήνων μεταναστών

 

Πάντοτε οι μετανάστες (είτε Έλληνες είτε άλλης φυλής και χρώματος) ήσαν άλλοτε αντικείμενα εκμετάλλευσης και άλλοτε  θύματα ρατσισμού και αδίστακτης δυσφημιστικής προπαγάνδας.

Οι πράξεις παραβατικότητας των Ελλήνων μεταναστών καταγράφονταν στο αστυνομικό δελτίο. Πολλοί είχαν περάσει μέρες σε αστυνομικά τμήματα, ώσπου να ξεκαθαρίσουν πού μένουν, πού δουλεύουν, τι ρόλο παίζουν. Κάποιοι έμπλεξαν σε παράνομες δραστηριότητες. Οι περισσότερες από τις παραβατικές πράξεις τους αναφέρονται σε ιδιαίτερα σοβαρά αδικήματα, όπως ανθρωποκτονίες, βιασμοί, επιθέσεις, κλοπές, ληστείες και εμπορία ναρκωτικών.

 

Έλληνες μετανάστες από την Κρήτη στη Γιούτα. Με όπλα και λικέρ στα χέρια. Αρχείο: Utah State Historical Society.

 

Στις ΗΠΑ σε πολλές περιπτώσεις τα δικαστήρια αρνήθηκαν να δώσουν την αμερικανική υπηκοότητα σε Έλληνες, αποφαινόμενα ότι αυτοί ανήκουν στην κίτρινη φυλή! Το 1913 στην είσοδο ενός εστιατορίου στην Καλιφόρνια μια ταμπέλα έγραφε: «Αμιγές Αμερικανικό! Όχι ποντίκια, όχι Έλληνες”» ( Pure American. No Rats. No Greeks).

Αλλά και στην Αυστραλία τα πράγματα για τους Έλληνες δεν ήταν καλύτερα. Στα 1925 ο υφυπουργός προεδρίας του Queensland έγραφε: «Οι Έλληνες της Βόρειας Κουϊνσλάνδης είναι γενικά ανεπιθύμητοι και δεν αποτελούν καλούς μετανάστες. Ζουν στις πόλεις της περιοχής και επιδίδονται σε επιχειρήσεις καφενείων, πανδοχείων και άλλων λιγότερο ευυπόληπτων δραστηριοτήτων. Δεν είναι γεωργοί και δεν συνεισφέρουν τίποτα στον πλούτο ή την ασφάλεια αυτής της χώρας. Δεν επιδίδονται σε καμιά χρήσιμη εργασία, η οποία θα διεκπεραιωνόταν λιγότερο καλά χωρίς τη βοήθειά τους. Συνοδευόμενος από έναν αξιωματικό της αστυνομίας, επισκέφτηκα κάμποσες από τις λέσχες και τα πανδοχεία τους, που βρίσκονται σε γενικές γραμμές σε άθλια κατάσταση. Το βιοτικό τους επίπεδο είναι χαμηλότερο από των άλλων αλλοδαπών. Κοινωνικά και οικονομικά αυτός ο τύπος του μετανάστη συνιστά απειλή για την κοινότητα στην οποία εγκαθίστανται και θα ήταν προς όφελος της πολιτείας, αν η είσοδός τους απαγορευόταν ολοσχερώς». 

Η ζωή τους βασιζόταν στην καθημερινότητα. Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή μιας Ελληνίδας εργάτριας στην Ολλανδία τη δεκαετία του 1960:  «Όταν ήρθα να δουλέψω στη Φίλιπς, είχα κάτι μάτια να! Και, επειδή είχα τόσο καλά μάτια, ο προϊστάμενος μου ανέθετε όλη τη λεπτή δουλειά. Δεν μετακινήθηκα ποτέ σε άλλο πόστο. Επί δέκα χρόνια καθόμουν σκυμμένη πάνω σε κείνα τα μικρά λαμπερά εξαρτήματα και τα διάλεγα. Ήμασταν δυο. Αν φτιάχναμε μαζί 15.000 κομμάτια την ημέρα, εγώ έκανα τα 11.000. Οπότε καταλαβαίνεις! Την άλλη γυναίκα την άλλαξαν γρήγορα, αλλά εμένα μ’ αφήσανε.

Πολλές φορές ζήτησα να μου δώσουν άλλη δουλειά, γιατί κουραζόμουν πολύ να κάνω συνέχεια τα ίδια και τα ίδια. Αλλά τότε ο προϊστάμενος μου έλεγε: Όχι εσένα δεν σ’ αλλάζουμε με καμιά κυβέρνηση. Εσύ κάνεις 11.000 κομμάτια. Είσαι η καλύτερη εργάτρια μας. Και όταν τον είδα τελευταία και του είπα ότι έχω σχεδόν τυφλωθεί στα δυο μάτια, μου είπε: Τι λες, κορίτσι μου, δεν το περίμενα να χάσουμε τέτοια καλή εργάτρια…».

 

Εγκληματικότητα των Ελλήνων στις ΗΠΑ, 1929-30.

 

Δεν έλειψαν οι ρατσιστικές αντιδράσεις και το ανθελληνικό μένος με διάφορες αφορμές. Πολλές φορές οι Έλληνες μετανάστες έβλεπαν να λεηλατούνται και να καταστρέφονται τα καταστήματά τους, που έστησαν με πολύ κόπο αποταμιεύοντας όσα χρήματα μπορούσαν, αφού δούλεψαν για χρόνια ολόκληρα σε ορυχεία και εργοστάσια. Συγκλονιστική περίπτωση επιθέσεων σε Έλληνες είναι αυτή που συνέβη το 1909 στη Νεμπράσκα, όπου η ελληνική κοινότητα αριθμούσε 18.000 μέλη, όταν ένας Έλληνας σκότωσε έναν αστυνομικό της περιοχής. Την επόμενη ημέρα 5.000 άτομα υπέγραφαν ψήφισμα και οργάνωσαν μια μαζική συγκέντρωση στο δημαρχείο της πόλης, για να πάρουν δραστικά μέτρα. Κατηγορούσαν τους Έλληνες ως φυγόδικους, που παραβλέπουν τους νόμους και τις αρχές της χώρας, «επιτίθενται στις γυναίκες μας, προσβάλλουν τους κατοίκους» και επιδίδονται σε διάφορες μορφές ανηθικότητας. Τα συνθήματα που ακούστηκαν άναψαν φωτιά: «Μία σταγόνα από το αίμα Αμερικανού αξίζει όλο το ελληνικό αίμα του κόσμου» και «Ήρθε η ώρα να απαλλάξουμε την πόλη μας από αυτούς τους ανθρώπους». Είχαν μαζί τους σφυριά και ρόπαλα, κατέστρεψαν ελληνικές περιουσίες και στη συνέχεια έστρεψαν το μένος τους σε ανθρώπους από την Αυστροουγγαρία και την Τουρκία, που τους πέρασαν για Έλληνες.

Παρόλα αυτά η Ελληνική Ομογένεια μέχρι τις μέρες μας έχει προοδεύσει κι έχει κάνει τεράστια άλματα. Μέχρι και την προεδρία των ΗΠΑ έχει διεκδικήσει (με τον Δουκάκη).  Για να φτάσει ως τη σημερινή της άνθιση και καταξίωση πέρασε δεκαετίες ολόκληρες με σκληρούς αγώνες, προσπάθειες και μεγάλες στερήσεις.

«Ευλογία του Θεού» αποκάλεσαν πολλοί τη μετανάστευση, καθώς δεν έβλεπαν άλλη διέξοδο. Άλλοι «κατάρα Θεού» και «σύγχρονο σκλαβοπάζαρο». Αυτή ήταν η μεγάλη έξοδος με μια μόνο βαλίτσα στο χέρι, γεμάτη «όνειρα και ελπίδες» για την καλύτερη τύχη, για ένα νέο μέλλον.

Η μετανάστευση, εκτός από τη θλίψη και τον καημό που έφερε, άνοιξε δρόμους σε πολλούς ανθρώπους και έφερε τον ελληνικό κόσμο σε επαφή με άλλες χώρες, άλλους πολιτισμούς, άλλες θρησκείες και άλλες παραδόσεις. Σήμερα  οι απόγονοι αυτών των ανθρώπων είναι οι καλύτεροι πρεσβευτές της Ελλάδας. Μπορεί να τους  χωρίζει η απόσταση από την πατρίδα, αλλά συνεχίζουν και θα συνεχίσουν να ονειρεύονται όπου και αν βρίσκονται… στα ελληνικά, γιατί «Πατρίδα είναι η γλώσσα που μιλάς στα όνειρά σου»!

