Quantcast
Channel: Ιστορία – ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΑΡΧΕΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Viewing all 627 articles
Browse latest View live

Το Αρχείο της Επαρχιακής Δημογεροντίας Ναυπλίου (1828-1829)

$
0
0

Το Αρχείο της Επαρχιακής Δημογεροντίας Ναυπλίου (1828-1829)


 

Ένα ακόμη σημαντικό απόκτημα της τοπικής ιστορίας, αποτελεί  το βιβλίο του Δημήτρη Γεωργόπουλου με τίτλο, «Το Αρχείο της Επαρχιακής Δημογεροντίας Ναυπλίου (1828-1829) που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τα Γενικά Αρχεία του Κράτους – Αρχεία Νομού Αργολίδας.

Η έκδοση φιλοδοξεί να ενισχύσει τις γνώσεις μας για τον τρόπο εκλογής και λειτουργίας των Επαρχιακών Δημογεροντιών αλλά και λειτουργίας των τοπικών κοινωνιών. Στο προλογικό σημείωμα η Δρ Μαριέττα Μινώτου, Διευθύντρια της Κεντρικής Υπηρεσίας των Γενικών Αρχείων του Κράτους γράφει:

Το Αρχείο της Επαρχιακής Δημογεροντίας Ναυπλίου

Το Αρχείο της Επαρχιακής Δημογεροντίας Ναυπλίου

Με την παρούσα έκδοση ο συγγραφέας Δημήτρης Γεωργόπουλος, επί σειρά ετών Προϊστάμενος των Γ.Α.Κ. – Αρχεία Νομού Αργολίδος, παραδί­δει στην επιστημονική κοινότητα μία αξιόλογη μελέτη, δημοσιεύοντας πρωτογενές αρχειακό υλικό που απόκειται στην ανωτέρω Υπηρεσία και αφορά στην Επαρχιακή Δημογεροντία Ναυπλίου.

Από τη μονογραφία αυτή αναδεικνύονται σημαντικά στοιχεία που συμβάλ­λουν στην κατανόηση αφενός της σύστασης και της λειτουργίας του θεσμού της Επαρχιακής Δημογεροντίας και αφετέρου της διοικητικής διάρθρωσής του υπό διαμόρφωση ελληνικού κράτους κατά την Καποδιστριακή περίοδο (1828-1831). Παράλληλα, παρέχονται πληροφορίες για την ιστορική πόλη του Ναυπλίου, που ήταν η καθέδρα του ελληνικού κράτους, καθώς και για την ευρύτερη περιοχή της.

Στην εισαγωγή του ο συγγραφέας αναφέρεται στη λειτουργία του θεσμού της κοινότητας κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, η οποία μαζί με τη γλώσσα, τη θρησκεία και τις παραδόσεις αποτέλεσε ισχυρό παράγοντα συσπείρωσης των Ελλήνων κατά τη ζοφερή εκείνη περίοδο του Ελληνισμού.

Με την έκρηξη της Επανάστασης του 1821 και κατά τη διάρκειά της, τόσο τα τοπικά πολιτεύματα, όσο και οι εθνικές συνελεύσεις έλαβαν πρόνοια για τη λειτουργία της κοινοτικής διοίκησης, αν και η διάταξη περί διοικήσεως της ελ­ληνικής επικρατείας που είχε εκδώσει η Γ’ Εθνοσυνέλευση την 1η Μαΐου 1827 δεν εφαρμόστηκε τελικά.

Η οργάνωση της Δημόσιας Διοίκησης αποτελούσε πρωταρχικό και βασικό άξονα του πολυδιάστατου έργου του πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδας Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος αμέσως μετά την άφιξή του στη χώρα, τον Ιανουάριο του 1828, επιδόθηκε στην υλοποίηση του κεντρικού άξονα της πολιτικής του: την εκ βάθρων συγκρότηση της Πολιτείας και της Διοίκησης.

Με βάση τις γνώσεις και τις εμπειρίες που είχε αποκομίσει από τα προηγούμενα υψηλά αξιώματά του, προχώρησε στο σχεδιασμό και την πραγμάτωση μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής στο διοικητικό πεδίο, γιατί πίστευε ότι μόνο με μια οργανωμένη δημόσια διοίκηση θα υλοποιούσε τους στόχους που είχε θέσει στο εσωτερικό και εξωτερικό πεδίο.

Η προτεραιότητά του αυτή αντανακλάται στη σειρά των κυβερνητικών ενερ­γειών για την Τοπική Αυτοδιοίκηση κατά τον μήνα Απρίλιο του 1828. Συγκεκρι­μένα, την 13η Απριλίου 1828 πραγματοποίησε την πρώτη διοικητική διαίρεση της Επικράτειας με το Ι’ Ψήφισμα. Ορίστηκαν δεκατρία Τμήματα με επιμέρους Επαρχίες και Εκτάκτους Επιτρόπους για κάθε ένα. Το πρώτο Τμήμα από τα επτά της Πελοποννήσου ήταν της Αργολίδας και περιλάμβανε τις Επαρχίες Άργους, Ναυπλίου, Κάτω Ναχαγέ (Ερμιονίδας) και Κορίνθου.

Στις 16 Απριλίου υπέγραψε το Διοικητικό Οργανισμό των Τμημάτων της Πε­λοποννήσου και στις 19 Απριλίου την εγκύκλιο με αριθμό 1883 με την οποία δίνονταν γενικές οδηγίες προς τους Δημογέροντες. Ανάμεσα στα καθήκοντα των Εκτάκτων Επιτρόπων και Προσωρινών Διοικητών υπαγόταν και η επίβλεψη της εκλογής Δημογερόντων κάθε πόλης, κωμόπολης και χωριού στους οποίους ο λαός εξέφραζε «τας χρείας του».

Ο συγγραφέας με επιστημονική ευσυνειδησία ερεύνησε το Αρχείο της Επαρ­χιακής Δημογεροντίας Ναυπλίου, το οποίο είναι ταξινομημένο ειδολογικά και χρονολογικά. Με κριτική εμβρίθεια αφού άντλησε με ενδελέχεια πληροφορίες, συνέθεσε τη μελέτη του, διαρθρωμένη σε ενότητες που διευκολύνουν τον ενδια­φερόμενο να προσεγγίσει καλύτερα το θέμα. Όπως μας αναφέρει, το περιεχόμενο του αρχείου αποτελείται, σε γενικές γραμμές, από την εισερχόμενη και εξερχόμε­νη αλληλογραφία της Επαρχιακής Δημογεροντίας αλλά και από άλλα τεκμήρια σχετικά με τη λειτουργία της.

Με την έρευνά του αξιοποιεί παράλληλα με τις πρωτογενείς πηγές, κυρίως αυτές που απόκεινται στα Γ.Α.Κ. – Αρχεία Ν. Αργολίδος και στην Κεντρική Υπη­ρεσία των Γ.Α.Κ., και τη σχετική βιβλιογραφία.

Μέσα από τη δημοσίευση και το σχολιασμό των πηγών καταγράφονται ο τρό­πος και ο τόπος εκλογής των Δημογερόντων, στην πόλη και τα χωριά, η λειτουρ­γία της Επαρχιακής Δημογεροντίας ως συμβουλευτικού οργάνου και όχι μόνο, ο κομβικός ρόλος της μεταξύ πολιτών και Εκτάκτου Επιτρόπου, οι υποχρεώσεις της να επικυρώνει δημόσια και ιδιωτικά έγγραφα με τη σφραγίδα της που έφερε την παράσταση της θεάς Αθηνάς, να εκδίδει αντίγραφα εγγράφων, να εκτελεί καταγραφές ιδιοκτησιών και απογραφές πληθυσμού, να επιλύει διαφορές και να αποδίδει το δίκαιο, να δραστηριοποιείται στον οικονομικό τομέα (έσοδα – έξοδα), να φροντίζει νια την κοινωνική πρόνοια, να έχει την εποπτεία της αγοράς, να μεριμνά για την ανανέωση των διπλωμάτων των πλοίων και την ασφάλεια στα ταξίδια τους, καθώς και για την υγιεινή κατάσταση της πόλης και την εξεύρεση κτηρίων για τη στέγαση σχολείων και δασκάλων.

Πλήθος στοιχείων που παρουσιάζονται είναι χρήσιμα επίσης για γενεαλογι­κές, γλωσσολογικές και δημογραφικές έρευνες.

Παράλληλα μέσα από τα δημοσιευμένα έγγραφα παρουσιάζεται το ύφος και η μορφή του λόγου της εποχής. Τέλος, χρήσιμο εργαλείο για κάθε ενδιαφερόμενο αποτελεί ο πίνακας που συνέταξε ο συγγραφέας με το αρχειακό υλικό που περι­έχεται στους φακέλους.

Η παρούσα έκδοση εμπλουτίζει τον κατάλογο εκδόσεων των Γ.Α.Κ. και τη σχε­τική βιβλιογραφία σχετικά με τις πολιτικές, θεσμικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που επικρατούσαν κατά την καποδιστριακή περίοδο.

 

Το Αρχείο της Επαρχιακής Δημογεροντίας Ναυπλίου (1828-1829)

Δημήτρης Γεωργόπουλος

Έκδοση: Γενικά Αρχεία του Κράτους – Αρχεία Νομού Αργολίδας, 2015.

Σελίδες 548, σχήμα 17Χ24

ISBN 978-618-82349-0-1


Στο:Βιβλία - Αργολίδα Tagged: 1821, Argolikos Arghival Library History and Culture, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Βιβλία, Βιβλίο, Βιβλιοπαρουσίαση, Δημογεροντία, Ιστορία, Ναύπλιο, Πελοπόννησος

Οι Σαινσιμονιστές στο Ναύπλιο

$
0
0

Οι Σαινσιμονιστές στο Ναύπλιο


 

«Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Δημοσιεύουμε σήμερα στο «Ελεύθερο Βήμα» άρθρο του Δρ. Κωνσταντίνου Γκότση,  με θέμα: Οι Σαινσιμονιστές στο Ναύπλιο*


Η ιστορία της άφιξης των σαινσιμονιστών στην Ελλάδα στα χρόνια της Επανάστασης του ’21 και ιδίως στα χρόνια του Όθωνα είναι αρκετά περίπλοκη, με την έννοια ότι πλήθος παραγόντων τους ώθησαν να κινηθούν όπως κινήθηκαν. Ο πρώτος από αυτούς, ο Graillard, έρχεται στην Ελλάδα, μαζί με άλλους φιλέλληνες, τον Νοέμβριο του 1821 και συμμετέχει ενεργά σε διάφορες πολεμικές συγκρούσεις, μαχόμενος στο πλευρό των Ελλήνων.1 Κατά μικρά διαστήματα επιστρέφει στη Γαλλία, στο πλαίσιο της εκτέλεσης ορισμένων αποστολών που αφορούσαν την Ελλάδα. Τον Μάιο του 1833 διορίζεται Αρχηγός της νεοϊδρυθείσας Χωροφυλακής. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το υπόμνημα που συνέταξε στα τέλη του 1834 – αρχές του 1835 και απηύθυνε προς τον Όθωνα, στο οποίο διατυπώνονταν σκέψεις και προτάσεις για τη βελτίωση της κατάστασης στην Ελλάδα. Είναι προφανές ότι στο υπόμνημα αυτό έχει επηρεαστεί από τις απόψεις των σαινσιμονιστών. Ο Graillard δεν έφυγε ποτέ από την Ελλάδα μέχρι τον θάνατό του το 1863, στην Κηφισιά.2

Henri de Saint-Simon (1760 - 1825). Γάλλος κοινωνιολόγος και φιλόσοφος, ένας από τους πρωτοπόρους των σοσιαλιστικών ιδεών.

Henri de Saint-Simon (1760 – 1825). Γάλλος κοινωνιολόγος και φιλόσοφος, ένας από τους πρωτοπόρους των σοσιαλιστικών ιδεών.

Τον Σεπτέμβριο του 1825 φθάνει στην Ελλάδα ο γιατρός Bailly,3 ο οποίος είχε διατελέσει στον στενό κύκλο των οπαδών του Σαιν-Σιμόν. Λίγο νωρίτερα, στις 19 Μαΐου 1825, πεθαίνει στο Παρίσι ο Σαιν-Σιμόν και ο επικήδειος εκφωνείται από τον Bailly.4 Ο τελευταίος παρέμεινε στην Ελλάδα μέχρι και τα τέλη του 1829,5 όπου και συμμετείχε ενεργά στα πράγματα, κυρίως υπό την ιδιότητα του γιατρού.6  Έλαβε ενεργά μέρος στην αντιμετώπιση ζητημάτων υγείας που προέκυψαν στα χρόνια τού αγώνα, σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, ενώ παράλληλα διατύπωσε προτάσεις για την οργάνωση της δημόσιας υγείας στην Ελλάδα.7 Αυτοί οι δύο φαίνεται ότι αποτελούν ατομικές περιπτώσεις, και επίσης ότι στην απόφασή τους αυτή για τον ερχομό τους στην Ελλάδα συνέβαλε κυρίως το κίνημα του φιλελληνισμού στην Ευρώπη, με το οποίο συνέπλεαν οι απόψεις του Σαιν-Σιμόν.8

Οι υπόλοιποι, που έφυγαν από τη Γαλλία μετά το 1832, εντάσσονται στο γενικότερο ρεύμα φυγής των σαινσιμονιστών προς την Ανατολή.9 Στα έτη 1833-34 καταφθάνουν λοιπόν διαδοχικά στο Ναύπλιο διάφοροι σαινσιμονιστές, όπως ο Γουσταύος Εϊχτάλ,10 ο εξάδελφός του Γουλιέλμος Εϊχτάλ, ο Alexandre Roujoux,11 ο Victor Bertrand, ο Jourdan, ο Delaurie. Ουσιαστικά, μόνο κατά την περίοδο αυτή μπορούμε να μιλάμε για ομάδα σαινσιμονιστών, όπως άλλωστε αυτό έγινε αντιληπτό και από την Αντιβασιλεία των Βαυαρών.

Η αντίδραση των Βαυαρών

Ο Κωλέττης, αρχηγός του λεγόμενου «Γαλλικού» κόμματος, το 1833 είναι υπουργός των Ναυτικών και από τον Οκτώβριο του 1833 υπουργός των Εσωτερικών.12 Κατά την περίοδο 1833-35 ο Κωλέττης διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις και ενισχύει τους σαινσιμονιστές που βρίσκονται στο Ναύπλιο.13 Είναι αυτός στον οποίο απευθύνονται οι σαινσιμονιστές και διαμεσολαβεί στην κατάληψη θέσεων στον κρατικό μηχανισμό. Ο Κωλέττης συμπράττει με τους Γάλλους σαινσιμονιστές, κυρίως γιατί είναι Γάλλοι και όχι γιατί συμπλέει ιδεολογικά μαζί τους.

Ο κρατικός θεσμός που συγκροτείται εκείνη την περίοδο με έντονη παρουσία των σαινσιμονιστών είναι το «Γραφείον Δημοσίας Οικονομίας».14 Σημειώνεται ότι μεταξύ των τριών συμβούλων του, οι δύο είναι Γάλλοι σαινσιμονιστές, ο Γουσταύος Εϊχτάλ και ο Roujoux· ο τρίτος είναι Έλληνας, ο Νικόλαος Πονηρόπουλος. Το Γραφείο αυτό, εκτός από τις στατιστικές μελέτες-στοιχεία, αναλαμβάνει και άλλες αρμοδιότητες, όπως η υποβολή προτάσεων και γνωμοδοτήσεων, επιφορτίζεται τα σχετικά με τον αποικισμό εντός Ελλάδας ζητήματα (τόσο Ελλήνων, όσο και των «αλλογενών»), διερευνώντας και προτείνοντας τους κατάλληλους για αποικισμό τόπους, λαμβάνοντας υπόψη το επάγγελμα των υποψηφίων αποίκων, αλλά και διαπραγματευόμενο με «συντροφιές» και μεμονωμένα άτομα, που θέλουν να κατοικήσουν στην Ελλάδα.15

Η ανάγνωση του διατάγματος για τη σύσταση του «Γραφείου Δημοσίας Οικονομίας» δείχνει ότι στους στόχους του έχουν ενσωματωθεί κάποιες ιδέες των σαινσιμονιστών· ιδίως ο αποικισμός ορισμένων επιλεγμένων τμημάτων της Ελλάδας από ευρωπαίους, με τη δημιουργία νέων κοινοτήτων, στις οποίες θα ζούσαν και θα εργάζονταν οι άποικοι αυτοί.16

Η παρουσία όμως των σαινσιμονιστών στο Ναύπλιο, και κυρίως η γενικότερη εικόνα που εξέπεμπε το κίνημά τους στην Ευρώπη, προκάλεσαν την αντίδραση των Βαυαρών. Όπως κάθε εξουσία που «σέβεται» τον εαυτό της, η Αντιβασιλεία ανακάλυψε τη συνωμοτική τους δράση και την εν γένει αξιόποινη συμπεριφορά τους, αποδίδοντάς τους παράβαση ορισμένων άρθρων του «Ποινικού Νόμου».17 Στο σχετικό έγγραφο της Αντιβασιλείας γίνεται λόγος για «Σαινσιμωνική αίρεση», της οποίας τα μέλη συνεδριάζουν μυστικά και χωρίς άδεια στο Ναύπλιο, ζητείται δε από το αρμόδιο Υπουργείο Εσωτερικών η διενέργεια έρευνας και η τιμωρία των ενόχων και συνενόχων. Ο Κωλέττης με εκτενές υπόμνημά του προς την Αντιβασιλεία ανέλαβε την υπεράσπισή τους, δηλώνοντας ότι δεν υφίσταται πλέον η «Σαινσιμωνική εταιρία».18 Αναφέρεται δε ονομαστικά σε πέντε από αυτούς,19 επισημαίνοντας ότι έχει πλήρη εμπιστοσύνη στην υπόσχεση του Εϊχτάλ, αλλά και απόλυτη βεβαιότητα ότι δεν συμμετέχει σε οποιαδήποτε μυστική συνεδρίαση.

Έξι μέρες μετά την επιστολή του Κωλέττη και παρά τις διαψεύσεις του ακολούθησε εκδόθηκε νέα διαταγή της Αντιβασιλέας, με την οποία αποφασίστηκε η παύση του Εϊχτάλ.20 Ο Κωλέττης απάντησε στην παραπάνω «βασιλικήν διαταγήν», ζητώντας να μην εκτελεστεί, προβάλλοντας επιχειρήματα υπέρ του Εϊχτάλ.21 Η Αντιβασιλεία εν τέλει, με βασιλική διαταγή της 10/22 Οκτωβρίου 1834, έκανε δεκτές τις εξηγήσεις για την αποχώρηση του Εϊχτάλ από την «Εταιρία των Σαινσιμωνιστών», και εκτιμώντας τις υπηρεσίες του αποφάσισε να παραμείνει στη θέση του στο Γραφείο.22

Όμως την ίδια περίοδο στο Ναύπλιο υπάρχουν και ορισμένοι Έλληνες που βλέπουν θετικά και είναι επηρεασμένοι από τις ιδέες των σαινσιμονιστών. Ο πιο δραστήριος από αυτούς ήταν ο Φραγκίσκος Πυλαρινός,23 ο οποίος έγραφε διάφορα σημειώματα στην εφημερίδα Ήλιος.24 Στην εφημερίδα αυτή συντάκτες ήταν οι αδελφοί Σούτσοι, ο Αλέξανδρος και ο Παναγιώτης, οι οποίοι φαίνεται να έχουν και αυτοί επηρεαστεί από τις ιδέες των σαινσιμονιστών.25 Υπάρχει επίσης ο Παναγιώτης Σοφιανόπουλος, που λίγο αργότερα, το 1836, θα ξεκινήσει την έκδοση της εφημερίδας «Πρόοδος».

Όσο ο Κωλέττης ήταν παρών στην Ελλάδα, λειτουργούσε ως ασπίδα προστασίας των Γάλλων σαινσιμονιστών. Τον Μάιο του 1835 ο Κωλέττης απομακρύνεται από την Κυβέρνηση και τον Αύγουστο του ίδιου έτους διορίζεται πρέσβης στο Παρίσι.26 Η παρουσία των σαινσιμονιστών εξασθενεί. Ο Εϊχτάλ έφυγε για το Παρίσι στις 11 Ιουνίου του 1835. Ο Bertrand απελάθηκε τον Μάιο του 1835.27 Ο Graillard παρέμεινε στην Ελλάδα. Ο Roujoux, ο οποίος παντρεύεται ελληνίδα,28 αρχικά ακολουθεί τον Κωλέττη στη Γαλλία ως γραμματέας του, στη συνέχεια επιστρέφει στην Ελλάδα και αγοράζει μια μεγάλη έκταση στο Χαρβάτι Αττικής (Παλλήνη), όπου και επιχειρεί να δημιουργήσει ένα πρότυπο αγρόκτημα.29

Οι σαινσιμονιστές, καθότι Γάλλοι, συνδέονται με τον Κωλέττη, αρχηγό του Γαλλικού κόμματος στην Ελλάδα. Έρχονται στην Ελλάδα όχι ως περιηγητές-επισκέπτες, αλλά ως άνθρωποι της δράσης. Για να πολεμήσουν στα χρόνια του αγώνα, για να εργαστούν στον κρατικό μηχανισμό και αλλού την εποχή της Αντιβασιλείας, θέτοντας σε εφαρμογή τις ιδέες των σαινσιμονιστών, για την οικονομική πρόοδο, όπως αυτοί την εννοούσαν. Τα αποτελέσματα, μάλλον πενιχρά. Τουλάχιστον δεν φαίνονται αυτά άμεσα ορατά.30 Αι αιτίες όμως για τη μη υλοποίηση των στόχων που έθεσαν οι σαινσιμονιστές στην Ελλάδα, τόσο μέσω του «Γραφείου Δημοσίας Οικονομίας», όσο και γενικότερα, απαιτούν περαιτέρω διερεύνηση.31

 

 Υποσημειώσεις 


 

1 Ειδικότερα έλαβε μέρος στην πολιορκία του Ναυπλίου, στη μάχη του Πέτα, στην πολιορκία του Μεσολογγίου, στη μάχη των Μύλων στις 13 Ιουνίου του 1825, όπου και τραυματίστηκε, στη μάχη των Θηβών στις 21 Μαΐου του 1829 και στη μάχη της Πέτρας, στις 12 Σεπτεμβρίου, επίσης του 1829.

2 Σημειώνουμε επίσης ότι μετά την αποχώρηση του Αυγουστίνου Καποδίστρια, τον Μάιο του 1832, με πρόταση του Δ. Υψηλάντη, τοποθετήθηκε Γενικός Διευθυντής του Τακτικού Σώματος. Όλες οι παραπάνω πληροφορίες για τον Graillard έχουν αντληθεί από τη σχετική μελέτη της Χαρίκλειας Δημακοπούλου, «Ο σαινσιμονιστής Francois Graillard περί των ελληνικών πραγμάτων (παρατηρήσεις και προτάσεις)», Δελτίον Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρίας της Ελλάδος, τ. 22, 1979, σ. 307- 405. Σε σχέση με το υπόμνημα η Δημακοπούλου σημειώνει ότι «διετυπώθη μεταξύ Νοεμβρίου 1834 και Απριλίου 1835», ό.π., σ. 380. Σύμφωνα με τον Μπαλόγλου το υπόμνημα αυτό συντάχθηκε τον Απρίλιο του 1835. Μπαλόγλου Χρ., «Προσπάθειες διαδόσεως των ιδεών του Saint – Simon και πρακτικής των εφαρμογής στον Ελλαδικό χώρο 1825-1837», ΣΠΟΥΔΑΙ, Τόμος 53, Τεύχος 3ο, 2003, Πανεπιστήμιο Πειραιά, σ. 77-108, ιδιαίτερα σ. 92.

Από πότε όμως ξεκινά και ποια είναι η σχέση του Graillard με τον σαινσιμονισμό αποτελεί ακόμη ζητούμενο, ιδίως μέχρι και το 1833, χρόνο άφιξης των υπολοίπων. Ο Γουσταύος Εϊχτάλ σε επιστολή του με ημερομηνία 19 Μαΐου 1834 προς τον φίλο του και επιφανή σαινσιμονιστή Duveyrier (ο οποίος είχε καταδικαστεί με τον Enfantin στη δίκη των σαινσιμονιστών στη Γαλλία) αναφέρεται στον Graillard. Τον παρουσιάζει ως μαθητή και φίλο του γιατρού Bailly, μνημονεύοντας το γεγονός ότι ο Graillard ήταν την περίοδο εκείνη Αρχηγός της Χωροφυλακής. Δ. Βικέλας, Διαλέξεις και αναμνήσεις, εν Αθήναις, Έκδοσις Εστίας, 1893, σ. 265

3 Οι πληροφορίες για τον Bailly έχουν αντληθεί από τη μελέτη της Δέσποινας Προβατά, Etienne –Marin Bailly. Ένας σαινσιμονιστής στην επαναστατημένη Ελλάδα, Σοκόλης, Αθήνα 2008.

4 Η «πολιτική κηδεία» του Σαιν-Σιμόν έγινε στις 22 Μαΐου 1825 στο νεκροταφείο του Père –Lachaise στο Παρίσι. Δ. Προβατά, ό.π., σ. 19

5 Δ. Προβατά, ό.π., σ. 70

6 Σε διάφορα έγγραφα που δημοσιεύονται στα Αρχεία Ελληνικής Παλιγγενεσίας και σε άλλα έγγραφα της εποχής, ο Bailly αναφέρεται επίσης ως Βαλλής, (δόκτωρ Βαλλής ή και ιατρός Βαλλής) και ως Μπαλής.

7 Για τη δράση του Bailly παραπέμπουμε στην προαναφερθείσα μελέτη της Δέσποινας Προβατά.

8 Οι φιλελληνικές απόψεις του ίδιου του Σαιν-Σιμόν είναι γνωστές. Βλ. Μπαλόγλου Χρ., ό.π., 84-85.

9 Ο Ανφαντέν, ο οποίος μετά τον θάνατο του Σαιν-Σιμόν σταδιακά αναγνωρίζεται ως ηγετική φυσιογνωμία του κινήματος, με μια πολυπληθή ομάδα σαινσιμονιστών, εγκαθίσταται στην Αίγυπτο, όπου επιχειρεί να εμπλακεί στην κατασκευή των μεγάλων έργων (κατασκευή φραγμάτων στο Δέλτα του Νείλου), στην αγροτική παραγωγή και στην εκπαίδευση των μηχανικών, Picon Α., Οι σαινσιμονιστές. Ορθός λόγος, φαντασιακό, ουτοπία, Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, Αθήνα 2007, σ. 140-143.

10 Από τις ίδιες τις επιστολές του Εϊχτάλ προκύπτει ότι έφτασε στην Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1833. Βλ. Δ. Βικέλας, ό.π., σ. 259-261. Το ίδιο διάστημα, στο ΦΕΚ αρ. 33 της 13ης Οκτωβρίου 1833 πληροφορούμαστε ότι ο «Βαρών Αδ. Αϊχτάλ» διορίζεται «Γενικός Πράκτωρ εις Παρίσια». Πρόκειται για τον αδελφό του Γουσταύου Εϊχτάλ.

11 Όπως πληροφορούμαστε από την προαναφερθείσα επιστολή του Εϊχτάλ, με ημερομηνία 19 Μαΐου 1834 προς τον φίλο του Duveyrier, ο Roujoux ήταν 24 ετών την εποχή εκείνη (το 1834) και εξάδελφος του Goury (επίσης σαινσιμονιστή),. Σύμφωνα πάντα με τις πληροφορίες που μας δίνει ο Εϊχτάλ, ο Roujoux ήταν «ένθερμος δημοκράτης, επολέμησε μανιωδώς εις τας οδούς των Παρισίων κατά τας ημέρας του Ιουλίου (1830). Τόση ήτο η έξαψίς του, ώστε επί τινας μήνας διέμεινεν ως έξω φρενών. Τον έστειλαν εις Ελλάδα δια να καθησυχάση εντελώς. Είχε διδαχθή τα ελληνικά παρά του Κοραή, το δίκαιον παρά του Daunou και του Legraverend. Προσεκολλήθη εις την Γαλλικήν πρεσβείαν, αλλ’ όχι επισήμως∙ προσέφερε δε μεγάλας υπηρεσίας, χάρις εις την γνώσιν του της Ελληνικής γλώσσης, την τεραστίαν δραστηριότητά του και την επιδεξιότητά του εις τας μετά των εγχωρίων σχέσεις», Δ. Βικέλας, ό.π., σ. 269.

12 Ήδη μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια ο Κωλέττης ήταν μέλος της τριμελούς κυβερνητικής επιτροπής, μαζί με τον Κολοκοτρώνη και τον Αυγουστίνο Καποδίστρια. Μετά την έλευση του Όθωνα ο Κωλέττης διορίστηκε υπουργός των Ναυτικών. Πολύ σύντομα όπως με το ξέσπασμα της εξέγερσης του Κρίτσαλη στην Πελοπόννησο διορίστηκε υπουργός των Εσωτερικών και του παρασχέθηκε δικτατορική σχεδόν εξουσία «ίνα κατευνάση την επανάστασιν», Γούδας Α, Βίοι Παράλληλοι των επί της Αναγεννήσεως της Ελλάδος διαπρεψάντων ανδρών, τ. ΣΤ΄, Αθήνα 1874, σ. 272-273. Στο ΦΕΚ με αριθμ. 34 της 15ης/27ης Οκτωβρίου 1833 δημοσιεύεται το διάταγμα της 12 (24) Οκτωβρίου 1833, σύμφωνα με το οποίο: «Ο άχρι τούδε Γραμματεύς της Επικρατείας επί των Ναυτικών Κύριος Κωλέττης παύει της διοικήσεως των Ναυτικών, και διορίζεται Γραμματεύς των Εσωτερικών αντί του διορησθησομένου εις άλλην υπηρεσίαν Κ. Ψύλλα».

13 Από την αλληλογραφία του Γουσταύου Εϊχτάλ προκύπτει ότι όταν έφτασε στο Ναύπλιο, ο Roujoux ήταν ήδη εκεί και ήταν ο τελευταίος που τον γνώρισε στον Κωλέττη. «Εις Ναύπλιον ευρήκα την Αντιβασιλείαν, τον εξάδελφόν μου Γουλιέλμον, και τον Roujoux, όστις μ’ επαρουσίασεν εις τον Κωλέτην», Δ. Βικέλας, ό.π., σ. 261. Βλ. επίσης Gustave D’ Eichthal, La langue grecque, Librairie de Hachette, Paris 1887, σ. 18

14 «Περί της συστάσεως του Γραφείου της Δημοσίου Οικονομίας παρά της επί των Εσωτερικών Γραμματείας της Επικρατείας», Εφημερίς της Κυβερνήσεως, αρ. 18/22-5-1834)

15 Σύμφωνα με τον Μπαλόγλου: «Πράγματι, οι αρμοδιότητες του Γραφείου Δημοσίας Οικονομίας περιγράφονται σ’ ένα κείμενο με εξαιρετικά φιλόδοξους στόχους, όπως η χωρογραφία, τοπογραφία και γεωδαισία του βασιλείου, με τελικό στόχο τη σχεδίαση χάρτη ακριβείας, η γενική απογραφή του πληθυσμού και των ζώων κάθε κατηγορίας, η σύνταξη κτηματολογίου, η καταγραφή μεταλλείων και αρχαιοτήτων, η μελέτη της πιστωτικής καταστάσεως και τοκογλυφίας, η επεξεργασία προτάσεων για την γεωργία, το εμπόριο, την βιομηχανία, την χάραξη οδικού δικτύου, την μετεγκατάσταση ή και ίδρυση οικισμών, και την προετοιμασία «ιδίως» του αποικισμού», ό.π., σ. 89

16 Ο Γ. Εϊχτάλ στην προαναφερθείσα επιστολή του, με ημερομηνία 19 Μαΐου 1834 προς τον φίλο του Duveyrier σημειώνει: «Αφότου έφθασα ενταύθα η επιθυμία μου είναι να φέρω αποίκους εις την Ελλάδα. Επί της ερημωθείσης ταύτης γης, πόλεις, μνημεία, θέατρα, δρόμοι, οικίαι, – επί των σιωπηλών ήδη θαλασσών της, πλοία ιστιοφόρα, ατμοκίνητα, ταύτα πλανώνται αενάως ενώπιον της φαντασίας μου. Επί εξ ήδη μήνας στρέφω και περιστρέφω την σφαίραν εις τας χείρας μου, προσπαθών να εύρω επ’ αυτής σημείον λαβής. Επί τέλους προς δύο μηνών, την επαύριον της αναχωρήσεως του Goury, συνέσφιγξα τα δάκτυλα, και από σχέδιον εις σχέδιον, από διάβημα εις διάβημα, κατώρθωσα να επιτύχω την συγκρότησιν είδους γραφείου πολιτικής οικονομίας, το οποίον θα αναλάβη και θα φέρη εις πέρας το επιχείρημα», Δ. Βικέλας, ό.π., σ. 268. Σημειώνει επίσης στην ίδια επιστολή ο Εϊχτάλ: «…οι Έλληνες εννοούν κάλλιστα παν το αναγόμενον εις τα οικονομικά. Γνωρίζουν τι σημαίνει πίστις, είναι ευδιάθετοι να δεχθούν εξ Ευρώπης πάσας τας βιομηχανικάς βελτιώσεις τας δυναμένας ν’ αυξήσουν την αξίαν της γης των, νομίζω δε ότι ευχαρίστως θα ίδουν αποικίας, και μάλιστα αποικίας βιομηχάνων, εγκαθισταμένας εις την πατρίδα των. Δεν θ’ αποκρούσουν και αποικίας γεωργικάς, αρκεί μόνον να δοθή εις τους παλαιούς κατοίκους μερίς ικανή κατά την διανομήν της εθνικής γης, η οποία αποτελεί τα ¾ της χώρας», ό.π, σ. 271. Αναφέρεται επίσης ο Εϊχτάλ στα ζητήματα που τον απασχολούσαν σχετικά με τον αποικισμό αυτόν, δηλαδή στο πως θα συνδυαστούν Αγγλικές, Γαλλικές και Γερμανικές αποικίες, στο πως θα επιλεγούν οι άποικοι, κλπ. Για το θέμα αυτό διευκρινίζει ότι έχει ήδη απευθυνθεί στην Αντιβασιλεία, ενώ έχει στείλει επιστολή και στον αδελφό του στο Παρίσι. Εκφράζει δε τους φόβους του ως προς την επιτυχία του εγχειρήματος του αποικισμού, αναφερόμενος στον ρόλο της Ρωσίας και του Άγγλου πρεσβευτή Dawkins. Ό.π., σ. 271-273. Σε νέα επιστολή του προς τον Duveyrier με ημερομηνία 26 Μαΐου 1834, ο Εϊχτάλ δηλώνει ότι θα εργαστεί σκληρά με τον Roujoux για την επιτυχία του αποικισμού, απευθύνοντας έκκληση στον Duveyrier: «Εις όσους φίλους εύρης ευδιαθέτους να έλθουν προς αποικισμόν, δύνασαι να υποσχεθής ουρανόν ωραίον, κυβέρνησιν φιλελευθέραν, δικαιώματα πολιτών Ελλήνων, πλήρη ελευθερίαν θρησκευτικήν, έλλειψιν τίτλων ευγενείας, νόμους και έθιμα αξιόλογα, γην ευφορωτάτην, κτλ.». Εκφράζει δε την άποψη ότι ο αποικισμός μπορεί να αρχίσει από τη Μεσσηνία και την Ηλεία και την επιθυμία να λάβει μέρος σ’ αυτόν η Γαλλία, γιατί αν αυτό δεν συμβεί, φοβάται ότι τα παράλια της Πελοποννήσου θα γίνουν Αγγλικά και Αυστριακά. Δ. Βικέλας, ό.π., σ. 274-275. Ως προς τους όρους της παραχώρησης γης στους αποίκους, στις προθέσεις του Γραφείου, όπως αυτές διατυπώνονται από τον Εϊχτάλ, ήταν οι πωλήσεις, οι πολυετείς ενοικιάσεις και οι διαρκείς παραχωρήσεις, με την καταβολή ετήσιας αποζημίωσης. Βλ. την επιστολή του Εϊχτάλ προς τον Duveyrier με ημερομηνία 26 Μαΐου 1834, Δ. Βικέλας, ό.π., σ. 275.

17 Σύμφωνα με το από 19 Σεπτεμβρίου/1η Οκτωβρίου 1834, έγγραφο της Αντιβασιλείας: «Πληροφορούμεθα ότι πολλά μέλη της Σαινσιμωνικής Εταιρίας συνέρχονται άνευ αδείας εις μυστικάς συνεδριάσεις. Η Γραμματεία οφείλει δια παντός να εξιχνιάση το ατόπημα τούτο και να καταδιώξη τους ενόχους και τους συνενόχους αυτών κατά τα άρθρα 212, 216, 218, 220 και 222 του Ποινικού Νόμου. Το αποτέλεσμα των ερευνών και, χρείας τυχούσης, των καταδιώξεων πρέπει να κοινοποιηθή εις ημάς εντός εξ ημερών από σήμερον. Επειδή αι τάσεις της Σαινσιμωνικής αιρέσεως ταύτης ουδόλως συμφωνούν προς τας αρχάς του δικαίου και της νομιμότητος, κατά τας οποίας η ημετέρα πατρική στοργή θέλει διέπωνται οι πιστοί ημών υπήκοοι, ουδέποτε οφείλει να δοθή εις τους αιρετιστάς τούτους η άδεια να εξασκούν τα μηχανήματά των, ανάγκη δε να επιβλέπωνται αυστηρώς. Οι παραβάντες το άρθρον 212 του ποινικού νόμου, καθ’ ην περίπτωσιν είναι ξένοι υπήκοοι, πρέπει να εξωσθούν αμέσως του ημετέρου Κράτους», βλ. Δ. Βικέλας, ό.π., σ. 277-278

18 Επισημαίνεται επίσης από τον Κωλέττη ότι: «Αύτη διελύθη οι δε κατά καιρόν χρηματίσαντες μέλη της επανέλαβον τον συνήθη βίον, διατηρούντες, ή κατά το μάλλον ή ήττον τροπολογούντες, έκαστος το καθ’ εαυτόν, τας αρχαίας δοξασίας των », Δ. Βικέλας, ό.π., σ. 279-280.

19 Στο υπόμνημα του Κωλέττη προς τα μέλη της Αντιβασιλείας, με ημερομηνία 20 Σεπτεμβρίου/ 2 Οκτωβρίου 1834, γίνεται αναφορά στους σαινσιμονιστές τους Ναυπλίου, προκειμένου να διασκεδάσει τους φόβους των Βαυαρών: «Ο κ. συνταγματάρχης Γραλλιάρ δεν ευρίσκεται επί του παρόντος εις Ναύπλιον, ώστε δεν δύναται ούτος να συγκαταλεχθή μεταξύ των υπόπτων. Ο δε κ. Εϊχτάλ, άμα αναλαβών τα καθήκοντά του, έσπευσεν αυθορμήτως να με διαβεβαιώσει ότι ουδεμία τον συνέδεεν υποχρέωσις προς τας παρελθούσας αυτού σχέσεις, ότι είχε την θέλησιν και την απόφασιν να προσενεχθή κατά πάντα ως προσήκει εις πιστόν και αγαθόν της Υ.Μ. υπήκοον (…) Μένουν οι προ τινων μηνών ελθόντες τρεις νέοι. Εξ αυτών ο ονομαζόμενος Bertrand ολίγας ημέρας μετά την άφιξίν του προσελήφθη εις την υπηρεσίαν της εν Αττική εταιρίας (…) όπως διεύθυνη του Μελιταίους εργάτας, διαμένη δ’ έκτοτε εκεί. Τον δεύτερον, ονόματι Jourdan, παρέλαβεν ο συντάκτης του Σωτήρος κ. Σκούφος, δια να μεταφράζη εις την Γαλλικήν τα άρθρα της εφημερίδος του. Ο τρίτος, ονόματι Delaury, ελπίζει ότι θα προσληφθή ως υπάλληλος εις εμπορικόν τι κατάστημα, εν τω μεταξύ δε κερδίζει τα προς το ζην δίδων μαθήματα της Γαλλικής γλώσσης». Σε κάποιο άλλο σημείο δε, προς το τέλος της επιστολής του σημειώνει ότι αυτές είναι οι πρώτες έρευνες «περί των εν Ελλάδι ευρισκομένων αρχαίων μελών της Σαινσιμωνικής Εταιρίας» Δ. Βικέλας, ό.π., σ. 280-282. Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι δεν υπάρχει αναφορά στον Roujoux.

20 Σύμφωνα με διαταγή αυτή «το προσωπικόν των συμβούλων εις το γραφείον της Πολιτικής Οικονομίας είναι υπέρ το δέον πολυάριθμον, απ’ εναντίας δε το του Υπουργείου των Εσωτερικών ανεπαρκές, αποφασίζομεν να ελαττώσωμεν το μεν κατά ένα σύμβουλον, ν’ αυξήσωμεν δε το δεύτερον κατά έναΚαι ως προς μεν το πρώτον, διατάσσομεν να κοινοποιηθή προς τον κ. Γουσταύον Εϊχτάλ η εκ της ημετέρας υπηρεσίας παύσις του», Δ. Βικέλας, ό.π., σ. 283.

21 Ειδικότερα ισχυρίστηκε ότι είναι «άξιος παντός επαίνου δια τον ζήλον, την δραστηριότητά του και την εις την Υ.Μ. αφοσίωσιν», πολύ εργατικός, ότι γνωρίζει τη γερμανική γλώσσα και ότι ποτέ δεν ζήτησε τον μισθό του. Δ. Βικέλας, ό.π., σ. 284-285.

22 Δ. Βικέλας, ό.π., σ. 292.

23 Για τον Πυλαρινό, βλ. Χριστίνα Αγριαντώνη, «Οι σαινσιμονικές ιδέες στην Ελλάδα», Επίμετρο στο βιβλίο του Antoine Picon, ό.π., σ. 331-332. Π. Νούτσος, Η σοσιαλιστική σκέψη στην Ελλάδα, Γνώση τ. 1, Αθήνα 1990, σ. 119-124.

24 Η εφημερίδα αυτή κυκλοφόρησε μέχρι και το τέλος του 1833, μόλις δηλαδή για μερικούς μήνες. Αιτία της διακοπής της έκδοσής της αποτέλεσαν οι διατάξεις για την απαίτηση μια υπέρογκης για τα δεδομένα της εποχής εγγύησης για όλες τις πολιτικές εφημερίδες, (5.000 δρχ.), που θα χρησιμοποιούνταν για την αποζημίωση των τυχόν θιγομένων, από τα γραφόμενα των εφημερίδων, προσώπων. Ειδικότερα, στο άρθρο 6 του νόμου «Περί της Αστυνομίας του τύπου» (ΦΕΚ αριθμ. 29 της 14/26 Σεπτεμβρίου 1833), προβλέπεται ότι: «Πάσα εντός του Βασιλείου εκδιδομένη εφημερίς και περιοδικόν σύγγραμμα πρέπει να έχη άνευ διακοπής υπεύθυνον συντάκτην, του οποίου το όνομα να φανερόνεται εις παν φύλλον, κομμάτι, ή τετράδιον της εφημερίδος ή του περιοδικού συγγράμματος. Ο υπεύθυνος συντάκτης έχει χρέος να καταβάλη εις μετρητά εγγύησιν 5.000 Δραχ. Εξ αυτής της εγγυήσεως λαμβάνονται τα πρόστιμα, τα έξοδα και αι αποζημιώσεις των προσβληθέντων ατόμων, εις τας οποίας ήθελε καταδικασθή ο υπεύθυνος συντάκτης. Αφού δε εξαντληθή η ποσότης, πρέπει να ανανεωθή εντελώς και ευθύς». Η εγγύηση αυτή δεν απαιτείται για τους εκδότες «επιστημονικών και τεχνικών εφημερίδων και περιοδικών συγγραμμάτων, ή και απλών ειδοποιήσεων». Στην περίπτωση όμως που οι τελευταίοι αυτοί εκδότες δεχτούν να δημοσιεύουν άρθρα, που δεν είναι επιστημονικά ή τεχνικά, εκτός από την επιβολή προστίμου 100–500 δραχμών, υποχρεούνται, πριν εξακολουθήσουν την έκδοση του εντύπου, να καταβάλουν και την εγγύηση των 5.000 δραχμών. Η διάταξη αυτή είχε άμεσα «θύματα» τους εκδότες που δεν είχαν τη δυνατότητα να καταβάλουν το ποσό της εγγύησης, όπως η εφημερίδα «Ήλιος», η οποία μετά τη δημοσίευση του νόμου μετατράπηκε από Εφημερίς Πολιτική, Φιλολογική και Εμπορική σε «Εφημερίς Επιστημών, Τεχνών, Φιλολογίας και Εμπορίου» και στη συνέχεια, τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους (1833) έβαλε τέλος στη λειτουργία της, ακριβώς λόγω των περιορισμών αυτών.

25 Χριστίνα Αγριαντώνη, ό.π., σ. 332-335

26 Ο Άρμανσπεργκ, βλέποντας την «ολοένα αυξανόμενη δύναμη του Κωλέτη» αλλά και το γεγονός ότι ο Όθωνας, «εν όψει της ενηλικίωσής του έχει αρχίσει να επεμβαίνει όλο και περισσότερο στα πολιτικά πράγματα της χώρας (…) αναπόφευκτα, προκειμένου να ισχυροποιήσει τη θέση του, θα αντιπαρατεθεί στον Κωλέττη και εν συνεχεία στον ίδιο τον Όθωνα». Ο Άρμανσπεργκ, κατόρθωσε, ακόμη και μετά την ενηλικίωση του Όθωνα «να εξασφαλίσει ευρείες πολιτικές δικαιοδοσίες. Με την πλήρη υποστήριξη του νέου πρεσβευτή της Αγγλίας, Lyons, κατάφερε να εκδιώξει τον Heideck και να απομακρύνει τον Κωλέττη, εξαναγκάζοντας έτσι τον βασιλιά να εξαρτάται από αυτόν», Λούβη Λ., «Το ελληνικό κράτος 1333-1871», στο Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, 1770-2000, τ. 4, σ. 13-14. Ο Κωλέττης, αφού έμεινε αρκετά χρόνια στο Παρίσι, επιστρέφει το 1843 στην Ελλάδα και λίγο αργότερα γίνεται πρωθυπουργός. Την 1η Σεπτεμβρίου του 1847 πεθαίνει στην Αθήνα, αφού εν τω μεταξύ, από το 1844, έχει αναπτύξει τη «μεγάλη ιδέα». Λίγο πριν κλείσει τα μάτια του αναφωνεί στα γαλλικά τη φράση «sur la terre», ενώ σιγοψιθυρίζει ένα κλέφτικο τραγούδι. Σύμφωνα με τον Γούδα: «Τελευταίον κατά την 1 Σεπτεμβρίου απεβίωσε, κλέφτικόν τι τραγώδιον εν ήχω υποψιθυρίσας, και τα λέξεις sur la terre δυνηθείς μόνον να εναρθρώση», ό.π., σ. 286

27 Κατηγορήθηκε ότι «ερράπισεν αξιωματικόν του στρατού ημών, ζητήσαντα εξηγήσεις κατά τινα βάναυσον διαγωγήν του. Εκ της ένεκα τούτου γενομένης ανακρίσεως εξάγεται προσέτι ότι ο Bertrand εφωράθη και άλλοτε φέρων όπλα απηγορευμένα, ότι εξύβρισεν αξιωματικούς και υπαξιωματικούς του ημετέρου στρατού, εξεφράσθη δημοσία δια τρόπου πάντη ανοικείου περί τάξεως ολοκλήρου των στρατιωτικών τούτων και επροσπάθησε να διεγείρη το κατ’ αυτών μίσος, αποδεικνύων ούτω τον ολίγον αυτού σεβασμόν προς τους θεσμούς και την έννομον τάξιν της χώρας. Η ανάγκη επιβλέψεως προς τήρησιν της δημοσίας τάξεως επιβάλλει την απομάκρυνσιν του κακοκεφάλου τούτου νέου, όστις παρά την άτοπον διαγωγήν του, επιδεικνύει και αλλόκοτον ενδυμασίαν. Το επί των Εσωτερικών υπουργείον οφείλει άνευ περαιτέρω αναβολής να εκτελέση την από 27 Απριλίου/9 Μαΐου ημετέραν διαταγήν». Πρόκειται για βασιλική διαταγή της 13/25 Μαΐου 1835. Δ. Βικέλας, ό.π., σ. 281-282.

