Quantcast
Channel: Ιστορία – ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΑΡΧΕΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Viewing all 627 articles
Browse latest View live

Κέντρο Ελληνικών Σπουδών – «Η Επιστροφή της Ευρώπης στην Ιστορία: Γεωπολιτική και Διεθνές Δίκαιο»

$
0
0

Κέντρο Ελληνικών Σπουδών – «Η Επιστροφή της Ευρώπης στην Ιστορία: Γεωπολιτική και Διεθνές Δίκαιο»


 

   «Events Series 2016»

«Παγκοσμιοποίηση και τοπικά ιδιώματα: πολιτισμικές

και θεσμικές αλληλεπιδράσεις»

 

Πανεπιστήμιο Harvard Την Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2015 και ώρα 7.00 μ.μ., στο Κέντρο Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Harvard στο Ναύπλιο (αίθουσα διαλέξεων «Οικογενείας Νίκου Μαζαράκη»), θα δώσει διάλεξη o Αχιλλέας Σκόρδας, Καθηγητής Διεθνούς Δικαίου στη Νομική Σχολή Πανεπιστημίου Bristol & Leibniz Fellow, Max Planck Institute for International Law, Heidelberg. Συνομιλητής του θα είναι ο Ξενοφών Παπαρρηγόπουλος, Αναπληρωτής Καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικής, Σχολή Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου & Πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Αποφοίτων του Πανεπιστημίου Harvard.

Θέμα της ομιλίας, η οποία εντάσσεται στο πλαίσιο της σειράς διαλέξεων και εκδηλώσεων «Events Series 2016» θα είναι:  «Η Επιστροφή της Ευρώπης στην Ιστορία: Γεωπολιτική και Διεθνές Δίκαιο».

 

Σύντομη περίληψη της διάλεξης

Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η επικράτηση των αρχών του φιλελευθερισμού και η διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης δημιούργησαν την προσδοκία ότι η Ευρώπη εισήλθε οριστικά στην εποχή της «διαρκούς ειρήνης», όπως την είχε οραματίσθεί ο Immanuel Kant. Οι εξελίξεις των τελευταίων ετών απέδειξαν ότι το «κανονιστικό όραμα» της Ευρωπαϊκής διακυβέρνησης δεν επαρκεί για την διατήρηση της ειρήνης και ότι είναι αναγκαία η επιστροφή στην Realpolitik. Η εισήγηση θα συζητήσει την Ουκρανική κρίση, το μεταναστευτικό ζήτημα και το φαινόμενο του λεγόμενου «Ισλαμικού κράτους» στο Ιράκ και την Συρία, και θα εξετάσει τον ρόλο του διεθνούς δικαίου και της διπλωματίας στην εξωτερική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών-μελών.

Αχιλλέας Σκόρδας

Ο Αχιλλέας Σκόρδας είναι Καθηγητής Διεθνούς Δικαίου στο Πανεπιστήμιο του Bristol και Leibniz Fellow στο Ινστιτούτο Max Planck της Χαϊδελβέργης. Σπούδασε στην Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, και ανακηρύχθηκε διδάκτορας του δικαίου από το Πανεπιστήμιο της Φραγκφούρτης. Υπήρξε επισκέπτης ερευνητής στο Πανεπιστήμιο του Harvard, ενώ δίδαξε στην Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και υπήρξε επιστημονικός σύμβουλος της Βουλής των Ελλήνων. Η έρευνά του επικεντρώνεται σε ζητήματα σχετικά με την νομιμότητα της χρήση βίας,  το δίκαιο της θάλασσας, την μετανάστευση και το άσυλο, όπως και σε θέματα επίλυσης διεθνών διαφορών.

 


Στο:Ειδήσεις - Πολιτισμός Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, events series, Harvard, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Αχιλλέας Σκόρδας, Διάλεξη, Ειδήσεις, Ιστορία, Κέντρο Ελληνικών Σπουδών, Ξενοφών Παπαρρηγόπουλος, Πολιτισμός

Η ιστορία του σχολικού βιβλίου – Σχολικά βιβλία και κοινωνικός έλεγχος

$
0
0

Η ιστορία του σχολικού βιβλίου – Σχολικά βιβλία και κοινωνικός έλεγχος


 

 «Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, αποδεχόμενη τις εκατοντάδες προτάσεις των επισκεπτών της και επιθυμώντας να συμβάλλει στην επίκαιρη ενημέρωσή τους, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Διαβάστε στο «Ελεύθερο Βήμα», άρθρο του Φιλόλογου – Συγγραφέα, Αλέξη Τότσικα, με θέμα:

«Η ιστορία του σχολικού βιβλίου – Σχολικά βιβλία και κοινωνικός έλεγχος».

 

Η ιστορία του σχολικού βιβλίου αποτελεί μέρος της εκπαιδευτικής πολιτικής και  παρακολουθεί τις πολιτικές μεταβολές και τις εναλλαγές συντηρητικών και φιλελεύθερων κυβερνήσεων στη χώρα μας. Το σχολικό βιβλίο στη νεότερη Ελλάδα διαμορφώνεται ανάλογα με την επικρατούσα κυβέρνηση και αποτελεί τον καθρέφτη των κοινωνικοπολιτικών τάσεων, που επικρατούν κάθε φορά.

Τα διδακτικά εγχειρίδια αποτελούν εργαλεία μεταβίβασης της γνώσης, αλλά συνήθως γίνονται φορείς ιδεολογίας και μεταδίδουν ιδέες αποδεκτές σε μία συγκεκριμένη εποχή από μία κοινωνία, ενώ παράλληλα προτείνουν πρότυπα κοινωνικής συμπεριφοράς στη νεολαία και συμβάλλουν στη διαμόρφωση κοσμοαντιλήψεων, νοοτροπιών και στάσεων. Ανταγωνιστικές κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις, που επιδιώκουν να ορίσουν τις διαδικασίες και τα πρότυπα κοινωνικοποίησης των νέων γενιών και το μέλλον της χώρας, προσπαθούν να ελέγχουν το σχολείο και τις διαδικασίες παραγωγής και διάδοσης των διδακτικών εγχειριδίων. Η δύναμη και η επιρροή, που αποδίδεται στα σχολικά βιβλία, καθιστούν τη σχετική νομοθεσία έναν τομέα άξιο μελέτης στην προσπάθεια να διερευνηθούν οι συγκρούσεις γύρω από την εκπαίδευση και τη γνώση.

 

Σκηνή σχολείου Α΄, 490‐480 π.Χ., Αττική ερυθρόμορφη κύλικα του Δούρι. Ο Δούρις υπήρξε αρχαίος Έλληνας αγγειογράφος που άνθισε στις δύο πρώτες δεκαετίες του 5ου αιώνα π.Χ.. Βερολίνο, Staatliche Museen Preussischer Kulturbesitz, Antikensammlung.

Σκηνή σχολείου Α΄, 490‐480 π.Χ., Αττική ερυθρόμορφη κύλικα του Δούρι. Ο Δούρις υπήρξε αρχαίος Έλληνας αγγειογράφος που άνθισε στις δύο πρώτες δεκαετίες του 5ου αιώνα π.Χ..
Βερολίνο, Staatliche Museen Preussischer Kulturbesitz, Antikensammlung.

 

Τα σχολικά βιβλία είναι δημιουργήματα των τελευταίων αιώνων. Στα σχολεία της αρχαιότητας χρησιμοποιούνταν αυτούσια τα έργα κλασικών, ποιητών και πεζογράφων – κυρίως τα Ομηρικά έπη-, τα οποία αποστήθιζαν οι μαθητές. Τα σχολικά χρόνια ήταν περίπου δέκα συνολικά, αλλά η παιδεία των αρχαίων υπήρξε προνόμιο των εύπορων τάξεων, κάτι που συμβαίνει ως την εποχή μας με συγκαλυμμένο ή απροκάλυπτο τρόπο. Επειδή η διδασκαλία ήταν ιδιωτική, μόνο οι εύποροι είχαν την οικονομική δυνατότητα να συνεχίσουν μετά τη βασική εκπαίδευση των τριών ή τεσσάρων ετών. Όποιος νέος ήθελε να συνεχίσει τις σπουδές του, μπορούσε να παρακολουθήσει την ανώτερη εκπαίδευση σε δημόσια γυμνάσια και ρητορικές ή φιλοσοφικές σχολές (Ακαδημία Πλάτωνα, Περίπατος Αριστοτέλη, ρητορική σχολή Ισοκράτη και άλλες), που άρχισαν να ιδρύονται από τον 5ο π.Χ. Τις ανάγκες για ανώτατη μόρφωση στην κλασική Αθήνα και σε άλλες μεγάλες πόλεις κάλυπταν και οι σοφιστές, οι οποίοι δίδασκαν με αμοιβή όλα τα γνωστικά αντικείμενα: γεωμετρία, φυσική, αστρονομία, ιατρική, τέχνες, ρητορική και φιλοσοφία. Για τον Έλληνα η λέξη εκπαίδευση σήμαινε εκπαίδευση του χαρακτήρα, αρμονική ανάπτυξη του σώματος, του νου και της φαντασίας. Κάθε είδους τεχνική εκπαίδευση αποκλειόταν από τα ελληνικά σχολεία ως βάναυσος και θεωρούσαν τον έμπορο ή τον τεχνίτη ακατάλληλο ως ενεργό πολίτη. (Πλάτων, Νόμοι, 846 D).

 

Σκηνή σχολείου Β΄, 490‐480 π.Χ., Αττική ερυθρόμορφη κύλικα του Δούρι. Ο Δούρις υπήρξε αρχαίος Έλληνας αγγειογράφος που άνθισε στις δύο πρώτες δεκαετίες του 5ου αιώνα π.Χ. Βερολίνο, Staatliche Museen Preussischer Kulturbesitz, Antikensammlung.

Σκηνή σχολείου Β΄, 490‐480 π.Χ., Αττική ερυθρόμορφη κύλικα του Δούρι. Ο Δούρις υπήρξε αρχαίος Έλληνας αγγειογράφος που άνθισε στις δύο πρώτες δεκαετίες του 5ου αιώνα π.Χ. Βερολίνο, Staatliche Museen Preussischer Kulturbesitz, Antikensammlung.

 

 

Ρωμαϊκή εποχή

 

Στη ρωμαϊκή εποχή δεν υπήρχαν δημόσια σχολεία και τα αγόρια διδάσκονταν ανάγνωση και γραφή από τους γονείς τους ή από μορφωμένους σκλάβους, συνήθως ελληνικής καταγωγής, που ονομάζονταν «παιδαγωγοί», ώστε το παιδί να διδαχθεί από νωρίς ελληνικά, τη γλώσσα του πολιτισμού. Η εκπαίδευση και στη ρωμαϊκή εποχή ήταν ιδιωτική υπόθεση και τα παιδιά των πλούσιων οικογενειών διδάσκονταν ανάγνωση, γραφή με ασκήσεις επί μικρών φράσεων με ηθικά αξιώματα και αριθμητική. Ο χαρακτήρας της ρωμαϊκής εκπαίδευσης είχε στόχο τη διάπλαση του χαρακτήρα του παιδιού και την ένταξή του στην κοινωνία. Στις ελληνικές επαρχίες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας η στοιχειώδης εκπαίδευση μέχρι την ηλικία των δεκαέξι ετών αποτελεί χώρο προετοιμασίας για τη δημόσια ζωή και τα μαθήματα γίνονται στην παλαίστρα και στο γυμνάσιο με έμφαση στην άθληση του σώματος.

Στα σχολεία της μέσης εκπαίδευσης διδάσκονταν το ρωμαίο ποιητή Βιργίλιο και τον Έλληνα Όμηρο, τη γραμματική της γλώσσας, την κλίση των ονομάτων, ποίηση και γεωγραφία. Στην ανώτερη εκπαίδευση κύρια μαθήματα είναι η ρητορική τέχνη, οι νόμοι και η φιλοσοφία. Ορισμένοι μαθητές φοιτούσαν σε σχολές ρητορικής με δάσκαλο σχεδόν πάντα Έλληνα, που προετοίμαζε τους νέους για νομική καριέρα και απαιτούσε από τους διδασκομένους να αποστηθίζουν τους ρωμαϊκούς νόμους. Από το 2ο π.Χ αιώνα ήταν απαραίτητη για κάθε Ρωμαίο νέο η εκμάθηση της Ελληνικής γλώσσας. Πολλοί Ρωμαίοι νέοι μεταβαίνουν στην Αθήνα, για να μάθουν την ελληνική γλώσσα και την ελληνική φιλοσοφία, ενώ πολλές πλούσιες οικογένειες Ρωμαίων είχαν τροφούς Ελληνίδες ή Έλληνες δούλους, οι οποίοι βοηθούσαν τα παιδιά τους από μικρή ηλικία στην εκμάθηση της Ελληνικής γλώσσας. Ο Κικέρων και ο Πλίνιος γνώριζαν πάρα πολύ καλά ανάγνωση και γραφή της Ελληνικής. Από τον 3ο π.Χ αιώνα υπάρχουν κάποια δίγλωσσα εγχειρίδια, που ονομάζονται Hermeneumata – Pseudodositheana και δείχνουν πόσο είχε επηρεαστεί η ρωμαϊκή παιδεία από την Ελληνική. Είναι μοναδικό το ιστορικό φαινόμενο ενός λαού, που πολιτικά κατακτημένος και στρατιωτικά εξουθενωμένος κατορθώνει με τη δημιουργική δύναμη του πολιτισμού του να κατακτήσει και να εκπολιτίσει τον κατακτητή του, όπως αναγνώρισε και ο Λατίνος ποιητής Οράτιος με την πασίγνωστη φράση του «Graecia capta ferrum victorem cepit et artes intulit agresti Latio» , δηλ. «Η κατακτημένη Ελλάς κατέκτησε τον σκληρό κατακτητή της και εισήγαγε τις τέχνες στο αγροίκο Λάτιο». Μια χώρα ουσιαστικά υπόδουλη διδάσκει τη φιλοσοφία, τις τέχνες και τα γράμματά της στον κατακτητή της και μέσω αυτού στην ανθρωπότητα και προσφέρει τη γλώσσα της, για να διατυπωθεί και να διαδοθεί μέσω αυτής η διδασκαλία του Χριστιανισμού.

 

Βυζάντιο

Ιωάννου Δαμασκηνού, Οκτώηχος. Βενετία 1852.

Ιωάννου Δαμασκηνού, Οκτώηχος. Βενετία 1852.

Οι Βυζαντινοί έδωσαν μεγάλη σημασία στην εκπαίδευση, αν και η παιδεία δεν ήταν υποχρεωτική ή κρατική και αφορούσε κυρίως παιδιά μεσαίων και ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Στα βυζαντινά χρόνια τα σχολεία ήταν εκκλησιαστικά ή ιδιωτικά, στεγάζονταν σε εκκλησιαστικούς χώρους, σε μοναστήρια ή σε ιδιωτικούς χώρους και απευθυνόταν κυρίως σε αγόρια, των οποίων οι οικογένειες μπορούσαν να πληρώσουν τα δίδακτρα. Το βυζαντινό εκπαιδευτικό σύστημα είχε δύο κύκλους σπουδών. Στον πρώτο κύκλο φοιτούσαν παιδιά από την ηλικία των έξι χρονών και στο δεύτερο από την ηλικία των δώδεκα. Το βασικό σχολείο ήταν τετραετούς φοίτησης και οι μαθητές μάθαιναν γραφή και ανάγνωση στις μικρές τάξεις, ενώ στις μεγαλύτερες διδάσκονταν ορθογραφία, γραμματική και αριθμητική. Κατόπιν υπήρχε σχολείο με εξαετή ή οκταετή φοίτηση, όπου οι μαθητές μάθαιναν τη Βίβλο, ψαλμούς, ύμνους, Όμηρο και κλασσικούς αρχαίους συγγραφείς, ρητορική και απαγγελία. Στα δημοτικά σχολεία χρησιμοποιούσαν ως αναγνωστικά τα ιερά βιβλία. Σκοπός τους ήταν διδάσκοντας από μικρή ηλικία στα παιδιά τα Ιερά Γράμματα να εκπαιδεύσουν τους μαθητές, ώστε να γίνουν μέλη της εκκλησίας και να ακολουθούν τις θρησκευτικές τους υποχρεώσεις. Οι δάσκαλοι ήταν αυστηροί και επέμεναν πολύ σε ζητήματα αποστήθισης στίχων από την Οδύσσεια και την Ιλιάδα και από τη Βίβλο. Η Πολιτεία ενδιαφέρθηκε περισσότερο για τη «δευτεροβάθμια» εκπαίδευση, απ’ όπου θα έβγαιναν καταρτισμένα στελέχη, για να υπηρετήσουν τις ανάγκες της διοίκησης του κράτους. Μορφωμένος θεωρούνταν εκείνος που είχε τελειώσει τα δύο αυτά σχολεία στην ηλικία 15-17 χρονών.

Ως γραφική ύλη στην αρχαιότητα χρησιμοποιήθηκε ο πάπυρος. Πάπυρος είναι ένα φυτό, που φυτρώνει μόνο του, μοιάζει με το καλάμι και σκεπάζει μεγάλες εκτάσεις στις όχθες του Νείλου και άλλων ποταμών της Αφρικής και της Συρίας. Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι έκοβαν το φλοιό του κορμού σε λεπτές λωρίδες, τις ένωναν μεταξύ τους και δημιουργούσαν μια εύκαμπτη και επίπεδη επιφάνεια, που τη στέγνωναν και τη βερνίκωναν. Οι λωρίδες τοποθετούνταν κάθετα η μια πλάι στην άλλη και σχημάτιζαν ένα πρώτο στρώμα, πάνω στο οποίο έμπαινε δεύτερο στρώμα από οριζόντιες λωρίδες. Τα φύλλα, που σχηματίζονταν με αυτόν τον τρόπο, συνδέονταν το ένα με το άλλο και σχημάτιζαν ταινίες μήκους πολλών μέτρων, οι οποίες τυλίγονταν σ’ ένα ξύλινο κοντάρι. Πάνω σ’ αυτό έγραφαν οι αρχαίοι κατά στήλες τους λογαριασμούς τους, τις προσευχές τους, τις ιστορίες τους με ένα μυτερό καλάμι βουτηγμένο σε μελάνι. Συνήθως έγραφαν μόνο από τη μια όψη (πάπυροι ανοπισθόγραφοι), σπανιότερα και στις δύο όψεις (πάπυροι οπισθόγραφοι). Το να διαβάσει όμως κάποιος από πάπυρο τυλιγμένο σε σχήμα κυλίνδρου δεν ήταν απλό. Έπρεπε με το ένα χέρι να τον ξετυλίγει και με το άλλο να τον τυλίγει. Γι’ αυτό από το 2ο μ.Χ. αιώνα επινοήθηκε ένας διαφορετικός τρόπος οργάνωσης των γραπτών παπύρων, που θα οδηγούσε στη γέννηση της λέξης Τετράδιο. Οι συγγραφείς συγκέντρωναν κάποια κομμάτια από πάπυρο, τα δίπλωναν στη μέση, τα έραβαν και δημιουργούσαν ένα τεύχος. Έτσι, τα τέσσερα φύλλα παπύρου διπλωμένα και ραμμένα δημιουργούσαν ένα τεύχος με 8 φύλλα. Το τεύχος αυτό με την πάροδο του χρόνου ονομάστηκε τετράδιο (τετράς διά δύο).

Ο «Πάπυρος του Δερβενίου», το αρχαιότερο σωζόμενο αναγνώσιμο «βιβλίο» της Ευρώπης. Διασώζει σε 266 ημιαπανθρακωμένα σπαράγματα, αποσπάσματα του Ιερού Λόγου και την κοσμογονική θεωρία των φιλοσόφων.

Ο «Πάπυρος του Δερβενίου», το αρχαιότερο σωζόμενο αναγνώσιμο «βιβλίο» της Ευρώπης.
Διασώζει σε 266 ημιαπανθρακωμένα σπαράγματα, αποσπάσματα του Ιερού Λόγου και την κοσμογονική θεωρία των φιλοσόφων.

Ο πάπυρος ως υλικό γραφής διαδόθηκε σε όλους τους κατοίκους της Μεσογείου και στην Ελλάδα, με την Αίγυπτο να έχει το μονοπώλιο της παραγωγής και της διακίνησής του, και διατηρήθηκε ως τον 7ο μ. Χ. αιώνα. Ήταν όμως εύθραυστο υλικό και η συχνή χρήση του προκαλούσε βλάβες, ακόμη και την καταστροφή του. Η διατήρησή του ήταν δύσκολη υπόθεση, όταν ήταν εκτεθειμένος στην υγρασία. Ένα ρολό από πάπυρο μπορούσε να διατηρηθεί μέχρι και 300 χρόνια, μόνο αν προφυλαγόταν καλά. Πολλές φορές κείμενα παπύρου αντιγράφονταν σε περγαμηνή, για να σωθούν από την καταστροφή. Τα περισσότερα δείγματα παπύρων βρέθηκαν σε ξηρές περιοχές, χωρίς υγρασία. Πολλοί πάπυροι βρέθηκαν σε άριστη κατάσταση, γιατί προστατεύτηκαν από το ξηρό κλίμα και την άμμο της Αιγύπτου. Άλλοι βρέθηκαν μέσα σε περιτυλίγματα για μούμιες ή κλεισμένοι μέσα σε τάφους. Το μεγαλύτερο μέρος των παπύρων που έχουν βρεθεί είναι γραμμένοι στα ελληνικά, λίγοι στα λατινικά και αρκετοί στην κοπτική, στην αραμαϊκή και στην αραβική. Ο πάπυρος όμως άφησε το όνομά του και στο χαρτί στις περισσότερες ευρωπαϊκές γλώσσες, αφού στην αγγλική το χαρτί ονομάστηκε paper, στα γαλλικά papier, στα γερμανικά das Papier, και με παρόμοιες λέξεις στα δανέζικα και στη Σουηδία σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες.

Χειρόγραφο σε περγαμηνή.

Χειρόγραφο σε περγαμηνή.

Τα κείμενα των αρχαίων περνούσαν από γενιά σε γενιά με την αντιγραφή. Ειδικά εκπαιδευμένοι γραφείς, οι βιβλιογράφοι ή κωδικογράφοι, εργάζονταν σε ειδικά   βιβλιογραφικά εργαστήρια για πολλές ημέρες, ώσπου να τελειώσουν ένα βιβλίο. Το 2ο π.Χ. αιώνα η Αλεξάνδρεια είχε δημιουργήσει την εκπληκτική βιβλιοθήκη της με χιλιάδες παπύρους. Μοναδικός ανταγωνιστής της ήταν η βιβλιοθήκη της Περγάμου με εντυπωσιακό αριθμό χειρογράφων σε πάπυρο. Αλλά ο πάπυρος εισαγόταν από την Αίγυπτο και οι Αλεξανδρινοί στη λογική του ανταγωνισμού πήραν την απόφαση να μην προμηθεύουν την Πέργαμο με την αναγκαία πρώτη ύλη γραφής. Τότε οι γραφείς της Μικράς Ασίας επινόησαν την περγαμηνή, που πήρε την ονομασία της από την Πέργαμο, που ήταν το κέντρο παραγωγής και εμπορίας της από τον 4ο μ. Χ. αιώνα. Η περγαμηνή (στα ελληνικά διφθέρα και στα λατινικά membrana ) είναι κατασκευασμένη από δέρματα ζώων, κυρίως μοσχαριού, κατσίκας, αρνιού ή προβατίνας. Η κατασκευή της ξεκίνησε από το βασιλιά της Περγάμου Ευμένη το Β΄(197-158 π.χ.). Ήταν πιο ανθεκτική από τον πάπυρο, ήταν όμως και πιο ακριβή, γιατί έπρεπε να σφάξουν πολλά πρόβατα, για να γίνει ένα βιβλίο με 200 φύλλα, όταν από κάθε δέρμα δημιουργούσαν το πολύ τέσσερα φύλλα. Η εμφάνισή της οδήγησε και στην αντικατάσταση της καλαμένιας γραφίδας από το φτερό χήνας μετά τον 4ο μ.Χ. αιώνα. (Πλίνιος, Φυσική Ιστορία ΧΙΙΙ 11).

Σπάνιο έντυπο ειλητάριο με τη λειτουργία του Ιωάννη του Χρυσόστομου, Βενετία, 1549. Σινά, Μονή Αγίας Αικατερίνης.

Σπάνιο έντυπο ειλητάριο με τη λειτουργία του Ιωάννη του Χρυσόστομου, Βενετία, 1549. Σινά, Μονή Αγίας Αικατερίνης.

Στο Βυζάντιο συναντούμε δύο τύπους βιβλίων, το ειλητάριο και τον κώδικα. Το ειλητάριο ήταν μία μακρόστενη λωρίδα παπύρου, περγαμηνής ή χαρτιού τυλιγμένη γύρω από ένα στρογγυλό ξύλο, τον κοντό (γι’ αυτό ονομαζόταν και κοντάκιο). Ο αναγνώστης ξετύλιγε λίγο – λίγο με το αριστερό χέρι και το ξανατύλιγε με το δεξί. Από τα ρήματα ειλείν και ανελίσσειν, που δηλώνουν αυτή την κίνηση, ο τύπος αυτός του βιβλίου ονομάστηκε ειλητάριο ή ειλητό.

Τα ειλητάρια χρησιμοποιήθηκαν κυρίως από τον 11ο έως τον 15o αι. Στις δύο όψεις τους γράφονταν το κείμενο της Θείας Λειτουργίας, αλλά και διοικητικά έγγραφα και γράμματα. Δεν ήταν όμως κατάλληλα για τη συγγραφή μεγάλων και πολλών κειμένων και οι Βυζαντινοί από τον 3ο αι. μ. Χ. κατασκεύασαν τον κώδικα, έναν τύπο βιβλίου, στο οποίο έγραφαν μεγάλα κείμενα, όπως τη Βίβλο. Ο κώδικας αποτελείται από μεγάλα κομμάτια χαρτιού ή περγαμηνής, διπλωμένα δύο φορές στα δύο. Πολλά τετράδια ραμμένα μαζί στη ράχη αποτελούσαν τον κώδικα. Κώδικας δηλαδή σήμαινε χειρόγραφο βιβλίο με φύλλα.

Το χαρτί εφευρέθηκε από τους Κινέζους και έφτασε στον ελλαδικό χώρο επί Ειρήνης Κομνηνής τον 11ο αιώνα. Το παλαιότερο βυζαντινό έγγραφο από χαρτί θεωρείται το χρυσόβουλο του Κωνσταντίνου Μονομάχου για τη Μονή Μεγίστης Λαύρας και χρονολογείται το 1052. Το βιβλίο ήταν χειροποίητο και προϊόν κοπιώδους εργασίας. Κόστιζε στους βιβλιόφιλους και δύσκολα το αντικαθιστούσαν, αν τύχαινε να φθαρεί.

Συστηματική χρήση των βιβλίων έχουμε μετά την ανακάλυψη της τυπογραφίας το 15ο αιώνα. Η εφεύρεση του επίπεδου πιεστηρίου έγινε στη Μαγεντία (Μάιντς) της Γερμανίας από τον Ιωάννη Γουτεμβέργιο, ο οποίος κατασκεύασε και τα πρώτα κινητά τυπογραφικά στοιχεία και το 1455 τύπωσε το πρώτο βιβλίο, που ήταν η Βίβλος σε λατινική μετάφραση (Βουλγάτα) με 1280 περίπου σελίδες βιβλιοδετημένες σε δύο τόμους και 42 στίχους στις περισσότερες σελίδες. Η ευκολία με την οποία μπορούσαν να παραχθούν βιβλία επέτρεψε να τυπωθούν συγγράμματα αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων συγγραφέων, που έως τότε αναπαράγονταν μόνο από αντιγραφείς σε μοναστήρια, και σηματοδότησε τη στροφή στην κλασική αρχαιότητα. Το επόμενο μισό του 15ου αι. τυπώθηκαν περισσότερα από 6.000 έργα σε 10 εκατομμύρια αντίτυπα, καθώς ο αριθμός των τυπογράφων σε όλη την Ευρώπη αυξανόταν συνεχώς. Η τυπογραφία ευνόησε τη ραγδαία μετάδοση της γνώσης, την ανταλλαγή απόψεων, ιδεών και πληροφοριών και τη διεύρυνση της πνευματικής καλλιέργειας, που μέχρι τότε ήταν προνόμιο του κλήρου και των αριστοκρατών. Η τυπογραφία βοήθησε πολύ κόσμο να μάθει γραφή και ανάγνωση, γιατί το βιβλίο έγινε φθηνό και προσιτό, και οδήγησε στην πολιτισμική επανάσταση της Αναγέννησης.

Κωνσταντίνου Λασκάρεως, Γραμματική, Μεδιολάνω, 1476, «Επιτομή των Οκτώ του Λόγου Μερών».

Κωνσταντίνου Λασκάρεως, Γραμματική, Μεδιολάνω, 1476, «Επιτομή των Οκτώ του Λόγου Μερών».

Τα πρώτα ελληνικά βιβλία τυπώθηκαν στην Ιταλία με τη βοήθεια ελλήνων λογίων, που διέφυγαν στη Δύση, όταν η Κωνσταντινούπολη έπεσε στα χέρια των Οθωμανών. Το πρώτο χρονολογημένο ελληνικό έντυπο βιβλίο ήταν η «Επιτομὴ των οκτώ του λόγου μερών» του Κωνσταντίνου Λάσκαρι, που τυπώθηκε στο Μιλάνο το 1476. Το 16ο αιώνα εμφανίζονται τα πρώτα αλφαβητάρια στην ελληνική γλώσσα, που τυπώνονται στις ελληνικές παροικίες (Βιέννη, Βενετία, Βούδα, Πέστη, Βουκουρέστι) με χρηματοδότες ευκατάστατους Έλληνες των ελληνικών παροικιών. Ως αλφαβητάρια χρησιμοποιούνταν ακόμα το Ψαλτήρι και η Οκτώηχος. Κυρίαρχο αλφαβητάριο της Τουρκοκρατίας ήταν ένα έντυπο με τον τίτλο «Χρήσιμος παιδαγωγία», που κυκλοφόρησε τους δύο τελευταίους αιώνες της Τουρκοκρατίας (17ο έως 19ο αιώνα).

Κωνσταντίνος Λάσκαρις (1434 - 1501) Έλληνας λόγιος του 15ου αιώνα.

Κωνσταντίνος Λάσκαρις (1434 – 1501) Έλληνας λόγιος του 15ου αιώνα.

Το βιβλίο αυτό τυπώθηκε στη Βενετία το 1641 από το Νικόλαο Γλυκύ και είναι ένα δεκαεξασέλιδο, που είχε ευρεία διάδοση και πραγματοποίησε πολλές εκδόσεις. Τα προεπαναστατικά αλφαβητάρια χρησιμοποιούνται για την εκμάθηση της ανάγνωσης, πριν από την Οκτώηχο και το Ψαλτήρι, και χωρίζονται σε δύο μέρη. Το πρώτο αποτελούνταν από γλωσσικά στοιχεία και το δεύτερο από ποικίλα αναγνώσματα (προσευχές, γνωμικά, παιδικές διηγήσεις, κείμενα θρησκευτικού περιεχομένου κ.ά.). Τα αλφαβητάρια αυτά έχουν έντονη την εκκλησιαστική παράδοση και αποσκοπούν στη θρησκευτική – ηθική διάπλαση των νέων, αφού η παιδεία στην Τουρκοκρατία ήταν υπό την προστασία και την καθοδήγηση της εκκλησίας. Την περίοδο αυτή κυκλοφορούν και τα πρώτα «μαθητάρια», που ήταν χειρόγραφα αναγνωστικά.

 

Πότε «γεννήθηκαν» τα αναγνωστικά;

 

Το «Μέγα Αλφαβητάριο» εκδόθηκε στη Βιέννη το 1771 από τον Μιχαήλ Παπά Γεώργιο του Σιατιστέως, Το αρχαιότερο Νεοελληνικό αλφαβητάριο.

Το «Μέγα Αλφαβητάριο» εκδόθηκε στη Βιέννη το 1771 από τον Μιχαήλ Παπά Γεώργιο του Σιατιστέως, Το αρχαιότερο Νεοελληνικό αλφαβητάριο.

Όσοι πιστεύουν ότι όλα άρχισαν με το «Λόλα να ένα μήλο», αγνοούν ότι όλα ξεκίνησαν με το «Αλφαβητάριον εν ώ περιέχονται τα εικοσιτέσσερα γράμματα» του Μιχαήλ παπα-Γεωργίου του Σιατιστέως, ένα τετράδιο φτιαγμένο από φτηνά φύλλα χαρτιού και ραμμένο στην εξωτερική του πλευρά με κλωστή και βελόνα, που ήταν τυπωμένο «εν Βιέννη της Αυστρίας» το 1771, για να φτάσουμε μέχρι τη σημερινή «Γλώσσα μας» και τα σύγχρονα σχολικά εγχειρίδια. Το σχολικό βιβλίο έχει πορεία περίπου 4 αιώνων και στην ιστορία του αποτυπώνονται όλες οι περιπέτειες του εκπαιδευτικού προσανατολισμού της χώρας μας. Μετά την απελευθέρωση έγινε προσπάθεια για την οργάνωση των σχολείων και τον έλεγχο των σχολικών βιβλίων. Με την είσοδο του 19ου αιώνα κάνουν την εμφάνισή τους τα πρώτα εικονογραφημένα αλφαβητάρια με λιθογραφίες παρμένες από γαλλικά βιβλία της εποχής και σταδιακά η θεματολογία αλλάζει. Το περιεχόμενο των σχολικών βιβλίων περνάει από τα κείμενα της χριστιανικής γραμματείας σε πρόσωπα ήρωες ή θρύλους μιας μακρινής εποχής, όπως ο Οδυσσέας, ο Ροβινσώνας και ο Γεροστάθης.

Αναγνωσματαρίον, Αρσινόης Παπαδοπούλου, 1896.

Αναγνωσματαρίον, Αρσινόης Παπαδοπούλου, 1896.

Από την ίδρυση του ελληνικού κράτους και μέχρι το 1937, που ιδρύθηκε ο ΟΕΣΒ (Οργανισμός Εκδόσεων Σχολικών Βιβλίων) από τον Ιωάννη Μεταξά, συγκρούονται δύο πολιτικές για το σχολικό βιβλίο: του κρατικού μονοπωλίου και του ελεύθερου ανταγωνισμού. Με την έλευση του Όθωνα διατυπώνονται τα πρώτα μέτρα για την εκπαίδευση. Με το διάταγμα της 1ης Απριλίου 1836 «περί βιβλιοπωλείου εν τη βασιλική τυπογραφία» ορίζεται ότι «δια να εισαχθή τρόπος ομοιόμορφος εις την διδασκαλίαν του λαού και να ευρίσκη ο καθείς στοιχειώδη βιβλία καλά …..» τα βιβλία θα εκδίδονται και θα πωλούνται από τη βασιλική τυπογραφία ύστερα από γνωμάτευση διορισμένης συντακτικής επιτροπής. Στα σχολεία χρησιμοποιούνται μόνο αυτά τα βιβλία και καθορίζεται με αυστηρότητα το περιεχόμενό τους , για «να μην εμπεριέχουν διδασκαλίας ή γνώμας επιβλαβείς δια την θρησκείαν ή την ηθικήν και πνευματικήν του ανθρώπου ανάπτυξιν και εκπαίδευσιν». Στο νομοθέτημα αυτό διαγράφεται σαφώς ο ιδεολογικός προσανατολισμός της εκπαιδευτικής πολιτικής και γίνεται φανερή η προσπάθεια άσκησης ελέγχου στο εκπαιδευτικό σύστημα μέσα από τα σχολικά εγχειρίδια. Η προσπάθεια αυτή του κράτους να ασκήσει μονοπωλιακή πολιτική στο σχολικό βιβλίο δημιουργεί αντιπαραθέσεις και διχογνωμίες. Το Διάταγμα αυτό δεν υλοποιήθηκε και δυο χρόνια αργότερα αντικαταστάθηκε με το Βασιλικό Διάταγμα της 28ης 1838, με το οποίο η κυβέρνηση αναγκάστηκε να καταργήσει το βασιλικό βιβλιοπωλείο και άρχισε η φάση του ελεύθερου ανταγωνισμού με δύο εκδοτικούς οίκους (Κορομηλά και Βλαστού)», που κράτησε μέχρι το 1882.

 

Σπυρίδωνος Ζ. Λιβαδά, Ελληνικόν αλφαβητάριον. Εκδοτικός οίκος Αναστασίου Δ. Φέξη, Αθήνα 1903

Σπυρίδωνος Ζ. Λιβαδά, Ελληνικόν αλφαβητάριον. Εκδοτικός οίκος Αναστασίου Δ. Φέξη, Αθήνα 1903

 

Με Βασιλικό Διάταγμα του 1859 (1/9/1859) «περί διαγωνίσματος προς συγγραφήν προσφορωτέρων βιβλίων δια τα δημοτικά σχολεία» προκηρύσσεται από το Υπουργείο Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως ειδικός διαγωνισμός κάθε φορά για τη συγγραφή των σχολικών βιβλίων. Αλλά και ο νόμος αυτός σύντομα έπεσε σε αδράνεια. Το 1867 με το νόμο ΣΜΘ'(24 11 1867) προβλέπεται σύσταση επιτροπής για την κρίση των σχολικών βιβλίων, που και αυτός αδρανοποιείται. Τη δεκαετία 1870-1880 με πρόταση του βουλευτή Κυνουρίας Γ.Α. Βακαλόπουλου «πάντα τα μαθήματα θέλουσι διδάσκεσθαι κατά βιβλία κεκριμένα υπό των εποπτών ως κατάλληλα προς διδασκαλίαν και εγκεκριμένα υπό του Υπουργείου». Ο νόμος του Γ.Α. Βακαλόπουλου ζητά να καταργηθούν και να επανακριθούν όλα τα βιβλία για κάθε διδασκόμενο μάθημα, ακόμα και οι ιστορικοί και γεωγραφικοί πίνακες, οι ιχνογραφίες και οι καλλιγραφίες, και προβλέπει αυστηρές ποινές για τους εκπαιδευτικούς, που θα χρησιμοποιούσαν μη εγκεκριμένα ή κλεψίτυπα βιβλία. Ο εκπαιδευτικός «καταδικάζεται ποινικώς, τιμωρείται με παύσιν και ουδέποτε επανέρχεται εις υπηρεσίαν». Το Υπουργείο «ουδέποτε δύναται να αναστείλη σύστασιν κεκριμένου υπό των εποπτών διδακτικού βιβλίου… αποκλειομένων ανυπερθέτως του λοιπού πάντων των άλλων». Με τη διάταξη αυτή ενισχύεται ο κρατικός έλεγχος των βιβλίων με το ρόλο των εποπτών, που έκαναν τις κρίσεις των βιβλίων, αφού οι επόπτες διορίζονται από το Υπουργείο. Τα «εγκεκριμένα» βιβλία συμπεριλαμβάνονται σ’ έναν κατάλογο, που αποστέλλεται στα σχολεία στην αρχή κάθε σχολικού έτους.

 

Εξώφυλλο τετραδίου. Δημοσιεύεται στο βιβλίο: «Από το κοντύλι στον υπολογιστή», Αθήνα, 2008.

Εξώφυλλο τετραδίου. Δημοσιεύεται στο βιβλίο: «Από το κοντύλι στον υπολογιστή», Αθήνα, 2008.

 

Γεώργιος Θεοτόκης (1844 - 1916). Ως υπουργός Παιδείας στην κυβέρνηση Χαριλάου Τρικούπη υπέβαλε τον Δεκέμβριο του 1889 σειρά μεταρρυθμιστικών νομοσχεδίων. Δεν είναι τα πρώτα στην ιστορία, αλλά είναι τα πρώτα που αντιμετωπίζουν το σύστημα ως ενιαίο σύνολο. Εξάλλου, χωρίς να είναι επαναστατικά, προβλέπουν θεσμικές ρυθμίσεις (όπως το εξάχρονο δημοτικό σχολείο, η μείωση των ωρών διδασκαλίας των Λατινικών, η σύσταση Εκπαιδευτικού Συμβουλίου) οι οποίες θα υλοποιηθούν πολλές δεκαετίες αργότερα. Για τις καινοτομίες των νομοσχεδίων εκδηλώθηκε μεγάλος σάλος και η κυβέρνηση τα απέσυρε. Δημοσιεύεται στο βιβλίο: «Από το κοντύλι στον υπολογιστή», Αθήνα, 2008.

Γεώργιος Θεοτόκης (1844 – 1916). Ως υπουργός Παιδείας στην κυβέρνηση Χαριλάου Τρικούπη υπέβαλε τον Δεκέμβριο του 1889 σειρά μεταρρυθμιστικών νομοσχεδίων. Δεν είναι τα πρώτα στην ιστορία, αλλά είναι τα πρώτα που αντιμετωπίζουν το σύστημα ως ενιαίο σύνολο. Εξάλλου, χωρίς να είναι επαναστατικά, προβλέπουν θεσμικές ρυθμίσεις (όπως το εξάχρονο δημοτικό σχολείο, η μείωση των ωρών διδασκαλίας των Λατινικών, η σύσταση Εκπαιδευτικού Συμβουλίου) οι οποίες θα υλοποιηθούν πολλές δεκαετίες αργότερα. Για τις καινοτομίες των νομοσχεδίων εκδηλώθηκε μεγάλος σάλος και η κυβέρνηση τα απέσυρε. Δημοσιεύεται στο βιβλίο: «Από το κοντύλι στον υπολογιστή», Αθήνα, 2008.

Μετά το 1880 ο κρατικός έλεγχος των διδακτικών βιβλίων έγινε πιο έντονος με πρωτεργάτες τις κυβερνήσεις του Τρικούπη και του Θεοτόκη, που επέβαλαν πολιτική αυστηρού ελέγχου με τη χρήση ομοιόμορφων εγχειριδίων και έλεγχο του περιεχομένου τους, ενώ θεσμοθέτησαν την υποχρεωτική χρήση εγκεκριμένων βιβλίων από ειδικές κριτικές επιτροπές. Η κυβέρνηση Τρικούπη καταργεί την πολιτική του ελεύθερου ανταγωνισμού και προκηρύσσει διαγωνισμό συγγραφής σχολικών βιβλίων κάθε τέσσερα χρόνια. Οι κριτικές επιτροπές, τα μέλη των οποίων καθορίζονται άμεσα από τον υπουργό, εγκρίνουν ένα μόνο βιβλίο για κάθε μάθημα για μια τετραετία, ενώ από το 1893 η διάρκεια της έγκρισης γίνεται τριετία. Εξαίρεση αποτέλεσε ο νόμος του 1895 του δεληγιαννικού κόμματος, που επέτρεψε την ελεύθερη χρήση οποιουδήποτε εγχειριδίου στο γυμνάσιο και την έγκριση πολλών παράλληλα βιβλίων στις κατώτερες βαθμίδες της εκπαίδευσης, ενώ όρισε τη διάρκεια της έγκρισης για μια πενταετία. Η πολιτική του ελεύθερου ανταγωνισμού διαρκεί μέχρι το 1907, οπότε με το νόμο ΓΣΑ’ επανέρχεται ο κρατικός παρεμβατισμός, που ίσχυε πριν το 1895, με το σύστημα έγκρισης ενός μόνο βιβλίου, το οποίο επιλέγεται ανάμεσα από τρία βραβευμένα. Η επιτροπή όμως διατηρεί το δικαίωμα να μεταρρυθμίσει και να συμπληρώσει το εγκρινόμενο βιβλίο από τα άλλα δύο. Με το νόμο αυτό κυκλοφορούν τα πρώτα κρατικά αναγνωστικά και εμφανίζεται το βιβλιόσημο. Ο πρώτος νόμος περί διδακτικών βιβλίων του 20ου αιώνα αυξάνει ακόμα περισσότερο τον κρατικό έλεγχο.

Σταθμό στα εκπαιδευτικά ζητήματα αποτελεί η μεταρρύθμιση του 1917, όταν η κυβέρνηση Βενιζέλου ζήτησε από τον Εκπαιδευτικό Όμιλο να συνεργαστεί μαζί της για την εφαρμογή της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. Ο Εκπαιδευτικός Όμιλος ήταν ένα σωματείο, που ιδρύθηκε το 1910 στην Αθήνα από λογοτέχνες, εκπαιδευτικούς και πολιτευόμενους με σκοπό την προσπάθεια αναμόρφωσης της ελληνικής εκπαίδευσης και από το 1911 εξέδιδαν μερικά διδακτικά και εκπαιδευτικά βιβλία. Πίστευαν ότι η εκπαίδευση θα βελτιωνόταν με την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας στη διδασκαλία και την καταπολέμηση του σχολαστικισμού. Οι προσπάθειές τους στηρίχθηκαν στις εργασίες του Μανόλη Τριανταφυλλίδη, του Αλέξανδρου Δελμούζου και του Δημήτριου Γληνού, που ήταν ιδρυτικά μέλη του Εκπαιδευτικού Ομίλου. Ο Δημ. Γληνός ανέλαβε γενικός γραμματέας στο Υπουργείο Παιδείας με επόπτες δημοτικής εκπαίδευσης το Δελμούζο και τον Τριανταφυλλίδη.

Αλέξανδρος Δελμούζος (1880-1956): Ο κατεξοχήν παιδαγωγός της ηγετικής ομάδας του Εκπαιδευτικού Ομίλου (1910-27) και του δημοτικιστικού κινήματος ευρύτερα. Τρεις είναι οι πιο σημαντικές για την εξέλιξη των πραγμάτων δράσεις του: Στο Ανώτερο Δημοτικό Παρθεναγωγείο (Βόλος, 1908-11), στο Μαράσλειο Διδασκαλείο στην Αθήνα (1923-26) και στο Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου στη Θεσσαλονίκη (1934-37). Όταν ο Όμιλος ακολούθησε τον Δημήτρη Γληνό που ζητούσε οι στόχοι της εκπαίδευσης να έχουν πολιτικό προσανατολισμό χωρίς «κανένα όριο προς τα Αριστερά», ο Δελμούζος τον εγκατέλειψε, και θεωρείται τώρα κύριος εκπρόσωπος των αρχών του αστικού εκσυγχρονισμού στα εκπαιδευτικά θέματα. Δημοσιεύεται στο βιβλίο: «Από το κοντύλι στον υπολογιστή», Αθήνα, 2008.

Αλέξανδρος Δελμούζος (1880-1956): Ο κατεξοχήν παιδαγωγός της ηγετικής ομάδας του Εκπαιδευτικού Ομίλου (1910-27) και του δημοτικιστικού κινήματος ευρύτερα. Τρεις είναι οι πιο σημαντικές για την εξέλιξη των πραγμάτων δράσεις του: Στο Ανώτερο Δημοτικό Παρθεναγωγείο (Βόλος, 1908-11), στο Μαράσλειο Διδασκαλείο στην Αθήνα (1923-26) και στο Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου στη Θεσσαλονίκη (1934-37). Όταν ο Όμιλος ακολούθησε τον Δημήτρη Γληνό που ζητούσε οι στόχοι της εκπαίδευσης να έχουν πολιτικό προσανατολισμό χωρίς «κανένα όριο προς τα Αριστερά», ο Δελμούζος τον εγκατέλειψε, και θεωρείται τώρα κύριος εκπρόσωπος των αρχών του αστικού εκσυγχρονισμού στα εκπαιδευτικά θέματα. Δημοσιεύεται στο βιβλίο: «Από το κοντύλι στον υπολογιστή», Αθήνα, 2008.

Η βασική αλλαγή που θεσμοθετήθηκε τότε αφορούσε την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας στο δημοτικό σχολείο και «γέννησε» το γλωσσικό ζήτημα. Με νομοθετικό διάταγμα καθιερώθηκε η δημοτική γλώσσα στο δημοτικό σχολείο με παράλληλη διδασκαλία της καθαρεύουσας στην Ε’ και Στ΄ Δημοτικού. Οι συγγραφείς των σχολικών βιβλίων έχουν απόλυτη ελευθερία και μόνο τις γενικές οδηγίες του Υπουργείου είναι υποχρεωμένοι να ακολουθούν. Η κρίση των βιβλίων γίνεται κάθε χρόνο από μόνιμο εκπαιδευτικό συμβούλιο, όχι από επιτροπές διορισμένες από τον υπουργό, και ισχύει επ’ αόριστον, ενώ ο αριθμός των εγκεκριμένων βιβλίων είναι απεριόριστος. Τα εγχειρίδια δεν εγκρίνονται βάσει διαγωνισμού, αλλά το Εκπαιδευτικό Συμβούλιο έχει τη δυνατότητα να εκδίδει οδηγίες και γενικές υποδείξεις για τη σύνταξη τους. Το ίδιο Συμβούλιο, αφού ελέγξει αν το εγχειρίδιο είναι σύμφωνο με τα όσα ορίζει ο νόμος, αποφασίζει κατά πλειοψηφία την παροχή της έγκρισης και μία φορά το χρόνο συντάσσει κατάλογο των εγκεκριμένων βιβλίων, τον οποίο δημοσιεύει στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και στέλνει στα σχολεία. Ο σύλλογος των διδασκόντων κάθε σχολείου, προς το τέλος κάθε χρονιάς ορίζει κατά πλειοψηφία, μετά από εισήγηση του καθηγητή που πρόκειται να διδάξει το σχετικό μάθημα, ποια από τα εγκεκριμένα βιβλία θα εισαχθούν στις τάξεις κατά το επόμενο σχολικό έτος. Από τη στιγμή, που ένα βιβλίο εισάγεται σε μία τάξη, απαγορεύεται να αντικατασταθεί πριν την πάροδο διετίας. Εισάγεται έτσι ένα φιλελεύθερο πνεύμα στο χώρο της νομοθεσίας περί διδακτικών βιβλίων, δίνονται μεγαλύτερα περιθώρια ελευθερίας στους συγγραφείς, δεν επιβάλλεται η χρήση ενός βιβλίου στα σχολεία και μειώνεται η παρέμβαση του Υπουργείου Παιδείας στη διαδικασία παραγωγής και διάδοσης τους.

Δημ. Ανδρεάδη, Α. Δελμούζου κ.ά, Αλφαβητάριο. Αθήνα 1925. (Α΄ έκδοση 1918). «Το Αλφαβητάρι με τον Ήλιο», καρπός της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του 1917. Εικονογράφηση Κ. Μαλέας.

Δημ. Ανδρεάδη, Α. Δελμούζου κ.ά, Αλφαβητάριο. Αθήνα 1925. (Α΄ έκδοση 1918). «Το Αλφαβητάρι με τον Ήλιο», καρπός της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του 1917. Εικονογράφηση Κ. Μαλέας.

Ανάμεσα στα νέα αναγνωστικά, που γράφτηκαν και εγκρίθηκαν με βάση αυτό το νόμο, ήταν το «Αλφαβητάρι με τον ήλιο» και τα «Ψηλά Βουνά» του Ζαχαρία Παπαντωνίου. Άλλοι γνωστοί και καταξιωμένοι λογοτέχνες, όπως οι Γρηγόριος Ξενόπουλος, Ανδρέας Καρκαβίτσας, Παύλος Νιρβάνας κ.α., συνδέουν το όνομά τους στο διάστημα αυτό με τη συγγραφή αναγνωστικών και δοκιμάζουν με την πένα τους να διαπλάσουν τις παιδικές αντιλήψεις.

Το «Αλφαβητάρι με τον ήλιο» (ονομασία που του έδωσαν οι μικροί μαθητές) θεωρείται σημαντικός σταθμός στην εξέλιξη των αλφαβηταρίων του 20ού αιώνα. Πρόκειται για ένα από τα δεκατρία αναγνωστικά της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του 1917-1920 επί κυβέρνησης Ελευθέριου Βενιζέλου. Ήταν δημιούργημα συντακτικής επιτροπής με μέλη τους Α. Δελμούζο, Μ. Τριανταφυλλίδη, Π. Νιρβάνα και Ζ. Παπαντωνίου με εικονογράφηση του Κωνσταντίνου Μαλέα. Είναι προϊόν ελεύθερης δημιουργίας στη δημοτική γλώσσα µε στόχο να διαπλάσει την ψυχή των µμαθητών και να τους εμφυσήσει την αγάπη για τη φύση. Οι εικόνες του είχαν σκοπό «να είναι τα πολυτιμότερα μέσα για να μορφώσουν την παρατηρητικότητα και την καλαισθησία του παιδιού». Τα αλφαβητάρια που εκδόθηκαν από τότε, σχεδόν στο σύνολό τους, έχουν αυτό ως πρότυπο. Τα «Ψηλά Βουνά» με εικόνες του Ρούμπου και σκίτσα του Παπαντωνίου μεταφέρουν ένα νέο πνεύμα αισθητικής αγωγής.

Ο ριζικός γλωσσικός και παιδαγωγικός νεωτερικός αναπροσανατολισμός της κρατικής εκπαιδευτικής πολιτικής την οποία ακολούθησε το υπουργείο Παιδείας από το 1917 ως το 1920 αποτυπώθηκε πλήρως και καθαρά σε δύο διδακτικά βιβλία: Το Αλφαβητάριο (Αλφαβητάρι με τον ήλιο το αποκάλεσαν παιδιά και μεγάλοι), «χυμένο από την ψυχή του Δελμούζου» κατά το χαρακτηρισμό του Μανόλη Τριανταφυλλίδη, και τα Ψηλά βουνά, γραμμένο και εικονογραφημένο από τον Ζαχαρία Παπαντωνίου. Μισόν αιώνα αργότερα, το 1975, ορίστηκε πάλι από το κράτος αναγνωστικό της γ' δημοτικού, ενώ έχει παράλληλα μια αδιάκοπη πορεία ως δημοφιλές ελεύθερο παιδικό ανάγνωσμα. Δημοσιεύεται στο βιβλίο: «Από το κοντύλι στον υπολογιστή», Αθήνα, 2008.

Ο ριζικός γλωσσικός και παιδαγωγικός νεωτερικός αναπροσανατολισμός της κρατικής εκπαιδευτικής πολιτικής την οποία ακολούθησε το υπουργείο Παιδείας από το 1917 ως το 1920 αποτυπώθηκε πλήρως και καθαρά σε δύο διδακτικά βιβλία: Το Αλφαβητάριο (Αλφαβητάρι με τον ήλιο το αποκάλεσαν παιδιά και μεγάλοι), «χυμένο από την ψυχή του Δελμούζου» κατά το χαρακτηρισμό του Μανόλη Τριανταφυλλίδη, και τα Ψηλά βουνά, γραμμένο και εικονογραφημένο από τον Ζαχαρία Παπαντωνίου. Μισόν αιώνα αργότερα, το 1975, ορίστηκε πάλι από το κράτος αναγνωστικό της γ’ δημοτικού, ενώ έχει παράλληλα μια αδιάκοπη πορεία ως δημοφιλές ελεύθερο παιδικό ανάγνωσμα. Δημοσιεύεται στο βιβλίο: «Από το κοντύλι στον υπολογιστή», Αθήνα, 2008.

Ύστερα από δύο βαλκανικούς πολέμους και έναν παγκόσμιο, έναν εσωτερικό διχασμό και μια επαναστατική κυβέρνηση, ωριμάζει η ιδέα της οριστικής αναμόρφωσης της Παιδείας. Η χρυσή εποχή του σχολικού βιβλίου ξεκινά. Τα σχολικά εγχειρίδια εγκαταλείπουν σταδιακά τη θρησκευτική και ηθική διδασκαλία, ο ακαδημαϊσμός υποχωρεί και στρέφονται προς την επιστημονική γνώση και την κριτική σκέψη με στόχο την παίδευση ολόπλευρα καλλιεργημένων ατόμων. Τα νέα βιβλία είναι απαλλαγμένα από το στόμφο και το διδακτισμό των προηγούμενων, ενώ η δημοτική γλώσσα μιλάει στις καρδιές των παιδιών. Στο περιεχόμενό τους πάντως εξακολουθεί να επικρατεί ο ηθικοπλαστικός χαρακτήρας και η κύρια θεματολογία τους ακολουθεί το γνωστό τρίπτυχο «Πατρίς – Θρησκεία – Οικογένεια».

Η πολιτική αλλαγή το Νοέμβριο του 1920 μετά την ήττα του Βενιζέλου ανέκοψε τη φιλελεύθερη πολιτική για το σχολικό βιβλίο. Οι αντίπαλοι του δημοτικισμού καταπολεμούν τα αναγνωστικά της μεταρρύθμισης. Η νέα κυβέρνηση ανέθεσε σε επιτροπή τον έλεγχό τους και τα μέλη της επιτροπής Σακελλαρόπουλος, Σκιάς, Εξαρχόπουλος, Μιχαλόπουλος και Μεγαρεύς αποφάσισαν πως θα έπρεπε να «εκβληθώσι πάραυτα εκ των σχολείων και καώσι τα υπάρχοντα αναγνωστικά ως έργο ψευδούς και κακοβούλου προθέσεως». Η μεταρρύθμιση τερματίστηκε με το νόμο 2678 του 1921, που δεν εφαρμόστηκε όμως, γιατί μεσολάβησε η επανάσταση του 1922, που επανέφερε σε εφαρμογή τους νόμους του 1917-18. Ο νόμος 3180 του 1924 τροποποίησε το σύστημα έγκρισης των σχολικών βιβλίων και εισήγαγε τη δημοτική γλώσσα σε όλες τις τάξεις του δημοτικού σχολείου. Η δικτατορία του Πάγκαλου με διάταγμα του 1926 άλλαξε πάλι το σύστημα έγκρισης και όρισε ότι τα βιβλία δεν πρέπει να περιέχουν ύλη αντίθετη με τη θρησκεία, την πατρίδα, το πολίτευμα και τα χρηστά ήθη, ενώ δεν επιτρέπεται η έγκριση πέραν των δύο αναγνωστικών για κάθε τάξη. Νέος νόμος, ο 3438 του 1927, ορίζει ότι μπορούν να εγκριθούν μέχρι τρία διδακτικά βιβλία για κάθε μάθημα και τάξη και η έγκριση ισχύει για τα βιβλία της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης για τρία χρόνια και για της μέσης για μία πενταετία. Οι σύλλογοι των διδασκόντων αποφασίζουν για την εισαγωγή των βιβλίων στα σχολεία επιλέγοντας μεταξύ των εγκεκριμένων.

Η πολιτική αυτή ανατρέπεται με τη δημοσίευση νέου νόμου, που ψηφίζεται στα πλαίσια της δεύτερης μεταρρύθμισης της κυβέρνησης Βενιζέλου το 1929. Με τη «μεταρρύθμιση του 1929» τα σχολικά βιβλία διαιρούνται ανάλογα με το σκοπό και τη χρήση τους σε τρεις κατηγορίες:

α) στα διδακτικά βιβλία,

β) στα βοηθήματα και

γ) στα ελεύθερα αναγνώσματα.

Γαλάτειας Καζαντζάκη, Η Μεγάλη Ελλάς. Εκδοτικός οίκος Δημητρίου και Πέτρου Δημητράκου, Αθήνα, 1927.

Γαλάτειας Καζαντζάκη, Η Μεγάλη Ελλάς. Εκδοτικός οίκος Δημητρίου και Πέτρου Δημητράκου, Αθήνα, 1927.

Οι δύο πρώτες κατηγορίες βιβλίων εισάγονται στα σχολεία μόνο εφόσον έχουν εγκριθεί από το Υπουργείο Παιδείας, ενώ για τα ελεύθερα αναγνώσματα αρκεί απλή σύστασή τους. Τα διδακτικά βιβλία με τη σειρά τους διαιρούνται σε αναγνωστικά και εγχειρίδια. Τα αναγνωστικά συντελούν στη γλωσσική και λογοτεχνική μόρφωση, στη θρησκευτική, ηθική και εθνική διαπαιδαγώγηση των παιδιών και πρέπει με τη μορφή και το περιεχόμενο τους να κινούν την αγάπη για το βιβλίο γενικά. Τα εγχειρίδια «αποτελούντα συστηματικάς και εύληπτους συνόψεις των συμπερασμάτων των οικείων επιστημών, χρησιμεύουν ως στήριγμα των μαθητών κατά την εισαγωγήν των εις την ύλην των διαφόρων μαθημάτων και ως βάσις δια την ευμέθοδον καθοδήγησίν των προς περαιτέρω μελέτην και ευρυτέραν έρευναν αυτής». Τα βοηθήματα αποτελούν σημαντικότατα εργαλεία για την πληρέστερη μελέτη της διδασκόμενης ύλης και την αυτενεργό έρευνα των μαθητών, ενώ διευκολύνουν παράλληλα και το έργο των διδασκόντων. Η υιοθέτηση αυτής της πολιτικής τείνει προς την ιδέα του πολλαπλού βιβλίου.

Γεώργιος Παπανδρέου (1888-1968), υπουργός Παιδείας (2 Ιανουαρίου 1930-26 Μαΐου 1932). Έδειξε προσωπικό ενδιαφέρον για την εδραίωση των αρχών στις οποίες στηριζόταν η Μεταρρύθμιση του 1929 και για τη διεύρυνσή τους. Ο Νόμος για τα σχολικά βιβλία (1931) 5045, περιέχει πολλά σημαντικά, όπως η απομάκρυνση από κάθε έννοια (κρατικού) μονοπωλίου: από το υπουργείο εγκρίνονταν περισσότερα βιβλία για κάθε μάθημα και οι σύλλογοι επέλεγαν ένα, ύστερα από αιτιολογημένη εισήγηση των διδασκόντων. Δημοσιεύεται στο βιβλίο: «Από το κοντύλι στον υπολογιστή», Αθήνα, 2008.

Γεώργιος Παπανδρέου (1888-1968), υπουργός Παιδείας (2 Ιανουαρίου 1930-26
Μαΐου 1932). Έδειξε προσωπικό ενδιαφέρον για την εδραίωση των αρχών στις οποίες
στηριζόταν η Μεταρρύθμιση του 1929 και για τη διεύρυνσή τους. Ο Νόμος για τα σχολικά βιβλία (1931) 5045, περιέχει πολλά σημαντικά, όπως η απομάκρυνση από κάθε έννοια (κρατικού) μονοπωλίου: από το υπουργείο εγκρίνονταν περισσότερα βιβλία για κάθε μάθημα και οι σύλλογοι επέλεγαν ένα, ύστερα από αιτιολογημένη εισήγηση των διδασκόντων. Δημοσιεύεται στο βιβλίο: «Από το κοντύλι στον υπολογιστή», Αθήνα, 2008.

Ο νόμος 5045 «περί σχολικών βιβλίων» του 1931, με εισήγηση του τότε υπουργού παιδείας Γεωργίου Παπανδρέου, είναι μοναδικός στην ελληνική εκπαιδευτική ιστορία για τη στάση του απέναντι στη γνώση, στο διδακτικό βιβλίο και στη διαδικασία της μάθησης. Με το νόμο αυτό τόσο ο εκπαιδευτικός όσο και ο μαθητής ενθαρρύνονται να χρησιμοποιήσουν και άλλα διδακτικά και βοηθητικά βιβλία, παράλληλα με το εγχειρίδιο, που συμβουλεύονται καθημερινά. Με τον τρόπο αυτό τους δίνεται η ευκαιρία να διακρίνουν και να σχολιάσουν διάφορες απόψεις πάνω στο ίδιο θέμα, απομυθοποιείται ο τυπωμένος λόγος και βιώνεται το γεγονός ότι για το ίδιο ζήτημα μπορεί να υπάρχουν πολλές και πιθανόν αντικρουόμενες αντιλήψεις. Καταδικάζεται η παθητική αποδοχή και ενθαρρύνεται η ενεργητική και κριτική στάση δασκάλων και μαθητών, που παροτρύνονται να ερευνούν, ώστε να σχηματίζουν δική τους αντίληψη. Αναιρείται έτσι η αυθεντία των διδακτικών βιβλίων και παρέχεται η δυνατότητα κριτικής της παρεχόμενης γνώσης. Το εγχειρίδιο δεν αντιμετωπίζεται ως μοναδική και αλάνθαστη πηγή γνώσης προς απομνημόνευση, αλλά ως όργανο των μαθητών για την περαιτέρω έρευνα και μελέτη τους. Σε κάθε σχολείο δημιουργείται και σχολική βιβλιοθήκη για την οποία αγοράζονται δύο τουλάχιστον αντίτυπα όλων των εγκεκριμένων βιβλίων και κάθε είδους βοηθήματα.

Ο νόμος 5911 του 1937, που θεσμοθετείται από κυβέρνηση του Λαϊκού κόμματος, επαναφέρει το θεσμό της προκήρυξης διαγωνισμού για τη συγγραφή των διδακτικών βιβλίων. Οι προκηρύξεις ορίζουν την ποσότητα και την οικονομία της ύλης και συντάσσονται από κριτικές επιτροπές τις οποίες ορίζει ο υπουργός. Η υποβολή και κρίση των διδακτικών βιβλίων γίνεται ανά διετία και η έγκριση ισχύει επί μία τετραετία. Τα εγχειρίδια που εισάγονται στα σχολεία επιλέγονται βάσει του καταλόγου των εγκεκριμένων βιβλίων, που συντάσσει το Υπουργείο Παιδείας και καταργούνται οι διατάξεις για την αγορά διδακτικών βιβλίων και βοηθημάτων για τις σχολικές βιβλιοθήκες. Επαναφέρει δηλαδή τη συγκεντρωτική πολιτική και αυξάνει τον έλεγχο του υπουργού παιδείας στη διαδικασία συγγραφής και έγκρισης των εγχειριδίων.

Γεωργίου Μέγα κ.ά., Αναγνωστικό. ΟΕΣΒ, Αθήνα, 1939.

Γεωργίου Μέγα κ.ά., Αναγνωστικό. ΟΕΣΒ, Αθήνα, 1939.

Ο νόμος 5911 ίσχυσε ως τη δημοσίευση του αναγκαστικού νόμου 952 του 1937, με τον οποίο ιδρύθηκε ο Οργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων (ΟΕΣΒ), που υπάγεται στην εποπτεία του υπουργού παιδείας και έχει σκοπό την έγκριση και διάθεση βιβλίων σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, από τα αναγνωστικά του δημοτικού μέχρι και τα πανεπιστημιακά συγγράμματα. Το Υπουργείο Παιδείας μετά από πρόταση του Ανωτάτου Συμβουλίου Εκπαιδεύσεως δημοσιεύει προκήρυξη για τη συγγραφή διδακτικών βιβλίων, στην οποία ορίζεται το είδος του βιβλίου, η τάξη για την οποία προορίζεται, η ποσότητα και η οικονομία της ύλης, η προθεσμία της υποβολής προς κρίση και το βραβείο που θα απονεμηθεί για κάθε είδος βιβλίου. Τα εγκεκριμένα βιβλία περιέρχονται στην κυριότητα του κράτους, ενώ από το σχολικό έτος 1938-1939 δεν επιτρέπεται η χρήση διδακτικών βιβλίων, που δεν έχουν εγκριθεί σύμφωνα με το νέο νόμο.

Μετά από έναν αιώνα συγκρούσεων και εναλλαγής του κρατικού μονοπωλίου και του ελεύθερου ανταγωνισμού ο αναγκαστικός νόμος 952 αποτελεί μια ακραία προσπάθεια ιδεολογικού ελέγχου της εκπαίδευσης από το κράτος. Εκφράζει τη διάθεση της κυβέρνησης Μεταξά να ελέγξει απόλυτα το περιεχόμενο των βιβλίων που φτάνουν στα χέρια των μαθητών και να τα προσαρμόσει στις δικές της αντιλήψεις περί αγωγής. Πολιτική του Οργανισμού ήταν ο αποκλειστικός έλεγχος της έκδοσης και διάθεσης των σχολικών βιβλίων. Την προηγούμενη εικοσαετία υπήρχε δυνατότητα επιλογής ανάμεσα σε περισσότερα εγκεκριμένα από το εκάστοτε Υπουργείο Παιδείας εγχειρίδια. Από δω και πέρα θα υπήρχε ένα σχολικό βιβλίο για όλα τα σχολεία, πολιτική που εφαρμόζεται ακόμη και σήμερα. Το κράτος διασφάλιζε τον απόλυτο έλεγχο του σχολικού βιβλίου και ακύρωνε το κατοχυρωμένο από το 1917 δικαίωμα των εκπαιδευτικών να επιλέγουν το ανθολόγιο που θα χρησιμοποιήσουν, επαναφέροντας το ένα και μόνο «υποχρεωτικό βιβλίο».

 

Αλφαβητάριο 1935, Συντακτική επιτροπή: Δημ. Ανδρεάδης, Α. Δελμούζος, Π. Νιρβάνας, Ζ. Παπαντωνίου, Μ. Τριανταφυλλίδης, Κ. Μαλέας (εικονογράφηση).

Αλφαβητάριο 1935, Συντακτική επιτροπή: Δημ. Ανδρεάδης, Α. Δελμούζος, Π. Νιρβάνας, Ζ. Παπαντωνίου, Μ. Τριανταφυλλίδης, Κ. Μαλέας (εικονογράφηση).

 

Τα πρώτα «Αναγνώσματα» που εκδόθηκαν από τον ΟΕΣΒ (1938-1939) χρησιμοποιήθηκαν μέχρι το 1950. Το 1954 ο Οργανισμός θα μετονομαστεί σε Οργανισμό Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων (ΟΕΔΒ) και θα συνεχίσει τη λειτουργία του μέχρι το 2012, οπότε καταργήθηκε μαζί με πολλούς άλλους δημόσιους φορείς. Μετά την κατάργηση του Οργανισμού το συντονισμό της έκδοσης και διάθεσης των σχολικών βιβλίων έχει αναλάβει το Ινστιτούτο Τεχνολογίας Υπολογιστών και Εκδόσεων «Διόφαντος», που λειτουργεί με καθεστώς ιδιωτικού δικαίου. Υπολογίζεται ότι ο ΟΕΔΒ εκτύπωσε περίπου 3 δισεκατομμύρια αντίτυπα σχολικών βιβλίων όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης και έγινε ένα από τα πλέον γνώριμα λογότυπα σε όσους παρακολούθησαν μαθήματα στα ελληνικά σχολεία από το 1937. Το 1954 εκδίδονται νέα αναγνωστικά, τα μακροβιότερα στην ιστορία της ελληνικής εκπαίδευσης, που χρησιμοποιήθηκαν μέχρι το 1964.

 

Αλφαβητάριο τα καλά Παιδιά, Επαμεινώνδα Γεραντώνη, εικονογράφηση Κώστα Π. Γραμματόπουλου, πρώτη έκδοση 1949, ΟΕΔΒ.

Αλφαβητάριο τα καλά Παιδιά, Επαμεινώνδα Γεραντώνη, εικονογράφηση Κώστα Π. Γραμματόπουλου, πρώτη έκδοση 1949, ΟΕΔΒ.

 

Η κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου, που σχηματίστηκε μετά τις εκλογές του 1964 με πρωθυπουργό και υπουργό Παιδείας το Γεώργιο Παπανδρέου, υφυπουργό τον Λουκή Ακρίτα και Γενικό Γραμματέα τον Ε.Π. Παπανούτσο, προχώρησε στην ψήφιση του νόμου 4379 «Περί Oργανώσεως και Διοικήσεως της Γενικής Στοιχειώδους και Mέσης Eκπαιδεύσεως», που έμεινε στην ιστορία ως «νόμος της Μεταρρύθμισης Παπανδρέου-Παπανούτσου». Η μεταρρύθμιση αυτή κατοχύρωσε τη «δωρεάν Παιδεία», μείωσε το σχολαστικισμό και την τυπολατρία με την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας και νέα μαθήματα και βιβλία, όπως η Κοινωνιολογία και τα Στοιχεία της Οικονομικής Επιστήμης, τη διδασκαλία αρχαίων Ελληνικών κειμένων από μετάφραση στο Γυμνάσιο και την ενίσχυση μαθηματικών και φυσικών. Επίσης καταργήθηκαν οι εξετάσεις από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο, η Παιδεία έγινε εννεαετής υποχρεωτική, η Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση χωρίστηκε σε Γυμνάσιο – Λύκειο, ίσχυσε το σύστημα του «Ακαδημαϊκού Απολυτηρίου» για την εισαγωγή στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, χωρίς όμως να καταργηθούν οι εισαγωγικές εξετάσεις, και καθιερώθηκαν οι τεχνικό-επαγγελματικές σχολές με στόχο τη δημιουργία εργατικού δυναμικού άξιου να ανταπεξέλθει στις ανάγκες της εποχής. Οι βελτιώσεις και αλλαγές της μεταρρύθμισης αυτής ήταν ριζοσπαστικές για την εποχή με κύριο στόχο τη μόρφωση των παιδιών όλων των κοινωνικών τάξεων και την αναβάθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος.

 

Ιστορία Ρωμαϊκή και Μεσαιωνική του Κώστα Καλοκαιρινού, της γ' γυμνασίου. Για τρίτη (ως τότε) φορά (μετά το «να καώσι» του 1921 και τις πυρές του 1936) το 1965 η κυβέρνηση «των Αποστατών» εκδήλωσε την πρόθεση να εξαφανίσει (εκσυγχρονισμένα τώρα, με πολτοποίηση) διδακτικά βιβλία της Μεταρρύθμισης. Κύρια (αλλά όχι μόνη) αφορμή του κατατρεγμού η Ιστορία Ρωμαϊκή και Μεσαιωνική του Κώστα Καλοκαιρινού, της γ' γυμνασίου.

Ιστορία Ρωμαϊκή και Μεσαιωνική του Κώστα Καλοκαιρινού, της γ’ γυμνασίου.
Για τρίτη (ως τότε) φορά (μετά το «να καώσι» του 1921 και τις πυρές του 1936) το 1965 η κυβέρνηση «των Αποστατών» εκδήλωσε την πρόθεση να εξαφανίσει (εκσυγχρονισμένα τώρα, με πολτοποίηση) διδακτικά βιβλία της Μεταρρύθμισης. Κύρια (αλλά όχι μόνη) αφορμή του κατατρεγμού η Ιστορία Ρωμαϊκή και Μεσαιωνική του Κώστα Καλοκαιρινού, της γ’ γυμνασίου.

 

 

Η παραδοσιακή παράσταση του μυθολογικού (αιγυπτιακής προέλευσης) φοίνικα που όταν ένιωθε το τέλος του έφτιαχνε από ξύλα μια φωλιά, η οποία αναφλεγόταν από τις αχτίνες του ήλιου και από τις στάχτες γεννιόταν ύστερα ένας νέος φοίνικας (θεσμοθετημένο από τον Καποδίστρια έμβλημα του κράτους), συμπληρωμένη με φιγούρα φαντάρου, ορίστηκε σύμβολο της «Επανάστασης» της 21ης Απριλίου 1967 και αποτελούσε κατά τη Δικτατορία κύριο στοιχείο της σελίδας του τίτλου όλων των σχολικών βιβλίων. Άλγεβρα, Δ΄ Γυμνασίου, 1969.

Η παραδοσιακή παράσταση του μυθολογικού (αιγυπτιακής προέλευσης) φοίνικα που όταν ένιωθε το τέλος του έφτιαχνε από ξύλα μια φωλιά, η οποία αναφλεγόταν από τις αχτίνες του ήλιου και από τις στάχτες γεννιόταν ύστερα ένας νέος φοίνικας (θεσμοθετημένο από τον Καποδίστρια έμβλημα του κράτους), συμπληρωμένη με φιγούρα φαντάρου, ορίστηκε σύμβολο της «Επανάστασης» της 21ης Απριλίου 1967 και αποτελούσε κατά τη Δικτατορία κύριο στοιχείο της σελίδας του τίτλου όλων των σχολικών βιβλίων.
Άλγεβρα, Δ΄ Γυμνασίου, 1969.

Η δικτατορία του 1967-1974 θα ακυρώσει την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1964 και θα πάρει πολλά αντί-μεταρρυθμιστικά μέτρα, που καταργούσαν εκπαιδευτικές αλλαγές δρομολογημένες από το 1964. Η χούντα των συνταγματαρχών ταυτίστηκε με τη λέξη «λογοκρισία». Απαγόρευσε πολλά βιβλία και συνέταξε μαύρες λίστες συγγραφέων. «Επικίνδυνα» για το καθεστώς βιβλιοπωλεία υποχρεώθηκαν να κλείσουν. Όσα βιβλία ελέγχονταν και λογοκρίνονταν, έφεραν και την αντίστοιχη σφραγίδα «Έχει λογοκριθεί», που πρακτικά μεταφραζόταν σε «εγκρίνεται με όποιες αλλαγές θεωρήσει αναγκαίες ο λογοκριτής».

Μεταξύ των βιβλίων που απαγορεύτηκαν εκείνη την περίοδο ήταν η «Ζωή εν Τάφω» του Στρατή Μυριβήλη και η «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, ενώ υπήρξε ρητή διαταγή να μη διδαχθεί ο «Επιτάφιος» του Περικλή στα σχολεία, για να μην τον εκλάβουν οι μαθητές ως έμμεση αποδοκιμασία των μηχανισμών του κράτους. Το σχολικό βιβλίο κακοποιήθηκε. Έγιναν προσθαφαιρέσεις σε βιβλία ιστορίας, καταργήθηκε το μάθημα και το βιβλίο της Αγωγής του Πολίτη κ.ά. Με τον αναγκαστικό νόμο 129/1967 αποσύρονται και αχρηστεύονται όλα τα βιβλία, που είχαν τυπωθεί με την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1964. Ο Υπουργός Παιδείας δηλώνει ότι (…), «συνεστήθησαν επιτροπαί και θα αποφανθώμεν εάν τα βιβλία που εξετυπώθηκαν το 1964 προς χρήσιν των μαθητών θα χρησιμοποιηθούν ή θα αποσταλούν προς πολτοποίησιν». Η κακοποίηση του σχολικού βιβλίου αλλάζει μορφή, από την καύση περνάει στην πολτοποίηση. Ξανατυπώνονται και κυκλοφορούν τα βιβλία, που είχαν εκδοθεί πριν από το 1963, με αποτέλεσμα τα παιδιά να πέσουν σε φοβερή γλωσσική σύγχυση και αμηχανία. Σ’ όλη τη διδακτέα ύλη διαχέονται οι εθνικοί σκοποί και οι εθνικιστικές ιδέες, γεγονός που μετατρέπει όλο το αναλυτικό πρόγραμμα σ’ ένα πρόγραμμα «πατριδογνωσίας».

Οι μεταρρυθμίσεις που δεν έγιναν μέχρι το 1974 προετοίμασαν το έδαφος για τις επόμενες. Το Σύνταγμα του 1975 ενσωματώνει σημαντικές ρυθμίσεις για την εκπαίδευση, όπως 9χρονη υποχρεωτική εκπαίδευση, ελευθερία έρευνας, δημοτική γλώσσα κ.λπ. Στην τριετία 1976-1978 θα επιχειρηθεί η πιο συγκροτημένη μεταρρυθμιστική προσπάθεια της συντηρητικής παράταξης τον 20ο αιώνα με τους Ν. 309/76, 576/77 και 815/78. Ο υπουργός Παιδείας Γ. Ράλλης λύνει και τυπικά το γλωσσικό ζήτημα με την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας στην εκπαίδευση και στη διοίκηση και παύει πλέον να υπάρχει το φαινόμενο της διγλωσσίας, που διήρκεσε 20 περίπου αιώνες και ταλαιπώρησε την ελληνική παιδεία και κοινωνία. Στα  θετικά  της  μεταρρύθμισης  του  1976  περιλαμβάνονται  η  εννιάχρονη  υποχρεωτική  εκπαίδευση,  η  εισαγωγή  της  διδασκαλίας  μεταφρασμένων  κειμένων  της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και η καθιέρωση μαθημάτων επιλογής.

Την  περίοδο  1981‐1985 καθιερώνεται  το μονοτονικό σύστημα  (Π.Δ. 297/1982),   συντάσσονται  νέα  αναλυτικά  προγράμματα  πρωτοβάθμιας  και  δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης  και  γράφονται  νέα βιβλία για το δάσκαλο και το μαθητή. Το 1982 το αλφαβητάρι αντικαταστάθηκε από το πρώτο τεύχος της σειράς «Η Γλώσσα μου» και τυπώνεται για πρώτη φορά Γραμματική της Νεοελληνικής Γλώσσας για τους μαθητές, μια επιτομή της Γραμματικής του Μ. Τριανταφυλλίδη.  Ανάμεσα στα νέα βιβλία που εκδόθηκαν για τα σχολεία ήταν τα νέα βιβλία ιστορίας για το Δημοτικό και το Γυμνάσιο και τα «Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας», που αντικατέστησαν τα «Νεοελληνικά Αναγνώσματα» και περιείχαν αποσπάσματα από σύγχρονους νεοέλληνες ποιητές και πεζογράφους. Το 2003  προκηρύσσονται  και  συγγράφονται νέα  βιβλία (βιβλίο  μαθητή,  τετράδιο  εργασιών,  βιβλίο  εκπαιδευτικού)  για  το  Νηπιαγωγείο,  το Δημοτικό  και το Γυμνάσιο, τα οποία διανεμήθηκαν στα σχολεία και χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα.

 

Νεοελληνική Γραμματική του Μανόλη Τριανταφυλλίδη (εκδ. ΟΕΔΒ)

Νεοελληνική Γραμματική του Μανόλη Τριανταφυλλίδη (εκδ. ΟΕΔΒ)

 

Το σχολικό βιβλίο είναι ένα από τα µέσα διδασκαλίας, το κυριότερο ίσως, και υλοποιεί το περιεχόμενο του προγράμματος διδασκαλίας. Τα σχολικά εγχειρίδια περιέχουν συγκεκριμένες πληροφορίες και γνώσεις, αλλά κυρίως, εκφράζουν µε τρόπο έµµεσο αλλά ισχυρό τον ιδεολογικό προσανατολισµό, που είναι επιθυμητός για τους µαθητές και τις μαθήτριες, διαπλάθουν το χαρακτήρα τους και ενδεχομένως δημιουργούν µια ιδεατή πραγματικότητα πολύ διαφορετική από την πραγματικότητα, που αντιλαμβάνεται και βιώνει κάθε μαθητής στην καθημερινή του ζωή. Το σχολικό βιβλίο όμως πρέπει να ανταποκρίνεται στα ενδιαφέροντα των µαθητών και να τα διευρύνει. Τα προβλήματα που παρουσιάζουν τα σχολικά βιβλία δεν μπορούν να επιλυθούν µε τη συγγραφή ενός «καλού» σχολικού βιβλίου. Αντίθετα, μπορούν να θεραπευτούν µε τη συγγραφή πολλών εναλλακτικών σχολικών βιβλίων και εκπαιδευτικών υλικών, που θα προσφέρουν ποικίλη ύλη και θα δίνεται τη δυνατότητα σε εκπαιδευτικούς και μαθητές να επιλέξουν.

Οι νόμοι περί διδακτικών βιβλίων, όπως είδαμε, αλλάζουν σχεδόν κάθε φορά που υπάρχει κυβερνητική αλλαγή με διατάξεις, που αποκαλύπτουν πολύ συχνά πολιτικές και ιδεολογικές συγκρούσεις. Η ίδρυση του Οργανισμού Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων (ΟΕΣΒ) από τη Μεταξική δικτατορία αποτέλεσε την αφετηρία, για να συγκροτούνται επιτροπές «κρατικών δήμιων» του σχολικού βιβλίου. Ο ρόλος που αποδίδεται στα εγχειρίδια και η ιδεολογική τους λειτουργία οδηγεί τις εκάστοτε κυβερνήσεις να λάβουν συγκεκριμένα μέτρα για τον τρόπο συγγραφής, έγκρισης και εισαγωγής τους στα σχολεία. Κάθε φορά που το περιεχόμενό τους εκσυγχρονίζεται ή γίνεται πιο φιλελεύθερο και προοδευτικό, οι συντηρητικές δυνάμεις το υποβάλλουν σε μαρτύρια και βασανιστήρια, γιατί θέλουν το βιβλίο υποταγμένο στην κυρίαρχη ιδεολογία και την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των κυρίαρχων κοινωνικών δυνάμεων. Το σχολικό βιβλίο είναι το τελικό προϊόν μιας πολιτικής επιλογής, που απεικονίζεται στο εκάστοτε αναλυτικό πρόγραμμα. Το περιεχόμενό του δεν απεικονίζει αναγκαστικά την πολιτική, κοινωνική, οικονομική πραγματικότητα, αλλά προσπαθεί να τη διαμορφώσει, μέσα από τους νέους πολίτες που διαπλάθει. Αυτή η διαχρονική «Διάπλασις των παίδων» αποτελεί εργαλείο στα χέρια της εκάστοτε εξουσίας, που επιθυμεί να αναπαράγει τις κοινωνικές και οικονομικές δομές της χώρας και να εδραιώσει το δικό της μοντέλο διακυβέρνησης. Η δικτατορία της 21ης Απριλίου μάλιστα φρόντιζε να φαίνονται και τα σύμβολά της σε όλα τα σχολικά βιβλία. Αλλά τα φανερά σύμβολα είναι ασφαλώς λιγότερο αποτελεσματικά από τα ιδεολογήματα, που, άλλοτε λιγότερο κι άλλοτε περισσότερο φανερά, είναι ενσωματωμένα στα σχολικά βιβλία. Έτσι το βιβλίο γίνεται όργανο ενός κυρίαρχου ιδεολογήματος και μέσο «μετακένωσης» της κυρίαρχης ιδεολογίας με ευρύτατο δίκτυο διανομής.

 

«Αλφαβητάριον», Ι. Κ. Γιαννέλη, Γ. Σακκά, εικονογράφηση Κώστα Π. Γραμματόπουλου, όγδοη έκδοση 1969, ΟΕΔΒ.

«Αλφαβητάριον», Ι. Κ. Γιαννέλη, Γ. Σακκά, εικονογράφηση Κώστα Π. Γραμματόπουλου, όγδοη έκδοση 1969, ΟΕΔΒ.

 

Το σχολείο σήμερα μοιάζει συχνά με χώρο καταναγκαστικού έργου, όπου λείπει η χαρά της μάθησης, της έρευνας, της ανακάλυψης και της δημιουργίας. Ο δάσκαλος περιορίζεται στο ρόλο του απλού διεκπεραιωτή εκπαιδευτικών εντολών και κατευθύνσεων και τρέχει να καλύψει την ύλη του ενός και μοναδικού βιβλίου, που σε πολλές περιπτώσεις δεν το θεωρεί ικανοποιητικό. Δεν έχει την ευχέρεια να χρησιμοποιήσει εναλλακτικό εκπαιδευτικό υλικό, μέσα και νέες τεχνολογίες, δεν έχει επαρκή παιδαγωγική και επιστημονική καθοδήγηση και επιμόρφωση και βιώνει ένα επαγγελματικό περιβάλλον γεμάτο άγχος και αίσθημα απαξίωσης. Στη σημερινή εποχή, που τα σύγχρονα παιδαγωγικά μοντέλα ευαγγελίζονται μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων του εκπαιδευτικού μέσα από πολλές και εναλλακτικές μεθόδους, τα βιβλία, ως εκφραστές ενός αυστηρά καθορισμένου αναλυτικού προγράμματος λειτουργούν περιοριστικά στην ελευθερία αυτή.

 

Τι κάνουν με τα βιβλία οι μαθητές στη διάρκεια της σχολικής χρονιάς;

 

Το υπερφορτωμένο πρόγραμμα και το εξαντλητικό ωράριο περιορίζουν το δημιουργικό και ελεύθερο χρόνο του μαθητή. Η τυπική διαδικασία «διδασκαλίας» και μελέτης του βιβλίου είναι η μηχανική απομνημόνευση και παθητική αποστήθιση, αποκομμένη από οποιαδήποτε άλλη αναλυτική και συνθετική δεξιότητα. Απουσιάζει η κριτική παρέμβαση και η διερευνητική στάση. Αν ξεφυλλίσουμε ένα σχολικό βιβλίο μαθητή στο τέλος της σχολικής χρονιάς, δε θα βρούμε κανένα κριτικό σχόλιο στα περιθώρια. Μόνο υπογραμμίσεις με «φωσφορίζοντα» μαρκαδόρο της «σημαντικής» γνώσης, ημερομηνίες των μαθημάτων, «αξιοποίηση καλλιτεχνικών» δεξιοτήτων των μαθητών στην εικονογράφηση ή στα περιθώριά του, s.o.s.., sosara, sosaci, σταυρούς (+), διαγραφές σελίδων ή παραγράφων και πολλές φορές εντελώς σκισμένες τις «εκτός ύλης» σελίδες. Και στο τέλος της σχολικής χρονιάς οι μαθητές ρίχνουν τα βιβλία στην πυρά!

Τα σχολικά βιβλία κατά τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς χρησιμοποιούνται χωρίς πολλές δυνατότητες ή προϋποθέσεις κριτικής παρέμβασης, για να παραδοθούν από τους μαθητές αβασάνιστα στις «φλόγες της κάθαρσης». Γιατί οι μαθητές καίνε τα βιβλία στο τέλος της σχολικής χρονιάς; Είναι «έθιμο», εκδίκηση, αγανάκτηση, τα καίνε για πλάκα, από συνήθεια, είναι «άγραφος νόμος» ή μήπως τα έχουν «κάψει» νωρίτερα στη συνείδησή τους και η «κάθαρση στις φλόγες» είναι απλώς μια αντιαισθητική τελετουργική επισφράγιση; Ποιοι μαθητές καίνε τα βιβλία; Ποια βιβλία καίνε; Σε ποια σχολεία; Τι μπορούν να τα κάνουν, αν δεν τα κάψουν; Να τα ξαναδιαβάσουν; Να τα επιστρέψουν στο Υπουργείο μια και το κόστος είναι τεράστιο; Τι; Πολύπλοκο το ζήτημα, πολλά τα ερωτήματα.

Τις απαντήσεις, που δε δόθηκαν σε αυτά και παρόμοια ερωτήματα, φαίνεται ότι θα δώσει η τεχνολογία της εποχής μας. Σε παλαιότερες εποχές, που η μέθοδος της διάλεξης ήταν η πιο συνηθισμένη, τα βιβλία ήταν κατάλληλα να ανταποκριθούν στο ρόλο της άκριτης μάθησης. Πριν από εβδομήντα χρόνια το σχολικό βιβλίο ήταν στα χέρια του παιδιού κάτι πρωτόγνωρο, καθώς ελάχιστα ήταν τα βιβλία και οι πηγές γνώσης, που μπορούσε να πιάσει στα χέρια του. Τώρα το τάμπλετ και το έξυπνο κινητό με τις τεχνικές τους δυνατότητες δεν κάνουν το βιβλίο τόσο ελκυστικό στα μάτια των παιδιών. Έχουμε απομακρυνθεί από την εποχή, που το σχολικό βιβλίο αποτελούσε τη μοναδική πηγή πληροφόρησης των μαθητών. Η γενίκευση της χρήσης της τεχνολογίας και η χρήση του διαδικτύου αλλάζουν δραστικά το ρόλο του βιβλίου ως μοναδικής πηγής πληροφόρησης. Σήμερα, άλλωστε, τα σχολικά βιβλία είναι διαθέσιμα και σε ηλεκτρονική μορφή, σε ορισμένες περιπτώσεις εμπλουτισμένα και με επιπλέον ηλεκτρονικό υλικό, ενώ δεν είναι μακριά η εποχή που το βιβλίο θα συνοδεύεται ή θα είναι το ίδιο ένα πολυμέσο, όπου λόγος, εικόνα, ήχος, σύνδεσμοι προς εξωτερικές πηγές και διαδραστικές εφαρμογές θα εμπλουτίζουν το ρόλο του ως μαθησιακού εργαλείου. Σήμερα το κείμενο του βιβλίου οφείλει να είναι αφετηρία για τη γνώση και όχι η ίδια η γνώση για το μαθητή. Το βιβλίο οφείλει να απελευθερώνει τη σκέψη, και όχι να την περιορίζει.

Είναι ίσως καιρός να δυναμώσει η συζήτηση για την κατάργηση του μοναδικού διδακτικού εγχειριδίου και ο εκπαιδευτικός να έχει μεγαλύτερη ευελιξία να προσαρμόσει το μάθημά του στις ανάγκες της συγκεκριμένης τάξης. Το μοντέλο του αυστηρού κεντρικού ελέγχου των βιβλίων έχει δημιουργήσει ένα σύστημα «οργανωμένο» γύρω από το ίδιο το σχολικό βιβλίο, ένα σύστημα άγονο, καθώς τα σχολικά βοηθήματα που κυκλοφορούν είναι προσανατολισμένα στο ένα και μοναδικό βιβλίο. Μια τεράστια βιομηχανία έχει στηθεί με βάση το ένα και μοναδικό βιβλίο, ενώ οι ίδιοι άνθρωποι θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τη γνώση τους για εναλλακτικές προτάσεις στο ίδιο διδακτικό αντικείμενο. Η γνώση δεν έχει σύνορα και μπορεί να μεταδοθεί με πολλούς τρόπους. Τα βιβλία είναι, άλλωστε, εργαλεία για τη γνώση. Το ποια μορφή θα έχουν τα βιβλία λίγη σημασία έχει. Αν θα μοιάζουν με εκείνα τα κιτρινισμένα σχολικά βιβλία, που συνόδευσαν τα παιδικά μας χρόνια, ή αν θα τα ξεφυλλίζουμε σε μια ηλεκτρονική συσκευή. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι το βιβλίο με οποιαδήποτε μορφή πρέπει να είναι απλά το κλειδί για μια πόρτα στη γνώση. Αν πράγματι επιθυμούμε το σχολείο να είναι παράγοντας αλλαγής της κοινωνίας, ίσως είναι ακόμη μεγαλύτερη αναγκαιότητα να αποδεσμευτούμε πλέον από το ένα και μοναδικό διδακτικό βιβλίο και να δώσουμε περισσότερη ελευθερία στην εκπαιδευτική διαδικασία. Μόνο έτσι οι εκπαιδευτικοί, που επηρεάζουν και καθορίζουν τη ζωή των μαθητών τους, θα γίνουν πρότυπα μάθησης, παράδειγμα προς μίμηση, φορείς πολιτισμού και θετικών κοινωνικών σχέσεων.

Σε όλη την διάρκεια της ιστορίας οι άνθρωποι αντιμετώπιζαν με φόβο, ανησυχία και αντίδραση ότι νέο έκανε την εμφάνισή του. Από το έντυπο εγχειρίδιο περάσαμε στο διαδίκτυο και την οθόνη του υπολογιστή. Η ανάπτυξη των ΤΠΕ και η ευρεία διάδοση των ηλεκτρονικών υπολογιστών και συσκευών μικροηλεκτρονικής (tablets, smartphones κ.τ.λ.) δίνουν την ευκαιρία στο ηλεκτρονικό βιβλίο να διεκδικεί μία σημαντική πλέον θέση στη ζωή μας. Η πρόσβαση του μαθητή και του εκπαιδευτικού σε πολλαπλές πηγές μάθησης μπορούν να καταστήσουν το ηλεκτρονικό βιβλίο ποιοτικό εργαλείο για την άντληση πληροφοριών, την κατάκτηση και τη σύνθεση της νέας γνώσης. Σε πρώτη φάση το «ηλεκτρονικό βιβλίο» θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί υποστηρικτικά και παράλληλα με το παραδοσιακό έντυπο βιβλίο τόσο στη σχολική τάξη όσο και στο σπίτι και να δώσει μεγαλύτερη αξία στο παραδοσιακό βιβλίο ενσωματώνοντας διαδραστικά πολυμέσα.

Ανάμεσα στα θετικά αποτελέσματα που έχουν καταγραφεί για τη χρήση του ηλεκτρονικού βιβλίου έως σήμερα αναφέρονται η βελτίωση της επίδοσης και η τόνωση του ενδιαφέροντος των μαθητών για συμμετοχή σε ομαδικές δράσεις με διαδραστική λειτουργία. Συγκριτικό πλεονέκτημα για το ηλεκτρονικό βιβλίο συνιστά επίσης η ευελιξία και η προσαρμοστικότητά του σε ποικίλες μαθησιακές ανάγκες, καθώς κάθε μαθητής έχει πρόσβαση σε αυτό ανεξάρτητα από το κοινωνικό και πολιτισμικό του περιβάλλον, από τις εμπειρίες του, τα ενδιαφέροντά του, τις δυνατότητες ή τις αδυναμίες του. Ειδικότερα για τους μαθητές με μαθησιακές δυσκολίες η δυνατότητα ακρόασης κειμένου θα επιδράσει θετικά στην κατάκτηση της γνώσης. Το παραδοσιακό βιβλίο μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα σε δυσλεξικούς μαθητές και σε μαθητές με προβλήματα όρασης, ενώ το ηλεκτρονικό βιβλίο καθιστά την πληροφορία ευκολότερα προσβάσιμη στους μαθητές με αναπηρίες.  Είναι απαραίτητο σήμερα να εκμεταλλευτούμε κάθε τρόπο και να αξιοποιούμε κάθε μέσον, για να προάγουμε την κριτική και δημιουργική σκέψη και να ενισχύουμε τις κοινωνικές και πολιτισμικές δεξιότητες, που θα καταστήσουν τους μαθητές ενεργούς πολίτες στην κοινωνία της διά βίου μάθησης.

 

Βιβλιογραφία


 

  • Βεντούρα Λίνα, Η νομοθεσία περί διδακτικών βιβλίων. Μία εστία συγκρούσεων Εκπαιδευτικού Δημοτικισμού και αντιμεταρρυθμιστών (1907-1937), Μνήμων 14, 1992.
  • Γληνός Δ., Ένας άταφος νεκρός. Μελέτες για το εκπαιδευτικό μας σύστημα, Αθήνα 1925.
  • Δημαρά, Α., Η Μεταρρύθμιση που δεν έγινε, τ. Α και Β, Α’ ανατύπωση, Εκδο­τική Ερμής, Αθήνα (1983).
  • Flaceliere Robert, «Ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος των αρχαίων Ελλήνων». Παπαδήμας 1985.
  • Κανταρτζή Ευαγγελία, Ένα Ταξίδι στην Ιστορία: Τρεις Αιώνες Σχολικά Βιβλία, www. ekedisy.gr
  • Κανταρτζή Ευαγγελία, Μια Σύντομη Ιστορία των Σχολικών μας Βιβλίων, www. ekedisy.gr
  • Κάτσικας Χρ. – Θεριανός Κων., Ιστορία της Νεοελληνικής Εκπαίδευσης, Σαββάλας, 2004.
  • Marrou Henri, «Ιστορία της εκπαίδευσης κατά την αρχαιότητα», εκδ. Δαίδαλος Ι. Ζαχαρόπουλος, 2009.
  • Μπουζάκη Σήφη, Εκπαιδευτικές Μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα (1974 – 2000) σε Ευρωπαϊκό Πλαίσιο. Συγκλίσεις, Αποκλίσεις, προοπτικές, Gutenberg, 2002.
  • Ράνσιμαν Στήβεν, Βυζαντινός Πολιτισμός, εκδ. Ερμείας, 1978.
  • Τζουμελέας Σ.Γ. – Παναγόπουλος Π.Δ., Η εκπαίδευση μας στα τελευταία εκατό χρόνια. Αθήνα 1933.
  • Τσουκαλάς Κ., Εξάρτηση και Αναπαραγωγή. Ο κοινωνικός ρόλος των εκπαιδευτικών μηχανισμών στην Ελλάδα (1830-1922). Εκδ. θεμέλιο, Αθήνα.

 

Αλέξης Τότσικας

 

Διαβάστε ακόμη:


Στο:Άρθρα - Μελέτες - Εισηγήσεις, Εκπαίδευση, Ελεύθερο Βήμα Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, Άρθρα, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Αλέξανδρος Δελμούζος, Αλέξης Τότσικας, Βιβλία, Βιβλίο, Γεώργιος Θεοτόκης, Διδακτικά εγχειρίδια, Εκπαίδευση, Εκπαιδευτικός, Ιστορία, Κοινωνικός έλεγχος, Πολιτισμός, Συγγραφέας, Σχολικά βιβλία, School books

Βενετσιάνοι Μισθοφόροι Stradioti στη Ναυπλία

$
0
0

Βενετσιάνοι Μισθοφόροι Stradioti στη Ναυπλία – Γιώργος Ρούβαλης


 

Μια πρακτική της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας για αμοιβές των μισθοφόρων στρατιωτών της, εκτός από τις πληρωμές σε μετρητά, που συχνά καθυστερούσαν, σε δημητριακά ή και σε υφάσματα για στολές, ήταν κυρίως η παραχώρηση γαιών για να συντηρήσουν εαυτούς, το άλογό τους (αφού ήταν ιππείς) και την οικογένειά τους. Αυτά δεν ήταν φέουδα, αλλά μπορούσαν να μεταβιβαστούν στα παιδιά τους. Η Βενετία μπορούσε να ανακτήσει ενδεχομένως αργότερα αυτές τις γαίες και να τις παραχωρήσει σε άλλους. Έτσι, πολλοί τέτοιοι stradioti εγκαταστάθηκαν και αρκετοί παρέμειναν στη ναυπλιακή πεδιάδα.

Μπορούμε να ανακαλύψουμε σημερινούς απογόνους τους; Μια σαφής ένδειξη είναι και τα επώνυμά τους, ορισμένα βέβαια εξελληνισμένα. Οι stradioti ήταν Έλληνες, Αλβανοί, Ιταλοί, Δαλματοί, αλλά και Γερμανοί, Γάλλοι, Φλαμανδοί, Μπαταβοί (Ολλανδοί) κ.λπ.