 

Βιβλιογραφία


 

  • Τσαρλς Μόσκος (Charles Moskos), «Οι Έλληνες της Αμερικής» μτφ. Μαρίνα Φράγκου. Εκδ. «Ελληνικά Γράμματα», Αθήνα 2004.
  • Μαρκέτος Μπάμπης, «Οι Ελληνοαμερικανοί, η ιστορία της ελληνικής ομογένειας των ΗΠΑ», Αθήνα 2006, εκδόσεις Παπαζήση.
  • Αναστάσιος Τάμης, έρευνα του Εθνικού Κέντρου Ελληνικών Μελετών και Ερευνών (ΕΚΕΜΕ) του πανεπιστημίου Λατρόμπ της Μελβούρνης.
  • «Τα Ελληνικά Υπερωκεάνια 1907-1977», του Αν Τζαμτζή, εκδόσεις ΜΙΛΗΤΟΣ.
  • Αθανασίου Σ., «Εξωτερική μετανάστευσις και πληθυσμιακή εξέλιξις», Επιθεώρησις Κοινωνικών
  • Ερευνών, τεύχος 2-3, Αθήναι, 1970.
  • Δαμασκηνίδου Α., «Το πρόβλημα της εξωτερικής μεταναστεύσεως των Ελλήνων εργαζομένων», Θεσσαλονίκη, 1967.
  • Νικολοπούλου Γ., «Μετανάστευσις», Ελληνικά θέματα (8), Αθήναι, 1963.
  • Σιάμπου Γ., «Δημογραφική εξέλιξις της νεωτέρας Ελλάδος», Αθήναι, 1973.

 

Αλέξης Τότσικας

Φιλόλογος – Συγγραφέας 

 

Σχετικά θέματα:

Ναύπλιο, Ανάπλι: το τοπωνύμιο της πόλης – Χρήστος Πιτερός

$
0
0

Ναύπλιο, Ανάπλι: το τοπωνύμιο της πόλης – Χρήστος Πιτερός


 

«Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Δημοσιεύουμε σήμερα στο «Ελεύθερο Βήμα» άρθρο του κ. Χρήστου Πιτερού,  αρχαιολόγου, μέλους του Δ.Σ. Ιδρύματος Ιωάννης Καποδίστριας, πρώην αναπληρωτή Δ/ντή της Δ. ΕΠΚΑ, πτυχιούχου Κλασσικής Φιλολογίας ΕΠΚΑ, και Αρχαιολογίας και Τέχνης ΑΠΘ, με θέμα:

«Ναύπλιο, Ανάπλι: το τοπωνύμιο της πόλης»

 

«Αρχή σοφίας ονομάτων επίσκεψις»

Αντισθένης


«Δεν έχω τίποτα άλλο στο νου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα»

Δ. Σολωμός

 

Κρίναμε απαραίτητο να ασχοληθούμε με αυτό το επίκαιρο γλωσσικό θέμα με αφορμή την καθιερωμένη 9η Φεβρουαρίου, ως ημέρα της Ελληνικής Γλώσσας από την Ελληνική Πολιτεία το 2017, ημέρα κατά την οποία αποδήμησε ο μέγιστος εθνικός μας ποιητής Δ. Σολωμός.

Στο Νεότερο Ελληνικό Κράτος, τον 19ο αιώνα – αρχές του 20ου αιώνα, εκτός από τον επαναστάτη Ρήγα λόγω της Μεγάλης Ιδέας, και τον εθνικό μας ποιητή παρά την καθιέρωση του Εθνικού Ύμνου το 1868, λόγω της δημοτικής γλώσσας, τον είχαν δυστυχώς «εξοβελίσει» στο σκοτάδι και την αφάνεια. Και όλα αυτά λόγω του άκρατου καθαρευουσιανισμού και αρχαϊσμού που επικράτησε από τους γλωσαμύντορες με κύριο εκπρόσωπο και πολέμιο τον αρχαϊστή καθηγητή Γ. Μιστριώτη, ηθικό αυτουργό και υπαίτιο των νεκρών για τα «Ορεστειακά» (1903), γνωστό με την ρεμπούκλα και την ομπρέλα από τους σκιτσογράφους!

Επίσης ο εορτασμός της 200ης επετείου της επανάστασης του 1821, όταν το Ανάπλι, «Το άτι του Μοριά» όπως έλεγε Γέρος του Μοριά, έγινε η πρώτη ελεύθερη πρωτεύουσα της πατρίδας μας, επηρέασε καταλυτικά την απόφασή μας αυτή. Και να σκεφθεί κανείς ότι οι αρχαιόπληκτοι καθαρευουσιάνοι έχουν γράψει το όνομά του σε άκρα καθαρεύουσα στο βάθρο του ανδριάντα του. «ΤΩι ΘΕΟΔΩΡΩ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗι…», ενώ στον ανδριάντα του Ρήγα έξω από το Πανεπιστήμιο του φόρεσαν αρχαίο χιτώνα, ακολουθώντας τους κλασικιστές ευρωπαίους και αγνοώντας τους νεότερους Έλληνες που κέρδισαν την Ελευθερία με το σπαθί τους.

Η νέα ελληνική γλώσσα μέσα από τις συμπληγάδες και μετά από ενάμιση και πλέον αιώνα καθιερώθηκε στη Μεταπολίτευση ως η επίσημη γλώσσα της Ελληνικής Πολιτείας. Διαθέτει συνολικά 300.000 λέξεις περίπου, ενώ η πολυσυλλεκτική αγγλική γλώσσα που ομιλείται από ένα δισεκατομμύριο κατοίκους έχει 350.000 λέξεις. Τα τοπωνύμια δεν είναι «επιγραφές γεγλυμμένες επί του εδάφους» όπως διακήρυσσε  τον 19ο αι. Α. Μηλιαράκης, αλλά λαλούντα σύμβολα λέξεων των τόπων, που συνήθως μετεξελίσσονται μέσα στον χρόνο, ως αψευδείς μάρτυρες της ιστορίας κάθε τόπου. Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι σε τοπωνύμια έχουν διασωθεί αρχαίες λέξεις που δεν μαρτυρούνται στην γραπτή αρχαία ελληνική γλώσσα. Γλώσσα δεν είναι οι λέξεις αλλά η σύνταξη, οι έννοιες, το ύφος και τα νοήματα που αποτελούν την ταυτότητα μας, το σπίτι και την πατρίδα μας.

 

Επιχρωματισμένη καρτ ποστάλ του Ναυπλίου, γύρω στα 1900.

 

Το Τοπωνύμιο της πόλης: Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση ιδρυτής της πόλης αναφέρεται  ο Ναύπλιος, γιός του Ποσειδώνα και της Αμυμώνης, Παυσ. 2, 38, 2. Το αρχαίο τοπωνύμιο της περιοχής είναι γνωστό από τις γραπτές πηγές ως Ναυπλία, από το ναυς+πλέω, δηλαδή Ναυπλία χώρα, Ναυπλίη χώρη Ηροδ. 6, 76, Ναυπλίη χθών Ευρ. Ορ. 369, Ναυπλία Παυσ. 2, 38, 2. Το επίθετο είναι Ναύπλιος και Ναυπλίειος, Ναύπλιοι λιμένες, Ευρ. Ηλ. 453, Ναύπλιαι ακταί, Ευρ. Ελ. 1586, Ναυπλίειος λιμήν, Ευρ. Ορ. 54. Ο κάτοικος της περιοχής ονομάζεται Ναυπλιεύς.

Σε επιγραφή της Επιδαύρου IGIV2,106 αναφέρεται επίσης κώμη της Επιδαύρου με το όνομα Ναυπλιάς – άδος. Λαμβάνοντας υπόψη την απότομη, επιμήκη και βραχώδη διαμόρφωση της Ακροναυπλίας, που καταλήγει στα δυτικά σε απότομο ακρωτήριο, στα αρχαία χρόνια το πιθανότερο ονομαζόταν “Ναυπλία άκρα” (άκρα: α) κορυφή όρους ή λόφου, β) ακρωτήριο). Το τοπωνύμιο Ακροναυπλία δεν είναι αρχαίο, αλλά επιτυχημένος νεολογισμός στα χρόνια της απελευθέρωσης. Από την πρώιμη βυζαντινή εποχή και εξής το τοπωνύμιο αναφέρεται ως Ναύπλιον. Στη σύνοδο της Κωνσταντινούπολης το 869 μ.Χ. αναφέρεται ο Ανδρέας ως επίσκοπος Ναυπλίου.

Το τοπωνύμιο Ναύπλιον στα βυζαντινά χρόνια το πιθανότερο διαμορφώθηκε από το όνομα ο Ναύπλιος το Ναύπλιον, κατ’ αναλογίαν προς το τοπωνύμιο ο Άργος – το Άργος. Στα βυζαντινά χρόνια ο κάτοικος του Ναυπλίου ονομαζόταν ο Ναύπλιος, οι Ναύπλιοι. Στο βίο του Αγίου Πέτρου του Μητροπολίτη Νικαίας Θεοδώρου τον 10ο -11ο αι. αναφέρεται «Τότε δη και Ναύπλιοι τοις Αργείοις διενεχθέντες». Επίσης το Ναύπλιον κατά τον 11ο αι. κατά παρετυμολογίαν απαντάται και ως Ναύπλοιον, από το ναυς + πλοίον.

Κατά την ύστερη βυζαντινή εποχή στα λόγια κείμενα απαντάται το όνομα Ναύπλιον, αλλά κυρίως κατά τον 14ο αι. κ.ε. στις γραπτές πηγές και το Χρονικό του Μορέως απαντώνται διάφοροι εξελικτικοί τύποι του τοπωνυμίου Ναύπλιο, οι οποίοι κατά την άποψή μας με γλωσσικά κριτήρια κατανέμονται σε δύο κατηγορίες:

α) Οι τύποι Ναύπλιο, Ναύπλι, Αναύπλι, Αναύπλιον, Νάπλι, Ανάπλι(η), Ανάπλιον, Ανάπλιν. Από τον τύπο Ναύπλι ο κάτοικος ονομάζεται επίσης ο Ναύπλος-ου, οι Ναύπλοι,-ών, «Ναυπλών καί Αργείων».