28 Την Ανθούσα, κόρη του Χρήστου Παλάσκα.

29 Ο Roujoux κατέλαβε διάφορες θέσεις, κυρίως ως διπλωμάτης της Γαλλίας στην Ελλάδα, μέχρι τον θάνατό του στην Αθήνα το 1852, σε ηλικία 43 ετών.

30 Ένας απολογισμός για την επίδραση και τη διάσωση των ιδεών του γίνεται από τον Μπαλόγλου, ό.π., σ. 93-96.

31 Με τον τρόπο αυτόν θα φωτίζονταν και ορισμένες κοινοτοπίες, που μας βασανίζουν ακόμη και σήμερα, όπως ότι οι ξένοι θα μπορούσαν να τα κάνουν καλύτερα από τους Έλληνες. Το γεγονός όμως ότι τα πρώτα κρίσιμα χρόνια μετά την απελευθέρωση είχε εγκατασταθεί στην Ελλάδα ένας ολόκληρος «στρατός» από Βαυαρούς, στην κυριολεξία, αλλά και μεταφορικά, με την έννοια των υπαλλήλων και στελεχών της διοίκησης, σε κανένα σχεδόν επίπεδο δεν βοήθησε την επίλυση των διαφόρων προβλημάτων. Και για να επανέλθουμε στους σαινσιμονιστές, θυμίζουμε μια διαπίστωση του Εϊχτάλ για τη μη υλοποίηση του αποικισμού. Σε αρκετές περιστάσεις ο Εϊχτάλ έθετε ως προϋπόθεση για την υλοποίηση του αποικισμού, την επίλυση του ιδιοκτησιακού ζητήματος, μέσω της διανομής της γης. Το ζήτημα αυτό το έθεσε τόσο στον Άρμανσπεργκ, όσο και στον Κόβελ. Βλ. Δ. Βικέλας, ό.π., σ. 287, 289- 290. Σημειώνει ο Εϊχτάλ τι μετέφερε στον Κόβελ: «Μετά ταύτα επελήφθημεν της ιστορίας του Νόμου τούτου και του ζητήματος του αποικισμού. Κατέκρινα δεινώς τον κ. Αρμανσπέργην ως θελήσαντα να διεξαγάγη και τα του αποικισμού της Ελλάδος καθ’ ον τρόπον απεφάσισε, και την μεταφοράν της πρωτευούσης εις Αθήνας. Το τελευταίον τούτο μέτρον, καλόν καθ’ εαυτό, ελήφθη όμως λίαν κατεσπευσμένως. Τα του αποικισμού έγειναν ακόμη χειρότερα. Διότι, προτού αποκαταστήσουν ιδιοκτήτας τους Έλληνας αυτούς, (βάσιν ταύτην πρωτίστην της ευημερίας της χώρας), ηθέλησαν να ρίψουν εις την Ελλάδα χιλιάδας οικογενειών, χωρίς να προνοήσουν περί αυτών πως να μη αποθάνουν της πείνης, ή να μη καταστραφούν εκ της ζηλοτυπίας των εγχωρίων· ανέφερα όσας δυσκολίας απηντήσαμεν κατά την σύστασιν των αποικιών του Πεταλιδίου, της Ερετρίας, των Σαμίων εν Ευβοία κ.τ.λ., δυσκολίας προερχομένας εκ της παρούσης θέσεως του ζητήματος της ιδιοκτησίας εν Ελλάδι, και απέδειξα το άτοπον του να αναμιγνύεται η προσωπική φιλαυτία του αρχηγού της Κυβερνήσεως εις ζητήματα, εις τα οποία έπρεπε να είναι απλώς και μόνον κριτής αμερόληπτος». ό.π., σ. 289-290.

 Κωνσταντίνος Γκότσης

Πρωτοδημοσιεύτηκε στο «Αναγνώσεις» avgi-anagnoseis.blogspot.gr

Διαβάστε ακόμηΣαινσιμονισμός – Η »Ανατομία» ενός κινήματος


Στο:Άρθρα - Μελέτες - Εισηγήσεις, Ελεύθερο Βήμα Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, Graillard, Henri de Saint-Simon, Άρθρα, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Επανάσταση 21, Ελεύθερο Βήμα, Ιστορία, Ναύπλιο, Σαιν-Σιμόν, Σαινσιμονισμός, Φραγκίσκος Γκραγιάρ

Προσπάθειες Διαδόσεως των Ιδεών του Saint- Simon και Πρακτικής των Εφαρμογής στον Ελλαδικό Χώρο 1825 – 1837.

$
0
0

Προσπάθειες Διαδόσεως των Ιδεών του Saint- Simon και Πρακτικής των Εφαρμογής στον Ελλαδικό Χώρο 1825 – 1837. Χρήστος Μπαλόγλου. 


 

[…] Οι πρώτες προσπάθειες διαδόσεως των ιδεών του SaintSimon στον ελλαδικό χώρο χρονολογούνται από το 1825, έτος του θανάτου του, όπως μας πληροφορεί μια ανυπόγραφη βιογραφία του Γάλλου φιλοσόφου και οικονομολόγου, δημοσιευμένη το 1833, στην εφημερίδα Ήλιος του Ναυπλίου: « το όνομα του Σαινσιμώνος έφθασεν από τα 1825 εις την Ελλάδα αι νέαι ιδέαι του μας εξέπληττον». Επιπρόσθετα σημειώνεται ότι οι «μαθηταί του Saint-Simon, με γενειάδας μακράς ως οι αρχαίοι φιλόσοφοι διατρέχουν την Ελλάδα και υποκινούν έτι την περιέργειαν του κοινού».

Η πληροφορία αυτή του ανωνύμου ορθογράφου αξίζει να μελετηθεί συνδυαστικά με την περιγραφή που δίνει ο Γεώργιος Γαζής, Γραμματικός του Καραϊσκάκη, στο λήμμα «θηριάνθρωποι» στο Λεξικό της Ελληνικής Επαναστάσεως: «Εις τον καιρόν της Επαναστάσεως ήλθον και ήσαν πλήθος τοιούτων ανθρωπομόρφων θηρίων, και διά τούτο αναφέρομεν περί αυτών ενταύθα». Χαρακτηρίζει δε αυτούς «ως λιμπερτίνους και οντίτας». Η καταγραφή ενός όρου, αγνώστου και μη χρησιμοποιουμένου σήμερα, σ’ ένα Λεξικό θέλει να υποδηλώσει ότι ο όρος αυτός ήταν σε χρήση κατά την Επανάσταση και τα άτομα που περιγράφει δεν ήταν μια μικρή αριθμητική ομάδα. Η πληροφορία αυτή που παραδίδει ο Γ. Γαζής και δεν έχει αξιοποιηθεί, εξ’ όσων γνωρίζουμε, συστηματικά από τους ερευνητές, δεν κρίνεται από μόνη της επαρκής για να καταδείξει τον βαθμό διαδόσεως των ιδεών του Saint-Simon στην ελληνική επικράτεια. Αναφέρεται μόνον και μόνον, ότι οι ιδέες αυτών των ατόμων προκαλούσαν το κοινόν αίσθημα, χωρίς όμως να δίνεται περιγραφή των ιδεών αυτών.

Ενδιαφέρον αποτελείτο γεγονός, όπως επισημαίνει η Μαρία Μενεγάκη, ότι ο ίδιος ο Saint-Simon θα αναφερθεί εκτενώς στο πρώτο του έργο Επι­στολές ενός κατοίκου της Γενεύης στους συγχρόνους του, που αποστέλλει στον Πρώτο Ύπατο της Γαλλίας Ναπολέοντα Βοναπάρτη, στην θέση των Ελλήνων. Υπενθυμίζοντας ότι οι Έλληνες που βρίσκονταν κάτω από ασιατικό ζυγό αποτελούσαν μέρος του Ευρωπαϊκού λαού, προτρέπει τους Ευρωπαίους να συνασπισθούν για την απελευθέρωση τους: «Οι Ευρωπαίοι θα ενώσουν τις δυνάμεις τους και θα ελευθερώσουν τους αδελφούς τους Έλληνες από την κυριαρχία των Τούρκων». Όταν μετά την έκρηξη της Ελληνικής Επα­ναστάσεως θα εκδηλωθεί το φιλελληνικό κίνημα στην Ευρώπη, ο Saint-Simon θα προσχωρήσει ανεπιφύλακτα α’ αυτό. Σε μια Ευρώπη, ενωμένη και ειρηνική, όπως την οραματίζεται, έχουν θέση και οι Έλληνες, «οι οποίοι δίκαια εξεγείρονται». Η εξέγερση αυτή του περιωνύμου για την καταγωγή και για τις συμφορές του λαού βρήκε «ευγενικές ψυχές να τον στηρίξουν, ποιητές να τον υμνήσουν, ζωγράφους που θα καθιερώσουν την ηρωική του αντίσταση και τις νικηφόρες ήττες του».

Αδαμάντιος Κοραής, Λιθογραφία (Smolki Muller;). Το επίγραμμα: Α. ΚΟΡΑΗΣ. ΕΛΛΑΣ, ΤΗΝ ΣΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΑΘΑΝΑΤΟΝ ΟΡΑΝ ΒΟΥΛΟΜΕΝΗ, ΣΟΥ ΜΗ ΔΙΔΟΝΤΟΣ, ΟΜΜΑΣΙΝ ΕΛΛΗΝΟΣ ΖΩΓΡΑΦΟΥ ΥΦΗΡΠΑΣΕ. αφιερώθη τοις έλλησι, Ala Palette de Rubens, Rue de Saine No 6, pres le pont des arts. Πηγή: Νεοελληνική Εικονιστική Προσωπογραφία – ΕΙΕ.

Αδαμάντιος Κοραής, Λιθογραφία (Smolki Muller;).
Το επίγραμμα: Α. ΚΟΡΑΗΣ. ΕΛΛΑΣ, ΤΗΝ ΣΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΑΘΑΝΑΤΟΝ ΟΡΑΝ ΒΟΥΛΟΜΕΝΗ, ΣΟΥ ΜΗ ΔΙΔΟΝΤΟΣ, ΟΜΜΑΣΙΝ ΕΛΛΗΝΟΣ ΖΩΓΡΑΦΟΥ ΥΦΗΡΠΑΣΕ.
αφιερώθη τοις έλλησι, Ala Palette de Rubens, Rue de Saine No 6, pres le pont des arts. Πηγή: Νεοελληνική Εικονιστική Προσωπογραφία – ΕΙΕ.

Τα φιλελληνικά αυτά αισθήματα του Saint-Simon, αλλά και οι ίδιες οι ιδέες του δεν είναι άγνωστες στους λογίους της Διασποράς και ειδικώτερα στον κύκλο του Κοραή. Ο Κοραής είχε μελετήσει, όπως διαφαίνεται από τον επικήδειο του Φραγκίσκου Πυλαρινού, τα έργα του Saint-Simon. Και σύμπτωση, ίσως, αλλά οπωσδήποτε, σύμπτωση χαρακτηριστική, στον επι­κήδειο αυτόν του Πυλαρινού, εμφανίζεται η πρώτη ελληνική χρήση που γνωρίζουμε της εννοίας του κοινωνισμού, όπως αποδόθηκε στην γλώσσα μας για πρώτη φορά ο όρος «σοσιαλισμός»: «Συ κριτικός βαθύς, και φιλόλογος πολυμαθής, επροσπάθησες μ’ όλα τα φιλολογικά μέσα να διασπείρης εις τους κόλπους της πατρίδος την φιλοσοφικήν αποστολήν του ιθ’ αιώνος, την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΝ λέγω, ΙΣΟΤΗΤΑ και ΚΟΙΝΩΝΙΣΜΟΝ». Ο Κοραής, ο οποίος ενσαρκώνει, με συνέπεια, ως τα έσχατα γηρατειά του τον φιλελεύθερο επαναστάτη αστό του τέλους του 18ου αιώνα και των αρχών του 19ου, γεμάτος αυτοπεποίθηση, έπαρση και επιθετικότητα, διατηρεί από το 1830 πολιτικές σχέσεις με το περιβάλλον του στρατηγού La-Fayette (1757-1834)-, ο οποίος είναι άλλωστε πρόεδρος της προσωρινής Κυβερνήσεως που σχηματίζεται κατά την Ιουλιανή Επανάσταση του 1830-, στο οποίο κινούνται δραστήρια και συνωμοτούν οι οπαδοί του Babeuf και του Saint-Simon. Ιδιαίτερες σχέσεις με τους σαινσιμονιστές θα αναπτύξουν οι μαθητές του Κοραή, οι οποίοι ίδρυσαν στο Παρίσι την Ελληνική Εταιρεία (Societe Hellenique) (1828-Ι831). Ορισμένα μέλη της Εταιρείας διασταυρώθηκαν, κυρίως μετά το 1830, με την ιδεολογία των ουτοπιστών σοσιαλιστών, ενώ άλλα μέλη συμμετείχαν ενεργά και στις δραστηριότητες του κινήματος.

Το όνομα και το έργο του Saint-Simon, όπως και άλλων συγχρόνων του οικονομολόγων είναι γνωστό και στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Ο ιατρός Μιχαήλ Χρισταρής, ο οποίος δρα στο Βουκουρέστι, είναι κάτοχος του βιβλίου του Γάλλου διανοητή με τίτλο De la Reorganisation de la Societe Europeene (Paris 1814). Βέβαια, δεν υπάρχουν ενδείξεις ούτε άλλη πληροφορία ότι ο Χρισταρής υπήρξε είτε φορέας είτε προπαγανδιστής των ιδεών του Saint-Simon…

Για την ανάγνωση ολόκληρης της ανακοίνωσης του κυρίου Χρήστου Μπαλόγλου πατήστε διπλό κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο: Προσπάθειες Διαδόσεως των Ιδεών του Saint- Simon και Πρακτικής των Εφαρμογής στον Ελλαδικό Χώρο 1825 – 1837

 

Διαβάστε ακόμη: Οι Σαινσιμονιστές στο Ναύπλιο


Στο:Άρθρα - Μελέτες - Εισηγήσεις, Ψηφιακές Συλλογές Tagged: 1821, Argolikos Arghival Library History and Culture, Άρθρα, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Επανάσταση 21, Ιστορία, Κοραής, Οικονομία, Σαινσιμονισμός, Χρήστος Μπαλόγλου, Ψηφιακές Συλλογές, Saint- Simon

Γκραγιάρ Φραγκίσκος (1792-1863)

$
0
0

Ο Γάλλος φιλέλληνας François Graillard  (εξελ. όν. Φραγκίσκος Γραλλιάρδος) και το μεγαλειώδες σχέδιό του για την οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη της μεταπελευθερατικής Ελλάδας


 

Α) Εισαγωγή

Ο Φραγκίσκος Γκραγιάρ (François Graillard) γεννήθηκε στη Dizon της Γαλλίας την 23η Αυγούστου 1792. [1] Ο πατέρας του ήταν Συνταγματάρχης του Γαλλικού Αυτοκρατορικού Στράτου και ευνοούμενος του Μεγάλου Ναπολέοντα. [2]

Ο Φραγκίσκος Γκραγιάρ από την παιδική του ηλικία εξεδήλωσε την αγά­πη του προς τα γράμματα και ο πατέρας του έχοντας οικονομική άνεση έδωσε στο γιο του μια σπάνια για την εποχή του μόρφωση. Για το λόγο αυτό ο Φραγκίσκος Γκραγιάρ ακολουθώντας την οικογενειακή του παράδοση κατατάχτηκε ως εθελον­τής στο Γαλλικό Στρατό και διακρίθηκε ως πολέμαρχος στους Ναπολεόντειους πο­λέμους της τελευταίας περιόδου και στην Ελληνική Επανάσταση του 1821, αλλά παράλληλα υπήρξε ένας διανοούμενος στοχαστής με γερούς και μεγάλους πνευματικούς ορίζοντες. [3]

Πολεμώντας για την απελευθέρωση της Ελλάδας μελέτησε την Ελληνική Ιστορία και τα ήθη και έθιμα του λαού μας, γνώρισε από κοντά τα προτερήματα και τα ελαττώματα της φυλής και ζυμώθηκε με τους αγωνιστές της Επαναστάσεως του 1821 με δεσμούς τέτοιους, ώστε και μετά τη λήξη του Αγώνα να παραμείνει στη χώρα μας και να συμμερισθεί με το λαό μας τη φτώχεια που τον έδερνε, αντί να επιστρέψει στην πατρίδα του, όπου οι οικογενειακές του περ­γαμηνές θα του εξασφάλιζαν μίαν άνετη ζωή. [4] Διεισδυτικός, στοχαστής και ορα­ματιστής συνέλαβε και κατέστρωσε ένα μεγαλειώδες σχέδιο, με το οποίο πίστευε ότι ο ελληνικός λαός, με μεθοδική οργάνωση και αξιοποίηση των πλουτοπαραγω­γικών πηγών της χώρας του, θα μπορούσε να ζήσει και να ευημερήσει και ακόμη να διαδραματίσει σημαίνοντα ρόλο στον ανθρώπινο πολιτισμό. [5]

Αντίθετα προς τις απόψεις του Όθωνα και του περιβάλλοντός του, ο Φραγκίσκος Γκαγιάρ είχε αν­τιληφθεί ότι οι Έλληνες της δεκαετίας του 1830, ύστερα από τη δραματική περίο­δο που είχε προηγηθεί, είχαν ανάγκη από μακρά περίοδο ειρήνης και ησυχίας για να επιδοθούν στα ειρηνικά τους έργα και να ανοικοδομήσουν τα καπνίζοντα ακόμη ερείπια της χώρας τους. [6] Για τον Γκραγιάρ κάθε προσπάθεια για άσκοπες πολε­μικές προετοιμασίες στην κρίσιμη εκείνη για τον Ελληνισμό περίοδο, ως διέξο­δος στα μεγάλα και άλυτα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που αντιμετώπιζε η χώρα, αποτελούσε άπατη και προδοσία σε βάρος του ελληνικού λαού. Ο μεγάλος φιλέλληνας, υστέρα από επίπονες μελέτες του ελληνικού προβλήματος όπως ο ίδιος το είχε ζήσει στο διάστημα τής 15χρονης παραμονής του στη χώρα μας, συνέταξε και υπέβαλε στον Όθωνα με την ευκαιρία της ενηλικίωσής του ένα μεγαλόπνοο σχέδιο – μία αναλυτική οικονομικοτεχνική μελέτη – με το οποίο, όπως πίστευε, θα επιτυγχανόταν η οικονομική ανάπτυξη της χώρας και ή πνευματική και πολι­τιστική άνοδος του ελληνικού λαού. [7]

Αλλά για το σχέδιο Γκραγιάρ θα μιλήσουμε διεξοδικότερα στο τρίτο μέρος αυτής της εργασίας, αφού κάνουμε πρώτα μία σύντομη σκιαγράφηση της προσωπι­κότητάς του.

 

Β)  Σύντομη βιογραφική παρουσίαση του Φραγκίσκου Γκραγιάρ

 

Ο Φραγκίσκος Γκραγιάρ μετά την αποπεράτωση των σπουδών του και σε ηλικία 20 ετών κατετάγη εθελοντής στη Γαλλική Εθνοφυλακή την 15η Μαΐου 1812. Μετά από δύο μήνες προβιβάζεται σε δεκανέα και έπειτα από τρεις μήνες σε Λοχία. Στις αρχές του 1813 προβιβάζεται σε Ανθυπασπιστή και την 29η Σε­πτεμβρίου 1813 σε Ανθυπολοχαγό.[8]

Έλαβε μέρος ως Αξιωματικός του Γαλλικού Στράτου στις διάφορες μάχες των Ναπολεόντειων πολέμων της τελευταίας περιό­δου και διακρίθηκε στις εκστρατείες κατά της Ολλανδίας, της Αυστρίας και της Πρωσίας. Στη μάχη της Λειψίας (1813) τραυματίστηκε σοβαρά και συνελήφθη αιχμάλωτος. Μετά την αποθεραπεία του διέφυγε την αιχμαλωσία, επανήλθε στο γαλλικό στράτευμα (18 – 14) και συνέχισε να πολεμάει μέχρι την οριστική πτώ­ση τού Μεγάλου Ναπολέοντα.[9]

Ακολουθεί μία περίοδος διωγμών κατά του Φραγκίσκου Γκραγιάρ, αποτάσσεται από το Γαλλικό Στρατό και φυλακίζεται ως οπα­δός της επανάστασης, αποκαθίσταται και αποτάσσεται άλλες δύο φορές ως το 1820. [10] Οι διώξεις αυτές έπεισαν τον Φραγκίσκο Γκραγιάρ, ότι δεν είχε πια μέλ­λον στο Γαλλικό Στρατό. Η  βαθειά του προσήλωση στις ιδέες της Γαλλικής Επα­νάστασης και το δράμα του για μια ανθρωπινότερη ζωή και έναν κόσμο δικαιότερο, τον έκαναν να εγκαταλείψει την πατρίδα του και να κατέλθει στην αγωνιζόμενη Ελλάδα. Συμμετείχε στην πρώτη αποστολή των Γάλλων φιλελλήλων που ήλθαν στην Ελλάδα, την 8/20 Νοεμβρίου του 1821 αποβιβάζεται με άλλους Γάλλους φι­λέλληνες στην Καλαμάτα. [11]

Έζησε από κοντά ολόκληρο το δράμα του υπέρ Ανε­ξαρτησίας Αγώνα του ελληνικού λαού και έπαιξε σημαντικό ρόλο σε αυτόν, δέ­χτηκε πολλαπλά τραύματα στη διάρκειά του, τιμήθηκε με σειρά μεταλλίων και παρασήμων και προβιβάστηκε επανειλημμένα «έπ’ ανδραγαθία» στους διάφορους βαθμούς για το θάρρος και την ανδρεία που επέδειξε σε κρίσιμες με τους Τούρκους μάχες και συμπλοκές.

Αναλυτικότερα, συμμετείχε στην πολιορκία και την άλωση του Ναυπλίου και διακρίθηκε στη μάχη της Κορίνθου. Έλαβε μέρος στη μάχη του Πέτα, όπου ανδραγάθησε, τραυματίστηκε και παρά λίγο να συλληφθεί αιχμά­λωτος. Με τα υπολείμματα των φιλελληνικών εθελοντικών σωμάτων και τα υπο­χωρούντα ελληνικά τμήματα κλείνεται στο Μεσολόγγι και έλαβε μέρος ως υπε­ρασπιστής του στην επιτυχή άμυνα της πόλης κατά τη διάρκεια της πρώτης πο­λιορκίας της από τους Τούρκους. [12] Διακρίθηκε στην ορμητική καταδίωξη των Τούρκων προς το Αγρίνιο και τον Αχελώο, μετά την αποτυχία τους να εκπορθή­σουν με έφοδο το Μεσολόγγι. Στις αψιμαχίες με τους Τούρκους στην κοίτη του Αχε­λώου τραυματίστηκε για δεύτερη φορά μέσα σε λίγους μήνες και παραλίγο να χά­σει το αριστερό πόδι του. Η συμφορά του Πέτα, την οποία έζησε σε όλη της την τραγικότητα, τον έπεισε ότι η ανάμιξη των πολιτικών στη διοίκηση του στρατού και η εκπόνηση από αυτούς σχεδίων πολεμικών επιχειρήσεων οδηγούσαν την επα­νάσταση σε αναδίπλωση και μπορούσε να έχουν καταστρεπτικές συνέπειες για τους αγωνιζόμενους Έλληνες. Για το λόγο αυτό, ο Φραγκίσκος Γκαγιάρ, στις εμφύλιες έριδες, που όσον εξαρτιόταν από αυτόν προσπαθούσε να τις αποτρέψει, πήρε το μέρος των στρατιωτικών και συμμάχησε μαζί τους, γιατί πίστευε ότι, όσο διαρ­κούσε ο Αγώνας, ο λαός είχε εμπιστοσύνη μόνο στους φυσικούς του ηγέτες, τους στρατιωτικούς.

Κατά τον Γκραγιάρ, μόνον οι στρατιωτικοί μπορούσαν να οδηγή­σουν στην ολοκλήρωση των στόχων της Επανάστασης και στην τελική νίκη. Συν­δέθηκε με στενή φιλία με όλους τους σημαίνοντες Έλληνες στρατιωτικούς και κυ­ρίως με τον Κολοκοτρώνη και το Δημήτριο Υψηλάντη. [13] Ο τελευταίος ανέθεσε στον Γκραγιάρ την οργάνωση των πρώτων ταγμάτων του Τακτικού Ελληνικού Στρατού. Ο Δημήτριος Υψηλάντης εξετίμησε το ήθος τη μόρφωση και τις ικανό­τητες του Φραγκίσκου Γκραγιάρ και του ανέθεσε εμπιστευτικής φύσεως αποστολές στην Ευρώπη.

Με εντολή του Δημητρίου Υψηλάντη ο Φραγκίσκος Γκραγιάρ και ο συμπα­τριώτης του Louis Stanislaw Daniel, το φθινόπωρο του 1823, αναχωρούν για τη Γαλλία με σκοπό να ενεργοποιήσουν τους φιλελληνικούς συλλόγους της Ευρώπης, με σαφείς οδηγίες όπως, εκτός από την οικονομική ενίσχυση που παρείχαν στην επαναστατημένη Ελλάδα, ασκήσουν πίεση στις κυβερνήσεις των χωρών τους για να αλλάξουν στάση και τακτική έναντι του ελληνικού προβλήματος. [14] Ο Δημή­τριος Υψηλάντης, μετά την απογοήτευσή του από τη ρωσική πολιτική στο ελλη­νικό πρόβλημα, στράφηκε προς τη Γαλλία και για το σκοπό αυτό χρησιμοποίησε τους δύο Γάλλους φιλέλληνες, οι οποίοι κατά τη μετάβασή τους στη Γαλλία ήρθαν σε επαφή και επικοινωνία με ανώτατους κρατικούς φορείς της γαλλικής πολιτικής ζωής και τους ενημέρωσαν για την πορεία και τους σκοπούς της Ελληνικής Επα­νάστασης.

Οι Graillard και Daniel επέστρεψαν στην Ελλάδα τον Ιανουάριο του 1824 και ενημέρωσαν το Δημήτριο Υψηλάντη για τις επαφές τους στη Γαλλία και για τα αποτελέσματα των ενεργειών τους. Φαίνεται ότι ο Δημήτριος Υψηλάντης έμεινε ικανοποιημένος από τα αποτελέσματα των ενεργειών των δύο φιλελλήνων και τους ξανάστειλε αμέσως στη Γαλλία με νέες εντολές. [15]

Ο Δημήτριος Υψηλάντης, στρα­τιωτικός ολκής με πολιτική σκέψη και διπλωματική ενόραση, αντιλαμβανόταν ότι με τις τοπικές στρατιωτικές τους επιτυχίες οι επαναστατημένοι Έλληνες δεν μπο­ρούσαν να γονατίσουν το μεγάλο γίγαντα και ότι χρειαζόταν περισσότερο από κάθε τι άλλο η διπλωματική στήριξη του Ελληνικού Αγώνα από τις Ευρωπαϊκές Δυ­νάμεις. Η κοινή γνώμη της Ευρώπης, με κέντρο το πρόσφορο Παρίσι και τη Γαλ­λία γενικότερα, θα μπορούσε να παίξει αποφασιστικό ρόλο στην αλλαγή της φιλότουρκης πολιτικής των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων και θα μπορούσε αποφασιστικά να συμβάλει στην αίσια λύση του ελληνικού προβλήματος.[16]

Η αρχή έγινε από τη Γαλλία και τα αποτελέσματα υπήρξαν θετικά και άμεσα. Πρώτη η κοινή γνώμη της Γαλλίας έδειξε τη δυναμική της παρουσία και επέβαλε στη γαλλική κυβέρνηση να αλλάξει πολιτικούς προσανατολισμούς ως προς το ελληνικό ζήτημα. Αποκορύ­φωμα των διπλωματικών αλλαγών, που συντελέστηκαν στη Γαλλία και στη λοιπή Ευρώπη, είναι η μετά τρία χρόνια αργότερα ευρωπαϊκή δυναμική, που εκδηλώ­θηκε με τη συνθήκη του Λονδίνου (6 Ιουλίου 1827) και υλοποιήθηκε με τη Ναυ­μαχία του Ναυαρίνου (8/20 Οκτωβρίου 1827).[17]

Η αποστολή, λοιπόν, των Grail­lard και Daniel υπήρξε επιτυχής. Ο Δημήτριος Υψηλάντης εξετίμησε το έργο του Γκραγιάρ και τον προσέλαβε αρχικά υπασπιστή του και αργότερα επιτελάρχη του στον αγώνα του ενάντια στον Ιμπραήμ και στην εκστρατεία απελευθέρωσης της Ανατολικής Ελλάδας το 1829. Ο Φραγκίσκος Γκραγιάρ ως υπασπιστής του Δη­μητρίου Υψηλάντη έλαβε μέρος στη μάχη των Μύλων την 13η Ιουνίου 1825 και επέδειξε ανδρεία και θάρρος, δέχτηκε πολλαπλά τραύματα και ανδραγάθησε πολε­μώντας και εμψυχώνοντας τους μαχητές μέχρις ότου οι Αιγύπτιοι του Ιμπραήμ αποκρούστηκαν και τράπηκαν σε φυγή. [18] Για τα ανδραγαθήματά του στη μάχη των Μύλων, ο Φραγκίσκος Γκραγιάρ, με πρόταση του Δημητρίου Υψηλάντη προς το Εκτελεστικό, προβιβάστηκε στο βαθμό του Συνταγματάρχη έπ’ ανδραγαθία. Τέ­λος, ως επιτελάρχης του Δημητρίου Υψηλάντη έλαβε μέρος στην εκστρατεία για την απελευθέρωση της Ανατολικής Ελλάδας και πολέμησε στη μάχη των Θηβών (21 Μαΐου 1829) και είχε την τύχη να λάβει μέρος στην τελευταία νικηφόρο μάχη του Αγώνα, στην Πέτρα της Βοιωτίας (12 Σεπτεμβρίου 1829).[19]

Μετά τη δολοφονία του κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, ο Γκραγιάρ, με πρό­ταση του Δημητρίου Υψηλάντη, δια του υπ’ αριθ. 79 Διατάγματος της 25ης Μαΐου του 1832, διορίζεται Γενικός Διευθυντής του Τακτικού Σώματος, δηλαδή Αρχη­γός του Γενικού Επιτελείου Στρατού και επιδίδεται στην αναδιοργάνωση του Στρατού. [20] Η ανάδειξη του Γκραγιάρ στο ύπατο στρατιωτικό αξίωμα συνέπεσε με τη φοβερή τραγωδία του εμφυλίου πολέμου που ακολούθησε τη δολοφονία του Κυβερ­νήτη και παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του δεν κατόρθωσε να διατηρήσει την πειθαρχία μέχρι τέλους και να κρατήσει το στράτευμα μακριά από τις εμφύλιες διαμάχες. [21]

Μετά την άφιξη του Όθωνα προσλήφθηκε ως υπασπιστής του, αλλά τέσσερις μήνες αργότερα, με την ίδρυση της Ελληνικής Χωροφυλακής, ο Φραγκίσκος Γκραγιάρ το Μάιο του 1833 αναλαμβάνει Αρχηγός του νεοσύστατου Σώμα­τος της Χωροφυλακής.[22]

Κατά γενική ομολογία, ως Αρχηγός Χωροφυλακής ο Φραγκίσκος Γκραγιάρ προσέφερε μία από τις σπουδαιότερες υπηρεσίες που προσέφερε ποτέ ένας ξένος στον τόπο μας. Ο Γκραγιάρ, γνώστης της οργανωτικής διάρ­θρωσης και της λειτουργικότητας της Γαλλικής Χωροφυλακής και γνωρίζοντας την ιδιοσυστασία και την ψυχοσύνθεση των Ελλήνων της εκρηκτικής εκείνης περιόδου, θέλησε να οργανώσει ένα σώμα ασφαλείας με ευρωπαϊκές προδιαγραφές, που θα ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις και τις ανάγκες της μεταπελευθερωτικής ελληνικής κοινωνίας. [23]

 

Χωροφυλακή, αρχές 20ου αιώνα. Έργο του Κερκυραίου ζωγράφου Πάνου Αραβαντινού (1886-1930). Καρτ ποστάλ, Εκδ. Αφών Γ. Ασπιώτη, Κέρκυρα, περίπου το 1910.

Χωροφυλακή, αρχές 20ου αιώνα. Έργο του Κερκυραίου ζωγράφου Πάνου Αραβαντινού (1886-1930).
Καρτ ποστάλ, Εκδ. Αφών Γ. Ασπιώτη, Κέρκυρα, περίπου το 1910.

 

Για το λόγο αυτό έλαβε ως πρότυπό του τη Γαλλική Χω­ροφυλακή, μελέτησε τούς Οργανισμούς και Κανονισμούς της Γαλλικής Χωροφυλα­κής και τους μετέφρασε στην ελληνική γλώσσα, αφού προσάρμοσε πολλές διατάξεις του στην ελληνική πραγματικότητα. [24]  Δεν αποδέχτηκε όμως ο Γκραγιάρ αβασά­νιστα την εντολή που του είχε δοθεί. Για να αναλάβει, έθεσε δύο απαράβατους όρους, οι οποίοι έγιναν αποδεκτοί από την Αντιβασιλεία. Ο πρώτος όρος αφορούσε την επιλογή των στελεχών της Χωροφυλα­κής η οποία έγινε προσωπικά από αυτόν τον ίδιο ανάμεσα στους διαπρεπέστερους αγωνιστές της επαναστάσεως του 1821, που είχαν όμως διακριθεί για την εντιμότατα και το ήθος τους στη διάρκεια του Αγώνα. Ο δεύτερος όρος αφορούσε τη μη ανάμιξη του στρατού και της πο­λιτικής στο έργο της Χωροφυλακής. Ο ίδιος ο Γκραγιάρ έκανε την εγκατάσταση των υπηρεσιών Χωροφυλακής στις πόλεις, στις κωμοπόλεις και τα χωριά, ανάλογα με τη σπουδαιότητα τους από απόψεως πληθυσμιακής, οικονομικής και της γεω­γραφικής τους θέσης. Γνώριζε προσωπικά τους ανθρώπους που επέλεγε και τους τόπους που εγκαθιστούσε τις υπηρεσίες Χωροφυλακής από την περίοδο του Αγώνα της Ανεξαρτησίας.[25]

Το έργο του Γκραγιάρ στην οργάνωση της Χωροφυλακής εξετιμήθη από δικούς μας και ξένους. [26] Ο σύγχρονος του Γκραγιάρ Γάλλος κοι­νωνιολόγος Gustav Eiphthal (Γουσταύος Εϊκάλ) γράφει για τον Γκραγιάρ και το σώμα της Χωροφυλακής: «Ο Γκραγιάρ είναι σήμερα Αρχηγός του Σώματος της Χωροφυλακής, το οποίο αυτός εξ ολοκλήρου διέπλασε. Είναι δε το σώμα τούτο ο επιτυχέστερος των στρατιωτικών οργανισμών της Ελλάδος».[27]

Δυστυχώς, οι όροι που είχε θέσει ο Γκραγιάρ στην Αντιβασιλεία, για τη μη ανάμιξη του στρατού και της πολιτικής στο έργο της Χωροφυλακής, παραβιαζόντουσαν με διάφορα προσχή­ματα. Όταν δε ο Γκραγιάρ ζήτησε την αύξηση της οργανικής δύναμης της Χω­ροφυλακής για να ανταποκριθεί στα καθήκοντά της και η Κυβέρνηση απέρριψε το αίτημά του με το πρόσχημα της έλλειψης πιστώσεων, υπέβαλε αμέσως την παραί­τησή του. [28] Την 13η Ιανουαρίου 1835, ο Γκραγιάρ αντικαθίσταται στην αρχηγία της Χωροφυλακής από το Βαυαρό Αντισυνταγματάρχη Μαξιμιλανό Ρόσνερ.

Ο Γκραγιάρ, μετά την παραίτησή του από την αρχηγία της Χωροφυλακής, έπεσε σε δυσμένεια και ανακοινώθηκε προσχηματικά ότι τέθηκε σε διαθεσιμότητα για λό­γους υγείας. Λίγο αργότερα όμως ανακλήθηκε στην ενέργεια και υπηρέτησε σε διά­φορες υπηρεσίες του στρατεύματος (Φρούραρχος Αθηνών και Πειραιώς, Φρούραρχος Μεσολογγίου, Προσωπάρχης στο Υπουργείο Στρατιωτικών, Πρόεδρος του Συμ­βουλίου για την αναθεώρηση του Στρατού κτλ.).

Την 19η Φεβρουαρίου του 1848 ο Φραγκίσκος Γκραγιάρ διορίζεται για δεύτερη φορά Αρχηγός Χωροφυλακής, αλλά παρέμεινε για πολύ λίγους μήνες στη θέση αυτή, γιατί ήρθε αμέσως σε ρήξη με τη στρατιωτική και πολιτική ηγεσία, που επέμεναν να επεμβαίνουν στο έργο της Χωροφυλακής. Ωστόσο, όμως, ο Γκραγιάρ δεν παραιτήθηκε αυτή τη φορά, αλλά οι εναντιούμενοι στο έργο του, για να τον εξουδετερώσουν, εισηγήθηκαν στην Κυ­βέρνηση την κατάργηση του Αρχηγείου Χωροφυλακής και την υπαγωγή του Σώ­ματος απευθείας στο Υπουργείο Στρατιωτικών. Έτσι, το σώμα της Χωροφυλακής έμεινε ακέφαλο και ο Αρχηγός του χωρίς θέση. Αυτά παθαίνουν όσοι πονούν αληθινά αυτόν τον τόπο και δεν γίνονται πιόνια της πολιτικής και των κάθε είδους κυκλωμάτων. Έπειτα από λίγο ο Γκραγιάρ μετατάσσεται στο στράτευμα και την 19η Μαΐου 1854 προβιβάζεται σε υποστράτηγο, ενώ σχεδόν ταυτόχρονα περιέρχεται σε κατάσταση μόνιμης διαθεσιμότητας πραγματικά για λόγους υγείας αυτή τη φορά.[29]

Απεβίωσε σχεδόν λησμονημένος την 9η Μαΐου 1863 και καθώς είχε παραμείνει άγαμος, άφησε κληρονόμο τής μικρής του περιουσίας τον τέως Δήμαρχο Αθηναί­ων Ιωάννη Κόνιαρη.[30]

Ο Φραγκίσκος Γκραγιάρ υπήρξε προσκολλημένος στους γαλλικούς πολιτικούς κύκλους της Αθήνας, αλλά παντού και πάντοτε ασκούσε την επιρροή του για το καλό της δεύτερης θετής πατρίδας του της Ελλάδας και των αγαπημένων του Ελ­λήνων. Είναι εκείνος που επισκέφθηκε το Γάλλο Στρατηγό Μαιζώνα στη Μεσση­νία και τον παρακάλεσε να εμποδίσει τον Ιμπραήμ να ερημώσει την Πελοπόννησο, όπως σκόπευε, κατά την αποχώρησή του και να φανεί και ο ίδιος γενναιόδωρος προς τους χειμαζομένους πληθυσμούς της περιοχής, που είχαν υποστεί τα πάνδεινα από τις μακροχρόνιες δηώσεις του Ιμπραήμ.[31]

Πάντοτε δε ενεργούσε κατευναστι­κά στη Γαλλική Πρεσβεία της Αθήνας σε περιόδους κρίσεως των εθνικών μας θεμάτων και οξύνσεως των σχέσεων των δύο χωρών. Είχε τη δύναμη να επιβάλλε­ται και να κατευνάζει τον οξύθυμο Γάλλο Πρεσβευτή Piscatory. Ο Φραγκίσκος Γκραγιάρ δεν έγραψε κανένα βιβλίο για τα ελληνικά πολιτικά πράγματα, άλλα τους στοχασμούς του, τις ιδέες του και την αγάπη του προς την Ελλάδα και τους Έλληνες τα ανιχνεύουμε μέσα από τις εκατοντάδες χειρόγραφά του, που διασώ­θηκαν και βρίσκονται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους και στα Αρχεία της Ιστο­ρικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος. Από αυτά, ο φάκελος I του Οθωνικού Υπουργείου Στρατιωτικών και οι φάκελοι Αστυνομία – Χωροφυλακή του Οθωνικού Υπουργείου Εσωτερικών των Γενικών Αρχείων του Κράτους πε­ριέχουν εκατοντάδες χειρόγραφα του Γκραγιάρ, στα οποία περιλαμβάνεται το ορ­γανωτικό διάγραμμα των υπηρεσιών Χωροφυλακής με παρατηρήσεις, σχόλια και επεξηγηματικά στοιχεία, με τα οποία δικαιολογούνται πλήρως οι λόγοι που επέ­βαλαν την ίδρυση της κάθε υπηρεσίας Χωροφυλακής.

Οι προσωπικές του αναφορές ως Αρχηγού Χωροφυλακής προς τα Υπουργεία Στρατιωτικών και Εσωτερικών είναι αληθινά κομψοτεχνήματα. Οι Κανονιστικές Διαταγές, τα μνημόνια οδηγιών και οι γενικές κατευθύνσεις που εξέδιδε προσωπικά ο Γκραγιάρ προς τους διοικη­τές των νεοϊδρυομένων υπηρεσιών, αποτελούν τους αψευδείς μάρτυρες της πνευματικής του συγκρότησης, της εκφραστικής του δυναμικότητας, της ορθής κρίσης του, της ικανότητας επιλογής των συνεργατών του, την αξιοποίηση των δυνατοτήτων τους και των ηγετικών του προσόντων γενικότερα.[32]

 

Γ)   Ανάλυση του σχεδίου Γκραγιάρ «περί των τρόπων της αναπτύξεως του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού»

Ο Φραγκίσκος Γκραγιάρ υπήρξε ένας ιδεαλιστής ελληνολάτρης και είναι ο πρώτος ξένος που αποποιήθηκε τον τίτλο του «φιλέλληνα», έχοντας υπόψη του τα μπουλούκια των ξένων που είχαν εισρεύσει στη χώρα μας προς αναζήτηση τύχης με την ευκαιρία της Ελληνικής Επανάστασης. Πολλοί από αυτούς ήσαν ξένοι πράκτορες και πουλούσαν εκδούλευση στους αγωνιζόμενους για την ελευθερία τους Έλληνες, αντλούντες πληροφορίες από αυτούς για να τις μεταβιβάσουν με αμοιβή στους Τούρκους. Άλλοι πάλιν ήσαν έτοιμοι να αλλάξουν στρατόπεδο ανάλογα με τα συμφέροντά τους.

Όλος αυτός ο συρφετός των διαφόρων επιδιώξεων τιτλοφορήθηκε από τους αφελείς Έλληνες «Φιλελληνισμός» και οι διάφοροι τυχοδιώκτες της Δύσης τιτλοφορήθηκαν «Φιλέλληνες». Αυτά τα είχε ζήσει από κοντά ο Φραγκίσκος Γκραγιάρ και για το λόγο αυτό θεωρούσε τον τίτλο του φιλέλληνα ως υβριστικό.[33]

Ο ίδιος είχε γνώση της ελληνικής πραγματικότητας και αντιλαμβανόταν ότι τα στενά εδαφικά όρια, μέσα στα οποία είχαν περιορίσει το νεοσύστατο κράτος οι Με­γάλες Δυνάμεις, δεν ήσαν βιώσιμα και έπρεπε οπωσδήποτε να επεκταθούν για να μπορέσει ο ελληνικός λαός να ζήσει και να δημιουργήσει. Όπως όμως είχαν δια­μορφωθεί τα πράγματα δεν υπήρχε διέξοδος με τις άσκοπες πολεμικές προετοιμα­σίες σε μια εποχή μάλιστα που η Δύση κόπτονταν για την ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.[34]

Εκείνο λοιπόν που έπρεπε να γίνει στη φάση αυτή ήταν η οργάνωση της διοίκησης και η οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη της χώ­ρας.[35] Αν αυτό επιτυγχανόταν, θα μπορούσε να οργανωθεί ένας αξιόμαχος στρα­τός που θα ήταν σε θέση να αντιπαραταχθεί με τον υπέρτερο αριθμητικά αλλά κα­κώς οργανωμένο τουρκικό στρατό. Ο Γκραγιάρ λοιπόν οραματίστηκε ένα μικρό αλ­λά καλά οργανωμένο στράτευμα που θα αντιπαρέθετε τη σύγχρονη πολεμική τακτι­κή στην αριθμητική δύναμη του εχθρού. Ήθελε δηλαδή, τηρουμένων των αναλογι­ών, να μεταβάλει την Οθωνική Ελλάδα σε ένα υπερσύγχρονο μικροσκοπικό κρά­τος που θα μπορούσε να αντιπαραταχθεί στον Οθωμανικό γίγαντα, όπως αντιπα­ρατάσσεται σήμερα το μικρό αλλά καλά οργανωμένο κράτος του Ισραήλ απέναντι στον Αραβικό Γίγαντα. Για το λόγο αυτό συνέλαβε και κατέστρωσε ένα μεγαλειώ­δες σχέδιο – υπόμνημα, το οποίο υπέβαλε στο βασιλιά Όθωνα την 9η Απριλίου 1835 με την ευκαιρία της ενηλικίωσής του. [36] Με το μακροσκελές του υπόμνημα – το όλον 58 σελίδες – ο Φραγκίσκος Γκραγιάρ υπεδείκνυε στο νεαρό ηγεμόνα τους τρόπους ενεργείας και τα μέτρα που έπρεπε να ληφθούν για να επιτευχθεί η ταχεία οργάνωση της διοίκησης και η επιτάχυνση της ανάπτυξης της ελληνικής οικονο­μίας.

Από την ανάλυση του υπομνήματος προκύπτουν πολλά και ωφέλιμα στοιχεία και εξάγονται χρήσιμα ιστορικά συμπεράσματα για την κατάσταση που επικρατούσε στη μεταπελευθερωτική Ελλάδα και τις δυνατότητες που είχαν οι Έλληνες να εξέλθουν από το φάσμα της οικονομικής καχεξίας και να ακολουθήσουν την ανο­δική πορεία των Ευρωπαϊκών λαών. Από το ίδιο το υπόμνημα ή μάλλον από την αριστοτεχνική αυτή οικονομικοτεχνική μελέτη σκιαγραφείται η προσωπικότητα, το ήθος, η συγκρότηση, η προβλεπτικότητα και προνοητικότητα του συντάκτη και τον αναδεικνύουν σε στοχαστή και μεταρρυθμιστή των ελληνικών πολιτικών πραγμά­των της εποχής του, αφού πολλοί από τους σχεδιασμούς και τις υποδείξεις του πραγματοποιούνται ή μελετώνται με καθυστέρηση ενός και μισού αιώνα.[37]

Εκεί­νο που θα πρέπει να τονισθεί είναι ότι, ενώ το περιεχόμενο του υπομνήματος είναι πλούσιο και πολύ ενδιαφέρον από κάθε πλευρά, ο Γκραγιάρ του έδωσε ένα μετριοπαθή τίτλο, που σε ελεύθερη Απόδοση μεταφράζεται: «Περί των τρόπων της ανα­πτύξεως του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού». Στην αρχή του υπομνήματος ο Γκραγιάρ αναφέρεται στους λόγους που τον ώθησαν στη σύνταξή του, κάμνοντας μία σύντομη αναδρομή στην αρχαία Ελλάδα και στο Βυζάντιο, για να προχωρή­σει στην περίοδο της Τουρκοκρατίας και να εξηγήσει τις επιδράσεις που δέχτηκαν οι Έλληνες από τη μακροχρόνια τουρκική καταπίεση και τυραννία. Δικαιολογεί το δυσδιοίκητο, το καχύποπτο και το ανυπότακτο του νεοέλληνα. Μας δίνει τη δομή και τη συγκρότηση της ελληνικής κοινωνίας στις παραμονές του Αγώνα κατά τά­ξεις και γεωγραφικά διαμερίσματα.