Ο Μερκούριος Μπούας, 1953 Νίκος Εγγονόπουλος. Ανάμεσα στους ξακουστούς στρατιώτες της Αργολίδας μερικοί από τους αρχηγούς των έγιναν ιδιαίτερα ονομαστοί για την ανδρεία τους και διαπρέψανε σε πολεμικά κατορθώματα. Ένας από τους διαπρεπέστερους αυτούς στρατιώτες ήταν ο Μερκούρης-Μαυρίκης Μπούας, που είχε γεννηθεί στ’ Ανάπλι στα 1496.

Ο Μερκούριος Μπούας, 1953 Νίκος Εγγονόπουλος. Ανάμεσα στους ξακουστούς στρατιώτες της Αργολίδας μερικοί από τους αρχηγούς των έγιναν ιδιαίτερα ονομαστοί για την ανδρεία τους και διαπρέψανε σε πολεμικά κατορθώματα. Ένας από τους διαπρεπέστερους αυτούς στρατιώτες ήταν ο Μερκούρης-Μαυρίκης Μπούας, που είχε γεννηθεί στ’ Ανάπλι στα 1496.

Μια εξαντλητική έρευνα του λεπτολόγου ιστοριοδίφη μας, Τάκη Μαύρου (1915-2001), που δημοσιεύτηκε σε έξι συνέχειες στο πλουσιότατο Δελτίο Ιστορικών Μελετών Ναυπλίου, που εξέδιδε τη δεκαετία του ’90 με εκδότη τον Δήμο Ναυπλιέων υπό τον τίτλο «Παλαιά Επώνυμα στη Σύγχρονη Αργολίδα», μας επιτρέπει να σταχυολογήσουμε όσα επώνυμα φαίνονται ότι ανήκουν σε στρατιώτες, είτε από τις αρχειακές παραπομπές για καθέναν, που παραθέτει ο Μαύρος (π.χ. «το επώνυμο αναφέρεται σε κατάσταση στρατιωτών του τάδε έτους»), είτε από την προφανή ιταλική καταγωγή τους. Ο Μαύρος σημειώνει επίσης και τις πόλεις και χωριά όπου απαντάται κάθε επώνυμο.

Εάν λοιπόν η αίσθηση που αποκτούμε διαβάζοντας αυτά τα επώνυμα είναι σωστή, οι σύγχρονοι κάτοχοί τους πρέπει να είναι απόγονοι εκείνων των στρατιωτών, που παρέμειναν τελικά στην Αργολίδα. Τούτο ενισχύει περαιτέρω τους δεσμούς της Ναυπλίας με τη Βενετία: αφού οι απόγονοι των στρατιωτών εκείνων παρέμειναν στα μέρη μας και είναι πλέον εξ’ ολοκλήρου Έλληνες, η καταγωγή των προγόνων τους μας φέρνει ακόμα κοντύτερα στο βενετσιάνικο παρελθόν του Ναυπλίου και της περιοχής μας.

Παραθέτουμε λοιπόν ένα τέτοιο κατάλογο, που είναι πιο περιορισμένος από εκείνον του Τάκη Μαύρου, γιατί κρατήσαμε μόνο όσα επώνυμα στρατιωτών σαφώς αναφέρονται ή όσα νομίζουμε ότι ανήκουν σ’ αυτούς.

Οι στρατιώτες αυτοί συμμετείχαν με μεγάλη ανδρεία σε όλες τις πολεμικές επιχειρήσεις των Ενετών του καιρού τους, εναντίον των Τούρκων. Πολλοί και οι οικογένειές τους βρίσκονταν στην υπηρεσία της Βενετίας για πάνω από 200 ή 300 χρόνια. Για την ανδρεία αυτή, η Βενετία τους τίμησε κατά καιρούς με παράσημα, απονομή της βενετσιάνικης υπηκοότητας και καταφύγιο για τους ίδιους και τις οικογένειές τους στη Μητρόπολη ή σε άλλες ενετικές κτήσεις, όπως στην Κέρκυρα, Κρήτη, Κύπρο, κατά τις δύο πτώσεις του Ναυπλίου σε οθωμανικά χέρια.

Μάλιστα ένας Βενετσιάνος συνθέτης και ποιητής, ο Antonio Molino, έγραψε υμνητικά άσματα για έναν γενναίο τέτοιο στρατιώτη, τον Μανώλη Μπλέσση, το όνομα του οποίου έχει δοθεί και σε ένα δρόμο του Ναυπλίου.

Άρα οι σημερινοί απόγονοί τους πρέπει να είναι περήφανοι για τους ανδρείους προγόνους τους, οι οποίοι όμως συχνά περνούσαν μεγάλες στερήσεις και από την πείνα τους έσωζε μόνο η καλλιέργεια των χωραφιών τους και ενδεχομένως το ψάρεμα.

 

Ακολουθεί ο κατάλογος:

 

ΑΡΓΕΝΤΟΣ (χ. Πασά – Ίναχος). Ένας Αργέντος αναφέρεται στους λογαριασμούς του Σταύρου Ιωάννου, στο Amsterdam, το 1800 (116:181). “Argenti” και Σία: Τούρκος υπήκοος στη Βιέννη, το 1797 (166:49). Ευστράτιος Αργέντης: συλλαμβάνεται στη Βιέννη, το 1797, σαν συνεργός του Ρήγα Φεραίου (174:607). Ένας Δε Αρζέντας, από την Σαντορίνη, υπογράφει ως μάρτυς σε συμβόλαιο δωρεάς το 1645 στη Νάξο (92:89). Και Άγιος Ανδρέας Αργέντης, Χίος το 1465 (264). «Πρωτογερακάρης» Αργ., στη Χίο, στις αρχές του 14ου αι. (265:196).

ΒΑΡΒΕΡΗΣ (Άργος 1849, Δαλαμανάρα, Κρανίδι). Στρατιώτης Zorgi Ververi, αναφέρεται σε κατάσταση στρατιωτών του Ενετικού στρατού, το 1541 (261:353).

ΒΙΓΓΟΣ (Άργος). Ένας «Αντώνης Βίγκος», γεντεκλής (ναύτης), αναφέρεται, το 1809 σε κατάσταση του καπετάν Ρούσου στη Κ/πολη (20:1).

ΒΛΑΣΗΣ (Άργος, Ερμιόνη). Ένας «Γεώργιος Βλάσσης» μνημονεύεται ως στρατιώτης, το 1547, στα Ενετικά Αρχεία (261:437). Το επώνυμο συναντάται στην Ήπειρο από το 1603 (194:33). Ένας «Ντέντες Βλάσης» αναφέρεται σε έγγραφο του Αιγίνης και Ύδρας Αμβροσίου, το 1805 (18:298). «Θεοδόσιος Βλάσσης» αναφέρεται σε συμβόλαιο αγοραπωλησίας τουρκικό του 1817, στο Κουτσοπόδι (203). Οικογένεια Βλάση αναφέρεται σε τουρκικό χοτζέτι του 1818, που επιλύει δικαστική διένεξη στο Διμηνιό της Κορινθίας (11).

ΒΟΝ (ΜΠΟΝ) (Ναύπλιο). Ένας Scipio Bon, σοπρακόμιτος το 1479-1483 με δράση στα νερά του Αργολικού κόλπου, αναφέρεται στα Dispacci da Napoli di Romania (259:123). Το ιταλικό αυτό επώνυμο είναι ευρύτατα διαδεδομένο και σαν ΒΟΝ αλλά και σαν Μπόνος ή Μπόνης.

ΒΡΕΛΛΟΣ (Άργος) Με το επώνυμο Vorello απαντώνται, το 1473, στρατιώτες: Ηλίας, Δημήτριος, Ιωάννης (Ionio;) και Νικόλας (260:11). Χωρίον Βρέλη επαρχίας Καινούργιου (Κρήτη) (286:330).

ΒΡΕΤΤΟΣ (Ερμιόνη, Κρανίδι). Συνηθισμένο βαπτιστικό όνομα κατά τον Μεσαίωνα. Το όνομα Βρετός ή Βρεττός το έδιναν σε νεογέννητα οικογενειών, που είχαν μεγάλη παιδική θνησιμότητα, ελπίζοντας ότι, μ’ αυτό τον τρόπο, θα απέφευγαν το θανατικό ή τη βασκανία (όπως άλλωστε, και τα ονόματα Στυλιανός, Σταμάτης, Στεκούλα –στη Μεσσηνία– κ.α.). Το παιδί, δηλαδή, δεν ανήκε στην οικογένεια και, επομένως, η Θεία Δίκη πιθανόν να το παρέβλεπε. Βρεττό, επίσης, λεγόταν και το έκθετο. Πολλοί στρατιώτες, από αυτούς που αναγράφονται στις καταστάσεις του Ενετικού στρατού, έχουν αυτό το όνομα.

ΓΕΩΡΓΙΛΑΣ (Άργος). «Γεωργιλάς», στρατηγός Καλαβρίας, αναφέρεται το ΣΤΦΞΑ (1053/54) (155:130). «Γεωργιλάς Εμμανουήλ» (πιθανόν στρατιώτης) υποβάλλει έκθεση έμμετρο στις Ενετικές Αρχές, το 1533, περί του τρόπου με τον οποίον μπορούν να καταστρέψουν τους Τούρκους (259:313, 29:195). Τοπωνύμιο στο χωριό Ρεμούσταφα (Αδριανή) Πυλίας (313:243, 29:195). Περισσότερα (29:195-196).

ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ (Άργος). Γεώργης Γιαννούλης αναφέρεται στον Ενετικό στρατό το 1541. Επίσης, Αποστόλης και Ελένη, το 1547 (261:353, 261:457). Τζώρτζης Γιαννούλης, γιατρός στην Ύδρα το 1803, αναφέρεται σε διαταγή του Γαζή Χουσεΐν καπουδάν πασά (18:38).

ΓΚΙΝΗΣ (Επίδαυρος, Ναύπλιο). Αλβανικό τοπωνύμιο “Ljimi Gjigni” (: το αλώνι του Γκίνη) στο χωριό Χαλκιά της Τριφυλίας (313:327). Στρατιώτης Κων/νος Γκίνης (Gini), αναφέρεται σε Ενετικά έγγραφα το 1535 (260:166). Αντώνιος Βασιλείου Γκίνης: θαρραλέος Σπετσιώτης καπετάνιος ταχυπλόου κιρλαγκίτς (είδος ιστιοφόρου), διασπά τον Εγγλέζικο αποκλεισμό (1793) και μεταφέρει από την Κ/πολη στο γαλλικό λιμάνι Μπριγκανσόν, τον πρεσβευτή της Γαλλίας στην Κ/πολη και 200 γάλλους ναύτες (246).

ΓΚΛΑΒΑΣ (Κρανίδι). “Spectabilis Comes Glava”, άλλοτε κύριος των Αγράφων, αναφέρεται σε Ενετικό έγγραφο του Jacomo Barbarigo, Proveditore Generale Della Morea με χρονολογία 25.6.1465 (259:12). Τοπωνύμιο στην Κεφαλονιά. «Χωράφι του Γκλάβα» στο «Πρακτικόν της Αγιωτάτης Επισκοπής Κεφαλληνίας κλπ» το 1262 (318:53).

ΓΚΟΥΜΑΣ (Άργος, Ναύπλιο). Βαπτιστικό όνομα: Ιάκωβος, Γιακουμής Γκούμας, απαντάται, από το 1524, στο όνομα του στρατιώτη Guma Gia στα Ενετικά Αρχεία (260:132), αλλά και πολλών άλλων. Αλβανικό τοπωνύμιο στη Μεσσηνία, “Kjafaj Guma” (: το πέρασμα του Γκούμα), στο χωριό Ψάρι της Τριφυλίας (313:312), και “Laka Guma” στο Κάτω Κοπανάκι της Τριφυλίας (313:321). Επώνυμο στο Αλουποχώρι (Αγρίδι) Τριφυλίας (17:24). Δημήτριος Γκούμας, προεστώς της Ύδρας, συνυπογράφει ομολογία στις 29.3.1792 στην Ύδρα (17).

ΔΑΜΑΛΑΣ (Καρυά, Άργος). Τοπωνύμιο στην Τροιζήνα. Τοπωνύμιο «στου Δαμαλά» στη Σύρο (73:378). Επώνυμο στη Σύρο: Φραγκίσκος d’ Amalas, ιησουΐτης (1639) (1:593). «Άρχων Ληγουρίου Δαμαλάς» (CA. 1450) (169:11). Ανδρόνικος Ζαχαρία de Damala, μέσα ΙΔ’ αι. (314:472). Το επώνυμο μνημονεύεται μεταξύ των πρώτων μικτών οικογενειών Χίων και Γενοατών, στη Χίο, στις αρχές του 14ου αι. (265:196).

ΔΑΡΜΟΣ, ΝΤΑΡΜΟΣ, και ΝΤΑΡΜΑΣ (Ναύπλιο Κιβέρι). Το επώνυμο προφανώς Βενετσιάνικο, σημαίνει τον εξειδικευμένο στη χρήση κάποιου όπλου, τζάγκρα, βαλίστρα, αρκεβούζια κ.λ.π. βενετό στρατιώτη, σαφώς διαχωριζόμενο από τον FANTI που ήταν ο ιταλός στρατιώτης του πεζικού, τον σολντάτο που ήταν ο στρατιώτης γενικά, και τον Stradioto που ήταν ο έφιππος μισθοφόρος συνήθως Αλβανός ή αλβανόφωνος.

“Le Gente Darme, e Fanti a Squadra”, Μ.Ε.Ι./13,31

“200 Fanti e 20 Homini Darme”, Μ.Ε.Ι. 6/6. Αλλά ενίοτε και οι επαγγελματίες μισθοφόροι, οι σωματοφύλακες Μ.Ε.Ι. 6/6.

Έφιππος stradioti του 15ου αιώνα.

Έφιππος stradioti του 15ου αιώνα.

ΔΕΣΥΛΑΣ (Άργος). Οικογένεια Δεσίλα αναγράφεται στον κώδικα του Αγίου Νικολάου των Λατίνων, στο Αργοστόλι, 2ον ήμισυ του 17ου αι. (294:151). «Θανάσης και Ιωάννης Πάντζας Δεσήλας» «εκ παλαιάς Ηπείρου» υπογράφουν, στις 15.8.1788, έγγραφο προς την Αυτοκράτειρα της Ρωσίας Αικατερίνη, περί πολεμικής συνεργασίας (177:102). Οικογένεια προυχόντων αναφέρεται, στην Πάργα, το 1819 (294:447).

ΔΕΣΥΠΡΗΣ (Ναύπλιο). Γεώργιος De Cipris, αναγράφεται σε διαθήκη του 1497 στην Κρήτη (254:664).

ΔΟΜΑΖΟΣ (Κουτσοπόδι). Πιθανόν από το ιταλικό Tomaso (Θωμάς). Τοπωνύμιο «του Ντουμάζη» στον Άη Γεώργη στα Γουβαλάρια (Άγιος Πέτρος) και του Λάπη ή Μπρέχτη (Ριζοχώρι) της Τριφυλίας (313:301).

ΔΟΡΙΖΑΣ (Ναύπλιο, Άργος). Στρατιώτης Tomaso Doriza αναφέρεται στα σχετικά αρχεία, το 1541 (261:333). Θεόδωρος ιερεύς Δορίζας αναφέρεται, το 1524, στη Ζάκυνθο (104:11).

ΖΑΜΠΑΡΕΛΟΣ (Άργος). Στις 21 Οκτωβρίου του 1508 προτείνεται από τις Ενετικές Αρχές να ζητηθεί η έγκριση του Πάπα για την εκλογή του Παύλου Zabarella σαν (καθολικού) επισκόπου Ναυπλίου (Reg. IU, φ.48V – 236:268). Ζαβαρέλλας «εκ Παταβίου», βιογράφος του οίκου Sanudo (1207-1371) (162:90). Κάμιλλος Σαμπερόλος εκλέγεται μετά του Θωμά Διπλοβαλάτζη, αντιπρόσωπος των Πισαυρηνσίων, παρά τω Πάπα (1511-1515) (201Α:105).

ΖΕΓΚΙΝΗΣ (Άργος). «Ζεγγίνης πελούκμπασης», από την Κορώνη, απαντάται σε έγγραφο της Κοιν. Ύδρας το 1811 (20:165). Τουρκιστί zengin = Ο πλούσιος.

ΖΟΓΙΑΣ και ΖΩΓΙΑΣ (Κρανίδι;).

“Noi Gui do Anguiano Signor di Argues et di Napoli… in compenso di boni agradi et acceittabili servitii, che nostro caro et bene amato Kavalier et compagno il Signor di Zoja noi ha fato…” απαλλάσσεται από την υποχρέωση να συντηρεί 4 έφιππους στρατιώτες. Φρούριο του Ναυπλίου Δεκέμβριος 1364. (314:240). Στον Domino Zorzi de Zoia, ευγενή από το Ναύπλιο, παραχωρούνται, το 1545, γαίες αποδόσεως 900 «μέτρων» σιτηρών στο Λασίθι της Κρήτης, για ανταμοιβή των αγαθών, που εγκατέλειψε στη Napoli di Romania (261:412).

ΖΟΥΓΛΗΣ (Χώνικα, Πυργέλα). Ένας Μάρκος Zogli, Capitano Famosissimo μνημονεύεται με δράση στη Θράκη, επί Βαγιαζήτ, περί το 1510 (262:178).

ΖΩΓΡΑΦΟΣ (Άργος, Ναύπλιο). Ένας στρατιώτης Στέφανος Ζωγράφος αναφέρεται σε έγγραφα του Ενετικού στρατού, από το 1531 (261:354). Κυριάκος Ζωγράφος γράφει και μαρτυρεί έγγραφο αγοραπωλησίας το 1762, της μονής Αγ. Δημητρίου Ρεοντινού (49:213).

ΙΑΤΡΟΥ (Άργος, Κοιλάδα, Ναύπλιο). Κλάδος των Μεδίκων της Ιταλίας, εγκατεστημένος στην Αθήνα από τα τέλη του 14ου αι. (163:97, 164:244). Μεδιτζήδες (:ιατροί) αναφέρονται στο Οίτυλο της Μάνης όπου και ολόκληρη συνοικία, το μισό σχεδόν της κωμόπολης λέγεται, ακόμα και σήμερα, «Γιατριάνικα». Οικογένεια αργυραμοιβών, εβραϊκής καταγωγής, αναφέρονται στο Ηράκλειο Κρήτης, μεταξύ 1360-1414 (302).

Από το παλιό βιβλίο του Νικήτα Νήφου-Λάκωνος «Λακωνική Χορογραφία» (εν Αθήναις εκ της Τυπογραφίας Ιωάν. Αγγελόπουλου 1853, σ. 6), σταχυολογούμε τα εξής:

-6-

Περί του Ιατρού

«Αυτός μεν ήταν αδελφέ ο ιατρός εβραίος

Ήξευρε δε ρωμέϊκα καλά ωσάν ρωμαίος

Αυτός αν δε επρόφθανε ήμουν εγώ χαμένος

και εις την γην στα χώματα με τους νεκρούς θαμένος»

από τους στίχους που ακολουθούν φαίνεται ότι η θεραπεία έλαβε χώρα στο Ναύπλιο:

«Η θέρμη ουν εκόπησε η μέση επονούσε

και πέντε μήνες αδελφέ όλο με τυραννούσε

Αφού δε ιατρεύτηκα εις τ’ Αναπλιού το κάστρον

Ένα χρόνο εκάθησα με της αυγής το άστρον».

Η γνώμη ότι οι Ιατροί της Μάνης (Μεδιτζήδες), κατάγονται από τους Μεδίκους της Ιταλίας είναι άτοπος (201α:268). Επώνυμον Ιατρού, μεταξύ εκείνων που είχαν μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία στη Χαλανδρίτσα (128). Παναγιώτης Ιατρού αναφέρεται στην Ύδρα το 1820, σε έγγραφο της Κοινότητος (22:351), Μιχαήλ και Διονύσιος Ιατροί, έχουν συστήσει εμπορικήν εταιρεία από το 1818 (συμβόλαιο 9353/15.1.1848 του Συμβολαιογράφου Ναυπλίου Αναστ. Κ. Ελαιώνος).

ΚΑΒΑΛΙΕΡΟΣ Κατά τη διάρκεια της Ενετοκρατίας, cavalieri λέγονταν εκείνοι, που είχαν ιδιόκτητο άλογο. Ίσως το επώνυμο να χρονολογείται από τότε.

ΚΑΒΑΛΛΑΡΗΣ (Ναύπλιο). Στη Μεσσηνιακή Μάνη, κοντά στο χωριό Λαγκάδα, υπάρχει ένα μοναστήρι της Παναγίας, που λέγεται «του Καβελλάρη». Η ονομασία πρέπει να είναι παλαιότερη από τη χρονολογία «1673», που βρίσκεται χαραγμένη σε κάποια πέτρα στο μοναστήρι. Λιμπέρης Κ. υπογράφει ομόλογο το 1743 στη Νέδουσα (Μεσ.) (235:106). Σύμφωνα με την τοπική παράδοση, «κάποτε, τα παιδιά ενός Ιταλού δούκα, που λεγόταν Καβελλάρης, εγκατέλειψαν την πατρίδα τους και κατέφυγαν σ’ αυτή την περιοχή της Μάνης. Ο ένας έγινε γενάρχης της οικογενείας Καπιτσανέα (από το: καπουτσίνος;), και ο δεύτερος έχτισε αυτό το μοναστήρι, του Καβελλάρη».

ΚΑΚΑΡΟΥΚΑΣ (Κρανίδι). Αναφέρεται, μεταξύ των στρατιωτών, στα έγγραφα της Ενετικής Γερουσίας, το 1482 (260:29). Χωριό της επαρχίας Γαστούνης (64:452). Μεταξύ των εγγράφων της Μ. Λουκούς, αναφέρεται: διαθήκη μοναχού Γρηγορίου Κακαρούκα, και πωλητήριο Αγγελίνας Γεωργάκη Κακαρούκα (1817) (61:187). Το όνομα είναι αλβανικό και σημαίνει: κακοκυλημένος (202:192).

ΚΑΚΟΥΡΟΣ (Αχλαδόκαμπος). Στρατιώτης Nicolo Cacouri απαντάται από το 1556. (262:174).

ΚΑΛΑΒΡΟΣ (Ναύπλιο). Το επώνυμο απαντάται, από το 1080, σε έγγραφο της Μονής Ιβήρων (28:130). Τοπωνύμιο παρά την Κίττα Μάνης: «Άη Γεώργης στον Καλαβρό». Τοπωνύμιο στην Κεφαλονιά (318:38). Τοπωνύμιο «στ’ Καλαβρέζ»: στο χωριό Μελισσουργοί της Ηπείρου (282:122). Το 1480, ο Γιαννούλης Καλαβρός, PROCURADOR της επισκοπής Ναυπλίου, δανείζει στον Bartolomeo Minio, PROVEDITOR E CAPITANO a Napoli di Romania, υπέρπυρα CCL (=250) (250:132). «Δημήτρης του Καλαυρού»: το 1509, στο Ναύπλιο (154:274). Σεβασμία Πελαγία, ηγουμένη της μονής της Παναγίας Della Grotta στο Ναύπλιο και χήρα του ποτέ Δαμιανού Καλαυρού: αναφέρεται το 1543 (261:415). Επώνυμο στρατιώτη (1547), καταγόμενου Da Napoli Di Romania (260:455). Νικολός Καλαβρός: συνυπογράφει, το 1679, την «κόποια των υπαρχόντων της αγίας Μονής του Παναγίου Τάφου στο Ναύπλιο» (309:256). «Περιβόλι του Καλαβρού»: στη Χάλαντρη Νάξου, αναφέρεται σε συμβόλαιο του 1654 (93:101). «Καλαβρής»: αναφέρεται στον Κώδικα της μ. Σπηλιώτισσας Ζακύνθου (1605) (126:φ17 σελ. β).

ΚΑΛΑΦΑΤΗΣ (Άργος). Ένας Καλαφάτης αναφέρεται στην Κορώνη, το 1707 (183:55).

ΚΑΛΚΟΥΝΟΣ (Ναύπλιο, κ.α.). «Γερογηάνις Καλκούνης από τον Πύργο»: αναφέρεται σε σημείωση επί του βιβλίου «Μέλισσα» (με χρονολογία 1725) της μονής Κατερινού Μακρυνείας (μητρόπολις Αιτωλίας και Ακαρνανίας) (218:146).

ΚΑΛΟΓΕΡΑΣ (Άργος). Στρατιώτης Ιωάννης Καλογεράς του ποτέ Δημητρίου Da Napoli Di Romania: αναφέρεται το 1556, στα Ενετικά Αρχεία (262:79). Επίσης, Κων/νος του Δημητρίου Calogiera, Da Napoli Di Romania, το 1567 (262:120). «Μιχαήλ Καλογεράς»: μεταξύ των φυγάδων Αθηναίων, παρουσιάζεται στις Ενετικές Αρχές της Κορώνης και ζητά σπίτι να εγκατασταθεί (Αύγουστος 1689) (162:201). Ευστάθιος Καλογεράς: δάσκαλος του γιου του Αλή πασά, στα Ιωάννινα (277:26). Το επώνυμο απαντάται, επίσης, στην Ύδρα το 1807 (19:40).

ΚΑΜΙΖΗΣ (Κρανίδι). «Ο Ισαάκιος, ίνα καταπολεμήση την στάσιν του Βρανά (1187), ηναγκάσθη να δανεισθή σπουδαία ποσά παρά του πρωτοστράτορος Μανουήλ του Καμύτζη» γράφει ο Μιχαήλ Ακομινάτος (142:492), (255:379).

Για τον ίδιο Καμύτζη, ο Σπ. Λάμπρος συνεχίζει: «…Εις ταύτας τας τοπικάς στάσεις, προσθετέα ίσως και η τυρρανίς του Μανουήλ Καμύτζη όστις ετάραττε την καθεστώσαν τάξιν μετά του γαμβρού αυτού του Βλάχου Χρυσού, και δη ούτοι:

»αφιστώσι τα πόρωθεν, διεκπίπτουσι Τεμπών των Θεσσαλικών, των πεδιάδων επιλαμβάνονται, παρακινούσι την Ελλάδα, παλίμβολον τιθέασιν την Πέλοπος».

(142:535). «Οικία του Καμίτζη» αναφέρεται στην Κεφαλονιά, προ του 1262 (318:47). Μονή Καμύτζιανης στα Ιωάννινα, Καμήσια λέγονται στην Ήπειρο τα μαυρομάτικα φασόλια (220:169). Καμίτζης, στη Ζάκυνθο, το 1611 (120:φ20 σελ. β). Camichi: γένος πτηνών (230:945). Καμίτζης: οικογένεια στους Γοράνους της Λακωνίας (72:812).

ΚΑΜΠΙΤΗΣ (Άργος, 1844). Κατηγορία στρατιωτών του Ενετικού στρατού. Οι “Vecchi Stratioti de questo Territorio (Di Napoli Di Romania), chiamati Cambites”.

(: Οι παλιοί στρατιώτες αυτής της περιοχής, της Napoli Di Romania, οι αποκαλούμενοι Καμπίτες) (259:191). «Καμπίτες», επίσης ελέγοντο οι Αλβανοί, που εγκαταστάθηκαν σε τόπους πεδινούς.

ΚΑΝΑΚΗΣ (Άργος, 1848). Κανάκης Γεώργιος: στρατιώτης, το 1543, στον Ενετικό στρατό (261:380). Και βαπτιστικό Κανάκης Πουλομάτης, στο Ναύπλιο, το 1509 (154:273).

ΚΑΝΤΡΕΒΑΣ (Κρανίδι). Στρατιώτης Domenego Candreva: αναφέρεται σε κατάσταση του Ενετικού στρατού, με χρονολογία 1541 (261:336). Και Chiurca Cantreva, επίσης το 1541 (261:337). Καντρέβα: μικρό χωριό (σημερινή Ασέα) του δήμου Βαλτετσίου (επαρχία Μαντινείας νομού Αρκαδίας), που πιθανόν οφείλει την ονομασία του στους παραπάνω στρατιώτες (185:309). Η λέξη είναι αλβανική και σημαίνει: συμμαζωμένος (202:194).

ΚΑΠΑΡΕΛΟΣ (Άργος, Καπαρέλι, κ.α.). Στρατιώτης με το όνομα αυτό αναφέρεται στον Ενετικό στρατό, το 1541 (261: 353).

ΚΑΠΟΥΡΑΛΟΣ (Άργος, Κεφαλάρι). Το επώνυμο απαντάται στην Αργολίδα το 1548 (262:10).

ΚΑΡΑΒΕΛΟΣ (Άργος). Ένας Leonardus Karavello, βενετός ευγενής, αναφέρεται από το 1403 (256:6).

ΚΑΡΑΚΑΛΟΣ (Ίρια, Δρέπανο, Κρανίδι, Ναύπλιο). Οικογένεια Καρκαλάδες αναφέρεται σε επιστολή Σωφρονίου, πατριάρχου Ιεροσολύμων, με χρονολογία 1609 (56:224). Η οικογένεια αυτή προέρχεται από τη Δημητσάνα, όπου απαντάται το επώνυμο σαν Καράκαλος ή Καρκαλάς, που είναι το ίδιο (56:227). Πιθανόν να πρέπει να συνδεθεί με το Βενετσιάνικο επώνυμο Caracala, που εμφανίζεται στην περιοχή της Napoli Di Romania τουλάχιστον από το 1542 (261:363, 261:366). Μονή Αγίου Δημητρίου Καρακαλά στη Ναυπλία. Τοπωνύμιο «της Καρκαλούς»: βόρεια από τη Δημητσάνα. Τοπωνύμιο στο χωριό Μύλοι (Περιβόλια) Τριφυλίας (313:150). «Καρκαλούσα» = η ελονοσία, τπνμ. στο χωριό Λαδά της Μεσσηνίας.

ΚΑΡΜΑΝΙΟΛΑΣ (Ασίνη). Ένας «περίδοξος οπλαρχηγός Καρμανιόλα» εκτελείται από τους Ενετούς, το 1432 (176:266). Carmaniola, ενετός στρατηγός εικονίζεται σε τοιχογραφία του Αντων. Βασιλάκη στο Palazzo Ducale στη Βενετία, δεύτερο ήμισυ του 16ου αι. (201Α:165).

ΚΑΡΟΥΣΟΣ, ΚΑΡΟΥΤΣΟΣ, ΚΑΡΟΥΝΤΖΟΣ και ΚΑΡΟΥΖΟΣ (Άργος, Ναύπλιο). «Αλεξ. Καρούσος», νομομαθής, μεταβαίνει από την Κεφαλονιά στη Βενετία για να υποστηρίξει κάποιο εκκλησιαστικό θέμα στο δεύτερο ήμισυ του 17ου αι. (294:71). «Ευστάθιος Καρούσος», αγιογράφος (1756) στην Κεφαλονιά (105:23). «Ιωάννης Βαπτιστής Καρούσος» αφιερώνει εικόνα του Ιωάννου Προδρόμου στο ναό του Αγ. Γερασίμου, στο Κάστρο της Κεφαλονιάς το 1798 (105:22). Μία κόρη της οικογένειας Καρούτσου, την Κατερίνα, από το Άκοβο της Μεσσηνίας, παντρεύτηκε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Η οικογένεια Καρούτσου υπήρχε, μέχρι πρότινος στο Άκοβο. Πολλά ονόματα Καρούσου σε κατάλογο μελών του Συμβουλίου Κοινότητος Κεφαλονιάς (1593) (201). Caruso λέγεται στα ιταλικά, ο εργάτης μεταλλείων θείου, στη Σικελία.

ΚΑΡΩΝΗΣ (Ναύπλιο). Σε παλιό κατάστιχο του Δημ. Καρώνη γραμμένο περί το 1880 αναγράφεται ότι παλαιότερα το επώνυμο της οικογενείας η οποία κατάγεται από τα Αχούρια της Τριπόλεως, ήταν Κουτσόπαπας, και ότι στις αρχές του αιώνα μετονομάστηκαν σε Καρώνης.

ΚΑΣΝΕΣΗΣ (Ερμιόνη). Στρατιώτης μ’ αυτό το επώνυμο αναφέρεται το 1482, στις τάξεις του Ενετικού στρατού (259:200). «Οικογένεια Κανιώση ή Κανέση»: στη Ζάκυνθο, διατηρούσε τη μονή της Πικριδιώτισσας, στα τέλη του 15ου με αρχές 16ου αι. (104:66).

ΚΑΤΣΑΙΤΗΣ (Ναύπλιο). «Πέτρος Αναγνώστης Κατσαΐτης»: στρατιώτης στην Κεφαλονιά, αναφέρεται στα Ενετικά Αρχεία το 1564 (262:107). «Ευαγγελινός Κατσαΐτης, γιος του Σοφιανού και της Λάουρα Ασσάνη»: σημειώνεται μεταξύ εκείνων, που φοίτησαν στο Ελληνομουσείο του Αγίου Αθανασίου στη Ρώμη, κατά τα έτη 1610 – 1730. Ο Ευαγγελινός Κατσαΐτης είχε γεννηθεί το 1646 (294:416). «Πέτρος Αναγνώστης Κατσαΐτης», λεγόμενος «Μανταλάς», βιβλιογράφος, υπογράφει εκκλησιαστικό βιβλίο (στιχηράριον): «Ετελιώθηκε εις τας 1176 Δεκεμβρίου 2 και το έγραψα εγώ ο Πέτρος αναγνώστης Κατσαΐτης λεγόμενος Μανταλάς» (3:332). Επειδή τοπωνύμιο «του Μανταλά» σώζεται ακόμα στην περιοχή του χωριού Κούτσι (Αργολικό) της Ναυπλίας, και επειδή ένας Πέτρος Κατσαΐτης είναι και ο συγγραφέας του γνωστού θρήνου για την κατάληψη του Ναυπλίου από τους Τούρκους το 1715, παρ’ όλο που υπάρχει μια διαφορά 60 ετών στις δύο χρονολογίες, συγχωρείται ενδεχομένως η υπόθεση ότι πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο (88:286). Το επώνυμο «Μανταλιάς» συναντάται ακόμα σήμερα στη Ζάκυνθο. Περισσότερα (293:229-2).

ΚΑΤΣΑΡΗΣ (Άργος 1854, Πόρτο Χέλι). «Κάτζαριν» ναύκληρον που ταξίδευε στα νερά της Ανατολικής Πελοποννήσου (Μονεμβασία) μνημονεύει ο Μιχαήλ Ακομινάτος (13ος αι.) (142:137). «Μιχαήλ Κατσάρης», Bombardier, αναγράφεται το 1545 στα έγγραφα του Ενετικού στρατού (259:283). Μητροφάνης Κάτζαρης, το 1624, νοτάριος στην Κεφαλονιά (Ανέκδοτος Κώδικας μονής Αγ. Παρασκευής Ταφιού (Κεφαλονιά) φ. 24).

ΚΑΤΣΙΚΗΣ και ΚΑΤΣΙΚΑΣ (Άργος 1849, Ναύπλιο). Όνομα στρατιώτη του Ενετικού στρατού, χρονολογούμενο από το 1543 (261:378). Ένας «Γιάννης Κατσίκης», υπηρέτης του πασά Ασουμάν (Οσμάν;) των Ιωαννίνων, φονεύεται από τους οπαδούς του Διονυσίου (του Σκυλοσόφου), το 1611 (191:83). «Κατσικά», ονομασία χωριού των Ζαγορίων Ηπείρου (135:7). «Κατζήκας» υπογράφει έγγραφο που βρίσκεται στο αρχείο της μ. Ελώνης (67:118). Οικογενειακό επώνυμο στην Αρτσίστα Ζαγορίων (136:197).

ΚΕΡΑΜΙΔΑΣ (Άργος, Κοφίνι, Πασά). Anagnosti Calogheraki Cheramidi, από τη Ζαρνάτα της Μάνης. Το επίθετο αναφέρεται σε κατάσταση, που συνόδευε έγγραφο αναφορά των Βοιτυλιωτών προς την Ενετική Δημοκρατία, το 1690 (118). Συμβολαιογράφο «Κεραμίδη» συναντούμε, το 1697, στην Αργολίδα (119). Ονομασία χωριού στα Ζαγόρια Ηπείρου (132:75). «Κεραμίδης» στο υπ’ αριθ. 3668, -Νοέμβριος 1845-, συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Άργους Αναστ. Μαυροκεφάλου, (Ανέκδοτο Αρχείο συμβολαιογράφου Ν. Ντόκου).

ΚΛΑΔΟΥΡΗΣ και ΚΛΑΔΟΥΡΑΣ (Άργος κ.α.). Αναφέρεται στρατιώτης «Μανώλης Δημητρίου Claduri» σε κατάσταση του Ενετικού στρατού, το 1541 (261:355). «Acladuri» αναφέρεται σε κατάλογο πολιτών από τα Χανιά Κρήτης, που εγκαταστάθηκαν στην Κέρκυρα, τον 17ο αι. (158:454).

ΚΛΙΑΣΟΣ (Άργος). Στρατιώτης «Δημήτριος Κλιάστος» αναφέρεται σε έγγραφα του 1541 των Ενετικών Αρχών (261:356). Η λέξη είναι αλβανική και σημαίνει: κλαψιάρης (202:194).

ΚΟΚΚΙΝΟΣ (Ναύπλιο). «Δημήτριος και Γεώργιος Κόκκινος»: στρατιώτες, αναφέρονται από το 1541 (261:353). Τοπωνύμιο «του Κόκκινου», στο χωριό Κόκκινο της Πυλίας (313:159). «Γεώργης Κόκκινος» αναφέρεται σε προικοσύμφωνο του 1798, στο Λεωνίδιο (178:305).

ΚΟΚΟΤΟΣ (Άργος, 1877). «Θεόδωρο Cocoto» συναντούμε στρατιώτη στον Ενετικό στρατό, το 1541 (261:347). Τοπωνύμιο στο χωριό Καρβούνι Τριφυλίας (313:161).

ΚΟΜΑΣ (Ερμιόνη). Σε έγγραφο των Ενετικών Αρχών, με ημερομηνία 15 Οκτωβρίου 1549, αναφέρεται ένας «Theodosio Coma», στον οποίο χορηγήθηκε μια αποζημίωση 20 δουκάτων (262:23).

ΚΟΜΙΝΗΣ (Ναύπλιο, 1858). Στρατιώτης Cominus απαντάται από το 1492 (260:49).

ΚΟΝΤΟΣ (Ναύπλιο κ.α.). Κόντος ονομαζόταν ο ένας από τους τρεις παιδαγωγούς, που συνόδευσαν τον Μιχαήλ, γιο του Θωμά Παλαιολόγου, δεσπότη του Μορέως, στη Ρώμη, και αργότερα τον συμβούλευσε να καταφύγει στον Μωάμεθ (1465) (152:38). Κόντος ή Κοντός αναφέρεται στρατιώτης, το 1506 (260:81). «Μαρίκος Κόντος» υπογράφει, ως μάρτυς, έγγραφο του μετοχίου του Παναγίου Τάφου (της Αγιά-Μονής), το 1679 (309:257). Τοποθεσία «του Κοντ»: στην Άνω Βίτσα παρά τον αγρό του Κόντου (268:197).

ΚΟΡΩΝΑΙΟΣ (Άργος, Ναύπλιο). Στρατιώτης «Ιωάννης Κορωναίος» αναφέρεται στα Ενετικά Αρχεία, το 1530 (260:148). «Γεώργιος Κωρονέος» αναφέρεται στο «Πρακτικόν κλπ.» της Εκκλησίας Κεφαλληνίας, το 1262 (318:29).

ΚΟΣΜΑΣ (Άργος). Ονομασία χωριού της Κυνουρίας, πάνω στον Πάρνωνα. Σε έγγραφο του Ενετικού Συμβουλίου με χρονολογία 4 Μαρτίου 1571 αναγνωρίζονται μεταξύ των Capitani της Μάνης και ο «Cosma Dimitri», και μεταξύ των πρεσβευτών ο «Antonio Cosma», που ίσως έχουν κάποια σχέση με τους ιδιοκτήτες της περιοχής της Κυνουρίας, που πήρε και το όνομά τους (185:310). Ένας «Κοσμάς», καταγόμενος από την Κορώνη, αναφέρεται το 1514 (183:56). «γεόργιοσ κοσμάσ» συνυπογράφει με άλλους αναφορά προς τις Ενετικές Αρχές, το 1694. Μετά την εγκατάλειψη των Αθηνών από τον Μοροζίνη (Μάρτιος, 1688), ένας ωρισμένος αριθμός Αθηναίων παρακολούθησε τους Ενετούς στο Ναύπλιο. Ένας από τους φυγάδες αυτούς ήταν και ο «γεόργιοσ κοσμάσ». Με το έγγραφο, υποδείκνυαν τον Μπεναλδή σαν κατάλληλο δάσκαλο των παιδιών τους, στην Πάτρα (189:85). «Κοσμάς Αντρέας» αναφέρεται σε προικοσύμφωνο στη Ζάκυνθο το 1706 (126:φ88). «κγοσμάς ιερομόναχος ο μοραΐτης» υπογράφει πρωτόκολλο παραλαβής του λειψάνου της Αγίας Θεοδώρας της Αυγούστης στις 13 Απριλίου 1725 στην Κέρκυρα, ως καθηγούμενος του μοναστηριού της Αγίας Αικατερίνης (157:466). «Γεώργιος Κοσμάς, τρομερός κλέφτης και απόγονος κλεφτών» από το χωριό Αετός Τριφυλίας, συνόδευε τον Γιάννη Κολοκοτρώνη (Ζορμπά) στην επίθεσή του, το φθινόπωρο του 1805, εναντίον του πρωτοσύγκελλου Άνθιμου Ανδριανόπουλου (177:98, 45:121, 72:717). «Γκίκας του Κοσμά» αναγράφεται σε κατάσταση της Κοιν. Ύδρας το 1802 (17:314).

ΚΟΥΖΗΣ και ΚΟΥΤΣΗΣ (Φούρνοι, Δίδυμα). Απαντάται στα Ενετικά Αρχεία, από το 1482 (260:28, 260:76, 260:111, 260:151, 261:353, 261:344, 261:361, 261:362, 261:388). Επώνυμο στρατιώτη, από το 1542 (261:361). Απαντάται συχνά, στον κώδικα της μ. Σπηλιώτισσας Ζακύνθου (126). «Κούτσι»: χωριό της Β. Ηπείρου, και της Αργολίδας.

ΚΟΥΡΤΕΣΗΣ (Άργος, Κρανίδι). Στρατιώτες «Ανδρέας και Νικολός Cortessis» αναφέρονται σε έγγραφα των Ενετικών Αρχών από το 1541. Καταγόντουσαν από την Μονεμβασία (261:352). Χωριό της Ηλείας. Τοπωνύμια «Κορτέση» στα χωριά: Κόκκινο Πυλίας, Βαριμπόμπη (Μοναστήριον) και Τρουκάκη (Πανόραμα) Τριφυλίας (313:168). «Γεώργιος Κουρτέσης ο Σχολάριος» λεγόταν και ο πρώτος διορισμένος από τον Μωάμεθ Β’ πατριάρχης Κ/πόλεως Γεννάδιος.

ΚΟΥΤΟΥΒΑΛΗΣ (Ερμιόνη). «Δημήτριος Κουτούβαλης», στρατιώτης, αναφέρεται στα έγγραφα των Ενετικών Αρχών, από το 1535 (260:166). «Avocato fiscal Dr Co, Lorenzo Cottuvoli» αναφέρεται από τους Ενετούς συνδίκους εξεταστές του Μορέως, σε έγγραφό τους του 1704 (145:815). «Σωφρόνιος Κουτούβαλης», επίσκοπος στην Κεφαλονιά το 1782 (294:67). Σημαντική οικογένεια στη Ζάκυνθο, τουλάχιστον από το 1610 (126:φ. 20 σελ. β).

ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΟΣ (Ναύπλιο). Απαντάται σε κατάσταση, που συνόδευε έγγραφο αναφορά των Βοιτυλιωτών προς την Ενετική Δημοκρατία, το 1690 (118:426, 436). Τοπωνύμιο στη Λιγούδιστα (Χώρα) Τριφυλίας (313:170). Τοποθεσία στη Λαγκάδα Κόνιτσας (283:224).

ΚΥΡΙΑΚΗΣ (Παλ. Επίδαυρος). «Nichiforo Chiriachi» από την Κέρκυρα μνημονεύεται το 1554 (262:64). Ίσως να υπάρχει κάποια σχέση ανάμεσα στους δύο αυτούς κλάδους, της ιδίας πιθανόν οικογένειας. Γιατί, όπως γράφει ο Λ. Βροκίνης, εκείνοι που ακολούθησαν τους Ενετούς, όταν αυτοί εγκατέλειψαν το Ναύπλιο το 1540, ανερχόντουσαν σε 1200, και η περιοχή Επιδαύρου, τότε, περιλαμβανόταν μέσα στα όρια της Napoli di Romania (46:247). Οικογενειακό επώνυμο «Κυργιάκου» στο χωριό Φραγκάδες Ηπείρου (131:243).

ΛΑΚΙΩΤΗΣ (Άργος). «Καπετάν τενετες νάτζος λακιοτης» υπογράφει, στις 15.8.1788, έγγραφο προς την αυτοκράτειρα της Ρωσσίας Αικατερίνη Β’, από την Παλαιά Ήπειρο, περί πολεμικής συνεργασίας κλπ. (177:102).

ΛΑΛΙΩΤΗΣ (Βιβάρι Ναυπλίου). Στα Ενετικά Αρχεία απαντούμε στρατιώτες Pelegrin και Theodoro Laloti da Napoli di Romania σε έγγραφο του 1542 (261:374). Χωριό της Κορινθίας (64:458). «Βουνό του Λαλιώτη»: τοπωνύμιο στο χωριό Φαγιά Ζακύνθου (104:113).

ΛΕΚΑΣ (Άργος, Ναύπλιο κ.α.). Βαπτιστικό όνομα πολλών στρατιωτών, κυρίως αλβανικής καταγωγής, αλλά και επώνυμο. Σε «θύμηση» επί ευαγγελίου της μονής Βίτσης (Δωδώνη Ηπείρου) αναφέρεται ως ιδιοκτήτης του ένας «Γεώργιος Λέκας» ποστέλνικος (ανώτερος υπάλληλος του Υπουργείου Εξωτερικών), το 1626, καταγόμενος από τα Ιωάννινα (267:107). «Ράχη του Λέκα», στο χωριό Σιδερόκαστρο Τριφυλίας και Αλή-Τσελεπή (Κάτω Σαμικόν) Πυλίας (313:178).

ΛΙΟΝΤΑΣ (Κρανίδι, 1851). Ένας Zorzi de Londa, Zitadin de questo luocho (: Thermissi, Castri et Vorsicha) αναφέρεται σε έγγραφο με χρονολογία 15 Απριλίου 1480, του Bartolomeo Minio προς την Ενετική Σύγκλητο (259:119). Σε έγγραφο του 1545, αναφέρεται ο Domino Franco de Londa cittadino nobile da Napoli di Romania και τα παιδιά του Nicolo και Andrea (261:408). Theodosio da Londa cittadino nobile da Napoli, σε έγγραφο του 1545 (261:414), επίσης Manusso Londa και τα παιδιά του Zorzi και Antonio, σε έγγραφο του 1552 (262:41).

ΛΟΥΜΗΣ (Κρανίδι, 1863). Αλβανικό βαπτιστικό όνομα. Απαντάται στους στρατιώτες Lumo Renessi, το 1504 (258:60) και Lumi Prifti, το 1541 (261:337), όπως ασφαλώς και σε άλλους. «Λούμη»: χωριό της περιοχής Σέρβου Γορτυνίας (185:312).

ΛΥΓΟΥΡΙΑΤΗΣ (Άργος 1892, Κούτσι (Αργολικό), Ναύπλιο 1853). Στρατιώτης Nicolo Liguriati da Napoli di Romania απαντάται, το 1542, σε Ενετικά έγγραφα (261-:374). Το επώνυμο απαντάται σε έγγραφα της μονής Αγ. Δημητρίου Ρεοντινού Κυνουρίας, το 1780 (49:233).

ΜΑΤΖΑΒΡΑΚΟΣ (Ναύπλιο, Ίρια). Στον Γεώργιο Maravracco (γρ. Mazavracco;) πρόσφυγα από την Αθήνα, παραχωρείται εγκατάσταση στα χωριά Cari (;) και Zorzi (;) από τις Ενετικές Αρχές (162:330).

ΜΕΝΤΗΣ (Άργος). Ένας Medin αρχηγός του Κροατικού τμήματος που έλαβε μέρος στην υπεράσπιση του Παλαμηδίου αναφέρεται στην έκθεση του Daniel Dolfin (1715). Ένας Μεντής, διάσημος ιππέας από το Άργος σκοτώνεται έξω από την Αθήνα κατά την Επανάσταση.

ΜΕΞΗΣ (Ερμιόνη, Κρανίδι, Πόρτο Χέλι, Τολό). Στρατιώτης Meza (Μέξα) αναφέρεται στα έγγραφα των Ενετικών Αρχών από το 1473 (260:12). Το επώνυμο απαντάται στις Σπέτσες από το 1803 (18:5).

ΜΗΛΙΩΤΗΣ και ΜΥΛΙΩΤΗΣ (Ναύπλιο). Επώνυμο στρατιώτη, το 1544 (261:391). Τοπωνύμιο «του Μηλιώτη» στην Πυλία Μεσσηνίας (313:196). «Χάνι του Μηλιώτη»: βορεινά από τα Φίχτια Αργολίδας. Νικηφόρος Μηλιώτης, ιερεύς, ιδρύει μοναστήρι το 1660 στη Ζάκυνθο (104:116).

ΜΟΘΩΝΙΟΣ (Άργος). Λέγεται ο από την Μεθώνη καταγόμενος. Απαντάται συχνότατα. Ο αρχαιότερος Μοθωνέος, που συνάντησε ο γράφων, είναι ο στο «Πρακτικόν της εκκλησίας της Κεφαλληνίας κλπ.» αναφερόμενος προ του 1262 (318:29).

ΜΟΙΡΑΣ (Επίδαυρος). Γιάννης Μοίρας, σε έγγραφο του 1794, στη Ζάκυνθο (126:φ. 117 σελ. β). Βαπτιστικό σε στρατιώτη του Ενετικού στρατού: Mira Bardi, το 1511 (258:19).

ΜΟΥΡΜΟΥΡΗΣ (Άργος, Ναύπλιο) ή ΜΟΡΜΟΡΗΣ, ή Μούρμουρας στις 28 Δεκεμβρίου 1539 αποστέλλονται στη Βενετία δύο Ναυπλιώτες, ο Ιάκωβος Μόρμορης και ο Γεώργιος Ραμουσάτης, για να περιγράψουν την κακή κατάσταση του Φρουρίου και να ζητήσουν βοήθεια (236:273). Στρατιώτης Εμμανουήλ Μόρμορης Ναυπλιεύς μνημονεύεται στα Ενετικά Αρχεία από το 1570 (46:253). Διαπρέπει σαν αρχηγός των επαναστατών της Β. Ηπείρου (1570).

«Ανήρ γενναίος και ειδήμων των εν Ηπείρω τοποθεσιών» (249:164). Το επώνυμο απαντάται πολλές φορές και στον Κ. Σάθα (262:393). «Τζόρτζις μούρμουρις» υπογράφει συμβόλαιο το 1594 στη Ζάκυνθο (104:52). Το επώνυμο απαντάται σε σημείωση στον κώδικα της μονής Χρυσοπηγής Στεμνίτσας, το 1790 (51:329). Δημήτρης Μούρμουρης αναγράφεται σε «κατάλογο των ανθρώπων οπού θα ‘ρθούν οι καλοκαιρινοί λουφέδες απάνου» στην Ύδρα (αχρονολόγητο, αλλά πιθανόν περί το 1804) (18:138).

«Το οικόσημον του εκ Κυδωνίας Κρήτης Ιωάννου Μόρμορη, ιχθύς ασημένιος επί κυανού πεδίου με τρεις χρυσούς αστέρας» (290Α:373).

ΜΠΑΛΑΜΠΑΝΗΣ (Άργος 1849). Το 1464 (4 Φεβρουαρίου), ο Σούμπασης Balaban, άνθρωπος μεγάλης φήμης και συστημένος από πολλούς καπετάνιους, στρατηγούς και προνοητές, προσλαμβάνεται στις τάξεις του ενετικού στρατού (261:1). Ένας Marco Balaban, τούρκος βαφτισμένος χριστιανός, βρίσκεται ανακατεμένος σε μια υπόθεση κατασκοπείας στην Κορώνη, το 1465 (259:74). Τοποθεσία «Μπαλαμπάνα» λίγο πριν φθάσουμε στο Μούχλι. Τοπωνύμιο «του Βαλαβάνη». Οικισμός του Άργους, εγκαταλελειμένος το 1868 (14). Ο Χατζή Γιάννης Εμμανουήλ Μπαλαμπάνος, από τα Ψαρά, υπογράφει πωλητήριο έγγραφο στις 25.7.1797 στο Ζητούνι (Λαμία) (17:282).

ΜΠΑΛΑΦΑΡΑΣ (Άργος). Σε μια Agnese Malafara da Napoli και τα παιδιά της Σωτηριανό και Γιαννάκη, που γεννήθηκαν στο Ναύπλιο, παραχωρείται κάποια θέση στο Ριάλτο της Βενετίας (262:459).

ΜΠΑΡΔΗΣ (Άργος 1851, Δίδυμα). Στα Ενετικά Αρχεία, στρατιώτης Pierro Bardi αναφέρεται το 1541 (261:338). Στρατιώτης Gigni Bardi, το 1544 (261:392). Αλβανικό τοπωνύμιο «Laka Bardi» στο χωριό Βαριμπόμπη της Τριφυλίας (313:321). Η λέξη είναι αλβανική και σημαίνει λευκός.

ΜΠΑΣΤΑΣ (Άργος). Επώνυμο οικογένειας στρατιωτών, από το 1512 (260:XIV). Τοπωνύμιο «του Μπάστα» στο χωριό Λογγά της Πυλίας. Όνομα μιας αλβανικής φάρας της νοτίου Αλβανίας αλλά και της Ιταλίας (313:295). Χωριό της Αρκαδίας.

ΜΠΑΤΑΒΟΣ (Ναύπλιο). Μπαταβοί ελέγοντο και λέγονται ακόμα οι Ολλανδοί, που κατάγονται από την Batavia. Το επώνυμο ίσως είναι εθνικής καταγωγής σημαντικό, όπως το Φράγκος, Ρούσσος, Αρβανίτης κλπ. Λαϊκή έκφραση σημαίνει τον ανόητο.

ΜΠΕΛΟΚΑΣ (Άργος). Στις 2 Ιουνίου 1512, αναχωρούν από τη Βενετία τα πλοία ιδιοκτησίας Γεωργίου Ψαρά και Ιωάννου Belocha, που μεταφέρουν εφόδια στο Ναύπλιο (236:268). Μία Κατερίνα Belocha απαντάται το 1548 στα Ενετικά Αρχεία (262:11). Laurenzio Belochio: έχει χαράξει το όνομά του σε μια κολώνα της Αγ. Μονής Ναυπλίου (Bel’ Ochio: αυτός, που έχει ωραία μάτια). Επιτύμβια πλάκα με την επιγραφή: (1630) ΚΥΜΗΤΥΡΙΟΝ ΤΟΥ / ΟΣΙΟΤΑΤΟΥ / ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΜΠΕΛΟΚΑ / ΕΚ ΧΩΡΑΣ ΝΑΥΠΛΙΟΥ: βρίσκεται εντοιχισμένη στη νότια πλευρά του καθολικού της μονής Αρτοκοστάς Κυνουρίας (13:259). Ο Νικηφόρος Μπελόκας, με το κοσμικό όνομα Νικόλαος, υπήρξε ο ανακαινιστής της μονής, το 1617, όπως αναγράφει σχετικό σιγίλλιο (13:262).

ΜΠΕΝΟΣ (Άργος). Λατινικό βαπτιστικό όνομα, αργότερα και επώνυμο (119). Γεώργιος Μπένος βεβαιώνει έγγραφο, το 1713, στο χωριό Νεζερά της Αχαΐας (291:63).

ΜΠΕΡΚΕΤΗΣ (Πόρτο Χέλι). Στρατιώτης Thodaro Barcheti στην Κεφαλονιά, το 1561 (262:97). Πέτρος Μπερκέτης, μελογράφος, αναφέρεται σε κώδικα του 18ου αι., στη Ζάκυνθο (40:61).

ΜΠΙΜΠΗΣ (Άργος 1873, Επίδαυρος, Χέλι). Ένας Antionio Bibi, μακαρίτης το 1543, κατείχε το αξίωμα «Di Cao di Guarda nel Sextier di S. Marco et di Casonier del cason di Frezaria…” (261Q383). “Στ’ Βρύσ’ τ’ς Μπιμπαίοι»: πηγή της Καστάνιανης Ηπείρου, όπου κατοικούσε ο Μπίμπας (283:226).

ΜΠΟΓΑΣ (Άργος) και ΜΠΟΥΓΑΣ. Χωριό Μπουγά και Μπουγιάτι στην Αργολίδα, αλλά και αλλού, που οφείλουν την ονομασία τους ενδεχομένως σε μέλη της οικογένειας Μπούα. Το όνομα Μπούας αναφέρεται από τον Κ. Σάθα, το πρώτον αν δεν κάνω λάθος, το 1406, ως Μαυρίκιος Μπούας Σγουρός (256:ΧΧΙΙ). Έκτοτε το επώνυμο επαναλαμβάνεται συχνά. Dιμων Μπουγαc, το 1642, από επιτύμβιο πλάκα μέσα στον καθολικό της μονής του Αγίου Ιωάννου στο Λιβάδι (Καρυάς), στην Λευκάδα. Τοπωνύμιο «Λάκκα του Μπουγά» στο χωριό Αελιάς Ολυμπίας (313:207). Τοπωνύμιο στο Πραστό Κυνουρίας: «στου κυρ Γεωργάκη Μπουγά», σε έγγραφο της μ. Ρεοντινού, το 1762 (49:213). «Ιωάννης Μπογάς»: υπογράφει σε κατάσταση διανομής λαδιού, στα Ιωάννινα, το 1820 (114:117). Μπουγάς: σε διαθήκη τυ 1638, στη Ζάκυνθο (126:φ55). Διεξοδικότερα με την καταγωγή της οικογένειας Μπούα είχε ασχοληθεί ο Κ. Η. Μπίρης (202:39). Βλέπε και: ExJoannis Coronaei rebus a Mercurio Bua gestis (314:367-370).

ΜΠΟΖΙΚΗΣ (Ερμιόνη). Παλαιά οικογένεια από τη Ζάκυνθο.

ΜΠΟΖΟΝΕΛΟΣ (Άργος, Καρυά κ.α.). Πιθανώτατα πρόκειται περί αναγραμματισμού: ο από την Bologna της Ιταλίας καταγόμενος ή προερχόμενος, ο Μπολονέζος, έγινε Μποζονέλος (229:160).

ΜΠΟΝΑΦΙΝ (Ναύπλιο 1800-1893). Τοπωνύμιο «Μποναφέ» ανάμεσα στα χωριά Πισινώντα και Μουζάκη Ζακύνθου (109:174). Κων/νος Μποναφίς, νοτάριος, απαντάται σε διαθήκη του 1617 στη Ζάκυνθο (126:φ26, 84).

ΜΠΟΝΗΣ (Άργος). «Κώστας Μπόνι» αναφέρεται μεταξύ των οφειλετών στην έκθεση, που υπέβαλαν οι πραγματογνώμονες στις Ενετικές Αρχές, σχετικά με την περιουσία των Μαρουτσαίων στην Άρτα της Ηπείρου, το 1756 (189:63). Ένας Μέτσο Μπόνιος, ιταλικής πιθανόν καταγωγής, αναφέρεται μεταξύ του ανωτέρου προσωπικού της αυλής τυ Αλή πασά (141:33). Ένας Μπόνης, πιθανόν στο Βουκουρέστι, αναφέρεται σε επιστολή του Ι. Νικολόπουλου προς τον αδελφό του Κων/νο, στο Παρίσι (;), το 1818 (92:253). Don Paolo de Bonis: λατίνος κληρικός περί το πρώτο μισό του 17ου αι., στην Κέρκυρα (292:137-9). «Φραγκιάς Μπόνης» αναφέρεται να αγοράζει «ένα κατάλυμα εν Μαράθι Μυκόνου», την 2.4.1676 (233).

ΜΠΟΥΖΑΣ και ΜΠΟΥΖΙΟΣ και ΜΠΟΥΖΟΣ (Κρανίδι, Κιβέρι). Στρατιώτης Stephano Busi μνημονεύεται στις τάξεις του Ενετικού στρατού, το 1541 (261:338). Τοπωνύμιο «ο Μπούζης» στο χωριό Κάτω Κοπάνιτσα (Καρυαί) Τριφυλίας και Σμαρλίνα (Στόμιον) Ολυμπίας. Το «Μπούζι», «του Μπούζη»: το σημερινό χωριό Ελαία Τριφυλία (313:208). «Νικολής Κωνσταντή Μπούζα» αναφέρεται στο 1809 σε έγγραφο του Αρχείου Ύδρας (19:424). Το επώνυμο είναι ίσως Ηπειρωτικό, γιατί αναφέρεται και αλβανός Ταφίλ Μπούζης μετεπαναστατικά (131:241). Τοπωνύμιο «του Βούζη» (Μπούζη;) στην περιοχή Μέρμπακα (Αγ. Τριάδα) Αργολίδας αναφέρεται στο «Υπόμνημα» του Επισκόπου Ναυπλίου και Άργους Λέοντος, το 1144 (12:15).

ΜΠΟΥΚΟΥΡΑΣ (Άργος, Πασά (Ίναχος), Ναύπλιο). Στρατιώτης Γκούμας (Ιάκωβος) Μπούκουρας χρονολογείται από το 1511 (261:338). Τοπωνύμιο «του Μπούκουρα» στο χωριό Ψάρι της Τριφυλίας (313:208). Επώνυμο αναφερόμενο μεταξύ των Φιλικών του χωριού Μαγούλιανα (128:339-42). Χωριό Μπούκουρα στην επαρχία Πατρών (64:450). Και συνθηματική γλώσσα στην Ήπειρο: «τα Μπουκουρέικα» (271). Νικ. Μπούκουρας υπογράφει έγγραφο (τουρκικό), το 1818, στην Αλωνίσταινα (69:367).

ΜΠΟΥΡΛΟΣ (Δερβενάκια). Το «χάνι του Μπούρλου» στα Δερβενάκια. Το επώνυμο γνωστό και από το Αργίτικο δημοτικό: «του Μπουρλού μωρή το σαλβάρι σου κλπ.». Αλβανικό τοπωνύμιο «Laka Mburlu» στο χωριό Μαλίκι (Πολυθέα) Τριφυλίας (313:322). Η λέξη είναι ιταλική και σημαίνει: αστείος.

ΜΩΡΟΣ (Άργος, Κρανίδι). Στρατιώτης Μώρος από την Ναύπακτο, αναφέρεται στο 1563 στα Ενετικά Αρχεία (262:107). Τοπωνύμιο «του Μώρου» στο Σιδερόκαστρο της Τριφυλίας (313:211).

ΝΕΡΟΥΤΣΟΣ (Άργος 1845). Αναφέρεται από τον 15ο αι. (Nerozzo) (88:289-293).

ΝΤΑΝΤΗΣ (Ναύπλιο). Στρατιώτης στον Ενετικό στρατό Ιωάννης Tandi αναγράφεται το 1541 (261:353). Το επώνυμο Tandi αναφέρεται στον κατάλογο των ευγενών από το Ηράκλειο Κρήτης που εγκαταστάθηκαν στην Κέρκυρα τον 17ο αι. (158:452). Georgius T., κρητικός, εγγράφεται στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας το 1638 (238:262).

ΝΤΟΚΟΣ (Κουτσοπόδι, Μύλοι). Ένα επώνυμο που απαντάται σχετικά συχνά στην Αργολίδα, είναι και το Ντόκος. Με κέντρο πιθανόν το Κουτσοπόδι, όπου είναι και πολυαριθμότερο, έχει απλώσει μέχρι τους Μύλους, Κούτσι, Ναύπλιο, και φυσικά και την Αθήνα.

Για την προέλευση αυτής της οικογένειας, ούτε ιστορικά είναι βεβαιωμένο τίποτα, αλλά ούτε και τα μέλη της διέσωσαν κάτι σαν παράδοση. Έτσι, στην αναζήτηση της καταγωγής της, μοιραία θα περιοριστούμε σε εικασίες.

Επειδή τα οικογενειακά επώνυμα δεν παρουσιάζονται τυχαία, αλλά πάντα από κάπου ξεκινούν, μπορούμε να κάνουμε την εξής υπόθεση.

Το επώνυμο Ντόκος, το συναντούμε στην Ήπειρο:

– Ως «Ντόκας», στους αγώνες μεταξύ Λιαλιαταίων και Καραμουραταταίων, περί το 1687 για την «προστασία» του χωριού Διπάλιστα της Ηπείρου, το σημερινό Μολυβδοσκέπαστος.[1]

– Μια Αλεξάνδρα Ντόκου, υπογράφει προικοσύμφωνο το 1803 στα Γιάννενα.[2]

– Το 1820, μνημονεύεται το επώνυμο επίσης στα Γιάννενα.[3]

– Αλλά και τοπωνύμιο στο χωριό Γλανιτσιά της Γορτυνίας.[4]

– Στο Πωγώνι της Ηπείρου.[5]

Οι πληροφορίες αυτές είναι βέβαια λίγες, αλλά μας επιτρέπουν να υποθέσουμε ότι την αναζήτηση για την προέλευση της οικογένειας αυτής θα πρέπει να την αρχίσουμε από την Ήπειρο.

Στην περιοχή αυτή, εμφανίζεται στα μέσα του ΙΔ’ αιώνα, ο από το Benevento της Ιταλίας καταγόμενος Γουλιέλμος Tocco (+1275), ο οποίος θεωρείται και ο γενάρχης της μεγάλης οικογένειας των Tocchi, μέλη της οποίας παρουσιάζονται αργότερα σαν δούκες της Λευκάδας, κόμητες της Κεφαλονιάς, αυθέντες της Βοστίτζας, κύριοι της Ζακύνθου, δεσπόται της Άρτας και των Ιωαννίνων.

Η δραστηριότητα της οικογένειας αυτής θα μας απασχολήσει μόνο από τον Κάρολο Tocco I., και μεταγενέστερα, γιατί ο Κάρολος αυτός, στις αρχές του ΙΕ’ αι., βοηθούμενο από τον αδελφό του Λεονάρδο, επεξέτεινε την κυριαρχία της οικογένειας από το Αργυρόκαστρο της Β. Ηπείρου, μέχρι το Άργος.[6]

Όταν πέθανε ο Κάρολος Ι (4.7.1429), άφησε πέντε γιους νόθους, τον Μέμνωνα, «…έναν Μοραΐτη», ο οποίος το 1458 όταν ο Μωάμεθ ο ΙΙ εισέβαλε στην Πελοπόννησο, εμάζωξε πολλούς Μοραΐτες λέγοντας να αντισταθεί του Σουλτάν Μεχμέτ. Και εδιάβη και εστάθη επάνω εις τόπον λεγόμενον Φλιούνι (Πιθανόν το όρος Πολύφεγγον της Νεμάς», «εισέ τόπον δυνατόν. Και ο Σουλτάνος διέβη και επήρε τον Ταρσό». (Γεω. Θ. Ζώρα, η Άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως και η Βασιλεία Μωάμεθ Β’ του Κατακτητού, κατά τον ανέκδοτον ελληνικόν Βαρβερίνον κώδικα 111 της Βατικανής Βιβλιοθήκης, ΕΕΒΣ, ΚΒ’ (1952) σ. 263). Τον Ηρακλή, τον Τούρνο, ένας γιος του οποίου, Τζήρνος ή Κύρνος Τόκκος, αναφέρεται στο κείμενο της ειρήνης που σύνηψαν το 1502 η Βενετία και ο Βαγιαζήτ και μνημονεύεται ως κύριος τόπου στη Λευκάδα (Κ. Σάθας, Τουρκοκρατούμενη Ελλάς, 1869, σ. 68). Έναν άλλο ίσως Αντώνιο, για τον οποίο πάλι ο Κ. Σάθας, ό.π. σ. 58 γράφει: «Ύστερον», μετά την κατάληψη των νήσων Κεφαλληνίας, Ζακύνθου και Λευκάδος υπό των Τούρκων, «Αντώνιος ο Τόκος», βοηθούμενος υπό του βασιλέως της Νεαπόλεως, κατέλαβεν τας δύο πρώτας νήσους. Πλην οι Ενετοί εξαπατήσαντες και τον Σουλτάνον, ευκόλως εγένοντο κύριοι αυτών (1483)». Και τελευταίο τον Ορλάνδο.[7]

Σύμφωνα με τα έθιμα της εποχής, τα παιδιά επειδή ήσαν νόθα, δεν είχαν δικαίωμα στην πατρική κληρονομιά, η οποία περιήλθε στον ανηψιό του Κάρολου, επίσης Κάρολο ΙΙ.

Μικρά κτήματα των πατρικών κτήσεων στην Ακαρνανία παραχωρήθηκαν στον Ηρακλή και στον Τούρνο, οι οποίοι εμφανίζονται αργότερα να συνεχίζουν τις προσπάθειές τους για να τα καταλάβουν (6-79). Στον Μέμνωνα παραχωρήθηκαν κτήματα στο Μοριά, και εμφανίζεται το 1436 ως κύριος της Κερπινής των Καλαβρύτων (7-530).

Για τους άλλους δύο δεν υπάρχουν σαφείς πληροφορίες. Τα ίχνη τους χάνονται μέσα στον Τουρκικό Στρατό που είχε ενσκήψει στον ελληνικό χώρο, και στον οποίον κατέφευγαν τότε όλοι οι δυσαρεστημένοι. Η τελευταία αυτή πληροφορία, ότι ο Μέμνων Τόκκος, τελειώνει την παρουσία του στην ιστορία, σαν αυθέντης της Κερπινής, οδηγεί στην υπόθεση ότι αν υπήρχαν ακόμη στην Κερπινή, αναμνήσεις, παραδόσεις ή υπολείμματα των οικογενειών των Τόκκων, ήταν πολύ πιθανό, να μπορούσε να βρεθεί κάποιος σύνδεσμος ανάμεσα στους Τόκκους της Κεφαλονιάς-Ηπείρου, με τους Ντόκους της Αργολίδας.

Πράγματι, σε μια επίσκεψη, το Πάσχα του 1982, στην Κερπινή των Καλαβρύτων διαπιστώθηκε ότι, στο γειτονικό χωριό, το Ορεινό Βυσοκά, που βρίσκεται όμως μέσα στα όρια της Κερπινής, –σήμερα έχει εγκαταλειφθεί και κάτοικοί του κατέβηκαν στο Βυσοκά (Σκεπαστό)–, σώζονται ακόμη 4 οικογένειες με το επώνυμο Ντόκος.

Βέβαια κανείς δεν ήξερε κάτι για την καταγωγή τους. Αλλά όλοι απέκλεισαν την πιθανότητα να είχαν ανέβει εκεί επάνω, –τον χειμώνα τα χωριά αυτά είναι αποκλεισμένα από τα χιόνια–, από τον Αργολικό κάμπο. Θεώρησαν πιθανότερο, οι Ντόκοι του Άργους να προέρχονται από τους ορεινούς Ντόκους των Καλαβρύτων, όπως άλλωστε συμβαίνει συχνά με τους «χειμαδιώτες», που σιγά-σιγά εγκαθίστανται στον κάμπο, εγκαταλείποντας την ορεινή αλλά σκληρή γενέτειρα.

Η παρουσία αυτή των Ντόκων στην Κερπινή, ίσως είναι μία ένδειξη, πολύ πιθανή κατά τον γράφοντα, για τη συγγένεια Τόκκων και Ντόκων, αλλά βέβαια δεν είναι απόδειξη. Χρειάζονται κι άλλες πληροφορίες, οι οποίες σήμερα δεν υπάρχουν. Γι’ αυτό και η πάρα πάνω υπόθεση, όσο ωραία και αν είναι, παραμένει πάντα υπόθεση (139:70).

ΞΙΑΡΧΟΣ (Καρυά, Κρανίδι). Ένας Conte Xarcho… fuggito de Turchia μνημονεύεται στο στρατόπεδο της Zara, το 1503, στα Ενετικά Αρχεία (260:71, κ.ε.). Οι Ενετοί της Επτανήσου, όταν έλεγα TURCHIA, εννοούσαν και την Ηπειρωτική Ελλάδα. Νικόλαος Έξαρχος, πρωθιερέας, γεννημένος γύρω στα 1730-40, ήταν πρό-παππος του Ι. Λαμπρίδου (133:θ’). Κων/νος Ξάρχος, «εκ χώρας Πραστού», ανακαινίζει την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου Ρεοντινού (1689) (49:202). «γηοργουλη και θαναση και επηληπι ξηαρχεοι» βεβαιώνουν σε πωλητήριο έγγραφο του 1812 (69:375).

ΞΥΠΟΛΙΑΣ (Άργος, Λιγουριό Ναύπλιο) και ΞΥΠΟΛΗΤΑΣ (Κρανίδι). Sipolisias Δημήτριος και Θεοδώρα, από την Μονεμβασία, αναφέρονται το 1547 στην Napoli di Romania (261:439).

ΞΥΦΤΕΡΗΣ (Κρανίδι). Στους Ενετικούς καταλόγους, μεταξύ εκείνων που πήραν κάποια αμοιβή για τις υπηρεσίες που πρόσφεραν, αναφέρεται και ο Alessandro Xifiteri da Napoli, το 1545 (261:411).

ΠΑΓΚΑΛΟΣ (Ναύπλιο). Ενετός πρόξενος στην Άρτα το 1765, απαντάται ο από την Κρήτη καταγόμενος Μοσχονάς Πάγκαλος (184:292). Νικόλαος Πάγκαλος στέλνεται στην Τεργέστη και από εκεί στην Πετρούπολη σαν πρεσβευτής της Ύδρας, το 1789 (17:28). «Μάστρο Δούκας Πάγκαλος» σε έγγραφο του 1644, στη Ζάκυνθο (104:11). Οικογένεια Παγγάλων, ενετικής καταγωγής, σημειώνεται στην Τζιά (Κέα) (303:203).

ΠΑΛΑΒΙΤΣΙΝΗΣ (Ναύπλιο). Γενάρχης του Παλλαβιτσίνη της Ελλάδας θεωρείται ο Γουΐδων Παλλαβιτσίνη (1204), μαρκίων της Βοδονίτζης (87:475). Κατόπιν, όμως, εμφανίστηκαν και άλλοι: Alberto Pallavicini, μαρκήσιος της Βοδονίτσας, μνημονεύεται το 1310 (319:280), και το 1570 ο Σφόρτσα Παλαβιτσίνης, βενετός αρχιστράτηγος (299:278). Οικογένεια ΠΑΛΑΒΙΤΣΙΝΟΥ, το 1675, στη Ζάκυνθο (82:505).

ΠΑΝΑΡΙΤΗΣ (Άργος, Ναύπλιο). Εκτός από τα χωριά Παναρίτη της Ναυπλίας, Κορινθίας, Αχαΐας, Βορείου Ηπείρου, υπάρχει και στρατιώτης στα Ενετικά Αρχεία, προ του 1511, με το όνομα Panariti (Πανάρετος;) (260:97).

ΠΑΝΤΟΤΗΣ (Άργος). «Αλεξαντρής Πανδεότης» αναφέρεται δημόσιος νοτάριος σε έγγραφο του ολή (1538), στον Κώδικα της μ. Σπηλιώτισσας Ζακύνθου (126:φ. 2 σελ. β). Στην οικογένεια υπάρχει η παράδοση ότι έχουν έρθει από την Ιταλία.

ΠΑΡΑΒΑΝΤΗΣ (Άργος). Στο χωριό Άκοβο της Μεσσηνίας απαντάται, το 1659, οικογένεια με το παρεμφερές επώνυμο Πραβάντο, μέλη της οποίας υπογράφουν επιστολή προς τον Μοροζίνη (91:245). Θα μπορούσαν, πιθανόν, να συσχετισθούν με τους Παραβάντηδες του Αχλαδόκαμπου και του Άργους. Παράβαντα, επίρρημα στην Κάρπαθο, σημαίνει πλαγίως. (198:300).

ΠΑΣΧΑΛΗΣ (Ερμιόνη). Στρατιώτες με το επώνυμο Πασχάλης απαντώνται στα Ενετικά Αρχεία οι εξής: Zorz P. το 1541 (261:353), Ανάργυρος Π., da Napoli di Romania το 1553 (262:44), Ιωάννης Π., da Thine (Τήνος), επίσης το 1553 (262:36). Πασχάλης απαντάται σε έγγραφο της Κοιν. Ύδρας, το 1806 (18:358).

ΠΑΤΡΙΝΙΟΣ (Ναύπλιο). Ένας Zuane Patrino, Ηπειρώτης, αναφέρεται, από το 1575, στο Μητρώο της Αδελφότητος Αγίου Νικολάου στη Βενετία (189:242). «Πατρινιά χωράφια» στα Λαγκάδια της Γορτυνίας (16). Αναγνώστης Πατριναίος, το 1797, πιθανόν από την Σμύρνη (15:474). «Δημ. Πατρινός με 50 ανθρώπους» αναφέρεται σε έγγραφο της Κοιν. Ύδρας, το 1803 (18:79, 31:232).

ΠΑΧΥΣ (Ναύπλιο). Ιωάννης Παχύς στασιάζει εναντίον του αυτοκράτορα Αλεξίου ΙΙΙ κατά το 1198 (142:520). Ένας Κανάκης Παχύς υπογράφει την «κόποια των υπαρχόντων της Αγίας Μονής» το 1679 (309:256). Ένας Zorzi Pacchi da Ma-Ivasia αναφέρεται στα Κύθηρα τον 13ο αι. (259-:301). Παναγιώτης Παχύς αναγράφεται μεταξύ των «οικοκυραίων» της νήσου Ύδρας (19:40). Παναγιώτης Παχύς αναφέρεται σε επιστολή των προεστών Σπετσών το 1816 (21:255). Τζαννέτος Παχύς αναφέρεται σε «μρικοπαράδοση», το 1706 στη Ζάκυνθο (126:φ88).

ΠΕΒΕΡΕΤΟΣ (Άργος, Δαλαμανάρα). «Ποβερέτου Κεφαλλήνος Λόγος επιφανηματικός κλπ.»: έγγραφο του 18ου αι. (156:471). Ένας Πρέβετος Γεώργιος, από τη Ζάκυνθο, εγκαθίσταται στην Τεργέστη το 1740 (298:371). Το επνμ. αναγράφεται συχνά ως Μπεβερέτος στο υπ’ αριθ. 205/30.7.1841 μισθωτήριο συμβόλαιο του συμ/φου Ναυπλίου Α. Κ. Ελαιώνος.

ΠΕΡΠΙΝΙΑΣ (Ναύπλιο). Περπινιάνης Γεώργιος, δυτικός επίσκοπος Τήνου (1594-1616) (285Α:57). ΠΕΡΠΙΝΙΑΣ Σάντος, αναγράφεται σε συμβόλαιο υπ’ αριθ. 88 22.5.1841, του συμβολαιογράφου Ναυπλίου Αναστ. Κ. Ελαιώνος. Προφανώς ο από το Περπινιάν της Γαλλίας καταγόμενος. Χωριό Πέρπενη στη Λακωνία.

ΠΙΚΟΣ και ΠΙΚΗΣ (Άργος, Ναύπλιο). Αναφέρεται Παναγιώτης Πίκος, φιλικός στη Μολδοβλαχία (1817) (209:69).

ΠΙΠΕΡΟΣ (Άργος, κ.α.). Ο Andreas Piperi cretensis, δηλ. κρητικός, εγγράφεται το 1707 στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας. (237:125).

ΠΙΤΣΑΣ (Επίδαυρος, Κρανίδι, Ναύπλιο, Χέλι). Χωριό στην Αχαΐα. «Ο Πιτσάς»: τοπωνύμιο στο Σιτοχώρι της Τριφυλίας (313:337). «Μήτρος Πιτζάς», το 1806, σε έγγραφο της Κοιν. Ύδρας (18:358). «Λάζαρος Πιτσάς», το 1811, σε έγγραφο της Κοιν. Ύδρας (20:164). Πίτσης, το 1675, «εξ Αργολίδος», αναφέρεται από τον Η. Τσιτσέλη (294:253).

ΠΛΑΤΑΝΙΤΗΣ (Άργος 1869). Βρετός Πλατανίτης da Napoli di Romania απαντάται, το 1557, στον Ενετικό στρατό (262:81). Ομώνυμο χωριό κοντά στο χωριό Μέρμπακα (Αγ. Τριάδα) της Αργολίδας. Αναγνώστης Πλατανίτης αναγράφεται σε κατάσταση της Κοιν. Ύδρας, το 1802 (17:314).

ΠΡΙΦΤΗΣ (Άργος). Πολλοί στρατιώτες στον Ενετικό στρατό ονομάζονταν Prifti (: παπάς) (261:337, 353, 356). Χωριό Πρίφτιανι (Μοναστηράκι) στην Αργολίδα. Χωριό και οπλαρχηγός Πρίφτης στη Σαμαρίνα της Ηπείρου, το 1743 (141:17). Πρίφτης υπογράφει συμβόλαιο αγοραπωλησίας του Αρχείου Νέζου (203).

ΡΑΔΟΣ (Κρανίδι 1884). Χωριό με αυτή την ονομασία, «του Ράδου», βρίσκεται στην επαρχία Ερμιονίδας. Rado: αλβανικό και σλαβικό βαπτιστικό όνομα (: καλός, βλ. και ράδιον), απαντάται στους στρατιώτες Rado Prifti και Rado Renessi, από το 1541 (261:333, 261:358). Ορεινό χωριό της Γορτυνίας.

ΡΑΛΛΗΣ και ΡΑΛΗΣ (Άργος, Ναύπλιο). Η λέξη «Ραλ» είναι αλβανική και σημαίνει: σπάνιος, άτριχος (256:ΧΧVI). Πρώτος με το όνομα αυτό εμφανίζεται στην ιστορία ο Ραούλ ο Λυκοδέρμων, νορμανδικής πιθανόν καταγωγής, κατά τον 11ο αι. Ραούλ Αλέξιος, πρωτοβεστιάριος του Ιωάννου Δούκα Βατάτζη (1222-1254) αναφέρεται από τον Γεώργιο Ακροπολίτη (5:69). Μιχάλης Ράλλης αναφέρεται στα Ενετικά Αρχεία το 1489 (239:162). Βελισάριος Ράλλης αναγράφεται σαν ιδιοκτήτης γαλέρας το 1533 (259:315). Βιβλιογραφία (36:15, 38:139, 37:68, 39:254, 30:217).

ΡΑΧΑΝΙΩΤΗΣ (Άργος, Επίδαυρος, Χέλι (Αραχναίο)). Μήπως το Ραχανιώτης αυτό καλύπτει το Ταρχανειώτης; Γιατί, όπως γράφει ο Κ. Σάθας: «Le poete strathiote (Marulos) quoique s’intitulant Constantinopolitain, il etait originaire de Dume d’Achaïe, sa mere descendait de la célébre maison de Tarchaniotes Argiens seigneurs de Tarchanium (le mont Aracnium des anciens)… » (: Ο Στρατιώτης ποιητής Μάρουλος, παρ’ όλον ότι ετιτλοφορείτο Κωνσταντινουπολίτης, προερχόταν από την Δύμη της Αχαΐας, η μητέρα του καταγόταν από την ένδοξη οικογένεια των Ταρχανειωτών, Αργείων κυρίως του Ταρχανίου, του όρους Αραχναίου των αρχαίων…» (260:IV). Διαμάντε: θυγάτηρ Γεωργίου Τραχανιώτου, μνημονεύεται σε διαθήκη του 1646 στη Ζάκυνθο (106:166). «Στου Ραχανιώτη»: τοπωνύμιο στην περιοχή Χέλι (Αραχναίο) της Αργολίδας. «Ταρχανιώτης (Ραχανιώτης;)», «μέγας δομέστικος Νικηφόρος ο Ταρχανειώτης, στρατιώτης καλός και αγαθός στρατηγός», άντρας της αδελφής του Μιχαήλ VIII του Παλαιολόγου (1261-1283), αναφέρεται από τον Ακροπολίτη (5:60). Φρούραρχος Τζουρουλού επί βασιλείας Ιωάννου Βογάτζη (1222-1254). (255:481). Ταρχάνειον, συνοικισμός παρά τα Κύψελλα της Θράκης, Θεοδοσίου, Μετοχίτου, Πρεσβευτικός, (251:161). Μιχαήλ Μάρουλος Ταρχανειώτης, Έλλην ποιητής των χρόνων της Αναγεννήσεως, (77Α:200-242).

ΡΙΓΚΑΣ (Τολό). Μία Donna Catherina του ποτέ Rigo da Napoli di Romania μνημονεύεται σε έγγραφο των Ενετικών Αρχών, το 1544 (261:394). ΡΙΓΚΑΣ και ΡΗΓΚΑΣ απαντώνται στην περιοχή Τζουμέρκων (136:71).

ΡΟΜΠΟΤΗΣ (Κρανίδι, Ρομπότσης 1874, Ναύπλιο, Πόρτο Χέλι). Ιωάννης Ρομπότης: αναφέρεται το 1262, στο «Πρακτιόν της Αγιωτάτης Επισκοπής Κεφαλληνίας κ.λπ.» (318:27). Ένας Ρομποτής καταφεύγει στην Κεφαλονιά, το 1502 (106:247). Alexio Robotin μνημονεύεται στην Κεφαλονιά, το 1528 (259:278). Ρομπότης: οικογενειακό επώνυμο στην Ήπειρο (131:41). Ρομποτής: οικογενειακό επώνυμο στο χωριό Αθάνα της Λευκάδας. Ρομποτής συμμετέχει στην ανέγερση ναού στον Άγιο Νικόλαο Ιρά (Λευκάδας) προ 300 και πλέον ετών (186:335). Τοπωνύμιο «το Ρομποτό» στο χωριό Καντηλισκέρι, Καλιστήριον (Πλατανόβρυση) Πυλίας (313:244). «Ρομπότα» (η δουλειά) και «ρομποτεύω» (εργάζομαι, σκάβω): στη συνθηματική γλώσσα των «γιοργατζάδων» του Κοσμά (129:67).

ΡΟΥΜΑΝΑΣ (Ναύπλιο). Χωριό στην Τριφυλία Ρουμανού ή Ρωμανού (313:245). Romana: ένδυμα μακρύ, μαύρου χρώματος, που παλαιότερα φορούσαν όλοι οι Ενετοί, στα τελευταία όμως χρόνια της Δημοκρατίας το χρησιμοποιούσαν οι Ενετοί δημόσιοι αντιπρόσωποι σαν ημιεπίσημο ένδυμα (311:582).

ΡΟΥΣΣΟΣ (Άργος, Ναύπλιο). Το επώνυμο απαντάται στη Μάνη από το 1736 (270:86).

ΣΑΒΙΝΗΣ (Άργος). Στρατιώτης Savinas ή Sovina ή Savinos αναφέρεται στα έγγραφα των Ενετικών Αρχείων, το 1539 (261:314). Και Vreto Savino, επίσης το 1539 (261:333). Τοπωνύμιο «του Σαβίνου» στην περιοχή Αγ. Νικόλαος (Κοιλιωμένου) στη Ζάκυνθο.

ΣΑΒΟΓΙΑΣ (Ναύπλιο). Στρατιώτης Manuel Savogia, da Napoli di Romania, απαντάται στα Ενετικά Αρχεία από το 1548 (262:4). Γρηγόριος Θεοδώρου Σαβόγιας από την Κρήτη, ιδρύει, το 1664, το ναό της αγίας Αικατερίνης ή των Τριών Ιεραρχών στο προάστειο Κήποι της Ζακύνθου (104:121). Προφανώς ο εκ Σαβοΐας καταγόμενος. «Ζακύνθιος ποιητής» (254:45).

ΣΑΓΚΑΣ (Ναύπλιο). Στρατιώτης με το επώνυμο Σάγκας απαντάται στον Ενετικό στρατό, το 1481 (259:190).

ΣΑΓΡΕΔΟΣ (Άργος 1853). Πέτρος Sagredo ονομαζόταν ο βενετσιάνος φρούραρχος του Στροβιλίου Ηπείρου, το 1479 (254:214). Από τότε, το επώνυμο απαντάται και σε άλλους Ενετούς αξιωματούχους. Αυγουστής Σαγρέδος: σε έγγραφο του 1623 στη Ζάκυνθο (126:φ87 σελ. β).

ΣΕΡΑΣ (Άργος 1845). Στο Αρχείο συμβολαιογράφου Ντόκου, Τοπωνύμιο στη Ζάκυνθο, το 1689 (126:φ77 σελ. β), και (30:219) – Nicoló Serra hobile Zacinthio το 1784 (814:XXXVI).

ΣΚΑΝΔΑΛΗΣ (Άργος). Ισίδωρος Σκανδάλης, ηρωικός πλοίαρχος στις τάξεις των ιπποτών της Μάλτας (1533-1540) (262:193). Ιωάννης Σκ., Ζακυνθινός, γιος του εν Μεθώνη Σκανδάλη (249:99).

ΣΚΙΑΔΑΣ (Μέρμπακα (Αγ. Τριάδα)). Επώνυμο αναφερόμενο από τον 14ο αι. (314:126, 317:229). Ένας Pietro Γεωργίου Schiada απαντάται σαν στρατιώτης, το 1541 (261:356). Αλβανικό τοπωνύμιο «ráj Skjadá» (: η ράχη του Σκιαδά) στο χωριό Μαλίκι (Πολυθέα) Τριφυλίδας (313:345).

ΣΚΛΗΡΗΣ (Άργος, Καρυά, Ναύπλιο). Ένας Γκιώνης Σκλήρης αναφέρεται σαν στρατιώτης, το 1541 (261:338, 257:LIII). Αλβανικό τοπωνύμιο «ára Skijíra» (: χωράφι του Σκλήρη): στο χωριό Πάνω Ψάρι της Τριφυλίας (313:292). Επώνυμο Σκληρής στην Κέρκυρα το 1611 (197:36). Βυζαντινή οικογένεια Σκλήρη στον δήμο Οινούντος Λακωνίας (72:572). (Σημ. 6).

ΣΚΟΥΡΑΣ (Άργος, Μπερμπάτι (Προσύμνη), Ναύπλιο, Πρίφτιανι (Μοναστηράκι), Χώνικα). Στρατιώτης με το επώνυμο Tonda Scura, από την Μονεμβασία, αναγράφεται στις καταστάσεις του Ενετικού στρατού το 1546 (262:434).

ΣΠΑΘΗΣ (Άργος). Περί το 1388, αναφέρεται από τον Ι. Λαμπρίδη ότι οι Ζαγορίσιοι, βοηθούμενοι από τον Τζασύλο, τοπικό οπλαρχηγό, εξέρχονται κατά του αλβανού λησταντάρτη Σπάθα (Σπάτα;) (131:4). Άνω και Κάτω Σπαθία: περιοχές του Βερατίου, υπαγόμενες πολιτικά στο Ελμπασάν (136:222). Σημαντικός αριθμός Spata αναφέρεται και από τον Κ. Σάθα. «Σπαθής»: νοτάριος σε συμβόλαια των αρχών του 17ου αι. στη Ζάκυνθο (126:φ7).

ΣΠΗΛΙΩΤΗΣ (Κρανίδι, Ναύπλιο). Κατά το 1541, αναφέρονται οι εξής στρατιώτες με το επώνυμο Spilioti: Μιχαήλ, Ιωάννης, Μανουήλ, Νικόλαος και Θεόδωρος (261:355). Το 1820 απαντάται σε κατάσταση επαγγελματιών της νήσου Ύδρας (22:377).

ΣΤΑΪΚΟΣ (Κρανίδι, Ναύπλιο). Αλβανικό τοπωνύμιο (lázi-Stájkose» (: το χέρσο του Στάικου) στα χωριά Κούβελα και Καστρούγκενα (Καρνέικα) Τριφυλίας (313:293). Ανδρέας Στάικος αναφέρεται σαν στρατιώτης στον Ενετικό στρατό, το 1512 (261:105). Στάικος αναφέρεται στους λογαριασμούς του Σταύρου Ιωάννου, στα Ιωάννινα, το 1811 (116:214).

ΣΤΕΦΑΝΗΣ (Άργος). Anagnosti Stefanin, da Napoli di Romania, μνημονεύεται σε έγγραφο των Ενετικών Αρχείων και με χρονολογία 10.11.1548 (262:10).

ΣΤΙΝΗΣ (Κρανίδι 1854). «Strenuissimo et fidel Stratioto da Napoli di Romania Stini Clemente q. Neri et nepote del q. Marin Pizolo, homo virilissimo et strenuissimo κ.λπ (: ο θαρραλέος και πιστός Ναυπλιώτης στρατιώτης Στίνης Κλήμης του ποτέ Neri και ανιψιός του ποτέ Μαρίνου Pizolo, άνθρωπος ανδρειότατος και θαρραλεότατος κ.λπ.): αναφέρεται σε έγγραφο των Ενετικών Αρχών από το 1502 (260:67).

ΣΥΡΓΙΑΝΝΗΣ και ΤΣΙΡΓΙΑΝΝΗΣ (Άργος 1861). Παλαιότερα στο χωριό Γυμνό, σήμερα στο γειτονικό του Λιόντι (Νεμέας). Συργιάννης: διακρίνεται κατά τους εμφυλίους πολέμους (Καντακουζηνός). Βυζαντινός στρατηγός (1399), υποτάσσει τα Ιωάννινα στον Ανδρόνικο Α’ Παλαιολόγο. «Λα Κιάτρα αλ Συργιάννη»: καραούλι στο Δίστρατο, όπου σκοτώθηκε ο κλέφτης Συργιάννης (283:217). Ένας Domenego Surian, da Napoli di Romania, παίρνει σαν ανταμοιβή κάποια θέση στο Antivari, το 1542 (261:371). Το 1599, αναφέρεται ένας Γιάννης Sergiano, επίσης da Napoli di Romania (262:94). Ονομασία μονής στην Αττική: Συριάνη ή Συργιάνη (321:99), σε απόσταση 39’ από την Αθήνα, προς την κατεύθυνση του Υμηττού. Suriano Βερναρδίνος (1580;-1583;), λατίνος αρχιεπίσκοπος Κέρκυρας (292:59). Συργ. Spiridion, αναγράφεται το 1705 στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας (238:278). Συργιάνος ο εκ Συρίας καταγόμενος.

ΣΥΡΜΑΣ (Άργος 1863). Ένας Πέτρος Syrme ή Symi αναφέρεται, το 1471, στα Ενετικά Αρχεία (260:9). Αναγνώστης Σίρμας απαντάται, το 1790, στο χωριό Νεγάδες της Ηπείρου (136:99). Τοπωνύμιο «το ρέμα του Σούρμα» στο χωριό Ποταμιά της Τριφυλίας (313:255). Γιάννης Νικολή Σύρμας αναφέρεται σε κατάσταση, καπεταναίων μικρών πλοίων της Ύδρας, το 1810 (20:130). Νικόλαος Δ. Σίρμας: κατζηλλιέρης Σπετζών, το 1816 (21:300).

ΤΟΣΚΑΣ (Ναύπλιο, Προσύμνη κ.α.). Τόσκας, προφανώς, είναι ο καταγόμενος από την Αλβανική φυλή των Τόσκηδων. Andrea Thoschi: στρατιώτης da Napoli di Romania απαντάται το 1523 (260:130). Ένας Ljamze Glava Tósca αναφέρεται στο χωριό Μολήστι της Ηπείρου, το 1815 (273:44). Χωριό Τόσκα, ακατοίκητο, στην Πρέβεζα (133:154).

ΤΣΙΠΟΚΑΣ (Ναύπλιο). Τοπωνύμιο στην περιοχή του Κοιλιωμένου Ζακύνθου (110:207).

ΦΑΛΙΕΡΟΣ (Άργος). Ένας «ser Zuan Falier conte de Spalato» μνημονεύεται στα Αρχεία της Βενετίας, το 1543 (261:407). Το επώνυμο απαντάται και σε κατάλογο των ευγενών, που εγκατέλειψαν την Κάντια (Ηράκλειο Κρήτης), το 17ο αι. και εγκατεστάθηκαν στην Κέρκυρα (158:452).

ΦΑΝΤΗΣ (Κουτσοπόδι). Το επώνυμο απαντάται τον 18ο αι. σε έγγραφο της μ. Ρεοντινού Κυνουρίας (49:221).

ΦΛΟΚΑΣ (Άργος 1883). Χωριό Φλόκα στην Τριφυλία, Ηλεία, Πάτρα, Μονεμβασία και Ήπειρο. Mathio Floca: στρατιώτης στην Κεφαλονιά, το 1545 (259:282). Κύργιος (Κυριάκος) Φλόκας, κάτοικος Νεοχωρίου Τρίκκης, μνημονεύεται το 1656 (138).

ΦΟΣΚΑΡΙΝΗΣ (Κοφίνι (Νέα Τίρυνθα)). Επώνυμο μεσαιωνικής Ενετικής οικογένειας. Ο αρχαιότερος γνωστός είναι ο Στέφανος Φοσκαρινός ο υπό του Sanuto αναφερόμενος (1207) (201Α:207). Μετά αυτό το επώνυμο αναφέρονται δύο κλάδοι: οι FOSCARINI της Βενετίας, από την πόλη ALTINE, που μετά την καταστροφή της από τους Γότθους κατέφυγαν στα Βενετσιάνικα νησάκια, κατέλαβαν δημοτικά αξιώματα, έγιναν μέλη του Μεγάλου Συμβουλίου, και από το 1297 ονομάστηκαν πατρίκιοι. Ένας Ιάκωβος F., έγινε δόγης το 1762, ένας άλλος Ιάκωβος, στις αρχές του 17ου αι., ήταν Γενικός Διοικητής των ναυτικών δυνάμεων της Βενετίας (Generalissimo di Mare). Στην τελευταία περίοδο της Βενετικής Δημοκρατίας, οι αδελφοί Σεβαστιανός και Νικολό F., ιππότες του Χρυσού Περιδέραιου (stola d’ore) υπηρέτησαν ως πρεσβευταί.

Ο θυρεός των Foscarini ήταν: χρυσός με διαγώνια κυανή ταινία.

Και άλλοι Foscarini, του Lecce, που είναι κλάδος της προηγούμενης οικογένειας μετανάστευσαν στις αρχές του 17ου αι., στο Lecce με επικεφαλής έναν Ιωάννη – Αντώνιο του Καίσαρα Foscarini. Σ’ αυτόν τον κλάδο ανήκει και ένας Νικολό, ο οποίος για πολιτικούς λόγους αναγκάστηκε να εκπατριστεί και εμφανίζεται στην Τσαρική Αυλή. Η Ρωσσική Κυβέρνηση τον στέλνει το 1763 επίτροπό της στην Κέρκυρα. Πιθανόν γυναίκα αυτού του Νικολό Φ. να ήταν και η περίφημη Αδριανή Φ. της οποίας οι έρωτες με τον Καζανόβα προξένησαν σκάνδαλο στην εποχή της. (Ακολουθεί η περιγραφή του θυρεού του) (312:426).

Ο Κ. Σάθας, σχετικά με την οικογένεια F. γράφει: «Μετά την κατάληψη του Ναυπλίου και της Μονεμβασίας από τους Τούρκους, η Σύγκλητος διόρισε έξη Σοφούς (savii) ή Υπουργούς (ministres) για να ασχοληθούν αποκλειστικά με τη συντήρηση και εγκατάσταση σε χριστιανικές χώρες, των ανδρείων Στρατιωτών των ανωτέρω πολιτειών, που προτίμησαν τον εκπατρισμό από τον μουσουλμανικό ζυγό. Τα ονόματα των έξη πρώτων συγκλητικών των αποκαλουμένων sapientes super rebus Naupliensium et Monovasiensium είναι: Antonio Dandolo, Francesco Longo, Aloysio Contarini, Marc Foscarini et Dolfino Dolfini (αναγράφει μόνο πέντε). Αργότερα αυτοί οι σοφοί (λατ. Sapientes) αντικαταστάθηκαν από άλλους ευγενείς» (261:334). Leonardo Foscarini: αναφέρεται Προβλεπτής Ζακύνθου, το 1536 (81:124). Ιάκωβος Foscarini, στην Κρήτη, υποβάλλει έκθεση, το 1577 (315:80). Ιερώνυμος Foscarini: προβλεπτής Ζακύνθου το 1630 (81:126). Αλοΐσιος Φωσκαρίνης: προνοητής Λευκάδας, το 1695 (186:98).

Fr. Foscarini. Προβλεπτής Ζαρνάτας (1699) (119:4). Λουδοβίκος Φορκαρίνης. Ενετός γερουσιαστής και ιστοριογράφος. Συνέγραψε Istoria della Republica Veneta (1722). Γράφει επιστολή προς τον Ιάκωβο Ρατζόνικον (255:6α’).

Johanes Antonius Foscarini (1731-(-)1739): ο τάφος του επιγράφεται: Johannis Antonii Fuscareno – Corcyrae Archiepiscopi – Cineris – Anno MDCCXXXIX (42).

ΦΟΥΝΤΑΣ και ΦΟΥΤΗΣ (Άργος, Ναύπλιο). Στρατιώτης Fudis Lecas Αλβανός από τη Μονεμβασία, αναφέρεται στα Ενετικά Αρχεία, από το 1542 (252:366). Και χωριό Φούτια νότια της Μονεμβασίας).