β) Οι τύποι Νεάπολη, Νάπολι(η), Ανάπολι(η), Napoli di Romania, Naple, Naples. Στην πρώτη κατηγορία (α) του τοπωνυμίου οι γλωσσικοί εξελικτικοί τύποι προήλθαν από τη συνεχή προφορική και γραπτή εξέλιξη της βυζαντινής και νέας ελληνικής γλώσσας, οι αρχές της οποίας τοποθετούνται στον 12ο αι. Στην δεύτερη (β) κατηγορία οι γλωσσικοί τύποι αποτελούν σαφώς ονόματα, που έχουν την αφετηρία τους στις δυτικές γλωσσικές επιρροές των Ενετών και των Φράγκων αλλά και της διοίκησης του Ναυπλίου και συνυπήρχαν παράλληλα με τους τύπους της (α) κατηγορίας. Με τις λέξεις της β) κατηγορίας αποκαλούσαν το Ναύπλιο στα Επτάνησα και τη Δύση. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο περιηγητής Ε. Τσελεμπί που επισκέφθηκε την Πελοπόννησο το 1668 – 1671 αναφέρει ότι το Ναύπλιο στα ιταλικά και τα φράγκικα λέγεται Αναπόλιε (Anapoliye), δηλαδή Ανάπολη, ενώ οι Τούρκοι κάτοικοι του Ναυπλίου που μιλούσαν ελληνικά το αποκαλούσαν Ανάπλι. Είναι αξιοσημείωτο ότι από τον τύπο Ανάπολη το Ναύπλιο στην οθωμανική γλώσσα ονομάστηκε Anabolu, που αναφέρει ήδη από τον 12ο αι. (1150) ο άραβας γεωγράφος αλ – Iντρισί.

Η υποθετική άποψη του Κ. Κακαρίκου ότι ο τύπος Ανάπολι προήλθε από τον ιταλικό – ενετικό τύπο Napoli με το άρθρο la Napoli ή a Napoli της ενετικής διοίκησης  και στη συνέχεια από τους τύπους l’ Anapoli ή Anapoli  προήλθε ο τύπος Ανάπολι, καθώς και η υπόθεση ότι από το Νάπολι, Ανάπολι διαμορφώθηκε στην ελληνική γλώσσα ο τύπος Ανάπλι, είναι εσφαλμένη.

Ωστόσο οι τύποι Ναύπλιο, Ναύπλι, Αναύπλι, Νάπλι, Ανάπλι, Νάπολη(ι) – Ανάπολη(ι) αποτελούν εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας και δημιουργήθηκαν με το προθεματικό α, α+Ναύπλι, α + Νάπλι, α+Νάπολη, κατ’ επιρροή του παρακείμενου α της πρώτης συλλαβής, όπως εύστοχα έχουν επισημάνει οι Βερτσέτης, Πετράκη – Βερτσέτη, αλλά είχαν διαμορφωθεί πολύ νωρίτερα. Πρόκειται για χαρακτηριστικό γλωσσικό φαινόμενο της ελληνικής γλώσσας, π.χ. κατά το βδέλλα – αβδέλλα, μασχάλη-αμασχάλη αλλά και Ναβαρίνο – Αναβαρίνο, Νάπλιο(ν) –Ανάπλιο(ν), αλλά και κατά το ελληνικό τοπωνύμιο Αράχοβα,το οποίο εσφαλμένα θεωρήθηκε ως Σλαβικό από τον W. Vasmer, που προέρχεται από τη λέξη τοπωνύμιο Ράχη και με τη σλαβική κατάληξη έγινε Ράχοβα.

Στη συνέχεια με το προθεματικό α στην ελληνική γλώσσα διαμορφώθηκε σε Αράχοβα. Η διαμόρφωση των τύπων Ναύπλιο – Ναύπλι – Νάπλιο, Νάπλι που μαρτυρούνται στις γραπτές πηγές κυρίως τον 14ο αι., Χρονικό του Μορέως κ.λ.π., είχαν ήδη διαμορφωθεί στην προφορική παράδοση από τον 12ο αι., όπου τοποθετούνται οι αρχές της νέας ελληνικής γλώσσας και το πιθανότερο και πριν από τον 12ο αιώνα. Ωστόσο το τοπωνύμιο Ναύπλιον εξακολουθούσε να χρησιμοποιείται στη λόγια γλώσσα.

Τον 12ο αι. κατά την ίδρυση της Αγίας Μονής Αρ(ε)ίας Ναυπλίου το 1149, όπως αναφέρεται στο υπόμνημα ίδρυσης της Μονής στην λόγια γλώσσα η μονή ιδρύθηκε υπό «του ταπεινού Λέοντος και ευτελούς επισκόπου Άργους και Ναυπλίου». Προς το τέλος του 12ου αι., είκοσι πέντε χρόνια αργότερα στην κτιτορική μαρμάρινη επιγραφή του ναού της Θεοτόκου του έτους 1173/4, διαστ. 38 Χ 41 Χ 8,5 εκ., που βρέθηκε στο κάστρο της Λάρισας του Άργους το 1928, από τον W. Vollgraff, σε δέκα στίχους αναγράφονται τα εξής: «+Ανεκτίστι ο πάνσεπτος/ναός τις υπεραγύας Θε/οτόκου παρά του θεοφυ/λεστάτου επισκόπου ι/μόν Άργους κε Ναπλίου βαση/λέβοντος Μανοϊλ δεσπό/του του Κομνηνού κε πορ/φυρογεννήτου επισκό/που δε υμόν κυρού Νι/κύτα έτους ςχπβ΄».

 

Κτιτορική Επιγραφή από την Λάρισα του Άργους (φωτ. ΕΦΑΑΡΓ, Βυζαντινού Μουσείου).

 

Στην επιγραφή αυτή, η οποία δεν έχει ληφθεί υπόψη από τους ερευνητές για την μελέτη εξέλιξης του τοπωνυμίου του Ναυπλίου απαντάται για πρώτη φορά ο τύπος «κε Ναπλίου». Στον στίχο αρ. 5 υπάρχει και διαφορετική ανάγνωση «κ’ Εναπλίου» αντί «κε Ναπλίου».

Ωστόσο λαμβάνοντας υπόψη, ότι από τα κείμενα η επισκοπή είναι γνωστή ως «επισκοπή Άργους και Ναυπλίου», ενώ ο τύπος «Εναπλίου», Ενάπλιο – ου,  δεν είναι γνωστός από άλλη πηγή, το πιθανότερο στην επιγραφή αναγράφεται «κε Ναπλίου». Είναι αξιοσημείωτο επίσης ότι το τοπωνύμιο Ναύπακτος κατά τον 12ο – 13ο αι. μαρτυρείται ως Έπακτος – Έπαχτος και διατηρήθηκε ως την εποχή μας, ενώ ο τύπος Ενάπλιο-ου είναι αμάρτυρος στις γραπτές πηγές και την προφορική παράδοση.

Από την επιγραφή σαφώς προκύπτει, ότι κατά τον 12ο αι. στην προφορική παράδοση είχε ήδη διαμορφωθεί από το τοπωνύμιο Ναύπλιο, ο τύπος Νάπλιο(ν) – Ναπλίου. Ωστόσο λαμβάνοντας υπόψη ότι σε έγγραφο του 1182, όπου αναφέρεται σε εμπορικές σχέσεις των Βενετών του Ναυπλίου με την Αλεξάνδρεια, το Ναύπλιο αναφέρεται επίσης ως «Naple» και όχι Napoli di Romania ενισχύεται η άποψη ότι ήδη από την εποχή αυτή είχε διαμορφωθεί και ήταν σε χρήση και στην γραπτή γλώσσα, πιθανόν νωρίτερα και ο τύπος «Νάπλι», ο οποίος στη γαλλική γλώσσα του Χρονικού του Μορέως αναφέρεται ως Naples και ως Νάπλι – Ανάπλι στην αντίστοιχη ελληνική γλώσσα.

Οι τύποι Νάπλιο, Νάπλι και στη συνέχεια Ανάπλι αποτελούν γλωσσική εξέλιξη και προέρχονται από τον τύπο Ναύπλιο με το γνωστό γλωσσικό φαινόμενο της κώφωσης της ελληνικής γλώσσας, σύμφωνα με το οποίο ο δίφθογγος αυ εκπίπτει σε α, όπως π.χ. από την αρχαία λέξη ρεύμα προέκυψε ο νεοελληνικός τύπος «ρέμα», το ποτάμι, κοίτη ποταμού. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι τύποι Ναύπλι, Αναύπλι, Αναύπλιο-ον διατηρούνται παράλληλα και είναι περισσότερο λόγιοι από τους δημώδεις Νάπλιο, Νάπλι, Ανάπλι.

Σε συμβόλαιο του 1509 που συντάχθηκε στο Ναύπλιο από τον βιβλιογράφο (συμβολαιογράφο) Μιχαήλ Σουλιάρδο σε λόγια γλώσσα αναφέρεται «εις τήν καντζελαρίαν του Άναυπλίου». Ωστόσο στην ομιλουμένη γλώσσα ο τύπος Νάπλι – Ανάπλι είχε επικρατήσει τον 12ο αι., πολύ ενωρίτερα από τον 14ο αι., Χρονικό του Μορέως, και πλήρως στην δημώδη ποίηση ως την εποχή μας. «ήταν του Ρήγα τ’ Αναπλιού, ο γιος ο κανακάρης/ωσαν αετός επέτετο σ’ αλογο καβαλάρης», (Ερωτόκριτος).