Κατά τον Γκραγιάρ, άλλη είναι η κοινωνική συγκρότηση στην Πελοπόννησο, την οποία χαρακτηρίζει συντηρητική, με τους προεστώτες κυρίαρχους και τον απλό λαό καταδυναστευόμενο, τη συγκρίνει με το αυταρχικό καθεστώς της Τσαρικής Ρωσίας. Άλλη είναι η κοινωνική δομή στα νησιά, στα οποία διακρίνει τρεις τά­ξεις, τους προεστώτες, τους αστούς και το λαό, προσομοιάζει την κοινωνική συγ­κρότηση των νησιών με αυτήν της Μεγάλης Βρετανίας. Περισσότερο προοδευτική κοινωνική συγκρότηση διακρίνει στη Ρούμελη (με τον όρο Ρούμελη εννοεί από τον Ισθμό της Κορίνθου μέχρι και τη Θράκη) με διαμορφωμένη την αστική τάξη. Εμπόριο, βιομηχανία (υποτυπώδη), τέχνες – γράμματα, συνεταιριστικό και συνερ­γατικό πνεύμα, πολεμική αριστοκρατία είναι το σήμα κατατεθέν της νέας τάξης πραγμάτων στην Ηπειρωτική Ελλάδα.

Η Ισχύς των προεστώτων στη Ρούμελη εί­ναι σκιώδης. Τη φιλελεύθερη κοινωνική δομή της Ρούμελης ο Γκραγιάρ τη συγ­κρίνει με αυτήν της Γαλλίας. Με βαθειά διεισδυτικότητα και κριτική διάθεση εξε­τάζει τις διάφορες τάσεις που διαμορφώθηκαν στη διάρκεια του Αγώνα και τις επιδράσεις που άσκησαν οι διάφορες προσωπικότητες στο ανώνυμο πλήθος των αγω­νιστών. Μέσα στο καμίνι του Αγώνα ανιχνεύονται οι πρώτες τάσεις συγκρότησης της νεοελληνικής κοινωνίας. Κύριο χαρακτηριστικό η εξασθένηση της ισχύος των προεστών και των προυχόντων, άνοδος των αστών – διανοουμένων πολιτικών -, έμπο­ρων – μεταπρατών και της πολεμικής αριστοκρατίας των στρατιωτικών, των καπε­τάνιων του Αγώνα.

Η μη απόλυτη επικράτηση της επανάστασης στον Ελλαδικό χώρο οφείλεται στην έλλειψη σχεδιασμού και συντονισμού των πολεμικών επιχει­ρήσεων, αφού κάθε πολεμικός αρχηγός και οπλαρχηγός ενεργούσε κατά τον τρόπο που αυτός έκρινε σωστό. Διαπιστώνει την έλλειψη οργανωμένης διοίκησης στις απελευθερούμενες από τους Τούρκους περιοχές. Ο ανταγωνισμός για την επικράτηση όχι μόνον ανάμεσα στις τάξεις, αλλά ακόμη και ανάμεσα στις διάφορες φατρίες της ίδιας τάξης οδήγησαν σε πολιτικές συμμαχίες ανίερες και ζημίωσαν ανεπανόρ­θωτα την επανάσταση. Ο αγώνας του ελληνικού λαού είχε ως αφετηρία την απο­τίναξη της τουρκικής δεσποτείας με βάση το πνεύμα φιλελευθερισμού που είχε διαμορφωθεί στην Ευρώπη των αρχών του 19ου αιώνα. Μας κάνει σκιαγράφηση της προσωπικότητας των πολιτικών και στρατιωτικών αρχηγών και επισημαίνει τα λάθη και τις αδυναμίες τους. Περισσότερο αναλυτικός είναι στους Δημήτριο Υψη­λάντη, Μαυροκορδάτο, Κωλέττη και στον Ιωάννη Καποδίστρια. Διαπιστώνει ότι η επανάσταση θα είχε επιτύχει στους στόχους της αν μέσα από τον Αγώνα αναδυό­ταν επιβλητική προσωπικότητα κοινής αποδοχής για να κατευθύνει και συντονίζει τις πολεμικές επιχειρήσεις και να ασκεί ουσιαστικό έλεγχο στο έργο της διοίκησης που ποτέ δεν λειτούργησε μεθοδευμένα και αποδοτικά.

Για τον Καποδίστρια παραδέχεται ότι εφόσον τηρούσε τις ισορροπίες ανάμεσα στο φιλελευθερισμό που εξέφραζαν οι πολλοί και το δεσποτισμό που εξέφραζαν οι ολίγοι, η διοίκησή του ήταν άψογη και ετύγχανε της γενικής αποδοχές. Ακόμη επισημαίνει τις επιδράσεις που ασκούσαν οι διάφορες προσωπικότητες προς το ανώ­νυμο πλήθος, με αποτέλεσμα στενά ατομικά συμφέροντα ορισμένων ατόμων να παρουσιάζονται στο λαό ως εθνική υπόθεση. Οι ολέθριες αυτές τάσεις διαμορφώθη­καν κατά τη διάρκεια του Αγώνα και συνετάραξαν για ολόκληρες δεκαετίες τη μεταπελευθερωτική Ελλάδα. Οι τάσεις αυτές, εξηγεί, οδήγησαν στη δολοφονία του Καποδίστρια και στον εμφύλιο πόλεμο. Με θάρρος και παρρησία ασκεί έντονη κρι­τική στο έργο της Αντιβασιλείας και δε διστάζει να καταγγείλει τις αυθαιρεσίες και τα σφάλματά της. Για να αποφευχθούν τα λάθη του παρελθόντος, υποδεικνύει στον Όθωνα τους σωστούς τρόπους ενεργείας για το καλό του ίδιου του βασιλιά, όπως τονίζει, και των υπηκόων του.

Το υπόμνημα μπορούμε να το χωρίσουμε σε δύο φυσικές ενότητες. Στην πρώ­τη ενότητα περιλαμβάνονται πολύτιμα ιστορικά στοιχεία και πληροφορίες για τη ζωή των Ελλήνων στην περίοδο της τουρκοκρατίας, για τις διάφορες φάσεις του Αγώνα και τις συνθήκες που διαμορφώθηκαν κατά τη διάρκειά του και μετά την επιτυχή λήξη του. Το δεύτερο μέρος σε συσχετισμό με τις επισημάνσεις του πρώ­του μέρους είναι το κυρίως υπόμνημα, το οποίο με τη σειρά του παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, γιατί περιγράφει την κατάσταση που επικρατούσε στη χώρα και υπο­δεικνύει στο νεαρό ηγεμόνα τα πρέποντα. Το τι πρέπει δηλαδή να κάνει: «…Δια να αναλάβει η Ελλάς εκ νέου εις τον πολιτισμόν του μέλλοντος την θέσιν του πρω­τοπόρου την οποίαν είχεν διατηρήσει επί τόσον μακρόν χρόνον εις την αρχαιότητα και το όνομα του Όθωνος, προφερόμενον με αγάπην και σεβασμόν παρά πάντων, θά καθίστατο ο πρώτος άμα και Ένδοξος κρίκος της αλύσου προς μίαν νέαν εποχήν δια την ανθρωπότητα…».

Από το παρατιθέμενο απόσπασμα διαφαίνεται η ακρά­δαντα πίστη του Γκραγιάρ ότι η νέα Ελλάδα είχε τις δυνατότητες να αναπτυχθεί οικονομικά, διοικητικά και πολιτιστικά και να παίξει πρωτεύοντα ρόλο στον αν­θρώπινο πολιτισμό. Αλλά αυτό θα αποτελούσε μία ευχή ενός οραματιστή εάν τα υποδεικνυόμενα μέτρα δεν ημπορούσαν να υλοποιηθούν. Οι υποδείξεις όμως του Γκραγιάρ ήταν καλομελετημένες και μπορούσαν να τύχουν άμεσης εφαρμογής. Ο Γκραγιάρ υποδεικνύει στον Όθωνα να ρίξει όλο το βάρος των ενεργειών του στον εκσυγχρονισμό της γεωργίας, στην ανάπτυξη της βιοτεχνίας – βιομηχανίας, του εμπορίου και της εμπορικής ναυτιλίας, στην οργάνωση της δημοσίας διοίκησης και των οργανισμών. Όλα αυτά προϋποθέτουν μακρά περίοδο ειρήνης και εσωτερικής ασφάλειας για να μπορέσει ο ελληνικός λαός να αναπτύξει τις δημιουργικές δυνά­μεις του και να ακολουθήσει την τροχιά των οικονομικά ανεπτυγμένων χωρών. Η φιλοσοφία του υπομνήματος Γκραγιάρ στόχευε να αποτρέψει τον Όθωνα από τον ολισθηρό κατήφορο της φιλοπόλεμης τάσης του αυλικού περιβάλλοντος που τον ωθούσε σε εξωπραγματικές επιδιώξεις, τη λύση δηλαδή του ελληνικού προβλήμα­τος με την εμπλοκή της ανοργάνωτης πολεμικά χώρας σε πολεμικές περιπέτειες.

Ιδιαίτερα πρέπει να σταθούμε σε ορισμένα βαθυστόχαστα σημεία του υπομνή­ματος Γκραγιάρ, τα οποία προκαλούν το θαυμασμό και την έκπληξή μας για την πρωτοτυπία των ιδεών και τη διεισδυτικότητα του πνεύματος Γκραγιάρ στην υφή και στην ουσία των ελληνικών πολιτικών πραγμάτων της εποχής του. Για τον εκσυγχρονισμό της γεωργίας και της κτηνοτροφίας με παράλληλη ανάπτυξη οικιακής βιοτεχνίας και βιομηχανίας, του εμπορίου και της εμπορικής ναυτιλίας, υποδεικνύει τη συγκέντρωση του πληθυσμού σε βιώσιμες οικιστικές μονάδες με τη δημιουργία είδους αγροτοπόλεων. Την οργάνωση και την εξειδίκευση σε όλους τους τομείς της οικονομίας με τη μετάκληση Ελλήνων εκ του εξωτερικού ή και αλ­λοδαπών. Υπαινίσσεται τη δυσφορία και την άρνηση των πλουσίων Ελλήνων της διασποράς για επενδύσεις στην πατρίδα τους. Υποδεικνύει τη δημιουργία Κεντρι­κής Τράπεζας στην πρωτεύουσα με παραρτήματα στους νομούς και στις επαρχίες για τη δανειοδότηση των αγροτών, των επαγγελματοβιοτεχνών και όλων των πα­ραγωγικών επενδύσεων. Ακόμη υποδεικνύει την ίδρυση Πανεπιστημίου και Σχολής Καλών Τεχνών με παράλληλη ίδρυση επαγγελματικών σχολείων στις επαρ­χίες, θεωρεί την εξειδίκευση ως τον ακρογωνιαίο λίθο για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Κρίνει απαραίτητο τον εκσυγχρονισμό του φορολογικού συ­στήματος και τη δικαιότερη κατανομή του εθνικού εισοδήματος. Για τη διάθεση των γεωργικών και λοιπών εγχώριων προϊόντων και την ποιοτική τους βελτίωση υποδεικνύει την καλλιέργεια του συνεταιριστικού και συνεργατικού πνεύματος. Α­κόμη και για τον ημερήσιο και περιοδικό τύπο έκανε πρόβλεψη οΦραγκίσκος Γκρα­γιάρ, γιατί τον θεωρούσε ως το κύτταρο της δημοκρατίας και από ό,τι εγνώριζε, η λειτουργία του δεν είχε τεθεί σε σωστές βάσεις.

Οι πρωτοποριακές αυτές ιδέες του Φραγκίσκου Γκραγιάρ για τη λύση του ελληνικού προβλήματος δεν βρήκαν απήχηση στους πολεμοκάπηλους της διεφθαρ­μένης αυλής του Όθωνα, που ωθούσαν αυτόν τον ίδιο στην καταστροφή και τον ελληνικό λαό στην οικονομική εξαθλίωση και την εθνική του ταπείνωση, αφού κάθε άστοχη ενέργεια του ηγεμόνα του σε αυτόν ξεσπούσαν τα βάρη. Μπορούμε με βε­βαιότητα να υποθέσουμε, ότι το υπόμνημα Γκραγιάρ δεν περιήλθε ποτέ στα χέρια του Όθωνα. Αλλά και να περιερχόταν δεν θα είχε διαφορετική τύχη: Ο Όθωνας βασανιζόταν από συμπλέγματα κατωτερότητας λόγο της γνωστής διανοητικής του κατάστασης. Επειδή δε αδυνατούσε να ασκήσει ουσιαστική διοίκηση για να επιτύ­χει την οικονομική ανάπτυξη της χώρας και την κατά τρόπο αποδοτικό λειτουρ­γικότητα της κρατικής μηχανής, παρουσίαζε τον εαυτό του εις τούς υπηκόους του ως επεξεργαζόμενος την αναβίωση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. [38] Μέσα λοιπόν σε αυτό το αρρωστημένο πολιτικό κλίμα που επικρατούσε στο Παλάτι, το υπόμνη­μα Γκραγιάρ δεν είχε καμμία απολύτως θέση. [39] Ωστόσο, ο Φραγκίσκος Γκραγιάρ δεν απογοητεύεται και δεν τα βάζει κάτω, αλλά αναλαμβάνει νέες πρωτοβουλίες.

Το 1837 ηγείται μιας κίνησης που αποσκοπούσε στη συνένωση όλων των πο­λιτικών δυνάμεων με στόχο και πάλι την οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη της χώρας. Η κίνηση αυτή ονομάστηκε «Συγχώνευσις» και παρέμεναν αξεδιάλυ­τοι οι στόχοι και ο σκοπός της ίδρυσής της, ακόμη και μέχρι τα τελευταία χρόνια. [40]  Οι λόγοι αυτής της ασάφειας οφείλονται στο γεγονός ότι η κίνηση αυτή αποσκοπού­σε στη συνένωση όλων των πολιτικών δυνάμεων με ηγέτη το Βασιλιά Όθωνα. Άλλα μια τέτοια κίνηση από τα υπεύθυνα για την κακοδαιμονία της χώρας κόμ­ματα και το συνυπεύθυνο τους βασιλιά κάθε άλλο παρά ευμενή απήχηση μπορούσε να έχει στα λαϊκά στρώματα και στον τύπο της εποχής.[41]

Μόνον ο συσχετισμός του υπομνήματος Γκραγιάρ του 1835 προς το βασιλιά Όθωνα και η κίνηση της «Συγχώνευσις» του ιδίου του έτους 1837 ξεδιαλύνουν τα πράγματα, γιατί εμπνευστής και των δύο κινήσεων είναι οΦραγκίσκος Γκραγιάρ με κοινό στόχο την οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη της χώρας.

Ο Φραγκίσκος Γκραγιάρ, που είχε ζήσει έντονα τη μακροχρόνια ελληνική τραγωδία, όταν απέτυχε να πείσει τον Όθωνα να αφήσει τους ακροβατισμούς και να ακολουθήσει το σωστό δρόμο, οραματίστηκε τη συνένωση όλων των πολιτικών δυνάμεων της χώρας ως μοναδική διέξοδο στο αδιέξοδο της αντιπαλότητας των Ανακτόρων και των κομματικών φατριών, που είχαν δημιουργήσει εκείνη την ασφυ­κτική κατάσταση.[42]

Ο Γκραγιάρ ηγήθηκε μιας ευρύτατης κίνησης με στόχο ένα είδος οικουμενικής κυβέρνησης για τη λύση των εκρηκτικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε η χώρα. Φυσικά η κίνηση Γκραγιάρ δεν έγινε κατανοητή από τις πο­λιτικές δυνάμεις της εποχής του. Ωστόσο, οι ιδέες του επεκράτησαν αργότερα με τη δημιουργία οικουμενικών κυβερνήσεων, σε κρίσιμες φάσεις του εθνικού μας βίου. Και από την άποψη αυτή ο τίτλος του οραματιστή και του ελληνολάτρη ανήκει δι­καιωματικά στο Μεγάλο Φιλέλληνα Φραγκίσκο Γκραγιάρ.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Ιστορικά Αρχεία Αρχηγείου Χωροφυλακής, Ψ. Φραγκίσκος Γκραγιάρ, Πρώτος Αρχη­γός Χωροφυλακής.

[2] Ν. Σ. Κ τ ε ν ι ά δ ο υ : «ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ ΓΚΡΑΓΙΑΡ 1792 – 1863, Ο Πρώτος Αρ­χηγός της Ελληνικής Χωροφυλακής», Επιθεώρηση Χωροφυλακής, τόμος 9ος / 1978, σελ. 319-321.

[3] Χαρίκλειας Γ. Δημακοπούλου «Ο ΣΑΙΝΣΙΜΟΝΙΣΤΗΣ FRANCOIS GRAILLARD», Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος, τό­μος 22ος, Αθήναι 1979, σελ. 368. «…Δεν εξετιμήθη ειμή ως στρατιώτης, ως επαγγελ­ματίας πολεμιστής, ενώ έκρυβεν ολόκληρον κόσμον ιδεών, νέων και ριζοσπαστικών δια την εποχήν του και ίσως δια μόνον δι’ αυτήν ως ιδεολόγος, ως στοχαστής, ως πολιτικός αναλυτής, ως εισηγητής μεταρρυθμίσεων, αι οποίαι απέβλεπον εις το μεγαλείον, την προκοπήν και την ακτινοβολίαν της Ελλάδος».

[4] Ιστορικά Αρχεία Αρχηγείου Χωροφυλακής, ό. π.

[5] Χαρίκλειας   Γ.   Δημακοπούλου, ό .π., σελ. 390 – 391.

[6] Χαρίκλειας   Γ.   Δημακοπούλου, ό. π., σελ. 386.

[7] Αρχείον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας τής Ελλάδος, αριθμός κωδικός 284.

[8] Φύλλον Μητρώου του Φραγκίσκου Γκραγιάρ, της υπηρεσίας αρχείων του Υπουργείου Στρατιωτικών της Γαλλίας.

[9] Εφημ. «Παλιγγενεσία», φύλλο 141 της 16 Μαΐου 1863, σελ. 4 και εφημ. «Ραδαμάνθυς», φύλλο 17 της 16 Μαΐου 1863, σελ. 2 «Λόγος Επιτάφιος, επί του τάφου του Γάλλου φιλέλληνος και Στρατηγού Γραλλιάρδου» υπό  I. Κόνιαρη.

[10] Ιστορικά Αρχεία Αρχηγείου Χωροφυλακής, ό. π.

[11] Χαρίκλειας   Γ.   Δημακοπούλου,   ό. π., σελ. 369, υποσ. 3.

[12] Ναπολέοντα Σταμ. Δοκανάρη: «Ο ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΒΛΑΧΟΠΟΓΛΟΣ (1789- 1868)», Ιωάννινα 1987, σελ. 109, υποσ. 9, όπου γίνεται σύντομη βιογραφία του Φραγκίσκου Γκραγιάρ.

[13] Χαρίκλειας   Γ.   Δημακοπούλου:   ό. π., σελ. 372.

[14] Αρχείον Μαυροκορδάτου, τεύχος 111, εν Αθήναις 1968, σελ. 531-533 (έγγρ. 831) και σελ. 543-545 (έγγρ. 839).

[15] Διον. Καραβία,   τόμος 1  (1971), τεύχος Β, σελ. 187 – 189 και 191 – 197.

[16] Ναπολέοντος Σταμ.  Δοκανάρη: «Σύγχρονα Ιστορικά θέματα», Θεσσαλονίκη 1978, σελ. 21-28, Ιστορική Ανασκόπησις των Γεγονότων και Συμβάντων τα οποία οδήγησαν εις την Ναυμαχίαν του Ναυαρίνου.

[17] Ναπολέοντος Σταμ.  Δοκανάρη: «Σύγχρονα Ιστορικά θέματα», ό. π., σελ. 24-27.

[18] Ε λ. Γ. Πρεβελάκη: «Η ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΤΟΥ ΙΜΠΡΑΗΜ ΠΑΣΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΡΓΟΛΙΔΑ», εν Αθήναις 1950, σελ. 60, 84 και 115.

[19] Ιστορικά Αρχεία Αρχηγείου Χωροφυλακής, Φ.  Φραγκίσκος Γκραγιάρ κτλ. .

[20] Ναπολέοντα Σταμ. Δονακάρη: «Ο ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΒΧΑΧΟΠΟΥΛΟΣ 1789-1868», Ιωάννινα 1987, σελ. 109-110, υποσ. 9.

[21] Ν. Σ. Κ τ ε ν ι ά δ ο υ: «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΗΣ (1833 -1933», τεύχος Α’ (1821 -1835), «ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΚΗΡΥΚΟΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ», Αθήναι 1931, σελ. 48.

[22] Ιστορικά Αρχεία Αρχηγείου Χωροφυλακής, Ανέκδοτο Ιστορικό Λεύκωμα για τα 150 Χρόνια της Ελληνικής Χωροφυλακής, Αθήνα 1983.

[23] Ιστορικά Αρχεία Αρχηγείου Χωροφυλακής, Φ. Φραγκίσκος Γκραγιάρ, Πρώτος Αρχη­γός της Ελληνικής Χωροφυλακής.

[24] Γενικά Αρχεία του Κράτους – Οθωνικό αρχείο Υπουργείου Εσωτερικών – Αστυνομία -Χωροφυλακή, φάκελλοι 1 -10.

[25] Χρήστου Ρέππα: «Η ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΗΣ» (1833 -1834), περιοδικό «Επιθεώρηση Χωροφυλακής», τεύχος 154 (Οκτώβριος 1982), σελ. 739 έως 742.

[26] Τ. Α. Πετρόπουλος – Αικ. Κουμαριανού. ό. π., σελ. 95: «Η ίδρυση της Χωροφυλακής αποδείχτηκε πιο επιτυχής…….».

[27] G. Eichthal: «ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑ­ΔΑ ΜΕΤΑ ΤΟ 1821», επιμ. ΑΘ. Χ. Παπαδοπούλου, εν Αθήναις 1974, σελ. 39 και ιδίου   «Η ΕΛΛΑΣ ΤΟΥ 1833-1835», έπιμ. Γ. Τ. Μίρκου, έν Αθήναις 1968, σελ. 36.

[28] Ν.  Σ.  Κ τ ε ν ι ά δ ο υ : «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΗ – Ιστορικαί σελίδες», τόμος Α’, Αθήναι 1960, σελ. 81.

[29] Διάταγμα της 19ης και 22ας Μαΐου 1854, Εφημερίς της Κυβερνήσεως, φυλ. 15 της 5 Ιουνίου 1854, σελ. 77-78.

[30] Χαρίκλειας   Γ.   Δημακοπούλου:   ό. π., σελ. 378.

[31] Ιστορικά  Αρχεία Αρχηγείου  Χωροφυλακής»,  Φραγκίσκος Γκραγιάρ, Πρώτος Αρχηγός Χωροφυλακής.

[32] Γενικά Αρχεία του Κράτους, φάκ. 10 – ¡90 – Όθων. Αρχ. Υπουργείου Εσωτερικών.

[33] Ιστορικά Αρχεία Αρχηγείου Χωροφυλακής,  Φραγκίσκος Γκραγιάρ κτλ.

[34] I.   Α.   Πετρόπουλος – Αικ. Κουμαριανού ,   ό. π., σελ. 33 και 217.

[35] Χαρίκλειας   Γ.   Δ η μ α κ ο π ο ύ λ ο υ ,   ό. π., σελ. 392.

[36] Το υπόμνημα Γκραγιάρ είχε καταγραφεί από τον αείμνηστο καθηγητή Σπύρο Λάμπρο και είναι ταξιθετημένο στο αρχείο της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελ­λάδος, άριθ. Κώδικα 284.

[37] Δυστυχώς, οι ιδέες του Γκραγιάρ για εξειδίκευση στο γεωργικό και κτηνοτροφικό τομέα, ακόμη και στο βιοτεχνικό, ναυτιλιακό και εμπορικό τομέα, άργησαν πολύ να πραγματοποιηθούν στη χώρα μας. Ακόμη, η δημιουργία αγροτοπόλεων, που εισηγήθηκε, για τη συγκράτηση των αγροτικών πληθυσμών στην ύπαιθρο, μόνον προς το τέλος τής 10ετίας του 1960 συζητήθηκε στην ελληνική Βουλή, χωρίς να υλοποιηθεί.

[38] Σπ. Β. Μαρκεζίνη:«Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΩΤΕΡΑΣ ΕΛΛΑ­ΔΟΣ», τόμος πρώτος, Αθήναι 1966, σελ. 208.

[39] Ιωάννης Πετρόπουλος – Αικατερίνη Κουμαριανού: «ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΑΠΟΛΥΤΗΣ ΜΟΝΑΡΧΙΑΣ», σελ. 40-90, τόμος ΙΓ’ Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους Εκδοτικής Αθήναι Α.Ε., Αθήναι 1977.

[40] Ιωάννης Πετρόπουλος – Αικατερίνη Κουμαριανού: «Η ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ -Οθωνική περίοδος 1833-1843», Εκδόσεις Παπαζήση, Αθή­να 1982, σελ. 198-199.

[41] Έφημ. «ΑΘΗΝΑ», τόμοι 1837 και 1838.

[42] Ναπολέοντος Σταμ. Δοκανάρη : «ΤΟ ΚΥΚΝΕΙΟΝ AΣMA ΤΟΥ ΟΘΩΝΙΚΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ», περιοδικόν «Ηπειρωτική Εστία», τεύχος 325 – 326 / Μάιος – Ιούνιος 1979, σελίδες 387 – 396, βλέπε σελ. 388 «…Η πολιτική που ακολούθησε ο Όθωνας για την υλοποίηση των σκοπών της Μεγάλης Ιδέας ήταν καθόλα λανθασμένη…..».

Ναπολέοντας  Σταμ. Δοκανάρης

Φιλόλογος – Ιστορικός

Ηπειρωτική Εστία (Μηνιαία Επιθεώρησις Εν Ιωαννίνοις), Ιανουάριος – Φεβρουάριος – Μάρτιος 1990, τεύχη, 453-454-455.

Διαβάστε ακόμη:

Οι Σαινσιμονιστές στο Ναύπλιο

Προσπάθειες Διαδόσεως των Ιδεών του Saint- Simon και Πρακτικής των Εφαρμογής στον Ελλαδικό Χώρο 1825 – 1837.


Στο:Άρθρα - Μελέτες - Εισηγήσεις, Πρὀσωπα, Πρόσωπα & γεγονότα του΄21, Φιλἐλληνες Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, François Graillard, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Βιογραφίες, Γκραγιάρ Φραγκίσκος, Επανάσταση 21, Ιστορία, Στρατιωτικοί, Σαινσιμονισμός, Φραγκίσκος Γραλλιάρδος, Φιλέλληνες, Χωροφυλακή

Διάλεξη του καθηγητή Roderick Beaton

$
0
0

Διάλεξη του καθηγητή Roderick Beaton (κατόχου Έδρας Κοραή στο  Kings College του Πανεπιστήμιου του Λονδίνου)


 

Το Κέντρο Ελληνικών Σπουδών Ελλάδος του Πανεπιστημίου Harvard και ο Σύνδεσμος Φιλολόγων Αργολίδας ανακοινώνουν ότι ο διαπρεπής Καθηγητής Roderick Beaton θα φιλοξενηθεί το Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2016 και ώρα 7 μ.μ. στο Ναύπλιο και θα δώσει διάλεξη  στο Κέντρο Ελληνικών Σπουδών με τίτλο: Ήταν «μνημονιακός» ο Λόρδος Μπάιρον; Η πραγματική συμβολή του Άγγλου ποιητή στον Αγώνα του 1821.

Η διάλεξη θα δοθεί στα ελληνικά και θα λάβει χώρα στην Αίθουσα Εκδηλώσεων του Κέντρου Ελληνικών Σπουδών Ελλάδας στο Ναύπλιο.

 

Λόρδος Μπάιρον

Λόρδος Μπάιρον

 

Roderick Beaton

Ο Roderick Beaton γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Εδιμβούργο. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, από το οποίο έλαβε διδακτορικό δίπλωμα στη Νεοελληνική Φιλολογία. Από το 1988 έως τη συνταξιοδότησή του κατείχε την έδρα Κοραή του Κέντρου Ελληνικών Σπουδών στο King’s College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου.

Μεταξύ άλλων, κυκλοφορούν στα ελληνικά τα βιβλία του:  Εισαγωγή στη Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία (Νεφέλη 1996), Γιώργος Σεφέρης: Περιμένοντας τον άγγελο (Ωκεανίδα2003), Η ιδέα του έθνους στην ελληνική λογοτεχνία (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 2015), Ο πόλεμος του Μπάιρον: Ρομαντική εξέγερση, Ελληνική επανάσταση (Πατάκης 2015).

Περίληψη της διάλεξης:

Πώς επηρέασε η παρέμβαση του διάσημου Λόρδου Μπάιρον στην Επανάσταση, την πορεία της ιστορίας της Ελλάδας; Και γιατί έχει σημασία ακόμα και σήμερα;

Πέρα από τους γνωστούς μύθους γύρω από το πρόσωπο και τη ρομαντική αυτοθυσία του ποιητή, η ομιλία εξετάζει τα πραγματικά κίνητρα που ώθησαν τον Μπάιρον προς τον ελληνικό Αγώνα και την πραγματική (και πραγματιστική) πολιτική του όταν έφτασε στο Μεσολόγγι στα τέλη του 1823.

Προτείνεται ότι η νηφάλια πολιτική κρίση του Μπάιρον, οι επιλογές που έκανε και η τεράστια επίδραση που άσκησε η διασημότητα που είχε, συνέβαλαν πράγματι στην έκβαση της Επανάστασης. Η πραγματική σημασία της παρέμβασής του στον αγώνα των Ελλήνων δεν ήταν ούτε στρατιωτική ούτε απλά συμβολική. Ήταν πολιτική.


Στο:Ειδήσεις - Πολιτισμός Tagged: 1821, Argolikos Arghival Library History and Culture, Harvard, Διάλεξη, Επανάσταση 21, Ειδήσεις, Ιστορία, Κέντρο Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Harvard, Λόρδος Μπάιρον, Πολιτισμός, Συγγραφέας, Roderick Beaton

Το νόημα της 28ης Οκτωβρίου

$
0
0

Το νόημα της 28ης Οκτωβρίου


 

 «Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Με αφορμή τον ερχομό της Εθνικής Εορτής της 28ης Οκτωβρίου 1940, δημοσιεύουμε στο «Ελεύθερο Βήμα»  το Λόγο της Εθνικής Επετείου που εκφωνήθηκε από τον Δρ. Γεώργιο Κόντη στις 28 Οκτωβρίου 2013, στον Καθεδρικό Ιερό Ναό Αγίου Πέτρου Άργους, με τίτλο: 

«Το νόημα της 28ης Οκτωβρίου»

 

16 Φεβρουαρίου 1941

Σήμερα είναι Κυριακή. Το αρβανίτικο χωριό που καταυλιζόμαστε το λένε Γράμποβα. Είναι σε ύψος 1300 μέτρα, πάνω στις ράχες τις Κάμνιας. Οι κάτοικοί του είναι χριστιανοί ορθόδοξοι. Έχουνε μια εκκλησιά τον Άη Νικόλα. Ο συνάδελφός μου Καρυδάκης έρχεται πρωί και με φωνάζει να πάμε στην εκκλησία. «Παρ’το κράνος σου» μου λέει «και να ’σαι κοντά μου. Έχει χιονίσει τη νύκτα κι όλα παντού είναι άσπρα. Σκύβουμε και προχωρούμε προς την εκκλησία τρέχοντας. Οι Ιταλοί μας βλέπουν από απέναντι και μπορεί να μας ξύσει καμιά σφαίρα. Πραγματικοί προσκυνητές που όλο το δρόμο μέχρι το ναό τον κάνουμε σκύβοντας ως τη γη. Ο παπάς λειτουργάει στην ελληνική αλλά δεν την ξέρει καλά. Ακούω ευλαβικά το ευαγγέλιο, όπως κι αν το λέει.  Κάνει παγωνιά, αλλά τα λιγοστά κεριά, το λιβάνι και οι μορφές των αγίων σε ζεσταίνουν. Η εκκλησία στις περιστάσεις αυτές συγκινεί δυνατά. Μου φαίνεται πως αν ζήσω σε μέρες ειρήνης θα νιώθω πάντα ετούτη τη συγκίνηση μπροστά στο εικόνισμα της Παναγίας του αλβανίτικου φαραγγιού.

«Θεέ μου, άφισέ με να ζήσω»!

Μέσα στην εκκλησία είναι καμιά εικοσαριά φαντάροι. Δεν βλέπω τις μορφές τους. Σκέφτομαι τα σπίτια τους, στα πέρατα της Ελλάδας, Νησιά, Μοριά, Στερεά, Μακεδονία, Θράκη, και βλέπω τα νήματα της σκέψης τους να ξεκινάνε, από τούτο δω μέσα το ιερό πόστο, για κείνες τις μακρινές εστίες. «Θεέ μου, άφισέ τους κι αυτούς να γυρίσουν στα σπίτια τους»!

Ο γυρισμός μας προς τον καταυλισμό δεν γίνεται ανενόχλητα. Οι Ιταλοί μας βάλλουν με το πολυβόλο. Κοντεύω να σπάσω τη μέση μου από το σκύψιμο. Οι σφαίρες σφυρίζουνε, σαν ξύσιμο βίαιο του αέρα, αλλά ευτυχώς φτάνουμε στον καταυλισμό.

Το απόγευμα φεύγουμε οι μισοί για να αντικαταστήσουμε τις προφυλακές. Σκοτεινά μονοπάτια, γιομάτα νερά, χιόνι που χώνεται στις αρβύλες  και τις ποτίζει, πέτρες που κατρακυλάνε, καθώς προχωρείς και που πέφτεις απάνω τους σκοντάβοντας. Κι όλα αυτά να γίνονται με φόβο γιατί το αυτί του εχθρού απέχει 200 μέτρα. Ανεβαίνουμε ένα βουνό όρθιο, που το μονοπάτι του τόφτιαξαν οι νυχτερινές αυτές πορείες».

Πορεία μεταγωγικών. Φωτογραφία, Δημήτρης Χαρισιάδης. Αρχείο: Μουσείο Μπενάκη.

Πορεία μεταγωγικών. Φωτογραφία, Δημήτρης Χαρισιάδης. Αρχείο: Μουσείο Μπενάκη.

[…] Με τα λόγια που μόλις ακούσατε περιγράφει μια μέρα του πολέμου στο μέτωπο της Αλβανίας ο οπλίτης Δημήτριος Λουκάτος. Και είναι μια περιγραφή που στην ίδια μέρα κατορθώνει να μας παρουσιάσει την ειρήνευση που νιώθει ο μαχητής στο μόνο αποκούμπι που βρίσκει μέσα στην κόλαση του αλβανικού μετώπου: την εκκλησίτσα του χωριού Γράμποβα ή στην ύπαιθρο όπου οι στρατιωτικοί ιερείς λειτουργώντας δίνουν τη δική τους μάχη στήριξης. Κι ύστερα αρχίζει και πάλι ορμητική η ροή του πολέμου. Φεβρουάριος 1941. Ένας από τους τρομερότερους χειμώνες στα Βαλκάνια. Το κρύο να τσακίζει τις ανθρώπινες αντοχές και τα κρυοπαγήματα να τσακίζουν πόδια και χέρια. Ελάχιστες οι ελπίδες για τον Έλληνα στρατιώτη της πρώτης γραμμής να αποκτήσει κάλτσες ζεστές και άρβυλα καινούρια για να αντιμετωπίσει το δεύτερο μεγάλο εχθρό που δε φοβάται σφαίρες και κανόνια: τα κρυοπαγήματα. Κι όμως είναι όλοι ταγμένοι στο μεγάλο σκοπό. Να αγωνιστούν για την πατρίδα. Να φράξουν το δρόμο στο φασισμό. Να συνεχίσουν με δύναμη και ηρωισμό μέχρι να πετύχουνε το στόχο που ’βγαινε, σα λάβα από ηφαίστειο που μόλις είχε εκραγεί, από τους στίχους που γραψε στις 10 Νοεμβρίου 1940 ο  Άγγελος Σικελιανός:

Ομπρός, να γίνουμε ο τρανός

στρατός που θα νικήσει

σ’ Ανατολή και Δύση

το μαύρο φίδι, ομπρός!

Τ’ ήταν αυτό που έκανε χιλιάδες πολίτες, νέους και γέρους, γυναίκες και άνδρες να ξεχυθούν στους δρόμους με το άκουσμα της έναρξης ενός πολέμου και να στήσουν πρωτόγνωρο πανηγύρι χαράς;    Ποια ηθική και πίστη κινούσε τον ψυχισμό όλων αυτών των πολιτών ώστε να πηγαίνουν στη μεγάλη μάχη με χαμόγελα, τραγούδια και χαρά παιδική, ενώ γνώριζαν πως ίσως και να μην ξαναγυρίσουν πίσω; Ποια δύναμη εσωτερική τους έστελνε όλο μπροστά, να μάχονται χωρίς όπλα, να κινούνται χωρίς τροφή κι έχοντας μόνο το χιόνι για να ξεδιψάσουν λίγο το σκελετωμένο σώμα τους; Κι έμεναν πετρωμένοι σκελετοί πάνω στο χώμα, δίπλα στα βράχια, μέχρι που σάλπιζε με όση δύναμη του είχε απομείνει ο σαλπιγκτής ή έδινε το σύνθημα ανάμεσα στους σκελετούς εκείνος του λοχία, για να πεταχτούν ξάφνου σαν τα θεριά και με τις λόγχες, τις πέτρες ή τα χέρια να πέσουν πάνω στις οργανωμένες στρατιές των φασιστών και να τους στείλουν ακόμη πιο πίσω προς τη θάλασσα, εκεί όπου η ιαχή καλούσε από την αρχή του πολέμου να τους πετάξουν! Ποιας μάνας ευχή να έδωσε τη δύναμη και ποιας γυναίκας προσευχή να έπιασε για να γίνει τούτο το θάμα;

 

«Εδώ ραδιοφωνικός σταθμός Αθηνών. Μεταδίδουμε το πρώτο ανακοινωθέν του ελληνικού γενικού στρατηγείου. Αι ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλουν από τις 5.30 πρωϊνής της σήμερον τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της Ελληνο-Αλβανικής μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους».

Κι επειδή στη χώρα αυτή τη ρημαγμένη από τις κακουχίες και τους βαλκανικούς πολέμους δεν έφταναν τα ραδιόφωνα να μεταφέρουν την είδηση του πολέμου σε κάθε χωριό και γειτονιά πόλης, άρχισαν οι καμπάνες των εκκλησιών να το διαλαλούν και οι Έλληνες να τρέχουν να παρουσιαστούν σαν να ’ταν λίγες οι θέσεις για τούτη τη γιορτή που άρχιζε και ήτανε κρίμα να τη χάσουν.

«Ήμουν στο Άργος υπάλληλος στο μπακάλικο του Αγιωργίτη», γράφει ο Κ. Κατσένης (Κωτσιο-Κατσένης) στο αφιέρωμα της 28ης Οκτωβρίου στην τοπική εφημερίδα «Καρυά»: «Το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940 είδα τα απιδιά του δημοτικού σχολείου να επιστρέφουν, ώρα 8.30 π.μ., από το σχολείο κλαίγοντας. Απόρησα γιατί κλαίνε και τα ρώτησα : «Γιατί κλαίτε παιδιά;». τα 7-10 χρονών παιδάκια μου απάντησαν : «Οι Ιταλοί μας άρχισαν τον πόλεμο και οι δάσκαλοί μας επιστρατεύτηκαν». Αμέσως άκουσα τις καμπάνες να χτυπάν…. Τα Καρυωτάκια με τραγούδια και χαρές άφησαν αρραβωνιαστικές, γυναίκες με βυζασταρόνια, επήραν την αυχή από τους γονιούς τους και έφυγαν ποδαρόδρομο για το Άργος. Από κεί με ό,τι μέσον ευρήκαν, σούστες, μοτοσικλέτες, σαραβαλάκια φορτηγά, τρένα και ποδήλατα έφθασαν στο Ναύπλιο να ντυθούν…»

Κι ο Κωστής Κωτσοβός από το Κουτσοπόδι μας δίνει επίσης μια εξαιρετική περιγραφή αυτού του κλίματος : «Στις 27 (Οκτωβρίου) ξεκουράστηκα λιγάκι και στις 28 κατέβηκα στον σιδηροδρομικό σταθμό Κουτσοποδίου για να πληροφορηθώ την ανταπόκριση του τρένου για το Ναύπλιο. Φεύγοντας από εκεί με φωνάζει ο Σταθμάρχης Χρήστος Δερζιώτης : «Κώστα Κώστα γύρισε πίσω εκηρύχθη πόλεμος». Τότε εκείνος από το τηλέφωνο παίρνει τις σχετικές οδηγίες  από την υπηρεσία του και εγώ τις γράφω. Αφού εγύρισα στο πατρικό μου σπίτι  ανήγγειλα την κήρυξη του πολέμου στις αδελφές μου Σοφία και Βασιλική. Ο πατέρας μου και τα άλλα αδέλφια μου Παναγιώτης και Βαγγέλης έμαθαν την κήρυξη του πολέμου και άφησαν τον σπαρτό, όπως και ο άλλος ο κόσμος και επέστρεψαν στα σπίτια τους για τον πόλεμο. Δεν περίμενα το τρένο αλλά με αυτοκίνητο περαστικό ήλθα στο Άργος. Εδώ διαπιστώνω μεγάλον ενθουσιαμό, σωστό πανηγύρι, να πηδούν οι επίστρατοι γρήγορα επάνω στα αυτοκίνητα σαν τα κατσίκια για να προφθάσουν να παρουσιαστούν στη μονάδα τους, ενώ ρήτορες στην Πλατεία του Αγίου Πέτρου της πόλεως έβγαζαν πύρινους λόγους για τον πόλεμο. (…) Με τον ίδιο και εγώ ενθουσιασμό μετέβηκα και παρουσιάστηκα στο χωριό Λευκάκια έξω από το Ναύπλιο. Σε χωριό ήταν το κέντρο επιστρατεύσεως για να αποφύγουμε τον βονβαρδισμόν από τα Ιταλικά αεροπλάνα».

Καμιά ιστορική και κοινωνική ανάλυση δεν έχει καταφέρει μέχρι σήμερα να συλλάβει στην ολότητά του το θαύμα που συντελέσθηκε στα κακοτράχαλα βουνά της Αλβανίας από τον Ελληνικό Λαό. Αντίθετα το Έπος του ’40 πέρασε στο χρόνο της εθνικής ιστορίας ως μια επέτειος του «ΟΧΙ» και μόλις πρόσφατα αρχίζουμε να αναδεικνύουμε με έρευνες και μαρτυρίες το μεγαλείο του αγώνα εκείνου. «Ωστόσο» γράφει ο μεγάλος μας συγγραφέας Άγγελος Τερζάκης, «αυτή η εκστρατεία που όλοι τη λένε «το Έπος», έχει τούτο το παράδοξο: πως είναι ένα έπος άγνωστο – θέλω να πω άγνωστο στις ζεστές του πτυχές, στην ανθρώπινη ουσία του. Φαινόμενο χρονολογικά και Ιστορικά απροσδόκητο, δημιούργημα μιας στιγμής ανεπανάληπτης, αδικήθηκε από τα μετέπειτα γεγονότα, την πλησμονή των βιωμάτων. Η Κατοχή, η Αντίσταση, το Κίνημα του Δεκέμβρη, τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, το ξεκίνημα ενός νέου κόσμου, του κόσμου της πυρηνικής εποχής, ήρθανε να κατακαλύψουν τη στιγμή της Αλβανίας. Το κεφάλαιο τούτο της Ελληνικής Ιστορίας, ένα από τα πιο σημαντικά κλείστηκε, σφραγίστηκε και τοποθετήθηκε στο Αρχείο προτού μνημονευτεί».

Οι Έλληνες στρατιώτες με εξοντωτικές πορείες ήδη από την αρχή του πολέμου, με το μουλάρι και με οπλισμό των βαλκανικών πολέμων ξεκίνησαν να αντιμετωπίσουν έναν αντίπαλο με άψογη στρατιωτική προετοιμασία, οργανωμένες επιμελητείες και ότι πιο σύγχρονο υπήρχε στο επίπεδο του οπλισμού την εποχή εκείνη. Απέναντι, όμως στον μουσολινικό μεγαλοϊδεατισμό αντιτάχθηκε ένας λαός που ζήταγε δικαίωση για όλες τις θυσίες που είχε κάνει μέχρι τότε. Σε ποια γεγονότα να πρωτοσταθεί κανείς και τι να μνημονεύσει περισσότερο από τις μάχες και τους ηρωισμούς απλών στρατιωτών και αξιωματικών που έδιναν τη μάχη υπέρ βωμών και εστιών. 8 Νοεμβρίου 1940 σε μια από τις φονικότερες μάχες του πολέμου στο Καλπάκι με φτυάρια και γκασμάδες για τα ορύγματα και όπλα περασμένων δεκαετιών ο ελληνικός στρατός καταφέρνει να εξουδετερώσει τα ιταλικά τεθωρακισμένα  και να δώσει φτερά στις ελληνικές δυνάμεις. 21 Νοεμβρίου 1940 Κορυτσά. 3 Δεκεμβρίου 1940 Πρεμετή. 6 Δεκεμβρίου 1940 Άγιοι Σαράντα. 8 Δεκεμβρίου 1940 Αργυρόκαστρο. Κι ακόμα πάρα πέρα τραγούδαγαν με καντσονέτες περιπαικτικά οι επιθεωρήσεις στην Αθήνα.

Ποιο πολεμικό ανακοινωθέν και ποιο κείμενο ιστορίας θα κατορθώσει να περιγράψει κάποτε τη μάχη του υψώματος 731, άγνωστη ακόμα στους πολλούς, όταν στις 9 Μαρτίου 1941, στα προεόρτια της εαρινής επίθεσης του Μουσολίνι, 4 λόχοι ελληνικού στρατού θα κρατήσουν ένα στρατηγικής σημασίας ύψωμα που έπρεπε να είχε σβήσει από το χάρτη της περιοχής. Τόσος ήταν ο βομβαρδισμός που λιώνε σώματα, σιδερικά, πέτρες και χώματα κάνοντας ένα τρομακτικό σφαγείου σκηνικό.

«Είταν χαροκόπι δαιμονικό, βομβαρδισμός απίθανος σε ένταση και πυκνότητα, βροντοκόπημα από κεραυνούς απανωτούς, που τράνταζαν συθέμελα τη γη, με λύσσα να της ξεριζώσουν τα σπλάχνα. Πέρα, σε πολλές δεκάδες χιλιόμετρα απόσταση, σ’ άλλους τομείς του μετώπου, οι φαντάροι που βρίσκονταν ακόμα με το κεφάλι πλαγιασμένο στο χώμα, άκουγαν σαστισμένοι τη γη να βογκάει και να τρέμει σα να γινόταν στα έγκατά της τυμπανοκρουσία συναγερμού. Όλοι κατάλαβαν πως κάτι μεγάλο αρχίζει». Λόγια του Άγγελου Τερζάκη.