ΧΑΡΒΟΥΡΗΣ (Ναύπλιο 1841). Marcus Carburi του Διμ., αναγράφεται μεταξύ των φοιτητών του πανεπιστημίου της Πάδοβας το 1745 (237:195).

ΧΑΡΟΣ (Βιβάρι Ναυπλίας). Ο Χάρος Ζένος, με ορμητήριο το Ναύπλιο, επέρχεται κατά της επαρχίας Καλαβρύτων επί κεφαλής στιφών (15000!!) την 27.6.1772 και διαρπάζει το μοναστήρι της Αγίας Λαύρας, αφού υπέβαλε τους μοναχούς σε βασανιστήρια. Εν συνεχεία επιτίθεται και κατά της Κερπινής (75Β:43).

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Χρονικά της Ηπείρου θ’ 1 σ. 138.

[2] Συγκούνης Φ., Ανέκδοτος αλληλογραφία των Ζωσιμάδων, Ηπειρωτικά Χρονικά Η’ (1933), 201.

[3] Κυγέας Σ. Β., Ηπειρωτικόν Αρχείον Σταύρου Ιωάννου, Προλεγόμενα, Ηπειρωτικά Χρονικά, 14 (1939), 18.

[4] Γιανναροπούλου Ιωαν., Το περιεχόμενον του κτητορικού κώδικος της παρά την Στεμνίτσαν μονής Ζωοδόχου Πηγής (Χρυσοπηγή), ΓΟΡΤΥΝΙΑΚΑ Β’. (1978), 153.

[5] Λαμπρίδης Ι., Παγωνιακά, (Αθήνα 1889), 70, ΗΜ. Β’ (Ιωάννινα 1971).

[6] Λούντζης Ε., Περί της πολιτικής καταστάσεως της Επτανήσου επί Ενετών, Αθήναι 1969, σ. 72-73.

[7] Hopf Charles, Chroniques Gréco-Romanes, inedites oú peu connues publiées avec notes et tables généalogiques, εκδ. Σπανού, Αθήναι 1961, 530.

 

Βιβλιογραφία – (από τα άρθρα του Τάκη Μαύρου)


 

 

  • Αβούρης, Σ.Ν.: Σύντομος εκκλησιαστική ιστορία της Σύρου, ΕΕΚΜ. 6 (1967), 589-615.
  • Αδάμης, Μ.Γ.: Κατάλογος των χειρογράφων της βιβλιοθήκης Παναγιώτη Γκριτσάνη, ΕΕΒΣ, ΛΕ’ (1966-67), 313-365.
  • Ακροπολίτης, Γ., Χρονική συγγραφή, Βόννη 1836.
  • Ανδρεάδης, Μ.Χ.: Τινά περί δικαίου και δικαιοσύνης εν Κορινθία κατά τους πρώτους μετεπαναστατικούς χρόνους, Πελοποννησιακά, ΙΑ’ (1975), 172-179.
  • Αντωνακάτου, Ντ. – Μαύρος, Τ.: Ελληνικά μοναστήρια, Πελοπόννησος, 1 (Μονές Αργολίδας), Αθήνα 1976.
  • Των ιδίων: Ελληνικά μοναστήρια, Πελοπόννησος, 2 (Μονές Αρκαδίας), Αθήνα 1979.
  • Απογραφή Αποστολής Maison.
  • Αραβαντινού, Π., Χρονογραφία της Ηπείρου, Α’-Β’ εν Αθήναις 1856. Επανέκδοση Ηλ. Ρίζου.
  • Αρχείον Ιστορικού Λεξικού Ακαδημίας Αθηνών.
  • Αρχείον Κοινότητος Ύδρας, 1776-1832: 1 (1778-1802), εν Πειραιεί 1920.
  • Του ιδίου: 2 (1803-1806), εν Πειραιεί 1921.
  • Του ιδίου: 3 (1807-1809), εν Πειραιεί 1922.
  • Του ιδίου: 4 (1804-1812), εν Πειραιεί 1923.
  • Του ιδίου: 5 (1813-1817), εν Πειραιεί 1924.
  • Του ιδίου: 6 (1818-1821), εν Πειραιεί 1925.
  • Βαγιακάκος, Δ.Β.: Αρχαία και Μεσαιωνικά τοπωνύμια εκ Μάνης, (συμβολή 2α), Πελοποννησιακά, Β’ (1957), 302-334.
  • Του ιδίου: Βυζαντινά ονόματα και επώνυμα εκ Μάνης, Πελοποννησιακά Γ’-Δ’ (1958-59), 185-221.
  • Του ιδίου: Σχεδίασμα περί των τοπωνυμικών και ανθρωπονυμικών σπουδών εν Ελλάδι, 1833-1962, εν Αθήναις 1964.
  • Του ιδίου: Πάτραι – Πάτρα, Πελοποννησιακά, Ι’ (1974), 223-234.
  • Βέης, Ν.Α.: Χαμάραιτοι, Ιστορικόν και γενεαλογικόν σημείωμα, εν Αθήναις 1903.
  • Του ιδίου: Κατάλογος των χειρογράφων κωδίκων της εν Αροανεία μονής των Αγίων Θεοδώρων, Επετηρίς ΠΑΡΝΑΣΣΟΥ, Γ’ (1906).
  • Του ιδίου: Επετηρίς ΠΑΡΝΑΣΣΟΥ, Γ’ (1906).
  • Του ιδίου: Κριτική Αντωνίου Χ. Χατζή, Α.Δ.Φ. καθηγητού. Οι Ραούλ, Ραλ, Ράλαι (1080-1800), Βυζαντίς, Β’ (εν Αθήναις 1911-12), 250-255.
  • Του ιδίου: Κατάλογος των ελληνικών χειρογράφων κωδίκων της εν Ζακύνθω Φωσκολιανής Βιβλιοθήκης, ΔΙΕΕ, 8 (1926), 46-65.
  • Βιάζης, Σ.Δ.: Σημειώματα περί των Δυτικών Εκκλησιών, Αρχιεπισκόπων και Επισκόπων Επτανήσων, ΑΡΜΟΝΙΑ (1906).
  • Βλαχογιάννης, Γ.: Άπαντα των Νεοελλήνων κλασσικών. 4. Κλέφτες του Μοριά, Αθήναι, 1966.
  • Βροκίνης, Λ.: Η εν Κέρκυρα αποίκησις. Έργα, Κέρκυρα 1973.
  • Γιανναρόπουλου, Ι.: Δικαιοπρακτικά έγγραφα εκ της μονής Ρεοντινού, Πελοποννησιακά, Η’ (1971), 201-238.
  • Του ιδίου: Το περιεχόμενον του κτητορικού κώδικος της παρά την Στεμνίτσαν Μονής Ζωοδόχου Πηγής (Χρυσοπηγής), Γορτυνιακά Β’ (1978), 385-393.
  • Γριτσόπουλος, Τ.Α.: Η αρχιεπισκοπή Δημητσάνης και Αργυροκάστρου, ΕΕΒΣ, Κ’ (1950), 209-256.
  • Γριτσόπουλος, Τ.Α.: Η κατά την Κυνουρίαν μονή της Λουκούς, Πελοποννησιακά, ΣΤ’ (1963-68), 129-190.
  • Του ιδίου: Στατιστικαί ειδήσεις περί Πελοποννήσου, Πελοποννησιακά, Η’ (1971), 411-459.
  • Δεληγιάννης, Γ.Ν.: Η Ιερά Μονή Ελώνης, ΔΙΕΕ, Ι’ (1925), 86-127.
  • Δημητρακόπουλος, Σ.: Προεπαναστατικά δικαιοπρακτικά έγγραφα Αλωνισταίνης, Γορτυνιακά Β’ (1978), 361-384.
  • Δούκας, Π.Χ.: Η Σπάρτη δια μέσου των αιώνων, Νέα Υόρκη 1922.
  • Δρακάκης, Α.Ο.: Η Σύρος επί Τουρκοκρατίας. Η Δικαιοσύνη και το Δίκαιον. ΕΕΚΜ, 6 (1967), 63-492.
  • 75Β.      Ευαγγελάτος, Χρ. Γ.: Η Αγία Λαύρα, Ιστορία της Ι.Μ., 961-1961, Αθήναι 1981.
  • 77Α.     Ζακυθηνού, Διον.: Μιχαήλ Μάρουλλος Ταρχανιώτης, Έλλην ποιητής των χρόνων της Αναγεννήσεων, ΕΕΒΣ, Ε’ (1928), 200-242.
  • Ζώης, Λ.: Ιστορία της Ζακύνθου, Αθήνα 1955.
  • Του ιδίου: Λεξικόν Λαογραφικόν Ζακύνθου, Αθήναι 1963.
  • Καλομενόπουλος, Ν.: Μεγ. Ελλην. Εγκυκλ., λήμμα «Παλαβιτσίνης», 19, σ. 475.
  • Καμπούρογλου, Δ.: Μνημείο της ιστορίας των Αθηναίων, Α’ (1891).
  • Καραθανάσης, Α.Ε.: Επαναστατικαί κινήσεις στην Πελοπόννησο στα 1659, Πελοποννησιακά, Η’ (1971), σ. 239-260.
  • Καρατζάς, Σ.: Ο Αγαθόφρων Λακεδαιμόνιος και το Παρισινό περιοδικό «Μέλισσα», Πελοποννησιακά, Γ’-Δ’ (1958-59), 241-262.
  • Κατσούρος, Α.Φ.: Ναξιακά δικαιοπρακτικά έγγραφα του 17ου αι., ΕΕΚΜ, 7 (1968), 24-337.
  • Κονόμος, Ντ.: Ναοί και μονές στη Ζάκυνθο, Αθήναι 1964.
  • Του ιδίου: Η Χριστιανική τέχνη στην Κεφαλονιά, Αθήναι 1966.
  • Του ιδίου: Εκκλησίες και Μοναστήρια στη Ζάκυνθο, Αθήναι 1967.
  • Του ιδίου: Ο Μαρτινέγκος, Αθήναι 1976.
  • Του ιδίου: Ζάκυνθος (2ος τόμος), Αθήνα 1979.
  • Κουγέας, Σ.Β.: Ηπειρωτικόν Αρχείον Σταύρου Ιωάννου, Έγγραφα Αλή Πασά, Ηπ. Χρον., 14 (1939), σ. 49-144.
  • Του ιδίου: Έγγραφα Σταύρου Ιωάννου, Ηπ. Χρον., 14 (1939), 145-333.
  • Του ιδίου: Αναφορά των Βοιτυλιωτών προς την Ενετικήν Δημοκρατία (7.4.1690). Σύμμεικτα, Πελοποννησιακά, Β’ (1957), 426-430.
  • Του ιδίου: Η καταγωγή του Παναγιώτη Μπενάκη, Πελοποννησιακά, ΣΤ’ (1968), 1-42.
  • Κουκουλές, Φ.: Εκ των Ελληνικών παπύρων, Βυζαντίς, Β’ (εν Αθήναις 1811-12), σ. 474-503.
  • Κώδικας Μονής Σπηλιώτισσας Ζακύνθου. (Ανέκδοτος).
  • Κωνσταντόπουλος, Τ.: Νέα ονόματα Πελοποννησίων Φιλικών από τα Αρχεία της Τσαρικής Αστυνομίας, Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά, 1965, σ. 339-342.
  • Κωστάκης, Θ.: Οι Γεωργατζάδες του Κοσμά και η γλώσσα τους, Πελοποννησιακά, ΣΤ’ (1963-68), 43-91.
  • Λαμπρίδης, Ι.: Ζαγοριακά (Αθήναι 1870), Ηπειρωτικά Αγαθοεργήματα, Α’ (Ιωάννινα 1971).
  • Του ιδίου: Ζαγοριακά μέρος 2ον (Αθήναι 1889), σ. 1-88, εν Ηπειρωτικά Μελετήματα, Β’ (Ιωάννινα 1971).
  • Του ιδίου: Ηπειρωτικά Αγαθοεργήματα, Ηπειρ. Αγαθοερ. Α’ (Ιωάννινα 1971).
  • Του ιδίου: Μαλακασιακά (Αθήναι 1888), Ηπ. Μελετ., Β’ (Ιωάννινα 1971).
  • Του ιδίου: Περί των εν Ηπείρω Αγαθοεργημάτων (Αθήναι 1880), Ηπειρ. Αγαθ., Α’ (Ιωάννινα 1971).
  • Του ιδίου: Πολιτική εξάρτησις και διοίκησις Μαλακασίου, ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ, 10 (1877), σ. 376-368, εν Ηπειρ. Αγαθ., Α’ (Ιωάννινα 1971).
  • Του ιδίου: Πογωνιακά (Αθήναι 1889), σ. 1-87, εν Ηπειρ. Μελετ., Β’ (Ιωάννινα 1971).
  • Του ιδίου: Ο Τεπελενλή Αλή πασάς, (Αθήναι 1887), σ. 1-84, εν Ηπειρ. Μελετ., Β’ (Ιωάννινα 1971).
  • Λάμπρος, Σπυρ.: Μιχαήλ Ακομινάτου του Χωνιάτου, τα σωζόμενα, τ. Β’ (Αθήναι 1880).
  • Του ιδίου: Εκθέσεις των Βενετών προνοητών της Πελοποννήσου εκ των εν Βενετία Αρχείων, ΔΙΕΕ, 5 (1900), σ. 605-823.
  • Του ιδίου: Τρεις επιστολαί του καρδιναλίου Βησσαρίωνος, Ν.Ε., 5 (1908), σ. 19-38.
  • Του ιδίου: Ναυπλιακόν έγγραφον του οίκου Πουλομάτη, Ν.Ε., 6 (1909), σ. 273-283.
  • Του ιδίου: Ενθυμήσεων, ήτοι χρονικών σημειωμάτων συλλογή πρώτη, Ν.Ε., 7 (1910), σ. 113-313.
  • Του ιδίου: Κατάλογος κωδίκων των εν Αθήναις Βιβλιοθηκών πλην της Εθνικής, Ν.Ε., 7 (1910), σσ. 321-337 και 469-483.
  • Του ιδίου: Κερκυραϊκά έγγραφα ανέκδοτα, Ν.Ε., 7 (1910), σ. 464-468.
  • Του ιδίου: Κατάλογος των Κρητικών οίκων Κερκύρας, Ν.Ε., 10 (1913), σσ. 449-456.
  • Του ιδίου: Σημειώσεις περί της εν Πελοποννήσω Βενετοκρατίας, Ν.Ε., 19 (1925), σ. 90 και 327-334.
  • Του ιδίου: Αι Αθήναι υπό τους Φράγκους, Ν.Ε., 20 (1926), σσ. 67-103.
  • Του ιδίου: Αι Αθήναι υπό τους Φλωρεντινούς, Ν.Ε., 20 (1926), σ. 242-271.
  • Του ιδίου: Έρευναι εν ταις βιβλιοθήκαις και αρχείοις, Ρώμης, Βενετίας, Βουδαπέστης και Βιέννης (επιμέλεια Κ.Ι. Δυοβουνιώτη), Ν.Ε., 20 (1926), 47-54.
  • Λαμπρυνίδης, Μιχ. Γ.: Οι Αλβανοί κατά την κυρίως Ελλάδα και την Πελοπόννησον, εν Αθήναις 1907.
  • Λεγκράν, Α.: Ανέκδοτα έγγραφα περί Ρήγα Βελεστινλή, ΔΙΕΕ, 3 (1831), σ. 587-774.
  • Λούντζης, Ε.: Περί της πολιτικής καταστάσεως της Επτανήσου επί Ενετών, Αθήναι 1969.
  • Λυριτζής, Σ.: Οι εκ Γαργαλιάνων αδελφοί Ανδριανόπουλοι Άνθιμος και Ιωάννης. Πελοποννησιακά, Η’ (1971), σ. 97-124.
  • Μακρυμίχαλος, Σ.Ι.: Τσακώνικα προικοσύμφωνα του 18ου και 19ου αι., Πελοποννησιακά, Η’ (1971), 277-410.
  • Μάραντος, Β.: Κορώνη, Αθήναι 1976.
  • Μάτσης, Νικ.: Ζητήματα εκ του θεσμού της προτιμήσεως εν τω βυζαντινώ δικαίω, ΕΕΒΣ, ΛΣΤ’, σ. 45-54.
  • Μαύρος, Τ.: Συμβολή εις το τοπωνυμικόν της Γορτυνίας, Γορτυνιακά, Β’ (1978), 303-322.
  • Μαχαιράς, Κ.Γ.: Ναοί και μονές Λευκάδος, Αθήναι 1957.
  • Μέρτζιος, Κ.Δ.: Το εν Βενετία Ηπειρωτικόν Αρχείον, Ηπ. Χρον., ΙΙ (1936), 1-341.
  • Του ιδίου: Η επανάστασις Διονυσίου του Φιλοσόφου, Ηπ. Χρον., 13 (1938), σ. 81-90.
  • Του ιδίου: Το εν Βενετία Ηπειρωτικόν Αρχείον, Ηπ. Χρον. 15 (1940), σ. 1-58.
  • Μηνδρινός, Μ.: Τουρκοκρατούμενη Θήρα. Απελευθερωτικά αυτής κινήματα, ΕΕΚΜ, Β’ (1971-73), σ. 718-746.
  • Μιχαηλίδη-Νουάρου, Μιχ. Γ.: Λεξικόν της Καρπαθιακής διαλέκτου, Αθήναι 1972.
  • Μοσχονάς, Ν.Γ.: Πρακτικά συμβουλίου Κοινότητος Κεφαλονιάς, βιβλίο Α’ (1953), Εθνικόν Ίδρυμα Ερευνών, 2 (1979), 276-280.
  • 201Α.    Μουστοξύδου, Ανδρ.: Ελληνομνήμων, (1843-1853), εκδ. Ν. Καραβία, Αθ. 1965.
  • Μπίρης, Κ.Η.: Αρβανίτες οι Δωριείς του νεώτερου Ελληνισμού, Αθήναι 1960.
  • Νέζος, Α.: Αρχείον (ανέκδοτον).
  • Οικονομίδης, Δ.: Ο Φιλικός Γεώργιος Ε. Λεβέντης, Πελοποννησιακά, Β’ (1957), 50-59.
  • Παπακυριάκος, Σ.: Εκ προχείρων ερευνών, ΔΙΕΕ, Ι (Νέα σειρά), τ. 4ον (1926), 146-148.
  • Παπασπύρου, Π.Β.: Λαογραφική συλλογή, Ηπ. Χρον., 4 (1929), σ. 157-175.
  • Πεντόγαλος, Γ.Η.: Λατίνοι επίσκοποι Κεφαλονιάς-Ζακύνθου. Ανάτυπον Δελτίου Αναγνωστικής Εταιρίας Κερκύρας, 1974.
  • Περίδης, Μ.Π.: Λεξικόν ιταλοελληνικόν, τομ. 2ος, εν Ερμουπόλει Σύρου 1862.
  • Πετρόπουλος, Γ.: Νοταριακαί πράξεις Μυκόνου των ετών 1663-1779, Αθήναι 1960. (Παράρτημα της Επετηρίδος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών).
  • Πεφάνη, Π.: Οι γενιές της Νέδουσας, Αθήναι 1982.
  • Πλουμίδης, Γ.Σ.: Ειδήσεις δια το Βενετοκρατούμενον Ναύπλιον (1440-1540), Πελοποννησιακά, Η’ (1971), 261-275.
  • Του ιδίου: Αι πράξεις εγγραφής των Ελλήνων σπουδαστών του Πανεπιστημίου της Παδούης, μέρος Β’, ΕΕΒΣ, ΛΗ’ (1971), σ. 84-195.
  • Του ιδίου: Αι πράξεις εγγραφής των Ελλήνων σπουδαστών του Πανεπιστημίου της Παδούης, ΕΕΒΣ, ΛΖ’ (1969-70), σ. 260-336.
  • Του ιδίου: Συλλογή εγγράφων Μεθώνης και Κορώνης, Πελοποννησιακά, Ι’ (1974), 155-164.
  • Πυώ, Ρ.: Ο καπετάν Γκίνης, ΔΙΕΕ, 9 (1926), Σ. 534-538.
  • Σάθας, Κ.: Τουρκοκρατούμενη Ελλάδας, Αθήναι 1869.
  • Του ιδίου: Χατζή Σεχρέτη, Βίος Αλή Πασά. Ιστορικαί διατριβαί, εν Αθήναις 1870.
  • Του ιδίου: Βυζαντινά ανέκδοτα, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, Α’.
  • Του ιδίου: Λεοντίου Μαχαιρά, Χρονικόν Κύπρου, Μεσ. Βιβλ. Β’ (1873), σ. 53-409.
  • Του ιδίου: Κρητικαί διαθήκαι, Μεσ. Βιβλ., ΣΤ’ (1877), σ. 654-652.
  • Του ιδίου: Ανωνύμου, Σύνοψις Χρονική, Μεσ. Βιβλ., Ζ’, σ. 1-556.
  • Του ιδίου: Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας, τόμος Ι, Paris 1880.
  • Του ιδίου: Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας, τόμος IV, Paris 1882.
  • Του ιδίου: Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας, τόμος V, Paris 1883.
  • Του ιδίου: Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας, τόμος VI, Paris 1884.
  • Του ιδίου: Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας, τόμος VII, Paris 1888.
  • Του ιδίου: Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας, τόμος VIIΙ, Paris 1888.
  • Του ιδίου: Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας, τόμος IΧ, Paris 1890.
  • Σάρρου, Α.Κ.: Περί μεικτών ναών ορθοδόξων και καθολικών εν Χίω, ΕΕΒΣ, ΙΘ’ (1949), σ. 194-208.
  • Του ιδίου: Ηπειρωτικαί ενθυμήσεις ή χρονικά σημειώματα και επιγραφαί, Ηπ. Χρον. 12 (1937), σ. 104-132.
  • Του ιδίου: Τοπωνυμικόν Ζίτσης και Μονοδενδρίου του Ζαγορίου, Ηπ. Χρον. 12 (1937), σ. 190-204.
  • Σκοπετέας, Σ.Χ.: Η καταγωγή των ζωγράφων Δοξαράδων, Επτανησιακά Φύλλα, περ. Β’, αριθ. 3 (Φεβρουάριος 1954).
  • Σούλης, Χ.Ι.: Τα «Μπουκουρέικα» των Τζουμέρκων, ήτοι περί της συνθηματικής γλώσσης των ραφτάδων των Σχωρετσάνων των Τζουμέρκων, Ηπ. Χρον. 3 (1928), 310-320.
  • Σούρλας, Ε.: Κώστας Γραμματικός, Ηπ. Χρον., 13 (1938), σ. 1-80.
  • Στασινόπουλος, Κ.Α.: Αι πολιορκίαι του Μεσολογγίου, ΔΙΕΕ, 9 (1926), σ. 23-45.
  • Στεργιόπουλος, Κ.Δ.: Συμβολή εις την έρευναν των Ηπειρωτικών τοπωνυμίων, Ηπ. Χρον. 8 (1933), 94-140.
  • Του ιδίου: Τοπωνυμικόν της επαρχίας Κονίτσης, Ηπ. Χρον., 9 (1934), σ. 204-244.
  • 285Α.    Στεφανίδου, Μιχ. Κ.: Περσική και Βυζαντ. βιοτεχνία, ΕΕΒΣ, ΣΤ’ (1929), σ. 284.
  • Σφήκας, Δ.: «Αναμνήσεις» από το Εικοσιένα. Παρουσίαση Ε. Βαγενά, Αρκαδικά, 4 (1977), σ. 9-10.
  • 290Α.    Τζαννετάτος, Κ.: Το Πρακτικόν της Λατινικής Επισκοπής Κεφαλληνίας και η Επιτομή αυτού, Αθήναι 1965.
  • Τριανταφύλλου, Κ.Ν.: Τα τοπωνύμια Καλάβρυτα – Καλάβριτο, Νεζερόν – Νεζερά, Πελοποννησιακά, Ι’ (1974), σ. 61-65.
  • Τσίτσας, Α.Χ.: Η Εκκλησία της Κερκύρας κατά την Λατινοκρατίαν, (1267-1797), Κέρκυρα 1969.
  • Τσιτσέλης, Η.Α.: Κεφαλληνιακά Σύμμικτα, Α’ (1904).
  • Του ιδίου: Κεφαλληνιακά Σύμμικτα, Β’ εν Αθήναις 1960.
  • Φιλήτας, Χ.: Περί του συνοικισμού των Γραικών εν Τεργέστη, ΔΙΕΕ, Ε’ (1897), σ. 370-376.
  • Φουρίκης, Π.: Μικρά συμβολή εις την Ηπειρωτικήν ιστορίαν. Νικόπολις, Πρέβεζα, Ηπ. Χρον., 4 (1929), σ. 263-294.
  • Χαιρέτη, Μ.Κ.: Ανέκδοτα βενετικά έγγραφα περί των Εβραίων εν Κρήτη, ΕΕΒΣ, ΛΓ’ (1964), 163-184.
  • Χαρτοφυλακίδης, Κ.Γ.: Ιστορικά ανάλεκτα Κέας, ΕΕΚΜ, Β’ (1962), 153-233.
  • Χώρας: Η Αγία Μονή Αρείας Ναυπλίου, εν τη εκκλησιαστική και πολιτική ιστορία Ναυπλίου και Άργους, εν Αθήναις 1975.
  • Boerio, G.: Dizionario dei dialeto Veneziano. Venezia 1856.
  • Crollalanza, G.B.: Dizionario storico-blasonico delle famiglie notabili Italiane, Ed. Arnaldo Forni, Bologna 1886.
  • Georgacas, D. and MacDonald, W.A.: Place names of Southwest Peloponnesos, Athens 1967.
  • Hopf Charles: Chroniques Greco-Romanes, inédites ou peu connues publiées avec notes et tables généalogiques, Berlin 1873, επανέκδοσις Σπανού, Αθήναι 1961.
  • Lamansky, N.: Secrets d’etat de Venise, αναφερόμενος υπό Μανούσακα, Μ.Ι.: Βενετικά έγγραφα αναφερόμενα εις την εκκλησιαστική ιστορίαν της Κρήτης του 14ου-16ου αι., ΔΙΕΕ, 15 (1961), σ. 149-233.
  • Lognon, J. et Topping, P.: Documents sur le régime des lettres dans la principauté de Morée au XIV s., Mouton et Cie, Paris MCMLXIX (1969).
  • Miklosich, F. et Miller, I. : Acta de diplomata Graeca medii aevi sacra et profana, V (1887).
  • Miller, W.: Ιστορία της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα, Αθήνα 1960.
  • Pouqueville, F.G.H.L. : Voyage de la Grèce, 2ème ed., tom. 5, Paris 1827.

 

Γιώργος Ρούβαλης

Δρ. Ιστορίας, Πανεπιστήμιο  Paris-X.- Καθηγητής- Συγγραφέας

 

Διαβάστε ακόμη:

 


Στο:Άρθρα - Μελέτες - Εισηγήσεις, Ενετοκρατία, Ναύπλιο Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, Άρθρο, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Βενετσιάνοι Μισθοφόροι, Βενετοκρατία, Επώνυμα, Ενετο, Ιστορία, Μισθοφόροι, Ναύπλιο, Stradioti

Πόλεμος και διπλωματία: πολιτισμικές και ιδεολογικές παρεμβάσεις της βυζαντινής αυλής στον κόσμο των Αράβων (9ος-10ος αι.)

$
0
0

Πόλεμος και διπλωματία: πολιτισμικές και ιδεολογικές παρεμβάσεις της βυζαντινής αυλής στον κόσμο των Αράβων (9ος-10ος αι.)


 

 

«Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Δημοσιεύουμε σήμερα στο «Ελεύθερο Βήμα» ανακοίνωση της Δρ. Σοφίας Πατούρα- Σπανού με θέμα: «Πόλεμος και διπλωματία: πολιτισμικές και ιδεολογικές παρεμβάσεις της βυζαντινής αυλής στον κόσμο των Αράβων (9ος-10ος αι.)».

 

Ο σκληρός στρατιωτικός και πολιτικός ανταγωνισμός Βυζαντινών και Αράβων, κυρίως κατά την κορύφωσή του (9ος-10ς αι.), έβρισκε την ιδεολογική του έκφραση στα κείμενα των εκπροσώπων της εξουσίας και των δύο πλευρών. Είναι χαρακτηριστικές, για παράδειγμα, δύο σχετικές αναφορές, προερχόμενες αντίστοιχα από μία αραβική και μία βυζαντινή πηγή. Στο αίτημα του βυζαντινού αυτοκράτορα Ρωμανού Β΄ προς τον χαλίφη των Φατιμιδών al-Mu’iiz για σύναψη αιώνιας ειρήνης (957-958), εκείνος, σύμφωνα με τον άραβα ιστορικό Al-Nu’man (al-majalis wa l-musayarat), απάντησε μέσω του βυζαντινού πρεσβευτή ως εξής: η θρησκεία και ο ισλαμικός νόμος απαγορεύουν τη σύναψη αιώνιας ειρήνης διότι ο Αλλάχ έστειλε τον προφήτη του Μωάμεθ και εγκαθίδρυσε το θεσμό των Ιμάμηδων προκειμένου να καλέσουν τον κόσμο ν’ ασπασθεί τη θρησκεία του και να διεξάγουν, για το σκοπό αυτό, ιερό πόλεμο εναντίον των απίστων.[1]

Από την άλλη πλευρά, ο βυζαντινός αυτοκράτορας Λέων ΣΤ΄ ο Σοφός, στον 18ο κανόνα των «Τακτικών» του, ομολογεί ότι συνέγραψε το συγκεκριμένο έργο εξαιτίας των Σαρακηνών (Αράβων). Προκειμένου να ενισχύσει το ηθικό των στρατηγών του, επιστρατεύει και εκείνος το ιδεολογικό επιχείρημα της θρησκείας, κηρύσσοντας στην πραγματικότητα με τη σειρά του ένα είδος «ιερού πολέμου» των χριστιανών εναντίον των «απίστων» Αράβων. Καὶ ἐθίζεσθε πάντες ὁμοῦ οἱ διὰ Χριστὸν τὸν Θεὸν ἡμῶν καὶ ὑπὲρ συγγενῶν καὶ φίλων καὶ πατρίδος καὶ τοῦ ὅλου τῶν Χριστιανῶν ἔθνους ἀγωνιζόμενοι εὐκόλως ὑποφέρειν καὶ … δεινὰ γενναίως ἐγκαρτερεῖν, ἔστι γὰρ τῶν ἀποκειμένων μισθῶν έκ τε Θεοῦ αὐτοῦ καὶ ἐκ τῆς ἐξ αὐτοῦ βασιλείας ἡμῶν παρ᾽ ὑμῶν ἐργασία.[2]

 Οι δύο παραπάνω πηγές χρονολογούνται τον 10ο αιώνα, ένα αιώνα ο οποίος, όπως και ο προηγούμενος, σημαδεύτηκε από τις πιο σκληρές αραβο-βυζαντινές συγκρούσεις. Με βάση τις μαρτυρίες αυτές και πολλές συναφείς, και λαμβάνοντας υπόψη το πλήθος των πολεμικών γεγονότων που έλαβαν χώρα στα αραβο-βυζαντινά σύνορα και στις επικράτειες των δύο αυτοκρατοριών, στη διάρκεια των δύο τουλάχιστον αιώνων που εξετάζουμε εδώ, οι σχέσεις των δύο πλευρών θα μπορούσαν εύκολα να περιγραφούν με όρους καθαρά πολεμικούς. Ωστόσο, πολλές μαρτυρίες, προερχόμενες από ιστορικά και λογοτεχνικά κείμενα και από την επιστολογραφία των βασιλικών αυλών του Βυζαντίου και των διαφόρων αραβικών χαλιφάτων, μας δίνουν και την άλλη «όψη του νομίσματος». Εκείνη, δηλαδή, που απεικονίζει μια διαρκή, αμοιβαία προσπάθεια ειρηνικής προσέγγισης, συνεννόησης και αλληλοκατανόησης των εμπολέμων, μέσα από ποικίλες δράσεις και με τη διαμεσολάβηση πολλών παραγόντων. Οι προσπάθειες αυτές είχαν εκδηλωθεί και κατά τους προηγούμενους αιώνες, σποραδικά και άναρχα, τον 9ο και 10ο όμως αιώνα ενισχύθηκαν σημαντικά, εντάσσοντας στην εξωτερική πολιτική των δύο αυτοκρατοριών μια υψηλού επιπέδου θεσμοθετημένη διπλωματία.

Το επιχείρημα περί του «ιερού πολέμου» δεν αποτελούσε εκείνη την εποχή παρά ένα σημαντικό εργαλείο στο ιδεολογικό οπλοστάσιο των ηγεσιών των δύο πλευρών προκειμένου να κρατούν σε εγρήγορση τους ταλαιπωρημένους από τους συνεχείς πολέμους στρατιώτες τους. Το Βυζάντιο, αν και συρρικνωμένο εδαφικά, διέθετε ακόμη μεγάλη πολιτική δύναμη και πνευματική ακτινοβολία, ενισχύοντας και παγιώνοντας, μέσα και έξω, την αντίληψη για την παγκόσμια κυριαρχία του. Τον 9ο αιώνα, ωστόσο, βρέθηκε αντιμέτωπο με έναν εχθρό που είχε εξελιχθεί σε μεγάλη δύναμη. Ήταν η μόνη δύναμη, ανάμεσα στους γείτονές του, με γραφειοκρατική διοίκηση, θεσμούς, διπλωματία, οργανωμένο στρατό και πολεμική τεχνολογία. Το Ισλάμ με σημαία τον «ιερό πόλεμο» έθετε πλέον ξεκάθαρα σε αμφισβήτηση την παγκοσμιότητα του Βυζαντίου και διεκδικούσε για λογαριασμό του την παγκόσμια εξουσία. Η Κρήτη και οι άλλες χώρες του κόσμου είναι δικές μας χάρη στην εύνοια του Θεού, ο οποίος μας έθεσε επικεφαλής του κόσμου, διακηρύσσει ο χαλίφης al-Mu’iiz στην επιστολή του προς τον αυτοκράτορα Ρωμανό Β’, με αφορμή την πρεσβεία του 957/8.[3] Παρατηρεί κανείς εδώ ότι στα μέσα πλέον του 10ου αιώνα η πολιτική ιδεολογία των Βυζαντινών περί της εκ Θεού απορρέουσας παγκόσμιας εξουσίας [4] έχει μεταλαμπαδευθεί στους κόλπους του Ισλάμ και έχει επηρεάσει βαθειά τη σκέψη και την πολιτική φιλοσοφία των αραβικών ηγετικών κύκλων.

 

Η Μάχη μεταξύ αράβων και βυζαντινών στον ποταμό Λαλακάοντα το 863, μικρογραφία από τη «Χρονογραφία» του Ιωάννη Σκυλίτζη, β’ μισό του 13ου αιώνα. Biblioteca Nacional de España.

Η Μάχη μεταξύ αράβων και βυζαντινών στον ποταμό Λαλακάοντα το 863, μικρογραφία από τη «Χρονογραφία» του Ιωάννη Σκυλίτζη, β’ μισό του 13ου αιώνα. Biblioteca Nacional de España.

 

Η βυζαντινή αυλή, αμήχανη και αντιφατική μπροστά στη νέα κατάσταση που σταδιακά διαμορφώνεται στο παγκόσμιο σύστημα εξουσίας, αναγκάζεται, φραστικά έστω, ν’ αντιμετωπίσει τον αντίπαλό της ως ισότιμο και να του αναγνωρίσει τυπικά το μερίδιο που του αναλογεί στη διεκδίκηση της παγκόσμιας κυριαρχίας. Σε αυτό το πνεύμα του συμβιβασμού και της υποχώρησης από τις πάγιες θέσεις περί της μοναδικότητας της βυζαντινής αυτοκρατορίας και της πρωτοκαθεδρίας της στην παγκόσμια ηγεμονία, συνέταξε τη γνωστή επιστολή του προς τον χαλίφη της Βαγδάτης al- Muqtadir, ο πατριάρχης και αντιβασιλεύς Νικόλαος Α΄ Μυστικός, με το γνωστό, χαρακτηριστικό παρακάτω απόσπασμα: Υπάρχουν δύο μεγάλες δυνάμεις στον κόσμο, αυτή των Σαρακηνών (Αράβων) και αυτή των Ρωμαίων (Βυζαντινών), οι οποίες υπερτερούν όλων των άλλων και λάμπουν όπως οι δύο φωστήρες του στερεώματος. Στη συνέχεια, επισημαίνει μεν τις τεράστιες διαφορές στους κόλπους των δύο κοινωνιών λόγω των θρησκειών, σπεύδει όμως να τονίσει ότι αυτές δεν πρέπει να σταθούν εμπόδιο στις μεταξύ τους κοινωνικές και αδελφικές σχέσεις και να στερήσουν από τους δύο λαούς την επικοινωνία.[5] Λίγα χρόνια πριν, ο αυτοκράτορας Λέων ΣΤ΄, στα «Τακτικά» του, μέσα από ένα λόγο αντιφατικό, καθώς εμπεριείχε και απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς για τους Άραβες, δεν διστάζει να τους προβάλει ταυτόχρονα και ως πρότυπο προς μίμηση, αναφερόμενος στη στρατιωτική τους οργάνωση, την ανιδιοτελή μαζική συμμετοχή τους στον πόλεμο και την αποτελεσματικότητα του «ιερού πολέμου» (djihād), στοιχεία και συμπεριφορές που θα μπορούσαν να υιοθετήσουν και οι Βυζαντινοί.[6]

Το Βυζάντιο όφειλε πλέον ν’ αντιμετωπίσει έναν εχθρό «με κεφαλαίο Ε», όπως εύστοχα έχει επισημάνει η Ν. Κουτράκου σε σχετική μελέτη της.[7] Όφειλε να προσδιορίσει έναν αντίπαλο που του έμοιαζε σταδιακά όλο και περισσότερο, μια μεγάλη πολιτική και θρησκευτική δύναμη που διεκδικούσε τη θέση του στο παγκόσμιο στερέωμα και αμφισβητούσε σοβαρά τη δική του ηγεμονία.

Επομένως, όσο σκληρή και αν ήταν η πολεμική που ασκούσαν οι Βυζαντινοί εναντίον των Αράβων, μέσω των θρησκευτικών τους κυρίως κειμένων, όσο φανατικές και αν ήταν οι εκκλήσεις των θρησκευτικών κυρίως αραβικών κύκλων για ιερό πόλεμο (djihād) εναντίον των χριστιανών, η προσέγγιση των δύο πλευρών είχε πλέον καταστεί νομοτελειακή. Πέρα από ιδεολογίες και ιδεοληψίες, η βυζαντινή αυλή όφειλε ν’ αντιμετωπίσει με την ψυχρή λογική τη σκληρή πραγματικότητα ενός μεγάλου επελαύνοντος εχθρού και μιας πραγματικής πλέον απειλής για την ύπαρξή της. Στο αραβικό χαλιφάτο, από την άλλη πλευρά, είχαν ξεσπάσει, την εποχή εκείνη, διαμάχες και σκληροί εσωτερικοί ανταγωνισμοί ανάμεσα στις διάφορες δυναστείες με αποτέλεσμα τη διατάραξη της εθνικής συνοχής τους και τη σταδιακή υποχώρηση της στρατιωτικής τους ορμής. Κατά συνέπεια, οι δύο μεγάλες δυνάμεις ήταν υποχρεωμένες να «εξημερώσουν» τον πόλεμο, εντάσσοντάς τον στις κανονικές κοινωνικές σχέσεις τους, να τον καταστήσουν προβλέψιμο, περιορίζοντας το χώρο και το χρόνο του, και να τον μετατρέψουν σε αιτία και παράγοντα μιας αέναης μεταξύ τους επικοινωνίας.[8] Σε επίπεδο ηγεσιών οι δύο πλευρές είχαν προ πολλού ξεκινήσει τις διπλωματικές διεργασίες, οι οποίες μέχρι τον 9ο αιώνα αφορούσαν κυρίως σε ζητήματα πολέμου και σε συνθήκες ειρήνης[9] Από τον 9ο αιώνα και μετά η άμεση επικοινωνία και οι διπλωματικές επαφές βυζαντινών αυτοκρατόρων και χαλίφηδων εντάθηκαν και εξελίχθηκαν σημαντικά. Στο πλαίσιο αυτής της εξέλιξης αναπτύχθηκε μια νέα δυναμική με επίκεντρο τους αιχμαλώτους: την εξαγορά, την ανταλλαγή, τη νομική προστασία και τη δίκαιη μεταχείρισή τους από τον αντίπαλο. Μέσα από τις διαδικασίες επίλυσης τέτοιων ζητημάτων αναπτύχθηκαν νέες μορφές διπλωματικής δραστηριότητας στις δύο αυλές, οι οποίες δημιούργησαν εξαιρετικές συνθήκες επικοινωνίας σε όλα τα επίπεδα.[10]

Σε βυζαντινές και αραβικές πηγές διασώζεται μεγάλος αριθμός σχετικών πληροφοριών, οι οποίες συνθέτουν την εικόνα ενός διπλωματικού μαραθώνιου, στον οποίο, όπως προκύπτει από τη μελέτη τους, εμπλέκονταν πολλοί παράγοντες: αυτοκράτορες και χαλίφηδες, υψηλοί αξιωματούχοι των δύο αυλών (στρατηγοί, πατρίκιοι, εμίρηδες και βεζύρηδες), πατριάρχες και ιεράρχες, πρέσβεις και διερμηνείς και κυρίως επώνυμοι αιχμάλωτοι και από τα δύο στρατόπεδα, οι οποίοι, εκούσια ή ακούσια, συνέβαλαν στην επικοινωνία, την πληροφόρηση, την πολιτική και πολιτισμική προσέγγιση των δύο αυτοκρατοριών. Αξιοπρόσεκτη για το επίπεδο επικοινωνίας των δύο πλευρών, τον 9ο αιώνα, είναι η αφήγηση του al-Tabarī, σχετικά με την πρεσβεία του περίφημου Άραβα διπλωμάτη Nașr bn. al-Azhar (Nașir) (861), απεσταλμένου του χαλίφη al-Mutawakkil για τη διαπραγμάτευση της πέμπτης ανταλλαγής αιχμαλώτων, στον οποίο οι αξιωματούχοι της βυζαντινής αυλής προσέφεραν κατά την αποχώρησή του πολλά δώρα, προορισμένα για τον χαλίφη, όπως αρώματα, μετάξι, κρόκο και άλλα πολύτιμα είδη[11].

Τομή στις διπλωματικές σχέσεις Βυζαντίου – Ισλάμ υπήρξε, αναμφίβολα, ο θεσμός των επίσημων ομαδικών ανταλλαγών των αιχμαλώτων, ο οποίος καθιερώθηκε στα τέλη του 8ου αιώνα.[12] Η αποστολή πρεσβευτών, επιστολών και δώρων, η ανταλλαγή ομήρων και το πλήθος του απλού κόσμου που συνέρρεε εκεί από τις πλησιέστερες συνοριακές περιοχές συνιστούσαν πλέον το τελετουργικό του νέου status των αραβο-βυζαντινών σχέσεων γύρω από τους αιχμαλώτους. Η εφαρμογή αυτών των διαδικασιών προσέφερε την ευκαιρία μιας πολυεπίπεδης επικοινωνίας των εμπολέμων, που ξεκινούσε από τις βασιλικές αυλές του Βυζαντίου και του Ισλάμ, περνούσε από τις στρατιωτικές και πολιτικές αρχές των συνοριακών επαρχιών και έφθανε στους απλούς ανθρώπους – χριστιανούς και μουσουλμάνους. Σ’ ένα πνεύμα κατευνασμού των παθών, παρά τον θρησκευτικό φανατισμό και τη φιλοπόλεμη διάθεση που καλλιεργούνταν, οι ιθύνοντες της στρατιωτικής διπλωματίας και των δύο πλευρών συμπεριέλαβαν στο πλαίσιο της συγκεκριμένης προσέγγισης και τους κατοίκους των αραβο-βυζαντινών συνόρων. Επέτρεπαν σε συνοριακούς εκατέρωθεν πληθυσμούς να προσεγγίσουν τον ποταμό Λάμο και να παρακολουθήσουν εκ του σύνεγγυς όλες αυτές τις πρωτόγνωρες διπλωματικές διεργασίες της ανταλλαγής των αιχμαλώτων, οι οποίες αποτελούσαν αναντίρρητα ένα σημαντικό βήμα στην προσέγγιση των δύο αντιπάλων.[13]

Είναι αλήθεια ότι ένα από τα σπουδαιότερα κεφάλαια των αραβοβυζαντινών διπλωματικών σχέσεων έχει εγγραφεί στο περιεχόμενο των επίσημων ανταλλαγών και εξαγορών αιχμαλώτων, στις όχθες του ποταμού Λάμος, κοντά στην Ταρσό. Οι περισσότερες συμφωνίες και οι διαδικασίες των ανταλλαγών έχουν καταγραφεί από Άραβες ιστορικούς όπως, ο al-Masudi, ο al-Maqrizī, ο al-Tabarī, ο al-Balādhurī, και άλλοι.[14] Το περιεχόμενο της επιστολής του βυζαντινού αυτοκράτορα Ρωμανού Α΄ προς τον χαλίφη της Βαγδάτης al-Radī, το έτος 938, με αφορμή την ανταλλαγή αιχμαλώτων, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας αγωνιώδους προσπάθειας επικοινωνίας με τον αντίπαλο. Ο βυζαντινός ηγέτης εκφράζει την ευχή και την επιθυμία, μετά την ανταλλαγή, να προχωρήσουν στη σύσφιγξη των μεταξύ τους σχέσεων και στη συμφιλίωση των λαών τους.[15] Ανάλογη ανησυχία εκφράζει και o πατριάρχης Νικόλαος Α΄ προς τον χαλίφη al- Muqtadir για την κατάσταση των Κυπρίων αιχμαλώτων, και ταυτόχρονα διατυπώνει την επιθυμία και την ευχή του για συμφιλίωση των δύο κόσμων.[16] Το ίδιο ενδιαφέρον εκδήλωναν συχνά και οι αραβικές αρχές για την τύχη των μουσουλμάνων αιχμαλώτων, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τη διαμαρτυρία προς τις αρχές της Κωνσταντινούπολης του βεζύρη Alī bn-Isā για την κακομεταχείριση των Αράβων αιχμαλώτων, κατά τη σύντομη περίοδο της βασιλείας του Αλέξανδρου, αδελφού του Λέοντος Σοφού (911-912).[17]

Στο πλαίσιο των διαδικασιών για τη διεκπεραίωση των ανταλλαγών κορυφαίο ρόλο έπαιζαν οι πρεσβευτές. Και από τις δύο πλευρές επιλέγονταν ικανοί και ευέλικτοι αξιωματούχοι που διακρίνονταν για την ευφυία, τις γνώσεις και τον πολιτισμό τους,[18] με πιο γνωστούς από το Βυζάντιο τον Μεθόδιο,[19] τον Λέοντα Χοιροσφάκτη[20] και τον Κουρκούα[21] και από το χαλιφάτο τον έμπειρο και επιτυχημένο διπλωμάτη Naşir (Naşr) bn al- Azhar.[22]

Οι συνθήκες της εποχής και η γραφειοκρατία των δύο αυλών επέβαλαν τη μακρά, συνήθως, παραμονή των ξένων πρεσβευτών στις πρωτεύουσες των συνομιλητών τους, η οποία τους παρείχε την ευκαιρία όχι μόνο της απλής επικοινωνίας, αλλά και της ενημέρωσης για την βαθύτερη γνώση της κοινωνίας της «άλλης πλευράς.»[23] Αραβικές και βυζαντινές πηγές περιγράφουν την υποδοχή των πρέσβεων στις πρωτεύουσες των δύο αυτοκρατοριών ως μεγαλοπρεπή και ιδιαίτερα πομπώδη. Οι διοργανωτές της επεδίωκαν με κάθε τρόπο να εντυπωσιάσουν τους ξένους επισήμους για τον πλούτο της αυλής τους και τη δύναμη του ηγέτη τους.[24] Στο σημείο αυτό αξίζει ν’ αναφερθώ ενδεικτικά (τα παραδείγματα είναι πολλά) στην επιστολή του εμίρη της Αιγύπτου Muhammad ibn Tugj al-Ihsīd προς τον αυτοκράτορα Ρωμανό Λεκαπηνό, με αφορμή τη βυζαντινή πρεσβεία του 936-937. Στο περιεχόμενό της εκτυλίσσεται με λεπτομέρειες όλο το σκηνικό της υποδοχής και της φιλοξενίας των βυζαντινών πρεσβευτών στο παλάτι του εμίρη και αποκαλύπτεται ο ιδιαίτερος ρόλος τους στην αποκατάσταση ή την περαιτέρω σύσφιγξη των σχέσεων Βυζαντίου και Αράβων. Είναι πολύ χαρακτηριστική ως προς αυτό η φράση με την οποία ο εμίρης Muhammad, απευθυνόμενος στον αυτοκράτορα, κλείνει την επιστολή του: «επειδή εσύ εγκαινίασες σχέσεις φιλικές και ευγενικές μαζί μας αξίζεις να τις καλλιεργήσουμε και να κάνουμε ό,τι εξαρτάται από εμάς, ώστε να ικανοποιήσουμε τις ανάγκες σου και τις επιθυμίες σου.»[25]

Οι Βυζαντινοί, σύμφωνα με τη λεπτομερή περιγραφή του έργου «Περί της βασιλείου Τάξεως» του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, απέδιδαν μεγάλη σημασία στη φιλοξενία των Αράβων πρεσβευτών και στις εντυπώσεις που εκείνοι θα αποκόμιζαν από τη βυζαντινή πρωτεύουσα.[26] Στο συγκεκριμένο έργο γίνονται ειδικές αναφορές στους «φίλους Σαρακηνούς», τους οποίους υποδέχονταν στα σύνορα βυζαντινοί αξιωματούχοι και τους εγκαθιστούσαν στη συνέχεια στο πολυτελές οίκημα, το γνωστό από τον Πορφυρογέννητο μητᾶτον. Η συμμετοχή τους σε επίσημες αυλικές και κοινωνικές εκδηλώσεις, η πρόσκλησή τους σε επίσημα συμπόσια και η τιμητική θέση που καταλάμβαναν σε αυτά[27] καταδεικνύουν τη λειτουργία ενός ειδικού τιμητικού πρωτοκόλλου για τους Άραβες, στο οποίο ο Λέων ΣΤ΄ ενέταξε και Άραβες αιχμαλώτους, σύμφωνα με το περίφημο «Κλητορολόγιον» του Φιλoθέου, το οποίο ο δημιουργός του συνέγραψε στις αρχές του 10ου αιώνα.[28] Στο πλαίσιο αυτού του νεωτερισμού εντάσσεται αναμφίβολα η πρόσκληση και η συμμετοχή στις εκδηλώσεις του παλατιού και στις θρησκευτικές τελετές, του γνωστού, λόγιου Άραβα αιχμαλώτου Harūn bn-Yahyā. Ο Άραβας αιχμάλωτος αποκαλύπτει με ιδιαίτερη σαφήνεια και αξιοπιστία τους συμβολισμούς και τη σημειολογία των πρακτικών της βυζαντινής διπλωματίας στο μνημειώδες λογοτεχνικό έργο του «Περιγραφή της Κωνσταντινουπόλεως», στο οποίο έχει καταγράψει προσωπικές εμπειρίες και παρατηρήσεις από την περίοδο της αιχμαλωσίας του στην Κωνσταντινούπολη. Το έργο του Harūn bn-Yahyā αποτελεί, μαζί με το «Περί της βασιλείου τάξεως» του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, μία από τις σημαντικότερες πηγές για την ιστορική γεωγραφία της βυζαντινής πρωτεύουσας του 9ου και 10ου αιώνα. Η περιγραφή της αρχιτεκτονικής και του διάκοσμου του παλατιού και της Μεγάλης Εκκλησίας, οι θρησκευτικές και οι αυτοκρατορικές τελετές, η παρουσία και η συμμετοχή ξένων στα δρώμενα της βασιλικής αυλής, αντανακλούν, αναμφίβολα, την έκπληξη, το θαυμασμό αλλά και το δέος του παρατηρητή-συγγραφέα. Η γραπτή κατάθεση του Harūn bn-Yahyā με όλα τα συναισθήματα που προκαλεί η περιγραφή του, μεταφέρθηκε και μεταδόθηκε στον κόσμο των Αράβων μέσω του ομοεθνούς συγχρόνου του γεωγράφου, Ibn Rosteh, ο οποίος το διέσωσε, ενσωματώνοντάς το στο δικό του έργο «Kitab al-a laq al nafisā» (= «Livre des choses presieuses»)[29]. Τόσο η συγκεκριμένη πολύτιμη για τη βυζαντινή διπλωματία πηγή όσο και οι μαρτυρίες άλλων βυζαντινών και αραβικών πηγών που αναφέρονται στις διπλωματικές δραστηριότητες της βυζαντινής αυλής, προδίδουν ξεκάθαρα τις στρατηγικές και τους στόχους της αυτοκρατορίας για την αντιμετώπιση και την ειρηνική προσέγγιση του μεγαλύτερου, ίσως, έως τότε εχθρού της, ο οποίος διεκδικούσε με αξιώσεις τη θέση της στο παγκόσμιο σύστημα εξουσίας. Μέσω των περίπλοκων μηχανισμών και των περίτεχνων μεθόδων της, η βυζαντινή διπλωματία, ιδιαίτερα τον 10ο αιώνα, είχε εξαπολύσει έναν «πόλεμο» εντυπώσεων και μια «επίθεση» ιδεολογικής επιρροής, σε όλα τα επίπεδα, στον ευρύτερο αραβικό κόσμο: στη Δύση, στη Βόρεια Αφρική και κυρίως στην Ανατολή, διαδίδοντας την οικουμενική χριστιανική ιδεολογία της μέσα στους κόλπους του Ισλάμ και προβάλλοντας με κάθε τρόπο και μέσο τον υλικό πολιτισμό και τον πλούτο της βυζαντινής πρωτεύουσας, στα μάτια ανθρώπων της άρχουσας, κυρίως, τάξης των Αράβων, όπως ήταν για παράδειγμα οι πρεσβευτές καθώς και οι επώνυμοι και διάσημοι αιχμάλωτοι. Ως προσπάθεια ιδεολογικής παρέμβασης μπορεί να ερμηνευτεί και η ευνοϊκή μεταχείριση εκ μέρους των βυζαντινών αρχών των γνωστών στην αραβική κοινωνία, επώνυμων Αράβων αιχμαλώτων, όπως συνέβη στις περιπτώσεις του εμίρη της Κρήτης Abd al-Azīz (του γνωστού Κουρουπά), του ποιητή-διανοούμενου Αbū Firās, του προαναφερόμενου Harūn bn-Yahyā, παλαιότερα του Qabāth ibn-Razīn, κ. α.[30] Σε αυτό το πνεύμα, ενταγμένη σε ένα χριστιανικό πολιτισμικό πλαίσιο, λειτουργούσε και η συμβολική γλώσσα των βυζαντινών τελετών, όπως την προσέλαβε, χωρίς ενδεχομένως να την κατανοεί, ο αιχμάλωτος Harūn[31]. Ο θαυμασμός και η έκπληξή του από το τελετουργικό σύμπλεγμα των θριάμβων, των δημοσίων πομπών, των τελετών και των συμποσίων, όλα μέσα από μια θρησκευτική διάσταση, καταγεγραμμένα στο κείμενό του, όπως ο ίδιος τα βίωσε, φαίνεται να δικαιώνουν τους εμπνευστές και τους λειτουργούς του διπλωματικού γίγνεσθαι της βυζαντινής βασιλικής αυλής. Η ακριβής περιγραφή του αυτοκρατορικού ανακτορικού συγκροτήματος της Κωνσταντινούπολης από τον Harūn ibn Yahyā και οι εικόνες που μετέφεραν και μετέδιδαν στα αραβικά χαλιφάτα οι επιφανείς αιχμάλωτοι και οι υψηλοί αξιωματούχοι – πρεσβευτές του Ισλάμ, δεν άφησαν ασυγκίνητους τους Άραβες χαλίφηδες και τις αυλές τους. Με αφορμή τη βυζαντινή πρεσβεία του 917 στη Βαγδάτη, στην οποία οι Άραβες επεφύλαξαν μια από τις λαμπρότερες υποδοχές στους βυζαντινούς απεσταλμένους, καταγράφηκαν πολλές αφηγήσεις αυτοπτών μαρτύρων με την απαρίθμηση και την περιγραφή όλων των μερών του παλατινού συγκροτήματος των Αββασιδών, το οποίο, σύμφωνα με την ιστορία της Βαγδάτης του al-Hatīb al-Bagdādī,[32] ανταγωνίζονταν επάξια σε πλούτο και λαμπρότητα το βυζαντινό. Και ενώ για τους Αββασίδες δεν υπάρχουν συγκεκριμένα στοιχεία, πέραν των λογικών υποθέσεων, για το αν το τελετουργικό της αυλής τους ακολουθούσε βυζαντινά πρότυπα, δεν συμβαίνει το ίδιο με τους Φατιμίδες της Αιγύπτου. Κατά τον σπουδαίο αραβολόγο M. Canard, ο οποίος επιχείρησε μια συγκριτική μελέτη του βυζαντινού και του αραβικού τελετουργικού των Φατιμιδών, μέσα από τις διασωζόμενες πηγές των δύο πλευρών («Περί της βασιλείου τάξεως» του Πορφυρογέννητου και τους «πίνακες τελετών» του άραβα Maqrizi και των μεταγενέστερων Ibn al-Ma’ mūn και Ibn al-Tuwair)[33], υπάρχει συνέχεια στις διάφορες πτυχές του φατιμιδικού τελετουργικού, η οποία δικαιολογεί τη σύγκριση και οδηγεί στο συμπέρασμα ότι από τα τέλη του 10ου έως τον 12ο αιώνα, η αυτοκρατορία του Βυζαντίου και εκείνη των Φατιμιδών είναι πλέον οι δύο μόνες μεγάλες δυνάμεις της μεσογειακής Ανατολής. Οι Φατιμίδες, εντυπωσιασμένοι προφανώς από τις περιγραφές των Αράβων επισκεπτών της Κωνσταντινούπολης και τις παραγόμενες εικόνες, υιοθέτησαν και ενσωμάτωσαν στο τελετουργικό τους ορισμένα χαρακτηριστικά στοιχεία του βυζαντινού τελετουργικού, προκειμένου να ανταγωνισθούν σε λάμψη και σε δόξα τον «Ρωμαίον» αυτοκράτορα, όπως, αναμφίβολα και παρά την απουσία σχετικών πληροφοριών, το είχαν πράξει και οι Αββασίδες. Ο θαυμασμός και η έκπληξη που ένοιωθαν οι βυζαντινοί πρεσβευτές κατά την επίσκεψη και την παραμονή τους στο χαλιφάτο της Βαγδάτης, παραπέμπουν στον πλούτο και τη λαμπρότητα με την οποία, κατά πάσα πιθανότητα, περιβαλλόταν το παλάτι των Αββασιδών.[34]

Η βυζαντινή αυλή βέβαια, λειτουργώντας στο πλαίσιο ενός δαιδαλώδους παρασκηνίου και εφαρμόζοντας τις πολυσύνθετες πρακτικές της διπλωματίας της, δεν αρκούνταν στην έκθεση του υλικού και πνευματικού πλούτου της βυζαντινής πρωτεύουσας και στη δημιουργία εικόνων μόνο και εντυπώσεων. Μέσω των πρεσβευτών της επιχειρούσε και άλλες παρεμβάσεις με περιεχόμενο πολιτιστικό, κοινωνικό και ενίοτε ιδεολογικό. Για την πολιτιστική πολιτική που άσκησε το Βυζάντιο στις αυλές των χαλιφάτων, εκτός από τις περιστασιακές αναφορές Βυζαντινών και Αράβων συγγραφέων σε αμοιβαίες προσφορές δώρων, στη διάρκεια των διαφόρων διπλωματικών αποστολών, πληροφορίες παρέχει και μία άλλη αυθεντική πηγή, προερχόμενη, κατά τους μελετητές των βυζαντινο-αραβικών σχέσεων, από το αρχειακό υλικό των αραβικών βασιλικών αυλών. Πρόκειται για το περίφημο «Βιβλίο θησαυρών και δώρων» («Livre des Tresors et des Cadeaux»), το οποίο έχει χρονολογηθεί στα τέλη του 11ου αιώνα.[35] Περιέχει κατάλογο και περιγραφές των πολύτιμων δώρων που ανά τακτά διαστήματα αποστέλλονταν από βυζαντινούς αυτοκράτορες σε χαλίφηδες και εμίρηδες μέσω των πρεσβειών, κυρίως κατά τους 10ο και 11ο αιώνες. Ενδεικτικά, μπορούν ν’ αναφερθούν για τον 10ο αιώνα δύο αποστολές δώρων εκ μέρους των βυζαντινών αυτοκρατόρων προς Άραβες χαλίφηδες, ο κατάλογος και η περιγραφή των οποίων εμπεριέχεται στην προαναφερόμενη αραβική πηγή. Πρόκειται για τα πολύτιμα δώρα που απέστειλε ο Ρωμανός Λεκαπηνός στον χαλίφη της Βαγδάτης Al-Radī το έτος 938 και για εκείνα του Ιωάννη Τσιμισκή προς τον Φατιμίδη χαλίφη Al-Mu’ izz, μετά την είσοδό του στην Αίγυπτο το 973.[36]

Πρέπει να επισημανθεί ακόμη ότι πολιτιστική διπλωματία στους κόλπους των Αράβων ασκήθηκε από το Βυζάντιο και κατά τους προηγούμενους αιώνες, και μάλιστα από την αρχή της συγκρότησης του αραβικού χαλιφάτου. Αραβικές πηγές αναφέρουν ότι βυζαντινοί αυτοκράτορες απέστειλαν αρχιτέκτονες, τεχνίτες μωσαϊκών και υλικά για την ανέγερση και τη διακόσμηση των πρώτων παλατιών των χαλίφηδων, κυρίως όμως για τη διακόσμηση των τζαμιών της Μεδίνας και της Δαμασκού.[37] Η επιβίωση αυτών των διπλωματικών πρακτικών και κατά τους επόμενους αιώνες, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την αποστολή βυζαντινών τεχνιτών στην Cordova για την ψηφιδωτή διακόσμηση του μεγάλου τζαμιού της[38], αποτελεί την καλύτερη απόδειξη της συνέχισης των πολιτισμικών παρεμβάσεων της βυζαντινής αυλής, πάντοτε στο πνεύμα και το πλαίσιο μιας ευρύτερης διπλωματικής προσέγγισης.

 

Τα βυζαντινά στρατεύματα διώκουν τους άραβες, μικρογραφία του Ιωάννη Σκυλίτζη, β’ μισό του 13ου αιώνα. Biblioteca Nacional de España.

Τα βυζαντινά στρατεύματα διώκουν τους άραβες, μικρογραφία του Ιωάννη Σκυλίτζη,
β’ μισό του 13ου αιώνα. Biblioteca Nacional de España.

 

Αξίζει να επισημανθεί επίσης ότι στο πολιτισμικό και ιδεολογικό γίγνεσθαι των Αράβων, από την εμφάνιση του Ισλάμ, τόσο κατά τη διάρκεια της συγκρότησης και της ακμής των χαλιφάτων, όσο και κατά τους επόμενους αιώνες, συνέβαλαν και άλλοι παράγοντες, οι οποίοι δεν κατευθύνονταν απευθείας από τη βασιλική αυλή του Βυζαντίου. Από αραβικές κυρίως πηγές αντλούμε πληροφορίες για την αξιοποίηση βυζαντινών αιχμαλώτων, ιδιαίτερα στην αρχή της οργάνωσης του χαλιφάτου, σε τομείς της διοίκησης, των τεχνικών έργων, των οικονομικών υπηρεσιών, των γραμμάτων, κ.λπ.[39] Εξίσου σημαντική υπήρξε, επίσης, και η συμβολή των χριστιανικών κοινοτήτων (μονοφυσιτών, κοπτών και νεστοριανών), που παρέμειναν μετά την κατάληψη των εδαφών τους υπό αραβική κατοχή.[40] Τα μεγάλα κέντρα του Ελληνισμού, όπως ήταν η Αλεξάνδρεια, η Γάζα, η Βηρυτός, η Αντιόχεια, η Έδεσσα, η Νίσιβις, κ. ά., μετά την κατάληψή τους από τους Άραβες, από την πρώιμη ισλαμική εποχή, μετατράπηκαν σε πεδίο έντονων θεολογικών διαλόγων και αντιπαραθέσεων στο πλαίσιο μιας διαθρησκευτικής, διαπνευματικής προσέγγισης χριστιανισμού και ισλαμισμού, μέσω κυρίως της ελληνικής σκέψης και φιλοσοφίας.[41] Πνευματικοί άνθρωποι από τις υποδουλωμένες στους Άραβες χριστιανικές κοινότητες της Ανατολής μετέδωσαν και διέδωσαν, μέσω διπλών συνήθως μεταφράσεων, τα έργα των μεγάλων ελλήνων φιλοσόφων, ενώ άλλοι, εκούσια ή ακούσια, επιστρατεύθηκαν από τη νέα ανερχόμενη δύναμη της Ανατολής στο χτίσιμο της αυτοκρατορίας της, προσφέροντας την τεχνογνωσία και τις εμπειρίες τους στην οργάνωση της αυλής των χαλίφηδων, στη διπλωματία, στο εμπόριο, στις τέχνες, κ.λπ.[42]

Η κορυφαία πνευματική συνάντηση των Βυζαντινών με τους Άραβες έγινε τον 9ο αιώνα, όταν εκδήλωσαν από κοινού το ενδιαφέρον τους για την αναβίωση της κλασικής ελληνικής επιστήμης και φιλοσοφίας.[43] Κλασικά ελληνικά έργα, από τα δύο προαναφερόμενα πεδία, μεταφράσθηκαν στα αραβικά κατά την περίοδο της χαλιφίας των Αββασιδών στο μεγάλο διεπιστημονικό κέντρο της Βαγδάτης, στον «Οίκο της Σοφίας».[44] Το γεγονός αυτό υπήρξε αναμφίβολα η μεγαλύτερη και ουσιαστικότερη προσέγγιση Βυζαντινών – Αράβων, στο πνευματικό και επιστημονικό πεδίο, με πρωτοβουλία του γνωστού λάτρη της κλασικής αρχαιότητας, του χαλίφη al Ma’mun και τη συμμετοχή και συνεργασία βυζαντινών μοναχών και πνευματικών ανθρώπων της Συρίας και της Μεσοποταμίας, πιθανότατα με την παρότρυνση και τη βοήθεια της βυζαντινής αυλής.[45] Αξίζει να υπενθυμίσω στο σημείο αυτό την αλληλογραφία του χαλίφη al Ma’mūn και του βυζαντινού αυτοκράτορα Θεόφιλου, με αφορμή τον μεγάλο βυζαντινό διανοούμενο Λέοντα Μαθηματικό, τον οποίο ο πρώτος διεκδικούσε ειρηνικά από τη βυζαντινή αυλή, προκειμένου να μεταδώσει τις γνώσεις του στο χαλιφάτο. [46] Εκτός όμως από την κλασική φιλοσοφία και τις ελληνικές επιστήμες, στον αραβικό κόσμο διείσδυσε εν μέρει και η βυζαντινή λογοτεχνική παραγωγή σε τομείς, όπως ήταν τα νομικά κείμενα, τα στρατιωτικά εγχειρίδια, και σε ορισμένες περιπτώσεις η ιστοριογραφία. Αυτό προκύπτει από τη συνολική ή την αποσπασματική διάσωση ορισμένων αραβικών κειμένων, τα οποία αποτελούν μεταφράσεις ή προσαρμογές από αντίστοιχα βυζαντινά, όπως είναι ο «Νόμος Ροδίων»[47], ο «Πρόχειρος Νόμος»[48], τα «Ναυμαχικά»[49] και άλλα στρατιωτικά εγχειρίδια, καθώς και ορισμένα δάνεια από βυζαντινές χρονογραφίες, προσαρμοσμένα σε αραβικά χρονικά, με πιο αντιπροσωπευτική περίπτωση την ιστορία του al- Tabarī.[50] Σχετικά με την αντιμετώπιση, από τις δύο αυλές, των πρεσβευτών οι οποίοι αποτελούσαν τους βασικούς παράγοντες προσέγγισης, είναι γνωστό ότι το status των μουσουλμάνων πρεσβευτών στη βυζαντινή πρωτεύουσα βασιζόταν, γενικά, στην κλασική παράδοση περί φιλοξενίας και στη χριστιανική αντίληψη περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το status, αντίστοιχα, των βυζαντινών απεσταλμένων στις διάφορες αραβικές πρωτεύουσες ήταν πιο περίπλοκο και περιείχε διάφορα στάδια και επίπεδα, όπως αυτά ορίζονταν από τους κανόνες του μουσουλμανικού δικαίου. Κοινή συνισταμένη, ωστόσο, όλων των νομικών φάσεων της υποδοχής και της παραμονής τους στο χαλιφάτο ήταν η προστασία και η γενναιόδωρη φιλοξενία, καθώς επίσης και η αντιμετώπισή τους ως ιερά πρόσωπα, όπως συνέβαινε σε όλα τα πολιτισμένα «έθνη» της εποχής εκείνης.[51] Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι στο σύνολο των πρεσβειών που αντηλλάγησαν μεταξύ Βυζαντινών και Αράβων, κατά την περίοδο που εξετάζουμε, περιλαμβάνονται ορισμένες αποστολές με περιεχόμενο καθαρά πολιτιστικό. Η προσφορά από τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο, μέσω πρεσβειών, της «Παγκόσμιας Ιστορίας» του Ορόσιου και του εγχειριδίου «Περί βοτανικής» των Διοσκουρίδων προς τον χαλίφη της Cordova, το αίτημα του χαλίφη της Βαγδάτης al- Ma’mūn προς τον αυτοκράτορα Θεόφιλο, μέσω ειδικής πρεσβείας, να αποστείλει στην αυλή του τον Λέοντα Μαθηματικό, παρόμοιο με εκείνο του βυζαντινού αυτοκράτορα Νικηφόρου Α΄ προς τον χαλίφη Hārūn ar-Rashīd να αποστείλει στη βυζαντινή πρωτεύουσα τον άραβα ποιητή Abū’ l-Atāhiya,[52] η αποστολή καλλιτεχνών και καλλιτεχνικών υλικών (μωσαϊκών, μαρμάρων, όνυχα κ. λπ.) από το Βυζάντιο προς τα διάφορα χαλιφάτα για την ανέγερση και τη διακόσμηση παλατιών και τζαμιών, αποτελούν αναφορές που υποδηλώνουν στοχευμένες παρεμβάσεις της βυζαντινής αυλής, σε μια προσπάθεια προσέγγισης των δύο κόσμων, μέσω των γραμμάτων, του πολιτισμού και της τέχνης, οι οποίες ξεπερνούσαν τα στενά όρια των τυπικών διπλωματικών σχέσεων.[53]

Στο θρησκευτικό και ιδεολογικό πεδίο, το Βυζάντιο και το Ισλάμ, παρά τις μεγάλες διαφορές των δύο θρησκειών, μοιράζονταν μια κοινή κοσμοαντίληψη, μια κοινή θεολογική ενόραση της ανθρώπινης ιστορίας με παρόμοια ηθικά επίπεδα ως προς την επίγεια δικαιοσύνη και τη μετά θάνατο ζωή.[54] Από πολύ νωρίς άλλωστε, και συγκεκριμένα από την εποχή των Ομμεϊάδων, οι ίδιοι οι χαλίφηδες και ορισμένοι άνθρωποι της αυλής τους είχαν εκδηλώσει ενδιαφέρον για τον χριστιανισμό και έθεταν ερωτήματα σχετικά με το θεολογικό περιεχόμενο και τη φιλοσοφία του. Σχετικά με την διαθρησκευτική επικοινωνία Βυζαντινών και Αράβων στην αναζήτηση πνευματικών συγκλίσεων και αποκλίσεων, είναι χαρακτηριστικά τα παρακάτω παραδείγματα: ο διάλογος μεταξύ του Στέφανου Βυζάντιου και ενός Άραβα διανοούμενου στα μέσα του 9ου αιώνα για τη θέση των δύο θρησκειών απέναντι στις ανθρωποκτόνες πράξεις[55], η μυθιστορηματική αφήγηση του Άραβα αιχμαλώτου στην Κωνσταντινούπολη Quabāth bn-Razīn, (διεσώθη από τον ομοεθνή του al-Tanūkhi, 10ος αι., στο έργο του «La delivrance après l’angoisse»), για τον θεολογικού περιεχομένου διάλογο που είχε ο ίδιος με τον πατριάρχη, με πρωτοβουλία του βυζαντινού αυτοκράτορα,[56] καθώς και οι αναφορές του αιχμάλωτου ποιητή Abū- Firās, στην ποιητική συλλογή του Rūmmiyyāt (οι Έλληνες), για έναν παρόμοιο διάλογο που διεξήγαγε με τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά.[57] Αξιοσημείωτο επίσης και ενδεικτικό της προσπάθειας προσέγγισης Βυζαντίου και Ισλάμ, είναι το επεισόδιο της επίσκεψης ενός Άραβα διανοούμενου, κατ’ επιθυμίαν του χαλίφη Wātiq αλλά κατά παρέκλιση των αρχών της βυζαντινής διπλωματίας, στο σπήλαιο των επτά κοιμωμένων στην Έφεσο, μια σκηνή της χριστιανικής μυθολογίας, που φιγουράρει χαρακτηριστικά στο κοράνι.[58] Επομένως παρά τις μακρές περιόδους πολέμου και σκληρών συγκρούσεων και παρά τη διάσταση που χαρακτήριζε τις δύο θρησκείες, υπήρχαν ή δημιουργούνταν οι προϋποθέσεις περιστασιακών, έστω, συνεργασιών των δύο αυτοκρατοριών σε τομείς όπως ο πολιτισμός, η θεολογία, η επιστήμη, η τέχνη και άλλα τεχνικά εγχειρήματα.

Ολοκληρώνοντας, πρέπει να σημειωθεί ότι τα επεισόδια των ειρηνικών αραβο-βυζαντινών σχέσεων είναι πολλά και ως εκ τούτου είναι αδύνατο να συμπεριληφθούν σε μια μελέτη. Από τα παραδείγματα, ωστόσο, στα οποία έγινε αναφορά μπορούν να εξαχθούν κάποια ενδεικτικά συμπεράσματα.

Ως προς το ζήτημα των αιχμαλώτων, που αποτέλεσε βασικό σημείο αναφοράς στην παρούσα μελέτη, φαίνεται ότι ο θεσμός των επίσημων ανταλλαγών ή εξαγορών λειτούργησε και για τις δύο πλευρές ως στοιχείο τακτικής και συνέβαλε ουσιαστικά στη διατήρηση μιας κάποιας πολιτικής ισορροπίας ανάμεσα στις δύο δυνάμεις. Από την άλλη, ο νεωτερισμός αυτός, μοχλός πίεσης στην ανάπτυξη ενός διαρκούς διαλόγου, χάραξε διαύλους επικοινωνίας σε όλα τα επίπεδα της πολιτικής και κοινωνικής ζωής των δύο κόσμων.

Όσον αφορά τον γενικό πίνακα των διπλωματικών αραβο-βυζαντινών σχέσεων, αυτές φαίνεται ότι κινήθηκαν σε δύο άξονες: α) στον άξονα μιας αυστηρά θεσμοθετημένης διπλωματίας, στο πλαίσιο της οποίας περιλαμβάνονταν η αποστολή πρέσβεων, επιστολών, δώρων και ενίοτε αιχμαλώτων, με σκοπό τη διαπραγμάτευση συνθηκών ειρήνης, ανακωχών και ανταλλαγών ή εξαγορών αιχμαλώτων· και β) στον άξονα μιας πιο χαλαρής και ελεύθερης διπλωματίας, εθιμικού κυρίως χαρακτήρα, στο περιεχόμενο της οποίας εγγράφονται πολιτιστικές δράσεις, ευνοϊκές συμπεριφορές έναντι ορισμένων προσώπων και από τις δύο πλευρές,[59] αλλά ακόμη και προσπάθειες ανάπτυξης πνευματικού και θρησκευτικού διαλόγου, στο πλαίσιο της ίδιας της διαφορετικότητας των θρησκευτικών αντιλήψεων των δύο κόσμων.[60] Επομένως, ο ίδιος ο πόλεμος και οι συνέπειές του – εξίσου σκληρές και επώδυνες και για τις δύο πλευρές – και η εκατέρωθεν αναγνώριση του αντιπάλου ως ισότιμου, υπήρξαν οι σταθερές πάνω στις οποίες οικοδομήθηκαν, παράλληλα με τις εχθρικές, οι ειρηνικές ή οι φιλικές ενίοτε σχέσεις της βυζαντινής αυλής και του αραβικού χαλιφάτου.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] A. A. Vasiliev, Byzance et les Arabes: La dynastie macédonnienne (867-959), II-1, Βρυξέλλες 1950, 420-423; M. Canard, Les sources arabes de l’histoire byzantine aux confins des Xe et XIe siecles, Melanges R. Janin. Revue des Etudes Byzantines 19 (1961), 287-289 [=Variorum Reprints, Byzance et les musulmans du Proche Orient, Λονδίνο 1973, XVII]; Amin Tibi, Byzantine-Fatimid relations in the reign of Al-Mu’iiz li-Din (953-975 A. D.) as reflected in primary arabic sources, Graeco-arabica 4 (1991), appendix II, 102.

[2] Λέοντος Σοφού Τακτικά, έκδ. G. Dennis,The Taktika of Leo VI (text, translation, and commentary), Ουάσιγκτον 2010, 444. Πρβλ. Γ. Μιχαηλίδης-Νουάρος, Ο δίκαιος πόλεμος κατά τα Τακτικά του Λέοντος του Σοφού, Σύμμεικτα Σεφεριάδου, Αθήνα 1961, 411-434.

[3] Canard, Les sources arabes, 287; Tibi, Byzantine-Fatimid relations, appendix III, 104.

[4] Σοφία Πατούρα-Σπανού, Χριστιανισμός και παγκοσμιότητα στο πρώιμο Βυζάντιο. Από τη θεωρία στην πράξη, Αθήνα 2008, 29-128.

[5] J.H. Jenkins – L.G. Westerink, Nicholas I Patriarch of Constantinople Letters, [CFHB VI], Dumbarton Oaks, Ουάσιγκτον 1973, 2.

[6] G. Dennis, The Taktika of Leo VI, 474-480; Πρβλ. G. Dagron «Ceux d’en face». Les peuples étrangers dans les traites militaires byzantins, Traveaux et Memoires 10 (1987), 223; J.F. Haldon, Recruitement and Conscription in the Byzantine Army c. 550-950. A study on the origins of the Stratiotika Ktemata (Oster. Akad. d. Wissenschaften Phil.-hist. Kl. Sitzungsber., 357 bd.), Βιέννη 1979, 48 κ ε.

[7] Nike Koutrakou, The image of the Arabs in middle-byzantine Politics. A study in the Enemy principle (8th-10th centuries), Graeco-arabica 5 (1993), 215.

[8]  G. Dagron, Apprivoiser la guerre. Byzantins et Arabes ennemis intimes, στον τόμο Το εμπόλεμο Βυζάντιο 9ος-12ος αι. (Byzantium at war), Αθήνα 1997, 37.

[9] H. Kennedy, Byzantine-Arab Diplomacy in the Near East from the Ιslamic Conquests to the Mid-eleventh Century, έκδ. J. Shepard – S. Franklin, Byzantine Diplomacy, Variorum 1992, 137.

[10] Η συμβολή των βυζαντινών αιχμαλώτων, σύμφωνα με τις αραβικές πηγές, υπήρξε πολύ σημαντική, από τους πρώτους αιώνες της αραβικής εξάπλωσης, στην οργάνωση του χαλιφάτου και τη μεταφορά τεχνογνωσίας σε όλα τα επίπεδα. Μαζί με τις χριστιανικές κοινότητες της Συρίας και της Αιγύπτου (μονοφυσιτικές και κοπτικές), οι αιχμάλωτοι πολέμου χρησιμοποιήθηκαν και αξιοποιήθηκαν στη μετάδοση της γνώσης των επιστημών και της κλασικής φιλοσοφίας, αλλά κυρίως στο χτίσιμο της αυτοκρατορίας του Ισλάμ σε τομείς όπως ήταν η διοίκηση, η διπλωματία, το εμπόριο, οι τέχνες, οι οικιακές εργασίες, κ. λπ. (βλ. J. Meyendorff, Byzantine Views of Islam, DOP 18 (1954), 113; Maria Campagnolo-Pothitou, Les échanges de prisoniers entre Byzance et l’Islam aux IXe-Xe siècles, Journal of Oriental and African Studies 7 (1995), 24; Milka Andonova-Hristova, Modéles historiques de coexistence pacifique entre musulmans et chrétiens orthodoxes pendant les periodes byzantine et post-byzantine, Byzantinoslavica 61 (2003), 229-239.

[11] Kennedy, Byzantine-Arab Diplomacy, 139. O Tabarī, μέσα από την εξιστόρηση της πρεσβείας του Άραβα απεσταλμένου και των διαπραγματεύσεων που διεξήχθησαν στη βυζαντινή αυλή, μας παρέχει μια ακόμη πολύ σημαντική πληροφορία. Πρόκειται για την παρουσία ελλήνων διερμηνέων στη διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων, οι οποίοι γνώριζαν την αραβική γλώσσα από την περίοδο της αιχμαλωσίας και της υπηρεσίας τους πιθανότατα σε κάποιους υψηλόβαθμους αξιωματούχους του χαλιφάτου (στο ίδιο, 140).

[12] R. A. Khouri al Odetallah, Άραβες και Βυζαντινοί: το πρόβλημα των αιχμαλώτων πολέμου, Θεσσαλονίκη 1983, 68-87· Campagnolo-Pothitou, Les échanges, 29-30.

[13] A.A. Vasiliev, Byzance et les Arabes II-2, la dynastie macédonienne (867-959), Extraits des sources arabes (μτφ. Marius Canard), Βρυξέλλες 1950, 117. Πρβλ. Fr. R. Trombley, The Arabs in Anatolia and the Islamic Law of War (fiqh al-jihad) Seventh-Tenth Centuries, Al-Masãq, (Islam and the Medieval Mediterranean) 23/1 (2011), 151 και Σοφία Πατούρα, Οι αχμάλωτοι ως παράγοντες επικοινωνίας και πληροφόρησης (4ος-10ς αι.), Αθήνα 1994, 137-138.

[14] Campagnolo-Pothitou, Les échanges, 7-8, 30.

[15] Vasiliev, Byzance et les Arabes II-1, 425-430; Khouri al Odetallah, Άραβες και Βυζαντινοί, 69-70.

[16] Jenkins – Westerink, Nicholas I Patriarch, 2-16· πρβλ. C. P. Kyrris, The nature of arab-byzantine relations in Cyprus from the middle of the 7th to the middle of the 10th century A. D. Graeco-arabica 3 (1984), 152-153.

[17] Στην περίοδο της χαλιφίας του al-Muqtadir, ο βεζύρης του Alī bn-Isā απέστειλε στην Κωνσταντινούπολη πρεσβεία, συνοδευόμενη από τους πατριάρχες Ιεροσολύμων και Αντιοχείας, με σκοπό να διερευνήσουν τις συνθήκες διαβίωσης και τη μεταχείριση που είχαν από τους Βυζαντινούς οι μουσουλμάνοι αιχμάλωτοι της βυζαντινής πρωτεύουσας (M. Canard, Extaits des sources arabes, στο A.A. Vasiliev, Byzance et les Arabes II-2, 286-291).

[18] A. Toynbee, Constantine Porphyrogenitus and his World, Λονδίνο 1973, 390-393.

[19] Ο σλαβονικός Βίος των ιεραποστόλων αδελφών Κύριλλου και Μεθόδιου παραδίδει την πληροφορία σχετικά με την πρεσβεία του Μεθόδιου στη Βαγδάτη το έτος 851· βλ. Fr. Dvornik, Les legendes de Constantin et de Methode vues de Byzance, Πράγα 1969/2, 69 κ.ε.

[20] Ο Λέων Χοιροσφάκτης, επικεφαλής της πρεσβείας του 908 στη Βαγδάτη, επέδωσε κατά τον ιστορικό al-Tabarī ιδιόγραφη επιστολή του αυτοκράτορα Λέοντος ΣΤ΄, μέσω της οποίας του πρότεινε ανταλλαγή αιχμαλώτων και του ζητούσε να αποστείλει στη βυζαντινή πρωτεύουσα έναν Άραβα πρεσβευτή προκειμένου να συγκεντρώσει τους μουσουλμάνους αιχμαλώτους. Η ανταπόκριση του χαλίφη υπήρξε άμεση, λόγω κυρίως της ευελιξίας και των διαπραγματευτικών ικανοτήτων του Χοιροσφάκτη, όπως επισημαίνει ο Άραβας ιστορικός· (Vasiliev, Byzance et les Arabes II-1 132-139· G. Kolias, Léon Choerosphactès, magister, proconsul et patrice, Αθήνα 1939).

[21] Βλ. Vasiliev, Byzance et les Arabes II-1, 316.

[22] Ο al-Tabarī, στην περιγραφή της πρεσβείας του Naşir στην Κωνσταντινούπολη το έτος 860-861 για τη διαπραγμάτευση μιας ανταλλαγής αιχμαλώτων αναφέρεται στο επεισόδιο που προκλήθηκε στη βυζαντινή αυλή από την άρνηση του Άραβα πρεσβευτή να ακολουθήσει το πρωτόκολλο σύμφωνα με το οποίο όφειλε να αλλάξει την ενδυμασία του και να προσκυνήσει τον αυτοκράτορα. Το επεισόδιο αυτό αποτελεί ένδειξη της ισχύος του συγκεκριμένου προσώπου και της υψηλής θέσης που κατείχε στο χαλιφάτο (Vasiliev, Byzance et les Arabes I, La dynastie d’Amorium [820-867], Βρυξέλλες 1935, 320, όπου και η μετάφραση του σχετικού χωρίου ).

[23] Πατούρα, Οι αιχμάλωτοι ως παράγοντες, 141.

[24] Στο ίδιο, 141-143.

[25] M. Canard, Une lettre de Muhammad ibn Tugj al-Ihsīd émir d’Egypte a l’empereur Romain Lécapène, Annales de l’Institut d’Etudes Orientales de la Faculté des Lettres d’Alger (AIEO) 2, Αλγέρι 1936 [= Variorum Reprints, Byzance et les musulmans du Proche Orient, Λονδίνο 1973, VII].

[26] Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, Περί της βασιλείου Τάξεως, έκδ. J.J. Reiske, Constantini Porphyrogeniti Imperatoris De cerimoniis aulae byzantinae [CSHB 2], Βόννη 1829-1830, 570-592.

[27] Στο ίδιο, 399, 401, 570-592· πρβλ. M. Canard, Les relations politiques et sociales entre Byzance et les Arabes, DOP 18 (1964), 36-37 [= Variorum Reprints, Byzance et les musulmans du Proche Orient, Λονδίνο 1973, XIX]· L. Douglas – J. Shepard, A double life: placing the peri presbeon, Byzantinoslavica 52 (1991), 34-35.

[28] Σύμφωνα με το νεωτερισμό που εισήγαγε ο Λέων ΣΤ΄ Σοφός με το «Κλητορολόγιον» του Φιλοθέου, στα επίσημα συμπόσια που πραγματοποιούνταν στη βυζαντινή πρωτεύουσα κατά τις εορτές της χριστιανοσύνης προσκαλούνταν και μουσουλμάνοι αιχμάλωτοι, στη θέση ενδεχομένως των απόντων πρεσβευτών (βλ. N. Oikonomides, Les listes de Préséance byzantines des IXe et Xe siècles (Introduction, Text, Traduction et Commentaire), Παρίσι 1972; Liliana Simeonova, In the depths of tenth-century byzantine ceremonial: the treatment of Arab prisoners of war at imperial banquets BMGS 22 (1998), 75-104.

[29] A.A. Vasiliev, Harūn ibn-Yahyā and his description of Constantinople, Seminarium Kondakovianum 5 (1932), 149-153· Πατούρα, Οι αιχμάλωτοι, 103-110.

[30] Πατούρα, Οι αιχμάλωτοι, 93-110 και 121-123.

[31] Simeonova, In the depths, 95-98.

[32] Canard, Bagdât au IVe siècle de l’hégire, 271; Campagnolo-Pothitou, Les échanges, 42.

[33] M. Canard, Le cérémonial fatimite et le cérémonial byzantin: essai de comparaison, Byzantion 21 (1951), 415-417 [=Variorum Reprints, Byzance et les musulmans du Proche Orient, Λονδίνο 1973, XIV].

[34] M. Canard, Bagdât au IVe siecle de l’hégire, 271-272.

[35] M. Canard, Les sources arabes de l’histoire byzantine aux confins des Xe et XIe siècles, Mélanges R. Janin. Revue des Etudes Byzantines 19 (1961), 289-290 [= Variorum Reprints, Byzance et les Musulmans du Proche Orient, Λονδίνο 1973, XVII].

[36] Στο ίδιο, 290. Πρόκειται πιθανότατα για την πρεσβεία που απεστάλη από τον βυζαντινό αυτοκράτορα στον χαλίφη Al- Mu’ izz, μετά την κατάληψη του χαλιφάτου της Αιγύπτου και τη μεταφορά της αυλής του από τη βόρεια Αφρική στο Κάιρο, της οποίας ηγείτο κάποιος Νικόλαος (βλ. Amin Tibi, Byzantine-Fatimid relations, 97.

[37] Kennedy, Byzantine-Arab diplomacy, 135.

[38] Ε. Levi-Provencal, Histoire de l’Espagne musulmane II, (Παρίσι 1950), 143-153 και ΙΙΙ (Παρίσι 1967), 393.

[39] Campagnolo-Pothitou, Les échanges des prisoniers, 24.

[40] Από τις χριστιανικές κοινότητες των μονοφυσιτών και των νεστοριανών, Άραβες αξιωματούχοι προσέλαβαν δούλους, διπλωμάτες και γραμματείς, εμπόρους και επιχειρηματίες, πρόθυμους να συμβάλουν στο χτίσιμο της αυτοκρατορίας των Αράβων (Meyendorff, Byzantine Views, 115).

[41] I. Shahid, Byzantium and the Islamic World, στον τόμο (έκδ. Angeliki E. Laiou – H. Maguire) Byzantium: A World Civilisation, Dumbarton Oaks, 1992, 50-51.

[42] Kennedy, Byzantine-Arab diplomacy, 135. C. E. Bosworth, Byzantium and the Arabs: war and peace between two world civilisations, Journal of Oriental and African Studies 3-4 (1991-1992), 18-20 (= The Arabs, Byzantium and Iran: Studies in Early Islamic History and Culture, Variorum 1996, XIII).

[43] Η ακτινοβολία του Ελληνισμού, ο οποίος αναβίωσε κατά την περίοδο της εικονομαχίας και αγκάλιασε προοδευτικά όλους τους τομείς των αρχαίων γραμμάτων – ποίηση, θέατρο, ρητορική, ιστορία, θετικές επιστήμες και φιλοσοφία – δεν έλαμψε μόνο στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας αλλά επεκτάθηκε και έξω από τα σύνορά της με ξεχωριστή επίδραση στον ισλαμικό κόσμο και, κυρίως, στις ηγετικές του τάξεις (βλ. B. Hemmerdinger, Une mission scientifique arabe a l’origine de la renaissance iconoclaste, BZ 55 [1962], 66· P. Lemerle, Ο πρώτος βυζαντινός Ουμανισμός, μτφ. Μ. Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, Αθήνα 1985/2, 35· Shahid, Byzantium and the Islamic World, 49-60.

[44] Lemerle, Ο πρώτος βυζαντινός Ουμανισμός, 35, σημ. 9. Σχετικά με τους τύπους των μεσαιωνικών μεταφράσεων από την ελληνική στην αραβική γλώσσα και τη γενικότερη μεταφραστική δραστηριότητα στο χαλιφάτο των Αββασιδών, βλ. N. Serikoff, Ancient Greece and Byzantium through Arabic Eyes, Byzantinoslavica 54/1 (1993), 198-201· Πατούρα, Οι αιχμάλωτοι, 76-77.

[45] A. Toynbee, Constantine Porphyrogenitus and his World, Λονδίνο 1973, 389.

[46] Αφορμή για την αλληλογραφία του χαλίφη al-Ma’mūn με τον βυζαντινό αυτοκράτορα Θεόφιλο υπήρξε η παρουσία στην αυλή του χαλίφη κάποιου διανοούμενου βυζαντινού αιχμάλωτου, άλλοτε μαθητή του Λέοντος του Φιλόσοφου ή Μαθηματικού. Στο 4ο βιβλίο της Συνέχειας του Θεοφάνη, την οποία ακολουθεί πιστά σχεδόν ο Κεδρηνός, διασώζεται η παράδοση που αναφέρεται στη ζωή και τη διδασκαλία του Λέοντος του Μαθηματικού, στην αιχμαλωσία του μαθητή του από τους Άραβες και στη συνάντηση του τελευταίου με τον ίδιο τον χαλίφη Ma’mūn· (Θεοφάνους Συνεχιστής, έκδ. I. Bekker, Theοphanis Continuatus, [CSHB], Βόννη 1838, 165-191 και Κεδρηνός, Σύνοψις Ιστοριών, έκδ. I. Bekker, Georgii Cedreni Compendium Historiarum II, [CSHB], Βόννη 1839, 166-169· πρβλ. Lemerle, Ο πρώτος βυζαντινός Ουμανισμός, 130-134).

[47] V. Christides, Raid and Trade in the Eastern Mediterranean: A treatise by Muhammad bn. ‘Umar: the Faqīh from occupied moslem Crete and the Rhodian Sea Law: two parallel texts, Graeco-arabica 5 (1993), 63-94 και D. G. Letsios, Sea trade as illustrated in the «Rhodian Sea Law» with special reference to the reception of its norms in the Arabic Ecloga, Graeco-arabica 6 (1995), 209-225.

[48] J. Pahlitzsch, The translation of the byzantine Procheiros Nomos into arabic: techniques and cultural context, Byzantinoslavica 65 (2007), 19-29.

[49] V. Christides, Naval warfare in the Eastern Mediterranean (6th-14th centuries). An arabic translation of Leo VI’s Naumachica, Graeco-arabica 3 (1984), 137-143.

[50] S. Franklin – Maria Mauroudi, Graeco-slavic and graeco-arabic translation. Movements and their cultural implications: problems and possibilities of comparison, Byzantinoslavica 65 (2007), 57-67.

[51] C.E. Bosworth, Byzantium and the Arabs, 6; Canard, Les relations politiques, 37-38.

[52] Βλ. M. Canard, La prise d’Héraclée et les relations entre Hārūn ar-Rashīd et l’empereur Nicéphore Ier, Byzantion 32 (1962), 366-371 [= Variorum Reprints, Byzance et les musulmans du Proche Orient, London 1973, XVIII].

[53] Canard, Les relations politiques et sociales, 36; Πατούρα, Οι αιχμάλωτοι, 78-81. Στην πολιτιστική διπλωματία περιλαμβάνονταν ασφαλώς και τα πολύτιμα δώρα που ανταλλάσσονταν μέσω των πρέσβεων αλλά και το εμπόριο που ασκούσαν ελεύθερα οι επίσημοι απεσταλμένοι, Βυζαντινοί και Άραβες, κατά την παραμονή τους στις πρωτεύουσες των δύο αυτοκρατοριών.

[54] C. E. Bosworth, Byzantium and the Arabs, 18.

[55] D. Krausmuller, Killing at God’s Command: Niketas Byzantios’ Polemic against Islam and the Christian Tradition of Divinely Sanctioned Murder, Al-Masāq (Islam and the Medieval Mediterranean) 16/1 (2004), 163-170.

[56] M. Canard, Les aventures d’un prisonnier arabe et d’un patrice byzantin à l’epoque des guerres bulgaro-byzantines, Récit tiré de Tanūkhi (Xe siècle), al Faradj ba’ d ash-shidda, la delivrance après l’angoisse, DOP 11 (1956), 51-72 και Πατούρα, Οι αιχμάλωτοι ως παράγοντες, 97-103.

[57] M. Canard, Extraits… στο A. A. Vasiliev, Byzance et les Arabes II-2, 349-350. Στις σελίδες 353-370 περιλαμβάνονται τα μεταφρασμένα αποσπάσματα από το Diwan του Άραβα ποιητή, από ποιήματά του όμως που αναφέρονται σε γεγονότα μέχρι το 959· πρβλ. Πατούρα, Οι αιχμάλωτοι ως παράγοντες, 93-97.

[58] A. A. Vasiliev, Byzance et les Arabes I, 8, 12 και Toynbee, Constantine Porphyrogenitus, 389.

[59] Πατούρα, Οι αιχμάλωτοι ως παράγοντες, 22-26, 83-124, όπου οι πηγές και η βιβλιογραφία.

[60] C. E. Bosworth, The «protected peoples» (christ.ians and Jews) in medieval Egypt and Syria, στο Bulletin of the John Rylands University Library of Manchester 1979, 11-35 [= Variorum, The Arabs, Byzantium and Iran. Studies in Early Islamic History and Culture, Λονδίνο 1996, VII]· J. Meyendorff, Byzantine views of Islam, DOP 18 (1964), 115-132· Shahid, Byzantium and the Islamic World, 50-51.

Σοφία Πατούρα- Σπανού                                        

Διευθύντρια Ερευνών/Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών

Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών


Στο:Άρθρα - Μελέτες - Εισηγήσεις, Ελεύθερο Βήμα Tagged: al-Mu'iiz, Argolikos Arghival Library History and Culture, Άραβες, Άρθρα, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Αββασίδες, Βυζάντιο, Διπλωματία, Ελεύθερο Βήμα, Ιστορία, Λέων ΣΤ΄, Πόλεμος, Πατούρα Σοφία, War and diplomacy

Ομιλία στον Προοδευτικό Σύλλογο Ναυπλίου «Ο Παλαμήδης» με θέμα: «Η παρουσία και η επαγγελματική δραστηριοποίηση των Αρμενίων στο Ναύπλιον κατά την πεντηκονταετία 1920 – 1970».

$
0
0

Ομιλία στον Προοδευτικό Σύλλογο Ναυπλίου «Ο Παλαμήδης» με θέμα: «Η παρουσία και η επαγγελματική δραστηριοποίηση των Αρμενίων στο Ναύπλιον κατά την πεντηκονταετία 1920 – 1970».


 

O Προοδευτικός Σύλλογος Ναυπλίου «Ο Παλαμήδης» έχει την τιμή και την ευχαρίστηση να σας αναγγείλει, ότι  την Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2016   και ώρα 7 μ.μ. στη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Ναυπλίου «Ο Παλαμήδης», Κωλέττη 3 στο Ναύπλιο, θα μιλήσει: η Χαρά Κοσιγιάν, Σύμβουλος Φιλολόγων Δ/θμιας Εκπαίδευσης Δωδεκανήσου, με θέμα:

«Η παρουσία και η επαγγελματική δραστηριοποίηση των Αρμενίων στο Ναύπλιον κατά την πεντηκονταετία 1920 – 1970».

 

Χαρά Κοσεγιάν  


 

Χαρά Κοσεγιάν

Χαρά Κοσεγιάν

Η Χαρά Κοσεγιάν – Φιλόλογος, διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών και λογοτέχνης – γεννήθηκε στο Ναύπλιο και ζει στη Ρόδο. Σπούδασε Κλασική Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών κατά τα έτη 1982-1986 και το 2002 ανακηρύχτηκε διδάκτωρ του τμήματος Φιλοσοφίας Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας του ίδιου Πανεπιστημίου. Το θέμα της διδακτορικής της διατριβής ήταν το «Αναμορφωμένο πρόγραμμα διδασκαλίας της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας και Γραμματείας στο Γυμνάσιο». Εξειδικεύτηκε στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας στη διδακτική της γλώσσας σε παιδιά με Μαθησιακές δυσκολίες, ενώ τώρα εργάζεται προς την κατάκτηση μεταδιδακτορικού στο Πανεπιστήμιο Πατρών με θέμα «Αρχαία Ελληνική Γραμματεία και Γεωεπιστήμες». Έχει μεταπτυχιακό από το Πανεπιστήμιο Αιγαίου (ΤΕΠΑΕΣ) στη Διοίκηση Εκπαιδευτικών Μονάδων και από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας εξειδίκευση στους μαθητές με Μαθησιακές Δυσκολίες.

Έχει εργαστεί σε ερευνητικά προγράμματα και δημοσιεύσει πλήθος άρθρων- τόσο επιστημονικών όσο και ευρύτερου κοινωνικού ενδιαφέροντος- σε εφημερίδες και περιοδικά.

Από το σχολικό έτος 2007-2008 είναι σχολική Σύμβουλος φιλολόγων Δωδεκανήσου και εργάζεται ως εμπειρογνώμων για τη ανάπτυξη των νέων Προγραμμάτων Σπουδών, στο Πλαίσιο της πράξης Νέο πρόγραμμα σπουδών, στο επιστημονικό πεδίο: Ελληνική Γλώσσα- Γλωσσικός Γραμματισμός.

Στον επιστημονικό χώρο έχει δημοσιεύσει σε επιστημονικά περιοδικά σειρά άρθρων που αφορούν τη Διδακτική Μεθοδολογία και την Ελληνική γλώσσα και Γραμματεία.