Σε δύο επιγραφικά χαράγματα σε τοιχογραφία του Αγίου Αθανασίου στο χωριό Στεφάνι Κορινθίας, στην εκκλησία του Αγίου Ελευθερίου, που απέχει δεκαεπτά χιλιόμετρα σε ευθεία γραμμή με θέα προς το Ναύπλιο, αναφέρονται σε δύο σημαντικά ιστορικά γεγονότα για το Ναύπλιο, στην κατάληψη του Ναυπλίου από τους Ενετούς το 1686 και στην κατάληψη του Ναυπλίου από τους Τούρκους το 1715, όπου το Ναύπλιο αναγράφεται ως Ανάπλι(η).

 

Τοιχογραφία του Αγίου Αθανασίου με επιγραφές χαράγματα (1686, 1715

 

Τα χαράγματα αυτά με κριτήριο τον γραφικό χαρακτήρα έχουν χαραχθεί από δύο διαφορετικά χέρια (πρόσωπα), προφανώς εκ του μακρόθεν αυτόπτες μάρτυρες των πολεμικών επιχειρήσεων, το πιθανότερο από ιερείς ή αναγνώστες (ψάλτες) της περιοχής, στην προφορική ντοπιολαλιά της εποχής.

α. «1686 εμινί Αυγούστου 16/ επίρε/ο Βενεκιάνος το Ανάπλι».

β. «1715 Αλοναρίου 4/ ιμέρα Σάβατο επήρε / ο Τούρκος το ανάπλη. Ο Βε/ζίρης έρθε ατός του κε ε/πίρε τον Μορέαν όλονε». «Πέτρος Λ. Ρομιός».

Στην α επιγραφή η φράση «εμινί» (εν μηνί) είναι συνηθισμένη στις κτητορικές επιγραφές των εκκλησιών καθώς και στα εκκλησιαστικά κείμενα. Ο τύπος Βενεκιάνος που υποδηλώνει το γλωσσικό φαινόμενο του τσικακισμού, απαντάται παράλληλα με τον γνωστό τύπο Βενετσιάνος. Η β επιγραφή φέρει την υπογραφή Π. Λ. Ρομιός που δηλώνει την ταυτότητα του προσώπου ότι ήταν χριστιανός και Έλληνας. Το επώνυμο αυτό Ρωμαίος και Ρωμιός απαντάται και σήμερα ως επώνυμο στα Βούρβουρα της Αρκαδίας. Επίσης από τον τύπο Αλοναρίου και από το σχήμα των γραμμάτων όπως το Ρ και το Μ γίνεται φανερό ότι το πρόσωπο αυτό ήταν λόγιο.

Η εξόρυξη των ματιών της εικονιζόμενης τοιχογραφίας του Αγ. Αθανασίου αποτελεί συχνό φαινόμενο κατά την Τουρκοκρατία, χαρακτηριστικό της θρησκοληψίας και της αμάθειας. Η αφαίρεση των ματιών του αγίου και κατά προτίμηση της Παναγίας (“αυτός κλέβει και της Παναγιάς τα μάτια”) χρησιμοποιούνταν ως φυλακτό αλλά και ως γιατρικό, που το έπιναν διαλυμένο σε νερό σε περιπτώσεις ασθένειας.

Ο τύπος Ανάπλι τελικά είναι αυτός που επικράτησε και διατηρείται και σήμερα στην προφορική παράδοση, ενώ ως επίσημο όνομα της πόλης έχει επικρατήσει το βυζαντινό τοπωνύμιο Ναύπλιο. Το νεοελληνικό όνομα αναπλιώτης, σημαίνει όπως και το αρχαίο Ναυπλιεύς, τον κάτοικο της πόλης. Ενώ το επώνυμο Αναπλιώτης δηλώνει τον καταγόμενο από το Ανάπλι, που διαμένει όμως σε άλλο τόπο. Ωστόσο, στην αρχαία γλώσσα τα εθνικά ονόματα σε -ώτης, Σικελός, Σικελιώτης, σημαίνει τον κάτοικο που δεν είναι γηγενής, αλλά έχει μετοικίσει στην αντίστοιχη πόλη.

Ενώ το Ναύπλιο και το Άργος που κατοικούνταν συνεχώς διατήρησαν το όνομα τους και αποτελούν δύο διαχρονικά αλληλοσυμπληρούμενα κέντρα της Αργολίδας. Αντίθετα οι πολύχρυσες Μυκήνες, που ερημώθηκαν  ενωρίς, κατά την Τουρκοκρατία, έχασαν το όνομα τους και ονομάζονταν Χαρβάτι, από την αραβική λέξη Χερβάτ, που σημαίνει ερείπια [Heinrich Schliemann, «Mycenæ: a narrative of researches and discoveries at Mycenæ and Tiryns», 1880, σελ.117]. Επίσης η ερειπωμένη Τίρυνθα μετονομάστηκε σε Παλιόκαστρο ή Παλιό (Veccio) Ναύπλιο.

ΥΓ. Η ανακοίνωση αυτή αποτελεί αντικείμενο διεξοδικής γλωσσικής έρευνας και αφιερώνεται στους πολίτες και τους φίλους της πόλης, που την αγαπούν, χωρίς ανταλλάγματα.

 

Ο Χρήστος Πιτερός είναι αρχαιολόγος, μέλος του Δ.Σ. Ιδρύματος Ιωάννης Καποδίστριας, πρώην αναπληρωτής Δ/ντής της Δ. ΕΠΚΑ, πτυχιούχος Κλασσικής Φιλολογίας ΕΠΚΑ και Αρχαιολογίας και Τέχνης ΑΠΘ.

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

Διαβάστε ακόμη:

 

Ο Θάνατος της Φιλικής Εταιρείας και ο Καποδίστριας

$
0
0

Ο Θάνατος της Φιλικής Εταιρείας και ο Καποδίστριας


 

 «Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Δημοσιεύουμε σήμερα στο «Ελεύθερο Βήμα» ένα σύντομο ιστορικό σημείωμα του κ. Γεωργίου Σκλαβούνου, Κοινωνιολόγου, Οικονομολόγου, Ιστορικού ερευνητή και συγγραφέα με θέμα:

«Ο Θάνατος της Φιλικής Εταιρείας και ο Καποδίστριας»

 

 Οι τρεις συντονισμένες συνελεύσεις που κατήργησαν στην πράξη την Φιλική Εταιρεία, και άφησαν ακέφαλη την επανάσταση του 1821.

Η συνέλευση των Καλτεζών, του Μεσολογγίου και των Σαλώνων, υπό τους Μαυρομιχάλη, Μαυροκορδάτο, Νέγρη.

 

Πολλά γράφονται και ακούγονται για την Φιλική Εταιρεία την ίδρυση της και τους πρωτεργάτες της, τον ρόλο της στην προετοιμασία του 21. Κατά περίεργο όμως τρόπο, ως δια μαγείας, η μετά την κήρυξη της επανάστασης, ύπαρξη, ζωή και δράση της Φιλικής «εξαφανίζεται». Η κατανόηση αυτού του φαινομένου είναι προφανώς σημαντικότατη για την κατανόηση της πορείας της επανάστασης.

Τραγική αλλά αδιαφιλονίκητη απόδειξη του εξοστρακισμού της Φιλικής των ανθρώπων και των μηχανισμών της από τους κληρονόμους του 21, αποτελεί η (μέχρι και τώρα καταγεγραμμένη) απόλυτη αποξένωση του Παναγιώτη Σέκερη από τον αγώνα, και ακόμα από το κράτος που δημιούργησε η Επανάσταση. Με την έκρηξη της Επανάστασης μετακομίζει στην Οδησσό, οπού παραμένει ουσιαστικά ξεχασμένος. Έρχεται στην Ελλάδα στα 1830 και τοποθετείται Τελώνης αρχικά στην Ύδρα και μετά στο Ναύπλιο. Με δεδομένο ότι ο Σέκερης, ο εκατομμυριούχος μεγαλέμπορος και εφοπλιστής, υπήρξε ο ουσιαστικός και ο μοναχικός ηγέτης της Φιλικής από τα 1819, αλλά και ο μέγιστος, εξ ιδίων πόρων, χρηματοδότης της Φιλικής, από τα 1818, η μεταχείριση του από τους «κληρονόμους και διαχειριστές» του ’21 αποτελεί επαρκές χαρακτηριστικό παράδειγμα του εξοστρακισμού της Φιλικής από την επανάσταση που προετοίμασε.

 

Παναγιώτης Σέκερης (Τρίπολη, 1783 – Ναύπλιο, 1847), ελαιογραφία σε μουσαμά. Συλλογή προσωπογραφιών ΕΙΜ.