Κάτι μεγάλο είχε ήδη αρχίσει και δεν θα το σταμάταγε κανένας βομβαρδισμός και καμιά πολεμική μηχανή όσο καλή κι αν ήταν. Το εγγυόταν η φωτιά που έκαιγε στα στήθη των Ελλήνων, το τραγουδούσε κάνοντας τις καρδιές να ριγούν η αγέρωχη φωνή της Σοφίας Βέμπο «Παιδιά της Ελλάδος παιδιά», το τύλιγε η θαλπωρή της κουβέρτας που ’φτασε στον στρατιώτη των προφυλακών μας κι είχε πάνω της κεντημένο το όνομα : Ευδοκία Αποστολίδου – Νέα Κίος.

Κι όταν στις 27 Απριλίου 1941 ο αγκυλωτός σταυρός κυματίζει στον ιερό βράχο της Ακρόπολης, ακόμα και τότε αντηχεί ένα «ΟΧΙ» θαρραλέο και ηρωικό. Τίποτα δεν είχε τελειώσει.

 

Ελληνικά Γραμματόσημα. Έκδοση «50 χρόνια "ΟΧΙ" - 28η Οκτωβρίου 1940», 11 Οκτωβρίου 1990.

Ελληνικά Γραμματόσημα. Έκδοση «50 χρόνια «ΟΧΙ» – 28η Οκτωβρίου 1940», 11 Οκτωβρίου 1990.

 

Η έναρξη του πολέμου ανάμεσα στην Ιταλία και την Ελλάδα υπήρξε η κορυφαία ιταμή εκδήλωση του φασιστικού μεγαλοϊδεατισμού του Μουσολίνι. Υπήρξε όμως και μια εξαιρετική ευκαιρία που χάρισε η Ιστορία στον κόσμο για να συγκριθούν και να μετουσιωθούν σε κοινωνικό παράδειγμα οι αξίες της πατρίδας, της πίστης, της αλληλεγγύης, της αυταπάρνησης και του κοινού σκοπού. Αξίες που προσδίδουν νόημα στην ανθρώπινη ύπαρξη.

Στον πόλεμο του 40 αναμετρήθηκαν δυο κοινωνικές λογικές. Εκείνη της συλλογικότητας και της αλληλεγγύης, της άδολης προσφοράς και της θυσίας για την προάσπιση μιας πατρίδας, μιας κοινότητας, μιας οικογένειας, μιας φιλίας. Από την άλλη παρατάχθηκε ο εγωιστικός μοναδισμός, υπόλογος στον Αρχηγό. Το πειθήνιο όργανο ενός μηχανισμού που δεν γνωρίζει συναισθηματισμούς, απάνθρωπα μοχθηρός και ανέκφραστος.

Στην αγάπη αντιπαρέβαλε το μίσος, στην ελευθερία την υποταγή, στην ελεύθερη σκέψη το δόγμα του αλάνθαστου Ηγέτη. Οι Έλληνες υπέγραψαν την ιστορία με το αίμα τους και έδωσαν με θάρρος την απάντηση που έπρεπε στη φασιστική και ναζιστική θηριωδία. Σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε είναι χρέος μας να απελευθερώσουμε το νόημα της 28ης Οκτωβρίου 1940 από την επετειακή στενότητα και να δημιουργήσουμε ένα νέο κοινωνικό παράδειγμα για μας και τις επόμενες γενιές βασισμένο στη συλλογικότητα, την αλληλεγγύη, την άδολη προσφορά και την αγάπη σε μια πατρίδα που δεν έχασε το νόημά της.

Σεβαστοί Πατέρες, Κυρίες και Κύριοι

Ο Παναγιώτης Μπασακίδης, Αντισυνταγματάρχης Πεζικού, Διοικητής του 8ου Συντάγματος που με έδρα το Ναύπλιο θα πάρει μέρος σε όλες τις πολεμικές επιχειρήσεις, υπογράφει στις 14 Ιανουαρίου 1941 ανάμεσα σε άλλες και την παρακάτω ημερήσια διαταγή συντάγματος αξιωματικών:

«Τον Διοικητήν του 7ου Λόχου Χριστόπουλον Παναγιώτην διαμνημονεύω διότι κατά τας επιχειρήσεις των βορειοανατολικών υψωμάτων Σκίβοβικ Μάλισπατ από 11 Δεκεμβρίου μέχρι 19 ιδίου επεδείξατο θάρρος, ψυχραιμίαν, ορμητικότητα και εξαιρετικήν διοικητικήν ικανότητα, παρορμών, εμψυψών, και ενθαρρύνων τους άνδρας του δια την κατάληψιν των εκάστοτε  αντικειμενικών σκοπών. Κατά δε τη λυσσώδη επίθεσην της 15ης Δεκεμβρίου προς κατάληψιν των βορείων υψωμάτων Προγκονατίου – χωρίου Προγκονατίου ώρμησεν ακάθεκτος μετά του Λόχου του συντρίβων μίαν προς μίαν τας πεισμόνους εχθρικάς αντιστάσεις, εξαναγκάζων τον εχθρόν να τρέπεται εν σπουδή εις φυγήν εγκαταλείπων επί του πεδίου της μάχης αυτόματα όπλα και όλμους και τέλος κατά την άνοδόν του προς κατάληψιν του τελευταίου υψώματος Προγκονάτ ετραυματίσθη υποστάς θλασιν οστού αριστεράς χειρός. Καίτοι δε φέρων σοβαρόν τραύμα δεν εδέχθη να αποχωρήση του Λόχου του ειμή  μετά ώραν αφού ο Λόχος του εγκατεστάθη επί του καταλειφθέντος υψώματος.

Τούτον επρότεινα όπως απονεμηθεί το Αριστείον Ανδρείας».

Η αυτοθυσία του και η θυσία των 13.936 αξιωματικών και οπλιτών και των χιλιάδων πολιτών, ανδρών και γυναικών, που έδωσαν το αίμα τους για να ζήσουμε ελεύθεροι ας οδηγεί τα δικά μας βήματα και εκείνα των επόμενων γενεών.

Γεώργιος Κόνδης

Διαβάστε ακόμη:


Στο:Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, Ελεύθερο Βήμα, Κατοχή Tagged: 1940, 28η Οκτωβρίου, Argolikos Arghival Library History and Culture, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, Γεώργιος Κόνδης, Ελεύθερο Βήμα, Ελληνοϊταλικός Πόλεμος 1940, Ιστορία, Ιταλία, Κοινωνία, Μάχες, October 28

Ο βομβαρδισμός του Άργους στις 14 Οκτωβρίου 1943 από τους συμμάχους – Μαρτυρία του Ιταλού στρατιώτη Φράνκο Ρομάνο

$
0
0

Ο βομβαρδισμός του Άργους στις 14 Οκτωβρίου 1943 από τους συμμάχους – Μαρτυρία του Ιταλού στρατιώτη Φράνκο Ρομάνο


 

Ο Φράνκο Ρομάνο, Ιταλός στρατιώτης και φοιτητής της Ιατρικής, μετατέθηκε στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1942, αρχικά στην Αθήνα και κατόπιν στο Άργος, όπου έκανε πολλούς φίλους. Θεράπευσε κατοίκους της πόλης, καθώς και ανθρώπους της ευρύτερης περιοχής. Το Σεπτέμβριο τον 1943, μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, κατόρθωσε να γλιτώσει από τους Γερμανούς. Τότε γνώρισε και ερωτεύτηκε την Ευαγγελία Τουμπάνου. Το 1944 παντρεύτηκαν – ύστερα από πολλές περιπέτειες – και το 1945 έφυγαν για την Ιταλία. Απέκτησαν δύο παιδιά…

 Κατά την παραμονή του στο Άργος, υπήρξε μάρτυρας του βομβαρδισμού της πόλης από αγγλοαμερικανικό σμήνος, ας δούμε πως τον περιγράφει στο βιβλίο του «Μια απέραντη αγάπη».

 

Ο Βομβαρδισμός του Άργους

Άργος 14.10.1943

 

Φράνκο Ρομάνο

Φράνκο Ρομάνο

Το βράδυ της 13ης Οκτωβρίου, περίπου στις εννιά, ένα αγγλο-αμερικανικό αεροπλάνο έριξε πολύχρωμα πυροτεχνήματα που, στηριζόμενα στον αέρα από μικρά αλεξίπτωτα, φώτιζαν ολόκληρες περιοχές της πόλης για μερικά λεπτά. Ο κόσμος μη γνωρίζοντας τι ήταν, άρχισε να φοβάται. Εξήγησα στη μητέρα και στην Ευαγγελία [η μετέπειτα γυναίκα του] ότι και στην Αφρική, στη Βεγγάζη, έριχναν σχεδόν όλα τα βράδια. Το αεροπλάνο, που τα έριξε, χωρίς αναγνωριστικό, είχε φωτογραφίσει τις επίμαχες περιοχές της πόλης με σκοπό να εντοπίσει θέσεις και γερμανικά στρατόπεδα. Την επόμενη μέρα -14 Οκτωβρίου- ειδοποίησα τη μητέρα και την Ευαγγελία ότι θα πήγαινα στον φίλο μου τον Παύλο και ότι πιθανόν να αργούσα.

Πέρασα πρώτα από το καφενείο να χαιρετήσω τους φίλους. Θα ήταν περίπου δέκα και μισή τη στιγμή που βρέθηκα λίγο μακριά από το σπίτι του Βαρβάτη, όταν ένας εκκωφαντικός ήχος από αεροπλάνα που πετούσαν με ανάγκασε να σηκώσω το κεφάλι. Τα είδα να προβάλλουν πίσω από το κάστρο, να χωρίζονται και ύστερα να εξαπολύουν ένα χαλάζι από βόμβες. Μόλις που πρόλαβα να κρυφτώ κάτω από μια πόρτα. Είδα κόσμο να τρέχει από όλες τις πλευρές και να σωριάζεται κάτω χτυπημένος από τις βόμβες. Άκουγα φωνές πόνου και επικλήσεις για βοήθεια. Ένας άντρας στη μέση του δρόμου φαινόταν νεκρός. Σύννεφα σκόνης σηκώνονταν δυσκολεύοντας την όραση. Είχε ξεσπάσει πυρκαγιά και σύννεφα μαύρου καπνού έκαναν σκούρο τον ουρανό. Κραυγές πόνου από συγγενείς, ένα παιδί με κομμένα πόδια ήταν νεκρό. Μια βόμβα έσκασε κοντά στην καγκελόπορτα. Ευτυχώς, μόλις είχα μετακινηθεί στο εσωτερικό.

Ο βομβαρδισμός σταμάτησε, αφήνοντας νεκρούς και τραυματίες στη γη, φωτιές και σπίτια με σπασμένα τζάμια, ερείπια παντού. Εγκατέλειψα την καγκελόπορτα, το θέαμα ήταν φρικιαστικό: σώματα διαμελισμένα, κεφάλια και μέλη αποκομμένα από το σώμα, πεταμένα σε απόσταση αρκετών μέτρων, δρόμοι πραγματικά σουρωτήρια από τις τρύπες που άφησαν οι βόμβες [οι βόμβες που ρίχθηκαν ήταν προσωπικού, με αποτέλεσμα τα θραύσματά τους κυριολεκτικά να θερίζουν τα κάτω άκρα των ατόμων κοντά στο σημείο επίκρουσης και να κτυπούν καίρια όσους ήταν μακρύτερα]. Ο κόσμος συνέχιζε να τρέχει. Είχε περάσει μόλις μισή ώρα και άρχισαν σο έρχονται οι πρώτες βοήθειες, όταν ξεκίνησε ο δεύτερος βομβαρδισμός, φοβερός και αυτός. Πρόλαβα να βρω ένα καταφύγιο στην οδό Νικηταρά, κοντά στο δημαρχείο. Οι επικλήσεις στην Παναγία και τους Αγίους ήταν συνεχείς. Όλα έμοιαζαν με κόλαση από τις φλόγες τον καπνό και τη σκόνη.

Οι μητέρες καλούσαν τα παιδιά τους, οι γυναίκες τους άντρες και οι άντρες τις γυναίκες. Ο βομβαρδισμός διήρκεσε όσο και ο πρώτος, προκαλώντας και άλλα θύματα. Έφτασαν οι πρώτες βοήθειες. Μερικοί Γερμανοί στρατιώτες φόρτωναν στα φορτηγά τους τραυματίες. Καρότσια που τραμπαλίζονταν στις τρύπες του δρόμου, γεμάτα πτώματα, προχωρούσαν προς τα νεκροταφεία – στην Ελλάδα κάθε συνοικία έχει το νεκροταφείο της. Προσπάθησα να βοηθήσω τους τραυματίες. Οι περισσότεροι ήταν σοβαρά και δεν αρκούσε η βοήθειά μου. Ένα αμερικανικό αεροπλάνο είχε χτυπηθεί από τους Γερμανούς. Ο πιλότος σώθηκε πέφτοντας με το αλεξίπτωτο. Οι Γερμανοί τον έψαξαν, αλλά δεν τον βρήκαν. Τον είχαν κρύψει οι κάτοικοι.

Επειδή βρισκόμουν κοντά, κατευθύνθηκα προς το σπίτι της οικογένειας Βαρβάτη. Παντού συναντούσα κόσμο και καρότσια γεμάτα νεκρούς. Όλοι προσπαθούσαν να σβήσουν τις φωτιές. Σωροί ερειπίων γέμιζαν τους δρόμους που διέσχιζα εκείνη τη στιγμή. Φτάνοντας στην οδό Καλμούχου, είδα συγκεντρωμένο κόσμο κι ένα θέαμα φρικτό. Δύο σώματα, άψυχα κείτονταν στη γη σε μια μεγάλη λίμνη αίματος. Ήταν ο πατέρας και ο γιος Βαρβάτη. Ο Παύλος βοηθούσε τον πατέρα να κρυφτούν, όταν μια βόμβα έσκασε δίπλα και τους σκότωσε. Η μητέρα του είχε τραυματιστεί. Η απελπισία των γυναικών ήταν απερίγραπτη. Μετέφεραν τα δύο πτώματα στο εσωτερικό του σπιτιού. Έκλαψα πολύ. Είχα χάσει τον καλύτερό μου φίλο. Δεν είχα το κουράγιο να εμφανιστώ, αλλά υποσχέθηκα να επιστρέψω κάποια άλλη στιγμή. Η σκέψη μου έτρεχε στο σπίτι. Προσπαθούσα να προχωρήσω γρήγορα, όμως μου ήταν δύσκολο. Οι στενοί δρόμοι ήταν γεμάτοι ερείπια και καρότσια που κατευθύνονταν προς τα νεκροταφεία. Ανοίγοντας δρόμο, κατάλαβα ότι οι βόμβες είχαν πλήξει το νεκροταφείο του Συνοικισμού και ότι τα δύο νοσοκομεία ήταν γεμάτα τραυματίες. Το σπίτι βρισκόταν κοντά στο νεκροταφείο. Περπάτησα ακόμα πιο γρήγορα. Αν είχε συμβεί κάτι τραγικό στην Ευαγγελία, θα σκοτωνόμουν.

Έφτασα στο σπίτι γύρω στις δύο, γεμάτος σκόνη. Ευτυχώς το σπίτι, όπως και τα διπλανά σπίτια, δεν είχαν πάθει τίποτα. Μόνο το νεκροταφείο είχε βομβαρδιστεί. Ανακουφίστηκα μόλις πέρασα την καγκελόπορτα και τις είδα. Η μητέρα με αγκάλιασε και με φίλησε συγκινημένη. Παρατήρησα ότι την ίδια συγκίνηση είχε και η Ευαγγελία. Αυτή τη φορά με έσφιξε περισσότερο και, παρόλα που δε με φίλησε, δεν τραβήχτηκε όταν την αγκάλιασα και τη φίλησα εγώ. Το σφίξιμο του χεριού, μου ‘δωσε ελπίδα. Απ’ τη χειρονομία της, κατάλαβα ότι κάτι αισθανόταν για μένα. Νόμιζα ότι ονειρευόμουν, αισθάνθηκα ευτυχία. Αφού πλύθηκα, της διηγήθηκα για το βομβαρδισμό. Της μίλησα για το μέρος που είχα κρυφτεί, για τους νεκρούς και τους τραυματίες και για το τραγικό τέλος των Βαρβάτηδων. Η μητέρα μου είπε ότι φοβήθηκαν μήπως μου είχε συμβεί κάτι κακό. Τους είπα ότι κι εγώ ανησύχησα μόλις βομβάρδισαν το νεκροταφείο. Η παύση των πυρών ήταν σύντομη.

Στις τρεις έγινε, η τρίτη επίθεση, που έθεσε την πόλη σε συναγερμό, αναγκάζοντας τον κόσμο να ψάχνει για ασφαλές καταφύγιο. Αυτή τη φορά στόχος ήταν το αεροδρόμιο στο Κουτσοπόδι και ένα στρατόπεδο με Γερμανούς στρατιώτες. Το χτύπησαν στο κέντρο, προκαλώντας σοβαρές ζημιές στην πίστα του. Ήταν μια ημέρα πένθους. Οι κάτοικοι δε θα ξεχνούσαν ποτέ τους δύο βομβαρδισμούς που είχαν καταστρέψει τη μισή πόλη. Τα θύματα ήταν περίπου εκατόν είκοσι. Οι τραυματίες περισσότεροι, πολλοί από αυτούς σε σοβαρή κατάσταση. Θυμάμαι κάποια ονόματα: Μαρούσης, Γεωργόπουλος, Κατερίνα Μαρλαγκούτσου, Θανασόπουλος, Χαρίλαος και Παύλος Βαρβάτης – πατέρας και γιος.

Διαβάστε ακόμη:


Στο:Άργος, Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, Άργος, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, Βομβαρδισμός, Ιστορία, Παγκόσμιος Πόλεμος, Στρατιωτικοί, Φράνκο Ρομάνο

Η παρουσία και η επαγγελματική δραστηριοποίηση των Αρμενίων στο Ναύπλιον την πεντηκονταετία 1920-1970

$
0
0

Η παρουσία και η επαγγελματική δραστηριοποίηση των Αρμενίων στο Ναύπλιον την πεντηκονταετία 1920-1970 – Δρ. Χαρά Κοσεγιάν, Σχολική Σύμβουλος Φιλολόγων.


 

Στη μελέτη επιχειρείται να διερευνηθεί η παρουσία των Αρμενίων στο Ναύπλιον κατά την περίοδο 1920-1970. Καταγράφονται οι οικογένειες, η επαγγελματική ταυτότητα των μελών τους, και κυρίως η εμπλοκή τους με την τοπική κοινωνία. Αναζητήσαμε τους Αρμένιους εγκαταβιώντες έως και σήμερα στην πόλη, τους ίδιους ή τους απογόνους τους και καταγράψαμε τις μνήμες τους. Αναζητήσαμε Αρμένιους του Ναυπλίου που στη συνέχεια βρέθηκαν σε άλλες πόλεις και τους πήραμε συνέντευξη. Εστιάσαμε κυρίως σε μια οικογένεια που επειδή διατηρούσε το καλύτερο εμποροραφείο στην πόλη, δέσποζε στη ζωή της για περισσότερο από 20 χρόνια. Επιπρόσθετα, συλλέξαμε φωτογραφίες και συγκεντρώσαμε όποιο άλλο υλικό θα μπορούσε να συμβάλει στην πρώτη ουσιαστικά καταγραφή μιας προσφυγικής μειονότητας στο νοτιότερο άκρο της Ελλάδας της ξηράς, όπως ήταν το Ναύπλιον για τους πρόσφυγες που κατέληγαν σε αυτό.

 

Εισαγωγή- Μεθοδολογικές Διευκρινίσεις

 

H παρούσα εργασία είναι μια πρώτη προσπάθεια να καταγραφεί ο πληθυσμός των Αρμενίων που έζησε στο Ναύπλιον την περίοδο μεταξύ των ετών 1920 και 1970. Η συγκεκριμένη πεντηκονταετία φαίνεται πως διέθετε το μεγαλύτερο πληθυσμό της υπό συζήτηση μειονότητας, η οποία κατάφερε να ενσωματωθεί πλήρως με το ντόπιο στοιχείο και να αποτελέσει αναπόσπαστο μέρος της κοινότητας. Η έρευνά μου στηρίχτηκε κατά βάση σε πληροφορίες που καταφέραμε να συλλέξουμε από τους εναπομείναντες Αρμένιους στην πόλη, από εκείνους που ζουν σε άλλες πόλεις, αλλά και από τα κρατικά αρχεία.

Πρόκειται στην ουσία για επιτόπια έρευνα στο Ναύπλιον και στην Αθήνα – κυρίως- με επισκέψεις στα σπίτια των Αρμενίων που δέχτηκαν να μας μιλήσουν και στη συνέχεια με τηλεφωνικές επαφές, και είχε ως μεθοδολογικό εργαλείο την ημικατευθυνόμενη συνέντευξη.

Εντάσσεται στη λογική της ιστορικής και εθνογραφικής λαογραφίας, που συγκεκριμενοποιείται ακόμα περισσότερο στην Αστική Λαογραφία [1], αφού ο συνεκτικός κρίκος του καταγεγραμμένου υλικού είναι ο ιστορικός χωροχρόνος, ο τόπος, το Ναύπλιον, και ο χρόνος, η πεντηκονταετία μεταξύ των ετών 1920 έως 1970, ιστορικά πυκνοί χρόνοι που καταγράφουν τη γενοκτονία των Αρμενίων, ενώ στη συνέχεια περιλαμβάνουν την καταστροφή της Σμύρνης, το διάστημα του Μεσοπολέμου, το β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τον εμφύλιο σπαραγμό για την Ελλάδα, τον επαναπατρισμό (για τη μειονότητα) στη Σοβιετική Αρμενία και ολοκληρώνεται λίγα χρόνια μετά την Απριλιανή Δικτατορία του 1967.

Στόχος μας αποτελεί η ανάδειξη όψεων του ιστορικού, κοινωνικού, οικονομικού και πολιτισμικού υποβάθρου των Αρμενίων της πόλης με στοιχεία που αναδείχτηκαν από τις προσωπικές ιστορίες, τις μνήμες και τα βιώματά τους και αφορούν την προς έρευνα περίοδο [2].

Χρησιμοποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό οπτικό υλικό, φωτογραφίες εποχής που αναλύθηκε με τη λογική της Οπτικής Ανθρωπολογίας [3], επιχειρώντας από το αρχειακό υλικό να καταγραφούν σημαντικές ιστορικές πληροφορίες. Είναι προφανές ότι και η δική μας μελέτη αφενός αναγνωρίζει τη φωτογραφία ως μέσο πολιτισμικής γραφής [4] και «ζωντανό μουσειακό αρχείο» και αφετέρου εντάσσεται στη γενικότερη συζήτηση περί εθνογραφικής αναπαράστασης που ξεκίνησε από τη Writting Culture [5] και στοχεύει στην ανάλυση πολιτιστικών δεδομένων πέρα από τα στενά όρια της κειμενικότητας.

 

Μικρά ιστορικά

 

«Ο πληθυσμός του Ναυπλίου χαρακτηρίζεται από πολυμορφία καταγωγής, κοινωνικοπολιτισμικής προέλευσης, επιδιώξεων, αλλά και διαλέκτων, ηθών, εθίμων και αμφιέσεων. Η πρώτη πρωτεύουσα της Ελλάδας, αναδείχθηκε πανελλήνιο κέντρο και αποτέλεσε από νωρίς πόλο έλξης όσων επιζητούσαν εξέλιξη και σταθερότητα. Η πόλη του Ναυπλίου ήδη από το 1828 (επί Καποδίστρια) είχε οργανωμένες προσφυγικές συνοικίες. Το πληθυσμιακό μωσαϊκό της ευρύτερης περιοχής του Ναυπλίου συμπληρώνεται στα τέλη του 20ού αιώνα, με τους Αρμένιους πρόσφυγες που εγκαθίστανται στο ιστορικό κέντρο της πόλης. Όπως τα περισσότερα λιμάνια της χώρας, που υποδέχτηκαν τους πρόσφυγες της Μικρασιατικής καταστροφής, έτσι και το Ναύπλιο, επελέγη ως φιλόξενος προορισμός για όλους όσους έψαχναν να βρουν μια νέα πατρίδα στα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν τον ξεριζωμό και τον αγώνα για επιβίωση» [6], διαβάζουμε σε μια μάλλον γλαφυρή περιγραφή από τα Αρμενικά. Η αλήθεια είναι ότι «η Πελοπόννησος ήταν από εκείνα τα ελληνικά εδάφη, στα οποία μετά το 1922, εγκαταστάθηκε μεγάλος αριθμός Αρμενίων. Μέχρι τον πόλεμο οι κάτοικοι έφθαναν τους 1.500. Στην Καλαμάτα, στα παραπήγματα όπως τα έλεγαν, διέμεναν 800, στην Πάτρα 500, ενώ στο Αίγιο, τον Πύργο, την Κόρινθο και το Ναύπλιο ζούσαν αρκετές δεκάδες Αρμενίων» [7]. Όπως  προκύπτει από έρευνα στα Αρχεία του Κράτους, το 1923, στις 7 Μαΐου, από την Τρίπολη και στις 4 Απριλίου 1924, από την Αλεξανδρούπολη (παλιά ονομασία: Δεαγάτ ή Ντε-ντε Αγάτβ) μεταφέρθηκαν αρκετές δεκάδες Αρμενίων που προέρχονταν από πολλές πόλεις της Ανατολίας [8].

Συμπεραίνουμε εύλογα πως  – ειδικά το 1924 – οι Αρμένιοι οδηγήθηκαν στο Ναύπλιον λόγω της αναγκαστικής μετεγκατάστασής τους που πραγματοποίησαν οι ελληνικές αρχές από τη Β. Ελλάδα προς την Πελοπόννησο και την Κρήτη [9], σε μια προσπάθεια να μειώσουν αναστατώσεις, συγκρούσεις και αντιδράσεις, μετά την εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων [10].  Προς αυτή την ερμηνεία συγκλίνει και η προσωπική μου μαρτυρία, καθώς η οικογένεια του πατέρα μου βρισκόταν μοιρασμένη, μισή στη Β. Ελλάδα, Θεσσαλονίκη και Δράμα, και η άλλη μισή στο Ναύπλιον. Αντίστοιχη είναι και η εικόνα που συνάγεται από τα Αρχεία του Κράτους, παραρτήματος Αργολίδας: τον Απρίλη του 1924 έφτασαν στο Ναύπλιον σπαράγματα 41 οικογενειών, που έπρεπε να εγκατασταθούν στην πόλη. Μόνο δύο οικογένειες φαίνεται να είχαν πατέρα και μητέρα. οι υπόλοιπες ήταν ή μάνα (στις περισσότερες περιπτώσεις) ή πατέρας με μικρά παιδιά. Αυτός μάλλον ήταν και ο λόγος που στις επόμενες καταγραφές δεν εμφανίζονταν. Υπάρχουν σημειώσεις δίπλα από τα ονόματα «έφυγαν κρυφά» ή «δεν βρέθηκαν να πάρουν το επίδομα» [11].  Όπου και να βρίσκονται όμως, οι Αρμένιοι εργάζονται σκληρά, επιζητώντας σταθερά καλές συνθήκες διαβίωσης για τους ίδιους και τις οικογένειές τους.

Οι περισσότεροι ακόμα και αν διαμένουν στο Ναύπλιον παραμένουν μόνον προσωρινά. Κατόπιν φεύγουν, με πρώτη επιλογή τη μετανάστευση στο εξωτερικό, κυρίως στον Καναδά και τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Φημισμένο ήταν το πλοίο Chuκotka (Τσουκότκα) με το οποίο έφυγαν κατά κύματα δεκάδες Αρμένιοι, μεταξύ των ετών 30-35, κατά τη δεκαετία του 50 και μετά το 60-65. Δεύτερη επιλογή τους ήταν να  αποχωρήσουν μαζί με το μεγάλο ρεύμα παλιννόστησης προς τη Σοβιετική Αρμενία, μεταξύ 1947 και 1950 [12], ακολουθώντας και υιοθετώντας τις πολιτικές πρωτοβουλίες του Στάλιν, σχετικά με τις χαμένες πατρίδες στο Καρς και το Αρδαχάν της Τουρκίας [13]. «Κάποιες οικογένειες όμως μένουν και εντάσσονται στην τοπική κοινωνία του Ναυπλίου, που τους δέχεται χωρίς προκαταλήψεις, δίνοντας απλόχερα την ευκαιρία να προσαρμοστούν και να εξελιχτούν στο ζωντανό και δραστήριο πολιτισμικό περιβάλλον» [14].

 

Το πλοίο Τσουκότκα.

Το πλοίο Τσουκότκα.

 

Οι καταγραφές

 

Πρέπει να γίνει νοητό από την αρχή πως το Ναύπλιον, ως το νοτιότερο άκρο της Πελοποννήσου – συγκριτικά με άλλες περιοχές – δεν δέχτηκε μεγάλο κύμα προσφύγων. Ακόμα όμως και όσοι έμειναν από τις μετακινήσεις του 1922, 1923 και 1924, ή όσοι ήρθαν διάσπαρτα ως το 1930 φαίνεται πως δεν δημιούργησαν συνοικισμό, δεν εγκαταστάθηκαν ο ένας γύρω από τον άλλο, επιδιώκοντας με αυτόν τον τρόπο τη στήριξη ο ένας του άλλου, δεν είχαν συλλογική εκπροσώπηση, δεν είχαν σχολείο ή εκκλησία, δεν είχαν ίσως ούτε και την αίσθηση του «συνανήκειν». Από όλες τις μαρτυρίες αυτό που φάνηκε να ήταν πιο ισχυρό ήταν η ανάγκη τους να ενσωματωθούν με την τοπική κοινωνία, να μην διαφέρουν, να είναι ισότιμα αποδεκτοί και – στο βαθμό που είναι δυνατόν – να επιβληθούν με την αξία και τη δράση τους. Δηλαδή και σε αυτή την περίπτωση η ενσωμάτωση έχει ως κυρίαρχα στοιχεία την εγκατάστασή τους εντός του αστικού ιστού και την ένταξή τους στην παραγωγική διαδικασία [15].

Mαρντίκ Μαρντικιάν

Mαρντίκ Μαρντικιάν

Οι επαγγελματικές ασχολίες των Αρμενίων περιλαμβάνουν διάφορους τομείς. Ο  Μαρντίκ Μαρντικιάν άνοιξε ένα εμποροραφείο. Η οικογένεια Τατεβοσιάν διατηρεί κουρείο. Ο Μινάς Μισακιάν έχει καφεκοπτείο. Ο Αγκόπ Ασαντουριάν, παρότι και σύμφωνα με την επίσημη καταγραφή του στα ΓΑΚ,  είναι καθηγητής Αγγλικών, προερχόμενος από την Μαγνησία, διατηρεί σαπωνοποιείο. Αυτός φαίνεται να ήρθε από τη Σμύρνη το 1923, σε ηλικία 25 χρονών και την οικογένειά του την έκανε στο Ναύπλιο. Έκανε δύο παιδία, τον Ασό και την Αλίς, γυναίκα σπάνιας ομορφιάς, όπως περιγράφουν το σύνολο των ανθρώπων που την ήξεραν [16]. Οι οικογένειες Γκαραμπέτ Ζαμγκοτσιάν, Ζαποτζιάν και Κεβορκιάν ασχολούνται με το γενικό εμπόριο. Τα αδέρφια Αρτίν και Μπογός Ποστατζιάν διατηρούν ζαχαροπλαστείο [17]. Ο Καραμπέτ Παπατζιάν ήταν λιμενεργάτης, όπως και άλλοι Αρμένιοι που στην πλειονότητά τους δεν ήξεραν γράμματα και εργάζονταν ως εργάτες ή βοηθοί τεχνιτών. Αργότερα, στην κοινωνία του Ναυπλίου εντάσσονται οι οικογένειες Κοσεγιάν, Μπογός Ουζουνιάν και Άσο Ασατουριάν, που εργάστηκε ως λογιστής στο σημαντικότατο εργοστάσιο της περιοχής, τον Κύκνο. Οι δυο πρώτες παρέμειναν στην περιοχή για όλη την περίοδο που εξετάζουμε, ενώ μερικά μέλη τους έφυγαν για άλλες πόλεις, αλλά αργότερα επέστρεψαν. Ταυτόχρονα, ο Χαρουτιούν Κοσταντζιάν είχε καφεκοπτείο.

Η κοινωνική εξέλιξη των Αρμενίων προσφύγων στην αρχή ήταν επιτακτική ανάγκη, αργότερα όμως έγινε φυσική ανάπτυξη, λόγω της πρόσφορης κοινωνίας του Ναυπλίου.  Έτσι έχουμε την πληροφορία ότι στην Αστική Σχολή του Ναυπλίου, τουλάχιστον για 2 σχολικές χρονιές το 1938 και 1939, υπήρχε «ένας καθηγητής Μουσικής, ονόματι Καραμπετιαν. Αργότερα άλλαξε το όνομα του και το έκανε Καρυπής» [18].

Ιδιαίτερος, επίσης, είναι ο ρόλος του ηλεκτρολογικού σταθμού της πόλης ο οποίος παρέχει εργασία σε κάποια μέλη της παροικίας, κατά τη διάρκεια του 1944-1945, όταν τη διαχείριση αναλαμβάνει η General Motors. Παράλληλα με τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες, πολλοί Αρμένιοι, όπως και οι υπόλοιποι κάτοικοι της πόλης, ασχολούνται με τα πολιτιστικά και αθλητικά δρώμενα. Είναι διάχυτο άλλωστε στην πόλη το κλίμα της εξέλιξης που διέπει και τα ενδιαφέροντα των κατοίκων της[19].

Αυτό όμως σταδιακά θα οδηγούσε σε πλήρη αφομοίωσή τους από τον ντόπιο πληθυσμό, στην άρνηση και άγνοια της ιδιαιτερότητάς τους, στην αδυναμία συγκρότησης του «Εγώ» έναντι του «Άλλου». Η αγωνία τους να συμμετέχουν στη συλλογική ταυτότητα ήταν ένας επιπλέον λόγος που τους οδήγησε και στην αλλαγή των ονομάτων τους, βαφτιστικών ή επωνύμων, όπως συνέβη κατά κόρον και σε άλλες πόλεις στην Ελλάδα που είχαν μικρές κοινότητες [20].

Αντίσταση σε αυτή την εξέλιξη και προσπάθεια επαναπροσδιορισμού τους με στοιχεία εθνικής ταυτότητας ήταν η θετική απάντηση στην πρόσκληση επιστροφής στη Σοβιετική πλέον Αρμενία. To ιδιαίτερο μάλιστα ήταν πως το δρόμο του επαναπατρισμού για την Αρμενία δεν πήραν μόνο αμιγείς αρμενικές οικογένειες. Δυο Ελληνίδες αδερφές, η Ευθυμία και η Ευφροσύνη παντρεύονται Αρμένιους. Η Ευφροσύνη τον Καραμπέτ Παπατζιάν, κάνουν 4 παιδιά (ένα αγόρι και τρία κορίτσια)  και δεν εγκαταλείπουν το Ναύπλιον. Η αδερφή της όμως Ευθυμία με τον άντρα της οδηγείται στα πατρώα εδάφη εκείνου για να ζήσει μάλλον μια ζωή μέσα στην απόλυτη φτώχεια. Σε γράμμα που έστειλε στην αδερφή της, προκειμένου να περιγράψει τη ζωή της στη Σοβιετική Αρμενία, αλλά να υπερβεί και το ανυπέρβλητο εμπόδιο της λογοκρισίας, έγραψε: «περνάμε ωραία σαν το Μελέτη!», περιγράφοντας έναν γραφικό τύπο, που κυκλοφορούσε ρακένδυτος στα στενοσόκακα του Ναυπλίου! Της έστειλαν τότε ρούχα και χρήματα, αλλά δεν τα έλαβαν ποτέ και η επικοινωνία τελικά μεταξύ τους χάθηκε οριστικά [21]. Το μεγαλύτερο όντως πρόβλημα στην επικοινωνία με τους επαναπατρισθέντες ήταν η λογοκρισία. Ακόμα και οι ευχετήριες κάρτες των Χριστουγέννων ή του Πάσχα, έφταναν στο Ναύπλιον 8 μήνες μετά, ενώ αν υπήρχε γραμμένη επιστολή είχε ημερομηνία αποστολής έως και 12 μήνες πριν! (προσωπική μαρτυρία)

Σταδιακά η αρμενική παροικία του Ναυπλίου – τη δεκαετία του 70- αρχίζει να συρρικνώνεται, όταν κάποια από τα εναπομείναντα μέλη μεταναστεύουν στη Λατινική Αμερική, ενώ τα νεότερα μέλη των οικογενειών παντρεύονται στην Αθήνα. Ο ένας μετά τον άλλον αφήνουν την όμορφη παραλιακή πόλη και έρχονται στην Αθήνα και τη Νίκαια, διατηρώντας όμως τις επαφές τους με τους παιδικούς φίλους και συμμαθητές έως σήμερα, που εξακολουθούν να θυμούνται τη μικρή αρμενική κοινότητα που άκμασε στο Ναύπλιο (περ. Αρμενικά, 2008).

 

Το εμποροραφείο του Μαρντίκ Μαρντικιάν

 

Ο Μαρντίκ Μαρντικιάν έφτασε στο Ναύπλιον, μαζί με μέλη 41 άλλων οικογενειών, από το Δεαγάτ, δηλαδή το Ντε-ντε Αγάτβ, παλιά ονομασία της Αλεξανδρούπολης, στις 4 Απριλίου του 1924. Στα γενικά Αρχεία του Κράτους της Αργολίδας αναγράφεται ότι είναι ράφτης και στο Ναύπλιον ήρθε στην ηλικία των 26 ετών [22].  Μαρτυρία κατοίκου, φίλου της οικογένειας (Τόλης Κοΐνης), κάνει λόγο για διπλό ξεριζωμό. Πρώτα εκδιώχθηκαν από τη γενέτειρά τους, τη Μαγνησία της Μικράς Ασίας, το 1915 και βρέθηκαν στη Σμύρνη, όπου πέρασαν καλά τα επόμενα 5 χρόνια και από κει οριστικά μετά την καταστροφή της Σμύρνης μετακινήθηκαν στην Ελλάδα και μετεγκαταστάθηκαν στο Ναύπλιον.

Ο Μαρντίκ μόλις ήρθε στο Ναύπλιον άνοιξε ραφείο, σχεδόν αμέσως, αφού στο γάμο του, το 1927, το είχε ήδη. Στο ραφείο μάλιστα δούλευε ως κάλφας και ο αδερφός του Χραντ Μαρντικιάν, μέχρι που ο τελευταίος παντρεύτηκε και μετά το 1945 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.  Ο Μαρντίκ όμως πέτυχε να δημιουργήσει στο Ναύπλιον, στο Μεγάλο δρόμο, τον κεντρικότερο δρόμο της πόλης, το μεγαλύτερο εμποροραφείο, στο οποίο εγκατέστησε 7 ραπτομηχανές, γεγονός που σημαίνει ότι μπορούσε να απασχολεί τουλάχιστον 7 ράφτες και αρκετό αριθμό βοηθών, γυναικών και αντρών, στην πλειονότητά τους  Ελληνικής καταγωγής.

 

Το εμποροραφείο του Μαρντίκ Μαρντικιάν, που βρισκόταν στον μεγάλο δρόμο. Τρίτος στην φωτογραφία (από αριστερά προς δεξιά) είναι ο Μαρντίκ Μαρντικιάν, και δίπλα του (τέταρτος) είναι ο αδερφός του ο Χραντ Μαρντικιάν.

Το εμποροραφείο του Μαρντίκ Μαρντικιάν, που βρισκόταν στον μεγάλο δρόμο. Τρίτος στην φωτογραφία (από αριστερά προς δεξιά) είναι ο Μαρντίκ Μαρντικιάν, και δίπλα του (τέταρτος) είναι ο αδερφός του ο Χραντ Μαρντικιάν.

 

Για την ακρίβεια, μετα τη δεκαετία του 50 φέρεται να δούλεψε στην επιχείρηση ως μοδιστρούλα και μια αρμενοπουλα (η Γεωργία Κοσεγιάν).  H επιχείρηση διέθετε προς πώληση και υλικά ραπτικής και υφάσματα. Τα υφάσματα ήταν τριών ειδών: ι. Τα αγγλικά κασμίρια, ιι. τα πολώνικά (ενδιάμεσης κατηγορίας- μεσαίας ποιότητας) και τα ιιι. ελληνικά, του Δημητριάδη κ.α. , που παρότι και αυτά πολύ καλής ποιότητας, ήταν για χαμηλότερα βαλάντια. Το ραφείο απευθυνόταν στους επιφανείς Ναυπλιώτες. «Στου Μαρντικιάν ράβονταν τα καλύτερα κουστούμια, αλλά επιδιορθώνονταν και έτοιμα με τον καλύτερο τρόπο. Έρχονταν τα μπαούλα από την Αμερική και πήγαιναν αμέσως στους ράφτες να καλύψουν τις ατέλειες τους ή να τα φέρουν στα μέτρα τους. Ακόμα και τα φυσικά ελαττώματα επιδιόρθωνε!. Ένας ελαττωματικός ώμος καλυπτόταν με διπλή βάζα, ώστε το ρούχο τελικά να μοιάζει ραμμένο πάνω στον άντρα που το φορούσε! Αλλά εξαιρετικά έραβε και τα γυναικεία ταγέρ!» [23].

 

Οι ραφτάδες του Ναυπλίου. Στο κέντρο (με τα γυαλιά) ο Μαρντίκ Μαρντικιάν.

Οι ραφτάδες του Ναυπλίου. Στο κέντρο (με τα γυαλιά) ο Μαρντίκ Μαρντικιάν.

 

Σημαντική για την εποχή, τις αξίες, αλλά και τις αξίες του Μαρντικιάν είναι η αντίληψη που είχε για την ενδυμασία των ραφτάδων του.  Όλοι φορούσαν κοστούμι σαν κυκλοφορούσαν στην πόλη και μέσα στο ραφείο αντικαθιστούσαν το σακάκι με τη ρόμπα της δουλειάς. Έξω όμως κυκλοφορούσαν ως φιγουρίνια!» [24].

 

Εορτή ραπτών στην Αγία Μονή. Παρευρίσκονται σύσσωμοι με τις οικογένειές τους στη γιορτή του σωματείου τους.

Εορτή ραπτών στην Αγία Μονή. Παρευρίσκονται σύσσωμοι με τις οικογένειές τους στη γιορτή του σωματείου τους.

 

Άνθρωποι που δούλεψαν μαζί του, Έλληνες στην καταγωγή, αναφέρουν γι’ αυτόν πως ήταν εξαιρετικός άνθρωπος, ευγενής και καλός. Αυτό μάλλον επιβεβαιώνει και το γεγονός ότι υπήρξε πρόεδρος των ραφτάδων του Ναυπλίου και τους οδηγούσε σε όλες τους τις δραστηριότητες με συνέπεια και ενθουσιασμό. Εικόνα του πολιούχου αγίου των ραπτών υπήρχε στο μοναστήρι της Αγίας Μονής και εκεί συναντιούνταν πάντα στην ετήσια γιορτή του σωματείου τους, ανήμερα της Αγίας Άννας.

Το 1960 μάλιστα, ημερολόγιο της περιοχής, δημοσίευσε σχετική φωτογραφία των ραπτών του Ναυπλίου, επιβεβαιώνοντας για μια ακόμα φορά πως η εικόνα είναι κειμενικό είδος εξαιρετικά σημαντικό για τον πολιτισμό μας και την καταγραφή του [25].

Γιορτές επιπλέον έκαναν και στον Αη Γιάννη στην Καραθώνα.

 

Συνάντηση των ραπτών στην Αγία Μονή, γύρω στο 1960 για τον εορτασμό του σωματείου ανήμερα της Αγίας Άννας. Διακρίνονται όρθιοι από τα αριστερά: Στεφάνου Μπακέας Β., Δημόπουλος Σ., Διαμαντάκος, Κοΐνης Θ., Γαρβήλος Β., Βούλγαρης Γ., Μαρτικιάν Μ., Ιωαννίδης, Μπόκος Δ. Καθιστοί:Μπράβος Αθανασίου Χ., Δημόπουλος Λ., Αλεξίου Σ. (Αρχείο οικογένειας Β. Γαβρήλου).

Συνάντηση των ραπτών στην Αγία Μονή, γύρω στο 1960 για τον εορτασμό του σωματείου ανήμερα της Αγίας Άννας. Διακρίνονται όρθιοι από τα αριστερά: Στεφάνου Μπακέας Β., Δημόπουλος Σ., Διαμαντάκος, Κοΐνης Θ., Γαρβήλος Β., Βούλγαρης Γ., Μαρτικιάν Μ., Ιωαννίδης, Μπόκος Δ.
Καθιστοί: Μπράβος Αθανασίου Χ., Δημόπουλος Λ., Αλεξίου Σ. (Αρχείο οικογένειας Β. Γαβρήλου).

 

Koινωνική ενσωμάτωση με το ντόπιο πληθυσμό

 

Από τις πληροφορίες και τις  μέχρι στιγμής καταγραφές είναι φανερό ότι ο μικρός πληθυσμός των οικογενειών στο Ναύπλιον για να επιβιώσει επέλεξε την έξοδο από την ενδοκοινοτική εσωστρέφεια. Η προς τα έξω συμπεριφορά και της πρώτης και της δεύτερης γενιάς προσφύγων εμφανίζει ταύτιση με την κοινωνία της πόλης. Χαίρεται με τους ανθρώπους της, απολαμβάνει τις ομορφιές της. Οι νεότερες γενιές των Αρμενίων, εντρυφούν στα μουσικά και αθλητικά «μονοπάτια» που χαράσσει η ιστορική πόλη, συμμετέχοντας στη χορωδία και στα θεατρικά δρώμενα, και παρακολουθώντας μαθήματα στα ωδεία.

 

Πεζοπορία στην Αρβανιτιά.

Πεζοπορία στην Αρβανιτιά.

 

Συγχρόνως καταβάλλονται προσπάθειες για τη δραστηριοποίηση των νέων και στα αθλητικά σωματεία. Έτσι ο Χαρουτιούν Μαρντικιάν συμμετέχει στην ομάδα water polo, που ιδρύθηκε το 1950 και στην οποία ο Μαρντίκ Μαρτικιάν είναι ιδρυτικό μέλος, ενώ ο Αγκόπ Ασαντουριάν και ο Αρτίν Ποστατζιάν συμμετέχουν στη βασική εντεκάδα της ποδοσφαιρικής ομάδας της πόλης, τον «Παναυπλιακό», που ιδρύθηκε το 1926. Όπως είναι γνωστό, είναι θέμα τιμής για κάθε πόλη η οποία διαθέτει ποδοσφαιρική ομάδα, η ενεργή υποστήριξη σ’ αυτήν, πράγμα που έπραξαν όλοι ανεξαιρέτως οι άρρενες συμπατριώτες μας. Σε φωτογραφία του 1949 εικονίζεται να συμμετέχει ως ποδοσφαιριστής ο Ασό Ασατουριάν στην ποδοσφαιρική ομάδα της πόλης. Ο Μαρντίκ Μαρντικιάν ασχολήθηκε με τα διοικητικά θέματα της ομάδας, διατελώντας ως έφορος επί χρόνια και συμπράττοντας στην εξέλιξη της ομάδας [26].

 

Η ομάδα του Water Polo το 1954. Όρθιοι: Πάκης Πανόπουλος, Ανδρ. Μαντζούνης, Γιώργος Παναγιωτόπουλος, Μάκης Δέλλας, Γιάννης Καλλιάνος, Γιάννης Μαντάς. Καθιστοί: Ιωάννης - Ιερόθεος Σώμος, Χαρουτιούν Μαρντικιάν, Σταύρος Πίκουλας.