 


Στο:Ειδήσεις - Πολιτισμός Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Ειδήσεις, Ιστορία, Ναύπλιο, Παλαμήδης, Πολιτισμός, Χαρά Κοσεγιάν

Σ’ εκείνους που έχτισαν την Ερμιόνη – Βιβή Σκούρτη

$
0
0

Σ’ εκείνους που έχτισαν την Ερμιόνη – Βιβή Σκούρτη


 

Το βιβλίο της Παρασκευής (Βιβής) Σκούρτη από την Ερμιόνη, είναι αφιερωμένο στους δημιουργούς του οικισμού της Ερμιόνης. Πρόκειται για ένα βιβλίο γλυκόπικρο, και ταυτόχρονα εξομολογητικό, ένα βιβλίο γραπτή παρακαταθήκη της ανθρώπινης γνώσης, ένα σύνολο διάσπαρτων ιχνών.  Όπως δηλώνει η ίδια, το βιβλίο αυτό διηγείται τη ζωή στην Ερμιόνη και ήρωές του είναι οι άνθρωποι που εμποδίστηκαν να σπουδάσουν, άνθρωποι που έζησαν σε δύσκολες εποχές, στενάχωρες από καταστάσεις, από ανθρώπινες νοοτροπίες και κάτω από συνθήκες καταπίεσης.

Μέσα από τις σελίδες του η νεότερη γενιά των αναγνωστών καλείται να γνωρίσει τη δύναμη που είχαν οι απλές ανθρώπινες αξίες, με κυρίαρχες την εργατικότητα, την εντιμότητα, τη σκληρή δουλειά και την απλότητα. Στις σελίδες του αποτυπώνονται τα εσωτερικά συναισθήματα της νοσταλγίας και της εξομολόγησης, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα τον άνθρωπο και τον τεχνίτη.

 

Σ’ εκείνους που έχτισαν την Ερμιόνη

Σ’ εκείνους που έχτισαν την Ερμιόνη


 

Στο πρόλογο η συγγραφέας σημειώνει:


Δε διδάχτηκα τα μυστικά της συγγραφικής τέχνης. Αυτό που επιθυμώ είναι να καταγράφω τομείς που φωτίζουν το παρελθόν της πατρίδας μας, καθώς οι προφορικές μαρτυρίες εξαντλούνται, έχοντας πάντα ως ζωντανές πηγές τούς ανθρώπους του τόπου μου, διαφυλάσσοντας με τούτο τον τρόπο, μέσα από τις δικές τους αφηγήσεις – καταθέσεις ψυχής- τις ιδιαιτερότητες της περιοχής μας. Και σε αυτή, τη δεύτερη συγγραφική απόπειρά μου, ζωγράφισα με λέξεις πρόσωπα αλλοτινά και τοπία που αλλοιώθηκαν με το πέρασμα του χρόνου, μαγεμένη από τη λαμπρή αρχιτεκτονική των λαϊκών τεχνητών της πατρίδας μας και από ό,τι διασώθηκε στο πέρασμα του χρόνου, μαγεμένη με τους τρόπους και τις τροπές που έδιναν στην ύλη, με την ομορφιά του έργου τους. Τρόποι και μορφές ζωής με ξεχωριστό ήθος.

Αφηγούμαι σημαίνει αντιστέκομαι στη λήθη. Στο βιβλίο με τίτλο «Σ’ εκεί­νους που έχτισαν την Ερμιόνη» που αφορά την αρχιτεκτονική κληρονομιά του τόπου, δεν παραθέτω γραπτές πηγές, γιατί δε μελέτησα κάποια εγχει­ρίδια για τη συγγραφή του. Χρησιμοποίησα τη ζωντανή βιβλιοθήκη των ανθρώπων του τόπου μας. Μία βιβλιοθήκη που αντί για ράφια έχει ανθρώπους. Στα κείμενά μου εκφράζεται η νοσταλγία για παρελθόντες πολιτισμούς, μα εσαεί ζωντανούς. Χρησιμοποίησα αρκετά τον αυτούσιο προφορικό τους λόγο, ενώ συνδυάζοντας την έκφραση των προσώπων τους, την αυθεντική τους γλωσσική έκφραση και τα συναισθήματά τους τα μετέτρεψα σε γραπτό λόγο. Κάθε φορά οι συζητήσεις μας καταγράφονταν άλλοτε στο μαγνητόφωνο, ηχογραφώντας τη φωνή τους και άλλοτε καταγράφονταν σε λευκές κόλλες χαρτιού και συγχρόνως στην καρδιά μου.

Σκοπός της συγγραφής δεν ήταν μία επιφανειακή αναφορά στα πρόσωπα και στη δουλειά τους, μα κυρίως η ανακάλυψη των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων της καθημερινότητάς τους που πήγαζαν μέσα από τη ζωή τους και τις συνθήκες του κοινωνικού περιβάλλοντος της εποχής. Κατέγραψα επαγγελματικές και προσωπικές δραστηριότητες ανθρώπων που επηρέα­σαν τη ζωή του τόπου, που είχαν μανία στο μόχθο και στο όραμα. Έπιασα το νήμα που συνδέει τις ζωές των ανθρώπων του μεροκάματου. Αναζήτησα τη σοφία που υπήρχε στην καθημερινότητά τους, την απλότητα στην αντιμετώπιση των δυσκολιών της δουλειάς και της ζωής, τον άγιό τους μόχθο. Οι ιστορίες τους είναι έτσι κι αλλιώς συναρπαστικές, γιατί είναι αληθινές και η αλήθεια δε χρειάζεται στηρίγματα, δεν απαιτεί επιχειρήματα, εγκαθίσταται όρθια από μόνη της. Ιστορίες ανθρώπων βαθιά συγκινητικές, βαθιά ανθρώπινες, φόρος τιμής της προσφοράς τους στον τόπο από κοινωνικής, οικονομικής και αισθητικής άποψης. Οι απόγονοι εκείνων των μαστόρων θεωρώ, ότι θα έχουν τη δυνατότητα να αγγίξουν την ιστορία των δικών τους ανθρώπων.

Η παράθεση των μαστόρων γίνεται με χρονολογική και οικογενειακή σειρά. Αναφορά επίσης γίνεται και στα ονόματα των συζύγων τους, γιατί η γυναίκα του πρωτομάστορα είχε τη δική της μαστοριά, έστεκε πίσω του σαν πραγματικός ογκόλιθος στηρίζοντας το δικό τους σπιτικό, μεγαλώνοντας τα παιδιά, φέρνοντας βόλτα τα λιγοστά οικονομικά.

Επιπλέον, στα πλαίσια της έρευνας και με τη συστηματική συγκέντρωση φωτογραφικού υλικού, ήλθε στα χέρια μου ένα πλούσιο αρχείο που μέρος του παρατίθεται στο βιβλίο. Στον φωτογραφικό φακό αποτυπώνονται πρόσωπα δωρικά, καθημερινές συνήθειες, ήθη και έθιμα, θραύσματα της παράδοσης που φυλάσσονταν ευλαβικά σε κάθε σπίτι. Το βιβλίο φέρει το αποτύπωμα πολλών ανθρώπων, είναι ανοιχτό και συνεχίζει να γράφεται από εσάς. Υπάρχουν σαφώς και παραλείψεις που δεν είναι εσκεμμένες.

 

Περιεχόμενα


 

Πρόλογος εκδότη
Πρόλογος συγγραφέα
Ο τόπος της Ερμιόνης
Σ’ εκείνους που έχτισαν την Ερμιόνη
Ερμιονίτικο σπίτι
Πετράδες και χτιστάδες
Ματσόνηδες. Τα περιφερόμενα συνάφια των μαστόρων
Έθιμα θεμελίωσης και επιστέγασης
Βιοτεχνίες πλινθοκεραμοποιίας της Ερμιόνης
Οικογένεια Σχοινά
Γιώργος Βεντουρής
Παναγιώτης Οικονόμου
Οικογένεια Παπαφράγκου
Οικογένεια Δωροβάτα
Μόδεστος και Γιώργος Καρακατσάνης
Νίκος Φασιλής
Γιώργος Μπουκουβάλας
Δημήτρης Θεοδώρου
Νίκος Φοίβας
Δημήτρης Φασιλής
Νίκος Αραπάκης
Παναγιώτης Παπαμιχαήλ
Γαβρίλης Νάκος
Γιώργος Δρουγκάνης
Λεύκωμα

 

Παρασκευής (Βιβής) Σκούρτη

Σ’ εκείνους που έχτισαν την Ερμιόνη

Σελίδες 78

Έκδοση:Αρτέον,2015

ISBN 978-960-9999-847


Στο:Βιβλία - Αργολίδα, Ερμιονίδα Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, Hermione, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Βιβλία, Βιβλίο, Βιβλιοπαρουσίαση, Ιστορία, Λαογραφία, Σ’ εκείνους που έχτισαν την Ερμιόνη, Συγγραφέας, Σκούρτη Παρασκευή

Ο Γιώργος Σεφέρης και τα ποιήματά του από το 1941-44

$
0
0

Ο Γιώργος Σεφέρης και τα ποιήματά του από το 1941-44


 

«Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Δημοσιεύουμε σήμερα στο «Ελεύθερο Βήμα» μελέτη της Δρ. Αλεξάνδρας Ροζοκόκη, Διευθύνουσας του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής και Λατινικής Γραμματείας στην Ακαδημία Αθηνών, με θέμα:

«Ο Γιώργος Σεφέρης και τα ποιήματά του από το 1941-44»

 

Ο Γιώργος Σεφέρης (29.2/13.3.1900 – 20.9.1971) είναι αναμφίβολα ένας από τους κορυφαίους νεοέλληνες ποιητές και συνάμα σπουδαίος ποιητής παγκοσμίου βεληνεκούς. Στα ποιήματά του προβάλλει ανάγλυφη η εκπληκτική ικανότητα χειρισμού της γλώσσας. Λυρικός, με βαθιά φιλοσοφημένη σκέψη, ευφυής και ευφάνταστος στο πλάσιμο εννοιών, στη διάλυση ή στον συνδυασμό λέξεων, υποβάλλει μέσα από στίχους πλήθος συναισθημάτων.

Γιώργος Σεφέρης, 1957. Από το αρχείο του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης.

Γιώργος Σεφέρης, 1957. Από το αρχείο του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης.

Τρία βασικά χαρακτηριστικά συνθέτουν τη μορφή του: αστικός βίος, επαγγελματική διπλωματία και ποιητικό ταλέντο. Το 1914, με το ξέσπασμα του Α΄ παγκοσμίου πολέμου, η οικογένεια Σεφεριάδη μετοικεί από τη Σμύρνη στην Αθήνα· έτσι δεν βιώνει από πρώτο χέρι τη μικρασιατική καταστροφή. Ο πατέρας του, Στυλιανός Σεφεριάδης, υπήρξε καθηγητής Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Πρύτανης και Ακαδημαϊκός. Γαμπρός του ο πανεπιστημιακός καθηγητής, πολιτικός και Ακαδημαϊκός Κωνσταντίνος Τσάτσος. Ο Γιώργος μετά την αποφοίτησή του από τη Βαρβάκειο Πρότυπο Σχολή (1917) γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, σπούδασε νομικά και «πολλή λογοτεχνία» στο Παρίσι (1918-24) και στο Λονδίνο (1924-25). Εν συνεχεία διορίσθηκε «ακόλουθος» στο Υπουργείο Εξωτερικών (1927) και μέχρι το 1962 που συνταξιοδοτήθηκε, διετέλεσε Υποπρόξενος και Προϊστάμενος Γενικού Προξενείου στο Λονδίνο (1931-34), Πρόξενος στην Κορυτσά (1936-38), Προϊστάμενος της Διεύθυνσης Εξωτερικού Τύπου στη Αθήνα (1938), Διευθυντής του πολιτικού γραφείου του Αντιβασιλέα και Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού (1945-46), Σύμβουλος στην Ελληνική Πρεσβεία της Άγκυρας (1948-50), του Λονδίνου (1951-1952), Πρέσβης της Ελλάδας στη Βηρυτό (1953-56), Διευθυντής της β΄ Πολιτικής Διεύθυνσης του Υπουργείου Εξωτερικών (1956-57), και τέλος Πρέσβης της Ελλάδας στο Λονδίνο (1957-62).

Έζησε μια άνετη ζωή, χωρίς στερήσεις, στους ανώτερους πνευματικούς και πολιτικούς κύκλους της κοινωνίας· κάθε φορά είχε την τύχη ή τη δυνατότητα την κρίσιμη στιγμή να βρίσκεται μακριά από τον τόπο καταστροφής. Κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο 1940/41 υπηρέτησε ως υπάλληλος στις υπηρεσίες λογοκρισίας του Τύπου στην Αθήνα. Η είσοδος των Γερμανών στην Αθήνα (27.4.1941) τον βρίσκει στη Κρήτη· όταν στις 20 Μαΐου 1941 πέφτουν οι πρώτοι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές στο νησί, ο Σεφέρης βρίσκεται ήδη στην Αλεξάνδρεια. Επιστρέφει στην Αθήνα στις 22.10.1944, δέκα μέρες μετά την αποχώρηση των Γερμανών. Κατά τη διάρκεια της τριπλής κατοχής στην Ελλάδα εργάζεται στην Ελληνική Πρεσβεία της Ν. Αφρικής (1941-42) και στη Δ/νση Τύπου & Πληροφοριών του Καΐρου (1942-44). Όταν ο Ρόμελ φτάνει με τον στρατό του έξω από την Αλεξάνδρεια τον Ιούνιο του 1942, οι περισσότεροι Έλληνες αξιωματούχοι και πολιτικοί (μαζί τους ο Γιώργος και η Μαρώ) διαφεύγουν στα Ιεροσόλυμα μέσω Σουέζ· με το που περνά ο κίνδυνος, επιστρέφουν στο Κάιρο.

Το 1960 αναγορεύεται επίτιμος διδάκτορας Φιλολογίας στο Καίμπριτζ, το 1961 λαμβάνει το βραβείο Foyle και το 1963 το Νόμπελ λογοτεχνίας. Ακολουθούν οι τίτλοι: επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και του Πανεπιστημίου Οξφόρδης (1964), επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου του Princeton (1965), επίτιμο μέλος της American Academy of Arts and Sciences (1966), εταίρος του Institute for Advanced Study του Princeton (1968), μέλος της American Academy of Arts and Letters & The National Institute of Arts and Letters (1971).

Σε αρκετά ποιήματα και σε άφθονα χωρία των πεζών του ο Σεφέρης κρίνει συμπεριφορές ή χειρισμούς πολιτικών προσώπων της εποχής του, τους οποίους γνώρισε καλά λόγω επαγγέλματος. Τις περισσότερες φορές είναι δριμύς, ψογερός, πλουσιοπάροχα ειρωνικός· ελάχιστες οι φορές που θα εκφρασθεί θετικά για κάποιον πολιτικό (π.χ. εκτιμούσε τον Γ. Καρτάλη, με τον Π. Κανελλόπουλο έγινε φίλος· τον θεωρούσε διορατικό πολιτικό αλλά έψεγε την τακτική του ως επιπόλαια οχλαγωγική, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄ σσ. 70-71). Αντίθετα απ’ ό,τι στα πεζά, στα ποιήματα η κριτική εμφανίζεται συγκαλυμμένη καθώς χρησιμοποιεί αλληγορίες, μεταφορές, συμβολισμούς, κ.λπ. («Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές / είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα», Τελευταίος σταθμός).

Στο Υστερόγραφο (Πρετόρια, 11.9.1941) σκιαγραφεί πικρόχολα τον Εμμανουήλ Τσουδερό και τον περίγυρό του: «Αλλά έχουν μάτια κάτασπρα χωρίς ματόκλαδα / και τα χέρια τους είναι λιγνά σαν τα καλάμια. Κύριε, όχι μ’ αυτούς, η φωνή τους / δε βγαίνει καν από το στόμα τους. / Στέκεται εκεί κολλημένη σε κίτρινα δόντια». Μέσα σ’ αυτό τον περίγυρο βρίσκεται κι ο ίδιος («Πώς πέσαμε, σύντροφε, μέσα στο λαγούμι του φόβου;», Η μορφή της μοίρας 1.10.1941). Στο Kerk Str. Oost, Pretoria, Transvaal θ’ αποκαλέσει τον Τσουδερό «Ονοκρόταλο Πελεκάνο» που έχει «ένα ύφος τσαλαπατημένου πρωθυπουργού / στο ζωολογικό κήπο του Καΐρου». Το ποίημα γράφεται τον Οκτώβριο του 1941 όταν η Ελλάδα στενάζει κάτω από τριπλή κατοχή, και η πείνα στις μεγάλες πόλεις (ιδίως Αθήνα) έχει αρχίσει να θερίζει· οι εκτελέσεις από τους Γερμανούς αποτελούν καθημερινό φαινόμενο. Ο ποιητής περνά τις μέρες του ειδυλλιακά, ήρεμα και μ’ ευμάρεια στο «Βένουσμπεργκ της γραφειοκρατίας με τους διπλούς / του πύργους και τα διπλά του επίχρυσα ρολόγια / ναρκωμένο βαθιά». Οι τζακαράντες, τροπικά δένδρα με μωβ λουλούδια, λικνίζουν τους κλώνους τους στο απαλό φύσημα του αγέρα «παίζοντας καστανιέτες και χορεύοντας» ενώ ρίχνουν «γύρω στα πόδια τους ένα μενεξεδένιο χιόνι». Γυαλιστερά τ’ αυτοκίνητα της ελληνικής πρεσβείας και «στο τέλος του δρόμου», τον περιμένει «δρασκελώντας αργόσχολα μες στο κλουβί του / ο ασημένιος φασιανός της Κίνας / ο Ευπλόκαμος Νυχθήμερος». Νυχθημερόν περισφιγμένος στα ωραία πλοκάμια της ευδαιμονίας ο Σεφέρης παρασύρεται λοιπόν σαν ένας άλλος Τανχόυζερ στα κατάβαθα του πύργου της Αφροδίτης, περνώντας μέρες αμαρτωλής αργίας.

Ο ποιητής θαυμάζει τους ανθρώπους «όταν κοιτάζουν ίσια-πέρα / χωρίς το φόβο μες στην καρδιά τους, / χωρίς την καθημερινή τρεμούλα για τα μικροπράματα». Αυτός μαζί με άλλους που αποτελούν το «υπομονετικό ζυμάρι ενός κόσμου», κοιτάζουν «το κλειστό περιβόλι στο κοιμισμένο αράπικο σπίτι / πίσω από τα καφασωτά…πιασμένοι στα πλουμισμένα δίχτυα μιας ζωής» που άφησε πίσω της το μεθυστικό «απροσδιόριστο λίκνισμα…μιας αψηλής φοινικιάς» (Ένας γέροντας στην ακροποταμιά, Κάιρο 20.6.1942). Μαζί με τους πολιτικούς άρχοντες που προσφεύγουν στην Ιερουσαλήμ, είναι «όλοι καθώς η Νεκρή θάλασσα / πολλές οργιές κάτω απ’ την επιφάνεια του Αιγαίου»· εκεί «η καταφρόνια / είναι η πραμάτεια / του κανενού». Στη Νεκρή θάλασσα «δεν έχει ζωή…οχτρούς και φίλους / παιδιά, γυναίκα / και συγγενείς, / άει να τους βρεις». Αλλ’ αυτός είναι ο τόπος που τους έταξαν οι Εγγλέζοι, όπως αποκαλύπτει η επωδός του ποιήματος «This is the place, gentlemen!» (Ο Στρατής Θαλασσινός στη Νεκρή Θάλασσα, Ιούλιος 1942).

Ένα χρόνο αργότερα στους δρόμους του Καΐρου θα περπατά «με προσοχή, να μη γλιστρήσει / στις πεπονόφλουδες που ρίχνουν αδιαφόρετοι αραπάδες / ή πρόσφυγες πολιτικάντηδες και το σινάφι, / παραμονεύοντας: θα τηνε πατήσει; – δε θα την πατήσει; / Όπως μαδάς μια μαργαρίτα·/ προχωρεί / κουνώντας μιαν υπέρογκη αρμαθιά ανωφέλευτων κλειδιών… Προχωρεί πηγαίνοντας στη δουλειά του καθώς / χίλια λιμάρικα σκυλιά τού κουρελιάζουν τα μπατζάκια / και τον γυμνώνουν. / Προχωρεί, παραπατώντας, δαχτυλοδειχτούμενος, / κι ένας πηχτός αγέρας φέρνει γύρα / σκουπίδια, καβαλίνα, μπόχα και καταλαλιά» (Μέρες τ’ Απρίλη 1943, Κάιρο, Σάρια Εμάντ ελ Ντιν, 24.6.1943).

Στο ποίημα Θεατρίνοι, Μ.Α. (Αύγουστος 1943) αποκαλύπτονται οι ατέρμονες στημένες παραστάσεις της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης στη Μέση Ανατολή: «Στήνουμε θέατρα και τα χαλνούμε / όπου σταθούμε κι όπου βρεθούμε / στήνουμε θέατρα και σκηνικά, όμως η μοίρα μας πάντα νικά / και τα σαρώνει και μας σαρώνει / και τους θεατρίνους και το θεατρώνη / υποβολέα και μουσικούς / στους πέντε ανέμους τους βιαστικούς». Ο ποιητής παρομοιάζει την καρδιά του μ’ «ένα σφουγγάρι» που σέρνεται στον δρόμο και στο παζάρι «πίνοντας το αίμα και τη χολή / και του τετράρχη (= υποτελής ηγεμόνας) και του ληστή».

Στις 9 Αυγούστου 1943 φτάνει στο Κάιρο η «αντιπροσωπεία των βουνών», δηλ. των ελληνικών αντιστασιακών δυνάμεων: από το ΕΑΜ είναι οι Τζίμας, Ρούσος, Τσιριμώκος και Δεσποτόπουλος, από τον ΕΔΕΣ ο Πυρομάγλου, από την ΕΚΚΑ ο Καρτάλης. Στο Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄ (σ. 123) ο Σεφέρης σημειώνει ότι οι Άγγλοι χαρακτηρίζουν αυτό τον ερχομό “συμπτωματικό γεγονός”. Ο ποιητής εμπνέεται απ’ τον ερχομό τους και γράφει το Ανάμεσα στα κόκαλα εδώ, όπου σχολιάζει ότι ο καθαρός αγέρας των ψηλών βουνών δροσίζει τους ξεραμένους κάμπους της Αιγύπτου· ηχεί σα μουσική από φλογέρα ή απόμακρο τύμπανο, διαπερνώντας σωρούς από κόκαλα πολιτικάντηδων. «Ψηλά βουνά, δε μας ακούτε! / Βοήθεια! Βοήθεια! / Ψηλά βουνά θα λιώσουμε, νεκροί με / τους νεκρούς!». Η «αντιπροσωπεία των βουνών» θέτει ως βασικό όρο να μην επιστρέψει ο βασιλιάς στην Ελλάδα χωρίς να έχει προηγηθεί δημοψήφισμα για τη μορφή του πολιτεύματος που επιθυμεί ο λαός μετά την απελευθέρωση της χώρας. Το ποίημα Αντάρτες στη Μ.Α. (Αφήγηση για τα παιδιά) διαπερνά ο σαρκασμός: «Ήσυχοι ήμασταν, ας πούμε, / εδώ που ’λαχε να ζούμε / μες στη ζέστη την ογρή / μες στη Μέση Ανατολή. / Φούσκωνε και το ποτάμι, / φούσκωναν και τα μυαλά / κι ήμασταν σαν το καλάμι / στην παχιά ακροποταμιά. / Όταν ήρθανε οι αντάρτες / με πιστόλες και με χάρτες / να ταράξουν τη ζωή μας… “Τί γυρεύουν; Τί γυρεύουν;” φώναζαν στις παροικίες… “Ποιός τους έφερε δω-πέρα / να μάς πάρουν τον αέρα;” / “Μην τους φέραν οι Συμμάχοι;” / “Αλλ’ αυτοί μας αγαπούν / και δε θέλουν την αμάχη / στους λαούς που πολεμούν / για να ζήσει η ανθρωπότη / έξω απ’ της σκλαβιάς τα σκότη” … “Αδερφέ μου, οι Ελληνάδες (= οι Ελλαδίτες) / που γλεντούν σε κάθε κρίση, / αυτοί πάλι βρήκαν κάτι / να μας κόψουν το ραχάτι.” … Οι αντάρτες σαν τον είδαν / πήγε να τους φύγει η βίδα. / Μέρα-νύχτα συζητούσαν, / μέρα-νύχτα πολεμούσαν, / για να βρούνε κάποια λύση / στης Ανατολής την κρίση / που ήταν πια μασκαραλίκι. / Μα οι Εγγλέζοι που τους θρέφαν / χωρίς να πλερώνουν νοίκι, / έπαψαν να παίζουν πρέφα / και σα να μοιράζαν κόλλυβα / τους εμάζεψαν αθόρυβα / και τους στείλανε ξανά / στα ψηλά τους τα βουνά» («Τα Περιστέρια», 5.9-24.10.1943).

Το χορικό απ’ τον «Μαθιό Πασκάλη Δεσμώτη» (Sh. Emad el Din, 6.5.1944) έχει γραφεί μ’ αφορμή την καταστολή του κινήματος των ελληνικών σωμάτων Μ.Α. από τους Άγγλους. Πρόκειται για την πρώτη φανερή ένοπλη επέμβαση των Άγγλων σε εσωτερικές ελληνικές υποθέσεις· πολλοί οι νεκροί και οι τραυματίες: τον Μάρτιο του 1944 Έλληνες αξιωματικοί και στρατιώτες ζήτησαν την παραίτηση του Τσουδερού και τη συγκρότηση κυβέρνησης εθνικής ενότητας. Ο Γεώργιος Β΄ προσπάθησε να λύσει το πρόβλημα κάνοντας πρωθυπουργό τον Σοφ. Βενιζέλο (14 Απριλίου) ο οποίος λίγες μέρες μετά αναγκάσθηκε να παραιτηθεί, και τη θέση του έλαβε ο Γ. Παπανδρέου (26 Απριλίου). Μια από τις πρώτες ενέργειες του Παπανδρέου ως πρωθυπουργού ήταν να διώξει τον Σεφέρη από τη Δ/νση Τύπου (28 Απριλίου). Η αρνητική κριτική που ασκεί ο Σεφέρης προς τον Παπανδρέου (Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄ σ. 216) ξεκινά από προσωπικούς/επαγγελματικούς λόγους. Ο ποιητής χορεύει εμπαίζοντας, και δείχνει να το απολαμβάνει. Η δηκτική χλεύη φτάνει μέχρι την αθυροστομία: «Κάτω απ’ το δέ-, κάτω απ’ το -ντρό, / κάτω απ’ το δέντρο του μπαμπού / ακούστη μπαμ, ακούστη μπουμ / και βρεθήκανε χεσμένοι».

Το καλό του ήθος δεν διαβρώθηκε τα χρόνια της πολιτικής προσφυγιάς· τον κάνει να αισθάνεται τύψεις λίγο προτού επιστρέψει σε μια καθημαγμένη από πόλεμο και κατοχή πατρίδα, εκεί όπου οι πολιτικοί δεν θα διστάσουν να εμφανισθούν ως απελευθερωτές, καρπούμενοι «το αίμα των άλλων». Η αιδώς δαγκώνει την ψυχή του ποιητή όταν συλλογίζεται τη στιγμή που θ’ αντικρίσει τους βασανισμένους από κακουχίες συμπατριώτες του. Ο Σεφέρης εκμυστηρεύεται τις τύψεις του στον Τελευταίο σταθμό (Cava dei Tirreni, 5.10.1944): «Ερχόμαστε απ’ την Αραπιά, την Αίγυπτο την Παλαιστίνη τη Συρία…ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες, / καθένας κι ένα αξίωμα σαν το πουλί μες στο κλουβί του», «σε τούτη τη στερνή μας σκάλα / όπου προσμένουμε την ώρα της επιστροφής μας να χαράξει / σαν ένα χρέος παλιό, μονέδα που έμεινε για χρόνια / στην κάσα ενός φιλάργυρου, και τέλος / ήρθε η στιγμή της πλερωμής…».

Στην Cava dei Tirreni, ένα ειδυλλιακό ιταλικό «χωριουδάκι πάνω από το Σαλέρνο», έδρα των βρετανικών στρατιωτικών δυνάμεων, ο Σεφέρης γράφει ένα από τα πιο δυνατά ποιήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας: Το Απομεσήμερο ενός φαύλου (7.10.1944). Η προαίσθησή του είναι βαριά ήδη από τον Αύγουστο του 1944 για «το παρανοϊκό ταξίδι στην Ιταλία (αυτό το ανεξήγητο δώρο του Churchill)», όπου «θα περάσουμε άθλιες στιγμές μ’ αυτό το μπουλούκι» (Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄ σ. 258). Μετά την υπογραφή της συμφωνίας της Καζέρτας (26.9.1944) η οποία όριζε τον Σκόμπι ως αρχιστράτηγο των αγγλικών και ελληνικών δυνάμεων στην Ελλάδα, ο Σεφέρης σημειώνει την 1η Οκτωβρίου: «Ο στρατηγός- βάφτισε την Cava dei Tirreni, Φάκα dei Greci» (Μέρες Δ΄ σ. 362, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄ σ. 269). Ο ποιητής με την ενόραση και τη διαύγεια τού νου που πάντοτε τον διέκριναν, προβλέπει τον επικείμενο άγριο εμφύλιο: «Τράβα αγωγιάτη, καρότσα τράβα, / τράβα να φτάσουμε γοργά στην Κάβα! / Φύσα βαπόρι, βόα μηχανή, / να ’ρθούμε πρώτοι εμείς! – οι στερνοί. // Τα στερνοπαίδια και τ’ αποσπόρια / και τ’ αποβράσματα και τ’ αποφόρια / μιας μάχης που ήτανε γι’ άλλα κορμιά / για μάτια αλλιώτικα κι άλλη καρδιά. // Πολιτικάντηδες, καραβανάδες, / ψιλικατζήδες, κολλυβιστάδες, / μούργοι, μουνούχοι και θηλυκά- / τράβα αγωγιάτη! βάρα αμαξά! // Φτωχή Πατρίδα, στα μάγουλά σου / μαχαίρια γράφουνε το γολγοθά σου· / μάνα λιοντόκαρδη, μάνα ορφανή, / κοίτα αν αντέχεις τέτοια πομπή: // το ματσαράγκα, το φαταούλα / με μπογαλάκια και με μπαούλα· / τη χύτρα που έβραζε κάθε βρωμιά / λες και την άδειασαν όλη μεμιά // σ’ αυτούς ανάμεσα τους ήπιους λόφους / όπου μας κλείσανε σαν υποτρόφους / ενός αδιάντροπου φρενοβλαβή / που στο βραχνά του παραμιλεί. // Δες το σελέμη, δες και το φάντη / πώς θυμιατίζουνε τον ιεροφάντη / που ρητορεύεται λειτουργικά / μπρος στα πιστά του μηρυκαστικά. // Μαυραγορίτες από τα Νάφια / της προσφυγιάς μας άθλια σινάφια, / γύφτοι ξετσίπωτοι κι αρπαχτικοί, / λένε, πατρίδα, πως πάνε εκεί // στα χώματά σου τα λαβωμένα / γιατί μαράζωσαν, τάχα, στα ξένα / και δεν μπορούνε χωρίς εσέ- // οι φαύλοι: τρέχουνε για το λουφέ.» (Διευκρινίσεις: κολλυβιστής = αργυραμοιβός, ματσαράγκας = απατεώνας, σελέμης = παράσιτο, φάντης = βαλές [τραπουλόχαρτο], σαν υποτρόφους: ο Σεφέρης βλέποντας το απόγευμα της 1ης Οκτωβρίου Έλληνες υπουργούς και στρατιωτικούς να φορούν ίδια ρούχα που πήραν από τη NAAFI, σχολιάζει στο Πολ. Ημερολ. Α΄ σ. 269 και στις Μέρες Δ΄ σ. 362 πως έμοιαζαν με «οικοτρόφους ενός ορφανοτροφείου που φόρεσαν καινούργια χειμωνιάτικα», Νάφια = από τ’ αγγλ. NAAFI [Navy, Army and Air Force Institute], καντίνες ή πρατήρια για μέλη των ενόπλων δυνάμεων· λειτούργησαν κι ως βασικές πηγές μαύρης αγοράς, λουφές = κέρδος χωρίς κόπο). Ο αναγνώστης μπορεί ν’ αντιληφθεί ποιοι υπονοούνται στο παραπάνω ποίημα εάν διαβάσει τις ημερολογιακές σημειώσεις του ποιητή. Εδώ θα υπογραμμίσω την αξιοθαύμαστη ικανότητα του Σεφέρη να πλάθει σωστά τη νεοελληνική γλώσσα ανάλογα με όσα επιδιώκει να εξωτερικεύσει· τούτο φαίνεται κυρίως στη μετατροπή του ρήματος ρητορεύω από ενεργητικό σε μέσο δυναμικό/περιποιητικό: ο ιεροφάντης ρητορεύεται, δηλ. ρητορεύει ενεργοποιώντας όλες τις σωματικές και πνευματικές του δυνάμεις με σκοπό την προσωπική ικανοποίηση, ηδονή ή ωφέλεια, κι όχι το κοινό καλό!

Ολοκληρώνοντας: κάθε άνθρωπος έχει αδυναμίες κι είναι λάθος να επιζητούμε σε κάποιον την τελειότητα ή την αγιότητα. Στις Μέρες Δ΄ σ. 55 (16.4.1941) ο Σεφέρης δικαιολογείται: «Συλλογίστηκα πολύ αν θα ’φευγα μαζί τους. Ο συγχρωτισμός μ’ αυτούς τους ανθρώπους μού φέρνει σηψαιμία. Έπειτα παραδέχτηκα πως αν μείνω οι Γερμανοί θα με αχρηστέψουν απ’ την πρώτη μέρα· ο πόλεμος δεν πρόκειται να τελειώσει με τη μάχη στα ελληνικά χώματα. Αναρωτήθηκα πού θα ήμουν πιο χρήσιμος και πιο συνεπής και τ’ αποφάσισα». Ο Σεφέρης δεν επέλεξε να μπει στην αντίσταση όπως άλλοι. Η καταγωγή και η κοινωνική/επαγγελματική θέση τού προσέφεραν τη δυνατότητα διαφυγής. Εάν η ζωή του κινδύνευε τόσο πολύ απ’ τους κατακτητές, τότε πιο μπροστά, στον πόλεμο του ’40, γιατί δεν πολέμησε όπως χιλιάδες άλλοι Έλληνες; Γιατί απέφυγε τον κίνδυνο επιλέγοντας τη σιγουριά της Αθήνας; Η σκληρή αλλά δίκαιη κριτική που ασκεί για πολιτικάντηδες «που ήταν κίτρινοι από το φόβο τους όταν πήγαινε να ξεσπάσει η καταιγίδα, κάνουν τον παλικαρά, και κορδώνονται…τώρα που άλλοι πολεμούν και τους προστατεύουν» (Μέρες Δ΄ σ. 14, 26.1.1941) δεν γίνεται ν’ αφήσει άθικτο τον ίδιο. Ανυπόφορη γι’ αυτόν η ξενιτειά, όπως μ’ έμφαση τιτλοφορεί ένα του ποίημα, πλην όμως πολύ πιο υποφερτή από την παραμονή σε μια χειμαζόμενη πατρίδα. Από την άλλη, έχει μεγάλο δίκαιο όταν λέει ότι ο άνθρωπος «σαν έρθει ο θέρος / προτιμά να σφυρίξουν τα δρεπάνια στ’ άλλο χωράφι» (Τελευταίος σταθμός).

Στον άνθρωπο Σεφέρη η σάρκα δεν ήταν εύψυχη, αλλά ήταν η συνείδησή του. Ευτυχώς που επέζησε, αφού έζησε όλ’ αυτά, και με την ευσυνειδησία που τον κατείχε, θέλησε να τ’ αφήσει παρακαταθήκη στις επερχόμενες γενιές. Ας βάλουν μυαλό οι νεώτεροι Έλληνες κι ας καταλάβουν ότι όλοι είναι χρήσιμοι σε μια κοινωνία, ότι κανείς δεν περισσεύει, αρκεί να τοποθετείται εκεί όπου είναι κατάλληλος και μπορεί ν’ αποδώσει τα μέγιστα. Διότι σε τελευταία ανάλυση, το ατομικό καλό απορρέει από το γενικό καλό.

 

Δρ. Αλεξάνδρα Ροζοκόκη


Στο:Άρθρα - Μελέτες - Εισηγήσεις, Ελεύθερο Βήμα Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, Άρθρα, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Αλεξάνδρα Ροζοκόκη, Βιογραφίες, Ιστορία, Ποίηση, Πολιτισμός, Σεφέρης

Εικόνες και εντυπώσεις δύο φιλελλήνων Γερμανών διανοητών για το Άργος και την ελεύθερη Ελλάδα σε επιστολές τους προς τον Αργείο λόγιο Δημήτριο Βαρδουνιώτη (τέλη 19ου αι.)

$
0
0

Εικόνες και εντυπώσεις δύο φιλελλήνων Γερμανών διανοητών για το Άργος και την ελεύθερη Ελλάδα σε επιστολές τους προς τον Αργείο λόγιο Δημήτριο Βαρδουνιώτη (τέλη 19ου αι.)


 

O ευρωπαϊκός περιηγητισμός, συναρτώμενος άμεσα με την εντατικοποίηση της μελέτης της κλασικής αρχαιότητας και τη συστηματοποίηση της αρχαιολογικής έρευνας, γνώρισε μεγάλη άνθηση σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, κατακλύζοντας τον ελλαδικό χώρο. Το περιηγητικό ρεύμα προς την Ελλάδα, εκδηλούμενο με ιδιαίτερη ένταση μετά το 1800, μας κληροδότησε ένα σπουδαίο είδος της νεοελληνικής γραμματείας, τη γνωστή ταξιδιωτική λογοτεχνία. Ο όγκος του πληροφοριακού υλικού που συνέλεξαν οι ξένοι ταξιδιώτες κατά τον 19ο αιώνα και οι προσωπικές μαρτυρίες τους, αποτελούν σημαντική συμβολή στην ιστορική και λογοτεχνική γραμματεία της εποχής· μιας εποχής κατά την οποία ο ρομαντισμός συμπλέκεται με τον φιλελληνισμό και ο περιηγητισμός διασταυρώνεται με τον νεοκλασικισμό και την αρχαιομανία.[1]

Τότε παρατηρείται μεγάλη στροφή προς τις κλασικές σπουδές (φιλολογία, αρχαιολογία), ενώ η ενασχόληση γενικότερα με τον αρχαίο ελληνικό κόσμο γίνεται για πολλούς ευρωπαίους – λογίους και όχι μόνο – ρεύμα, μόδα, συχνά και πάθος. [2] Μετά την απελευθέρωση και τη συγκρότηση του νεοσύστατου κράτους, η κίνηση προς την Ελλάδα γίνεται εντονότερη, αφενός για συστηματικότερη μελέτη των λειψάνων του αρχαίου πολιτισμού και αφετέρου για πληρέστερη πληροφόρηση γύρω από την κοινωνία, την εξουσία και τις δομές του νεοελληνικού κράτους. Ο θαυμασμός των ευρωπαίων ταξιδιωτών για την κλασική αρχαιότητα, η πρόσληψη του σύγχρονου κόσμου μέσα από την καθημερινή ζωή στην πόλη και την ύπαιθρο, από την οικονομία, την παιδεία, την ασφάλεια, τα τοπικά ήθη και έθιμα αλλά και η απόλαυση από την ομορφιά του ελληνικού τοπίου, διασταυρώνονται μεταξύ τους και αποτυπώνονται με αριστοτεχνικό τρόπο σε περιηγητικά βιβλία, σε επιστολές, σε άρθρα και ταξιδιωτικές εντυπώσεις που δημοσιεύονται στον Τύπο της Ευρώπης.[3]

Βαρδουνιώτης Δημήτριος

Βαρδουνιώτης Δημήτριος

Στους ευρωπαίους περιηγητές του ελλαδικού χώρου μπορούμε να συμπεριλάβουμε πλέον και δύο Γερμανούς λογίους, άγνωστους έως σήμερα στην ελληνική ταξιδιωτική γραμματεία. [4] Πρόκειται για τον ελληνιστή και λατινιστή καθηγητή Ernste Richard Schulze από την πόλη Bautzen της Σαξονίας [5] και τον διάσημο στην εποχή του καθηγητή γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου Eduard Engel, [6] οι οποίοι επισκέφθηκαν την ελεύθερη Ελλάδα κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Η γνώση μας για τους δύο αυτούς σπουδαίους διανοητές και την περιηγητική εμπειρία τους από την Ελλάδα οφείλονται στον εντοπισμό σειράς επιστολών τους προς τον Αργείο λόγιο του 19ου αιώνα Δημήτριο Βαρδουνιώτη, [7] οι οποίες περιέχονται στο αρχείο της ανέκδοτης έως σήμερα αλληλογραφίας του. [8]

Οι επιστολές του Engel – 6 τον αριθμό – χρονολογούνται από το 1886 έως το 1896 και του Schulze, πολύ περισσότερες, – 45 τον αριθμό -, από το 1898 έως το 1923, όταν ο Βαρδουνιώτης, ένα χρόνο πριν το θάνατό του, λαμβάνει την τελευταία επιστολή του Γερμανού φίλου και ομοτέχνου του. [9] Και οι δύο Ευρωπαίοι λόγιοι, στη διάρκεια του ταξιδιού τους [10] -άγνωστος ο χρόνος παραμονής τους στην Ελλάδα- επισκέφθηκαν το Άργος. O ένας εκ των δύο, ο Engel, κατά την επίσκεψή του στο Άργος γνώρισε τον Βαρδουνιώτη, τον λόγιο εκπρόσωπο της πόλης, όπως προκύπτει από τις επιστολές του, ενώ ο έτερος φαίνεται πως δεν τον γνώρισε προσωπικά, αλλά συνδέθηκε πνευματικά και φιλικά μαζί του, μέσω της αλληλογραφίας τους.

Γνώστες, λάτρεις και θαυμαστές της αρχαίας ελληνικής κληρονομιάς – γραπτής και πολιτιστικής -, οι δύο Γερμανοί διανοούμενοι, κατά την περιήγησή τους ανά την Ελλάδα, δεν περιορίστηκαν μόνο στην αναζήτηση των αρχαίων καταλοίπων. Το ενδιαφέρον τους στράφηκε και προς τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, στοιχεία της οποίας αναδεικνύουν μέσ’ από τις επιστολές τους. Παρατηρούν και καταγράφουν προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας κατά τη μετεπαναστατική περίοδο καθώς και τρέχοντα ζητήματα της πολιτικής ζωής στην ελεύθερη τότε Ελλάδα. Εστιάζουν στον Τύπο της εποχής εκείνης (αντικειμενικότητα, εγκυρότητα και γλώσσα ως μέσου ενημέρωσης και επικοινωνίας), στο επίπεδο της εκπαίδευσης και στα κενά του, στην οικονομική ανέχεια και την ανυπαρξία κοινωνικών δομών, στην καθυστέρηση δημιουργίας κρατικών δομών και θεσμών για τον εκσυγχρονισμό του κράτους, στην ολιγωρία των αρχών για την εντατικοποίηση των αρχαιολογικών ανασκαφών και την προστασία των πολύτιμων ευρημάτων.

Παράλληλα, εκφράζουν τον απεριόριστο θαυμασμό τους για την απλόχερη ελληνική φιλοξενία και την ασύγκριτη ομορφιά του ελληνικού τοπίου. Αναγνωρίζουν επίσης την προσπάθεια του πνευματικού κόσμου ν’ αναδείξει τον αρχαίο πολιτισμό αλλά και να δημιουργήσει καινούργιο κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα της εποχής.

Αν και οι αναφορές τους σχετίζονται κυρίως με το Άργος και την ευρύτερη περιοχή, είναι βέβαιο ότι οι παρατηρήσεις τους απηχούν τις γενικότερες εντυπώσεις που αποκόμισαν από την ελεύθερη Ελλάδα και τα μέρη που επισκέφθηκαν.

Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον ωστόσο, έγκειται στο γεγονός ότι οι ίδιοι, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο των επιστολών τους, με σειρά δημοσιευμάτων τους κατά την επιστροφή τους στη Γερμανία, προσπάθησαν να συμβάλουν στην ενημέρωση της κοινής γνώμης για τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα, και κυρίως στην αποκατάσταση της εικόνας της. Σε μια επιστολή του προς τον Βαρδουνιώτη ο Eduard Engel, αναφερόμενος στην συγγραφή τού ταξιδιωτικού του πονήματος για την Ελλάδα, του εφιστά την προσοχή στο περί Άργους κεφάλαιο: έχετε ήδη βλέψει [δει] πώς άλλαξα στο κεφάλαιον περί του Άργους την « αλήθειαν». Αλλά το βιβλίον μου δεν το ήθελα να ήτο μία φωτογραφία της περιηγήσεώς μου αλλά μία ζωγραφία,-όπως ο Goethe ελάλησε την αυτοβιογραφίαν του: Αλήθεια και Ποίησις! Ήθελα να δείξω στους Γερμανούς, τους Έλληνας πώς τους έβλεπον με τα μάτια της ψυχής όχι μόνον με τα της κεφαλής.[11]

Κοινό στοιχείο στις επιστολές των δύο αγνώστων μεταξύ τους αλληλογράφων τού Βαρδουνιώτη, αποτελεί η δημοσιοποίηση και προβολή στον γερμανικό κόσμο της θετικής εικόνας του ελληνικού γίγνεσθαι εκείνης της εποχής ή τουλάχιστον μια προσπάθεια αλλαγής και βελτίωσης της ήδη υπάρχουσας. Στην πρώτη επιστολή του ο Engel, μαζί με τις ευχαριστίες του για την φιλοξενία στο σπίτι της οικογένειας Βαρδουνιώτη, διατυπώνει και την έμπρακτη αγάπη του για την Ελλάδα με την φράση που ακολουθεί: Έχω γράψει πολλά άρθρα περί της Ελλάδος δια τας γερμανικάς εφημερίδας. Και ο Έσπερος, εφημερίς με εικόνας εκδοθείσα εν Λειψία θα δημοσιεύσει όλα εις μετάφρασιν ελληνικήν. Σας στέλλω μόνον το ένα «περί της δημοσίας ασφαλείας εις την Ελλάδα«, δημοσιευθέν εις περισσότερον παρά [από] είκοσι εφημερίδας γερμανικάς και άλλας. Τοιουτοτρόπως ελπίζω ότι η γνώμη των ξένων περί «των ληστών της Ελλάδος» θ’ αλλάξη.[12]

Σε άλλη επιστολή του, εκφράζοντας τη μεγάλη του επιθυμία να επισκεφθεί εκ νέου την Ελλάδα και κυρίως το φιλόξενον Άργος πληροφορεί τον φίλο του Βαρδουνιώτη ότι δημοσιεύει συνέχεια άρθρα για την Ελλάδα, τόσο στον γερμανικό όσο και στον ελληνόφωνο Τύπο της πατρίδας του. [13] Στην ίδια επιστολή (29/4/1887), του ανακοινώνει την έκδοση του βιβλίου του «Εαριναί Ελληνικαί Ημέραι», [14] προϊόν της περιήγησής του στην Ελλάδα, στο οποίο αναφέρει ότι συμπεριέλαβε και ένα ξεχωριστό κεφάλαιο περί Άργους. [15] Στη συγκεκριμένη αναφορά της ανέκδοτης επιστολής του οφείλεται η αναζήτηση, ο εντοπισμός και η απόκτηση εν τέλει του προαναφερόμενου περιηγητικού βιβλίου, άγνωστου έως σήμερα στη σχετική ελληνική βιβλιογραφία.

Ο έτερος Γερμανός ελληνιστής και φιλέλληνας, ο Schulze, ο οποίος επισκέφθηκε την Ελλάδα λίγα χρόνια μετά τον Engel, [16] από τις πολυάριθμες επιστολές του προς τον φίλο του Βαρδουνιώτη φαίνεται να έχει δημιουργήσει μαζί του ένα δίαυλο μακράς και σταθερής επικοινωνίας σε πολλαπλά επίπεδα, με κορυφαίο το πνευματικό. Μεταφράζει στα γερμανικά λογοτεχνικά έργα του αλληλογράφου του και τα δημοσιεύει στον Τύπο της πόλης του· [17] διαβάζει τα συγγράματά του και διατυπώνει την κριτική του·[18] ενημερώνεται διαρκώς για την πνευματική κίνηση, την κοινωνική και πολιτική ζωή στο Άργος και τον ευρύτερο ελλαδικό χώρο, μέσω των ελληνικών εφημερίδων και των φιλολογικών-λογοτεχνικών περιοδικών που ανελλιπώς λαμβάνει από τον Βαρδουνιώτη και άλλους Έλληνες λογίους. [19] Με αφορμή την άποψη που εκφράζει για τον ελληνικό πολιτικό Τύπο της εποχής, [20] επισημαίνει την απουσία στοιχειώδους εκπαίδευσης και την αδυναμία των πολιτών να διαβάσουν εφημερίδες. Μεταφέρει στον Βαρδουνιώτη δύο σχετικές προσωπικές μαρτυρίες του: πολλοί Έλληνες φαίνεται να μη ηξεύρουν γράμματα· -δύο φοράς, και εις Ναύπλιον και εις Ολυμπίαν, στρατιώται μοι απεκρίθησαν «δεν ξέρω γράμματα», και έν κορίτσιον εις Χαρβάτι [Μυκήνες] μοι αφηγήθη ότι εις το σχολείον πηγαίνουν τα αγόρια αλλ’ όχι τα κορίτσια. [21]

 Με τον ακαταπόνητο Αργείο λόγιο ανταλλάσσει πληροφορίες επιστημονικού και λογοτεχνικού ενδιαφέροντος και του αποστέλλει δυσεύρετα στην Ελλάδα βιβλία. Εκφράζει προς τον αλληλογράφο του τον απεριόριστο θαυμασμό του για το πολύπλευρο λογοτεχνικό έργο του, την πολυμάθεια και την εργατικότητά του· ακόμη για το ζωηρό ενδιαφέρον και την εμπλοκή του σε ζητήματα αρχαιολογίας, ανασκαφών στην περιοχή του Άργους και προστασίας των αρχαιοτήτων. Επίσης τον συγχαίρει για τα άρθρα του (τας διατριβάς, όπως λέει) στον Τύπο περί των ανασκαφών και περί του εν Άργει αρχαιολογικού μουσείου, τα οποία ανέγνωσε στον Τύπο μετά μεγάλου ενδιαφέροντος. [22] Πληροφορούμενος από εφημερίδες για τις νέες αρχαιολογικές έρευνες και την ανεύρεση τάφων στο Άργος, εκφράζει την ευχή όπως αυτοί μεταφερθούν στο σχεδιαζόμενο μουσείο του Άργους, γεγονός που, κατά την άποψή του, θα προσελκύσει το ενδιαφέρον πολλών περιηγητών. [23] Δυστυχώς, όπως λέει, δεν υπάρχει σχεδιάγραμμα της πόλης του Άργους ούτε στον ταξιδιωτικό οδηγό του Μπαίντεκερ, σε αντίθεση με τις Μυκήνες, το Ναύπλιο και τη Σπάρτη. [24] Και συνεχίζει με τη διαπίστωση ότι το Άργος παραμελείται από την Πολιτεία, παρά το γεγονός ότι αι ανασκαφαί αποδεικνύουν ότι ισοδύναμος είνε η πόλις του Διομήδους μετά των Μυκηνών.[25] Σε προγενέστερη επιστολή του μάλιστα είχε ζητήσει από τον Βαρδουνιώτη να του αποστείλει εικόνες του Άργους μετά της Λαρίσης (καρτ-ποστάλ, δηλαδή), καθώς αντίστοιχες του Ναυπλίου είχε αγοράσει ο ίδιος από τη συγκεκριμένη πόλη κατά την προ επτά ετών περιήγησή του στην Πελοπόννησο. [26] Επιθυμώ, όπως λέει, να αποκτήσω ταύτας, δια να τας δείξω εις τους μαθητάς του γυμνασίου, όταν μνημονεύεται το Άργος, ό συμβαίνει συχνάκις. [27] Αξιοσημείωτο είναι, όπως προκύπτει από άλλη απαντητική επιστολή του Schulze προς τον Βαρδουνιώτη, ότι ο τελευταίος παρά τους ακουράστους κόπους του, ερευνών εικόνας του Άργους σχεδόν εις την Ελλάδα όλην, δεν μπόρεσε να ικανοποιήσει την επιθυμία τού εκλεκτού φίλου του.

Αυτά συμβαίνουν το 1901. Ένα χρόνο αργότερα, το 1902, ο Schulze, διαρκώς ανήσυχος για την πορεία των ανασκαφών στο Άργος, εκφράζει στον Βαρδουνιώτη τας απείρους ευχαριστίας του δια το σχεδιάγραμμα των επί του λόφου Ασπίδος ανασκαφών. [28] Τον Ιανουάριο του 1904, τον ευχαριστεί απείρως δια τας εφημερίδας και την επιστολήν που του απέστειλε μετά των εικόνων του Άργους, τις οποίες εκλαμβάνει ως πρωτοχρονιάτικον δώρον, συμπληρώνοντας μάλιστα ότι είναι κειμήλιον δι’ εμέ ός ενθυμούμαι σχεδόν καθ’ εκάστην το Άργος και τους φίλους μου οι οποίοι ζώσιν εις την πόλιν ταύτην. [29] Φαίνεται λοιπόν από την παρατιθέμενη πιο πάνω αλληλογραφία ότι οι πρώτες καρτ-ποστάλ της πόλης του Άργους κυκλοφόρησαν προς το τέλος του 1903.

Η αγάπη και το ενδιαφέρον τού Schulze για το Άργος και τα εκεί τεκταινόμενα εκδηλώνεται παντοιοτρόπως. Σε επιστολή του 1899 επαινεί με πολύ θερμά λόγια τον φίλο του Βαρδουνιώτη για τους αγώνες που δίνει προκειμένου να γίνει «η απόφραξις της υπώρυχος» από την Στυμφαλίδα λίμνη έως τον Ερασίνο ποταμό, το γνωστό μας σήμερα Κεφαλάρι. Ενθαρρύνει μάλιστα τον πολυπράγμονα Αργείο να συνεχίσει τις σχετικές προσπάθειες με τα παρακάτω λόγια: Σας συγχαίρω δια την δουλείαν ταύτην, ήν εκάμετε όχι μόνον εις την πατρίδα Σας αλλά και εις τους επιστήμονας. [30]

Με μια σύντομη αναφορά σε κάποια άλλη επιστολή του, εκφράζει τη χαρά του για την πρόοδο που έχει σημειώσει η γυμναστική στο Άργος, μέσω του γυμναστικού συλλόγου Αριστέας, φιλικά προσκείμενου προς τον λαϊκό φιλολογικό σύλλογο Ίναχο, τον οποίο ίδρυσε ο Βαρδουνιώτης, μετά την αποχώρησή του από το Δαναό. [31]

Χρήστος Παπαοικονόμος

Χρήστος Παπαοικονόμος

Σχετικά με το ζήτημα αυτό μεγάλο ενδιαφέρον για την πνευματική ζωή της πόλης του Άργους παρουσιάζουν οι μακρές αναφορές σε σειρά επιστολών και η θέση που παίρνει ο ίδιος ο Schulze στο ζήτημα της διάσπασης του Συλλόγου Δαναός, περί το 1900, μετά τη διάσταση που επήλθε ανάμεσα στους δύο κορυφαίους λογίους της πόλης και ιδρυτές του φιλολογικού και φιλανθρωπικού συλλόγου Δαναός, Χρήστο Παπαοικονόμο και Δημήτριο Βαρδουνιώτη. [32]

Αυτό που χαρακτηρίζει ιδιαίτερα το Γερμανό φιλέλληνα, μέσ’ από το σύνολο σχεδόν των επιστολών του, είναι η κοινωνική ευαισθησία και τα φιλανθρωπικά του αισθήματα απέναντι στα σοβαρά οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η πόλη του Άργους και ευρύτερα η Ελλάδα. Ως επίτιμο μέλος του συλλόγου Δαναός, αποστέλλει ανελλιπώς τη συνδρομή του υπέρ της Σχολής των απόρων παίδων, την οποία θεωρεί ευεργικωτάτη για την εκπαιδευτική και κοινωνική προσφορά της. [33] Τη συνδρομή του (20 μάρκα επίσης) στέλνει και στον λαϊκό σύλλογο Ίναχο, ευθύς μετά την ίδρυσή του, προκειμένου να ενισχύσει το πνευματικό και φιλανθρωπικό έργο του. [34] Για τον ίδιο σκοπό διαθέτει την αμοιβή που λαμβάνει από τον εκδότη της εφημερίδας Bautzen Nachrichten για τις μεταφράσεις των έργων του Αργείου ομοτέχνου του, με την παράκληση να τα διαθέσει εκείνος όπου επιθυμεί, είτε μέσω των δύο συλλόγων είτε κατά την προσωπική του κρίση προς όφελος πάντως των Αργείων. [35] Υπέρμαχος της κοινωνικής αλληλεγγύης, όταν πληροφορείται από την εφημερίδα «Μυκήναι» το θάνατο από ασιτία μιας Αργείας, της Παρασκευής Ζαήμη, στηλιτεύει με έκπληξη και θυμό την αδιαφορία των συμπολιτών και των γειτόνων της, και διερωτάται:

 

εις πόλιν δέκα χιλιάδων κατοίκων κανείς δεν ηυρέθη που να φροντίζη περί την πτωχήν ταύτην γυναίκα; Δεν έχετε φιλοπτώχους; Δεν ευσπλαχνίζεσθε τον πτωχόν και πεινασμένον γείτονα; Το κράτος, όπως λέει, αδυνατεί ν’ ανταποκριθεί σε όλα, γι’ αυτό πρέπει να φροντίζη καθείς περί των γειτόνων … τουλάχιστον εις μικράν πόλιν, όπου οι άνθρωποι είνε ευσπλαγχνότεροι παρά οι μεγαλουπόλεων κάτοικοι.[36]

 

Σημαντικές είναι, επίσης, οι πληροφορίες που εμπεριέχονται στις επιστολές του Schulze για το έργο του Βαρδουνιώτη. Σε αρκετές επιστολές του ονοματίζει με τον τίτλο τους διηγήματα, ποιήματα και ιστορικά έργα του, μερικά γνωστά αλλά και κάποια άγνωστα ακόμη έως σήμερα, τα οποία θ’ αναζητήσουμε στον ελληνικό ημερήσιο και περιοδικό τύπο της εποχής.

Αναφορικά με τον Engel, τον έτερο των Γερμανών λογίων, τις περιορισμένες πληροφορίες που εμπεριέχονται στις ολιγάριθμες και σύντομες επιστολές του προς τον Βαρδουνιώτη, συμπληρώνει αναμφίβολα το περιηγητικό του βιβλίο, στο οποίο αναφέρθηκα πιο πάνω με τον ποιητικό τίτλο, «Εαριναί Ελληνικαί Ημέραι». Περιλαμβάνει ειδικά κεφάλαια περί Άργους, Ναυπλίου, πολλών άλλων αρχαιολογικών τόπων και πόλεων της Πελοποννήσου, της Κέρκυρας και της Αθήνας. [37]

Κλείνοντας, θα ήθελα να επισημάνω το ρόλο του Αργείου Δημητρίου Βαρδουνιώτη, όπως προκύπτει από τη μονομερή αλληλογραφία που κατέχω. Ο Βαρδουνιώτης είναι αναμφίβολα ο πρωταγωνιστής αυτής της αμφίδρομης σχέσης με τους δύο Γερμανούς διανοητές-περιηγητές. Δεν γνωρίζουμε κάτω από ποιές συνθήκες ο Αργείος λόγιος γνώρισε, δέχθηκε και φιλοξένησε τους υψηλούς επισκέπτες της πόλης. Συνδέθηκε μαζί τους φιλικά και πνευματικά και στη συνέχεια δημιούργησε αυτό το σημαντικό δίαυλο επικοινωνίας, μέσω της αλληλογραφίας και της συνεχούς αποστολής πληροφοριακού υλικού, από βιβλία και φιλολογικά περιοδικά έως εφημερίδες -τοπικές και αθηναϊκές- αλλά και δικά του λογοτεχνικά και ιστορικά άρθρα. Γενικότερα, ας τονιστεί ότι η συμβολή αυτού του αδικημένου έως σήμερα πνευματικού ανθρώπου υπήρξε πολύ μεγάλη στο πνευματικό και ιστορικό γίγνεσθαι της εποχής, όχι μόνο σε τοπικό επίπεδο αλλά κυρίως σε εθνικό. [38]

 

 

Υποσημειώσεις


 

[1] H ταξιδιωτική λογοτεχνία του 19ου αιώνα είναι πολύ πλούσια. Παραθέτω επιλεκτικά ορισμένα αντιπροσωπευτικά του είδους βιβλία με αναφορά στην Ελλάδα γενικά, αλλά και ειδικότερα στην Πελοπόννησο: Κ. Σιμόπουλος Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα 1700-1800, τ. Β’ Αθήνα 1995· Τρεις Γάλλοι ρομαντικοί στην Ελλάδα: Λαμαρτίνος, Νερβάλ, Γκωτιέ, πρόλ. Π. Μουλλάς, μτφρ. Βάσω Μέντζου, Αθήνα 1990· Ο πυρετός των μαρμάρων (συλλ. τόμος), επιμέλεια-εισαγωγή Γ.Τόλιας, μτφρ. Γ. Δεπάστας – Βούλα Λούβρου, Αθήνα 1996, σσ. 27-30· F. Aldenhover, Itinéraire descriptif de l’Attique et du Peloponnése, Athènes 1841· K. Baedeker, Greece, Leipzig 1884· J. A. Buchon, La Gréce continentale et la Morée: voyage, séjour et études historiques en 1840 et 1841, Paris 1843

[2] H. Omont, Misssions archéologiques françaises en Orient aux XVII-XVIII siècles, Paris 1902· R. Baladie, Le Peloponnése de Strabon. Étude de Geographie historique, Paris 1980· E. Boblaye Puillion, Recherches geographiques sur les Ruines de la Morea, Paris 1836· J. A. Cramer, A geographical and historical description of ancient Greece, t. I-III, Oxford 1828· E. Dodwell, A classical and topographical Tour through Greece during the years 1801, 1805 and 1806, t. 2, London 1819.

[3] Βλ. R. Eisner, Travellers to an Antique Land: The History and Literature of Travel in Greece, Princeton 1991· Α. Ταμπάκη, Η μετάβαση από τον Διαφωτισμό στον ρομαντισμό στον ελληνικό 19ο αιώνα. Η περίπτωση του Ιωάννη και του Σπυρίδωνα Ζαμπέλιου, Πρακτικά του Ε’ Διεθνούς Πανιονίου Συνεδρίου, τ. 4, Αργοστόλι 1991, σσ. 199-211· Α. Πολίτης, Ρομαντικά χρόνια. Ιδεολογίες και νοοτροπίες στην Ελλάδα του 1830-1880, Αθήνα 1993· O. Augustinos, Greece in French Travel Literature from the Renaissance to the Romantic Era, Baltimore 1993· Ένας νέος κόσμος γεννιέται. Η εικόνα του ελληνικού πολιτισμού στην γερμανική επιστήμη κατά τον 19ο αι., (έκδ.) Ευ. Χρυσός, Αθήνα 1996.

[4] Ορισμένοι από τους γνωστούς στην ελληνική βιβλιογραφία Γερμανούς λόγιους περιηγητές, οι οποίοι κατέγραψαν τις ταξιδιωτικές εμπειρίες τους από την Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένης της Πελοποννήσου, κατά τον 19ο αιώνα, είναι οι παρακάτω: L. Ross, Reisen und Reiserouten durch Griechenland, I Reisen im Peloponnes, Berlin 1841· Er. Curtius, Peloponnesos. Eine historisch-geographische Beschreibung der Halbinsel, Gotha, t. I 1851, t. II 1852· Al. Philippson – E. Kirsten, Die griechischen Landschaften, Eine Landeskunde, t. III, 1 Der Peloponnes, Frankfurt am Main, 1959· C. Bursian, Geographie von Griechenland, t. II, Leipzig 1868-1872· L. Ross, Erinnerungen und Eindrücke aus Griechenland, Basel 1875· Al. Philippson, Der Peloponnes. Versuch einer Landes-Kunde auf geologischer Grundlage, Berlin 1892.

[5] Καθηγητής ελληνικής και λατινικής φιλολογίας σε Γυμνάσιο της πόλης Bautzen της Σαξονίας, συγγραφέας πολλών επιστημονικών βιβλίων, κυρίως της λατινικής φιλολογίας και γλώσσας (βλ. http://www.readings.com.au/search/results?query=Ernst%20Richard%20Schulze&author=1&books=1&m)

[6] Καθηγητής Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου και επικεφαλής της Υπηρεσίας Στενογραφίας του γερμανικού βασιλείου. Εκδότης του επιστημονικού περιοδικού «Magazin für die Literatur des Auslandes«, κριτικός έργων μεγάλων Ευρωπαίων λογοτεχνών, όπως του Emile Zola, του Edgar Alan Poe, του Théodor Fontane, κ. ά. Λογοτέχνης και συγγραφέας πολλών επιστημονικών έργων με κορυφαίο το «Geschichte der deutschen Literatur von der Anfangen bis zur Gegenwart«. Υπήρξε πολέμιος της μοντέρνας Λογοτεχνίας και ένθερμος υποστηρικτής της θεωρίας περί γλωσσικής καθαρότητας. Λάτρης της Ελλάδας και του ελληνικού πολιτισμού, το 1912 έγραψε το έργο «Η Πατρίδα του Οδυσσέα: Λευκάδα ή Ιθάκη» (Der Wohnsitz des Odysseus), ενώ πολύ νωρίτερα, μετά από την περιήγηση που πραγματοποίησε στην Ελλάδα, το έτος 1886 συνέγραψε το ταξιδιωτικό βιβλίο «Ελληνικαί Εαριναί Ημέραι» (Griechische Frullingstage), στο οποίο θ’ αναφερθώ αναλυτικότερα πιο κάτω. Το 1933, μετά την άνοδο του Εθνικοσοσιαλισμού στη Γερμανία, άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για τον Eduard Engel λόγω της εβραϊκής καταγωγής του, η οποία απέβη γι’ αυτόν μοιραία. Παρά τη φανατική σχεδόν υποστήριξή του στην καθαρότητα της γερμανικής γλώσσας, τού απαγορεύθηκε να δημοσιεύσει άλλα έργα, ενώ τα κορυφαία του βιβλία δυσφημίστηκαν και απαγορεύτηκε η επανέκδοσή τους. Επί πλέον του αφαίρεσαν τη σύνταξη και τον αποστέρησαν απ’ όλες τις νόμιμες πηγές εσόδων. Έζησε ως το θάνατό του (1938) πάμπτωχος με μόνη την αρωγή των φίλων του (βλ. https://de.wikipedia.org/wiki/Eduard Engel).

[7] Για την προσωπικότητα και το έργο του Βαρδουνιώτη διαθέτουμε δύο μόνο ad hoc παλαιές μελέτες: Γεωργίου Ξ. Λογοθέτου (Ίδμωνος), Κριτικό Σημείωμα, Δημήτριος Βαρδουνιώτης, Αθήναι 1928, σσ. 1-16 και Σπύρου Παναγιωτόπουλου, Δ. Βαρδουνιώτης, ο Ιστορικός: η ζωή και το έργο του, Ανάτυπο από την Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά, 1960, σσ. 74-82. Αναφορές, ωστόσο, στο λογοτεχνικό και ιστορικό έργο του υπάρχουν αρκετές στη νεότερη βιβλιογραφία

[8] Σχετικά με την ανέκδοτη αλληλογραφία τού Βαρδουνιώτη, βλ. Σοφία Πατούρα-Σπανού, Πνευματικές διαδρομές στο β’ μισό του 19ου αιώνα μέσα από την ανέκδοτη αλληλογραφία του Αργείου λόγιου και ιστορικού Δημητρίου Βαρδουνιώτη: πρόδρομη παρουσίαση, Πρακτικά Επιστημονικού Συμποσίου, Ελληνικότητα και Ετερότητα: πολιτισμικές διαμεσολαβήσεις και εθνικός χαρακτήρας στον 19ο αιώνα (Αθήνα, 14-16 Μαΐου 2015, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών), Αθήνα 2015 (υπό εκτύπωση).

[9] Οι παραπομπές στις ανέκδοτες επιστολές των δύο Γερμανών αλληλογράφων του Βαρδουνιώτη ακολουθούν αύξοντα αριθμό με χρονολογική κατάταξη από το 1 έως το 6 για τις αναφορές στον Engel και από το 1 έως το 45 για τις αναφορές στον Schulze.

[10] Ο χρόνος επίσκεψης στην Ελλάδα των δύο λογίων Γερμανών δεν αναφέρεται με σαφήνεια αλλά προκύπτει έμμεσα μέσα από την αλληλογραφία τους. Ο Eduard Engel έστειλε την πρώτη επιστολή στον Βαρδουνιώτη στις 4/6/1886 με πολλές ευχαριστίες για την φιλοξενία που του παρέσχε ο δεύτερος κατά τις ημέρες του Πάσχα (ανέκδ. επιστ. 1 4/6/1886). Προκύπτει επομένως έμμεσα ότι η επίσκεψή του στην Ελλάδα, και πιο συγκεκριμένα στο Άργος, πραγματοποιήθηκε λίγο νωρίτερα, κατά την εορτή του Πάσχα, πιθανότατα Απρίλιο ή Μάϊο του 1886. Αναφορικά με τον Schulze, από δύο επιστολές του προκύπτει ότι δεν γνώρισε ποτέ προσωπικά τον Βαρδουνιώτη. Από την ανέκδ. επιστ. 1, 8/4/1898 φαίνεται ότι η γνωριμία τους δι’ αλληλογραφίας έγινε μέσω του κοινού τους φίλου συγγραφέα Παναγιώτη Τσίληθρα, ο οποίος έστελνε λογοτεχνικά έργα του Βαρδουνιώτη στον Schulze. Στην ανέκδ. επιστ. 7, 6/18/1898, ο Schulze εκφράζει τη χαρά του για την φωτογραφία του Βαρδουνιώτη που έλαβε σε επιστολή του, «η οποία«, όπως αναφέρει, «παρισταίνει άνδρα οριστικόν και δραστήριον«, πράγμα που σημαίνει ότι τότε, για πρώτη φορά, αντικρίζει τη φυσιογνωμία του μέσω της φωτογραφίας. Όσο για το έτος του ταξιδιού του στην Ελλάδα προκύπτει από σαφή αναφορά του στην ανέκδ. επιστ. 22, 15/4/1901, ότι αγόρασε προ επτά ετών φωτογραφία του Ναυπλίου, κατά την εκεί επίσκεψή του. Κατά συνέπεια το ταξίδι του στην Ελλάδα τοποθετείται στα 1894.

[11] Engel, ανέκδ. επιστ. 3, 5/11/87.

[12] Εngel, ανέκδ. επιστ. 1, 4/6/1886.

[13] Engel, ανέκδ. επιστ. 2, 29/4/1887.

[14] Eduard Engel, Griechische Frühligstage, Elibron Classics series, Adamant Media Corporation 2006 (ανατύπωση της έκδοσης του 1887, Hermann Costenoble, Jena).

[15] Στο ίδιο, σελ. 280-300.

[16] Βλ. πιο πάνω, σημ. 10.

[17] Στην ανέκδ. επιστ. 1 (8/4/1898), ο Γερμανός λόγιος ενημερώνει τον Βαρδουνιώτη ότι άρχισε τη μετάφραση του διηγήματός του «Επί του Ακροκορίνθου«, την οποία θα δημοσιεύσει τμηματικά ο φίλος του, εκδότης της εφημερίδας Bautzen Nachrichten της πόλης του Bautzen, κ. Mόνσε. Στην ανέκδ. επιστ. 14 (1/9/1900), τού ανακοινώνει τη μετάφραση του διηγήματός του «Επεισόδιον του βίου της Μαργαρίτας» (Μετέφρασα το «Επεισόδιον του βίου της Μαργαρίτας» και σήμερον πλέον τούτο αναγινώσκεται εις το Παράρτημα των Ειδήσεων του Μπάουτσεν).

[18] Στις ανέκδ. επιστ. 8 (25/8/1998), 9 (2/5/1899), 13 (16/2?1900), 21 (16/1/1901), 30 (15/7/1902), 35 (12/11/1903), 36 (20/12/1904), 39 (17/7/1905), 41 (22/12/ 1906), 43 (3/1/1914) ο Schulze αναφέρει συγκεκριμένα διηγήματα, άρθρα σε εφημερίδες και το ιστορικό βιβλίο του Βαρδουνιώτη «Η καταστροφή του Δράμαλη«, για τα οποία διατυπώνει πολύ θετική κριτική και τού εκφράζει τον απεριόριστο θαυμασμό του.

[19] O Schulze, σε πολλές από τις επιστολές του προς τον Βαρδουνιώτη, αναφέρει ότι λαμβάνει εφημερίδες και φιλολογικά περιοδικά από εκείνον αλλά και άλλους λογίους φίλους του από την Αθήνα, όπως για παράδειγμα, από τον κοινό φίλο τους, Π. Τσίληθρα.

[20] Schulze, ανέκδ. επιστ. 9, 2/5/1899. Σε αυτή την επιστολή ο Γερμανός λόγιος εκθέτει δια μακρών την άποψή του για τις ελληνικές εφημερίδες της εποχής, για τις οποίες δεν έχει την καλύτερη γνώμη!

[21] Schulze, ανέκδ. επιστ. 9, 2/5/1899. Για το επίπεδο της εκπαίδευσης στο Άργος του 19ου αιώνα, σημαντικές είναι δύο πρόσφατες σχετικά μελέτες, δημοσιευμένες στα Πρακτικά του Α’ Συνεδρίου Αργειακών Σπουδών, Το Άργος κατά τον 19ο αιώνα (Άργος 5-7 Νοεμβρίου 2004), Άργος 2009: α) Γ. Κόνδης, Εκδόσεις και αναγνωστικό κοινό στο Άργος του 19ου αιώνα, ό. π., σελ. 89-105 και β) Α. Τότσικας, Η εκπαίδευση στο Άργος τον 19ο αιώνα. Οργάνωση και προσανατολισμοί, ό. π., σελ. 421-431. Η εκπαίδευση των Θηλέων σε αστικά σχολεία, στο Άργος και το Ναύπλιο, καθιερώθηκε με το νόμο 770/1937 για να καταργηθεί δύο χρόνια αργότερα (βλ. Α. Σκορδά-Παπαγιαννοπούλου, Τα αστικά σχολεία Θηλέων Ναυπλίου και Άργους, Πρακτικά του ΣΤ’ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών (Τρίπολις 24-29 Σεπτεμβρίου 2000), τόμ. 3, Νεώτερος Ελληνισμός, Αθήναι 2001-2002, σελ. 360-368.

[22] Schulze, ανέκδ. επιστ. 30, 15/7/1902. Για την ιστορία του αρχαιολογικού μουσείου του Άργους, τις απαρχές της ίδρυσής του, σε εμβρυακή έστω μορφή, και τους αγώνες τού Βαρδουνιώτη για το σκοπό αυτό, βλ. τη μελέτη του Β. Δωροβίνη, 1961-2011: μισός αιώνας λειτουργίας του Μουσείου Άργους, Αργειακή Γη (Επιστημονική και λογοτεχνική έκδοση της Κοινωφελούς Επιχείρησης Δήμου Άργους-Μυκηνών), τεύχος 5, σελ. 17-44.

[23] Schulze, ανέκδ. επιστ. 30, 15/7/1902.

[24] Στο ίδιο.

[25] Στο ίδιο.

[26] Schulze, ανέκδ. επιστ. 22, 15/4/1901. Από την αναφορά αυτή προκύπτει ο χρόνος επίσκεψης του Schulze στην Ελλάδα, και ακριβέστερα στο Ναύπλιο και στο Άργος, που όπως φαίνεται πραγματοποιήθηκε το 1894.

[27] Στο ίδιο.

[28] Ανέκδ. επιστ. 32, 12/12/1902.

[29] Ανέκδ. επιστ. 37, 7/1/1904.

[30] Ανέκδ. επιστ. 10, 1/9/1899. Πρβλ. τη μελέτη του Κ. Ρωμαίου, Ο Ερασίνος ποταμός και ο ρόλος του για την προστασία του Άργους κατά την αρχαιότητα, Πρακτικά Β’ Τοπικού Συνεδρίου Αργολικών Σπουδών (Άργος 30 Μαΐου – 1 Ιουνίου 1986), Αθήναι 1989, σελ. 129-137.

[31] Ανέκδ. επιστ. 30, 15/7/1902.

[32] Βλ. Schulze, ανέκδ. επιστ. 15, 12/11/1900· 16, 13/11/1900· 18, 12/12/1900· 19, 2/1/1901.Σχετικά με την ίδρυση, την ιστορία και τους σκοπούς του Συλλόγου «Δαναός», βλέπε: Χρ. Παπαοικονόμος, «Δαναός», Ο εν Άργει σύλλογος των Αργείων, Αργολικόν Ημερολόγιον, εκδιδόμενον υπό του εν Αθήναις Συλλόγου των Αργείων του έτους 1910, Αθήναι 1910 (Αναστατικές εκδόσεις – 1, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού), σελ. 128-141· Ευάγγ. Στασινόπουλος, Σκοποί, πορεία, σταθμοί και προσανατολισμοί του «Δαναού», Πρακτικά του Β’ Τοπικού Συνεδρίου Αργολικών Σπουδών (Άργος 30 Μαΐου – 1 Ιουνίου 1986), Αθήναι 1989, σελ. 369-376. Για το ζήτημα της διάσπασης του συλλόγου δεν θα επεκταθώ περισσότερο στην παρούσα εργασία γιατί θ’ αποτελέσει αντικείμενο ειδικής μελέτης με διεξοδικότερη έρευνα και στα αρχεία του Δαναού.

[33] Schulze, ανέκδ. επιστ. 18, 12/12/1900.

[34] Schulze, ανέκδ. επιστ. 19, 2/1/1901· 27, 16/10/1901·28, 8/5/1902· 32, 12/12/1902· 33, 26/2/1903· 34, 14/4/1903. Στην ανέκδοτη επιστολή του αρ. 38, 15/1/1905, ο Schulze μάς δίνει εμμέσως την πληροφορία ότι έχει διακοπεί η έκδοση της εφημερίδας «Ίναχος».

[35] Schulze, ανέκδ. επιστ. 17, 8/12/1900. Στην επιστολή αρ. 4, 18/5/1898 ο Schulze συστήνει στον Βαρδουνιώτη να διαθέσει τα χρήματα από τη μετάφραση ή υπέρ των δυστυχών θεσσαλών ή υπέρ των ταλαιπωρούντων προσφύγων. 

[36] Schulze, ανέκδ. επιστ. 36, 20/12/1904. Βλ. Ευρυδίκη Μπέσιλα-Βήκα, Η επιρροή του θεσμού της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στη διαμόρφωση της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής ζωής της τοπικής κοινωνίας του Άργους τον 19ο αιώνα, Πρακτικά του Α’ Συνεδρίου Αργειακών Σπουδών, «Το Άργος κατά τον 19ο αιώνα» (Άργος 5 – 7 Νοεμβρίου 2004), Άργος 2009, σελ. 195-200.

[37] βλ. σημ. 14. Η μετάφραση και η πιθανή έκδοση του άγνωστου αλλά πολύτιμου για τη νεότερη ελληνική ιστορία βιβλίου τού Engel, θα συμβάλει στον εμπλουτισμό των γνώσεών μας γύρω από την ιστορία και την κοινωνία της Πελοποννήσου και όχι μόνο, στο β’ μισό του 19ου αιώνα, καθώς η περιηγητική λογοτεχνία αποτελεί πλέον πρωτογενές υλικό για τη μελέτη της ιστορίας του Νέου Ελληνισμού.

[38] Σε τρεις επιστολές που είχαν αποσταλεί από την Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία προς τον Βαρδουνιώτη (περιλαμβάνονται στο σώμα της ανέκδοτης αλληλογραφίας του) αποκαλύπτεται η μεγάλη εθνική προσφορά τού Αργείου λογίου. Μέχρι το 1915 ο Βαρδουνιώτης είχε αποστείλει στην Εταιρεία 10.625 έγγραφα που αφορούσαν στην Ελληνική Επανάσταση του 1821, πολύτιμα κειμήλια για τη μελέτη και συγγραφή της νεότερης ιστορίας μας.

Σοφία Πατούρα- Σπανού                     

Διευθύντρια Ερευνών/Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών

Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών

 

Διαβάστε ακόμη:


Στο:Άργος, Άρθρα - Μελέτες - Εισηγήσεις Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, Άργος, Άρθρα, Αρχαιομανία, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Δημητρίος Βαρδουνιώτης, Ιστορία, Πατούρα Σοφία, Περιηγητές, Πολιτισμός, Φιλέλληνες, Vardouniotis Dimitrios

Ιερός Ναός Αγίου Νικολάου, Επισκόπου Μύρων της Λυκίας (Κατεδαφισμένος)

$
0
0

Ιερός Ναός Αγίου Νικολάου, Επισκόπου Μύρων της Λυκίας (Κατεδαφισμένος)


 

Στην πλατεία Ομονοίας, [1] όπως τότε λεγόταν η σημερινή πλατειά Αγίου Πέτρου Άργους, στο δυτικό τμήμα της βόρειας πλευράς της εκκλησίας του Αγίου Πέτρου σε ελαφρώς λοξή θέση και σε κυμαινόμενη απόσταση 6,30 – 3,50 μ. από τα δυτικά προς τα ανατολικά, βρισκόταν ο ναός του Αγίου Νικολάου Επισκόπου Μύρων της Λυκίας, του Θαυματουργού. Ο ναός αυτός είχε κτισθεί τα χρόνια της Τουρκοκρατίας από τη γνωστή σημαντική οικογένεια Περούκα και κατεδαφίσθηκε το 1865, όταν κτίσθηκε η νέα μεγάλη εκκλησία του Αγίου Πέτρου. Μάλλον, για το λόγο αυτό, το βόρειο κλίτος της εκκλησίας του Αγίου Πέτρου είναι αφιερωμένο στον Άγιο Νικόλαο. Λαμβάνοντας υπόψη το όνομα του τιμώμενου Αγίου, πιθανόν να κτίσθηκε από το Δημογέροντα και Βεκίλη, Νικόλαο Περούκα, [2] ο οποίος πέθανε το 1822.

Είχε μήκος 14 μέτρα, πλάτος 7 μέτρα και ύψος 3,5 μέτρα, χωρίς τρούλο ενώ για να εισέλθεις κατέβαινες 3 σκαλιά. [3] Πιθανότατα ήταν Βυζαντινού ρυθμού. Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς κτίστηκε. Διέθετε ξύλινο καμπαναριό και υπόστεγο με κεραμίδια προς την ανατολική πλευρά του καθώς και πέτρινο πεζούλι.  Γύρω από την Εκκλησία υπήρχαν ξύλινα κιγκλιδώματα και προς τον βορρά βρισκόταν το ηλιακό ημερολόγιο η γνωστή «Ημεριδιάνα». Ο Ναός του Αγίου Νικολάου συνδέεται και με τα σκληρά γεγονότα της 4ης Ιανουαρίου 1833, ημέρα της μεγάλης σφαγής των Αργείων από τους Γάλλους, οι οποίοι ετάφησαν σε λάκκο στα ανατολικά του Αγίου Νικολάου, της σημερινής πλατείας του Αγίου Πέτρου καθώς και στα ΒΔ της εκκλησίας του Αγιάννη. Ο ναός χρησίμευε και ως νεκροταφείο της οικογένειας Περούκα.

Τα εγκαίνια του Καθεδρικού Ιερού Ναού Αγίου Πέτρου, έγιναν στις 18 Απριλίου 1865, από τον Αρχιερέα  Γεράσιμο Παγώνη. Μέχρι τότε, λειτουργούσε  κανονικά ο Ναός του Αγίου Νικολάου, γιατί οι κάτοικοι αισθάνονταν βαθύτατο προς την ιερότητα του σεβασμό και κανείς δεν έπαιρνε την ευθύνη να τον κατεδαφίσει. Βλέποντας  αυτό ο Αρχιερέας Γεράσιμος, αφού ανέβηκε στην οροφή του Ναού, έκανε το σταυρό του και είπε: «Εγώ ο ανάξιος και αμαρτωλός δούλος Σου, Κύριε, κρημνίζω τον υπάρχοντα μικρόν και ταπεινόν τούτον Ναό Σου. ίνα ανοικοδομήσω μεγαλύτερον και μεγαλοπρεπέστερον». Συγχρόνως, αφαίρεσε  τρία κεραμίδια από την στέγη· έτσι έγινε η έναρξη της κατεδαφίσεως [δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς ξεκίνησε η κατεδάφιση] μέχρι τα θεμέλια χωρίς να εκσκαφούν αυτά. [4] Τα ιερά σκεύη και άμφια, μεταφέρθηκαν στο Ναό του Αγίου Κωνσταντίνου.

 

Πιθανόν, το δάπεδο της ιστορικής Εκκλησίας του Αγίου Νικολάου στην πλατεία Αγίου Πέτρου Άργους. Αποκαλύφθηκε στα πλαίσια της Ανάπλασης του Ιστορικού Κέντρου Άργους.

Πιθανόν, το δάπεδο της ιστορικής Εκκλησίας του Αγίου Νικολάου στην πλατεία Αγίου Πέτρου Άργους. Αποκαλύφθηκε στα πλαίσια της Ανάπλασης του Ιστορικού Κέντρου Άργους.

 

Ο Τσακόπουλος για τον ναό του Αγίου Νικολάου

 

Ο Αναστασίος Τσακόπουλος, το 1953, στο βιβλίο του «Συμβολαί εις την ιστορίαν της Εκκλησίας Αργολίδος» έγραφε για τον κατεδαφισμένο ναό του Αγίου Νικολάου:

 

Χάριν της ιστορίας της Εκκλησίας Αργολίδος, σημειούμεν περί του ναού του Αγίου Νικολάου, ουχί των νεκροταφείου, αλλά του προϋπάρξαντος τοιούτου εν τη κεντρική πλατεία, προτού κτισθή ο μεγαλοπρεπής και πάνσεπτος ναός του πολιού­χου Άργους Αγίου Πέτρου, του θεοσόφου και θαυματουργού.

Ο ναός ούτος, αφιερωμένος εις την μνήμην του εν αγίοις Πατρός ημών Νικολάου επισκόπου Μύρων της Λυκίας του θαυματουργού, ου η μνήμη εορτάζεται εις τας 6 Δεκεμβρίου, κατά βάσιμον παράδοσιν ήτο οικογενειακός ναός της επιφανούς και ιστορικής οικογενείας Μπερρούκα, άγνωστον όμως πότε εκτίσθη. Ήτο καθ’ όλα όμοιος με τον του Αγίου Δημητρίου, απέχων περί τα 6-7 μέτρα εκ της βορείου θύρας του ήδη ναού· του Αγίου Πέτρου, προς την πλατείαν. Η είσοδός του ήτο εκ της Β. αυτού πλευράς και ο εισερχόμενος κατήρχετο δια τριών βαθμίδων εντός του ναού. Είχεν ούτος μήκος 14 μ., πλάτος 7 μ. και ύψος 3 1/2μ., άνευ τρούλλου, πιθανώτατα Βυζαντινού ρυθμού. Εις το Β. Δ. μέρος ήτο το ξύλινον κωδωνοστάσιον, ου ο κώδων είναι ο σημερινός μικρός του Αγίου Πέτρου.

Προς Ν. είχεν υπόστεγον εκ κεράμων, κατά την τότε συνήθειαν των ναών, είχε και μικρόν πεζούλι ή πεζούλα, (=τοιχίσκος λιθόκτιστος, χρησιμεύων ως κάθισμα), όπου μετά την θείαν λειτουργίαν οι εκκλησιαζόμενοι, καθήμενοι, συνεζήτουν διάφορα ζητήματα είτε ατομικά είτε κοινοτικά, όπως και σήμερον γί­νεται τούτο εις πλείστα χωρία.

Παράθυρα είχε τέσσαρα, 2 προς Βορράν και 2 προς Νότον, θύρας δε τρεις, μίαν προς Β., εξ ης ή είσοδος, άλλην προς Δ., και την του ιερού προς Νότον.

Ο ναΐσκος περιεβάλλετο δια ξυλίνων κιγκλιδωμάτων. Εις τον περίβολον τούτου ήσαν ολίγαι μορέαι και τίνες κυπάρισσοι. Προς Β. αυτού ήτο και η «ημεριδιάνα» δηλ. ηλιακόν ημερολόγιον, το οποίον διετηρήθη εις άλλην θέσιν μέχρι του 1895. Τώρα, άχρηστον πλέον, ευρίσκεται εις το Αρχαιολογικόν Μουσείον Άργους. Όπισθεν του ιερού υπήρχε και πηγάδι, το οποίον απε­καλύφθη το 1932 κατά την επισκευήν της πλατείας, ολίγα βή­ματα προς Ν. της προς Α. σημερινής ηλεκτρικής στήλης.

Το εικονοστάσιον ή τέμπλον, αι εικόνες, τα Ιερά σκεύη και λοιπά έπιπλα του ναού, μετά τα εγκαίνια του ναού του Αγίου Πέτρου, μετεφέρθησαν εις αυτόν, και όταν ανεκαινίσθη ούτος μετεφέρθησαν ταύτα εις το παρεκκλήσιον του Αγίου Κωνσταν­τίνου, ένθα σώζονται μέχρι σήμερον εξ αυτών, μία εικών του Αγίου Νικολάου επισκόπου Μύρων της Λυκίας (0,99Χ 0,60μ.) 1824, δύο μανουάλια 1,35 μ. ύψος εκ λευκού μαρμάρου, άτινα προς το άνω μέρος φέρουν τρεις αγγέλους και προς το κάτω 3 χερου­βείμ. Προσέτι δε σώζεται και προσκυνητάριον εξ εκλεκτού λευκού μαρμάρου, το οποίον φέρει ένθεν και ένθεν καλλιτεχνικωτάτους κύκνους.

Εχρησίμευεν ο ναός ούτος και ως νεκροταφείον, ένθα ανα­παύονται και τα οστά όλων των αποβιωσάντων μελών της με­γάλης και αρχαίας οικογενείας Μπερρούκα. Εν τω αυτώ ναώ και όπισθεν του ιερού ετάφη και ο τελευταίος γόνος της ιστορι­κής οικογενείας Δημήτριος Μπερρούκας, δολοφονηθείς τη 12-13 Νοεμβρίου 1851. Η κηδεία του εγένετο πάνδημος την μ.μ. της 13ης Νοεμβρίου.

Ο εν λόγω ναός εκτός της αρχαιολογικής αυτού σημασίας συνδέεται και με τα γεγονότα της νεωτέρας ιστορίας. Διότι, φονευθέντες πλέον των 250 αθώων Αργείων, υπό των Γάλλων, κατά την αποφράδα εκείνην ημέραν της 4 Ιανουαρίου του 1833 ετάφησαν εκεί. Ο απαισίας μνήμης Γάλλος διοικητής Νώδ εφάνη τόσον θηριώδης, ώστε όχι μόνον δεν επέτρεψε την συνάθροισιν των τεθλιμμένων συγγενών αλλά και αυστηρώς απηγόρευσε πάσαν νεκρώσιμον ακολουθίαν και εκκλησιαστικήν πομπήν. Τα πτώματα αυτών ετάφησαν ή μάλλον ερρίφθησαν ακήδευτα, δίκην κυνών, εις δύο παμμεγέθεις λάκκους εξ ων ο εις ανεώχθη όπισθεν του ιερού του ειρημένου ναού και προς το Α. μέρος της πλατείας και ο άλλος εις το Β. Δ. μέρος του περιβόλου του ναού του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου.

Από της μεσημβρίας της ημέρας εκείνης, μέχρι της δύσεως του ηλίου διήρκεσεν η απάνθρωπος και αγριωτάτη σφαγή, καθ’ ην κατά θετικωτέρους υπολογισμούς, εκτός των τραυματισθέντων, εφονεύθησαν άνω των διακοσίων πεντήκοντα.

Εν τη συγχύσει όμως ταύτη και ταραχή, κατά την μοιραίαν εκείνην ημέραν ανεφάνη, ως από μηχανής σωτήρ της πόλεως ο εκτελών χρέη τοποτηρητού, ο πρώην Ηλιουπόλεως (Επισκο­πής Εφέσου) Άνθιμος ο Κομνηνός. Ήτο μεγαλοπρεπής, επι­βλητικός, νοήμων και πλήρης σθένους και θάρρους ανήρ. Ο φιλάνθρωπος και φιλόπατρις ούτος ιεράρχης, βλέπων παρατεινόμενον το ανήκουστον κακόν, περιεβλήθη την μεγάλην αρχιερατικήν του στολήν, έλαβε μεθ’ εαυτού τον διάκονόν του φέροντα λευκόν μανδήλιον επί της ράβδου του και εξελθών της οικίας του, μετέβη κατ’ ευθείαν εις τον στρατώνα εν μέσω των ανά τας οδούς πυρο­βολισμών, αλαλαγμών, θρήνων και κοπετών. Εγένετο αμέσως δεκτός παρά τω Γάλλω διοικητή Νώδ, εις όν μετά παρρησίας ωμίλησε και εξήγησε την αθωότητα της σφαζομένης πόλως κατά τας θηριωδίας των Γάλλων στρατιωτών, επικαλεσθείς την δικαιοσύνην και την φιλανθρωπίαν του. Λέγεται ότι ωμίλει απταίστως την Γαλλικήν. Ο Γάλλος διοικητής τόσον εξεπλάγη και ελυπήθη εξ όσων έμαθεν εκ του στόματος του σεβασμίου ποιμενάρχου, ώστε ευθύς διέταξε γενικήν αποχώρησιν. Οι Γάλλοι στρατιώται επανήλθον εις τον στρατώνα και ούτω η πόλις απηλλάγη της περαιτέρω σφαγής. Επήλθε δε η νυξ και εκάλυψεν αυτήν σιγή και πένθος!!….

Και όλη αυτή η τραγωδία εγίνετο ένεκα παρεξηγήσεως και παρανοήσεως των Γάλλων στρατιωτών. Τας λεπτομέρειας και τα αληθή αίτια τα προκαλέσαντα την άδικον επίθεσιν και σφαγήν των δυστυχών Αργείων αποφεύγομεν ν’ αναφέρωμεν δια λόγους πολιτικής σκοπιμότητος, διότι τούτο είναι και εκτός του θέμα­τός μας. Η εν Άργει σφαγή υπήρξεν μία ανεξίτηλος και ανεξάλειπτος ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΗΛΙΣ δια τούς πεπολιτισμένους Γάλλους.

Ο ναός του Αγίου Νικολάου διετηρήθη εν καλή καταστάσει και ελειτουργείτο μέχρι της 18ης Απριλίου του έτους 1865, ότε εγένοντο τα εγκαίνια του ήδη υπάρχοντος Μητροπολιτικού τοι­ούτου του Αγίου Πέτρου.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Εφ. «Η Αργολίς», φ. 108/1870.

[2] Ο Αρχαιολόγος Χρήστος Πιτερός στην αδημοσίευτη μελέτη του «Τοπογραφία και μνημεία του νεότερου Άργους» γραφεί: Στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Άργους σώζεται η μαρμάρινη επιτύμβια πλάκα, διαστ. 1,54 Χ 0,61 Χ 0,08 μ., της Αγγελικής Περούκα, συζύγου του Νικολάου, με επιτύμβιο επίγραμμα σε δακτυλικό εξάμετρο και αρχαϊζουσα γλώσσα. Η Αγγελική το γένος Ιωάννου Συλλιβέργου είχε συγγένεια με τη σημαντική οικογένεια των Νοταράδων της Κορινθίας, γεννήθηκε την 1η Μαρτίου 1756 και απεβίωσε στο Άργος την 8η Μαρτίου 1836. Η επιτύμβια πλάκα φέρει επίγραμμα με κεφαλαία γράμματα, είκοσι στίχων, ύψος γραμμάτων 3,5 εκ. και διάστιχο 1,5 εκ. με το εξής κείμενο: «Τύμ­βε τιν ὧ­δε κέ­κευ­θας’ ἰ­αὺ / ονθ’ἐς μα­κρὸν ὕ­πνον / οἵ­ης τ᾽αὖ γε­νε­ῆς ἥ δ᾽ ἀ­ρε / τῆς ὁ­πό­σης; / Ἀγ­γε­λι­κὴ μὲν ἔ­ην τήδ᾽ / οὔ­νο­μα ξεῖ­νε ἀ­γλα­ὸν / Κερ­νο­τέ­ων Νο­τα­ρῶν εὒ­χετ᾽ / ἔ­μεν προ­γό­νων / Νι­κο­λέ­ων δ᾽ ἔ­χει Περ­ρού­κα / πό­σιν ἒ­ξοχ᾽ ἄ­ρι­στον / ἀν­δρῶν ὅσσ᾽ Ἄρ­γους ἐν­νά­ε / ται γε λά­χον. / Αὐ­τὰρ ἀρ᾽εὐ­σε­βί­ης τρὸ/φι­μος πέ­λεν ἀ­σκέ­ε ταύ­τιν / ἔρ­νος ἐ­οῦσ᾽ ἀ­ρε­ταῖς θὲ / σπε­σί­η­σι βρῖ­θον. / Ἐ­σθλοῖς δ᾽ ἐν πολ­λοῖ­σι κα / κῶν ἅ­λις οὐκ ἀ­μέ­θε­κτος / ἐς χεί­ρας τήν ψυ­χήν παρ / κα­τέ­θη­κε Θε­οῦ». « Ἐ­γεν­νή­θη τὴν 1η Μαρ­τί­ου 1756 καὶ ἐτελεύτησε τήν 8η Μαρ­τί­ου 1836.» Μετάφραση: «Τάφε αυτός που εσύ καλύπτεις και αναπαύεται σε βαθύ ύπνο / από ποια γενιά κατάγεται και πόση είναι η αρετή του; / Αγγελική ξένε είναι το όνομά της το ένδοξο / και τους πλούσιους Νοταράδες καυχιέται ότι έχει προγόνους. / Τον Νικόλαο Περούκα έχει έξοχο σύζυγο / τον πιο άριστο / από όλους τους άνδρες, που έτυχε να κατοικούν στο Άργος. / Αυτή πάλι μεγάλωσε με ευσέβεια, με πολλή φροντίδα, / όντας ένα κλαδί γεμάτο με θεσπέσιες αρετές. / Έζησε μέσα σε πολλά καλά, / αλλά δεν έμεινε αμέτοχη πλήθους συμφορών / και παρέδωσε την ψυχή της στα χέρια του Θεού».

[3] Εκείνο τον καιρό, τους Ναούς τους έκτιζαν ημιυπόγειους προκειμένου να εμποδίζουν την βεβήλωση τους από  έφιππους Τούρκους.

[4] Ζεγκίνης ό.π. 336

 

Πηγές


 

  •  Ιωάννου Ερν. Ζεγκίνη, «Το Άργος δια μέσου των Αιώνων», Έκδοσις Τρίτη, Αθήνα 1996.
  • Αναστασίου Τσακόπουλου, «Συμβολαί εις την Ιστορίαν της Εκκλησίας Αργολίδος», τεύχος Ά, Έκδοσις «Χρονικών του Μοριά», Αθήνα, 1953.
  • Χρήστος Πιτερός, «Τοπογραφία και μνημεία του νεότερου Άργους», αδημοσίευτη μελέτη.
  • Βασίλης Τσιλιμίγκρας, «Ιστορική γενεαλογία στην Τουρκοκρατία. Οι πρόδρομες σχέσεις της κοινωνικής συγκρότησης του Άργους», Δαναός ΙΙΙ, 2003.

 

Διαβάστε ακόμη:


Στο:Άργος, Εκκλησιαστική Ιστορία αφορώσα στην Αργολίδα, Ναοί Αργολίδας Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, Church, Church of St. Nicholas, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Επανάσταση 21, Εκκλησιαστικά, Εκκλησιαστική Ιστορία, Ιστορία, Ιερός Ναός Αγίου Νικολάου, Ιεροί Ναοί, Ορθοδοξία, Περρούκας

Θεοτόκης Ιωάννης – Βαπτιστής (1778-1865)

$
0
0

Θεοτόκης Ιωάννης – Βαπτιστής (1778-1865)


 

Ο Ιωάννης – Βαπτιστής Αναστασίου Θεοτόκης [1] γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1778 και ήταν απόγονος του κλάδου των Νταβιάτσο (Daviazzo ή Οκταβιανών, από τον πρόγονό τους Ottavio) της ιστορικής αυτής οικογένειας.

Φαίνεται ότι έτυχε επιμελημένης παιδείας σε σχολείο Λατίνων κληρικών και απόκτησε συστηματικές νομικές γνώσεις. Πολύ μικρός κα­τατάχθηκε στο στρατό της Βενετίας, στο επίλεκτο σώμα των Δαλματών, με το βαθμό του ανθυπολοχαγού. To 1800 ο Πρόεδρος της προσωρινής κυβέρνησης των Ιονίων νή­σων Σπυρίδων Θεοτόκης τον διόρισε υπασπιστή του και του ανέθεσε σημαντικές εμπιστευτικές αποστολές. Το 1805, όταν παντρεύτηκε, εγκατέλειψε τις τάξεις του στρατεύματος.

Ιωάννης - Βαπτιστής Θεοτόκης (Κερκυραϊκά Χρονικά τόμος 11, 1965).

Ιωάννης – Βαπτιστής Θεοτόκης (Κερκυραϊκά Χρονικά τόμος 11, 1965).