 

Σήμερα θα παραθέσω τις επίσημες, τις «Θεσμικές παρεμβάσεις» στην ιστορία μας, μέσω των οποίων τέθηκε στο περιθώριο, καταργήθηκε, η Φιλική Εταιρεία από την πορεία του 21. Ευελπιστώ ότι θα βρεθεί χρόνος, τρόπος και τόπος να συζητήσουμε και τα αίτια της περιθωριοποίησης της Φιλικής από την επανάσταση που προετοίμασε. Αίτια που προφανώς συνδέονται με την ταυτότητα και τις στοχεύσεις αυτής της επανάστασης αλλά και τις εσωτερικές συγκρούσεις και τις εξωτερικές παρεμβάσεις – επιρροές που διαμόρφωσαν την πορεία της.

 

Η Συνέλευση των Καλτεζών – Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης

 

Σφραγίδα Πελοποννησιακής Γερουσίας.

20-26 Μαΐου 1821: Η υπό τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη Συνέλευση των Καλτεζών η οποία και χαρακτηρίζει τον Μαυρομιχάλη «ενδοξότατο αρχιστράτηγον» και «προηγούμενων» της συνελεύσεως, συγκροτεί την Πελοποννησιακή Γερουσία, στην οποία αναθέτει την πολιτική, οικονομική αλλά και την στρατιωτική ηγεσία της Πελοποννήσου. Οι προεστοί που πλαισιώνουν τον Πετρόμπεη είναι οι, Σωτήρης Χαραλάμπης, Αθανάσιος Κανακάρης, Αναγνώστης Παπαγιανόπουλος, Θεοχαράκης Ρέντης, Νικόλαος Πονηρόπουλος.

Με εξαίρεση τον Πονηρόπουλο που διέθετε και πείρα πολεμική και σχέση με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη οι υπόλοιποι που πλαισιώνουν τον Πετρόμπεη στην Γερουσία αποτελούν ότι συντηρητικότερο διέθετε ο Μοριάς.

Η Συνέλευση δεν κάνει καμία αναφορά ούτε στην Φιλική Εταιρεία, ούτε στα σύμβολα της, ούτε στις Εφορίες της. Ουσιαστικά η Συνέλευση καταργεί τον ηγετικό και καθοδηγητικό ρόλο της Φιλικής.

 

Η Συνέλευση του Μεσολογγίου – Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος

 

Σφραγίδα της Γερουσίας Δυτικής Χέρσου Ελλάδος.

4-9 Νοεμβρίου 1821: Συνέρχεται υπό τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, στο Μεσολόγγι, Συνέλευση της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος. Η Συνέλευση εκλέγει την Γερουσία της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος, με πρόεδρο τον Μαυροκορδάτο. Ψήφισε τον Οργανισμό της Γερουσίας της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος, με μορφή, καταστατικού – Συνταγματικού χάρτη.

Ο Μαυροκορδάτος προχωράει στην συγκρότηση της Γερουσίας της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος εμφανιζόμενος ως εκπρόσωπος πληρεξούσιος του Δημητρίου Υψηλάντη στον όποιο έχει υποσχεθεί «πίστη και αφοσίωση». Βέβαια αμέσως μετά την εδραίωση του στο Μεσολόγγι θα αποδοκιμάσει, θα αποκηρύξει, θα καταγγείλει τόσο τον Δημήτριο Υψηλάντη όσο και τον Αλέξανδρο Υψηλάντη.

  

Συνέλευση των Σαλώνων – Θεόδωρος Νέγρης

 

18-20 Νοεμβρίου 1821: Συνέρχεται υπό τον Θεόδωρο Νέγρη, καθοδηγούμενο από τον Μαυροκορδάτο, η Συνέλευση των Σαλώνων. Η Συνέλευση καταλήγει στην συγκρότηση της «Διοίκησης της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος», ως αυτόνομης περιοχής υπό τον Νέγρη με δικό της Καταστατικό Χάρτη, ουσιαστικά δικό της Σύνταγμα, με τίτλο «Νομική Διάταξις της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος». Εξέλεξε Κυβερνητικό σχήμα που ονόμασε «Άρειο Πάγο». Όλα τα ανωτέρω χωρίς καμιά αναφορά στην Φιλική και τα σύμβολα της, χωρίς καμία αναφορά στις τοπικές εφορίες της Φιλικής Εταιρείας, στον Αλέξανδρο Υψηλάντη και την κήρυξη της Επανάστασης.

 

Αντί στρατιωτικών προύχοντες και καλαμαράδες

 

Η Φιλική από την πλευρά της προετοίμαζε στρατιωτική ηγεσία για την επανάσταση. Ηγεσία δοκιμασμένη, ριζωμένη στις αγωνιστικές παραδόσεις του τόπου. Στη τελευταία (σημαντικότατη και θαμμένη στην λήθη) συνάντηση των οπλαρχηγών της Ανατολικής και Δυτικής Στερεάς, υπό την καθοδήγηση της Εφορίας της Φιλικής της Εταιρείας των Ιονίων Νήσων, που οργανώθηκε στην Λευκάδα, τον Ιανουάριο του 1821, στο σπίτι του Ιωάννη Ζαμπέλιου, (πατέρα του Ιστορικού μας Σπυρίδωνα Ζαμπέλιου,) αποφασίστηκε η Επανάσταση στην Ανατολική Στερεά να τεθεί υπό τους Οδυσσέα Ανδρούτσο και Δημήτριο Πανουργιά. Ο Πανουργιάς παλαίμαχος επαναστάτης είχε υπηρετήσει υπό τον πατέρα του Ανδρούτσου και τον Λάμπρο Κατσώνη.

 

Αθανάσιος Τσακάλωφ, Νικόλαος Σκουφάς, Εμμανουήλ Ξάνθος. Οι ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας. Οδησσός, 1814. Ως ημέρα της ιδρύσεως της Φ. Ε. Καθιερώθηκε η 14η Σεπτεμβρίου. Ξυλογραφία, έργο Βάσου Φαληρέα, 1970. Συλλογή χαρακτικών ΕΙΜ.

 

Η επανάσταση στην Δυτική Στερεά, αποφασίστηκε, να τεθεί υπό τους Γεώργιο Βαρνακιώτη ( τον πορθητή του Αγρινίου), από παραδοσιακή οικογένεια οπλαρχηγών και τον Γεώργιο Τσόγκα. Και ο Τσόγκας επίσης καταγόταν από αρματολική οικογένεια, μπαρουτοκαπνισμένος οπλαρχηγός. Ήταν ξάδερφος και πρωτοπαλίκαρο του Κατσαντώνη. Η τύχη των Ανδρούτσου και Βαρνακιώτη υπό τους Μαυροκορδάτο και Νέγρη είναι γνωστή.

Αντίθετα με την συνάντηση της Λευκάδας, η σύσκεψη της Βοστίτσας (σημερινό Αίγιο) με σκοπό τον συντονισμό της επανάστασης στην βόρεια Πελοπόννησο που συγκαλείτε με πρωτοβουλία του Παπαφλέσσα, επίσης τον Ιανουάριο του 1821, απέβη άκαρπη, αν όχι αρνητική, κατά γενική παραδοχή, πλην μιας ή δυο εξαιρέσεων, των ιστορικών.

 

8 Ιουνίου 1821 – Φθάνει στην Ύδρα ο Δημήτριος Υψηλάντης

 

Ο Υψηλάντης φτάνει στην Ύδρα και κατευθύνεται στο Άστρος, ως πληρεξούσιος της Αρχής και Αρχιστράτηγος της Πελοποννήσου. Με την άφιξή του διεκδικεί την στρατιωτική και πολιτική ηγεσία από τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και την υπ’ αυτόν Πελοποννησιακή Γερουσία. Η Γερουσία αρνείται να τον αναγνωρίσει ως αρχηγό, παρά την θερμή υποδοχή του από τον Κολοκοτρώνη και τους οπλαρχηγούς. Ο Υψηλάντης ουσιαστικά αποφεύγει την ρήξη και προσπαθεί να συγκροτήσει σώμα τακτικού στρατού. Αρχικά επιτυχαίνει με θαυμάσια αποτελέσματα…, αλλά τελικά υποχρεούται να δεχτεί την διάλυση του λόγω ανυπαρξίας έστω και στοιχειώδους στήριξης.

 

Δημήτριος Υψηλάντης. Σχέδιο Adam Friedel. Επιζωγραφισμένη λιθογραφία, Λονδίνο – Παρίσι, Ιανουάριος, 1827.

 

Οι τοπικές αυτές κυβερνήσεις διατηρήθηκαν μέχρι και τον Απρίλιο του 1823 και την Β΄ Εθνοσυνέλευση του Άστρους που αποφάσισε την κατάργηση τους.  Διατηρήθηκαν δηλαδή μέχρι και την απαρχή του καταστροφικού για την επανάσταση Εμφυλίου πολέμου 1823-1825, για τον οποίο φέρουν και το μέγιστο, αν όχι το αποκλειστικό, μέρος της ευθύνης.

Η επανάσταση που αδυνατεί να καταστείλει ο Σουλτάνος και αναγκάζεται να ζητήσει την Βοήθεια του Ιμπραήμ, σύρεται ακέφαλη, κατακερματισμένη, να αντιμετωπίσει την αντεπαναστατική Ιερή Συμμαχία, τους Αγγλογάλλους προστάτες της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τον Σουλτάνο και τους Αιγύπτιους συμμάχους του.