Η ομάδα του Water Polo το 1954. Όρθιοι: Πάκης Πανόπουλος, Ανδρ. Μαντζούνης, Γιώργος Παναγιωτόπουλος, Μάκης Δέλλας, Γιάννης Καλλιάνος, Γιάννης Μαντάς.
Καθιστοί: Ιωάννης – Ιερόθεος Σώμος, Χαρουτιούν Μαρντικιάν, Στάυρος Πίκουλας.

 

Η Ποδοσφαιρική ομάδα του Πανναυπλιακού. Ο Πανναυπλιακός στις 19 Νοεμβρίου 1949 πριν τον φιλικό αγώνα με την ποδοσφαιρική ομάδα του Κ.Ε.Μ. (1-2). Διακρίνονται από αριστερά προς τα δεξιά, όρθιοι: Γιάννης Ξυνός (διαιτητής), Τάσος Ψωμόπουλος, Σταύρος Μπελέζος, Βαγγέλης Δαλμάτσος, Γιαννής Μελίδης, Ασσώ Ασσαντουριάν, Νίκος Ρέππας, Διαμαντής Ανδρώνης, Νούλης Κεραμιδάς, Βαγγέλης Οικονόμου, Γιώργος Καρμπέρης, Ανδρέας Ανδριανόπουλος, Γιώργος Λεμονίδης (Τ). Αρχείο Γιάννη Μακρή.

Η Ποδοσφαιρική ομάδα του Πανναυπλιακού.
Ο Πανναυπλιακός στις 19 Νοεμβρίου 1949 πριν τον φιλικό αγώνα με την ποδοσφαιρική ομάδα του Κ.Ε.Μ. (1-2). Διακρίνονται από αριστερά προς τα δεξιά, όρθιοι: Γιάννης Ξυνός (διαιτητής), Τάσος Ψωμόπουλος, Σταύρος Μπελέζος, Βαγγέλης Δαλμάτσος, Γιαννής Μελίδης, Ασσώ Ασσαντουριάν, Νίκος Ρέππας, Διαμαντής Ανδρώνης, Νούλης Κεραμιδάς, Βαγγέλης Οικονόμου, Γιώργος Καρμπέρης, Ανδρέας Ανδριανόπουλος, Γιώργος Λεμονίδης (Τ). Αρχείο Γιάννη Μακρή.

 

Σημαντική παράμετρος της ζωής, αλλά και της νοοτροπίας των Αρμενίων που έζησαν στο Ναυπλιον την περίοδο που εξετάζουμε ήταν η τάση για αλλαγή των ονομάτων τους, ώστε να θυμίζει ελάχιστα την καταγωγή ή τη χώρα προέλευσης. Πιθανολογείται ότι αυτό συνέβαινε γιατί «φοβούνταν μην έχουν την τύχη των Εβραίων». Έτσι ο Καραμπέτ Κοσεγιάν συστηνόταν και ως Χαράλαμπος (χωρίς ποτέ αυτό να γίνει με διοικητική πράξη), ο Καραμπέτ Παπατζιάν έγινε Αντώνιος, ενώ ο γιος του άλλαξε επίσημα το Παπατζιάν σε Παπαδόπουλος.

Αυτή όμως η προς τα έξω συμπεριφορά δεν απηχεί τις αντιλήψεις της κοινότητας. Μέσα τους θα ήθελαν να είναι με Αρμένιους και να ανήκουν σε μια ευρύτερη κοινότητα όπου θα μπορούν να λειτουργούν με όλες τις αξίες και τις συνήθειές τους. Το γεγονός ότι η πόλη δεν διαθέτει σχολείο και εκκλησία, καθιστά αγωνιώδη την προσπάθεια διατήρησης της γλώσσας και των αρμενικών εθίμων. Σε αυτό το πλαίσιο γίνονται δεκτές με χαρά οι επισκέψεις φίλων και συγγενών, αλλά και οι μονοήμερες εκδρομές μελών της Νεολαίας, που επισκέπτονται το Ναύπλιο κατά τη διάρκεια των Χριστουγέννων για να ψάλλουν τα κάλαντα στα αρμενικά σπίτια. Τότε είχαν θέση τα αρμένικα φαγητά και η αρμένικη φιλοξενία. «Όλοι περνούσαν από το σπίτι μας! Συχνά μένανε και σε μας…Ακόμα θυμάμαι τα μεγάλα τραπέζια που στρώναμε κείνες τις μέρες», λέει η Μαίρη Χαρουτιουνιάν, κόρη του Μαρντίκ Μαρντικιάν. Ιδιαίτερα σημαντικός είναι ο ρόλος της αρμενόγλωσσης εφημερίδας «Νορ Ορ» που εκδίδεται στην Αθήνα και αποστέλλεται στα σπίτια των Αρμενίων στο Ναύπλιο. Μέσω της εφημερίδας, διατηρείται η επαφή με τη γλώσσα και την αρμενική κουλτούρα και συγχρόνως μέσω της ενημέρωσης διασφαλίζεται η συμμετοχή στην ευρύτερη κοινωνική ζωή [27].

Η αδυναμία σύνδεσης ωστόσο με την αρμενική κοινότητα ήταν καθοριστική για τη συρρίκνωση της παροικίας του Ναυπλίου. Τα νεότερα μέλη των οικογενειών ντρέπονταν που δεν ήξεραν Αρμενικά. Αλλά και οι αρμένιοι στην Αθήνα (και εδώ καταθέτω προσωπική μαρτυρία) κοιτούσαν περίεργα τις αρμενοπούλες που δεν μιλούσαν τη γλώσσα. Τις θεωρούσαν περίπου ξένο σώμα. Οι κόρες του Μαρντικιάν έφυγαν για την Αθήνα, όπου παντρεύτηκαν Αρμένιους. Το 1964 τις ακολούθησε και ο Μαρντίκ Μαρντικιάν,  αφήνοντας το ραφείο που πλέον το συνέχισε ο Θάνος Κοΐνης, που μέχρι τότε δούλευε ράφτης στο μαγαζί του.

 

Συμπεράσματα

 

Το Ναύπλιον από το 1920 έως το 1924 δέχτηκε σημαντικό αριθμό Αρμενίων από αναγκαστικές κατά το πλείστον μετεγκαταστάσεις, που έγιναν για να αποσυμφωρήσουν, είτε το εσωτερικό της Πελοποννήσου (προερχόμενοι από την Τρίπολη), είτε τη Μακεδονία, μετά τις ανταλλαγές των πληθυσμών και προκειμένου να αποφευχθούν συγκρούσεις μεταξύ Αρμενίων και Τούρκων που πλέον πύκνωναν τη Βόρεια Ελλάδα. Όμως ο αρμενικός πληθυσμός που έφθανε στο Ναύπλιον, δεν έμενε στην πόλη. Στους αμέσως επόμενους μήνες οι περισσότεροι φαίνεται να την είχαν εγκαταλείψει. Έτσι, έως το 1970 έζησε και δραστηριοποιήθηκε μικρή κοινότητα Αρμενίων, με σημαντική όμως παρουσία στα οικονομικά, πολιτιστικά, αθλητικά και κοινωνικά δρώμενα της πόλης. Τα βασικά χαρακτηριστικά της παροικίας ήταν η ανάγκη ενσωμάτωσης της με το γηγενή πληθυσμό, γεγονός που οδήγησε μεγάλο μέρος τους στην πλήρη αφομοίωση και ταύτιση με τη συλλογική ταυτότητα, ενώ ένα μικρότερο μέρος επέμεινε στην υπερκείμενη αρμενική ταυτότητα.  Αυτός ήταν και ο λόγος που η παροικία δεν άντεξε και συρρικνώθηκε σημαντικά. Κάποιοι έφυγαν για τον Καναδά και τις ΗΠΑ, άλλοι για τη Σοβιετική Αρμενία, και οι περισσότεροι αναζήτησαν καταφύγιο σε πόλεις που είχαν ζωντανούς τους φορείς ενδυνάμωσής της ενδοκοινοτικής ταυτότητας, δηλαδή μεγάλη κοινότητα, σχολείο και εκκλησία, έτσι ώστε να μην ξεχαστούν ή να απεμπολήσουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της εθνολογικής τους καταγωγής.

 

Παράρτημα 1 Παράρτημα 1  Παράρτημα 3

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Ευ. Γ. Αυδίκος, «Λαογραφία του αστικού χώρου: ουτοπία ή πραγματικότητα;», Εθνολογία, 3, 163-188, Αθήνα, 1994.

[2] Αντίστοιχη εργασία- αλλά εκτεταμένη λόγω και της ποσότητας και ποικιλίας του προς καταγραφήν υλικού- έχει κάνει η Γαρυφαλλιά Θεοδωρίδου για τους Αρμένιους της Ξάνθης. Η συγγραφή του δικού της άρθρου, όπως και οι μεταξύ μας συζητήσεις, υπήρξαν μεθοδολογικός οδοδείκτης για τη δική μας εργασία και από τη θέση αυτή θερμά ευχαριστώ για την ανιδιοτελή προσφορά και τη βοήθειά της. Θεοδωρίδου Γαρ.,(2015), Αρχειακή Λαογραφία και Φωτογραφία: «συνομιλία» με τα «σιωπηλά πρόσωπα» της ιστορίας. Μια πρόταση «ανάγνωσης» του αρχείου «Ονομαστικές καταστάσεις προσφύγων του 1922 εγκατεστημένων προσωρινά στην Ξάνθη», στο Μ. Γ. Σέργης- Ελ. Κ. Χαρατσίδης- Γαρ. Θεοδωρίδου (επιμέλεια) Από το Αραράτ στον ‘Ολυμπο, Θέματα Αρμενικής Λαογραφίας, εκδ. Κ & Μ. Αντ. Σταμούλη, Θεσσαλονίκη.

[3] Κ. Kαλαντζής, Κ., «Οπτικός πολιτισμός και ανθρωπολογία» στο Ελεάνα Γιαλούρη (επιμ.) Υλικός πολιτισμός. Η ανθρωπολογία στη χώρα των πραγμάτων, Αθήνα: Αλεξάνδρεια, 171-213, 2012.

[4] S. Sontag, Περί φωτογραφίας (μτφρ. Ηρ. Παπαϊωάννου), Αθήνα: Φωτογράφος 1993, και B. Barthes, Ο φωτεινός θάλαμος. Σημειώσεις για τη φωτογραφία (μτφρ: Γ. Κρητικός), Κέδρος- Ράππα, Αθήνα 1983.

[5] J. Clifford-J. Marcus, (επιμ.), Writting Culture: The poetics and politics of Ethnography, Berceley, Los Angeles and London: University of California Press, 1986.

[6] «Οι Αρμένιοι του Ναυπλίου» περ. Αρμενικά, τ. 55, Μαρτιος- Απρίλιος 2008. (Μετάφραση από τη δημοσίευση στην αρμενική εφημερίδα AZAD-OR, 31/12/2000).

[7] Οβ. Γαζαριάν, «Η αρμενική παροικία κλείνει τα ενενήντα», Αρμενικά, τ. 74, Ιούλιος- Σεπτέμβριος, Αρμενικά, 2012. υπάρχει και στο διαδίκτυο στο: http://www.armenika.gr/koinotita/75-istoria-paroikias/478-h-armenikh-paroikia-klinei-ta-eneninta, τελ.  Επίσκεψη, 14/10/2015

[8] Για περισσότερα στοιχεία βλ. παράρτημα στο τέλος της μελέτης. Τα στοιχεία καταγράφηκαν από μένα από τα Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχεία Νομού Αργολίδας: Μητρώο οικογενειών προσφύγων Μικράς Ασίας αρ. ειδικού ευρετηρίου Διοικητικά 61.1, Ναύπλιον.

[9] Σ. Ζαχαρία, «Οι Αρμένιοι πρόσφυγες στην Αλεξανδρούπολη» στο Μ. Γ. Σέργης-  Ελ.Κ. Χαρατσίδης- Γαρ. Θεοδωρίδου (επιμέλεια) Από το Αραράτ στον ‘Ολυμπο, Θέματα Αρμενικής Λαογραφίας, εκδ. Κ&Μ. Αντ. Σταμούλη, Θεσσαλονίκη 2015.

[10] Ι. Κ. Χασιώτης, Η αρμενική παροικία της Θεσσαλονίκης. Ίδρυση, οργάνωση, ιδεολογία και κοινωνική ενσωμάτωση (σε συνεργασία με τη Γκιούλα Κασαπιάν). Ανάτυπο από τα Πρακτικά      του Συμποσίου Η Θεσσαλονίκη μετά το 1912 (1-3 Νοεμβρίου 1985), Θεσσαλονίκη, 1986, σ. 271 και στου ίδιου, Χασιώτης Κ. Ι., Αρμένιοι και Έλληνες στις μεγάλες κρίσεις του Ανατολικού Ζητήματος, Αδελφά   Έθνη εν μέσω θυέλλης, University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 2015.

[11] Γ. Α. Κ. , όπ.π.

[12]  «Η δραματικότερη μείωση του πληθυσμού της παροικίας έμελλε να πραγματοποιηθεί την περίοδο μεταξύ 1946 και 1947, με τη μεγάλη παναρμενική εκστρατεία για την παλιννόστηση των Αρμενίων της διασποράς στη Σοβιετική Αρμενία. Με αλλεπάλληλες, λοιπόν, αποστολές από τον Πειραιά και τη Θεσσαλονίκη μετανάστευσαν από την Ελλάδα στη Σοβιετική Αρμενία περίπου 20.000 άτομα. Αν σ’ αυτούς προσθέσουμε και τις μετοικεσίες προς τις δυτικές χώρες (Καναδά και Ν. Αμερική) το αρμενικό στοιχείο της Ελλάδας περιορίστηκε στα τέλη του ’50 στα 15.000 άτομα». (Ο. Γαζαριάν, Αρμενικά, 2012, τ.74)

[13]  Ι. Χασιώτης, όπ.π., 1986: 260-261.

[14]  «Οι Αρμένιοι του Ναυπλίου», περ. Αρμενικά, όπ.π.

[15]  Για αντίστοιχη ανάλυση , βλ και Θεοδωρίδου, 2015:640, όπ.π.

[16] … Η γυναίκα ήταν καλλονή και έβγαινε μόνον με τον πατέρα της. Αργότερα παντρεύτηκε στο Σεντ Ετιεν της Γαλλίας, έναν γιατρό και έκανε δυο παιδιά.…(μαρτυρία Ντίνας Μπογιατζή, το γένος Κυριακοπούλου) «περπάταγε κι έτριζε ο τόπος της, φορούσε το φουρό και ήταν σαν καθαρόαιμο άλογο…  » (μαρτυρία Ευθυμίου Ρούσσου).

[17]  περ. Αρμενικά, 2008, όπ.π.

[18]  μαρτυρία Ντίνα Μπογιατζή (Κυριακοπούλου).

[19]  περ. Αρμενικά.,2008, όπ.π.

[20]  Σε αυτό το σημείο καταθέτω την προσωπική μου μαρτυρία για το νησί της Ρόδου, όπου οι Αρμένιοι που άλλαξαν το όνομά τους – τη συγκεκριμένη περίοδο – ήταν πάρα πολλοί.

[21] Τις πληροφορίες μας δίνει ο γιος της Ευφροσύνης και ανιψιός της Ευθυμίας, Νίκος Παπατζιάν, νυν: Παπαδόπουλος.

[22]   ΓΑΚ, οπ.π.

[23]   Πηγή: Παναγιώτης Μερμίγκης, γιος του Θεοδόση Μερμίγκη ο οποίος την περίοδο 1944-1954 δούλευε στο ραφείο του Μαρτικιάν. Από το 1954 διατηρούσε ραφείο δικό του Μέρμαγκα.

[24]  Πηγή: Π. Μερμίγκης.

[25]  S. Sontag, 1993, όπ.π., και  B. Barthes, 1983, όπ.π.

[26]  «Οι Αρμένιοι του Ναυπλίου», περ. Αρμενικά, όπ.π.

[27]  Περ. Αρμενικά, όπ.π.

Δρ. Χαρά Κοσεγιάν

Σχολική Σύμβουλος Φιλολόγων


Στο:Άρθρα - Μελέτες - Εισηγήσεις, Ναύπλιο Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, Άρθρα, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Αρμένιοι, Δεαγάτ, Εθνογραφική Λαογραφία, Εμπόριο, Ιστορία, Κοιν, Λαογραφία, Ναύπλιο, Πρόσφυγες, Πολιτισμός, Χαρά Κοσεγιάν

Το φαινόμενο της ζητείας κατά τη μεταβυζαντινή περίοδο

$
0
0

Το φαινόμενο της ζητείας κατά τη μεταβυζαντινή περίοδο – Ελένη Αγγελομάτη-Τσουγκαράκη


 

Οι ζητείες αποτελούσαν ένα εξαιρετικά διαδεδομένο φαινόμενο μετά την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας όντος του οθωμανοκρατούμενου χώρου αλλά και πολύ πέρα από αυτόν. Ζητείες εκτελούνταν από τα Πατριαρχεία, τα μοναστήρια και τις εκκλησίες για την κάλυψη τακτικών και έκτακτων αναγκών τους αλλά και από απλούς ανθρώπους που αντιμετώπιζαν ποικίλα δεινά και προβλήματα. Η λέξη «ζητεία» ειδικά αναφερόμενη στο Οικουμενικό Πατριαρχείο δήλωνε καταρχήν όλα τα συνήθη δοσίματα που αυτό λάμβανε από το ποίμνιο και τους κληρικούς που βρίσκονταν στη δικαιοδοσία του και αποτελούσαν μέρος των εκκλησιαστικών εισοδημάτων.

Δοσίθεος Νοταράς (1641-1707), Πατριάρχης Ιεροσολύμων.

Δοσίθεος Νοταράς (1641-1707), Πατριάρχης Ιεροσολύμων.

Τα πρώτα χρόνια μετά την Άλωση, η δυσκολία συλλογής των πατριαρχικών φόρων λόγω της απροθυμίας καταβολής τους από τους μητροπολίτες, τον κατώτερο κλήρο άλλα και το ορθόδοξο ποίμνιο είχε αναγκάσει τους Πατριάρχες να αναχωρούν προσωπικά σε περιοδεία για την είσπραξη των φόρων. Πριν από την αναχώρησή του ο Πατριάρχης έπρεπε να εφοδιαστεί με σχετικό διάταγμα του σουλτάνου το οποίο θα επέτρεπε την περιοδεία και θα εξασφάλιζε την ασφάλεια τη δική του και τής συνοδείας του που συχνά την αποτελούσαν μέλη αρχοντικών οικογενειών. Το διάταγμα εξασφάλιζε επίσης διευκολύνσεις από τις τοπικές αρχές και τους καδήδες για τον πειθαναγκασμό των δυστροπούντων χριστιανών να καταβάλουν τους φόρους. Η «πατριαρχική ζητεία» και η «τοπική ζητεία» ήταν επομένως αναγνωρισμένες από το οθωμανικό κράτος από ενωρίς, κατά τον 18ο αιώνα μάλιστα αναγράφονταν στο βεράτιο που εξέδιδε ο σουλτάνος για την ανάληψη του αξιώματος του Πατριάρχη.

Στα κείμενα όμως της Τουρκοκρατίας η λέξη «ζητεία», ή σε μερικές περιπτώσεις «ζήτη», χρησιμοποιείται συνηθέστατα για να χαρακτηρίσει μια κοινότατη πρακτική που δεν ανήκε στη θεσμοθετημένη κατηγορία που αφορούσε ειδικά το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αλλά αποτελούσε ουσιαστικά μια μορφή εράνου, συλλογής ελεών, που πραγματοποιούσαν μέσω εκπροσώπων τους τα Πατριαρχεία, τα μοναστήρια, και οι μητροπόλεις. Συχνότερα από τη λέξη ζητεία χρησιμοποιείται η λέξη «ταξίδιον», προκειμένου να χαρακτηρίσει την περιοδεία για τη συλλογή ελεών, ίσως για να μην δημιουργείται σύγχυση με τα συνήθη δοσίματα προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Έτσι, το «ταξίδιον» αποτέλεσε έναν άλλον τρόπο δήλωσης της ζητείας ή του εράνου που τον απαντούμε συχνά σε συστατικές επιστολές και «απανταχούσες». Αυτοί που διεξήγαν τις περιοδείες ζητείας συχνά αποκαλούνται στα σύγχρονα κείμενα «ταξιδιάρηδες» ή «ταξιδευτές».

Η διάκριση ανάμεσα στη ζητεία για τη συλλογή των υποχρεωτικών δοσιμάτων προς το Πατριαρχείο και τον προαιρετικό έρανο που αποσκοπούσε στην κάλυψη έκτακτων αναγκών δεν είναι πάντα σαφής ιδίως κατά τους πρώτους αιώνες μετά την Άλωση. Από πράξη του Πατριάρχη Ματθαίου Α’ (1397-1410), που δεν φέρει χρονολογία, βλέπουμε πως συνιστά στους αρχιερείς τον ηγούμενο της μονής των Μαγγάνων Λουκά, ο οποίος περιόδευε για τη συνάθροιση βοήθειας για το Πατριαρχείο, την περιποίηση και λυχνοκαΐα της Αγίας Σοφίας και για τη συντήρηση των πενόμενων κληρικών. Πιθανότατα η πράξη αυτή ταυτίζεται με την πληροφορία από άλλη πηγή ότι το 1401, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους, ο Πατριάρχης Ματθαίος Α’ έστειλε ένα μοναχό να περιοδεύσει σε διάφορα μέρη, ανάμεσά τους και στη Σταυρούπολη, για τη συγκέντρωση έκτακτης οικονομικής βοήθειας. Κατά τον Μανουήλ Γεδεών η πρώτη γνωστή έξοδος για ζητεία πραγματοποιήθηκε κατά τη δεύτερη πατριαρχία του Συμεών Α’ του Τραπεζουντίου (1482-1486). Στη συνέχεια το φαινόμενο γενικεύτηκε ταχύτατα και από τα μέσα του 18ου αιώνα και μετά οι σχετικές πληροφορίες είναι πολυάριθμες και συχνά λεπτομερείς.

Τα χρήματα ή άλλα ποικίλα αφιερώματα που συλλέγονταν με τις ζητείες ανακούφιζαν την Εκκλησία και τα καθιδρύματά της από δυσβάστακτα χρέη ή άλλες έκτακτες ανάγκες που προέκυπταν κατά διαστήματα στους χαλεπούς εκείνους χρόνους. Ακόμα και πάγιες ανάγκες έπρεπε συχνά να καλυφθούν από την πηγή αυτή, που χρηματοδοτούσε επίσης και το φιλανθρωπικό έργο της Εκκλησίας. Εκτός από τα Πατριαρχεία, τα μοναστήρια και οι ναοί χρειάζονταν επίσης χρήματα για να πληρώσουν συσσωρευμένα χρέη, έκτακτα δοσίματα, ή για να εξασφαλίσουν άδεια για την επιδιόρθωση ή την ανακαίνισή τους είτε από τη φθορά του χρόνου, είτε από τις ποικίλου είδους φυσικές ή άλλες καταστροφές που προκαλούνταν από πολεμικές ή ληστρικές επιχειρήσεις. Είναι εύλογο πως η σημασία των ζητειών ήταν μεγάλη είτε επρόκειτο για τα συνήθη δοσίματα προς το Πατριαρχείο είτε για τη συλλογή ελεημοσύνης για την ανακούφιση των προβλημάτων της Εκκλησίας. Η επίσημη πατριαρχική ζητεία ήταν ζωτικής σημασίας για τα οικονομικά του Πατριαρχείου και η μη καταβολή της, όπως και των άλλων δοσιμάτων, αποτελούσε συχνά λόγο καθαίρεσης όσων αρχιερέων αρνούνταν να την καταβάλουν ή και αφορισμού. Την ίδια σπουδαιότητα είχε και η κατακράτηση των προσφορών των χριστιανών που προορίζονταν για εκκλησιαστικά ιδρύματα ή των ελεών που δίνονταν υπέρ του Παναγίου Τάφου. Για τον λόγο αυτό είχαν εκδοθεί πατριαρχικές αποφάσεις που κατέτασσαν τις υπεξαιρέσεις αυτές ανάμεσα στις πράξεις που αφορίζονταν από την Εκκλησία…

Για την ανάγνωση ολόκληρης της ανακοίνωσης της κυρίας Ελένης Αγγελομάτη-Τσουγκαράκη πατήστε διπλό κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο: Το φαινόμενο της ζητείας κατά τη μεταβυζαντινή περίοδο


Στο:Άρθρα - Μελέτες - Εισηγήσεις, Εκκλησιαστική Ιστορία αφορώσα στην Αργολίδα, Ψηφιακές Συλλογές Tagged: Alms, Argolikos Arghival Library History and Culture, Charity, Άρθρα, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Εκκλησία, Εκκλησιαστική Ιστορία, Ελένη Αγγελομάτη-Τσουγκαράκη, Ελεημοσύνη, Ζητεία, Ιστορία, Κοινωνία, Ορθοδοξία, Πατριάρχης, Πατριαρχείο, Ψηφιακές Συλλογές, Ψηφιακή βιβλιοθήκη

Στέφανου Α. Κουμανούδη – Ανέκδοτα κείμενα 1837-1845.

$
0
0

Στέφανου Α. Κουμανούδη – Ανέκδοτα κείμενα 1837-1845. («Ημερολόγιον»: επιμέλεια Σοφία Ματθαίου – «Πραγματεία κατά του Φαλλμεράυερ Ατελής»: επιμέλεια Παντελής Καρέλλος).


 

Στον παρόντα τόμο η Σοφία Ματθαίου και ο Παντελής Καρέλλος παρουσιάζουν δύο ανέκδοτα κείμενα του Στέφανου Α. Κουμανούδη από το προσωπικό του αρχείο το οποίο απόκειται στο Τμήμα Χειρογράφων και Ομοιοτύπων της Εθνικής Βιβλιοθήκης, πλουτίζοντας σημαντικά τις γνώσεις μας για έναν εξέχοντα εκπρόσωπο της ελληνικής λογιοσύνης. Διετέλεσε καθηγητής της λατινικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο (1846-1886), γραμματεύς της Αρχαιολογικής Εταιρείας (1859-1894), αρχαιολόγος και θεμελιωτής της μελέτης των αρχαίων ελληνικών επιγραφών στην Ελλάδα, λεξικογράφος και ποιητής, ενώ τον απασχολούσε κάθε πλευρά της νεοελληνικής ταυτότητας.

Στέφανος Aθ. Κουμανούδης (1818 - 1899). Η φωτογραφία δημοσιεύεται στο «Ημερολόγιο Σκόκου, 1900», σελίδα, 31.

Στέφανος Aθ. Κουμανούδης (1818 – 1899). Η φωτογραφία δημοσιεύεται στο «Ημερολόγιο Σκόκου, 1900», σελίδα, 31.

Ο Στέφανος Κουμανούδης είχε παραμείνει επί μακρόν μια μάλλον σκιώδης και απόμακρη παρουσία στην ιστορία της ελληνικής παιδείας, γνωστός κυρίως από το λατινο-ελληνικό λεξικό του. Η πνευματική φυσιογνωμία του Κουμανούδη φωτίστηκε με νέο φως χάρη στον Κ. Θ. Δημαρά, ο οποίος αναγνώρισε στο πρόσωπό του έναν από τους επιγόνους του Διαφωτισμού και ξανάφερε στο ερευνητικό προσκήνιο το πιο ενδιαφέρον του έργο, το λεξικό των ελληνικών νεολογισμών, το οποίο υπό τον τίτλο Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογιών πλασθεισών εκδόθηκε στη χαραυγή ακριβώς του εικοστού αιώνα, το 1900. Ογδόντα έτη αργότερα ο Κ. Θ. Δημαράς επανεξέδωσε το έργο με σημαντικά προλεγόμενα για την ιδεολογική σημασία των νεολογισμών και τη λεξικογραφική κωδικοποίησή τους. Έτσι συντελέστηκε κατά κάποιον τρόπο η επάνοδος του Στέφανου Κουμανούδη στη θεματολογία της έρευνας του νέου ελληνισμού.

Η ιστοριογραφική επάνοδος του Κουμανούδη, η οποία συντελέστηκε χάρη στον Κ. Θ. Δημαρά, λειτούργησε ως πρόσκληση προς νεότερους μελετητές να ασχοληθούν σοβαρά με το έργο του και να στοχαστούν επί της ιστορικής του παρουσίας ως συνισταμένης πολλών από τα φαινόμενα που συνθέτουν την πνευματική φυσιογνωμία του νέου ελληνισμού. Μεταξύ εκείνων που αναδέχθηκαν αυτή την πρόσκληση ξεχωρίζει η Σοφία Ματθαίου, η οποία αφιέρωσε στον Στέφανο Κουμανούδη μια αξιόλογη διατριβή και άλλες μελέτες.

Στον παρόντα τόμο οι δύο μελετητές παρουσιάζουν δύο ανέκδοτα κείμενα τα οποία συνέταξε ο Κουμανούδης κατά την περίοδο των σπουδών του στην Ευρώπη (Μόναχο, Βερολίνο, Παρίσι) και απηχούν τους προβληματισμούς των νεανικών του χρόνων. Το πρώτο, το οποίο επιμελείται η Σοφία Ματθαίου, είναι το προσωπικό ημερολόγιο που τηρούσε κατά το διάστημα 1837-1845. Παρά το γεγονός ότι οι εγγραφές δεν είναι καθημερινές, το ημερολόγιο συνιστά μια πρόσφορη πηγή για να ανιχνεύσουμε τα στάδια της διαμόρφωσης της προσωπικότητάς του.

Το δεύτερο, το οποίο επιμελείται ο Παντελής Καρέλλος, πραγματεύεται ένα από τα πιο επίμαχα ιστοριογραφικά ζητήματα του ελληνικού δεκάτου ενάτου αιώνα, τους ισχυρισμούς του Jakob Fallmerayer για την καταγωγή των νεότερων Ελλήνων. Αξίζει να σημειώσουμε την έμφαση που αποδίδει ο Κουμανούδης στη γλώσσα ως διαχρονικό γνώρισμα της ταυτότητας των Ελλήνων. Ιστορικότερη η μαρτυρία του ανέκδοτου ημερολογίου, φιλολογικότερη εκείνη του σχολιασμού των απόψεων του Fallmerayer, προσθέτουν αμφότερες σημαντικές φωτοσκιάσεις ώστε να καταστεί η πνευματική προσωπογραφία του Στέφανου Κουμανούδη συνθετότερη και ακριβέστερη.

Τα εκδιδόμενα στις επόμενες σελίδες ανέκδοτα κείμενα πλαισιώνονται χάρη στη φιλοπονία των επιμελητών με όλη την αναγκαία επιστημονική τεκμηρίωση που τα καθιστά αποτελεσματικότερα προσιτά στον αναγνώστη.

(Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης, από τον πρόλογο)

 

Στέφανου Α. Κουμανούδη - Ανέκδοτα κείμενα 1837-1845.

Στέφανου Α. Κουμανούδη – Ανέκδοτα κείμενα 1837-1845.

 

 

Η Pωξάνη Aργυροπούλου, οµότιµη διευθύντρια Ερευνών στο Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύµατος Ερευνών, γράφει για το βιβλίο στην Εφημερίδα «Βήμα», 18/12/2011, άρθρο με τίτλο:   

«Στέφανος Κουµανούδης: Τι πίστευε ένας διανοούμενος στη νεαρή Ελλάδα του 19ου αιώνα».

Ανέκδοτα κείµενα ενός από τους πρώτους σοφούς του ελληνικού κράτους. Πώς αντέκρουσε τον Φαλµεράιερ, γιατί θεωρούσε αρνητικό τον ρόλο της Ορθοδοξίας, τι έγραψε για τις κατευθύνσεις της Παιδείας.


Mετά το 1835, µια πλειάδα νέων διανοουµένων του Ελληνισµού της Διασποράς αποφασίζουν να εγκατασταθούν στην Aθήνα, την καινούργια πρωτεύουσα του ελληνικού βασιλείου. Ως ετερόχθονες γνωρίζουν την πατρίδα τους µόνο από αναγνώσεις. Γόνοι ευπόρων οικογενειών, έχουν αποκτήσει µια γερή παιδεία στα πανεπιστήµια της Δυτικής Eυρώπης και θα συµβάλουν µε τον ροµαντικό φιλελευθερισµό τους στη συγκρότηση του νεοπαγούς ελληνικού κράτους.

Aνάµεσά τους συγκαταλέγεται ο Στέφανος A. Kουµανούδης (1818-1899), ο οποίος διετέλεσε καθηγητής της Λατινικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήµιο (1846-1886), γραµµατεύς της Aρχαιολογικής Eταιρείας (1859-1894), θεµελιωτής της επιγραφικής στην Eλλάδα, αλλά και ποιητής, λεξικογράφος και µεταφραστής. H προσωπικότητά του, όπως επισηµαίνει στον πρόλογο του βιβλίου ο καθηγητής Π. M. Kιτροµηλίδης, παρέµενε στη σκιά έως ότου ο K. Θ. Δηµαράς αναγνώρισε στο πρόσωπό του έναν από τους επιγόνους του Διαφωτισµού.

Γεννηµένος στην Aδριανούπολη, όπου διδάχθηκε τα πρώ τα γράµµατα, ο Στέφανος A. Kουµανούδης µεγάλωσε στο Bελιγράδι και στη Σιλίστρα της Bουλγαρίας. Aποφασισµένος να ακολουθήσει πανεπιστηµιακή σταδιοδροµία, αρχίζει το 1835 την ακαδηµαϊκή του περιπλάνηση, που καλύπτει το Hµερολόγιό του, το οποίο εκδίδεται τώρα από τη Σοφία Mατθαίου, ερευνήτρια του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Ερευνών. O νεαρός φοιτητής επιλέγει µαθήµατα που προτίθεται αργότερα να διδάξει στο Πανεπιστήµιο της Aθήνας:
Αρχαιολογία, Ιστορία της Τέχνης, Αισθητική, Ιστορία της Eλλάδος και Ελληνική Γραµµατεία. Στο Mόναχο (1835-1840) και στο Bερολίνο (1840-1842) παρακολουθεί τις παραδόσεις περιφήµων λογίων της εποχής του: του κλασικού φιλολόγου Fr. Thiersch, που τον καθοδήγησε στις σπουδές του, του φιλοσόφου F. W. J. von Schelling, ο οποίος τον εισήγαγε στη φιλοσοφία της µυθολογίας, του ανατολιστή K. F. Neumann, του J. Görres, θεµελιωτή της γερµανικής λαογραφίας.

 

Γκραβούρα στην οποία απεικονίζεται το Πανεπιστήμιο Αθηνών, θεμελιωμένο το 1839. Ο Κουμανούδης ήταν ένας από τους πρώτους καθηγητές.

Γκραβούρα στην οποία απεικονίζεται το Πανεπιστήμιο Αθηνών, θεμελιωμένο το 1839. Ο Κουμανούδης ήταν ένας από τους πρώτους καθηγητές.

 

Βερολίνο, Παρίσι

 

Στο Bερολίνο τον διακρίνει ένα έντονο ενδιαφέρον για τα σύγχρονα ελληνικά πράγµατα· διαµορφώνει τις αντιλήψεις του για τις κατευθύνσεις που οφείλει να ακολουθήσει η νεοελληνική παιδεία, τονίζοντας το εθνικό της περιεχόµενο µε διαχρονικά γνωρίσµατα τα ήθη και τη συνέχεια της ελληνικής γλώσσας. Θεωρεί επιβεβληµένη τη µελέτη της δηµώδους γλώσσας και αναγκαίες τις ευρωπαϊκές πολιτιστικές µεταφορές στη φιλοσοφία και στην τέχνη γενικότερα. Στο Hµερολόγιο σχολιάζει επίσης τους έλληνες συµφοιτητές του, οι περισσότεροι των οποίων θα διακριθούν στη µετέπειτα ελληνική πολιτιστική ζωή (Eυθύµιος Kαστόρχης, Nικόλαος Kοτζιάς, Hρακλής Mητσόπουλος, Π. Eυστρατιάδης, Λ. Kαυταντζόγλου, Δηµ. Zέζος, Γ. Mακκάς, Eµµ. Kόκκινος κ.ά.).

Κατά τη διαµονή του στη γαλλική πρωτεύουσα (1842-1845), ο Kουµανούδης αναφέρεται σε επισκέψεις βιβλιοθηκών και σε λεπτοµερείς περιγραφές παραστάσεων όπερας και θεάτρου. Oι επικρίσεις του Kουµανούδη στους ισχυρισµούς του αυστριακού ιστορικού και πολιτικού Jakob Philipp Fallmerayer για την καταγωγή των νεοτέρων Eλλήνων περιλαµβάνονται στην έκδοση από τον Παντελή Kαρέλλο, δρα Βυζαντινής Ιστορίας και Φιλολογίας, της ηµιτελούς Πραγµατείας κατά του Φαλλµεράϋερ που γράφτηκε στα γερµανικά στο Bερολίνο και παραδίδεται τώρα µε παράλληλη ελληνική µετάφραση στο δεύτερο µέρος του βιβλίου.

 

Εθνική ταυτότητα

 

H Πραγµατεία, το πρώτο µέρος της οποίας δεν έχει διασωθεί, φανερώνει τη συµµετοχή του Kουµανούδη σε µια επίµαχη συζήτηση της νεοελληνικής ιστοριογραφίας, που σήµανε και την έναρξή της. Xωρίς να αρνείται τις σλαβικές εγκαταστάσεις στον ελληνικό χώρο, αποδεικνύει ότι ο ελληνικός λαός δεν αλλοιώθηκε από την κάθοδο των Σλάβων, επειδή βασικό στοιχείο της εθνικής του ταυτότητας συνιστά η φυσική εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας και των διαλέκτων της, που πηγάζουν από την αρχαία κοινή. Στη συνέχεια, αναπτύσσονται οι κατά τον νεαρό σπουδαστή αρνητικές επιπτώσεις του ορ θόδοξου δόγµατος στις καλές τέχνες, τη µουσική και την αρχιτεκτονική. H Πραγµατεία κλείνει µε την παρουσίαση λαϊκών µύθων, χωρίς να έχει ωστόσο διασωθεί ο σχολιασµός τους.

Tα δύο ανέκδοτα κείµενα που για πρώτη φορά παρουσιάζονται προέρχονται από το Aρχείο Kουµανούδη του τµήµατος Xειρογράφων και Oµοιοτύπων της Eθνικής Bιβλιοθήκης. H έκδοσή τους µε τις κατατοπιστικές εισαγωγές και τα σχόλια που τα πλαισιώνουν φωτίζει ενδιαφέρουσες πτυχές των φοιτητικών χρόνων του Kουµανούδη και της διαµόρφωσης της προσωπικότητάς του.

Στην τελευταία εγγραφή του Hµερολογίου, στις 26 Nοεµβρίου 1845 από την Aθήνα, ο Kουµανούδης διακατέχεται από αβεβαιότητα για τις γνώσεις του στη Λατινική Φιλολογία που πρόκειται να διδάξει στο Πανεπιστήµιο· στην πραγµατικότητα όµως ξεκινά γι’ αυτόν µια δηµιουργική πορεία στην ελληνική πνευµατική ζωή, όπου θα θέσει ποικιλοτρόπως τη σφραγίδα του.

 

Ανέκδοτα κείμενα 1837-1845

Ημερολόγιον. Πραγματεία κατά του Φαλλμεράϋερ ατελής

Στέφανος Α. Κουμανούδης
επιμέλεια: Σοφία Ματθαίου, Παντελής Καρέλλος
μετάφραση: Παντελής Καρέλλος

Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών (Ε.Ι.Ε.). Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών,
Αθήνα 2010, 318 σελ.
ISBN 978-960-7916-97-6


Στο:Βιβλία - Αργολίδα Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, ISBN 978-960-7916-97-6, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Βιβλία, Βιβλίο, Βιβλιοπαρουσίαση, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Ιστορία, Πρόσωπα, Παντελής Καρέλλος, Πολιτισμός, Στέφανος Κουμανούδης, Συγγραφέας, Σοφία Ματθαίου, Φαλλμεράυερ, Jakob Fallmerayer, Stefanos Koumanoudis

Η Άλωση του Παλαμηδίου

$
0
0

Η Άλωση του Παλαμηδίου – Ομιλία του Δρ. Γεωργίου Κόνδη στην Αίθουσα Βουλευτικού στις 28 Νοεμβρίου 2015


 

Ως των Αποστόλων Πρωτόκλητος

και του κορυφαίου αυτάδελφος

τον Δεσπότην των όλων, Ανδρέα,

ικέτευε, ειρήνην, τη οικουμένη δωρήσασθαι

και ταις ψυχαίς ημών το μέγα έλεος.

 

Μέσα σε βάναυσα σκοτεινιασμένο χώρο, φτιαγμένο πρώτα ν’ αποθέτουν οι χριστιανοί με προσευχή τις ελπίδες του βίου τους, μεταλλαγμένο όμως σε χαμώγι όπου η μούχλα και η πνιγηρή σκόνη του χρόνου έχουν βασίλειο˙ με πρόσωπο θαμμένο κάτω από μπάλες πέτρινες ολέθρου˙ εκεί φως μυστικό ελπίδας ανάλαμψε στους τοίχους του και ο ψαλμός του Αγίου Ανδρέα ακούστηκε εξαγνιστικός, χρόνια πολλά μετά τον ερχομό της τυραννίας και της σκλαβιάς.

Μια εικόνα, λίγα εκκλησιαστικά σκεύη δανεικά από παρακείμενη εκκλησία κι ένα απλό σιδερένιο μανουάλι με κεριά. Κι ήταν το μεγαλείο του ναού απερίγραπτο, όσο απερίγραπτος είναι ο δεύτερος άθλος της αναγέννησής του και άλλο τόσο απερίγραπτη η απλότητα και η ταπεινή ευχαριστήρια επίκληση των νικητών στον Άγιο, που τους αξίωνε να ζήσουν μέρα τέτοιου θριάμβου.

Ως των Αποστόλων Πρωτόκλητος

και του κορυφαίου αυτάδελφος

Ο καπετάν Στάϊκος Σταϊκόπουλος

Ο καπετάν Στάϊκος Σταϊκόπουλος

Ο λεβεντόπαπας Γιώργης Βελίνης γέμιζε με την κορμοστασιά του την ωραία πύλη της εκκλησίας του Αγίου Ανδρέα στο εσωτερικό του Παλαμηδιού.  Μαζί με όλο το εκκλησίασμα έψαλαν και πάλι το απολυτίκιο για τη μεγάλη εορτή που είχε ξημερώσει. Την εορτή του Αποστόλου Ανδρέα. Την εορτή της μεγάλης χαράς για το Ανάπλι και τους Έλληνες. Δεν πρόδιδε τούτη η λιόλουστη μέρα όσα είχαν προηγηθεί. Ούτε τα πρόσωπα του παπά και των άλλων αγωνιστών πρόδιδαν αγώνα, κούραση, αγωνία. Ίχνος ρυτιδιασμένου προσώπου δεν υπήρχε. Όλων τα πρόσωπα έλαμπαν. Πρώτος και καλύτερος ο καπετάνιος της μεγάλης νίκης ο Στάικος Σταϊκόπουλος, ζωσμένος ακόμα τ’ άρματά του όπως και οι άλλοι συντρόφοι του, με πρόσωπο λαμπερό και σώμα ανδρείο παρουσιαζόταν μπροστά στον Άγιο να τον ευχαριστήσει που στάθηκε αρωγός σε τούτη την υπεράνθρωπη προσπάθεια.

Δίπλα του γαλήνιος ο Δημήτρης Μοσχονησιώτης, ένιωθε βαθιά μέσα του τη χαρά της δικής του αντρειοσύνης. Μόλις λίγες ώρες είχαν περάσει από τη στιγμή που κάνοντας μέσα στο βροχερό σκοτάδι το σταυρό του, σαλτάρισε στο τείχος του προμαχώνα Γκιουρούς-τάμπια και έδωσε σινιάλο για να αρχίσει η απελευθέρωση του Παλαμηδιού. Και τώρα τίποτα δεν έδειχνε στο πρόσωπό του την ένταση εκείνων των στιγμών. Δίπλα σ’ αυτόν χαρούμενος και ντούρος σαν όλα τα παλικάρια, ο γέροντας Μανόλης Σκρεπετός. Ο Κρανιδιώτης αγωνιστής, γνώστης βήμα προς βήμα του Παλαμηδιού, εκείνος που κάτω από τον τεράστιο σωρό από λίθινες μπάλες έφερε στο φως της  λιόλουστης μέρας το ναό. Και σαν ο Απόστολος, αλαφρωμένος από το βάρος τόσων χρόνων να τον ευχαριστούσε, έβαζε το φως των κεριών από το μανουάλι να τονίζει τη γαλήνια σοφία που ανάβλυζε από το καθαρό πρόσωπο του γέροντα. Δίπλα και παραδίπλα του και σ’ όλο το εκκλησάκι που φωτιζόταν από τα κεριά και τα λαμπερά πρόσωπα, έστεκαν τα παλικάρια που πήραν μέρος σε τούτονε τον άθλο. Και παραέξω στην αυλή άλλοι πολλοί ευχαριστούσαν τον Απόστολο που τους ξημέρωσε σε τέτοια ένδοξη μέρα. Ο παπα-Βελίνης τους μοίρασε στο «Δι’ ευχών» το λιγοστό αντίδωρο που σαν από θαύμα άρτων έφτασε για όλους και τους ζήτησε να ψάλουν όλοι μαζί το μεγαλυνάριο του Αγίου Ανδρέα πριν πάρουν την κατεβασιά για την πόλη, εκεί όπου οι συζητήσεις για το αύριό της θα δυνάμωναν ξανά την αγωνία.

Χαίροις ο Πρωτόκλητος μαθητής

χαίροις σωφροσύνης και ανδρείας στήλη λαμπρά,

χαίροις ο του πάθους κοινωνός του Κυρίου

Απόστολε θεόπτα, Ανδρέα πάντιμε.

 

Αυτό που σήμερα γιορτάζουμε και θα προσπαθήσω να παρουσιάσω εις ανάμνησιν, είναι μια ιστορία ΑΠΟΚΟΤΙΑΣ. Από εκείνες τις μεγάλες που έκαναν τούτο τον τόπο να περάσει από τη σκλαβιά στην ελευθερία. Από εκείνες που τάραζαν τους τυράννους  όταν οι Έλληνες τις έκαναν πράξη, καθώς φαινότανε στα μάτια τους αδύνατον να γίνουν από θέληση και σώμα ανθρώπου και δεν λογάριαζαν πως στις αποκοτιές είναι η ψυχή που έχει τον πρώτο λόγο και κείνη που οδηγεί μυαλό και σώμα.  Από εκείνες, τέλος, τις αποκοτιές, που ύμνησε ο μεγάλος μας ποιητής Οδυσσέας Ελύτης χαράζοντας διαχρονικά τις λέξεις του πάνω στην Ιστορία : «Τέτοιας λογής αποκοτιές, ωστόσο, μαθαίνοντας οι Άλλοι, σφοδρά ταράχτηκαν». Ταράχτηκαν γιατί ο ίδιος ο ξεσηκωμός αποτελούσε τη μεγαλύτερη αποκοτιά που θα μπορούσε να σκεφτεί ανθρώπινος νους  μέσα στην οθωμανική αυτοκρατορία. Και να που τώρα ερχόταν να προστεθεί μια ακόμη και να αμφισβητήσει την άτρωτη δύναμη της τυραννίας.

Ποια δύναμη μπορούσε να οπλίσει με τόσο κουράγιο και παράτολμο θάρρος τις καρδιές του Σταϊκόπουλου και των συντρόφων του ώστε, τη νύχτα της 29ης προς 30 Νοεμβρίου να ξεκινήσουν κάτω από συνεχή βροχή για να καταλάβουν το Παλαμήδι και να φέρουν στον Εθνικό ξεσηκωμό μια περίλαμπρη νίκη στο αρχικό και δύσκολο ξεκίνημά του.