Πολύ ενωρίς έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρείας και Έφορος της στο νησί του. Μετά την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης εγκατέλειψε την οικογέ­νειά του στην Κέρκυρα, κατέβηκε στο Μοριά, έλαβε μέρος στις πολεμικές συγκρούσεις και το 1824 διορίστηκε Υπουργός του Δικαίου. Ήταν εκ των πρώτων που υπέδειξαν την υποψηφιότητα του Ιωάννη Καποδίστρια ως πολιτικού αρχηγού της Ελλάδας. Αντέδρασε, όμως, στην υποβολή του αιτήματος προστασίας που το 1825 υποβλήθηκε από τη στρατιωτική και πολιτική ηγεσία της επαναστατημένης Ελλάδας προς την Αγγλία, χαρακτηρίζοντάς την σε επιστολή του προς τον Ανάργυρο Πετράκη ως «συμφωνητικόν της πωληθεί­σης Ελλάδος». Η επιστολή κατασχέθηκε και ο Θεοτόκης καθαιρέθηκε από το υπουργικό του αξίωμα και φυλακίστηκε στο Μπούρτζι, απ’ όπου θα υποβάλει στην κυβέρνηση αναφορά – υπόδειγμα εθνικής και πολιτικής αξιοπρέπειας.

Το Μάιο του 1825 θα ενεργήσει για την ίδρυση Μασονικής Στοάς στο Ναύπλιο με στόχο «ίνα ενθουσιάσωμεν και προσελκύσωμεν πατριώτας τινάς επί τω σωτηρίω σκοπώ να υπερασπίζουσι τα δίκαια της ημετέρας πατρίδος». Η Στοά, η πρώτη στην Ελλάδα, θα ιδρυθεί και θα λειτουργήσει τουλάχιστον έως το 1826. Εδώ θα πρέπει να επισημανθεί ότι οι Μασονικές Στοές εκείνη την εποχή ήταν εστίες φιλελεύθερων ιδεών και από τέτοιες -φιλελεύθερες και δημοκρατικές αρχές – ενεφορείτο και ο Ιωάννης – Βαπτιστής Θεοτόκης. Στη συνέχεια συνδέθηκε με τον Ιωάννη Κωλέτη, με τον οποίο είχε πυκνή αλληλογραφία (μέρος της σώζεται στο Αρχείο Κωλέτη στην Ακαδημία Αθηνών).

Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας και έως το τέλος της ζωής του ασχολήθηκε με την καλλιέργεια των προϋποθέσεων απελευθέρωσης των Ιονίων νήσων και της ενσωμάτωσης τους στην Ελλάδα, κάτι που ευτύχησε να προλάβει να δει να πραγματοποιείται.

Το Οθωνικό καθεστώς τον διόρισε το 1839 Διοικητή Τήνου [2], ενώ αργότερα, μετά τη μεταβολή του 1843, διορίστηκε Γερουσιαστής. Το 1857, για λόγους υγείας αποσύρθηκε στην Κέρκυρα, όπου και πέθανε το 1865.  Τιμήθηκε με Αριστείο Ανδρείας και το παράσημο του Τάγματος του Σωτήρος.

Ο Ιωάννης – Βαπτιστής Θεοτόκης ήταν φλογερός πατριώτης και βαθιά θρη­σκευόμενο άτομο. Παρά το γεγονός ότι ενεφορείτο από δημοκρατικές και φιλελεύθερες ιδέες, τις οποίες ποτέ δεν έκρυψε, εντούτοις προς το τέλος της ζωής του υπήρξε υποστηριχτής της πολιτικής του βασιλιά Όθωνα.

Η υπηρεσία του στην Τήνο συνδέεται με δυο σοβαρά συμβάντα:

(α) Την κλοπή της εικόνας του Ευαγγελισμού στις 15.12. 1842, ζήτημα που το χειρίστηκε με ιδιαίτερα επιτυχή τρόπο. Πολύ σημαντική υπήρξε η σχετική αναφορά του προς την κυβέρνηση, στην οποία ο Θεοτόκης, εν παρενθέσει, υμνεί το έργο του Ιερού Καταστήματος [3].

(β) Την κάθοδο των Ιησουϊτών μοναχών από τον οικισμό Εξώμβουργο, κά­τω από το Κάστρο, στα Λουτρά. Ο Θεοτόκης αντέδρασε σθεναρά γιατί έβλε­πε στην προσπάθεια αυτή απόπειρα προσηλυτισμού [4].

Το καλοκαίρι του 1841 φιλοξένησε στην Τήνο το γιο του Σπυρίδωνα με τη σύζυγο του Jane Elizabeth Digby (1807-1881) [5], θυγατέρα του Άγγλου ναυάρχου Henry Digby, και το γιο τους Λεωνίδα.

Παντρεύτηκε την Αγγελική Μαρμορά με την οποία απόκτησαν τέσσερα παιδιά: τον Μιχαήλ – Ερρίκο (1807), ο οποίος πέθανε πολύ νωρίς, τον Ανδρέ­α – Νικόλαο (1808), τη Μπελίνα (1809) και το Σπυρίδωνα (1811). Ο Ανδρέας – Νικόλαος απόκτησε τέσσερα παιδιά, από τα οποία ο Γεώργιος (1844 – 1916) διετέλεσε τέσσερες φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας (1899 – 1901, 1903, 1903 – 4, 1905 – 09). Η κόρη του Γεωργίου Θεοτό­κη, Ζαΐρα, υπήρξε μητέρα του πολιτικού και πρωθυπουργού της χώρας Γεωρ­γίου Ράλλη (1918- 2006).

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Για τον Ιωάννη – Βαπτιστή Θεοτόκη βλέπετε Λαυρεντίου Βροκίνη, Βιογραφικά σχεδιάρια των εν τοις γράμμασι διαλαμψάντων Κερκυραίων, τεύχος Α’, σελ. 121· Δ. – Γρ. Καμπούρογλου, Ιστορικόν Αρχείον Διονυσίου Ρώμα, τόμος A’ 1819 – 1825, Αθή­ναι 1901, ειδικότερα σελ. 576 – 79 και 678 – 9· Eugéne Rizo Rangavé, Livre dOr de la Noblesse lonienne. Corfou, «Eleftheroudakis». Athenes 1925. pp. 243 – 245- Νικο­λάου Σακελλίωνος – Σταύρου Φιλιππίδη, Ιστορία του εν Τήνω ναού και Ιδρύματος της Ευαγγελιστρίας, Εν Ερμουπόλει Σύρου 1928, σελ. 86 επόμ. και ιδία 112 – 123· Σταύρου Χ. Σκοπετέα, «Μυστικαί Εταιρείαι κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν», Πε­λοποννησιακή Πρωτοχρονιά (1958), σελ 277 – 298· Κώστα Δαφνή, «Θεοτόκης Ιωάννης – Βαπτιστής. Βιογραφία – προσωπογραφίες», Κερκυραϊκά Χρονικά 11 (1965)· Σπύρου Θεοτόκη, «Ιωάννης Βαπτιστής Θεοτόκης», ό.π., και Γεωργίου Ράλλη, Γεώρ­γιος Θεοτόκης. Ο άνθρωπος του μέτρου, «Ελληνική Ευρωεκδοτική», Αθήνα 1986. σελ. 13 – 23 (Σ.Μ.).

[2] Ο Θεοτόκης δεν ήταν ένας οποιοσδήποτε γραφειοκράτης που στελέχωνε το διοικητικό μηχανισμό του νεοσύστατου κράτους, αλλά μια σημαντική προσωπικότητα της ελληνικής Παλιγγενεσίας. Στην Τήνο, ως Διοικητής του νησιού, ε­πιτέλεσε σημαντικό έργο, κυρίως με τις παρεμβάσεις του στη λειτουργία του Ιε­ρού Καταστήματος της Ευαγγελιστρίας. Βέβαια, όταν έφτασε στην Τήνο ο Θεο­τόκης, ο δημόσιος χαρακτήρας του Ιερού Καταστήματος είχε επιβληθεί, όμως είχε ακόμη μεγάλα περιθώρια παρέμβασης. Τέλος, η παραμονή του στο νησί συνέπε­σε με την κλοπή της εικόνας του Ευαγγε­λισμού στις 15.12. 1842 και είναι βεβαιωμένες οι σύντονες, και αποτελεσματικές ενέργειές του, για σύλληψη του δράστη και την ανεύρεση της εικόνας, αλλά και για την ανάδειξη του γεγονότος αυτού στο πανελλήνιο. Και όχι μόνον αυτό, αλλά ο Κερκυραίος πολιτικός προσπάθησε να προσδώσει επίσημο χαρακτήρα στην επανεύρεση της εικόνας με παρέμβασή του στην Ιερά Σύνοδο. Εξάλλου είναι αυτός που αμέσως μετά την επιστροφή της εικόνας στο ναό μίλησε για «Δεύτερη Εύρεση», κάτι που ποτέ δεν έγινε τελείως αποδεκτό από την κοινωνία της πόλης.

[3] Η αναφορά αυτή, που πρωτοδημοσιεύθηκε από τους Νικόλαο Σακελλίωνα και Σταύρο Φιλιππίδη στο βιβλίο τους Ιστορία του εν Τήνω ιερού ναού και Ιδρύματος της Ευαγγελιστρίας. Ερμούπολις 1928, σελ. 112-119, σώζεται σε αντίγραφο στο Αρχείο του ΠΠΕΤ. Πρόσφατα εντοπίσαμε και το πρωτότυπο στα ΓΑΚ. Μια πρώτη αντιπαρα­βολή πιστοποιεί την ακρίβεια της αντιγραφής.

[4] Η κάθοδος των Ιησουϊτών στα Λουτρά, ενώ ήταν μια λογική προσπάθεια μετά την ερήμωση της περιοχής, εντούτοις αντιμετώπισε αντίδρασης τόσο από τους τελευταίους καθολικούς κατοίκους του Εξωμβούργου (και τον Καθολικό επίσκοπο Τήνου) όσο και από τις κρατικές αρχές. Το όλο ζήτημα παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ως προς τις ιδεολογικές στάσεις και νοοτροπίες της εποχής. Έχουμε συγκεντρώσει πλούσιο αρχειακό υλικό, το οποίο ευελπιστούμε σύντομα να παραδώσουμε στη δημοσιότητα.

[5] Η Jane Elizabeth Digby (1807 – 1881), θυγατέρα του Άγγλου ναυάρχου Henry Digby, υπήρξε μια από τις γυναίκες που τάραξαν την κοινωνική ζωή της Ευρώπης. Ήταν πλούσια, όμορφη, δυναμική και, κυρίως, διψασμένη για αγάπη. Το 1824 παντρεύτηκε τον κατά πολύ μεγαλύτερό της Edward Law, 2nd βαρόνο (μετέπειτα λόρδο) Ellenborough, από τον οποίο χώρισε το 1830. Στη συνέχεια βρέθηκε στο Μόναχο, όπου υπήρξε ερωμένη του Λουδοβίκου Α’ της Βαυαρίας (πατέρα του Όθωνα της Ελλάδος) και το 1832 παντρεύτηκε τον βαυαρό βαρόνο Karl von Venningen. Σύντομα, πιθανότατα το 1835, ερωτεύθηκε ένα νεαρό Έλληνα που βρέθηκε στην αυλή της Βαυαρίας, το Σπυρίδωνα Θεοτόκη (1811-1870), γόνο ευγενούς κερκυραϊκής οικογένειας, χωρίς όμως εισοδήματα. Γνωρίστηκαν σε ένα χορό μεταμφιεσμένων, όπου ο νεαρός Θεοτόκης φορούσε την εθνική του ενδυμασία. Ήδη από το Μάρτιο του 1839 στη Γαλλία με το Θεοτόκη, με τον οποίο απόκτησε ένα παιδί το Λεωνίδα (21.9.1840). Το καλοκαίρι του 1841 το ζεύγος Θεοτόκη ήλθε στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στην Τήνο, όπου ο πατέρας Ιωάννης – Βαπτιστής Θεοτόκης ήταν Διοικητής του νησιού.

Φαίνεται ότι κατά την παραμονή της στην Τήνο η νεαρή Αγγλίδα περιηγήθηκε το νη­σί, ενδιαφέρθηκε για την ιστορία του και φιλοτέχνησε σκίτσα από την καθημερινή του ζωή. Στη συνέχεια, την άνοιξη του 1842, το ζευγάρι εγκαταστάθηκε στα κτήματα της οικογένειας Θεοτόκη στους Λουκάδες της Κέρκυρας και το 1843 μετακινήθηκε στην Αθήνα, όπου η Jane αναστάτωσε τη ζωή της πρωτεύουσας του νέου ελληνικού κρά­τους. Όταν η Jane διαπίστωσε απιστίες του συζύγου της (1846), τον χώρισε και μετέ­βη στην Ιταλία, όπου ο μικρός Λεωνίδας σκοτώθηκε σε ατύχημα. Ξαναγύρισε στην Αθήνα, όπου υπήρξε ερωμένη του βασιλιά Όθωνα και του στρατηγού Χριστόδουλου Χατζηπέτρου. Μετά σειρά περιπετειών η Jane Digby το 1853 θα βρεθεί στη Συρία, όπου θα ερωτευθεί, και τελικά θα παντρευτεί, τον Sheikh Medjuel el Mezrab, με τον ο­ποίο θα ζήσει ευτυχισμένη έως το τέλος της ζωής της. Ο Σπυρίδων Θεοτόκης, μετά το διαζύγιό του, πήγε στην Ιταλία, άλλαξε πολλές ερωμένες, παντρεύτηκε δύο ακόμη φο­ρές και πέθανε σχετικά νέος στη Ρωσία όπου είχε τοποθετηθεί πρόξενος. Για την πε­ριπετειώδη ζωή της Jane βλέπετε: (α) Edmond About, La Gréce contemporaine, Paris 1863₅, pp. 81 – 91 [XII: Histoire des deux grandes dames étrangères qui s᾽étaient fixées en Grèce], (β) Πολύβιου Δημητρακόπουλου, Αι Αθήναι του Όθωνος: Τζέννυ Θεοτόκη, «Σιδερής», Αθήναι 1925, και (γ) Lovell, Mary S., A Scandalous Life: A Biography of Jane Digby (1995) [Ελληνική μετάφραση της Μαρίας Παππά: Μια σκανδαλώδης ζωή: Η βιογραφία της Τζάν Ελίζαμπεθ Ντίγκμπι – Θεοτόκη, «Νέα Σύ­νορα», Αθήνα 1997] (Σ. Μ.).

 

Κώστας Δανούσης

Τηνιακά Σύμμεικτα, τεύχος 14, 2014.

 


Στο:Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού Tagged: 1821, Argolikos Arghival Library History and Culture, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Βιογραφίες, Επανάσταση 21, Θεοτόκης Ιωάννης - Βαπτιστής, Ιστορία, Κώστας Δανούσης, Κέρκυρα, Ναύπλιο, Πρόσωπα, Στρατιωτικοί, Υπουργός, Jane Elizabeth Digby, Theotokis John

Παπαδημητρίου Άλκηστις – Μυκήνες

$
0
0

Παπαδημητρίου Άλκηστις – Μυκήνες


 

Μυκήνες - Άλκηστις Παπαδημητρίου

Μυκήνες – Άλκηστις Παπαδημητρίου

Αφιερωματικό τόμο στις «Μυκήνες» εξέδωσε το Κοινωφελές Ίδρυμα Ιωάννη Σ. Λάτση, συνέχεια του εκδοτικού προγράμματος του «Ο Κύκλος των Μουσείων» που ξεκίνησε το 1997 και έχει στόχο να προβάλει τον πλούτο του πολιτιστικού αποθέματος που διαθέτει η Ελλάδα. Συγγραφέας η Άλκηστις Παπαδημητρίου, αρχαιολόγος, Προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Αργολίδας.

Ο τόμος προσφέρει μια συνολική αφήγηση της ιστορίας του τόπου που γέννησε έναν σπουδαίο πολιτισμό, από τα πρώτα σημάδια κατοίκησης, τις εποχές της ανάπτυξης και της ακμής, αλλά και τους δύσκολους αιώνες που ακολούθησαν. Στο βιβλίο υπάρχουν τα ιδιαίτερα γνωστά ευρήματα που φιλοξενούνται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος προσφέρει στον αναγνώστη μια ξενάγηση στα άγνωστα εκθέματα του Μουσείου των Μυκηνών ξετυλίγοντας παράλληλα μια παρουσίαση της καθημερινής ζωής των ανθρώπων (συνήθειες, λατρεία των θεών, αρχιτεκτονική, ταφές των νεκρών, συστήματα εξουσίας κ.α.).

 

Η «Μυκηναία». Τοιχογραφία από την περιοχή του Θρησκευτικού Κέντρου. 1250 π.Χ. Η πανέμορφη γυναίκα με την περίτεχνη κόμμωση, το επίσημο ένδυμα και τα πλούσια κοσμήματα στο λαιμό και τα χέρια απεικονίζει προφανώς μια θεά. Καθιστή και μεγαλοπρεπή θα υποδεχόταν την πομπή των πιστών που θα της έφερνε τις πολύτιμες προσφορές.

Η «Μυκηναία». Τοιχογραφία από την περιοχή του Θρησκευτικού Κέντρου. 1250 π.Χ. Η πανέμορφη γυναίκα με την περίτεχνη κόμμωση, το επίσημο ένδυμα και τα πλούσια κοσμήματα στο λαιμό και τα χέρια απεικονίζει προφανώς μια θεά. Καθιστή και μεγαλοπρεπή θα υποδεχόταν την πομπή των πιστών που θα της έφερνε τις πολύτιμες προσφορές.

 

Γυναικεία κεφαλή από ασβεστοκονίαμα. Περιοχή θρησκευτικού κέντρου, 13ος αι. π.Χ.

Γυναικεία κεφαλή από ασβεστοκονίαμα. Περιοχή θρησκευτικού κέντρου, 13ος αι. π.Χ.

 

Η συγγραφέας του τόμου, κυρία Άλκηστις Παπαδημητρίου, σημειώνει: «Πολλές γενιές επιστημόνων, μετά τις εντυπωσιακές ανακαλύψεις του Ερρίκου Σλήμαν, επωμίστηκαν το βαρύ φορτίο της δόκιμης αρχαιολογικής έρευνας, της δημοσίευσης των αποτελεσμάτων των ανασκαφών αλλά και της συντήρησης και προστασίας των μνημειακών καταλοίπων του τόπου που έδωσε το όνομά του σε έναν από τους σημαντικότερους πολιτισμούς της ελληνικής προϊστορίας. Ως κορύφωση αυτής της πορείας ανασύστασης της ιστορικής αλήθειας και κοινωνικοποίησης της γνώσης ιδρύθηκε το 2003 ένα νέο τοπικό μουσείο κοντά στον αρχαιολογικό χώρο. Αποδεχόμενη την πρόταση του Κοινωφελούς Ιδρύματος Ιωάννη Σ. Λάτση να παρουσιάσω τις Μυκήνες στη δημοφιλή σειρά των διακεκριμένων εκδόσεων «Ο Κύκλος των Μουσείων» αισθάνθηκα πως για μία ακόμη φορά έλαχε σε μένα ο κλήρος να προβάλω τα επιτεύγματα των προγόνων μου και να τιμήσω το τιτάνιο έργο σπουδαίων ερευνητών της αρχαιότητας».

 

Ανθρωπόμορφο είδωλο (1250-1180 π.Χ.), κοσμεί το εξώφυλλο της έκδοσης.

Ανθρωπόμορφο είδωλο (1250-1180 π.Χ.), κοσμεί το εξώφυλλο της έκδοσης.

 

Αεροφωτογραφία της ακρόπολης των Μυκηνών. Άποψη από νοτιοδυτικά.

Αεροφωτογραφία της ακρόπολης των Μυκηνών. Άποψη από νοτιοδυτικά.

 

Μυκήνες. Η Πύλη των Λεόντων.

Μυκήνες. Η Πύλη των Λεόντων.

 

Η νέα έκδοση γίνεται στην ελληνική και αγγλική γλώσσα και λόγω του μη εμπορικού χαρακτήρα της διανέμεται δωρεάν στις υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού, σε όλα τα πανεπιστήμια της χώρας, σε βιβλιοθήκες, μουσεία, ερευνητικά κέντρα και φορείς επιστήμης και πολιτισμού στην Ελλάδα. Παράλληλα, με σκοπό την προβολή της Ελλάδας, υλοποιείται ευρύ πρόγραμμα αποστολής στο εξωτερικό που συμπεριλαμβάνει τα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου, φημισμένα πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα, διεθνείς οργανισμούς και φορείς για τις τέχνες.

Το βιβλίο «Μυκήνες» αριθμεί συνολικά 328 σελίδες και εικονογραφήθηκε με 482 φωτογραφίες του Σωκράτη Μαυρομμάτη.

Η ηλεκτρονική έκδοση του τόμου είναι ελεύθερα προσβάσιμη στα ελληνικά και τα αγγλικά εδώ.

Παπαδημητρίου Άλκηστις

Μυκήνες

Έκδοση: Κοινωφελές Ίδρυμα Ιωάννη Σ. Λάτση. Αθήνα, 2015

Σελίδες 328, σχήμα 33Χ25

ISBN 978-960-98364-9-4


Στο:Βιβλία - Αργολίδα Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Βιβλία, Βιβλίο, Βιβλιοπαρουσίαση, Ιστορία, Μυκήνες, Παπαδημητρίου Άλκηστις, Πολιτισμός, Mycenae

Η καθιέρωση της Εθνικής Εορτής της 25ης Μαρτίου

$
0
0

Η καθιέρωση της Εθνικής Εορτής της 25ης Μαρτίου 


 

Αποτελεί γενικό έθιμο να πανηγυρίζει κάθε κράτος με επίσημες γιορτές, ορισμένη μέρα της χρονιάς, που να θυμίζει το σπουδαιότερο εθνικό γεγονός ή συμβάν, το οποίο τις περισσότερες φορές συνδέεται με την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας, με την παλιγγενεσία ή την απελευθέρωσή του, την εγκαθίδρυση ή τη μεταβολή του πολιτεύματός του.

Ο μέγας αυτός πανηγυρισμός σε συγκεκριμένη μέρα συνιστά την Εθνική Εορτή της χώρας και η ημέρα αυτή λογίζεται κατ’ εξοχήν επίσημη και συμβολική. Άμεσα συγγενής προς την Εθνική Εορτή είναι η έννοια άλλων μεγάλων δημόσιων εορτών, με τις οποίες τιμούνται ταυτόχρονα και στον ίδιο βαθμό ιστορικά γεγονότα πολύ μεγάλης σημασίας, που συνδέονται με την εθνική μας ζωή.

Διαφορετική είναι η έννοια δημόσιων εορτών, που καθιερώνονται για σπουδαία ιστορικά γεγονότα τοπικής σημασίας. Σ’ αυτές τις εορτές ο πανηγυρισμός πραγματοποιείται επισήμως και με τη συμμετοχή του κράτους, αλλά μέσα σε ορισμένη περιφέρεια και μόνο σ’ αυτήν.

Τέλος, εντελώς διαφορετική είναι η έννοια των δημοτικών εορτών, που αποφασίζονται και τελούνται με την πρωτοβουλία και ευθύνη του οικείου δήμου ή κοινότητας.

 

Οι εθνικές εορτές στην Ελλάδα

 

Η καθιέρωση Εθνικών εορτών στην Ελλάδα, δηλαδή πανελλήνιων πανηγυρισμών, για να τιμηθούν εθνικά και ιστορικά γεγονότα πανελλήνιας σημασίας μέχρι και το 1838 και η τέλεση δημόσιων τελετών γι’ αυτές συμπεραίνεται ότι γινόταν άτυπα με «βασιλικές διαταγές» ή διατάγματα, που δεν δημοσιεύτηκαν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, αλλά πιθανόν να βρίσκονται σε κάποιο κρατικό αρχείο.

Με τον τρόπο αυτό καθιερώθηκαν ως ημέρες εθνικής εορτής οι επέτειοι των αποβατηρίων του Βασιλέως Όθωνος στις 25 Ιανουαρίου 1833 [1], τα γενέθλια και η ονομαστική εορτή των Βασιλέων Όθωνος και Αμαλίας και τα αποβατήρια της βασίλισσας και καταργήθηκαν – εκτός από την πρώτη – το 1859 [2]. Κατά τον ίδιο τρόπο καθιερώθηκε και η κατ’ εξοχήν Εθνική Εορτή της 25ης Μαρτίου, για την οποία θα γίνει ευρύτερος λόγος παρακάτω [3].

Αντιθέτως μετά το 1838 η καθιέρωση όμοιων εορτών γινόταν με την έκδοση ξεχωριστών διαταγμάτων που δημοσιεύονταν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Με τη διαδικασία αυτή καθιερώθηκαν διαδοχικά ως εθνικές εορτές, που γιορτάζονταν παράλληλα με την επέτειο της 25ης Μαρτίου, η επέτειος της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, η οποία ονομάστηκε κατ’ εξοχήν ημέρα παραγωγός λαμπρού μέλλοντος διά το Ημέτερον Βασίλειον, επειδή στέφθηκε από επιτυχία η γνωστή Επανάσταση του 1843 για σύγκληση Εθνικής Συνε­λεύσεως και κατάρτιση Συντάγματος [4]· η επέτειος της 11ης Οκτωβρίου 1862, καθ’ ην εθριάμβευσε Λαός και Στρατός κατά της καταλυθείσης δυναστείας, που θεωρήθηκε επίσης ημέρα παραγωγός λαμπρού μέλλοντος για το Ελληνικό Έθνος [5] και στην ουσία υποκατέστησε την προηγούμενη επέτειο· η επέτειος της 26ης Οκτωβρίου 1912, ημέρα κατά την οποία ελευθερώθηκε η Θεσσαλονίκη από τον νικηφόρο Ελληνικό Στρατό [6]· η επέτειος της 1ης Μαΐου 1924, σαν «εθνική εορ­τή», σε ανάμνηση της «δημοκρατικής ορκω­μοσίας» για τη μεταπολίτευση του 1924 [7], γιορταζόταν όμως μέχρι και το 1935 «μόνον ως ημέρα αργίας καθ’ όλον το κράτος», χωρίς άλλη δημόσια τελετή· ή επέτειος της 28ης Οκτω­βρίου 1940 σε ανάμνηση της αντίστασης του Έθνους στην ιταλική επίθεση και της συμμετοχής του στο συμμαχικό μέτωπο της Ελευθερίας [8].

Για την εκτέλεση των επιτασσομένων από τα διατάγματα, αρχικά ήταν ο Γραμματέας των Εκκλησιαστικών και της Δημόσιας Εκπαίδευσης, και αργότερα ο Υπουργός Εσωτερικών, που ήταν και ο εισηγητής της έκδοσης αυτών των διαταγμάτων.

Η τέλεση δημόσιων τελετών κατά τις επετείους των εθνικών ή άλλων επίσημων εορτών αποφασίστηκε, όπως γνωρίζουμε, με ενιαίο τρόπο το 1889, όταν με πρόταση του Υπουργού των Εσωτερικών, ορίστηκε με διάταγμα ότι κατά τις επετείους των εορτών της 1ης Ιανουαρίου, της 25ης Μαρτίου και της ονομαστικής βασιλικής εορτής (23ης Απριλίου) διατάσσονται δημόσιες τελετές [9].

Στο εξής, κάθε που καθιερωνόταν ή καταργούνταν καθιερωμένη εθνική εορτή, ή παριστανόταν ανάγκη να οριστεί νέα γιορτινή ημέρα, η τέλεση κατά την επέτειο του τιμωμένου γεγονότος δημόσιων τελετών οριζόταν με ειδικό διάταγμα που καθιέρωνε την εορτή και με διατάγματα περί δημόσιων τελετών, τα οποία εκδίδονταν στο σωστό χρόνο [10].

Η εκτέλεση των εν λόγω διαταγμάτων και η μέριμνα για την οργάνωση και την τέλεση των δημόσιων τελετών κάθε χρονιάς για τις εθνικές εορτές ανατιθόταν οπωσδήποτε στον Υπουργό των Εσωτερικών [11].

Ήδη με τον Αναγκαστικό Νόμο με αριθμ. 198 της 25ης Νοεμβρίου 1967, ορίστηκε ότι η καθιέρωση δημόσιων εορτών για τις επετείους εθνικών ή ιστορικών γεγονότων πανελλήνιας ή τοπικής σημασίας συντελείται με διατάγματα που εκδίδονται με κοινή πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών, Εθνικής Άμυνας, Εξωτερικών και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων [12].

 

Η Εθνική Εορτή της 25ης Μαρτίου

 

Στο μνημονευθέν ήδη διάταγμα του 1838 σημειώνεται ότι η ημέρα της 25ης Μαρτίου, που είναι οπωσδήποτε λαμπρή λόγω της εορτής του Ευαγγελισμού, «είναι προσέτι λαμπρά και χαρμόσυνος διά την κατ’ αυτήν έναρξιν του υπέρ ανεξαρτησίας αγώνος του Ελληνικού Έθνους».

Ύστερα από  έρευνα των πηγών, αποτελεί σήμερα κοινή επιστημονική παραδοχή ότι η παράδοση για την κήρυξη του Αγώνα στην Αγία Λαύρα στις 25 Μαρτίου 1821 συνδέεται με ευσεβή και συγκινητικό θρύλο, ο οποίος  διαχωρίζει βέβαια τα επί μέρους πολεμικά γεγονότα στην Ελλάδα με εκείνα που έγιναν στις Παρίστριες Ηγεμονίες από τον Φεβρουάριο 1821 και μάλιστα από τις 24 Φεβρουαρίου, όταν – ως γνωστόν- ο αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας Αλέξανδρος Υψηλάντης εξέδωσε και εξαπέλυσε από το Γενικό Στρατόπεδό του στο Ιάσιο την περίφημη προκήρυξή του προς τους Έλληνες με τον τίτλο: Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος.

Για τους λόγους αυτούς πολύ πετυχημένα, η ημέρα της 25ης Μαρτίου, η «Δοξασμένη Μέρα», καθιερώθηκε εθνικά γιορτινή, επειδή περικλείει, όπως ειπώθηκε από τον Ρήγα Παλαμήδη στη Γερουσία στη συνεδρίαση της 26ης Μαρ­τίου 1856, εν ιερώ κειμηλίω, πάσας τας αναμνήσεις του Ελληνικού Έθνους κατά το διάστημα του ιερού αγώνος, δι’ ου ανεκτήσατο την πολιτικήν αυτού ύπαρξιν και ανεξαρτησίαν[13]. Η χρονική σύμπτωση της μεγάλης θρησκευτικής εορτής προς τις πρώτες ημέρες των επαναστατικών ενεργειών στην Πελοπόννησο απετέλεσε  – κατά τον Ιωάννη Φιλήμονα, αν και υποστήριζε την άποψη ότι ως ημέρα ενάρξεως του Αγώνα έπρεπε να εορτάζεται η 24η Φε­βρουαρίου – ιδέα λαμπρή και ελληνικότατη, επειδή στηριζόταν στις αναλ­λοίωτες αρχές της αγίας ημών Εκκλησίας, και έφερε μέγα ύψος και βεβαίωνε την παντοτινή σωτήρια ενότητα και συγχώνευση του θρησκευτικού και εθνι­κού πνεύματος [14].

 

Βρυζάκης Θεόδωρος, «Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ευλογεί τη σημαία της Επανάστασης», Λάδι σε μουσαμά ,164 x 126 εκ., 1865, Εθνική Πινακοθήκη. Ο ευσεβής και συγκινητικός θρύλος για την κήρυξη του Αγώνα στην Αγία Λαύρα στις 25 Μαρτίου 1821, εκφράζει βαθύτατα το πνεύμα του Αγώνα. Θρησκεία και Πατρίδα γυρεύουν τη λύτρωση, τη λευτεριά.

Βρυζάκης Θεόδωρος, «Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ευλογεί τη σημαία της Επανάστασης», Λάδι σε μουσαμά ,164 x 126 εκ., 1865, Εθνική Πινακοθήκη.
Ο ευσεβής και συγκινητικός θρύλος για την κήρυξη του Αγώνα στην Αγία Λαύρα στις 25 Μαρτίου 1821, εκφράζει βαθύτατα το πνεύμα του Αγώνα. Θρησκεία και Πατρίδα γυρεύουν τη λύτρωση, τη λευτεριά.

 

Πρέπει να εξεταστεί εάν εορταζόταν μέχρι τότε η κήρυξη της Ελληνικής Επανά­στασης και η ανάσταση του Γένους.

Πριν από το 1838, ακόμη και κατά την διάρκεια του Αγώνα, μνημονεύονται αναμνηστικοί εορτασμοί της Επαναστάσεως κατά την 25ην Μαρτίου, άλλα όχι με επίσημο χαρακτήρα [15].

Εκτός από τον εορτασμό, μνημονεύεται ότι κατά τους χρόνους της Επαναστάσεως γινόταν την 1η Ιανουαρίου τελετή για την επέτειο περί ανεξαρτησίας του Έθνους, σύμφωνα με την προκήρυξη της Α’ Εθνικής Συνέλευσης στην Επίδαυρο, που έγινε την ίδια μέρα το 1822 [16].

Εν πάση περιπτώσει δια­τάγματα με τα οποία καθιέρωναν εθνικές ή άλλες επίσημες εορτές  από την άφιξη του Βασιλέως Όθωνος και μέχρι το 1843 δεν αναφέρονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Τούτο δεν είναι παράδοξο, επειδή στην επίσημη εφημερίδα δεν δημοσιευόταν τότε το σύνολον των εκδιδόμενων διαταγμάτων.

Επαναλαμβάνουμε ότι από το 1834 εορταζόταν ως εθνική εορτή η επέτειος της 25ης Ιανουαρίου (6ης Φεβρουαρίου), σε ανάμνηση της αποβιβάσεως του Όθωνος στην ελληνική γη το 1833, και τελούνταν τελετή για τα αποβατήρια. Αυτή η εορτή καθιερώθηκε αρχικά από το Κοινόν των Ναυπλιέων και αναγνωρίστηκε με το  βασιλικό διάταγμα της 20ής Ιανουαρίου 1834, αλλά το κείμενό του δεν επισημάνθηκε ακόμη [17].

Πριν από την έκδοσή του και με διάταγμα της 22ας Νοεμβρίου 1833 «περί προσδιορισμού των εργασίμων ωρών εις τα γραφεία», η επέτειος της αποβιβάσεως του βασιλέως περιελήφθηκε μεταξύ των εορτάσιμων ημερών, που οι εργάσιμες ώρες στα γραφεία περιορίζονταν στις τέσσερεις, ενώ για τις εορτές των γενεθλίων και τις ονομαστικές ορίστηκε ότι διακόπτονται αι ασχολίαι μόνον όσον καιρόν απαιτεί η επίσημος λειτουργία [18]. Πλήρης αργία δεν υπήρχε τότε.

Μέχρι το 1838 οι μη θρησκευτικές επίσημες εορτές εξαιρούνται βέβαια οι πανηγυρισμοί του νέου έτους, έκτακτες περιπτώσεις και εκείνη που γινόταν σε ανάμνηση των «αποβατηρίων» του Όθωνος στις 20 Ιανουα­ρίου 1833 ήταν για τα γενέθλια, τις ονομαστικές εορτές και για την ενηλικίωσή του, θυμίζοντας και την προσωπική  ανάληψη της εξουσίας από αυτόν στις 20 Μαΐου 1835, καθώς επίσης  οι εορτές της Αμαλίας, όπως ήδη σημειώθηκε.

Εν τούτοις, κατά τον Ρήγα Παλαμήδη σκέψη για καθιέρωση Εθνικής Εορτής, που να θυμίζει την κήρυξη του Ιερού Αγώνα και την Εθνική Παλιγγενεσία, μάλιστα στις 25 Μαρτίου, είχε γίνει προ πολλού και τελούνταν κάποιος ανεπίσημος εορτασμός κατ’ αυτήν. Κατά την ημέρα αυτήν: μνημονεύονται ιδίως οι ψυχές των ηρώων εκείνων, οι οποίοι πότισαν με το  πολύτιμο αίμα τους το δένδρο της ελευθερίας και όλοι όσοι μόχθησαν για χάρης της· και υπήρχε φαιδρή ευθυμία στις ψυχές όλων των Ελλήνων, των μεγαλύτερων που διηγούνταν τα διάφορα κατορθώματά τους στους νεότερους και πολλών αρχιερέων και λογίων που εκφωνούσαν λόγους κατάλληλους σε ανάμνηση των ηρωικών πράξεων· με μια κουβέντα δηλαδή, η ημέρα αυτή τιμόταν και με τα τότε μέσα ως εθνική, όχι μόνον από τους ελευθερωθέντες Έλληνες, αλλά και από όλη την ελληνική φυλή [19].

Η ιδέα για επίσημη καθιέρωση του εορτασμού προωθήθηκε με τον καιρό [20], έφθασε μέχρι τη σύνταξη του σχετικού διατάγματος από τον Ι. Κωλέττη ως Γραμματέα των Εσωτερικών το 1835, αλλά δεν επιδόθηκε λόγω της αποχώρησής του από τη Γραμματεία. Όπως φαίνεται, η σύμπτωση της μεγάλης και συμβολικής εορτής του Ευαγγελισμού με τα πρώτα επαναστατικά επεισόδια στην Πελοπόννησο είχε επηρεάσει τη λαϊκή ψυχή τόσο έντονα, ώστε να ωριμάσει με τον πιο φυσικό τρόπο η κοινή επιθυμία για την παραδοχή αυτής της ημέρας ως πανηγυρικής κήρυξης του Ιερού Αγώνα για την Ελευθερία, και προσαρμόστηκε πλήρως ο Ευαγγελισμός της Θεοτό­κου προς την Ανάσταση του Γένους. Το 1837 το θέμα έφθασε πάλι για εισήγηση στον Γραμματέα Εξωτερικών και του Βασιλικού Οίκου, με την παράλληλη ιδιότητά του ως Προέδρου του Υπουργικού Συμβουλίου Ιγνάτιο φον Ρούντχαρτ, αλλά αργά ως δημοτική πρόταση, όπως συμπεραίνεται. Επειδή ο χρόνος δεν επαρκούσε για την ολοκλήρωση της αναγκαίας διαδικασίας για την έκδοση διατάγματος, επετράπη άτυπα η διεξαγωγή του ανάλογου εορτασμού στις 25 Μαρτίου του έτους εκείνου (1837).

Κατά τον Ρήγα Παλαμήδη: η τελετή έγινε  με όλη την πομπή και όλη την επισημότητα· και είχαν μαζευτεί  όλες σχεδόν οι δημοτικές αρχές της Αττικής και πλήθος λαού από τα περίχωρα με σημαίες, όπλα και τύμπανα· ώστε η πόλη των Αθηνών παρουσίαζε μέχρι το βράδυ της επομένης το θέαμα μεγαλοπρεπούς και ευχάριστου πανηγυριού, που διεξαγόταν με πλήρη τάξη και ησυχία [21].

Τελικά, στις 15 Μαρτίου 1838 με πρόταση του Γραμματέα των Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαίδευσης Γεωργίου Γλαράκη, που ήταν Γραμματέας της Επικρατείας και κατείχε και το χαρτοφυλάκιο του Γραμματέα της Επικρατείας στα Εσωτερικά, καθιερώθηκε η ημέρα της 25ης Μαρτίου με το αριθμ. 980 διάταγμα Εθνική Εορτή στο διηνεκές. Η δημοσίευση και η εκτέλεση (ενέργεια) του διατάγματος ανατέθηκε στον ίδιο Γραμματέα της Επικρατείας στα Εκκλησιαστικά και στη Δημόσια Εκπαίδευση.

Άξιο απορίας είναι ότι το σπουδαίο αυτό διάταγμα δεν δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως αλλά μόνο στον ημερήσιο τύπο [22].

 

Διάταγμα για την καθιέρωση της 25ης Μαρτίου ως Εθνικής Εορτής.

Διάταγμα για την καθιέρωση της 25ης Μαρτίου ως Εθνικής Εορτής.

 

Στη δημοσίευση του διατάγματος ακολούθησε μετά από δυο ημέρες η κοινοποίησή του από τη Γραμματεία της Επικρατείας στα Εκκλησιαστικά και στη Δημόσια Εκπαίδευση προς τους διοικητές και υποδιοικητές της Επικρατείας και μετά από τρεις ημέρες πρόσκληση που στάλθηκε από τον Γραμματέα της Επικρατείας στα Εσωτερικά προς τα ίδια Όργανα της περιφερειακής διοίκησης, για να  λάβουν «πρόνοιαν διά να τελεσθή η εορτή αύτη με όλην την λαμπρότητα και αξιοπρέπειαν, ήτις αρμόζει εις ημέραν τοσούτον αξιομνημόνευτον και τοσούτον προσφιλή εις τον Ελληνικόν λαόν».

 

Ο πρώτος εορτασμός της Εθνικής Εορτής στην Αθήνα

 
Η παραπάνω υπουργική διαταγή έτυχε πλήρους κατανοήσεως από τους κατά τόπους διοικητές, αν κρίνουμε από τον εορτασμό που έγινε στην Α­θήνα, όπως περιγράφεται στον τύπο της εποχής [23].

Ο εορτασμός έγινε με βάση επίσημου προγράμματος που εκδόθηκε στις 23 Μαρτίου, στο οποίο περιλαμβανόταν και το καθιερωμένο τότε προβάδισμα των δημόσιων αρχών στην Αθήνα [24]. Τη γενική επιμέλεια φαίνεται πως είχε ο Διοικητής Αττικής Κωνσταντίνος Αξιώτης, ο οποίος απέσπασε και δημοσίους επαίνους για τις επιτυχείς ενέργειές του [25].

Ο ναός της Αγίας Ειρήνης. Η πρώτη Μητρόπολη της Αθήνας. Το 1835, εκεί έγινε η τελετή ενηλικίωσης του βασιλιά Όθωνα και το 1838, γιορτάστηκε για πρώτη φορά η επέτειος της 25ης Μαρτίου. Φωτογραφία από τον διαδικτυακό τόπο: «Η Αθήνα μέσα στο Χρόνο».

Ο ναός της Αγίας Ειρήνης. Η πρώτη Μητρόπολη της Αθήνας. Το 1835, εκεί έγινε η τελετή ενηλικίωσης του βασιλιά Όθωνα και το 1838, γιορτάστηκε για πρώτη φορά η επέτειος της 25ης Μαρτίου. Φωτογραφία από τον διαδικτυακό τόπο: «Η Αθήνα μέσα στο Χρόνο».

Οι πρώτες εκδηλώσεις άρχισαν με 21 κανονιοβολισμούς το βράδυ της προηγούμενης ημέρας [26]. Την Παρασκευή 25 Μαρτίου ο εορτασμός ξεκίνησε με τη συμμετοχή όλου του κόσμου με ομοθυμία και ενθουσιασμό από το πρωί με νέους 21 κανονιοβολισμούς. Επισημότερη εκδήλωση ήταν η τέλεση δοξολογίας στις 9 το πρωί από τον Επίσκοπο Αττικής και πρώην Ταλαντίου Νεόφυτο Μεταξά στον παλαιό ναό της Άγιας Ειρήνης [27], που είχε λάβει μέρος στον Αγώνα, παρουσία του Βασιλέως Όθωνος και της Βασίλισσας Αμαλίας, που φορούσαν ελληνική ενδυμασία, παρουσία των αυλικών, πολιτικών, δικαστικών, στρατιωτικών και δημοτικών αρχών, παρουσία των συντεχνιών, με τις κυανό­λευκες σημαίες τους και με τα σύμβολα της τέχνης κάθε φορά, καθώς επίσης και παρουσία των διπλω­ματικών αντιπροσώπων των ξένων δυνάμεων, ήτοι της Αγγλίας, Γαλλίας, Ι­σπανίας και Σουηδίας, εκτός από τους εκπροσώπους της Ρωσίας, της Αυστρίας και Βαυα­ρίας, αν και ο πρώτος από αυτούς φωταγώγησε λαμπρά την οικία του. Η αγενής απουσία τους δικαίως καυτηριάστηκε έντονα από τον τύπο [28]. Ειδικότερα η εφημερίδα «Ο Σωτήρ» παρουσίασε το γεγονός με τις εξής φράσεις: Σε όσους δεν τίμησαν με την παρουσία τους την Εθνική Εορτή μας απαντάμε: «Η Ελληνική Επανάσταση δεν μοιάζει με καμιά άλλη. Μόνη η δική μας είχε το προνόμιο να χειροκροτηθεί από όλους τους λαούς, να εμπνεύσει την Μούσα Βασιλέων, και να οπλίσει για λογαριασμό της τους βραχίονες των τριών Κολοσσών της Ευρώπης. Τέτοια επανάσταση μπορεί, νομίζουμε, καθένας χωρίς κίνδυνο και χωρίς ντροπή να πανηγυρίζει» [29].

Η συμμετοχή του λαού της Αθήνας και των χωριών της Επαρχίας Αττικής στον εορτασμό ήταν πάνδημος και πολύ ενθουσιώδης [30]. Μαζεύτηκαν αυτοί στην Αθήνα και εκδήλωναν τη χαρά τους, «παίζοντες διάφορα μουσικά όργανα και ζητωκραυγώντες μετ’ ενθουσιασμού» [31]. Προπορευόμενοι μπροστά από τη βασι­λική άμαξα, με την οποία οι βασιλείς μετέβησαν στον τότε Μητροπολιτικό Ναό, αποτέλεσαν αυτόκλητο μέρος της συνοδείας τους, αλλά και όλη την ημέρα κινούμενοι στην πόλη έφιπποι και πεζοί εξέφραζαν με πολλούς τρόπους τα αισθήματα της ζωηρής των χαράς για την πανηγυρική και επίσημη ανάμνηση του εθνικού γεγονότος.

Η ευθυμία και η εορταστική διάθεση δεν μειώθηκαν ούτε από το γεγονός  ότι μετά από αυτά άρχισε να βρέχει ελαφρά για πέντε ώρες περίπου. «Εντούτοις η ευθυμία του λαού δεν είχε καταπαύσει, διότι στην ψυχή καθενός έκανε θαυμάσια εντύπωση η αιφνίδια αυτή μεταβολή της ατμόσφαι­ρας, η οποία κατείχε μα την αλήθεια και την 25η Μαρτίου 1821, επίσης ημέρα Παρασκευή» [32].

Συγκινητικές σκηνές σημειώθηκαν. Στην πλατεία πριν από τα Ανάκτορα, την σημερινή πλατεία Κλαυθμώνος, στήθηκε από το Δήμο Αθηναίων εορταστική αψίδα, και μετά την κατάπαυση της βροχής οι Αθηναίοι χόρευαν γύρω της. «Μέσα σ’ αυτό το περιστατικό, λοιπόν  παρουσιάζεται ξαφνικά η γριά με τα λευκά μαλλιά, αδελφή των αδελφών Λέκκα, που διακρίθηκαν για την ξεχωριστή ανδρεία τους, η οποία απευθυνόμενη στους χορηγούς είπε: «Σταματήστε, παιδιά μου, σ’ εμένα ανήκει να αρχίσω το χορό, διότι σ’ αυτό το έδαφος πρόσφερα ως θύματα δύο ανδρείους αδελφούς και τον μοναχογιό μου» και έτσι με τα δάκρυα στα μάτια χόρευε μαζί τους και χαιρόταν με τους Έλληνες» [33].

Το βράδυ έγινε φωταγώγηση της Ακρόπολης, των δημόσιων και δημοτικών καταστημάτων και των οικιών της πόλης, και προς αυτή την πλευρά του Λυκαβηττού «εσχηματίσθη διά των φανών είς μεγάλος σταυρός, του οποίου η θέα κάμνει μεγάλην εντύπωσιν» [34].

Ανάμεσα στις οικίες, που είχαν φωταγωγηθεί με περισσή φιλοκαλία ήταν του κόμητος Ρώμα και του αρχιμανδρίτη Θεόκλητου Φαρμακίδη. Το δημόσιο κατάστημα, που ξεχώριζε για την διακόσμησή του, ήταν το Διοικητήριο, έδρα του Διοικητή Αττικής Κωνσταντίνου Αξιώτη. Επίσης, ανάμεσα στα δημόσια καταστήματα, που με φιλοκαλία είχαν διακοσμηθεί,  μνημονεύτηκε από τον τύπο το κατάστημα της Βασιλικής Τυπογραφίας (Εθνικό Τυπογραφείο), δηλαδή το κτίριο στην οδό Σταδίου, που τώρα στεγάζεται το Πρωτοδικείο Αθηνών. Στη βάση φωτεινής πυραμίδας είχε αναγραφή το εξής επίγραμμα: Ει  το  καλώς   θνήσκειν αρετής  μέρος εστί μέγιστον ημίν εκ πάντων τούτ’ απένειμε τύχη· Ελλάδι γαρ  σπεύδοντες  ελευθερίην περιθήναι κείμεθ’ αγηράντω χρώμενοι ευλογίη [35].

Για άγνωστο λόγο δεν φωταγωγήθηκαν τα Ανάκτορα, παρά την εντολή του Βασιλέως Όθωνος [36]. Αν συνδυαστεί αυτό με την είδηση ότι ο Επιτετραμμένος της Βαυαρίας όχι μόνο δεν προσήλθε στη δοξολογία, αλλά ούτε ένα λυχνάρι δεν άναψε μια μέρα που ο γιος του Βασιλέα και Κυρίου του, ο τρισέβαστος Όθων, καθιέρωσε Εθνική σε ανάμνηση της παλιγγενεσίας της Ελλάδας [37], θα πρέπει να υποθέσουμε ότι ο εν λόγω διπλωμάτης και το προσωπικό των Ανα­κτόρων που επηρεαζόταν απ’ αυτόν κατείχοντο από δυσαρέσκεια, που προερχόταν πιθανόν από πολιτικές σκέψεις και από συνδυασμό της Εθνικής Εορτής με συνταγματικές εξελίξεις, ανεπιθύμητες για τους ίδιους.

Εορτασμοί ανάλογοι της Αθήνας πραγματοποιήθηκαν και στην επαρχία.

Το μέγα γεγονός της κήρυξης του Αγώνος της Ανεξαρτησίας και της επίτευξης της παλιγγενεσίας του Ελληνικού Έθνους με τον αγώνα αυτόν, εξακολούθησε στο εξής να εορτάζεται σχεδόν ανελλιπώς [38], ακόμη και κατά τη διάρκεια της εχθρικής κατοχής (1941-1944) [39]. Εορτάζεται μάλιστα πάντοτε με εθνική έξαρση, με τη δέουσα υποβλητικότητα και ευγνωμοσύνη των επιγόνων, την οφειλόμενη στη σημασία του και στις θυσίες των γνωστών και άγνωστων αγωνιστών [40].

 

Πρόγραμμα εορτασμού της 25ης Μαρτίου 1838 (παραμονή εορτής).

Πρόγραμμα εορτασμού της 25ης Μαρτίου 1838 (παραμονή εορτής).

 

Πρόγραμμα εορτασμού της 25ης Μαρτίου 1838. Για τον εορτασμό της 25ης Μαρτίου 1838, εξεδόθησαν δύο προγράμματα, στο ένα εκ των οποίων ανακοινώνονται οι τελετές της παραμονής 24ης Μαρτίου.

Πρόγραμμα εορτασμού της 25ης Μαρτίου 1838. Για τον εορτασμό της 25ης Μαρτίου 1838, εξεδόθησαν δύο προγράμματα, στο ένα εκ των οποίων ανακοινώνονται οι τελετές της παραμονής 24ης Μαρτίου.

 

Τα ισχύοντα σήμερα για εορτές και τελετές

 

Όπως ήδη σημειώθηκε, με τον Αναγκαστικό Νόμο της 25ης Νοεμβρίου 1967 με αριθμ. 198, η καθιέρωση δημόσιων εορτών για τις επετείους εθνικών ή ιστορικών γεγονότων πανελλήνιας ή τοπικής σημασίας ορίστηκε ότι συντελείται με διατάγματα που εκδίδονται με κοινή πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών, Εθνικής Άμυνας, Εξωτερικών και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Στον Υπουργό των Εσωτερικών ανατέθηκε η μέριμνα της κατάρτισης, υπογραφής, δημοσίευσης και εκτέλεσης αυτών των διαταγμάτων.

Η οργάνωση και η τέλεση των καθιερωμένων δημόσιων τελετών, με τη διαδικασία αυτή, αλλά και όσων άλλων επισήμων τελετών αποφασίζονται εκτάκτως κάθε φορά από το Υπουργικό Συμβούλιο ή τον Πρωθυπουργό ή τον Υπουργό των Ε­σωτερικών, ανατέθηκε στο Υπουργείο των Εσωτερι­κών, εφόσον με τα οικεία διατάγματα προβλέπεται η καθολική συμμετοχή των συντεταγμένων εξουσιών του κράτους, και στις κατά τόπους νομαρχίας, εφόσον προβλέπεται η συμμετοχή μόνον των αρχών στην περιφέρειά τους ή εφόσον πρόκειται για τοπικούς εορτασμούς από κάποιον δήμο ή κοινότητα.

Οι λεπτομέρειες του εορτασμού καθορίζονταν ανέκαθεν με την έκδοση ειδικού προγράμματος από την εκάστοτε αρμόδια αρχή, στο οποίο σημειώνονταν οι επί μέρους εκκλησιαστικές ή άλλες τελετικές εκδηλώσεις, εάν συμμετείχαν οι αρχές κ.λ.π. [41].

Με το διάταγμα της 30ής Οκτωβρίου 1970 (με αριθμ. 703), η αρμοδιό­τητα της οργάνωσης και τέλεσης των δημόσιων τελετών περιήλθε στους νομάρχες του κράτους, πλην του Νομάρχη Αττικής όσον αφορά στην περιφέρεια της τέως Διοικήσεως Πρωτευούσης, ανεξάρτητα στις τελετές αυτές εάν είναι καθολική ή όχι η συμμετοχή των συντεταγμένων εξουσιών του κράτους [42]. Η  αρμοδιότητα αυτή περιήλθε στο Νομάρχη Αττικής και για την περιοχή της τέως Διοικήσεως Πρωτευούσης λίγο αργότερα και μάλιστα με το διάταγμα της 9ης Μαρτίου 1972 (με αριθμ. 189) [43]. Στο εξής ο Νομάρχης Ατ­τικής κατέστη αρμόδιος και στο αντικείμενο αυτό, το οποίο του επιφυλάχθηκε μετά την αναδιοργάνωση της διοικήσεως της μείζονος πρω­τευούσης, σύμφωνα με το άρθρο 1 του διατάγματος της 30ής Δε­κεμβρίου 1972 (με αριθμ. 799) [44] και με το άρθρο 4 της κοινής απόφασης του Υπουργείου Προγραμματισμού και Κυβερνητικής Πολιτικής παρά τω Πρωθυπουργώ και του Υπουργού των Εσωτερικών της 11ης Δεκεμβρίου 1972 (με αριθμ. Λ7/6-1/10) [45], αλλά μόνον για τις επίσημες τελετές, στις οποίες συμμετέχουν όλες οι συντεταγμένες εξουσίες του κράτους [46]. Εάν δεν προβλέπεται κατ’ αυτές καθολική συμμετοχή των συντεταγμένων εξουσιών ή εάν πρόκειται για τοπικούς εορτασμούς, αρμόδιοι είναι οι αναπληρωτές νομάρχες – προϊστάμενοι των τεσσάρων Διαμερισμάτων της Νομαρχίας Αττικής.

Ως εθνικές, ή δημόσιες με την παραπάνω έννοια, εορτές, που αναφέρονται μάλιστα σε επετείους εθνικών και ιστορικών γεγονότων πανελλήνιας σημασίας ορίσθηκαν με το διάταγμα της 25ης Φεβρουαρίου 1969 (με αριθμ. 157) [47] οι εξής: η 25η Μαρτίου, η 28η Οκτωβρίου και η 21η Απριλίου κάθε χρονιάς, η τελευταία για να τιμηθεί η Εθνική Επανάσταση της 21ης Απριλίου του 1967 [48]. Στις εορτές αυτές συμμετέχουν όλες οι συντεταγμένες εξουσίες (λειτουργίες) του Κράτους. Ορίστηκε επίσης ότι με συμμετοχή των συντεταγμένων εξουσιών του Κράτους εορτάζονται και οι εξής ημέρες: η 1η Ιανουαρίου για το νέο έτος και η Ημέρα του έφεδρου πολεμιστή και της Πολεμικής αρετής των Ελλήνων [49], που εορτάζεται μαζί με την επέτειο της συντρι­βής των κομμουνιστοσυμμοριτών εις τον Γράμμο και το Βίτσι κατά την πρώτη Κυριακή μετά την 29ην Αυγούστου [50].

Τις ημέρες αυτές διατάσσεται γενικός σημαιοστολισμός σ’ όλη την επικράτεια απ’ την ανατολή μέχρι τη δύση του ήλιου και φωταγώγηση των δημόσιων, δημοτικών και κοινοτικών καταστημάτων, καθώς επίσης και των καταστη­μάτων των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και των τραπεζών από τη δύση του ήλιου και μέχρι των πρωινών ωρών της επομένης της εορτής, ομοίως σ’ όλη την επικράτεια. Τα παραπάνω μέτρα, επειδή αφορούν όλη την επικράτεια, διατάσσονται από τον Υπουργό των Εσωτερικών.

 

Υποσημειώσεις


 

 

[1] Διάταγμα περί τακτικού εορτασμού των αποβατηρίων του Όθωνος δεν επεσημάνθη. Βλ. εν τούτοις τον περί εορτασμού της 25ετηρίδος από της εν Ελλάδι αφίξεώς του Νόμον ΥΛΘ’ της 15ης Ιανουαρίου 1858, «Εφημερίς της Κυβερνήσεως», φ. 3 (14 Φεβρ. 1858). Οι προ του 1922 ημερομηνίες δίδονται κατά το παλαιόν ημερολόγιο.

[2] Β.Δ. της 29ης Ιανουαρίου 1859, «Εφημερίς της Κυβερνήσεως», φ. 5 (13 Φεβρ. 1859).

[3] Βλ. Βασιλικόν Διάταγμα (εφεξής: Β.Δ.) της 15ης Μαρτίου 1838, εφ. «Ο Ελλη­νικός Ταχυδρόμος», φ. 20 (20 Μαρτ. 1838)· εφ. «Αθήνα», φ. 518 (23 Μαρτ. 1838). Βλ. και ανακοίνωση της καθιερώσεως της επετείου ως εθνικής εορτής στην εφ. «Ο Σωτήρ», φ. 17 (20 Μαρτ. 1838).

[4] Β.Δ. της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, «Εφημερίς της Κυβερνήσεως», τευχ. Α’, φ. 31 (3 Σεπτ. 1843).

[5] Β.Δ. της 15ης Οκτωβρίου 1862, «Εφημερίς της Κυβερνήσεως», τευχ. Α’, φ. 3 (27 Οκτ. 1862). Μετά την κατ’ Οκτώβριο κατάλυση της δυναστείας άρχισε νέα αρίθμηση των φύλλων της «Εφημερίδος τής Κυβερνήσεως» του έτους 1862.

[6] Β.Δ. της 19ης Οκτωβρίου 1935, «Εφημερίς της Κυβερνήσεως», τευχ. Α’, φ. 483 (21 Οκτ. 1935).

[7] Ν.Δ. της 23ης Απριλίου 1924, «Εφημερίς της Κυβερνήσεως», τευχ. Α’, φ. 94 (24 Απρ. 1924). Βραδύτερον ή 1η Μαΐου ορίσθηκε  ως ημέρα εόρτιος της Εργασίας. Ούτω διά του Αναγκ. Νόμου υπ. αριθμ. 606 της 4ης Απριλίου 1937 ή τελευταία εβδομάς του Απριλίου έκαστου έτους καθιερώθη ως «Εβδομάς Εργατικής Αμίλλης», ή δε πρώτη Μαΐου ως Ήμερα εορτασμού της Εργασίας. Βλ. «Εφημερίς της Κυβερνήσεως», τευχ. Α’, φ. 135 (9 ‘Απρ. 1937). Πρβλ. και τον Α.Ν. ύπ’ αριθμ. 380 της 25ης Απριλίου 1968 περί καθιερώσεως της 1ης Μαΐου ως ημέρας υποχρεωτικής αργίας, «Εφημερίς της Κυβερνήσεως», τευχ. Α’, φ. 85 (26 ‘Απρ. 1968).

[8] Β.Δ. της 24ης ‘Οκτωβρίου 1944, «Εφημερίς της Κυβερνήσεως», τευχ. Α’, φ. 4 (24 Οκτ. 1944). Ο τελούμενος εν Αθήναις κατ’ έτος και δη και εν τω χώρω της Ακροπόλεως την 12ην Οκτωβρίου εορτασμός επί τη επετείω της απελευθερώσεως της πόλεως εκ των στρατευμάτων κατοχής πραγματοποιείται δημοτική πρωτοβουλία τη κρατική συμπαραστάσει.

[9] Β.Δ. της 14ης Μαΐου 1889, «Εφημερίς της Κυβερνήσεως», τευχ. Α’, φ. 126 (15 Μαΐου1889). Δια του διατάγματος τούτου ατόνησε ο εορτασμός των επετείων της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 και της 11ης Οκτωβρίου 1862.

[10] Βλ. και τα διατάγματα της 3ης Απριλίου 1913, «Εφημερίς της Κυβερνήσεως», τευχ. Α’, φ. 63 (5 Απρ. 1913)· της 11ης Ιουλίου 1917, Αυτόθι, φ. 140 (12 Ίουλ. 1917)· της 5ης Μαΐου 1921, Αυτόθι, φ. 81 (11 Μαΐου 1921)· της 7ης Δεκεμβρίου . 1922, Αυτόθι, φ. 265 (10 Δεκ. 1922)· της 2ας Αυγούστου 1924, Αυτόθι, φ. 184 (6 Αύγ. 1924)· της 15ης Α­πριλίου 1936, Αυτόθι, φ. 167 (18  Απρ. 1936)· της 9ης Μαΐου 1947, Αυτόθι, φ. 98 (15 Μαΐου 1947)· της 9ης Απριλίου 1964, Αυτόθι, φ. 64 (23 ‘Λπρ. 1964). Διά του δια­τάγματος της 9ης Μαΐου 1947 ή επέτειος της απελευθερώσεως της Θεσσαλονίκης έπαυσε να εορτάζεται πανελληνίως ως εθνική εορτή. ‘Εκτοτε τιμάται αυτή ως τοπική εορτή.

[11] Θ. Π. Δηλιγιάννη και Γ. Κ. Ζηνοπούλου, Ελληνική Νομοθεσία από του 1833 μέχρι του 1869, σελ. 445 (σημ.).

[12]  «Εφημερίς της Κυβερνήσεως», τευχ. Α’, φ.215 (28 Νοεμβρ.1967).

[13] Αγόρευση Ρήγα Παλαμήδη, 26 Μαρτ. 1856, Πρακτικά των Συνεδριάσεων τής Γερουσίας (Δ’ Βουλευτική Περίοδος, 3η Σύνοδος), Εν Αθήναις 1855, σελ. 329 -330.

[14] Ι. Φιλήμονος, Δοκίμων Ιστορικόν περί τής Ελληνικής Επαναστάσεως, τομ. Γ’, Εν Αθήναις 1859, σελ. κβ’ και έξης.

[15] Α. π. Δ α σ κ α λ ά κ η, Η έναρξις της Έλληνικής Επαναστάσεως τον 1821, σελ. 28, σημ. 3 (σελ. 29 -30).

[16] Εφ. «Ελληνικά Χρονικά», έτος Β’, φ. 1 (3 Ίαν. 1825). Πρβλ. Σ π. Π. Λάμπρου, «Ή Λ’ Ιανουαρίου και η Ελληνική Ελευθερία», Λόγοι και Άρθρα, 1878-1902, Εν Αθή­ναις 1902, σελ. 552-554.

[17] Βλ. σχετική αναφορά του Δημάρχου Ναυπλιέων προς τον Βασιλέα Όθωνα, 1379/9 Ιαν. 1836, ΓΑΚ, Οθωνικόν Αρχείων (Υπ. Εσωτερικών).

[18] Β.Δ. της 22ας Νοεμβρίου 1833, «Εφημερίς της Κυβερνήσεως», φ. 40 (12 Δεκ. 1833).

[19] Αγόρευσις Ρήγα Παλαμήδη, 26 Μαρτ. 1856, Πρακτικά των Συνεδριάσεων της Γερουσίας, σελ. 330.

[20] Βλ. ΓΙ α ν. Σούτσου, Επιστολή, εφ. «Αθηνά», φ. 1062 (30 Οκτ. 1843), εν ή αναφέρει ότι διατελών σύμβουλος (τμηματάρχης) εν τη Γραμματεία των Εσωτερικών τω 1834, εισηγήθη αυτός πρώτος δι’ υπομνήματος του «την σύστασιν Εθνικής Εορτής . . . κατά την 25 Μαρτίου .. .», επικαλούμενος επί του προκειμένου την μαρτυρίαν του Ι. Κωλέττη.

[21] Αυτόθι, σελ. 330 – 331

[22] Βλ. Ν. Δ. Λ ε β ί δ ο υ, «Η Ελληνική Επανάστασις», εφ. «Αθήναι», φ. 5 Μαΐου 1916.

[23] Βλ. σχετικά τις εφημερίδες: «Η Φήμη», φ. 108 (26 Μαρτ. 1838)· «Αθηνά», φ. 519 (26 Μαρτ. 1838)· «Ο Ελληνικός Ταχυδρόμος», φ. 22 (27 Μαρτ. 1838). Βλ. και Γιάν­νη Β λ α χ ο γ ι ά ν ν η, ((Δοξασμένη Μέρα», Ενθ’ άνωτ. Πρβλ. Ιουλίας von Ν ο γ -denpflucht (Κυρίας της τιμής της Βασιλίσσης Αμαλίας), «Επιστολαί Κυρίας τής τιμής εν Αθήναις προς φίλην της εν Γερμανία (Κυρίαν von Sahorst), 1837 – 1842», Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος, τομ. Η’, Εν Αθήναις 1923, σελ. 435-436.

[24] Περί του εορτασμού εξεδόθησαν δύο προγράμματα, το ένα εκ των οποίων περιλαμβάνει και τελετικάς εκδηλώσεις αναγομένας εις την προτεραία της εορτής. Ανεξάρτητα από αυτό, παρατηρούμε διάφορες εκδηλώσεις που αναφέρονται στην ημέρα της Εθνικής Εορτής.

[25] Εφ. «Ο Σωτήρ», φ. 19 (27 Μάρτ.1838).

[26] Εις την προπαρασκευή φαίνεται ότι έλαβε μέρος και η Εκκλησία. Κατά την προτε­ραίαν φέρεται ότι εγένοντο αγρυπνίαι εις όλους τούς ναούς. Βλ. εφ. «Ο Σωτήρ», φ. 18 (24 Μαρτ.1838).

[27] Ο προεπαναστατικός ενοριακός ναός τής Άγιας Ειρήνης υπέστη σοβαρές καταστροφές κατά τον Αγώνα, προστεθείσας εις την φθοράν εκ του χρόνου, διό αρχομένου του 1835 επεδιώχθη υπό της Δημογεροντίας των Αθηνών ή επισκευή αυτού. Συγχρόνως ωρίσθη ούτος – ως καθεδρικός ναός. Βραδύτερον απεφασίσθη ή πλήρης κατεδάφιση του ναού και η οικοδόμηση νέου, η οποία άρχισε να πραγματοποιείτε  το 1846. Βλ. Γ. Π. Παρασκευοπούλου, Οι Δήμαρχοι των Αθηνών, 1835- 1907, Έν Αθήναις 1907, σελ. 35″ Δ. Γρ. Καμπού-  ρ ο γ λ ο υ, Αι παλαιοί Αθήναι, Εν Αθήναις 1922, σελ. 241″ Κ. Μ π ί ρ η, ΑΙ Αθήναι από τον 19ον εις τον 20όν Αιώνα, Έν Αθήναις L966, τόμ. Α’, σελ. 136 – 137.

[28] Βλ. τα σχετικά σχόλια εις τας μνημονευομένας ανωτέρω αθηναϊκάς εφημερίδας.

[29] Εφ. «Ο Σωτήρ», φ. 19 (27 Μαρτ. 1838).

[30] Βλ. και σχετική είδηση στην εφ. «Ο Σωτήρ», φ. 17 (20 Μαρτ. 1838),: «διάφοροι πολίται, κάτοικοι των Αθηνών, ετοιμάζονται να συνευφρανθώσι μετά των οικογενειών των προς τα μέρη του ναού του Ολυμπίου Διός την 25 Μαρτίου, διά να πανηγυρίσωσι την εθνικήν εορτήν, ήτις εις το έξης θέλει ανακαλεί εις την μνήμην μας την πρώτην λαμπράν ημέραν της ελευθερίας μας. Επαινούμεν και ημείς τον σκοπόν αυτόν και ευχόμενα να εϋρωσι πολλούς μιμητάς διά να καθιερωθή αυτή ή συνήθεια. Όσον η ευωχία της Καθαράς Δευτέρας είναι άτοπος, τόσον ή της 25 Μαρτίου είναι και εύλογος και επαινετή. Ο,τι άγαπα τις με υπερβολήν, τούτο και τον προκαλεί εις διάχυσιν. Και τι τερπνότερον από την ελευθερίαν της πατρίδος!». Ως γνωστόν οι Αθηναίοι κατά την Καθαράν Δευτέραν μετέβαινον εις τον χώρον του Ναού του Ολυμπίου Διός προς αναψυχή.

[31] Εφ. «Ο Ελληνικός Ταχυδρόμος», φ. 22 (27 Μαρτ. 1838).

[32] Αυτόθι.

[33] Εφ. «Αθηνά», φ. 519 (26 Μαρτ. 1838). Πρβλ. περιγραφή του επεισοδίου και στην εφ. «Η Φήμη», φ. 108 (26 Μαρτ. 1838). Οι μνημονευόμενοι αδελφοί είναι οι Δη­μήτριος (Μητρός) και Γεώργιος Λέκκας.

[34] Εφ. «Αθηνά», φ. 519 (26 Μαρτ. 1838).

[35] Εφ. «Ο Σωτήρ», φ. 19 (27 Μαρτ. 1838). Το επίγραμμα αποδίδεται εις τον Σιμωνίδην τον Κεΐον. Βλ. ΑΡ, 7, 253

[36] Εφ. «Η Φήμη», φ. 108 (26 Μαρτ. 1838).

[37] Αυτόθι

[38] Πραγματικά ο εορτασμός σε ελάχιστες περιπτώσεις δεν πραγματοποιηθεί. Βλ. για παράδειγμα τα της ματαιώσεως του εορτασμού τω 1839, ένεκα διπλωματικών λόγων, εν Ι.   Μακρυγιάννη, Απομνημονεύματα, Εν Αθήναις 1907, τόμ. Β’, σελ. 99.

[39] Κατά το 1942 η Εθνική Εορτή εορτάσθει  στην  Αθήνα κατά το καθιερωμένο τυπικό, ενώ κατά το 1943 καμία επίσημη  εκδήλωση δεν έγινε και κατά το 1944 κατετέθη στέφανη στο Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτου αλλά δεν ετελέσθη δοξολογία στον Καθεδρικό Ιερό Ναό.

[40] Σημειωτέον ότι διά του Β.Δ. της 23ης Μαρτίου 1846, μετά από πρόταση  των Υπουργείων Εσωτερικών και  Εκκλησιαστικών, απεφασίσθη ως «καθήκον οφειλής και δικαιο­σύνης» όπως: «Κατά την 25 Μαρτίου εκάστου έτους θέλει τελείσθαι μνημόσυνον όλων των υπέρ τής αυτονομίας της πατρίδος πεσόντων Ελλήνων τε και φιλελλήνων και επιτάφιος λό­γος έκφωνεισθαι εις τιμήν της μνήμης αυτών». Το διάταγμα αυτό δυστυχώς  ατόνησε.

[41] Η εκδίδουσα το πρόγραμμα αρχή προσκαλεί τούς εκπροσώπους των συντεταγμένων εξουσιών, ως και άλλους επισήμους, επί τη βάσει κατηρτισμένου παρ’ αυτής καταλόγου. Κατά το αρθρ. 10 του Νομ. Διατ. ύπ’ αριθμ. 4260/12 Νοεμβρ. 1962: «Ή κατά τας επισήμους τελετάς και εορτάς σειρά προβαδίσματος των προσκαλουμένων εκ των δημοσίων αρχών, οργα­νισμών και ιδρυμάτων, ρυθμίζεται μόνον δι’ αποφάσεως του Υπουργού των Εσωτερικών, καταργουμένης πάσης άλλης διατάξεως ρυθμιζούσης άλλως το θέμα. Η απόφασις αύτη εκδίδεται μετά γνώμην επιτροπής, συνιστώμενης υπό του Υπουργού των Εσωτερικών». Έκ των πρα­γμάτων ή κατά ταύτα απόφασις περί σειράς προβαδίσματος δεν είναι δυνατόν να περιλαμβάνη πρόσωπα καλούμενα εις ειδικούς ή επί μέρους εορτασμούς. Αναφέρεται βασικώς εις πρόσωπα καλούμενα εις τας νενομοθετημένας επισήμους τελετάς, κατά τας οποίας, όμως, ως και κατά τας άλλας, είναι δυνατόν να κληθούν και πρόσωπα μη προβλεπόμενα εν τη σειρά του προβαδί­σματος ή και να μη κληθούν πρόσωπα (ιδία γενικώς προσδιοριζόμενα) περιλαμβανόμενα εν αύτη. Παλαιότερον τα προγράμματα των εν Αθήναις τελετών ανέφερον και τους παρευρεθησομένους, επέχοντα, ούτος ειπείν, και θέσιν προσκλήσεως. Από τίνος τούτο δεν εφαρμόζεται εν Αθήναις, άλλ’ αποστέλλονται εις τούς καλουμένους προσωπικαί προσκλήσεις μετά του αναφερόντος τας τελετικάς εκδηλώσεις προγράμματος.

[42] «Εφημερίς της Κυβερνήσειος», τευχ. Α’, φ. 235 (5 Νοεμβρ. 1970).

[43] «Εφημερις της Κυβερνήσεως», τευχ. Α’, φ. 41 (18 Μαρτ. 1972).

[44]  «Εφημερίς της Κυβερνήσεως», τευχ. Α’, φ. 240 (30 Δεκ. 1972).

[45]  «Εφημερίς της Κυβερνήσεως», τευχ. Β’, φ. 1097 (15 Δεκ. 1972).

[46] Έκτος των ανωτέρω τελετών ο Νομάρχης Αττικής κατ’ εφαρμογήν της νέας περί αποκεντρώσεως νομοθεσίας είναι εφεξής αρμόδιος διά την διοργάνωσιν και εκτέλεσιν των αναφερομένων εις τας θρησκευτικάς τελετάς της περιφοράς του Επιταφίου και της Αναστάσεως προγράμματος. Κατά τας τελετάς ταύτας προσκαλοΰνται και μετέχουν αι συντεταγμέναι εξουσίαι του κράτους.

[47] «Εφημερίς της Κυβερνήσεως», τευχ. Λ’, φ. 46    (11 Μαρτ. 1969).

[48] Κατά το 1968 η πρώτη επέτειος της Επαναστάσεως της 21ης Απριλίου 1967 εωρτάσθη συμφώνως τη ύπ’ αριθμ. 33077/16 Απριλίου 1968 αποφάσει του Υπουργού των Εσωτερικών.

[49] Η Ημέρα του εφέδρου πολεμιστού και της Πολεμικής αρετής των Ελλήνων καθιερώθη το πρώτον διά του Β.Δ. της 13ης Φεβρουαρίου 1959, «Εφημερίς της Κυβερνήσεως», τευχ. Λ’, φ. 32 (21 Φεβρ. 1959), και προσδιωρίσθη διά την πρώτην Κυριακήν μετά την 29ην Αυγούστου εκάστου έτους.

[50] Διά του Β.Δ. ύπ’ αριθμ. 702 της 19ης Αυγούστου 1966, επί τω σκοπώ όπως η επέτειος των νικηφόρων κατά των κομμουνιστοσυμμοριτών μαχών εις το Βίτσι και τον Γράμμον κατά την 15ην και 28ην Αυγούστου 1949 τιμάται ως προσήκει και αποδίδωνται τιμαί ες ένδειξιν πανελλη­νίου ευγνωμοσύνης προς τούς ηρωικούς νεκρούς των εθνικών τούτων αγώνων, ωρίσθη ή αύτη πρώτη Κυριακή μετά την 29ην Αυγούστου εκάστου έτους ως ημέρα επισήμου τελετής καθ’ όλην την επι­κράτειαν. Βλ. «Εφημερίς της Κυβερνήσεως», τευχ. Α’, φ. 167 (31 Αύγ. 1966). Διά του Β.Δ. ύπ’ αριθμ. 157/25 Φεβρ. 1969 απεφασίσθη ο συνεορτασμός τής Πολεμικής αρετής των Ελλήνων, της Ημέρας του έφεδρου πολεμιστού και της συντριβής των κομμουνιστοσυμμοριτών εις τον Γράμμον και το Βίτσι. Βλ. και Διαταγήν Υπουργείου Εσωτερικών, 20431/15 Μαΐου 1973, περί των κατ’ έτος και κατά τετραετίαν ειδικών τελετικών εκδηλώσεων εν τω εν λόγω συνεορτασμώ.

 

Γεώργιος Δ. Δημακόπουλος

Εντεταλμένος Υφηγητής της Ιστορίας της Ελληνικής Διοικήσεως

στην Πάντειο Ανώτατη Σχολή Πολιτικών Επιστημών

Νομάρχης Αττικής

«Η καθιέρωσις της Εθνικής Εορτής της 25ης Μαρτίου εν έτει 1838», ‘Εκδοσις: Νομαρχιακή Επιτροπή Λαϊκής Επιμορφώσεως Αττικής, Εν Αθήναις, Μάιος, 1973*.    

* Απόδοση στη σύγχρονη ελληνική για χάρη των νέων αναγνωστών. Οι υποσημειώσεις παρέμειναν όπως στο πρωτότυπο του 1973.


Στο:Άρθρα - Μελέτες - Εισηγήσεις, Πρόσωπα & γεγονότα του΄21 Tagged: 1821, 25η Μαρτίου, Argolikos Arghival Library History and Culture, Όθωνας, Αποβατήρια, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Επανάσταση 21, Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, Εθνική Εορτή, Ιστορία, National Feast of March 25

Εκλογές των Κρητικών της Πρόνοιας Ναυπλίου 1843

$
0
0

Εκλογές των Κρητικών της Πρόνοιας Ναυπλίου 1843  (από το Δημοτικό Αρχείο Ναυπλίου)


 

Όπως είναι γνωστό, η επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, με πρωταγωνιστές το Δημήτριο Καλλέργη και τον Iωάννη Μακρυγιάννη, έθεσε τέρμα στο καθε­στώς της απόλυτης μοναρχίας. Ο βα­σιλιάς Όθων αναγκάστηκε από το στρατό και το λαό της Αθήνας να υπο­σχεθεί σύνταγμα. Έτσι, με την παρα­χώρηση του συντάγματος (1844) ε­γκαινιάζεται για τη χώρα μας ο θε­σμός της συνταγματικής μοναρχίας.

Η νέα κυβέρνηση, η οποία σχηματί­στηκε και επιβλήθηκε στο βασιλιά τη νύχτα της 3ης Σεπτεμβρίου με πρωθυ­πουργό τον Ανδρέα Μεταξά, είχε ως κύρια αποστολή τη διενέργεια εκλο­γών και τη σύγκληση εθνικής συνέ­λευσης, όπου οι πληρεξούσιοι από ό­λη την τότε ελεύθερη Ελλάδα θα συνέτασσαν σύνταγμα. Οι εκλογές προ­κηρύχθηκαν με εκλογικό νόμο το νόμο του Καποδίστρια (1829) [1]. Οι πληρεξούσιοι που εκλέχτηκαν αντιπρο­σώπευαν 92 εκλογικές περιφέρειες. Ανάμεσά τους ήταν και αντιπρόσωποι των περιοχών που είχαν μετάσχει στην επανάσταση, αλλά παρέμεναν υπόδουλες, όπως της Ηπείρου, Μακε­δονίας, Σάμου, Χίου, Κρήτης κ. α. Μάλιστα, για να αποφευχθούν παρε­ξηγήσεις με την Τουρκία, οι πληρε­ξούσιοι αυτοί θεωρήθηκαν ως εκπρό­σωποι «σωματείων» [2].

Οι πρόσφυγες, οι οποίοι είχαν κατα­φύγει στο Ναύπλιο, στις Κυκλάδες και σε άλλες πόλεις ή περιοχές της τότε ελεύθερης Ελλάδας, είχαν τη δυνα­τότητα να διενεργήσουν εκλογές χω­ριστά από τους αυτόχθονες. Αυτό έ­καναν και οι Κρητικοί της Πρόνοιας Ναυπλίου.

Σ’ αυτό το «ιστορικό σημείωμα» πα­ρουσιάζω το πρακτικό των εκλογών και λίγα ακόμη συναφή έγγραφα, τα οποία εντόπισα στο Δημοτικό Αρχείο Ναυπλίου (Δ. Α. Ν. ) [3].

Παρεμπιπτόντως σημειώνω πως με­τά την επανάσταση επικράτησε γενι­κή ευφορία και όλος ο λαός ήταν αι­σιόδοξος για καλύτερες μέρες. Δεν έ­λειψαν όμως και οι ασχήμιες και τα έκτροπα, γιατί πολλοί νόμιζαν προφα­νώς ότι είχε καταλυθεί κάθε έννοια δικαίου. Είναι αποκαλυπτικό το έγ­γραφο που εξέδωσε ο τότε υπουργός Εσωτερικών της επαναστατικής κυ­βέρνησης Ρήγας Παλαμήδης «προς τους κατά το Βασίλειον Διοικητάς» με ημερομηνία 27 Σεπτεμβρίου 1843:

«Η Κυβέρνησις θεωρούσα καθήκον της να εξαγάγη τους τοιούτους πολίτας από την προφανή πλάνην, εις την οποίαν υπέπεσαν, σπεύδει να σας προσκαλέση, κύριε Διοικητά, να γνωστοποιήσητε αμέσως δια των δημοτι­κών αρχών εις τους υπό την διεύθυνσίν σας κατοίκους, ότι τα διατάγματα της 3ης Σεπτεμβρίου δεν επέφερον καμμίαν άλλην καινοτομίαν εις την υπάρχουσαν νομοθεσίαν ειμή την συγκάλεσιν (sic) της Εθνικής Συνελεύ­σεως, δια να συνταχθή το οριστικόν σύνταγμα του Κράτους, το υπεύθυνον [4] του σημερινού υπουργείου ε­νώπιον της Εθνικής Συνελεύσεως και την τροποποίησιν (sic) [5] του όρκου των στρατιωτικών και ναυτικών δυνά­μεων και των υπαλλήλων του κρά­τους» [6].

Την προπαραμονή των εκλογών, 17 Σεπτεμβρίου, μια τριμελής επιτροπή ζήτησε από τη Δημαρχία Ναυπλίας να παρευρεθεί εκπρόσωπος του Δήμου στις εκλογές των Κρητικών, που θα διενεργούνταν στον Ιερό Ναό της Ευαγγελίστριας στην Πρόνοια:

«Οι υποφαινόμενοι εκλεχθέντες επί­τροποι παρά των ενταύθα παροίκων συμπατριωτών μας Κρητικών, σπεύδομεν να κοινοποιήσωμεν προς την Δημαρχίαν ταύτην, ότι επειδή μέλλομεν να κάμωμεν ιδίας εκλογάς δια την (σύστασιν;) των εις την ελευθέραν Ελλάδα Κρητών παραιτούμεθα του δι­καιώματος του να ψηφοφορήσωμεν με τους εντοπίους ως έχοντες ιδιαιτέραν εκλογήν, επιφυλασσόμενοι και οι λοιποί πάροικοι ενταύθα συμπατριώται μας Κρήτες να δηλώσωσι τουτ’ αυτό δια κοινής αυτών αναφοράς.

Εν τοσούτω παρακαλείσθε, κύριε Δήμαρχε, να λάβωμεν την τιμήν να παρευρεθήτε την ελευσομένην Κυριακήν κατά την 8ην ώραν π. μ. εις τον εν Προνοία ναόν της αγίας Ευαγ­γελιστρίας ή εν ελλείψει σας να μας πέμψητε έναν των παρέδρων σας.

Εν Προνοία την 17ην Σεπτεμβρίου 1843

Η Επιτροπή

Π. Ζερβουδάκης

Ν. (δυσανάγνωστη υπογραφή)

Λοχαγός Β. Χάλης [7]

Ταυτόχρονα εστάλη η παρακάτω δήλωση από τους Κρητικούς της Πρό­νοιας προς το Δήμο Ναυπλίου:

«Σκοπόν έχοντες οι υποφαινόμενοι μετά των λοιπών συμπατριωτών μας Κρητών να ενεργήσομεν ιδιαιτέρας ε­κλογάς, δεν θα λάβωμεν μέρος εις τας εντοπίων. Όθεν σας κοινοποιούμε τούτο, κύ­ριε Δήμαρχε, προς γνώσιν σας.

Ακολουθούν υπογραφές, που γεμί­ζουν τέσσερις σελίδες.

Πριν παραθέσω το πρακτικό των ε­κλογών, το οποίο τώρα βλέπει το φως της δημοσιότητας, όπως και τα άλλα έγγραφα, θέλω να κάνω ορισμένες παρατηρήσεις.

Σύμφωνα με τον εκλογικό νόμο του Καποδίστρια (1829), οι 165 ψηφοφόροι κρητικοί της Πρόνοιας είχαν τη δυνατότητα να εκλέξουν τρεις παραστάτες για την εθνοσυνέλευση της Αθήνας. Γι’ αυτό και οι υποψήφιοι για το αξίωμα θα έπρεπε να είναι τετρα­πλάσιοι, δηλαδή δώδεκα – όπως ση­μειώνεται στο πρακτικό – και «κατε­γράφησαν ονόματα των εξής κυρίων διαμενόντων εις τε το Ναύπλιον και εις Πρόνοιαν».

Ακολουθούν τα δώδεκα ονόματα. Πώς έγινε όμως η επιλογή των ονομά­των; Δήλωσαν όσοι επιθυμούσαν; Το πιθανότερο είναι ότι προτάθηκαν οι γεροντότεροι, μια και για τους περισ­σότερους υπάρχουν πληροφορίες για την ηλικία τους.

Δύο από τους υποψηφίους, ο Νικ. Τριτάκης και ο Κυριάκος Φρουδάκης, δεν περιέχονται στον κατάλογο. Πιθα­νότατα, λοιπόν, να είχαν γίνει λάθη στη σύνταξη του καταλόγου, ο οποίος προφανώς δεν κατεστρώθη στην εκκλησία από τον ιερουργήσαντα ιε­ρέα, όπως λέει το πρακτικό, αλλά ή­ταν έτοιμος. Και αν ανεγνώσθη μεγαλοφώνως και επεκυρώθη τη συγκατα-θέσει των συνελθόντων, αντιλαμβά­νεται κανείς πόσο εύκολα θα μπορού­σαν να γίνουν λάθη σε τόσο μεγάλες λαϊκές συναθροίσεις, που όλοι τους σχεδόν ήταν αγράμματοι και ορισμέ­νοι κυκλοφορούσαν με δύο ονόματα ή ήταν περισσότερο γνωστοί με τα παρατσούκλια τους.

Εντύπωση μας προξενεί, επίσης το γεγονός ότι δεν εκλέχτηκαν ορισμέ­νοι, οι οποίοι για μας θεωρούνται ι­στορικά πρόσωπα. Εννοώ κυρίως τον Βασίλειο Χάλη και τον Ιωάννη Κουρμούλη. Ο πρώτος ήρθε 10ος και ο δεύτερος 11ος! Δεν ήταν επώνυμοι για την εποχή τους, αν και είχαν δια­πρέψει στα πεδία των μαχών και ή­ταν – κατά την ταπεινή μου γνώμη- αξιολογότατοι άνθρωποι ή υπήρχαν άλλοι λόγοι, που τους έφεραν τελευ­ταίους;

Τέλος, αξίζει να μελετήσει κανείς τον κατάλογο, γιατί θα βρει ονόματα που τα συναντάμε ακόμα στο Ναύ­πλιο και γενικά στην Αργολίδα. Ίσως κάποιοι από τον κατάλογο να είναι μακρινοί πρόγονοι κάποιων φίλων μας. Για κάθε περίπτωση θα πρέπει να γίνει ιδιαίτερη έρευνα. Φυσικά, θα ή­ταν επιπόλαιο να μνημονεύσω ονό­ματα εδώ για ευνόητους λόγους και κυρίως για λόγους επιστημονικής συ­νέπειας.

 

Άποψη του Ναυπλίου από τη πλευρά της Πρόνοιας - Guillaume Abel Blouet (Γκιγιώμ Μπλουέ), 1833.

Άποψη του Ναυπλίου από τη πλευρά της Πρόνοιας – Guillaume Abel Blouet (Γκιγιώμ Μπλουέ), 1833.

 

Το πρακτικό [8]

 

Σήμερον την δεκάτην ενάτην του μηνός Σεπτεμβρίου του χιλιοστού οκτακοσιοστού τεσσαρακοστού τρίτου έτους, οι εν Πρόνοια της επαρχίας Ναυπλίας ευρισκόμενοι Κρήτες, απο­καταστημένοι εντός της ελευθέρας Ελλάδος, συνελθόντες εις την εκκλησίαν τιμωμένην επ’ ονόματι της Ευαγ­γελιστρίας περί την ώραν εβδόμην προ μεσημβρίας, επί παρουσία του παρά του Δημάρχου Ναυπλιέων διορι­σθέντος Δημαρχικού παρέδρου κ. Ιω­άννου Αγαλλοπούλου προεδρεύο­ντος, και του ιερέως κυρίου Ανδρέου Θαλασσινού, δια να εκλέξωσι τους ε­κλογείς των, κατά τας διατάξεις του από 4 Μαρτίου 1829 ΚΓ. ψηφίσματος, και των υπό την αυτήν ημερομηνίαν υπ’ αριθ. 10050 οδηγιών του Κυβερνήτου της Ελλάδος, και συμφώνως με την από 10 Σεπτεμβρίου Ε.Ε. υπ’ α­ριθμ. 4630 διακήρυξιν του Διοικητού Αργολίδος προέβησαν εις τας ακο­λούθους εργασίας.

Ο ιερουργήσας ιερεύς ανέγνωσε μεγαλοφώνως: α. την από 7 Σεπτεμ­βρίου 1843 προκήρυξιν του Υπουργι­κού Συμβουλίου προς τους Έλληνας β. την υπό την αυτήν ημερομηνίαν εγκύκλιον του ιδίου προς τους κατά την επικράτειαν Διοικητάς γ. το από 4 Μαρτίου 1829 υπ’ αριθ. 10049 ΚΓ. ψήφισμα δ. τας υπό την αυτήν ημε­ρομηνίαν υπ’ αριθ. 10050 οδηγίας του ποτέ Κυβερνήτου της Ελλάδος, και ε. τον από 9 Νοεμβρίου 1822 υπ’ αριθ. 17 Νόμον περί εκλογής παραστατών.

Μετά ταύτα ο αυτός ιερεύς κατέστρωσε τον κατάλογον των παρό­ντων και εχόντων δικαίωμα ψήφου πολιτών. Ο Δε κατάλογος ούτος ανε­γνώσθη μεγαλοφώνως και επεκυρώ­θη τη συγκαταθέσει των συνελθό­ντων ως εφεξής.

 

  1. Βασίλειος Χάλης
  2. Παναγιώτης Ζερβουδάκης
  3. Νικόλαος Ντρετάκης
  4. Ιωάννης Ρικάκης
  5. Ανδρέας Φασουλής
  6. Γεώργιος Μπιτσαξής [9]
  7. Ιωάννης Παπαδάκης [10]
  8. Ιωάννης Κουρμούλης
  9. Νικόλαος Ταμπαρές
  • Αναγνώστης Λυγιράκης
  • Αναγνώστης Μπαλετζάκης
  • Χαράλαμπος Σιφάκης
  • Αντώνιος Καλαφατάκης
  • Θωμάς Κωδωνάκης
  • Εμμανουήλ Παππαδάκης
  • Εμμανουήλ Μαυράκης
  1. Παναγιώτης Μαρμαράς
  • Εμμανουήλ Ζαφειράκης
  • Εμμανουήλ Βογοζάκης
  • Παναγιώτης Γεωργουλάκης
  • Εμμανουήλ Σαπουντζάκης
  • Νικόλαος Καμαρωτής
  • Εμμανουήλ Μεριγλής
  • Γεώργιος Σιφάκης
  • Δημήτριος Πετράκης
  • Ιωάννης Πετράκης
  • Κωνσταντίνος Κρεμίδας
  • Αντώνιος Δασκαλάκης
  • Εμμανουήλ Παλετσάκης
  • Κων/νος Δ. Φραγκιάδης
  • Ιωάννης Κρητικός
  • Ματθαίος Κεφαλιανός
  • Εμμανουήλ Σεμερτζής
  • Γεώργιος Μανόλης
  • Κων/νος Κοτζιφάκης
  • Εμμανουήλ Παππαδογιαννάκης
  • Εμμανουήλ Βεϊσάκης
  • Γεώργιος Παναγιωτάκης
  • Μιχαήλ Μερκουλάκης
  • Εμμανουήλ Παππαδάκης
  • Βασίλειος Καρδαμάκης
  • Νικόλαος Μπουρεξάκης
  • Εμμανουήλ Κόρακας
  • Στεφανής Βασιλάκης
  • Ιωάννης Φαρμασονάκης
  • Ιωάννης Βοκάλης
  • Νικόλαος Γιαννακάκης
  • Ιωάννης Ορφανίδης
  • Νικόλαος Μαρμαράκης
  • Κων/νος Λιανουδάκης
  • Νικόλαος Παππαδογιαννάκης
  • Γεώργιος Μπατουβάκης
  • Νικόλαος Παλετζάκης
  • Γεώργιος Κατζικάκης
  • Κωστής Διαμαντάκης
  • Γεώργιος Παχυνάκης
  • Ιωάννης Γκερεδάκης
  • Εμμανουήλ Σεμερτζάκης
  • Εμμανουήλ Νταμουλάκης
  • Δημήτριος Σεμουρτζάκης
  • Δημήτριος Αντριγάκης
  • Ιωάννης Παππαδάκης
  • Γεώργιος Παππαλεβιζόππουλος
  • Δημήτριος Μπούμπουρος
  • Νικόλαος Μιχαλουδάκης
  • Μιχαήλ Θωμάκης
  • Γεώργιος Δασκαλάκης
  • Νικόλαος Χαριτάκης
  • Ιωάννης Αρακτάκης
  • Ιωάννης Κωνσταντίνου
  • Αποστόλης Παπαδάκης
  • Μιχαήλ Βοντζάκης
  • Ιωάννης Μαρκάκης
  • Ζαχάρης Μανουσάκης
  1. Κων/νος Δημόπουλος
  • Στεφανής Σκουλουδάκης
  • Ιωάννης Μουρτζής
  • Δημήτριος Μαραγκάκης
  • Στυλιανός Μανουσάκης
  • Μιχαήλ Μαθιουδάκης
  • Ζαχάρης Κυριακάκης
  • Αποστόλης Περσάκης
  • Εμμανουήλ Σγουράκης
  • Εμμανουήλ Ορφανός
  • Γεώργιος Τρουλινός
  • Αντώνιος Διαμαντάκης
  • Αντώνιος Βαλεράκης
  • Κων/νος Τσελεδάκης
  • Κυριάκος Πουλάκης
  • Αντώνιος Βρετός
  • Ιωάννης Μπιρμπιλάκης
  • Γεώργιος Α. Ναύτης
  • Δημήτριος Αντράκης
  • Ιωάννης Χιοτάκης
  • Μιχαήλ Κουρνελάκης
  • Αντώνιος Πυρίνης
  • Γεώργιος Μπογιατζής
  • Θεοδόσιος Κυπαράκης
  • Γεώργιος Πυταριδάκης
  • Μιχαήλ Φουντουλάκης
  • Χατζη-Γιάννης Τορνατζάκης
  • Κων/νος Καλογέννητος
  • Κων. Πετερονικολουδάκης [11]
  1. Γεώργιος Κορνήλιος
  • Νικόλαος Μαυράκης
  • Κων/νος Παππαδάκης
  • Ιωάννης Χαλαρής
  • Ιωάννης Κόντος
  • Εμμανουήλ Ιωάννου
  1. Βασίλειος Παππαδογιαννάκης
  • Νικόλαος Καρκανάς
  • Κων/νος Μπικάκης
  • Κων/νος Ταταράκης
  • Γεώργιος Ιω. Μινοτάκης
  • Ιωάννης Φουλάκης
  • Παππά Γεώργ. Τζορτζάκης
  • Πέτρος Ζαχαριουδάκης
  • Ιωάννης Φιλιμάκης
  • Δημήτριος Καψαλάκης
  • Κων/νος Ιωάννου
  • Νικόλαος Μουρτζάκης
  • Κων/νος Παυλάκης
  • Μιχαήλ Μανουσάκης
  • Μιχαήλ Πλατζουδάκης
  • Γεώργιος Ψιλάκης
  • Ιωάννης Δημητρίου
  • Ιωάννης Μπιρμπιλάκης μικρός
  • Νικόλαος Βλαστός
  • Σαράντος Πιντάρος
  • Εμμανουήλ Τζελεπάκης
  • Νικόλαος Λαζαράκης
  • Κων/νος Δεσποτάκης
  • Γεώργιος Παππαδάκης
  • Μιχαήλ Πετράκης
  • Κων/νος Παππά Ιω. Φούτης
  • Νικολής Γαλατάκης
  • Νικόλαος Ρικάκης
  • Κων/νος Γεωργάκη Πουλάκη
  • Ελευθέριος Ορφανός
  • Γεώργιος Μπουλαντέρας
  • Μιχαήλ Βοκάλης
  • Γεώργιος Κακκαναράκης
  • Κων/νος Μακαρουνάκης
  • Γεώργιος Κοτζόνης
  • Μάξιμος Ιερομόναχος
  • Ανδρέας ιερεύς Θαλασσινός
  • Ματθαίος ιερεύς Μαθιουδάκης
  1. Κυριάκος Γερόνης
  • Γεώργιος Μαρνέρης
  • Παύλος Τουφεξόγλους
  • Ιωάννης Αντωνίου
  • Αναγνώστης Γεωργίου
  • Ιωάννης Μπουρεξάκης
  • Αναγνώστης Κασσέλας
  • Ιωάννης Αικατερινής
  • Κωνσταντής Μαρής Κιαγάς
  • Γεώργιος Ασιμάκης
  • Ιωάννης Μπουλαντέρας
  • Ιωάννης Μ. Ντεμερτζάκης
  • Φραγγιάς Σκαλίδης
  • Δημήτριος Μπογιαντζόγλους
  • Στεφανής Φουντουλάκης
  • Γρηγόριος Γερόλιμος
  • Ζάχαρης Κουντετάκης
  • Πέτρος Καπετανάκης

Όλοι πολίται έχοντες δικαίωμα ψή­φου εκατόν εξήκοντα πέντε, οίτινες και έμειναν μόνοι εις την εκκλησίαν μετά του παρέδρου και του ιερέως.

Μετά ταύτα επαρουσιάσθη εν τω μέσω ο ιερεύς κρατών εις τας χείρας το Ιερόν Ευαγγέλιον, και εις εκ των γεροντότερων της συναθροίσεως, ο κύριος Δημήτριος Μπογιαντζόγλους, ανέγνωσε μεγαλοφώνως τον ακόλουθον όρκον.

«Εν ονόματι της Παναγίας Τριάδος και αδιαιρέτου, ορκίζομαι ενώπιον του θυσιαστηρίου του Θεού της αληθείας να μη δώσω την ψήφον μου, ούτε δια φιλίαν, ούτε δια μίσος, ούτε δια φόβον, ούτε δι’ ελπίδα προσωπι­κού κέρδους, αλλά κατά την συνείδησίν μου, και χωρίς καμίαν προσωποληψίαν».

 

Τον όρκον τούτον επανέλαβαν όλοι οι πολίτες υψώνοντες την δεξιάν χεί­ρα.

Ακολούθως εκλέχθησαν πέντε εκ των γεροντότερων μελών της συνα­θροίσεως, οι κύριοι Βασίλειος Χάλης, Παναγιώτης Ζερβουδάκης, Νικόλαος Τριτάκης, Δημήτριος Μπογιαντζόγλους και Ανδρέας Φασούλης, οίτινες επί παρουσία του προεδρεύοντος Δημαρχικού παρέδρου κατέστρωσαν τον κατάλογον των υποψηφίων εκλογέ­ων. Επειδή δε οι εν τη περιφερεία ταύτη οικογενειάρχαι αριθμούνται ε­κατόν εξήκοντα πέντε, και ο κατάλογος πρέπει να περιέχη αριθμόν ονο­μάτων τετραπλάσιον των εκλογέων, κατεγράφησαν ονόματα των εξής κυ­ρίων διαμενόντων εις τε το Ναύπλιον και εις Πρόνοιαν.