 

1823- 1825 – Ο εμφύλιος που καθήλωσε και συνέτριψε το 1821

 

Από το φθινόπωρο του 1823 μέχρι και το Νοέμβριο ήταν η πρώτη και ήπια φάση του, ενώ από τον Ιούλιο του 1824 μέχρι και τον Ιανουάριο του 1825, η δεύτερη αιματηρή και διαλυτική του φάση, με την κάθοδο των Ρουμελιωτών, στηριζόμενων από τους Υδραίους, στον Μοριά.

Από το «ημερολόγιο του εμφυλίου» επιλέγουμε τις ακόλουθες χαρακτηριστικές στιγμές:

1823 Μάρτιος. Στη Β΄ Εθνοσυνέλευση του Άστρους, καταργείται ο Κολοκοτρώνης από την αρχιστρατηγία με την παράλληλη εκλογή 50 στρατηγών. (Είχε, βλέπεις, τόσους στρατηγούς το έθνος.)

Η Εθνοσυνέλευση πήρε αυτές τις αποφάσεις με πρόεδρο τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, γενικό γραμματέα τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και πρόεδρο του Βουλευτικού (της βουλής) τον Ιωάννη Ορλάνδο, γαμπρό των Κουντουριώτηδων και βασικό διαπραγματευτή των δυο «εθνικών δανείων». Αυτόν που αργότερα μετέφερε στην επαναστατημένη Ελλάδα την άποψη των δανειστών από το Λονδίνο, ότι έπρεπε να εκτελεστεί ο Κολοκοτρώνης!

Στις 27-30 Μαΐου του 1824. Ο στόλος του Ιμπραήμ καταστρέφει τη μεγάλη, αν όχι τη μεγαλύτερη ναυτική δύναμη του ελληνισμού, την Κάσο.

Στις 20 Ιουνίου 1824 ο στόλος του Ιμπραήμ καταστρέφει τα Ψαρά.

1 Οκτωβρίου 1824 συγκροτείται η Κυβέρνηση Γεωργίου Κουντουριώτη με την συμμετοχή του Κωλέτη. Η κυβέρνηση που οδηγεί και χρηματοδοτεί τη δεύτερη φάση του εμφυλίου.

Στις 24 Νοεμβρίου 1824, δολοφονείται ο γιος Κολοκοτρώνη Πάνος. Ένας καταξιωμένος οπλαρχηγός, αλλά και σοβαρά μορφωμένος και πολύγλωσσος. Σε γάμο οικογενειών δύναμης ήταν παντρεμένος με την κόρη της Μπουμπουλίνας.

Στις 6 Φεβρουαρίου 1825 φυλακίζεται σε μοναστήρι της Ύδρας ο Κολοκοτρώνης.

Στις 7 Φεβρουαρίου 1825, υπογράφεται στην Αγγλία το δεύτερο εθνικό δάνειο, ονομαστικής αξίας 2.000.000 λιρών. Από αυτά έφτασαν σε ελληνικά χέρια 232.558 λίρες. Η διαχείριση του δεύτερου δανείου υπήρξε κατά πολύ σκανδαλωδέστερη του πρώτου. Πρωθυπουργός των εθνικών δανείων είναι ο Γεώργιος Κουντουριώτης. Βασικός διαπραγματευτής των δύο δανείων ο Ι. Ορλάνδος σύζυγος της αδελφής των Κουντουριώτηδων, προύχοντας των Σπετσών, της δεύτερης, μετά την Ύδρα, έδρας της καποδιστριακής αντιπολίτευσης. Ως εγγύηση των δανείων τέθηκαν τα εθνικά κτήματα.

Στις 26 Φεβρουαρίου 1825 ο Ιμπραήμ αποβιβάζεται στη Μεθώνη.

Απρίλιος του 1825. Φυλακίζεται στην Ακρόπολη ο Οδυσσέας Ανδρούτσος φίλος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη αλλά και σύμμαχος στους 2 εμφυλίους των ετών 1823-1825.

Στις 5 Ιουνίου 1825. Δολοφονείται ο φυλακισμένος από τη «Συνταγματική Ηγεσία της Επαναστατημένης Ελλάδος» στην Ακρόπολη ο Οδυσσέας Ανδρούτσος.

Στις 24 Ιουλίου του 1825. Το αίτημα υποτελείας στην Αγγλία. «Το ελληνικό έθνος θέτει εκουσίως την ιεράν παρακαταθήκην της ιδίας ανεξαρτησίας και πολιτικής του υπάρξεως υπό την μοναδικήν υπεράσπισιν της Α.Μ. του βασιλέως Γεώργιου Δ!».

Στις 24 Ιουλίου 1825, υπογράφεται κοινή διαμαρτυρία των απεσταλμένων των γαλλικών και των αμερικανικών φιλελληνικών οργανώσεων στο Ναύπλιο για την πράξη της υποτέλειας, με τις υπογραφές του Γάλλου Ρώσχη και του Αμερικανού Β. Ουάσιγκτον, ανιψιού του προέδρου των Η.Π.Α.

Απρίλιος 1826. Καθαίρεση Δημητρίου Υψηλάντη και Υπουργού Δικαιοσύνης Θεοτόκη. Η Γ΄Εθνοσυνέλευση στερεί από τον Δημήτριο Υψηλάντη των πολιτικών του δικαιωμάτων γιατί αντιτάχθηκε τόσο στο αίτημα της υποτελείας όσο και στον συμβιβασμό με την Οθωμανική Αυτοκρατορία.  Καθαιρείται από υπουργός δικαιοσύνης ο Κερκυραίος αγωνιστής Ιωάννης Βαπτιστής Θεοτόκης, φυλακίζεται και κατηγορείται για εσχάτη προδοσία, διότι χαρακτήρισε το Πράξη Υποτέλειας «ως το πωλητήριο της Ελλάδος».

10-11. Απριλίου 1826. Η ηρωική έξοδος και πτώση του Μεσολογγίου. Ακολουθεί κατάρρευση της Κυβέρνησης Γεωργίου Κουντουριώτη.

 

Η επίθεση του Ιμπραήμ Πασά κατά του Μεσολογγίου. Ελαιογραφία του Giuseppe Pietro Mazzola (1748-1838).

 

Στις 23 Απριλίου 1827, δολοφονείται «υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες» ο Καραϊσκάκης στο Φάληρο. Υπενθυμίζουμε ότι ο Ιμπραήμ είναι μέχρι και τις 20 του Σεπτεμβρίου του 1827 στην Πελοπόννησο.

 

Η Εγκατάλειψη του Αγώνα και οι διαπραγματεύσεις για μια Ελλάδα φόρου υποτελή στον Σουλτάνο

 

Η Εθνοσυνέλευση πριν από την πτώση του Μεσολογγίου είχε αποφασίσει την εγκατάλειψη του αγώνα και τον συμβιβασμό με την Τουρκία «…μετά την πτώση του Μεσολογγίου. Με ψήφισμά της αποφάσιζε ότι η ολική κυβέρνησης των Ελληνικών πραγμάτων εμπιστεύεται προσωρινώς εις 11 μέλη επιτροπή με το όνομα Διοικητική Επιτροπή…».

Επίσης όρισε μια δεύτερη επιτροπή με το όνομα Επιτροπή της Συνελεύσεως από 13 άτομα με πρόεδρο των Π. Π. Γερμανό, αποτελούμενη από δραστήρια μέλη της αγγλικής φατρίας, όπως ο Αναστάσης Λόντος και ο Πανούτσος Νοταράς, για να διαπραγματευθεί συμβιβασμό με την Υψηλή Πύλη (με τον Σουλτάνο). Μάλιστα με ψήφισμά της η Συνέλευση «έδινε οδηγίες στην Επιτροπή της Συνελεύσεως με το άρθρο Ζ: «Εμπορεί η Επιτροπή να συγκατατεθεί δια την υπεροχήν (επικυριαρχίαν) της Πόρτας εις το να πληρώνει εις αυτήν ή άπαξ μιαν χρηματικήν ποσότητα εις διαφόρους δόσεις η έναν ετήσιο φόρον».

 

Πανούτσος Νοταράς. Επιζωγραφισμένη λιθογραφία, Adam Friedel, Λονδίνο – Παρίσι, 1827.

 

Επίσης, κατά τον Χρήστο Λούκο, «η Γ’ Συνέλευση της Επιδαύρου 6-16 Απριλίου 1826 θα συμπέσει με την πτώση του Μεσολογγίου, 10-11 Απριλίου. Τέτοια ήταν η απογοήτευση που κατέλαβε όλους, ώστε αποφασίστηκε να διακοπούν οι συνεδριάσεις» και συνεχίζει αναφερόμενος στη δημιουργία των ως άνω δύο επιτροπών…. Σύμφωνα με τον Σπηλιάδη «ο κεκρυμμένος σκοπός του Ζαΐμη, ή της Αγγλικής φατρίας, ήταν η πράξις δια τον συμβιβασμόν με τον Σουλτάνον, την οποίαν είχεν σχεδιάσει από 2 Απριλίου 1826» (4 ημέρες πριν αρχίσει στην Επίδαυρο η συνέλευση.

Πάνω σε αυτά τα ερείπια της επανάστασης μπόρεσε να «ανθίσει» το κίνημα των προσκυνημένων που απείλησε ότι είχε απομείνει στο Μοριά από το πέρασμα του Ιμπραήμ. Η ηγετική μορφή των προσκυνημένων ο οπλαρχηγός Νενέκος εκτελείται με εντολή του Κολοκοτρώνη μετά την άφιξη του Καποδίστρια το 1828. Στις 20 Σεπτεμβρίου του 1828 θα αποχωρήσει ο Ιμπραήμ από την κατεστραμμένη Πελοπόννησο.