Στις πάνω βίγλες του Παλαμηδιού δυο σκιές που έζησαν από κοντά τα γεγονότα, τριγυρνούσαν από βίγλα σε βίγλα με την ίδια απορία. Ο Αυγουστίνος Σαγρέδος διοικητής τ’ Αναπλιού στο όνομα της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας από το 1711 και δίπλα του ο φημισμένος για τις οχυρωματικές κατασκευές του αρχιτέκτων-μηχανικός Λασάλ που ανέλαβε την κατασκευή του Παλαμηδιού.  Πέρασαν μήνες και χρόνια να φτιάξουν κάστρο άπαρτο από τις μεγάλες και δυνατές στρατιές των Τούρκων και να που λίγοι επαναστατημένοι Έλληνες ανέτρεπαν τώρα το μεγαλείο του έργου τους. Όσο κι αν επιθεωρούσαν τα τείχη για να εξηγήσουν στρατιωτικά τα γεγονότα, λογική εξήγηση δεν έβρισκαν, καθώς η ψυχή του αντρειωμένου είναι άυλη και μόνο με ψυχή μπορείς να καταλάβεις τους άθλους της.

Και την ψυχή αυτή εκφράζει ο λόγος του Στάικου στα παλικάρια του λίγο πριν προσπαθήσουν για μια ακόμη αλλά τελευταία φορά να καταλάβουν το κάστρο το άπαρτο :

 

«Το Παλαμήδι φημίζεται, σε τούτη την πλάση, άπαρτο. Όμως, η δόξα που σας σκεπάσει αν το αποχτήσετε, θα φωτίσει Ανατολή και Δύση. (….) Μοραΐτες, ομπρός, ας γιορτάσουμε σήμερα τη γιορτή τ’ Αγιαντρέα, που μας προστατεύει, πατώντας το πιο δυνατό κάστρο των οχτρών μας. (….) Οι γενναίοι, που κλείνουνε στα σωθικά τους τη φλόγα της λευτεριάς, ας σαλτάρουνε πρώτοι μαζί μου στο Παλαμήδι».

Καμπόσους αιώνες μετά, το 2000, ο κ. Ιωάννης Δρούλιας πλέκοντας το εγκώμιό του Στάικου που περιλαμβάνεται στην «Ανάμνηση του Ζατουνίτη Σταϊκόπουλου ως πορθητή του Παλαμηδίου»  μέρος της οποίας ακούστηκε σε τούτη την αίθουσα, θα επαναλάβει με όρους γλωσσολογικούς το ίδιο ερώτημα, την ίδια απορία : «Το Παλαμήδι ως «μέγα τείχος» – «τείχος και οχύρωμα» δυσπόρθητο, ήταν «άρρηκτον (ακατάλυτο) τείχος», καταφανώς απόρθητο και κατά λέξη «ανάλωτον» (δηλονότι αδύνατον να αλωθεί, ήτοι να κυριευθεί). Παρά ταύτα, η αδιανόητη, αδύνατη, απίθανη και απροσδόκητη άλωση ( = κατάληψη, κατάκτηση, κατακυρίευση) του Παλαμηδίου επιτελέσθηκε. Πως επιτελέσθηκε αυτή η εκπόρθηση;»

Παρ’ ότι τα γεγονότα είναι γνωστά και υπάρχει, μεταξύ άλλων σημαντικών μελετών, η κλασική πια «Ναυπλία» του Μιχαήλ Λαμπρινίδη και πιο πρόσφατα το εξαιρετικό ιστορικό του κ. Πάνου Λαλιάτση, θα παρακολουθήσουμε ένα σύντομο χρονικό καταγεγραμμένο σε ένα κείμενο σχεδόν άγνωστο στο ευρύ κοινό που αποτελεί όμως μια από τις καλύτερα τεκμηριωμένες και περισσότερο έγκυρες καταγραφές της Επανάστασης. Πρόκειται για τα απομνημονεύματα του Νικολάου Σπηλιάδη ο οποίος σημειώνει πως ο Στάϊκος λίγες μέρες πριν την προσπάθεια κατάληψης του κάστρου είχε ήδη «κατασκευάσει αναβάθρας, έχων σκοπόν να κυριεύσει εξ εφόδου το Παλαμήδι». Το βράδυ όμως εκείνο χάρη στις πολύτιμες πληροφορίες μιας γυναίκας και δυο ανδρών τουρκαλβανών, ξεπερνώντας τους αρχικούς ενδοιασμούς μην πρόκειται για παγίδευση, ο Στάικος και τα παλικάρια του παίρνουν τη μεγάλη απόφαση.

 

«Ο δε ρηθείς Μοσχονησιώτης», γράφει ο Σπηλιάδης, «προβάλλει ν’ αναβή πρώτος αυτός, προσφέρων εαυτόν ολοκαύτωμα εις τον βωμόν της πατρίδος. Τους λέγει δε, αν ακούσωσι κρότον πιστόλας, να πιστεύσωσιν ότι εφονεύθη από τους Τούρκους˙ και αν τον ακούσωσι κραυγάζοντα, να εικάσωσιν ότι συνελήφθη ζων και να φύγωσιν. Επομένως αποφασίζουσι να παρακολουθήσωσι τριακόσιοι πενήντα στρατιώται˙ ο μεν Στάικος με πενήντα σωματοφύλακας˙ ο δ’ αδελφός του Αθανάσιος με διακοσίους εβδομήντα και ο Γκομπερνάτης με τριάντα τακτικούς.

Εκινήθησαν δε προς το Παλαμήδι και αφού επλησίασαν εις θέσιν κατάλληλον, ίστανται, και ο Μοσχονησιώτης προχωρεί με μιαν αναβάθραν, την οποίαν φέρουσι καλόγηρός τις Μεγαλοσπηλαιώτης, καλούμενος Παφνούτιος και Έλλην τις, Πορτοκάλης ονόματι, και την βάλλουσιν εις το τοίχος του προμαχώνος Γκιουρούς τάμπια. Ανεβαίνει δ’ ο Μοσχονησιώτης, παρατηρεί,… επικαλείται την βοήθειαν του Εσταυρωμένου και προπατεί ακροποδιτί….».

Η κατάληψη του προμαχώνα του Αχιλλέα (Γκιουρούς τάμπια) αναίμακτα, θα δώσει φτερά στους μαχητές. Οι πύλες ανοίγουν και οι προμαχώνες καταλαμβάνονται ο ένας μετά τον άλλο: Φωκίων (Ταβίλ τάμπια), Θεμιστοκλής (Καρά τάμπια), Φρουραρχείο (Διζδάρ τάμπια), Επαμεινώνδας (Σεϊτάν τάμπια), Μιλτιάδης (Μπαζιργιάν τάμπια), Λεωνίδας (Τοπράκ τάμπια) και η κοινώς λεγομένη Αναβάθρα ή Ρομπέρ (Δενίζ καπού). Ο Σταϊκόπουλος έχει δώσει εντολές να μην ανοίξει μύτη όπου οι Τούρκοι παραδίδονται και μάλιστα στον προμαχώνα Μιλτάδη, όπου έχουν συγκεντρωθεί όσοι δεν πρόλαβαν να καταφύγουν στην πόλη, με σκοπό να ανατιναχθούν με την πυρίδα που διαθέτουν, διαδραματίζεται η παρακάτω σκηνή με τον Σταϊκόπουλο :

«εξελθών ολίγον προ της πύλης, όθεν ευκόλως ακούεται και προσκαλέσας τους αρχηγούς και τους προκρίτους, τους ελάλησε με τρόπον φιλάνθρωπον και τους εβεβαίωσε δια την ασφάλειαν της ζωής και της τιμής των και συνάμα αφήκεν ελευθέρους τους εν τω προμαχώνι Μπαζιργιάν τάμπια και κατήλθον εις την πόλιν όλως ανεπηρέαστοι και τους καθησύχασε».

Ο Σταϊκόπουλος κυριεύει το Παλαμήδιον.

Ο Σταϊκόπουλος κυριεύει το Παλαμήδιον.

Το πρωινό της 30ης Νοεμβρίου η βροχή έχει τελειώσει και ένα λαμπρός ήλιος χαρίζει γιορταστικές ανταύγειες στα τείχη του Παλαμηδιού. Μια μεγάλη νίκη ξημέρωσε για την ελληνική επανάσταση και ένας άθλος προστέθηκε στην ιστορική της πορεία. Με εξαίρεση την πτώση από την σκάλα και τον τραυματισμό του αρχιμανδρίτη Διονύσιου Βυζαντίου που ακολουθούσε το Μοσχονησιώτη στην κατάληψη του προμαχώνα Θεμιστοκλή (Καρά τάμπια) δεν άνοιξε μύτη και ούτε σκηνές αντεκδίκησης από τους Έλληνες κατοίκους της πόλης καταγράφονται.

Όταν κατελήφθη και ο τελευταίος προμαχώνας χωρίς αντίσταση περιγράφει ο Νικόλαος Σπηλιάδης:  «οι Τούρκοι προφθάσαντες έφυγον δια της προς την θάλασσαν πύλης και κατήλθον εις την πόλιν. Επειδή δε εις τις εξ αυτών επιστόλισεν, ήρχισαν τας ιαχάς οι Έλληνες και τότε ηκούσθη μεγάλη οχλοβοή εις το Ναύπλιον, ένθα οι Τούρκοι, άνδρες και γυναίκες, ήρχισαν να θρηνώσι και να οδύρωνται, καθόσον νομίζουσιν εαυτούς απολωλότας, φέροντες κατά νουν την αθέτησιν των προ ολίγου γενομένων συνθηκών, τα απειλάς του Κολοκοτρώνη και τα φρικτά εν Τριπολιτσά εκ της εφόδου πηγάσαντα δεινά».

Στην πιο σκληρή μάχη, σ’ έναν από τους μεγαλύτερους άθλους της ελληνικής επανάστασης, η Ιστορία πρέπει να υπογραμμίσει με εντονότερα γράμματα το έλεος και τη φιλανθρωπία που επέδειξαν οι νικητές στους ηττημένους.

«Οι δ’ Έλληνες», σημειώνει και πάλι ο Σπηλιάδης, «εδόξασαν τον Παντοδύναμον, όστις τους εχάρισε  πάλιν το εξακουστόν φρούριον του Ναυπλίου, το οποίον θ’ αποκατασταθή επομένως καθέδρα της Κυβερνήσεως και άσυλον των Ελλήνων και εις το οποίον η Ελλάς θα χρεωστή κατά μέγα μέρος την ελευθερίαν της».

Η κατάληψη του Παλαμηδιού αποτέλεσε ένα σημαντικό γεγονός για το μέλλον της Ελληνικής Επανάστασης. Το μέγεθος και η βαρύτητα του γεγονότος πέρασε γρήγορα τα σύνορα της Αυτοκρατορίας και έφτασε στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες προκαλώντας το θαυμασμό στις εχθρικές προς την επανάσταση ηγεσίες και τη χαρά στους φιλελληνικούς κύκλους.

O Γάλλος λοχαγός Gracy γράφει σε έκθεσή του στις 15 Δεκεμβρίου 1822 : Το Ανάπλι εκυριεύθη και τώρα έχουμεν εκτός από το φοβερόν φρούριον και λιμένι θαυμάσιον δια τα καράβια μας» και συνοψίζοντας τις εντυπώσεις που προκάλεσε το γεγονός στην Ευρώπη σημειώνει : «Το Ναύπλιον, το Γιβραλτάρ τούτο της Πελοποννήσου, ού ο λιμήν προστατευόμενος υπό της νησίδος του Βουρτσίου δύναται να περιλάβη εν ασφαλεία εξακόσια περίπου πλοία, περιελθόν ήδη εις τας χείρας των Ελλήνων εξασφαλίζει εντελώς την εν Πελοποννήσω επικράτησιν αυτών».

Ταυτόχρονα, η νίκη αυτή φώτισε σε μια δύσκολη αρχική περίοδο του Εθνικού Ξεσηκωμού τη σημασία της προσωπικότητας των ανθρώπων που ανέλαβαν το βάρος της αποκοτιάς και οδήγησαν την πατρίδα και το λαό της βήμα βήμα στην ελευθερία. Ανάμεσά τους ξεχωριστή βέβαια θέση κατέχει η προσωπικότητα του Σταϊκούλη και δεν είναι τυχαία η χρήση του χαϊδευτικού, ακόμη σήμερα, που υπογραμμίζει αυτή τη θέση στις καρδιές των ανθρώπων και όχι μόνο της Ιστορίας. Γόνος ευκατάστατης οικογένειας και από νεαρή ηλικία γνωστός για τις δεξιότητές του στο εμπόριο, θα μπορούσε να εξελιχθεί σε έμπορο και να γευτεί τα οφέλη μιας πλούσιας και ήρεμης ζωής.

Ο Σταϊκόπουλος όμως ήταν φτιαγμένος από άλλα υλικά. Από εκείνα που η Ιστορία ρίχνει στην ανθρώπινη πάστα για να φτιάξει άτομα ξεχωριστά που προσανατολίζουν και οδηγούν τους λαούς μέσα από τα σκοτάδια στα μεγάλα της ξέφωτα. Εκεί όπου η Δόξα δίνει στους ήρωες το ζηλευτό φιλί της.

Ο ποιητής Θεόδωρος Κωστούρος θα αποτυπώσει τη στιγμή με τον καλύτερο τρόπο στους στίχους του.

Αγέραστος κι αθάνατος, πάντα κοντά μας μένεις

του Εικοσιένα σταυραητέ, της λευτεριάς πουλί.

Ω Πορθητή του πιο τρανού κάστρου της οικουμένης

που δέχτηκες στο μέτωπο της Δόξας το φιλί.

Αντί λοιπόν για εμπορικό οίκο, ο Στάικος Σταϊκόπουλος, ο νέος από τη Ζάτουνα της Γορτυνίας, θα χρηματοδοτήσει την οργάνωση  στρατιωτικού σώματος και θα πάρει μέρος στο Μεγάλο Ξεσηκωμό του Έθνους. Μόλις 24 ετών θα γίνει, όπως γράφει ο Φωτάκος, «παντοτεινός πολιορκητής του Ναυπλίου» και η Ιστορία θα τον ανταμείψει, μετά από αρκετές προσπάθειες, με την κατάληψη του φημισμένου κάστρου του Παλαμηδιού και την απελευθέρωση της πόλης. Ο πρώτος λοιπόν και μεγαλύτερος βαθμός στο άνθος της νεαρής του ηλικίας ήταν «Στάικος Σταϊκόπουλος ο Πορθητής» και δευτερευόντως εκείνος του χιλιάρχου και του στρατηγού. Ως Πορθητής περνάει στην Ιστορία και με τον άθλο αυτό του Πορθητή φτάνει στ’ αυτιά και τις καρδιές των επαναστατημένων Ελλήνων. Ήδη πριν από αυτό, η επίσημη αναγνώριση της δράσης του καταγράφει στα  έγγραφα απόδοσης τιμής και στρατιωτικού βαθμού την πραγματική αξία του αγωνιστή :

Επει­δή ο καπητάν Στάϊκος Σταϊκόπουλος απ’ αρχής του παρόντος αγώνος άχρι τούδε έδω­κε προφανή τεκμήρια της στρατιωτικής αυτού ανδρείας, και μάλιστα της επιμονής, με την οποίαν διέμεινε προσκαρτερών εις την πολιορκίαν του Ναυπλίου, χωρίς να απαυδήση ποσώς δια τας μακράς ταλαιπωρίας, και δια τα οποία φοβερός μεν εις τους εχθρούς, αξιάγαστος δε εις τους ημετέρους κατεστάθη, και επειδή εις την προλάβούσαν των πολιορκουμένων εξόρμησιν προπολεμών ανδρείως, επληγώθη…

Το επίσημο δε κείμενο της αγγελίας της μεγάλης νίκης που φτάνει σε όλες τις πόλεις και τις φρουρές της επαναστατημένης χώρας εκφράζει ταυτόχρονα και τη χαρά των Ελλήνων για ένα σημαντικό βήμα στο δίκαιο αγώνα τους και τους εμψυχώνει για να συνεχίσουν νικηφόρα:

«Ο Πρόεδρος του Εκτελεστικού Διακηρύττει: Μεθ’ ημών ο Θεός…. Η ανδρεία και η φρόνησις του γενναιοτάτου μας χιλιάρχου Στάικου Σταϊκόπουλου και η προς αυτόν θεία χάρις τον ανέδειξεν πορθητήν. Εκυρίευσε το Παλαμήδι Ναυπλίου με έφοδον. Εις τα εξ ώρας της νυκτός ξημερώνοντας Πέμπτη και εορτή του Πρωτοκλήτου Αποστόλου Ανδρέου, ευρέθησαν οι Έλληνες εις το Παλαμήδι, κυριεύσαντες αυτό και στήσαντες τας τροπαιοφόρους σημαίας του Σταυρού. Χαίρετε Έλληνες, νέοι, χαίρετε!

Ερμιόνη 1 Δεκεμβρίου 1822. Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος

Χαμηλά στα πόδια του Παλαμηδιού ακούγονταν χαρούμενα στίχοι τραγουδισμένοι από δεκάδες στόματα παλικαριών :

«Όλα τα κάστρα κι αν χαθούν και όλα κι αν ρημάξουν

Το Παλαμήδι τόμορφο Θεός να το φυλάξη»

Ο Σταϊκόπουλος, ο αδελφός του Θανάσης, ο παπα-Γιώργης Βελίνης, ο Δημήτριος Μοσχονησιώτης, ο γερο-Μανόλης Σκρεπετός, ο Μεγαλοσπηλαιώτης μοναχός Παφνούτιος, ο Πορτοκάλης και ολόκληρο το εκκλησίασμα του Αγίου Ανδρέα, είχαν ήδη φτάσει στο κέντρο τ’ Αναπλιού όπου κορυφωνόταν η αγωνία για τις ώρες και τις μέρες που έρχονταν.

Στην πόλη οι συζητήσεις του Θοδωρή Κολοκοτρώνη, που είχε στο μεταξύ φτάσει με μήνυμα του Σταϊκόπουλου, με τους αγάδες είχαν σχεδόν καρποφορήσει. Ο Γέρος του Μοριά ήθελε με κάθε τρόπο να αποφύγει την επανάληψη της αιματοχυσίας που ακολούθησε την άλωση της Τριπολιτσάς  αμαυρώνοντας τη νίκη των Ελλήνων στα μάτια των ξένων. Οι  αγάδες είχαν συμφωνήσει να μεταφερθούν όλοι οι Τούρκοι με πλοία ελληνικά στα μικρασιατικά παράλια χωρίς τον οπλισμό τους. Κι ενώ όλα είναι έτοιμα και συμφωνημένα, όπως μας μεταφέρει την εικόνα ο Μιχαήλ Λαμπρινίδης στη «Ναυπλία» του,  ένας Αλβανός αγάς αρνήθηκε να παραδώσει τα όπλα απειλώντας μάλιστα να πάρει τους άντρες του και να μην αφήσει πέτρα στην πέτρα στην πόλη και την γύρω περιοχή. Οργισμένος ο Κολοκοτρώνης του απάντησε μ’ εκείνους τους αξεπέραστους συμβολισμούς της ελληνικής αποκοτιάς που χαράζουν και θα χαράζουν τα βήματα του Έθνους μέσα στην Ιστορία: «Ετούτη την πατρίδα αν μπορείτε κάφτε την! Οι πατέρες μας την έφτιασαν κι εμείς πάλι την ξαναφτιάνουμε…».

Χρόνια πολλά στο Ναύπλιο

Στην Αργολίδα.

Χρόνια πολλά σε όλες και όλους εσάς.

Γεώργιος Κόνδης

Διαβάστε ακόμη: 


Στο:Άρθρα - Μελέτες - Εισηγήσεις, Ναύπλιο, Πρόσωπα & γεγονότα του΄21 Tagged: 1821, Argolikos Arghival Library History and Culture, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Γεώργιος Κόνδης, Επανάσταση 21, Ιστορία, Μοσχονησιώτης Δημήτριος, Ναύπλιο, Οπλαρχηγός, Παλαμήδι, Σταϊκόπουλος Στάϊκος, Staikos Staikopoulos

Μαυροβούνιοι Εθελοντές στον Εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων στα 1821

$
0
0

Μαυροβούνιοι Εθελοντές στον Εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων στα 1821. Ιωάννης Α. Παπαδριανός.  Βαλκανικά Σύμμεικτα, τόμος 11 (1999-2000)-Περιοδική έκδοση του Ιδρύματος Μελετών Χερσονήσου του Αίμου


 

Η απόφαση των Ελλήνων να πάρουν το 1821 τα όπλα εναντίον των Τούρκων συγκίνησε βαθιά τις ψυχές και των άλλων βαλκανικών λαών, οι οποίοι στέναζαν και αυτοί κάτω από τον ίδιο σκληρό ζυγό της δουλείας. Για τον λόγο αυτόν η εξέγερση των Ελλήνων μετατράπηκε σε πόλο έλξης, γύρω από τον οποίο συσπειρώθηκαν όλες οι προοδευτικές δυνάμεις της Βαλκανικής Χερσονήσου. Ο παμβαλκανικός χαρακτήρας του ελληνικού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος φαίνεται κυρίους στη συμμετοχή σ’ αυτόν πολλών Βαλκάνιων εθελοντών, μεταξύ των οποίων αρκετοί κατάγονταν από το Μαυροβούνιο [1].

Ήδη από την αρχή της εισηγήσεώς [2] μας οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι, ενώ για τους Ευρωπαίους και τους Αμερικανούς εθελοντές υπάρχει πλούσια βιβλιογραφία, για τους εθελοντές από τα Βαλκάνια, που συμμετείχαν στους αγώνες για την απελευθέρωση της Ελλάδας, έχουν γραφτεί πολύ λίγα [3]. Η διαφορά των κοινωνικών συστημάτων και η καχυποψία, που επικράτησαν ανάμεσα στους βαλκανικούς λαούς μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αποτέλεσαν τη βασική αιτία για την καθυστέρηση της διαβαλκανικής έρευνας. Τα τελευταία όμως χρόνια άρχισαν σιγά-σιγά να έρχονται στην επιφάνεια πολύτιμες αρχειακές πηγές, οι οποίες μας βοηθούν να καθορίσουμε, κατά το δυνατόν, την έκταση της συμμετοχής των Βαλκάνιων εθελοντών στην επαναστατημένη Ελλάδα, καθώς και την ποιότητα των υπηρεσιών τους προς αυτήν. Αρκετοί από τους παραπάνω εθελοντές κατάγονταν από το Μαυροβούνιο, πρόσφεραν δε και αυτοί, όπως και οι υπόλοιποι Βαλκάνιοι εθελοντές, πολύτιμες υπηρεσίες στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων. Με τους Μαυροβούνιους ακριβώς εθελοντές, που πολέμησαν στο πλευρό των επαναστατημένων Ελλήνων στα 1821, προτιθέμεθα να ασχοληθούμε στην παρούσα ανακοίνωση. Επειδή όμως τα χρονικά όρια μιας εισήγησης είναι περιορισμένα, θα αναγκασθούμε εδώ να εξετάσουμε μόνο ορισμένους από τους εθελοντές αυτούς· προηγούμενος όμως, ας μας επιτραπεί να παραθέσουμε μερικές γενικές  διαπιστώσεις. Συγκεκριμένα:

1) Τα Μαυροβουνιώτικα σώματα, στα οποία περιλαμβάνονταν και άλλοι Βαλκάνιοι, και κυρίως Σέρβοι, στην αρχή βρίσκονταν κάτω από τη γενική αρχηγία Έλληνα οπλαρχηγού. Με το πέρασμα όμως του χρόνου και την ανάδειξη ηγετικών ικανοτήτων των στελεχών τους τα παραπάνω σώματα απέκτησαν αυτοτέλεια δράσης και κίνησης και συνεργάζονταν κατά τρόπο ισότιμο με τα ελληνικά σώματα [4].

2) Πολλοί Μαυροβούνιοι μαχητές της Ελληνικής Ανεξαρτησίας, ήδη από τα μέσα του 1824, κατέλαβαν ανώτερα ή ανώτατα στρατιωτικά αξιώματα χάρη στις πολεμικές τους αρετές, την εμπειρία και τα διοικητικά τους προσόντα [5].

3) Ορισμένοι από τους Μαυροβούνιους εθελοντές εξελληνίστηκαν πέρα ως πέρα, έμαθαν την ελληνική γλώσσα, πολιτογραφήθηκαν Έλληνες και συνήθισαν γρήγορα στον ελληνικό τρόπο σκέψεως και ζωής. Επίσης, αρκετοί από τους απογόνους των εθελοντών αυτών θα ακολουθήσουν τη στρατιωτική σταδιοδρομία των πατέρων τους και θα διακριθούν στα διάφορα πεδία των μαχών [6].

4) Οι περισσότεροι από τους Μαυροβούνιους μαχητές, θέλοντας κυρίως να εξασφαλίσουν τους συγγενείς τους που εξακολουθούσαν να ζουν στις ιδιαίτερες πατρίδες τους από τυχόν τουρκικά αντίποινα, μετέβαλλαν αμέσως μετά την ενεργό συμμετοχή τους στον Ελληνικό αγώνα, το επώνυμό τους. Γι’ αυτό και στα σωζόμενα έγγραφα αναγράφεται μόνο το βαφτιστικό τους όνομα, στο οποίο προστίθεται, ως επώνυμο, το όνομα της εθνικότητας ή της πόλης της καταγωγής τους [7].

5) Η συμμετοχή των Μαυροβουνίων εθελοντών, όπως και των άλλων Βαλκάνιων, στην Ελληνική Επανάσταση του 1821 υπαγορευόταν από διαφόρους λόγους. Άλλοι πίστευαν ότι ο αγώνας των Ελλήνων θα είχε ως αποτέλεσμα την απελευθέρωση και της δίκης τους πατρίδας και άλλοι νόμιζαν ότι έφθασε η αποφασιστική στιγμή για την οριστική μονομαχία «υπέρ πίστεως και πατρίδας». Ορισμένοι, πάλι, πήραν μέρος στον Αγώνα υπακούοντας στην επαναστατική τους ορμή· τέλος, υπήρχαν και εθελοντές που προσχώρησαν στην Ελληνική Επανάσταση κάτω από την πίεση ποικίλων περιστατικών [8].

Έπειτα από τις γενικές αυτές διαπιστώσεις, ας δούμε ορισμένους από τους Μαυροβούνιους συναγωνιστές των Ελλήνων επαναστατών στα 1821. Διευκρινίζουμε δε εδώ ότι, κατά την παράθεση των ονοματεπωνύμων, θα ακολουθηθεί η αλφαβητική – ελληνική – σειρά.

Συγκεκριμένα:

Μαυροβουνιώτης Βάσος (1797-1847). Μαυροβουνιώτης οπλαρχηγός κατά τους χρόνους του ελληνικού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος και σπουδαίος στρατιωτικός παράγοντας κατά την περίοδο της βασιλείας του Όθωνα με σημαντική πολιτική επιρροή Γεννήθηκε στο Πετροπαύλιτς του Μαυροβούνιου το έτος 1797 και γύρω στα 1817, μαζί με σημαντικό αριθμό συγγενών του, κατέφυγε στη Μικρά Ασία για να αποφύγει διώξεις των τουρκικών αρχών της πατρίδας του. Δυστυχώς, τα στοιχεία, που διαθέτουμε για τη δράση του στη Μικρά Ασία, είναι ελάχιστα. Το πιθανότερο είναι να είχε εργαστεί ως επιστάτης σε κτήματα Οθωμανού γαιοκτήμονα ή σε κάποια τουρκική στρατιωτική υπηρεσία. Το 1820 αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Μικρά Ασία, κυνηγημένος για αξιέπαινη πράξη. Κατέφυγε τότε στην Αθήνα και εντάχτηκε ως μπαϊρακτάρης στον στρατό του «σιλιχτάρη» (διοικητή) της πόλης Μπαμπά πασά, ο οποίος ετοιμαζόταν να εκστρατεύσει εναντίον του Αλή πασά του Τεπελενλή που είχε αποστατήσει από την Υψηλή Πύλη [9].

Προσωπογραφία του αγωνιστή Βάσου Μαυροβουνιώτη (1797-1847). Λάδι σε μουσαμά, έργο του Νικηφόρου Λύτρα, Μουσείο Μπενάκη.

Προσωπογραφία του αγωνιστή Βάσου Μαυροβουνιώτη (1797-1847). Λάδι σε μουσαμά, έργο του Νικηφόρου Λύτρα, Μουσείο Μπενάκη.

Κατά την επαναστατική περίοδο 1821-1827, ο Βάσος Μαυροβουνιώτης [10] έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο. Αφού καθιερώθηκε κατά το πρώτο έτος του Αγώνα (1821), μαζί με τον φίλο του Νικόλαο Κριεζώτη, ως στρατιωτικός παράγοντας στην περιοχή της νήσου Εύβοιας, πήρε μέρος σε αιματηρές μάχες εναντίον του Ομέρ πασά της επαρχίας Καρυστίας, όπως στα Στύρα όπου τραυματίστηκε, στις Πετριές και στο Κάδι, ενώ κατά το δεύτερο έτος της Επανάστασης (1822) αντιμετώπισε επιτυχώς τους Τούρκους στρατιωτικούς Ομέρ μπέη, Τζαχαρτζή – Αλή πασά και Σανδή – Ντίμπα στα Πολιτικά, στα Βρυσάκια, στα Βλαχοχώρια, στη Βάθεια και πάλιν στα Στύρα (12 Ιανουάριου 1822).

Το έτος 1823, έχοντας ήδη πάρει τους βαθμούς του πεντακοσιάρχου και κατόπιν του χιλιάρχου, αμύνθηκε με γενναιότητα στην τοποθεσία Πύργος του Καστροβαλά, η οποία βρισκόταν στο γνωστό λιμάνι της Κύμης, εναντίον του Γεπτσάραγα [11]. Επίσης το ίδιο έτος εξεστράτευσε με 300 άντρες του και με πλοία Ψαριανά εναντίον της σπουδαίας για την Επανάσταση νήσου της Θάσου· εκεί, μολονότι υπήρχε αρκετός τουρκικός στρατός, κατέστρεψε ολοκληρωτικά σχεδόν το οθωμανικό στοιχείο της νήσου [12]. Κατά τη διάρκεια δε του επόμενου χρόνου (1824), οπότε και ανέβηκε στο αξίωμα του στρατηγού [13], μεταφέρθηκε με το σώμα του στην Ύδρα και ανέλαβε τη φύλαξή της νήσου αυτής, η οποία παρείχε στον Αγώνα τα περισσότερα και καλύτερα πλοία.

Αλλά η δραστηριότητα του Μαυροβουνιώτη στρατηγού θα συνεχιστεί και κατά τα επόμενα χρόνια [14]. Έτσι, το 1825, με διαταγή της κυβέρνησης προωθείται στην Πελοπόννησο και παίρνει μέρος στις μάχες του Νεοκάστρου (15/27 Μαρτίου) και του Κρεμμυδιού εναντίον του Ιμπραήμ πασά, ο οποίος απειλούσε να καταπνίξει την Επανάσταση. Μετά την καταστροφή δε των ελληνικών δυνάμεων στο Κρεμμύδι (17/19 Απριλίου), επανήλθε στη Στερεά Ελλάδα και διατάχτηκε να επιτεθεί εναντίον των Σαλώνων (Άμφισσας). Εδώ πολιόρκησε στενά τους Τούρκους, αλλά, λόγω ελλείψεως τροφίμων, αναγκάστηκε να μεταβεί στη θέση Φουντάνα, όπου και επέφερε μεγάλη καταστροφή στον εχθρό πολεμώντας σαν πραγματικός ήρωας. Επίσης, κατά το ίδιο έτος διεξήγε με επιτυχία πολεμικές επιχειρήσεις στις Θερμοπύλες και στη Ρούσσα εναντίον του Κεχαγιάμπεη [15].

Τον επόμενο χρόνο (1826), ο Βάσος Μαυροβουνιώτης, μαζί με άλλους οπλαρχηγούς, έλαβε μέρος σε μια εκστρατεία εναντίον του μακρινού Λιβάνου, η οποία, εκτός από τολμηρή, ήταν ταυτόχρονα και αυθαίρετη αφού δεν είχε την έγκριση της Προσωρινής Διοίκησης της επαναστατημένης Ελλάδας. Συγκεκριμένα, ο εγκαταστημένος από το 1820 στον Λίβανο έμπορος Χατζή Στάθης Ρέζης, που είχε στενές σχέσεις με τον εμίρη της περιοχής Μπεσίρ και ο οποίος είχε παρουσιαστεί στο Βουλευτικό Σώμα ισχυριζόμενος ότι διερμήνευε τις γνώμες των προυχόντων του Λιβάνου, είχε προτείνει στις 25 Οκτωβρίου του 1824 συμμαχία της χώρας εκείνης με την Ελλάδα με αντικειμενικούς σκοπούς την απελευθέρωση του Λιβάνου και της Κύπρου από την τουρκική σκλαβιά· μια τέτοια δε συμμαχία, τόνιζε ο Ρεζής, θα δημιουργούσε σοβαρό αντιπερισπασμό στις δυνάμεις του σουλτάνου και του Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου, ο οποίος είχε στείλει τον θετό γιο τον Ιμπραΐμ στην Πελοπόννησο με εντολή να καταπνίξει με κάθε τρόπο την επανάσταση. Το Βουλευτικό Σώμα δέχτηκε την πρόταση και ενέκρινε ως αντιπροσώπους του τον Χατζή Στάθη Ρέζη, τον Αντώνιο Τζούνη και τον Κύπριο αγωνιστή Χαράλαμπο Μάλη. Αλλά και το Εκτελεστικό Σώμα, αν και κάπως αργά, με έγγραφό του της 13ης Ιουλίου του 1825 ενέκρινε την παραπάνω απόφαση και ζήτησε από τον Ρεζή να συνοδεύσει και να καθοδηγήσει, ως γνώστης προσώπων και πραγμάτων, τους Έλληνες απεσταλμένους. Τον Τζούνη δε, ο οποίος αρνήθηκε τελικά να συμμετάσχει στην αποστολή, τον αντικατέστησε ο Γρηγόριος Δενδρινός, επίσκοπος Ευδοκιάδος. Όλους λοιπόν αυτούς η Προσωρινή Διοίκηση τους εφοδιάζει με έγγραφα προς τον εμίρη Μπεσίρ, προς τους φυλάρχους, τους ιερωμένους και τους προκρίτους του Λιβάνου, για να συνεννοηθούν μαζί τους για τους τρόπους της συνεργασίας των δύο τόσο απομακρυσμένων χωρών [16]. Αλλά και μια άλλη παράλληλη κίνηση παρατηρείται τότε που προερχόταν από ορισμένους Κύπριους πρόσφυγες, οι οποίοι, εμφορούμενοι από θερμό πατριωτισμό, φθάνουν ως τη σύλληψη σχεδίων που, υλοποιούμενα, θα είχαν απρόβλεπτες συνέπειες για την Κύπρο και την επαναστατημένη Ελλάδα γενικότερα [17].

Τα σχέδια όμως των εκστρατειών εναντίον του Λιβάνου και της Κύπρου γίνονταν σε μια περίοδο που η Προσωρινή Διοίκηση είχε να αντιμετωπίσει σοβαρότερα εσωτερικά προβλήματα, όπως ήταν η θανάσιμη απειλή του Ιμπραΐμ στην Πελοπόννησο και οι συντονισμένες επιχειρήσεις του Κιουταχή πασά στη Στερεά Ελλάδα που έτειναν στην κατάπνιξη της επανάστασης στην περιοχή. Γι’ αυτό και τα εν λόγω σχέδια εγκαταλείφθηκαν από την Προσωρινή Διοίκηση. Οι συζητούμενες, ωστόσο, επιχειρήσεις έγιναν γνωστές σ’ ένα κύκλο τολμηρών στρατιωτικών, όπως του Βάσου Μαυροβουνιώτη, του Χατζή Μιχάλη Ταλιάνου και του Νικόλαου Κριεζώτη, οι οποίοι έβλεπαν ότι ένα τέτοιο εγχείρημα θα μπορούσε να τους φέρει όχι μόνο πολεμική δόξα, αλλά και σημαντικά υλικά κέρδη. Οι κινήσεις όμως αυτές των στρατιωτικών, αν και ήταν μυστικές, δεν άργησαν να γίνουν αντιληπτές από τον Κύπριο πατριώτη Χαράλαμπο Μάλη, ο οποίος επιθυμούσε η εκστρατεία εναντίον του Λιβάνου και της Κύπρου να πραγματοποιηθεί υπό τον έλεγχο των επισήμων πολιτικιών αρχών και όχι να πάρει τη μορφή ιδιωτικής επιχείρησης και με ιδιοτελείς σκοπούς· γι’ αυτό και έσπευσε να ειδοποιήσει την ελληνική κυβέρνηση. Έτσι, με αναφορά του της 29ης Ιανουάριου 1826 προς το Βουλευτικό Σώμα κατήγγειλε τις ύποπτες κινήσεις των στρατιωτικών και ζήτησε να ληφθούν μέτρα εναντίον των πρωταγωνιστών των κινήσεων αυτών [18].

Η ελληνική κυβέρνηση, που δεν είχε πληροφορίες για τις παραπάνω μυστικές ζυμώσεις, ζητεί από το Βουλευτικό Σώμα να καταβάλλει κάθε προσπάθεια, ώστε να εμποδιστεί το παράτολμο εγχείρημα των στρατιωτικών. Με το ίδιο δε πνεύμα γράφει και προς τους προκρίτους των νησιών Ύδρας, Σπετσών και Ψαρών, καθώς και στην ψυχή του Αγώνα Θεόδωρο Κολοκοτρώνη που επηρέαζε αποφασιστικά τους στρατιωτικούς κύκλους. Παρόλα αυτά, ο Βάσος Μαυροβουνιώτης και οι ομοϊδεάτες του εμμένουν στα σχέδιά τους και αναπτύσσουν έντονη δραστηριότητα για την πραγματοποίησή τους. Ως τόπος συγκέντρωσης ορίζεται η νήσος Κέα (Τζια), στην οποία, κατά το χρονικό διάστημα από τον Δεκέμβριο του 1825 ως το Φεβρουάριο του 1826, συρρέουν διάφοροι οπλοφόροι υπό την αρχηγία του Βάσου Μαυροβουνιώτη, του Χατζή Μιχάλη Ταλιάνου, του Νικολάου Κριεζώτη, του Σταύρου Λιακόπουλου και του Χατζή Στεφάν ή Βούλγαρη που συνολικά θα ξεπεράσουν τους 2.000 άνδρες. Οι οπλοφόροι όπως αυτοί, επειδή δεν βοηθούνταν από την κυβέρνηση, αναγκάζονταν πολλές φορές να καταπιέζουν τους κατοίκους της περιοχής για να τους προμηθεύσουν τρόφιμα [19].

Τέλος, κατά το τέλος Φεβρουάριου, το σώμα των οπλοφόρων αναχώρησε με 14 καράβια, στις αρχές δε Μαρτίου έφτασε στις ακτές της Συρίας έξω από τη Βηρυτό, όπου έκαμε απόβαση και κατέλαβε έναν ακρινό παραθαλάσσιο πύργο και μερικά σπίτια· απ’ εκεί ήλθε σε επαφή με τον εμίρη Μπεσίρ, αλλά αυτός ζήτησε από τους οπλαρχηγούς τα πληρεξούσιά τους γράμματα, τα οποία βέβαια αυτοί δεν διέθεταν. Διατάχτηκαν λοιπόν να αναχωρήσουν, όσο το δυνατόν γρηγορότερα, προτού συγκεντρωθούν και επιτεθούν εναντίον τους οι Άραβες. Έτσι αναγκάστηκαν, στις 25 Μαρτίου, να φύγουν άπρακτοι και να παραιτηθούν από μια τολμηρή επιχείρηση σε ξένη χώρα σε εποχή, κατά την οποία η παρουσία και η συνδρομή τους στο πολιορκούμενο Μεσολόγγι που περνούσε αγωνιώδεις στιγμές θα ήταν ανεκτίμητη. Κατά την επιστροφή τους, προσέγγισαν στην Κύπρο, όπου τρομοκράτησαν τους Τούρκους κατοίκους του νησιού, έπιασαν κατόπιν στα παράλια της Κιλικίας ένα αυστριακό καράβι και, τέλος, μέσω της νήσου Άνδρου ξαναγύρισαν στην επαναστατημένη Ελλάδα [20].

Μετά την επιστροφή από το Λίβανο, ο Βάσος Μαυροβουνιώτης θα διακριθεί στη μάχη στη θέση «Λυκόραμα», απέναντι από τα νησιά Πεταλιοί [21]. Στη θέση αυτή θα φθάσει στις 5 Απριλίου του 1826 ο Μαυροβουνιώτης πολέμαρχος με 800 περίπου άνδρες και με τρία πολεμικά πλοία και μαζί με τον Νικ. Κριεζώτη και Χατζή Μιχάλη Ταλιάνο θα σώσει τους Έλληνες από τον ασφυκτικό τουρκικό κλοιό, που είχε σχηματιστεί γύρω από αυτούς [22]. Κατά τους υπόλοιπους δε μήνες του 1826 ο Βάσος Μαυροβουνιώτης θα λάβει ενεργό μέρος σε τρεις μάχες στα Λιόσια της Αττικής εναντίον του σιλιχτάρη και κατόπιν σε δύο μάχες στο Χαϊδάρι και την Ελευσίνα εναντίον του Ρούμελη – Βαλεσί Κιουταχή πασά, όπου θα εκτιμηθούν από την ελληνική κυβέρνηση δεόντως τα στρατιωτικά του προσόντα [23]. Αλλά και κατά το επόμενο έτος (1827) ο Βάσος Μαυροβουνιώτης θα πολεμήσει με πείσμα εναντίον Κιουταχή πασά και κυρίως στο Καματερό και στη Λιάτανη [24].

Κατά τους εμφυλίους πολέμους (1824-1825), ο Βάσος Μαυροβουνιώτης συστοιχήθηκε, όπως άλλωστε και η συντριπτική πλειοψηφία των μη Πελοποννησίων οπλαρχηγών, με την πλευρά των λεγομένων κυβερνητικών, επικεφαλής των οποίων βρισκόταν η οικογένεια των Κουντουριωτών. Από πολιτική δε άποψη ήταν ενταγμένος στο Γαλλικό κόμμα του Ιωάννη Κωλέττη, διατηρώντας όμως ταυτόχρονα και μια ανεξαρτησία κινήσεων, καθώς, με τον αδελφοποιτό του Νικόλαο Κριεζώτη και ορισμένους άλλους μεγαλοκαπετάνιους της Ανατολικής Στερεός, είχαν συμπήξει ξεχωριστή στρατιωτικοπολιτική ομάδα μέσα στους κόλπους του Γαλλικού κόμματος [25].

Κατά τη διάρκεια της Καποδιστριακής περιόδου, ο Βάσος Μαυροβουνιώτης εντάχτηκε στον νέο στρατιωτικό οργανισμό του Κυβερνήτη, δηλαδή στις χιλιαρχίες και ανέλαβε τη διοίκηση της ΣΤ’ Χιλιαρχίας. Σαν διοικητής δε της χιλιαρχίας αυτής πολέμησε σε μια σειρά ολόκληρη μαχών για την ανακατάληψη της Στερεάς Ελλάδας· συγκεκριμένα, στο Στεβενίκο και Λιβαδειά κατά του Ομέρ πασά της Καρύστου, στην πολιορκία της ακρόπολης της Άμφισσας εναντίον του Μεχμέτ – Ντέβολη, στο Μαρτίνο της Λιβαδειάς εναντίον του Μαγιούτ πασά και, τέλος, στη Λιθάδα της Εύβοιας κατά του Ομέρ πασά. Αλλά και τον επόμενο χρόνο (1829), έδωσε δύο σκληρές μάχες κατά του «σιλιχτάρη» στα Χάσια της Αττικής (Άγιος Ιωάννης), τερματίζοντας έτσι μια πλούσια στρατιωτική σταδιοδρομία με συμμετοχή σε τριανταέξι περίπου μάχες, πολιορκίες και εκστρατείες [26].

Η Οθωμανική περίοδος υπήρξε η πιο ευνοϊκή για τον Βάσο Μαυροβουνιώτη. Ο Μαυροβουνιώτης πολέμαρχος ήταν ένας από τους λίγους ατάκτους αξιωματικούς της προηγούμενης περιόδου που κατόρθωσαν να ενταχθούν στον νέο Οθωνικό στρατό. Η σταδιοδρομία του υπήρξε εντυπωσιακή: μέλος της επιτροπής που είχε σαν σκοπό να εξετάσει τις εκδουλεύσεις που παρείχαν και τη διαγωγή που επέδειξαν κατά την Επανάσταση οι αξιωματικοί των ατάκτων σωμάτων (1833)· συνταγματάρχης – επιθεωρητής Αττικής και Βοιωτίας (1834)· αρχηγός της Οροφυλακής Φθιώτιδας (1836)· υποστράτηγος (1843) και βασιλικός υπασπιστής (1846) [27].

Ο Βάσος Μαυροβουνιώτης υπήρξε μια από τις πιο χαρακτηριστικές μορφές της περιόδου που έζησε. Ο φυγάς του Μαυροβούνιου και της Μικρός Ασίας ήρθε στην επαναστατημένη Ελλάδα και, χωρίς να ανήκει στα παλαιά μεγάλα αρματολικά τζάκια, κατόρθωσε, στηριγμένος μόνο στα προσόντα του [28], να ανέβει στις υψηλές βαθμίδες της στρατιωτικής ιεραρχίας και να παίξει σημαντικό ρόλο στην κοινωνία της μετεπαναστατικής Ελλάδας. Πέθανε σχετικά νέος στις 9 Ιουνίου 1847, από πνευμονία [29].

Σχετικά με την οικογενειακή κατάσταση του Μαυροβουνιώτη πολέμαρχου, γνωρίζουμε ότι παντρεύτηκε μια από τις πιο διάσημες γυναίκες της εποχής την Ελέγκω (Ελένη) Μαυροβουνιώτη, το γένος Ιωαννίτη [30], και απέκτησε μαζί της τέσσερις γιους: τον Γεώργιο, τον Τιμολέοντα, τον Αλέξανδρο και τον Κωνσταντίνο. Από τους γιους της Ελέγκως και του Βάσου Μαυροβουνιώτη θα αναδειχτεί κυρίως ο Τιμολέων, ο οποίος, εκτός από τα άλλα, θα διακριθεί και κατά την Κρητική Επανάσταση του 1897 [31].

Μαυροβουνιώτης Ράντος. Αδελφός του Βάσου. Πολέμησε ηρωικά επί τρία έτη εναντίον των Τούρκων στη νήσο Εύβοια- το τέταρτο δε έτος της επανάστασης στο νησί Ψαρά, όπου έδειξε απαράμιλλη ανδρεία. Συγκεκριμένα, στις 21 Ιουνίου του 1824 ισχυρός τουρκικός στρατός αποβιβάστηκε στο νησί με σκοπό να το καταστρέφει. Ο Ράντος Μαυροβουνιώτης, ο οποίος μαζί με τον Λάμπρο Κασσανδρινό είχε αναλάβει την άμυνα του νησιού, στη θέση Φτελιό απέκρουσε τρεις ισχυρές τουρκικές επιθέσεις, αλλά το απόγευμα άρχισαν να τον περικυκλώνουν οι εχθροί και γι’ αυτό αναγκάστηκε να υποχωρήσει στο φρούριο του νησιού. Εδώ διεξήχτηκε άγρια πάλη και τελικά, όταν ο Ράντος είδε ότι δεν υπήρχε καμιά ελπίδα σωτηρίας, έβαλε φωτιά στην πυριτιδαποθήκη και ανατινάχτηκε στον αέρα μαζί με τους συμπολεμιστές του παρασύροντας στον θάνατο και 3000 Τούρκους [32].