 

  • Βασίλειος Χάλης
  • Παναγιώτης Ζερβουδάκης
  • Νικόλαος Τριτάκης
  • Ιωάννης Ρικάκης
  • Δημήτριος Μπογιαντζόγλους
  • Ανδρέας Φασούλης
  • Γεώργιος Μπιτζακσής
  • Ιωάννης Κουρμούλης
  • Ιωάννης Παππαδάκης Σ.
  • Κυριάκος Φρουδάκης
  • Θωμάς Κυδωνάκης
  • Γεώργιος Κοζάνης

 

Αναγνωσθέντος του καταλόγου εψηφοφορήθη έκαστον όνομα ιδιαιτέ­ρως, το εν μετά το άλλο, και έλαβον ψήφους ως ακολούθως:

 

  1. Ο Βασίλειος Χάλης υπέρ 105 κατά 60
  2. Ο Παναγιώτης Ζερβουδάκης 124 – 38
  3. Ο Νικόλαος Τριτάκης 111-51
  4. Ο Ιωάννης Ρικάκης 97 – 67
  5. Ο Δημ. Μπογιαντζόγλους 123- 41
  6. Ο Ανδρέας Φασούλης 127- 37
  7. Ο Γεώργιος Μπιτζαξής 107- 57
  8. Ο Ιωάννης Κουρμούλης 102 – 62
  9. Ο Ιωάννης Παπαδάκης Σ. 109-55
  10. Ο Κυριάκος Φρουδάκης 106 – 58
  11. Ο Θωμάς Κυδωνάκης 116 – 48
  12. Ο Γεώργιος Κοζόνης 128 -36

Σημειωτέον ότι εις την ψηφοφορίαν των ονομάτων των κυρίων Παναγιώτη Ζερβουδάκη και Νικολάου Τριτάκη ανεχώρησαν λάθρα οι καταγε­γραμμένοι εις τον κατάλογον ως έχο­ντες δικαίωμα ψήφου, Γεώργιος Α. Ναύτης, Γεώργιος Μπουλαντέρας και Γρηγόρης Γερόλιμος και ως εκ τούτου δεν εψηφοφόρησαν εις τα ρηθέντα ο­νόματα. Μετά ταύτα εις τα υπόλοιπα ονόματα ήλθον πάλιν οι Γεώργιος Μπουλαντέρας και Γρηγόριος Γερόλι­μος, εκτός του Γεωργίου Α. Ναύτου, και εψηφοφόρησαν μέχρι τέλους.

Ούτως οι κύριοι Παναγιώτης Ζερ­βουδάκης, Ανδρέας Φασούλης και Γε­ώργιος Κοζάνης εκηρύχθησαν οι νόμι­μοι εκλογείς των εν Προνοία και εν Ναυπλίω της επαρχίας Ναυπλίας Κρη­τών.

Προς πίστωσιν τούτων απάντων κατεστρώθη η παρούσα πράξις φέρου­σα τας υπογραφάς του ιερέως, του προεδρεύοντος την συνάθροισιν Δημαρχικού Παρέδρου και των πέντε με­λών των καταστρωσάντων τον κατάλονον των υποψηφίων.

Το πρωτότυπον της πράξεως ταύτης θέλει κατατεθή εις τα αρχεία της δημαρχίας Ναυπλιέων, αντίγραφον δε επικυρωμένον παρά του Δημάρχου και εσφραγισμένον με την σφραγίδα της Δημαρχίας θέλει δοθή εις έκαστον των εκλογέων, δια να αποδείξει δι’ αυτού τα οποία έχει δικαιώματα ως εκλογεύς και γενή δυνάμει αυτού παραδεκτός εις την εν Αθήναις συνάθροισιν των εκλογέων δια την εκλογήν των πληρεξουσίων των Κρητών.

Ο ιερεύς                          Ο Δημαρχικός πάρεδρος

(Ανδρέας Θαλασσινός)     (Ιω. Αγαλλόπουλος)

 

Τα καταστρώσαντα τον κατάλογον των υποψηφίων μέλη

 

Τ.Υ.           ( Β. Χάλης )

Τ.Υ.           ( Π. Ζερβουδάκης )

Τ.Υ.           ( Ν. Τριτάκης )

Τ.Υ.           (Δ. Μπογιαντζόγλους)

Τ.Υ.           ( Α. Φασούλης )

 

Την επομένη, Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου 1843, υποβλήθηκε το πρακτικό στο Δήμο Ναυπλίου με το εξής διαβι­βαστικό:

«Προς τον κύριον Δήμαρχον Ναυ­πλιέων

Περαιωθείσης της εκλογικής Συνε­λεύσεως των εν Προνοία Κρητών, παρακαταθέτομεν εις το υμέτερον γραφείον τα συνταχθέντα αυτής πρακτι­κά:

Εν Ναυπλίω την 20 Σεπτ. 1843

Ευπειθέστατος

Ο Δημαρχ. Πάρεδρος

Ιω. Αναλλόπουλος» [12]

Τελειώνοντας θα ήθελα να επιση­μάνω και να τονίσω το περιεχόμενο της τελευταίας παραγράφου του πρακτικού. Οι εκλεγμένοι Παναγιώτης Ζερβουδάκης, Ανδρέας Φασούλης και Γεώργιος Κοζάνης, ως νόμιμοι εκλεγ­μένοι «εκλογείς» θα παρουσιάζονταν «εις την εν Αθήναις συνάθροισιν των εκλογέων δια την εκλογήν των πλη­ρεξουσίων των Κρητών». Αυτό σημαί­νει ότι οι εκλογές στην τότε ελεύθε­ρη Ελλάδα είχαν στόχο τη συγκρότη­ση ενός εκλεκτορικού σώματος, το ο­ποίο θα αναδείκνυε τους παραστάτες, δηλαδή τους βουλευτές της «συντα­κτικής συνέλευσης».

Πράγματι, ξεφυλλίζοντας τα μη­τρώα βουλευτών της Βουλής των Ελ­λήνων μπορούμε να συναντήσουμε έντεκα ονόματα παραστατών για ό­λους τους Κρητικούς. Από αυτούς οι εννέα φέρονται ως παραστάτες εποί­κων Κρητών και δύο ως παραστάτες εκλογικής περιφέρειας Κρήτης. Ανά­μεσα στα έντεκα ονόματα υπάρχει και του Παναγιώτη Ζερβουδάκη, που εξε­λέγη ως εκλογέας στην Πρόνοια Ναυ­πλίου. Δύο, πάλι, από αυτούς εξαιρέ­θηκαν. [13]

 

Παραθέτω τα ονόματα με αλφαβη­τική σειρά:

 

  1. Δελληγιαννάκης Στρατής (Κρήτης)
  2. Δραγούμης Ν. (Κρητικών εποίκων)
  3. Ζερβουδάκης Π. » »
  4. Ζυγομαλάς Α. » (εξηρέθη)
  5. Καλλέργης Δημ. (Κρήτης)
  6. Καλλέργης Νικ. (Κρητικών εποίκων)
  7. Κουμής Ιάκωβος » »
  8. Λεβίδης Κ. Ν. (Κρητικών εποίκων) (εξηρέθη)
  9. Πεζανός Γ. (Κρητικών εποίκων)
  10. Ρενιέρης Νικ. » »
  11. Χρυσαμόπουλος Δημ. (Κρητικών εποίκων)

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Ιστορία του Ελλ. Έθνους, τ. ΙΓ’, Σ. 105.

[2] Ι. Ε.Ε., ό.π., σ. 106

[3] Το Δ.Α.Ν. οργάνωσε ο ιστορικός και ερευνητής Τριαντάφυλλος Σκλα­βενίτης του Κέντρου Νεοελληνικών Ε­ρευνών, επικεφαλής επιστημονικής ο­μάδας, ο οποίος και έγραψε βιβλίο με τον τίτλο «Ευρετήριο Δημοτικού Αρ­χείου Ναυπλίου, 1828- 1899», Κ.Ν.Ε. – Ε.Ι.Ε., Αθήνα 1984. Ο οδηγός αυτός εί­ναι απαραίτητος για τον ερευνητή ι­στοριοδίφη. Το Δ.Α.Ν. φιλοξενείται στο Ιστορικό Αρχείο Ναυπλίου, οδός Β. Χάλη, και αποτελεί αξιολογότατη ι­στορική πηγή.

[4] Το υπεύθυνον, δηλ. ο τομέας ευθύνης του Υπουργείου Εσωτερικών.

[5] Βλ. Δ.Α.Ν. Φ. Γ  10β,

[6] Βλ. Δ.Α.Ν. Φ.Γ 8, 1843.

[7] ΒΛ. Δ.Α.Ν. Φ.Γ   8, 1843

[8] ΒΛ. Δ.Α.Ν.   Φ.Γ 10β, 1843

[9] Το όνομα Γεώργιος Μπιτσαξής έχει γραφεί παρακάτω Μπιτζακσής και Μηιτζαξής. Ασφαλώς πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο.

[10] Το όνομα Ιωάννης Παππαδά­κης μνημονεύεται και παρακάτω με α/α 62. Πρόκειται για δύο πρόσωπα, δηλ. για συνωνυμία ή είναι λάθος του καταλόγου;

[11] Το σωστό θα ήταν Πατερονικολουδάκης, όπως το συναντάμε και σή­μερα στην Κρήτη.

[12] Βλ. Δ.Α.Ν. Φ.Γ 8, 1843

[13] Βλ. «Μητρώο πληρεξουσίων, γερουσιαστών και βουλευτών, 1822-1935» έκδ. Βουλής των Ελλήνων, Α­θήνα 1986, σ. σ. 36- 41.

 

Οδυσσέας Κουμαδωράκης

Περιοδικό «αναγέννηση», τχ. 367/1999


Στο:Άρθρα - Μελέτες - Εισηγήσεις, Ναύπλιο Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, Cretan, Άρθρα, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Εκλογές, Ιστορία, Κρήτες, Κρητικών, Κουμαδωράκης Οδυσσέας, Ναύπλιο, Πρόσφυγες, Πρόνοια Ναυπλίου

Στρατώνες Καποδίστρια στο Άργος: Ιστορία, και μια πολιτιστική μάχη

$
0
0

Στρατώνες Καποδίστρια στο Άργος: Ιστορία, και μια πολιτιστική μάχη. Μελέτη του Βασίλη Δωροβίνη στο περιοδικό «Αρχιτεκτονικά Θέματα», τεύχος 13ο (1979).


 

Το ιστορικό υλικό, τα γεγονότα και oι θέσεις που παρουσιάζονται στη μελέτη αυτή έχουν την ιδιοτυπία να συνδέονται αναπόσπαστα μεταξύ τους, με την έννοια ότι η πολιτιστική μάχη που έγινε και γίνε­ται στην πόλη του Άργους για την αξιο­ποίηση του κτιρίου των Στρατώνων Καπο­δίστρια με τη μετατροπή του σε πνευματι­κό κέντρο υπήρξε η άμεση αφορμή για να αρχίσει η σχετική ιστορική έρευνα.

Η έρευνα άρχισε μεθοδικά από το τοπικό αρχείο του φιλολογικού συλλόγου Ο Δα­ναός, συνεχίστηκε στο αρχείο της δημόσι­ας βιβλιοθήκης Ο Παλαμήδης, στο Ναύ­πλιο, και περατώθηκε μετά από συστημα­τικές αναζητήσεις, τόσο για γραφτές μαρ­τυρίες όσο και για παλαιές αναπαραστά­σεις του κτιρίου, στη βιβλιοθήκη της Βου­λής, στη Γεννάδειο βιβλιοθήκη, στην Μπενάκειο βιβλιοθήκη, στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, σε ορισμένες ιδιωτικές βιβλιο­θήκες, καθώς και στα φωτογραφικά αρ­χεία του Υπουργείου Δημοσίων Έργων, της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού και του Πολεμικού Μουσείου.

 

Η βορινή πλευρά των Στρατώνων Καποδίστρια το 1905. Φωτογραφία: Αριστείδης Λάιος (1871-1965).

Η βορινή πλευρά των Στρατώνων Καποδίστρια το 1905. Φωτογραφία: Αριστείδης Λάιος (1871-1965).

 

Ουσιαστική υπήρξε η συμβολή του Γάλλου ερευνητή της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών Michel Sève, καθώς και του Μου­σείου του Λούβρου πού παραχώρησε και τη φωτογραφία του σχεδίου του Papety, πολύτιμου για μια περίοδο της ιστορίας των Στρατώνων για την οποία δεν βρέθη­καν ακόμα γραφτές πηγές.

Θά πρέπει, επίσης, να μνημονευτεί η διευκόλυνση που δόθηκε από το γραφείο του Υπουργού Εθνικής Αμύνης για τη μελέτη των φακέλων των Στρατώνων, οι οποίοι υπάρ­χουν στις αρμόδιες υπηρεσίες του Υ­πουργείου (πράγμα που οδήγησε στη δια­πίστωση ότι σε κανέναν οργανισμό, υπη­ρεσία ή ίδρυμα συνδεόμενο με το Υπουρ­γείο δεν έχει γίνει η παραμικρή επιστημο­νική εργασία για τη μελέτη, κατάταξη και αξιολόγηση δειγμάτων, τουλάχιστο, της αρχιτεκτονικής στρατιωτικών κτιρίων, ιδι­αίτερα της καποδιστριακής και οθωνικής περιόδου· τούτο επιβεβαιώνεται και από την ευκολία με την οποία κατεδαφίστηκαν οι καποδιστριακοί στρατώνες της Ακρο­ναυπλίας και με την οποία παραχωρήθη­καν – για να κινδυνεύσουν να κατεδαφι­στούν – οι Στρατώνες του Άργους), θά πρέπει, τέλος, να αναφερθεί η προθυμία των αρμοδίων της Αμερικανικής και της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής να δι­ευκολύνουν την έρευνα στα αντίστοιχα αρχεία τους.

Για λόγους συστηματικούς η μελέτη χωρί­στηκε σε δύο μέρη – το πρώτο αναφέρεται στην ιστορία των Στρατώνων (αλλά και στα ιστορικά γεγονότα που συνδέονται με αυτούς), από την εποχή της πρώτης οικο­δόμησής τους (δεύτερη ενετοκρατία Άρ­γους) ως το 1968, οπότε το κτίριο εκκενώ­θηκε οριστικά από τον στρατό. Στο δεύτε­ρο μέρος, δίνονται συμπυκνωμένα οι κυρι­ότερες φάσεις της «μάχης των Στρατώ­νων» και επιχειρείται μια πρώτη κοινωνιο­λογική ερμηνεία της.

Για τη συνέχεια της μελέτης του κ. Βασίλη Κ. Δωροβίνη, πατήστε διπλό κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο: Στρατώνες Καποδίστρια στο Άργος – Ιστορία, και μια πολιτιστική μάχη


Στο:Άργος, Άρθρα - Μελέτες - Εισηγήσεις Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, Ioannis Kapodistrias, Άργος - Ιστορικά, Άρθρα, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Δωροβίνης, Ιστορία, Καποδίστριας, Μελέτες, Στρατώνες Καποδίστρια, Ψηφιακές Συλλογές, Kapodistrias barracks

Αίσωπος Κων. Χρήστος ή «Τζίτζης»

$
0
0

Χρήστος Κων. Αίσωπος ή «Τζίτζης»


 

Χρήστος Αίσωπος

Χρήστος Αίσωπος

Τον φώναζαν «Τζίτζη» γιατί από μικρός, ήταν μικροσκοπικός. Ονομαζόταν Χρήστος Αίσωπος. Είχε γεννηθεί στο Λυγουριό Αργολίδας το 1908 και ήταν το πρώτο από τα πέντε παιδιά του Κωνσταντίνου («Αναγνώστη») Αισώπου και της Βασιλικής (το γένος Γ. Δουράνου). Είχε εργαστεί ως μηχανικός του Πολεμικού και του Εμπορικού Ναυτικού. Στην κατοχή, επειδή ήταν οργανωμένος στο ΕΑΜ και βρέθηκαν στο σπίτι του στο Λυγουριό δύο βιβλία Μαρξιστικού περιεχομένου, βασανίστηκε και εκτελέστηκε από τα Γερμανικά στρατεύματα την 1η Ιουνίου 1944.

Κατά τον χρόνο της εκτέλεσής του, ο πατέρας του δεν υπήρχε· είχε πεθάνει από το 1941. Η μητέρα του Βασιλική, η «θεία Αναγνώσταινα», ήταν 60 ετών. Ο αδελφός του ο Παντελής ήταν 34 ετών, παντρεμένος και με δύο παιδιά. Η μεγάλη αδελφή του, η Ευγενία, 31 ετών, παντρεμένη με τον Κωνσταντίνο Φ. Τυροβολά. Η μικρή, η Αγγελική ήταν 28 ετών και ο Γιώργος ο «Κουτσός» 25 ετών.

Ο «Τζίτζης» από μικρός ήταν επαγγελματίας ναυτικός. Για μεγάλο διάστημα είχε υπηρετήσει στο Πολεμικό πλοίο «ΑΕΤΟΣ» με τον βαθμό του υποκελευστή. Στον πόλεμο του ’40 βρέθηκε να δουλεύει ως μηχανικός σε ένα εμπορικό πλοίο το οποίο το 1941 βομβαρδίστηκε από τους Γερμανούς έξω από το λιμάνι του Πειραιά και βυθίστηκε. Ο «Τζίτζης» πρόλαβε να πέσει στη θάλασσα και κολυμπώντας βγήκε στην κοντινή Σαλαμίνα. Κάποιοι θυμούνται και μας διηγήθηκαν πως έφτασε στο Λυγουριό ξυπόλητος και ρακένδυτος.

Η απασχόληση του στο χωριό τα χρόνια της κατοχής ήταν ένα περιβολάκι που διατηρούσε η οικογένειά του στη θέση «Κρανιά». Όλοι έχουν να λένε πως ήταν ένας ευφυής, φιλήσυχος και μελετηρός άνθρωπος. Δεν έκρυβε στις λιγοστές κουβέντες του την πίστη του στην δημοκρατία και την κοινωνική δικαιοσύνη. Ήταν από τους πρώτους που συμμετείχαν στην οργάνωση του ΕΑΜ που δημιουργήθηκε στο Λυγουριό.

Πρωτοστάτες του σχηματισμού και της δράσης της Οργάνωσης ήταν τρία αδέλφια από το Άργος, εργολάβοι, ονομαζόμενοι «Ζαρογιανναίοι». Ο Κώστας, ο μεγαλύτερος, ήταν απολυμένος τμηματάρχης του Υπουργείου Δημοσίων Έργων επί Μεταξά και έδινε παρουσία κάθε μήνα στην Αστυνομία. Αυτός ήταν και ο πιο ένθερμος υποστηρικτής της Μαρξιστικής-κομμουνιστικής ιδεολογίας. Ο Νίκος, ο δεύτερος, ήταν πολιτικός μηχανικός. Ο Πέτρος, ο μικρότερος, είχε πλείστες καλλιτεχνικές ανησυχίες (ηθοποιός, ερασιτέχνης μουσικός,…) και ήταν παροιμιώδης γλεντζές και γυναικοκατακτητής στο προπολεμικό Λυγουριό.

Πριν ακόμη από τον πόλεμο οι «Ζαρογιανναίοι» είχαν πάρει την εργολαβία κατασκευής του δρόμου Λυγουριού-Παλαιάς Επιδαύρου με επιστάτη το Λυγουριάτη Θανάση Χρόνη. Ο Κώστας ο Ζαρόγιαννης, που συνήθως επέβλεπε τα έργα και το προσωπικό, δεν ξεχνούσε την ιδεολογία του ακόμα και εν ώρα εργασίας. Όλοι θυμούνται πως κάθε πρωί, κατά τις 10, «υποχρέωνε» τους εργαζόμενους σε διάλειμμα, για καφέ και συζήτηση. Εκεί, με το κύρος του ιδεολογικά ενημερωμένου στελέχους, ανέλυε τις κοινωνικές αδικίες, την «εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο», το δίκιο και τα δικαιώματα των εργαζομένων. Ένας απροσδόκητος εργοδότης…

Τα χρόνια της κατοχής – και ιδιαίτερα το καλοκαίρι του 1942 – τόποι συνάντησης των μελών του ΕΑΜ και πεδίο διαφώτισης και προπαγάνδας ήταν τα δεκάδες περιβολάκια των Λυγουριάτικων οικογενειών. Τα περισσότερα δημιουργήθηκαν λόγω της πείνας και της κατοχής σε κάθε τόπο που υπήρχε λίγο νεράκι… Στη «Νάπα», στο «Γερό» (Ιερό), στο «Μπουλμέτι», στα «Κρανιά», στου «Τζερέκου» και αλλού.

Μια προπολεμική φωτογραφία: Στη μέση ο Πέτρος Ζαρόγιαννης, αριστερά ο Χρήστος Αίσωπος και δεξιά ο Γιάννης Ν. Καψάλης.

Μια προπολεμική φωτογραφία: Στη μέση ο Πέτρος Ζαρόγιαννης, αριστερά ο Χρήστος Αίσωπος και δεξιά ο Γιάννης Ν. Καψάλης.

Εκεί πηγαινοέρχονταν τα μεσημέρια πότε ο Κώστας και πότε ο Πέτρος ο Ζαρόγιαννης μ’ ένα ποδήλατο, όταν ξαπόσταιναν οι περιβολάρηδες για «μια μπουκιά ψωμί». Εκεί άνοιγε η κουβέντα και φούντωνε ο διάλογος. Εκεί όλοι μιλούσαν και άκουγαν για την πορεία του πολέμου – Ελ Αλαμέιν, Στάλινγκραντ – για την Αντίσταση και την Ελευθερία, την Κοινωνική Δικαιοσύνη και τη Δημοκρατία. Εκεί όλοι μιλούσαν και συμφωνούσαν για την παραδειγματική τιμωρία που περίμενε μετά την απελευθέρωση τους δοσίλογους, τους μαυραγορίτες και τους κάθε λογής συνεργάτες των στρατευμάτων κατοχής. Η Οργάνωση του ΕΑΜ σε πλήρη ανάπτυξη. Διαφώτιση, προπαγάνδα και στρατολόγηση νέων μελών. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι οι νέες και οι νέοι που ανταποκρίθηκαν.

Παράλληλα όμως με τη διαφωτιστική – προπαγανδιστική δουλειά της Οργάνωσης, λίγους μήνες πριν από τη σύλληψη του «Τζίτζη», στην περιοχή του Λυγουριού, συνέβη ένα σημαντικό γεγονός, που διαμόρφωσε συνθήκες πολέμου. Το γερμανικό φυλάκιο στο «Γερό» (Ιερό Ασκληπιείου) χτυπήθηκε από αντάρτες του ΕΛΑΣ, ανήμερα την Κυριακή της τελευταίας Αποκριάς, την 1η Μαρτίου 1944. Το Λυγουριό εκείνη την ημέρα είχε διπλή γιορτή, από τη μια την παραδοσιακή τελευταία Αποκριά και από την άλλη την πρόσφατη αποχώρηση των Γερμανών από το χωριό τους. (Οι Ιταλοί είχαν φύγει από την προηγούμενη χρονιά).

Οι κατακτητές άφησαν στην περιοχή μόνο μία φρουρά, στο φυλάκιο του Ασκληπιείου, που βρισκόταν βορειοανατολικά του αρχαιολογικού χώρου και λίγο πριν από το εκκλησάκι της Αγίας Άννας. Το φυλάκιο ήταν μια εγκατάσταση λίγων δωματίων, που περιστοιχιζόταν από πέτρινα ορύγματα και που είχε κατασκευαστεί από τους Γερμανούς με υποχρεωτική εργασία Λυγουριατών. Εκεί είχαν εγκαταστήσει γεννήτρια, ασύρματο, τηλέφωνο και μαγειρείο. Οι εγκαταστάσεις του φυλακίου καταστράφηκαν από τους ίδιους τους Γερμανούς με εκρηκτικά όταν αποχώρησαν οριστικά από τον τόπο μας το καλοκαίρι του 1944.

Στην ολιγομελή φρουρά του φυλακίου υπηρετούσε κι ένας πανύψηλος καλοκάγαθος Γερμανοπολωνός στρατιώτης, ονόματι Ρίχελ. Αυτός, λόγω της μακροχρόνιας παραμονής του στον τόπο μας και των συνθηκών της κατοχής που διαμορφώθηκαν, είχε συμπονέσει τους φτωχούς χωριάτες και ιδιαίτερα τα στερημένα παιδιά των αγροτοκτηνοτρόφων της περιοχής. Δεν ήταν λίγες οι φορές, τον καιρό της πείνας, που τους έδινε κάτι να φάνε. Ο Χρήστος Γ. Σαρρής – επτάχρονο παιδάκι τότε – θυμάται πως από τα χέρια του Ρίχελ πήρε και έφαγε την πρώτη σοκολάτα της ζωής του. Εδώ αξίζει να αναφερθεί πως σε αυτό το φυλάκιο υπηρετούσε επίσης και ο δεκαοχτάχρονος τότε Γερμανός στρατιώτης ονόματι Άϊντς. Αυτός τελικά επέζησε του πολέμου και το 1979 επισκέφτηκε τον τόπο μας και βαθύτατα συγκινημένος (κλαίγοντας) προσκύνησε τα ερείπια του φυλακίου. Τέλος, μάγειρας του φυλακίου ήταν ο 35χρονος γερμανός στρατιώτης ονόματι Αρτούρ, ο γηραιότερος της φρουράς, αλκοολικός και πασίγνωστος στους ντόπιους, που δεν τον «χόρταιναν» κρασί.

Την ημέρα της τελευταίας Αποκριάς, που εξιστορούμε, είχε κατέβει και ο Ρίχελ στο Λυγουριό. Ήθελε να παρακολουθήσει τις εορταστικές εκδηλώσεις των χωρικών, ίσως όμως ήθελε και να τους αποχαιρετήσει· όλοι ήξεραν ότι οι Γερμανοί «χάνουν τον πόλεμο» και ότι σύντομα θα οπισθοχωρούσαν. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που τον υποδέχτηκαν και τον κέρασαν.

Εκείνες τις ώρες της διασκέδασης, λίγο πριν από το μεσημέρι, στην περιοχή του αρχαίου θεάτρου, μια μικρή ομάδα ανταρτών του ΕΛΑΣ, προερχόμενη από την περιοχή της Κορίνθου, υπό τον καπετάν «Χάρο» κατά κόσμον Παπαρρήγα (μετέπειτα πεθερό της μέχρι πρότινος Γραμματέως του Κ.Κ.Ε.) περικύκλωσαν από απόσταση το γερμανικό φυλάκιο. Έστησαν ένα πολυβόλο στη θέση «Χαρανί», πλησίον του Μαλεάτα και όρθωσαν πρόχειρες πολεμίστρες με «λιανοντούφεκα» ανατολικά από το στανοτόπι του Βασίλη Σαρρή («Ξαλιά»).

Πριν εκδηλώσουν την επίθεση, «υποχρέωσαν» δύο Λυγουριάτες που βρήκαν στην περιοχή, τον Δημήτρη Μιχ. Γιαννούλη και τον Παναγιώτη Ιω. Γκοβάτση, να κόψουν με χειροπρίονα δύο τηλεγραφόξυλα και με αυτά να καταστρέψουν την τηλεφωνική σύνδεση του φυλακίου. Στη συνέχεια, έριξαν μερικές ριπές με το πολυβόλο και κάποιες βολές με τα τουφέκια εναντίον των γερμανικών εγκαταστάσεων. Όταν όμως δέχτηκαν τη σφοδρή αντεπίθεση των Γερμανών, αποσύρθηκαν προς νότο με κατεύθυνση την Ερμιονίδα, που ήταν ο προορισμός τους. Απώλειες ή τραυματισμοί δεν υπήρξαν για καμιά από τις δύο πλευρές. Η «επιχείρηση» αυτή των ανταρτών εναντίον του γερμανικού φυλακίου πιθανότατα δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα επιπόλαιο περιστατικό, αυθόρμητο και απροσχεδίαστο, που παρ’ ολίγον να κάψει στην κυριολεξία το Λυγουριό και να πυροδοτήσει την γερμανική εκδικητικότητα.

Οι Γερμανοί, όταν διαπίστωσαν την καταστροφή της τηλεφωνικής γραμμής, χρησιμοποίησαν τον ασύρματο και ειδοποίησαν την Κεντρική Διοίκηση στο Ναύπλιον ζητώντας ενισχύσεις, οι οποίες και δεν άργησαν να έρθουν. Πρώτα-πρώτα έφτασαν από τον Σαρωνικό δύο πολεμικά υδροπλάνα, που διέγραψαν μία κυκλική επιθετική περιπολία πάνω από την περιοχή.

Οι κάτοικοι του Λυγουριού με το πρώτο βουητό των υδροπλάνων και τις απανωτές ριπές των πολυβόλων, που γάζωναν τους γύρω λόφους, διέκοψαν απότομα την αποκριάτικη διασκέδαση. Επικράτησε πανδαιμόνιο. Με ιδιαίτερη σπουδή οι τρομοκρατημένοι χωρικοί ετοίμασαν τη φυγή τους στην ύπαιθρο. Γέμισαν τις γούρνες με νερό και τάισαν τα πουλερικά και τα ζωντανά του σπιτιού. Βύζαξαν τα αρνιά και τα κατσίκια και τα έκλεισαν στους στάβλους. Δεν ήξεραν πότε θα γυρίσουν. Έριξαν στα καπούλια και στα σαμάρια των ζώων λίγες κουβέρτες, μερικές αλλαξιές, ένα καρβέλι ψωμί και κάποια λιγοστά εφόδια. Τα μωρά βρήκαν καταφύγιο στην αγκαλιά της μάνας και τα μεγαλύτερα παιδιά κρατώντας σφιχτά το χέρι του πατέρα βγήκαν από το χωριό και όλες οι οικογένειες σκόρπισαν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Μόνο λίγοι γέροι έμειναν πίσω καρτερώντας τον πιθανό κίνδυνο παρά τη σίγουρη ταλαιπωρία της «εξόδου».

Οι περισσότερες οικογένειες αναζήτησαν την προστασία τους στα περιβόλια τους και στα κοντινά ξωκλήσια. Ο Αη Γιώργης, η Αγία Μαρίνα, ο Άγιος Αθανάσιος και ο Άγιος Μερκούριος μετατράπηκαν σε πραγματικά καταφύγια πίστης και ελπίδας. Τα γυναικόπαιδα είχαν την προτεραιότητα στην προστασία. Ορισμένοι νέοι και οι πιο τολμηροί σκαρφάλωναν με προφυλάξεις σε ψηλούς βράχους και αγνάντευαν το χωριό που σε λίγο – κατά τις φήμες – θα καιγόταν. Ευτυχώς το κακό δεν έγινε. Πολλοί ισχυρίζονται πως αυτό οφείλεται στην πεισματική και πειστική παρέμβαση του στρατιώτη Ρίχελ που έπεισε τους ανωτέρους του πως οι αντάρτες που «χτύπησαν» το φυλάκιο ήταν φερτοί και δεν είχαν καμία σχέση με τους φιλήσυχους Λυγουριάτες.

Εν τω μεταξύ κατέφθασαν στο έρημο χωριό από το Ναύπλιον δύο τεθωρακισμένα καμιόνια με πάνοπλους στρατιώτες. Παράλληλα τα υδροπλάνα συνέχιζαν τις εκκωφαντικές περιπολίες τους και «γάζωναν» με τις ριπές τους τα γύρω υψώματα.

Αθώο θύμα της αεροπορικής αυτής επίθεσης υπήρξε η άτυχη Χριστίνα, σύζυγος του Περίανδρου Σκοτώρη, 30 ετών και μητέρα ενός εξάχρονου αγοριού, του Κώστα. Έπεσε νεκρή πηγαίνοντας στην περιοχή «Μόνουκα» από μια αεροπορική ριπή πλησίον του Λυγουριάτικου νεκροταφείου, πριν προλάβει να κρυφτεί στα δέντρα του περιβόλου. Η επτάχρονη τότε Φωτούλα Μιχ. Ξυπολιά θυμάται πως το άψυχο σώμα της μεταφέρθηκε στο χωριό με το γαϊδουράκι του πατέρα της Παναγιώτη Ν. Δεληγιάννη.

Την από αέρος γερμανική επίθεση δέχτηκε και η Κατερίνα, σύζυγος Γεωργίου Περ. Καψάλη, στην περιοχή του Αη Γιώργη, όταν πήγαινε με το γάιδαρό της να προφυλαχτεί, κρατώντας στην αγκαλιά της τον τετράχρονο γιο της Περικλή. Όταν είδε από μακριά τ’ αεροπλάνα και συνειδητοποίησε τον κίνδυνο, πρόλαβε να κατέβει από το ζώο και με τον μικρό Περικλή στην αγκαλιά της κρύφτηκαν στους παρακείμενους θάμνους. Οι φονικές ριπές του αεροπλάνου τελικά σκότωσαν μόνο το άτυχο ζώο.

Στον απόηχο του «χτυπήματος» του φυλακίου, ένα άλλο αιματηρό επεισόδιο συνέβη στη θέση «Χάνι» του γειτονικού Αδαμίου. Συγκεκριμένα, στα πλαίσια του κυνηγητού που εξαπέλυσαν κατά των ανταρτών, οι Γερμανοί έστειλαν και ένα απόσπασμα προς την κατεύθυνση της φυγής τους. Αυτό το απόσπασμα, αφού παρέκαμψε τη θέση «Κολώνες» του Ιερού, βγήκε αγνάντι στην Αδαμιώτικη περιοχή «Χάνι», λίγο μετά το «Σέλκι». Σε αυτή την επιχείρηση οι Γερμανοί δεν συνάντησαν πουθενά αντάρτες και στράφηκαν στους άμαχους. Για τους ένοπλους κατακτητές, ό,τι εκινείτο ήταν στόχος.

Έτσι τα πυρά των Γερμανών σκότωσαν τον γέροντα Παναγιώτη Καραφωτιά, που όταν τους είδε έτρεξε να κρυφτεί στο βουνό, αλλά δεν πρόλαβε. Στη συνέχεια, τραυμάτισαν σοβαρά στα πόδια την εντεκάχρονη τότε Ιωάννα (Γιαννούλα) Χρ. Παπαδόγιαννη, μετέπειτα σύζυγο Γεωργίου Κ. Καραφωτιά, που εκινείτο στην αυλή του σπιτιού της. Όταν πλησίασαν οι εξαγριωμένοι Γερμανοί, πυρπόλησαν και το σπίτι του Παπαδόγιαννη γιατί το θεώρησαν κρησφύγετο των διερχόμενων ανταρτών. Αυτή την εξήγηση έδωσε στους τρομοκρατημένους παθόντες ο Έλληνας χωροφύλακας και διερμηνέας των κατακτητών ονόματι Κρεμπενιός, που τότε υπηρετούσε στο Σταθμό του Λυγουριού.

Ο Χρήστος Κ. Αίσωπος στην αρχή της θητείας του στο Ναύσταθμο.

Ο Χρήστος Κ. Αίσωπος στην αρχή της θητείας του στο Ναύσταθμο.

Το περιβολάκι της οικογένειας του «Τζίτζη» βρισκόταν στη θέση «Κρανιά», νοτιοανατολικά του χωριού. Από εκεί ο Χρήστος, έχοντας δίπλα του την απέραντη κρυψώνα του βουνού, ζούσε σαν καταζητούμενος των Γερμανών και των ντόπιων συνεργατών τους, παρότι δεν είχε κατηγορηθεί ή διαπράξει κανένα έγκλημα πέραν της προσήλωσής του στη Μαρξιστική θεωρία. Έτσι, όπως κάθε τόσο, πιθανότατα, την Κυριακή 29 Μαΐου 1944, ξεκίνησε από το περιβόλι του, με κάθε προφύλαξη, να φτάσει στο πατρικό του σπίτι για προμήθειες. Πολύ πριν πλησιάσει, κάποιοι άλλοι περιβολάρηδες τον ειδοποίησαν: «Πρόσεχε» του είπαν «το χωριό σήμερα είναι γεμάτο από Γερμανούς και Ταγματασφαλίτες….». Αυτός τους αγνόησε… Το είχε ξανακάνει… Όταν όμως μπήκε στο σπίτι του, «μπουκάρισαν» ξωπίσω του οι κρυμμένοι ένοπλοι διώκτες του και τον συνέλαβαν.

Έψαξαν σε κάθε γωνιά του σπιτιού για όπλα ή κάποιο άλλο ενοχοποιητικό στοιχείο. Δεν βρήκαν τίποτα, παρά μόνο δυο βιβλία – κομμουνιστικά είπαν – κρυμμένα στην αποθήκη με τα κάρβουνα. Με τα «ενοχοποιητικά» αυτά ευρήματα – τα Μαρξιστικά βιβλία – οι δεσμώτες του τον οδήγησαν στα κρατητήρια της Αστυνομίας του Λυγουριού για ανάκριση.

Εκεί για τρεις ημέρες και τρεις νύχτες τον βασάνισαν φριχτά, προκειμένου να του αποσπάσουν πληροφορίες για κρυψώνες όπλων και ονόματα ανταρτών. Εκείνες τις ημέρες και τις νύχτες στη γειτονιά της Αστυνομίας δεν κοιμήθηκε κανένας από τα βογγητά του άτυχου κρατούμενου. Ο Χρήστος φαίνεται πως άντεξε, γιατί δεν ακολούθησαν άλλες συλλήψεις. Το μόνο που μπορεί να αναφερθεί, χωρίς να συσχετισθεί, είναι πως εκείνες τις ημέρες, με τη σύλληψη του «Τζίτζη», είχαμε και τις ανακρίσεις από τους Γερμανούς του εφημέριου παπα -Γρηγόρη Πετρουλά, που λίγο έλειψε να τον εκτελέσουν κι αυτόν – τελικά τη γλίτωσε αλλά του απαγορεύτηκε να επανέλθει στην ενορία του στο Λυγουριό.

Ο Πετρουλάς είχε κατηγορηθεί για αντιγερμανική προπαγάνδα «από άμβωνος» και για μια φωτογραφία που έφτασε στα χέρια των κατακτητών από ντόπιους «καλοθελητές» στην οποία ο ιερέας απεικονιζόταν με αρμάδες «χιαστί» εν μέσω ανταρτών του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Απόλυτα σαφής είναι η αναφορά του με ημερομηνία 11 Ιουλίου 1944 προς τον Σεβασμιότατο Μητροπολίτη Αργολίδος, που γράφει επί λέξει: «Λαμβάνω την τιμήν ευσεβάστως ν’ αναφέρω Υμίν, ότι η Γερμανική Αστυνομική αρχή μου απαγόρευσε να επανέλθω εις την οργανικήν μου θέσιν εν Λυγουρίοις, καθότιν ευρίσκει λόγους σοβαρούς προς τούτο… Ασπάζομαι την δεξιάν σας. Το πνευματικόν σας τέκνο Γρ. Πετρουλάς». (Πηγή: Αρχείο Ιεράς Μητρόπολης Αργολίδας).

Ύστερα από τρία μερόνυχτα φρικτών βασανιστηρίων ο «Τζίτζης» βρισκόταν σε άθλια κατάσταση στα κρατητήρια της Αστυνομίας του Λυγουριού· αιμόφυρτος, νηστικός και κυρίως διψασμένος, δύσκολα στεκόταν στα πληγωμένα πόδια του. Αυτό διαπίστωσε όταν τον αντίκρισε από τον μικρό φωταγωγό της φυλακής του – και αυτό μαρτύρησε – η πρώτη του εξαδέλφη Μαριγώ, σύζυγος Δημητρίου Χρ. Μελλά ή «Μπόρη».

Αυτή και μόνο, με αξιοζήλευτο θάρρος και αυταπάρνηση, προσέγγισε τον χώρο του βασανιστηρίου του, χωρίς να γίνει αντιληπτή. Με απαράμιλλη ευρηματικότητα, ψυχραιμία και μυστικότητα, χρησιμοποίησε το ημιυπόγειο της διπλανής με το κρατητήριο χαμοκέλας, ιδιοκτησίας τότε Παντελή Γκοβάτση (σημερινή οικία Κων. Τζάνου) και πέρασε «σαν φίδι» στο σκοτεινό σοκάκι της Αστυνομίας. Έτσι προσέγγισε τη φυλακή του κρατούμενου εξαδέλφου της και του έδωσε μέσα από τα κάγκελα του φεγγίτη λίγη τροφή και κυρίως το πολύτιμο νερό, που τόσο είχε ανάγκη.

Ο Χρήστος Αίσωπος με την αδελφή του Ευγενία Τυροβολά που έμελλε να ζήσει το τραγικό τέλος του.

Ο Χρήστος Αίσωπος με την αδελφή του Ευγενία Τυροβολά που έμελλε να ζήσει το τραγικό τέλος του.

Σ’ αυτό το μικρό αλλά βασανιστικό διάστημα η αδελφή του Χρήστου, η Ευγενία Τυροβολά, με την συνδρομή του δικολάβου Κωνσταντίνου Αισώπου συμπλήρωσε μια «αίτηση χάριτος» και μάζεψε υπογραφές θετικές από όλο το χωριό. Υπέγραψαν πάρα πολλοί ομοϊδεάτες και αντίθετοι. Μέχρι και η Ελενίτσα, η χήρα του Χρηστάκη του Τόλια του γιατρού, που τον προηγούμενο χρόνο – το 1943 – είχε εκτελεστεί μαζί με τον Παλαιοεπιδαύριο Βάσο Φελιμέγκα από Λιμνιάτες αντάρτες στην Προσύμνη. Τόσο αγαπητός ήταν. Όταν όμως ο γιατρός ο «Καλέρης» (Κ. Καλαματιανός) είδε όλες αυτές τις υπογραφές, τη διαβεβαίωσε πως αυτό το πλήθος των υπογραφών, που έδειχνε πόσο αγαπητός ήταν στην τοπική κοινωνία, θα ήταν και ο σίγουρος θάνατός του. Την έπεισε να σκίσουν την αίτηση και να συντάξουν καινούργια. Δεν πρόλαβαν…

Οι Γερμανικές αρχές, αφού με την ανάκριση και τα βασανιστήρια δεν μπόρεσαν ν’ αποσπάσουν καμιά πληροφορία, πήραν την αποτρόπαια απόφαση: «Εις θάνατον…» – χωρίς φυσικά ο δυστυχής κρατούμενος να τύχει οποιασδήποτε δικαστικής διαδικασίας και υπεράσπισης. Τέτοια χρόνια τέτοια λόγια. Έτσι το πρωί της 1ης Ιουνίου 1944, ημέρα Τετάρτη, οι πάνοπλοι Γερμανοί στρατιώτες οδήγησαν «σηκωτό» τον αιμόφυρτο και ανήμπορο Χρήστο έξω από το χωριό.

Μαρτυρίες για τη διαδρομή που ακολούθησαν δεν υπάρχουν. Όλοι οι χωριανοί είχαν κρυφτεί και κλειστεί στα σπίτια τους. Η θλιβερή κουστωδία, για να αποφύγει τον κεντρικό δρόμο, πρέπει να πήρε τη βορειοδυτική διαδρομή, από το προαύλιο της Αγίας Τριάδας προς τον «Πλάτανο». Από εκεί θα κατηφόρισαν προς το δρόμο της Επιδαύρου. Αμέσως μετά το σπίτι του Κώστα Καμπίτη («Μπόμπη»), μπήκαν στην αριστερή πλευρά της ασφάλτου, σε ένα χωράφι ιδιοκτησίας τότε Δημητρίου Γκάτζιου («Σπόγγου»), που σήμερα είναι χτισμένη η κατοικία του Παναγιώτη Φωτ. Χουντάλα. Εκεί στον ίσκιο μιας εύρωστης γκοριτσιάς σταμάτησαν. Χωρίς άλλη διαδικασία και καθυστέρηση ο επικεφαλής της Γερμανικής φρουράς έβγαλε το πιστόλι του και σημάδεψε τον «Τζίτζη» στο κούτελο. Η σφαίρα βγήκε από το πίσω μέρος της κεφαλής του, που άνοιξε σαν τσόφλι καρυδιού και σκόρπισαν τα μυαλά του στο χώμα. Η ώρα ήταν εννέα το πρωί και κάποια παιδιά παρακολούθησαν την εκτέλεση από μακριά. Οι εκτελεστές για πολλή ώρα απαγόρευσαν σε οποιονδήποτε να πλησιάσει το άψυχο σώμα εκτός… από τα σμήνη των μυγών, που λόγω της ζέστης δεν άργησαν να σκεπάσουν – στην κυριολεξία – τα χαίνοντα τραύματα του νεκρού. Φρίκη πραγματική.

Αυτή την αποτρόπαια εικόνα αντίκρισε, όταν έφυγαν οι Γερμανοί, και μας περιέγραψε ο δεκαπεντάχρονος τότε και «αυτόπτης» Αναστάσιος Δ. Μελλάς («Μπόρης»), γιός της Μαριγώς που προαναφέραμε. Όταν μαθεύτηκε το κακό στο χωριό, στο σπίτι του αδικοσκοτωμένου Χρήστου, βρίσκονταν μόνο η άμοιρη μητέρα του Βασιλική, η «θεια Αναγνώσταινα» και η μεγάλη αδελφή του Ευγενία Τυροβολά. Εκείνες μόνο έτρεξαν αλλόφρονες να τον θρηνήσουν και να τον παραλάβουν. Όλοι οι άλλοι του σπιτιού έλειπαν.

Η μικρή του αδελφή Αγγελική βρισκόταν κοντά στον αδελφό της το Γιώργη, σε νοσοκομείο της Αθήνας, όπου ο τελευταίος νοσηλευόταν ύστερα από τον ακρωτηριασμό του ενός ποδιού του. Αυτοί οι δύο το τραγικό γεγονός της εκτέλεσης του αδελφού τους το έμαθαν μετά από σαράντα μέρες, όταν επέστρεψαν στο σπίτι τους στο Λυγουριό. Ο άλλος αδελφός τους, ο Παντελής, ήταν κρατούμενος για πολιτικούς λόγους στις φυλακές της Ακροναυπλίας. Η γυναίκα του η «Βγενιά» για περισσότερη προστασία είχε μετακομίσει στο πατρικό της, στη Νέα Επίδαυρο, έχοντας μαζί της την τετράχρονη κόρη της και το νεογέννητο γιο της. Εκεί ειδοποιήθηκε για το κακό αυθημερόν, λαβαίνοντας από το Λυγουριό το θλιβερό μήνυμα του πένθους μέσα σε ένα ταγάρι που έκρυβε ένα μαύρο τσεμπέρι. Ώσπου να μάθει τα ακριβή γεγονότα «δεν ήξερε για ποιόν να θρηνήσει…». Αυτά τα διηγείται ακόμη η θεια «Βγενιά» παρά τα βαθιά της γεράματα.

«Η ακριβής περιγραφή του περιστατικού και των συνθηκών θανατώσεως του θύματος…» περιέχεται στη σχετική αγωγή που συνέταξε στις 23 Αυγούστου 1995 ο Ναυπλιώτης δικηγόρος Παν. Λαλούσης για την «Διεκδίκηση πολεμικών επανορθώσεων από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας». Αντιγράφουμε: «Η θανάτωση έγινε με όπλο από Γερμανούς στρατιώτες μέσα στο Λυγουριό πλησίον της οικίας Αναστ. Λιάτα («Τασέλου») την 1η Ιουνίου 1944 ημέραν Τετάρτην και ώραν 9 π.μ. αφού είχε υποστεί πολλά βασανιστήρια, για λόγους αντιθέσεώς του στη ναζιστική θεωρία. Μετά τη θανάτωση οι συγχωριανοί ειδοποίησαν την οικογένειάν του που τον έθαψε κατά τις 6 μ.μ. της ίδιας μέρας τοποθετημένο επάνω σε φύλλο ξύλινης πόρτας».

Η ληξιαρχική πράξη θανάτου, με αριθμό 7, παρελήφθη από την μητέρα του θύματος Βασιλική, στις 12 το μεσημέρι. Την υπογράφει ο τότε Ληξίαρχος και διορισμένος Πρόεδρος της Κοινότητας Βασ. Διδασκάλου («Μπιλ»). Διαβάζουμε: «την πρώτην του μηνός Ιουνίου 1944 ημέραν Τετάρτην… απεβίωσεν φονευθείς ο υιός της Χρήστος Κ. Αίσωπος… Ο θάνατος κατά την πιστοποίησιν του ιατρού Κων. Καλαματιανού επήλθεν εκ τραύματος δι’ όπλου». Στο περιθώριο του εγγράφου και με διαφορετικό γραφολογικό χαρακτήρα υπάρχει ετεροχρονισμένη η σημείωση: «Εφονεύθη παρά γερμανών».

Σύμφωνα με τη μαρτυρία του «αυτόπτη» δεκαοχτάχρονου τότε Κώστα Π. Γκοβάτση («Μοίρα»), που βρέθηκε την ώρα της διακομιδής στην «Πάνω Πλατεία» του Λυγουριού, ο νεκρός είχε τοποθετηθεί επάνω σε μία ξύλινη σκάλα. Την ξύλινη πόρτα που αναφέρει η αγωγή του δικηγόρου δεν θυμάται να την είδε. Το πιθανότερο είναι ότι η πόρτα με τη σορό τοποθετήθηκε σκεπασμένη με σεντόνι επάνω στη σκάλα κι έτσι μεταφέρθηκε από τον τόπο της εκτέλεσης στο ιατρείο του Κων. Καλαματιανού για τη γνωμάτευση και από κει στο Νεκροταφείο.

Τη μακάβρια μεταφορά ανέλαβαν, εκ περιτροπής, κρατώντας την ξύλινη σκάλα από τις άκρες της, ο φανοποιός Πέτρος Σπανόπουλος («Πετράκης»), ο Στέλιος Κωστάκης («Πίκρας») και η αδελφή του νεκρού, Ευγενία· αυτή η τραγική λυγερόκορμη νέα γυναίκα, που εκείνη την ημέρα – μονάχη ουσιαστικά – αντιμετώπισε και διαχειρίστηκε με ιδιαίτερο πείσμα το αβάσταχτο πένθος και τον φαρμακερό πόνο, τον δικό της, της μάνας της και του σπιτιού τους ολόκληρου· αυτή που πρώτη το πρωί, στον τόπο της εκτέλεσης σκέπασε μ’ ένα σεντόνι το θλιβερό λείψανο του αδελφού της και τελευταία το βράδυ, με σφιγμένα τα δόντια, τον μετέφερε μέχρι το Νεκροταφείο· αυτή που βάσταξε και απομόνωσε με λεόντεια γενναιότητα τον ανεκδήλωτο θρήνο της, αδιαφορώντας για την παρουσία των μισητών εκτελεστών. Η Ευγενία Τυροβολά, μια υπερήφανη φυσιογνωμία, φερμένη και βγαλμένη από την τραγική «Αντιγόνη» του αρχαίου ποιητή.

Τέλος εκείνο που θυμάται και μας μετέφερε επίσης ο Κώστας Γκοβάτσης είναι πως η νεκρώσιμη συνοδεία των ελάχιστων συγγενών δεν ξεπερνούσε τα επτά με οκτώ άτομα. Οι άλλοι χωριανοί, απόλυτα τρομοκρατημένοι, είτε είχαν φύγει μακριά από το χωριό είτε είχαν κλειδωθεί στα σπίτια τους.

Η ταφή του άτυχου – και ξεχασμένου από κοινωνία και πολιτεία – Χρήστου Αίσωπου έγινε χωρίς παπά και νεκρώσιμη ακολουθία κατόπιν διαταγής των στρατευμάτων κατοχής. Έφυγε από αυτόν τον κόσμο, άδικα και απάνθρωπα.

Το επίσημο Γερμανικό κράτος ουδέποτε έδωσε λόγο συγγνώμης ή αποζημίωση. Σήμερα, 70 χρόνια από τότε – και επειδή οι ήρωες ζουν ανάμεσά μας όσο τους θυμόμαστε – κλείνουμε αυτό το σημείωμα και το δημοσιοποιούμε σαν ελάχιστο φόρο τιμής και μνήμης στον τραγικό συμπατριώτη μας και ήρωα, Χρήστο Κων. Αίσωπο.

 

Γιάννης Σαρρής (Δραγώνας)

Λυγουριό, Μάιος 2014


Διαβάστε ακόμη:


Στο:Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, Επίδαυρος Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, Γιάννης Σαρρής, Δραγώνας, ΕΛΑΣ, Εκτελέσεις, Ζαρόγιαννης, Ιστορία, Κατοχή, Λυγουριό, Στρατιωτικοί, Τζίτζης, Χρήστος Κων. Αίσωπος

Ο Ιωάννης Καποδίστριας και η Εθνεγερσία του Μάρτη 1821: Τρεις Επιστολές στον Διονύσιο Ρώμα

$
0
0

Ο Ιωάννης Καποδίστριας και η Εθνεγερσία του Μάρτη 1821: Τρεις Επιστολές στον Διονύσιο Ρώμα – Στέλιου Αλειφαντή & Σέργιου Ζαμπούρα


 

Το 1901 ο Δ. Γρ. Καμπούρογλου εξέδωσε, με δική του εισαγωγή και σχολιασμό («Εισαγωγικά Μελετήματα»), το «Ιστορικόν Αρχείον Διονυσίου Ρώμα», το μεγαλύτερο μέρος του οποίου είχε ο ίδιος εντοπίσει ένα χρόνο νωρίτερα, καταχωνιασμένο στο Τμήμα Χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης όπου και εργαζόταν ως επιμελητής. Το πλούσιο και πολύτιμο αυτό υλικό περιλαμβάνει τρείς επιστολές, [1] που ο Ιωάννης Καποδίστριας έγραψε προς τον συμπατριώτη του, επτανήσιο Διονύσιο Ρώμα, τον χειμώνα και την άνοιξη του 1821. Κομιστές των επιστολών ήταν έμπιστοι άνθρωποι του Καποδίστρια, οι Σπυρίδωνας Ναράντζης, Πρόξενος της Ρωσίας στη Βενετία και ο Ιωάννης Παπαρρηγόπουλος, διερμηνέας του ρωσικού Προξενείου στη Πάτρα. Την περίοδο εκείνη, ο Καποδίστριας, γραμματέας επικρατείας (υπουργός) επί των Εξωτερικών του αυτοκράτορα/τσάρου της Ρωσίας Αλέξανδρου, βρισκόταν στο Laibach (σημερινή Ljubljana της Σλοβενίας), όπου λάμβανε χώρα μία από τις διπλωματικές Διασκέψεις των ευρωπαϊκών Μεγάλων Δυνάμεων. Ο Ρώμας, παλαιός πολιτικός του συνεργάτης από το 1803 [2] στην «Επτάνησο Πολιτεία» (1800-1807), ήταν αυτοεξόριστος στην Βενετία, διεξάγοντας αγώνα ενάντια στο απολυταρχικό καθεστώς που είχε επιβάλλει στα Επτάνησα (1816-1823) ο άγγλος ύπατος αρμοστής, λόρδος Thomas Maitland.

Η μελέτη των συγκεκριμένων επιστολών και άλλων συναφών υπομνημάτων είναι εξόχως διαφωτιστική, αποκαλυπτική θα μπορούσε κανείς να πει, για την πραγματική στάση, τον αποφασιστικό ή και, τολμούμε να υποθέσουμε, ηγετικό ρόλο του, κατά μία έκφραση χαρακτηριστική για τις δυτικές αντιλήψεις και προκαταλήψεις, «διαβόητου» («infamous» [3]) Ιωάννη Καποδίστρια, στην Επανάσταση του Μάρτη 1821 και, ειδικότερα, στην προετοιμασία της έκρηξής της. Καθιστούν, κατά την άποψή μας, σαφές και προφανές, τα κείμενα αυτά, ότι η συμβολή του Καποδίστρια, δεν περιοριζόταν στην, εν πολλοίς αποτελεσματική, διπλωματική αποτροπή της επαπειλούμενης συλλογικής ευρωπαϊκής καταδίκης της, ή και του κινδύνου η «Ιερά Συμμαχία» να συνέδραμε στρατιωτικά, όσο και διπλωματικά, τους Οθωμανούς στην προσπάθειά τους να καταπνίξουν στο αίμα την επανάσταση. [4] Τα υπομνήματα και οι επιστολές του ανθρώπου, παρέχουν ισχυρά τεκμήρια, ότι, στη πραγματικότητα, ο Ιωάννης Καποδίστριας δεν ήταν ένας  αμέτοχος διπλωματικός παρατηρητής, αλλά ένας ένθερμος υπέρμαχος ελληνικού ξεσηκωμού, άριστος γνώστης και μέτοχος όχι μόνο των διπλωματικών διεργασιών αλλά και των προεπαναστατικών διεργασιών που οδήγησαν στην ένδοξη εκείνη άνοιξη του 1821. Σε μερικά από τα τεκμήρια ή τις ενδείξεις αυτές, εστιάζουμε εδώ την προσοχή μας.

 

Η ευρωπαϊκή πολιτικο-διπλωματική συγκυρία

 

Ιωάννης Καποδίστριας, Λιθογραφία.

Ιωάννης Καποδίστριας, Λιθογραφία.

Προτού ασχοληθούμε με τις προς Ρώμα επιστολές, είναι χρήσιμο να επισημάνουμε ορισμένα ειδοποιά χαρακτηριστικά ή βασικές τάσεις των ευρωπαϊκών πολιτικών και διπλωματικών εξελίξεων της εποχής. Ήταν μια εποχή, κατά την οποία οι απανωτές επαναστατικές εκρήξεις φιλελεύθερων και εθνικών κινημάτων, στην Ευρώπη, τη Λατινική Αμερική και στις χώρες υπό τον οθωμανικό ζυγό, καθιστούσαν εξαιρετικά δυσχερή έως αδύνατη την μετα-ναπολεόντεια «Συννενόηση των Δυνάμεων» (Concert of Powers) – Αγγλίας, Αυστρίας, Γαλλίας, Ρωσίας και Πρωσίας. [5]

Η αναζωογόνηση της «Συμμαχίας» αυτής, ήταν βασική επιδίωξη του ρώσου τσάρου Αλέξανδρου στις διπλωματικές Διασκέψεις που με δική του πρωτοβουλία συνεκάλεσε στο Troppau (Φθινόπωρο 1820) και το Laibach (Ιανουάριος-Μάιος 1821). Στη πράξη, ωστόσο, οι Διασκέψεις αυτές, στις οποίες η Αγγλία και η Γαλλία απέστειλαν μόνον παρατηρητές, ήταν συνάξεις της «Ιεράς Συμμαχίας» (Αυστρίας, Ρωσίας, Πρωσίας) και εξυπηρετούσαν τελικά μόνο τις επιδιώξεις του αυστριακού Υπουργού Εξωτερικών, Μέττερνιχ: Την αναγωγή, δηλαδή, της βίαιης καταστολής των επαναστατικών κινημάτων σε θεμελιώδη «αρχή» της ευρωπαϊκής διπλωματίας («Πρωτόκολλο Troppau», Νοέμβριος 1820) και την ευρύτερη ευρωπαϊκή αποδοχή τετελεσμένων, όπως η καταστολή του κινήματος των καρμπονάρων στο ιταλικό Βασίλειο της Νεάπολης, τον Ιανουάριο του 1821.

Η, παρά τις επίπονες προσπάθειες του Καποδίστρια, ρυμούλκηση του τσάρου στην αυστριακή πολιτική, υπήρξε πρόσκαιρη μόνο επιτυχία του Μέττερνιχ, από τον οποίο είχε εγκαίρως φροντίσει να αποστασιοποιηθεί ο κατά τα άλλα ιδεολογικά συγγενής του, συντηρητικός Υπουργός Εξωτερικών της Αγγλίας, λόρδος Castlereagh.

Πορτραίτο του Klemens von Metternic, αγνώστου, μεταξύ 1835-1840.

Πορτραίτο του Klemens von Metternic, αγνώστου, μεταξύ 1835-1840.

Η εμμονή του Μέττερνιχ «να γενικεύσει» την αρχή των επεμβάσεων, έγραφε ο Castlereagh, ήδη τον Μάιο του 1820, «και να την καταστήσει σύστημα [διεθνών σχέσεων] ή να την επιβάλλει ως υποχρέωση [των ευρωπαϊκών Δυνάμεων], είναι ένα σχέδιο απολύτως ανεφάρμοστο και ανάρμοστο» (“… a Scheme utterly impracticable and objectionable…”). [6] Τον Νοέμβριο 1820, απέστειλε οδηγίες προς όλες τις αγγλικές πρεσβείες, γιά αποχή από κάθε περαιτέρω διαπραγμάτευση, επί τη βάσει της «αρχής» της ένοπλης επέμβασης τους στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων χωρών.

Όπως διείδε ο Καποδίστριας, ήταν οι οδηγίες αυτές του Castlereagh που σηματοδότησαν την διάλυση, ουσιαστικά, της μεταναπολεόντιας «ευρωπαϊκής συμμαχίας όπως αυτή είχε διαμορφωθεί στο Αάχεν».[7] Εφεξής, οι συννενοήσεις θά γίνονταν ανάλογα με την περίσταση, ad hoc, μεταξύ δύο ή περισσότερων δυνάμεων. Ακριβώς σ’ αυτό το πλαίσιο συνεννοήσεων, ο διάδοχος του Castlereagh, George Canning, θα επιφέρει λίγο αργότερα  το τελειωτικό χτύπημα στον Μέττερνιχ και στο «μαλακό υπογάστριο» της «Ιεράς Συμμαχίας»: Το «ελληνικό ζήτημα», που κατέστη βάση μιας μερικής αγγλο-ρωσικής επαναπροσέγγισης δια της οποίας επήλθε ο απεγκλωβισμός της Ρωσίας από την πολιτική Μέττερνιχ. Από αγγλική σκοπιά, βέβαια, η«κονιορτοποίηση» της Ιεράς Συμμαχίας διά της «λύσης» του «ελληνικού ζητήματος»,  μέσα από ένα νέο ρωσο-τουρκικό πόλεμο, που, όμως, δεν θα κατέληγε σε ρωσικό έλεγχο των Στενών, συνιστούσε έναν άλυτο ακόμα γρίφο της περίτεχνης διπλωματίας του Canning. [8]

Εν μέσω αυτών των ευρωπαϊκών πολιτικο-διπλωματικών διεργασιών, ο μέχρι πρότινος Στρατηγός του αυτοκρατορικού ρωσικού στρατού, ο Εθνεγέρτης της νεώτερης Ελλάδας, πρίγκιπας Αλέξανδρος Υψηλάντης, κήρυξε στις 24 Φεβρουαρίου 1821, από το Ιάσιο της Μολδοβλαχίας, την Επανάσταση, σπέρνοντας τον πανικό στην Υψηλή Πύλη και όχι μόνο, με τον ισχυρισμό του ότι οι Έλληνες σύντομα θα έβλεπαν και μία «Κραταιά Δύναμη» να «υπερασπίζεται τα Δίκαιά» τους. Είκοσι μέρες αργότερα ξεσπούσε η Επανάσταση και στον Μοριά.

 

Καποδίστριας και Υψηλάντης

 

Όπως σημειώνει ο Καποδίστριας στο γνωστό υπόμνημά του 1826 προς τον διάδοχο του Αλέξανδρου, τσάρο Νικόλαο, ένα επίσημο διπλωματικό έγγραφο που ορισμένοι, εσφαλμένα, θεώρησαν «αυτοβιογραφία», ο Αλέξανδρος δεν δίστασε να αποκηρύξει «το εγκληματικό κίνημα των Εταιριστών όπως, επίσης και να καταδικάσει τις πράξεις του πρίγκιπα Υψηλάντη». Για να προσθέσει, ο Καποδίστριας, ευθύς αμέσως: «…Όμως, ούτε η έντονη αποδοκιμασία ούτε και όποια άλλη ενέργεια θα μπορούσε να ανακόψει την πορεία της επανάστασης…».

Ο Καποδίστριας, ούτε τότε, ούτε αργότερα, θέλησε να μιλήσει ανοικτά και με σαφήνεια «περί του Υψηλάντη, περί της Εταιρείας του και του τρόπου με τον οποίον ήρχισεν η Επανάστασις». [9] Επέμεινε, βέβαια, στο ότι «ποτέ» ο ίδιος «δεν ενέκρινε το επιχείρημα του Υψηλάντη» και «την αναρχίαν και κακοήθειαν των οπαδών του». [10] Τι ακριβώς δεν ενέκρινε, ωστόσο; Όχι, βεβαίως, «το μέγα και γιγαντιαίον της ελευθερίας μας επιχείρημα», αλλά «τον τρόπον με τον οποίον ήρχισε… χωρίς όπλα, χωρίς πολεμικάς έξεις, χωρίς επιστήμονας στρατιωτικούς, χωρίς χρήματα, και το χειρότερον γέμοντες από τα ελαττώματα πολλών αιώνων δουλείας…». [11] Το μυστήριο της συνεργασίας ή διαφωνίας Υψηλάντη-Καποδίστρια δεν επιλύεται ούτε από τα όσα ο Υψηλάντης φέρεται να είχε εκμυστηρευθεί σε δικούς του ανθρώπους, ότι δηλαδή ο ίδιος είχε έγκαιρα και διεξοδικά ενημερώσει τον Καποδίστρια για το όλο εγχείρημα, τον Μάϊο ή Ιούνιο 1820, ότι ο Καποδίστριας «επεδοκίμασε με ενθουσιώδη λόγια την πατριωτική επιθυμία του νεαρού του φίλου, που ήθελε να θυσιάσει την ζωή του για την ευτυχία της πατρίδας του» και ότι, ακόμα, ο Καποδίστριας ενεθάρρυνε την προς τα έξω προβολή και καλλιέργεια της εντύπωσης ότι ο τσάρος ευνοούσε και υποστήριζε τα επαναστατικά σχέδια. [12] Το βέβαιο, πάντως, είναι ότι ο Αλέξανδρος γνώριζε για την υπόθεση πολύ λιγότερα πράγματα απ’ όσα γνώριζε ο Καποδίστριας. [13]

Αλέξανδρος Υψηλάντης, λιθογραφία, Εκ του πολυχρωμολιθογραφείου Ι. Δ. Νεράντζη, Λειψία.

Αλέξανδρος Υψηλάντης, λιθογραφία, Εκ του πολυχρωμολιθογραφείου Ι. Δ. Νεράντζη, Λειψία.

Στο υπόμνημα του 1826, ο Καποδίστριας αναφέρεται σε μία παλαιότερη συνομιλία του με τον Υψηλάντη, τον χειμώνα του 1819-1820 στην Πετρούπολη, όπου όταν ο στρατηγός τον ερώτησε απεγνωσμένα «Και οι ΄Ελληνες τι θα απογίνουν; Οι Τούρκοι σφάζουν και η Ευρώπη δεν προτίθεται να κάνει το παραμικρό!», ο Καποδίστριας, τον συμβούλευσε μεν ότι οι Έλληνες δεν έπρεπε να έχουν την ψευδαίσθηση ότι θα μπορούσαν ποτέ να «… εξαναγκάσουν τον [ρώσο] αυτοκράτορα να αναλάβει δράση…», αφού, ωστόσο, προηγουμένως, υπογράμμισε και τα εξής: «Όσοι Έλληνες διαθέτουν όπλα θα συνεχίσουν να αντιστέκονται στα βουνά, όπως κάνουν εδώ και αιώνες. Αν στον επικείμενο πόλεμο με τον Αλή Πασά καταφέρουν να κρατήσουν το Σούλι και άλλα τέτοια οχυρά, τότε η αντίστασή τους θα είναι μακρά. Από αυτή την θέση, την κάπως ευνοϊκή, δεν θα χρειάζεται να περιμένουν οτιδήποτε από την Ευρώπη. Αν πάλι ο χρόνος και οι εξελίξεις μεταβάλουν την υφιστάμενη κατάσταση, τότε ίσως οι νέες περιστάσεις να είναι καλύτερες για τους Έλληνες…». [14] Ο Καποδίστριας ανέπτυσσε εδώ την πρόβλεψη, εκτίμηση, ή θέση ότι οι έλληνες επαναστάτες θα συνέχιζαν την ένοπλη αντίσταση, δημιουργώντας, όπως επί γενιές ολόκληρες εδίδασκαν η Μάνη και το Σούλι, εδαφικά τετελεσμένα. Επρόκειτο για μία πολιτική θέση η οποία, σε διεθνές επίπεδο, εναρμονιζόταν με την παραδοσιακή ρωσική στάση ενθάρρυνσης των επαναστατικών θυλάκων, ως ερεισμάτων που η Ρωσία θα μπορούσε κατά βούληση να αξιοποιήσει εντός της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Το κρίσιμο στοιχείο της τοποθέτησης αυτής του Καποδίστρια, ωστόσο, έγκειτο στην εθνική, πρωτίστως, υπόστασή της, στην πεποίθησή του, δηλαδή, ότι η επανάσταση μπορούσε και έπρεπε να στηρίζεται στις δικές της δυνάμεις και να μην εξαρτάται από έξωθεν υποκίνηση ή στήριξη. [15] Παρά την επίσημη θέση του και παρά τις με κάθε ευκαιρία επίσημες διαβεβαιώσεις του ότι ο ίδιος δεν είχε σχέση με την Εταιρία των Φιλικών, ο Καποδίστριας φαίνεται εδώ να σκέφτεται και να ομιλεί περισσότερο σαν Φιλικός και λιγότερο σαν Υπουργός του ρώσου Αυτοκράτορα. Όπως δε έχει επισημάνει ο Γκριγκόρι ΄Αρς, « όλα τα γεγονότα συνηγορούν στο ότι όλες οι πράξεις της ελληνικής επαναστατικής οργάνωσης είχαν σκοπό την εθνική απελευθέρωση του ελληνικού λαού. Μεταξύ των επιδιώξεών της και των πολιτικών στόχων της τσαρικής κυβέρνησης υπήρχε πάντα μεγάλο ρήγμα, εάν όχι πραγματικό χάσμα» [16].

 

Οι προς Ρώμα Επιστολές

 

Ας έλθουμε όμως τώρα, στις προς Ρώμα επιστολές. Στην πρώτη επιστολή με ημερομηνία 24 Ιανουαρίου (5 Φεβρουαρίου) 1821, o Καποδίστριας, όντας ήδη παραλήπτης αρκετών επιστολών του Ρώμα, φαίνεται ότι κρίνει απαραίτητο να τον προϊδεάσει σχετικά με τις επικείμενες επαναστατικές εξελίξεις. Τον διαβεβαιώνει ότι η μεγάλη καθυστέρηση της απάντησής του, οφείλεται αποκλειστικά στις βεβαρημένες υποχρεώσεις του και σπεύδει να τονίσει ότι, όπως θα εξηγήσει στον Ρώμα και διά ζώσης ο Ναράντζης, «μοι είναι αδύνατον να παρακολουθώ τας λεπτομέρειας ιδιαιτέρας αλληλογραφίας».

Δεν είναι γνωστό το περιεχόμενο των επιστολών Ρώμα, στις οποίες αναφέρεται ο Καποδίστριας, ωστόσο στους μήνες που προηγήθηκαν επικρατούσε οργασμός προ-επαναστατικών δραστηριοτήτων της Εταιρίας των Φιλικών στον Μοριά όπου το μέγα ζήτημα προβληματισμού ήταν ο χρόνος και ο τόπος έναρξης της επανάστασης. Ήδη τον Αύγουστο του 1820, επιστρέφοντας από προηγηθείσα επαφή του με τον Καποδίστρια, ο Φιλικός Ιωάννης Παπαρηγόπουλος, διερμηνέας στο ρωσικό προξενείο της Πάτρας, συνάντησε τον Αλέξανδρο Υψηλάντη στην Οδησσό και του μετέφερε την άποψη των πελοποννήσιων προεστών, ότι για να προλάβουν τις οθωμανικές προετοιμασίες καταστολής της, έπρεπε να επισπευτεί η έκρηξη της επανάστασης και ότι τούτο να γίνει όχι στον Μοριά αλλά στις Ηγεμονίες, ως αντιπερισπασμός αλλά και για να δημιουργηθεί ευκαιρία ρωσικής επέμβασης.[17] Τον Οκτώβριο 1820, για την στρατιωτική προπαρασκευή του Αγώνα, ο Αλ. Υψηλάντης έστειλε τον Περραιβό και τον Παπαφλέσσα στη Πελοπόννησο. 

Διονύσιος Ρώμας

Διονύσιος Ρώμας

Ο Ρώμας, όντας έφορος της Εταιρίας των Φιλικών στην Ζάκυνθο σε στενή επικοινωνία με τον Μοριά, θα γνώριζε αυτές τις διεργασίες και είναι εύλογο  να υποθέσουμε ότι ζητούσε τις απόψεις του Καποδίστρια γι’ αυτές. Ο Καποδίστριας τον παρέπεμψε στον «κύριο Κόμη Συγούρο» που «θα σας είπη, όσα τω έγραψα σχετικώς προς τα συμφέροντα της ατυχούς Πατρίδος μας», πληροφορώντας τον ότι και ένας ακόμα έμπιστός του «ο Ναράντζης θα συμμετάσχη της συνδιαλέξεώς σας».  Δεν γνωρίζουμε τι συγκεκριμένα είχε γράψει ο Καποδίστριας στον Συγούρο και τι ο τελευταίος μετέφερε στον Ρώμα «σχετικώς προς τα συμφέροντα της ατυχούς Πατρίδος».  Όμως σ’ αυτήν την πρώτη επιστολή ο Καποδίστριας ενθαρρύνει τον Ρώμα και τον διαβεβαιώνει για την ανάγκη σταθερότητας στην εκπλήρωση του εθνικού σκοπού, για τον οποίο εργαζόταν ο Ρώμας όντας, ήδη από Απρίλιο 1819, μυημένος στην Εταιρία των Φιλικών από τον Αριστείδη Παππά.[18] Λίγους μήνες νωρίτερα, τον Δεκέμβριο 1818, ο Παππάς, στη Κέρκυρα,  γνωρίζουμε ότι είχε μυήσει στην Εταιρία των Φιλικών τον Βιάρο Καποδίστρια, αδελφό του Ιωάννη.[19] Φιλικός – και μάλιστα Έφορος της Εταιρίας στην Κέρκυρα – να θυμίσουμε επίσης, ήταν και ο άλλος αδελφός, Αυγουστίνος Καποδίστριας.[20] Στα Επτάνησα, είχαν μυηθεί στην Εταιρία και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, όπως και άλλοι μωραΐτες οπλαρχηγοί που, την άνοιξη του 1819, μετά από συνεννόηση Αυγουστίνου Καποδίστρια-Ρώμα, συναντήθηκε στην Κέρκυρα με τον Ιωάννη Καποδίστρια.[21] Στην επιστολή της 24ης Ιανουαρίου 1821, ο Καποδίστριας ενεθάρρυνε τον ζακύνθιο Φιλικό να έχει «Υπομονή, Εγκαρτέρησις και Θάρρος… Ας είμαστε σταθεροί εις την απόφασιν να εκπληρώσωμεν τα καθήκοντα ημών προς την Πατρίδα…»

Ο Καποδίστριας έγραψε την δεύτερη επιστολή του προς το Ρώμα, με ημερομηνία 6/18 Απριλίου 1821, αφού έχει ξεσπάσει η Επανάσταση, στην Μολδοβλαχία, το Μοριά, από κοντά και στη Στερεά. Δεν γνωρίζουμε το περιεχόμενο της προηγηθείσης επιστολής του Ρώμα. Ωστόσο από την απάντηση του Καποδίστρια και τις συσχετίσεις με τα συμβάντα της περιόδου μπορούμε να υποθέσουμε ότι, πιθανόν, ο Διονύσιος Ρώμας να ζητούσε νέα παρέμβαση του Καποδίστρια στον τσάρο υπέρ της επανάστασης, αλλά και ότι, επιπρόσθετα,   στην δική του επιστολή προέβαλε αντιρρήσεις που εξέφραζε κυρίως ο υπό τον Μητροπολίτη Ιγνάτιο [22] κύκλος της Πίζας και Προεστοί για την ηγεσία Υψηλάντη.

Η ουσία των θέσεων που εξέφραζε τότε ο Ιγνάτιος και τις οποίες υιοθετούσε και ο Ρώμας, ήταν η πεποίθησή τους ότι απόλυτη και αναγκαία προϋπόθεση της επανάστασης ήταν η εξωτερική στήριξή της και ότι η επανάσταση μπορούσε και έπρεπε να ξεκινήσει, τότε μόνο όταν αυτό θα επέτρεπαν και θα το επέβαλαν συμφέροντα και αποφάσεις Μεγάλων Δυνάμεων. [23] Η αντίληψη αυτή της διαρκούς αναζήτησης «προστάτιδων δυνάμεων», συγκρούονταν με την πραγματικότητα της διαφοροποίησης των επιδιώξεων των ελλήνων επαναστατών και των συμφερόντων των Μεγάλων Δυνάμεων. Ωστόσο, στη περίπτωση του Ιγνάτιου, ή του Ρώμα, η πραγματικότητα δεν οδήγησε σε ουσιαστική αναθεώρηση της αντίληψης αυτής της διαρκούς αναζήτησης προστασίας, αλλά απλά και μόνο σε έναν, ούτως ειπείν, διεθνή αναπροσανατολισμό της εξάρτησης, από την Ρωσία στην Αγγλία, σ’ αντίθεση με τον Καποδίστρια που κράτησε αποστάσεις από την ρωσική διπλωματία. [24] 

Ο Καποδίστριας στην επιστολή εκδηλώνει εκνευρισμό για την στάση του Ρώμα. Τον επιπλήττει γιατί δεν αντιλαμβάνεται την θεσμική ιδιότητα του Καποδίστρια στη Πετρούπολη, εκθέτοντάς τον στα μάτια του τσάρου, σε μια περίοδο όπου οι σχέσεις Αλέξανδρου A’ και Καποδίστρια βρίσκονταν σε τεντωμένο σκοινί. Σε κάθε περίπτωση είναι κατηγορηματικός για να μην επιτρέψει την οιαδήποτε παρανόηση όχι απλώς του Ρώμα αλλά και στην αντίληψη του οιουδήποτε άλλου που ενδεχομένως θα διάβαζε την επιστολή: «… Ζητείτε, Κόμη μου, οδηγίας από εμέ. Από ποιον; Από εμέ ως ιδιώτην, ή από εμέ ως δημόσιον άνθρωπον; Δεν πρέπει να συγχέωνται αι δύο αυταί ιδιότητες. Είναι ολίγον εκείνο, το οποίον δύναμαι ως δημόσιος άνθρωπος, περί τούτου έχετε ήδη απόδειξιν. Δεν δύναμαι να πράξω περισσότερον. Εάν μοι ήτο δυνατόν, θα το έπραττον, χωρίς να παραστή ανάγκην ωθήσεων και προτροπών ουδαμόθεν. Το λέγω αυτό και περί μέλλοντος. Οσάκις δυνηθώ να ωφελήσω την κοινήν Πατρίδα, θα το πράξω με όλην μου την ψυχήν. Η υπόθεσις της Πατρίδος είναι και θα είναι πάντοτε υπόθεσις ιδική μου. Η ιερώτερα καθώς και η προσφιλέστερα πάσης άλλης».

Στην συνέχεια αυτής, ίσως της πιο αποκαλυπτικής επιστολής ο Καποδίστριας εξηγεί με σαφήνεια – … «ως ιδιώτης» – την πολιτική του θέση έναντι της ελληνικής εξέγερσης (οι υπογραμμίσεις δικές του): « η αναγέννησις και η αληθής ανεξαρτησία ενός λαού δεν δύναται να είναι, ειμή το μόνον και ίδιον έργον του. Η εξωτερική βοήθεια δύναται να την στερεώση, ουδέποτε να την δημιουργήση. Αι ημέτεραι Ιονικαί ατυχίαι καταδεικνύουν αρκετά την μεγάλην ταύτην αλήθειαν. Αν η ημετέρα ανεξαρτησία δεν προήρχετο εκ περιστάσεων αλλοτρίων και εξωτερικών, αι αλλότριαι και εξωτερικαί περιστάσεις δεν θα ήθελον μας την αρπάσει». Δύσκολα, πράγματι, θα μπορούσαμε να φανταστούμε περιεκτικότερη δήλωση των εθνικών ελληνικών προτεραιοτήτων του Καποδίστρια, σε μια εποχή που παρέμενε ακόμα στην υπηρεσία του ρώσου Αυτοκράτορα! Πρόκειται, κατά την άποψή μας, για ισχυρότατο τεκμήριο ότι ο Καποδίστριας δεν προσχώρησε εκ των υστέρων, όπως ορισμένοι θεωρούν και θέλουν να πιστεύουν, στην θεμελιώδη αντίληψη της Εταιρίας των Φιλικών υπέρ μιας αυτοδύναμης ελληνικής εξέγερσης. Αντίθετα, το 1821, ήταν ο Καποδίστριας που κατεξοχήν εξέφραζε ακριβώς αυτήν την επαναστατική θέση.

Περαιτέρω, είναι βεβαίως αξιοσημείωτο και επιβεβαιώνει τα ανωτέρω, το γεγονός ότι στην επιστολή αυτή, ο Καποδίστριας αντιπαρέρχεται την επιχειρηματολογία κύκλων που αντιπολιτεύονταν την ηγεσία Υψηλάντη, περί της αν-επάρκειας των μέσων για την διεξαγωγή του Αγώνα, και εστιάζει ευθέως στο ζήτημα της πολιτικής ενότητας των ηγετικών παραγόντων του Αγώνα. Με δεδομένη  πλέον την έναρξη της ελληνικής Επανάστασης, ο Καποδίστρια θεωρεί το ζήτημα «περί επάρκειας των μέσων» προσχηματικό για την διεκδίκηση της ηγεσίας του Αγώνα. Επιμένει ότι το κρίσιμο πλέον ζήτημα δεν είναι ο χρόνος έναρξης της Επανάστασης αλλά το ζήτημα της συσπείρωσης όλων για την στρατιωτική επιτυχία της. Με ευθύτητα γράφει στον Ρώμα (οι υπογραμμίσεις δικές του):

«Τώρα λοιπόν, αν εις την μεγάλην επιχείρησιν, περί ής πρόκειται, είναι επαρκή τα μέσα –αν η ενότης μεταξύ των ανθρώπων, οίτινες θα τα διαχειρισθούν, είναι αληθής, ειλικρινής και αδιάλυτος – έσται με την ευλογίαν του Θεού, και η υπόθεσις θα ευδοκιμησει. Οίαι δήποτε και να είναι αι δυσκολίαι θέλουσιν υπερπηδηθή. Εν εναντια περιπτώσει, θα ήτο βαρύτατον και ασυγχώρητον έγκλημα, το να εκτεθούν τόσα και τόσον πολύτιμα συμφέροντα, να οπισθοδρομήσουν τόσαι και τόσον ωραίαι ελπίδες, όπως επισύρωμεν επί της πατρίδος μας νέας έτι και σκληροτέρας πιέσεις».

Μερικές γραμμές παρακάτω, ο Καποδίστριας φαίνεται να θέτει  προσωπικά τον Ρώμα ενώπιον των ευθυνών του, καλώντας τον να επιλέξει τη στάση που τελικά θα κρατούσε:

«Αν λοιπόν αι γνώσεις, τας οποίας κατέχετε, σας επιτρέπουν να θεωρειτε ως δυνατήν την έκβασιν, αν πιστεύητε, ότι δύνασθε να συντελέσητε εις τούτο, μη αρμηθήτε την συνδρομήν σας. Εν προσωπον περισσότερον, και μάλιστα πρόσωπον οποίον είσθε σεις, δύναται να προσθέση πολύ εις την πλάστιγγα. Εν εναντία όμως περιπτώσει, μεταχειρίσθητε την επιβλητικότητά σας εις τρόπον, ώστε να επανελθη εκαστος εις την προτέραν αφάνειαν. Αύτη  μόνη δύναται να επιφυλάξη εις την Πατρίδα άνθρωπον τινα ικανόν να την υπηρετήση μιαν ημέραν».

Η αποστροφή αυτή της επιστολής συνιστά μια ακόμη ένδειξη της ηγετικής στην εθνεγερσία θέσης του … «ιδιώτη» Ι. Καποδίστρια που την εκφράζει μάλιστα όντας ως υπουργός εξωτερικών του τσάρου. Εύλογα, ωστόσο, λόγω της δημόσιας ιδιότητας του προσπαθούσε να διαφυλάξει την ήδη λεπτή θέση του έναντι του τσάρου, κρατώντας τα προσχήματα (οι υπογραμμίσεις δικές του):

«Αγνοώ, ως αγνοώ καθ’ ολοκληρίαν, και τους ανθρώπους, και τα μέσα, και την ενότητα και το σύστημα, δεν δύναμαι να κρίνω. Αγνοώ πάντα ταύτα, καίτοι πλέον ή άπαξ μοι προσεφέρθη μικρα τις γνωσις’  λέγω δε μικρά τις, διότι το σύστημα δεν είναι φύσεως τοιαύτης, ώστε ν’ αποκαλύπτεται εις τους μη μεμυημένους. Εγώ δε δεν είμαι μεμυημένος, ούτε δύναμαι να είμαι».

Ο Ρώμας διαβάζοντας τις παραπάνω γραμμές θα πρέπει να αντιλαμβανόταν πλήρως ότι, στη πραγματικότητα, ο Καποδίστριας γνώριζε «καθ’ ολοκληρίαν, και τους ανθρώπους, και τα μέσα, και την ενότητα και το σύστημα», στο οποίο … «δεν είμαι μεμυημένος, ούτε δύναμαι να είμαι», όπως και τον επιπλέον υπαινιγμό ότι «το σύστημα δεν είναι φύσεως τοιαύτης, ώστε ν’ αποκαλύπτεται εις τους μη μεμυημένους».

Η τρίτη επιστολή, με ημερομηνία 2 Μαΐου 1821, φαίνεται ότι απαντά σε προηγούμενη επιστολή με την οποία ο Ρώμας του επεσήμανε προβληματισμούς και εκτιμήσεις κάποιου μη-κατονομαζόμενου νέου για τις εξελίξεις, επιζητώντας τον σχολιασμό του Καποδίστρια.

 Ο Καποδίστριας αρνείται να απασχοληθεί με ζητήματα που θίγει ο νέος, «εις τας πολύ ενδιαφέρουσας επιστολάς του», για τις οποίες παρακαλούσε τον  Ρώμα να ευχαριστήσει τον εύελπι νέο αλλά και να τον πληροφορήσει ότι ο Καποδίστριας δεν θα απαντούσε και ότι τις «κατέστρεψε«. Φαίνεται μάλιστα να αντιδιαστέλλει τα θέματα που θίγει ο αναφερόμενος νέος με τα πραγματικά σημαίνοντα θέματα των ημερών, που δεν ήταν άλλα από τις οθωμανικές θηριωδίες εναντίον των Χριστιανών στη Πόλη, που προκαλούσαν την φρίκη («αι εκ Κωνσταντινουπόλεως επιστολαί μου φθάνουσι μέχρι πρώτης Απριλίου- εμποιεί φρίκην…«).

Η επιστολή αποτελεί κραυγή στους επαΐοντες, ότι  «κατά γενικόν κανόνα διευθύνονται κακώς οι υποθέσεις υπό των αγνοούντων αυτάς«. Ότι, «είναι κακόν και ήκιστα έντιμον το διευθύνειν μακρόθεν και άνευ προσωπικού κινδύνου, επιχείρησιν μέλλουσα να αποφασίση περί της κεφαλής και της υπάρξεως των ημετέρων ομοεθνών«. Ότι δεν ήταν ώρα εκείνη για περισπούδαστες αναλύσεις για τα τεκταινόμενα, για τα «γεγονότα» τα οποία «επέρχονται μετά της ταχύτητος της σκέψεως». Ότι «ευρισκόμεθα ενώπιον δύο επαναστάσεων» (της ελληνικής και των αλβανών του Αλή Πασά) και ότι «οποία έσσεται η έκβασις τοσαύτης διαπάλης, ο Θεός μόνος δύναται να το ηξεύρει«. Ότι, τελικά, ήταν η ώρα της έμπρακτης και ουσιαστικής συνεισφοράς του καθενός στον Αγώνα, από όποια θέση και αν βρισκόταν. «Έκαστος εξ’ ημών εν τη προκειμένη υποθέσει βεβαίως δεν δύναται ειμή να εκπληρώση το καθήκον αυτού’  εγώ δε εκτελώ και θα εκτελώ το χρέος μου … Περί τούτου εστέ βέβαιος…«.

Αλέξανδρος Α΄ της Ρωσίας, έργο του Stefan Semjonovitsj Stjukin, 1808, Museum of Pavlovsk, Russia.

Αλέξανδρος Α΄ της Ρωσίας, έργο του Stefan Semjonovitsj Stjukin, 1808, Museum of Pavlovsk, Russia.

Μετά τον Μάρτη του ΄21 και μέχρι την ουσιαστική παραίτησή του από το ύπατο ρωσικό αξίωμά του, τον Αύγουστο του 1822, συνέχισε τις προσπάθειες να μεταπείσει τον Αυτοκράτορα Αλέξανδρο, ότι δεν ήταν το «αυστριακό σύστημα» που «μπορούσε να διατηρήσει την ειρήνη και την συνεργασία μεταξύ των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων» και ότι, αντίθετα, ήταν προς το απόλυτο συμφέρον της Ρωσίας να αναλάβει αποφασιστικές, στρατιωτικές όσο και διπλωματικές πρωτοβουλίες, προκειμένου να επιβάλλει τον τερματισμό των τουρκικών θηριωδιών  εναντίον των ομοδόξων της στην βυθιζόμενη στο αίμα οθωμανική αυτοκρατορία και να ηγεμονεύσει σε έναν από κοινού με τις άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, διπλωματικό διακανονισμό του Ανατολικού Ζητήματος. [25] Έδινε, στην ουσία, μάχες οπισθοφυλακής. Όχι χωρίς αποτελέσματα, αφού τελικά έπεισε τον Τσάρο να μην διαρρήξει όσα διπλωματικά ερείσματα του είχαν απομείνει στους χριστιανούς της περιοχής, να απορρίψει κάθε ιδέα «συλλογικής δράσης» του πρίγκιπα Μέττερνιχ και του βρετανού πρέσβη, λόρδου Stewart, δηλώνοντας σ’ αυτούς ότι «θεωρεί την ελληνο-τουρκική σύγκρουση του ένα ζήτημα το οποίο θα διευθετηθεί αποκλειστικά ανάμεσα στην Ρωσία και την Υψηλή Πύλη», [26] και φτάνοντας τέλος ο τσάρος να ανακαλέσει τον ρώσο πρέσβη στη Κωνσταντινούπολη, βαρόνο Στρόγκανοφ, ο οποίος, αφού επέδωσε ένα σκληρό διάβημα στην Υψηλή Πύλη,  στις 4 Ιουλίου 1821, αηδιασμένος από τις τουρκικές φρικαλεότητες και την οθωμανική διπλωματική κωλυσιεργία, αρνήθηκε να αποδεχθεί την καθυστερημένη απάντηση του Ρεϊς-Εφέντη Μοχάμεντ Σαντίκ, στις 26 Ιουλίου και, στις 10 Αυγούστου, επιβιβάστηκε σε ρωσική φρεγάτα που απέπλευσε αμέσως για την Οδησσό. «Ότι κατάφερε να φύγει χωρίς να κακοποιηθεί», σημειώνει ένας σύγχρονος ιστορικός, «οφείλετο εν πολλοίς σε προσπάθειες» των ομολόγων του πρέσβεων της Αγγλίας και της Αυστρίας. «Η Βρετανία και η Αυστρία επιθυμούσαν να αποτρέψουν την διάλυση της τουρκικής αυτοκρατορίας στα χέρια της Ρωσίας, και το κοινό αυτό συμφέρον τους απαιτούσε ότι έπρεπε να συνεργασθούν για την διατήρηση της ειρήνης». [27]

Προφανώς, ο Καποδίστριας θα είχε αντιληφθεί ότι, πέραν των διπλωματικών αυτών παραστάσεων, οι εισηγήσεις του δεν μπορούσαν να έχουν περαιτέρω επίδραση στην πολιτική του τσάρου. Από τον Μάιο, έγραφε σχετικά στον Ρώμα:

«Δέεσθε, ως και εγω δέομαι εκ βάθουςψυχής, εις την θείαν Πρόνοιαν, ίνα ευσπλαχγνισθη τους ημέτερους. Αύτη μόνη δύναται να εμπνεύσει γενναία αισθήματα εις μόνον Ισχυρόν, όστις δύναται να έλθη εις αυτούς αρωγός. Γένοιτο! »

 

Συμπερασματικά

 

Μέσα από τις τρεις διασωθείσες επιστολές στον Διονύσιο Ρώμα, με τα παραλειπόμενά τους, τις υπαινικτικές αναφορές αλλά και τα όσα έκρινε, με τόλμη, ότι έπρεπε να πει ευθέως, «ως ιδιώτης», μπορεί κανείς να ανιχνεύσει τον δραματικό τρόπο με τον οποίο ο Ιωάννης Καποδίστριας βίωσε την έκρηξη της Επανάστασης του ’21.

Αλλά και την αφοσίωσή του σε αυτήν! Οι συγκεκριμένες επιστολές, όπως και άλλα κείμενα του, υποδεικνύουν ότι ο Καποδίστριας δεν προσχώρησε εκ των υστέρων, αλλά ότι, αντιθέτως, ήταν εκείνος, εν πολλοίς, ο οποίος συνέλαβε, και το 1821 κατ’ εξοχήν εξέφραζε, την πολιτική αντίληψη, θέση, σχέδιο ή στρατηγική της κατάκτησης της εθνικής ανεξαρτησίας. Την ιδέα, δηλαδή, ότι, αν και βεβαίως, σε κάθε βήμα της, έπρεπε με προσοχή να συνυπολογίζει τις επιδιώξεις των ευρωπαϊκών Δυνάμεων, τις προτεραιότητες, ακόμα και τις εμμονές και προκαταλήψεις των βασιλέων και των αξιωματούχων τους, ωστόσο η επανάσταση έπρεπε και να προετοιμασθεί, και να ξεκινήσει και να προχωρήσει, αυτοτελώς, αν επρόκειτο να επιβληθεί και να καταστεί λειτουργικό μέρος του ευρωπαϊκού συστήματος: Ως κράτος αδύναμο, εκ των πραγμάτων τότε, και κατ’ αρχήν, αλλά σε θέση, με δυνατότητα και με προοπτική να εδραιώσει την εθνική του ανεξαρτησία, στην απορρόφηση των κραδασμών του ανταγωνισμού των Μεγάλων Δυνάμεων. [28]

Θα πρέπει, συμπερασματικά, να τονίσουμε ότι, πέρα και ανεξάρτητα από την διπλωματική του δεινότητα, πέρα και από την ιδεολογία ή κοσμοθεωρία του [29] και την βαθιά ορθόδοξη του πίστη, την φυσιογνωμία του Ιωάννη Καποδίστρια και την ανεκτίμητη προσφορά του στην Ελλάδα, πάνω από όλα, ή σε τελική ανάλυση, προσδιόρισε η πολιτική του Πράξη. Σε όλο τον δημόσιο βίο του, ο οποίος ξεκίνησε στα χρόνια της «Επτανήσου Πολιτείας» (1800-1807). Εκεί, να θυμίσουμε, για πρώτη φορά αναδείχθηκαν οι σπάνιες ηγετικές, πολιτικές, διοικητικές, οργανωτικές και άλλες του ικανότητες και δυνατότητες. Εκεί, συναντήθηκε γιά πρώτη φορά με τους πέραν των Επτανησίων «Έλληνες της Ηπείρου, της Πελοποννήσου και του Αιγαίου», τους «[οπλ-]αρχηγούς της Ελλάδας» με «την γενναία και χριστιανική ψυχή», [30] με τους οποίους θα διατηρούσε έκτοτε διαρκή επαφή και συνεργασία. Αλλά η πολυσχιδής προεπαναστατική δράση του Ιωάννη Καποδίστρια, όπως και η ανάπτυξη της πολιτικής του σκέψης, παραμένουν εξέχοντα ζητήματα, για τα οποία υπάρχει πολύτιμο, πρωτογενές και άλλο, υλικό το οποίο χρήζει διεξοδικότερης διερεύνησης και συσχέτισης με το ευρύτερο ελληνικό και διεθνές ιστορικό πλαίσιο της εποχής.

 

Υποσημειώσεις


 

[1]  Οι επιστολές, οι οποίες είναι γραμμένες στην ιταλική γλώσσα, καθώς και οι μεταφράσεις τους περιλαμβάνονται στο: Δ. Γρ. Καμπούρογλου,  Ιστορικόν Αρχείον Διονυσίου Ρώμα, Τομ. Α’, 1819-1825, Αθήνα, 1901, σελ. 33-40 . Οι υπογραμμίσεις σε αποσπάσματα επιστολών του Ι. Καποδίστρια περιλαμβάνονται στις επιστολές.

[2] Για μια περιεκτική  αναδρομή των διαχρονικών σχέσεων Καποδίστρια-Ρώμα, Χ.Ν. Βλαχόπουλος, Ο Διονύσιος Ρώμας και η Επιτροπή Ζακύνθου στον δρόμο για την εθνική συγκρότηση: στοχεύσεις, υπερβάσεις, επιτεύξεις. Αθήνα 2015, σελ. 102-114 (Διδακτορική διατριβή: Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών).

[3] Κ. Μάρξ & Φρ. ΄Ενγκελς, Η Ελλάδα. Η Τουρκία και το Ανατολικό Ζήτημα. Εισαγωγή-μετάφραση-υπομνηματισμός Παναγιώτη Κονδύλη, σελ. 64

[4] Σε «Υπόμνημα προς τους Έλληνας», τον Αύγουστο-Σεπτέμβριο 1822 (Αρχείον Ιωάννου Καποδίστρια, τόμος ΣΤ, σελ 234, Κέρκυρα 1984), αμέσως μετά, δηλαδή, την αποχώρησή του από την Αγία Πετρούπολη για την Γενεύη, μεταξύ άλλων ο Καποδίστριας έγραφε: «… Όσον κατ’ εμέ, όχι μόνο δεν φοβούμαι την εγκατάλειψιν της Ευρώπης, αλλά και την επιθυμώ. Εν μόνον φοβούμαι, μήπως αι φιλότουρκοι Δυνάμεις δώσουν πραγματικάς χείρας βοηθείας εις τους ολοθρευτάς μας, αλλά και τότε η γνώμη μου δεν αλλάζει. Είναι συμφερώτερον, είναι ενδοξώτερον να αποθάνωμε με τα άρματα εις τας χείρας, παρά να υποπέσωμεν και αύθις από το γιαταγάνι των Τούρκων, ζωή μυριάκις φοβερωτέρα από τον θάνατον. Ελπίζω όμως ότι η Ιερά Συμμαχία δεν θέλει καταντήσει εις τοιαύτην αισχρότητα….»

[5]  Θεσμοθετήθηκε, ως «Πενταμερής Συμμαχία» στα Συνέδρια του Άαχεν (Aix-la-Chapelle -1818), όπου η Γαλλία αποκαταστάθηκε ως ισότιμη ευρωπαϊκή Δύναμη, του Τροπάου (Troppau -1820), με αντικείμενο την καταστολή της επανάστασης στη Νάπολι (Ιούλιος 1820) ζήτημα στο οποίο η Αγγλία και μερικώς η Γαλλία διαφώνησαν με Αυστρία και Ρωσία σχετικά με την ανάληψη συλλογικής δράσης, του Λάϊμπαχ (Laibach-1821) με αντικείμενο τις συνεχιζόμενες εξεγέρσεις στην Ιταλία, όπου συνεχίστηκαν οι διαφωνίες Βρετανίας και Γαλλίας με Αυστρία και Ρωσία και τέλος της Βερόνα (Verona-1822) με αντικείμενο την ισπανική εξέγερση, όπου η Αγγλία διαχώρισε πλήρως την θέση της στην ανάληψη συλλογικής δράσης αλλά και υποστήριξης μιας γαλλικής επέμβασης για την καταστολή της. Η «Ιερά Συμμαχία» ήταν ένας στενότερος ατελέσφορος και θνησιγενής συνασπισμός που δημιουργήθηκε (Σεπτέμβριος 1815) από τους αυτοκράτορες της ορθόδοξης Ρωσίας, καθολικής Αυστρίας και προτεσταντικής Πρωσίας γιά να καταρρεύσει με το θάνατο του Τσάρου Αλέξανδρου Α’.

[6] The Cambridge History of British Foreign Policy, 1783-1919, τόμος ΙΙ: 1815-1866 (Cambridge At the University Press, 1923, Appendix A: “Lord Castlereagh’s Confidential State Paper of May 5th 1820”, σελ. 631). Τόσο αντιπαθής ήταν στους φιλελεύθερους κύκλους της Αγγλίας ο Castlereagh, ώστε ο ποιητής  Percy Shelley, στο ποίημά του “The Mask of Anarchy”, είχε γράψει ότι ενσαρκώνει και προσωποποιεί το έγκλημα της δολοφονίας (“…I met Murder on the way, he had a mask like Castlereagh…”). Ο διπλωματικός πραγματισμός του, ωστόσο, συναντήθηκε στην πράξη της αγγλικής εξωτερικής πολιτικής με τον φιλελεύθερο αστισμό του διαδόχου του George Canning, ο οποίος μετακινείται από την αδιέξοδη συντηρητική πολιτική της «ουδετερότητας» και μη-παρέμβασης σε πολιτική ενεργητικής μεσολάβησης και παρέμβασης σε διεθνή ζητήματα.

[7] Ιωάννης Καποδίστριας, Επισκόπηση της πολιτικής σταδιοδρομίας μου από το 1798 έως το 1822. Εκδόσεις Εκάτη, Αθήνα 2014, σελ. 126

[8] Στη πολιτική της εναλλαγής συμμαχιών και της παρέμβασης γιά την επίλυση του «ελληνικού ζητήματος» του George Canning, «τα στρατηγικά συμφέροντα λίγο είχαν να κάνουν με την Ελλάδα καθαυτή, αλλά περιστρέφονταν γύρω από Οθωμανική αυτοκρατορία και την Ρωσία». Andrew Montgomery Endort, “British Foreign Policy under Canning”, Thesis, University of Montana, 2008, p.71

[9] «Υπόμνημα προς τους ΄Ελληνας», οπ. παρ., σελ. 234-235

[10] Οπ. παρ., σελ. 242

[11] Οπ. παρ., σελ. 235

[12] Πολυχρόνης Ενεπεκίδης, Ρήγας-Υψηλάντης-Καποδίστριας. Έρευναι εις τα αρχεία. Σελ. 123-125

[13] Καθόσον αφορά στοιχεία από τα κρατικά ρωσικά αρχεία, δείτε μελέτες του ρώσου ειδήμονα Γκρ. Αρς, όπως «Η Φιλική Εταιρεία στη Ρωσία»,  Αθήνα 2011.