Σε αυτά τα ερείπια της επανάστασης οδήγησε ο εξοστρακισμός, ο θάνατος της Φιλικής Εταιρείας. Σε αυτά τα ερείπια της επανάστασης οδήγησε η περιθωριοποίηση των αρματολών.

Αυτήν την Ελλάδα αναγκάστηκαν να παραδώσουν στον Καποδίστρια, οι Μαυροκορδάτοι, οι Τρικούπηδες, οι Μαυρομιχαλαίοι, οι Κουντουριώτηδες.

 

Γεώργιος Σκλαβούνος

 

Ο Γεώργιος Ι. Σκλαβούνος γεννήθηκε το 1943 στην Κέρκυρα, όπου ζει και σήμερα. Σπούδασε ως εργαζόμενος φοιτητής στην Ελλάδα και στις ΗΠΑ. Αποφοίτησε από την Ανώτατη Βιομηχανική Σχολή Πειραιά και πήρε μεταπτυχιακό στην Κοινωνιολογία από το Georgia State University, όπου συνέχισε σπουδές δικτατορικού επιπέδου στον ίδιο κλάδο, ενώ παρακολούθησε και μαθήματα Φιλοσοφίας και Management. Συμμετείχε στο προδικτατορικό φοιτητικό κίνημα μέσα από τον Σύλλογο Φοιτητών Βιομηχανικής και τον Σύλλογο Κερκυραίων Φοιτητών. Εξελέγη Γενικός Γραμματέας της προδικτατορικής Ε.Φ.Ε.Ε. και υπέστη τις συνέπειες: κατηγορήθηκε, δικάστηκε και καταδικάστηκε με αναστολή την εποχή της Αποστασίας, έχοντας συνήγορο υπεράσπισης τον αείμνηστο Νικηφόρο Μανδηλαρά. Συνελήφθη και κρατήθηκε στην Ασφάλεια Πειραιά. Στερήθηκε το διαβατήριο του. Αργότερα εργάστηκε στην Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή της Ε.Ε. ως εκπρόσωπος του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, του οποίου διετέλεσε αντιπρόεδρος. Συνεργάστηκε επίσης με τα Υπουργεία Πολιτισμού και Παιδείας, την Αγροτική Τράπεζα και επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα. Στα σεμινάρια επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών της Ελληνικής Διασποράς παρουσίαζε την εργασία του για την ελληνική πολιτιστική ταυτότητα και τη διατήρησή της. Κείμενα του έχουν δημοσιευθεί στον αθηναϊκό Τύπο (Ελευθεροτυπία, Βήμα, Μεσημβρινή) και σε περιοδικά (Οικονομικός Ταχυδρόμος, Οικονομικά Χρονικά). Έχει γράψει μεταξύ άλλων το βιβλίο «Ο άγνωστος Καποδίστριας» (εκδόσεις Παπαζήση, 2011).

 

Η έκρηξη της Επανάστασης του 1821 στο Άργος, όπως την έζησε και την εξιστόρησε ο Γιουσούφ Μπέης ο Μοραΐτης

$
0
0

Η έκρηξη της Επανάστασης του 1821 στο Άργος, όπως την έζησε και την εξιστόρησε ο Γιουσούφ Μπέης ο Μοραΐτης


 

 Ο Ναυπλιώτης Γιουσούφ Μπέης, αξιωματούχος, μέλος του σώματος των ιππέων της Υψηλής Πύλης, βρέθηκε στην Πελοπόννησο το 1821 για να ρυθμίσει ζητήματα που αφορούσαν τις φοροενοικιάσεις, δηλαδή το δικαίωμα είσπραξης φόρων, το οποίο φαίνεται ότι είχε, άγνωστο όμως υπό ποιους όρους. Επισκέφθηκε το Ναύπλιο, για να συναντήσει τους συγγενείς του, εγκλωβίστηκε όταν άρχισε η πολιορκία του και παρέμεινε εκεί ως την παράδοσή του το Νοέμβριο του 1822.

Ο Οθωμανός αξιωματούχος ήταν γιος του γεννημένου στο Ναύπλιο διοικητή του πασαλικιού του Μοριά Αχμέτ πασά Σαλλάμπας και μητέρα του υπήρξε μια Ελληνίδα που αιχμαλωτίστηκε κατά τα Ορλωφικά. Ο ίδιος μιλούσε ελληνικά και είχε κοινωνικές επαφές με Έλληνες.

«Αληθινά η μητέρα του Ισούφ μπέη και του αδελφού του, Ζουλ Φουκάρ μπέη, ήταν χριστιανή και προτού επαναστατήσουμε την είχα δει. Ο αδελφός της ζούσε στις Σπέτσες και ονομαζόταν  ο Νικολής της Πασίνας», γράφει στα απομνημονεύματά του ο  γνωστός Φωτάκος, γραμματέας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.

Ο Γιουσούφ μπέης επέστρεψε στην Ελλάδα μετά την έλευση του Κυβερνήτη, και η Κυβέρνηση τον διόρισε υπάλληλο προς μετάφραση των τουρκικών εγγράφων, τα οποία απέλειπαν στις ιδιοκτησίες.

 

«Η αρχή των κινημάτων των Ρωμιών ήταν στα μέσα του μήνα Φεβρουαρίου του έτους 1821 από τη γέννηση  του Χριστού. Στο διάστημα αυτό, εγώ ο αμαθής και αδύναμος από κάθε άποψη, Αχμέτ Πασά – ζαντέ Μιρ Γιουσούφ ο Μοραΐτης, όντας ιππέας της Υψηλής Πύλης, στάλθηκα από την Υψηλή Πρωτεύουσα για να ρυθμίσω κάποιες φοροεκμισθώσεις και με την ευκαιρία πήγα να επισκεφτώ τους δικούς μου στην πόλη και γενέτειρά μας, το Ναύπλιο.

Διέμεινα εκεί κάποιο διάστημα για τις ταπεινές δουλειές μου και εκεί ήμουν, όταν το εν λόγω μιλλέτι ξεκίνησε την ανυποταξία του».

Κατά τη διάρκεια του αποκλεισμού μας, γράφει ο Γιουσούφ Μπέης, τους είκοσι δύο μήνες που πέρασαν από τη στιγμή που οι αντάρτες στη χερσόνησο του Μοριά ξέφυγαν από τα όρια της υποταγής μέχρι την παράδοση του Ναυπλίου, εγώ ο ουτιδανός δούλος ετοιμαζόμουν να ολοκληρώσω μια συνοπτική ιστορία της ανταρσίας σε πέντε μέρη, περιγράφοντας όσο ήταν δυνατόν τα γεγονότα που προέκυψαν και τις καθημερινές διαδοχικές μάχες.

Ωστόσο, τη στιγμή της εισόδου των αμαρτωλών απίστων στο εν λόγω κάστρο, τα βιβλία μου έπεσαν στα χέρια των καταραμένων και η εν λόγω ιστορία σκίστηκε και έγινε ένα με το χώμα.

Με την ηχηρή παρέμβαση του αρωγού Θεού βρήκα δρόμο από τα τυραννικά χέρια του εχθρού σε τόπο σωτηρίας και κατέληξα, με τη θεία χάρη και διευκόλυνση, στη Σμύρνη με το πλοίο του άγγλου ναυάρχου Χάμιλτον.

Στην πόλη αυτή έμεινα τεσσερισήμισι μήνες άρρωστος και, αφού ξεκουράστηκα, με υψηλή διαταγή ταξίδεψα στην Υψηλή Πρωτεύουσα για να συνεχίσω να προσεύχομαι για τη μακροημέρευση του ευεργέτη και γενναιόδωρου εξοχότατου σουλτάνου μας.

Στο διάστημα αυτό, μιλούσα με τον συγγενή μου Μεχμέτ Ουρφή Εφέντη, νυν διερμηνέα του Ιράν και του Τουράν και γνώστη των τεσσάρων γλωσσών. Είναι ένας αγνός άνθρωπος που ανήκει στους γνώστες της αλήθειας και των λεπτομερειών του κράτους και της θρησκείας και που προσέχει και σκέφτεται τις γνώσεις και το λόγο.

Καθώς λοιπόν του είχα περιγράψει επανειλημμένα την αναστάτωση που συνέβη στη χερσόνησο και τις θλιβερές περιπέτειές μου, εξέφρασε την επιθυμία να αναλάβω να ξαναγράψω σχετικά με τα γεγονότα που συνέβησαν στο Μοριά.

Επειδή μέχρι και αυτήν τη στιγμή ο ταπεινός καίγομαι όλο φωτιά και βασανίζομαι με όλες τις αναμνήσεις και τις λεπτομέρειες από τα προηγούμενα γεγονότα στα οποία υπήρξα μάρτυρας, τον αποχωρισμό και τον πόνο των συγγενών και των οικείων, τα βάσανα και τις δυσκολίες που τράβηξα, ζήτησα από τη γενναιόδωρη εξοχότητά  του  να με απαλλάξει.