Μοντενεγρίνος Τζωάννος. Διακρίθηκε κυρίως κατά τις πολιορκίες πόλεων σημαντική δε ήταν η συμβολή του κατά την πολιορκία και άλωση της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821) σπουδαίου στρατηγικού κέντρου της Πελοποννήσου. Ο Δημήτριος Υψηλάντης, η ελληνική αυτή ψυχή της επανάστασης, επαινεί την ειλικρίνεια και την παρρησία, με την οποία εξέφραζε τις απόψεις του ο Μαυροβουνιώτης αγωνιστής [33].

Ουïτζ (De Wintz) Μαυροβουνιώτης στρατηγός που είχε πολεμήσει υπό τις σημαίες του Μεγάλου Ναπολέοντος. Ευρισκόμενος στο Λονδίνο, επιδίωξε, σε συνεργασία με ορισμένους Άγγλους και Κύπριους εξόριστους, να καταρτίσει στρατιωτικό σώμα από 2.000 εθελοντές ή μισθοφόρους Ευρωπαίους και να κατέλθει στην Ελλάδα και στην Κύπρο, για να πολεμήσει εναντίον των Τούρκων (1823-1824). Προς τον σκοπό αυτόν επιχείρησε να συνάψει ελληνικό ή κυπριακό δάνειο στο Λονδίνο, αλλά ήλθε σε αντίθεση με την ελληνική επαναστατική επιτροπή που έδρευε στην αγγλική πρωτεύουσα [34]. Τον Αύγουστο του 1824 έστειλε τον γιο του στην Ελλάδα, για να επιτύχει την έγκριση της Ελληνικής Κυβερνήσεως για το επιδιωκόμενο δάνειο, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ο Ουΐτζ είχε επίσης αποστείλει μέσω του Άγγλου συνταγματάρχη Delaways στην Ελλάδα το από 12 Σεπτεμβρίου 1823 πολεμικό σχέδιο ιδίας εμπνεύσεως, το οποίο απέβλεπε στην απελευθέρωση της Ελλάδας. Από τα έγγραφα, που απευθύνει ο Μαυροβούνιος αυτός στρατηγός προς την Ελληνική Διοίκηση, φαίνεται ο θερμός φιλελληνισμός του [35].

Τζούροβιτς Γρηγόριος, οπλαρχηγός. Υπηρέτησε την ελληνική επανάσταση έχοντας υπό τις οδηγίες του επίλεκτη ομάδα στρατιωτών. Με αναφορά του που υποβάλλει, την 1η Νοεμβρίου 1828 από τον Πόρο, προς τον πρώτο κυβερνήτη της Ελλάδας Ιωάννη Καποδίστρια, εκθέτει τις υπηρεσίες, που πρόσφερε στον Αγώνα, και ζητεί ανάλογη εργασία. Επίσης, συνυποβάλλει βεβαίωση του Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου, Γενικού Γραμματέα της Ελληνικής Διοίκησης, στην οποία τονίζεται η συναίσθηση του καθήκοντος που διείπε πάντοτε τις πράξεις του Μαυροβουνιώτη εθελοντή [36]. Αλλά δεν ήταν μόνο το στρατιωτικό στάδιο που διακρίθηκε ο Γρηγόριος Τζούροβιτς· εξίσου άξιος φάνηκε και κατά τη διπλωματική αποστολή που του ανέθεσε η διοίκηση του Αγώνα στα 1824 να μεταβεί στο Μαυροβούνιο και να συζητήσει με τον αρχηγό της χώρας Πέτρο Α΄ Πέτροβιτς Νιέγκος ζητήματα κοινής ελληνομαυροβουνιώτικης δράσης κατά των Τούρκων [37].

Ας ανακεφαλαιώσουμε: Οι Μαυροβουνιώτες εθελοντές στην Ελληνική Παλιγγενεσία του 1821 αποτελούν τρανότατο δείγμα της διαβαλκανικής συνεργασίας κατά τους νεότερους χρόνους. Οι στενές όμως ελληνομαυροβουνιώτικες σχέσεις δεν θα σταματήσουν εδώ, αλλά θα συνεχισθούν και κατά τους επόμενους χρόνους, για να φτάσουν και πάλι στο ύψιστο σημείο τους το 1912, με τη σύμπηξη της άρρηκτης βαλκανικής συμμαχίας.

Παραθέτουμε εδώ σε μορφή pdf, κατά τρόπο ενδεικτικό, ορισμένα μόνο από τα έγγραφα τα οποία χρησιμοποιήσαμε κατά τη σύνταξη της παρούσας εργασίας μας.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Joanis Papadrianos, «Grcki ustanak 1821. godine i Crnogorci», Istonjski zapisi 3 (1996).

[2] Οι βασικές αρχές του θέματος αυτού αποτέλεσαν εισήγηση στο Ά Ελληνομαυροβουνιώτικο Συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στο Μαυροβούνιο τον Μάιο του 1997 στα σέρβικα. Το κείμενο δίνεται εδώ στην ελληνική γλώσσα.

[3] E. Πρωτοψάλτης, «Σέρβοι και Μαυροβούνιοι φιλέλληνες κατά την επανάσταση του 1821», A’. Ελληνοσερβικό Συμπόσιο, Πρακτικά, Θεσσαλονίκη 1979. σ. 65.

[4] Βλ. Σπ. Λουκάτου. «Σέρβοι, Μαυροβούνιοι και Βόσνιοι μαχητές της Ελληνικής Ανεξαρτησίας», Α’,  Ελληνοσερβικό  Συμπόσιο, Πρακτικά, Θεσσαλονίκη 1979, σ. 105-106.

[5] Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Βάσου Μαυροβουνιώτη, ο οποίος από νωρίς τιμήθηκε με το αξίωμα του χιλίαρχου (βλ. Αβ. Χρυσολόγη, Βάσος Μαυροβουνιώτης, Αθήναι 1876, passim).

[6] Αναφέρουμε εδώ, ενδεικτικό, τον Τιμολέοντα Βάσο, γιο του Βάσου του Μαυροβουνιώτη. Ο οποίος, εκτός από τα άλλα, διακρίθηκε και κατά την Κρητική Επανάσταση του 1897 (βλ. Λουκάτου, «Σέρβοι και Μαυροβούνιοι μαχητές», σ. 109).

[7] Οι εξαιρέσεις που Μαυροβούνιοι μαχητές διατήρησαν τα πατρωνυμικά τους επίθετα, όπως των Ιωάννη Ράντοβιτς και Γρηγορίου Τζούροβιτς, είναι σπάνιες [βλ. Πρωτοψάλτη, «Σέρβοι και Μαυροβούνιοι φιλέλληνες», σ. 79-80).

[8] Nικολάι Τυντόρωφ, Η βαλκανική διάσταση της επανάστασης του 1821. Η περίπτωση των Βουλγάρων, Αθήνα 1982, σ. 67.

[9] Βλ. λεπτομέρειες- Χρυσολόγης, Βάσος Μαυροβουνιώτης, σ. 15-16.

[10] Εδώ ο Βάσος Μαυροβουνιώτης θρήνησε τον θάνατο ενός από τους πιο γενναίους οπλαρχηγούς του Αγώνα, του Ηλία Μαυρομιχάλη που επονομαζόταν Μπεϊζαντέν (βλ. Χρυσολόγη, Βάσος Μαυροβουνιώτης, σ. 16-18).

[11] Ο ηρωισμός και γενικά οι στρατιωτικές ικανότητες, που επέδειξε ο Βάσος Μαυροβουνιώτης κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις στη νήσο Εύβοια, φαίνεται ολοκάθαρα από μια βεβαίωση που του χορήγησε ο Άρειος Πάγος (το Ανώτατο Δικαστήριο) στις 5 Φεβρουάριου του 1823. (βλ. στο υπ’ αριθμό/έγγραφο στο τέλος του άρθρου μας).

[12] Βλ. Χρυσυλόγη, Βάσσος Μαυροβουνιώτης, σ. 20. Πρβλ. και Στέφανος Π. Παπαγεωργίου, «Μαυροβουνιώτης Βάσος», Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια (εκδοτική Αθηνών), τ. 6, Αθήνα χ. χρ., σ. 91.

[13] To terminus ante quem της αναδείξεως του Βάσου Μαυροβουνιώτη στο αξίωμα του στρατηγού πρέπει να είναι η 23η Σεπτεμβρίου 1824, όπως καταφαίνεται από ένα έγγραφο που φέρνει την ημερομηνία αυτή [βλ. Δουκάτου, «Σέρβοι και Μαυροβούνιοι μαχητές», σ. 127].

[14] Μολονότι η κυβέρνηση εξακολουθούσε να μην πληρώνει τους οφειλομένους μισθούς σ’ αυτόν και στους άνδρες του (βλ. στο υπ’ αριθμό 2 ντοκουμέντο στο τέλος της εργασίας μας).

[15] Οι τελευταίες αυτές νίκες του Βάσου Μαυροβουνιώτη βεβαιώνονται από μια επίσημη έκθεση, την οποία συνέταξε στις 20 Οκτωβρίου του 1825 στο στρατόπεδο των Σαλώνων ο συμπολεμιστής του Μαυροβουνιώτη στρατηγού Νικόλαος Κριεζώτης (βλ. στο υπ’ αριθμό 3 ντοκουμέντο στο τέλος του άρθρου μας).

[16] Βλ. Ε. Πρωτοψάλτη, «Αυθαίρετος εκστρατεία των Ελλήνων εις Λίβανον», Αθηνά 58 (1954), σ. 243 κ. ε. Σπ. Λουκάτος, «Προσπάθειαι ελληνο-συρολιβανικής συμμαχίας κατά την Ελλην. Εξανάστασιν (1822-1828)», Μνημοσύνη 3 (1970-1971), σ. 328 κ.ε.

[17] Ε. Πρωτοψάλτης, Η Κύπρος εις τον Αγώνα τον 1821, Αθήναι 1971, σ. 75 κ.ε. Απόστολος Ε. Βακαλόπουλυς, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. 7, Θεσσαλονίκη 1986, σ. 538.

[18] Πρωτοψάλτης, «Αυθαίρετος εκστρατεία», 262-263. Βακαλόπουλος, Ιστορία, τ. 7, σ. 539.

[19] Την εκστρατεία εναντίον του Λιβάνου εξετάζει διεξοδικά και ο βιογράφος του Βάσου Μαυροβουνιώτη AB. Ν. Χρυσολόγης, Βάσος Μαυροβουνιώτης, σ. 32-38. Η εξέταση όμως σε πολλά σημεία της αγγίζει τα όρια του ιστορικού διηγήματος και τούτο, γιατί ο βιογράφος του Μαυροβουνιώτη πολεμάρχου δεν διαθέτει αξιόπιστα τεκμήρια.

[20]  Πρωτοψάλτης, «Αυθαίρετος εκστρατεία», σ. 273-274: Βακαλόπουλος, Ιστορία, τ. 7, σ. 539-540.

[21] Οι Πεταλιοί είναι σύμπλεγμα από μικρά νησιά στο νοτιοδυτικό άκρο της μεγαλονήσου Εύβοιας.

[22] Βλ. Βακαλοπούλου, Ιστορία, τ. 7, σ. 530-531, όπου και η υπόλοιπη βιβλιογραφία.

[23]  Όπως κυρίως φαίνεται από το υπ’ αριθμό 4 έγγραφο που δημοσιεύεται στο τέλος της μελέτης μας.

[24] Χρυσολόγης, Βάσος Μαυροβουνιώτης, σ. 59 κ.ε. Παπαγεωργίου, «Μαυροβουνιώτης Βάσσος», σ. 91.

[25] Ο Βάσος Μαυροβουνιώτης, ως οπαδός της παράταξης των κυβερνητικών – Κουντουριωτών και του Γαλλικού κόμματος, συνεργάστηκε στενά με έναν άλλο σπουδαίο Βαλκάνιο εθελοντή, τον Χατζή Χρήστο Ντάγκοβιτς (βλ. Ιωάννη Α. Παπαδριανού, Η Ελληνική Παλιγγενεσία του 1821 και η βαλκανική της διάσταση. Κομοτηνή 1996, σ. 40, σημ. 16).

[26] Χρυσολόγης, Βάσσος Μαυροβουνιώτης, σ. 66 κ.ε.

[27] Παπαγεωργίου, «Μαυροβουνιώτης Βάσσος», σ. 92

[28] Η φιλοπατρία, η ανδρεία και η πειθαρχία προς τους ανώτερους του ήταν τα προσόντα που διέκριναν τον Βάσο Μαυροβουνιώτη. Στα Γενικά Αρχεία του Κράτους στην Αθήνα σώζεται σειρά ολόκληρη εγγράφων της Ελληνικής διοίκησης, στα οποία τονίζονται τα παραπάνω προσόντα του Μαυροβουνιώτη πολεμάρχου [βλ. Λουκάτου, «Σέρβοι και Μαυροβούνιοι μαχητές», σ. 138 κ.ε.].

[29] Την τελευταία ημέρα του θανάτου του, τον επισκέφτηκε ο βασιλέας Όθων και τον ρώτησε αν έχει να εκφράσει κάποια επιθυμία για την οικογένεια του. «Η μόνη μου επιθυμία», απάντησε ο Βάσος Μαυροβουνιώτης, «είναι τα παιδιά μου να σας δουν να εισέρχεστε στην Κωνσταντινούπολη» (βλ. Χρυσολόγου, Βάσος Μαυροβουνιώτης, σ. 64).

[30] Η Ελέγκω είχε φήμη καλλονής «… έλαμπε από ομορφιά και ήταν γεμάτη από χαρίσματα» και είχε γοητεύσει και τον γνωστό ποιητή Π. Σούτσο. Ο Βάσος Μαυροβουνιώτης θα παντρευτεί αργότερα για Δεύτερη φορά την Υδραία Μπίλλιω, από την οποία θα αποκτήσει και μια κόρη, την Πέτρα. Παρόλα αυτά η Ελέγκω αντιμετωπιζόταν και τότε ως Ελέγκω Βάσου Μαυροβουνιώτη και, μετά τον θάνατο του συζύγου της Βάσου, ως η χήρα του (βλ. Δημητρίου Π. Πασχάλη, Η Άνδρος κατά την Επανάσταση του 1821 Αθήναι 1930, σ. 73 κ.ε.).

[31]  Τη σχετική βιβλιογραφία βλ. παραπάνω, σ. 246, σημ. 5.

[32] Βλ. σχετικά στο υπ’ αριθμό 5 ντοκουμέντο που Δημοσιεύεται στο τέλος της εργασίας μας.

[33] Γενικά Αρχεία του Κράτους, Συλλογή Βλαχογιάννη, Εκτελεστικόν Σώμα, 27 Απριλίου 1823.

[34] Πρωτοψάλτης, Η Κύπρος, α. 18 κ.ε.

[35] Ιστορικόν Αρχείον Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου, έκδοση Ε. Πρωτοψάλτη, τ. 3, Αθήναι 1968,0.394-396,925

[36] Γενικά Αρχεία του Κράτους, Γενική Γραμματεία, φάκ. 148, αριθμ. 7 και 8.

[37] Σπ. Λουκάτος, Σχέσεις Ελλήνων μετά Σέρβων και Μαυροβουνίων κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν (1823-1826), Θεσσαλονίκη 1970, σ. 119.

Ιωάννης Α. Παπαδριανός

 

Διαβάστε ακόμη:


Στο:Άρθρα - Μελέτες - Εισηγήσεις, Πρόσωπα & γεγονότα του΄21, Φιλἐλληνες Tagged: 1821, Argolikos Arghival Library History and Culture, Greek Revolution of 1821, Άρθρα, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Επανάσταση 21, Ιστορία, Μαυροβουνιώτης Βάσος, Μαυροβούνιο, Μαυροβούνιοι, Στρατιωτικοί, Φιλέλληνες, Mavrovouniotis

Πολυ(δ)ίψιον Άργος – Μυθολογία και Γεωλογία

$
0
0

Πολυ(δ)ίψιον Άργος  – Μυθολογία και Γεωλογία |Μαρία Βασιλείου, Βιολόγος-Ωκεανογράφος


 

Η Γεωμυθολογία είναι το διεπιστημονικό πεδίο, που προσπαθεί να ανακαλύψει την σχέση των αρχαίων μύθων και του παλαιοπεριβάλλοντος, δηλαδή του γεωλογικού περιβάλλοντος των πρώτων ανθρώπων, μέσα στο οποίο αναπτύχθηκαν οι πρώιμοι πολιτισμοί [1].

Οι γεωλογικές διεργασίες που οφείλονται σε γεωλογικά γεγονότα, όπως, οι κλιματοευστατικές κινήσεις, η ανύψωση ή η μείωση των πάγων, οι κλιματικές αλλαγές, οι προσχώσεις νήσων, ακτών οι αλλαγές στις κοίτες των ποταμών έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην μετανάστευση των ειδών και στην εγκατάσταση των πρώτων ανθρώπων. Τα μεμονωμένα γεωλογικά γεγονότα, όπως οι εκρήξεις ηφαιστείων, οι πλημμύρες, οι σεισμοί, οι κατολισθήσεις, οι κομήτες αλλάζουν επίσης δραστικά την ζωή ολόκληρων εθνών μόνιμα ή προσωρινά και εξ αιτίας των απότομων μεταβολών που προκαλούν, αποτελούν υλικό των μύθων. Αυτό το αδιαμόρφωτο σύνολο διασπάσθηκε στην συνέχεια, σε ό,τι αποτέλεσε τις ξεχωριστές πλευρές της ανθρώπινης σκέψης, την επιστήμη, την τέχνη, την θρησκεία, την φιλοσοφία.

Μεταξύ του 18.000 και 6.000 b.p. στον «Ελληνικό χώρο» συνέβησαν έντονες γεωπεριβαλλοντικές αλλαγές, που αποτέλεσαν για τους κατοίκους του Αιγαίου τραυματικά γεγονότα. Επίσης οι κλιματικές ανακατατάξεις των τελευταίων 18.000 χρόνων μετέβαλλαν δραστικά και την μορφολογία του χώρου.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα καιρικά φαινόμενα ήταν σημαντικά για τον άνθρωπο εκείνης της εποχής που είχε περάσει από το στάδιο του τροφοσυλλέκτη στο στάδιο του τροφοπαραγωγού και εξαρτιόταν από την καλλιέργεια της γης.

Κατά τον καθηγητή Η. Μαριολάκο, οι μάχες μεταξύ γενεών των θεών και μεταξύ θεών, για τις οποίες έγραψαν ο Ησίοδος και ο Όμηρος, πρέπει να έγιναν στην περίοδο των σφοδρών ανακατατάξεων του 18.000 και 6.000 b.p.

Ο μύθος αρχικά, ήταν ο καθημερινός λόγος των πρωτόγονων ανθρώπων, ο οποίος βρισκόταν σε άμεση εξάρτηση με την εμπειρία τους. Στον λόγο αυτό συνυπάρχουν η πραγματική αιτία, αλλά και ένας ποιητικός, δεισιδαιμονικός τρόπος σκέψης που αποτελούσε κάποτε ολόκληρη την πνευματική ζωή της κοινωνίας και το έδαφος πάνω στο οποίο διαμορφώθηκε η ανθρώπινη σκέψη [2]. Οι άνθρωποι λοιπόν, «ερμήνευσαν» και «χρέωσαν»  τις καταστροφές που συνέβησαν στους Θεούς τους, οι οποίοι πολλές φορές στην προσπάθειά τους να επιβληθούν παρουσιάζονται εξαπατητές, ψεύτες και ανήθικοι σαν εγκληματίες [3].

Όταν η περιοχή πήρε τη σημερινή της μορφή, η γη έπαψε να οργιάζει και οι νέοι θεοί ήταν υπεύθυνοι γι αυτό το καλό. Ίσως η νέα γενιά θεών συμβολίζει και την νέα μορφή του φυσικού περιβάλλοντος που αντικατέστησε το προηγούμενο.

Φαίνεται λοιπόν ότι οι μύθοι ενός λαού είναι σαν ιστορικά ντοκουμέντα προφορικής παράδοσης που περιέχουν και μνήμες επεξήγησης  των γεωλογικών φαινομένων, που έδωσαν και την αφορμή στην επινόησή τους. Οι μύθοι αυτοί διασκορπίσθηκαν και επηρέασαν τους γύρω πολιτισμούς και σε κάποιες περιπτώσεις έφτασαν μέχρι και την σημερινή εποχή [4].

 

Άποψη του Άργους με την ακρόπολή του τη Λάρισα και τον ποταμό Ίναχο με το πολύτοξο γεφύρι. Ανιστόρητη χαλκογραφία, Johann Friedrich Gronovius,17ος αιώνας.

Άποψη του Άργους με την ακρόπολή του τη Λάρισα και τον ποταμό Ίναχο με το πολύτοξο γεφύρι. Ανιστόρητη χαλκογραφία, Johann Friedrich Gronovius,17ος αιώνας.

 

Ας δούμε πως περιγράφει Ο Στράβων στα «Γεωγραφικά» του την αργολική πεδιάδα

Πολυ(δ)ίψιον Άργος

«Η δε πόλις του Άργους έχει κτιστεί σε έδαφος γενικώς επίπεδο και έχει ως ακρόπολη λόφο, ο οποίος λέγεται Λάρισα και του οποίου ο περίβολος είναι αρκετά ισχυρός, στην κορυφή του δε υπάρχει ναός του Δία΄ρέει δε πλησίον της πόλης ο ποταμός Ίναχος, είδος χειμάρρου γεμάτου με χαράδρες, που πηγάζει από το όρος Λύρκειο. Στον μύθο ως γνωστόν ο ποταμός αυτός έχει άλλη πηγή, αλλά όπως είπαμε παραπάνω, αυτό είναι πλάσμα των ποιητών. Πρέπει δε να υπάρχει επίσης πλάσμα των ποιητών στην παράδοση η οποία μας λέει ότι το Άργος στερούνταν τελείως νερού, πριν ή «οι Δαναοί από τον ξηρό αυτό τόπο κάνουν τόπο δροσερό και υγρό».

Όλη πράγματι η χώρα γύρω από την πόλη είναι χαμηλή και αυλακώνεται από ρεύματα υδάτων ή είναι καλυμμένη από λίμνες και έλη και η ίδια η πόλη τροφοδοτείται άφθονα με νερό από πηγάδια, τα οποία συναντά κανείς σε κάθε βήμα και τα οποία είναι πολύ αβαθή. Έχουν μόνο άδικο να κατηγορούν τον Όμηρο γι’ αυτό και για το ότι προσπαθεί να παρασύρει και εμάς στην πλάνη: «και εγώ θα επέστρεφα γεμάτος όνειδος στο ξηρό Άργος». Εδώ πράγματι η λέξη πολυδίψιον βρίσκεται αντί της λέξης πολυπόθητον και έχει την σημασία του πολύ αγαπητού, το οποίο πολλοί διψούν.Ίσως η αληθινή γραφή είναι πολυίψιον, χωρίς δ, όπως είναι η λέξη πολύφθορο στο Σοφοκλή «και ο οίκος αυτός των Πελοπιδών τόσο σκληρά χτυπημένος», γιατί το ρήμα ίψασθαι σημαίνει κάποια φθορά και βλάβη «τώρα μεν δοκιμάζει, αμέσως δε έπειτα η οργή του θα στραφεί κατά των γιών των Αχαιών». Πρέπει να προσθέσουμε ότι στο εν λόγω χωρίο δεν πρόκειται για την πόλη του Άργους, στην οποία δεν έμελλε να γυρίσει ο Αγαμέμνονας, αλλά για ολόκληρη την Πελοπόννησο, η οποία δεν είναι και αυτή βεβαίως διψασμένη από νερό… Ένας ποταμός, ο οποίος διαρρέει το έδαφος του Άργους είναι ο Ίναχος.Υπάρχει όμως και άλλος ποταμός, ο Ερασίνος, ο οποίος πηγάζει από την Στυμφαλία και μάλιστα από την εκεί λίμνη που λέγεται Στυμφαλίδα, η οποία υπήρξε τόσο ονομαστή για τα φτερωτά εκείνα τέρατα, τα οποία ονομάζονταν και αυτά Στυμφαλίδες όρνιθες και τα οποία ο Ηρακλής έδιωξε από εκεί με τα χτυπήματα του τόξου του και βοηθούμενος από τον θόρυβο των τυμπάνων.’Αλλά λένε ότι ο ποταμός αυτός, προτού εισέλθει στην Αργολίδα και διασχίσει ολόκληρη την πεδιάδα του Άργους, δηλαδή ο Ερασίνος, χάνεται κάτω από τη γη και έπειτα εμφανίζεται και γεμίζει νερά την πεδιάδα……πρέπει να μνημονεύσουμε και πηγή που βρίσκεται κοντά στην Λέρνα και λέγεται Αμυμώνη. Η δε Λέρνα, η οποία ανήκει στο έδαφος του Άργους και των Μυκηνών, υπήρξε το μέρος όπου ο Ηρακλής κατά τον Μύθο φόνευσε την Ύδρα. Για τους καθαρμούς δε που γίνονταν στα ύδατα της λίμνης αυτής, προήλθε η παροιμιώδης έκφραση: «ολόκληρη η Λέρνα γεμάτη από κακά». Η χώρα μεν ολόκληρη παραδέχονται, ότι είναι γεμάτη από νερά, λένε όμως ότι αυτή η πόλη είχε κτισθεί σε τοποθεσία άνυδρη, έχει όμως πολλά φρέατα, τα οποία οφείλει στην ευτυχή ανακάλυψη των θυγατέρων του Δαναού, από αυτό αναφέρουν τον στίχο του Ησίοδου «Άργος στερούνταν ύδατος αλλά χάρη στις Δαναίδες, το ύδωρ αφθονεί σ’αυτό. Δείχνουν δε ακόμη και  σήμερα τέσσερα από τα φρέατα αυτά, τα οποία θεωρούνται ιερά και τυγχάνουν εξαιρετικού σεβασμού, επιμένουν δε να μας δείχνουν την ξηρότητα του εδάφους μέσα στην αφθονία των υδάτων» [5].

 

Τοπίο στον Ίναχο. D. Cox jun. Από το βιβλίο του Christopher Wordsworth, «Greece Pictorial, Descriptive and Historical». London 1844.

Τοπίο στον Ίναχο. D. Cox jun. Από το βιβλίο του Christopher Wordsworth, «Greece Pictorial, Descriptive and Historical». London 1844.

 

Στην Πρώιμη εποχή του χαλκού η στάθμη της θάλασσας ήταν 4,7 χλμ πάνω από την σημερινή ακτογραμμή και φυσικά η αργολική πεδιάδα ήταν καλυμμένη από νερό. Είχε σχηματισθεί ένα φυσικό παράκτιο φράγμα και μία λίμνη γλυκού νερού, που εκτεινόταν από την Λέρνα ως το Άργος, ενώ η υπερχείλιση του Ίναχου είχε κάνει τις πεδιάδες που διέσχιζε, πολύ εύφορες. Στην Αργολίδα άλλωστε, αποδίδεται  ο κατακλυσμός του Ίναχου, που συνδέεται με τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα.

Όταν αργότερα τα νερά αποσύρθηκαν, από κλιματοευστατικές μεταβολές, ολόκληρο το Αργό πεδίο μετατράπηκε σε εύφορο τόπο. Έτσι μπορεί να δικαιολογείται και ο μύθος που λέει ότι ο Φορωνέας, απόγονος του Ίναχου, συγκέντρωσε σε άστυ τους ανθρώπους που μέχρι τότε ζούσαν στα βουνά. Με την αποστράγγιση της πεδιάδας σχετίζεται και μύθος που λέει ότι ο Ίναχος έκρινε τη διαφορά μεταξύ Ήρας και Ποσειδώνα για την κατοχή του Άργους και όταν ψήφισε υπέρ της Ήρας, ο Ποσειδώνας του επέτρεψε να έχει νερά μόνο τον χειμώνα, τον μετέτρεψε δηλαδή σε χείμαρρο [6].

Το μαρτύριο των Δαναίδων. Μετά την δολοφονία των συζύγων τους καταδικάστηκαν - εκτός της Υπερμνήστρας - από τους Κριτές του Κάτω Κόσμου να γεμίζουν με νερό ένα τρύπιο πιθάρι. Ένα ακόμη χαρακτικό από τα 60 της συλλογής Mr Favereau, τα οποία δημοσίευσε ο Αbbe de Marolles, στο βιβλίο του « Ο Ναός του Μουσών».

Το μαρτύριο των Δαναίδων. Μετά την δολοφονία των συζύγων τους καταδικάστηκαν – εκτός της Υπερμνήστρας – από τους Κριτές του Κάτω Κόσμου να γεμίζουν με νερό ένα τρύπιο πιθάρι. Ένα ακόμη χαρακτικό από τα 60 της συλλογής Mr Favereau, τα οποία δημοσίευσε ο Αbbe de Marolles, στο βιβλίο του « Ο Ναός του Μουσών».

Ο Δαναός (2850-500 π.χ), που πιθανόν ήρθε αυτήν την περίοδο, βρήκε το Άργος άνυδρο. Το τρύπιο πιθάρι (τετρημένος πίθος) που οι πενήντα κόρες του Δαναού καταδικάσθηκαν να προσπαθούν αιώνια να γεμίσουν στον Άδη, είναι μια οπτικοποιημένη και μυθολογική αναλογία για το πώς μάζες νερού χάνονται από την επιφάνεια μέσα σε καρστικούς λάκκους και καταβόθρες.Το πιθάρι πιθανώς απεικονίζει συγκεκριμένα τα καρστικά ανοίγματα, τα χάσματα και τις ρωγμές μέσω των οποίων τα επιφανειακά ύδατα βυθίζονται [7].

Ο Ηρακλής αντίθετα ήρθε στην περιοχή όταν αυτή είχε μετατραπεί σε έλος [8]. Ο Η. Μαριολάκος [9], δίνοντας μια γεωμυθολογική ερμηνεία της Λερναίας Ύδρας αναφέρει τα εξής: «Η πηγή της Λέρνας είναι μια τυπική καρστική πηγή, που συνδέεται υπογείως με καταβόθρες με μία ορεινή λεκάνη απορροής. Μια τέτοια πηγή εκβάλλει από πολλά σημεία, ανάλογα με την εποχή του έτους και τα ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα. Κάθε κεφάλι αποτελεί ένα σημείο εκροής. Ακόμα όμως και αν το νερό είναι λίγο, το κεντρικό στόμιο της Λέρνας δεν έχει ποτέ στερέψει. Αν προσπαθήσει κανείς κλείνοντας το άνοιγμα να αποκόψει τη ροή σ’ ένα σημείο της πηγής, το νερό θα εκβάλλει από άλλα δύο ίσως και περισσότερα σημεία, αφού η πηγή αποτελεί ένα υπόγειο σύστημα συγκοινωνούντων αγωγών. Το κόψιμο τελικά και της αθάνατης κεφαλής συμβολίζει την διευθέτηση από τον ήρωα, της ροής του νερού προς την θάλασσα. Οι άθλοι του Ηρακλή με την Λερναία Ύδρα και τις Στυμφαλίδες Όρνιθες σχετιζονται με υδραυλικού περιεχομένου έργα του ήρωα. Άλλωστε όλοι οι γεώμυθοι του Ηρακλή σχετίζονται με το γεωπεριβάλλον του τόπου στον οποίον αναφέρονται και αφορούν εγγειοβελτιωτικά και υδραυλικά έργα που καλυτέρεψαν την ζωή των κατοίκων των περιοχών αυτών ή εμπλέκονται με ιδιαίτερες συνθήκες και γεωλογικά μορφώματα [10].

 

Στην παραπάνω εικόνα αποτυπώνεται η ανασύσταση της περιοχής του Άργους σε διάφορες περιόδους. (Λυριτζής, Ραυτοπούλου, 1998).

Στην παραπάνω εικόνα αποτυπώνεται η ανασύσταση της περιοχής του Άργους σε διάφορες περιόδους. (Λυριτζής, Ραυτοπούλου, 1998).

 

Οι παραπάνω μύθοι για την ίδια περιοχή μιλούν για διαφορετικές υδρογεωλογικές συνθήκες π.χ ο μύθος για τον Δαναό μιλά για ανυδρία, ο μύθος για τον Ηρακλή μιλά για έλος και ο μύθος για τον Ποσειδώνα και την Ήρα για ποτάμια που στερεύουν καθώς και για γεωλογικούς σχηματισμούς που έχουν χαθεί, όπως η Αλκυονία λίμνη και το έλος της Λέρνας.

Γενικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι η περιοχή του Άργους υπέστη, από την Εποχή του Χαλκού και μετά, έντονες φυσικογεωλογικές μεταβολές, που αποτυπώθηκαν στην μνήμη των κατοίκων και μεταφέρθηκαν στις επόμενες γενιές, μέσω των μύθων.

 

 Υποσημειώσεις


[1] Μαριολάκος, 2005.

[2] Λάμπρου, 2003.

[3] Μαριολάκος, 2005.

[4] Piccardi et Masse, 2007.

[5] Στράβων, Γεωγραφικά 8.6.7. μετάφραση Πάπυρος, 1975.

[6]  Απολλόδωρος 2.1.4 Παυσανίας 8.22.2.

[7]  Clendelon,2009.

[8] Λυριτζής, Ραυτοπούλου, 1998.

[9] Μαριολάκος, 1998.

[10] Μαριολάκος, 2011 Γεωμυθολογική προσέγγιση των άθλων και των άλλων έργων του Ηρακλή.

 

Βιβλιογραφία


  • Λυριτζής Ι., Ραυτοπούλου Μ., (1998), «Αργολίδα: Σύνδεση των προϊστορικών μύθων με τα γεω-περιβαλλοντικά και αρχαιολογικά στοιχεία», Περιοδικό Αρχαιολογία και Τέχνες, Τεύχος 69, σελ. 60-66.
  • Μαριολάκος Ηλίας, (2005), «Έριδες μεταξύ των Θεών στην Ελληνική Μυθολογία. Μία Γεωμυθολογική– Φυσικογεωλογική Προσέγγιση», Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Σώμα Ομοτίμων Καθηγητών.
  • Ψύχας Π, (2006), …100.000 χρόνια ανθρώπινης παρουσίας στην Αργολίδα, Κέντρο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης Νέας Κίου.
  • Μαριολάκος Ηλίας, (2010), «Γεωμυθολογική προσέγγιση των άθλων και των άλλων έργων του Ηρακλή», εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 26-1-2010.
  • Γεωμυθολογία http://geomythology.awardspace.com/2008
  • Διδακτορική Διατριβή, Σοφία Φαρμάκη,(2013) «’Ατλας Γεωμυθολογίας της Πελοποννήσου, σύνδεση αρχαιολογίας και γεωλογίας», Πάτρα 2013.

Μαρία Βασιλείου

Βιολόγος-Ωκεανογράφος

MS, στην Οργάνωση και Διοίκηση, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου

 

Διαβάστε ακόμη:


Στο:Άρθρα - Μελέτες - Εισηγήσεις, Μυθολογία Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, Ήρα, Ίναχος, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Ιστορία, Μυθολογία, Μύθος, Μαρία Βασιλείου, Πολυ(δ)ίψιον Άργος

Ένα ανέκδοτο υπόμνημα του Νικολάου Σκούφου προς τον Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια

$
0
0

Ένα ανέκδοτο υπόμνημα του Νικολάου Σκούφου προς τον Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια – © Στέφανος Ι. Παπαδόπουλος, «Δωδώνη», Επιστημονική Επετηρίς Φιλοσοφικής Σχολής Ιωαννίνων, τομ.6 (1977).


 

[…] Ο Νικόλαος Σκούφος γεννήθηκε στην Σμύρνη και ήταν ο μεγαλύτερος από τους τρεις άλλους αδελφούς του, τους Σπυρίδωνα, Γεώργιο και Πέτρο. Στα 1811 – 1812 έφυγε από την ιδιαίτερη πατρίδα του, για να σπουδάσει νομικά στην Ευρώπη, και έζησε αρκετά χρόνια στην Γαλλία και την Γερμανία. Κατά τη διάρκεια μάλιστα των σπουδών του στην Γοτίγγη της Γερμανίας υπήρξε και υπότροφος της «Φιλομούσου Εταιρείας» της Βιέννης κάτω από την άμεση επίβλεψη της Ρωξάνδρας Στούρτζα, κόμισσας Edling, που διατηρούσε στενούς φιλικούς δεσμούς με τον κόμη Ιωάννη Καποδίστρια. Κατά τους χρόνους των σπουδών του αυτών ο Σκούφος δημοσίευσε και τα πρώτα έργα του, δύο μεταφράσεις από τα γαλλικά και ένα πρωτότυπο έργο.

Το 1819 ο Σκούφος ήλθε στην Βλαχία, στην αυλή του ηγεμόνα Αλε­ξάνδρου Σούτσου, όπου και ανέπτυξε μεγάλη δραστηριότητα, ιδίως στον τομέα του ελληνικού θεάτρου του Βουκουρεστίου, με το οποίο και συνδέθηκε στενά το όνομά του, γιατί μετείχε στην εποπτική επιτροπή του θεάτρου αυτού και διετέλεσε και διευθυντής του. Επίσης, δίδαξε ως καθηγητής στην ηγεμονική αυλή και χρησιμοποιήθηκε ακόμη, μια και γνώριζε καλά ξένες γλώσσες, και ως συνοδός των διπλωματών και των άλλων επιφανών ξένων πού επισκέπτονταν την αυλή του ηγεμόνα τής Βλαχίας.

Ο Σκούφος, αν και το όνομά του δεν συμπεριλαμβάνεται στους γνωστούς καταλόγους των Φιλικών, είχε αναμφισβήτητα μυηθεί στην Φιλική Εταιρεία και υπήρξε ένα από τα πιο ενθουσιώδη μέλη της. Μάλιστα είναι εκείνος που επιχείρησε να υλοποίηση την ιδέα των Φιλικών να εκδώσουν στο Βουκουρέστι ένα ελληνικό περιοδικό που θα μπορούσε να προβάλει τα αιτήματα του Ελληνισμού και να υπηρέτηση τους σκοπούς της Φιλικής Εταιρείας με περισσότερη ελευθερία από εκείνη που διέθεταν οι ελληνικές εφημερίδες και τα περιοδικά της Βιέννης. Η προσπάθεια όμως αυτή δεν καρποφόρησε τελικά και για οικονομικούς λόγους, άλλα και γιατί συνάντησε αρκετή αντίδραση από τον ηγεμόνα Αλέξανδρο Σούτσο.

Όταν άρχισε η εξέγερση στην Μολδοβλαχία, ο Σκούφος ακλούθησε τον Αλέξανδρο Υψηλάντη στην εκστρατεία του και στην αρχή κέρδισε την εμπιστοσύνη του αρχηγού της Φιλικής Εταιρείας, ο οποίος τον διόρισε πρώτα γραμματέα του και κατόπιν κυβερνήτη της πόλης Cimpulung. Αργότερα όμως διεφώνησε με ορισμένους Φιλικούς, ιδίως με τον Λασσάνη, και έπεσε στη δυσμένεια του Υψηλάντη. Γι’ αυτό και ο τελευταίος στη γνωστή προ­κήρυξή του της 8ης Ιουνίου 1821 από το Rimnic (της συνταγμένης πιθανόν από τον Λασσάνη), με την οποία αποχαιρετούσε τους συντρόφους που του έμειναν πιστοί και καταριόταν τους προδότες, καταφέρεται και εναντίον του Σκούφου, που τον αποκαλεί «φαυλόβιον». Τότε επίσης ο Σκούφος κατηγορήθηκε, αλλά άδικα, ότι είχε κλέψει το ταμείο της Εταιρείας και έφυγε μ’ αυτό στο Brasov, όπου και κατασπατάλησε τα χρήματα. Πάντως, μαζί μ’ άλλους πρόσφυγες από το στρατό του Υψηλάντη, κατέφυγε και ο Σκού­φος στο αυστριακό έδαφος, πρώτα στο Sibiu και υστέρα στο Cluj, και από εκεί κατά τα τέλη Ιουλίου 1821 στάλθηκε με συνοδεία στην κατεχόμενη από τοyς Ρώσους Βεσσαραβία. Κατόπιν πέρασε στην Οδησσό, όπου τον Αύγουστο του ιδίου έτους, μαζί με μερικούς άλλους, προσπάθησε με μια έγγραφη απολογία ν’ αντικρούσει τις κατηγορίες του Υψηλάντη και να ρίξει σ’ εκείνον όλη την ευθύνη της καταστροφής. Επίσης, για ένα χρονικό διάστημα ο Σκούφος έζησε και στο Κισνόβι της Βεσσαραβίας. Εκεί, μαζί με τους Φιλικούς Βασίλειο Καραβιά, Κωνσταντίνο Δούκα και Κωνσταντίνο Πεντεδέκα, σύχναζε στο σπίτι του συνταγματάρχη της υπηρεσίας πληροφοριών Ivan Petrovic Liprandi, όπου γνώρισε πιθανόν και τον μεγάλο Ρώσο ποιητή Αλέξανδρο Πούσκιν.

Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς έφθασε ο Σκούφος στην επαναστατημένη Ελλάδα, τον συναντούμε πάντως στο πολίτικο προσκήνιο από το φθινόπωρο του 1825, οπότε και αρθρογραφεί στην εφημερίδα «Ο Φίλος του Νόμου». Την εποχή αυτή ανήκει πολιτικά στους οπαδούς του Κουντουριούτη, στον οποίο τον είχε συστήσει ο μητροπολίτης Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιος. Αργότερα, στις 28 Αύγουστου 1826 η Επιτροπή της Συνελεύσεως, που μαζί με την Διοικητική Επιτροπή μετά την πτώση του Μεσολογγίου είχαν αντικαταστήσει προσωρινά την Γ’ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, εκλέγει τον Σκούφο μέλος μιας πενταμελούς επιτροπής για τη σύνταξη πρόχειρης συλλογής των «αναγκαιοτέρων πολιτικών νόμων» . Ως άλλα μέλη της επιτροπής αυτής είχαν οριστεί οι Νικ. Σπηλιάδης, I. Θεοτόκης, Γ. Γλαράκης και X. Αινιάν. Τον επόμενο χρόνο (Απρίλιος 1827) ο Σκούφος ορίστηκε πάλι μέλος μιας άλλης πολυμελούς επιτροπής που συνέταξε το Σύνταγμα της Τροιζήνος. Μάλιστα ο Σκούφος, μαζί με δύο άλλους γνωστούς νομομαθείς, τον Χριστό­δουλο Κλονάρη και τον Γρηγόριο Σούτσο, υπήρξαν και οι εισηγητές του σχεδίου του Συντάγματος στην Εθνοσυνέλευση, όπου αγωνίστηκαν με πάθος, ιδίως ο Σκούφος, για να κάμψουν μερικές αντιρρήσεις, που αναφέρονταν ιδίως στις διατάξεις τις σχετικές με τον Κυβερνήτη Καποδίστρια, και να πείσουν όλους σχεδόν τους αντιπροσώπους του έθνους να δεχτούν το Σύνταγμα της Τροιζήνος.

Με την άφιξη του Καποδίστρια στην Ελλάδα ο Σκούφος τάσσεται στην αρχή ανεπιφύλακτα στο πλευρό του Κυβερνήτη. Tοv πρώτο χρόνο της διακυβερνήσεως της χώρας από τον Καποδίστρια ο Σκούφος παραμένει πιστός οπαδός του Κυβερνήτη, όπως αποδεικνύεται και από το περιεχόμενο ενός εκτενούς υπομνήματός του, για το οποίο θα κάνουμε λόγο παρακάτω και το οποίο υπέβαλε στον Καποδίστρια τον Δεκέμβριο του 1828. Άγνωστο όμως για ποιόν ακριβώς λόγο ο Σκούφος πέρασε αργότερα στην αντιπολίτευση και εξελίχθηκε σ’ έναν από τους σφοδρούς πολέμιους του Κυβερνήτη, διατηρώντας μάλιστα μυστική επαφή και με τον διπλωματικό εκπρόσωπο της Γαλλίας βαρόνο de Rouen. Γι’ αυτό ίσως την ημέρα της δολοφονίας του Καποδίστρια ο αδελφός του Σπυρίδων Σκούφος, που κατά τον Αλέξ. Ραγκαβή δεν διακρινόταν για την ανδρεία του, έτρεξε να κρυφτή στο σπίτι του Ραγκαβή, γιατί φοβόταν για τη ζωή του εξ αιτίας της αντιπολιτευτικής στάσης του αδελφού του.

Ο «Σωτήρ, εφημερίς πολιτική, φιλολογική και εμπορική» του Ν.Σκούφου εκδιδόταν στο Ναύπλιο από τον Ιανουάριο του 1834 έως τον Μάρτιο του 1835, όταν και διέκοψε μετά τη δίκη στην οποία οδηγήθηκε ο συντάκτης του για προσβολή της Αρχής, εξαιτίας πολιτικού άρθρου. Επανεκδόθηκε στην Αθήνα μετά το 1838, με συντάκτη τον Π.Σκούφο, και διέκοψε οριστικά το ίδιο έτος. Διέθετε αντικυβερνητικό πνεύμα, έντονη επικριτική στάση προς την Αντιβασιλεία αλλά φιλοβασιλική διάθεση. Στο 5ο φύλλο, 31 Ιανουαρίου 1835, ο συντάκτης περιγράφει με γλαφυρό ύφος την επίσκεψη του Όθωνα στο Ναύπλιο για την επέτειο της αφίξεώς του στην Ελλάδα μετά από την πρόσκληση των ναυπλιακών αρχών.

Ο «Σωτήρ, εφημερίς πολιτική, φιλολογική και εμπορική» του Ν.Σκούφου εκδιδόταν στο Ναύπλιο από τον Ιανουάριο του 1834 έως τον Μάρτιο του 1835, όταν και διέκοψε μετά τη δίκη στην οποία οδηγήθηκε ο συντάκτης του για προσβολή της Αρχής, εξαιτίας πολιτικού άρθρου. Επανεκδόθηκε στην Αθήνα μετά το 1838, με συντάκτη τον Π.Σκούφο, και διέκοψε οριστικά το ίδιο έτος. Διέθετε αντικυβερνητικό πνεύμα, έντονη επικριτική στάση προς την Αντιβασιλεία αλλά φιλοβασιλική διάθεση. Στο 5ο φύλλο, 31 Ιανουαρίου 1835, ο συντάκτης περιγράφει με γλαφυρό ύφος την επίσκεψη του Όθωνα στο Ναύπλιο για την επέτειο της αφίξεώς του στην Ελλάδα μετά από την πρόσκληση των ναυπλιακών αρχών.

Λίγα χρόνια μετά, το θάνατο του Καποδίστρια ο Σκούφος μπόρεσε να ικανοποίηση την επιθυμία του ν’ αποκτήση δική του εφημερίδα. Στις 14 Ιανουάριου 1834 άρχισε να εκδίδεται στο Ναύπλιο «Ο Σωτήρ», μια δισεβδομαδιαία πολιτική, φιλολογική και εμπορική εφημερίδα, τετρασέλιδη και χωρισμένη σε δύο στήλες, από τις όποιες η μία συντασσόταν στα ελληνικά και η άλλη στα γαλλικά. Στην αρχή, για ένα μικρό διάστημα, «Ο Σωτήρ» συμπολιτεύθηκε την Αντιβασιλεία και μάλιστα ως το φ. 69 τυπωνόταν στην «Βασιλικήν Τυπογραφίαν», σύντομα όμως πέρασε στην αντιπολίτευση. Στις 16 Μαΐου 1835 η εφημερίδα μεταφέρθηκε στην Αθήνα και ως τον Ιούλιο του 1837, οπότε διακόπηκε προσωρινά η έκδοσή της, αγωνίστηκε με δύναμη και θάρρος υπέρ των συνταγματικών ελευθεριών και εναντίον του προέδρου της Αντιβασιλείας κόμη Armansperg, που τον θεωρούσε υπεύθυνο για τη δυστυχία της Ελλάδος. Για τη στάση του αυτή ο Σκούφος παραπέμφθηκε αρκετές φορές σε δίκη, άλλα αθωώθηκε. Μόνο μια φορά, στις 12 Αυγούστου 1836, καταδικάστηκε σε «ενός μηνός παύσιν των δικηγορικών χρεών του».