[14] Επισκόπηση της πολιτικής μου σταδιοδρομίας,οπ. παρ., σελ. 120

[15] Ο Καποδίστριας είχε εκφράσει τις ίδιες απόψεις, για παράδειγμα στα 1818, στους οσποδάρους της Μολδαβίας και της Βλαχίας όταν απέστειλαν αντιπροσώπους τους, αντίστοιχα τους Πανταζόγλου και Α. Μαυροκορδάτο (τον νεώτερο), για να χαιρετίσουν τον Αλέξανδρο Α’ κατά την άφιξη του στα σύνορα: «Στις συνομιλίες που είχα μαζί τους προσπάθησαν να μου αποδείξουν ότι ως ΄Ελληνες ανυπομονούσαν να μάθουν πότε τα στρατεύματα της Ρωσίας θα περνούσαν τον Προύθο, καθώς πίστευαν ότι η διατήρηση της ειρήνης με τους Τούρκους ήταν αδύνατη. «Νομίζετε, λοιπόν», απάντησα, «ότι θα περάσουν τον Προύθο γιά να σας ανακηρύξουν ανεξάρτητους ηγεμόνες; Δείξτε μου ανάλογο ιστορικό παράδειγμα. Δεν υπάρχει! Φαντάζεστε ότι η τύχη σας θα αποτελέσει εξαίρεση του κανόνα; Γιά να γίνουν όσα περιγράφετε θα πρέπει να χυθεί αίμα, να θυσιασθούν ζωές και περιουσίες, και γιά ποιό λόγο; Για να αντικαταστήσουμε το τουρκικό σαρίκι με ευρωπαϊκό καπέλο! Ως ΄Ελληνας, η μόνη ελευθερία που οφείλω να επιθυμώ γιά τους ομοεθνείς μου είναι αυτήν που μπορούν να αποκτήσουν με τις δικές τους δυνάμεις, αφότου προηγουμένως έχουν οδεύσει προς τον αληθινό πολιτισμό. Αλλά από το σημείο αυτό η πατρίδα μας βρίσκεται μακριά ακόμα. Γι’ αυτό και ο καθένας από εμάς οφείλει να αφιερώσει όλες του τις δυνάμεις, ώστε να προετοιμαστεί η οδός μέσω της οποίας θα αναδειχθεί η πατρίδα μας έθνος πολιτισμένο. Ως υπουργός όμως της Αυτού Αυτοκρατορικής Μεγαλειότητος, σας δηλώνω ότι ο αυτοκράτορας έχει την σταθερή και αμετάπειστη  πρόθεση να εδραιώσει την ειρήνη με τους Τούρκους στη βάση των υφισταμένων συνθηκών. Αν οι ΄Ελληνες θελήσουν να επωφεληθούν –καλοπροαίρετα- από αυτό το σύστημα, τότε όχι μόνο δεν θα χάσουν αλλά θα κερδίοσυν πολλά». Επισκόπηση της πολιτικής σταδιοδρομίας μου, Οπ.παρ., σελ. 88.

[16] Γκρ. ΄Αρς, Οπ. παρ., σελ. 406

[17] Αλ. Δεσποτόπουλου, «Παράγοντες, Διάρκεια, Φάσεις και Ιδιομορφία της Ελληνικής Επαναστάσεως», στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, σελ.17

[18] Ο  Ρώμας θα έχει κεντρικό ρόλο στην δραστηριότητα της Φιλικής Εταιρίας στην Ζάκυνθο μέχρι το Φθινόπωρο του 1820, όταν λόγω έντασης των διώξεων της αγγλοκρατίας, θα καταφύγει στην Βενετία, όπου θα παραμείνει αυτοεξόριστος για τέσσερα χρόνια χωρίς να διακόψει τους δεσμούς του με την οργανωτική προσπάθεια των Φιλικών. Δες Βλαχόπουλος, οπ. παρ. σελ. 102

[19] Αρχείο Ξάνθου, Τόμος Α’ σελ. λη

[20] Ντίνος Οικονόμου, Ο Διονύσιος Ρώμας και η Ελληνική Εθνεγερσία, Αθήνα, 1972 σελ. 55

[21] Ντίνος Οικονόμου, Ζακυνθινοί Φιλικοί, Αθήνα 1966, σελ. 75. Επισκόπηση της πολιτικής μου σταδιοδρομίας, Οπ. Παρ., σελ. 100-104

[22] Κούκου, Ελένη, Ανέκδοτοι επιστολαί του Μητροπολίτου Ουγγαροβλαχίας Ιγνατίου προς τον Ι. Καποδίστριαν. «Δέλτιον Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας Ελλάδος», 12 (1957-8), σελ. 151-177. Πρωτοψάλτης, Εμμανουήλ, Υπομνήματα συναφή Ιγνατίου, Μητροπολίτου Ουγγαροβλαχίας και Ιω. Καποδίστρια περί της τύχης της Ελλάδος.  «ΑΘΗΝΑ», 60 (1956), σελ. 145-182.

[23] Βλαχόπουλος, όπ. παρ., σελ.61.

[24] Konstantina Zanou, Beyond ‘Neo-Hellenic Enlightenment’ Greek intellectuals between the Ionian Islands, Italy and Russia (1800–1830), CAS Working Paper Series, Sofia, No. 6/2014 , p.19

[25] Καποδίστριας, Επισκόπηση, όπ.παρ. σελ. 132 κ.ε.

[26] Irby C. Nichols, JR. The European Pentarchy and the Congress of Verona. . M. Nijhof, The Hague, 1971, σελ.6

[27] Οπ. παρ. σελ.7

[28] Πρόκειται για την έννοια του «παρεμβαλλόμενου» κράτους (buffer state): Μartin Wight, Power Politics, London,: Pelican Books, 1979, σελ. 160. Στο σημαντικό αυτό έργο της μελέτης των Διεθνών Σχέσεων, το οποίο είναι ιδιαίτερο χρήσιμο για την κατανόηση της εποχής της «Συνεννόησης Δυνάμεων», η οποία, κατ’ αυτόν ξεκίνησε με το Συνέδριο της Βιέννης του 1815 και τερματίσθηκε με τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο το 1914, ο Wight διακρίνει τα «παρεμβαλλόμενα κράτη» από «παρεμβαλλόμενες ζώνες» (buffer states or zones), ή περιοχές, τις οποίες ορίζει ως «κενό ισχύος» που διεκδικούν δύο οι περισσότερες δυνάμεις, όπου κάθε μία προωθεί σ’ αυτές την επιρροή της, «αναλόγως της ισχύος της, με δύο τρόπους: Είτε υπεραμύνεται την ουδετερότητά της ή την ανεξαρτησία της, είτε επιβάλλει την κατοχή της και, ενδεχομένως την προσάρτηση και μετατροπή της σε μεθοριακή επαρχία».

[29] Ειδοποιά χαρακτηριστικά της κοσμοθεωρίας αυτής, έχουν επιχειρήσει, με γοητευτικό ομολογουμένως τρόπο, να αναδείξουν ερευνητές όπως η Κωνσταντίνα Ζάνου, «Η ρωσική στιγμή του Ιονίου και η κληρονομιά της». Εισήγηση στο Πανιώνιο Συνέδριο, Μάιος 2014

[30] Καποδίστριας, Επισκόπηση, οπ.παρ., σελ.15-16.

 

Στέλιος Αλειφαντής – Σέργιος Ζαμπούρας

 


Στο:Άρθρα - Μελέτες - Εισηγήσεις, Πρόσωπα & γεγονότα του΄21 Tagged: 1821, Argolikos Arghival Library History and Culture, Ioannis Kapodistrias, Άρθρα, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Διπλωματία, Διονύσιος Ρώμας, Επανάσταση 21, Ιστορία, Ιωάννης Καποδίστριας, Καποδίστριας, Σπυρίδωνας Ναράντζης, Στέλιος Αλειφαντής, Φιλέλληνες, Metternic

Οι ξύλινες πόλεις στο Stato Mar: Μεσαιωνική οικοδόμηση στο Ναύπλιο

$
0
0

Οι ξύλινες πόλεις στο Stato Mar: Μεσαιωνική οικοδόμηση στο Ναύπλιο


 

Μια διαθήκη από το Ναύπλιο δεν είναι τόσο σημαντική αν συγκριθεί με τις 790 διαθήκες απ’ τη βενετσιάνικη Κρήτη, που δημοσίευσε το 1998 η Sally McKee. Αλλά είναι το μόνο έγγραφο διαθήκης από 150 χρόνια βενετσιάνικης κυριαρχίας στο Ναύπλιο, η διαθήκη δηλαδή του Giovanni Cavaza το 1405 και σε συνδυασμό με άλλα έγγραφα μας προσφέρει σημαντική πληροφόρηση για το μεσαιωνικό Ναύπλιο και, κατ’ επέκταση, για άλλες βενετσιάνικες πόλεις στην Ελλάδα.

Ο Giovanni Cavaza υπήρξε castellan στο Ναύπλιο τουλάχιστον μεταξύ 1400 και 1405, η δεύτερη υψηλότερη θέση στην πόλη. Ήταν Βενετσιάνος έμπορος, κάτοικος Ναυπλίου και είχε διοριστεί στη θέση του castellan όπου συνήθως διοριζόταν κάποιος σταλμένος από τη Βενετία. Ο castellan του Ναυπλίου είχε προϋπολογισμό περίπου 500 δουκάτα το χρόνο. Ήταν υπεύθυνος για την άμυνα της πόλης, είχε αστυνομικά καθήκοντα για την ασφάλεια του κάστρου, την λειτουργία της φυλακής και τις εκτελέσεις. Υποχρέωνε «τους ξένους» και τους ναυτικούς να κοιμούνται έξω από την πόλη τη νύχτα, κανόνιζε τις απαγορεύσεις κυκλοφορίας, τις ταβέρνες και τις αγορές, έκλεινε μαγαζιά και εργαστήρια τις αργίες, επέτρεπε να φέρουν όπλα στην πόλη, επέβλεπε τις συντεχνίες, τιμωρούσε παράνομες ρίψεις σκουπιδιών και εξέδιδε οδηγίες, που ανακοινώνοντο στην αγορά «in latino et greco». Εκτός από τα 500 δουκάτα, τα οποία απευθύνοντο στους μισθούς υπαλλήλων και έξοδα, ο castellan συνέλλεγε εισφορές από ταβερνιάρηδες, μαγαζάτορες και φυλακισμένους.

Άποψη του Ναυπλίου, χαλκογραφία, από έκδοση του V. Coronelli (β’ μισό 17ου αιώνα)

Άποψη του Ναυπλίου, χαλκογραφία, από έκδοση του V. Coronelli (β’ μισό 17ου αιώνα)

Ο Cavaza αναφέρεται σε δύο σύντομα έγγραφα του 1400, όπου το Senato Mar παίρνει αποφάσεις για την επισκευή του σπιτιού που υπήρχε για τον castellan. Τα έγγραφα αυτά κάνουν οξείες παρατηρήσεις για την «ruritura» του σπιτιού και του κάστρου και για κάποιον, ο οποίος δεν είχε τόπο να στεγάσει την οικογένειά του. Ο podestá Albano Contarini (1399-1401), που είχε παίξει σημαντικό ρόλο (πετυχαίνοντας το Ναύπλιο για τη Βενετία και κατόπιν υπερασπιζόμενος το Άργος εναντίον της επίθεσης του Θεοδώρου του ΙΙ, Δεσπότη του Μορέα), είχε γράψει στο Senato Mar αρκετά γράμματα για σοβαρές επισκευές, που ήταν απαραίτητες, μέχρις ότου ο Cavaza έκανε μια πρόταση, που οδήγησε σε απόφαση. Ο Cavaza είχε προτείνει να καλύψει τα μισά έξοδα ανοικοδόμησης της επίσημης κατοικίας του. Από τη  λίστα των ξύλων, που αναφέρεται σε κάποιες από τις παρακάτω κατοικίες, δηλαδή του βαΐλου και του capetano στο Negroponte, όπου η βροχή έμπαινε μέσα απ’ τη στέγη, τα ξύλα είχαν σαπίσει κι έσταζε παντού, φαίνεται ότι η κατοικία του castellan χρειαζόταν ακόμα περισσότερες επισκευές.

Το Senato Mar παραθέτει έναν κατάλογο υλικών για την επισκευή του σπιτιού και του πύργου της Παναγίας, καθώς και 200 δουκάτα για τη διαχείριση, άλλα 200 για τη μεταφορά χώματος και για χειρωνακτικές εργασίες και έδωσε στον Cavaza εξαίρεση φόρου για την εισαγόμενη ξυλεία για το δικό του μισό. Επομένως, το σπίτι του castellan έπρεπε να χτιστεί με ένα τυποποιημένο σχέδιο και αποτελείτο κυρίως από ξύλο, τουλάχιστον πάνω από το ισόγειο, και όχι από πέτρα, όπως θα μπορούσαμε να περιμένουμε και όπως είναι τα ύστερα βενετσιάνικα σπίτια του Ναυπλίου του 17ου αιώνα. Μια περιγραφή για τη Μεθώνη στα τέλη του 15ου αιώνα δείχνει πώς θα μπορούσε να είναι το ξύλινο σπίτι του castellan στο Ναύπλιο: Δεν είδα ούτε σπίτια ούτε παλάτια άξια περιγραφής. Έχει πολλά σπίτια αναλόγως του μεγέθους του, κολλημένα το ένα στο άλλο… Τα περισσότερα απ’ τα σπίτια τους, μεγάλα ή μικρά, είναι χτισμένα από ξύλο.

Η αχυρένια σκεπή του Cavaza μας εκπλήσσει κάπως, αλλά όχι και τόσο, σε μια πόλη με οικονομικές δυσκολίες, χωρίς πηλό για τούβλα, καύσιμη ύλη ή ικανές μεταφορές.

Παρόλα αυτά η εικόνα των ξύλινων σπιτιών με αχυρένιες σκεπές αλλάζει ριζικά την εικονική παραδοχή της μεσαιωνικής Ελλάδας και θα έπρεπε να μας θυμίζει ότι το Stato Mar πρέπει να θεωρείται με βενετσιάνικους παρά με ελληνικούς όρους.

Τα χρόνια αμέσως μετά τούτο το έγγραφο, μεγάλες ποσότητες ξυλείας εστάλησαν στην Ελλάδα από τους Βενετσιάνους. Το 1402 ένα φορτίο ξυλείας εστάλη στην Κέρκυρα για επισκευές του κάστρου. Το 1404 1.000 πάσσαλοι εστάλησαν στο Άργος για μία κατασκευή στο κάστρο, που λεγόταν Garland (γιρλάντα).

Διάφορες πηγές μας αποδεικνύουν ότι όταν το Senato Mar έχτιζε στο Stato Mar τούτο ήταν σε αντίδραση για διάφορες κρίσεις. Τα υπόλοιπα άμεσα χρόνια το κάστρο του Ναυπλίου υπέστη μικροεπισκευές. Το 1404 στον  Podesta Οttαviano Bono, του επιτράπη να ξοδέψει 400 χρυσά δουκάτα για επισκευές στον πύργο της κυρίας πύλης του Castel dei Franchi, έναν τοίχο και τις δεξαμενές της πόλης. Προφανώς ξόδεψε μόνο 300 υπέρπυρα, διότι το 1406 ο podestá Franco Cocco έλαβε εντολή να ξοδέψει κι άλλα 700 για επισκευές στα τείχη και 150 υπέρπυρα στο παλάτι του, το οποίο ήταν ερειπωμένο. Το 1409 ο τοίχος στο Castel dei Franchi αναφέρθηκε ερειπωμένος και 500 υπέρπυρα (100 δουκάτα) εγκρίθηκαν για επισκευές. Άλλες επισκευές έγιναν το 1412 και το 1422.

Φυσικά υπήρχαν και μεγαλοπρεπή παλάτια στις βενετσιάνικες αποικίες, π.χ. στην Κάντια, στον Χάντακα της Κρήτης, ενώ πολλά έγγραφα αναφέρουν το Palazzo των Provveditori του Ναυπλίου και της Μεθώνης. Βέβαια τα μέγαρα αυτά του Ναυπλίου δεν συγκρίνονται με εκείνα της Βενετίας, μόλο που στο Ναύπλιο είχαν μία loggia, έστω και ξύλινη.

Υπάρχουν όμως κάποιες υποψίες ότι το Ναύπλιο θα έπρεπε να έχει λίγα πέτρινα σπίτια. Ο Cavaza είχε χτίσει κι ένα άλλο σπίτι, διότι στη διαθήκη του αναφέρει ένα σπίτι στο Burgo, δηλαδή το μέρος της πόλης εκτός των τειχών. Τούτο είναι σημαντικό, διότι όσοι έγραψαν για το Ναύπλιο θεωρούσαν ότι δεν υπήρχαν κτίσματα εκτός του κάστρου μέχρι τα έργα επιχωμάτωσης μετά το 1500. Η διαθήκη του Cavaza παρέχει πληροφόρηση ότι στο Ναύπλιο η οικοδόμηση έλαβε χώρα τουλάχιστον 200 χρόνια πριν από τις χρονολογίες που προβάλλονται συνήθως.

Τον Αύγουστο του 1405 ο castellan Cavaza ήταν άρρωστος και κάλεσε τον συμβολαιογράφο Lorenzo Bono να συντάξει τη διαθήκη του. Ο Bono ήταν τότε cancellier του Ναυπλίου, δηλαδή αρχειοφύλακας της επίσημης αλληλογραφίας και των οικονομικών. Ο Cavaza ζήτησε από τη σύζυγο και τον podestá του Ναυπλίου να είναι εκτελεστές της διαθήκης του και ζήτησε να μοιράσουν 100 δουκάτα «inter pauperes et miserabiles personas», μια συμβατική διάταξη. Άφησε 100 υπέρπυρα στο Σταμάτη, γιο του αποθανόντος Γιάννη, δουλοπάροικού του και άλλα 100 υπέρπυρα στους servicial και τις δουλοπάροικούς του ως προίκα τους. Ο Cavaza αφήνει τα λινά και μάλλινα στη γυναίκα του, καθώς και τα χρήματα, ασημικά, κοσμήματα, έπιπλα και ρούχα και ό,τι άλλο θα μπορούσε να έχει, με υπολογιζόμενη αξία των πάντων σε 900 δουκάτα. Και τούτο ζητώντας από τη Μαρία να παραμείνει χήρα και να ζήσει ηθικά και τίμια. Εάν δεν γινόταν έτσι, η κληρονομία θα πήγαινε στην αδελφή του Magdalena de Finctis και μετά απ’ αυτήν στον Consangineus Ser Andreolimus Detartomis και στους γιους του. Επίσης  δηλώνεται ότι το σπίτι στο Borgo ανήκει στη γυναίκα του, παρόλο που είχε ξοδέψει πολλά χρήματα δικά του.

Η Diana Wright παραθέτει το πλήρες κείμενο της διαθήκης, όπου η γλώσσα είναι τα ύστερα λατινικά του συμβολαιογράφου με βενετσιάνικα ιταλικά.

 

Diana Gilliland Wright, «Studi Veneziani A cura dell’Istituto di Storia della Società e dello Stato Veneziano e dell’Istituto “Venezia e l’Oriente” della Fondazione Giorgio Cini N.S. XL (2000), PISAROMA.

Μετάφραση: Γιώργος Ρούβαλης

 

Διαβάστε ακόμη:


Στο:Άρθρα - Μελέτες - Εισηγήσεις, Ναύπλιο Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, Diana Gilliland Wright, Giovanni Cavaza, Άρθρο, Αρχιτεκτονική, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Γεώργιος Ρούβαλης, Ενετοκρατία, Ιστορία, Ναύπλιο, Repùblica de Venesia, Stato Mar

Μάλλωσης Ηρ. Ιωάννης (1890-1949)

$
0
0

Μάλλωσης Ηρ. Ιωάννης (1890-1949)


 

Ο συγγραφέας, ιστορικός και βουλευτής Ιωάννης Μάλλωσης γεννήθηκε στην Ερμιόνη το 1890 και στο χρονικό διάστημα που ακολούθησε μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους διορίστηκε Διευθυντής του Γραφείου Τύπου Θεσσαλονίκης, ενώ στη συνέ­χεια εργάστηκε ως υποδιοικητής των επαρχιών Κιλκίς και Έδεσσας.

Το 1917, με τα δραματικά γεγονότα του Εθνικού Διχασμού, εξορίζεται μαζί με τους Κωνσταντίνο Έσλιν, Ιωάννη Μεταξά, Δημήτριο Γούναρη, Βίκτωρα Δούσμανη, Ίωνα Δραγούμη, Σπυρίδωνα Μερκούρη, Γεώργιο Πεσμαζόγλου, Ιωάννη Σαγιά στο Αιάκειο της Κορσικής.

Διετέλεσε Γραμματέας του Δημητρίου Γούναρη και το 1921 τοποθετήθηκε Διευθυντής των Γραφείων της Βουλής μέχρι το Σεπτέμβριο του 1922. Από το 1924 μέχρι το 1928 εξέδιδε την εβδομαδιαία Πολιτική Επιθεώρηση «Νέα Εποχή».

Στις εκλογές 1932, 1933 και 1935 πολιτεύθηκε στην εκλογική περιφέρεια της ιδιαίτερης πατρίδας του και εκλέχτηκε Βουλευτής Ερμιονίδας. Το Μάιο του 1946 ανέλαβε τη διεύθυνση του Γραφείου Προσωπικού της Βουλής.

Από το συγγραφικό έργο του διακρίνουμε τη δίτομη πολιτική ιστορία του Δημητρίου Γούναρη, τόμος Α΄: 1902-1920, (δεν εκδόθηκε άλλος τόμος), Έκδοση της πολιτικής επιθεωρήσεως «Νέα Εποχή», 1926, το έργο «Μάρτυρες» για τον Κ. Έσλιν και τον Ίωνα Δραγούμη, το «Ο Ίων Δραγούμης εξόριστος» και το έργο «Η εν Ερμιόνη Γ΄ Εθνοσυνέλευση», Αθήνα, 1930.

 

Πηγές


 

  • Εγκυκλοπαίδεια, «Πάπυρος Λαρούς, Γενική Παγκόσμιος Εγκυκλοπαίδεια», Τόμος 9ος,  Εκδόσεις «Επιστημονική Εταιρεία των Ελληνικών Γραμμάτων Πάπυρος», Αθήνα, 1964.
  • Μάλλωσης Ιωάννης, «Η εν Ερμιόνη Γ΄ Εθνοσυνέλευση», Επανέκδοση Δήμος Ερμιόνης, Αθήνα, 2007.

Στο:Ερμιονίδα, Λογοτέχνες - Ιστορικοί Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, Ioannis Mallosis, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Βιογραφίες, Βουλευτές, Ερμιόνη, Ιστορία, Μάλλωσης Ιωάννης, Πολιτικοί, Συγγραφέας, Συγγραφείς

Το Ελληνικό σχολείο της Κορίνθου από το έτος 1857 έως 1861

$
0
0

Το Ελληνικό σχολείο της Κορίνθου από το έτος 1857 έως 1861[1]


 

Κρίνουμε σκόπιμο να αναφέρουμε μερικά εισαγωγικά στοιχεία σχε­τικά με το εκπαιδευτικό σύστημα που διαμορφώθηκε την Οθωνική περίοδο (1833-1862) και την εκπαίδευση στο δήμο Κορίνθου.

Αυτό οργανώθηκε σε τρεις βαθμίδες: Στοιχειώδη, Μέση και Ανωτάτη Εκπαίδευση.

  • Η Στοιχειώδης οργανώθηκε με το Νόμο της 6/18 Φεβρουαρίου 1834. Στο άρθρο 4 καθόριζε, ότι κάθε δήμος είχε υποχρέωση ναιδρύει και να συντηρεί με δικά του έξοδα Δημοτικά Σχολεία γιατη μόρφωση του λαού. Από την υποχρέωση αυτή των δήμων προέκυψε και η ονομασία αυτού του σχολείου «Δημοτικό Σχολείο». Σύμφωνα με το άρθρο 6 η φοί­τηση ήταν επτάχρονη και υποχρεωτική. «Όλοι οι εις δήμον, έχοντα δημοτικόν σχολείον, ανήκοντες παίδες από του 5ου συμπληρωμένου μέχρι του 12ου  συμπεπληρωμένου έτους της ηλικίας των χρεωστούν να φοιτώσιν εις το σχολείον». Η διάταξη αυτή ουδέποτε εφαρμόστηκε και κατά την Οθωνική περίοδο η φοίτηση ήταν κυρίως τετραετής. Ο Νόμος προέβλεπε ίδρυ­ση σχολείων μόνο για κορίτσια, όπου αυτό ήταν δυνατόν. Και σ’ αυτά δί­δασκαν μόνο δασκάλες.
  • Τη Μέση εκπαίδευση που οργανώθηκε με το Νόμο 31 Δεκεμβρίου 1836/12 Ιανουαρίου 1837 «Περί διοργανισμού των Ελληνικών σχολείων και Γυμνασίων» και προοριζόταν αποκλειστικά και μόνο για αγόρια. Ήταν οργανωμένη σε δύο κύκλους:

α) Το Τριτάξιο Ελληνικό Σχολείο ή Σχολαρχείο, στο οποίο εισάγονταν στην αρχή χωρίς εξετάσεις και αργότερα με εξετάσεις (Διάταγμα 26.8.1867), όσοι είχαν τελειώσει τουλάχιστον την τετάρτη τάξη του Δημοτικού), συνήθως ηλικίας από 8-9 έως 11-12 ετών. Τη διοίκηση του σχολείου αυτού την είχε αναλάβει ο Σχολάρχης (διευθυντής) και ο σύλλογος των Ελληνοδιδασκάλων. Από το όνομα του Διευθυντή (Σχολάρχη) το «Ελληνικό» σχολείο ονομάστηκε και Σχολαρχείο. Τα πρώτα χρόνια οι Ελληνοδιδάσκαλοι έπρεπε να είναι απόφοιτοι Γυ­μνασίου. Μετά την ίδρυση του πανεπιστημίου 1837 αυτοί και οι Κα­θηγητές Γυμνασίων έπρεπε να έχουν τελειώσει το Πανεπιστήμιο. Για την ίδρυση και συντήρηση των Ελληνικών σχολείων υπεύθυνο ήταν το Κράτος, σε αντίθεση με τα Δημοτικά, τα οποία τα είχε αναθέσει στους δήμους.

β) Το Τετρατάξιο Γυμνάσιο στο οποίο εισάγονταν με εξετάσεις οι από­φοιτοι του Ελληνικού Σχολείου.

  • Την Ανωτάτη Εκπαίδευση, δηλαδή το Πανεπιστήμιο Αθηνών που ιδρύθηκε με το Νόμο της 14.4.1837, με τέσσερις σχολές (Θεολογίας, Νο­μικής, Ιατρικής και της Φιλολογίας και άλλης Εγκυκλίου Παιδείας) διάρ­κειας 3 – 4 χρόνων, στο οποίο εισάγονταν ελεύθερα οι απόφοιτοι του Γυ­μνασίου και από το οποίο εξέρχονταν με εξετάσεις.

Στην Κόρινθο προεπαναστατικά λειτουργούσε Ελληνική Σχολή με Σχολάρχη τον Ιερομόναχο Ιωασάφ τον Βυζάντιο από το έτος 1815 έως 1819. Το έτος 1822 λειτουργούσε σχολείο για τα κοινά γράμματα. Κατά το τρίμηνο Μαΐου – Ιουλίου 1829 άρχισε η λειτουργία της αλληλοδιδακτικής σχολής Κορίνθου μέχρι τον Ιούλιο του 1830 με δάσκαλο τον Γεώργιο Κοντοπούλη. Στα μέσα του 1830 συστάθηκε Ελληνικό Σχολείο, το οποίο μάλλον λειτούργησε μέχρι το Φεβρουάριο του 1831. Τα παραπάνω στοιχεία πήραμε από το βιβλίο του αειμνήστου Αδάμ Γ. Αθουσάκη με τίτλο «Η Εκπαίδευση στην Αργολίδα, Κορινθία και Μεγαρίδα κατά την Καποδιστριακή Περίοδο (1828-1832)».

Σύμφωνα με το Νόμο για τη Στοιχειώδη Εκπαίδευση του 1834 ιδρύθηκε Δημοτικό Σχολείο αρρένων στην Κόρινθο με διδάσκαλο τον Ξάνθη Ιωάννη, ο οποίος μετατέθηκε από το Δημοτικό  Σχολείο Μεγάρων με μηνιαίο μισθό 90 δρχ. (40 δρχ. από το Εκκλ. Ταμείο μέχρι το τέλος του έτους 1839 και 50 από το δημοτικό Ταμείο). Άρχισε να λειτουργεί από τις 22 Σεπτεμβρίου 1837.

Στεγάστηκε σε διδακτήριο που κτίστηκε επί Ιωάννη Καποδίστρια, όταν ήταν Διοικητής Κορινθίας ο Αναγνώστης Κονδάκης. Στις 15.5.1835 απαιτούντο για την τελειοποίηση του Σχολείου 5-6000 δρχ. Σ’ αυτό υπηρέτησαν εκτός του Ξάνθη Ιωάννη, και οι Βελτίων Γεώργιος, Πανταζίδης Δημήτριος και άλλοι.

Στις 20.1.1842 ιδρύθηκε το Β’ Δημοτικό Σχολείο στο Δήμο Κορίνθου με έδρα το Τρανό Ζευγολατειό και Διδάσκαλο τον Αναστάσιο Αργυρό­πουλο. Υπηρέτησαν και οι Στάμου Ιωάννης, Παππαδάκης Εμμανουήλ, Φραγκόπουλος Κωνσταντίνος, Θεοδοσιάδης Γεώργιος και άλλοι.

Στις 26 Απριλίου 1842 ιδρύθηκε το Γ’ Δημοτικό Σχολείο Βόχας με διδάσκαλο το Στάμου Ιωάννη με έδρα το Κοκκώνι, μετέπειτα το Ιμπραΐμπεη (Κρήνες) και Χατζή Μουσταφά (Ευαγγελίστρια). Υπηρέτησαν σ’ αυτό και οι Πύρρου Δ. Αθανάσιος, Χρυσοχόου Νι­κόλαος, Χαρ. Δημητριάδης και το Σχολικό έτος 1865-66 οι Κωνσταντίνος Δαμα­σκηνός και Ιωάννης Σαρίδης και έδρα το Βέλλο.

Το Σχολικό έτος 1864-65 λειτουργούσε στη Νέα Κόρινθο και Δημοτικό Σχολείο Κορασιών με δασκάλα την Κυριακούλα Αρακτάκη.

 

Ίδρυση Ελληνικού Σχολείου Κορίνθου

 

Ο Ακροκόρινθος και η πόλη της Κορίνθου, Á. Geyer, 1858

Ο Ακροκόρινθος και η πόλη της Κορίνθου, Á. Geyer, 1858

Το Σεπτέμβριο του έτους 1836 ο Χαράλαμπος Παμπούκης έλαβε από το υπουργείο απεριόριστη άδεια από το Σχολαρχείο Πατρών και ήρθε στην Κόρινθο για οικιακές του υποθέσεις. Στις 10 Νοεμβρίου 1836 συμφώνησε με την τριμελή ιδιωτική Επιτροπή από τους πολίτες της Κορίνθου Σταύρο Καμπερόπουλο, Ευθύμιο Κανελλόπουλο και Μιχαήλ Κορδογιαννόπουλο να σχολαρχήση στη για πρώτη φορά συνιστώμενη ελληνική Σχολή Κορίν­θου με ετήσιο μισθό 3.600 δρχ. και παραχώρηση οικήματος.

Στη συνέχεια το Δημοτικό Συμβούλιο Κορίνθου, Σταυρός Καμπερόπουλος Δήμαρχος, Δημήτριος Ορφανός Πρόεδρος, Γεώργιος Γιαννόπουλος πρωτοκολλιστής, Γεώργιος Νοταράς, Ευθύμιος Κανελλόπουλος, Μήτρος Ηλιόπουλος και Γεώργιος Λύκος μέλη, με την 75/14.12.1836 πράξη του επιφόρτιζε τον Πρόεδρο «να μεταβή εις την καθέδραν και εξαιτήση όθεν ανήκει εν ονόματι της Κοινότητος του Δήμου Κορίνθου ένα ανάλογον ετήσιον πόρον υπέρ της διατηρήσεως της αυτής Σχολής».

Με το από 8/20 Ιανουαρίου 1837 Β.Δ. εγκρίθηκε να χορηγείται από το Εκκλησιαστικό Ταμείο στο εν Κορίνθιο δημοσυντήρητο Ελληνικό Σχο­λείο, μηνιαία βοήθεια 150 δρχ.

Σ’ αυτό φοίτησαν πολλοί μαθητές και μάλιστα ξένοι από γειτονικές περιοχές και προόδευσε πάρα πολύ. Πράγματι στις εξετάσεις που διενερ­γήθηκαν στις 10-12 Οκτωβρίου 1837 εξετάστηκαν συνολικά και στις τρεις τάξεις 44 μαθητές (7 Γ’, 18 Β’ και 19 Α’). Απ’ αυτούς 25 ήταν Κορίνθι­οι. Η Σχολή αυτή κινδύνευσε να διαλυθεί, γιατί οι δημότες ήταν λίγοι και άποροι και δεν ήσαν σε θέση να συνεισφέρουν τις υπόλοιπες 150 δραχμές κατά μήνα, που είχαν συμφωνήσει. Γι’ αυτό το Δημοτικό Συμβούλιο Κωνσταντίνος Δημητριάδης Δήμαρχος, Γεώργιος Νοταράς Πρόεδρος και μέλη Σταύρος Νικολάου, Σταύρος Καμπερόπουλος, Ν. Αρβανιτάκης, Μιχαήλ Κορδογιαννόπουλος και ο πρωτοκολλιστής Αναγνώστης Κοκορώπης με την 36/11.9.1838 πράξη του ομόφωνα αποφάσισε α) να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του στο βασιλιά, ότι μπόρεσε να συνδράμει την Ελληνική Σχολή με 150 δρχ. κατά μήνα, β) να συμπεριλάβει και τη σχολή αυτή, που ήταν σχολή όλης της Επαρχίας στις διατηρηθησόμενες με δαπάνη της Κυ­βερνήσεως και γ) να συνεισφέρει «του λοιπού ως μέχρι σήμερον τας 150 δραχμάς κατά μήνα, να ευαρεστηθή να συμπληρώση και τα ελλείποντα εις την διατήρησιν αυτής κατά τον περί Ελληνικών Σχολείων εκδοθησόμενον οργανισμόν».

Επίσης οι επίτροποι της Σχολής Αριστείδης Ρένδης και Σταύρος Νι­κολάου με το από 3 Ιουλίου 1839 έγγραφό τους ζήτησαν από το Υπουρ­γείο την εξ ολοκλήρου, 300 δρχ. μηνιαίως, πληρωμή του μισθού του «κατά πάντα λόγον αξιέπαινου Σχολάρχη Χαράλ. Παμπούκη» γιατί διαφορετικά θα διαλυθεί η σχολή, επειδή οι δημότες ήσαν λίγοι και οι γονείς των μα­θητών αδυνατούσαν να πληρώσουν τις υπόλοιπες 150 δρχ. κατά μήνα.

Σημειώνουμε, ότι από το έτος 1834 έως το 1840 ο δήμος Κορίνθου αποτελείτο από την Κόρινθο, Εξαμίλια, το Περιγιάλι και τις Κεχρεές. Είχε συνολικά 216 οικογένειες και 825 κατοίκους. Την περίοδο αυτή είχαν συσταθεί και οι δήμοι: α) Αιγιαλείας με πρωτεύουσα το Τρανό Ζευγολατειό και περιελάμβανε τα χωριά Κυπαρίσσι, Χασάναγα (Βοχαϊκό), Χατζή Μου­σταφά (Ευαγγελίστρια), Ιμπραΐμπεη (Κρήναι), Βέλλον και Πουλίτσα. Είχε 199 οικογένειες και 811 κατοίκους και β) Απίας με πρωτεύουσα τα Βραχατέϊκα. Περιελάμβανε και τα χωριά Άσσο, Μπόσνα και Αζίζι, Βαλίδι και Βαρελλά, Κοκκώνι και Νεράντζα με 152 οικογένειες και 579 κατοίκους.

Οι τρεις αυτοί δήμοι το 1840 συγχωνεύτηκαν σε ένα, στο δήμο Κο­ρίνθου Β’ τάξεως. Μέχρι το 1912 περιελάμβανε τα χωριά που ανήκουν σή­μερα στους τέσσερις δήμους α) Κορίνθου, β) Άσσου – Λεχαίου, γ) Βόχας και δ) Ζευγολατειού, εκτός από το χωριό Στιμάγκα που ανήκε στο δήμο Νεμέας.

Ο Σχολάρχης Χαρ. Παμπούκης με την από 9 Ιουλίου 1839 αναφο­ρά του παρακαλούσε το Υπουργείο «να ευαρεστηθή ν’ αναγνώριση την σχολή ταύτην, ως σχολήν όλης της επαρχίας, και να την μισθοδοτή ολο­σχερώς εκ του Δημοσίου, τουλάχιστον ως ώριζε την ιδική μου μόνον μισθοδοσίαν, διότι άλλως είναι αδύνατον, ως πολλάκις ερρέθη, να διατηρηθή η Σχολή αυτή».

Ο Παμπούκης υπηρέτησε στο Σχολαρχείο Κορίνθου από 17.12.1836 μέχρι το 4/16 Σεπτεμβρίου του 1841, οπότε μετατέθηκε στο Γυμνάσιο Ναυπλίας.

Επειδή υπήρξε φιλόπονος και ενθουσιώδης Εκπαιδευτικός και δια­κρινόταν για την ευρεία φιλολογική και φιλοσοφική του μόρφωση, τις ευγενείς ιδέες, τα υψηλά φρονήματα, τον αγνό πατριωτισμό του και την με­γάλη αφοσίωση στην αποστολή την οποία είχε αναλάβει να μορφώσει την σπουδάζουσα νεολαία, κρίνουμε σκόπιμο να αναφέρουμε μερικά βιογρα­φικά στοιχεία.

Γεννήθηκε το 1805 στην Κωμόπολη Χαλκιάνικα του δήμου Νωνάκριδος της Επαρχίας Καλαβρύτων. Ήταν αδελφός του Ιερομόναχου Νικηφό­ρου Παμπούκη, γνωστού Διδασκάλου, φιλικού και αγωνιστή κατά τον Εθνικό αγώνα του 1821.

Μαθήτευσε κατ’ αρχάς σε διάφορα Σχολεία της Ελλάδος υπό την επί­βλεψη του αδελφού Νικηφόρου (το 1815 στο Σχολείο Άργους, και από το 1815-19 ιδιωτικώς στην Ύδρα). Το Νοέμβριο του 1819 καταδιωκόμενοι αυτός και ο αδελφός του Νικηφόρος από τους Τούρκους κατέφυγαν στην Πίζα της Ιταλίας. Στο εκεί Πανεπιστήμιο, σπούδασε φιλοσοφία και κλασ­σική φιλολογία μέχρι τον Ιούλιο του 1824.

Εκεί γνωρίστηκε δια μέσου του αδελφού του με τους φιλικούς Τσα­κάλωφ και Αναγνωστόπουλο. Αγωνίστηκε με την πολυάριθμο οικογένεια των αδελφών του και άλλων συγγενών τον κοινόν υπέρ πατρίδος αγώνα. Για την δράση του τι­μήθηκε με το «αργυρούν νομισματόσημον» στις 20 Μαΐου 1843 (ΓΑΚ Αρι­στεία Φ 181).

Διετέλεσε Διευθυντής των Ελληνικών Σχολείων Αίγινας 1827-29, Άμφισ­σας 1829-31, Καλαβρύτων 1832-35, Πατρών 1835-1837, Κορίνθου 1837 έως Σεπτέμβριο 1841.

Μετατέθηκε στο Γυμνάσιο Ναυπλίας και δίδαξε μέχρι το 1844, οπότε προήχθη σε Γυμνασιάρχη του ιδίου Γυμνασίου, το οποίο διεύθυνε 18 χρό­νια μέχρι το Σεπτέμβριο του 1862, οπότε παραιτήθηκε της υπηρεσίας.

Συνέγραψε διάφορα βιβλία, μεταξύ των οποίων Γραμματική και το περί Ρητορικής και Ρητορείας περισπούδαστο βιβλίο του. Διεκρίνετο για τη δεινή ευγλωττία του, όπως ο αδελφός του Νικηφόρος. Ήταν δημότης του δήμου Σικυώνος και η οικογένειά του διέμεινε στο Κιάτο. Απεβίωσε στο Ναύπλιο το 1878.

Στο Ελληνικό Σχολείο Κορίνθου μετά τον Χαρ. Παμπούκη και μέχρι το Σχολικό έτος 1857-58 υπηρέτησαν οι Ελληνοδιδάσκαλοι: Οικονομίδης Ιωάννης, Ολύμπιος Χαράλαμπος, Μυρτίλος I. Στέφανος, που μετατέθηκε από το Ελληνικό Σχολείο Τρικάλων, Δημητρίου Ιωάννης, Αντωνιάδης Αντώνιος και από το Σχολικό έτος 1852-53 μέχρι και το Σχολικό έτος 1857-58 ο Αποστολίδης Γεώργιος.

 

Λειτουργία του Σχολείου το Σχολικό έτος 1857-58

 

Στον έλεγχο του αποτελέσματος των δημοσίων εξετάσεων που έγιναν τον Ιούνιο του 1858 αναγράφονται ότι:

α) Διευθυντής του Ελληνικού Σχολείου ήταν ο Γ. Αποστολίδης.

β) Γράφτηκαν 53 μαθητές ηλικίας 10-19 ετών. Απ’ αυτούς οι 38 ήταν ηλικίας 13-16 ετών.

γ) Κατάγονταν από την Κόρινθο 22 και 5 από τα χωριά του δήμου (3 Ζευγολατειό και 2 από το Χασάναγα (Βοχαϊκό). Οι υπόλοιποι κα­τάγονταν από τους άλλους δήμους της Κορινθίας.

δ) Οι γονείς των μαθητών ασκούσαν κυρίως το επάγγελμα του κτηματία και γεωργού, 4 ήσαν παιδιά ιερέων.

ε) Από τους 53 μαθητές ήσαν παρόντες και εξετάστηκαν οι 21.

Απουσίαζαν οι 32 (3 λόγω ασθένειας και 29 μαθητές είχαν διακόψει από της 9 Φεβρουαρίου 1858 που έγινε ο καταστρεπτικός σεισμός και είχαν πάει στα χωριά τους. Από τους 21 προήχθησαν από τάξη σε τάξη 15 και έλαβαν απολυτή­ρια 2 με βαθμό προόδου 3 κάλλιστα, 4 λίαν καλώς και 10 καλώς.

Στην έκθεσή του ο Γ. Αποστολίδης Σχολάρχης ανέφερε ότι παρέδωσε την παρελθούσα θερινή εξαμηνία ακόμη και 4 μαθήματα: (Γενική Ιστορία και Γαλλικά στην Γ’ τάξη, Νέα Διαθήκη στην Β’ και Ιερά Ιστορία στην Α’, τα οποία λόγω των περιστάσεων του σεισμού είχαν παραλειφθεί από το πρόγραμμα πού είχε υποβάλει στις 14 Απριλίου).

Επίσης ανέφερε ότι λόγω της καλοκαιρίας παρέδωσε τα μαθήματα στον Πρόναο (Χαγιάτι) της Εκκλησίας και ότι δεν είναι δυνατόν να συνε­χιστή η παράδοση των μαθημάτων στο ύπαιθρο. Παρακαλούσε να ληφθεί πρόνοια για κατάστημα και για το υλικό του Σχολείου.

Στην έκθεσή του το ένα μέλος της Εφορείας του Σχολείου Σωτήριος Θρόνος δικηγόρος στο Υπουργείο ανέφερε ότι:

α) Λόγω τού σεισμού οι παραδόσεις των μαθημάτων έγιναν έξωθεν του Καθολικού Ναού της Πόλεως, στο ύπαιθρο.

β) Λόγω ελλείψεως υλικού μερικά μαθήματα παρεδόθηκαν ατάκτως.

γ) Οι περισσότεροι μαθητές 29 ανεχώρησαν από της ημέρας του σεισμού και ως εκ τούτου δεν παραβρέθηκαν στις εξετάσεις.

δ) Είναι ανάγκη να ανεγερθεί κατάστημα στην Νέα πόλη, για να μη μεί­νουν αδίδακτοι οι μαθητές το επόμενο σχολικό έτος.

ε) Είναι απολύτως αναγκαίο να συσταθεί Τακτικό (Κανονικό) σχολαρχείο στην Νέα Πόλη, καθόσον με αυτό θα προοδεύση και ο Συνοικι­σμός της Νέας Πόλεως.

Το Ελληνικό Σχολείο λόγω του σεισμού και της δημιουργίας του Συ­νοικισμού στη Νέα Κόρινθο δεν λειτούργησε από τον Ιούλιο του 1858 μέ­χρι το τέλος Νοεμβρίου 1859, επί 16 μήνες. Επαναλειτούργησε στην Νέα Κόρινθο το Δεκέμβριο του 1859 με σχο­λάρχη τον Αργύριο Γραμματά.

Ο Έπαρχος το Φεβρουάριο του 1860 ανέφερε στο Νομάρχη, ότι πα­ραβρέθηκε στις εξετάσεις της πρώτης εξαμηνίας και το αποτέλεσμα ήταν ευάρεστον, γιατί οι μαθητές αν και πριν δύο μήνες είχαν αρχίσει τα μαθή­ματα έδειξαν αρκετή πρόοδο.

Στην έκθεσή του που υπέβαλε τον Ιούλιο 1860 για το σχολικό έτος 1859 – 60 ο Αργύριος Γραμματάς ανέφερε ότι:

α) Τα μαθήματα άρχισαν το Δεκέμβριο του 1860 και η πρόοδος των μα­θητών ήταν «ου μικρά».

β) Φοίτησαν 15 μαθητές

γ) Το κατάστημα του Σχολείου ήταν άθλιο γιατί στεγαζόταν σε εργα­στήριο επίμηκες, απάτωτο, ανοικτό σε κάθε άνεμο και το χειμώνα ήταν αδύνατο να εργαστεί κάποιος σ’ αυτό. Υπέβαλε μαζί με τον κατάλογο των 15 φοιτησάντων μαθητών και το πρόγραμμα των μαθημάτων της χειμερινής εξαμηνίας του σχολικού έτους 1860 -61.

Ο Σχολάρχης Αργύριος Γραμματάς δίδασκε 21 ώρες στην Α’ τάξη τα μαθήματα.

α) Ελληνικά από τον Α’ τόμο Χρηστομάθειας Ραγκαβή και Στράβω­νος Γεωγραφικά 6 ώρες.

β) Γραμματική Γενναδίου 6 ώρες

γ) Αριθμητική Γεράκη 3 ώρες,

δ) Ιστορία Παλαιάς Διαθήκης Γενναδίου 3 ώρες και

ε) Γεωγραφία Ελλάδος και Τουρκίας I. Κοκκώνη 3 ώρες.

Και 24 ώρες τη Β’ τάξη τα μαθήματα:

α) Ελληνικά 6 ώρες,

β) Γραμματική 6 ώρες,

γ) Αριθμητική 3 ώρες,

δ) Ιστορία Νέας Διαθήκης 3 ώρες,

ε) Γεωγραφία Ευρώπης 3 ώρες και

στ) Ιστορία αρχαία (ιδίως της Ελλάδος) 3 ώρες.

Τις 45 ώρες την εβδομάδα θα δίδασκε ο Σχολάρχης από Δευτέρα ως και Σάββατο από τις 8 το πρωί μέχρι τις 4 το απόγευμα.

Λειτουργία του Σχολείου το Σχολικό έτος 1860-61

Στον έλεγχο του αποτελέσματος των γενικών εξετάσεων που έγιναν τον Ιούνιο 1861 τον οποίο υπέγραψαν ο Ελληνοδιδάσκαλος Γραμματάς και τα μέλη της Εφορείας Σταύρος Καμπερόπουλος Δήμαρχος, ο Σωτήριος Κόντης ιερέας και ο Σωτήριος Θρόνος δικηγόρος αναγράφονται ότι:

α) Γράφτηκαν 39 μαθητές ηλικίας 11-16 ετών. Απ’ αυτούς οι 30 είχαν ηλικία 12-14 ετών.

β) Κατάγονταν από την Κόρινθο 20 και 6 από τα χωριά του δήμου (Ζευγολατειό 3, Ιμπραΐμπεη 2, Εξαμίλια 1 και οι άλλοι από τους πλη­σιέστερους δήμους).

γ) Από τους 39 ήσαν παρόντες και εξετάστηκαν 33 προήχθησαν από τά­ξη σε τάξη 26 με βαθμό προόδου 7 κάλλιστα, 11 Λίαν καλώς και 8 Καλώς.

Η Εφορευτική Επιτροπή ανέφερε στο Υπουργείο ότι:

α) Ο Σχολάρχης παρέδωσε ακόμη έκτος από τα κανονισμένα μαθήματα στη Β’ τάξη και συντακτικό.

β) Λόγω της επιμέλειας και του ευμέθοδου τρόπου διδασκαλίας του προέκυψε αποτέλεσμα που ευχαρίστησε τους δημότες, οι οποίοι εξέ­φρασαν την ευαρέσκειά τους.

γ) θεωρούσε απολύτως αναγκαίο να συσταθεί τακτικό Σχολαρχείο ή τουλάχιστον να διοριστεί, βοηθός, γιατί ο υπάρχων ελληνοδιδάσκα­λος δεν μπορεί να επαρκέσει για τη διδασκαλία 2 και 3 τάξεων, κα­θόσον ο αριθμός των μαθητών αυξάνει συνεχώς. Η σύσταση θα συν­τέλεση στην ανάπτυξη κα πρόοδο της Νέας Κορίνθου, για την οποία πάντοτε μεριμνά η Κυβέρνηση,

δ) Το κατάστημα του Σχολείου είναι εντελώς ακατάλληλο, γιατί ούτε τα απαιτούμενα δωμάτια των παραδόσεων έχει, ούτε την ανάλογη ευρυ­χωρία, γι’ αυτό είναι ανάγκη να μεταστεγαστεί. Τέλος παρακαλεί το Υπουργείο να παραχώρηση τα αναγκαία βιβλία, γιατί στερείται τοιούτων.

Τα ίδια περίπου ανέφερε και ο Έπαρχος και ζητούσε και αυτός να συσταθεί Κανονικό Σχολαρχείο με τις 3 τάξεις και τρεις Ελληνοδιδάσκα­λους γιατί στην επαρχία υπήρχαν δύο άλλα Ελληνικά Σχολεία (Τρικάλων και Ζάχολης) τα οποία κάθε χρόνο θά χορηγούν ικανό αριθμό μαθητών. Σ’ αυτό θα φοιτήσουν και μαθητές από τις γειτονικές επαρχίες ένεκα της ευκολίας της συγκοινωνίας.

Σημειώνουμε ότι το Ελληνικό Σχολείο Τρικάλων συστάθηκε το έτος 1840 και ήταν Διδάσκαλος ο Στέφανος I. Μυρτίλος που το 1844 μετατέθηκε στο Ελληνικό Σχολείο Κορίνθου. Το 1846 υπηρετούσε ο Π. Γεωργιάδης και το Σχολικό έτος 1860-61 οι Γ. Στυμφαλιάδης και Σπ. Μαράτος.

Το Σχολικό έτος 1860-61 υπηρετούσε στο Ελληνικό Σχολείο Ζάχολης ο Ελληνοδιδάσκαλος Γεώργιος Σταμπόλης.

Πραγματικά συστάθηκε κανονικά Ελληνικό Σχολείο στην Νέα Κόριν­θο και το Σχολικό έτος 1863-64 υπηρετούσαν οι Κ. Λεόντιος Σχολάρχης και οι Ελληνοδιδάσκαλοι Αργ. Γραμματάς και Π. Παπαζυμούρης.

Το Σχολικό έτος 1865-66 δίδασκαν στην Γ’ τάξη ο Σχολάρχης Αργ. Γραμματάς 31 ώρες, ο Ιερώνυμος Οικονόμου στη Β’ και ο Αλ. Γεωργιά­δης, στην Α’ τάξη, από 29 ώρες. Είχε σφραγίδα με γύρωθεν τις λέξεις «ΣΧΟΛΑΡΧΕΙΟΝ ΕΝ ΚΟΡΙΝΘΩ».

Στο Ελληνικό Σχολείο Κορίνθου φοιτούσαν μαθητές που είχαν τε­λειώσει την Δ’ τάξη των δημοτικών που λειτουργούσαν στην επαρχία Κορινθίας. Το 1861 λειτουργούσαν 33 σχολεία αρρένων στους 11 δήμους και 4 κορασιών στα οποία υπηρετούσαν αντίστοιχα 33 δάσκαλοι και 4 δασκάλες. Φοιτούσαν 1641 μαθητές και 151 μαθήτριες.

Οι μαθητές που τελείωναν το Ελληνικό Σχολείο φοιτούσαν ύστερα από εξετάσεις ως επί το πλείστον στο Γυμνάσιο Ναυπλίου και στα Γυμνά­σια Αθηνών και Πατρών μέχρι το έτος 1873 που άρχισε να λειτουργεί το Γυμνάσιο Κορίνθου. Ιδρύθηκε τον Απρίλιο του 1872 και εγκαινιάστηκε παρουσία του τότε Κορίνθιου Υπουργού Εκκλ. και Δημοσίου Εκπ/σεως Ανδρέα Νοταρά.

Το Ελληνικό Σχολείο Κορίνθου λειτούργησε από το Δεκέμβριο του 1836 μέχρι Ιούλιο 1858 στην Παλαιά Κόρινθο και από το Δεκέμβριο 1859 μέχρι τα τέλη του Σχολικού έτους 1927-28 στη Νέα Κόρινθο, οπότε καταρ­γήθηκε, γιατί λειτούργησε το εξαετές Γυμνάσιο. Στα 90 χρόνια της λει­τουργίας του προσέφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες στην σπουδάζουσα Νεολαία της Επαρχίας Κορινθίας.

Υποσημείωση


[1] Η παρούσα ανακοίνωση είναι μέρος ολοκληρωμένης εργασίας της κόρης μου Ζωής Ξεν. Ηλία και δικής μου που έχει τίτλο «Η Εκπαίδευση στην επαρχία Κορινθίας την Οθωνική περίοδο (1833-1862) και η οποία θα δημοσιευθεί μελλοντικά ολόκληρη, όπου θα αναφερθούν λεπτομερώς και οι πηγές.

 

Ξενοφών Χρ. Ηλίας

Επίτ. Σχολικός Σύμβουλος  Α/θμιας Εκπαιδεύσεως

 «Το Ελληνικό σχολείο της Κορίνθου από το έτος 1857 έως 1861»

Πρακτικά Η’ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, Κόρινθος 26-28 Σεπτεμβρίου 2008

Αφιέρωμα στην Αιώνια Κόρινθο, Ανάτυπο, Αθήναι, 2010

 


Στο:Άρθρα - Μελέτες - Εισηγήσεις, Εκπαίδευση Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, Greek school, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Εκπαίδευση, Εκπαιδευτικός, Ελληνικό Σχολείο, Ηλίας Χρ. Ξενοφών, Ιστορία, Κόρινθος, Πολιτισμός

3η Σεπτεμβρίου 1843 – Εκλογή εκλεκτόρων και πληρεξουσίων των Επαρχιών Άργους, Κορινθίας και Ναυπλίας

$
0
0

3η Σεπτεμβρίου 1843 – Εκλογή εκλεκτόρων και πληρεξουσίων των Επαρχιών Άργους, Κορινθίας και Ναυπλίας. Ξενοφών Χρ. Ηλίας, Σχολικός Σύμβουλος Πρωτοβάθμιας Εκπ/σης ε.τ. και Ζωή Ξεν. Ηλία, Δασκάλα.


 

Ένας σημαντικός σταθμός στην πορεία του Συνταγματικού βίου της χώρας μας είναι η Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, κατά την οποία λαός και στρατός ξεσηκώθηκαν και απαίτησαν από το βασιλιά Όθωνα Σύνταγμα, ώστε να δοθεί τέλος στην απολυταρχική διακυβέρνηση που είχε επιβάλει η βαυαρική δυναστεία. Πρωταγωνιστές της επανάστασης της 3ης Σεπτεμβρίου ήταν οι Γιάννης Μακρυγιάννης, Ανδρέας Μεταξάς και ο συνταγματάρχης Δημήτριος Καλλέργης, οι οποίοι με τη βοήθεια πολλών άλλων πολιτικών και στρατιωτικών προετοίμασαν την Επανάσταση, με αποτέλεσμα τα ξημερώματα της 3ης προς την 4η Σεπτεμβρίου στρατός και λαός να περικυκλώσουν τα ανάκτορα και να απαιτήσουν από το Βασιλιά την παραχώρηση Συντάγματος.

Δημήτριος Καλλέργης. Φωτογραφία του Γάλλου André-Adolphe-Eugène Disdéri (1819-1890), Παρίσι 1865.

Δημήτριος Καλλέργης. Φωτογραφία του Γάλλου André-Adolphe-Eugène Disdéri (1819-1890), Παρίσι 1865.

Ο Όθωνας κάτω από την πανελλήνια απαίτηση αναγκάστηκε να υπογράψει τα σχετικά Διατάγματα, ώστε να δρομολογηθούν οι διαδικασίες για την εκλογή πληρεξουσίων, οι οποίοι θα έπαιρναν μέρος στην Εθνοσυνέλευση για την κατάρτιση και ψήφιση του Συντάγματος του 1844. Επειδή όμως δεν υπήρχε νομοθετικό πλαίσιο για την εκλογή πληρεξουσίων χρησιμοποιήθηκε το νομοθετικό πλαίσιο του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια που εφαρμόστηκε στην εκλογή πληρεξουσίων για τη Δ΄ Εθνοσυνέλευση του Άργους το 1829.

Το Νομοθετικό πλαίσιο του Καποδίστρια για την εκλογή πληρεξουσίων προέβλεπε στην πρώτη φάση την εκλογή εκλογέων (εκλεκτόρων) κάθε χωριού ή πόλης, οι οποίοι στη συνέχεια πήγαιναν στην πρωτεύουσα της Επαρχίας και έπαιρναν μέρος στην Επαρχιακή Συνέλευση για την εκλογή πληρεξουσίων (βουλευτών) που θα συμμετείχαν στην Εθνοσυνέλευση. Με βάση το νομοθετικό αυτό πλαίσιο έγινε και η ανάδειξη των εκλογέων των χωριών και κωμοπόλεων των Επαρχιών Άργους, Κορινθίας και Ναυπλίας.

Δικαίωμα ψήφου είχαν οι αυτόχθονες πολίτες που κατοικούσαν σε κάθε χωριό ή πόλη, καθώς και οι μέτοικοι από τις τουρκοκρατούμενες περιοχές που είχαν συμπληρώσει την ηλικία των 25 ετών και είχαν κάποια κινητή ή ακίνητη περιουσία. Οι υποψήφιοι για το αξίωμα του πληρεξουσίου έπρεπε να έχουν ηλικία τουλάχιστον 30 ετών και να έχουν εισόδημα τριπλάσιο του εισοδήματος των εχόντων δικαίωμα ψήφου.

Μεταξάς Π. Ανδρέας

Μεταξάς Π. Ανδρέας

Ο αριθμός των εκλογέων που αναδείκνυε κάθε χωριό ή πόλη ήταν ανάλογος του αριθμού των οικογενειών του χωριού ή της πόλης. Ένα χωριό, για να εκλέξει εκλογείς, θα έπρεπε να κατοικείται από τουλάχιστον 15 οικογένειες. Με 15-50 οικογένειες αναδείκνυε έναν εκλογέα, με 50 – 100 οικογένειες δύο εκλογείς, με 100 – 200 τρεις και για κάθε προστιθέμενη εκατοντάδα οικογενειών αυξανόταν ο αριθμός των εκλογέων κατά έναν.

Ο αριθμός των υποψηφίων εκλογέων κάθε χωριού ήταν τετραπλάσιος του αριθμού των εκλογέων που έπρεπε να σταλούν στην Επαρχιακή Συνέλευση για την εκλογή πληρεξουσίων. Δηλαδή, αν ένα χωριό όφειλε να αναδείξει έναν εκλέκτορα για την επαρχιακή συνέλευση, θα έπρεπε ο κατάλογος των υποψηφίων εκλογέων που συνέτασσαν τα πέντε γεροντότερα μέλη της τοπικής συνέλευσης να περιέχει τέσσερις υποψηφίους, ενώ οι πολίτες καλούνταν να επιλέξουν με την ψήφο τους τον υποψήφιο της αρεσκείας τους. Εκείνος που έπαιρνε περισσότερες ψήφους ανάμεσα στους τέσσερις υποψηφίους πήγαινε ως εκλέκτορας του χωριού στην Επαρχιακή Συνέλευση.

Ο χώρος που διεξάγονταν οι εκλογές ήταν η εκκλησία του χωριού ή της κωμόπολης και ακολουθείτο η παρακάτω διαδικασία. Μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας και παρουσία του ιερέα και του Δημοτικού Παρέδρου, δηλαδή του εκλεγμένου εκπροσώπου της Δημοτικής Αρχής κάθε χωριού, ο ιερέας που τελούσε τη Θεία Λειτουργία συνέτασσε τον κατάλογο των πολιτών που είχαν δικαίωμα ψήφου. Στη συνέχεια, ο ιερέας με το Ευαγγέλιο όρκιζε τους πολίτες με τον ακόλουθο όρκο, τον οποίο διάβαζε ο γεροντότερος της Συνέλευσης και τον επαναλάμβαναν οι πολίτες με ανυψωμένο το δεξί χέρι:

 

«Εν ονόματι της Παναγίας και Αδιαιρέτου Τριάδος ορκίζομαι ενώπιον του Θυσιαστηρίου του Θεού της Αληθείας να μη δώσω την ψήφον μου, ούτε διά φιλίαν, ούτε διά μίσος, ούτε διά φόβον ζημίας, ούτε δι’ ελπίδα προσωπικού κέρδους, αλλά κατά τη συνείδησίν μου και χωρίς καμμίαν προσωποληψίαν».

Μετά την ορκωμοσία οι πέντε γεροντότεροι πολίτες της συνάθροισης, παρουσία και του Παρέδρου, συνέτασσαν τον κατάλογο των υποψηφίων εκλογέων και στη συνέχεια άρχιζε η ψηφοφορία για την εκλογή των εκλεκτόρων.

Μετά το τέλος της ψηφοφορίας γινόταν η καταμέτρηση των ψήφων κάθε υποψηφίου και συντασσόταν το πρακτικό των αποτελεσμάτων της ψηφοφορίας, το οποίο υπογραφόταν από τον Πάρεδρο του χωριού, τον ιερέα και τα πέντε γεροντότερα μέλη που συνέταξαν τον κατάλογο των υποψηφίων εκλογέων. Αντίγραφο του πρακτικού έπαιρνε ο νόμιμος εκλογέας και πήγαινε στην πρωτεύουσα της Επαρχίας, για να λάβει μέρος στην εκλογή των πληρεξουσίων της Επαρχίας. Στην Επανάσταση έλαβε ενεργητικόν μέρος και ο εξ Άργους καταγόμενος ανθυπασπιστής Ιωάννης Ζεγκίνης του 2ου τάγματος Πεζικού [1].

 

Α΄ Πληρεξούσιοι Επαρχίας Άργους [2]

 

Οι εκλογές για την ανάδειξη των πληρεξουσίων της Επαρχίας Άργους έγιναν στον ιερό ναό του Αγίου Νικολάου Άργους στις 26 Σεπτεμβρίου 1843.

Μετά τη θεία Λειτουργία ο ιερέας Ηλιού Μασσουρίδης, αφού έψαλε τη δοξολογία, κατέστρωσε τον κατάλογο των παρόντων που είχαν δικαίωμα ψήφου πολιτών και χωρικών. Ο κατάλογος αυτός περιελάμβανε 1869 εκλογείς, από τους οποίους 30 ήταν εκλέκτορες από τα χωριά της Επαρχίας Άργους, που αναφέρονται παρακάτω.

Ακολούθως εκλέχτηκαν παμψηφεί ο β΄ Δημαρχικός Πάρεδρος του δ. Αργείων Γεώργιος Αλμπανόπουλος, Πρόεδρος της Συνέλευσης, και τα μέλη της πενταμελούς Επιτροπής, που ήταν οι: Ιωάννης Θεοδοσίου, Ιωάννης Σέκερης, Σταύρος Παπαλεξόπουλος, Ηλίας Ανυφιώτης και Θεόδωρος Μοθωνιός.

Οι εκλογείς και οι εκλέκτορες των χωριών εξέλεξαν ομοθυμαδόν απ’ ευθείας πληρεξουσίους για την Εθνική Συνέλευση τους Δημήτριο Περρούκα και Χρήστο Βλάσση.

Παραθέτουμε παρακάτω το πρακτικό εκλογής πληρεξουσίων με τα ονόματα μόνον των 30 εκλεκτόρων των χωριών της Επαρχίας Άργους. Λόγω στενότητας χώρου δεν είναι δυνατόν να δημοσιευτούν και οι άλλοι 1839 εκλογείς από την πόλη του Άργους.

«Εν ονόματι του Υψίστου Θεού και της Φιλτάτης Ημών Πατρίδος.

Την εικοστήν έκτην Σεπτεμβρίου του χιλιοστού οκτακοσιοστού τεσσαρακοστού τρίτου έτους, συνελθόντες οι υποφαινόμενοι κάτοικοι της Πόλεως και επαρχίας Άργους εν τω Ναώ του Αγίου Νικολάου, διά να εκλεχθώσιν οι πληρεξούσιοι της Επαρχίας, και μετά την θείαν Λειτουργίαν, αναγνωσθέντων κατά πρόσκλησιν ημών παρά του ιερουργήσαντος ιερέως Ηλιού Μασσουρίδου, του τε από της 3ης του μηνός τούτου Β. Διατάγματος περί Εθνικής Συνελεύσεως, και του υπ’ αριθ. 10049 Ψηφίσματος του Κυβερνήτου της Ελλάδος, και των συνημμένων αυτώ υπ’ αριθ. 10050 οδηγιών στηριζομένων επί του 17 Νόμου όπου ψαλείσης δοξολογίας, κατεστρώθη ο κατάλογος των παρόντων και εχόντων δικαίωμα ψήφου πολιτών και χωρικών.

Μετά δε ταύτα αναγνωσθέντος του καταλόγου αυτού και επικυρωθέντος παμψηφεί παρά της Συνελεύσεως έδωσαν όλοι οι προσυπογεγραμμένοι πολίται και εκλογείς των χωρίων τον διαγεγραμμένον όρκον εν τω 5 Κεφαλαίω των ειρημμένων οδηγιών. Ακολούθως εκλεχθέντος παμψηφεί του τε Προέδρου της Συνελεύσεως κυρίου Γεωργίου Αλμπανοπούλου και της πενταμελούς Επιτροπής Ιωάννου Θεοδοσίου, Ιωάννου Σέκερη, Σταύρου Παπαλεξόπουλου, Ηλιού Ανυφιώτου και Θεοδώρου Μοθωνιού. Και κατά το 6 άρθρ. των οδηγιών η Συνέλευσις, διά να μη βραδύνη η εκλογή των πληρεξουσίων δι εκείνης των εκλογέων, ήτις διά να εκπληρωθώσιν οι διαγεγραμμένοι τύποι εν ταις ρηθείσαις οδηγίαις, απήτει απέραντο διάστημα καιρού επί ματαίω, απεφάσισαν ομοθυμαδόν να εκλεχθώσιν απ’ ευθείας παρά του Λαού οι ειρημένοι πληρεξούσιοι και ούτως εξελέχθησαν παμψηφεί εν πλήρη ειρήνη  και ομονοία οι κύριοι Δημήτριος Περρούκας και Χρήστος Βλάσσης πληρεξούσιοι της Επαρχίας Άργους.

 

Ο Πρεσβύτερος ιερεύς                                  Ο Πρόεδρος της Συνέλευσης

Ηλίας ιερεύς Μασσουρίδης                             Γ. Αλμπανόπουλος

προς ους δίδεται πάσα πληρεξουσιότης διά να αντιπροσωπεύσωσιν αυτήν εις την διά του ρηθέντος από της 3 Σεπτεμβρίου τ.ε. Β. Διατάγματος προσεχώς γενησομένην Εθνικήν Συνέλευσιν και διαπραγματευθώσιν όλα τα αντικείμενα όσα καθυποβληθώσιν εις την συζήτησιν και απόφασιν αυτής, καθώς υπαγορεύουν τα αληθή δίκαια και συμφέροντα της Πατρίδος.

Διό εγένετο η παρούσα πράξις και υπεγράφη παρά του γεροντοτέρου ιερέως Ηλιού Μασσουρίδου του ειρημένου Ναού Αγίου Νικολάου, παρά του Προέδρου της Συνελεύσεως ταύτης βου Δημαρχικού παρέδρου Άργους κυρίου Γεωργίου Αλμπανοπούλου κωλυομένου του Δημάρχου και απόντος του αου παρέδρου Νικολάου Κορδία, εκλεχθέντος συνάμα και παρά του Λαού ως προέδρου της Συνελεύσεως, της διορισθείσης πενταμελούς Επιτροπής και παρ’ όλων εν γένει των συνελθόντων πολιτών και χωρικών, όσοι ελάβωσι μέρος εις αυτήν. Εγένετο εν Άργει την εικοστήν έκτην Σεπτεμβρίου 1843 εν τω Ναώ του Αγίου Νικολάου ημέρα Κυριακή.

 

Ο πρεσβύτερος ιερεύς                       Ο πρόεδρος της Συνελεύσεως

Ηλίας ιερεύς Μασσουρίδης                 Γεώργιος Αλμπανόπουλος

 

Η πενταμελής Επιτροπή της Συνελεύσεως

Ιωάννης Θεοδοσίου                           Ιωάννης Σέκερης

Θεόδωρος Μοθωνιός             Ηλίας Ανυφιώτης

Σταύρος Παπαλεξόπουλος

Έπονται αι υπογραφαί των πολιτών (1839 εκλογείς από την πόλη του Άργους και 30 εκλέκτορες από τα χωριά που ανήκαν το έτος 1829 στην Επαρχία Άργους, κατ’ αλφαβητική σειρά και μέσα σε παρένθεση η σημερινή ονομασία τους).

Εκλέκτορες από τα χωριά

1 Άργεια: Λιβανάς Θεόδωρος

2 Βρούστι: Ταραντίλης Παναγιώτης

3 Καπαρέλι: Θεοδώρου Δημήτριος

4 Καρυά: Γεωργαντόπουλος Α. Π και Ταγρές Γιαννάκης

5 Κέρμπεσι: Νικόλαος Μήτρου Κώνστα

6 Κουρτάκι: Παπαμανώλης Χρήστος και Γραμματικού Αναγνώστης

  Κουρτάκι:  Πιπέρος Νικόλαος και Κολικλιάτης Παναγιώτης

7 Κουτζοπόδι: Παπαβασιλείου Γιαννάκος, Παιδάκης Σπύρος, Μήτρος της Τάσαινας

8 Μέρμπακα (Αγία Τριάδα):Παπαγιαννόπουλος Αναγνώστης, Καλογερόπουλος Δημήτριος

9 Κάτω Μπέλεσι (Λυρκεία): Αναγνώστης Παπά Νικολάου, Μαρούσης Αντώνης

10 Επάνω Μπέλεσι (Κεφαλόβρυσο): Παπαναστασίου Ιωάννης, Παπαδημητρίου Αναγνώστης

11 Μπόρσια: Δημόπουλος Γεώργιος

12 Μπουγιάτι(Αλέα): Οικονόμου Πανάγος, Πακοπάνου (Μπακοπάνου) Σπύρος

13 Μύλοι: Σπανός Παναγής

14 Νεοχώρι: Παπά Κωνσταντόπουλος Αναγνώστης

15 Σκαφιδάκι: Μπιτέρης Μήτρος

16 Στέρνα: Αντωνόπουλος Παναγιώτης

17 Σχοινοχώρι: Φλίνος Αναστάσιος

18 Επάνω Φύχτι: Τόμπρας Δημήτριος

19 Κάτω Φύκτια: Παπαδόπουλος Α.

20 Χαρβάτι (Μυκήναι): Κολιζέρας Αθανάσιος

 

Ο πρεσβύτερος ιερεύς                       Ο πρόεδρος της Συνελεύσεως

Ηλίας ιερεύς Μασσουρίδης                 Γ. Αλπανόπουλος

Πιστοποιείται το γνήσιον και αυτόγνωμον των εν τοις ανωτέρω και όπισθεν εξήκοντα τέσσαρες σελίδες περιεχομένων υπογραφών των κατοίκων της Πόλεως Άργους και των εκλογέων των διαφόρων χωρίων της επαρχίας Άργους τον αριθμόν χιλίων οκτακοσίων εξήκοντα εννέα γεγραμμένων ενώπιον ημών του τε πρεσβυτέρου ιερέως Ηλιού Μασσουρίου, και του Προέδρου της γενομένης εν τω Ναώ του Αγίου Νικολάου Συνελεύσεως περί εκλογής των πληρεξουσίων Γεωργίου Αλπανοπούλου εκείνων μεν των ειδότων γράφειν αυτοχείρως, των δε μη ειδότων παρά των ιερέων των διαφόρων εκκλησιών της Πόλεως ταύτης, Ηλιού Μασσουρίδου, Δημητρίου Σακκελαρίου, Γεωργίου Λαλουκιώτου, Παναγιώτου Αντωνοπούλου, Νικολάου Τζελεπατιώτου, Δημητρίου Κωστουροπούλου και Γεωργίου Παπά Ανδριανού και υπογραφομένης εκάστης σελίδος παρ’ ημών του τε πρεσβυτέρου ιερέως και του Προέδρου.

 

Εν Άργει την 4ην Οκτωβρίου 1843            Ο Πρόεδρος της Συνελεύσεως

Ο Πρεσβύτερος των ιερέων του εν τω κέντρω

της πόλεως Ναού του Αγίου Νικολάου

Ηλίας ιερεύς Μασσουρίδης                                          Γ. Αλπανόπουλος

 

Ότι αντίγραφον απαράλλακτον τη πρωτοτύπω πράξει της εκλογής των πληρεξουσίων της επαρχίας Άργους.

Εν Άργει την 13 Οκτωβρίου 1843

Ο εκπληρών τα δημαρχικά καθήκοντα

Βος Δημαρχικός πάρεδρος

(Τ.Υ.Σ.) ΔΗΜΟΣ ΑΡΓΟΥΣ Γ. Αλπανόπουλος

Στις 6.11.1843 ο Χρήστος Βλάσσης, που είχε εκλεγεί Πληρεξούσιος μαζί με το Δημήτριο Περρούκα, υπέβαλε το παραπάνω πρακτικό στην Εξεταστική Επιτροπή των Πληρεξουσίων εγγράφων.

 

Νύχτα, 3ης Σεπτεμβρίου 1843. Φανταστικός πινάκας αγνώστου ζωγράφου της εποχής. Ο ζωγράφος παρουσιάζει σε πρώτο πλάνο το συνταγματάρχη Δημήτριο Καλλέργη έφιππο έξω από τα ανάκτορα, να ζητά Σύνταγμα, από το βασιλέα Όθωνα και την Αμαλία. (Συλλογή Λάμπρου Ευταξία)

Νύχτα, 3ης Σεπτεμβρίου 1843. Φανταστικός πινάκας αγνώστου ζωγράφου της εποχής. Ο ζωγράφος παρουσιάζει σε πρώτο πλάνο το συνταγματάρχη Δημήτριο Καλλέργη έφιππο έξω από τα ανάκτορα, να ζητά Σύνταγμα, από το βασιλέα Όθωνα και την Αμαλία. (Συλλογή Λάμπρου Ευταξία)

 

Β΄ Πληρεξούσιοι Επαρχίας Κορινθίας [3]

Πανούτσος Νοταράς. Επιζωγραφισμένη λιθογραφία, Adam Friedel, Λονδίνο – Παρίσι, 1827.

Πανούτσος Νοταράς. Επιζωγραφισμένη λιθογραφία, Adam Friedel, Λονδίνο – Παρίσι, 1827.

Στην Επαρχία Κορινθίας ψήφισαν 93 εκλέκτορες από τα χωριά που ανήκαν το 1829 στην Επαρχία, στον ιερό Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην πόλη της Κορίνθου στις 3 και 4 Οκτωβρίου 1843, ενώπιον του ιερέα Δημητρίου Αθανασίου, του Προέδρου Αριστείδη Ρέντη και της πενταμελούς Επιτροπής Κων-νου Δημητριάδη, Παναγιώτη Καλαρά, Γιάννη Φωτομάρα, Αναγνώστη Πρωτοπαππά και Κων-νου Στεριοπούλου και εξέλεξαν παμψηφεί πληρεξουσίους τους Πανούτζο Νοταρά, ο οποίος εξελέγη Πρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης ως γεροντότερος και ο Αριστείδης Ρέντης. [4]

Είχαν αναδειχθεί εκλέκτορες, οι οποίοι ψήφισαν σ’ αυτήν από τα παρακάτω χωριά που ανήκαν τότε στην Επαρχία Κορινθίας από:

α) Λίμνες: Μεκριτζής Παναγιώτης, Παπά Γεωργίου (Παπαγεωργόπουλος) Παναγιώτης και Νότης Γεώργιος.

Παραθέτουμε για πληρέστερη γνώση των αναγνωστών μερικά στοιχεία από το από 26.9.1843 πρακτικό.

Πρόεδρος της τοπικής συνέλευσης ήταν ο Π. Παπά Γεωργίου και εφημέριος του χωριού ο Ιερέας Παπά Γεώργιος Οικονόμου. Η επιτροπή των γεροντοτέρων της τοπικής Συνέλευσης που συνέταξε τον πίνακα των υποψηφίων αποτελείτο από τους: Βλάχο Γεώργιο, Καρούνη Δημήτριο, Ηλιάδη Αθανάσιο, Γκολέμη Γεώργιο και Ψωμά Γεώργιο.

Στο πρακτικό της εκλογής περιέχονται δύο κατάλογοι. Ο πρώτος κατάλογος περιλαμβάνει τους υποψηφίους εκλέκτορες για την Επαρχιακή Συνέλευση με τις ψήφους που πήρε ο καθένας:

 

α.α Ονοματεπώνυμο Ψήφοι
    Υπέρ Κατά
1 Μεκριτζής Παναγιώτης 107 35
2 Παπά Γεωργίου Παναγιώτης 79 65
3 Νότης Γεώργιος 79 62
4 Μιγκολιός Μίχος 73 71
5 Δελιπαναγιώτης Γιαννάκης 73 70
6 Λέκας Ιωάννης 70 73
7 Ψωμάς Αναγνώστης 70 73
8 Οικονόμου Μήτρος 70 69
9 Ηλίας Ιωάννης 68 75
10 Παπά Ιωάννου Αναγνώστης 65 68
11 Μαρίνος Γεώργιος 64 80
12 Σταύρος Παναγιώτης 62 82

 

Από τους δώδεκα υποψηφίους εκλέκτορες εκλέχτηκαν για την Επαρχιακή συνέλευση Κορινθίας τρεις, οι Μεκριτζής Παναγιώτης, Παπά Γεωργίου Παναγιώτης (Παππαγεωργόπουλος) και Νότης Γεώργιος.

Ο δεύτερος κατάλογος που επισυνάπτεται στο πρακτικό περιλαμβάνει 115 εκλογείς που είχαν δικαίωμα ψήφου και τα στοιχεία τους. Ο κατάλογος αυτός έχει ως εξής:

 

Ονοματεπώνυμο Ονοματεπώνυμο Ονοματεπώνυμο
Ψωμάς Αναγνώστης Νότης Γεώργιος Δήμας Τάσος
Κακούρος Χρίστος Μηγκολιός Μήχος Κακούρος Μήχος
Κυμπούρης Γ. Κακούρος Σπύρος Παπαγεωργίου Παναγιώτης
Οικονόμος Δημήτριος Τασιάκης Κακούρος Μήτρου Γιάννης
Κοντογιάννης Μ. Κονδίλης Γιάννης Γιαννάκης
Κονδίλης Ανα. Γεώργας Γιάννης Κονδίλης Γ.
Κακαβάς Γιάννης Αντωνίου Τάσος Βλάχος Γ.
Ξίδης Δη. Γκολέμης Γ. Γκολέμης Μ.
Κακούρου Μ.Π. Κονδίλης Τάσος Ψυχογιός Θανάσης
Ψυχογιός Αθα. Γιάννης Φρίμης Β. Μακριγιάννης
Σουφρίλας Γιάννης Παπαϊωάννου Γιάννης Κουτζούκος Γ.
Πότος Μήτρος Πήκος Τάσος Ηλίας Γιάννης του Μήτρου
Κολεβέντης Γ. Οικονόμου του Μήτρου Γιάννης Μπαστούνη Μ. Γ.
Μπινιάρης Γιάννης Κολαράς Γιάννης Ψωμά Γ. Τάσος
Ουλή Κώστα Γιάννης Χρίστου Μ. Π. Μπαστούνης Γιάννης
Μπάρμπας Σπύρος ; Ψωμά Παναγιώτης Πίκιος Κώστας
Πίκιος Τάσος Μαρίνος Γ. Κατεμής Μ.
Καμπόσος Τάσος Στάρφας Τάσος Λέκας Γιάννης
Λέκας Αγγελής Παπά Μιχάλη Αθανάσιος Ηλίας Αθανάσιος
Σβήγκος Γιάννης Τζιούμπας Γεώργιος Ζωρμπάς Π.
Γαρούρος Μ. Κρέμασης Μ. Γαρούφος Π.
Κόλιας Τάσος Κρέμασης Γεώργιος Βλάχος Χ.
Κόλια Μ. Τάσος Γιάννης … Κακούρος Τάσος
Γαρούφος Γ. Στάρφας Μ. Αργύρης Μ.
Καραμάνου Π. Τάσος Μελέτης Μ. Παπά Ιωάννου Αναγνώστης
Παπά Ιωάννου Αναγν. Π Βλάχος Γιάννης Κρέμασης Μ. Γιάννης
Σιατριλής Μήτρος Μελέτης Γ. Παπά Ιωάννου Αναγν. Χρίστος
Λέκας Γιαν. Μήτρος Νότης Γ. Μ. Δήμα Τάσου Γ.
Μπαστούνη Αθ. Γ. Πίκιος Αθανάσιος Μπινιάρη Τάσου Γιάννης
Στάρφας Γιάννης Νότης Π. Στάργας Τάσου Γ.
Ζονίτζας Τάσος Ζονίτζα Αναστα. Γιάννης Ρουστέμης Π. Γιάννης
Κατεμή Μ. Τάσος Κολεβέντης Μ. Μπαστούνη Αθα. Σπύρος
Δήμα Τάσου Μ. Σουφρίλας Τάσος Σβίγγος Χ.
Κακούρου Αναστ. Χ. Κονδίλης Αναγνω. Π. Ρουστέμης Π.
Οικονόμου Αναγνώστης Οικονόμου Αναγνώστης Κλιούλης Τάσος
Δήμας Σταμάτη Μ. Βλάχος Π. Γιαννάκης Π.
Νότη Ιωάννου Τάσος Πιτζάκης Τάσος Νότη Μ. Γεώργη Τάσος
Σταύρος Π. Παπά Γεώργιος Σταμάτης Τάσος
Κολαράς Χρίστος Μπινιάρης Τάσος Βλάχος Αποστόλης
Μεκριτζής Π. Νότης Γιάννης Χρίστου Μ. Γ.
Γιαννάκης Γ. ΤζιούμπαΓιάννου Μήτρος Πιτζάκης Γιάννης
Λέκα Αναστα. Γιάννης Σταματήτζας Ανδριανός Βλάχος Τάσος
Κακούρου Αναστασίου Γιάννης Τέσης Τάσος Ζιόγαλης Τάσος
Τζάτζαρη Αναστασίου Μήτρος Ντρούσκας Γ. Σταμάτης Δήμας
Καρούνης Μήτρος Καραμάνος Πάνος απόντος Ζονίτζας Γεώργιος
Μεϊντάνης Γεώργιος Μεϊντάνης Τάσος Καρούνης Παναγιώτης
Πότος Γιάννης Νότη Γ. Γιάννης Βλάχος Μήτρος
Μπινιάρης Μ. Σιελιότης Ανδριανός Ηλιάδης Γιάννης
Γιάναρης Χρίστος

 

Την 26. 7βρίου 1843                      Εκ Λιμνών

Ο Ιερεύς (Τ.Υ.) Παπά Γεώργιος Οικονόμου

Ο Πάρεδρος (Τ.Υ.) Π. Σ. Σταύρος

 

Το πρακτικό εκλογής υπογράφεται ως εξής:

Ο Ιερεύς                                                      Ο Πρόεδρος

Παπά Γεώργιος Οικονόμου                 Π. Παπά Γεωργίου

Αθανάσιος Ηλίας, Γεώργιος Μαρίνος, (Γεώργιος Γκολέμης αγράμματος διά Μ. Μιγκολιού), (Γεώργιος Βλάχος αγράμματος ων κατ’ αίτησίν του Γεώργιος Μ. Κιμπουρόπουλος), (Δημήτριος Καρούνης, αγράμματος ων κατ’ αίτησίν του Δημήτριος Δημόπουλος).

 Ο πάρεδρος του χωρίου Λιμνών επικυροί τας ανωτέρω υπογραφάς του εφημερίου, προέδρου και των δύο μελών γεροντοτέρων Γεωργίου Βλάχου και Δημητρίου Καρούνη, των δε ετέρων τριών γερόντων Αθανασίου Ηλιάδου, Γεωργίου Γκολέμη και Γεωργίου Ψωμά μετά την αποπεράτωσιν της εκλογής ούσα νομιμοτάτη προσεκλήθησαν να συνυπογράψουν και δεν επαρουσιάσθησαν. Όθεν κηρύττομεν νόμιμον την συνέλευσιν ενεργήσαντες ταύτην κατά τον Νόμον τη 26. 7βρίου 1843 Λίμναις.

Τη αυτή ημερομηνία ο ειδικός πάρεδρος (Τ.Υ.) Π. Σταύρος

Την επόμενη ημέρα 27 Σεπτ. 1843 παρουσιάστηκαν οι τρεις που δεν είχαν υπογράψει και υπέγραψαν αναγνωρίζοντες αυτήν νόμιμον.

β) Μπερμπάτι ( Προσύμνη)

Στις 26 Σεπτεμβρίου 1843 ο πάρεδρος Αναγν. Ξύδης και ο Προεδρεύων Χρίστος Λύκος κοινοποίησαν στους εκλέκτορες του χωριού Ιωάννη Παπά Μιχάλη και Νικόλαο Ιωάννου Οικονόμου το παρακάτω έγγραφο.

«Προς τους εκλογείς του χωρίου Μπερμπάτη Κυρίους Ιωάννην Παπά Μιχάλην και Νικόλαον παπά Ιωάννου Οικονόμου.

Διά της σημερινής πλειοψηφίας των συγχωριανών σας εδιορίσθητε εκλογείς του χωρίου τούτου ο μεν Ν. Παπά Ιωάννου Οικονόμου έλαχεν ψήφους υπέρ 39, ο δε Ιωάννης Παπά Μιχάλης έλαχεν ψήφους υπέρ 30.

 Όθεν σας υπενθυμίζομεν ότι οι εκλογείς τούτοι διά την συγκροτηθησομένην Εθνικήν Συνέλευσιν των πληρεξουσίων θέλει ενεργηθή την 3. 8βρίου ε.έ. ημέραν Κυριακήν εις την Πρωτεύουσαν της Διοικήσεως Κορινθίας κατά την υπ’ αριθ. 4128 διαταγήν του Διοικητή Κορινθίας οφείλετε να παραβρεθείτε άνευ τινός προφάσεως εις Κόρινθον.

Τη 26. 7βρίου 1843 Εν Μπερμπάτη

Ο Πάρεδρος (Τ.Υ.) Αναγν. Ξύδης

Ο Προεδρεύων (Τ.Υ.) Χρίστος Λίκος

γ) Ευφροσύνη (Φροσύνη, Φρουσύνα, Φρουσιούνα)[5]

Οι εκλογές έγιναν στις 19 Σεπτεμβρίου 1843 στην Ευφροσύνη ενώπιον του ιερέα Ιωάννη Σταθόπουλου από το χωριό Τάτσι (Εξοχή) και της πενταμελούς επιτροπής σύνταξης του καταλόγου: Δημητρίου Λύκου, Σταύρου Λυμπερόπουλου, Σωτήρη Μώρου, Πέτρου του Μήτρου και Μήτρο του Αναστάση.

Ψήφισαν οι παρακάτω 35 και ανέδειξαν ομόφωνα εκλέκτορα τον Σπυρόπουλο Αθανάσιο.

Αγαθή τύχη

Σήμερον την 19 7βρίου  1843 εν τω χωρίω Ευφροσύνης της επαρχίας Κορινθίας συγκροτηθείσης της συναθροίσεως των εχόντων δικαίωμα ψήφου των κατοίκων του χωρίου προς εκλογήν των εκλογέων των διά την εθνικήν Συνέλευσιν πληρεξουσίων κατά την από 7 βρίου εγκύκλιον του Υπουργικού Συμβουλίου και κατά το άρθρον 3 του υπ’ αρ. 10049 Κ. Γ ψηφίσματος και της υπ’ αρ. 10050 οδηγίας της 4 Μαρτίου 1829 ο ιερεύς εφημέριος του χωρίου κατέγραψε τους παρευρισκομένους πολίτας οίτινες είναι οι εφεξής:

 

1.Ιωάννης Κωσταλάμπρου 2.Μιχαήλ Κωσταλάμπρου 3.Ιωάννης Μπινιτζής;
4.Μήτρος Τζορβάς 5.Παναγιώτης Λυμπερόπουλος 6.Σταύρος Λυμπερόπουλος
7.Πέτρος Μήτρου 8.Δημήτριος Λύκος 9.Παναγιώτης Λύκος
10Σωτήρος Μώρος 11.Χρήστος Σωτήρου 12.Δημήτριος Θεοδωρής
13.Νικόλαος Γιαννάκη 14.Θεοφάνης Γιαννάκη 15.Γιαννάκης Μόρος
16.Θανάσης Μόρος 17.Θανάσης Γεωργάκη 18.Χρίστος Γεωργίου
19.Λάμπρος Γεωργίου 20.Μήτρος Αναστασίου 21.Γεώργιος Μήτρου
22.Αποστόλης Μήτρου 23.Θανάσης Αναστασίου 24.Κώνστας του Γιάννη
25.Γιαννάκης Γιάννη 26.Νικολής Μπερτάχας 27.Γιάννης Μόρος
28.Γεώργιος Γύπτος 29.Κωνσταντής Ζόγιος 30.Σταύρος Αποστόλη
31.Σωτήρος Γιαννάκη 32.Νικολής Αποστόλη 33.Γιώργης Αποστόλη
34.Λάμπρος Μώρος 35. Σπύρος Γεωργίου

 

Επικυρωθέντος δε του καταλόγου διά της πλειοψηφίας της συναθροίσεως η Συνέλευσις εκηρύχθη Νόμιμος και δοθέντος του από το άρθρον 5 όρκου των οδηγιών κατεστρώθη κατά το άρθρον 6 ο κατάλογος των υποψηφίων εις αριθμόν τετραπλούν των από το χωρίον Ευφροσύνης, όστις είναι ο εξής εκλογεύς

  1.  Αθανάσιος Σπυρόπουλος

τον οποίον έκλεξαν ομοφώνως επί τούτοις εσυντάχθη και υπεγράφη κατά τον Νόμον η παρούσα πράξις τα επί της συντάξεως του καταλόγου πέντε μέλη

Ο ιερεύς                                          Δημήτρης Λύκος, Σταύρος Λυμπερόπουλος,

Ιωάννης Σταθόπουλος                       Σωτήρος Μώρος, Πέτρος του Μήτρου,

                                                      Μήτρος του Αναστάση, ως αγράμματοι ο

                                                      Ιερεύς Ιωάννης Σταθόπουλος

Διά το ακριβές της αντιγραφής

Την 27. 7βρίου 1843 εν Μπουγιάτι

Ο Δήμαρχος (Τ.Υ.Σ.) Σφραγίδα Δήμος ΑΛΕΑΤΩΝ Κ. Χριστόπουλος

Στην πίσω σελίδα αριθ. 40 Αθ. Σπυρόπουλος

 

δ) Άγιος Νικόλαος (χωριό του τ.δ. Αλέας)

Είχε αναδειχθεί εκλέκτορας και ψήφισε στην Κόρινθο ο Σπύρος Αγγελόπουλος.

ε) Παλαιά Επίδαυρος

Οι εκλογές έγιναν στις 26 Σεπτ. 1843 στον ιερό ναό του Αγίου Νικολάου στην Παλαιά Επίδαυρο, ενώπιον του εφημερίου Παπαγεωργίου Ανδριανού και του Προέδρου της συνέλευσης Μιχάλη Καντάνη. Ψήφισαν 45 εκλογείς και ανέδειξαν εκλέκτορα τον Χρήστο Ιωάννου Τσολακόπουλο. Στο πρακτικό της Επαρχιακής Συνέλευσης Κορινθίας αναγράφονται εκλέκτορες από την Επίδαυρο εκτός του παραπάνω και οι Χρήστος Νικολάου και Ανδριανός Παναγόπουλος.

στ) Χέλι (Αραχναίον)

Οι εκλογές έγιναν στις 26 Σεπτ. 1843 ενώπιον των εφημερίων Παπά Ι. Μαργέλη και Παπά Αναστασίου Νατσούλη, του Προέδρου της συνέλευσης Ιωάννη Φυσικάρη και του ειδικού παρέδρου Α. Ταρρωνά. Την πενταμελή επί της σύνταξης του καταλόγου επιτροπή αποτελούσαν οι: Ιωάννης Καραγιάννης, Ιωάννης Μάρας, Γιώργης Σάρκας, Αναστάσιος Δεδεμπίλης και Κόλιας Κυριάκος.

Αφού επικυρώθηκε ο κατάλογος, που περιλαμβάνει 117 εκλογείς, καταστρώθηκε ο κατάλογος των υποψηφίων, οι οποίοι ήταν οι: 1.Νατζούλης Ιωάννης, 2.Ταρουνάς Αναγνώστης, 3.Φυσικάρης Ιωάννης, 4.Καραγιάννης Ιωάννης, 5.Κυριάκος Κόλιας, 6.Μάρας Ιωάννης, 7.Αναγνώστης Παπά Ι. Δρούγκα, 8.Μανώλης Μ. Τάσσος, 9.Μανώλης Ι. Αναγνώστης, 10.Σοφός Πέτρος, 11.Καμπόσος Αθανάσιος και 12. Κυνηγάρης Ιωάννης. Απ’ αυτούς εξελέγησαν οι παρακάτω τρεις εκλέκτορες: Φυσικάρης Ιωάννης 95 υπέρ 21 κατά, Μάρας Ιωάννης 91 υπέρ 25 κατά και Καραγιάννης Ιωάννης 90 υπέρ και 26 κατά.

                 

Γ΄ Πληρεξούσιοι Πόλεως Ναυπλίου

 

Επειδή η πόλη του Ναυπλίου έλαβε από τη Συνέλευση της Τροιζήνας το προνόμιο να στέλνει ιδιαιτέρως δύο πληρεξουσίους στις Εθνικές Συνελεύσεις ύστερα από εκλογές αναδείχτηκαν πληρεξούσιοι οι Παπαλεξόπουλος Σπυρίδων (δήμαρχος δ. Ναυπλιέων) και Ρόδιος Γ. Π.

Δ΄ Πληρεξούσιοι χωριών Επαρχίας Ναυπλίας[6]

Οι εκλογείς των χωριών της Επαρχίας Ναυπλίας συνήλθαν στις 9 Οκτωβρίου 1843 στον ιερό Ναό της Υπεραγίας Θεοτόκου Ναυπλίου παρουσία του Δημάρχου Ναυπλίας Σπυρ. Παπαλεξόπουλου και του Γραμματέα της Δημαρχίας Δ. Παπαθανασόπουλου, για να συγκροτήσουν την πρώτη συνεδρίαση και εκλέξουν σύμφωνα με τις διατάξεις της από 7 Σεπτ. εγκυκλίου του Υπουργικού Συμβουλίου και το άρθρο 10 των από 4 Μαρτίου 1829 υπ’ αριθ. 10050 οδηγιών του Κυβερνήτη της Ελλάδος, τον Πρόεδρο και τα πέντε γεροντότερα μέλη και στη συνέχεια να επεξεργαστούν τη νομιμότητα των εγγράφων τους.

Οι (36) εκλογείς που συνήλθαν ήταν για τα χωριά: [7]

Ανυφί: (40 οικ.) Παναγ. Γκάτζης, Γρηγόριος Χατζόπουλος, Ευστάθιος Αντωνίου

Αυδίμπεη (Ηραίον): (15 οικ.) Γεώργιος Μπολόσης

Αδάμι: (10 οικ.) Κων-νος Μιλιώτης

Δαλαμανάρα: (45 οικ.) Αναγνώστης Τασσόπουλος και Παναγ. Πεβερέτος

Δενδρά: (15 οικ.) Κώστας Ουλής

Κατζίγκρι (Άγιος Ανδριανός): (18 οικ.) Θωμάς Οικοκύρης

Κοφίνι (Νέα Τίρυνθα): (30 οικ.) Μήτρος Κεραμιδάς και Αναγν. Παπά Αθανασίου

Κούτζι (Αργολικό): (30 οικ.) Αναστ. Ράπος, Σωτήρος Κοληκόνης

Κυβέρι: (15 οικ.) Παρασκευάς Καράς

Λάλουκα: (25 οικ.) Κων-νος Πίκης

Λυγουριό: (70 οικ.) Δημ. Αθαν. Καλούδης, Αναγν. Καλούδης

Μάνεσι: (8 οικ.) Μίχος Ξύδης

Μουράταγα (Καλλιθέα): (8 οικ.) Ιωαν. Ανδρούτζου

Μπάρδι: (8 οικ.) Γεώργιος Τζιμπουρόπουλος

Κάτω Μπούτι (Ήρα): (10 οικ.) Ανδρίκος Μπεκιάρης

Άνω Μπούτι (Ήρα): (15 οικ.) Αθαν. Κουρούλης

Παναρίτι: (12 οικ.) Ιωάννης Πίτρης

Πασσά (Ίναχος): (25 οικ.) Ανδρ. Λιναρδόπουλος

Πλατανίτη: (12οικ.) Κωνστ. Μπαστούνης

Πουλακίδα: (22 οικ.) Αναστ. Ολάνης

Πρύφτανι (Μαναστηράκι): (8 οικ.) Γιάννης Κατζίγιαννης

Πυργέλλα: (28 οικ.) Αναγν. Μακρυποκάμισος, Γεωργ. Καχριμάνης

Σπαϊτζίκου (Λευκάκια): (8 οικ.) Αναγν. Σταθογιάννης

Τζαφέραγα (Ασίνη): (20 οικ.) Αθ. Τζελέγκης, Πάνος Χρηστόπουλος

Τζέλλου (Αγία Παρασκευή): (2 οικ.) Δημ. Σαγκιώτης

Χαϊδάρι (Δρέπανο): 15 οικ.) Θεόδωρος Καραβοκύρης ή Βενετζάνος, Θεοδ. Ροζανάς.

Χώνικα (Νέο Ηραίο): (25 οικ.) Γεώργιος Ηλιάδης

Επειδή από τους παραπάνω εκλογείς οι Αναγν. Μακρυποκάμισος και Γεωργ. Καχριμάνης του χωριού Πυργέλλας, οι Γρηγ. Χατζόπουλος, Παναγής Γκάτζης και Ευστάθιος Αντωνίου του χωριού Ανυφί εκλέχτηκαν με διπλή εκλογή, η εκλεκτική συνάθροιση αποφάσισε να αποσυρθούν επί του παρόντος και να μη λάβουν μέρος στην εκλογή του Προέδρου και των πέντε γεροντότερων μελών. Ακολούθως εκλέχτηκε Πρόεδρος ο Ιωάννης Ανδρούτσος (Κολανδρούτσος) με ψήφους 23, ενώ οι Ανδρέας Λιναρδόπουλος και Καλούδης έλαβαν 4 και 5 ψήφους αντίστοιχα.