Αυτός όμως επέμεινε να γράψω εγώ την πραγματεία, υπαινισσόμενος ότι όσοι σπουδάσουν κατόπιν το συνοπτικό αυτό έργο θα ωφεληθούν…»

Έτσι, μετά το 1828, ο Γιουσούφ Μπέης πείθεται να ξαναγράψει τις περιπέτειές του.

 

Για την έκρηξη της Επανάστασης στο Άργος γράφει:

 

«Οι κάτοικοι του Άργους, που βρίσκεται δυόμισι ώρες μπροστά από το κάστρο του Ναυπλίου, είχαν από παλιά καλές και αρμονικές σχέσεις με τους απίστους της πόλης. Έτσι, κάποιοι άντρες και γυναίκες από την τάξη των χριστιανών δεν ξέχασαν το δίκαιο του ψωμιού και του αλατιού και έδειξαν την αφοσίωσή τους: υπέδειξαν τις κακές προθέσεις του των Ρωμιών για τους μουσουλμάνους και ειδοποίησαν κρυφά ότι συσκέπτονταν οι Ρωμιοί για να επιτεθούν αιφνιδιαστικά στους μουσουλμάνους και να έχουν το νου τους. Εκείνοι είχαν αμφιβολίες και το σκέφτονταν.

Ωστόσο, σύμφωνα με το ρητό «όταν θέλει ο Θεός κάτι, το προκαλεί», μια Κυριακή, που ήταν η 12η μέρα του εν λόγω έτους, κάποιοι κάτοικοι του Ναυπλίου ονόματι Γενισεχιρλί Ιμπίς και Χάιτα Χασάν βρέθηκαν για δουλειές τους στο παζάρι της εν λόγω πόλης, στο Άργος δηλαδή,  όπου συγκεντρωνόταν πλήθος, ήρθαν στο κέφι και έριξαν μια πιστολιά.

Με τη σκέψη να μη δοθεί αφορμή για να φανερωθεί το μοχθηρό σχέδιο των άπιστων ραγιάδων που ήταν μαζεμένοι στο παζάρι, εκείνοι σκόρπιζαν και έφευγαν από την πόλη, ενώ οι οπλισμένοι άπιστοι ληστές που ήταν κρυμμένοι και περίμεναν στα περίχωρα της πόλης φοβήθηκαν και άρχισαν να κινούνται – θέλοντας και μη – από τις καθορισμένες θέσεις τους και να φανερώνουν τους εαυτούς τους. Οι μουσουλμάνοι κάτοικοι έχασαν κάθε αίσθηση ασφάλειας και άρχισαν να φεύγουν προς το Ναύπλιο.

 

Η Ακρόπολη του Άργους. Χαρακτικό, του Γάλλου αρχαιολόγου και αυτοδίδακτου ζωγράφου Αλεξάντρ Λενουάρ (1761-1839), π. 1810.

 

Δύο μέρες μετά, διακόσιοι μουσουλμάνοι βγήκαν από το κάστρο, το Παλαμήδι, και μπήκαν στην εν λόγω πόλη, διέρρηξαν τα κτίρια όπου βρήκαν προμήθειες και τις μετέφεραν στο Ναύπλιο.

Προκειμένου να φυλαχτούν από τις επιθέσεις του εχθρού οι κρατικοί μύλοι, που βρίσκονται τέσσερα μίλια μπροστά από το κάστρο και έπρεπε οπωσδήποτε να προστατευτούν, κρίθηκε σκόπιμο να σταλούν κάποιοι στρατιώτες.

Κάπου τριάντα άντρες μεταφέρθηκαν με καΐκια εκεί για να φυλούν το μέρος. Την τρίτη μέρα, εξακόσιοι οπλισμένοι άπιστοι, μέσα στο σκοτάδι της νύχτας, ήρθαν στους μύλους από το Άργος και έστησαν ενέδρα έξω από τους τοίχους και τους κήπους. Τους είδαν όμως κάποιοι μουσουλμάνοι στρατιώτες και ειδοποίησαν τους υπόλοιπους. Αμέσως ο στρατός του ισλάμ άρχισε τη μάχη μέχρι το πρωί.

Όταν ξημέρωσε, επειδή οι εχθροί ήταν πολλοί και οι μουσουλμάνοι λίγοι, έδωσαν με μπαρούτι σινιάλο στο κάστρο για να στείλει ενισχύσεις. Στάλθηκαν άλλοι διακόσιοι πολεμιστές. Καταλαβαίνοντας ότι δεν πρόκειται να καταφέρουν να αντέξουν, οι εχθροί της πίστης άρχισαν να φεύγουν βιαστικά, ενώ οι μουσουλμάνοι στρατιώτες από πίσω τους πολεμούσαν.

Στη διάρκεια της μάχης, ένας μουσουλμάνος στρατιώτης τραυματίστηκε, ενώ από τους εχθρούς της πίστης έπεσαν δύο κεφάλια. Στη βράση της μάχης, όμως, οι μουσουλμάνοι δεν μπόρεσαν να δώσουν προσοχή στα γύρω μέρη και ξαφνικά είδαν ότι ένα εχθρικό πλοίο, που είχε εμφανιστεί από τη μεριά των Σπετσών, είχε φτάσει κοντά στο λιμάνι φοβούμενοι για τη ζωή τους, με χίλιες δυσκολίες αλλά και πολλή γενναιότητα, κατάφεραν να φτάσουν και να μπουν στο κάστρο.

Τη δεύτερη μέρα, με την παρακίνηση κάποιων και προκειμένου να πληροφορηθούν για τους αμαρτωλούς απίστους, διαλέχτηκαν και στάλθηκαν κάποια άτομα μαζί με τον Χουσεΐν αγά, κάτοικο του Άργους, στη Δαλαμανάρα.  Ωστόσο, οι άπιστοι τους εμπόδισαν με τουφεκιές να μπουν στην πόλη και έτσι επέστρεψαν ντροπιασμένοι.

Μέχρι εκείνες τις μέρες οι εχθροί δεν είχαν εμφανιστεί πουθενά. Παραμόνευαν στα βουνά και τους λόφους σε μία ώρα απόσταση. Οι μουσουλμάνοι που είχαν εγκαταλείψει τα χωριά τους έβγαιναν εδώ και κει από το κάστρο και έπαιρναν πράγματα που έβρισκαν στα χωριά.

Την τέταρτη μέρα του Μαρτίου, κάπου τετρακόσιοι άπιστοι είχαν συγκεντρωθεί στο χωριό Άρεια, που βρίσκεται στα ανατολικά του κάστρου, σε απόσταση τριών τετάρτων από το κάστρο του Ναυπλίου. Όταν αυτό επιβεβαιώθηκε με αυτόπτες μάρτυρες, οι μουσουλμάνοι στρατιώτες βγήκαν από το κάστρο και επιτέθηκαν εναντίον του εχθρικού στρατού στο χωριό αυτό: τους έτρεφαν σε φυγή, και κατά τη διαφυγή τους οι γενναίοι γαζήδες πήραν ένα κεφάλι από τους εχθρούς και επέστρεψαν.

Ύστερα από τρεις μέρες, την έβδομη μέρα του Μαρτίου, φάνηκε από το κάστρο ότι περίπου εξακόσιοι άπιστοι, οι περισσότεροι ραγιάδες του Κάτω Ναχιγιέ, δηλαδή της Ερμιόνης,  είχαν οχυρωθεί και ετοιμάζονταν για πόλεμο στο λόφο Παπαφενά, ένα τέταρτο της ώρας μακριά από το κάστρο.

Με το πρωί, τριακόσιοι γενναίοι τους επιτέθηκαν. Οι άπιστοι είχαν φτιάξει μετερίζια με τους βράχους, που ήταν σαν κάστρο, και αμύνονταν, ωστόσο, οι μουσουλμάνοι με μια τουφεκιά έκαναν έφοδο και ανέβηκαν στο βουνό. Όταν το είδαν οι καταραμένοι, αμέσως άφησαν τα τουφέκια τους και άρχισαν να φεύγουν από όλες τις μεριές. Ο στρατός του ισλάμ τους έφτασε, και τα κεφάλια δεκαεφτά από αυτούς έπεσαν από το σπαθί του. Κρέμασαν τα κεφάλια μπροστά από το κάστρο, έπιασαν και έναν αιχμάλωτο και γύρισαν χαρούμενοι στο κάστρο.

Έτσι, λοιπόν, οι κολασμένοι άπιστοι δεν εμφανίζονταν από πουθενά για οχτώ μέρες και οι κάτοικοι του κάστρου είχαν την καρδιά τους ήσυχη….»

Αυτά γράφει ο Γιουσούφ μπέης για την έκρηξη της Επανάστασης του 1821 στο Άργος, τα οποία  δημοσιεύονται στο βιβλίο:  «Οι Οθωμανικές αφηγήσεις για την Ελληνική Επανάσταση: Από τον Γιουσούφ Μπέη στον Αχμέτ Τζεβ-ντέτ Πασά», μια μελέτη της Σοφίας Λαΐου, επίκουρου καθηγήτριας οθωμανικής ιστορίας στο Τμήμα Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου και του ιστορικού – οθωμανολόγου Μαρίνου Σαρηγιάννη, μια έκδοση του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών που πραγματοποιήθηκε το 2019.

 

Επιμέλεια

Αναστάσιος Τσάγκος

Γενικός Γραμματέας Αργολικής Αρχειακής Βιβλιοθήκης

 

Viewing all 636 articles
Browse latest View live