Στις 20 Ιανουάριου 1838, έπειτα από εξάμηνη περίπου διακοπή, «Ο Σωτήρ» επανεκδόθηκε με υπεύθυνο συντάκτη τον Πέτρο Σκούφο. Όμως τώρα, ίσως από φόβο, δεν υποστήριζε πια τις ίδιες αρχές. Το δάφνινο στεφάνι με τη λέξη «Σύνταγμα», που υπήρχε προηγουμένως στην προμετωπίδα της εφημερίδας, είχε αφαιρεθεί και ο αρθρογράφος της δεν επέμενε όπως πρώτα στην άμεση χορήγηση Συντάγματος, άλλα το άφηνε αυτό στην ώριμη κρίση του ’Οθωνα που, με ελεύθερη βούληση, θα αποφάσιζε, όταν θα ερχόταν η κατάλληλη ώρα. Η έκδοση του «Σωτήρος» διακόπηκε οριστικά στις 3 Νοεμβρίου 1838.

Ο Σκούφος διακρινόταν, κατά τον Ραγκαβή, για καλλιέπεια και δεξιότητα στη σύνταξη της εφημερίδας του, ήταν όμως αρκετά φιλόδοξος, όπως φαίνεται και από το εξής χαρακτηριστικό επεισόδιο που αναφέρει πάλι ο Ραγκαβής: «… ότε απήλθεν ο Αρμανσπέργης (δηλαδή τον Φεβρουάριο του 1837), όν επολέμησεν ως τον γαλλορωσικόν σύνδεσμον υποστηρίξας, ωνειρεύθη ότι έφθασεν η στιγμή της εις το υπουργείον ανόδου του (δηλαδή στην κυβέρνηση του Rudhart)̇  και επί του γραφείου του είδον εγώ αυτός στύλον τινά ταλλήρων, όν έμαθον ότι είχε σωρεύσει εκεί διά φιλοδώρημα εις τον κλη­τήρα, όν περιέμενε φέροντα το τής εις υπουργόν αναγορεύσεώς του δίπλωμα. Αλλ’ ο κλητήρ δεν ήλθε και τα τάλληρα δεν εδόθησαν». Τελικά ο Σκούφος, μια και δεν κατόρθωσε να γίνει υπουργός, αρκέστηκε σε μια θέση εισηγητού στο Υπουργείο Εσωτερικών, όπου διορίστηκε το 1840 από τον Όθωνα. Πέθανε στην Αθήνα το 1842.

Για την ανάγνωση ολόκληρης της ανακοίνωσης του κυρίου Στέφανου Ι. Παπαδόπουλου πατήστε διπλό κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο: Ένα ανέκδοτο υπόμνημα του Νικολάου Σκούφου προς τον Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια


Στο:Άρθρα - Μελέτες - Εισηγήσεις, Ψηφιακές Συλλογές Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, Άρθρα, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Εφημερίδες, Ιστορία, Καποδίστριας Ιωάννης, Πολιτισμός, Φιλικός, Ψηφιακές Συλλογές, Kapodistrias

Πρoστατευμένο: Τσιούρβας Κ. Αστέριος, «Ο Σερβικός Εθνικισμός: Πολιτικοί και Πολιτικές στη Γιουγκοσλαβία του Μεσοπολέμου», Διδακτορική Διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη, 2007.

$
0
0

Επετειακές εκδηλώσεις μνήμης για τα 190 χρόνια από την Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Ερμιόνης

$
0
0

Επετειακές εκδηλώσεις μνήμης για τα 190 χρόνια από την «κατ’ επανάληψη» Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Ερμιόνης


 

Στην Ερμιόνη θα πραγματοποιηθούν στις 11 και 12 Μαρτίου 2017 επετειακές εκδηλώσεις εξ αφορμής της συμπλήρωσης 190 χρόνων από το ιστορικό γεγονός της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης, μέρος της οποίας διεξήχθη στην Ερμιόνη, από 18 Ιανουαρίου 1827 έως 17 Μαρτίου 1827.

Η Γ΄ Εθνοσυνέλευση είχε ξεκινήσει τον Απρίλιο του 1826 στην Επίδαυρο και διεκόπη με την αναγγελία της πτώσης του Μεσολογγίου (11/4/1826) μέσα σε κλίμα βαριάς δυσθυμίας και απογοήτευσης. Ανατέθηκε όμως σε δεκατριμελή επιτροπή, η οποία ονομάσθηκε «Επιτροπή της Συνελεύσεως» με Πρόεδρο τον Πανούτσο Νοταρά, να μεριμνήσει για τη συνέχιση της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης. Η Επιτροπή αυτή συγκάλεσε αρχικά τους πληρεξουσίους των Ελλήνων στον Πόρο για συνέχιση της διακοπείσης Εθνοσυνέλευσης της Επιδαύρου. Τελικά η σύγκληση δεν επετεύχθη λόγω διχασμού και εσωτερικών ερίδων των Ελλήνων εκείνη την περίοδο. Στη συνέχεια η Επιτροπή συγκάλεσε τους πληρεξουσίους στην Αίγινα. Όμως στην πρόσκληση αυτή ανταποκρίθηκε η μειοψηφία των πληρεξουσίων μαζί με την «Διοικητική Επιτροπή της Ελλάδος» υπό τον Ανδρέα Ζαΐμη. Η Εθνοσυνέλευση αυτή δεν συγκροτήθηκε ως Σώμα ούτε κρατήθηκαν πρακτικά.

Το Νοέμβριο του έτους 1826 ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης έρχεται στην Ερμιόνη και διαμένει στην οικία του Ερμιονίτη καπετάν Γιάννη Μήτσα. Ο γέρος του Μοριά επιλέγει την Ερμιόνη ως καταλληλότερο τόπο για σύγκληση Εθνοσυνέλευσης και αρχίζει από εδώ να προσκαλεί και να πιέζει τους πληρεξούσιους να συγκεντρωθούν στην Ερμιόνη. Στο κάλεσμά του ανταποκρίνονται 147 πληρεξούσιοι ήτοι τα 2/3 των πληρεξουσίων των Ελλήνων ενώ οι αντιπολιτευόμενοι τον Κολοκοτρώνη μαζί με την «Διοικητική Επιτροπή της Ελλάδος» είχαν συγκεντρωθεί στην Αίγινα. Ο ανταγωνισμός δίχασε για άλλη μια φορά τους αγωνιστές…

 

Το Βουλευτικό οίκημα της Ερμιόνης

Το Βουλευτικό οίκημα της Ερμιόνης

 

Την ιστορική επέτειο θα τιμήσει με την παρουσία του, την Κυριακή 12 Μαρτίου 2017, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας (ΠτΔ), Κύριος Προκόπιος Παυλόπουλος.

Το Σάββατο 11-3-2017 και ώρα 18:30 στο Πνευματικό Κέντρο Ερμιόνης (Συγγρού) θα πραγματοποιηθεί ομιλία σχετική με την ιστορική πορεία ζωής του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και την συμβολή του στην Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Ερμιόνης, με ομιλητή τον κ. Παναγιώτη Πυρπυρή, Διδάκτορα Ιστορίας. Την εκδήλωση θα πλαισιώσει η Χορωδία του Μουσικού Συλλόγου Ερμιόνης υπό την διεύθυνση του μαέστρου κ. Τάκη Μανιάτη.

Την Κυριακή 12-3-2017 και ώρα 10:00 θα τελεστεί Αρχιερατική Δοξολογία στον Ι. Ναό των Ταξιαρχών χοροστατούντος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη κκ. Εφραίμ. Τον πανηγυρικό της ημέρας θα εκφωνήσει ο κ. Ιωάννης Ησαΐας, φιλόλογος – ιστορικός.

Στις 10:30 ο ΠτΔ και οι προσκεκλημένοι θα επισκεφθούν το παρακείμενο του Ιερού Ναού Βουλευτικό οίκημα, στο οποίο έγινε η Γ΄ Εθνοσυνέλευση και θα ξεναγηθούν από την Πρόεδρο του Ιστορικού και Λαογραφικού Μουσείου Ερμιόνης κα. Τίνα Αντωνοπούλου, φιλόλογο. Ο ΠτΔ θα κάνει τα αποκαλυπτήρια αναμνηστικής μαρμάρινης πλάκας.

Στις 11:20 στο Ηρώο θα ψαλεί επιμνημόσυνη δέηση. Θα ακολουθήσει κατάθεση στεφάνου από τον ΠτΔ.

Στις 12:00 στο Δημοτικό Κατάστημα Ερμιόνης θα ανακηρυχθεί ο ΠτΔ ως Επίτιμος Δημότης του Δήμου Ερμιονίδας και θα του προσφερθεί το χρυσό κλειδί του Δήμου από τον Δήμαρχο κ. Δημήτριο Σφυρή.

Στις 13:00 στο Πνευματικό Κέντρο Ερμιόνης θα παρατεθεί δεξίωση προς τιμήν του ΠτΔ.

Ο Δήμος Ερμιονίδας έχει εκδώσει βιβλίο του συγγραφέα Ιωάννη Ησαΐα με τίτλο «Η Γ΄ Εθνοσυνέλευση “κατ’ επανάληψη” στην Ερμιόνη και οι ιστορικές πτυχές της (18 Ιανουαρίου – 17 Μαρτίου 1827)», το οποίο θα διανεμηθεί στους προσκεκλημένους. Στους δημότες θα διανεμηθεί την ημέρα παρουσίασής του, η οποία θα γίνει στην Ερμιόνη.

Οι επετειακές εκδηλώσεις συνδιοργανώνονται από τον Δήμο Ερμιονίδας, την Περιφέρεια Πελοποννήσου – Π.Ε. Αργολίδας, την Δ.Κ. Ερμιόνης, το Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο Ερμιόνης και τον Ερμιονικό Σύνδεσμο.


Στο:Ειδήσεις - Πολιτισμός Tagged: 1821, Argolikos Arghival Library History and Culture, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Γ΄ Εθνοσυνέλευση, Επανάσταση 21, Ερμιόνη, Ειδήσεις, Ιστορία, Πολιτισμός

Άνοιξε τις πύλες του το Βυζαντινό Μουσείο Άργους

$
0
0

Άνοιξε τις πύλες του το  Βυζαντινό Μουσείο Άργους


 

Το Βυζαντινό Μουσείο Αργολίδας άνοιξε τις πύλες του στο κοινό την Πέμπτη 9 Μαρτίου 2017. Κύριος στόχος του μουσείου είναι να παρουσιαστούν αντιπροσωπευτικές πτυχές της Αργολίδας από τον 4ο αιώνα μ.Χ. έως τους νεότερους χρόνους μέσα από άγνωστα στο κοινό εκθέματα.

Το Βυζαντινό Μουσείο Αργολίδας στεγάζεται σε ένα ιστορικό διατηρητέο συγκρότημα της πόλης του Άργους, τους Στρατώνες Καποδίστρια. Το συγκρότημα καταλαμβάνει μια ευρύτατη έκταση στο κέντρο της πόλης και απαρτίζεται από τέσσερις πτέρυγες (σήμερα σώζονται μόνο οι τρεις). Η αρχική του φάση ανάγεται γύρω στο 1700, ενώ ανοικοδομήθηκε το 1828-1829 με εντολή του Ιωάννη Καποδίστρια και με αρχιτέκτονα τον Λάμπρο Ζαβό, προκειμένου να στεγάσει το ιππικό του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Το ισόγειο των πτερύγων του προοριζόταν για τον σταβλισμό των αλόγων (ακόμα και σήμερα διατηρούνται οι ταΐστρες των αλόγων στο ισόγειο του μουσείου) και ο όροφος για τους θαλάμους των στρατιωτών, ενώ ο όροφος της βόρειας πτέρυγας, η οποία δεν σώζεται, για το διοικητήριο και τους θαλάμους των αξιωματικών. Τη δεκαετία του 1970 υπήρξαν έντονες πιέσεις για την κατεδάφιση του συγκροτήματος, οι συντονισμένες όμως ενέργειες του Υπουργείου Πολιτισμού, του Πολιτιστικού Ομίλου Άργους και ευαισθητοποιημένων πολιτών είχαν ως αποτέλεσμα τον χαρακτηρισμό του ως ιστορικού διατηρητέου μνημείου, με χρήση ως πολιτιστικό κέντρο.

 

Έκθεση, Γ3 Ενότητα, Το βυζαντινό σπίτι .


 

Η δημιουργία της μόνιμης έκθεσης του νέου μουσείου πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του συγχρηματοδοτούμενου Επιχειρησιακού Προγράμματος «Δυτική Ελλάδα – Πελοπόννησος – Ιόνιοι Νήσοι 2007-2013» με φορέα υλοποίησης το Υπουργείο Πολιτισμού & Αθλητισμού (25η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, Εφορεία Αρχαιοτήτων Αργολίδας).

Η ίδρυση του Βυζαντινού Μουσείου Αργολίδας εντάσσεται στον ευρύτερο σχεδιασμό του Υπουργείου Πολιτισμού & Αθλητισμού σε συνεργασία με τον Δήμο Άργους – Μυκηνών για τη δημιουργία ενός δυναμικού πολιτιστικού δικτύου στην πόλη του Άργους, με την αξιοποίηση ενός σημαντικού ιστορικού διατηρητέου μνημείου, των Στρατώνων Καποδίστρια.

Εκθέματα από σημαντικές ανασκαφές

Ψηφιδωτό δάπεδο με προσωποποίηση Φθινοπώρου, Άργος 4ος αιώνας.

Τα εκθέματα, κυρίως κεραμικά και γλυπτά, καθώς και νομίσματα, ψηφιδωτά, τοιχογραφίες και ποικίλα μικροαντικείμενα, προέρχονται από τις σωστικές ανασκαφές των τοπικών Εφορειών Αρχαιοτήτων (Δ΄ ΕΠΚΑ, 5ης ΕΒΑ, 25ης ΕΒΑ) στην πόλη του Άργους, ενώ δεν λείπουν και εκθέματα από σημαντικές ανασκαφές της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής. Παράλληλα παρουσιάζονται και ευρήματα από άλλες περιοχές της Αργολίδας, όπως το Ναύπλιο, η Ανδρίτσα, το Κεφαλάρι, ο Χώνικας, το Πλατανίτι, ο Μέρμπακας, η Τίρυνθα, το Λιγουριό, η Τραχειά, η Ερμιονίδα και τα νησιά του Αργολικού.

Ο εκθεσιακός χώρος καταλαμβάνει ολόκληρο τον όροφο της δυτικής πτέρυγας του συγκροτήματος και η μόνιμη έκθεση αναπτύσσεται σε τέσσερις κύριες ενότητες. Στην πρώτη ενότητα, με τίτλο «Μια αυτοκρατορία γεννιέται», παρουσιάζεται η νέα αυτοκρατορία, η βυζαντινή, καθώς και η νέα θρησκεία, ο χριστιανισμός. Παράλληλα, παρουσιάζεται η συνέχιση των δομών της αρχαιότητας σε βασικές πτυχές του καθημερινού βίου, όπως συνέβαινε στις πολυτελείς οικίες, με εξέχοντα εκθέματα τα ψηφιδωτά με την προσωποποίηση του φθινοπώρου και την απεικόνιση νικηφόρου άρματος.

Η δεύτερη ενότητα πραγματεύεται τη μετάβαση στον μεσαίωνα και τις συνθήκες ανασφάλειας που επικρατούσαν από τον 7ο έως τον 9ο αιώνα. Παρουσιάζονται μολύβδινες σφραγίδες βυζαντινών αξιωματούχων που βρέθηκαν στα νησάκια του Αργολικού, ενώ το πλέον προβεβλημένο σύνολο αποτελούν τα ευρήματα του Σπηλαίου της Ανδρίτσας, μια μοναδική αρχαιολογική ανακάλυψη της Εφορείας Παλαιοανθρωπολογίας & Σπηλαιολογίας.

 

Έκθεση, Β’ Ενότητα. Οι καταφυγόντες του Σπηλαίου Ανδρίτσα.


 

Θωράκιο με παγόνι, Άργος 12ος αιώνας.

Η τρίτη ενότητα, με τίτλο «Η μεσοβυζαντινή Αργολίδα», αποτελεί την «καρδιά» της έκθεσης συγκεντρώνοντας την πλειονότητα των εκθεμάτων. Οργανώνεται σε τρεις μεγάλες υποενότητες, από τις οποίες η πρώτη επικεντρώνεται στην εκκλησία, η οποία στη μεσαιωνική εποχή καθίσταται σε κέντρο όχι μόνο της δημόσιας λατρείας, αλλά και της δημόσιας ζωής ευρύτερα. Ο χώρος είναι διαμορφωμένος ως μικρό παρεκκλήσι, με σημαντικές κτητορικές και αφιερωτικές επιγραφές στην είσοδό του, μαρμάρινα μέλη και τοιχογραφίες στο εσωτερικό του. Η δεύτερη υποενότητα, με τίτλο «Στην αγορά της βυζαντινής Αργολίδας», πραγματεύεται τη δράση των επαγγελματιών σε μια βυζαντινή πόλη, ενώ παρουσιάζονται και εκθέματα που χρησίμευαν στις ποικίλες συναλλαγές και το εμπόριο. Στην τρίτη υποενότητα παρουσιάζεται η ζωή στο βυζαντινό σπίτι, με αντικείμενα, κυρίως κεραμικά, που χρησιμοποιούνταν στην αποθήκευση, το μαγείρεμα και το σερβίρισμα των τροφών. Παρουσιάζονται, επίσης, χαρακτηριστικά αντικείμενα ένδυσης, καλλωπισμού και ψυχαγωγίας.

Στην τέταρτη και τελευταία ενότητα με τίτλο «Αργολίδα: ένα σταυροδρόμι πολιτισμών», το ενδιαφέρον στρέφεται στη συνάντηση, συνύπαρξη και σε ορισμένες περιπτώσεις ενσωμάτωση διαφορετικών πολιτισμών στα εδάφη της Αργολίδας, με την παρουσίαση χαρακτηριστικών στοιχείων του υλικού και άυλου πολιτισμού τους. Στην υποενότητα των Σλάβων παρουσιάζονται εργαλεία, στοιχεία ένδυσης και κοσμήματα κυρίως από το σλαβικό νεκροταφείο της Μάκρης στην Αρκαδία που αποκαλύφθηκε το 2009 από την 25η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων. Η παρουσίαση συμπληρώνεται με τα χαρακτηριστικά χειροποίητα ή αργού τροχού αγγεία από την Τίρυνθα, το Άργος και τα σλαβικά νεκροταφεία της Αρκαδίας (Ασέας και Μάκρης). Στους Φράγκους εξέχουσα θέση έχει ο θησαυρός φραγκικών νομισμάτων που βρέθηκε στο Άργος, καθώς και τα χαρακτηριστικά ιταλικά αγγεία πρωτομαγιόλικα και αρχαϊκής μαγιόλικα, που επιχωριάζουν στις φραγκοκρατούμενες περιοχές.

Οικόσημο Grimani, Ναύπλιο, 1708.

Οι Βενετοί αντιπροσωπεύονται από τον φτερωτό λέοντα και οικόσημα αξιωματούχων, νομίσματα και κεραμική, όλα προερχόμενα από το μεγάλο κέντρο της εποχής, το Ναύπλιο. Οι Αρβανίτες παρουσιάζονται μέσω του άυλου πολιτισμού τους, με διαδραστική εφαρμογή που εστιάζει σε αρβανίτικα επώνυμα και τραγούδια, καθώς και σε χαρακτηριστικές αρβανίτικες συνταγές της Αργολίδας. Η ενότητα κλείνει με τους Οθωμανούς, με έμφαση σε δύο καθημερινές συνήθειες που έχουν τις απαρχές τους στον 17ο αιώνα· το κάπνισμα με την παρουσίαση χαρακτηριστικών λουλάδων και την κατανάλωση καφέ με μικρά κύπελλα εργαστηρίων της Κιουτάχειας.

Στον σχεδιασμό του μουσείου, εκτός από το χώρο της μόνιμης έκθεσης, υπήρξε μέριμνα για τη δημιουργία ξεχωριστής αίθουσας για τη διοργάνωση περιοδικών εκθέσεων και εκδηλώσεων (συνεδρίων, ημερίδων, ομιλιών κτλ.), με στόχο το νέο μουσείο να προσφέρει μια ολοκληρωμένη εμπειρία στον επισκέπτη και να αποτελέσει μια κοιτίδα πολιτισμού στην καρδιά της πόλης του Άργους.

Το μουσείο θα λειτουργεί καθημερινά από Τρίτη έως Κυριακή, 9.00-14.00, ενώ κάθε Δευτέρα θα είναι κλειστό.

Διεύθυνση: Στρατώνες Καποδίστρια, Άργος

Τηλέφωνο: 27510 68937


Στο:Ειδήσεις - Πολιτισμός Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, Byzantine Museum, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Βυζαντινό Μουσείο Άργους, Ειδήσεις, Ιστορία, Πολιτισμός, Στρατώνες Καποδίστρια

Ο Τύπος και ο Τόπος – Περιοδικό «Απόπειρα Λόγου και Τέχνης»

$
0
0

Ο Τύπος και ο Τόπος – Περιοδικό «Απόπειρα Λόγου και Τέχνης»


 

Το «Φουγάρο», σε συνεργασία με το Μεταπτυχιακό του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών (ΤΘΣ) του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και τη Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Αργολίδας, παρουσιάζουν αφιέρωμα στην εφημερίδα «Απόπειρα» και στο περιοδικό «Απόπειρα Λόγου και Τέχνης», την Κυριακή 19 Μαρτίου στις 6:30μμ, στην Αίθουσα 9, στο Ναύπλιο.

 

Εξώφυλλο του περιοδικού «Απόπειρα Λόγου και Τέχνης», Άνοιξη 1993. Περιοδική Έκδοση της Πρωτοβουλίας Δημοτών Ναυπλίου.

 

Μεταπτυχιακοί φοιτητές του ΤΘΣ, που κατάγονται από διάφορα μέρη της Ελλάδας και της Κύπρου, ερευνούν τον τοπικό πολιτισμό και τον πνευματικό πλούτο της Αργολίδας. Ο Ναυπλιώτης Μπάμπης Αντωνιάδης τους πρότεινε να ερευνήσουν το αρχείο της τοπικής εφημερίδας «Απόπειρα» και το περιοδικό «Απόπειρα Λόγου και Τέχνης». Μετά την έρευνα που έκαναν στα τεύχη της εφημερίδας και του περιοδικού, τη βιβλιογραφική αναζήτηση και την εθνογραφική εργασία με τους ίδιους τους ιδρυτές των τοπικών εντύπων παρουσιάζουν τα ευρήματά τους.

Στην εκδήλωση αυτή θα παρευρεθούν και θα συζητήσουν από τη συγγραφική ομάδα της «Απόπειρας» οι:

Μπάμπης Αντωνιάδης

Κώστας Καράπαυλος

Κανέλλος Κανελλόπουλος

Την εκδήλωση συντονίζουν οι μεταπτυχιακές φοιτήτριες:

Αιμιλία Σασαρώλη

Κωνσταντίνα Τσαμπούκα

Τη συζήτηση συντονίζει η Ομότιμη Καθηγήτρια Δραματικής Τέχνης στην Εκπαίδευση του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου Άλκηστις Κοντογιάννη.


Στο:Ειδήσεις - Πολιτισμός Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, Απόπειρα Λόγου και Τέχνης, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Εφημερίδες, Ειδήσεις, Ιστορία, Κώστας Καράπαυλος, Μπάμπης Αντωνιάδης, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, Περιοδικό, Πολιτισμός, Magazine

Το Πρώτο Εθνικό Νομισματοκοπείο. Άργος 1822 – Αίγινα 1828

$
0
0

Το Πρώτο Εθνικό Νομισματοκοπείο. Άργος 1822 – Αίγινα 1828


 

Η Πρώτη Εθνική Συνέλευση των Επαναστατημένων Ελλήνων [1] εξουσιοδοτεί τον Πρόεδρο του Εκτελεστικού σώματος Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, να υλοποιήσει μία από τις σημαντικές αποφάσεις της. Να δημιουργηθεί δηλαδή το συντομότερο δυνατό Ελληνικό Εθνικό Νόμισμα, χωρίς να περιμένουν να ολοκληρωθεί με επιτυχία η Επανάσταση του Έθνους. Το όνομά του ορίστηκε να είναι η Δραχμή.

Η Παναγία η Κατακεκρυμμένη. Φωτογραφία του Γάλλου Αρχαιολόγου Antoine Bon (;) περίπου στα 1930.

Ένα χρόνο περίπου μετά την καταστροφή του από τον Κιοσέ Πασά Μουσταφάμπεη ή Κεχαγιάμπεη (24/4/1821) [2] το Άργος αποφασίστηκε να είναι η έδρα του πρώτου Ελληνικού Νομισματοκοπείου.Το μοναστήρι της Παναγίας της Κατακεκρυμένης (της Πορτοκαλούσας), που δεσπόζει στην πλαγιά του Λόφου της Λάρισας κάτω από το Πελασγικό Κάστρο του Άργους, έκριναν ότι είναι το καλύτερο και ασφαλέστερο μέρος για να κοπούν τα πρώτα ελληνικά νομίσματα.

Στην Καρδαμύλη της Μεσσηνιακής Μάνης ένας κιβδηλοποιός είχε στήσει ένα μηχάνημα κοπής κίβδηλων νομισμάτων (ανθούσε τότε η κιβδηλοποιία). Ήταν το μόνο γνωστό και διαθέσιμο που μπορούσε να χρησιμοποιηθεί αμέσως. Έτσι τον Μάρτιο του 1822 ο Δημήτριος Καλαμαριώτης εξουσιοδοτήθηκε ν’ αγοράσει αυτήν τη «μάκινα» όπως την έλεγαν και να την φέρει στο Άργος. Πράγματι αγοράστηκε και οι εργασίες για την ετοιμασία τα κοπής της Δραχμής ξεκίνησαν, αλλά προχωρούσαν αργά και με προβλήματα. Χρειάζονταν χρυσός, ασήμι και χαλκός. Τα λάφυρα από την Άλωση της Τριπολιτσάς (23/9/1821) είχαν μοιρασθεί τα περισσότερα στους νικητές καπετανέους και στους στρατιώτες τους. Πρότειναν να λιώσουν τ’ ασημένια σκεύη από τις εκκλησίες, ως έσχατη και άμεση λύση για την εύρεση ασημιού.

Έπρεπε, επίσης, να βρεθεί ικανός χαράκτης για την χάραξη της δραχμής. Βρέθηκε στο πρόσωπο ενός ικανού τεχνίτη στην κατασκευή ασημένιων αντικειμένων  και κιβδηλοποιού, του Αρμενικής καταγωγής Χατζηγρηγόρη Πυροβολιστή (Χατζή – Κιρκορ), που διορίστηκε ως Πρώτος Έλληνας χαράκτης του Εθνικού Νομισματοκοπείου. Ως πρώτα νομίσματα αποφασίσθηκε ότι θα κοπούν, το ασημένιο πεντάδραχμο και ο χάλκινος οβολός.

Στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα τα οθωμανικά νομίσματα που κυκλοφορούσαν ήταν –βασικά- τα ασημένια «γρόσια» και οι «παράδες».

Στις 16/3/1822 ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος με διάταγμά του καθόρισε τις επίσημες ισοτιμίες όλων των γνωστών νομισμάτων που κυκλοφορούσαν τότε στην απελευθερωμένη από την εθνική επανάσταση Ελλάδα. Όπως:

  • Τα χρυσά νομίσματα του σουλτάνου Αχμέτ του Γ’, τα λεγόμενα  «φουντούκια», που κυκλοφόρησαν από το 1703 έως το 1730, ισοδυναμούσαν με 11 γρόσια και 20 άσπρα το καθένα.
  • Τα χρυσά νομίσματα του σουλτάνου Μαχμούτ τα αποκαλούμενα από τον λαό «Μαχμουδιέδες» που κυκλοφορούσαν από το 1730 έως 1754 και ισοδυναμούσαν με 26 γρόσια το καθένα.
  • Τα χρυσά νομίσματα του Μουσταφά του Γ’, τα ονομαζόμενα από τον λαό «Αϊναλιά» και ισοδυναμούσαν με 33. Ήταν από τα πλέον περιζήτητα και ακριβά.
  • Τα γαλλικά ναπολεόνια, οι βρετανικές λίρες, οι κορώνες.
  • Τα αυστριακά νομίσματα της Μαρίας Θηρεσίας, τα ονομαστά «Τάλιρα Ρεγγίνα» (σ’ αυτά είχαν ιδιαίτερη προτίμηση οι Υδραίοι και νησιώτες καπετάνιοι καραβοκύρηδες. Όλα αυτά και άλλα ξένα νομίσματα, 26 συνολικά, είχαν τη δική του ισοτιμία με το γρόσι, όπως την προσδιόριζε το διάταγμα της 16/3/1822.

Δράμαλης (Μαχμούτ) πασάς (1780 – 1822)

Οι εργασίες του πρώτου Εθνικού Νομισματοκοπείου στο μοναστήρι της Παναγίας της Κατακεκρυμένης στο Άργος διεκόπησαν αρχές Ιουλίου 1822 λίγο πριν ολοκληρωθούν. Γιατί η μεγάλη στρατιά του Μαχμούτ Πασά (1788-1822) πέρασε τον Ισθμό της Κορίνθου χωρίς αντίσταση και στις 13 Ιουλίου 1822 μπήκε στο Άργος. Η πόλις καταστράφηκε ξανά για δεύτερη φορά μέσα σε 15 μήνες και εκατοντάδες κάτοικοί του σφαγιάστηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν. Έτσι ναυάγησε – λόγω Δράμαλη- η πρώτη προσπάθεια να κοπούν τα πρώτα ελληνικά νομίσματα στο Α’ Εθνικό νομισματοκοπείο που στήθηκε στο Άργος την άνοιξη του 1822.

Μετά την καταστροφή του Δράμαλη στα Δερβενάκια 26-27/7/1822 η προσωρινή κυβέρνηση με απόφαση του εκτελεστικού σώματος τύπωσε χαρτονομίσματα αξίας 100, 250, 500, 700 και 1000 γροσίων για την ενίσχυση του Εθνικού Αγώνα. Τα χαρτονομίσματα αυτά δεν είχαν σχεδόν καμία ανταπόκριση ούτε από τους Έλληνες ούτε από τους ξένους και η αξία του μηδενίστηκε.

Η Β’ Εθνοσυνέλευση του Άστρους το 1823 πήρε ξανά την απόφαση ότι είναι καθήκον της η έκδοση εθνικού νομίσματος. Και επανέλαβε ότι πρέπει να κοπούν ασημένιες δραχμές και χάλκινοι οβολοί. Κάθε δραχμή προσδιόρισαν την ισοτιμία της με 100 οβολούς. Ούτε και τούτη τη φορά το θέμα προχώρησε.

Ξανά και πάλι εμφύλιος πόλεμος, φατριασμός, διχασμοί, η επαναστατημένη Ελλάδα να βλέπει τα παιδιά της να σκοτώνονται μεταξύ τους και να μην έχει πού ν’ ακουμπήσει να πάρει μία ανάσα. Ο χρυσός, τ’ ασήμι, τα μέταλλα τ’ αναγκαία για να κοπούν τα νομίσματα έγιναν καπνός, όπως και το δάνειο της Ανεξαρτησίας (2.800.000 αγγλικές λίρες) που πήραμε το 1825. Και ο Ιμπραήμ Πασάς εισέβαλε ανενόχλητος στο Μωριά ρημάζοντάς τον.

Ιωάννης Καποδίστριας, Λιθογραφία γύρω στο 1818., Καλλιτέχνες: «von L Brand ν{οη} R. Weber».

Μετά τη ναυμαχία του Ναβαρίνου (8/10/1827) και την απελευθέρωση της χώρας και με την έλευση του κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια (7/1/1828) το θέμα το πέρασε πλέον στην αρμοδιότητά του και απεφάσισε: πρώτον την άμεση δημιουργία Εθνικού Νομισματοκοπείου και δεύτερον να μην δημιουργήσει τη Δραχμή, αλλά ως νομισματική μονάδα τον αργυρό «Φοίνικα». (Το μυθικό πουλί των αρχαίων που αναγεννάται από τις στάχτες του, όπως η Ελλάδα).

Πολλαπλάσιο του αργυρού φοίνικα θα ήταν η χρυσή «ΑΘΗΝΑ» αξίας 20 φοινίκων και το ήμισυ αυτής 10 φοινίκων. Δυστυχώς λόγω ελλείψεως χρυσού, χρυσά νομίσματα δεν εκόπησαν.

Αρχές του 1828, ο Ιωάννης Καποδίστριας έλαβε ως δωρεά 1.500.000 ρούβλια από τη ρωσική κυβέρνηση αλλά και άλλες αξιόλογες δωρεές από τους υπόλοιπους συμμάχους των Ελλήνων. Τα χρήματα αυτά έδωσαν στον κυβερνήτη την ευκαιρία να ξεκινήσει αμέσως τη δημιουργία εθνικού νομίσματος.

 

Ο Φοίνικας, το πρώτο νόμισμα του νεοσυσταθέντος ελληνικού κράτους, κόπηκε από τον Καποδίστρια στην Αίγινα το 1828. Στο πίσω μέρος σχηματίζεται κύκλος από δύο κλαδιά δάφνης και ελιάς.

 

Έδωσε εντολή και στις 22 Μαΐου 1828 ο Αλέξανδρος Κοντόσταυλος τον οποίο διόρισε ως πρώτο έφορο του υπό ίδρυση Εθνικού Νομισματοκοπείου Ελλάδος, πήγε σε ειδική αποστολή στη Μάλτα και με 100 στερλίνες αγόρασε 2 μηχανές κατασκευής νομισμάτων του 1783 και 1797. Ανήκαν στο Τάγμα των Ιωαννιτών Ιπποτών της Μάλτας, που είχε πάψει να λειτουργεί πριν 30 χρόνια όταν το τάγμα εκδιώχθηκε από τους Γάλλους και εγκατέλειψε τη Μάλτα. Μαζί με άλλα αναγκαία εξαρτήματα που αγόρασε στη Μασσαλία, στις 20/11/1828 έστησε το νομισματοκοπείο στην Αίγινα, στο ισόγειο του κτιρίου, που ο λαός ονόμασε «το παλάτι του Μπάρμπα-Γιάννη» και χρησίμευσε ως κυβερνείο του Ιωάννη Καποδίστρια για λίγο καιρό προτού μετακομίσει στην πρωτεύουσα στο Ναύπλιο.

 

Τα χάλκινα νομίσματα που εξέδωσε ο Καποδίστριας.

 

Τα πρώτα νομίσματα της ελεύθερης Ελλάδας εκόπησαν στις 27/06/1829. Και είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι και το πρώτο αρχαίο ελληνικό νόμισμα οι «χελώνες», είχαν κοπεί τον 7ον αιώνα π.Χ. πάλι στην Αίγινα, που τότε ήταν αποικία των Αργείων από τον βασιλιά του Άργους τον Φείδωνα. Τελικά τέθηκαν σε κυκλοφορία μόνο 4 εκδόσεις. Ο αργυρός «Φοίνικας» τα χάλκινα «λεπτόν», «πεντάλεπτον» και «δεκάλεπτον» και το 1830 το χάλκινον «εικοσάλεπτον».

 

Αργυρός στατήρας Αίγινας (480 π.χ.)

 

Χελώνα της Αίγινας (480 π.Χ.)

 

Ο γνωστός μας (από την πρώτη προσπάθεια στο Άργος) Αρμένης Χατζηγρηγόρης  ήταν ο χαράκτης των ασημένιων «φοινίκων», που έγιναν από λιώσιμο ασημένιων διακοσμήσεων και όπλων, ενώ τα χάλκινα νομίσματα έγιναν από κατεστραμμένα πυροβόλα και είδη οικιακής χρήσεως. Τις χαράξεις του 1830 τις έκανε  τεχνίτης με το όνομα «Δάσκαλος» Γεώργ. Παπακωσταντόπουλος από την Καρύταινα, των δε κοπών του 1831 ο Καρπενησιώτης Δημ. Κοντός. Συνολικά εκόπησαν 11.978 ασημένιοι φοίνικες.

 

Γενική Εφημερίς

 

Η 4η Εθνοσυνέλευση των Ελλήνων που έγινε στο αρχαίο θέατρο του Άργους (11/07 έως 6/08/1829) ενέκρινε ψήφισμα (το Ζ/31/7/1829) για τη λειτουργία του Νομισματοκοπείου και την κυκλοφορία του νέου νομίσματος εγκρίνοντας έτσι όλες τις μέχρι τότε αποφάσεις και πράξεις του Ιωάννη Καποδίστρια. Μάλιστα στις 30/7/1829 στα μέλη της Δ’ Εθνοσυνέλευσης μοιράσθηκαν ως δώρο τα πρώτα νομίσματα που κυκλοφόρησαν.

 

Οι φοίνικες του Καποδίστρια

 

Το 1831 αναγκάσθηκε ο Ιωάννης Καποδίστριας να κυκλοφορήσει χάρτινους φοίνικες [3]. Την απόφασή του αυτή ο πρώτος κυβερνήτης της χώρας μας την αιτιολόγησε με λόγια που μακάρι να τα ακούγαμε και σήμερα από τους νυν κυβερνώντες μας. «…χρεωστούντες να εξεύρωμεν τον τρόπον να θεραπεύσωμεν την ανάγκην ταύτην (δηλαδή την έλλειψη χρημάτων) χωρίς να επιφορτίσωμεν με νέους φόρους την γεωργίαν και το εμπόριον, τα οποία πρέπει να αναζωογονήσωμεν ως παθόντα εκ της παρελθούσης ανωμαλίας…». Οι χάρτινοι φοίνικες τυπώθηκαν στην Αίγινα την 1/7/1831. Η συνολική αξία τους ανήλθε στο ύψος των 500.000 φοινίκων, από 3.000.000 που είχαν αρχικά ορισθεί, τυπώθηκαν ονομαστικές αξίες των 5, 10, 50 και 100 φοινίκων. Τα χαρτονομίσματα μη έχοντας αντίκρισμα σε χρυσό ή ασήμι δεν απέκτησαν την εμπιστοσύνη Ελλήνων και ξένων και απέτυχαν.

 

Το Τάλληρο του Όθωνα, 1833, κοπής Μονάχου.

 

Μετά τη δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια (27/9/1831) και την έλευση του νεαρού βασιλιά Όθωνα στο Ναύπλιο (18/1/1833) οι Βαυαροί που δεν ήθελαν ν’ ακούσουν καν για τις ημέρες και τα έργα του Α’ Κυβερνήτη της Ελλάδος, στις 1/2/1833 με μία από τις πρώτες αποφάσεις του Όθωνα σταμάτησαν τις εργασίες του Εθνικού Νομισματοκοπείου στην Αίγινα [4] και απεφάσισαν ότι το νέο νόμισμα της χώρας θα είναι πλέον η Δραχμή που από τότε έως το 2002 που την αντικατέστησε το ευρώ, πέρασε πολλά ευχάριστα και δυσάρεστα και εμείς μαζί της περισσότερα…

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Οι εργασίες της Α’ Εθνοσυνέλευσης άρχισαν την 1/12/1821 στον ημιυπόγειο ναό του Αϊ-Γιάννη στο Άργος (ο σημερινός ναός του Αϊ-Γιάννη κτίσθηκε μετά το 1822 και περατώθηκε από τον Ιωάννη Καποδίστρια το 1829). Οι εργασίες της ξεκίνησαν άσχημα. Οι έριδες και ραδιουργίες έφεραν σε σύγκρουση τον Δ. Υψηλάντη και τον Θ. Κολοκοτρώνη με τους Μαυροκορδάτο και Νέγρη. Η δολοφονία στο Άργος εκείνες τις μέρες του Αντώνη Οικονόμου έκανε το Άργος ανάστατο. Οι πολιτικοί αντιπρόσωποι της Α’ Εθνοσυνέλευσης ένιωθαν μεγάλη ανασφάλεια γιατί ο στρατός είχε αγριέψει και τους απειλούσε. Έτσι αποφάσισαν να τη σταματήσουν και να μεταβούν στην Πιάδα (Νέα Επίδαυρο) χωρίς τον Δ. Υψηλάντη και τον Θ. Κολοκοτρώνη. Εκεί άρχισαν εκ νέου οι εργασίες της από την 20/12/1821 και τέλειωσαν στις 16/01/1822. Ο Μαυροκορδάτος κυριάρχησε και εκλέχτηκε Πρόεδρος του Εκτελεστικού σώματος (προσωρινός πρωθυπουργός).

[2] Στις 25/04/1821, ο Κιοσέ Μεχμέτ Πασάς Μουσταφάμπεης ή Κεχαγιάμπεης με 3.500 Τουρκαλβανούς εισβάλει στο Άργος και επί 6 μερόνυχτα ανενόχλητος το ρημάζει. Σφάζει 700 Αργείους, βιάζει γυναίκες και παίρνει όσα γυναικόπαιδα βρήκε ως σκλάβους. Βλέπε: Αργολική Αρχ. Βιβλιοθήκη: Ο Μεντρεσές του Άργους και η πολύτιμη για τον Αγώνα του 1821 μολύβδινη σκεπή τους.

[3] Δυστυχώς το κόστος παραγωγής κάθε αργυρού φοίνικα ξεπέρασε κατά πολύ την αξία που είχε σαν νόμισμα. Γι’ αυτό και σταμάτησε – μαζί με άλλους λόγους που κυρίαρχος ήταν η απουσία ασημιού- την παραγωγή του.

[4] Ό,τι έχει απομείνει από τα μηχανήματα αυτά βρίσκεται στη συλλογή της Εθνολογικής & Ιστορικής Εταιρείας της Ελλάδος. Μια μικρή πρέσα, βρίσκεται σήμερα δίπλα στα σκαλοπάτια της εισόδου του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου στην Αθήνα.

 

Βιβλιογραφία


  • Αναστάσιος Τζαμαλής, «ΤΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΝΕΩΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ 1828-1979», Εκδόσεις ΝΟΥΜΜΙΟ, Αθήνα 1981.
  • Αργειακόν Ημερολόγιον 1930 (Συλλογή Γ. Γιαννούση).
  • Κάρολος Μπρούσαλης, «Το Εθνικό Νόμισμα» εφημ. Έθνος (Ιανουάριος 2007).
  • Αλέξης Τότσικας, «Η Δραχμή μας», Ιστόραμα, 2002.
  • Πρότυπο Πειραματικό Γενικό Λύκειο Βαρβακείου Σχολής, «Οι φοίνικες του Καποδίστρια: το πρώτο νόμισμα του νεώτερου ελληνικού κράτους», Απρίλιος 2013.

 

Γιώργος Γιαννούσης

Οικονομολόγος – Πρόεδρος Αργολικής Αρχειακής Βιβλιοθήκης Ιστορίας & Πολιτισμού

 

Διαβάστε ακόμη:


Στο:Άρθρα - Μελέτες - Εισηγήσεις, Οικονομία, Πρόσωπα & γεγονότα του΄21 Tagged: 1821, Argolikos Arghival Library History and Culture, Άρθρα, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Γιαννούσης, Δραχμή, Επανάσταση 21, Εθνικό Νομισματοκοπείο Αιγίνης, Ιστορία, Νομισματοκοπείο, Οβολός, Φοίνικας

Ομιλία με θέμα: «Η μυστική συνέλευση της Βοστίτσας (26 – 30 Ιανουαρίου 1821). Το γεγονός που δρομολόγησε την έναρξη της επανάστασης του ΄21».

$
0
0

Ομιλία με θέμα: «Η μυστική συνέλευση της Βοστίτσας (26 – 30 Ιανουαρίου 1821). Το γεγονός που δρομολόγησε την έναρξη της επανάστασης του ΄21».


 

Το Σάββατο 8 Απριλίου 2017 στις 7 το απόγευμα θα πραγματοποιηθεί στην αίθουσα του Βουλευτικού Ναυπλίου ομιλία της φιλολόγου και ιστορικού κυρίας Βάνας Μπεντεβή – Σπυροπούλου. Η Βάνα Μπεντεβή – Σπυροπούλου είναι ιδρυτικό μέλος και Πρόεδρος της Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρείας Αιγιαλείας (ΙΛΕΑ). Έχει ασχοληθεί έως σήμερα με συγκεκριμένα ιστορικά και λαογραφικά θέματα της περιόδου της ελληνικής επανάστασης του 1821. Η ιστορικός θα αναπτύξει το θέμα: Η μυστική συνέλευση της Βοστίτσας (26 – 30 Ιανουαρίου 1821). Το γεγονός που δρομολόγησε την έναρξη της επανάστασης του ΄21.

Η Βάνα Μπεντεβή – Σπυροπούλου θα φωτίσει άγνωστες στο ευρύ κοινό πτυχές της Επανάστασης του 1821 και γεγονότα που οδήγησαν στην δημιουργία του ανεξάρτητου και ελεύθερου ελληνικού κράτους.

Ο Προοδευτικός Σύλλογος Ναυπλίου «Ο Παλαμήδης» δίνει βήμα και λόγο σε επιστήμονες που ερευνούν την ιστορική αλήθεια και παρουσιάζουν τεκμηριωμένες απόψεις για τα γεγονότα μιας σημαντικής, για την δημιουργία και ύπαρξη του σύγχρονου ελληνικού κράτους, εποχής. Τα μέλη και οι φίλοι του Συλλόγου είναι επίσημοι προσκεκλημένοι στην ομιλία της ιστορίας και της αλήθειας της.

 

Ανδρέας Λόντος. Ο Λόντος εξολοθρεύει περί την Βοστίτσαν δια λοιμού 3000 εχθρών. Peter Von Hess.

 

Βάνα Μπεντεβή – Σπυροπούλου

Η Βάνα Μπεντεβή – Σπυροπούλου σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, Ιστορία και Αρχαιολογία. Διορίστηκε ως φιλόλογος στο Αίγιο, όπου ζει με την οικογένεια της και εργάζεται στο 2ο Ενιαίο Λύκειο Αιγίου. Ασχολείται συστηματικά με την τοπική Ιστορία τη Λαογραφία και τη λογοτεχνία και δημοσιεύει άρθρα και μελέτες σε τοπικές εφημερίδες και περιοδικά.

Είναι από τα ιδρυτικά στελέχη της Ιστορικής Λαογραφικής Εταιρίας Αιγιαλείας (ΙΛΕΑ) – πρόεδρος και υπεύθυνη του περιοδικού της ΙΛΕΑ «Ρίζες». Επίσης ειδικεύεται στη κριτική λογοτεχνικού  έργου.

Αρθρογραφεί σε εφημερίδες και περιοδικά, με ιστορικά κυρίως θέματα. Ως συγγραφέας, έχει σημαντική εργογραφία: «Το κλέφτικο Δημοτικό τραγούδι», «Η συμβολή της Βοστίτσας στην εγκαθίδρυση του Κοινοβουλευτισμού (1843)», «Ανδρέας Αναστασόπουλος», «Τα αρχοντικά των Αγωνιστών του 1821 στο Αίγιο», και «Η μυστική συνέλευση της Βοστίτσας (26 – 30 Ιανουαρίου 1821)».


Στο:Ειδήσεις - Πολιτισμός Tagged: 1821, Argolikos Arghival Library History and Culture, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Βοστίτσα, Διαλέξεις, Επανάσταση 21, Ειδήσεις, Ιστορία, Ο Παλαμήδης, άνα Μπεντεβή - Σπυροπούλου
Viewing all 627 articles
Browse latest View live