Οι εκλογείς Καλούδης και Γ. Ηλιάδης έκαναν ένσταση και ζήτησαν να μην εκλεχθεί Πρόεδρος ο Ιωάννης Ανδρούτσος, γιατί το χωριό Μουράταγα που αντιπροσωπεύει δεν έχει σύμφωνα με το Νόμο 15 οικογένειες και επομένως δεν έχει το δικαίωμα του εκλογέα. Συγχρόνως παρουσιάστηκε αναφορά που υπέγραφε ο Π. Σπυρόπουλος, ο οποίος ανέφερε ότι οι παρουσιαζόμενοι εκλογείς των χωριών Μάνεσι Μίχος Ξύδης, του Κάτω Μπούτια Ανδριανός Μπεκιάρης, του χωριού Μπάρδι Γεωρ. Τζιμπουρόπουλος και του Μουράταγα Ιωαν. Ανδρούτζος δεν είναι νόμιμοι εκλογείς, διότι τα παραπάνω χωριά δεν έχουν σύμφωνα με το Νόμο 15 οικογένειες. Στη συνέχεια η συνέλευση αποφάσισε να γίνει νέα εκλογή Προέδρου. Από τους υποψηφίους Δημ. Καλούδη και Αναγν. Τασσόπουλο, ψηφίστηκε Πρόεδρος ο Δημ. Αθαν. Καλούδης.

Στη συνέχεια εκλέχτηκαν τα πέντε γεροντότερα μέλη: Αναγν. Τασσόπουλος, Ανδρ. Λιναρδόπουλος, Σωτήρος Κολιγκόνης, Τάσσος Ολάνης και Θεόδωρος Βενετζάνος.

Ο Πρόεδρος Δημ. Αθ. Π. Καλούδης και τα πέντε μέλη συζήτησαν διεξοδικά και απέκλεισαν από τη συνέλευση τους εκλογείς: Γεώργιο Καχριμάνη Πυργέλλας, Παναγή Γκάτζη Ανυφί, Ιωάννη Ανδρούτσου Μουρατάγα, Γεώργιο Τζιμπουρόπουλο Μπάρδι, Μίχο Ξύδη Μάνεσι και Ανδριανό Μπεκιάρη Κάτω Μπούτια.

Την επομένη 10 Οκτωβρίου 1843 συνήλθε στον ίδιο χώρο η Επαρχιακή Συνέλευση από τους 30 εναπομείναντες εκλογείς. Σ’ αυτούς προστέθηκαν και οι εκλογείς Αθανάσιος Παπαδόπουλος και Αναστ. Καρατασούλης του χωριού Τουρνίκι (80 οικ.) και Κων-νος Αποστολόπουλος του χωριού Μπούγα(30 οικ.). Αυτή εξέλεξε παμψηφεί ως πληρεξουσίους της Επαρχίας Ναυπλίας τους Ιωάννη Κωλέττη και Μιχαήλ Ιατρό.

Παραθέτουμε το από 10 Οκτωβρίου 1843 πρακτικό.

«Σήμερον την δεκάτην Οκτωβρίου του χιλιοστού οκτακοσιοστού τεσσαρακοστού τρίτου έτους εν Ναυπλίω ημέραν Κυριακήν κατά συνέπειαν των πρακτικών της χθεσινής Συνεδριάσεως συνήλθον την ενδεκάτην ώραν Π.Μ. εις την εκκλησίαν της Παναγίας επί παρουσία του χθες εκλεχθέντος Προέδρου της εκλεκτικής συναθροίσεως κυρίου Δημ. Α.Π. Καλούδη, του ιερέως Γ. Σακκελίωνος και του Γραμματέως της Δημαρχίας Ναυπλίας Δ. Παπαθανασόπουλου οι κατά τα πρακτικά της χθεσινής προκαταρκτικής Συνεδριάσεως αναγνωρισθέντες νόμιμοι εκλογείς, εν οις προστέθηκαν και τρεις έτι νόμιμοι εκλογείς των χωρίων Τουρνικίου και Μπούγα, οίτινες έφθασαν σήμερον μη δυνηθέντες να έλθωσι χθες διά το μακρινόν διάστημα, το οποίον διαχωρίζει τα χωρία των από την πρωτεύουσα της Επαρχίας, συνήλθον λέγομεν όλοι ούτοι οι εκλογείς τριάκοντα τρεις τον αριθμόν, διά να εκλέξωσι κατά τας διατάξεις των από 4 Μαρτίου 1829 οδηγιών του ποτέ Κυβερνήτου της Ελλάδος τους Πληρεξουσίους της Επαρχίας Ναυπλίας, οι οποίοι εκλογείς εισίν οι εφεξής.(Έπονται τα ονόματα των 33 παραπάνω αναγραφομένων εκλεκτόρων).

Μετά την ως ανωτέρω κατάστρωσιν του καταλόγου συγκρούσεως ισχυράς γενομένης μεταξύ των εν τη εκκλησία ευρεθέντων χωρικών ανεχώρησαν από την Συνάθροισιν τινές των εκλογέων παραβιασθέντες και έμειναν οι υποφαινόμενοι 17 τον αριθμόν. Προτάσεως δε γενομένης περί του πρακτέου απεφασίσθη να γίνη η εκλογή των πληρεξουσίων και κατά συνέπειαν εις των γεροντοτέρων ο κ. Α. Μακρυποκάμισος προσελθόντος του διαληφθέντος ιερέως κρατούντος εις χείρας το Ιερόν Ευαγγέλιον ανέγνωσε μεγαλοφώνως τον ακόλουθον όρκον ‘Εν ονόματι της Παναγίας και αδιαιρέτου Τριάδος ορκίζομαι ενώπιον του θυσιαστηρίου του Θεού της αληθείας να μη δώσω την ψήφον μου, ούτε διά φιλίαν, ούτε διά μίσος, ούτε διά φόβον ζημίας, ούτε δι’ ελπίδα προσωπικού κέρδους, αλλά κατά την συνείδησίν μου και χωρίς καμμία προσωποληψίαν.’ Τον όρκον τούτον επανέλαβον και όλοι οι εκλογείς υψώσαντες την δεξιάν χείρα. Μετά ταύτα επροτάθη να διορισθώσι κατά το άρθρ. 10 των περί εκλογής πληρεξουσίων οδηγιών οκτώ εκλογείς, διά να εκλέξωσιν ούτοι ίσον αριθμόν υποψηφίων εχόντων τας ιδιότητας της προβλεπομένης παρά του περί εκλογής παραστατών Νόμου, αλλ’ η εκλεκτική Συνάθροισις ομοφώνως απεφάσισε να γίνει απ’ ευθείας η εκλογή των πληρεξουσίων και κατά συνέπειαν εξελέχθησαν παμψηφεί οι κυρ. Ιωάννης Κωλέττης και Μιχαήλ Ιατρός ως πληρεξούσιοι της Επαρχίας Ναυπλίας.

Εις πίστωσιν όθεν τούτων συνετάχθη η παρούσα πράξις και υπογράφεται παρά του Ιερέως, των παρευρεθέντων εκλογέων και προσυπογράφεται από τον Πρόεδρον και τον Γραμματέα της Δημαρχίας.

Οι εκλογείς

Δ. Α. Π. Καλούδης, Αναγν. Μακρυποκάμισος, Αναγν. Σταθογιάννης, Αθαν. Παπαδόπουλος, Σωτήρος Κοληκόνης, Κωνστ. Αποστολόπουλος.

Διά τους αγραμμάτους Θεόδωρον Βενετζάνον, Παναγιώτην Χρηστόπουλον, Θεόδωρον Ροζανάν, Δημ. Σαγκιώτην, Αθανάσιον Τζελέγκην, Θωμάν Οικοκύρην, Κωνστ. Μιλιώτην, Αναστ. Καρατασούλην, Παρασκευά Καρά.

Ο Ιερεύς Γ. Σακκελίων.

Α.Γ. Καλούδης. Διά τον Δημήτριον Κεραμιδάν αγράμματον Γ. Ιερεύς Σακκελίων

(Τ.Υ.Σ.) Ο Ιερεύς Γ. Σακκελίων

Ο Πρόεδρος Δ. Α. Π. Καλούδης

Ο Γραμματεύς της Δημαρχίας Δ. Παπαθανασόπουλος».

——————————–

«Σημειωτέον ότ,ι εν ω εις την εκκλησίαν της Παναγίας εγένετο και αποπερατώθη χθες η εκλογή των κ.κ. Ιωαν. Κωλέττη και Μ. Ιατρού ως Πληρεξουσίων της Επαρχίας Ναυπλίας διά της ομοφώνου θελήσεως των ανωτέρω εκλογέων, οι βιασθέντες ν’ αναχωρήσουν από την εκλεκτικήν συνάθροισιν εκλογείς παραλαβόντες τους κατά την συνεδρίασιν της παραμονής εξαιρεθέντας κυρίους Μίχον Ξύδην, Ιωαν. Ανδρούτζον, Γεώργιον Καχριμάνην, Α. Μπεκιάρην και Γεώργιον Τζιμπουρόπουλον συνεκρότησαν ιδιαιτέραν συνεδρίασιν εις τον εκτός της Πόλεως κείμενον κήπον του Κολοκοτρώνη και διορίσαντες Πρόεδρον αυτής τον κύριον Ανδρέαν Λιναρδόπουλον εκλογέα του χωρίου Πασσά προέβησαν εις ιδιαιτέραν εκλογήν εκλέξαντες ως πληρεξουσίους της Επαρχίας Ναυπλίας τον κ. Γ. Μ. Αντωνόπουλον διά ψήφων 18 και τον κ. Ν. Σπηλιάδην διά ψήφων 17. Η τοιουτοτρόπως ενεργηθείσα διά της βίας και εναντίον των νομίμων διατυπώσεων εκλογή αποπερατώθηκε χθες μετά την δύσιν του ηλίου, ότι δεν υπήρχεν ο αρμόδιος καιρός εις τους διά της βίας λαβόντας εις αυτήν μέρος να εκφράσωσιν την θέλησίν των.

Σήμερον λοιπόν την ενδεκάτην Οκτωβρίου του 1843 ημέραν Δευτέραν συνεννοηθέντες μετά του Προεδρεύοντος την εν τω Ναώ της Παναγίας γενομένην νόμιμον εκλογήν κυρίου Δημητρίου Α.Π. Καλούδη οι κ.κ. Γεώργιος Ηλιάδης εκλογεύς του χωρίου Χώνικα, Κώστας Πίκης εκλογεύς του χωρίου Λάλουκα, Αθανάσιος Κορούλης του χωρίου Άνω Μπούτι και Ανδρ. Λιναρδόπουλος του χωρίου Πασσά και Πρόεδρος της εις τον κήπον του Κολοκοτρώνη παρανόμως ενεργηθείσης εκλογής παρέδωσαν εις αυτόν το υπό σημερινήν ημερομηνίαν έγγραφόν των επικυρωμένον από τον Συμβολαιογράφον κύριον Χαράλαμπον Παπαδόπουλον, δι ου εκθέτοντες την προσενεχθείσαν εις αυτούς βίαν ίνα λάβωσι μέρος εις την ειρημένην εκλογήν, αποδοκιμάζουσιν αυτήν ως παράνομον κηρύττοντες ως άκυρον και μη ούσαν την δοθείσαν ψήφον των και αναγνωρίζοντες ως νόμιμον την εν τω Ναώ της Παναγίας γενομένην συνενούσιν τας ψήφους των μετά των λαβόντων εις αυτήν μέρος εκλογέων υπέρ των κ.κ. Ιωάν. Κωλέττου και Μιχ. Ιατρού πληρεξουσίων της Επαρχίας, τους οποίους θεωρούν ως αξίους της εμβριθούς αποστολής με την οποίαν επιφορτίζονται.

Το έγγραφον τούτο εζήτησαν οι ειρημένοι να προσαρτηθή εις τα παρόντα πρακτικά της εις τον Ναόν της Παναγίας γενομένης εκλογής προς απόδειξιν της υπέρ αυτής εκφρασθείσης αυτοπροαιρέτου θελήσεώς των και κατά την ζήτησίν των προσηρτήθη ενταύθα και εγένετο περί τούτου η παρούσα έκθεσις, ήτις υπογράφεται από τον Πρόεδρον κ. Δημ. Α. Π. Καλούδην και τον Γραμματέα της Δημαρχίας Δ. Παπαθανασόπουλον.

Εν Ναυπλίω την 11 Οκτωβρίου 1843

(Τ.Υ.Σ.) Ο Πρόεδρος Δ. Α. Π. Καλούδης

Ο Γραμματεύς της Δημαρχίας Ναυπλιέων Δ. Παπαθανασόπουλος»

Παραθέτουμε το από 11 Οκτωβρίου 1843 έγγραφο των εκλογέων α) Ανδρέα Λιναρδόπουλου, Πασσά β) Γεωργίου Ηλιάδη, Χώνικα γ) Αθανασίου Κουρούλη, Επάνω Μπούτι και δ) Κώστα Πίκη, Λάλουκα.

«Οι υποφαινόμενοι Ανδρέας Λιναρδόπουλος εκλογεύς του χωρίου Πασσά, Γεώργιος Ηλιάδης εκλογεύς του χωρίου Χώνικα, Αθανάσιος Κουρούλης εκλογεύς του χωρίου Επάνω Μπούτι, Κώστας Πίκης εκλογεύς του χωρίου Λάλουκα.

Κατά συνέπειαν των πρακτικών της εννάτης Οκτωβρίου παραμονής της προς εκλογήν των πληρεξουσίων της Επαρχίας Ναυπλίας προσδιωρισμένης ημέρας, συνήλθομεν χθες την 11 ώραν π.μ. εις τον εν τη Πόλει Ναυπλίας Ναόν της Παναγίας διά να σκεφθώμεν και αποφασίσωμεν μετά των λοιπών συνεκλογέων περί εκλογής πληρεξουσίων της Επαρχίας Ναυπλίας, αλλά σπουδαρχίδαι τινές ιδόντες ότι δεν ήθελε προκύψει το παρ’ αυτών ποθούμενον αποτέλεσμα υπεκίνησαν διά πολλών ταραχοποιών χωρικών, τους οποίους επίτηδες είχον εισάξει εις την εκκλησίαν, την διάλυσιν της συναθροίσεως ταύτης, της οποίας ενεργουμένης οι υποφαινόμενοι ωθούμενοι και απειλούμενοι ηναγκάσθημεν να ενδώσωμεν εις την βίαν προς αποφυγήν του επικειμένου καθ’ ημών κινδύνου και ν’ απέλθωμεν εις τον εκτός της πόλεως κείμενον κήπον του Κολοκοτρώνη, όπου οι αυτοί σπουδαρχίδαι διά των οργάνων των διέδωσαν την φήμην, ότι όλοι οι εκλογείς ήθελον συνέλθει, ως διαλυθείσης εντελώς της εν τω Ναώ Συναθροίσεως.

Οι υποφαινόμενοι είδομεν ότι η περί τον κήπον του Κολοκοτρώνη γενομένη συνάθροισις ήτο παράνομος διά τους εξής λόγους.

Αον. Διότι μεταξύ των εκλογέων περιελαμβάνοντο οι κύριοι Γεώργιος Καχριμάνης, Ιωαν. Ανδρούτζος, Μίχος Ξίδης, Ανδριανός Μπεκιάρης και Γεώργιος Κιμπουρόπουλος, τους οποίους η νόμιμος πενταμελής Επιτροπή, της οποίας και τινες ημών απετέλουν μέρος δεν παρεδέχθη, αλλ’ εκήρυξεν εξηρημένους.

Βον. Διότι και αφού ήθελον συμπαραληφθή οι εκλογείς οι οποίοι προηγουμένως εξηρέθησαν η συνάθροισις πάλιν δεν ήτο νόμιμος, διότι δεν ήτο συγκεκροτημένη από τα δύο τρίτα του όλου αριθμού των εκλογέων.

Γον. Διότι δεν υπήρχε μεταξύ ημών ο Γραμματεύς της Δημαρχίας, όστις ώφειλε να συντάξη την περί εκλογής των πληρεξουσίων πράξιν, αλλ’ αύτη συνετάχθη από πρόσωπον όλως διόλου αναρμόδιον.

Δον. Διότι η συνάθροισις δεν έγεινεν εις τον παρά της Διοικητικής Προκηρύξεως προσδιορισθέντα τόπον.

Εον. Διότι αντί να μείνωμεν οι εκλογείς μόνοι και ελεύθεροι, αποσυρομένων των μη εχόντων δικαίωμα ψήφου, έμεινε μεταξύ ημών εξ εναντίας όλον το πλήθος, το οποίον διά της βίας μάς είχε φέρει εις τον τόπον αυτόν, και τοιουτοτρόπως η βία εξηκολούθησεν αδιαλείπτως, μέχρι ότου προέκυψε το αποτέλεσμα το οποίον οι υποκινήσαντες την διάλυσιν της εν τω Ναώ της Παναγίας γενομένης συναθροίσεως είχον απ’ αρχής σχεδιάσει.

Μολονότι παρετηρήσαμεν την παρανομίαν της περί ης ο λόγος συναθροίσεως, αλλά διατελούντες υπό το κράτος της βίας και της πλάνης, εις την οποίαν μας έρριψαν οι διαδώσαντες την περί της μη εξακολουθήσεως της εν τω Ναώ της Παναγίας αρξαμένης τακτικής συναθροίσεως, ηναγκάσθημεν δι’ αποφυγήν κινδύνου και άλλων ολεθρίων συνεπειών, να δώσωμεν και ημείς ψήφον κατά την συνάθροισιν την οποίαν ενδομύχως απεδοκιμάζομεν και θεωρούμεν ως παράνομον διά τους προεκτεθέντας λόγους.

Μόλις δε απαλλάχθημεν από την βίαν και μετέβημεν εις την Πόλιν της Ναυπλίας επληροφορήθημεν ότι μακράν του να διαλυθή η εν τω Ναώ της Παναγίας συνάθροισις, ως ψευδώς μας είχον διαβεβαιώσει, εξηκολούθησεν αύτη και έφερεν εις πέρας το έργον της, αποτέλεσμα του οποίου ήτο η παμψηφεί εκλογή των κ.κ. Ιωαν. Κωλέττη και Μ. Ιατρού ως πληρεξουσίων της Επαρχίας Ναυπλίας.

Οι υποφαινόμενοι επεδοκιμάσαμεν και ενεκρίναμεν την εκλογήν ταύτην, και αν η ώρα καθ’ ην επληροφορήθημεν τούτο μας το επέτρεπεν, ηθέλαμεν σπεύσει να ενώσωμεν και ημείς τας ιδικάς μας ψήφους υπέρ των ως ανωτέρω εκλεχθέντων πληρεξουσίων. Αλλ’ ότι δεν ηδυνήθημεν να πράξωμεν χθες, συνελθόντες σήμερον ελευθέρως και απαραβιάστως πράττομεν αυτό διά της παρούσης. Κηρύττοντες επομένως ως άκυρον και μη ούσαν την χθεσινήν ψηφοφορίαν ημών, ήτις ήτο καθαρόν αποκύημα της βίας και της πλάνης, παραδεχόμεθα την παρά των εν τω Ναώ της Παναγίας μεινάντων εκλογέων γενομένην εκλογήν, και ενώνομεν και ημείς ομοθυμαδόν τας ψήφους ημών υπέρ των κ.κ. Ιωαν. Κωλέττου και Μ. Ιατρού τους οποίους θεωρούμεν αξίους της εμβριθούς αποστολής την οποία επιφορτίζονται.

Η παρούσα θέλει επικυρωθή παρά του Συμβολαιογράφου Ναυπλίας κυρίου Χ. Παπαδοπούλου, ενώπιον του οποίου θέλομεν εμφανισθή να βεβαιώσωμεν το αυθόρμητον της θελήσεώς μας, και κατόπιν θέλει προσαρτηθή εις τα πρακτικά της Νομίμου εκλογής της γενομένης εν τω Ναώ της Παναγίας.

Εν Ναυπλίω την ενδεκάτην Οκτωβρίου 1843

Ανδρέας Λιναρδόπουλος εκλογεύς του χωρίου Πασσά

Γεώργιος Ηλιάδης εκλογεύς του χωρίου Χώνικα

Αθανάσιος  Κουρούλης εκλογεύς του χωρίου Επάνω Μπούτι

Κώνστας Πίκης εκλογεύς του χωρίου Λάλουκα διά χειρός Γ. Ιερέως Π. Μηναίου.

Αντίγραφον απαράλλακτον εξαχθέν εκ της πρωτοτύπου πράξεως υπ’ αριθ. 14817/903.

Εν Ναυπλίω την 11. 8βρίου 1843

(Τ.Υ.) Ο Συμβολαιογράφος Ναυπλίας Χ. Παπαδόπουλος

Ότι αντίγραφον απαράλλακτον εξαχθέν εκ των εις τα Αρχεία της Δημαρχίας ευρισκομένων πρωτοτύπων πρακτικών.

Ναύπλιον την 27 Οκτωβρίου 1843

Ο Δήμαρχος Ναυπλιέων και τούτου απόντος ο Δημαρχικός Πάρεδρος (Τ.Υ.Σ.) Σ. Κοτσάκης;

Στις 17 Οκτωβρίου οι παρακάτω αναφερόμενοι 22 εκλογείς υπέβαλαν στην Συντακτική των Ελλήνων Σύνοδο την εξής αναφορά, με την οποία επιβεβαιώνουν, ότι εξέλεξαν Πληρεξουσίους τους Ιωάννη Κωλέττη και Μιχαήλ Ιατρού.

Συνυπέβαλαν και το έγγραφο που υπογράφουν οι παρακάτω κάτοικοι των χωριών Λάλουκα (44), Πυργέλλας (22), Αυδίμπεϊ (9) και κάτοικοι των χωριών: Κούτζι 40, Χαϊδάρι 59, Τζαφέραγα 36, Τσέλου 15, Σπαϊτζίκου 25, Κοφίνι 28, Κατσίγκρι 20, Λυγουριό 83 και Αδάμι 7: ήτοι συνολικά 388 κάτοικοι.

Σ. Συντακτική των Ελλήνων Σύνοδος

Θέλουν γενή αναμφιβόλως γνωσταί εις την Σεβ. ταύτην Σύνοδον αι άπειροι ραδιουργίαι, τας οποίας ετόλμησαν τινές να βάλωσιν εις ενέργειαν διά να επηρεάσουν την ελευθερίαν των πληρεξουσίων της Επαρχίας Ναυπλίας εκλογήν. Ούτοι αφού διέλυσαν διά της βίας την συνελθούσαν εις τον εν Ναυπλίω Ναόν της Παναγίας εκλεκτικήν συνάθροισιν, και κατόρθωσαν να συναγελήσωσι; τινάς των εκλεκτόρων περί τον εκτός της Ναυπλίας κήπον του Κολοκοτρώνη, ιδόντες ότι αι προσπάθειαί των αύται απέβησαν άκαρποι, διότι οι νοημονέστεροι αυτών εκείνων των εκβιασθέντων εκλεκτόρων διεμαρτυρήθησαν την επιούσαν και προσέθησαν τας ψήφους των εις την υπέρ των κ.κ. Ιωαν. Κωλέττου και Μ. Ιατρού νομίμως ενεργηθείσαν εκλογήν, επενόησαν άλλο παράνομον και παράλογον μέσον, την συλλογήν υπογραφών από μέρους τινών εκ των κατοίκων.

Βεβαίως πας τις εννοεί ότι οι κάτοικοι εκλέξαντες νομίμως τους εκλέκτοράς των απεκδύθησαν της εξουσίας του να εκλέξωσιν αυτοί πληρεξουσίους και διεπιστεύθησαν την εξουσίαν των ταύτην εις ημάς, τους οποίους ετίμησαν διορίσαντές μας εκλέκτορες.

Μόλα τα οποία η ραδιουργία έβαλεν εις ενέργειαν μέσα, τα οποία και ο Νόμος αποκρούει και η ηθική καταδικάζει, αι προσπάθειαι αυτής μένουσιν ατελεσφόρητοι. Τω όντι όλης της επαρχίας Ναυπλίας οι νόμιμοι εκλέκτορες είναι τριάκονται τρεις οι εφεξής.

  1. Δημ. Α. Π. Καλούδης
  2. Αναγν. Γ. Καλούδης, εκλογεύς του χωρίου Λυγουρίου
  3. Αναγ. Τασόπουλος
  1. Παναγιώτης Μπεβεράτος, εκλογεύς του χωρίου Δαλαμανάρας
  2. Παρασκευάς Καράς, εκλογεύς του χωρίου Κυβερίου
  3. Γεώργιος Ηλιάδης, εκλογεύς του χωρίου Χώνικα
  4. Ανδρέας Λιναρδόπουλος, εκλογεύς του χωρίου Πασσά
  5. Αθανάσιος Κουρούλης, εκλογεύς του χωρίου Άνω Μπούτι
  6. Κων-νος Μπαστούνης, εκλογεύς του χωρίου Πλατανίτη
  7. Γεώργιος Μπολούσης, εκλογεύς του χωρίου Αυτύμπεη
  8. Κων-νος Πίκης, εκλογεύς του χωρίου Λάλουκα
  9. Αναστάσιος Ράπος
  10. Σωτήρος Κολικιώτης, εκλογείς του χωρίου Κούτζι
  11. Ιωάννης Πίτρης, εκλογεύς του χωρίου Παναρίτη
  12. Αναστάσιος Ολάνης, εκλογεύς του χωρίου Πουλακίδα
  13. Δημήτριος Κεραμίδας
  14. Αναγ. Παπά Αθανασίου, εκλογείς του χωρίου Κοφίνι
  15. Θωμάς Οικοκύρης, εκλογεύς του χωρίου Κατζίγκρι
  16. Αναγν. Σταθογιάννης, εκλογεύς του χωρίου Σπαϊτζίκου
  17. Θεόδωρος Καραβοκύρης,
  18. Θεόδωρος Ροζανάς, εκλογεύς του χωρίου Χαϊδάρι
  19. Αθανάσιος Τζελέγκης,
  20. Παναγ. Χρηστόπουλος, εκλογεύς του χωρίου Τζεφέραγα
  21. Δημήτριος Σαγκιώτης, εκλογεύς του χωρίου Τζέλου
  22. Κωνστ. Μιλιώτης, εκλογεύς του χωρίου Αδάμι
  23. Γιάννης Κατζιγιάννης, εκλογεύς του χωρίου Πρύφτανι
  24. Κώστας Ουλής, εκλογεύς του χωρίου Δενδρά
  25. Αναγν. Μακρυπουκάμισος, εκλογεύς του χωρίου Πυργέλλας
  26. Γρηγόριος Α. Χαντζόπουλος
  27. Ευστάθιος Αντωνίου
  28. Αθανάσιος Παππαδόπουλος,
  29. Αναστάσιος Καρατασούλης, εκλογεύς του χωρίου Τουρνικίου
  30. Κων-νος Αποστολόπουλος, εκλογεύς του χωρίου Μπούγα.

Εκ των 33 τούτων οι συνυπογράφοντες την παρούσαν αναφοράν ημείς είκοσι δύο τον αριθμόν αποτελούμεν πλήρη τα δύο τρίτα της εκλεκτικής συναθροίσεως και ημείς παμψηφεί όλοι εξελέξαμεν και είμεθα κατ’ επανάληψιν έτοιμοι να επιβεβαιώσωμεν την εκλογήν μας υπέρ των κυρίων Ιωάννου Κωλέττου και Μ. Ιατρού. Απέναντι της σταθεράς της απολύτου ταύτης ημών θελήσεως την οποίαν έτοιμοι είμεθα να εκφράσωμεν, εάν η ανάγκη το απαιτήση και ενώπιον της Σ. ταύτης Συνόδου, ποίαν δύνανται να έχωσιν ισχύν, μέσα τα οποία διά της βίας διά του δόλου και διά της διαφθοράς υποκινούνται και ενεργούνται; Πρέπει να ληφθώσιν υπ’ όψιν αναφοραί των κατοίκων μετά τον διορισμόν των εκλογέων, και αυτών ακόμη των πληρεξουσίων; Δύνανται να έχωσι παραμικράν ισχύν πράξεις ατόμων συναθροισθέντων εις τόπον άλλον παρά τον Νόμον προσδιορισθέντα, ατόμων μη αποτελούντων τα δύο τρίτα των εκλογέων, ατόμων τέλος πάντων ενεργησάντων υπό το Κράτος της βίας και μη διατηρησάντων ουδεμίαν τάξιν, ουδένα τόπον;

Πιστεύομεν αδιστάκτως Σ. Ομήγυρις, ότι οι ελευθέρως και απαραβιάστως παρ’ ημών εκλεχθέντες Πληρεξούσιοι της Επαρχίας Ναυπλίας θέλουν γενή δεκτοί και η παραμικρά προσοχή δεν θέλει δοθή εις πράξεις, τας οποίας η βία, ο δόλος και η ραδιουργία παρεσκεύασαν.

Εν Ναυπλίω την 17. 8βρίου 1843

Υποσημειούμεθα με βαθύτατον Σέβας

(Τ.Υ.Σ)Δημ. Α. Π. Καλούδης, Ανδρέας Λιναρδόπουλος, Γεώργιος Ηλιάδης, Αναγν. Μακρυπουκάμισος, Θωμάς Νοικοκύρης ως αγράμματος διά χειρός Ευθυμίου Δ. Παπά Λυμπεροπούλου γαμβρού του.

Κώστας Πίκης ως αγράμματος διά χειρός Παπά Σπύρος Παπαχρηστόπουλος.

Παρασκευάς Καράς ως αγράμματος διά χειρός του υιού Γεωργίου Καρά.

Αθανάσιος Ιωαν. Παπαδόπουλος

Αναστάσιος Καρατασούλης ως αγράμματος διά χειρός Γεωργίου Αναγνωστόπουλου.

Κων-νος Αποστολόπουλος

Α.Γ. Καλούδης

Κων-νος Μιλιώτης αγράμματος διά του Α.Γ. Καλούδης

Σωτήρος Κολικιώτης

Θεοδωρής Ροζανάς και Θεοδωρής Βενετζιάνος ως αγράμματοι κατά θέλησίν των ο εφημέριος Παππά Αθανάσιος Τζίπος;

Παναγιώτης Χρήστου, Αθανάσιος Τζελέγκης και Δημήτριος Σαγκιώτης, ως αγράμματοι κατά θέλησίν των ο εφημέριος Γ. Ιερεύς Π. Μηναίος.

Αναγνώστης Σταθογιάννης

Δημήτριος Κεραμίδας αγράμματος ων με την άδειάν του τον υπογράφω εγώ Νικόλαος Μακρής

Γιάννης Κατσιγιάννης ως αγράμματος διά χειρός Παπά Γεωργίου Κερεμέζη.

Επικυρούται το γνήσιον των αυτόχειρων υπογραφών των κυρίων Δημ. Α. Π. Καλούδη, Ανδριανού Λιναρδοπούλου, Γ. Ηλιάδου, Αθ. Κορούλη, Αναγνώστη Μακρυπουκαμίσου, Αθαν. Παππαδοπούλου,Κων-νου Αποστολοπούλου, Α. Γ. Καλούδη, Σωτήρου Κολιγκιώνη και Αναγνώστου Σταθόγιαννη, καθώς και των αγραμμάτων Θωμά Νοικοκύρη διά του γαμβρού του Ευθυμίου Δ. Παπά Λυμπεροπούλου, Κώνστα Πίκη διά του εφημερίου του χωρίου των Παπά Σπύρου Παππά Χρηστόπουλου, Παρασκευά Καρά διά του υιού του Γεωργίου, Αναστασίου Καρατασούλη διά του Γεωργίου Αναγνωστοπούλου, Κωνσταντή Μιλιώτη διά του Α. Γ. Καλούδη, Θεοδωρή Ροζανά, Θεοδωρή Βενετζιάνου διά του εφημερίου των.

———————————–

 Προς την εν Αθήναις συγκροτηθησομένην Σεβ. Εθνικήν των Ελλήνων Σύνοδον

Πληροφορούμεθα οι υποφαινόμενοι κάτοικοι των χωρίων της Επαρχίας Ναυπλίας, ότι οι υποκινήσαντες την διά της βίας παράνομον εκλογήν εις τον εκτός της πρωτευούσης κήπον του Κολοκοτρώνη, θεωρούντες την εντελή αποτυχίαν των, μόλα τα οποία μετεχειρίσθησαν αθέμιτα μέσα, κατέφυγαν εις άλλο μέσον το οποίον εθεώρησαν συντελεστικόν προς τον σκοπόν των· συνέταξαν δηλ. αναφοράν και υπογράφουσιν εις αυτήν τους απλουστέρους, φρονούντες ότι διά του τρόπου τούτου δύνανται να υποστηριχθώσιν ως πληρεξούσιοι της Επαρχίας μας, οι διά της βίας εκλεχθέντες κύριοι Γ. Μ. Αντωνόπουλος και Ν. Σπηλιάδης.

Οι υποφαινόμενοι αποδοκιμάσαντες και αποδοκιμάζοντες καθ’ ολοκληρίαν την ειρημένην εκλογήν ως παράνομον και βιαίαν κηρύττομεν διά της παρούσης μας ότι εγκρίνομεν την εις την πρωτεύουσαν εν τω Ναώ της Παναγίας ως νόμιμον και κατά τας περί εκλογής των πληρεξουσίων οδηγίας ενεργηθείσαν και παραδεχόμεθα τους κατ’ αυτήν εκλεχθέντας πληρεξουσίους της επαρχίας μας κ.κ. Ιωαν. Κωλέττη και Μιχ. Ιατρόν, τους οποίους θεωρούμεν αξίους της εμβριθούς αποστολής με την οποίαν επιφορτίζονται.

Εν Λάλουκα τη 17. 8βρίου 1843

Οι κάτοικοι του χωρίου Λάλουκα (Τ.Υ.)

Παπά Σπύρος Παπαχρηστόπουλος Κόλιας Λίτζας
Μήτρος Ρέμης Σπύρος Λίτζας
Μήτρος Λίτζας Γιάννης Πετζίκος
Μιχάλης Ρέμης. Υπογράφονται από τον Παπά Σπύρο Παπαχρηστόπουλο οι παραπάνω έξι.
Κώστας Πίκης Αναστάσης Πίκης
Μήτρος Πίκης Κώστας Ρέμης
Ανδριανός Ρέμης Παναγιώτης Ντέτες
Δημήτρης Π. Ντέτες Μήτρος Κολιμιχούσης
Νικολάκης Ντρούλιας Αναγνώστης Κουτρουφίνης
Υπογράφονται από τον Αναγνώστη Κουτρουφίνη οι παραπάνω δέκα.
Γιώργης … Ανδριανός Τσίγκας
Φώτης Τσήγκας Μήτρος Τσήγκας
Γεώργης Μπαλάσχας Τάσος Τουντούμης
Ιωάννης Μπαριαχτάρης Θεοχάρης Αναστασίου
Μανόλης Αναστασίου Ιωάννης Κουτρουφίνης
Υπογράφονται από τον Ιωάννη Α. Τζηγκόπουλο
Α. Γ. Πίκης Δημήτριος Στόφας
Παναγιώτης Στόφας Δημητράκης Ντέτες
Δημήτριος Κούτουλας Γεώργιος Κωστόπουλος
Κώστας Κουτρουφίνης Αθανάσιος Κουτρουφίνης
Γεώργης Γεράσιμος Ανδριανός Κόκαλης
Υπογράφονται από τον Α. Σουριλόπουλο
Α. Σουριλόπουλος Παπανδριανός Παπαδημητρίου
Κωνσταντίνος Παπαδημητρίου Μήτρος Γερογαράκη
Κωνσταντής Δαλάκος Ιωάννου Μάρκος
Αναγνώστης Κουτρουφίνης

 

Επικυρούται το γνήσιον των υπογραφών των κατοίκων του χωρίου Λάλουκα διά των κυρίων Παπά Σπύρου Παπαχριστοπούλου, Αναγνώστου Κουτρουφίνη, Ιωάννου Τζίγκα, Αναγνώστου Σουριλοπούλου υπογραψάντων τους αγραμμάτους κατοίκους καθώς και το ως αυτοχείρου υπογραφών των κυρίων Παπά Σπύρου Παπαχριστοπούλου, Α. Κουτρουφίνη, Α. Σουριλοπούλου, Ιωαν. Τζήγκα, Παπά Ανδριανού Παπαδημητρίου, Κωνσταντή Παπαδημητρίου κατά την προσωπικήν των ομολογίαν.

Αυθημερόν ο Ειδικός Πάρεδρος του χωρίου Λάλουκα (Τ.Υ.) Α. Κωστόπουλος.

Οι παρακάτω κάτοικοι εγκρίνουν ως νόμιμη την εκλογή των Ιωάννη Κωλέττη και Μιχ. Ιατρού ως πληρεξουσίων που έγινε στο Ναό της Παναγίας Ναυπλίου και τους θεωρούν «αξίους της εμβριθούς αποστολής με την οποίαν επιφορτίζονται».

 

Χωρίον Πυργέλλα
Γιαννάκος Μητρόπαπας Γεώργης Μητρόπαπας
Ανδριανός Παναγιώτου Νικολής Παναγιώτου
Σπύρος Μπάλιος Δημήτρης Καχριμάνης
Γεώργης Τρίτζας Δημήτριος Τρίτζας
Νικολής Λιόλιος  Υπογράφονται από τον παπά Γεωργίου Μητρόπαπα.
Παπά Γεώργιος Μητρόπαπας Αναγν. Μακρυπουκάμισος
Παβλής Μακρυπουκάμισος Αναστάσιος Μακρυπουκάμισος
Ιωάννης Μακρυπουκάμισος Αποστόλης Κοκολής ;
Πέτρος Καχριμάνης Γεώργιος Μίχας
Γεώργιος Κατζάμπας  Υπογράφονται από τον Αναγν. Μακρυπουκάμισο
Δ. Δ. Πύρος Κωνσταντής Κοτζακόπουλος
Αναστάσης Θεοδοσίου Ιωάννης Α. Μακρυπουκάμισος
Χωρίον Αυδίμπεϊ
Α. Δαρλάσης Βασίλειος Ρέμης
Γεώργιος Μυλωνάς   Υπογράφονται κατά θέλησίν των διά χειρός Α. Δαρλάση
Γεώργιος Χιόνης Θεοδωρής Κώστενας
Θανάσης Ανδρέας Ιωαν. Βελιτζιότης
Υπογράφονται διά χειρός Α. Σουριλοπούλου
Χρήστος Μπολόσης διά Γ.Χ. Μπολόση

Επικυρούται το γνήσιον των υπογραφών των κατοίκων του χωρίου Αυδίμπεϊ γενομένων διά των κυρίων Αναγνώστου Δαρλάση και Αναγν. Σουριλοπούλου υπογραψάντων τους αγραμμάτους κατοίκους καθώς και το ως αυτοχείρου υπογραφών των κυρίων Αναγνώστου Δαρλάση κατά την προσωπικήν των ομολογίαν.

Ο Ειδικός πάρεδρος του χωρίου Αυδίμπεϊ

Χρήστος Μπολόσης διά Γ. Χ. Μπολόση

Έπονται υπογραφαί του αυτού χωρίου Αυδίμπεϊ

Κ.Δ. Μπαρδουνιώτης, Ιωάννης Κολιάκης

Μιχάλης Κολιάκης, Κολιάκης Χρήστου διά χειρός Ιωάννη Κολιάκη

Επικυρούται η γνησιότης των αυτοχείρου υπογραφής του Κων-νου Δ. Μπαρδινιώτη και Ιωάννη Κολιάκη καθώς και των Κολιάκη Χρήστου και Μιχαήλ Κολιάκη γενομένων διά του Ιωάννη Κολιάκη.

Αυδίμπεϊ αυθημερόν ο Πάρεδρος (Τ.Υ.) Χρήστος Μπολόσης διά Γ.Χ. Μπολόση.

Προσωπογραφία Μιχαήλ Ιατρού (1848). Διονύσιος Τσόκος, λάδι σε μουσαμά, 69Χ54 εκ. Συλλογή: Ελένης Σπηλιωτάκη.

Προσωπογραφία Μιχαήλ Ιατρού (1848). Διονύσιος Τσόκος, λάδι σε μουσαμά, 69Χ54 εκ. Συλλογή: Ελένης Σπηλιωτάκη.

Στις 15 Νοεμβρίου 1843 οι Νικόλαος Σπηλιάδης και Γεώργιος Μ. Αντωνόπουλος αναφέρθηκαν  στην Εθνοσυνέλευση και υπεστήριξαν ότι αυτοί ήταν οι νόμιμοι πληρεξούσιοι της Επαρχίας Ναυπλίας, γιατί εκλέχτηκαν από την πλειοψηφία των εκλογέων που συνήλθαν στις 10 Οκτωβρίου 1843 στο Ναό των Αγίων Θεοδώρων που βρίσκονταν εκτός Ναυπλίου στη θέση Κιουλού τεκέ (Αγροκήπιον του Κολοκοτρώνη).

Συνυπέβαλαν και την από 14 Οκτωβρίου 1843 αναφορά που υπογράφουν 494 κάτοικοι. Για πληρέστερη γνώση των αναγνωστών τις παραθέτουμε.

Προς την Σεβαστήν των Ελλήνων Συνέλευσιν

Εκλεχθέντες οι υποφαινόμενοι πληρεξούσιοι των χωρίων της Επαρχίας Ναυπλίου, αν και ταχθέντες μεταξύ των φιλονικουμένων διά την γενομένην και εκεί διπλήν εκλογήν, επειδή είμεθα ημείς οι νομίμως εκλεγμένοι από τα δύο τρίτα των εκλογέων αυτών, δεν είχομεν ουδεμίαν αμφιβολίαν, ότι ηθέλαμεν γενή παραδεκτοί να εκπληρώσωμεν και ημείς εις την ενεστώσαν συνέλευσιν μετά των άλλων νομίμως πληρεξουσίων τα οποία ενεπιστεύθημεν ιερά χρέη προς την Πατρίδα. Εδώκαμεν δε τα έγγραφα μας τ’ αποδεικνυόμενα την νομιμότητα της εκλογής μας και τουναντίον εκείνης των εκλεχθέντων από το εν τρίτον σχεδόν των εκλογέων προς την διορισθείσαν από τα τρία τμήματα της Ελλάδος εξεταστικήν των εγγράφων της πληρεξουσιότητος Επιτροπήν, αλλά παρά πάσαν προσδοκίαν απεβλήθημεν ημείς από αυτήν και έγιναν παραδεκτοί ανθ’ ημών οι κύριοι Ιωαν. Κωλέττης και Μιχαήλ Ιατρός. Διά τούτο κρίνομεν χρέος μας να διατρανώσωμεν ενώπιον της Σεβαστής ταύτης Συνελεύσεως την γενομένην εις ημάς αδικία και να ζητήσωμεν απ’ αυτήν δικαιοσύνην ως συγκροτηθείσαν διά να θέση τα θεμέλια της Ελλάδος επί την βάσιν της δικαιοσύνης.

Εφ ω και νομίζομεν αναγκαίον να καθιστορήσωμεν τα διατρέξαντα διά να εμπορέσουν οι κύριοι πληρεξούσιοι του Έθνους να κρίνουν εν γνώσει και ν’ αποφασίσωσιν κατά το δίκαιον.

Επειδή η πόλις του Ναυπλίου έλαβεν από την εν Τροιζήνι συνέλευσιν και επειδή τα χωρία είχον επίσης το δικαίωμα να στέλλουν ετέρους δύο, αφού η Πόλις εξελέξατο τους ιδικούς των, απεφασίσθη να συνέλθουν και οι εκλογείς των χωρίων εις την Μονήν του Καρακαλά, όπου συνήλθον και το 1829, εκτός δηλονότι της πόλεως Ναυπλίου και να εκλέξουν τους πληρεξουσίους των. Διο και εξεδόθη το ανήκον πρόγραμμα, αλλά δι’ ενεργείας του Δημάρχου Ναυπλιέων κυρίου Σπυρίδωνος Παπαλεξοπούλου η πόλις του Ναυπλίου προσδιωρίσθη τόπος της εκλογής.

Και δις συνελθόντες αυτόθι τριάντα τέσσαρες εκλογείς, συνηθροίσθησαν προκαταρκτικώς την 9 του Οκτωβρίου τ.ε. εις τον ναόν της Παναγίας και παρόντος του κυρίου Παπαλεξοπούλου, εξελέξαντο δι’ εικοσιέξ ψήφων Πρόεδρον τον κύριον Ιωάν. Κολανδρούτζον εκλογέα του χωρίου Μουράταγα, καθώς και πενταμελή Επιτροπή διά να εξελέγξη την νομιμότητα των εγγράφων των, ενώ δ’ έμελλε να προχωρήσουν εις την εκλογήν των πληρεξουσίων των. Ο κύριος Παπαλεξόπουλος επεμβάς εις τα καθήκοντά των προσβάλλει την εκλογήν του αυτού Προέδρου, ως μη νομίμου τάχα εκλογέως του χωρίου Μουράταγα διά τον λόγον ότι τούτο δεν έχει τάχα δεκαπέντε οικογενείας, ενώ έχει περί τας είκοσιν. Προσβάλλει ωσαύτως τον εκλογέα του χωρίου Μάνεσι Μίχον Ξύδην, ενώ το χωρίον τούτο περιέχει πλέον ή δεκαεννέα οικογενείας. Προσβάλλει επίσης τον εκλογέα των χωρίων Δούσια και Μπάρδη Γ. Μ. Κιμπουρόπουλον, ενώ τα χωρία ταύτα περιέχουν δεκαεπτά οικογενείας. Προσβάλλει προς τούτοις τον εκλογέα του χωρίου Μπούτι Ανδριανόν Αθ. Βεκιάρην, ενώ το χωρίον αυτό είχεν αυτόν τούτον εκλογέα και το 1829, ως έχον το δικαίωμα του να στείλη εκλογέα διά την εκλογήν των πληρεξουσίων. Διορίζει δε τον Καλούδην Πρόεδρον της συναθροίσεως και αποβάλλει τον εκλογέα του χωρίου Πυργέλας Γεώργιον Καχριμάνην, λαβόντα τριάντα ψήφους εις την τακτικήν και νόμιμον των εγχωρίων συνάθροισιν, όπου παρευρέθη και ο Πάρεδρος και παραδέχεται τον Αναγν. Μακρυπουκάμισον λαβόντα είκοσι και μίαν ψήφους εις την ιδιαιτέραν συνάθροισιν ατόμων σχετικών του, όπου δεν παρευρέθη ο πάρεδρος.

Παραδέχεται δε από το χωρίον Ντζιαφέραγα δύο εκλογείς, ενώ το χωρίον αυτό δεν έχει το δικαίωμα να δώση ειμή ένα μόνον εκλογέα και τοιουτοτρόπως διατάξας την συνάθροισιν, έχων και άλλους συναρρωγούς τον τε αστυνόμον Ναυπλίου και τινάς φατριαστάς εκ των Ναυπλιέων, προσπαθεί ν’ εκτελέση την εκλογήν των Πληρεξουσίων της προθέσεώς του και ταύτα κεκλεισμένων έχων τας θύρας του ναού και μη επιτρέπων εις τους πολίτας την είσοδον, διά να μη έχη μάρτυρες των όσα κατεργάζονται. Εν τούτοις κατεξ…ντες οι εκλογείς διά τα γενόμενα, διαλύουν την συνάθροισιν και είκοσιν εξ αυτών δίδουσι αναφοράν προς την διοίκησιν της Αργολίδος εναντίον των επεμβαινόντων εις τα καθήκοντά των και παραβιαζόντων αυτούς εναντίον των διατεταγμένων, ότε ο κ. Παπαλεξόπουλος παρασύρας εις το Δημαρχείον και παρακρατών ως εις φυλακήν ένδεκα εξ αυτών, επροσπάθη όλην την νύκτα να τους καταπείση εις το να δώσουν την ψήφον των κατά τον σκοπόν του.

Την επιούσαν ημέραν συνηθροίσθησαν πάλιν όλοι εις τον ναόν της Παναγίας και απαιτούν να λάβη την θέσιν του ο νόμιμος Πρόεδρός των, να μείνουν εις τον τόπον των οι νόμιμοι εκλογείς και ν’ αποχωρήσουν ο τε Δήμαρχος και ο Αστυνόμος Ναυπλίου και οι περί αυτούς και να τους αφήσουν ελευθέρους να εκλέξουν τους πληρεξουσίους των. Αλλ’ ούτοι φυλάσσοντες τας θύρας του Ναού ωσάν πολιορκημένας, επροσπάθουν να κάμουν την εκλογήν εναντίον της θελήσεως και της συνειδήσεως των εκλογέων. Τότε οι ούτω βιαζόμενοι εκλογείς, βίαν κατά της βίας αντιτάξαντες διά να εξέλθουν από τον ναόν, εξήλθον τα δύο τρίτα εξ αυτών, ήτοι οι εικοσιτρείς και διευθύνονται έξω της πόλεως διά ν’ αποφύγωσι την βίαν και να δώσουν ελευθέρως και κατά τον νόμον τας ψήφους των, εις οποίους ήθελον εγκρίνει διά πληρεξουσίους των. Αλλά φθάσαντες εις την θύραν του φρουρίου την ευρίσκουν κλεισμένην κατά διαταγήν του Αστυνόμου. Ζητούν να την ανοίξουν και οι φρουρούντες στρατιώται προτείνουσι λόγχην κατ’ αυτών και μάλιστα πληγώνοντας και τίνα εις την κεφαλήν και τους εμποδίζουν εκεί άχρις ότου έφθασε ο φρούραρχος εις βοήθειάν των και διέταξε να τους ανοιχθή η θύρα και τους ηνοίχθη. Εξέρχονται επομένως και φθάσαντες εις τον Κιουλουτεκέν (Αγροκήπιον του Κολοκοτρώνη) εισέρχονται εις τον ναόν των Αγίων Θεοδώρων, όπου ενεργούντες ελευθέρως ψηφοφορούν κατά τον νόμον και δίδουν εις ημάς τας πλειοτέρας ψήφους των.

Ενώ δε εψηφοφόρουν έρχονται αυτόθι ο τε Γραμματεύς της Διοικήσεως και ο Υπομοίραρχος και τους ερώτουν και μανθάνουν από αυτούς, ότι εξήλθον από την πόλιν, επειδή εβιάζοντο και εκεί ψηφηφορούν παντελευθέρως εκλέγοντες τους πληρεξουσίους των, καθότι είχον και το δικαίωμα να τους εκλέξουν εκτός της πόλεως, καθώς εξελέξαντο αυτούς εκτός της πόλεως εις το 1829.

Αφού δε αυτοί ανεκήρυξαν ημάς πληρεξουσίους των, τότε και ο κύριος Παπαλεξόπουλος διεκήρυξε διά των ένδεκα εκλογέων παμψηφεί, ως πληρεξουσίους τους κυρίους Ιωαν. Κωλέττην και Μ. Ιατρόν. Τούτου δοθέντος ήτο ποτέ δυνατόν να μη μεταχειρισθή ο κύριος Παπαλεξόπουλος όλα τα μέσα, όσα ήθελε δυνηθή διά να τους αναδείξη εις την Σεβαστήν ταύτην Συνέλευσιν, ως νομίμως πληρεξουσίους, αφού εκάμεν  το πρώτον βήμα προς την παρανομίαν είπετο να προχωρήση ενεργών χωρίς όρων και λόγων άχρις ότου φθάσει εις το τέρμα του σταδίου και προς τοις άλλοις παρανομήμασιν υπεχρέωσε μετά δύο ημέρας τέσσαρας εκ των εκλογέων, οίτινες είχον δώσει άπαξ εις ημάς τας ψήφους των εις τον ναόν των Αγίων Θεοδώρων να τας δώσουν και δεύτερον διά συμβολαιογραφικού εγγράφου εις τους κυρίους Κωλέττην και Ιατρόν, επιφέραντες ότι τάχα εβιάσθησαν και τας έδωσαν προ δύο ημερών εις ημάς.

Η Σεβαστή Συνέλευσις θέλει κρίνει, αν οι άνθρωποι ούτοι, αφού ωρκίσθησαν και εψηφοφόρησαν και υπέγραψαν την πράξιν της εκλογής των πληρεξουσίων των ημών, ηδύναντο να είναι εκλογείς φυλάσσοντες εις εαυτούς την δύναμιν του εκλέγειν εις τρόπον ότι σήμερον ν’ αναδείχνουν πληρεξούσιον τούτον και αύριον εκείνον και μεθαύριον άλλον. Θέλει δε κρίνει, εάν όντες εντός του φρουρίου του Ναυπλίου, όπου υπήρχον προς υπεράσπισίν των αρχαί διοικητικαί και δικαστικαί και δυνάμεις στρατιωτικαί και όπλα και πυροβόλα, υπέκειντο ποτέ εις το να βιασθούν παρά τινός και θέλει κρίνει πως δεν υπέκειντο εις το να βιασθούν ωσαύτως και οι άλλοι ένδεκα συνεκλογείς, οι παραμείναντες αυτόθι ραδιουργούντος του κυρίου Παπαλεξοπούλου, ενώ ήτον επόμενον αν εβιάσθησαν εκείνοι να βιασθώσιν και ούτοι και να μη μείνη κανείς εντός του Ναυπλίου. Αλλά η βία δεν  ήτο δυνατόν να γενή από είκοσι τρεις ανθρώπους απλούς και όλως αδυνάτους ως έγεινε δε κατ’ αυτών εξ εναντίας υπό του δημάρχου και του αστυνόμου και των δορυφόρων των καθ’ όλους τους τρόπους.

Ταύτα δε πληροφορηθέντες οι κάτοικοι των χωρίων της επαρχίας και μη ανεχόμενοι ν’ αντιπροσωπευθούν εις την παρούσαν Συνέλευσιν υπ’ άλλων τινών διεύθυναν αναφοράν υπογεγραμμένην από εξακοσίους περίπου, ο έστιν από το μέγα μέρος αυτών προς την Συνέλευσιν αυτήν, και επικυρούσι την επ’ ονόματί μας γενομένη εκλογήν. Την αναφοράν ταύτην και όλα τα έγγραφα αφορώντα την νομιμότητα της εκλογής μας καθυποβάλλομεν εις την εξεταστικήν Επιτροπήν, η οποία φαίνεται δεν τα έλαβεν υπόψιν και από την οποίαν θέλει τα ζητήσει βέβαια η Σ.Συνέλευσις διά να τα εξετάση. Είναι δε τα εφεξής:

α) Η αναφορά μας προς την ειρημένην εξεταστικήν επιτροπήν, δι ης εξεθέσαμεν εν συνόψει τα δίκαιά μας.

β) Η Πράξις της Πληρεξουσιότητος ημών, γενομένην την 10 του 8βρίου, επικυρωμένη από τον πάρεδρον της Δημαρχίας του Άργους, διά τον λόγον του ότι δεν ήτο δυνατόν να επικυρωθή από τον δήμαρχον Ναυπλιέων και διά τον λόγον του ότι τα πλειότερα χωρία, ανήκοντα κατά τα παλαιά όρια εις την Επαρχίαν Ναυπλίου, ανήκουσιν ήδη εις την του Άργους.

γ) Αντίγραφον διαμαρτυρήσεως είκοσιν εκλογέων, γενομένης την 10 του αυτού προς την διοίκησιν Αργολίδος εναντίον του κυρίου Παπαλεξοπούλου και των μετ’ αυτού.

δ) Η διαληφθείσα αναφορά των εγκατοίκων, γενομένη την 14 του ιδίου, δι ης διαμαρτύρονται κατά του ειρημένου κ. Παπαλεξοπούλου, αποδοκιμάζουν την παρ’ αυτού ενεργηθείσαν εκλογήν και επικυρούσι την επ’ ονόματι ημών.

ε) Πιστοποιητικόν εκδεδομένον την 14 του αυτού από τον πάρεδρον του χωρίου Μάνεσι ως περιέχουσι δεκαεννέα οικογενείας.

στ) Όμοιον εκδεδομένον την 15 του αυτού από τον πάρεδρον του χωρίου Δούσια και Μπάρδη ως περιεχόντων δεκαεπτά οικογενείας.

ζ) Εκλογικόν έγγραφον της 5 Απριλίου του 1829 των κατοίκων του χωρίου Μπούτι, υπέρ του εκλογέως Αδριανού Αθ. Βεκιάρη.

η) Όμοιον της 31 Μαρτίου του 1829 διά το δικαίωμα του χωρίου Ντζιαφέραγα περί ενός μόνον εκλογέως.

Προστίθενται δε παρ’ ημών ενταύθα συνημμένα και δύο εκλογικά έγγραφα του χωρίου Πυργέλλας, εξ ων αποδείχνεται η νομιμότης της εκλογής του Γ.Π. Καχριμάνη και τουναντίον εκείνης του Α. Μακρυπουκαμίσου.

 Η δε Σεβαστή Συνέλευσις, αφού λάβη υπόψιν τα έγγραφα ταύτα, θέλει κρίνει αν η εξεταστική Επιτροπή ηδύνατο νομίμως ν’ απορρίψη την εκλογήν ημών ως πληρεξουσίων από τα χωρία του Ναυπλίου και να δεχθή την εκλογήν των κυρίων Κωλέττου και Ιατρού, ενώ ημείς ελάβομεν είκοσι τρεις ψήφους και ενώ αυτοί δεν έλαβον ειμή μόνον ένδεκα και όχι δεκατρείς, ως διατείνονται, διότι οι δύο εκλογείς επλεόναζαν παρανόμως κατά τ’ ανήκοντα αποδεικτικά και δεν ηδόναντο να είναι εκλογείς.

Επομένως η Συνέλευσις, ως πηγή από την οποίαν ελπίζεται πάσα δικαιοσύνη, θέλει αποδώσει το δίκαιον κατά χώρον.

Εν Αθήναις την 15 Νοεμβρίου 1843 

Ναύπλιον (Τ.Υ.) Ν. Σπηλιάδης και Γ.Μ. Αντωνόπουλος

                              ———————————–

Προς την εν Αθήναις Εθνικήν των Ελλήνων Συνέλευσιν

Σημ: Η παρούσα αναφορά συνίσταται από φύλλα δέκα και ήμισυ γεγραμμένα και σελίδες είκοσι και μία

Εν Αθήναις την 6 Νοεμβρίου 1843 (Τ.Υ.) Γ.Μ. Αντωνόπουλος και Ν. Σπηλιάδης

Δυνάμει του Νόμου και των διατεταγμένων από το Υπουργείον της 3 Σεπτεμβρίου της Επαρχίας Ναυπλίας να εκλέξωμεν, και εξελεξάμεθα τους εκλογείς, οίτινες ώφειλον να εκλέξουν τους πληρεξουσίους μας διά την εθνικήν Συνέλευσιν. Προσδιωρίσθη δε τόπος της συναθροίσεως των εκλογέων μας η Μονή του Καρακαλά διά προγράμματος καθώς πραγματικώς εγένετο κατά το 1829. Αλλ’ αίφνης και παρ’ ελπίδα μεταποιείται το πρόγραμμα και αντί του Καρακαλά προσδιορίζεται τόπος συναθροίσεως η Πόλις της Ναυπλίας κατ’ αίτησιν του κυρίου Δημάρχου αυτής. Η μεταβολή αύτη έδωκε δικαίαν υπονοίαν των υποκεκρυμένων σκοπών του κ. Δημάρχου μόλα ταύτα ευπειθούντες εις τον Νόμον και εις τας διαταγάς των ανωτέρων αρχών προσήλθον όλοι οι εκλογείς εις τον κ. Δήμαρχον επαρουσίασαν τα εκλογικά των έγγραφα τα παρεδέχθη και τα επεκύρωσε χωρίς εναντιότητα και χωρίς τινά παρατήρησιν περιοριζόμενος μόνον εις κατηχήσεις του να εκλέξουν τους πληρεξουσίους της αρεσκείας του.

Κατά δε την 9 Οκτωβρίου ημέραν Σάββατον ο εστί την παραμονήν της εκλογής συνεκροτήθη η προκαταρκτική συνέλευσις εις τον Ναόν της Υπεραγίας Θεοτόκου και εγένετο η εκλογή του τε Προέδρου και της Επιτροπής της ψηφοφορίας, και εξελέγη Πρόεδρος ο εκλογεύς του χωρίου Μουράταγα κύριος Ιωάννης Γ. Κολανδρούτζος διά ψήφων 26 προς 7 και έως οκτώ διήρκεσεν η αλωπεκή του κυρίου Δημάρχου, ελπίζοντος ότι διά των κατηχήσεών του, είχε κερδισμένας τας ψήφους των εκλογέων, αλλ’ αφού είδε την πλειοψηφίαν όχι κατά την αρέσκειάν του, απεκδύεται την αλωπεκήν, ενδύεται την λεοντήν, προτείνει ότι τέσσαρες των εκλογέων είναι διωρισμένοι από χωρία μη έχοντα 15 οικογενείας, εν οις και ο εκλεχθείς Πρόεδρος και τινά μέλη της Επιτροπής, παρουσιάζει μίαν αναφοράν τινός αγνώστου ανεπίσημον, την οποίαν εφύλατταν ως εφεδρείαν διά την στιγμήν ταύτην, λησμονεί ότι τα χωρία ταύτα πραγματικώς είχον εκλογέα κατά το 1829, λησμονεί ότι ο ίδιος επεκύρωσε τα εκλογικά των έγγραφα ως νομίμων εκλογέων και αντί να αποχωρήση της συναθροίσεως, αφού εξελέγη η Επιτροπή και ο Πρόεδρος, και ν’ αφίση εις αυτούς ελευθέραν την εκπλήρωσιν των καθηκόντων τους, και την εξέλεγξιν των φιλονεικουμένων εγγράφων, θηριούται, φρυάττει, αποβάλλει τους παρ’ αυτού προσβληθέντας διά του Αστυνόμου, τον οποίον απ’ αρχής είχεν εντός της συναθροίσεως, καθιστά αυθαιρέτως Πρόεδρον της συναθροίσεως χωρίς δευτέρας εκλογής τον σχετικόν του Ιωάννην Καλούδην ως λαβόντα δήθεν επτά ψήφους εις την πρώτην εκλογήν, αναπληροί την Επιτροπήν διά σχετικών του, και διαλύει την συνάθροισιν.

Την δε επιούσαν ήτοι την Κυριακήν, ταύτα θεωρούντες οι εκλογείς και κατεξανιστάμενοι εναντίον των αυθαιρεσιών του κυρίου Δημάρχου έδωκαν αναφοράν προς την Διοίκησιν της Αργολίδος διαμαρτυρούμενων κατά του ειρημένου Δημάρχου, ως επεμβαίνοντος εις τα καθήκοντά των ως προσωθούντος αυτούς εις παρανομίας και πράξεις εναντίον της συνειδήσεώς των, και αντί να παρουσιασθή τουλάχιστον το αποτέλεσμα των διασκέψεων της Επιτροπής, το οποίον δι’ όλης της νυκτός επροσπάσθη να χαλκεύση εις την οικίαν του, συγκαλεί την συνάθροισιν εις τον ίδιον Ναόν, τον οποίον είχε προκαταλάβη διά της συρροής διαφόρων συμφατριαστών του και του Αστυνόμου και διά της προσωπικής παρουσίας του και υποχρεοί τους εκλογείς διά να κάμουν την εκλογήν των. Όθεν συναισθανθέντες την ενέδραν οι πλείονες των εκλογέων εζήτησαν να καταλάβη την θέσιν του εις την Προεδρίαν ο νόμιμος εκλογεύς και νομίμως εκλεχθείς Πρόεδρος κ. Κολανδρούτζος και να μη εξαιρεθή κανείς των νομίμων εκλογέων και ν’ αποχωρήση ο Δήμαρχος, ο Αστυνόμος και οι μετ’ αυτών, ώστε να μείνουν αυτοί ελεύθεροι να εκλέξουν τους πληρεξουσίους των χωρίων μας, όπως ήθελεν οδηγηθή από την συνείδησίν των. Αλλά θεωρήσαντες ότι εκ προπαρασκευής θέλει παραβιασθή η ψήφος των, και ενδέχεται να προκύψουν δυσάρεστα και απευκταία εξήλθον του Ναού και έτρεξαν να εύρουν άσυλον της ελευθερίας των ψήφων των εκτός του Ναυπλίου, αλλά και εις τούτο απήντησαν την παγίδα προπαρασκευασμένην, εύρον τας θύρας της Ναυπλίας κεκλεισμένας κατά διαταγήν του αστυνόμου και την ένοπλον φρουράν προτείνουσαν λόγχας κατά των προσπασθούντων να εξέλθωσιν εκλογέων, καθώς και πραγματικώς επληγώθη διά της λόγχης εις των συντρεχόντων, και προσέφυγεν εις την Εισαγγελίαν, αλλά χάρις εις την φρόνησιν και αμεροληψίαν του κ. Φρουράρχου, όστις διέταξε και ανοίχθησαν αι θύραι, και ούτως εξελθόντες οι εκλογείς μετέβησαν εις τον εν Κουλού Τεπέ Ναόν των Αγίων Θεοδώρων, όπου θεωρήσαντες ότι συμπληρούνται τα δύο τρίτα των εκλογέων συνεκρότησαν συνάθροισιν και ελευθέρως και απαραβιάστως διά τακτικής ψηφοφορίας εξελέξαντο πληρεξουσίους μας τους κυρίους Γεώργιον Μ. Αντωνόπουλον και Νικόλαον Σπηλιάδην.

Αφού δε εκοινοποιήθη το αποτέλεσμα της εκλογής ταύτης, παραλαβών εκ της οικίας του και ο Δήμαρχος τους παρ’ αυτώ αιχμαλωτισμένους δεκατρείς εκλογείς περιεστοιχισμένος από διαφόρους πολίτας του φρονήματός του τους μετέφερεν εις τον Ναόν της Παναγίας και αναγόρευσαν ομοφώνως πληρεξουσίους τους κ.κ. Κωλέτην και Ιατρόν, υπέρ ου και δι ου τα πάντα εγένετο, χωρίς να παρατηρήσουν μήτε νομιμότητα, μήτε δύο τρίτα, μήτε άλλοτε εκ των νενομοθετημένων, εκτός μόνον του ότι εις την εκκλησίαν έγινεν η αναγόρευσις, ωσάν να μην ηδύνατο αυτή η φωνή να εκφωνηθή και εις την οικίαν του.

 Την δε επιούσαν απεπλάνησεν, ως μανθάνομεν τις οίδε διά ποίων μέσων και τίνας εκ των εκλογέων του Κιουλουτεπέ, ως να ήσαν πλέον εκλογείς, αφού άπαξ εψηφοφόρησαν, διά να σχηματίση φαίνεται τα δύο τρίτα, και έκτοτε μέχρι της ώρας εργάζεται εν σκότει εις τα άδυτα της οικίας του μετά των αιχμαλώτων του, και τις ηξεύρει ποία πρακτικά θέλουν σχηματίσει και πως θέλουν παραμορφώσει τα πράγματα νομιμοποιούντες δήθεν αυτά κατά την ιδέαν του.

Επειδή δε εκ της παρανομίας δεν ημπορεί να προκύψη ποτέ αγαθόν μήτε εμπορεί να υπάρξη τοιούτον μη θεμελιούμενον εις την νομιμότητα πολλώ δε μάλλον εις τας παρούσας πράξεις εκ των οποίων κρέμαται η τύχη του Έθνους και της Πατρίδος μας. Υμείς δε Σεβαστή Συνέλευσις είσθε οι μόνοι αρμόδιοι να εξελέγξετε τας τοιαύτας παρανομίας διά να μην εισχωρήσουν εις την ευαγή συνάθροισίν σας νόθα και υποβολιμαία πρόσωπα, προλαμβάνοντες εκθέτομεν εν ειλικρινεία όλα τα διατρέξαντα και πανδήμως εκφραζόμενα σας βεβαιώμεν ότι η εν Κουλουτεπέ συνάθροισις των εκλογέων μας είναι η νόμιμος, και οι παρ’ αυτής διορισθέντες πληρεξούσιοι είναι οι άνθρωποι της κοινής εμπιστοσύνης και ευχαριστήσεώς μας.

Την 14 Οκτωβρίου 1843

Χωρίον Ανυφί Ευπειθέστατοι

Χωρίον Ανυφί
Παπά Παναγιώτης Αγγελόπουλος Α. Χατζόπουλος
Παύλος Κωστόπουλος διά Α. Χατζόπουλος Γ. Α. Χαμπάς ;
Παναγής Χατζής Ευστάθιος Αντωνίου
Γεώργιος Χατζόπουλος Μήτρος Λιολίτζας
Γιωργάκης Λιολίτζας Αγγελής Δεμήρος
Γιάννης Δεμήρος διά Α. Χατζόπουλου Γιάννης Καράσης ;
Κωνσταντής Βασιλείου Κωνσταντής Κολιβάνης ;
Μήτρος Κόλιας Τάσος Λουκάς
Σπύρος Αναστασίου Α. Μητροσίλης
Ανδριανός Λουκάς διά Ευσταθίου Αντωνίου Γεώργιος Μητροσίλης
Ιωάννης Μητροσίλης Σπύρος Μητροσίλης διά χειρός Ιωάννου Μητροσίλη
Στέριος Ανδριανού Ιωάννης Στέριου
Παναγιώτης Στέριου Γιαννάκης Μητροσίλης
Γεώργιος Κόρακας Τάσης Κόρακας
Μανώλης Αντωνίου Θανάσης Κόρακας και
Μήτρος Θηβαίος διά του Ιωαννου Μητροσίλη Πέτρος Κωστόπουλος
Γεώργιος Αγγελόπουλος Ιωάννης Αγγελόπουλος διά Γ. Αγγελόπουλου
Γρ. Σταθόπουλος Γεώργιος Καραμπής
Γιάννης Καραμπής Γεώργης Ντεμήρης
Ανδριανός Ντεμήρης Ανδριανός Καραμπής
Μήτρος Κα ; (Κακάνης); Ζήσος Αγραφιώτης διά χειρός Γρ. Σταθόπουλου
Ιωάννης Τζόρτζης Αθανάσιος Τζόρτζης
Δημήτριος Τζόρτζης Γεώργιος Τζόρτζης διά Νικολάου Ευσταθίου
Γεώργιος Κολιαβάνης Τάσος Κολιαβάνης
Κυριάκος Κολιαβάνης Μήτρος Κολιαβάνης διά χειρός Ιωάννου Μητροσίλη
Μάρκος Ευσταθίου Αγκελής Καφατάρης
Γεώργης Καφατάρης Παναγής Καφατάρης
Σπύρος Καστανιώτης Πανάγος Καστανιώτης διά χειρός Ευσταθίου Αντωνίου
Γιάννης Πεσκάνης; Κωνσταντής Μπα…
Γεώργης Μανώλης Γιάννης Χαμπίμπης
Μήτρος Χαμπίμπης Κωνσταντής Γκότζης ;
Παναγής Γκότζης και Γεώργιος Γερολίμου διά χειρός Α. Χατζόπουλου

Ο πάρεδρος του χωριού Ανυφί επικυροί την γνησιότητα των άνωθεν υπογραφών των μεν ιδιοχείρως υπογεγραμμένων, των δε αγραμμάτων όντων, δι όλων απάντων κατοίκων του χωρίου τούτου.

Ο Ειδικός Πάρεδρος του χωρίου Ανυφί (Τ.Υ.) Γρ. Σταθόπουλος

 

Χωρίον Χώνικα
Γ. Σακολέβας Ανδρ. Γκότζης και δι’ αυτόν Α. Μποβόπουλος
Νικόλαος Γκαλιούρος Κων-νος Γκαλιούρος διά Α. Χατζοπούλου
Παναγής Νταΐκος, Γεώργιος Νταΐκος διά τους δύο Αναγνώστης Νταΐκος
Μήτρος Φλόρος δι’ αυτόν Α. Μποβόπουλος Χρήστος Ταΐκος
Ιω. Μιχαήλ Αθανάσιος Μανός
Γεώργιος Ρούσης Γεώργιος Τζηράκης
Μήτρος Τζηράκης Μήτρος Μανός
Διά τους άνωθεν πέντε αριθμόν κατ’ αίτησίν τους Α. Μποβόπουλος
Κωνσταντής Κοντός και διά τον αγράμματον κατ’ αίτησίν του Αν. Γ. Σακκολέβα
Παναγιώτης Καρατζιάς Γεώργης Τζιώκος
Νικολής Τζιωτάκης Θανάσης Μανεσιώτης, διά τους ειρημένους τέσσαρους αγραμμάτους Αναγνώστης Νταΐκος
Γεώργιος του Σωτήρου Γεώργιος … διά τον αγράμματον χειρ. Α. Βαβούρης
Σπύρος Ντούβος διά Αθανασίου Μπεβάρδου Ιερέως
Μιχάλης Μαρασόνας διά Αθανασίου Μπεβάρδου Ιερέως
Ιωάννης Λουκαΐτης διά Αθανασίου Μπεβάρδου ιερέως

 

Χωρίον Πούτι (Μπούτι)
Γεώργιος Τζότζος Σπύρος Τζότζος
Δημήτριος Τζότζος Παναγής Τζότζος και
Τάσος Μακρής διά Γ.Κ. Γραμματικού Τάσσος Μπεκιάρης
Παναγιώτης Μπεκιάρης Παναγιώτης Μπουλμέτης
Δημήτριος Καλιαγκούρης Κόλιας Πανάγου και
Παναγής Σκαλτζάς διά Αθανασίου Μπεβάρδου

 

Χωρίον Πυργέλλα
Ανδριανός Μακρής Π. Μακρής
Ανδρ. Α. Νανόπουλος Αναγνώστης Νανόπουλος
Γεώργιος Φωτόπουλος διά Π. Μακρυπουκαμίσου
Γεώργιος Π. Καχριμάνης Πέτρος Καχριμάνης
Δημήτριος Π. Καχριμάνης Κωνσταντής Π. Καχριμάνης
Γεώργιος Θηβαίος Ιωάννης Φωτόπουλος διά χειρός Ν. Π. Μακρυπουκαμίσου
Γεώργιος Ντρίτζας Χαράλαμπος Μπάλιος
Ιωαν. Μπάλιος Γεώργιος Μητρόπαπας
Ευθύμιος Μητρόπαπας διά Α. Α. Χρηστόπουλου ;
Δημήτρης Φράγκος Κων-νος Φράγκος
Αναστάσης Φράγκος Δημήτριος …… διά ……
Νικόλαος Ρουμελιώτης Δημήτριος Κόντος Ντροπολιτζιώτης
Γεώργης Μπαμπουρόνης Τάσσος Χελιώτης
Γεώργιος Χ. Μπάλιος Δημήτριος Ιω. Φωτοπούλου
Νικολής Καριβίτζας ; Ν. Θανάσης Μπογανάς
Διά τους άνωθεν οκτώ αγραμμάτους κατ’ αίτησίν των διά Ανδρ. Α. Νανοπούλου
Σταύβρος Κοντομήτρου Γιώργης Στάβρου Κοντομήτρου
Νικόλαος Μακρυπουκάμισος Κωνσταντής Γ. Μητρόπαπας διά χειρός Σταύβρος Κοντομήτρου
Γεώργιος Γεωργαντάς διά του Ανδ. Α. Νανοπούλου.

 

Χωρίον Δαλαμανάρα
Σπύρος Ζέρβας Αναστάσης Καπυρλόκης
Παναγιώτης Τασόπουλος Κωνσταντής Κοντιλάρος
Αναστάσης Σκαρπέντζος Γεώργιος Γιανόπουλος
Παναγής Σταβρόπουλος Γεώργιος Σταβρόπουλος
Μήτρος Βλάχος διά χειρός Σπύρος Μουσταήρα ως αγράμματοι
Νικόλαος Ζέρβας Τάσος Γκουτζούλης
Γεώργιος Τακανίκος Βασίλης Κρανιδιώτης
Γεώργιος Τζότος ; και Μίχος Ταγαράς διά χειρός Ν. Ζέρβα
Αναγν. Καββαθάς Νικολής Τζινάπης ;
Ανδριανός Κοκίνης Γιάννης Ντριτζόπουλος ;
Γιάννης Χιρόπουλος Βασίλης Ντέτες
Κυριάκος Κουκουμέλος Κωνσταντής Φλίγκος
Μήτρος Παπαδόπουλος ως αγράμματοι διά χειρός Αναγν. Καββαθάς
Ανδριανός Καββαθάς Κωνσταντής Καββαθάς διά χειρός Α. Καββαθάς
Αναγν. Τασόπουλος Γεώργιος Καραχάλιος, Κων-νος Γ. Καραχάλιος
Γεώργιος Ρούσος Αναστάσης Ρούσος
Σωτήρος Κακουργιότης Κων-νος Κακουργιότης ;
Ανδριανός Μήτζουλης Παναγής Μήτζουλης
Γεώργιος Μουέγιος ; και Γιάννης Μυλωνάς διά χειρός Κων-νου Γ. Καραχάλιου
Γεώργιος Τασόπουλος Τάσος Μόρος
Γεώργιος Ρόκιζας Αθανάσης Αργοιδίτης
Γεώργιος Κουμέλος Στάθης Κακουργιώτης
Γιάννης Καλιακούρης Τάσης Κολητούρης
Τάσος Προνοπάτης ; και Παναγιώτης Πεβεράτος διά χειρός Γεωργίου Τασόπουλου
Θανάσης Κουμάκης Γεώργιος Πατζάλης
Μήτρος Πιπάλας ; Μήτρος Τακανίκος και
Γεωργάκης Κατζούλης διά χειρός Θεοδώρου Τασόπουλου
Ηλίας Δεληγραμάτης Παναγιώτης Μανιάτης
Τάσος Ανυφαντής Παναγής Κατζούλης
Γεώργιος Γκουμάτζης Αθανάσιος Παηβανάς
Αντώνιος Παηβανάς Ιωάννης Καββαθάς
Ιωάννης Σκουντούμης Ανδριανός Κατζούλης
Γεώργιος Κολιάτζης Ανδρέας Μόρος
Παναγιώτης Ρούσσος Λάζος Βούργαρης και
Ιωάννης Κρανιδιώτης διά χειρός Ηλία Δεληγραμμάτη
Τζίριος Μουσταήρας Γεώργιος Μουσταήρας
Σπύρος Μουσταήρας Παναγιώτης Σκαρπέντζος
Βασίλης Μουσταήρας και Μήτρος Μουσταήρας διά χειρός Σπύρου Μουσταήρα

 

Ο πάρεδρος του χωρίου Νταλαμανάρας επικυροί την γνησιότητα των άνωθεν υπογραφών, των μεν ιδιοχείρως υπογεγραμμένων, των δε αγραμμάτων όντων δι’ όλων απάντων του χωρίου τούτου.

Ο Ειδικός πάρεδρος του χωρίου Νταλαμανάρας (Τ.Υ.) Αναγν. Τασσόπουλος


Χωρίον Αυδήμπεϊ
Παππά Αθανάσιος Μπεβάρδος Γεωργάκης Κώστενας
Αντώνης Δάνενας Σπύρος Δάνενας
Γεώργιος Δάνενας Σπύρος Δόκος
Διά τους αγραμμάτους δε εγράφησαν διά χειρός Παπά Αθανασίου Μπεβάρδου
Ανδρίκος Μπαβέλας Δημήτριος Μπαβέλας
Πέτρος Μπαβέλας Γεώργιος Μπαβέλας
Νικολής Μπαβέλας Κολιάκης του Χρήστου
Ιωάννης Κολιάκης του Χρήστου Μιχάλης Κολιάκης του Χρήστου
Γεώργιος Μπεβάρδος κσι Δημήτριος Λιόλιος διά Νικολάου Μπαβέλα
Νικόλαος Γραμματικού Νικόλαος Λιόλιος
Γεώργιος Λιόλιος Τάσος Κοντοθανάση
Θανάσης Κοντός Παναγιώτης Κοντοθανάσης
Αθανάσιος Χατζάρας διά του Ν. Γραμματικού Σπύρος Γραμματικού
Γ. Χ. Μπολόσης Α. Σουρίλος
Θεοδόσιος Λιόλιος Γεώργιος Μυλωνάς διά χειρός Παπά Αθανασίου Μπεβάρδου

 

Ο πάρεδρος του χωρίου Αυδήμπεϊ επικυροί την γνησιότητα των άνωθεν υπογραφών, των μεν ιδιοχείρως υπογεγραμμένων, των δε αγραμμάτων όντων δι όλων απάντων του χωρίου τούτου. Ο Ειδικός πάρεδρος του χωρίου Αυδήμπεϊ Χρήστος Μπολόσης διά Γ. Χ. Μπολόση.

 

Χωρίον Μπούτη
Δημήτριος Ντούλιος Παναγής Ντούλιος
Θεοδόσης Καλιαγκούρης Γεώργιος Δαμιανός
Ιωάννης Πλατής Αγκελής Ντοροβίνης και
Δημήτριος Δαλαμαναριώτης διά Νικολάου Μπαβέλα
Γεώργιος Κακάνης Μίχος Καλατζής
Μίχος Βαβούρης Τάσης Αποστόλη και
Αποστόλης Καραήσκος ; διά Γ. Κ. Γραμματικού

 

Ο Δήμαρχος Μηδείας επικυροί το γνήσιον των όπισθεν υπογραφών των ειδικών παρέδρων των εις την περιφέρεια του Δήμου μου γενομένων, των μεν Γρηγορίου Ευσταθοπούλου και Γεωργίου Παππά Ιωάννου υπογραφέντων ιδιοχειρός των, των δε Μίχου Δήμα υπογραφέντος διά του υιού του Δημητρίου, Αθανασίου Σιαταρλή υπογραφέντος διά του Γεωργίου Τζιμπουροπούλου, Ιωάννου Καραχάλιου διά του υιού του Δημητρίου, Ιωάννου Μπιλίνη διά του Παναγή Μπιλίνη και Χρήστου Μπολόση διά Γεωργίου υιού του, ως αγραμμάτων κατά την προσωπικήν ομολογίαν

Μέρμπακα την 18 Οκτωβρίου 1843

Ο Δήμαρχος (Τ.Υ.Σ) ……… Παπά Γεωργίου

                              ——————————

Ο Δήμαρχος Ιναχίας επικυροί τας εν τη παρούση αναφορά υπαρχόντων υπογραφών των κατοίκων του χωρίου Χώνικα ημετέρου Δήμου, υπογραφέντων άλλων μεν ιδιοχειρός των, άλλων δε δι’ άλλων, κατά την προσωπικήν των  ομολογίαν.

Εν Χώνικα την 19 Οκτωβρίου 1843

Ο Δήμαρχος (Τ.Υ.Σ.) Γ. Σακολέβας

Υπέγραψαν το έγγραφο στις 14 Οκτωβρίου 1843 από Δεντρά 25 κατ. Ειδικός πάρεδρος του χωρίου Δενδρών Μίχος Δήμας διά του υιού του Δημητρίου

  • Πουλακίδα 33 Ειδικός Πάρεδρος Αθανάσιος Σιατηρλής διά χειρός Γεωργίου Τσιμπουροπούλου
  • Μπάρδη και Δούσια 23 Ειδικός Πάρεδρος ……
  • Μάνεσι 26 Ειδικός Πάρεδρος Μίχος Δήμας διά του υιού του Δημητρίου
  • Παναρίτη 27 Ειδικός Πάρεδρος Ιωάννης Καραχάλιος διά του υιού του Δ. Ιωαν. Καραχάλιος
  • Πλατανίτη 34 Ειδικός Πάρεδρος Ιωάννης Μπιλίνης
  • Κούτζι 23 Ειδικός Πάρεδρος Αναστάσης Ράπος ;
  • Κατσίγκρι 19 Ειδικός Πάρεδρος Αναστάσιος Γεωργόπουλος διά του υιού του Αναγν. Γεωργόπουλος
  • Κοφίνι 41 Ειδικός πάρεδρος Χρίστος Σμυρνιώτης διά χειρός Παναγιώτη Λ. Μακρή
  • Ανυφί 64 – Χώνικα 24 – Μπούτι 11 – Πυργέλα 33 – Δαλαμανάρα 74 – Αυδήμπεη 28 – Μπούτη 12. Υπέγραφαν συνολικά 494 άτομα.

Παραθέτουμε και τα από 14.10.1843 πιστοποιητικό του Παρέδρου Μάνεσι Μίχου Δήμα, ο οποίος πιστοποιεί ότι το χωριό έχει 19 οικογένειες.

Ο Ειδικός Πάρεδρος του χωρίου Μάνεσι

Πιστοποιεί

Ότι εις το υπό την παρεδρικήν μου διεύθυνσιν μνησθέν χωρίον Μάνεσι ευρίσκονται πραγματικώς δέκα εννέα οικογένειαι κατοίκων, οι οποίοι κατά τας κοινοποιηθείσας περί εκλογής οδηγίας από την προϊσταμένην αρχήν, συναισθανόμενοι ότι ως εκ του αριθμού των έχουν εκ του Νόμου το δικαίωμα διά ένα εκλογέα, συνελθόντες εξελέξαντο διά τακτικής και Νομίμου ψηφοφορίας ως τοιούτον  τον συγχώριόν των Μίχον Ξύδην, διά να τους αντιπροσωπεύση εις την εκλογικήν σύνοδον της Επαρχίας Ναυπλίας.

Επειδή δε εγένετο λόγος εις την εκλεκτικήν συνάθροισιν ότι το ρηθέν χωρίον, ως μη έχον δέκα πέντε οικογενείας δεν έχει δήθεν το δικαίωμα να πέμψη εκλογέα, απαριθμούνται και τα ονόματα των οικογενειών και κατοίκων εις το ρηθέν χωρίον Μάνεσι: εις βεβαίωσιν ούτινος ανήκει

Τη 14 8βρίου 1843 Εν Μάνεσι

1. Μίχος Δήμας 2. Παπά Δημήτριος Κυμπούρης
3. Μίχος Ξύδης 4. Παναγιώτης Καραμάνος
5. Μίχος Ζέρβας 6. Ανδριανός Ξύδης
7. Α ; Ζέρβας 8. Δ. Δημόπουλος
9. Γ. Ζέρβας 10. Γεώργιος Π. Καραμάνος
11. Γεώργιος Καραμάνος 12. Γιάννης Καραμάνος
13. Τάσος Καραμάνος 14. Μήτρος Σωτήρος
15. Μήτρος Π. Καραμάνος 16. Παναγιώτης Γ. Καραμάνος
17. Τάσος Π. Καραμάνος 18. Μίχος Μποταΐτης
19. Ιωάννης Μποταΐτης 20. Γιάννης Τζάτζαρης
21. Τάσος Δήμας 22. Παναγιώτης Μ. Δήμας
23. Γιάννης Μ. Δήμας 24. Χρήστος Μ. Δήμας
25. Μήτρος Π. Καραμάνος 26. Αδριανός Γ. Νότη

 

Ο Ειδικός Πάρεδρος του χωρίου Μάνεσι πιστοποιεί ότι το χωρίον τούτο σύγκειται από δέκα εννέα οικογενείας. Οι δε έχοντες δικαίωμα ψήφου είναι τον αριθμόν είκοσι και εξ άτομα.

Ο Ειδικός πάρεδρος του χωρίου Μάνεσι Μίχος Δήμας, αγράμματος ων κατ’ εντολήν του Γεώργιος Μ. Τσιμπουρόπουλος.

Ο Δήμαρχος Μηδείας επικυροί το γνήσιον των άνω υπογραφών του ειδικού Παρέδρου του χωρίου Μάνεσι  Μίχου Δήμα, υπογραφέντος ως αγραμμάτου διά του Γ. Μ. Κυμπουροπούλου

Μέρμπακα την 16 Οκτωβρίου 1843       Ο Δήμαρχος (Τ.Υ.Σ.) Παπά Γεωργίου

Επίσης το από 5 Απριλίου 1829 έγγραφο των κατοίκων του χωριού Μπούτι, οι οποίοι εξέλεξαν εκλέκτορα τον Ανδρίκο Αθανασίου Μπεκιάρη.

Προς τον Έκτακτον Επίτροπον της Αργολίδος

Ελάβαμεν την Διαταγήν της Δημ. μαζί με τας της Σ. – Κ τον υπ’ αριθ. 10051 δεν ελλείψαμεν να συναχθώμεν εις τας πέντε του Απριλίου εις την εκκλησίαν του χωρίου μας και εκλέξαμεν συμφώνως διά εκλέκτορα του χωρίου μας, άνδραν τίμιον, ενάρετον, υποληπτικόν καθ’ όλα μας τον κύριον Ανδρίκον Αθανασίου Μπεκιάρη, έδωσε λόγον τιμής του και ωρκίσθη εις το όνομα της Αγίας Τριάδος, όπου δεν θέλει δώσει  την ψήφον του ούτε διά φιλίαν, ούτε διά μίσος, ούτε δι’ ελπίδα προσωπικού κέρδους, αλλά κατά συνείδησιν χωρίς προσωποληψίαν, τον οποίον θέλει τον εγνωρίσει η έκτακτος Επιτροπή και αυτή τον ήθελε τον αριθμήσει μετά των λοιπών εκλογέων της επαρχίας διά να κάμουν την ψηφοφορίαν των πληρεξουσίων της Επαρχίας. Και μένομεν με όλον το Σέβας.

Τη 5 Απριλίου 1829 Μπούτι

1. Παπά Ανδριανός Σωτηρόπουλος εφημέριος 2. Κόλιας του Πανάγου
3. Παναγής του Κόλια 4. Μήτρος Τούλιος
5. Γιάννης του Πλατή 6. Σπύρος του Πλατή
7. Τάσος Μπεκιάρης 8. Παναγιώτης Μπεκιάρης
9. Παναγιώτης του Πανάγου 10. Δαμιανός Πλατής
11. Γεώργιος Δαμιανού 12. Μήτρος Δαμιανού

Ίσον απαράλλακτον τω πρωτοτύπω σωζομένω εις τα αρχεία του Διοικητηρίου

Ναύπλιον την 21 Οκτωβρίου 1843

Ο Γραμματεύς της Διοικήσεως (Τ.Υ.Σ.)

 Παραθέτουμε, επίσης, και τα δυο εκλογικά έγγραφα με ημερομηνία 19 και 26 Σεπτεμβρίου 1843 του χωρίου Πυργέλλα από τα οποία αποδεικνύεται η νομιμότητα της εκλογής του Γ.Π. Καχριμάνη και όχι του Α. Μακρυπουκάμισου.

Αγαθή Τύχη

Σήμερον την 19 Σεπτεμβρίου εν τω χωρίω Πυργέλα της Επαρχίας Ναυπλίου συγκροτηθείσης της συναθροίσεως των εχόντων… πολίτας, οίτινες είναι οι εφεξής:

 

1. Παπά Γεώργιος Μητρόπαπας 2. Παύλος Α. Μακρυπουκάμισος
3. Γεώργιος Μιχαήλ 4. Αναγνώστης Μακρυπουκάμισος
5. Ιωάννης Α. Μακρυπουκάμισος 6. Γεώργιος Μητρόπαπας
7. Γιαννάκος Μητρόπαπας 8. Κωνσταντής Κοτζακόπουλος
9. Νικόλαος Παναγιώτου 10. Πέτρος Καχριμάνης
11. Ιωάννης Καραγιάννης 12. Σπύρος Μπάλιος
13. Δημήτριος Τρίτζας 14. Δημήτριος Καχριμάνης
15. Αναστάσιος Θεοδώρου 16. Γεώργιος Κατζάμπας
17. Αθανάσιος Δ. Πύρου 18. Γιαννάκος Μπάλιος
19. Ανδριανός Παναγιώτου  

 

Επικυρωθέντος δε του καταλόγου  υποψήφιοι:

Αναγνώστης Μακρυπουκάμισος – Γεώργιος Κατζάμπας – Πέτρος Καχριμάνης – Κων-νος Κοτζακόπουλος .

Έλαβον: Μακρυπουκάμισος Αναγνώστης υπέρ 21 κατά 0.

Γεώργιος Κατζάμπας υπέρ 0 κατά 21

Πέτρος Καχριμάνης υπέρ 0 κατά 21

Κωνσταντής Κοτζακόπουλος υπέρ 0 κατά 21

Επομένως ανεγνωρίσθη ως εκλογεύς νόμιμος ο λαχών την πλειοψηφίαν Αναγνώστης Μακρυπουκάμισος.

Επί τούτοις συνετάχθη και υπεγράφη κατά τον Νόμον η παρούσα πράξις.

Ο Ιερεύς: Παπά Γεώργιος Μητρόπαπας

Ο Πρόεδρος: Α. Μακρυπουκάμισος

Τα επί της συντάξεως του καταλόγου μέλη Γεώργιος Κατζάμπας – Κωνσταντής Κοτζακόπουλος (Πέτρος Καχριμάνης και Γεώργιος Μητρόπαπας, ως αγράμματοι διά χειρός Παπά Γεωργίου Μητρόπαπα).

Ίσον απαράλλακτον τω πρωτοτύπω αυθημερόν.

Ο Ιερεύς: Παπά Γεώργιος Μητρόπαπας

Ο Πρόεδρος: Αναγνώστης Μακρυπουκάμισος

Τα επί της συντάξεως του καταλόγου πέντε μέλη Γιαννάκος Μητρόπαπας, Πέτρος Καχριμάνης και Γεώργιος Μητρόπαπας ως αγράμματοι διά χειρός Παπά Γεωργίου Καχριμάνη.

Κωνσταντής Κοτζακόπουλος και Γεώργιος Κατζάμπας

Διά το ακριβές της αντιγραφής

Εν Ναυπλίω την 8 Νοεμβρίου 1843

Ο Διοικητής Αργολίδος (Τ.Υ.Σ.) Κων-νος Ράδος

Αγαθή Τύχη

Σήμερον την εικοστήν έκτην Σεπτεμβρίου εν τω χωρίω Πυργέλλα της Επαρχίας Ναυπλίου συγκροτηθείσης της συναθροίσεως των εχόντων δικαίωμα ψήφου κατοίκων του χωρίου προς εκλογήν των εκλογέων κατά την από 7 Σεπτεμβρίου εγκύκλιον του Υπουργικού Συμβουλίου και κατά το άρθ. 3 του υπ’ αριθ. 10049 ΚΓ΄ ψηφίσματος και τας υπ’ αριθ. 10050 οδηγίας των 4 Μαρτίου 1829 ο Ιερεύς εφημέριος του χωριού κατέγραψα τους παρευρισκομένους πολίτας, οίτινες είναι οι εφεξής:

 

1. Πέτρος Μακρυπουκάμισος 2. Γεώργιος Καχριμάνης
3. Σταύρος Κοντομήτρος 4. Αναγνώστης Νανόπουλος
5. Αδριανός Μακρυπουκάμισος 6. Νικόλαος Μακρυπουκάμισος
7. Γεώργιος Φωτόπουλος 8. Ιωάννης Φωτόπουλος
9. Δημήτριος Ιωαν. Φωτόπουλος 10. Κων-νος Φράγκος
11. Δημήτριος Φράγκος 12. Χαράλαμπος Μπάλιος
13. Κων-νος Καχριμάνης 14. Γεώργιος Χαρ. Μπάλιου
15. Πέτρος Καχριμάνης 16. Γεώργιος Θηβαίος
17. Γιαννάκος Μπάλιος 18. Αναστ. Φράγκος
19. Γεώργιος Σταύρ. Κοντομήτρου 20. Ανδρέας Νανόπουλος
21. Νικόλαος Ρουμελιώτης 22. Δημήτριος Κοντός Τριπολιτζιώτης
23. Γεώργιος Μπερμπατιώτης 24. Τάσος Χελιώτης
25. Γεώργιος Κ. Φράγκου 26. Ιωάννης Γ. Φωτόπουλος
27. Αδριανός Παναγιώτου 28. Νικόλαος Παναγιώτου
29. Ευθύμιος Μητρόπουλος 30. Δημήτριος Δρίτζας

 

Επομένως  δυνάμει του από 3 Σεπτεμβρίου 1843 Βασ. Διατάγματος οι ανωτέρω πολίται εξέλεξαν Πρόεδρον της εκλεκτικής ταύτης συναθροίσεως τον κύριον Πέτρον Μακρυπουκάμισον μέλη δε τους γεροντοτέρους κυρίους Δημήτριον Φράγκον, Αναγνώστην Νανόπουλον, Γεώργιον Φωτόπουλον, Πέτρον Καχριμάνην, Χαράλαμπο Μπάλιο. Και επιθεωρηθέντος του καταλόγου διά της πλειοψηφίας της συναθροίσεως η Συνέλευσις εκηρύχθη νόμιμος και δοθέντος του κατά το άρθρ. 5 των οδηγιών όρκου κατεστρώθη κατά το άρθρον 6 ο κατάλογος των υποψηφίων εις αριθμόν τετραπλούν των ασφαλησομένων από το χωρίον εκλογέων, οίτινες είναι οι εξής: Αναγνώστης Νανόπουλος – Πέτρος Μακρυπουκάμισος – Γεώργιος Φωτόπουλος – Γεώργιος Πέτρου Καχριμάνης .

Και τούτων ψηφοφορηθέντων έλαβον:

Αναγνώστης Νανόπουλος υπέρ 0 κατά 30

Πέτρος Μακρυπουκάμισος υπέρ 0 κατά 30

Γεώργιος Φωτόπουλος υπέρ 0 κατά 30

Γεώργιος Πέτρου Καχριμάνης υπέρ 30 κατά 0.

Μετά δε ταύτα ανεγνωρίσθη ως εκλογεύς νόμιμος του χωρίου Πυργέλλας ο λαχών την πλειοψηφίαν κύριος Γεώργιος Πέτρου Καχριμάνης.

Επί τούτοις συνετάχθη και υπεγράφη κατά τον Νόμον η παρούσα πράξις.

Ο Ιερεύς εν απουσία δε αυτού ο γειτονικός Παππά Δημήτριος Παππά Χριστόπουλος.

Ο Πρόεδρος:Π. Μακρής.

Τα επί της συντάξεως του καταλόγου πέντε μέλη: Α. Νανόπουλος, Δημήτριος Φράγκος, Γεώργιος Φωτόπουλος, Χαράλαμπος Μπάλιος και Πέτρος Καχριμάνης διά τους τρεις αγραμμάτους τους υπέγραψα εγώ ο Ηλίας Δελαγραμμάτης.

 Διά το ακριβές της αντιγραφής την 25 Οκτωβρίου 1843. Ο Πάρεδρος του χωρίου Πυργέλλας (Τ.Υ.) Π. Μακρής.

Επικυρούται η γνησιότης της ανωτέρω υπογραφής του ειδικού παρέδρου του χωρίου Πυργέλας Πέτρου Μακρή. Άργος την 4. Νοεμβρίου 1843. Ο εκτελών τα δημοτικά καθήκοντα Βος Δημαρχικός πάρεδρος Αργείων (Τ.Υ.Σ.) Γ. Αλπανόπουλος.

Συμμετείχαν στην Α΄ Εθνοσυνέλευση (3ης Σεπτεμβρίου 1843) 5.11.1843 – 18.3.1844 οι εξής Πληρεξούσιοι: από την Πόλη του Ναυπλίου οι: Σπυρίδων Παπαλεξόπουλος και Π. Γ.  Ρόδιος, από τα χωριά της Επαρχίας Ναυπλίας οι Ιωάννης Κωλέττης και Μιχαήλ Ιατρού, από τις επαρχίες Άργους οι Χρήστος Βλάσσης και Δημήτριος Περρούκας και από την Επαρχία Κορινθίας οι: Πανούτσος Νοταράς. Γεώργιος Νοταράς, Αριστείδης Ρέντης, Α. Πρωτοπαππάς, Γεώργιος Ιωάννου και Αναγνώστης Ελευθερίου. Αυτή συνέταξε και ψήφισε το Σύνταγμα του 1844, αποτελούμενο από 107 άρθρα και το Νόμο για την εκλογή των Βουλευτών.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Τα παραπάνω αναφέρονται στο βιβλίο των: Μαγδαληνής και Θεοδώρου Ιωαν. Γαλάνη «3Η ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1843. Εκλογή εκλεκτόρων και πληρεξουσίων της Επαρχίας Γορτυνίας» 16 Αρκαδική Βιβλιοθήκη, Εκδόσεις ΦΥΛΛΑ σ. 9-10 και 312, όπου και η σχετική βιβλιογραφία.

[2] ΓΑΚ Κ047 Συλλογή  Λαδά «Εκλογικά Άργους Φ4 Υποφ. 7 και Εφημ: «ΑΙΩΝ» Φ475/3.10.1843

[3] ΓΑΚ Μικρές Συλλογές Κ047. Αρχείο Γ. Λαδά. Εκλογικά Κορινθίας. Φ20.

[4] Ηλίας Χρ. Ξενοφών και Ηλία Ξεν. Ζωή «Ο τέως δήμος Κλεωνών Κορινθίας 19ος – 20ός αιώνας» τόμος Α΄ Αθήνα 2003, σ. 104 – 108.

[5] ΓΑΚ Μικρές Συλλογές Κ047. Αρχείο Γ. Λαδά. Εκλογικά Κορινθίας Φ 20 και Ξεν. Χρ. Ηλία «Ιστορικά Ανάλεκτα των χωριών του τέως Δήμου Αλέας» Αθήνα 1994. σ.115 – 120

[6] ΓΑΚ. Αρχείο Βουλής – Γερουσίας. Συλλογή Γ. Λαδά (1843 – 1862) Φ 1α και Εφημ: «ΑΙΩΝ» Φ 479/17.10.1843

[7] Μέσα σε παρένθεση η σημερινή ονομασία των χωριών και ο αριθμός των οικογενειών το έτος 1830. ΓΑΚ Γενική Γραμματεία Φ253Β έγγ. 169 – 170

 

Ξενοφών Χρ. Ηλίας, Σχολικός Σύμβουλος Πρωτοβάθμιας Εκπ/σης ε.τ.

Ζωή Ξεν. Ηλία, Δασκάλα


Στο:Άρθρα - Μελέτες - Εισηγήσεις Tagged: 3η Σεπτεμβρίου 1843, Argolikos Arghival Library History and Culture, Greek History, Άργος, Άργος - Ιστορικά, Άρθρα, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Επανάσταση 1843, Εθνοσυνέλευση, Εκλογές, Ζωή Ηλία, Ηλίας Χρ. Ξενοφών, Ιστορία, Καλλέργης Δημήτριος, Στρατιωτικοί
Viewing all 627 articles
Browse latest View live